Η Μ Ε Τ Ο Χ Η

Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝ ΗΡΩΩΝ

ΤΡΙΑΔΙΑΝΟΝ ΣΥΜΒΟΛΟΝ ΠΙΣΤΕΩΣ



ΤΡΙΑΔΙΑΝΟΝ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΣΥΜΒΟΛΟΝ ΠΙΣΤΕΩΣ


ΤΟ "ΤΡΙΑΔΙΑΝΟΝ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΣΥΜΒΟΛΟΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ" ΣΥΝΕΤΑΧΘΗ ΟΛΟΝ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΩΣ ΥΠΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΟΣ (Α.Ε.Θ.Α.), ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ, ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ, ΕΝ ΚΑΛΑΜΑΙΣ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΑΣ ΕΣΧΑΤΑΣ ΠΡΟΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥΣ ΩΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 24ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021 ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΑΣ ΠΡΩΤΑΣ ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥΣ ΩΡΑΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ 25ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021, ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΝ ΚΑΙ ΜΕΤ' ΟΛΙΓΟΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΝ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΕΝΘΑΔΕ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ 5ΗΝ ΠΡΩΪΝΗΝ ΩΡΑΝ ΑΥΤΗΣ ΤΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2021. ΕΙΣΗΧΘΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΩΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 9 / 25 - 12 - 2021 ΕΞΑΠΟΛΥΘΕΙΣΗΣ ΠΑΠΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΥ ΑΠΟΦΑΝΣΕΩΣ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΚΗΡΥΧΘΗ ΕΠΙΦΑΝΩΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΩΣ ΥΠ' ΑΥΤΟΥ Η ΚΑΘΙΔΡΥΣΙΣ ("ΓΕΝΝΗΣΙΣ") ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ, ΚΑΙ ΙΕΡΟΛΟΓΗΘΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗΝ ΥΠ' ΑΥΤΟΥ ΤΕΛΕΣΘΕΙΣΑΝ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΘΕΙΑΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΥΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗΝ ΗΜΕΡΑΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ, ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΝ 25ΗΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021. ΑΠΑΡΤΙΖΕΤΑΙ ΕΞ ΟΚΤΩ, ΕΝ ΣΥΝΟΛῼ, ΑΡΘΡΩΝ, ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ, ΤΑ ΤΕΣΣΑΡΑ ΠΡΩΤΑ, ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΝ ΤΡΙΑΔΙ ΚΑΙ ΕΝ ΜΟΝΑΔΙ ΘΕΟΝ, ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΔΥΟ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΣΑΡΚΟΝ, ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΔΥΟ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΝΣΑΡΚΟΝ ΘΕΟΝ. ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΤΕΣΣΑΡΑ, ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜΙΑΙΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ, ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΔΥΟ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΔΥΟ, ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΟΡΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ.


ΑΡΘΡΟΝ Α΄

1. «ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΟΝΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΛΟΝ ΤΡΙΣΙΖΩΟΝ ΘΕΟΝ, ΤΟΝ ΕΝ ΜΙᾼ ΚΑΙ ΜΟΝῌ ΚΑΙ Τῌ ΑΥΤῌ ΑΚΡΙΒΩΣ ΚΟΙΝῌ ΕΝΕΡΓΕΙᾼ ΚΑΙ ΟΥΣΙᾼ ΚΑΙ ΕΝ ΤΡΙΣΙΝ ΙΔΙΑΙΣ ΖΩΑΙΣ, ΑΪΔΙΩΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΣ, ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΝΟΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ ΥΠΑΡΞΕΩΝ, ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ, ΩΣ ΝΟΕΡΟΝ, ΕΞ ΕΑΥΤΟΥ ΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΟΙΗΣΑΝΤΑ».

ΑΡΘΡΟΝ Β΄

2. «ΕΙΣ ΕΝΑ ΑΓΕΝΝΗΤΟΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΚΤΟΝ ΠΑΝΔΥΝΗΡΟΝ ΠΑΤΕΡΑ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΕΝΑ, ΟΜΟΟΥΣΙΟΝ ΑΥΤῼ ΚΑΙ ΟΜΟΕΝΕΡΓΟΝ, ΕΞ ΑΥΤΟΥ ΓΕΝΝΗΤΟΝ ΚΑΙ ΕΞΑΚΤΟΝ ΠΑΝΙΣΧΥΡΟΝ ΥΙΟΝ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΕΝΑ, ΣΥΝΟΜΟΟΥΣΙΟΝ ΑΥΤΟΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΜΟΕΝΕΡΓΟΝ, ΕΚ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΕΝΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΚΠΟΡΕΥΤΟΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΤΟΝ ΠΑΓΚΡΑΤΕΡΟΝ ΠΑΙΔΑ, ΤΟΝ ΕΝΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΝ, ΑΚΤΙΣΤΟΝ, ΑΫΛΟΝ, ΑΝΑΡΧΟΝ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟΝ ΘΕΟΝ».

ΑΡΘΡΟΝ Γ΄

3. «ΤΟΝ ΠΡΟ ΤΕ ΠΛΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΤΩΣΕΩΣ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΑΠΡΟΫΠΟΘΕΤΩΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΤΡΙΑΔΙ ΟΛΟΝ ΕΜΨΥΧΩΘΕΝΤΑ ΤΕ ΚΑΙ ΕΝΣΑΡΚΩΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟΝ ΘΕΟΨΥΧΑΝΘΡΩΠΟΝ ΓΕΝΟΜΕΝΟΝ, ΙΝΑ ΤΗΝ ΕΣΩ ΟΜΟΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ ΕΝΩΣΙΝ Τῌ ΕΞΩ ΟΜΟΫΠΟΣΤΑΣΙΑΣΤΙΚῌ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΦΥΣΕΩΝ ΕΝΩΣΕΙ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΩΣ ΑΝΑΛΟΓΗΣῌ ΚΑΙ ΟΥΤΩΣ ΑΜΦΟΤΕΡΑΣ ΙΣΟΤΙΜΗΣῌ ΚΑΙ ΑΡΜΟΝΙΚΩΣ ΜΕΤ' ΑΛΛΗΛΩΝ ΑΝΤΕΠΙΔΕΙΞῌ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΩΣ ΕΞ ΑΛΛΗΛΩΝ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣῌ».

ΑΡΘΡΟΝ Δ΄

4. «ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΝ ΔΕΚΑΤΡΙΑΔΑ ΤΗΝ ΕΚ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΘΕΟΨΥΧΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΥΙΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΝΩΝ ΑΥΤΩΝ, ΕΚ ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ ΑΥΤΩΝ».

ΑΡΘΡΟΝ Ε΄

5. «ΚΑΙ ΕΙΣ ΕΝΑ ΜΕΣΙΤΗΝ ΚΑΙ ΜΕΣΣΙΑΝ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΗΝ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΤΟΝ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΧΑΡΙΝ ΥΙΟΘΕΤΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΤΟΝ ΕΝ ΓΕΘΣΗΜΑΝῌ ΕΝ ΑΓΩΝΙᾼ ΙΔΡΩΤΟΣ ΟΜΟΥ ΤΕ ΚΑΙ ΑΙΜΑΤΟΣ ΕΛΘΟΝΤΑ ΚΑΚΕΙ ΑΚΑΚΟΥΡΓΗΤΩΣ ΚΑΙ ΘΕΜΙΤΩΣ ΠΑΘΟΝΤΑ, ΚΑΙ ΤΑΦΕΝΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΝΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΗΦΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΕΚ ΔΕΞΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝ ΤΡΙΑΔΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΟΣ ΠΑΤΡΟΘΕΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΘΕΣΘΕΝΤΑ, ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑΣ».

ΑΡΘΡΟΝ ΣΤ΄

6. «ΤΟΝ ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΑΜΙΑΙΩΝ ΑΥΤῼ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΑΠΤΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑ ΒΙΟΤΗΣ, ΟΥΚ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ, ΚΑΙ ΔΙ' ΕΞΙΛΕΩΣΕΩΣ ΑΠΟΠΤΩΤΙΚΟΝ ΠΡΩΤΟΝ ΓΕΝΟΜΕΝΟΝ ΙΝΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΕΝ Τῌ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙᾼ ΕΑΥΤῼ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΙΣ ΕΝΩΣῌ ΑΦΟΜΟΙΩΣῌ ΤΕ ΚΑΙ ΣΩΣῌ ΚΑΙ ΔΙ' ΕΑΥΤΟΥ ΠΑΝΤΑΣ ΤΟΙΣ ΤΡΙΣΙ ΠΡΟΑΔΑΜΙΑΙΟΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΠΤΩΤΙΚΟΙΣ ΘΕΟΨΥΧΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΥΠΕΡ ΦΥΣΙΝ ΣΥΝΑΡΜΟΣῌ ΚΑΙ ΟΥΤΩ ΚΑΤΑ ΧΑΡΙΝ ΘΕΩΣῌ».

ΑΡΘΡΟΝ Ζ΄

7. «ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΙΑΝ, ΑΓΙΑΝ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΣΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΥΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ, ΤΗΝ ΜΟΝΗΝ ΤΑΜΙΟΥΧΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΝ ΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΔΩΡΕΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ».

ΑΡΘΡΟΝ Η΄

8. «ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΕΠ' ΕΣΧΑΤΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΤΑΞΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΚΑΙΝΗΝ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΑΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ. ΑΜΗΝ».



ΤΡΙΑΔΙΑΝΟΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΟΡΟΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

(ΠΑΠΠΙΚΗ ΑΠΟΦΑΝΣΙΣ 9 / 25 - 12 - 2021)



ΣΥΝΑΦΗ ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


1. Γραμματικές επεξηγήσεις: α΄. «Πρὸ πάντων τῶν νοητῶν καὶ αἰσθητῶν ὑπαρξέων» (και όχι «ὑπάρξεων»): Πρόκειται για τον ασυναίρετο τύπο της γενικής πληθυντικού «τῶν ὑπαρξέων», από τον ασυναίρετο, επίσης, τύπο της ονομαστικής πληθυντικού «τὰ ὑπάρξεα» (ὑπαρξεσ-), μιας ουδέτερης εκδοχής του θηλυκού ουσιαστικού «αἱ ὑπάρξεις» (ὑπαρξε-), όπως ο παρόμοιος ουδέτερος τύπος «τὰ ὑπάργματα», την οποία εμείς οι ίδιοι εισαγάγαμε στον αρχαιοελληνικό λόγο και στον πληθυντικό, μόνο, αριθμό για πρώτη φορά στα πλαίσια του κειμένου του «Τριαδιανού Συμβόλου της Πίστεώς» μας και για θεολογικούς και φιλοσοφικούς λόγους, προκειμένου να γίνει αντιπαραβολή μεταξύ των «ὄντων», των ανάρχων, ακτίστων και υπερκοσμίων θείων προσώπων και πραγμάτων, και των «ὑπαρξέων» (ή των «ὑπαρχόντων»), των ενάρχων, κτιστών και κοσμικών προσώπων και πραγμάτων. β΄. «Πατροθετοῦ ἢ πατροθέτου»: Πρόκειται για τη γενική ενικού του ονόματος «πατροθετὸς ἢ πατρόθετος» (και όχι «πατροθέτης»), το οποίο σημαίνει «πατὴρ θετός». Και τον ονοματικό αυτό τύπο εισαγάγαμε, επίσης, εμείς οι ίδιοι για πρώτη φορά (ή κυριώτερα) στον αρχαιοελληνικό λόγο και στα πλαίσια του κειμένου του «Τριαδιανού Συμβόλου της Πίστεώς» μας, κατ' αναλογία προς το όνομα «υἱοθετὸς ἢ υἱόθετος» (και όχι «υἱοθέτης»), το οποίο σημαίνει «υἱὸς θετός».

[Ρήμα ἄρχειν (ἀρχ-/ενεστώτας) ή ἄρξειν (ἀρξ-/μέλλοντας) > ουσιαστικό τὸ ἄρχος, τοῦ ἄρχους (ἀρχεσ-), ή, τὸ ἄρξος, τοῦ ἄρξους (ἀρξεσ-) = η αρχή, της αρχής, ή, η έναρξη, της έναρξης (πρβλ. Ἄρχιππος ή Ἄρξιππος, Ἀρχίμαχος ή Ἀρξίμαχος κ.τ.ό.) > ουσιαστικό τὰ ἄρχεα και τὰ ἄρχη, τῶν ἀρχέων και τῶν ἀρχῶν (ἀρχεσ-), ή, τὰ ἄρξεα και τὰ ἄρξη, τῶν ἀρξέων και τῶν ἀρξῶν (ἀρξεσ-) = οι αρχές, των αρχών, ή, οι ενάρξεις, των ενάρξεων. Και αναλόγως: Ὑπάρχειν (ὑπαρχ-) ή ὑπάρξειν (ὑπαρξ-) > τὸ ὑπάρχος, τοῦ ὑπάρχους (ὑπαρχεσ-), ή, τὸ ὑπάρξος, τοῦ ὑπάρξους (ὑπαρξεσ-) > τὰ ὑπάρχεα και τὰ ὑπάρχη, τῶν ὑπαρχέων και τῶν ὑπαρχῶν (ὑπαρχεσ-), ή, τὰ ὑπάρξεα και τὰ ὑπάρξη, τῶν ὑπαρξέων και τῶν ὑπαρξῶν (ὑπαρξεσ-)]


2. Το άρθρο «ΤON» εισάγεται σκόπιμα πριν το αριθμητικό επίθετο «ΕNA» ή «ΜIAN» απολυτοποιώντας την έννοια του εν λόγω επιθέτου στις εξής φράσεις του Τριαδιανού Συμβόλου της Πίστεως: «ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΟΝΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΛΟΝ ... ΘΕΟΝ», «ΤΟΝ ΕΝΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΝ ... ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟΝ ΘΕΟΝ», «ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΙΑΝ ... ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ». Σκοπός, εν προκειμένω, είναι να επισημανθεί η απόλυτη μοναδικότητα της ύπαρξης του αληθινού Θεού και της αληθινής Εκκλησίας, ότι δηλαδή, δεν υπάρχει απολύτως άλλος αληθινός Θεός και άλλη αληθινή Εκκλησία. Αντιθέτως, δεν εισάγεται στις εξής φράσεις: Στη φράση «ΕΙΣ ΕΝΑ ΑΓΕΝΝΗΤΟΝ ... ΠΑΤΕΡΑ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΕΝΑ ... ΓΕΝΝΗΤΟΝ ... ΥΙΟΝ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΕΝΑ ... ΕΚΠΟΡΕΥΤΟΝ ... ΠΑΙΔΑ», προκειμένου να δηλωθεί ότι στη θεία φύση ο Αγέννητος Θεός Πατήρ είναι, μέν, ένας και ο Γεννητός Θεός Υιός, επίσης ένας, και ο Εκπορευτός Θεός Παίς (το Πνεύμα), επίσης ένας, αλλά δεν είναι η απολύτως μοναδική θεία υπόσταση (πρόσωπο), δεδομένου ότι υπάρχουν και οι άλλες δύο θείες υποστάσεις. Και στη φράση «ΕΙΣ ΕΝΑ ΜΕΣΙΤΗΝ ΚΑΙ ΜΕΣΣΙΑΝ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΗΝ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ», διότι, η μεν μεσιτεία, ανήκει, κατά πρώτο λόγο, στους ασωμάτους αγγέλους (και υπαγγέλους), αναφερόμενη γενικώς στη σχέση μεταξύ θεού και ανθρώπου, και, κατά δεύτερο λόγο, στον αποπτωτικό και αδαμιαίο Ιησού Χριστό, αναφερόμενη ειδικώς στη σχέση μεταξύ του προπτωτικού και προαδαμιαίου θεοψυχανθρώπου και του μεταπτωτικού και αδαμιαίου ψυχανθρώπου, η δε σωτηρία, παρέχεται, κατά πρώτο λόγο, από το θεό και το θεοψυχάνθρωπο, ο οποίος χαρακτηρίζεται ενάρθρως ως «ο Σωτήρ», δηλαδή, ως «η πηγή της σωτηρίας», και, κατά δεύτερο λόγο, από τον Ιησού, ο οποίος χαρακτηρίζεται ανάρθρως ως «Σωτήρ», δηλαδή, ως «μέσο της σωτηρίας», διότι είναι και «Μεσίτης» και «Σωτήρ», ή, με μία φράση, «Μεσίτης Σωτήρ». Όσον αφορά τους όρους «Μεσσίας» και «Λυτρωτής», οι οποίοι παρεμβάλλονται μεταξύ των όρων «Μεσίτης» και «Σωτήρ», αμφότεροι αυτοί, χαρακτηρίζουν, μεν, απολύτως τον Ιησού Χριστό, ο οποίος «λήφθηκε», δηλαδή, «προορίστηκε», από τη θεία χάρη για να προσφέρει το «λύτρο του αίματος», την αιματηρή, δηλονότι, θεία εξιλέωση, αλλ' ως παρέμβλητοι και συνημμένοι με τους άλλους δύο όρους «Μεσίτης» και «Σωτήρ» δεν δύνανται, εν προκειμένω, να είναι έναρθροι. Χάριν του λόγου, για λόγους, δηλαδή, ακουστικής αρμονίας μεταξύ των λέξεων του κειμένου του Συμβόλου κατά την προφορική απαγγελία του, ο μεν όρος «Μεσσίας» πρέπει να ακολουθήσει μετά τον όρο «Μεσίτης» σε μία φράση, ως «Μεσίτης και Μεσσίας», ο δε όρος «Λυτρωτής», να τεθεί πριν από τον όρο «Σωτήρ» σε μία, επίσης, φράση, ως «Λυτρωτής και Σωτήρ».


3. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΤΡΙΣΙΖΩΟΥ


Απαγορεύεται κάθε αντιγραφή και κλοπή της παρούσης


Στο «Τριαδιανό Καινορθόδοξο Σύμβολο της Πίστεως», το οποίο συντάξαμε εξολοκλήρου οι ίδιοι και εισάγαμε για πρώτη φορά δογματολογικώς και ιεροκανονικώς με την υπ' αριθ. 9/25-12-2021 καθιδρυτική Παππική μας Απόφανση, χρησιμοποιούμε ρητώς το δογματικό όρο «τρισίζωος» τον οποίο θεωρούμε ορθοδόξως ως ταυτόσημο με το δογματικό όρο «τρισυπόστατος».

Με την παρούσα δημοσίευσή μας, προχωρούμε σε μια περιληπτική ερμηνεία των πράγματι ταυτόσημων δογματικών αυτών όρων, σε αντιπαραβολή με όλους τους συσχετικούς όρους τους.

Ο όρος «ζωή» και οι παράγωγοι όροι «ένζωος» και «άζωος» δεν αναφέρονται σε κάποια από τις «επουσιώδεις φυσικές καταστάσεις» του όντος αλλά σε ένα από τα τέσσερα «φυσικά στοιχεία» του («ουσιώδεις φυσικές καταστάσεις»), τα οποία στοιχειοθετούν την όλη «φύση» του όντος και χαρακτηρίζονται από όλες τις «επουσιώδεις φυσικές καταστάσεις» του.

Τέσσερα είναι, συνολικά, τα «φυσικά στοιχεία» του όντος:

1. Ενέργεια.

2. Ουσία.

3. Ζωή.

4. Ατομία.

Τα τέσσερα αυτά διακριτά μεταξύ τους «φυσικά στοιχεία» διακρίνονται σε τρία «ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία», την ενέργεια, την ουσία και τη ζωή και σε ένα «κοινό φυσικό στοιχείο», την ατομία, το οποίο χαρακτηρίζει από κοινού και τα τρία «ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία» και την ενέργεια και την ουσία και τη ζωή, το καθένα ανάλογα με την ιδιαίτερη φύση του. Έχουμε δηλαδή και «ατομία της ενεργείας» και «ατομία της ουσίας» και «ατομία της ζωής», δεδομένου ότι και η ενέργεια και η ουσία και η ζωή έχουν, η καθεμιά, δική της ατομική ύπαρξη.

Έχουμε λοιπόν:

1α΄. Ενέργεια.

1β΄. Ατομία της Ενεργείας.

2α΄. Ουσία.

2β΄. Ατομία της Ουσίας.

3α΄. Ζωή.

3β΄. Ατομία της Ζωής.

Και εάν διατάξει κανείς σχηματικά τα τέσσερα αυτά «φυσικά στοιχεία» του όντος ανάλογα με την κλασματική σχηματική διάταξη, ενός συνθέτου μαθηματικού κλάσματος, με τρεις διαφόρους αριθμητές, την ενέργεια, την ουσία και τη ζωή, στο επάνω μέρος του και ένα κοινό παρονομαστή, την ατομία, στο κάτω μέρος του, τότε προκύπτουν οι ακριβείς, από φιλολογική άποψη, όροι, «επίστασις», ο οποίος χαρακτηρίζει το «επάνω ιστάμενο» μέρος του κλάσματος, δηλαδή, τους τρεις διαφόρους αριθμητές της ενέργειας, της ουσίας και της ζωής και «υπόστασις», ο οποίος χαρακτηρίζει το «υποκάτω ιστάμενο» μέρος του, δηλαδή, τον κοινό παρονομαστή της ατομίας.

Ο όρος «υπόστασις», συνεπώς, κατ' ακρίβειαν, είναι γενικός και χαρακτηρίζει γενικά την ατομία, είτε την ατομία της ενεργείας, είτε την ατομία της ουσίας, είτε την ατομία της ζωής, κατ' εξοχήν, όμως, επικράτησε να χαρακτηρίζει ειδικώς την ατομία της νοεράς και της νοητής ζωής, το άτομο της νοεράς και της νοητής ζωής, δηλαδή, το άκτιστο θείο πρόσωπο και το κτιστό αγγελικό και ανθρώπινο πρόσωπο.

Σε διάκριση από τον όρο «επίστασις», ο οποίος χαρακτηρίζει την ενέργεια, την ουσία και τη ζωή και είναι ταυτόσημος μόνο προς τη στενή έννοια του όρου «φύσις του όντος», δεδομένου ότι ο όρος αυτός έχει δύο έννοιες, μια στενή, η οποία χαρακτηρίζει ειδικά μόνο τα τρία «ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία» του όντος, την ενέργεια, την ουσία και τη ζωή και μια ευρεία έννοια, η οποία συμπεριλαμβάνει και τα τέσσερα «φυσικά στοιχεία» του και την ενέργεια και την ουσία και τη ζωή και την ατομία αυτών (και την ατομία της ενεργείας και την ατομία της ουσίας και την ατομία της ζωής).

Με τις παραπάνω έννοιες χρησιμοποιούνται, αφενός, οι μερικοί όροι «φύσις» («επίστασις») και «υπόστασις» του όντος, καθώς και οι ανάλογοι ειδικοί όροι «φυσικά ιδιώματα» και «υποστατικά ιδιώματα» του όντος, σε διάκριση και αντίθεση μεταξύ τους και αφετέρου, ο καθολικός όρος «φύσις» του όντος («επίστασις» και «υπόστασις»), όπως και ο ανάλογος γενικός όρος «φυσικά ιδιώματα» του όντος.

Στην πρώτη περίπτωση, κατά την οποία οι όροι «φύσις» και «υπόστασις» του όντος ορίζονται μερικώς και σε διάκριση και αντίθεση μεταξύ τους, η σύσχεση μεταξύ τους κατανοείται κατά δύο διαφορετικούς και αντίθετους τρόπους, σε δύο, δηλαδή, διαφορετικές και αντίθετες θεωρήσεις του όντος (οντολογικές θεωρήσεις), στην «ενοντολογία», αφενός, στην εσωτερική, δηλαδή, οντολογική θεώρηση, όπου το ον θεωρείται εσωτερικά και μεμονωμένα, σε σχέση με τον ίδιο τον εαυτό του και στη «διοντολογία», αφετέρου, όπου το ον θεωρείται εξωτερικά και παραβολικά, σε σχέση και σύγκριση με άλλα όντα.

Στην «ενοντολογική θεώρηση», ως «ιδιαίτερο» στοιχείο του όντος ορίζεται η «φύσις» («επίστασις»), δηλαδή, τα τρία «ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία» του, η ενέργεια, η ουσία και η ζωή και ως «κοινό» στοιχείο του ορίζεται η «υπόστασις», γενικώς, δηλαδή, η ατομία, η οποία χαρακτηρίζει από κοινού και ανάλογα και τα τρία αυτά στοιχεία, ενώ, αντιθέτως, στη «διοντολογική θεώρηση», μεταξύ των όντων που φέρουν την ίδια φύση, ως «ίδιον» ορίζεται η «υπόστασις» (γενικώς η ατομία) και ως «κοινόν» η «φύσις» (η ενέργεια, η ουσία και η ζωή) αυτών.

Οι μερικοί, σημειωτέον και ειδικοί, αντιτιθέμενοι μεταξύ τους, όροι «υπόστασις» (ατομία) και «επίστασις» (ενέργεια, ουσία, ζωή) ορίζονται στην πρώτη, την ενοντολογική θεώρηση του όντος και διατηρούν το ίδιο νόημα και στη δεύτερη, τη διοντολογική θεώρησή του, παρόλο που σ' αυτή αντιστρέφεται ο συσχετισμός των παραπάνω τεσσάρων φυσικών στοιχείων του.

Τί είναι «ενέργεια», τί είναι «ουσία» και τί, πράγματι, προηγείται τίνος, η ενέργεια της ουσίας, ή η ουσία της ενέργειας;

Πρώτο στοιχείο του όντος και πρωταρχική υπαρξιακή μορφή αυτού αποδεικνύεται, ασφαλώς, η ενέργεια, από την οποία πρώτα παράγεται και σχηματίζεται η ουσία, δεδομένου, αφενός, ότι στον πλήρη εντελεχειακό κύκλο, προηγείται το αφηρημένο, έπεται το διακεκριμένο και επακολουθεί το συγκεκριμένο και αφετέρου, ότι βάσει του νόμου της διαστολής και της συστολής, ο οποίος έχει διάφορες εφαρμογές στο σύμπαν, προηγείται το διεσταλμένο και έπεται το συνεσταλμένο, το οποίο, έπειτα, πάλι διαστέλλεται και έτσι πάλι επιστρέφει στην πρωταρχική οντολογική κατάσταση της διαστολής.

Η ενέργεια, λοιπόν, η οποία ορίζεται γενικά ως «η αφηρημένη ή διεσταλμένη υπαρξιακή κατάσταση του όντος», προηγείται της ουσίας, η οποία ορίζεται γενικά ως «η διακεκριμένη ή πρώτη συνεσταλμένη ή ημισυνεσταλμένη υπαρξιακή κατάσταση του όντος» και η οποία, πρώτα παράγεται και σχηματίζεται από τη συστολή της ενεργείας σε πιο διακεκριμένη μορφή και έπειτα διαστέλλεται και επιστρέφει πάλι στην αφηρημένη και πρωταρχική υπαρξιακή της μορφή, αντιπαράγουσα την ενέργεια την οποία ενδιαθέτει μέσα της. Μόνο με αυτή την έννοια, της «ενδιάθετης ενέργειας», ως ενέργεια, ορίζεται «η ικανότητα της ουσίας να παράγει έργο».

Ένα απλό παράδειγμα προκειμένου να γίνει κατανοητή η αμφίδρομη σύσχεση ενεργείας και ουσίας είναι η εφαρμογή του συμπαντικού νόμου της διαστολής και της συστολής στο φυσικό στοιχείο του ύδατος, με το σχήμα του φυσικού νόμου της τήξεως και της πήξεως. Πρόκειται για το ίδιο φυσικό στοιχείο, το ύδωρ, το οποίο, πρώτα ευρίσκεται στην υγρή φυσική κατάσταση της διαστολής, σε πιο αφηρημένη φυσική μορφή, ως ύδωρ και έπειτα συστέλλεται και πήγνυται σε πιο συγκεκριμένη φυσική μορφή, ως πάγος και πάλι διαστέλλεται και τήκεται και επιστρέφει στην αρχική φυσική κατάσταση και μορφή, ως ύδωρ.

Όταν, λοιπόν, λέμε ότι ο πάγος ενδιαθέτει μέσα του ύδωρ, εννοούμε ότι είναι το ίδιο το ύδωρ το οποίο συνεστάλη και έγινε πάγος. Το ίδιο αναλόγως εννοούμε και όταν λέμε ότι η ουσία ενδιαθέτει μέσα της ενέργεια, ότι δηλαδή, είναι η ίδια η ενέργεια η οποία συνεστάλη και έγινε ουσία.

Κατά ειδικώτερη, σημειωτέον και ακριβέστερη θεώρηση, η πρωταρχική φυσική κατάσταση του αέρος αναλογεί προς το αφηρημένο ή διεσταλμένο της ενέργειας, η μέση φυσική κατάσταση του ύδατος, προς το διακεκριμένο ή ημισυνεσταλμένο της ουσίας και η τελική φυσική κατάσταση του πάγου, προς το συγκεκριμένο ή ολοσυνεσταλμένο της ζωής.

Το Καινορθόδοξο, συνεπώς, Δόγμα του Τριαδιανισμού, δι' ημών, των πνευματικών Αυτού ιδρυτών και επιστημονικών Αυτού υπευθύνων, επαλήθευσε, από τριαδολογική και γνωσιολογική άποψη και παραδέχτηκε τη φυσική επιστημονική θεωρία ότι η υλική ουσία ορίζεται ως «υλική ενεργειακή μάζα» και έτσι αναίρεσε και καταδίκασε ως κακοδοξία την παλαιά αντίληψη των θεολόγων του Παλαιορθοδόξου Δόγματος του Ανατολικού Χριστιανισμού και των λοιπών χριστιανικών αιρέσεων που προέκυψαν από Αυτό ότι δήθεν η ουσία προηγείται της ενέργειας.

Αυτό άλλωστε τεκμαίρεται και από τη φυσική επιστημονική διαπίστωση ότι η υλική ενέργεια μπορεί να υπάρχει ακόμη και ελεύθερη μέσα στο σύμπαν, χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με κάποια υλική ουσία, σε αντίθεση με την υλική ουσία, η οποία δε μπορεί να μην ενδιαθέτει υλική ενέργεια, το οποίο σημαίνει, σαφώς, ότι η ενέργεια είναι η πρωταρχική μορφή υπάρξεως του όντος και όχι η ουσία, πλήν, όμως, ο τρόπος μετατροπής της ενεργείας σε ουσία δεν έχει γίνει, τουλάχιστον προς το παρόν, πλήρως επιστημονικώς κατανοητός.

Τί είναι, όμως, «ζωή» και ποιά είναι η σύσχεσή της με την «ουσία» και την ενδιάθετη μέσα στην ουσία «ενέργεια»;

Σαφώς, το «υπάρχειν», το οποίο συνίσταται από κοινού από τα δύο πρώτα «ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία» του όντος, από την «ουσία» και από την ενδιάθετη μέσα στην ουσία «ενέργεια», διακρίνεται οντολογικώς από το «ζήν», το οποίο συνίσταται από αυτό και μόνο το τρίτο «ιδιαίτερο φυσικό στοιχείο» του όντος, τη «ζωή», η οποία προϋποθέτει μεν, οντολογικώς, την «ουσία» και την ενδιάθετη μέσα στην ουσία «ενέργεια» και αναπτύσσεται, ασφαλώς, μέσα στην ενδιαθέτουσα την ενέργεια ουσία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται και δε συγχέεται ούτε με την «ουσία» ούτε με την «ενέργεια» την οποία η ουσία ενδιαθέτει μέσα της, διακρινόμενη σαφέστατα και οριζόμενη γενικά ως «η συγκεκριμένη ή δευτέρα συνεσταλμένη ή ολοσυνεσταλμένη υπαρξιακή κατάσταση του όντος».

Ένας ακριβέστερος ορισμός της ζωής τον οποίο, επίσης, οι ίδιοι δίνουμε, είναι «η ικανότητα της ουσίας και της ενδιάθετης μέσα στην ουσία ενέργειας, αφενός, να διαχειρίζεται τον εαυτό της και αφετέρου, να συναισθάνεται ή να συνειδητοποιεί τον εαυτό της, είτε ως υποκείμενο, είτε ως πρόσωπο (ως «εγώ»), αντιστοίχως».

Με άλλα λόγια, ως «ζωή» ορίζεται «η συνειδητή (στην περίπτωση του θεού, των αγγέλων και των ανθρώπων) ή συναισθητή (στην περίπτωση των ζώων) ή ημισυναίσθητη (στην περίπτωση των φυτών) κτήση και κατοχή ή διαχείριση της ουσίας και της ενδιάθετης μέσα της ενέργειας από τον ίδιο τον εαυτό της», ενώ, ως «ατομία της ζωής», νοείται «η ατομία της συνειδητής ή συναισθητής ή ημισυναίσθητης κτήσης και κατοχής ή διαχειρίσεως», δηλαδή, είτε ο συνειδητός ή συναισθητός ή ημισυναίσθητος κτήτορας και κάτοχος ή διαχειριστής, το πρόσωπο, δηλαδή, ή το υποκείμενο της αναλόγου κτήσεως και κατοχής ή διαχειρίσεως (κατά γένος νομή της ζωής ή γενική ζωϊκή ατομία), είτε τα ποιά και τα ποσά της διαχειρίσεως (κατ' είδος νομή της ζωής ή ειδική ζωϊκή ατομία).

Αυτό σημαίνει ότι η φύση της ζωής και της ατομίας της ζωής χαρακτηρίζεται ανάλογα με τη φύση της ουσίας και της ενδιάθετης ενέργειας και της ατομίας εκείνων και αν η ουσία και η ενέργεια και η ατομία εκείνων είναι αισθητή, τότε και η ζωή και η ατομία της ζωής είναι αισθητή και έχουμε το συναισθητό ή ημισυναίσθητο υποκείμενο, το ζώο, δηλαδή, ή το φυτό, αν εκείνη είναι νοητή, τότε και αυτή είναι νοητή και έχουμε το συνειδητό αγγελικό ή ανθρώπινο πρόσωπο, ενώ, αν εκείνη είναι νοερή, τότε και αυτή είναι νοερή και έχουμε το συνειδητό θείο πρόσωπο.

Τόσο, λοιπόν, το συνειδητό πρόσωπο (θεός, άγγελος, άνθρωπος), όσο και το συναισθητό ή ημισυναίσθητο υποκείμενο (ζώο ή φυτό), δεν κατανοείται ως προϊόν της ουσιώσεως ή ουσιοποιήσεως του όντος αλλά ως προϊόν της ζωώσεως ή ζωοποιήσεως της ουσίας (και της ενδιάθετης ενέργειας) του όντος, γι' αυτό και οντολογικά σχετίζεται άμεσα με το «ζήν», με τη ζωή και την ατομία της ζωής και έμμεσα με το «υπάρχειν», με την ουσία και την ενδιάθετη ενέργεια και την ατομία εκείνων. Γι' αυτό άλλωστε και στη λεγόμενη «θεία οικονομία», στη θεία, δηλαδή, δημιουργία, διακρίνεται η λεγόμενη «ουσιοποιός» από τη λεγόμενη «ζωοποιό» θεία οικονομική ενέργεια, λόγω ακριβώς της οντολογικής διακρίσεως του «υπάρχειν» από το «ζήν» κάθε όντος, ακτίστου ή κτιστού.

Το άτομο, συνεπώς, της ζωής, το «ζωϊκό άτομο», είτε πρόσωπο, είτε υποκείμενο, διακρίνεται, όπως ειπώθηκε και δεν ταυτίζεται ούτε συγχέεται με το άτομο της ουσίας (και της ενδιάθετης ενέργειας), το «ουσιαστικό άτομο», μέσα στο οποίο προκύπτει, αναπτύσσεται και υπάρχει.

Το απλό παράδειγμα του πυρός και του άνθρακος, στο μικτό σχήμα του πυράνθρακος (αναμμένου καρβούνου), χρησιμοποιείται, τόσο στην περίπτωση της υποστατικής ενώσεως της θείας και της ψυχανθρώπινης (διττής) φύσης (θείας ενανθρωπήσεως), όσο και στην προκειμένη περίπτωση, προκειμένου να γίνει κατανοητή η διάκριση της ζωής από την ουσία και την ενδιάθετη ενέργεια και αποτελεί, πράγματι, το τελειότερο παραβολικό σχήμα, με το οποίο μπορεί κάποιος να εννοήσει καλύτερα την τριαδική ατομία (τριαδικότητα) της ζωής και τη μοναδική ατομία (μοναδικότητα) της ουσίας και της ενδιάθετης ενέργειας στη θεία φύση.

Ως «πυρ», νοείται η «θεία νοερά ζωή», ως «άνθρακας» (κάρβουνο), η «θεία νοερά ουσία» και η «ενδιάθετη θεία νοερά ενέργεια» και ως «πυράκτωση του άνθρακος», η «ζώωση της θείας νοεράς ουσίας και της ενδιάθετης θείας νοεράς ενέργειας». Το ένα και μοναδικό άτομο του «άνθρακος της θείας νοεράς ουσίας και της ενδιάθετης θείας νοεράς ενέργειας», λόγω της θείας φυσικής τελειότητος, χωρεί και δέχεται συγχρόνως τρεις «πυρακτώσεις» και όχι μία μόνο «πυράκτωση», τρεις, δηλαδή, «ζωώσεις» και όχι μία μόνο «ζώωση», μία αιτία πυράκτωση και ζώωση και άλλες δύο αιτιατές πυρακτώσεις και ζωώσεις, και τις δύο τις οποίες προκαλεί η πρώτη αιτία πυράκτωση και ζώωση.

Οι τρεις αυτές αίτιες και αιτιατές θείες πυρακτώσεις και ζωώσεις κλιμακώνονται εντελεχειακά κατά το μέσο σχήμα της παρισότητος (σχετικής ισότητος) «ισχυρό - ισχυρότερο - ισχυρότατο» (όμοιο και διάφορο προς το πρώτο ακραίο σχήμα της απολύτου ισότητος «ισχυρό - ισχυρό - ισχυρό» και αντίθετο προς το έσχατο ακραίο σχήμα της ανισότητος «ισχυρό - ισχυρασθενές - ασθενές») και αλληλοπεριχωρούνται συγχρόνως και ασυγχύτως η μία μέσα στην άλλη. Και όπως η πυράκτωση διακατέχει και συνέχει όλο το άτομο του άνθρακος στο οποίο εφαρμόζεται, έτσι και καθεμιά από τις τρεις αυτές θείες ζωώσεις (θείες υποστάσεις, θεία νοερά ζωϊκά άτομα, θεία πρόσωπα) διακατέχει και συνέχει ολόκληρο το ένα και μόνο υφιστάμενο άτομο της θείας ουσίας και της ενδιάθετης θείας ενέργειας.

Το υπέρλογο, συνεπώς, και ανερμήνευτο του Τριαδικού Δόγματος, έγκειται στο πως στο ίδιο ακριβώς άτομο άνθρακος χωρούν και εφαρμόζονται τρεις μαζί και όχι μία μόνο πυράκτωση, στο πως, δηλαδή, μέσα στο ίδιο ακριβώς, ένα και μόνο, θείο νοερό ουσιαστικό άτομο, εφαρμόζονται τρεις συγχρόνως ζωώσεις και όχι μόνο μία και χωρούν τρία θεία νοερά ζωϊκά άτομα και όχι μόνο ένα.

Αυτό, ασφαλώς, όπως ειπώθηκε, οφείλεται στην υπερφυσική τελειότητα της άκτιστης θείας ουσίας, η οποία, σε αντίθεση με την κτιστή ουσία, δεν κάνει ανάλογη νομή πυρός και άνθρακος, ζωής και ουσίας, έτσι ώστε κάθε μία πυράκτωση και κάθε ένα άτομο πυρός να αναλογεί σε ένα χωριστό άτομο άνθρακος, κάθε ένα, δηλαδή, ζωϊκό άτομο (πρόσωπο), σε ένα χωριστό ουσιαστικό άτομο, αλλά κάνει μόνο νομή του πυρός, διατηρούσα ανέμητο τον άνθρακα, μόνο, δηλαδή, νομή της ζωής και όχι και ανάλογη, επιπλέον, νομή της ουσίας.

Γι' αυτό ακριβώς και στο «Τριαδιανό Καινορθόδοξο Σύμβολο της Πίστεως» χαρακτηρίσαμε τη θεία φύση ως «τρισίζωον», διότι μέσα στο ένα και μόνο άτομο της θείας νοεράς ουσίας (και της ενδιάθετης θείας νοεράς ενέργειας) χωρούν τρία άτομα θείας νοεράς ζωής, το οποίο σημαίνει ότι η θεία φύση είναι «ενιούσιος» («μονοούσιος»), δηλαδή, μονοατομική, κατά την ατομία της ουσίας (και της ενδιάθετης ενέργειας) και «τρισίζωος», δηλαδή, τριατομική, κατά την ατομία της ζωής. Και δεδομένου ότι ο όρος «υπόστασις» αναφέρεται κατ' εξοχήν στην ατομία της ακτίστου νοεράς ή της κτιστής νοητής ζωής, στο άκτιστο, δηλαδή, ή στο κτιστό πρόσωπο, ταυτίσαμε κατά τη σημασία τον όρο «τρισίζωος» με τον όρο «τρισυπόστατος» («τριπρόσωπος»).

Ανακεφαλαιούντες, στην άκτιστη θεία φύση δεν έχουμε «αγέννητη» («εισακτή»), «γεννητή» («εξακτή») και «εκπορευτή» («παρακτή») ατομία ουσίας, αλλά μόνο «αγέννητη» («εισακτή»), «γεννητή» («εξακτή») και «εκπορευτή» («παρακτή») ατομία ζωής, σε αντίθεση με την κτιστή φύση, όπου οι τρεις γνωστοί υποστατικοί τρόποι του σχήματος της νομής εφαρμόζονται ανάλογα, σύγχρονα και ασύγχυτα και στη νομή της ζωής και στη νομή της ουσίας.

Οι τρεις, σημειωτέον, γνωστοί υποστατικοί τρόποι, το «αγέννητο» («εισακτό»), το «γεννητό» («εξακτό») και το «εκπορευτό» («παρακτό»), εφαρμόζονται μόνο στα πλαίσια του σχήματος της κάθε είδους νομής, χαρακτηρίζουν μόνο την ατομία (άτομο) του οποιουδήποτε νεμητού φυσικού στοιχείου («υπόσταση»), είτε την ατομία (άτομο) της ενέργειας, είτε την ατομία (άτομο) της ουσίας, είτε την ατομία (άτομο) της ζωής και όχι αυτό καθεαυτό το φυσικό στοιχείο («επίσταση»), αυτή, δηλαδή, καθεαυτή την ενέργεια, την ουσία και τη ζωή, εκφράζουν μόνο ένα μέρος του όλου φυσικού στοιχείου και όχι το όλο φυσικό στοιχείο και ορίζονται μόνο συσχετικά και αντεπιδεικτικά μεταξύ τους, ο ένας σε σχέση και αντεπίδειξη με τον άλλο και όχι μεμονωμένα και ανεξάρτητα.

Αυτό σημαίνει ότι κατ' ακρίβεια, δεν έχουμε «αγέννητη» («εισακτή»), «γεννητή» («εξακτή») και «εκπορευτή» («παρακτή») ενέργεια ή ουσία ή ζωή, αλλά «αγέννητη» («εισακτή»), «γεννητή» («εξακτή») και «εκπορευτή» («παρακτή») ατομία (άτομο) ενεργείας ή ουσίας ή ζωής και ότι το «αγέννητο» («εισακτό») ορίζεται μόνο αν υπάρχει «γεννητό» («εξακτό») και «εκπορευτό» («παρακτό») και αντεπιδεικτικά, σε αντιπαραβολή μαζί τους, εκφράζοντας μόνο το πρώτο και αίτιο (πρωταίτιο) μέρος του νεμόμενου όλου και όχι το όλο, γι' αυτό και όταν το όλο της ουσίας δεν επιμερίζεται σε πλείονα του ενός ουσιαστικά άτομα («επιμεριστικά άτομα») αλλά αποτελεί ένα και μόνο και το αυτό και το ίδιο ακριβώς ουσιαστικό άτομο («καθολικό άτομο»), όπως μόνο στη θεία φύση συμβαίνει, τότε το ένα και μοναδικό και «καθολικό» ουσιαστικό αυτό άτομο, το οποίο εμπεριέχει και εκφράζει ολόκληρη την ουσία και όχι ένα μόνο μέρος της, δε χαρακτηρίζεται ως «αγέννητο» («εισακτό») αλλά ως «ανέμητο», «αδιάφορο» και «ουδέτερο».

Δυστυχώς, οι Παλαιορθόδοξοι του Ανατολικού Χριστιανισμού και οι εξ αυτών προκύψαντες λοιποί αιρετικοί, λόγω ανεπαρκούς θεολογικής και γνωσιολογικής καταρτίσεως, αδυνατούσαν να κατανοήσουν και να ορίσουν ορθά τα τέσσερα φυσικά στοιχεία του όντος, ταύτιζαν την ουσία με τη ζωή και την ατομία της ουσίας με την ατομία της ζωής, δε μπορούσαν να αντιληφθούν και να ορίσουν ορθά τις έννοιες της «επιστάσεως» (ούτε καν υπήρχε ως όρος στο δογματικό τους λεξιλόγιο) και της «υποστάσεως», διακρίνοντας την ενοντολογική από τη διοντολογική θεώρηση του όντος, καθώς και την έννοια του «προσώπου», με μωροκακόδοξο αποτέλεσμα να συγχύσουν το «υπέρλογο» με το «παράλογο» στο Τριαδικό Δόγμα, αποδίδοντες και την τριαδικότητα (τριατομικότητα) και τη μοναδικότητα (μονοατομικότητα) στο ίδιο φυσικό στοιχείο της «ουσιοζωής» και λέγοντες ανοήτως ότι το ίδιο φυσικό στοιχείο («ουσιοζωή») είναι συγχρόνως και τριαδικό (τριατομικό) και μοναδικό (μονοατομικό) και ότι πρόκειται για υπερφυσικό και ανερμήνευτο μυστήριο. Ούτε οι ίδιοι δε μπορούσαν να κατανοήσουν όσα έλεγαν.

Εν τέλει, το Μέγα Μυστήριο της Θείας Τριάδος και Μονάδος, η τριαδικότητα, δηλαδή, ή αλλιώς, τριατομικότητα, της θείας νοεράς ζωής, σε συνδυασμό με τη μοναδικότητα ή μονοατομικότητα της θείας νοεράς ουσίας (και της ενδιάθετης θείας νοεράς ενέργειας), είναι και «έλλογο», αφενός, διότι η ορθή και επιστημονική λογική παραδέχεται σε τελευταία ανάλυση και κατανοεί ότι το συνδυασμό αυτό πρέπει, πράγματι, να επιτυγχάνει μία φύση για να χαρακτηρίζεται φυσικώς ως «τελεία», αλλά και «υπέρλογο», αφετέρου, διότι η κτιστή λογική αδυνατεί να κατανοήσει τον τρόπο επίτευξης αυτού του ιδανικού οντολογικού συνδυασμού.


† Ο Παλαιάς, Νέας Ειρηνουπόλεως, Αθήνης, Συμπάσης Εστίας Και Απάσης Οικουμένης Ιωάννης Ι΄ - Ε΄  Ιλαρίων Α΄  (Ο Σιώκος)

4. Η φράση «ἐκ τῆς οὐσίας» αποφεύχθηκε σκόπιμα στο Τριαδιανό Σύμβολο της Πίστεως όσον αφορά τη γέννηση (εξαγωγή) του Υιού και την εκπόρευση (παραγωγή) του Παιδός (Πνεύματος) από τον Πατέρα (εισαγωγή) προκειμένου να μη γίνεται σύγχυση μεταξύ της ορθοδόξου και της κακοδόξου ερμηνείας της, διότι είναι αμφίσημη, με μία άμεση και κακόδοξη και με μία έμμεση και ορθόδοξη σημασία. Και κατά μεν την άμεση και κακόδοξη αντίληψή της, σημαίνει την άμεση συμμετοχή της ουσίας του Πατρός στη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Παιδός (Πνεύματος) και έτσι εισάγει νομή (εισαγωγή, εξαγωγή και παραγωγή), εκτός από τη νεμητή (εισακτή, εξακτή και παρακτή) θεία ζωή, επιπλέον και στην ανέμητο (ανείσακτο, ανέξακτο και απάρακτο) θεία ουσία, κατά δε την έμμεση και ορθόδοξη αντίληψή της, σημαίνει την έμμεση συμμετοχή, δεδομένου ότι και η ζωή προκύπτει από την ουσία (ἐκ τῆς οὐσίας) και βασίζεται στην ουσία η οποία προκύπτει από την ενέργεια (ἐκ τῆς ἐνεργείας) και βασίζεται στην ενέργεια, σύμφωνα με το τρίπτυχο «ενέργεια – ουσία – ζωή» (ἐκ τῆς ἐνεργείας ἡ οὐσία καὶ ἐκ τῆς οὐσίας ἡ ζωή) και ότι από άποψη ποιοτικής τελειότητος η ατελής ενέργεια εμπεριέχεται μέσα στην ημιτελή ουσία η οποία εμπεριέχεται μέσα στην τελεία ζωή, ενώ, αντιθέτως, από άποψη αιτιακής τελειότητος, η αιτιατή ζωή εμπεριέχεται μέσα στην αιτιατή αιτία (μεσαιτία) ουσία η οποία εμπεριέχεται μέσα στην αιτία (πρωταιτία) ενέργεια. Με βάση την ορθή δογματική αντίληψη του Καινορθοδόξου Δόγματος του Τριαδιανισμού, η μεν έμμεση και ορθόδοξη σημασία δηλώνεται με τις φράσεις «ἐκ τῆς ζωῆς αὐτοῦ (άμεσα) καὶ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ (έμμεσα)» ή «ἐξ αὐτοῦ (άμεσα) καὶ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ (έμμεσα)», η δε άμεση και κακόδοξη, με τις φράσεις «καὶ ἐκ τῆς ζωῆς αὐτοῦ (άμεσα) καὶ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ (άμεσα)» ή «καὶ ἐξ αὐτοῦ (άμεσα) καὶ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ (άμεσα)». Στη ΣΤ΄ Τρισμεγίστη Αρχιερατική Ευχή μας (βλέπε Ευχολογία – Υμνολογία) χρησιμοποιούμε τη φράση «ἐξ αὐτοῦ καὶ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ». Η αντίληψη, εν τέλει, ότι γέννηση ζωής χωρίς ταυτόχρονη γέννηση ουσίας είναι ελλειπής και μισή και όχι πλήρης και ολόκληρη γέννηση είναι κακόδοξη διότι η γέννηση της ουσίας είναι νομή της ουσίας και δεν χαρακτηρίζει την τέλεια θεία αλλά την ατελή ανθρώπινη φύση η οποία, εν προκειμένω, προσπαθεί να αντιληφθεί τη θεία φύση με βάση τα δικά της ατελή φυσικά μέτρα, κρίνοντας «ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια». Δεν είναι, επομένως, μισή αυτή και μόνη η γέννηση της ζωής χωρίς τη γέννηση και της ουσίας μαζί, αλλά η γέννηση και νομή της ουσίας είναι περιττή και προστίθεται επιπλέον στη γέννηση και νομή της ζωής στην κτιστή και πεπερασμένη φυσική πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης.