ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ

2022-09-24

ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ



Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝ ΗΡΩΩΝ


«Η Μ. Ε. Τ. Ο. Χ. Η.»



Η ΑΥΤΟΥ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΣ (Α.Ε.Θ.Α.)


Ο ΠΑΠΠΑΣ ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ


+ Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ


ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ



ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)



ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ



Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ



Είναι γνωστό ότι ως «προσηλυτισμός» ορίζεται κατ' εξοχήν η απόπειρα επιβολής της θρησκευτικής πεποίθησης κάποιου θρησκευόμενου προσώπου ή ομάδας προσώπων ή της θρησκευόμενης πλειοψηφίας (της λεγόμενης «επικρατούσης θρησκείας») σε κάποιο άλλο θρησκευόμενο ή μη πρόσωπο ή ομάδα προσώπων ή στη θρησκευόμενη ή μη μειοψηφία και μάλιστα όταν οι αποπειρώμενοι επιστρατεύουν βίαια μέσα, ψυχικής, σωματικής ή ακόμη και της βίας του νόμου (αντισυνταγματικοί νόμοι ή παρερμηνεία των συνταγματικών νόμων).

Ο προσηλυτισμός, ως, επίσης, γνωστόν, δεν ενεργείται μόνο από ετερόδοξο σε άλλο ετερόδοξο ή θρησκευτικά ουδέτερο πρόσωπο, αλλά ακόμη και μεταξύ προσώπων που τυπικά ανήκουν στην ίδια ομολογία πίστεως, είτε από συνειδητά ή περισσότερο συνειδητά σε ασυνείδητα ή λιγότερο συνειδητά μέλη της ίδιας ομολογίας, προκειμένου τα τελευταία να γίνουν πιο ενεργά, είτε από ομοφρονούντες σε αντιφρονούντες και ετεροφρονούντες, όταν οι τελευταίοι εκφράζουν κάποια διαφορετική από την κοινή θρησκευτική πεποίθηση της ομολογίας.

Στις 20/12/21, πέντε ημέρες πριν από την επίσημη αποχώρησή μου από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού (η οποία είχε ήδη προεξαγγελθεί από τις 09/03/21 και έλαβε χώρα μετά από εννέα και πλέον μήνες, στις 25/12/21) και από την εντός των δογματικών και εκκλησιαστικών πλαισίων της λεγόμενη και φερόμενη ως «Εκκλησία της Ελλάδος», ο νόμιμος εκπρόσωπος της επικρατούσης θρησκείας στην Καλαμάτα, όπου διαμένω, ο λεγόμενος και φερόμενος ως «Μητροπολίτης Μεσσηνίας», εκκίνησε αντισυνταγματικώς και παρανόμως εις βάρος μου, εις βάρος Έλληνος και Ευρωπαίου Πολίτου (ο οποίος ασκεί το συνταγματικά και νόμιμα κατοχυρωμένο ανθρώπινο δικαίωμα του απαραβιάστου της θρησκευτικής του συνειδήσεως και ελευθερίας και προεξαγγέλλει την αποχώρησή του και αποχωρεί από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και την Εκκλησία της Ελλάδος και διακηρύσσει νέο σύμβολο πίστεως και ιδρύει νέα χριστιανική ομολογία), τη δικαστική βάσανο και χρησιμοποίησε παρανόμως τη βία του νόμου, επιδίδοντάς μου μέσω δικαστικών επιμελητών της Ελληνικής Δικαιοσύνης «κλήσεις κατηγορουμένου» και «κλητήρια θεσπίσματα» και απειλώντας εμένα, Έλληνα και Ευρωπαίο Πολίτη, με βίαιη προσαγωγή σε ανακρίσεις και δίκες μέσω της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και της Ελληνικής Αστυνομίας και έτσι εκφοβίζοντάς με και ασκώντας μου θρασεία ψυχική βία, προκειμένου να παρουσιαστώ ενώπιόν του και των δικαστικών οργάνων του, να καθίσω ως ένοχος στο εδώλιο του κατηγορουμένου και να απολογηθώ ως υπόδικος, γιατί;;; Για τη διαφορετική θρησκευτική μου πεποίθηση, προτίμηση και επιλογή!!!

Με λίγα λόγια, για να με τρομοκρατήσει ψυχικά με τη βία του νόμου, να μου επιβάλει τη θρησκευτική πεποίθηση της πλειοψηφίας, της επικρατούσης, δηλαδή, θρησκείας και να με αναγκάσει να απαρνηθώ τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις και να ανακαλέσω την αποχώρησή μου από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και την Εκκλησία της Ελλάδος.

Πρόκειται, ασφαλώς, για θρασεία, προκλητική και απροκάλυπτη περίπτωση προσηλυτισμού και παραβίασης της θρησκευτικής ελευθερίας εκ μέρους των εκπροσώπων της επικρατούσης θρησκείας, η οποία αυθαιρετεί και καταχράται την εξουσία της και χρησιμοποιεί παρανόμως τη βία του νόμου και επιστρατεύει λειτουργούς της κρατικής εξουσίας (δικαστικούς επιμελητές, εισαγγελία και αστυνομία) προκειμένου να επιβάλει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της στους αντιφρονούντες και τους ετεροδόξους. Η ίδια ακριβώς περίπτωση, στη γλώσσα του μεσαιωνικού σκοταδισμού, ονομαζόταν επί λέξει «Ιερά Εξέταση».

Είναι αυτονόητο, ότι μία εκκλησιαστική δικαιοσύνη η οποία εμπλέκει και επιστρατεύει κρατικούς λειτουργούς και αναγκαστικά μέσα της κρατικής εξουσίας (δικαστικούς επιμελητές, εισαγγελία και αστυνομία), δεν είναι καθόλου ανεξάρτητη από την κρατική δικαιοσύνη, όπως, ίσως, θέλει να ισχυρίζεται, αλλά τουναντίον, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του όλου της κρατικής δικαιοσύνης και εδώ ακριβώς τίθεται το μείζον θέμα, διότι η κρατική δικαιοσύνη ενός δημοκρατικού κράτους και εν προκειμένω, η Ελληνική Δικαιοσύνη και το ισχύον Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατοχυρώνουν ως ανθρώπινο δικαίωμα το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας και την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και απαγορεύουν κάθε βίαιο προσηλυτισμό, άρα απαγορεύουν και κάθε είδους εμπλοκή και επιστράτευση κρατικών και δικαστικών λειτουργών και αναγκαστικών μέσων της κρατικής εξουσίας (δικαστικών επιμελητών, εισαγγελίας και αστυνομίας) και οποιαδήποτε άσκηση νόμιμης απειλής η οποία υπηρετεί τον βίαιο προσηλυτισμό και τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση οποιουδήποτε Έλλήνος και Ευρωπαίου Πολίτου.

Δεν είναι, ασφαλώς, δυνατό να απαγορεύεται, αφ' ενός, ο προσηλυτισμός στην ελληνική επικράτεια και να επιτρέπεται, αφ' ετέρου, η επιστράτευση των κρατικών λειτουργών (δικαστικών επιμελητών, εισαγγελίας και αστυνομίας) και των νομίμων απειλών στην υπηρεσία του βίαιου προσηλυτισμού, όταν αυτός ενεργείται εκ μέρους της επικρατούσης θρησκείας και της Εκκλησίας της Ελλάδος!!! Ποιό Δημοκρατικό Σύνταγμα και ποιοί Συνταγματικοί Νόμοι μπορούν να προβλέπουν τέτοιες αντικρουόμενες διατάξεις;;; Και σε υποθετική περίπτωση τέτοιων αντινομιών, τί επικρατεί και τί πρέπει να επικρατεί στη νομική και δικαστική κρίση, η δημοκρατία και η θρησκευτική ελευθερία ή η θεοκρατία και ο βίαιος προσηλυτισμός;;;

Είναι, επίσης, δεδομένο, ότι στα πλαίσια του εν ισχύϊ Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, η έννοια της λεγόμενης «επικρατούσης θρησκείας» έχει αλλάξει και ερμηνεύεται απλώς ως «συνταγματική διαπίστωση», ότι η πλειοψηφία των θρησκευόμενων Ελλήνων Πολιτών ασπάζεται την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και όχι ως «συνταγματική επιταγή», ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, της Κρήτης και της Δωδεκανήσου εποπτεύει, ελέγχει και καταδυναστεύει κάθε άλλη γνωστή χριστιανική ομολογία ή θρησκεία ή κάθε διαφορετική εκπεφρασμένη θρησκευτική ιδεολογία στην ελληνική επικράτεια.

Οι ως άνω, σημειωτέον, αντισυνταγματικές, αντιδημοκρατικές και παράνομες ενέργειες του λεγομένου και φερομένου ως «Μητροπολίτου Μεσσηνίας» συνεχίστηκαν και μετά την ημερομηνία της επίσημης αποχώρησής μου από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία πραγματοποιήθηκε την 25η Δεκεμβρίου 2021, δεδομένου ότι στις 11/01/22 δέχτηκα και δεύτερο, συναφές με το πρώτο, δικαστικό έγγραφο εκ μέρους του.

Κατόπιν τούτων, απευθυνθήκαμε στην Ελληνική Δικαιοσύνη και υποβάλαμε μια πρώτη Μηνυτήριο Αναφορά (4538/23.12.2021) στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Καλαμάτας και στην Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Καλαμάτας κ. Βασιλική Καρέλου, η οποία, ειλικρινά, μας εξέπληξε με την όλως απαράδεκτη για την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία Εισαγγελική Διάταξη (50/2022) που εξέδωσε, με την οποία απέρριψε, με πραγματικά απίστευτη για δικαστικό λειτουργό δημοκρατικής ευρωπαϊκής χώρας απερισκεψία, την υποβληθείσα εκ μέρους μας Μηνυτήριο Αναφορά.

Καταρχήν, η εν λόγω Αντιεισαγγελεύς παρερμήνευσε το λόγο για τον οποίο υποβάλαμε την εν λόγω Μηνυτήριο Αναφορά, υποτιμώντας ακόμη και αυτή τη νοημοσύνη μας. Διότι εκείνη εξέλαβε, δήθεν, ότι εμείς υποβάλαμε τη Μηνυτήριο Αναφορά απλά και μόνο για να τη ρωτήσουμε και να επιβεβαιώσουμε αν, πράγματι, υφίσταται τέτοιου είδους νομική διάταξη στο εκκλησιαστικό δίκαιο η οποία προβλέπει τη βίαιη προσαγωγή του κατηγορουμένου σε περίπτωση που αρνηθεί να παραστεί ενώπιον των αρμοδίων εκκλησιαστικών δικαστικών αρχών!!! Και ουσιαστικά, με την ως άνω Εισαγγελική Διάταξή της, μας απάντησε ότι όντως υφίσταται η νομική αυτή διάταξη και δεν πρέπει να αμφισβητούμε την ύπαρξή της, διότι η απειλή της βίαιης προσαγωγής του κατηγορουμένου προβλέπεται από το εκκλησιαστικό δίκαιο και είναι νόμιμη!!!

Ο λόγος, όμως, για τον οποίο εμείς υποβάλαμε τη Μηνυτήριο αυτή Αναφορά, όπως ρητώς αναφέρουμε σε αυτή, είναι προκειμένου να ερευνηθεί αν ειδικά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έγινε νόμιμη χρήση της εν λόγω προβλεπόμενης νομικής διατάξεως και όχι, ασφαλώς, για το αν γενικά η νομική αυτή διάταξη προβλέπεται από το εκκλησιαστικό δίκαιο. Άλλο είναι η νομική υπόσταση μιας διατάξεως, αν, δηλαδή, υπάρχει, πράγματι, μια νομική διάταξη και εμπεριέχεται, όντως, σε κάποιο νομικό κώδικα και άλλο είναι η νόμιμη εφαρμογή της, σε ποιες, δηλαδή, περιπτώσεις επιτρέπεται να εφαρμόζεται.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προείπαμε, δεν επιτρέπεται από το ισχύον Σύνταγμα η εφαρμογή της εν λόγω νομικής διατάξεως, διότι δεν επιτρέπεται καν, δε νομιμοποιείται συλλήβδην η εκκίνηση νομίμων δικαστικών ενεργειών, με εμπλοκή κρατικών λειτουργών (δικαστικών επιμελητών, εισαγγελίας και αστυνομίας) και έκφραση νομίμων απειλών, δεδομένου ότι ουδείς Έλλην και Ευρωπαίος Πολίτης δικάζεται για τη διαφορετική θρησκευτική του πεποίθηση, προτίμηση και επιλογή και κάθε τέτοια δικαστική ενέργεια υπηρετεί το βίαιο προσηλυτισμό και τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση.

Με την ίδια, σημειωτέον, λογική, η Εκκλησία της Ελλάδος εκκινεί τις ίδιες ακριβώς δικαστικές διαδικασίες, με εμπλοκή κρατικών λειτουργών (δικαστικών επιμελητών, εισαγγελίας και αστυνομίας) και έκφραση νομίμων απειλών και για περιπτώσεις διαφορετικής ερωτικής προτίμησης και επιλογής και προσωπικής ζωής των Κληρικών της, Ελλήνων και Ευρωπαίων Πολιτών και αυτών και οι δικαστικές αυτές ενέργειες θεωρούνται νόμιμες και ουδείς διώκεται ποινικώς!!!

Εν τέλει, η εν λόγω Αντιεισαγγελεύς απεφάνθη όλως απερισκέπτως (και μακάρι, μη εσκεμμένως) ότι εν προκειμένω δεν προκύπτει καμία ποινική ευθύνη εις βάρος της λεγομένης και φερομένης ως «Μητροπόλεως Μεσσηνίας» και των εκπροσώπων της!!! Ούτε καν αντιλήφθηκε ότι εν προκειμένω επιτελέσθηκε το συνταγματικό έγκλημα του βίαιου προσηλυτισμού, της σκοταδιστικής, δηλαδή, Ιεράς Εξετάσεως!!! Και προφανώς, η εν λόγω Αντιεισαγγελεύς το ίδιο θα αποφαινόταν και στην περίπτωση που οι δικαστικές αυτές ενέργειες εκκινούνταν για τη διαφορετική ερωτική προτίμηση και επιλογή Έλληνος Κληρικού, Έλληνος και αυτού και Ευρωπαίου Πολίτου!!!

Μετά την απαράδεκτη αυτή για την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία Εισαγγελική Διάταξη, την οποία και δίνουμε στο φως της δημοσιότητος, υποβάλαμε εκ νέου στην ίδια Αντιεισαγγελέα μια δεύτερη Μηνυτήριο Αναφορά (3104/04.08.2022), την οποία, επίσης, δημοσιεύουμε συναφώς παρακάτω και για την οποία ακόμη αναμένουμε την εισαγγελική απόφανση (θα τη δημοσιεύσουμε και αυτή).

Αυτά λαμβάνουν χώρα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Καλαμάτας και από πλευράς μας είμαστε υποχρεωμένοι να τα καταγγείλουμε δημόσια στην κοινή γνώμη, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στο Γραφείο του Έλληνος Πρωθυπουργού, στην Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά, προπαντός, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, γι' αυτό και καλούμε τους νομικούς επιστήμονες που θέλουν και μπορούν να μας βοηθήσουν προκειμένου η υπόθεση να φθάσει στην Ευρωπαϊκή Δικαιοσύνη, να επικοινωνήσουν μαζί μας.



ΙΙ. ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΜΗΝΥΤΗΡΙΟΥ ΑΝΑΦΟΡΑΣ



«Στις 20/12/21, παρά το ότι πριν αποτειχισθώ πλήρως από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και ιδρύσω τη νέα χριστιανική μου ομολογία (την οποία καθίδρυσα επίσημα στις 25/12/21) υπηρετούσα εν ενεργεία και ασκούσα εφημεριακά καθήκοντα στη λεγόμενη «Μητρόπολη Μάνης», έλαβα από τη λεγόμενη «Μητρόπολη Μεσσηνίας» την υπ' αριθ. 12/20.12.2021 «Κλήση Κατηγορουμένου» για την οποία στις 23/12/2021 υπέβαλα την υπ' αριθ. 4538/23.12.2021 Μηνυτήριο Αναφορά μου ζητώντας να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες οι οποίες απορρέουν από το όλο περιεχόμενο της επιδοθείσης κλήσεως και την επίδοσή της και κυρίως η επιτέλεση της μη νόμιμης απειλής (δεν υπηρέτησα ποτέ στη «Μητρόπολη Μεσσηνίας», δεν είχα ουδεμία σχέση).

Και η οποία Μηνυτήριος Αναφορά μου απορρίφθηκε με την υπ' αριθ. 50/2022 Εισαγγελική Διάταξη (Α21/4734), η οποία μου επιδόθηκε στις 04/07/22, διότι η εισαγγελική κρίση, προφανώς, εν προκειμένω, περιορίστηκε και εξέτασε μόνο αυτή καθεαυτή την επιτέλεση της μη νόμιμης απειλής, χωρίς, όμως, να λάβει υπόψη της τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η απειλή αυτή εκφράστηκε, διότι, σε τελευταία ανάλυση, η εν λόγω κατά το δοκούν «νόμιμη» απειλή δεν εκφράστηκε στα πλαίσια νομίμως αλλά παρανόμως και κατά παράβαση καθήκοντος και κατάχρηση και αυθαιρεσία της εξουσίας επιδοθείσης κλήσεως κατηγορουμένου, η επίδοση της οποίας δε νομιμοποιείται. Άρα και η εν λόγω απειλή η οποία εμπεριέχεται σε αυτή δεν εκφράστηκε νομίμως.

Με την παρούσα, λοιπόν, εκ νέου Μηνυτήριο Αναφορά μου επανέρχομαι και ζητώ ακριβέστερα τη διερεύνηση για το αν επιτελέσθηκε η παράβαση καθήκοντος και η κατάχρηση και αυθαιρεσία της εξουσίας εκ μέρους της εκδούσης και επιδούσης την εν λόγω κλήση κατηγορουμένου «Μητροπόλεως Μεσσηνίας», καθώς και ο βίαιος προσηλυτισμός, με απειλές βίαιης προσαγωγής σε δίκες και ανακρίσεις για αλλαγή ομολογίας πίστεως και ίδρυση νέας ομολογίας.

Με την ως άνω «Κλήση Κατηγορουμένου» η ως άνω «Μητρόπολη Μεσσηνίας» στις 20/12/21, πέντε ημέρες πριν από την εμπράγματη αποτείχισή μου η οποία από τις 09/03/21 είχε απλώς προεξαγγελθεί ότι θα γινόταν και ιστορικώς έλαβε χώρα στις 25/12/21, με εγκαλεί για δύο κατά την κρίση της παραπτώματα: α΄. «Για αίρεση», για δημόσια, δηλαδή, έκφραση ασύμφωνων με την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού θεολογικών και δογματικών αντιλήψεων και β΄. «Για αποτειχισμό», για δημόσια, δηλαδή, αποκήρυξη της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού, αποχώρηση από αυτή και ιδρυτική διακήρυξη νέας χριστιανικής ομολογίας. Και με καλεί να παραστώ σε ανακρίσεις στις 28/12/21, τρεις ημέρες μετά από την επίσημη αποτείχισή μου.

Πέραν, σημειωτέον, της εν λόγω κλήσης κατηγορουμένου, η λεγόμενη «Μητρόπολη Μεσσηνίας» μου απέστειλε στις 11.01.2022, μετά την πλήρη αποτείχισή μου και τη δημόσια ιδρυτική διακήρυξη της νέας ομολογίας μου, «Κλητήριο Επίκριμα» εγκαλώντας με σε Επισκοπικό Δικαστήριο.

Η ίδια, λοιπόν, η λεγόμενη «Μητρόπολη Μεσσηνίας», στην από 20ης Δεκεμβρίου 2021 κλήση κατηγορουμένου, παραδέχεται εγγράφως δύο τινά:

α΄. Ότι άλλο είναι η δημόσια έκφραση ασύμφωνων με την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού θεολογικών και δογματικών αντιλήψεων εντός των δογματικών και εκκλησιαστικών πλαισίων της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού και άνευ αποκηρύξεως αυτής και αποχωρήσεως από αυτή και ιδρυτικής διακηρύξεως νέας ομολογίας πίστεως, το οποίο επικαλείται από αυτή απλώς «αίρεση» και άλλο είναι η αποκήρυξη αυτής και η αποχώρηση από αυτή και η ιδρυτική διακήρυξη νέας ομολογίας πίστεως, το οποίο επικαλείται από αυτή «αποτειχισμός» (εν προκειμένω υπό την πλήρη και απόλυτη «εξωτερική» έννοια του όρου αυτού και κατ' επέκταση του περί αποτειχίσεως 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο οποίος, σημειωτέον, κανών αναφέρεται μόνο στην εντός της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού «εσωτερική αποτείχιση» του κληρικού σε περίπτωση που ο προϊστάμενός του είναι αιρετικός σύμφωνα με την περί αιρέσεως αντίληψη της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού), όρος ο οποίος κυριολεκτικώς σημαίνει «βγαίνω έξω από τα τείχη», δεν ανήκω, δηλαδή, πλέον, στα όρια και την αρμοδιότητα κάποιου προσώπου ή πράγματος και εν προκειμένω δόγματος και εκκλησίας και

β΄. Ότι και τα δύο παραπάνω προσαπτόμενα στο πρόσωπό μου παραπτώματα και η αίρεση και ο αποτειχισμός έχουν ήδη διαπραχθεί εκ μέρους μου, αποτελούν, δηλαδή, «πεπραγμένα» και «γεγονότα», ότι, δηλαδή, κατά την ημερομηνία επιδόσεως της ως άνω κλήσεως κατηγορουμένου εκ μέρους της, την 20η Δεκεμβρίου 2021, είχα ήδη αποτειχισθεί και δεν ανήκα, πλέον, στην ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού. Δεδομένου ότι κατά το κανονικό δίκαιο της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού τα εν λόγω παραπτώματα δε στοιχειοθετούνται και δεν προσάπτονται και δεν εκδικάζονται πρό της γενέσεώς τους, ως «απόπειρα εκφράσεως αιρετικών αντιλήψεων» ή ως «απόπειρα αποτειχισμού», αλλά μόνο μετά τη διάπραξή τους, ως «αίρεσις» και ως «αποτειχισμός». Για την περίπτωση γενικώς της απόπειρας διαπράξεως κάποιου κανονικού αδικήματος η οποία δεν τελεσφόρησε και δεν έγινε τελικά πράξη το κανονικό δίκαιο της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού δεν προβλέπει κανονική ποινή διότι, όπως ισχυρίζεται, εφόσον δεν έγινε τελικά πράξη, «η χάρις ερρύσατο».

Συνεπώς, άλλο είναι το να εκφράζει κανείς απλώς δημόσια αιρετικές αντιλήψεις χωρίς να αποκηρύσσει την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και παραμένοντας εντός των δογματικών και εκκλησιαστικών πλαισίων αυτής και άλλο είναι το να μη μένει μόνο στην αιρετική αυτή έκφραση και να προχωρεί οριστικά και αμετάκλητα σε δογματική και εκκλησιαστική αποτείχιση από αυτή και σε ιδρυτική διακήρυξη νέας χριστιανικής ομολογίας.

Τόσο, λοιπόν, η παράγραφος 1 του άρθρου 44 του Ν. 590/1977, η οποία ορίζει σαφώς ότι από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος εκδικάζονται μόνο τα παραπτώματα των κληρικών και των μοναχών που ανήκουν στην ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού, δηλαδή, των ομοδόξων και όχι των ετεροδόξων κληρικών και μοναχών, όσο και οι διατάξεις των σχετικών με την Εκκλησία της Ελλάδος νόμων του εκκλησιαστικού δικαίου οι οποίες ορίζουν μεταξύ των εκδικαζόμενων παραπτωμάτων και την αίρεση, σε καμία περίπτωση δεν αναφέρονται στους αποτειχισθέντες και εκτός της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού θέσαντες εαυτούς ετεροδόξους κληρικούς και μοναχούς αλλά μόνο στην περίπτωση των κληρικών και μοναχών οι οποίοι εκφράζουν απλώς δημόσια αιρετικές αντιλήψεις, χωρίς, όμως, να προχωρούν σε αποτειχισμό από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και γι' αυτό ακριβώς θεωρούνται ότι παρά ταύτα εξακολουθούν να ανήκουν σε αυτή.

Άρα, λοιπόν, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έχουν αρμοδιότητα να εκδικάζουν ως παράπτωμα την αποτείχιση και τους αποτειχιζόμενους αλλά μόνο την αίρεση και τους αιρετικούς κληρικούς και μοναχούς που παρά ταύτα δε θέλουν να αποτειχισθούν και να δηλώσουν ετερόδοξοι αλλά επιμένουν να παραμένουν και να δηλώνουν ομόδοξοι, ότι δηλαδή εξακολουθούν να ανήκουν στην ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού.

Πρέπει να επισημανθεί ότι ο προεξαγγείλας δημόσια ότι πρόκειται να αποτειχισθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος (εντός του έτους της προεξαγγελίας) θεωρείται ότι ευρίσκεται ήδη «υπό αποτειχισμόν», εν εξελίξει, δηλαδή, του αποτειχισμού και όχι ως «ομόδοξος» (σύμφωνα με την αντίληψη του νόμου) παρά το ότι δεν έχει ακόμη αποτειχισθεί.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε οπωσδήποτε τη διάκριση του κανονικού δικαίου, βάσει του οποίου λειτουργούν τα καθαρώς ιεροκανονικά δικαστήρια μιας χριστιανικής ομολογίας, από το εκκλησιαστικό δίκαιο, βάσει του οποίου λειτουργούν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα οποία αποτελούν μέρος της κρατικής δικαιοσύνης της Δημοκρατικής Πολιτείας.

Το εκκλησιαστικό δίκαιο, ως γνωστόν, προκύπτει από την ανάγκη της προσαρμογής του ιεροκανονικού δικαίου μιας χριστιανικής ομολογίας στα συνταγματικά και νομικά δεδομένα ενός δημοκρατικού κράτους. Αυτό σημαίνει ότι ιεροκανονικό και εκκλησιαστικό δίκαιο δε συγκλίνουν πάντοτε μεταξύ τους αλλά μπορεί και να αποκλίνουν και να αλληλοσυγκρούονται, όπως, π.χ., στην περίπτωση του διαζυγίου, όπου το ιεροκανονικό δίκαιο απαγορεύει στον επίσκοπο την έκδοσή του, παρεκτός λόγου μοιχείας, ενώ, αντιθέτως, το εκκλησιαστικό δίκαιο την επιβάλλει με τη βία του νόμου.

Πρέπει, επίσης, να τονίσουμε όσα διατάζει η παράγραφος 4 του άρθρου 13 του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος, βάσει της οποίας κανείς δε μπορεί να αρνηθεί να συμμορφωθεί με τους νόμους του δημοκρατικού κράτους επικαλούμενος τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή τους ιερούς κανόνες που εκφράζουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις είτε της θρησκείας είτε της δογματικής ομολογίας της θρησκείας στην οποία ανήκει. Αυτό σημαίνει ότι όταν ιεροί κανόνες και κρατικοί νόμοι συγκρούονται μεταξύ τους επικρατούν πάντοτε οι νόμοι του κράτους και ότι η συνταγματική αναγνώριση των ιερών κανόνων της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού ισχύει μόνο υπό αυτή τη συνταγματική προϋπόθεση την οποία θέτει το ίδιο το Σύνταγμα το οποίο αναγνωρίζει και την ισχύ του ιεροκανονικού δικαίου.

Κατά συνέπεια, η εν λόγω παράγραφος 1 του άρθρου 44 του Ν. 590/1977, η οποία είναι διάταξη του εκκλησιαστικού και όχι του ιεροκανονικού δικαίου, ερμηνεύεται με βάση τη συνταγματική και νομική αντίληψη, κατά την οποία η αποτείχιση από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και η ίδρυση άλλης ομολογίας πίστεως όχι μόνο δεν αποτελεί παράπτωμα αλλά τουναντίον, είναι συνταγματικό και αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα κάθε έλληνος πολίτου και όχι με βάση την ιεροκανονική αντίληψη, κατά την οποία ακόμη και η αποκήρυξη και η αποχώρηση από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και η προσχώρηση σε άλλη χριστιανική ομολογία πίστεως ή σε άλλη θρησκεία ή και η δήλωση θρησκευτικής ουδετερότητος ή αθεϊσμού εκδικάζεται ως παράπτωμα.

Και δεδομένου ότι η εκκλησιαστική δικαιοσύνη είναι μέρος της κρατικής δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας και τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος αναγνωρίζονται ως εκκλησιαστικά δικαστήρια της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε διάκριση από την καθαρά ιεροκανονική δικαιοσύνη μιας χριστιανικής ομολογίας, δεν είναι δυνατό εκκλησιαστικό δικαστήριο της Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο λειτουργεί στο όνομά Της και τα έγγραφα και οι αποφάσεις του οποίου φέρουν πάνω τους το όνομα «Ελληνική Δημοκρατία» να εκκινεί δικαστικές διαδικασίες και να επιφέρει τη δικαστική βάσανο εναντίον Έλληνος και Ευρωπαίου Πολίτου επί τω λόγω ότι αποχώρησε από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και εντάχθηκε σε άλλη χριστιανική ομολογία ή σε άλλη θρησκεία ή ότι αποχώρησε από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και δεν εντάχθηκε σε καμία άλλη χριστιανική ομολογία ή σε καμία άλλη θρησκεία και θέλει, πλέον, να μη θρησκεύει και να διατελεί θρησκευτικά ουδέτερος.

Ούτε, λοιπόν, οι ετερόδοξοι ούτε οι ομολογιακά και θρησκευτικά ουδέτεροι δικάζονται από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ελληνικής Δημοκρατίας επειδή αποκήρυξαν δημόσια την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και αποχώρησαν από αυτή, είτε προς άλλη χριστιανική ομολογία, είτε προς άλλη θρησκεία, είτε μη θέλοντας, εφεξής, να θρησκεύουν, δεδομένου, αφενός, ότι πρόκειται για κρατική εκκλησιαστική δικαιοσύνη η οποία αναγνωρίζεται από την Ελληνική Δημοκρατία και λειτουργεί στο όνομά Της και φέρει το όνομά Της πάνω στα δικαστικά της έγγραφα και αφετέρου, ότι κατά τη νομική και συνταγματική αντίληψη της Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν δικάζεται κανείς Έλλην και Ευρωπαίος Πολίτης για τη διαφορετική θρησκευτική του επιλογή ή και για τη θρησκευτική ουδετερότητά του.

Εγκαλεί η Ελληνική Δικαιοσύνη με δικαστικό Της επιμελητή Έλληνα και Ευρωπαίο Πολίτη σε ανακρίσεις και δικαστικές διαδικασίες επειδή άλλαξε ομολογία πίστεως;;;

Σε ποιά δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα συμβαίνουν τέτοια έκτροπα;;;

Θα προσφύγουμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο!!! Να τιμωρηθούν παραδειγματικά!!!

Η λεγόμενη, λοιπόν, «Μητρόπολη Μεσσηνίας», ενώ κατά την ημερομηνία επίδοσης της κλήσεως κατηγορουμένου, κατά την 20η, δηλαδή, Δεκεμβρίου 2021, παραδέχεται η ίδια ότι έχω ήδη αποτειχισθεί από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και ότι δογματικώς και εκκλησιαστικώς ευρίσκομαι εκτός αυτής, παρά ταύτα, δε με θεωρεί ετερόδοξο αλλά ομόδοξο και εκκινεί εις βάρος μου δικαστικές διαδικασίες για αίρεση και για αποτειχισμό.

Αυτό, προφανώς, το έκανε επειδή έκανε σύγχυση των ως άνω δύο περιπτώσεων της εκφράσεως απλώς αιρετικών απόψεων και της αποτειχίσεως και επιπλέον, του ιεροκανονικού με το εκκλησιαστικό δίκαιο και των καθαρώς ιεροκανονικών με τα εκκλησιαστικά δικαστήρια.

Δυστυχώς, αυτή η σύγχυση επικρατεί εδώ και χρόνια στην Εκκλησία της Ελλάδος, με αποτέλεσμα από τα εκκλησιαστικά δικαστήριά της να εκδικάζονται παρανόμως ακόμη και υποθέσεις αποκήρυξης της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού και προσχώρησης σε άλλη ομολογία πίστεως, υποθέσεις, δηλαδή, ετεροδόξων.

Και εξαιτίας της εν λόγω παρανόμου συγχύσεως και «κακής συνηθείας», δε μπορεί να λυθεί άμεσα και η υπηρεσιακή μισθοδοτική σχέση μεταξύ του κληρικού που αποτειχίζεται πλήρως από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και ιδρύει νέα χριστιανική ομολογία και της μητροπόλεως που υπηρετούσε προηγουμένως, διότι και εν τοιαύτη περιπτώσει, ο μητροπολίτης της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού παραπέμπει και την υπόθεση αυτή, ως παράπτωμα που προκαλεί δημόσιο σκάνδαλο και τιμωρείται με καθαίρεση, στα εκκλησιαστικά, επισκοπικά και συνοδικά δικαστήρια, όπως ακριβώς κάνει και στην περίπτωση της απλής έκφρασης αιρετικών αντιλήψεων άνευ πλήρους αποτειχισμού και ιδρύσεως νέας ομολογίας, με αποτέλεσμα να εφαρμόζει κι εδώ το άρθρο 102 του Ν. 5383/1932, το οποίο προβλέπει επιβολή αργίας άνευ στερήσεως αποδοχών στον υπόδικο κληρικό μέχρι εκδόσεως τελικής αποφάσεως καθαιρέσεως από το συνοδικό εκκλησιαστικό δικαστήριο.

Εν τοιαύτη περιπτώσει, η υπόθεση του εν λόγω πλήρως αποτειχιζομένου κληρικού δεν παραπέμπεται στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, λόγω της εκ του νόμου αναρμοδιότητός τους να εκδικάζουν υποθέσεις ετεροδόξων κληρικών και μοναχών που δεν ανήκουν, πλέον, στην ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού, αλλά σε Σύνοδο Επισκόπων, σε καθαρά, δηλαδή, ιεροκανονικό δικαστήριο, η οποία διαπιστώνει την οριστική και αμετάκλητη αποχώρηση του εν λόγω κληρικού από την ομολογία και επιβάλλει το καθαρά πνευματικό επιτίμιο της καθαιρέσεως.

Πλην, όμως, άλλη η υπηρεσιακή και άλλη η πνευματική, η δογματική και η εκκλησιαστική, θεώρηση του εν λόγω κληρικού, ο οποίος, λόγω ακριβώς της παρανόμου παραπομπής της υπόθεσης της εκούσιας και θεληματικής αποχώρησής του από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και της ίδρυσης άλλης χριστιανικής ομολογίας στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και της ως εκ τούτου αναπόφευκτης εφαρμογής του άρθρου 102 του Ν. 5383/1932, εξ επόψεως υπηρεσιακής καταστάσεως, φαίνεται ότι διατελεί ως υπό αργία κληρικός της Εκκλησίας της Ελλάδος, άνευ στερήσεως αποδοχών, μέχρι εκδόσεως τελικής αποφάσεως του συνοδικού εκκλησιαστικού δικαστηρίου, ενώ, εξ επόψεως ομολογιακής, δογματικής και εκκλησιαστικής, καταστάσεως, είναι ήδη ετερόδοξος, έχει αποκηρύξει δημόσια και με επίσημη πράξη του την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού, έχει αποτειχισθεί πλήρως από αυτή και από την Εκκλησία της Ελλάδος και έχει ιδρύσει νέα χριστιανική ομολογία.

Και για το όλο αυτό αντιφατικό σχήμα δεν ευθύνεται, ασφαλώς, ο ίδιος ο αποτειχισθείς κληρικός, αλλά η επί έτη παρανομούσα Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία, είτε δεν είναι όντως ικανή να παραπέμπει την κάθε υπόθεση εκεί που πρέπει και κάνει αδικαιολόγητα λάθη, είτε το κάνει επίτηδες για να εξακολουθεί να εμφανίζει δήθεν τον εν λόγω αποτειχισθέντα κληρικό ως δικό της, λόγω της εκκρεμούσης υπηρεσιακής και μισθοδοτικής του κατάστασης. Κατά συνέπεια, όσο δε λύεται η εκκρεμούσα υπηρεσιακή και μισθοδοτική σχέση του εν λόγω κληρικού, ο ίδιος αδυνατεί να αναζητήσει οποιαδήποτε εργασία και να προσληφθεί οπουδήποτε αλλού και αναγκάζεται, εκ των πραγμάτων, να αποδέχεται τη μισθοδοσία για λόγους επιβίωσης, χωρίς να το θέλει.

Γι' αυτό και εν προκειμένω ο αποτειχισθείς κληρικός απαλλάσσεται από την επιστροφή του ποσού της μισθοδοσίας από τότε που αποτειχίσθηκε μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως του συνοδικού δικαστηρίου, διότι, σε όλο αυτό το διάστημα, του απαγόρευαν να βγάλει το ράσο και δεν τον απέλυαν, ώστε να μπορέσει να προσληφθεί και να εργασθεί αλλού.

Αλλά και πάλι, δεν πρέπει να συγχέεται η εκκρεμούσα υπηρεσιακή και μισθοδοτική με την ομολογιακή, δογματική και εκκλησιαστική, κατάσταση του εν λόγω κληρικού. Δεδομένου ότι το αντιφατικό σχήμα του εν λόγω κληρικού θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στα πλαίσια της κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών, κατά την οποία, μία χριστιανική ομολογία μπορεί να αποδεχθεί θεληματικά και κατ' εξαίρεση να μισθοδοτεί υπηρεσιακά ένα κληρικό μιας άλλης χριστιανικής ομολογίας παρά το ότι εκείνος δεν ανήκει ομολογιακά (δογματικά και εκκλησιαστικά) σε αυτή.

Εγώ, επισημαίνω, δεν «αποσχίσθηκα» αλλά «αποτειχίσθηκα πλήρως» από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και από την Εκκλησία της Ελλάδος. Δεν πρόκειται, συνεπώς, περί σχίσματος, το οποίο νοείται μόνο μεταξύ ομοδόξων, αλλά περί ιδρύσεως νέας χριστιανικής ομολογίας, νέου δόγματος, η οποία νοείται μεταξύ ετεροδόξων.

Και δεν αποτειχίσθηκα πλήρως στις 09.03.2021 αλλά στις 25.12.2021. Από τις 09.03.21 άρχισα τη διαδικασία της πλήρους αποτειχίσεώς μου κατά το εννεάμηνο εντελεχειακό σχήμα «σύλληψη-κύηση-γέννηση». Ήταν άλλωστε αυτονόητο, βάσει της υπ' αριθ. 7/09-10-2021 Παππικής Αποφάνσεώς μου, ότι η επίσημη αποτείχισή μου θα γινόταν εντός του εννάτου μηνός, του Δεκεμβρίου. Σε όλο, σημειωτέον, αυτό το εννεάμηνο χρονικό διάστημα, από τις 09.03.21 μέχρι και τις 22.12.2021 λειτουργούσα ως Εφημέριος της Μητρόπολης Μάνης σύμφωνα με το δόγμα και το τυπικό της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού, χωρίς να κηρύττω «επ' εκκλησίας» τη νέα ομολογία πίστεως που ίδρυσα επίσημα στις 25.12.2021 και χωρίς να χρησιμοποιώ το νέο ομολογιακό τελετουργικό τυπικό. Καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα μόνο στα διαδικτυακά πλαίσια των ιστοτόπων που διατηρώ καθιστούσα δημόσια γνωστή τη νέα χριστιανική μου ομολογία.

Συνεπώς, η λεγόμενη «Μητρόπολη Μεσσηνίας» βρισκόταν «εκτός τόπου και χρόνου», διότι μου απέστειλε την κλήση κατηγορουμένου με την κατηγορία του αποτειχισμού στις 20.12.2021, πέντε, δηλαδή, ημέρες πριν από την επίσημη αποτείχισή μου από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και την επίσημη διακήρυξη και ίδρυση της νέας χριστιανικής μου ομολογίας, θεωρώντας υποκειμενικά και κατά τη δική της κρίση και αντίληψη την αποτείχισή μου ήδη γεγονός από τις 09.03.2021, ημερομηνία, όμως, κατά την οποία εγώ δεν ανακοίνωσα δημόσια την αποτείχισή μου αλλά την έναρξη του εννεαμήνου εντελεχειακού κύκλου γενέσεώς της.

Προφανώς, η λεγόμενη «Μητρόπολη Μεσσηνίας», δε συμφωνεί με τον εννεάμηνο εντελεχειακό κύκλο της πλήρους αποτειχίσεώς μου, ούτε και τον σεβάσθηκε, όπως όφειλε, αλλά, κατά τη δική της άποψη, θεωρεί ως ημερομηνία αποτειχίσεώς μου την 9η Μαρτίου 2021 και όχι την 25η Δεκεμβρίου 2021.

Στην περίπτωση, πάλι, που κατά την ημερομηνία επίδοσης της κλήσεως κατηγορουμένου, στις 20/12/21, παραδέχεται ότι δεν έχω ακόμη αποτειχισθεί, τότε μου προσάπτει τη δεύτερη κατηγορία του αποτειχισμού προληπτικά, σαν «απόπειρα αποτειχισμού», δηλαδή, σαν προεξαγγελία του μέλλοντος αποτειχισμού μου η οποία ανακοινώθηκε από της 9ης Μαρτίου 2021 και πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο μέλλον.

Θα πρέπει, λοιπόν, εν προκειμένω, να εξετασθεί η νομιμότητα του περιεχομένου και της επίδοσης της εν λόγω επιδοθείσης «Κλήσεως Κατηγορουμένου», των κατηγοριών, δηλαδή, που μου προσάπτονται σε αυτή, βάσει των οποίων η εν λόγω «Μητρόπολη» με κρίνει ένοχο έναντί της και επιφέρει τη δικαστική βάσανο κατ' εμού και με απειλεί με την εφαρμογή των σχετικών νομικών διατάξεων.

Αν, δηλαδή, εν προκειμένω, όντως συντρέχουν, βάσει του ιεροκανονικού δικαίου, του εκκλησιαστικού δικαίου και του Συντάγματος, οι νόμιμοι λόγοι και νομιμοποιείται πράγματι η εκκίνηση των δικαστικών διαδικασιών και η επιφορά της δικαστικής βασάνου.

Αν, συνεπώς, ο νόμος επιτρέπει την πρόσαψη τέτοιων κατηγοριών και την εκκίνηση δικαστικών διαδικασιών και την επίδοση δικαστικών κλήσεων με βάση τις κατηγορίες αυτές.

Στην πρώτη περίπτωση, κατά την οποία η «Μητρόπολη Μεσσηνίας» θεωρεί ότι έχω ήδη αποτειχισθεί και είμαι πλέον ετερόδοξος από 9ης Μαρτίου 2021, δεν έχει, πλέον, το νόμιμο δικαίωμα να εκκινεί εις βάρος μου δικαστικές διαδικασίες και να μου προσάπτει τις δυο αυτές κατηγορίες, ούτε τη μία (για αίρεση) ούτε την άλλη (για αποτειχισμό), διότι η ίδια παραδέχεται ότι από 9ης Μαρτίου 2021 έχω ήδη αποτειχισθεί και δεν είμαι, πλέον, μέλος και κληρικός της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εν τοιαύτη περιπτώσει, παραβαίνει τα νόμιμα καθήκοντά της και αυθαιρετεί και καταχράται την εξουσία της και όσον αφορά την πρώτη κατηγορία της αιρέσεως και όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία του αποτειχισμού.

Στη δεύτερη περίπτωση, κατά την οποία η εν λόγω Μητρόπολη παραδέχεται ότι δεν έχω ακόμη αποτειχισθεί, προσάπτοντάς μου προληπτικά τη δεύτερη κατηγορία του αποτειχισμού, ισχύουν τα εξής:

Εν προκειμένω, κατά το ιεροκανονικό δίκαιο της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού και κατά το ισχύον εκκλησιαστικό δίκαιο της «Εκκλησίας της Ελλάδος» και κατά την ιστορική και αντικειμενική πραγματικότητα, στις 20.12.2021 που μου επιδόθηκε η εν λόγω κλήση, δύναται να προσαφθεί μόνο η πρώτη από τις δύο εμπεριεχόμενες σε αυτή κατηγορίες, η κατηγορία της αιρέσεως, της δημόσιας, δηλαδή, έκφρασης θεολογικών και δογματικών αντιλήψεων ασύμφωνων με την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού.

Αλλά και πάλι ο εκφράσας, εν προκειμένω, τις αιρετικές απόψεις προεξήγγειλε συγχρόνως ότι πρόκειται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος να αποτειχισθεί και συνεπώς θεωρείται ως «υπό αποτειχισμόν ευρισκόμενος» και όχι ως «ομόδοξος» και γι' αυτό δεν υπέχει δίκην έναντι των άλλων «ομοδόξων».

Πλήν όμως και πάλι, βάσει του υπερισχύοντος Συντάγματος, στη Δημοκρατική και Ευρωπαϊκή Ελλάδα του 21ου αιώνα, δεν δικαιολογείται ουδεμία εκκίνηση δικαστικής διαδικασίας και ουδεμία επιφορά δικαστικής βασάνου και ουδεμία απολύτως δίκη Έλληνος και Ευρωπαίου Πολίτου από ελληνικό εκκλησιαστικό δικαστήριο με κρατική αναγνώριση για δημόσια και ελεύθερη έκφραση διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων. Υπερισχύει, ασφαλώς, η ιδιότητα του Έλληνος και του Ευρωπαίου Πολίτου και όχι η ιδιότητα του Έλληνος Κληρικού.

Δεν είναι δυνατό, δηλαδή, οι μισοί έλληνες και ευρωπαίοι πολίτες να μην επιτρέπεται να υφίστανται τη δικαστική βάσανο από οποιοδήποτε δικαστήριο λειτουργεί στο όνομα της Ελληνικής Δημοκρατίας και με κρατική αναγνώριση από Αυτή (και από εκκλησιαστικό ακόμη) για έκφραση διαφορετικής θρησκευτικής πεποίθησης (με επίδοση δικαστικών κλήσεων κατηγορουμένου με δικαστικό επιμελητή, με παράσταση σε ανακρίσεις με απειλή βίαιης προσαγωγής, με παράσταση σε δίκες στο εδώλιο του κατηγορουμένου) και οι άλλοι μισοί να επιτρέπεται να την υφίστανται επειδή είναι Κληρικοί.

Τίθεται, ασφαλώς, θέμα συνταγματικής ισονομίας όλων των ελλήνων πολιτών έναντι των νόμων. Και εν πάση περιπτώσει, ακόμη και σε περίπτωση αντινομίας, υπερισχύει η ιδιότητα του Έλληνος Πολίτου και όχι του Έλληνος Κληρικού, άρα ούτε οι Έλληνες Κληρικοί επιτρέπεται να υφίστανται τη νόμιμη δικαστική βάσανο (με επίδοση δικαστικών κλήσεων κατηγορουμένου με δικαστικό επιμελητή, με παράσταση σε ανακρίσεις με απειλή βίαιης προσαγωγής, με παράσταση σε δίκες στο εδώλιο του κατηγορουμένου) για έκφραση διαφορετικής θρησκευτικής πεποίθησης, επειδή και αυτοί είναι Έλληνες Πολίτες, ίσοι απέναντι στο Σύνταγμα και τους Νόμους της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη κατηγορία, του αποτειχισμού και κατά την ιστορική και αντικειμενική πραγματικότητα, αυτή, στις 20.12.2021 που μου επιδόθηκε η εν λόγω κλήση:

α΄. Κατά το ιεροκανονικό δίκαιο της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού δεν επιτρέπεται να προσαφθεί προληπτικά ως «προεξαγγελία ή απόπειρα αποτειχισμού» (δεδομένου ότι στις 20.12.2021 που μου επιδόθηκε η εν λόγω κλήση κατηγορουμένου δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί ιστορικά και αντικειμενικά η αποτείχισή μου από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και η ίδρυση της νέας χριστιανικής ομολογίας μου αλλά είχε μόνο θεωρητικά προεξαγγελθεί ότι θα γινόταν από τις 09.03.2021), επειδή οι ιεροί κανόνες του ανατολικού χριστιανισμού δεν προβλέπουν κανονική κύρωση και ποινή για την περίπτωση της απόπειρας διαπράξεως κάποιου ιεροκανονικού παραπτώματος αλλά μόνο για «πεπραγμένα» ιεροκανονικά παραπτώματα, ισχυριζόμενοι ότι αν κάποιο ιεροκανονικό παράπτωμα πήγε να πραγματοποιηθεί αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκε «η χάρις ερρύσατο». Δύναται να προσαφθεί μόνο ως «πράξη αποτειχισμού».

Συνεπώς, αν η «Μητρόπολη Μεσσηνίας» στην εν λόγω κλήση της την προσάπτει προληπτικά με την έννοια της «προεξαγγελίας ή απόπειρας αποτειχισμού», η προληπτική αυτή πρόσαψη δεν είναι σύμφωνη με το ιεροκανονικό δίκαιο της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού και παραβαίνει το ιεροκανονικό της καθήκον και αυθαιρετεί και καταχράται την εξουσία της.

β΄. Κατά το εκκλησιαστικό δίκαιο το οποίο υπερισχύει του κανονικού δικαίου και την ορθή ερμηνεία της παραγράφου 1 του άρθρου 44 του Ν. 590/1977, τόσο η θεωρητική προεξαγγελία της αποτειχίσεως, η οποία νοείται συμβατικώς ως «προαποκήρυξη», όσο και η εμπράγματη αποτείχιση από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και η ίδρυση νέας ομολογίας πίστεως, η οποία ορίζεται πραγματικώς ως «αποκήρυξη», δεν επιτρέπεται να προσάπτονται ως νόμιμες κατηγορίες σε δικαστικές κλήσεις, διότι, ως αναφερόμενες αμφότερες στην υπόθεση της εκούσιας και θεληματικής αποχώρησης από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού, δε συνιστούν κατά νόμον παραπτώματα που εκδικάζονται από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος, επειδή πρόκειται για υπόθεση ετεροδόξων που προεξαγγέλλουν και πραγματοποιούν συνταγματικά και νόμιμα και ελεύθερα την αποχώρησή τους από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και την ίδρυση νέας χριστιανικής ομολογίας και όχι για υπόθεση ομοδόξων που απλώς και προσωπικώς εκφράζουν δημόσια αιρετικές απόψεις χωρίς, όμως, να προεξαγγέλλουν ότι πρόκειται να αποτειχισθούν και να ιδρύσουν νέα ομολογία πίστεως και να πραγματοποιούν, εν τέλει, την προεξαγγελία τους.

Εν προκειμένω, η διάταξη είναι σαφέστατη:

Από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος εκδικάζονται τα παραπτώματα των κληρικών και των μοναχών:

1. «Τα σχετικά προς τα καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών»: Όσα είναι σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων και την τήρηση της τάξης που προβλέπει η ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού την οποία οι ίδιοι ομολογούν ως ομολογία πίστεώς τους και στην οποία ανήκουν κατά τη χρονική στιγμή που καλούνται σε δίκη. Με άλλα λόγια τα «εντός της ομολογίας» παραπτώματα των ομοδόξων μελών της και όχι οι «εκτός αυτής» υποθέσεις των ετεροδόξων.

Ο αποτειχισθείς από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού, μετά την αποτείχισή του, είναι ετερόδοξος (ή θρησκευτικά ουδέτερος) και συνεπώς, δεν ανήκει, πλέον, ούτε ομολογεί ως ομολογία πίστεώς του την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού την οποία έχει επίσημα αποκηρύξει, άρα, δεν ανήκει, πλέον, ούτε στη δικαστική αρμοδιότητα και τον πειθαρχικό έλεγχο των εκκλησιαστικών της δικαστηρίων. Δεν επιτρέπεται, λοιπόν, από το νόμο ούτε καν η πρόσαψη της κατηγορίας του αποτειχισμού σε δικαστική κλήση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού ούτε η επίδοση τέτοιας κλήσεως στον αποτειχισθέντα, διότι, πλέον, προσβάλλει και καταστρατηγεί τη θρησκευτική του ελευθερία, αποτελεί προσηλυτισμό και αντίκειται στις σχετικές συνταγματικές διατάξεις.

Αναλόγως, δεν επιτρέπεται και η «εν δυνάμει» προληπτική πρόσαψη της κατηγορίας του αποτειχισμού, ως «προεξαγγελίας ή απόπειρας αποτειχισμού», διότι επίσης προσβάλλει τη θρησκευτική ελευθερία του υπό αποτειχισμόν ήδη ευρισκομένου, προσπαθεί να παρεμποδίσει την ελεύθερη αποχώρησή του από την ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού, αποτελεί επίσης προσηλυτισμό (βίαιη προσπάθεια να κρατηθεί ο υπό αποτειχισμόν στην ομολογία του ανατολικού χριστιανισμού και να μην αποχωρήσει) και αντίκειται στις σχετικές συνταγματικές διατάξεις (δεδομένου ότι ο προεξαγγείλας ήδη τον αποτειχισμό του θεωρείται πλέον «υπό αποτειχισμόν» και όχι ως «ομόδοξος»).

Συνεπώς και σε κάθε περίπτωση, κατά το εκκλησιαστικό δίκαιο και σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία του αποτειχισμού, η «Μητρόπολη Μεσσηνίας» παρέβη το νόμιμο καθήκον της, αυθαιρέτησε και κατεχράσθη την εξουσία της.

2. «Τα σχετικά προς τα καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών τα συνεπαγόμενα κανονικάς κυρώσεις»: Όσα «εντός της ομολογίας» παραπτώματα επισύρουν κανονικές κυρώσεις από το κανονικό δίκαιο της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού.

Συνεπώς, η «εν δυνάμει» προληπτική πρόσαψη της κατηγορίας του αποτειχισμού, ως «προεξαγγελίας ή απόπειρας αποτειχισμού», σε δικαστική κλήση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού, κατά το εκκλησιαστικό δίκαιο, είναι επιπλέον παράνομη και διότι το κανονικό δίκαιο της ομολογίας του ανατολικού χριστιανισμού δεν προβλέπει κανονική κύρωση και ποινή για την περίπτωση της προεξαγγελίας ή απόπειρας του αποτειχισμού.

γ΄. Κατά το υπερισχύον πάντων Σύνταγμα, ισχύουν κι εδώ τα ως άνω.

Άρα και η εκφρασθείσα απειλή δεν ήταν νόμιμη, διότι δεν εντάσσεται στα πλαίσια νόμιμης και έγκυρης αλλά παράνομης και άκυρης κλήσης κατηγορουμένου και διότι, εν προκειμένω, υπηρετεί τον βίαιο προσηλυτισμό.

Εν πάση περιπτώσει, νομιμοποιείται δίκη Έλληνος και Ευρωπαίου Πολίτου από εκκλησιαστικό δικαστήριο της ελληνικής δημοκρατίας για έκφραση διαφορετικής θρησκευτικής πεποίθησης και για ίδρυση νέου δόγματος, ακόμη και στην περίπτωση εκφράσεως απλώς αιρετικών αντιλήψεων, άνευ αποτειχισμού, πολλώ δε μάλλον, στην περίπτωση της πλήρους, δογματικής και εκκλησιαστικής, αποτειχίσεως»;;;



ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ 50/2022



ΚΛΗΣΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 12/20-12-2021



ΚΛΗΤΗΡΙΟΝ ΕΠΙΚΡΙΜΑ 1/11-01-2022