Η Μ Ε Τ Ο Χ Η

Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝ ΗΡΩΩΝ

ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ VΙΙ

(συνέχεια από τη σελίδα "Δογματολογία VΙ")



ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ



ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ (Δ΄) ΜΕΡΟΥΣ. ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.


ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.


ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ


* * * * * * *


ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΥ (Δ΄) ΜΕΡΟΥΣ



(βλέπε ἀρχεῖο pdf στὸ τέλος)


I. ΠΡΗΝΕΣ & ΟΡΘΟΝ: ΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ.

Α΄ & Β΄ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ: ΑΡΧΙΠΡΗΝΕΣ ΟΡΘΟΝ ΤΕΛΕΣΙΠΡΗΝΕΣ:

Α΄ & Β΄ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΑ ΗΜΙΚΥΚΛΙΑ: ΝΑΔΙΡ ΖΕΝΙΘ: Α΄ & Β΄ ΣΥΣΧΕΣΕΙΣ:

Α΄. ΖΩΟΝ & ΑΝΘΡΩΠΟΣ: ΠΡΗΝΕΣ ΚΤΗΝΟΣ ΗΜΙΟΡΘΟΝ ΖΩΟΝ ΟΛΟΟΡΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Β΄. ΑΝΘΡΩΠΟΣ & ΑΝΘΡΩΠΟΣ: ΠΡΗΝΕΣ ΒΡΕΦΟΣ ΗΜΙΟΡΘΟΝ ΠΑΙΔΙΟΝ ΟΛΟΟΡΘΟΣ ΠΑΙΣ.

Α΄ & Β΄ ΔΕΞΙΑ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΑ ΗΜΙΚΥΚΛΙΑ: ΖΕΝΙΘ ΝΑΔΙΡ: ΑΝΘΡΩΠΟΣ & ΑΝΘΡΩΠΟΣ:

Α΄. ΟΡΘΟΣ ΝΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΜΙΠΡΗΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΛΟΠΡΗΝΗΣ ΝΕΚΡΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Β΄. ΟΡΘΟΣ ΝΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΜΙΠΡΗΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΛΟΠΡΗΝΗΣ ΝΕΚΡΑΝΘΡΩΠΟΣ.

3. Ὁλόορθον 3. Ὀρθὸν

2. Ἡμίορθον 4. Ἡμιπρηνὲς

1. Πρηνὲς (Ἀρχιπρηνές) 5. (Τελεσιπρηνές) Ὁλοπρηνὲς

Γ΄ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ: ΥΠΤΙΟΝ ΟΡΘΟΝ ΠΡΗΝΕΣ:

ΑΡΙΣΤΕΡΟΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΝ ΗΜΙΚΥΚΛΙΟΝ: ΝΑΔΙΡ ΖΕΝΙΘ: ΑΝΘΡΩΠΟΣ & ΑΝΘΡΩΠΟΣ:

ΥΠΤΙΟΣ ΖΩΝΤΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΜΙΟΡΘΟΣ ΖΩΝΤΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΛΟΟΡΘΟΣ ΖΩΝΤΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΔΕΞΙΟΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΝ ΗΜΙΚΥΚΛΙΟΝ: ΖΕΝΙΘ ΝΑΔΙΡ: ΑΝΘΡΩΠΟΣ & ΑΝΘΡΩΠΟΣ:

ΟΡΘΟΣ ΖΩΝΤΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΜΙΠΡΗΝΗΣ ΖΩΝΤΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΛΟΠΡΗΝΗΣ ΖΩΝΤΑΝΘΡΩΠΟΣ.

3. Ὁλόορθον 3. Ὀρθὸν

2. Ἡμίορθον 4. Ἡμιπρηνὲς

1. Ὕπτιον 5. Ὁλοπρηνὲς

IΙ. ΟΡΘΟΝ & ΠΡΗΝΕΣ: ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΑΤΙΚΗ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ.

Α΄ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ: ΑΙΤΙΟΝ ΑΫΛΟΝ ΑΙΤΙΑΤΟΝ ΑΫΛΟΝ ΕΝΥΛΟΝ:

ΑΡΙΣΤΕΡΟΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΝ ΗΜΙΚΥΚΛΙΟΝ: ΝΑΔΙΡ ΖΕΝΙΘ: ΓΕΝΝΗΣΙΣ & ΣΥΜΒΑΣΙΣ:

ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ ΘΕΟΣ ΗΜΙΓΕΝΝΗΤΟΣ (ΓΕΝΝΗΤΟΣ) ΘΕΟΣ ― ΟΛΟΓΕΝΝΗΤΟΣ (ΕΚΠΟΡΕΥΤΟΣ) ΘΕΟΣ.

ΔΕΞΙΟΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΝ ΗΜΙΚΥΚΛΙΟΝ: ΖΕΝΙΘ ΝΑΔΙΡ: ΠΟΙΗΣΙΣ & ΕΠΙΒΑΣΙΣ:

ΑΫΛΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΗΜΙΥΛΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣΩΜΑ ΟΛΟΕΝΥΛΟΝ ΣΩΜΑ.

3. Ὁλογέννητον (Ἐκπορευτόν) 3. Ἄϋλον

2. Ἡμιγέννητον (Γεννητόν) 4. Ἡμίυλον

1. Ἀγέννητον 5. Ὁλόϋλον

Β΄ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ: ΑΙΤΙΟΝ ΟΡΘΟΝ ΑΙΤΙΑΤΟΝ ΟΡΘΟΝ ΠΡΗΝΕΣ:

ΑΡΙΣΤΕΡΟΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΝ ΗΜΙΚΥΚΛΙΟΝ: ΝΑΔΙΡ ΖΕΝΙΘ: ΓΕΝΝΗΣΙΣ & ΣΥΜΒΑΣΙΣ:

ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΜΙΓΕΝΝΗΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ― ΟΛΟΓΕΝΝΗΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΔΕΞΙΟΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΝ ΗΜΙΚΥΚΛΙΟΝ: ΖΕΝΙΘ ΝΑΔΙΡ: ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΣΙΣ & ΕΠΙΒΑΣΙΣ:

ΟΡΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΜΙΠΡΗΝΕΣ ΖΩΟΝ ΟΛΟΠΡΗΝΕΣ ΚΤΗΝΟΣ.

3. Ὁλογέννητον (Ἐκπορευτόν) 3. Ὀρθὸν

2. Ἡμιγέννητον (Γεννητόν) 4. Ἡμιπρηνὲς

1. Ἀγέννητον 5. Ὁλοπρηνὲς


Ὑφίστανται δύο διαφορετικὲς καὶ ἀντίθετες ἐντελεχειακὲς ἀντιλήψεις τοῦ πρηνοῦς καὶ τοῦ ὀρθοῦ, μία πρώτη, κατὰ τὴ στατικότητα καὶ τὴν κινητικότητα, ἡ ὁποία καλεῖται «στατικὴ καὶ κινητικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη», καὶ μία δεύτερη, κατὰ τὴν ποιητικότητα καὶ τὴν ἐπιβατικότητα, ἡ ὁποία ὀνομάζεται «ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη».

Ἡ στατικὴ καὶ κινητικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη περιλαμβάνει δύο ἐντελεχειακοὺς κύκλους μὲ παρόμοια τὰ ἀριστερὰ ἐντελεχειακὰ ἡμικύκλια καὶ ἀκριβῶς ἴδιο τὸ δεξιὸ καὶ ἀκόμη ἕνα, τρίτο, ἐντελεχειακὸ κύκλο μὲ παρόμοια ἐντελεχειακὰ ἡμικύκλια σὲ σχέση μὲ τὸ δεύτερο καὶ τὸν πρῶτο.

Ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος ἐντελεχειακὸς κύκλος περιγράφονται ἀμφότεροι ἀπὸ ἕνα κοινὸ ἐντελεχειακὸ τύπο, ἀπὸ τὴ μετάστροφο ἐντελεχειακὴ τριάδα «ἀρχιπρηνὲς (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ὀρθὸν (τέλειον ἀντίτυπον/τέλειον ἀρχέτυπον) τελεσιπρηνὲς (ἀτελὲς ἀντίτυπον)».

Στὰ ἀριστερὰ ἐντελεχειακὰ ἡμικύκλιά τους ἐξελίσσεται τὸ πρῶτο μέρος τῆς τοιαύτης τριάδος, ἡ σύστροφος ἢ τελειόστροφος ἢ αὔξουσα διαδοχικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα «πρηνὲς (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ἡμίορθον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλόορθον (τέλειον ἀντίτυπον)», ἐνῷ, στὰ δεξιὰ ἐντελεχειακὰ ἡμικύκλιά τους, τὸ δεύτερο μέρος της, ἡ ἀντίστροφος ἢ ἀτελόστροφος ἢ φθίνουσα διαδοχικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα «ὀρθὸν (τέλειον ἀρχέτυπον) ἡμιπρηνὲς (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλοπρηνὲς (ἀτελὲς ἀντίτυπον)».

Ὥστε ἡ μετάστροφος τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη «ἀρχιπρηνὲς (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ὀρθὸν (τέλειον ἀντίτυπον/τέλειον ἀρχέτυπον) τελεσιπρηνὲς (ἀτελὲς ἀντίτυπον)» ἀποτελεῖ τὴ συμπεπτυγμένη τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ μορφὴ τῆς ἀνεπτυγμένης μεταστρόφου ἀντεπιδεικτικῆς ἐντελεχειακῆς πεντάδος «πρηνὲς (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ἡμίορθον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλόορθον (τέλειον ἀντίτυπον) / ὀρθὸν (τέλειον ἀρχέτυπον) ἡμιπρηνὲς (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλοπρηνὲς (ἀτελὲς ἀντίτυπον)».

Ἀπὸ στατικὴ καὶ κινητικὴ ἐντελεχειακὴ ἄποψη, στὸ πρῶτο, τὸ ἀριστερό, ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο, προηγεῖται τὸ πρηνές, ὡς ἀτελὲς ἀρχέτυπο, καὶ ἕπεται τὸ ὁλόορθο, ὡς τέλειο ἀντίτυπο, τὸ ὁποῖο, ἀναγόμενο ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ πρηνὲς ἀρχέτυπό του, ἀποδίδει τὸ ἡμίορθο, ὡς ἡμιτελὲς ἔκτυπο.

Γι' αὐτὸ καὶ τὸ ἡμίορθο νοεῖται περισσότερο ὡς πρηνὲς καὶ λιγότερο ὡς ὀρθὸ καὶ γι' αὐτὸ τὰ ἡμίορθα τετράποδα ἢ διχειρόποδα μόνο ἀπὸ στατικὴ ἄποψη δύνανται νὰ εὑρίσκονται καὶ ὡς ὀρθὰ ἀλλὰ καὶ πάλι ὄχι τόσο συχνά, ἐνῷ, ἀπὸ κινητικὴ ἄποψη, εὑρίσκονται μόνο ὡς πρηνῆ.

Πλήν, ὅμως, ἐπειδὴ κατὰ τὴν κίνηση δύνανται νὰ ἐκδηλώνουν τὴν ἁλτικὴ ἱκανότητα, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἀνυψωτικὴ ἢ ἀνορθωτικὴ τάση ἢ ἀπόπειρα, ἐκλαμβάνονται κινητικῶς ὡς «παραπρηνῆ», τουτέστι «σχετικῶς ἢ σχεδὸν πρηνῆ», ποὺ σημαίνει ὅτι σὲ τελευταία ἀνάλυση τὰ τοιαῦτα λογίζονται καὶ ἀπὸ κινητικὴ ἄποψη ὡς ἡμίορθα μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ ὅρου, δεδομένου ὅτι τὸ παραπρηνές, τὸ παραπλήσιο τοῦ πρηνοῦς, τὸ σχεδὸν πρηνές, ἐννοιολογικῶς ἐντάσσεται καὶ αὐτὸ στὸ πλάτος τῆς ἐννοίας τοῦ ἡμιόρθου τὸ ὁποῖο ἐννοιολογικῶς ἀνήκει στὸ πλάτος τῆς ἐννοίας τοῦ ὀρθοῦ.

Ἄρα ἡ σύστροφος ἢ τελειόστροφος (αὔξουσα) διαδοχικὴ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη «πρηνὲς (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ἡμίορθον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλόορθον (τέλειον ἀντίτυπον)» μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ τετραδικῶς ὡς «πρηνὲς (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) παραπρηνὲς (ἡμιτελὲς πρότυπον) ἡμίορθον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλόορθον (τέλειον ἀντίτυπον)».

Ἐν προκειμένῳ τηρεῖται ἡ σύστροφη ἐντελεχειακὴ τάξη κατὰ τὴν ὁποία προηγεῖται ἡ αἰτία διάσταση, ἡ ὁριζοντία, στὴν ὁποία ἀνήκει τὸ πρηνές, καὶ ἕπεται ἡ αἰτιατὴ διάσταση, ἡ κατακόρυφος, στὴν ὁποία ἀνήκει τὸ ὁλόορθο. Στατικῶς, ἑπομένως, καὶ κινητικῶς, τὸ ὁλόορθο εἶναι ἔμμεσο αἰτιατὸ τοῦ πρωταιτίου πρηνοῦς καὶ τὸ ἡμίορθο μεσολαβεῖ μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὡς ἄμεσο αἰτιατὸ τοῦ πρηνοῦς καὶ ὡς ἄμεσο αἴτιο τοῦ ὁλοόρθου, ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, ὡς μεσαίτιο ἢ ἀλλιῶς μιξαίτιο.

Ἡ ὁριζοντία, σημειωτέον, εἶναι ἡ αἰτία διάσταση διότι ἐπ' αὐτῆς ὁρίζεται ἡ πρωταιτία καὶ ἀρχέτυπος ἰσότητα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κατακόρυφο ποὺ εἶναι ἡ αἰτιατὴ διάσταση ἐπειδὴ πάνω σὲ αὐτὴ ὁρίζεται ἡ αἰτιατὴ καὶ ἀντίτυπος ἀνισότητα. Καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὴ μεσαιτία (αἰτιατὴ αἰτία) καὶ ἔκτυπο παρισότητα (σχετικὴ ἰσότητα), αὐτὴ ὁρίζεται σὲ ἀμφότερες τὶς διαστάσεις, στὴ μὲν κατακόρυφο, ὅταν συσχετίζεται ἐντελεχειακῶς καὶ ἀντεπιδεικτικῶς ὡς αἰτιατὴ μὲ τὴν πρωταιτία καὶ ὁριζοντία ἰσότητα, στὴ δὲ ὁριζοντία, ὅταν συσχετίζεται ἐντελεχειακῶς καὶ ἀντεπιδεικτικῶς ὡς αἰτία μὲ τὴν αἰτιατὴ καὶ κατακόρυφο ἀνισότητα.

Στὸ δεύτερο, τὸ δεξιό, ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο, προηγεῖται τὸ ὀρθό, ὡς τέλειο ἀρχέτυπο, καὶ ἕπεται τὸ ὁλοπρηνές, ὡς ἀτελὲς ἀντίτυπο, τὸ ὁποῖο, ἀναγόμενο ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ ὀρθὸ ἀρχέτυπό του, ἀποδίδει τὸ ἡμιπρηνές, ὡς ἡμιτελὲς ἔκτυπο, γι' αὐτὸ καὶ τὸ ἡμιπρηνὲς θεωρεῖται περισσότερο ὡς ὀρθὸ καὶ λιγότερο ὡς πρηνές.

Ἐδῶ τηρεῖται ἡ ἀντίστροφη ἐντελεχειακὴ τάξη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία προηγεῖται ὡς μεσαιτία (αἰτιατὴ αἰτία) ἡ κατακόρυφος διάσταση, στὴν ὁποία ἀνήκει τὸ ὀρθό, καὶ ἕπεται ὡς αἰτιατὴ ἡ ὁριζοντία διάσταση, στὴν ὁποία ἀνήκει τὸ ὁλοπρηνές. Ἄρα, στατικῶς καὶ κινητικῶς, τὸ ὁλοπρηνὲς εἶναι ἔμμεσο αἰτιατὸ τοῦ πρωταιτίου ὀρθοῦ καὶ τὸ ἡμιπρηνὲς μεσολαβεῖ ἀνάμεσά τους καὶ ὡς ἄμεσο αἰτιατὸ τοῦ ὀρθοῦ καὶ ὡς ἄμεσο αἴτιο, μεσαίτιο ἢ μιξαίτιο, τοῦ ὁλοπρηνοῦς.

Καὶ προκειμένου νὰ διακρίνουμε τὸ πρηνὲς τῶν δύο πρώτων ἀριστερῶν ἀπὸ τὸ ὁλοπρηνὲς τῶν δύο πρώτων δεξιῶν ἐντελεχειακῶν ἡμικυκλίων χαρακτηρίζουμε, τὸ μὲν πρηνὲς ὡς «ἀρχιπρηνές», διότι ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῶν δύο πρώτων ἐντελεχειακῶν κύκλων, τὸ δὲ ὁλοπρηνὲς ὡς «τελεσιπρηνές», ἐπειδὴ εἶναι τὸ τέλος τους.

Ἀπὸ ἄποψη, σημειωτέον, ὁρολογίας, τὸ μὲν ἀντίτυπο ποὺ ἀνάγεται ὁμοιωτικῶς στὸ ἀρχέτυπο δύναται νὰ λαμβάνει πρὸ τοῦ ὀνόματός του τὸ πρόθεμα «ὁλο-», τὸ δὲ ἔκτυπο ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ὁμοιωτικὴ αὐτὴ ἀναγωγή, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, μπορεῖ νὰ ὀνομάζεται ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἀντιτύπου καὶ τὸ πρόθεμα «ἡμι-» καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχετύπου καὶ τὸ πρόθεμα «ἡμι-», διότι τὸ ἔκτυπο ἀνήκει στὴν εὐρύτερη ὀντολογία τοῦ ἀντιτύπου ἡ ὁποία ὑποδιαιρεῖται ἀναγωγικῶς (ὁμοιωτικῶς) σὲ ἔκτυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο λόγῳ τῆς ἀναγωγῆς (ὁμοιώσεως) τοῦ ἀντιτύπου πρὸς τὸ ἀρχέτυπο. Τὸ δὲ ἀρχέτυπο οὐδέποτε λαμβάνει τὸ πρόθεμα «ὁλο-» μπροστὰ ἀπὸ τὸ ὄνομά του ἀλλὰ μένει ὡς ἔχει.

Ἐπὶ παραδείγματι, ὅταν τὸ ἀντίτυπο ὀνομάζεται «ὁλόορθο» καὶ ἀνάγεται στὸ πρηνὲς (καὶ ὄχι ὁλοπρηνές) ἀρχέτυπο, τὸ ἔκτυπο ποὺ προκύπτει ὀνομάζεται «ἡμίορθο» καὶ ὄχι «ἡμιπρηνές», ὅταν, ὅμως, τὸ ἀντίτυπο καλεῖται «ὁλοπρηνές» καὶ ἀνάγεται στὸ ὀρθὸ (καὶ ὄχι ὁλόορθο) ἀρχέτυπο, τὸ ἔκτυπο καλεῖται «ἡμιπρηνές» καὶ ὄχι «ἡμίορθο». Ἔτσι καὶ ὅταν τὸ ἀντίτυπο λέγεται «ὁλόϋλο» καὶ ἀνάγεται στὸ ἄϋλο ἀρχέτυπο, τὸ ἔκτυπο λέγεται «ἡμίυλο» καὶ ὄχι «ἡμιάϋλο» κ.τ.ὅ..

Ὁ κοινὸς αὐτὸς πενταδικὸς καὶ μετάστροφος ἐντελεχειακὸς τύπος «πρηνὲς (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ἡμίορθον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλόορθον (τέλειον ἀντίτυπον) / ὀρθὸν (τέλειον ἀρχέτυπον) ἡμιπρηνὲς (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλοπρηνὲς (ἀτελὲς ἀντίτυπον)» στὸν πρῶτο ἐντελεχειακὸ κύκλο ἐφαρμόζεται ὡς «πρηνὲς κτῆνος (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ἡμίορθον ζῶον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλόορθος ἄνθρωπος (τέλειον ἀντίτυπον) / ὀρθὸς νεάνθρωπος (τέλειον ἀρχέτυπον) ἡμιπρηνὴς γεροντάνθρωπος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλοπρηνὴς νεκράνθρωπος (τέλειον ἀντίτυπον)».

Βάσει τῆς στατικῆς καὶ κινητικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντίληψης καὶ τάξης, στὰ πλαίσια τῆς «διευρυμμένης φύσης τῶν ἑπτὰ προηγμένων κτιστῶν σωμάτων» προηγεῖται ἡ φύση καὶ καταμονόφυση τῶν κατωτετραπόδων (χοίρων), ἕπεται ἡ ἐφυπέρφυση τῶν ἀνωτετραπόδων καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἐφυπέρφυση τῶν διχειροπόδων.

Στὰ πλαίσια τῆς ἐφυπέρφυσης τῶν ἀνωτετραπόδων προηγεῖται ἡ φύση καὶ μονόφυση τῶν ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων) καὶ ἕπεται ἡ ὑπέρφυση τῶν ἀναστατοτετραπόδων, πρῶτα ἡ φύση τῶν ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων) καὶ ἔπειτα ἡ φύση τῶν ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων).

Καὶ στὰ πλαίσια τῆς ἐφυπέρφυσης τῶν διχειροπόδων προηγεῖται ἡ φύση καὶ μονόφυση τῶν κτηνοειδῶν διχειροπόδων ἢ ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων) καὶ ἕπεται ἡ ὑπέρφυση τῶν ἀνθρωποειδῶν διχειροπόδων, πρῶτα ἡ φύση τῶν ἀνθρωποειδῶν διχειροπόδων ἢ βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν) καὶ ἔπειτα ἡ φύση τῶν ἀνθρωπίνων διχειροπόδων ἢ ῥεκτοχείρων (αὐτανθρώπων, ψυχανθρώπων καὶ θεοψυχανθρώπων).

Καὶ ἔτσι διαμορφώνεται ἡ ἑξῆς ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῆς στατικῆς καὶ κινητικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντιλήψεως τοῦ πρηνοῦς καὶ τοῦ ὀρθοῦ:

1. Ἀρχέτυπον (ἀτελές): Πρηνὲς Κατωτετράποδον Κτῆνος.

2. Πρωτιστότυπον (ἡμιτελές): Ἡμίορθον Ἁλτοτετράποδον Ζῶον.

3. Πρωτότυπον (ἡμιτελές): Ἡμίορθον Ὀξυστατοτετράποδον Ζῶον.

4. Προτερότυπον (ἡμιτελές): Ἡμίορθον Ὀρθοστατοτετράποδον Ζῶον.

5. Πρότυπον (ἡμιτελές): Ἡμίορθον Ποδοχειρικὸν Ζῶον.

6. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἡμίορθον Βακτροχειρικὸν Ζῶον.

7. Ἀντίτυπον (τέλειον): Ὁλόορθος Ῥεκτόχειρ Ἄνθρωπος.

Τὰ ἁλτοτετράποδα, ὅσα, δηλαδή, τετράποδα ἔχουν τὴν ἁλτικὴ ἱκανότητα καὶ δύνανται νὰ κάνουν ἅλματα καὶ πηδήματα (ὅπως π.χ. ὁ ταῦρος), λόγῳ τῆς ἱκανότητος αὐτῆς θεωροῦνται ὡς τὰ κατώτερα ἡμίορθα, τὰ λεγόμενα «παραπρηνῆ», τὰ «παραπλήσια τῶν πρηνῶν», τὰ «σχετικῶς πρηνῆ», τὰ «σχεδὸν πρηνῆ», διότι ἡ ἁλτικὴ ἱκανότητα θεωρεῖται ὡς ἀνορθωτικὴ τάση ἢ ἀπόπειρα ἀνόρθωσης, ὡς ὑποτυπώδης, δηλονότι, ἀνόρθωση, ἤ, μονολεκτικῶς, ὑπανόρθωση.

Τὰ τοιαῦτα ζῶα, ὅπως προείπαμε καὶ στὸ τέταρτο προδημοσιευθὲν μέρος τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, δύνανται νὰ σηκώνουν τὸ σῶμά τους πρὸς τὰ ἄνω μόνο ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι ὑποβαστάζονται καὶ μὲ τὰ ἐμπρόσθια πόδια τους κάπου ἀλλοῦ (σὲ κάποιο δένδρο, βράχο ἢ ἀντικείμενο), σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἀναστατοτετράποδα (ὅπως π.χ. ὁ ἵππος καὶ ἡ ἄρκτος) τὰ ὁποῖα δύνανται νὰ ἀνίστανται στηριζόμενα σὲ αὐτὰ καὶ μόνα τὰ ὀπίσθια πόδια τους.

Ἄρα, ἂν τηρηθεῖ ἐπακριβῶς ὁ ἐντελεχειακὸς αὐτὸς κανών, τὰ κατωτετράποδα (γουρούνια) δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἁλτικὲς ἱκανότητες, πλήν, ὅμως, στὴ φυσικὴ πράξη διαπιστώνεται τὸ ἀντίθετο, ὅτι δηλαδὴ ἀκόμη καὶ οἱ χοῖροι (καὶ μάλιστα οἱ ἀγριόχοιροι), παρὰ τὸν τοιοῦτο κανόνα, παρουσιάζουν κάποιες ἁλτικὲς ἱκανότητες, χωρίς, ὡστόσο, νὰ δύνανται νὰ χαρακτηρίζονται ὡς «ἁλτοτετράποδα» ὅπως οἱ ταῦροι καὶ γενικῶς τὰ βοοειδῆ ἀλλὰ μόνο ὡς «ὑφαλτοτετράποδα» (ὑποαλτοτετράποδα) ἢ ἀλλιῶς «ἁλτοτετραποδοειδῆ».

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἐπαληθεύει τὴν ὁμοιωτικὴ παραναγωγή, τὴν παρὰ φύσιν, δηλαδή, ὁμοιωτικὴ ἀναγωγή, τοῦ ἀντιτύπου τῶν κατωτετραπόδων πρὸς τὸ ἔκτυπο τῶν ἁλτοτετραπόδων (ἀνωτετραπόδων) ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὰ πλαίσια τῆς «ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας» ποὺ εἶναι ἡ ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῆς ποιητικῆς καὶ ἐπιβατικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντιλήψεως τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ πρηνοῦς, ἡ ἀκριβῶς ἀντίθετη ἀπὸ τὴν ὡς ἄνω ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῆς στατικῆς καὶ κινητικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντιλήψεως τοῦ πρηνοῦς καὶ τοῦ ὀρθοῦ.

Ἡ τοιαύτη ὁμοιωτικὴ παραναγωγή, ἡ ὁποία συσχετίζεται νομοτελειακὰ καὶ ἀναπόφευκτα μὲ τὴν παρὰ φύσιν, ἐπίσης, ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ ποὺ ἐπέβαλε στὴν «ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας» ἡ διαστροφὴ καὶ ἡ ἁμαρτωλότητα τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ, ἀπέδωσε ἕνα ἀπρεπὲς μέσο καὶ μικτὸ (ἁλτικό) φυσικὸ εἶδος χοίρων (παραναγωγικὸ κακέκτυπο) καὶ ἐξαφάνισε τὸ καθαρὸ (ἀναλτικό) καὶ πρέπον φυσικὸ εἶδός τους τὸ ὁποῖο, ἐν τέλει, εἶχε μόνο θεωρητικὴ καὶ οὐδέποτε ἐμπράγματη φυσικὴ ὕπαρξη, ὀντολογικῶς, δηλαδή, δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Γι' αὐτὸ καὶ στὴ φυσικὴ πράξη βλέπουμε ἀκόμη καὶ γουρούνια νὰ ὑπερβαίνουν τὰ κανονικὰ φυσικά τους μέτρα καὶ νὰ κάνουν ἅλματα (πάλι καλὰ ποὺ δὲν τοὺς ἔβαλε καὶ φτερὰ γιὰ νὰ ἀπογειώνονται καὶ νὰ πετᾶνε).

Ἡ ὁμοιωτικὴ αὐτὴ παραναγωγὴ ποὺ ὁρίζεται στὰ πλαίσια τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας τῆς ποιητικῆς καὶ ἐπιβατικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντιλήψεως τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ πρηνοῦς, θεωρούμενη στὰ πλαίσια τῆς ὡς ἄνω ἑπταδικῆς ἐντελεχείας τῆς στατικῆς καὶ κινητικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντιλήψεως τοῦ πρηνοῦς καὶ τοῦ ὀρθοῦ, ὁρίζεται διαφόρως ὡς ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγὴ τοῦ ἀρχετύπου τῶν κατωτετραπόδων πρὸς τὸ πρωτιστότυπο τῶν ἁλτοτετραπόδων (ἀνωτετραπόδων) καὶ ὄχι ὡς ὁμοιωτικὴ καταγωγή.

Καὶ ἡ ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγὴ εἶναι παρὰ φύσιν ὁμοιωτικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα ἀλλὰ πάντως ὁμαλώτερο (λιγότερο ἀνώμαλο) ἀπὸ τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγή, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω. Ἡ διαστροφή, δυστυχῶς, καὶ ἡ ἁμαρτωλότητα τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ ἔκανε τὸ παρὰ φύσιν κατὰ φύσιν καὶ τὸ κατὰ φύσιν παρὰ φύσιν.

Τὸ ἀριστερό, λοιπόν, ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο τοῦ πρώτου ἐντελεχειακοῦ κύκλου τῆς στατικῆς καὶ κινητικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντιλήψεως τοῦ πρηνοῦς καὶ τοῦ ὀρθοῦ ἐμπεριέχει τὴν ἐντελεχειακὴ σύσχεση μεταξὺ τοῦ πρηνοῦς κτήνους, τοῦ ἡμιόρθου ζώου καὶ τοῦ ὁλοόρθου ἀνθρώπου, ἐνῷ τὸ δεξιὸ τὴν ἐντελεχειακὴ σύσχεση ἀνάμεσα στὸν ὀρθὸ νεάνθρωπο (νέο ἄνθρωπο), τὸν ἡμιπρηνῆ γεροντάνθρωπο (γέροντα ἄνθρωπο) καὶ τὸν ὁλοπρηνῆ νεκράνθρωπο (νεκρὸ ἄνθρωπο).

Ὁ νεκρὸς ἄνθρωπος ἐδῶ λογίζεται ὡς ὁλοπρηνὴς συγκριτικὰ μὲ τὸ γέροντα ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ἡμιπρηνής, δεδομένου ὅτι ὁ νεκρὸς ἀποτελεῖ τὴν τελικὴ στατικὴ καὶ κινητικὴ ἐντελεχειακὴ ἐξέλιξη, τὴ στατικὴ καὶ κινητικὴ τελείωση τοῦ γέροντος, ὁ ὁποῖος, ὡς ἡμιπρηνής, ἀποτελεῖ τὴ μέση στατικὴ καὶ κινητικὴ ἐντελεχειακὴ ἐξέλιξη τοῦ ὀρθοῦ νέου ἀνθρώπου. Ὥστε ὁ ὁλοπρηνὴς νεκράνθρωπος ἀντιστοιχεῖ ἀντιστρόφως στὸ πρηνὲς κτῆνος, ὁ ἡμιπρηνὴς γεροντάνθρωπος στὸ ἡμίορθο ζῶο καὶ ὁ ὀρθὸς νεάνθρωπος ταυτίζεται μὲ τὸν ὁλόορθο ἄνθρωπο.

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ὁ πρῶτος ἐντελεχειακὸς κύκλος περιλαμβάνει τὴ στατικὴ καὶ κινητικὴ ἐντελεχειακὴ ἐξέλιξη τῆς αἰτίας ἀνθρώπινης ὑπόστασης (προσώπου ἢ προσωποειδοῦς), τοῦ ἀγεννήτου (εἰσακτοῦ), δηλαδή, ἀνθρώπου, ἐνῷ, ὁ δεύτερος, τὴν τοιαύτη ἐξέλιξη τῆς αἰτιατῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης (προσώπου ἢ προσωποειδοῦς), θεωρουμένης, βεβαίως, στὰ πλαίσια τῆς διγονικῆς ἀναπαραγωγῆς, τὴ στατική, δηλονότι, καὶ κινητικὴ ἐντελεχειακὴ ἐξέλιξη τοῦ διγονικοῦ γεννητοῦ (ἐξακτοῦ) καὶ τοῦ διγονικοῦ ἐκπορευτοῦ (παρακτοῦ) ἀνθρώπου, γι' αὐτὸ καὶ οἱ δύο πρῶτοι ἐντελεχειακοὶ αὐτοὶ κύκλοι ἔχουν παρόμοιο τὸ ἀριστερὸ καὶ ἀκριβῶς ἴδιο τὸ δεξιὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο.

Ἔτσι, ὁ δεύτερος ἐντελεχειακὸς κύκλος, στὸ ἀριστερὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο, στὴ θέση τοῦ πρηνοῦς κτήνους βάζει τὸ πρηνὲς βρέφος, τὸ ὁποῖο, ὅπως καὶ τὸ πρηνὲς κτῆνος, ἀντιστοιχεῖ ἀντιστρόφως στὸν ὁλοπρηνῆ νεκράνθρωπο, στὴ θέση τοῦ ἡμιόρθου ζώου τὸ ἡμίορθο παιδίο, τὸ ὁποῖο, ὅπως καὶ τὸ ἡμίορθο ζῶο, ἀντιστοιχεῖ ἀντιστρόφως στὸν ἡμιπρηνῆ γεροντάνθρωπο, καὶ στὴ θέση τοῦ ὁλοόρθου ἀνθρώπου τὸν ὁλόορθο παῖδα, ὁ ὁποῖος, ὅπως καὶ ὁ ὁλόορθος ἄνθρωπος, ταυτίζεται μὲ τὸν ὀρθὸ νεάνθρωπο, ἄρα καὶ ὁ ὁλόορθος παῖς καὶ ὁ ὁλόορθος ἄνθρωπος ταυτίζονται καὶ μεταξύ τους.

Ὁ μὲν ἀγέννητος (εἰσακτός) ἄνθρωπος ἐμπεριέχει μέσα του ὅλη τὴν προηγούμενη, κατὰ τὴ στατικὴ καὶ κινητικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη, κινητικὴ καὶ στατικὴ ἐντελεχειακὴ ἐξέλιξη, ὑπάρχοντας, καταρχήν, ὡς πρηνὲς κτῆνος, ἐν συνεχείᾳ ὡς ἡμίορθο ζῶο καὶ ἐν τέλει ὡς ὁλόορθος ἄνθρωπος, ὁ δὲ γεννητὸς (ἐξακτός) καὶ ὁ ἐκπορευτὸς (παρακτός) ἄνθρωπος τὴν ἀπεικονίζει, στὰ πλαίσια τῆς διγονικῆς ἀναπαραγωγῆς, ὑπάρχοντας, πρῶτα, ὡς πρηνὲς βρέφος, ἔπειτα ὡς ἡμίορθο παιδίο καὶ μετέπειτα ὡς ὁλόορθος παῖς. Τὸ πρηνές, συνεπῶς, βρέφος ἀπεικονίζει τὸ πρηνὲς κτῆνος, τὸ ἡμίορθο παιδίο τὸ ἡμίορθο ζῶο καὶ ὁ ὁλόορθος παῖς τὸν ὁλόορθο ἄνθρωπο μὲ τὸν ὁποῖο καὶ ταυτίζεται.

Ὁ τρίτος ἐντελεχειακὸς κύκλος περιλαμβάνει τὴ στατικὴ καὶ κινητικὴ ἐντελεχειακὴ ἐξέλιξη τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος δύναται νὰ εὑρίσκεται σὲ διάφορες στάσεις καὶ κινήσεις εἴτε ἐπειδὴ κοιμᾶται εἴτε ἐπειδὴ κάθεται εἴτε ἐπειδὴ γυμνάζεται εἴτε ἐπειδὴ ἐργάζεται κ.λ.π..

Ἡ ἐντελεχειακὴ αὐτὴ ἐξέλιξη ἀναπτύσσεται κατὰ τὴν πενταδικὴ μετάστροφο ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη «ὕπτιον (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ἡμίορθον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλόορθον (τέλειον ἀντίτυπον) / ὀρθὸν (τέλειον ἀρχέτυπον) ἡμιπρηνὲς (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλοπρηνὲς (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, «ὕπτιος ζωντάνθρωπος (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ἡμίορθος ζωντάνθρωπος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλόορθος ζωντάνθρωπος (τέλειον ἀντίτυπον) / ὀρθὸς ζωντάνθρωπος (τέλειον ἀρχέτυπον) ἡμιπρηνὴς ζωντάνθρωπος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὁλοπρηνὴς ζωντάνθρωπος (ἀτελὲς ἀντίτυπον)». Ὁ ὕπτιος ζωντάνθρωπος (ζῶν ἄνθρωπος) ἀντιστοιχίζεται ἀντιστρόφως μὲ τὸν ὁλοπρηνῆ, ὁ ἡμίορθος μὲ τὸν ἡμιπρηνῆ καὶ ὁ ὁλόορθος ταυτίζεται μὲ τὸν ὀρθό.

Ἀπὸ στατική, σημειωτέον, καὶ κινητικὴ ἐντελεχειακὴ ἄποψη, ἡ στάση ποὺ ἀναλογεῖ στὸ νεκρὸ εἶναι ἡ ὁλοπρηνής, ἐπειδή, ὅπως ἐξηγήσαμε, ὁ νεκρὸς ἄνθρωπος (νεκράνθρωπος) ἀντεπιδείκνυται ἐντελεχειακῶς καὶ τριαδικῶς μὲ τὸ γέροντα ἄνθρωπο (γεροντάνθρωπο) στὸν ὁποῖο προσιδιάζει ἡ ἡμιπρηνὴς στάση καὶ κίνηση καὶ μὲ τὸ νέο ἄνθρωπο (νεάνθρωπο) στὸν ὁποῖο ἀντιστοιχεῖ ἡ ὀρθὴ στάση καὶ κίνηση καὶ ἀποτελεῖ ἐντελεχειακὴ ἐξέλιξη καὶ τελείωση ἐκείνων. Ἀπὸ θεολογική, ὅμως, ἄποψη, λόγῳ τῆς πίστης στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὁ νεκρὸς λογίζεται ὡς κοιμώμενος ποὺ πρόκειται νὰ ξυπνήσει καὶ νὰ σηκωθεῖ πάλι ὄρθιος καὶ γι' αὐτὸ τοῦ ἀποδίδεται ἡ ὑπτία στάση τοῦ ὑπνοῦντος.

Ἀφοῦ περιγράψαμε, σὲ γενικὲς γραμμές, τοὺς τρεῖς ἐντελεχειακοὺς κύκλους τῆς στατικῆς καὶ κινητικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντιλήψεως τοῦ πρηνοῦς καὶ τοῦ ὀρθοῦ περνᾶμε στὴν ἐξέταση τῶν δύο ἐντελεχειακῶν κύκλων τῆς ποιητικῆς καὶ ἐπιβατικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντιλήψεως τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ πρηνοῦς, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ περισσότερο ἐνδιαφέρουσα καὶ ἡ πιὸ σημαντική.

Ὄχι μόνο ἐπειδὴ εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα μεταξὺ τῶν δύο ἐν λόγῳ διαφορετικῶν καὶ ἀντιθέτων μεταξύ τους ἐντελεχειακῶν ἀντιλήψεων, αὐτή, δηλαδή, ποὺ καὶ δεοντολογικῶς πρέπει νὰ ἐπικρατήσει ἀλλὰ καὶ ὀντολογικῶς, ἐν τέλει, ἐπικρατεῖ στὴ δημιουργικὴ καὶ φυσικὴ πράξη, ἀλλὰ καὶ διότι ἀπὸ τὴν ἐξέτασή της δίνονται οἱ ὀρθὲς καὶ ἀποστομωτικὲς ἀπαντήσεις σὲ φλέγοντα ἐρωτήματα τῆς ἀνθρωπότητος, ὅπως στὸ «γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη καὶ γενικώτερα ἡ κτιστὴ φύση τῶν ὄντων διαιρέθηκε ἀπὸ τὸ δημιουργὸ σὲ δύο φῦλα».

Καὶ ἔτσι προκύπτει, ἐπιτέλους, ἡ δογματικὴ καὶ ἠθικὴ πανηγυρικὴ δικαίωση καὶ ἀποκατάσταση τῆς ἀνδρικῆς ὁμοφυλοφιλίας (καὶ κατὰ συνέπεια καὶ τῆς γυναικείας ὁμοφυλοφιλίας) ὡς λιγότερο ἀπρεποῦς καὶ ἐφαμάρτου συνουσιαστικοῦ σχήματος σὲ σχέση καὶ σύγκριση μὲ τὴν ἀπρεπέστερη καὶ ἐφαμαρτώτερη ἑτεροφυλοφιλία.

Ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα συνουσιαστικὰ σχήματα, ὄχι μόνο ἡ ἑτεροφυλοφιλία ἀλλ' ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἀνδρικὴ ὁμοφυλοφιλία, ὅπως ἔχουν, εἶναι ἀπρεπῆ καὶ ἐφάμαρτα, ἀλλ' ὡς ἀπρεπέστερο καὶ ἐφαμαρτώτερο ἐλέγχεται τεκμηριωμένα καὶ ἀναμφισβήτητα ἡ ἑτεροφυλοφιλία.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀνδρικὴ ὁμοφυλοφιλία, στὸ συγκεκριμένο αὐτὸ συνουσιαστικὸ σχῆμα ποὺ εὑρίσκεται, δικαιώνεται, μέν, δογματικῶς καὶ ἠθικῶς, ἀλλ' ὄχι ὡς ἐντελῶς πρέπον καὶ ὅλως ἀναμάρτητον, ἀλλὰ μόνο ὡς λιγότερο ἀπρεπὲς καὶ ἐφάμαρτο κατὰ τὸ ἀποφθεγματικὸ καὶ παροιμιῶδες «τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον».

Ἡ φύση τῶν κτιστῶν ὄντων δὲν εἶναι αὐτοδημιούργητη, ὅπως φαντάζονταν κάποιοι ἀρχαῖοι μωροφιλοσοφοῦντες, ἀλλ' ἔργο τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως καὶ τῶν δημιουργικῶν χειρῶν τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι ἀποτελεῖ ὑλοποίηση ἢ πραγματοποίηση ἢ πραγμάτωση τῶν θείων θελημάτων καὶ τῶν θείων ὀρέξεων, κατὰ τὸ γραφικὸ ῥῆμα «πάντα ὅσα ἠθέλησεν ἐποίησεν».

Ἄν, λοιπόν, ὁ θεὸς καὶ ὁ θεοψυχάνθρωπος δημιουργὸς κέκτηται καὶ συνδυάζει μαζὶ μὲ τὴ φυσικὴ καὶ τὴν ἠθικὴ τελειότητα, ἄν, δηλαδή, εἶναι ὄχι μόνο παντοδύναμος ἀλλὰ καὶ ἀναμάρτητος, τότε καὶ ἡ θεία καὶ ἡ θεοψυχανθρώπινη δημιουργία του θὰ ἔχει κι αὐτὴ καθὼς πρέπει.

Ἄν, ὅμως, αὐτὸς ἔχει ἀπωλέσει τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ ἁμαρτάνει, τότε ἡ ἠθικὴ διαστροφὴ καὶ ἡ ἁμαρτωλότητά του θὰ γίνει ὄχι μόνο ἠθικὸς ἀλλὰ καὶ φυσικὸς νόμος, θὰ γίνει, δηλαδή, δημιουργικὸ ἔργο, θὰ ἀποτυπωθεῖ στὴ δημιουργία του καὶ θὰ τὴ διαστρέψει κατὰ τὶς διεστραμμένες ὀρέξεις του.

Ἐάν, ἑπομένως, θέλει κανεὶς νὰ διαπιστώσει στὸ θεὸ καὶ τὸ θεοψυχάνθρωπο δημιουργὸ τὴν κτήση τῆς ἠθικῆς τελειότητος ἢ τὴν ἀπώλειά της ἀρκεῖ νὰ ἐξετάσει τὰ δημιουργικὰ ἔργα του ποὺ ὑλοποιοῦν τὰ θελήματά του καὶ ἱκανοποιοῦν τὶς ὀρέξεις του, ἐφόσον, ὅπως λέγει καὶ ἡ γραφή, «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται».

Ἐξετάζοντας, ὅμως, ἐπισταμένως τόσο τὴν «ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας» ὅσο καὶ τὴν «ἐντελέχεια τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας» τῆς ὁποίας ἡ προηγούμενη ἐντελέχεια ἀποτελεῖ μέρος, διαπιστώνει κανεὶς μετὰ λύπης, μετ' ἐκπλήξεως καὶ μετ' ἀγανακτήσεως τὴν ἀπίστευτη διαστροφικὴ ἀνηθικότητα καὶ τὴν ἀπαράδεκτη ἐγκληματικὴ ἁμαρτωλότητα τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ.

Διότι ἔπαιξε πανουργικῶς μὲ τοὺς ἠθικοὺς καὶ τοὺς φυσικοὺς νόμους διαστρέφοντας ἀμφοτέρους καὶ κάνοντας τὴν ἁμαρτία του φύση, τὸ παρὰ φύσιν κατὰ φύσιν καὶ τὸ κατὰ φύσιν παρὰ φύσιν, ἔτσι ὥστε ἡ ἀρετή, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δικαιοσύνη νὰ συκοφαντοῦνται καὶ νὰ διώκονται δῆθεν ὡς ἁμαρτία, ψεῦδος καὶ ἀδικία καὶ ἡ ἁμαρτία, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ἀδικία νὰ φαίνονται καὶ νὰ ἐπαινοῦνται δῆθεν ὡς ἀρετή, ἀλήθεια καὶ δικαιοσύνη.

Πρόκειται, δυστυχῶς, γιὰ τὸ γνήσιο διάβολο, τὸν ἄκτιστο διάβολο, τὸν ἀρχιδιάβολο, τὸν αὐθεντικὸ πατέρα καὶ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ τὸ μίκτη ἀμφοτέρων, τὸ θεὸ καὶ τὸ θεοψυχάνθρωπο δημιουργό, εἰκόνα τῆς ἠθικῆς πτώσεως τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ ὁ κτιστὸς διάβολος, ὁ πεσὼν ἑωσφόρος, ὁ μῖμος καὶ ἀντιποιητὴς τῆς θείας ἀρχῆς τοῦ ἀκτίστου διαβόλου, αὐτοῦ, δυστυχῶς, τοῦ ἴδιου τοῦ θεοῦ, τοῦ πρὸ ἑωσφόρου πεσόντος.

Νὰ δοῦμε, λοιπόν, πάλι καὶ τὶς δύο αὐτὲς ἀντίστροφες ἢ ἀτελόστροφες (φθίνουσες) ἐνάλληλες ἐντελέχειες στὶς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε στὸ τέταρτο προδημοσιευθὲν μέρος τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας. Ἡ μὲν «ἐντελέχεια τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας» στὴν κατ' ἀνάπτυξιν ἑπταδικὴ μορφή της ἔχει ὡς ἀκολούθως:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ἄϋλον Πνεῦμα Θεοῦ.

β΄. Πρωτιστότυπον (ἡμιτελές): Ἡμίυλον Πνεῦμα Ἀγγέλου (μονόφυση).

γ΄. Πρωτότυπον (ἡμιτελές): Ἡμίυλον Πνεῦμα Ὑπαγγέλου (ὑπέρφυση).

δ΄. Προτερότυπον (ἡμιτελές): Ὁλόϋλον Ὀρθὸν Σῶμα Διχειροπόδου.

ε΄. Πρότυπον (ἡμιτελές): Ὁλόϋλον Ἡμιπρηνὲς Σῶμα Διχειροπόδου.

στ΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ὁλόϋλον Ἡμιπρηνὲς Σῶμα Τετραπόδου.

ζ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ὁλόϋλον Ὁλοπρηνὲς Σῶμα Τετραπόδου.

Ἡ ἑπταδικὴ αὐτὴ ἐντελέχεια συντίθεται ἀπὸ δύο ἐντελεχειακὰ τέταρτα, ἀφενὸς ἀπὸ τὴν τετραδικὴ ἐντελέχεια «ἄϋλον πνεῦμα θεοῦ (ἀρχέτυπον) ἡμίυλον πνεῦμα ἀγγέλου (πρότυπον) ἡμίυλον πνεῦμα ὑπαγγέλου (ἔκτυπον) ὁλόϋλον ὀρθὸν σῶμα διχειροπόδου (ἀντίτυπον)» καὶ ἀφετέρου ἀπὸ τὴν τετραδικὴ ἐντελέχεια «ὁλόϋλον ὀρθὸν σῶμα διχειροπόδου (ἀρχέτυπον) ὁλόϋλον ἡμιπρηνὲς σῶμα διχειροπόδου (πρότυπον) ὁλόϋλον ἡμιπρηνὲς σῶμα τετραπόδου (ἔκτυπον) ὁλόϋλον ὁλοπρηνὲς σῶμα τετραπόδου (ἀντίτυπον)».

Ἂν κανεὶς θέσει τὶς δύο αὐτὲς τετραδικὲς καὶ ὁμοιόστροφες (ἀτελόστροφες) ἐντελέχειες σὲ δύο κατακόρυφες καὶ παράλληλες διατάξεις καὶ προβεῖ σὲ παράλληλη ἀντιστοίχηση μεταξὺ τῶν τεσσάρων μελῶν τους, τότε τὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ ἀπεικονίζεται σωματικῶς ἀπὸ τὸ ὁλόϋλο ὀρθὸ σῶμα τοῦ διχειροπόδου, τὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ ἀγγέλου ἀπὸ τὸ ὁλόϋλο ἡμιπρηνὲς σῶμα τοῦ διχειροπόδου, τὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ ὑπαγγέλου (τοῦ ἐν γένει ὑπαγγέλου, δηλαδή, καὶ τοῦ ἐν εἴδει ὑπαγγέλου καὶ τοῦ ὑφυπαγγέλου) καὶ ἀπὸ τὸ ὁλόϋλο ἡμιπρηνὲς σῶμα τοῦ τετραπόδου καὶ τὸ ὁλόϋλο ὀρθὸ σῶμα τοῦ διχειροπόδου ἀπὸ τὸ ὁλόϋλο ὁλοπρηνὲς σῶμα τοῦ τετραπόδου.

Καὶ ἐὰν συμπτύξει τριαδικῶς ἀμφότερα τὰ ἐντελεχειακὰ αὐτὰ τέταρτα, τὸ μὲν ὡς «ἄϋλον πνεῦμα (ἀρχέτυπον) ἡμίυλον πνεῦμα (ἔκτυπον) ὁλόϋλον ὀρθὸν σῶμα (ἀντίτυπον)», τὸ δὲ ὡς «ὁλόϋλον ὀρθὸν σῶμα (ἀρχέτυπον) ὁλόϋλον ἡμιπρηνὲς σῶμα (ἔκτυπον) ὁλόϋλον ὁλοπρηνὲς σῶμα (ἀντίτυπον)», τότε τὸ ὁλόϋλο ὀρθὸ σῶμα ἀπεικονίζει σωματικῶς τὸ ἄϋλο πνεῦμα, τὸ ὁλόϋλο ἡμιπρηνὲς σῶμα τὸ ἡμίυλο πνεῦμα καὶ τὸ ὁλόϋλο ὁλοπρηνὲς σῶμα τὸ ὁλόϋλο ὀρθὸ σῶμα.

Τὸ πρῶτο, ἀφενός, ἐντελεχειακὸ τέταρτο τῆς ἑπταδικῆς «ἐντελεχείας τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας» καὶ ἡ συμπεπτυγμένη τριαδικὴ μορφή του ἀποτελοῦν τὴν κατὰ σύμπτυξιν τετραδικὴ καὶ τριαδικὴ μορφή της καὶ τὸ δεύτερο, ἀφετέρου, ἐντελεχειακό της τέταρτο καὶ ἡ συνεπτυγμένη τριαδική του μορφὴ τὴν κατὰ σύμπτυξιν τετραδικὴ καὶ τριαδικὴ μορφὴ τῆς ἐναλλήλου της καὶ ἑπταδικῆς, ἐπίσης, «ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας» ἡ ὁποία στὴν κατ' ἀνάπτυξιν ἑπταδικὴ μορφή της ἔχει ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ῥεκτόχειρ (Ὀρθὸν Διχειρόποδον).

β΄. Πρωτιστότυπον (ἡμιτελές): Βακτρόχειρ (Ἡμιπρηνὲς Διχειρόποδον).

γ΄. Πρωτότυπον (ἡμιτελές): Ποδόχειρ (Ἡμιπρηνὲς Διχειρόποδον).

δ΄. Προτερότυπον (ἡμιτελές): Ὀρθοστατοτετράποδον (Ἡμιπρηνὲς Ἀνωτετράποδον).

ε΄. Πρότυπον (ἡμιτελές): Ὀξυστατοτετράποδον (Ἡμιπρηνὲς Ἀνωτετράποδον).

στ΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἁλτοτετράποδον (Ἡμιπρηνὲς Ἀνωτετράποδον).

ζ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ὁλοπρηνὲς Κατωτετράποδον.

Ἂν θέσουμε σὲ δύο παράλληλες κατακόρυφες διατάξεις τὶς δύο ἐνάλληλες ἑπταδικὲς καὶ ὁμοιόστροφες (ἀτελόστροφες) ἐντελέχειες τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας καὶ τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, οἱ ὁποῖες συσχετίζονται μὲ τοὺς δύο ἐντελεχειακοὺς κύκλους τῆς ποιητικῆς καὶ ἐπιβατικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντιλήψεως τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ πρηνοῦς ἀποτελῶντας ἡ πρώτη τὸ δεξιὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο τοῦ πρώτου καὶ ἡ δεύτερη τὸ δεξιὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο τοῦ δευτέρου ἐντελεχειακοῦ κύκλου, τότε ὁ ῥεκτόχειρ ἀπεικονίζει σωματικῶς τὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ, ὁ βακτρόχειρ τὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ ἀγγέλου, ὁ ποδόχειρ τὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ ὑπαγγέλου (τοῦ ἐν γένει ὑπαγγέλου, καὶ τοῦ ἐν εἴδει, δηλονότι, ὑπαγγέλου καὶ τοῦ ὑφυπαγγέλου), τὸ ὀρθοστατοτετράποδο τὸ ὁλόϋλο ὀρθὸ σῶμα τοῦ διχειροπόδου, τὸ ὀξυστατοτετράποδο τὸ ὁλόϋλο ἡμιπρηνὲς σῶμα τοῦ διχειροπόδου, τὸ ἁλτοτετράποδο τὸ ὁλόϋλο ἡμιπρηνὲς σῶμα τοῦ τετραπόδου, τὸ δὲ κατωτετράποδο ταυτίζεται μὲ τὸ ὁλόϋλο ὁλοπρηνὲς σῶμα τοῦ τετραπόδου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκριβὴς παράλληλη ἢ ὁριζοντία ἀντιστοίχηση μεταξὺ τῶν μελῶν τῶν δύο τοιούτων κατακορύφων παραλλήλων ἐντελεχειῶν.

Ἀμφότερες οἱ ἐντελέχειες αὐτὲς ἐντάσσονται στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς θείας ὑπαγωγῆς καὶ συγκεκριμένα στὴ θεία μεθυπαγωγή, ἡ μὲν ἐντελέχεια τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας στὴ θεία προμεθυπαγωγή, ἡ δὲ ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας στὴ θεία μεταμεθυπαγωγή.

Καὶ ὅπως ἤδη ἐξηγήσαμε σὲ προδημοσιευθέντα μέρη τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, ὡς θεία ὑπαγωγὴ ὁρίζεται ἡ ὑποτακτικὴ περιέλευση τῆς θείας κτίσεως στὴ δικαιοδοσία τοῦ κτίστου θεοῦ, ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, ἡ ὑπόταξη τῆς δημιουργίας στὴ δουλεία ἢ δούλευση τοῦ δημιουργοῦ, ἡ τέχνῃ θεία περιαγωγή, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὴν τέχνῃ θεία παραγωγή, τὴν τέχνῃ θεία μεταγωγὴ καὶ τὴν τέχνῃ θεία συναγωγὴ τῆς κτιστῆς ἡμιύλου καὶ ὁλοΰλου φύσεως ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ ἄϋλη θεία φύση.

Ἡ θεία προμεθυπαγωγὴ καὶ ἡ θεία μεταμεθυπαγωγὴ ἀποτελοῦν τὶς δύο ὑποδιαιρέσεις τῆς θείας μεθυπαγωγῆς, τῆς αἰτιατῆς θείας ὑπαγωγῆς, ἡ ὁποία ἀναγόμενη ὁμοιωτικῶς πρὸς τὴ θεία προϋπαγωγή, τὴν αἰτία θεία ὑπαγωγή, ὑποδιαιρεῖται ἀναγωγικῶς (ὁμοιωτικῶς) ὅπως δηλώθηκε, σὲ θεία, δηλαδή, προμεθυπαγωγὴ καὶ σὲ θεία μεταμεθυπαγωγή. Καὶ ἡ θεία προϋπαγωγὴ καὶ ἡ θεία μεθυπαγωγὴ ἀποτελοῦν τὶς δύο διαιρέσεις τῆς θείας ὑπαγωγῆς.

Ὑπομιμνήσκουμε, συνεπῶς, τὴν ἤδη ἐπιγνωστὴ ἀπὸ προηγούμενες δογματολογικὲς δημοσιεύσεις μας σύστροφο ἢ τελειόστροφο (αὔξουσα) διαδοχικὴ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῆς θείας ὑπαγωγῆς ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἄρχέτυπον (ἀτελές): Θεία Προϋπαγωγή.

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Θεία Προμεθυπαγωγή.

γ΄. Ἀντίτυπον (τέλειον): Θεία Μεταμεθυπαγωγή.

Καὶ ὅπως προείπαμε, ὡς αἰτία καὶ πρωταιτία θεία προϋπαγωγὴ ὁρίζεται ἡ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος παραγωγὴ (προποίηση) τῆς κτίσεως ἀπὸ τὸν ἄχωρο θεὸ καὶ τὰ μεταγωγικὰ καὶ συναγωγικά της παρεπόμενα καὶ ὡς αἰτιατὴ θεία μεθυπαγωγὴ ἡ ἐκ τοῦ ὄντος μεταπαραγωγὴ (μεταποίηση) τῆς κτίσεως ἀπὸ τὸν ἔγχωρο θεὸ καὶ τὰ μεταγωγικὰ καὶ συναγωγικά της παρεπόμενα.

Καὶ ὡς μεσαιτία ἢ μιξαιτία (αἰτιατὴ αἰτία) θεία προμεθυπαγωγὴ ἡ ἐκ τοῦ ὄντος προμεταπαραγωγὴ (προμεταποίηση) τῆς κτίσεως ἀπὸ τὸν ἄσαρκο ἔγχωρο θεὸ καὶ τὰ μεταγωγικὰ καὶ συναγωγικά της παρεπόμενα καὶ ὡς ἁπλοαιτιατὴ θεία μεταμεθυπαγωγὴ ἡ ἐκ τοῦ ὄντος μεταμεταπαραγωγὴ (μεταμεταποίηση) τῆς κτίσεως ἀπὸ τὸν ἔνσαρκο ἔγχωρο θεὸ καὶ τὰ μεταγωγικὰ καὶ συναγωγικά της παρεπόμενα.

Καὶ ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἡ θεία προϋπαγωγὴ ἀποτελεῖ τὴν ἀφῃρημένη καὶ ἀβέβαιη θεία δημιουργία, δεδομένου ὅτι στὸ ἀρχέγονο καὶ ἀτελὲς αὐτὸ ὑπαγωγικὸ στάδιο ὁ θεὸς δημιουργὸς εἶναι ἀκόμη ἄχωρος καὶ συνεπῶς ἀφῃρημένης καὶ ἀβεβαίας ἀντιλήψεως, καὶ ἡ θεία προμεθυπαγωγὴ τὴ διακεκριμένη καὶ ἡμιβέβαιη θεία δημιουργία, διότι στὸ ἡμιτελὲς αὐτὸ ὑπαγωγικὸ στάδιο ὁ θεὸς δημιουργὸς γίνεται ἄσαρκος ἔγχωρος, ἄρα ἔχει διακεκριμένη καὶ ἡμιβέβαιη ἀντίληψη.

Ἡ δὲ θεία μεταμεθυπαγωγὴ τὴ συγκεκριμένη καὶ βέβαιη θεία δημιουργία, ἐπειδὴ στὸ τέλειο αὐτὸ ὑπαγωγικὸ στάδιο ὁ θεὸς δημιουργὸς καθίσταται ἔμψυχος καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ἀπεικονίζεται ψυχοσωματικῶς ὡς θεοψυχάνθρωπος μὲ ἀνθρώπινα δημιουργικὰ χέρια, ποὺ σημαίνει ὅτι ἀποκτᾷ συγκεκριμένη καὶ βέβαιη ἀντίληψη, ὅτι λαμβάνει σάρκα καὶ ὁστᾶ, καί, κατὰ συνέπεια τῆς ψυχοσωματικῆς ἀπεικονίσεως τοῦ θεοῦ δημιουργοῦ, τῆς θείας, δηλονότι, ἐνανθρωπήσεως, ἀπεικονίζεται σωματικῶς καὶ ἡ δημιουργία τῶν ἀσωμάτων κτιστῶν πνευμάτων ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν κτιστῶν σωμάτων.

Πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ τὴν προαναφερθεῖσα ἀκριβῆ παράλληλη ἢ ὁριζοντία ἀντιστοίχηση μεταξὺ τῶν μελῶν τῶν δύο κατακορύφων καὶ παραλλήλων ἑπταδικῶν ἐντελεχειῶν τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας καὶ τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας.

Ὁ θεοψυχάνθρωπος, σημειωτέον, δημιουργὸς συνθέτει ἀσύγχυτα στὴ μικτὴ θεία ἢ μικτὴ ἄϋλη ὑπόσταση (πρόσωπό) του καὶ τὶς τρεῖς ποιητικὲς ἐνέργειες, καὶ τὴν ὑπερφυσικὴ ἢ ἄϋλη θεία καὶ τὴ μεταφυσικὴ ἢ ἡμίυλη ψυχικὴ καὶ τὴ φυσικὴ ἢ ὁλόϋλη σωματική. Ὁ ψυχάνθρωπος δημιουργὸς συνδυάζει κι αὐτὸς ἀσύγχυτα στὴ μικτὴ ψυχικὴ ἢ μικτὴ ἡμίυλη ὑπόσταση (πρόσωπό) του τὶς δύο, μόνο, τελευταῖες ἀπ' αὐτές. Καὶ ὁ αὐτάνθρωπος δημιουργὸς (ὀρθοβάμων πίθηκος) κέκτηται αὐτὴ καὶ μόνη τὴν τρίτη καὶ τελευταία διότι εἶναι τὸ καθαρὸ ὁλόϋλο προσωποειδὲς (ὑποκείμενο).

Δεδομένης, λοιπόν, τῆς δογματολογικῆς ἀρχῆς τῆς «ἀμοιβαίας ἰσοτιμίας μεταξὺ τῶν ἐνεργειῶν τῶν δύο ὁμοϋποστασιαστικῶς (ταυτοπροσωπικῶς) καὶ ἀσυγχύτως ἡνωμένων διαφόρων φύσεων», ὁ θεοψυχάνθρωπος δημιουργός, προκειμένου νὰ ἰσοτιμήσει, ἀφενός, τὶς δύο κτιστὲς ποιητικὲς ἐνέργειες μὲ τὴν ἄκτιστη, θὰ πρέπει καὶ οἱ δύο αὐτὲς νὰ συμμετέχουν στὸ θεῖο δημιουργικὸ ἔργο, νὰ συνδημιουργήσουν, δηλαδή, μαζὶ μὲ τὴν ἄκτιστη φυσικῶς ἄνισα, κατώτερά τους καὶ διαφορετικὰ ἔνυλα ἔμβια ὄντα.

Καὶ γιὰ νὰ ἰσοτιμήσει, ἀφετέρου, τὴν ἄκτιστη ποιητικὴ ἐνέργεια μὲ ἀμφότερες τὶς κτιστές, θὰ πρέπει, ἀντιθέτως, καὶ αὐτὴ νὰ συμμετέχει στὸ ψυχανθρώπινο δημιουργικὸ ἔργο, νὰ συνδημιουργήσει, δηλονότι, μαζὶ μὲ τὶς δύο κτιστὲς ἕνα ψυχανθρώπινο προϊόν, ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ συγγράψει ἕνα λογικὸ κείμενο ἢ νὰ συρράψει ἕνα ὑλικὸ ῥοῦχο.

Ἀναλόγως καὶ ὁ ψυχάνθρωπος δημιουργός, γιὰ νὰ ἰσοτιμήσει, ἀφενός, τὴ σωματικὴ ποιητικὴ ἐνέργεια μὲ τὴν ψυχική, θὰ πρέπει ἡ σωματικὴ νὰ συμμετέχει στὸ ψυχικὸ δημιουργικὸ ἔργο, νὰ συγγράψει, ἐπὶ παραδείγματι, μαζὶ μὲ τὴν ψυχικὴ ἕνα λογικὸ κείμενο. Καὶ προκειμένου νὰ ἰσοτιμήσει, ἀφετέρου, τὴν ψυχικὴ ποιητικὴ ἐνέργεια μὲ τὴ σωματική, θὰ πρέπει, ἀντιθέτως, κι αὐτὴ νὰ συμμετέχει στὸ σωματικὸ δημιουργικὸ ἔργο, νὰ συρράψει, ἐπὶ παραδείγματι, μαζὶ μὲ τὴ σωματικὴ ἕνα ὑλικὸ ῥοῦχο.

Ὁ δὲ αὐτάνθρωπος δημιουργός, ὁ ὀρθοβάμων, δηλονότι, πίθηκος, ἔχει, σαφῶς, κι αὐτὸς τὴ σωματικὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια ἀλλὰ μεμονωμένη, ἄνευ τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς θείας, ποὺ σημαίνει λιγότερο ἀνεπτυγμένη, ἄρα, δύναται, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ κατασκευάζει τὴν καλύβη του καὶ πολλὰ ἄλλα ἀνάλογα μὲ τὶς φυσικὲς προδιαγραφές του.

Ἐπειδή, ὅμως, τὰ ἀνώτερα εἴδη τοῦ ὀρθοβάμονος πιθήκου ἢ αὐτανθρώπου ποὺ ἀσφαλῶς διαβιοῦσαν στὸ μακρινὸ παρελθὸν ἔχουν σήμερα ἐξαφανισθεῖ, ἐναπομείναντος ἑνὸς καὶ μόνου κατωτέρου εἴδους γίββωνος καὶ ἀπειλουμένου κι αὐτοῦ μὲ ἐξαφάνιση, εἶναι δύσκολο νὰ προσδιορίσουμε τὸ εὖρος τῶν φυσικῶν δημιουργικῶν δυνατοτήτων του. Ἀλλὰ καὶ ὁ ψυχάνθρωπος ἔχει λιγότερο ἀνεπτυγμένη τὴν ψυχοσωματικὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια συγκριτικὰ μὲ τὸν θεοψυχάνθρωπο ἐπειδὴ δὲν τὴ συνδυάζει ἀσύγχυτα μὲ τὴ θεία ὅπως ἐκεῖνος.

Ἡ ἀπάντηση, συνεπῶς, στὸ ἐρώτημα «γιὰ ποιὸ λόγο ὑπάρχει ἡ θεία μεταμεθυπαγωγὴ μὲ τὴν ἔννοια τῆς χειροπλασίας ἐμβίων ὄντων ἀπὸ τὸν θεοψυχάνθρωπο» εὑρίσκεται στὴν προαναφερθεῖσα δογματολογικὴ ἀρχὴ τῆς «ἀμοιβαίας ἰσοτιμίας μεταξὺ τῶν ἐνεργειῶν τῶν δύο ὁμοϋποστασιαστικῶς (ταυτοπροσωπικῶς) καὶ ἀσυγχύτως ἡνωμένων διαφόρων φύσεων».

Ἄλλα, λοιπόν, τὰ δημιουργικὰ ἔργα τοῦ θεοψυχανθρώπου, ἕτερα τοῦ ψυχανθρώπου καὶ διάφορα τοῦ αὐτανθρώπου. Καὶ δεδομένου ὅτι «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται», ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ τὰ δημιουργικὰ ἔργα ἀποκαλύπτεται ποιὸς εἶναι ὁ δημιουργός, ἡ χειροπλασία ἐμβίων ὄντων φανερώνει ὅτι πρόκειται γιὰ θεοψυχάνθρωπο καὶ ὄχι γιὰ ψυχάνθρωπο οὔτε γιὰ αὐτάνθρωπο δημιουργὸ (ε τὶ θὰ ἔρραβε, βρακιὰ ὁ θεοψυχάνθρωπος, ζωντανὰ πλάσματα πρέπει, προπαντός, νὰ χειροποιήσει γιὰ νὰ ἰσοτιμήσει τὶς δημιουργικές του ἐνέργειες).

Ἐκ τούτου τεκμαίρεται σαφῶς ὅτι ὁ θεοψυχάνθρωπος, ὡς ἀσυγχύτως τρισύνθετος δημιουργός, προϋπάρχει ὅλων τῶν ζώων ποὺ συναπαρτίζουν τὴν ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, ὅτι δηλαδὴ ἡ θεία ἐνανθρώπηση χρονολογεῖται στὴν ἀρχαιότατη ἐποχὴ καὶ ὁπωσδήποτε πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ φάση τῆς ὅλης θείας δημιουργίας.

Ὅπως, ἑπομένως, ἐπισημάναμε καὶ στὸ τέταρτο προδημοσιευθὲν μέρος τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, ἀπὸ τὰ τρία ἕτερα καὶ διάφορα καὶ ἀσύγχυτα μεταξύ τους φυσικὰ εἴδη τῆς εὐρείας καὶ κοινῆς φύσης τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου ἢ ἀλλιῶς τοῦ ῥεκτόχειρος τὸ μόνο ποὺ δικαιοῦται νὰ χειροποιήσει τὰ ζῶα τῆς προαναφερθείσης ἐντελεχείας εἶναι τὸ ἄψιλο καὶ μικτὸ ἀνώτατο φυσικὸ εἶδος τοῦ θεοψυχανθρώπου, διότι μόνο αὐτὸ κέκτηται σὲ ἀσύγχυτη σύνθεση καὶ σύνδραση καὶ τὶς τρεῖς ποιητικὲς ἐνέργειες.

Εἴπαμε στὸ τρίτο προδημοσιευθὲν μέρος τοῦ τρέχοντος δογματολογικοῦ ἔργου μας ὅτι ἡ παραγωγή, ἡ «ἐκ τοῦ ἑνὸς διαστολή», ὁριζόμενη εἴτε ὡς «φύσει», ὡς φυσική, εἴτε ὡς «τέχνῃ», ὡς τεχνική, ἀποσκοπεῖ στὴ συναγωγή, στὴν «εἰς τὸ ἓν συστολήν», στὴν ἕνωση, δηλαδή, τοῦ αἰτιατοῦ ὑπαρξιολήπτου μὲ τὸν αἴτιο ὑπαρξιοδότη του ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν αἰτιατῶν ὑπαρξιοληπτῶν μεταξύ τους, βάσει τοῦ κοινοῦ αἰτίου ὑπαρξιοδότου τους καὶ τῆς ἕνωσής τους μαζί του. Ἄν, δηλαδή, ὑπάρχει φυσικὴ παραγωγική, ὑπάρχει νομοτελειακὰ καὶ φυσικὴ συναγωγικὴ πράξη.

Ὁ ἐντελεχειακὸς αὐτὸς νόμος ἐλέγχει ὡς ἐπισφαλῆ καὶ καταρρίπτει ὡς πλάνη τὴ γνώμη ἐκείνη ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι δῆθεν ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη καὶ ἡ συνουσιαστικὴ πράξη ἀναπτύσσονται καὶ ἐνεργοῦνται μόνο μεταξὺ τῶν ἀντιθέτων. Ἁπλῶς, ἐὰν συντρέχει ἐπιπλέον καὶ ἡ ἀντίθεση, ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη καὶ ἡ συνουσιαστικὴ πράξη ἐπιτείνονται περισσότερο καὶ βιώνονται πιὸ δυνατὰ μεταξὺ τῶν ἐραστῶν καὶ τῶν συνουσιαστῶν.

Καὶ στὴ μὲν προσαγωγὴ τοῦ αἰτιατοῦ ἀπὸ τὸ αἴτιο, ἡ φυσικὴ παραγωγικὴ πράξη καλεῖται γενικῶς «γέννησις» καὶ ἡ φυσικὴ συναγωγική, ἡ συνουσιαστική, δηλαδή, πράξη, «σύμβασις» διότι διαμείβεται μεταξὺ παρίσων (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσων) ἢ ἴσων (ἀπολύτως ἢ ἀκριβῶς ἴσων), καὶ ἀμφότερες οἱ προσαγωγικὲς αὐτὲς πράξεις νοοῦνται ὡς «παράταξις».

Ἡ συμβατική, ὅμως, συνουσιαστικὴ πράξη δὲν ἔχει, δυστυχῶς, εἰσαχθεῖ ἀπὸ τὸ θεὸ δημιουργὸ στὴ θεία δημιουργία, ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, θεία οἰκονομία, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε πῶς ἀκριβῶς ἔχει ἀλλ' ἔχει ἀποκρυβεῖ μέσα στὴ θεία ἀϊδιότητα μεταξὺ αὐτῶν καὶ μόνων τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων (προσώπων).

Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ συναγωγικὴ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν παραγωγικὴ αἰτιότητα, ὅτι δηλαδὴ ὅποιος παράγει συνάγει (πρωταίτιον) καὶ ὅποιος παράγεται συνάγεται (αἰτιατόν) καὶ ὅποιος παράγεται μαζὶ καὶ παράγει συνάγεται μαζὶ καὶ συνάγει (μεσαίτιον, μιξαίτιον, αἰτιατὸν αἴτιον), ἂν ἡ παραγωγικὴ καὶ ἀναλόγως πρὸς αὐτὴ καὶ ἡ συναγωγικὴ αἰτιότητα εἶναι διαδοχικές, μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε τὸ ἑξῆς παραγωγικὸ καὶ συναγωγικὸ μαζὶ διαδοχικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα καὶ νὰ τὸ ὀνομάσουμε «ἐντελέχεια τοῦ γεννήτορος καὶ τοῦ συμβήτορος»:

α΄. Ἀρχέτυπον (ἀτελές): Γεννήτωρ Καὶ Συμβήτωρ: Παρατάσσων.

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Γεννητὸς Καὶ Συμβατός: Παρατασσόμενος.

Γεννήτωρ Καὶ Συμβήτωρ: Παρατάσσων.

γ΄. Ἀντίτυπον (τέλειον): Γεννητὸς Καὶ Συμβατός: Παρατασσόμενος.

Ἐν προκειμένῳ, ὁ πρωταίτιος μόνο γεννᾷ ὡς γεννήτωρ καὶ συνεπῶς μόνο συμβαίνει ὡς συμβήτωρ, ἤ, μονολεκτικῶς, μόνο παρατάσσει, ὁ μεσαίτιος (αἰτιατὸς αἴτιος) καὶ γεννᾶται ὡς γεννητὸς καὶ γεννᾷ ὡς γεννήτωρ, ἄρα καὶ συμβαίνεται ὡς συμβατὸς καὶ συμβαίνει ὡς συμβήτωρ, ἤ, μονολεκτικῶς, καὶ παρατάσσεται καὶ παρατάσσει, καὶ ὁ αἰτιατὸς μόνο γεννᾶται ὡς γεννητὸς καὶ ἑπομένως μόνο συμβαίνεται ὡς συμβατός, ἤ, μὲ μία λέξη, μόνο παρατάσσεται.

Στὴ δὲ ὑπαγωγὴ τοῦ αἰτιατοῦ ἀπὸ τὸ αἴτιο, ἡ φυσικὴ παραγωγικὴ πράξη ὀνομάζεται γενικῶς «ποίησις» καὶ ἡ φυσικὴ συναγωγικὴ ἢ συνουσιαστικὴ πράξη «ἐπίβασις» ἐπειδὴ ἐνεργεῖται μεταξὺ ἀνίσων (ἀπολύτως ἢ σχετικῶς ἀνίσων) ἀσκούμενη ἐξωστρεφῶς ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ ἢ ὑποτάσσον πρωταίτιο ἀρχέτυπο, τὸ ὁποῖο λέγεται «ἄρρεν», ἤ, περιφραστικῶς, «καθαρὸ ἄρρεν», πρὸς τὸ ἀσθενὲς ἢ ὑποτασσόμενο αἰτιατὸ ἀντίτυπο, τὸ ὁποῖο καλεῖται «θῆλυ», ἤ, περιφραστικῶς, «καθαρὸ θῆλυ», διαμέσου τοῦ ἰσχυρασθενοῦς, τοῦ καὶ ὑποτασσομένου (στὸ ἰσχυρό) ὡς ἀσθενοῦς καὶ ὑποτάσσοντος (τὸ ἀσθενές) ὡς ἰσχυροῦ, μεσαιτίου ἢ μιξαιτίου (αἰτιατοῦ αἰτίου) ἐκτύπου, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται «θηλυάρρεν», ἤ, περιφραστικῶς, «μικτὸ ἄρρεν» (καὶ ὄχι «ἀρρενόθηλυ», τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ἀντιστροφὴ καὶ διαστροφὴ τοῦ μικτοῦ ἄρρενος ἢ θηλυάρρενος, τὸ «μικτὸ θῆλυ»). Ἀμφότερες οἱ ὑπαγωγικὲς αὐτὲς πράξεις, καὶ ἡ ποίηση καὶ ἡ ἐπίβαση, νοοῦνται ὡς «ὑπόταξις».

Ἀποδίδοντας, λοιπόν, ἀναλόγως καὶ προσιδιαζόντως τὰ τρία τοιαῦτα συνουσιαστικὰ φυσικὰ ἰδιώματα τῆς καθ' ὑπόταξιν ἢ ὑποτακτικῆς ἕνωσης ἢ ἐπίβασης, τοῦ «ἄρρενος», τοῦ «θηλυάρρενος» καὶ τοῦ «θήλεος», στὰ ἑπτὰ προηγμένα πνευματικὰ καὶ σωματικὰ ὄντα ποὺ συναπαρτίζουν τὴ διαδοχικὴ ἐντελέχεια τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας, ἔχουμε ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ἄϋλον Πνεῦμα Θεοῦ: Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβήτωρ: Ἀποίητος Ποιήτωρ Καὶ Ἀνεπίβατος Ἐπιβήτωρ: Καθαρὸν Ἄρρεν: Ἄρρεν.

β΄. Πρωτιστότυπον (ἡμιτελές): Ἡμίυλον Πνεῦμα Ἀγγέλου (μονόφυση): Καὶ Ποίημα Καὶ Ἐπίβημα Καὶ Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβήτωρ: Καὶ Ποιητὸς Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβατὸς Ἐπιβήτωρ: Ἐναφανὲς Μικτὸν Ἄρρεν: Ἐναφανὲς Θηλυάρρεν: Ἀρρενοειδές.

γ΄. Πρωτότυπον (ἡμιτελές): Ἡμίυλον Πνεῦμα Ὑπαγγέλου (ὑπέρφυση): Καὶ Ποίημα Καὶ Ἐπίβημα Καὶ Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβήτωρ: Καὶ Ποιητὸς Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβατὸς Ἐπιβήτωρ: Ἀφανὲς Μικτὸν Ἄρρεν: Ἀφανὲς Θηλυάρρεν: Ἀρρενοειδές.

δ΄. Προτερότυπον (ἡμιτελές): Ὁλόϋλον Ὀρθὸν Σῶμα Διχειροπόδου: Καὶ Ποίημα Καὶ Ἐπίβημα Καὶ Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβήτωρ: Καὶ Ποιητὸς Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβατὸς Ἐπιβήτωρ: Παραφανὲς (Σχεδὸν Ἀφανές) Μικτὸν Ἄρρεν: Παραφανὲς Θηλυάρρεν: Ἀρρενοειδές.

ε΄. Πρότυπον (ἡμιτελές): Ὁλόϋλον Ἡμιπρηνὲς Σῶμα Διχειροπόδου: Καὶ Ποίημα Καὶ Ἐπίβημα Καὶ Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβήτωρ: Καὶ Ποιητὸς Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβατὸς Ἐπιβήτωρ: Ἡμιφανὲς Μικτὸν Ἄρρεν: Ἡμιφανὲς Θηλυάρρεν: Ἀρρενοειδές.

στ΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ὁλόϋλον Ἡμιπρηνὲς Σῶμα Τετραπόδου: Καὶ Ποίημα Καὶ Ἐπίβημα Καὶ Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβήτωρ: Καὶ Ποιητὸς Ποιήτωρ Καὶ Ἐπιβατὸς Ἐπιβήτωρ: Ὁλοφανὲς Μικτὸν Ἄρρεν: Ὁλοφανὲς Θηλυάρρεν: Ἀρρενοειδές.

ζ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ὁλόϋλον Ὁλοπρηνὲς Σῶμα Τετραπόδου: Ποίημα Καὶ Ἐπίβημα: Ἀποιητορικὸν Ποιητὸν Καὶ Ἀνεπιβητορικὸν Ἐπιβατόν: Καθαρὸν Θῆλυ: Θῆλυ.

Ἄρα μποροῦμε νὰ ὀνομάζουμε ἀλλιῶς τὴν «ἐντελέχεια τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας» καὶ ὡς «ἐντελέχεια τοῦ ποιητοῦ καὶ τοῦ ἐπιβήτορος». Ἔχουμε, ἑπομένως, τρεῖς ἐρωτικὲς καὶ συνουσιαστικὲς ἐπιβασιακὲς πολικότητες, πρῶτον, τὸ ἄρρεν (καθαρὸ ἄρρεν), ποὺ ἀνήκει μόνο στὸν ἀποίητο ποιήτορα καὶ ἀνεπίβατο ἐπιβήτορα, στὸ ἄκτιστο πνευματικὸ ἀρχέτυπο, σὲ αὐτὸν καὶ μόνον τὸν θεό, δεύτερον, τὸ θηλυάρρεν (μικτὸ ἄρρεν), ποὺ ἀνήκει στὸν ποιητὸ ποιήτορα καὶ ἐπιβατὸ ἐπιβήτορα, στὰ κτιστὰ πνευματικὰ καὶ σωματικὰ ἔκτυπα (εἰκόνες) τοῦ ἀκτίστου θεοῦ, καὶ τρίτον, τὸ θῆλυ (καθαρὸ θῆλυ), ποὺ ἀνήκει στὸ ἀποιητορικὸ ποιητὸ καὶ ἀνεπιβητορικὸ ἐπιβατό, στὸ κτιστὸ σωματικὸ ἀντίτυπο.

Καὶ ὄχι δύο, ὅπως, δῆθεν, νομίζουν ὁ κακόδοξος ἀνατολικὸς καὶ δυτικὸς χριστιανισμὸς ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ πλανώμενη κοσμικὴ ἐπιστήμη οἱ ὁποῖοι, ἐν προκειμένῳ, λαμβάνουν ὑπόψει τους μόνο τὰ δύο «φυσιοπαραστατικά» λεγόμενα «φῦλα» τὰ ὁποῖα προκύπτουν στὸ ἐσωτερικὸ ἑκάστης φύσεως ἀπὸ τὴν «ὁμοιωτικὴ καταγωγή», ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ εἶναι καταστροφικὴ ἐντελεχειακὴ συνέπεια εἴτε τῆς «ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς» εἴτε τῆς «ὁμοιωτικῆς παραναγωγῆς».

Καὶ τὰ ὁποῖα φῦλα σχηματίζονται ἐκεῖ λόγῳ τῆς καταγωγικῆς ὁμοιωτικῆς διαιρέσεως καὶ βάσει εἴτε τῆς ἀναγωγικῆς ὁμοιωτικῆς διαιρέσεως εἴτε τῆς παραναγωγικῆς ὁμοιωτικῆς διαιρέσεως, καὶ ὀνομάζονται ἔτσι ἐπειδὴ παριστάνουν ἐσωτερικῶς, τουτέστι ἐσωστρεφῶς, τὴν ἐξωτερική, ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, ἐξωστρεφῆ, ἐπιβασιακὴ σχέση εἴτε μιᾶς ἀνωτέρας φύσεως μὲ μία ἄλλη κατώτερή της φύση (φαινόμενο «φύσις ἐν φύσει»), στὴν περίπτωση ποὺ ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ εἶναι διαστροφικὴ (καταστροφική) ἐντελεχειακὴ συνέπεια τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς, εἴτε ἑνὸς ἀνωτέρου φυσικοῦ εἴδους μὲ ἕνα ἄλλο κατώτερό του φυσικὸ εἶδος στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας εὐρείας φύσεως (φαινόμενο «φυσικὸν εἶδος ἐν φυσικῷ εἴδει»), στὴν περίπτωση ποὺ ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ εἶναι διαστροφικὴ (καταστροφική) ἐντελεχειακὴ συνέπεια τῆς ὁμοιωτικῆς παραναγωγῆς, διαστροφή, δηλαδή, τῆς ἐντελεχειακῆς διαστροφῆς.

Καὶ ἀμφότερα τὰ ὁποῖα φῦλα δὲν ἀποτελοῦν καθαρὲς ἀλλὰ καθαροφανεῖς, μικτές, δηλαδή, στὴν πραγματικότητα, ἐρωτικὲς καὶ συνουσιαστικὲς πολικότητες ποὺ ἔχουν κολοβωθεῖ κατὰ τὴ δευτερεύουσα, τὴν ἀφομοιούμενη, πολικότητα, εἶναι, δηλαδή, τὸ μέν, κολοβὸ μικτὸ ἄρρεν ἢ θηλυάρρεν, κολοβωμένο κατὰ τὴ δευτερεύουσα ἢ ἀφομοιούμενη θηλυκότητά του, τὸ δέ, κολοβὸ μικτὸ θῆλυ ἢ ἀρρενόθηλυ, κολοβωμένο κατὰ τὴ δευτερεύουσα ἢ ἀφομοιούμενη ἀρσενικότητά του. Ὡς κολόβωση νοεῖται ἡ ἀπουσία τοῦ δευτερεύοντος, θηλυκοῦ ἢ ἀρσενικοῦ, πνευματικῆς ἢ σωματικῆς φύσεως, συνουσιαστικοῦ ὀργάνου.

Ἡ κολόβωση τῆς αἰτιατῆς αἰτιότητος εἶναι σαφῶς διαστροφικὸ φυσικὸ σχῆμα διότι διαστρέφει τὴ φυσικὴ ἀλήθεια καὶ ἐμφανίζει ψευδῶς τὴν αἰτιατὴ αἰτία καὶ μικτὴ φύση σὰν νὰ εἶναι αἰτία καὶ καθαρὴ («ὡσεὶ καθαρή») καὶ ἔτσι στὴ φυσικὴ πράξη τὴν ἐξισώνει μὲ τὴν αἰτία καὶ καθαρή.

Ὅπως ὑπάρχει γεννητὸς γεννήτωρ καὶ συμβατὸς συμβήτωρ καὶ ποιητὸς ποιήτωρ καὶ προσληπτὸς προσλήπτωρ ἔτσι ὑφίσταται καὶ ἐπιβατὸς ἐπιβήτωρ, διότι αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ φύση τοῦ αἰτιατοῦ αἰτίου ἢ μεσαιτίου ἢ μιξαιτίου, ἐνεργοπαθητική, νὰ ἐνεργεῖ, δηλαδή, αὐτὸ ποὺ πάσχει ἀφοῦ πρῶτα τὸ πάθει, νὰ γεννᾷ ἀφοῦ πρῶτα γεννηθεῖ φυσικῶς, νὰ συμβαίνει (παρατάσσει) ἀφοῦ πρῶτα συμβαθεῖ (παραταχθεῖ) συνουσιαστικῶς, νὰ ποιεῖ ἀφοῦ πρῶτα ποιηθεῖ τεχνικῶς, νὰ προσλαμβάνει ἀφοῦ πρῶτα προσληφθεῖ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς). Ἔτσι καὶ νὰ ἐπιβαίνει (ὑποτάσσει) ἀφοῦ πρῶτα ἐπιβαθεῖ (ὑποταγεῖ) συνουσιαστικῶς καὶ νὰ μὴ μένει ἀνεπίβατο (ἀνυπότακτο), ὅπως δὲν μένει καὶ ἀγέννητο ἢ ἀσύμβατο ἢ ἀποίητο ἢ ἀπρόσληπτο:

Γεννᾶν (αἴτιον) Γεννᾶσθαι/Γεννᾶν (μεσαίτιον) Γεννᾶσθαι (αἰτιατόν).

Γεννητὴς (αἴτιον) Γέννημα/Γεννητὴς (μεσαίτιον) Γέννημα (αἰτιατόν).

Γεννήτωρ (αἴτιον) Γεννητὸς Γεννήτωρ (μεσαίτιον) Γεννητὸς (αἰτιατόν).

Πατὴρ (αἴτιον) Υἱὸς/Πατὴρ (μεσαίτιον) Υἱὸς (αἰτιατόν).

Πατὴρ (αἴτιον) Υἱοπάτωρ (μεσαίτιον) Υἱὸς (αἰτιατόν).

Συμβαίνειν (αἴτιον) Συμβαίνεσθαι/Συμβαίνειν (μεσαίτιον) Συμβαίνεσθαι (αἰτιατόν).

Συμβάτης (αἴτιον) Σύμβημα/Συμβάτης (μεσαίτιον) Σύμβημα (αἰτιατόν).

Συμβήτωρ (αἴτιον) Συμβατὸς Συμβήτωρ (μεσαίτιον) Συμβατὸς (αἰτιατόν).

Ποιεῖν (αἴτιον) Ποιεῖσθαι/Ποιεῖν (μεσαίτιον) Ποιεῖσθαι (αἰτιατόν).

Ποιητὴς (αἴτιον) Ποίημα/Ποιητὴς (μεσαίτιον) Ποίημα (αἰτιατόν).

Ποιήτωρ (αἴτιον) Ποιητὸς Ποιήτωρ (μεσαίτιον) Ποιητὸς (αἰτιατόν).

Ἐπιβαίνειν (αἴτιον) Ἐπιβαίνεσθαι/Ἐπιβαίνειν (μεσαίτιον) Ἐπιβαίνεσθαι (αἰτιατόν).

Ἐπιβάτης (αἴτιον) Ἐπίβημα/Ἐπιβάτης (μεσαίτιον) Ἐπίβημα (αἰτιατόν).

Ἐπιβήτωρ (αἴτιον) Ἐπιβατὸς Ἐπιβήτωρ (μεσαίτιον) Ἐπιβατὸς (αἰτιατόν).

Ἄρρεν (αἴτιον) Θῆλυ/Ἄρρεν (μεσαίτιον) Θῆλυ (αἰτιατόν).

Ἄρρεν (αἴτιον) Θηλυάρρεν (μεσαίτιον) Θῆλυ (αἰτιατόν).

Προσλαμβάνειν (αἴτιον) Προσλαμβάνεσθαι/Προσλαμβάνειν (μεσαίτιον) Προσλαμβάνεσθαι (αἰτιατόν).

Προσλήπτωρ (αἴτιον) Προσληπτὸς Προσλήπτωρ (μεσαίτιον) Προσληπτὸς (αἰτιατόν).

Αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἐντελεχειακὸς νόμος, ἂν τὸ μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο) δὲν γεννηθεῖ δὲν γεννᾷ, ἂν δὲν ποιηθεῖ δὲν ποιεῖ, ἂν δὲν προσληφθεῖ δὲν προσλαμβάνει, ἔτσι καὶ ἐὰν δὲν ἐπιβαθεῖ δὲν ἐπιβαίνει, ἔστω καὶ ἂν στὴν περίπτωση τῆς ἐπίβασης εἶναι ὀντολογικῶς δυνατὸ νὰ ἐπιβαίνει κανεὶς χωρὶς νὰ ἐπιβαίνεται, καὶ πάλι δὲν εἶναι δεοντολογικῶς ἐπιτρεπτό, ἐπειδὴ ἀσφαλῶς εἶναι ἀνώμαλη κατάσταση ποὺ δυστυχῶς φαίνεται ὁμαλὴ λόγῳ τῶν διαστροφικῶν καὶ ἐφαμάρτων πανουργικῶν παιχνιδιῶν τοῦ θεοῦ καὶ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ μὲ τοὺς φυσικοὺς καὶ τοὺς ἠθικοὺς νόμους. Ἄλλο «ὁμαλότητα» καὶ ἄλλο «ὁμαλοφάνεια».

Καὶ στὴν περίπτωση, σημειωτέον, τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) προσλήψεως καὶ τὸ φυσικὸ ἄτομο τῆς ψυχῆς τοῦ θεοψυχανθρώπου προσλαμβάνεται καὶ συμπροσλαμβάνει (μαζὶ μὲ τὴ θεότητά του) ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) τὸ ἀναλογοῦν φυσικὸ ἄτομο τοῦ σώματός του ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχικὴ φύση, γενικώτερα, πρῶτα προσλαμβάνεται ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὴ θεία φύση καὶ ἔπειτα προσλαμβάνει ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) τὴ σωματικὴ φύση, ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ ἄποψη προσληπτικῆς αἰτιότητος εἶναι μεσαιτία (αἰτιατὴ αἰτία).

Καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ πρέπει νὰ προηγηθεῖ καὶ προηγεῖται ὁ θεοψυχάνθρωπος τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου, διότι ἡ ψυχικὴ φύση, λόγῳ τῆς προσληπτικῆς της μεσαιτιότητος (αἰτιατῆς αἰτιότητος), πρέπει πρῶτα νὰ ἐπιγνωσθεῖ ὡς «προσλαμβανομένη» καὶ ἔπειτα ὡς «προσλαμβάνουσα».

Στὴν ἀντίθετη, δηλαδή, καὶ ὑποθετική, μόνο, κακόδοξη περίπτωση ποὺ ὁ ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος προηγεῖτο τοῦ θεοψυχανθρώπου θὰ εἴχαμε πρωθύστερη προσληψιακὴ ἐπίγνωση τῆς ψυχικῆς φύσεως σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό της, ἐπειδὴ ἡ ψυχικὴ πρῶτα θὰ προσλάμβανε μόνη της, χωρὶς τὴ θεία, τὴ σωματικὴ φύση στὸ ψυχικὸ φυσικὸ ἄτομο τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἔπειτα θὰ προσλαμβανόταν ἀπὸ τὴ θεία φύση καὶ θὰ συμπροσλάμβανε μαζὶ μὲ ἐκείνη πάλι τὴ σωματικὴ φύση στὸ ψυχικὸ φυσικὸ ἄτομο τοῦ θεοψυχανθρώπου.

Ἀλλὰ καὶ σὲ σχέση μὲ τὴ θεία φύση, ἐπειδὴ ἡ ψυχικὴ θὰ προσλάμβανε τὴ σωματικὴ φύση πρὶν ἀπὸ ἐκείνη, ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ εἴχαμε πρόβλημα μὲ τὴν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων στὴν ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ θεοψυχανθρώπου, δεδομένου ὅτι τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ θεοψυχανθρώπινο πρόσωπο, ὡς θεός, θὰ προϋπῆρχε τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρωπίνου προσώπου, ἐνῷ, ὡς θεῖος ψυχάνθρωπος, θὰ μεθυπῆρχε αὐτοῦ, θὰ εἴχαμε, δηλαδή, ἀσύνθετη θεοψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο).

Δὲν προηγεῖται, ἀσφαλῶς, ἡ μισὴ θεοψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) τῆς ἀδαμιαίας ψυχανθρωπίνης ὑποστάσεως (προσώπου) καὶ ἡ ἄλλη μισὴ ἕπεται ἐκείνης, ἀλλ' εἴτε ὁλόκληρη προηγεῖται εἴτε ὁλόκληρη ἕπεται ἐκείνης. Μέση κατάσταση ἐδῶ δὲν ὑφίσταται. Ἀμφότερα τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν δογματικὰ ἄτοπα.

Ἡ προτεραιότητα, σημειωτέον, τοῦ ἀκτίστου πνευματικοῦ (ἀΰλου) προσώπου καὶ ἡ ὑστεραιότητα τοῦ κτιστοῦ πνευματικοῦ (ἡμιύλου) προσώπου ὁρίζονται μὲ βάση τὴν ἄκτιστη πνευματικὴ (ἄϋλη) φυσικὴ κατάσταση καὶ τὴν κτιστὴ πνευματικὴ (ἡμίυλη) φύση ποὺ τὴν ἀπεικονίζει, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἄσαρκος ἔγχωρος θεὸς προηγεῖται σὲ σχέση μὲ τὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ ὑπάγγελο καὶ ὁ ἔνσαρκος ἔγχωρος θεός, ὁ θεοψυχάνθρωπος, σὲ σχέση μὲ τὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ ὑφυπάγγελο, καὶ σὲ σχέση μὲ τὸ θεῖο ὑφυπάγγελο, τὸ θεῖο ψυχάνθρωπο, καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν ἀδαμιαῖο ὑφυπάγγελο, τὸν ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο.

Εἶναι, δηλαδή, λάθος νὰ παραβάλλουμε τὸν ὑπάγγελο μὲ τὸν ἔνσαρκο ἔγχωρο θεό, τὸ θεοψυχάνθρωπο, καὶ νὰ λέμε ὅτι τὸ ὑπαγγελικὸ (ἡμίυλο) πρόσωπο προηγεῖται τοῦ θείου (ἀΰλου) προσώπου καὶ τὸ θεῖο (ἄϋλο) πρόσωπο ἕπεται τοῦ ὑπαγγελικοῦ (ἡμιύλου) προσώπου, διότι τὸ ἄσαρκο κτιστὸ (ἡμίυλο) πνεῦμα παραβάλλεται μὲ τὸ ἀνάλογό του ἄσαρκο ἄκτιστο (ἄϋλο) πνεῦμα καὶ τὸ ἔνσαρκο κτιστὸ (ἡμίυλο) πνεῦμα μὲ τὸ ἀνάλογό του ἔνσαρκο ἄκτιστο (ἄϋλο) πνεῦμα, τὸ θεῖο (ἄϋλο) καθαρὸ πρόσωπο μὲ τὸ ἀνάλογό του ὑπαγγελικὸ (ἡμίυλο) καθαρὸ πρόσωπο καὶ τὸ θεῖο (ἄϋλο) μικτὸ πρόσωπο μὲ τὸ ἀνάλογό του ὑφυπαγγελικὸ (ἡμίυλο) μικτὸ πρόσωπο.

Ἡ ὀρθή, συνεπῶς, ἐν προκειμένῳ, θεώρηση εἶναι ὅτι ὁ ἄσαρκος ἔγχωρος θεὸς προηγεῖται τοῦ ὑπαγγέλου, τὸ καθαρὸ τοῦ καθαροῦ προσώπου, ὁ ἔνσαρκος ἔγχωρος θεὸς προηγεῖται τοῦ ὑφυπαγγέλου, τὸ μικτὸ τοῦ μικτοῦ προσώπου, καὶ ὁ ἄσαρκος ἔγχωρος θεὸς καὶ ὁ κατ' εἰκόνα αὐτοῦ ὑπάγγελος προηγοῦνται τοῦ ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ καὶ τοῦ κατ' εἰκόνα αὐτοῦ ὑφυπαγγέλου, ἀμφότερα τὰ καθαρὰ ἀμφοτέρων τῶν μικτῶν προσώπων.

Ἡ αἰτία αἰτιατότητα εἶναι ἀντιστροφὴ καὶ διαστροφὴ τῆς μίξης τῆς αἰτιατῆς αἰτιότητος, δεδομένου ὅτι στὴ μίξη μεταξὺ τῆς αἰτιότητος καὶ τῆς αἰτιατότητος πρέπει νὰ ἐπικρατεῖ ἡ αἰτιότητα καὶ ὄχι ἡ αἰτιατότητα. Αἰτία αἰτιατότητα σημαίνει τὸ αἰτιατὸ αἴτιο ἢ μεσαίτιο, ἀντεστραμμένο καὶ διεστραμμένο ὡς αἴτιο αἰτιατὸ ἢ μεσαιτιατό, πρῶτα νὰ γεννᾷ καὶ ἔπειτα νὰ γεννᾶται, πρῶτα νὰ συμβαίνει καὶ ἔπειτα νὰ συμβαίνεται, πρῶτα νὰ ποιεῖ καὶ ἔπειτα νὰ ποιεῖται, πρῶτα νὰ ἐπιβαίνει καὶ ἔπειτα νὰ ἐπιβαίνεται, πρῶτα νὰ προσλαμβάνει καὶ ἔπειτα νὰ προσλαμβάνεται, πρόκειται, δηλαδή, γιὰ ἀνώμαλη ἢ καὶ ἀδύνατη ἐπιπλέον κατάσταση. Ἡ δὲ κολόβωση τῆς αἰτίας αἰτιατότητος ἀποτελεῖ διαστροφὴ τῆς διαστροφῆς, διπλῆ, δηλαδή, διαστροφή:

Γεννᾶσθαι (αἰτιατόν) Γεννᾶν/Γεννᾶσθαι (μεσαιτιατόν) Γεννᾶν (αἴτιον).

Γέννημα (αἰτιατόν) Γεννητὴς/Γέννημα (μεσαιτιατόν) Γεννητὴς (αἴτιον).

Γεννητὸς (αἰτιατόν) Γεννητορικὸς Γεννητὸς (μεσαιτιατόν) Γεννήτωρ (αἴτιον).

Υἱὸς (αἰτιατόν) Πατὴρ/Υἱὸς (μεσαιτιατόν) Πατὴρ (αἴτιον).

Υἱὸς (αἰτιατόν) Πατρουιὸς (μεσαιτιατόν) Πατὴρ (αἴτιον).

Συμβαίνεσθαι (αἰτιατόν) Συμβαίνειν/Συμβαίνεσθαι (μεσαιτιατόν) Συμβαίνειν (αἴτιον).

Σύμβημα (αἰτιατόν) Συμβάτης/Σύμβημα (μεσαιτιατόν) Συμβάτης (αἴτιον).

Συμβατὸς (αἰτιατόν) Συμβητορικὸς Συμβατὸς (μεσαιτιατόν) Συμβήτωρ (αἴτιον).

Ποιεῖσθαι (αἰτιατόν) Ποιεῖν/Ποιεῖσθαι (μεσαιτιατόν) Ποιεῖν (αἴτιον).

Ποίημα (αἰτιατόν) Ποιητὴς/Ποίημα (μεσαιτιατόν) Ποιητὴς (αἴτιον).

Ποιητὸς (αἰτιατόν) Ποιητορικὸς Ποιητὸς (μεσαιτιατόν) Ποιήτωρ (αἴτιον).

Ἐπιβαίνεσθαι (αἰτιατόν) Ἐπιβαίνειν/Ἐπιβαίνεσθαι (μεσαιτιατόν) Ἐπιβαίνειν (αἴτιον).

Ἐπίβημα (αἰτιατόν) Ἐπιβάτης/Ἐπίβημα (μεσαιτιατόν) Ἐπιβάτης (αἴτιον).

Ἐπιβατὸς (αἰτιατόν) Ἐπιβητορικὸς Ἐπιβατὸς (μεσαιτιατόν) Ἐπιβήτωρ (αἴτιον).

Θῆλυ (αἰτιατόν) Ἄρρεν/Θῆλυ (μεσαιτιατόν) Ἄρρεν (αἴτιον).

Θῆλυ (αἰτιατόν) Ἀρρενόθηλυ (μεσαιτιατόν) Ἄρρεν (αἴτιον).

Προσλαμβάνεσθαι (αἰτιατόν) Προσλαμβάνειν/Προσλαμβάνεσθαι (μεσαιτιατόν) Προσλαμβάνειν (αἴτιον).

Προσληπτὸς (αἰτιατόν) Προσληπτορικὸς Προσληπτὸς (μεσαιτιατόν) Προσλήπτωρ (αἴτιον).

Ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀνωμελεῖς ἐντελέχειες ποὺ ἐμπεριέχουν μεσαιτιατότητες (αἴτιες αἰτιατότητες) δυνατὲς νὰ ἐφαρμοσθοῦν στὴ φυσικὴ πράξη εἶναι μόνο οἱ δύο συνουσιαστικὲς ἐντελέχειες, πρῶτον, ἡ ἐντελέχεια «συμβαίνεσθαι (αἰτιατόν) συμβαίνειν/συμβαίνεσθαι (μεσαιτιατόν) συμβαίνειν (αἴτιον)» ἢ «σύμβημα (αἰτιατόν) συμβάτης/σύμβημα (μεσαιτιατόν) συμβάτης (αἴτιον)» ἢ «συμβατὸς (αἰτιατόν) συμβητορικὸς συμβατὸς (μεσαιτιατόν) συμβήτωρ (αἴτιον)», καὶ δεύτερον, ἡ ἐντελέχεια «ἐπιβαίνεσθαι (αἰτιατόν) ἐπιβαίνειν/ἐπιβαίνεσθαι (μεσαιτιατόν) ἐπιβαίνειν (αἴτιον)» ἢ «ἐπίβημα (αἰτιατόν) ἐπιβάτης/ἐπίβημα (μεσαιτιατόν) ἐπιβάτης (αἴτιον)» ἢ «ἐπιβατὸς (αἰτιατόν) ἐπιβητορικὸς ἐπιβατὸς (μεσαιτιατόν) ἐπιβήτωρ (αἴτιον)» ἢ «θῆλυ (αἰτιατόν) ἄρρεν/θῆλυ (μεσαιτιατόν) ἄρρεν (αἴτιον)» ἢ «θῆλυ (αἰτιατόν) ἀρρενόθηλυ (μεσαιτιατόν) ἄρρεν (αἴτιον)».

Ἡ ἁμαρτωλότητα καὶ ἡ διαστροφικότητα τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ ἐφήρμοσε, δυστυχῶς, στὴ θεία καὶ τὴ θεοψυχανθρώπινη δημιουργία τὴ δεύτερη ἀνωμελῆ συνουσιαστικὴ ἐντελέχεια, μὲ βάση, ἐννοεῖται, τὴν ὁμαλή της μορφὴ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐντελεχειακὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐφαρμογή της.

Ἡ ἐντελέχεια αὐτὴ εἶναι δυνατὸ νὰ ἐφαρμοσθεῖ διότι τὸ θῆλυ, παρότι εἶναι ἐπιβατό, δύναται νὰ ἔχει, ἀνωμελῶς, βεβαίως, τὴ συνουσιαστικὴ προτεραιότητα, τὸν πρῶτο συνουσιαστικὸ ῥόλο, νὰ προηγεῖται συνουσιαστικῶς, νὰ προκαλεῖ, δηλαδή, τὴν ὑποτακτικὴ συνουσιαστικὴ μίξη (ἐπίβαση), σὰν νὰ εἶναι τὸ συνουσιαστικὸ αἴτιό της, καὶ τὸ ἄρρεν, παρόλο ποὺ εἶναι ἐπιβητορικό, νὰ ἔχει τὴ συνουσιαστικὴ ὑστεραιότητα, τὸ δεύτερο συνουσιαστικὸ ῥόλο, νὰ ἕπεται συνουσιαστικῶς. Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες εἶναι πρακτικῶς ἀδύνατες καὶ μόνο θεωρητικὲς καὶ οὐτοπικές. Οὔτε τὸ γέννημα δύναται νὰ προηγεῖται γεννητικῶς τοῦ γεννήτορος, οὔτε τὸ ποίημα ποιητικῶς τοῦ ποιήτορος.

Ὅσον ἀφορᾷ γενικώτερα τὴν ψυχικὴ φύση ποὺ ἀποτελεῖ προσληπτικὸ μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), ὑπάρχει, μέν, ἡ δυνατότητα νὰ διαστραφεῖ ἀνωμελῶς σὲ προσληπτικὸ μεσαιτιατὸ (αἴτιο αἰτιατό), ἀλλὰ σὲ δύο διαφορετικὲς ὑποστάσεις (πρόσωπα) καὶ ὄχι στὴν ἴδια ὑπόσταση (πρόσωπο).

Μπορεῖ, δηλαδή, πρῶτα νὰ προσλάβει ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) τὴ σωματικὴ φύση στὴν ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ ἔπειτα νὰ προσληφθεῖ ἀπὸ τὴ θεία φύση καὶ νὰ συμπροσλάβει μαζί της ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) πάλι τὴ σωματικὴ φύση στὴν ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ ἔτσι νὰ ἔχουμε διαδοχικὰ πρῶτα τὴν ἀνωμελῆ ἐπίγνωσή της ὡς μεσαιτιατοῦ (αἰτίου αἰτιατοῦ) καὶ ἔπειτα τὴν ὁμαλὴ ἐπίγνωσή της ὡς μεσαιτίου (αἰτιατοῦ αἰτίου).

Ἀλλ' ὅμως ἡ ἀνωμελὴς αὐτὴ δυνατότητα δὲν μπορεῖ νὰ γίνει πραγματικότητα γιὰ δύο λόγους, πρῶτον, διότι, ὅπως προείπαμε, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, θὰ εἴχαμε ἀσύνθετη θεοψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο), δεδομένου ὅτι τὸ ἴδιο θεοψυχανθρώπινο πρόσωπο ὡς θεὸς θὰ προηγεῖτο τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ ὡς ψυχάνθρωπος θὰ ἕπετο ἐκείνου.

Καὶ δεύτερον, ἐπειδὴ ἂν ἡ ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρώπινης δημιουργίας διαστραφεῖ καὶ καταστραφεῖ μὲ ἐφαρμογὴ τὴς ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς, ὅπως, δυστυχῶς, ἔγινε, θὰ πρέπει καὶ ὁ αὐτάνθρωπος καὶ ὁ ψυχάνθρωπος νὰ χειροποιηθοῦν ἀμφότεροι ἀπὸ τὸν θεοψυχάνθρωπο καὶ συνεπῶς καὶ γιὰ τὸν ἐπιπλέον αὐτὸ λόγο θὰ πρέπει ὁ θεοψυχάνθρωπος νὰ προηγηθεῖ τοῦ ψυχανθρώπου.

Σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὸ ἄρρεν (αἴτιο) καὶ τὸ θῆλυ (αἰτιατό) ἡ ὁμαλὴ μίξη μεταξύ τους εἶναι τὸ μικτὸ ἄρρεν ἢ θηλυάρρεν (αἰτιατὴ αἰτιότητα) καὶ ἡ ἀνώμαλη καὶ διαστροφικὴ μίξη τους τὸ μικτὸ θῆλυ ἢ ἀρεννόθηλυ (αἰτία αἰτιατότητα). Ἄν, ἑπομένως, τὸ μικτὸ θῆλυ (ἀρρενόθηλυ) κολοβωθεῖ ὥστε νὰ φαίνεται σὰν νὰ εἶναι καθαρὸ θῆλυ (θῆλυ) ἡ διαστροφή του διπλασιάζεται, δεδομένου ὅτι πρόκειται γιὰ διαστροφὴ τῆς διαστροφῆς.

Καὶ μὲ βάση τὴν προαναφερθεῖσα ὁρολογία, στὴν περίπτωση ποὺ ὀνομάσουμε τὸ καθαρὸ θῆλυ (τὸ ἔσχατο κτιστὸ σῶμα) ὡς «ὁλόθηλυ», τότε, τὸ μικτὸ ἄρρεν (τὰ μέσα κτιστὰ σώματα καὶ πνεύματα), τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸ ἔκτυπο τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς τοῦ ἀντιτύπου τοῦ καθαροῦ θήλεος (τοῦ ἐσχάτου κτιστοῦ σώματος) πρὸς τὸ ἀρχέτυπο τοῦ καθαροῦ ἄρρενος (τοῦ ἀκτίστου καὶ πρώτου πνεύματος) καὶ ἀνήκει στὴν εὐρύτερη ὀντολογία τοῦ θηλυκοῦ ἀντιτύπου (τοῦ ἐσχάτου κτιστοῦ σώματος), ὀνομάζεται ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ θηλυκοῦ ἀντιτύπου καὶ τὸ πρόθεμα «ἡμι-» ὡς «ἡμίθηλυ» καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρσενικοῦ ἀρχετύπου καὶ τὸ πρόθεμα «ἡμι-» ὡς «ἡμιάρρεν».

Ὡς «ἡμιάρρεν», ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, χαρακτηρίζεται τὸ μικτὸ θῆλυ τὸ ὁποῖο, ὅμως, δὲν εἶναι τὸ κατάστροφο ἔκτυπο (κακέκτυπο) ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ τοῦ καταστρόφου ἀντιτύπου τοῦ «ὁλοάρρενος», τοῦ καθαροῦ, δηλονότι, ἄρρενος, πρὸς τὸ κατάστροφο ἀρχέτυπο τοῦ καθαροῦ θήλεος, διότι τὸ καθαρὸ αἴτιο δὲν δύναται νὰ καταχθεῖ ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ καθαρὸ αἰτιατὸ ἐπειδὴ ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ εἶναι ἡ διαστροφὴ τῆς μίξης τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς καὶ γι' αὐτὸ ἀφορᾷ μόνο τὰ ὁμοιωτικῶς ἀναχθέντα μικτὰ (αἰτιατὰ αἴτια) ἔκτυπα.

Ἐπειδή, δηλαδή, κατάγεται μόνο ὅ,τι ἀνάγεται ὁμοιωτικῶς, καὶ ἐπιπλέον διότι καθαρὸ ἄρρεν, ἐν προκειμένῳ, εἶναι ἡ θεία φύση, ἡ ὁποία κατὰ τὴν οὐσία της εἶναι ἀδιαίρετη καὶ γι' αὐτὸ ἡ θεία ὀντολογία ἀδυνατεῖ νὰ ὑποστεῖ καταγωγικὴ ὁμοιωτικὴ διαίρεση λόγῳ ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς καὶ νὰ διαιρεθεῖ σὲ κατάστροφο ἔκτυπο (κακέκτυπο) καὶ σὲ κατάστροφο ἀντίτυπο.

Ἀλλ' εἶναι τὸ κατάστροφο ἔκτυπο (κακέκτυπο) ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ τοῦ καταστρόφου ἀντιτύπου τοῦ «ὑπάρρενος», τοῦ μικτοῦ, δηλαδή, ἄρρενος, πρὸς τὸ κατάστροφο ἀρχέτυπο τοῦ καθαροῦ θήλεος, δεδομένου ὅτι στὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ τὸ ὁμαλὸ μικτὸ (αἰτιατὸ αἴτιο) ἔκτυπο γίνεται κατάστροφο ἀντίτυπο καὶ ἡ διαστροφὴ τῆς μικτότητός του, τὸ ἀνώμαλο μικτὸ (αἴτιο αἰτιατό), κατάστροφο ἔκτυπο (κακέκτυπο).

Πλήν, ὅμως, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, δὲν πᾶμε σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἀπευθείας ἀπὸ τὴν ὁμοιωτικὴ ἀναγωγὴ στὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ ἀλλὰ σὲ κάποιες περιπτώσεις πρέπει πρῶτα νὰ διέλθουμε ἀπὸ τὸ μέσο στάδιο τῆς ὁμοιωτικῆς ὑπαγωγῆς.

Ἐξετάζοντας καὶ τὴν ποιητικὴ καὶ τὴν ἐπιβατικὴ ἱκανότητα σὲ ἕκαστο μέλος τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας, ἡ ὁποία εἶναι διαδοχική, διαπιστώνουμε ὅτι τὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ, ὡς ἀνώτατο ἄκτιστο ὄν, δύναται καὶ νὰ ποιεῖ καὶ νὰ ἐπιβαίνει (ὑποτάσσει) ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ κατώτερά του κτιστὰ ὄντα, εἴτε ἡμίυλα πνεύματα εἴτε ὁλόϋλα σώματα, χωρὶς αὐτὸ τὸ ἴδιο οὔτε νὰ ποιεῖται οὔτε νὰ ἐπιβαίνεται (ὑποτάσσεται) ἀπὸ κανένα ἄλλο ἀνώτερό του ὄν.

Πλήν, ὅμως, στὴ φυσικὴ πράξη, παρόλο ποὺ ἀσκεῖ τὴ δημιουργικὴ ποίηση, ἀπροθυμεῖ νὰ ἀσκήσει τὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση στὰ ἀνέμψυχα σώματα τῶν ζώων ἐπειδὴ ἡ ἐρωτικὴ συνουσία τῶν νουνεχῶν μὲ ζῶντα ποὺ δὲν ἔχουν ψυχὴ καὶ δὲν εἶναι νοήμονα, νοητά, δηλαδή, πρόσωπα, ἐλέγχεται προβληματική.

Ἔχουν, ὅμως, κι αὐτὰ αἰσθητή, αἴσθηση καὶ θύση (ἐπιθυμία) καὶ διατελοῦν αἰσθητὰ προσωποειδῆ (ὑποκείμενα) καὶ γι' αὐτὸ ὄχι μόνο ἀδύνατη δὲν εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς θείας συνουσιαστικῆς ἐπίβασης ἀλλὰ καὶ δυνατὴ καὶ ὀφειλόμενη, παρότι στὴ φυσικὴ πράξη κρίνεται προβληματικὴ ὥστε νὰ δικαιολογεῖ σχετικῶς τὴ θεία τοιαύτη ἀπροθυμία.

Εὐνόητον ὅτι ἐν προκειμένῳ καὶ ἡ θεία δημιουργικὴ ποίηση καὶ ἡ θεία συνουσιαστικὴ ἐπίβαση πρὸς τὰ ἀνέμψυχα ζῶα ἀσκοῦνται ἀπὸ τὸ θεοψυχάνθρωπο, μὲ ἀσύγχυτη σύνθεση τῆς θείας μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σωματικὴ ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ ἐνέργεια, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ τὸ θεό, ἀπὸ τὸ μικτό, δηλαδή, θεοψυχανθρώπινο καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ καθαρὸ θεῖο πρόσωπο.

Ἡ συνουσιαστική, σημειωτέον, ἐπίβαση λαμβάνει χώρα μεταξὺ δύο διαφορετικῶν καὶ χωριστῶν μεταξύ τους φυσικῶς ἀνίσων ὄντων καὶ ὄχι μεταξὺ τῶν δύο διαφορετικῶν καὶ καθ' ὑπόστασιν (κατὰ πρόσωπον) ἀσυγχύτως ἡνωμένων ἀνίσων φύσεων ποὺ συνιστοῦν τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ μικτὸ ὄν.

Στὴν περίπτωση τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως ἡ πνευματικὴ φύση τοῦ προσλήπτορος ἀσκεῖ προσληπτικὴ καὶ ὄχι κοινὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση πρὸς τὴ σωματικὴ φύση τοῦ προσλήμματος, ἡ προσληπτική, δηλαδή, ἐπίβαση εἶναι τελειότερη μορφὴ τῆς συνουσιαστικῆς, ποὺ σημαίνει ὅτι τὴν ἐμπεριέχει καὶ τὴν ὑπερβαίνει.

Ἐν τοιαύτῃ, ἐπίσης, περιπτώσει, ἡ θεία φύση δὲν ἀσκεῖ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἑνωμένη μαζὶ μὲ τὴν ψυχικὴ φύση τὴ δημιουργικὴ ποίηση πρὸς τὴ σωματικὴ φύση, μὲ ἀσύγχυτα συνδυαστικὴ θεία καὶ ψυχικὴ μαζὶ ποιητικὴ ἐνέργεια, πρὶν τὴ συμπροσλάβουν μαζὶ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς).

Διότι ἡ δημιουργικὴ ποίηση καὶ τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς φύσης καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ αὐτῆς καὶ μόνης τῆς σωματικῆς φύσης τοῦ αὐτανθρώπου ἀνήκει στὸν ἄσαρκο ἔγχωρο θεὸ καὶ στὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ ὑπάγγελο, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, προκειμένου νὰ συνδημιουργήσουν πρέπει νὰ συνθέσουν ἀσύγχυτα τὸ ἴδιο πρόσωπο, πρᾶγμα, ἀσφαλῶς, ἀνεπίτρεπτο.

Δὲν ἀνήκει οὔτε στὸν ἔνσαρκο ἔγχωρο θεό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ὑποστατικὴ (προσωπική) πρόσληψη καὶ τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς φύσης τοῦ θεοψυχανθρώπου, οὔτε στὸν κατ' εἰκόνα τοῦ ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ ὑφυπάγγελο, οὔτε στὸ θεῖο ὑφυπάγγελο, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ὑποστατικὴ (προσωπική) συμπρόσληψη τῆς σωματικῆς φύσης τοῦ θεοψυχανθρώπου, τὴν ὁποία συμπροσλαμβάνει ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴ θεία φύση του ἀφοῦ προσληφθεῖ ἀπὸ ἐκείνη, οὔτε καὶ στὸν ἀδαμιαῖο ὑφυπάγγελο, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ὑποστατικὴ (προσωπική) πρόσληψη τῆς σωματικῆς φύσης τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου.

Ἡ δημιουργική, δηλαδή, ποίηση τῆς φύσης καὶ τοῦ φυσικοῦ εἴδους τοῦ προσλήμματος προηγεῖται καὶ ἀνήκει στὴν ἀμέσως προηγούμενη ἀμείωτη πνευματικὴ φυσικὴ κατάσταση ἢ φύση τοῦ ποιητοῦ, ἐνῷ ἡ ὑποστατικὴ (προσωπική) πρόσληψή του ἕπεται καὶ ἀνήκει στὴν ἀμέσως ἑπόμενη (τῆς ἀμέσως προηγούμενης) μειωμένη πνευματικὴ φυσικὴ κατάσταση ἢ φύση τοῦ προσλήπτορος.

Θὰ ἔπρεπε, ὑποθετικῶς καὶ ὅλως κακοδόξως, ἡ θεία φύση νὰ προσλάβει, καταρχήν, ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) τὴν ὑπαγγελικὴ φύση καὶ νὰ γίνει θεϋπάγγελος καὶ ἔτσι νὰ προκύψει ἕνα ποιοτικῶς ηὐξημένο, λόγῳ τῆς ἐνθεώσεως, θεῖο ὑπαγγελικὸ φυσικὸ εἶδος, διακρινόμενο ἀπὸ τὸ ἀνενθέωτο καὶ ἀναύξητο ὑπαγγελικὸ φυσικὸ εἶδος.

Καὶ ὡς θεϋπάγγελος νὰ προβεῖ, ἐν συνεχείᾳ, στὴ συνδυαστικὴ ποίηση καὶ τῆς ὑφυπαγγελικῆς, τῆς ψυχικῆς, φύσης, πρῶτα, καὶ τῆς διχειροποδικῆς, τῆς σωματικῆς, φύσης, ἔπειτα, μὲ ἀσύγχυτα συνδυαστικὴ θεία καὶ θεία ὑπαγγελικὴ ποιητικὴ ἐνέργεια, καὶ ἐν τέλει, ἀφοῦ ἀποβάλει τὸ θεῖο ὑπαγγελικὸ πρόσλημμα, νὰ τὶς προσλάβει ἀμφότερες ὑποστατικῶς (προσωπικῶς), τὴ μία στὸ αὐξητομείωτο θεῖο ὑφυπαγγελικὸ φυσικὸ εἶδος καὶ τὴν ἄλλη στὸ ἐπηυξημένο θεῖο διχειροποδικὸ φυσικὸ εἶδος.

Στὴν περίπτωση αὐτή, εἴτε θὰ προηγεῖτο ὁ αὐτάνθρωπος, θὰ ἀκολουθοῦσε ὁ ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος καὶ θὰ ἐπακολουθοῦσε ὁ θεοψυχάνθρωπος, εἴτε θὰ εἶχαν καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ ταυτόχρονη φυσικὴ ὕπαρξη.

Τότε, ὅμως, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὴν ὑποστατικὴ (προσωπική) πρόσληψη τῆς ἀγγελικῆς φύσεως καὶ νὰ γίνει πρωταρχικῶς θεάγγελος, μὲ διάκριση τοῦ ηὐξημένου, λόγῳ τῆς ἐνθεώσεως, θείου ἀγγελικοῦ φυσικοῦ εἴδους ἀπὸ τὸ ἀνενθέωτο καὶ ἀναύξητο ἀγγελικὸ φυσικὸ εἶδος.

Καὶ ὡς θεάγγελος νὰ δημιουργήσει τὴν ὑπαγγελικὴ φύση, μὲ ἀσύγχυτα συνδυαστικὴ θεία καὶ θεία ἀγγελικὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια, καὶ ἀφοῦ ἀποβάλει τὸ θεῖο ἀγγελικὸ πρόσλημμα νὰ τὴν προσλάβει ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) στὸ ηὐξημένο θεῖο ὑπαγγελικὸ φυσικὸ εἶδος κ.λ.π..

Ἡ ἄτοπη αὐτὴ δογματικὴ ὑπόθεση θὰ μποροῦσε νὰ εὑρεθεῖ καὶ τροποποιημένη μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἀντὶ γιὰ διαδοχικὴ ἀποβολὴ τοῦ θείου ἀγγελικοῦ καὶ τοῦ θείου ὑπαγγελικοῦ προσλήμματος θὰ εἴχαμε διαδοχικὴ φυσικὴ μετάλλαξη τοῦ θεαγγέλου σὲ θεϋπάγγελο καὶ τοῦ θεϋπαγγέλου σὲ θεϋφυπάγγελο, χωρὶς νὰ δημιουργεῖται οὔτε τὸ θεῖο ὑπαγγελικὸ οὔτε τὸ θεῖο ὑφυπαγγελικὸ οὔτε τὸ θεῖο διχειροποδικὸ πρόσλημμα ἀλλὰ μόνο τὰ ἀναύξητα ἢ ἀνεπαύξητα φυσικὰ εἴδη.

Ἐπίσης ἄτοπη εἶναι καὶ ἡ δογματικὴ ἐκδοχὴ τοῦ διποιητορισμοῦ, τῶν δύο, δηλονότι, συνεργατῶν ποιητόρων ἢ ποιητῶν, ἤ, ἀλλιῶς, τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) διχοτόμησης τῶν ὑποθετικῶν (μὴ πραγματικῶν) διφυῶν ὑποστάσεων (προσώπων) τοῦ θεαγγέλου ποιητοῦ σὲ (ἄσαρκο ἔγχωρο) θεὸ ποιητὴ καὶ σὲ ἄγγελο ποιητὴ καὶ τοῦ θεϋπαγγέλου ποιητοῦ σὲ (ἄσαρκο ἔγχωρο) θεὸ ποιητὴ καὶ σὲ ὑπάγγελο ποιητή.

Τὸ κτιστό, σημειωτέον, νουνεχὲς πνεῦμα, ὅπως ἄλλωστε προείπαμε καὶ σὲ προηγούμενες δογματολογικὲς δημοσιεύσεις μας, δὲν κτίζεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος (μηδενός) ὅπως τὸ πρωτόκτιστο ἢ πρωτογενὲς οὐσιαστικὸ ἄτομο ἀλλ' εἶναι προϊὸν τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τοῦ πρωτοκτίστου ἢ πρωτογενοῦς σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς ὑστερόκτιστα ἢ ὑστερογενῆ οὐσιαστικὰ ἄτομα καὶ τῆς ἐκ τοῦ ὄντος νοητικῆς μεταποιήσεως (νοητοποιήσεως) ἑνὸς ἐξ αὐτῶν.

Ὅσοι κακοδόξως ὑποστηρίζουν τὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος κτίση ἑκάστου κτιστοῦ πνεύματος ὑποπίπτουν στὰ ἑξῆς τέσσερα δογματικὰ ἄτοπα:

Πρῶτον, στὸ δογματικὸ ἄτοπο τῆς ἐπαναληπτῆς ἢ πολυαρχικῆς κτίσεως, θεωρῶντας ὅτι ὁ θεὸς δημιουργὸς κτίζει τὴν κτιστὴ οὐσία ἐκ τοῦ μὴ ὄντος περισσότερες ἀπὸ μία φορές, ὅτι δηλαδὴ ὑφίστανται πλείονα τοῦ ἑνὸς πρωτόκτιστα ἢ πρωτογενῆ οὐσιαστικὰ ἄτομα.

Δεύτερον, στὸ δογματικὸ ἄτοπο τοῦ ἑνιυποστάτου ἢ μονοτρόπου κτιστοῦ πνεύματος, θεωρῶντας ὅτι ἕκαστο κτιστὸ πνεῦμα ὑφίσταται μόνο στὸν ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο τοῦ ἀγεννήτου. Σάν, δηλαδή, ἕκαστο ἀνθρώπινο σῶμα νὰ πλάσσεται ἐκ τῆς γῆς καὶ νὰ διατελεῖ ἀγέννητο, χωρὶς νὰ ὑπάρχει γεννητὸ καὶ ἐκπορευτὸ τοιοῦτο.

Ἐν προκειμένῳ, ἐπειδὴ ἡ ψυχικὴ φύση νέμεται σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς οὐσιαστικὰ ἄτομα (ἐπιμεριστικὰ ἄτομα) ἕκαστο τῶν ὁποίων κτίζεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, χωρὶς νὰ ἀποτελεῖ ὁλόκληρη ἕνα καὶ μόνο καὶ τὸ αὐτὸ οὐσιαστικὸ ἄτομο (καθολικὸ ἄτομο), τὸ καθένα ἀπ' αὐτά, ἐπειδὴ εἶναι ἐπιμεριστικὸ καὶ ὄχι καθολικὸ οὐσιαστικὸ ἄτομο, δὲν δύναται νὰ χαρακτηρίζεται ὡς ἀδιάφορο ἀλλά, παρότι δὲν ὑφίσταται γεννητὸ καὶ ἐκπορευτό, χαρακτηρίζεται ὡς ἀγέννητο οὐσιαστικὸ ἄτομο ποὺ δὲν προέβη σὲ ἐν γένει γέννηση (γέννηση καὶ ἐκπόρευση) ἄλλων ἐν γένει γεννητῶν (γεννητῶν καὶ ἐκπορευτῶν) οὐσιαστικῶν ἀτόμων, στὴν ὁποία ἀσφαλῶς καὶ δύναται φυσικῶς νὰ προβεῖ, ἄσχετα ἂν πρακτικῶς δὲν προβαίνει.

Τρίτον, στὸ δογματικὸ ἄτοπο τῆς φυσικῶς ἀσυνθέτου διφυοῦς ὑποστάσεως (προσώπου), θεωρῶντας ὅτι ὁ θεοψυχάνθρωπος υἱὸς καὶ ὁ ψυχάνθρωπος υἱὸς διατελοῦν, ὁ μὲν γεννηταγέννητος, γεννητὸς κατὰ τὴ θεότητα, ἀγέννητος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ γεννητὸς κατὰ τὴ σάρκα, ὁ δὲ ἀγεννητογέννητος, ἀγέννητος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ γεννητὸς κατὰ τὴ σάρκα.

Καὶ ὅτι ὁ θεοψυχάνθρωπος παῖς καὶ ὁ ψυχάνθρωπος παῖς διατελοῦν, ὁ μὲν ἐκπορευταγέννητος, ἐκπορευτὸς κατὰ τὴ θεότητα, ἀγέννητος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ ἐκπορευτὸς κατὰ τὴ σάρκα, ὁ δὲ ἀγεννητεκπόρευτος, ἀγέννητος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ ἐκπορευτὸς κατὰ τὴ σάρκα.

Καὶ τέταρτον, στὸ δογματικὸ ἄτοπο τῆς ἠθικοφυσικῶς ἀσυνθέτου διφυοῦς ὑποστάσεως (προσώπου), θεωρῶντας ὅτι ἑκάστη ψυχὴ κτίζεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἀπὸ τὸ θεὸ δημιουργὸ στὴν προπτωτικὴ ἠθικοφυσικὴ κατάσταση καὶ μόλις ἔρχεται σὲ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση μὲ τὸ μεταπτωτικὸ σῶμα συσχηματίζεται ἀκαριαίως μαζί του καὶ μεταπίπτει κι αὐτὴ ἀμέσως στὴ μεταπτωτικὴ ἠθικοφυσικὴ κατάσταση.

Ὅτι δηλαδὴ ὁ θεὸς δημιουργὸς φέρει ἀνομοιογενῶς, καταρχήν, σὲ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση προπτωτικὴ ψυχὴ μὲ μεταπτωτικὸ σῶμα καὶ ὁμοιογενοποιεῖ, ἐν τέλει, ἠθικοφυσικῶς τὴ μὲν μὲ τὸ δέ.

Καὶ ὅτι ἡ πτώση τῆς ψυχικῆς φύσης ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὲ ἑκάστη ἀγέννητη ψυχὴ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πτώση τῆς σωματικῆς φύσης ἡ ὁποία γίνεται μία φορὰ στὸ ἀγέννητο σῶμα τοῦ προπάτορος καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο μεταδίδεται κληρονομικὰ στὰ ἐν γένει γεννητὰ (γεννητὰ καὶ ἐκπορευτά) σώματα τῶν ἀπογόνων του.

Ὡς «ἄϋλον» ἐννοοῦμε τὸ «ἀνέμητον» τῆς οὐσίας σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς οὐσιαστικὰ ἄτομα ἢ ἀλλιῶς τὸ «μενετόν» τῆς οὐσίας, τὴ «μονή» τῆς οὐσίας, τὸ «ἄπαχυ» ἢ «λεπτόν» φυσικὸ ποιόν, τὸ «πνεῦμα», τὸ «θεϊκόν», τὸ «νοερόν», τὸ «ὑπερφυσικόν», τὴ μία καὶ μόνη φύση τῆς μιᾶς καὶ μόνης ἀκτίστου οὐσίας, τοῦ «ἀκτίστου».

Ὡς «ἡμίυλον» τὸ «ἀδόμητον καὶ ἀτόμητον νεμητόν» ἢ ἀλλιῶς τὸ «ἡμινέμητον» ἢ διαφόρως τὸ «νεμητόν», τὴ «νομή» τῆς οὐσίας, τὸ «ἄμαζον ἢ ἄβαρυ ἔνυλον» ἀλλὰ καὶ πάλι «ἡμίπαχυ», συγκριτικὰ μὲ τὸ ἄπαχυ ἢ λεπτὸν τοῦ ἀΰλου, φυσικὸ ποιόν, τὸ «πνευματόσωμα», τὸ «ψυχικόν», τὸ «νοητόν», τὸ «μεταφυσικόν», τὴν πρώτη καὶ ἀνωτέρα φύση τῆς μιᾶς κτιστῆς οὐσίας, τοῦ «κτιστοῦ».

Καὶ ὡς «ὁλόϋλον» τὸ «δομητὸν καὶ τομητὸν νεμητόν» ἢ ἀλλιῶς τὸ «ὁλονέμητον» ἢ διαφόρως τὸ «δομητὸν καὶ τομητόν», τὴ «δομὴ καὶ τομή» τῆς οὐσίας, τὸ «ἔμμαζον ἢ βαρὺ ἔνυλον», τὸ «ὁλόπαχυ» φυσικὸ ποιόν, τὸ «σῶμα», τὸ «σαρκικόν», τὸ «αἰσθητόν», τὸ «φυσικόν», τὴ δευτέρα καὶ κατωτέρα φύση τῆς μιᾶς κτιστῆς οὐσίας, τοῦ «κτιστοῦ» (ἡ ἀντίστροφος ἢ ἀτελόστροφος ἐντελεχειακὴ κίνηση ἀπὸ τὴ νομὴ στὴ δομὴ τῆς οὐσίας καλεῖται «δομή» ἢ «δόμηση» ἢ «σύνθεση» καὶ ἡ ἀνάστροφος τῆς ἀντιστρόφου ἢ τελειόστροφος ἀπὸ τὴ δομὴ στὴ νομὴ τῆς οὐσίας «τομή» ἢ «ἀποδόμηση» ἢ «ἀποσύνθεση»).

Ἐκ τῶν ὁποίων σχηματίζεται ἡ ἑξῆς διαδοχικὴ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ἀνέμητον: Μενετὸν (Μονὴ Τῆς Οὐσίας): Ἄπαχυ Ἢ Λεπτόν: Ἄϋλον: Πνευματικόν: Θεϊκόν: Νοερόν: Ὑπερφυσικόν.

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἀδόμητον Καὶ Ἀτόμητον Νεμητὸν Ἢ Ἡμινέμητον: Νεμητὸν (Νομὴ Τῆς Οὐσίας): Ἡμίπαχυ: Ἄμαζον Ἢ Ἄβαρυ Ἔνυλον Ἢ Ἡμίυλον: Πνευματοσωματικόν: Ψυχικόν: Νοητόν: Μεταφυσικόν.

γ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Δομητὸν Καὶ Τομητὸν Νεμητὸν Ἢ Ὁλονέμητον: Δομητὸν Καὶ Τομητὸν (Δομὴ Καὶ Τομὴ Τῆς Οὐσίας): Ὁλόπαχυ: Ἔμμαζον Ἢ Βαρὺ Ἔνυλον Ἢ Ὁλόϋλον: Σωματικόν: Σαρκικόν: Αἰσθητόν: Φυσικόν.

Οἱ δύο ὅροι «ἄκτιστον» καὶ «κτιστόν» χαρακτηρίζουν αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν οὐσία, τὸ ποιὸν τῆς οὐσίας, τὸ οὐσιακὸ ποιόν, τὸ οὐσιακό, δηλονότι, εἶδος, ἤ, ἀλλιῶς, τὸ ἐσωτερικὸ εἶδος τῆς οὐσίας, ἐκεῖνο ποὺ δὲν φαίνεται, ὀνομάζουν, δηλαδή, τὰ ἰδιώματα τῆς οὐσίας, τὰ οὐσιακὰ ἰδιώματα.

Ἐνῷ οἱ τρεῖς ὅροι «ἄϋλον», «ἡμίυλον» καὶ «ὁλόϋλον» χαρακτηρίζουν τὴ φύση τῆς οὐσίας, τὸ ποιὸν τῆς φύσεως τῆς οὐσίας, τὸ φυσικὸ ποιόν, τὸ φυσικό, δηλονότι, εἶδος, ἤ, ἀλλιῶς, τὸ ἐξωτερικὸ εἶδος τῆς οὐσίας, αὐτὸ ποὺ φαίνεται καὶ περικαλύπτει τὸ μὴ φαινόμενο ἐσωτερικὸ οὐσιακὸ εἶδος, ὀνομάζουν, δηλαδή, τὰ ἰδιώματα τῆς φύσεως τῆς οὐσίας, τὰ φυσικὰ ἰδιώματα.

Ἔτσι τὸ «ἄκτιστον» χαρακτηρίζει τὴ μία καὶ μόνη «θεία οὐσία» ἐνῷ τὸ «ἄϋλον» τὴν ὡσαύτως μία καὶ μόνη «θεία φύση». Καὶ τὸ «κτιστόν» τὴ μία «κοσμικὴ οὐσία» ἐνῷ τὸ «ἡμίυλον» καὶ τὸ «ὁλόϋλον» τὶς δύο διαφορετικὲς «κοσμικὲς φύσεις», τὸ μὲν «ἡμίυλον» τὴν «ἀνωτέρα κοσμικὴ φύση», τὸ δὲ «ὁλόϋλον» τὴν «κατωτέρα κοσμικὴ φύση».

Τὸ «ἄκτιστον», ἡ μία καὶ μόνη θεία οὐσία, περιβάλλεται τὸ «ἄϋλον», τὴ μία καὶ μόνη θεία φύση, καὶ τὸ «κτιστόν», ἡ μία κοσμικὴ οὐσία, ἀφενὸς τὸ «ἡμίυλον», τὴν ἀνωτέρα κοσμικὴ φύση, καὶ ἀφετέρου τὸ «ὁλόϋλον», τὴν κατωτέρα κοσμικὴ φύση.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ τριάδα «ἄκτιστον (ἀρχέτυπον) – ἄϋλον (ἔκτυπον) – ἔνυλον (ἀντίτυπον)», τὴν ὁποία ἀρέσκονται νὰ χρησιμοποιοῦν πολλοὶ ἐπιπολαίως θεολογοῦντες, ἐλέγχεται ὡς κακόδοξος καὶ ψευδὴς (ψευδοτριάδα) διότι συγχέει τὴν οὐσία μὲ τὴ φύση καὶ τὰ οὐσιακὰ μὲ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα καὶ ἀποδίδει τὸ ἰδίωμα τῆς μίας φύσης τῆς θείας οὐσίας, τὸ «ἄϋλον», στὴν ἀνωτέρα φύση τῆς κοσμικῆς οὐσίας, θεωρῶντάς το, δῆθεν, ὡς ἀνώτερο κτιστὸ ποὺ ὑπερβαίνεται ἀπὸ τὸ ἀνώτατο ἰδίωμα τοῦ «ἀκτίστου». Ὅποιος, συνεπῶς, κάνει χρήση τῆς τοιαύτης κακοδόξου ψευδοτριάδος εἶναι σαφέστατα αἱρετικός.

Ἡ ὄντως ὀρθόδοξος καὶ καινορθόδοξος εἶναι ἡ τριάδα «ἄϋλον (ἀρχέτυπον) – ἄμαζον ἔνυλον ἢ ἡμίυλον (ἔκτυπον) – ἔμμαζον ἔνυλον ἢ ὁλόϋλον (ἀντίτυπον)» ἢ ἀλλιῶς «ἄϋλον (ἀρχέτυπον) – ἄμαζον (ἔκτυπον) – ἔμμαζον (ἀντίτυπον)» ἢ διαφόρως «ἄϋλον (ἀρχέτυπον) – ἡμίυλον (ἔκτυπον) – ὁλόϋλον (ἀντίτυπον)».

Συμφώνως, λοιπόν, μὲ τοὺς δύο ἐντελεχειακοὺς πίνακες ποὺ παρατίθενται κάτωθι, ἔχουμε μία δυάδα οὐσιακῶν ἰδιωμάτων ἡ ὁποία δύναται νὰ διατυπωθεῖ κατὰ πέντε διαφόρους τρόπους καὶ μία τριάδα φυσικῶν ἰδιωμάτων ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ κατὰ ὀκτὼ διαφορετικοὺς τρόπους:

Α΄. Συνοπτικὸς Ἐντελεχειακὸς Πίναξ Δυάδος Οὐσιακῶν Ἰδιωμάτων

Ἀρχέτυπον

Ἀντίτυπον

Ἄκτιστον Ἢ Ἀγένητον Ἢ Ἀποίητον

Κτιστὸν Ἢ Γενητὸν Ἢ Ποιητὸν

Ἄναρχον Καὶ Ἀτελεύτητον Ἢ Ἄχρονον Ἢ Αἰώνιον

Ἔναρχον Καὶ Τελευτητὸν Ἢ Ἔγχρονον

Φύσει Ἀχώρητον

Φύσει Χωρητὸν

Ἄτρεπτον Ἢ Ἀΐδιον Ἢ Ἀμετάβλητον

Τρεπτὸν Ἢ Μεταβλητὸν

Ὂν Ἢ Αὐθύπαρκτον

Ὑπάρχον Ἢ Ἑτερύπαρκτον

Τὸ ἰδίωμα τοῦ «φύσει ἀχωρήτου» ἀποδίδεται στὴν ἄκτιστη θεία οὐσία ἡ ὁποία προκειμένου νὰ ὑπάρξει δὲν ἔχει οὐδεμία ἀπολύτως φυσικὴ ἀνάγκη νὰ χωρεῖται ὁπωσδήποτε μέσα σὲ κάποιο χῶρο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἰδίωμα τοῦ «φύσει χωρητοῦ» τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει τὴν κτιστὴ κοσμικὴ οὐσία ἡ ὁποία γιὰ νὰ ὑπάρξει ἔχει ἀνυπέρβλητη φυσικὴ ἀνάγκη νὰ χωρεῖται ὁπωσδήποτε μέσα στὸ νοερὸ χῶρο τῆς μεθέξεως τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν καὶ ὄχι μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἄκτιστη οὐσία τοῦ θεοῦ, δεδομένου ὅτι ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος, οἱ ἀΐδιες θεῖες ἐνέργειες ἐπίσης ἀμέθεκτες καὶ μόνο οἱ οἰκονομικὲς θεῖες ἐνέργειες μεθεκτὲς ἀπὸ τὴν κοσμικὴ οὐσία.

Ἡ ἄκτιστη, συνεπῶς, θεία οὐσία δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ ἰδίωμα τοῦ «φύσει χωρητοῦ», μὲ τὸ ὁποῖο δηλώνεται ἡ ἐπιτακτικὴ φυσικὴ ἀνάγκη τῆς χωρήσεως μέσα σὲ κάποιο χῶρο, ἀλλ' ἀπὸ τὸ ἰδίωμα τοῦ «θέσει χωρητοῦ», μὲ τὸ ὁποῖο δηλώνεται ἡ θεία φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἐγχώρου θεοῦ, ὁ ἐντοπισμός, δηλαδή, τῆς φυσικῆς ὑπάρξεως τῆς ἀκτίστου θείας οὐσίας μέσα στὸν κτιστὸ κοσμικὸ χῶρο.

Βάσει τοῦ θείου ἰδιώματος τοῦ «θέσει χωρητοῦ» ὁρίζεται καὶ τὸ θεῖο ἰδίωμα τοῦ «θέσει ἀχωρήτου», μὲ τὸ ὁποῖο δηλώνεται ἡ θεία φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀχώρου θεοῦ, ὁ ἐντοπισμός, δηλαδή, τῆς φυσικῆς ὑπάρξεως τῆς ἀκτίστου θείας οὐσίας ἔξω ἀπὸ τὸν κτιστὸ κοσμικὸ χῶρο. Ἡ μὲν ἰσχυρὰ θεία οὐσία καὶ «φύσει ἀχώρητος» καὶ «θέσει ἀχώρητος» καὶ «θέσει χωρητή», ἡ δὲ ἀσθενὴς κοσμικὴ οὐσία «φύσει χωρητή».

Β΄. Συνοπτικὸς Ἐντελεχειακὸς Πίναξ Τριάδος Φυσικῶν Ἰδιωμάτων

Ἀρχέτυπον

Ἔκτυπον

Ἀντίτυπον

Ἀνέμητον

Ἀδόμητον & Ἀτόμητον Νεμητὸν

Ἢ Ἡμινέμητον

Δομητὸν & Τομητὸν Νεμητὸν

Ἢ Ὁλονέμητον

Μενετὸν

Νεμητὸν

Δομητὸν

Ἄπαχυ Ἢ Λεπτὸν

Ἡμίπαχυ

Ὁλόπαχυ

Ἄϋλον

Ἄμαζον Ἢ Ἄβαρυ Ἔνυλον

Ἢ Ἡμίυλον

Ἔμμαζον Ἢ Βαρὺ Ἔνυλον

Ἢ Ὁλόϋλον

Πνευματικὸν

Πνευματοσωματικὸν

Σωματικὸν

Θεϊκὸν

Ψυχικὸν

Σαρκικὸν

Νοερὸν

Νοητὸν

Αἰσθητὸν

Ὑπερφυσικὸν

Μεταφυσικὸν

Φυσικὸν

Τὸ καινορθόδοξο δόγμα δι' ἡμῶν τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ ἱδρυτῶν καὶ ἐπιστημονικῶν αὐτοῦ ὑπευθύνων διόρθωσε τὴν ὁρολογία καὶ διέκρινε μεταξύ τους ἐννοιολογικῶς τοὺς ὅρους «ὕλη» καὶ «μάζα», ὁρίζοντας ὡς «ὕλη ἢ ἔνυλο φύση», γενικῶς, μέν, τὴν «παχεῖα φύση» τοῦ κτιστοῦ ὄντος, καὶ τὴν «ὁλόπαχυ φύση» τοῦ κτιστοῦ σώματος (σώματος) καὶ τὴν «ἡμίπαχυ φύση» τοῦ κτιστοῦ πνεύματος (πνευματοσώματος), συγκριτικὰ μὲ τὴν «ἄϋλο», τὴν «ἄπαχυ ἢ λεπτὴ φύση» τοῦ ἀκτίστου ὄντος, τοῦ ἀκτίστου πνεύματος (πνεύματος), εἰδικῶς, δέ, αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν «ὁλόπαχυ φύση» τοῦ κτιστοῦ σώματος (σώματος).

Καὶ ὡς «μάζα ἢ ἔμμαζο φύση» αὐτὴ καὶ μόνη τὴ «βαρεῖα φύση» τοῦ κτιστοῦ σώματος (σώματος), συγκριτικὰ μὲ τὴν «ἄμαζο», τὴν «ἄβαρυ φύση» τοῦ κτιστοῦ πνεύματος (πνευματοσώματος) καὶ τὴν «ἄϋλο φύση» τοῦ ἀκτίστου πνεύματος (πνεύματος). Ἡ τοιαύτη «ἔμμαζος ἢ βαρεῖα φύση» τοῦ κτιστοῦ σώματος (σώματος) ὑποδιακρίνεται σὲ «ἡμίμαζο ἢ ἡμίβαρυ ἢ ἐλαφροτέρα φύση» τῶν ἐλαφροτέρων κτιστῶν σωμάτων, ὅπως π.χ. ὁ ἀέρας, καὶ σὲ «ὁλόμαζο ἢ ὁλόβαρυ ἢ βαρυτέρα φύση» τῶν βαρυτέρων κτιστῶν σωμάτων, ὅπως π.χ. τὸ ἀνθρώπινο σῶμα.

Τί, λοιπόν, εἶναι ἡ μάζα; Ἡ βαρεῖα, εἴτε ἡμίβαρυς εἴτε ὁλόβαρυς, ὕλη, ἡ ἔμμαζος, εἴτε ἡμίμαζος εἴτε ὁλόμαζος, ὕλη, ἡ ὁποία λέγεται «ὁλόϋλον», σὲ σχετικὴ ἀντίθεση μὲ τὴν ἄβαρυ ὕλη, τὴν ἄμαζο ὕλη, ἡ ὁποία καλεῖται «ἡμίυλον», ἀμφότερες οἱ ὁποῖες συνιστοῦν τὴν ὅλη ὕλη, ἡ ὁποία ὀνομάζεται «ἔνυλον», ἐρχόμενη σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τὸ «ἄϋλον».

Ἡ ἔννοια τῆς ὕλης, ὅπως ἀκριβῶς ὁρίζεται ἀπὸ τὸ καινορθόδοξο δόγμα, εἶναι εὐρύτερη ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς ὑλικῆς μάζας. Καὶ ὅταν κανεὶς ταυτίζει ἐννοιολογικῶς τὴν ὕλη μὲ τὴ μάζα, τότε ταυτίζει ἀναπόφευκτα καὶ συγχέει ἐσφαλμένα καὶ τὴν ἔννοια τοῦ ὁλοΰλου μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ὁλομάζου καὶ τὴν ἔννοια τοῦ ἡμιύλου μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἡμιμάζου καὶ τὴν ἔννοια τοῦ ἀΰλου μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀμάζου.

Δὲν ἀρκεῖ, ἑπομένως, αὐτὴ καὶ μόνη ἡ τομὴ ἢ ἀποδόμηση ἢ ἀποσύνθεση τῆς ὑλικῆς μάζας στὰ ἐλάχιστα ἀτομικὰ δομικά της στοιχεῖα γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν ἡμίυλη φύση ἀλλὰ θὰ πρέπει, ἐπιπλέον, νὰ ἀφαιρέσουμε καὶ τὴ μαζικὴ ἰδιότητα τοῦ ἀτομικοῦ βάρους τους. Ἄρα ἐλέγχονται ἐπιπόλαιοι καὶ εὐτράπελοι οἱ ἰσχυρισμοὶ ὅτι δῆθεν ἡ ψυχὴ ἔχει μαζικὸ ἀτομικὸ βάρος ποὺ μπορεῖ νὰ εὑρεθεῖ καὶ νὰ ὑπολογισθεῖ.

Ἀλλ' ἀκόμη κι αὐτὸ τὸ μαζικὸ ἀτομικὸ βάρος νὰ ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τὴ φύση τῆς κτιστῆς οὐσίας καὶ πάλι αὐτὴ νεμητὴ καὶ παχεῖα καὶ χονδροειδὴς παραμένει συγκριτικὰ μὲ τὴν ἀνέμητη καὶ ἄπαχυ καὶ λεπτὴ φύση τῆς ἀκτίστου οὐσίας καὶ μόνο σὲ σύγκριση μὲ τὴ φύση τῆς ὑλικῆς μάζας μπορεῖ νὰ φαίνεται σὰν ἄπαχυς καὶ λεπτή, παραμένει, δηλαδή, κατὰ βάσιν ὑλική, καὶ γι' αὐτὸ δὲν δύναται νὰ καλεῖται οὔτε «ἄϋλος» ὅπως ἡ θεία φύση οὔτε «ὁλόϋλος» ὅπως ἡ μαζικὴ φύση ἀλλ' «ἡμίυλος» ἢ ἀλλιῶς «ὡσεὶ ἄϋλος» (σὰν ἄϋλος) ἢ διαφόρως «ὑπάϋλος» («ὑπὸ τὴν ἄϋλον», ἀμέσως κάτω ἀπὸ τὴν ἄϋλο):

«Λεπτὸν (ἀρχέτυπον) – παχὺ/λεπτὸν (ἔκτυπον) – παχὺ (ἀντίτυπον) = λεπτὸν (ἀρχέτυπον) – ἡμίπαχυ (ἔκτυπον) – ὁλόπαχυ (ἀντίτυπον)» ἢ ἀλλιῶς «ἄϋλον (ἀρχέτυπον) – ἔνυλον/ἄϋλον (ἔκτυπον) – ἔνυλον (ἀντίτυπον) = ἄϋλον (ἀρχέτυπον) – ἡμίυλον (ἔκτυπον) – ὁλόϋλον (ἀντίτυπον)» ἢ διαφόρως «πνεῦμα (ἀρχέτυπον) – σῶμα/πνεῦμα (ἔκτυπον) – σῶμα (ἀντίτυπον) = πνεῦμα (ἀρχέτυπον) – πνευματόσωμα ἢ ἡμίσωμα (ἔκτυπον) – σῶμα ἢ ὁλόσωμα (ἀντίτυπον)».

Γιὰ δύο, συνεπῶς, λόγους οἱ ἐπιπολαίως θεολογοῦντες χαρακτηρίζουν κακοδόξως τὴν κτιστὴ πνευματικὴ φύση ὡς ἄϋλο καὶ ὄχι ἡμίυλο, πρῶτον, διότι ταυτίζουν τὴν ὕλη μὲ τὴ μάζα, ἄρα καὶ τὸ ὁλόϋλο μὲ τὸ ὁλόμαζο, τὸ ἡμίυλο μὲ τὸ ἡμίμαζο καὶ τὸ ἄϋλο μὲ τὸ ἄμαζο.

Καὶ δεύτερον, ἐπειδὴ θεωροῦν τὸ κτιστὸ πνεῦμα μόνο σὲ σύγκριση μὲ τὸ κτιστὸ σῶμα καὶ ὄχι καὶ σὲ σύγκριση μὲ τὸ ἄκτιστο πνεῦμα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βλέπουν μόνο τὴ μία, τὴ λεπτὴ ὄψη του, αὐτὴ ποὺ δείχνει ἔναντι τῆς παχύτητος τοῦ κτιστοῦ σώματος, καὶ γι' αὐτὸ νὰ τὸ θεωροῦν ὑποκειμενικῶς ὡς λεπτό, χωρὶς νὰ λαμβάνουν ὑπόψει τους καὶ τὴν ἄλλη, τὴν παχεῖα ὄψη του, ἐκείνη ποὺ δείχνει ἔναντι τῆς λεπτότητος τοῦ ἀκτίστου πνεύματος, ὥστε νὰ κάνουν τὴ μίξη ἀμφοτέρων τῶν ὄψεων, καὶ τῆς λεπτῆς (αἰτίου) καὶ τῆς παχείας (αἰτιατοῦ), καί, ἐπικρατούσης, ἀσφαλῶς, τῆς λεπτῆς (αἰτίου), νὰ τὸ θεωρήσουν ἀντικειμενικῶς ὡς ἡμίπαχυ (αἰτιατὸ αἴτιο).

Οἱ τοιοῦτοι, συγκρίνοντας τὰ κτιστὰ πνεύματα μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ ἄκτιστο πνεῦμα, θεωροῦν κακοδόξως τὸ ἐνσώματο κτιστὸ πνεῦμα ὡς λεπτό, τὸ ἀσώματο κτιστὸ πνεῦμα ὡς λεπτότερο καὶ τὸ ἄκτιστο πνεῦμα ὡς λεπτότατο, ἐκφράζοντας, ἀσφαλῶς, αἵρεση, διότι ἡ σχέση μεταξὺ τοῦ λεπτοῦ, τοῦ λεπτοτέρου καὶ τοῦ λεπτοτάτου εἶναι σχέση παρισότητος (σχετικῆς ἰσότητος) ἀκατάλληλη νὰ χαρακτηρίζει τὰ τρία τοιαῦτα ἄνισα σχετικῶς ἢ ἀπολύτως πνεύματα.

Ἔτσι καὶ ὁ παραγωγικῶς ὑπάρχων ὡς ποιητὸς ποιήτωρ ὑπάρχει ἀναλόγως καὶ συναγωγικῶς (συνουσιαστικῶς) ὡς ἐπιβατὸς ἐπιβήτωρ. Καὶ ἔναντι, μέν, τοῦ ἀνωτέρου του ὄντος, τοῦ ποιήτορος ἢ ὡσεὶ ποιήτορος καὶ ἐπιβήτορός του, εἴτε τοῦ θεοῦ, τοῦ καθαροῦ ἄρρενος, τοῦ ἰσχυροῦ, εἴτε τοῦ ἀνωτέρου του μικτοῦ ἄρρενος, τοῦ μείζονος ἰσχυρασθενοῦς, ὡς ἢ ὡσεὶ ποίημα καὶ ἐπίβημά του, δείχνει τὴ θηλυκή του ὄψη, τὸ ἀσθενές.

Ἔναντι, δέ, τοῦ κατωτέρου του ὄντος, τοῦ ποιήματος ἢ ὡσεὶ ποιήματος καὶ ἐπιβήματός του, εἴτε τοῦ κατωτέρου του μικτοῦ ἄρρενος, τοῦ μείονος ἰσχυρασθενοῦς, εἴτε τοῦ καθαροῦ θήλεος, τοῦ ἀσθενοῦς, ὡς ἢ ὡσεὶ ποιήτωρ καὶ ἐπιβήτωρ του, δείχνει τὴν ἀρσενική του ὄψη, τὸ ἰσχυρό.

Ἀπὸ ἐπιβασιακή, λοιπόν, συνουσιαστικὴ ἄποψη, ἕκαστο ποίημα ἔναντι ἑκάστου ποιητοῦ ἐκλαμβάνεται ὡς ἀσθενὲς θῆλυ ἢ ἐπιβατὸ καὶ ἕκαστος ποιητὴς ἔναντι ἑκάστου ποιήματος θεωρεῖται ὡς ἰσχυρὸ ἄρσεν ἢ ἐπιβήτωρ.

Τὸ νοῆμον ἡμίυλο κτιστὸ πνεῦμα, διευκρινίζουμε καὶ πάλι καὶ τονίζουμε, προκύπτει ἀπὸ νοητικὴ μεταποίηση (νοητοποίηση) ἑνὸς ἀτόμου τῆς ἡμιύλου φύσεως τῆς κτιστῆς οὐσίας, τῆς ἀμάζου ἢ ἀβαροῦς ὕλης, προέρχεται, δηλαδή, ἀπὸ προϋπάρχουσα ὕλη, ἐκ τοῦ ὄντος καὶ ὄχι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος (μηδενός), ἀναλόγως πρὸς τὸ αἰσθῆμον ὁλόϋλο κτιστὸ σῶμα ποὺ προκύπτει ἀπὸ αἰσθητικὴ μεταποίηση (αἰσθητοποίηση) ἑνὸς μέρους τῆς ὁλοΰλου φύσεως τῆς κτιστῆς οὐσίας, τῆς ἐμμάζου ἢ βαρείας ὕλης, ἀπὸ προϋπάρχουσα, ἐπίσης, καὶ αὐτὸ ὕλη.

Τὸ νοητὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ ἀγγέλου, τὸ ὁποῖο καὶ ποιεῖται καὶ δύναται νὰ ἐπιβαίνεται πνευματικῶς ἀπὸ τὸ ἀνώτατο πάντων νοερὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ, ἔχει, μέν, καὶ τὴν πνευματικὴ ποιητικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ἐπιβατικὴ ἱκανότητα, ἀλλ' αὐτὸ καὶ μόνο δὲν δύναται νὰ ποιήσει πνευματικῶς τὸ ἀμέσως κατώτερό του νοητὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ ἐν γένει ὑπαγγέλου (καὶ τοῦ ἐν εἴδει, δηλαδή, ὑπαγγέλου καὶ τοῦ ὑφυπαγγέλου) ἂν δὲν προσληφθεῖ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὸ ἀνώτατο πάντων νοερὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ. Πρᾶγμα, ὅμως, ἀνεπίτρεπτο, διότι μόνο τὸ νοητὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ θείου ὑφυπαγγέλου ἐπιτρέπεται νὰ προσληφθεῖ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὸ νοερὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ.

Ἄρα, στὴ φυσικὴ πράξη, παραλείπει τὴν πνευματικὴ ποίηση, θεωρούμενο σὰν νὰ τὴν ἔχει ἀσκήσει, καὶ δύναται νὰ ἀσκεῖ μόνο τὴν πνευματικὴ ἐπίβαση πρὸς τὸ ἀμέσως κατώτερό του νοητὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ ἐν γένει ὑπαγγέλου (ἐν εἴδει ὑπαγγέλου καὶ ὑφυπαγγέλου) ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅλα τὰ κατώτερα τοῦ ἐν γένει ὑπαγγέλου αἰσθητὰ ὁλόϋλα σώματα. Πλήν, ὅμως, κι αὐτὸ ἀπροθυμεῖ, παρότι ὀφείλει, νὰ ἀσκήσει τὴ συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση στὰ ἀνέμψυχα σώματα τῶν ζώων μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι δὲν ἔχουν ψυχὴ καὶ δὲν εἶναι νοήμονα.

Τὸ νοητὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ ὑπαγγέλου στὴ φυσικὴ πράξη καὶ ποιεῖται καὶ δύναται νὰ ἐπιβαίνεται πνευματικῶς ἀπὸ τὸ ἀνώτατο πάντων νοερὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ καὶ μόνο νὰ ἐπιβαίνεται πνευματικῶς ἀπὸ τὸ ἀνώτερό του νοητὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ ἀγγέλου καὶ μόνο νὰ ἐπιβαίνει πνευματικῶς σὲ ἀμφότερα τὰ κατώτερά του νοητὰ ἡμίυλα πνεύματα, καὶ τοῦ θείου ὑφυπαγγέλου καὶ τοῦ ἀδαμιαίου ὑφυπαγγέλου. Ἀλλ' ὅμως κι αὐτὸ ἀπροθυμεῖ, παρότι ὀφείλει, νὰ ἐπιβαίνει πνευματικῶς στὸ ὁλόϋλο ὀρθὸ σῶμα τοῦ διχειροπόδου ἂν δὲν εἶναι ἔμψυχο καὶ στὰ ἀνέμψυχα σώματα τῶν ζώων ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ψυχὴ καὶ δὲν εἶναι νοήμονα.

Ἀναφορικὰ μὲ ἀμφότερα τὰ νοητὰ ἡμίυλα πνεύματα τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀδαμιαίου ὑφυπαγγέλου, αὐτά, στὴ φυσικὴ πράξη, καὶ ποιοῦνται καὶ δύνανται νὰ ἐπιβαίνονται πνευματικῶς ἀπὸ τὸ ἀνώτατο πάντων νοερὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ καὶ μόνο νὰ ἐπιβαίνονται πνευματικῶς ἀπὸ ἀμφότερα τὰ ἀνώτερά τους νοητὰ ἡμίυλα πνεύματα τοῦ ἀγγέλου καὶ τοῦ ὑπαγγέλου.

Ἐξαιρεῖται, ἀσφαλῶς, ἡ ψυχὴ τοῦ θεοψυχανθρώπου ἡ ὁποία δέχεται πνευματικὴ ἐπίβαση μόνο ἀπὸ τὴ θεότητά του, τὸ δὲ εἶδος τῆς συνουσιαστικῆς πνευματικῆς ἐπίβασης ποὺ θεόθεν δέχεται εἶναι ἡ προσληπτικὴ ἐπίβαση, ἡ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση, καὶ ὄχι ἡ κοινὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση, διότι ἡ τελευταία ἀσκεῖται ἀπὸ ἕνα ἀνώτερο πρόσωπο σὲ ἄλλο κατώτερο ἢ ἀπὸ πρόσωπο σὲ προσωποειδὲς (ὑποκείμενο) καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν πνευματικὴ στὴ σωματικὴ φύση τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου.

Δεδομένου ὅτι ἡ θεότητα, ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τοῦ θεοψυχανθρώπου συνθέτουν ἀσύγχυτα τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ θεοψυχανθρώπινο πρόσωπο ποὺ εἶναι τὸ θεῖο πρόσωπο ποὺ ἔχει προσλάβει ψυχανθρώπινες προσμίξεις, κωλύεται καὶ ἡ πνευματικὴ καὶ ἡ σωματικὴ ἐπίβαση ἀπὸ ἄλλο, καθαρὸ ἢ μικτὸ κτιστὸ πνευματικό, πρόσωπο, ἐπειδὴ ἡ ἐπικρατοῦσα, ἡ αὐτόζωος πνευματικὴ φύση τοῦ θεοψυχανθρωπίνου προσώπου, ἡ θεότητα, εἶναι ἀνεπίβατη.

Ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα ὑφυπαγγελικὰ πνεύματα ἀσκοῦν τὴ συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση στὰ σώματά τους στὸ ἀνώτερο, ὅμως, εἶδος τῆς προσληπτικῆς ἐπίβασης, τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἕνωσης, καὶ ὄχι τῆς κοινῆς συνουσιαστικῆς ἐπίβασης. Ἀλλὰ κι αὐτὰ ἀπροθυμοῦν, παρότι ὀφείλουν, νὰ ἐπιβαίνουν μαζὶ μὲ τὰ σώματά τους, καὶ πνευματικῶς καὶ σωματικῶς, στὰ κατώτερά τους ἀνέμψυχα σώματα τῶν ζώων διότι ἐκεῖνα δὲν ἔχουν ψυχὴ καὶ δὲν εἶναι νοήμονα.

Ἐξ αὐτῶν μόνο ἡ ψυχὴ τοῦ θεοψυχανθρώπου ἐπιτρέπεται νὰ χειροποιεῖ μαζὶ μὲ τὴ θεότητα καὶ μὲ τὸ σῶμά του τὰ ἀνέμψυχα σώματα τῶν ζώων τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, διότι μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ συνθέτει ἀσύγχυτα τὴν ψυχικὴ ποιητική της ἐνέργεια μαζὶ μὲ τὴ θεία καὶ μὲ τὴ σωματική, ἀλλ' ὄχι αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ σῶμά της.

Ἐπειδή, ὅπως προαναφέρθηκε, ἡ μὲν ποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου, γενικῶς, σώματος προηγεῖται καὶ ἀνήκει στὴν ἀμέσως προηγούμενη ἀμείωτη πνευματικὴ φυσικὴ κατάσταση ἢ φύση τοῦ ποιητοῦ, στὸν ἄσαρκο ἔγχωρο θεὸ καὶ τὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ ὑπάγγελο. Ἡ δὲ ὑποστατικὴ (προσωπική) πρόσληψή του ἕπεται καὶ ἀνήκει στὴν ἀμέσως ἑπόμενη (τῆς ἀμέσως προηγούμενης) μειωμένη πνευματικὴ φυσικὴ κατάσταση ἢ φύση τοῦ προσλήπτορος, στὸν ἔνσαρκο ἔγχωρο θεὸ καὶ τὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ θεῖο καὶ ἀδαμιαῖο ὑφυπάγγελο.

Τὸ αἰσθητὸ ὁλόϋλο ὀρθὸ σῶμα τοῦ διχειροπόδου, τὸ σῶμα, γενικῶς, τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου, στὴ φυσικὴ πράξη, καὶ ποιεῖται, ἀφενός, καὶ δύναται νὰ ἐπιβαίνεται πνευματικῶς ἀπὸ τὸ ἀνώτατο πάντων νοερὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ καὶ μόνο νὰ ἐπιβαίνεται πνευματικῶς καὶ ἀπὸ τὰ τρία ἀνώτερά του νοητὰ ἡμίυλα πνεύματα τοῦ ἀγγέλου, τοῦ ὑπαγγέλου καὶ τοῦ ὑφυπαγγέλου.

Καὶ χειροποιεῖ, ἀφετέρου, καὶ δύναται νὰ ἐπιβαίνει σωματικῶς ὅλα τὰ κατώτερά του αἰσθητὰ ὁλόϋλα πρηνῆ, καὶ τὰ ἡμιπρηνῆ καὶ τὰ ὁλοπρηνῆ, σώματα τῶν ζώων τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, βεβαίως, ὅτι ἔχει συμπροσληφθεῖ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὴ θεία φύση καὶ τὴν ψυχικὴ φύση ἡ ὁποία ἔχει προσληφθεῖ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὴ θεία, ὅτι διατελεῖ, δηλαδή, μία ἀπὸ τὶς τρεῖς συστατικὲς φύσεις τῆς θεοψυχανθρώπινης ὑπόστασης (προσώπου). Εἰ δὲ μή, δύναται νὰ ἀσκεῖ μόνο τὴ σωματικὴ ἐπίβαση πρὸς τὰ τοιαῦτα ζῶα, παραλείποντας τὴ σωματικὴ ποίηση καὶ θεωρούμενο σὰν νὰ τὴν ἔχει ἀσκήσει.

Ἀλλ' ὅμως, σὲ ἀμφότερες τὶς περιπτώσεις ποὺ διατελεῖ εἴτε καὶ ἔνθεο καὶ ἔμψυχο, ὡς θεοψυχάνθρωπος, εἴτε μόνο ἔμψυχο, ὡς ψυχάνθρωπος, παρότι ὀφείλει, ἀπροθυμεῖ νὰ ἀσκήσει τὴ συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση πρὸς τὰ ζῶα αὐτὰ μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι αὐτὴ εἶναι προβληματικὴ ἐπειδὴ ἐκεῖνα δὲν ἔχουν ψυχὴ καὶ δὲν εἶναι νοήμονα.

Μὲ δυστυχὲς ἀποτέλεσμα νὰ βρεῖ ἐδῶ ἀκριβῶς τὴν ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ θηλυμανικὴ διαστροφὴ καὶ ἡ ἐγκληματικὴ ἁμαρτωλότητα τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ καὶ νὰ κάνει τὴν ἐπίβαση ἀπὸ ἐξωστρεφῆ ἐσωστρεφῆ, ἐφαρμόζοντας τὴν ὁμοιωτικὴ παραναγωγή, τὴν ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγὴ καὶ τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ στὴν ἐντελέχεια τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας καὶ στὴν ἐνάλληλή της ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, διαστρέφοντας τὸ μικτὸ ἄρσεν σὲ μικτὸ θῆλυ, τὸν ἄνδρα σὲ ἀνδρίδα ἢ ἀλλιῶς γυναῖκα, κτηνοποιῶντας τὸν ἄνθρωπο, ὁμοιώνοντας, δηλαδή, κατάστροφα τὸν ἄνθρωπο, τὸ συνάνθρωπο, πρῶτα μὲ τὸ ἡμιπρηνὲς καὶ ἔπειτα μὲ τὸ ὁλοπρηνὲς κτῆνος, πρῶτα ὡς ὑπαγωγικὸ καὶ ὕστερα ὡς καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο, σὲ διαστροφικὴ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη ἀμφοτέρων μὲ τὸν ἀναγωγικὸ ἄνθρωπο καὶ μεταξύ τους.

Καὶ ἔτσι νὰ ἐκτρέψει τὴν ὁμαλὴ κτηνοβασία σὲ ἀνωμελῆ ἀνθρωποβασία, τουτέστι κτηνανθρωποβασία, ὥστε ὁ ἀρχικός, ἀφενός, θεῖος ἀναγωγικὸς ἄνθρωπος (ἀνήρ), ὁ θεοψυχάνθρωπος καὶ ὁ θεῖος ψυχάνθρωπος υἱὸς ἢ παῖς του, νὰ ἐπιβαίνει τὸν ἀνάλογό του τελικὸ θεῖο καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο (ἀνδρίδα ἢ γυναῖκα), τὸν καταγωγικῶς κτηνοποιημένο θεῖο ψυχάνθρωπο, μὲ ἀνωμελῆ ἀλλ' ἀναπόφευκτη ἐξαίρεση τῆς ὑπάρξεως τοῦ μέσου θείου ὑπαγωγικοῦ κτηνανθρώπου (ἀνδρός), τοῦ ὑπαγωγικῶς κτηνοποιημένου θείου ψυχανθρώπου.

Ὁ μέσος, ἀφετέρου, ἀδαμιαῖος ὑπαγωγικὸς κτηνάνθρωπος (ἀνήρ), ὁ ὑπαγωγικῶς κτηνοποιημένος ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος, τὸν ἀνάλογό του τελικὸ ἀδαμιαῖο καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο (ἀνδρίδα ἢ γυναῖκα), τὸν καταγωγικῶς κτηνοποιημένο ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο, μὲ ἀνωμελῆ ἀλλ' ἀναπόφευκτη ἐξαίρεση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀρχικοῦ ἀδαμιαίου ἀναγωγικοῦ ἀνθρώπου (ἀνδρός), τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου.

Κι ὁ μέσος ζωώδης ὑπαγωγικὸς κτηνάνθρωπος (ἀνήρ), ὁ ὑπαγωγικῶς κτηνοποιημένος αὐτάνθρωπος, τὸν ἀνάλογό του τελικὸ ζωώδη καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο (ἀνδρίδα ἢ γυναῖκα), τὸν καταγωγικῶς κτηνοποιημένο αὐτάνθρωπο, μὲ ἀνωμελῆ ἀλλ' ἀναπόφευκτη ἐξαίρεση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀρχικοῦ ζωώδους ἀναγωγικοῦ ἀνθρώπου (ἀνδρός), τοῦ αὐτανθρώπου, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου. Ἄνθρωπος, ὅμως, συμβαίνει μὲ ἄνθρωπο, δὲν ἐπιβαίνει ἐσωστρεφῶς ἄνθρωπος ἄνθρωπο, ἀλλ' ἐξωστρεφῶς ἄνθρωπος κτῆνος.

Τὸ ὀρθοβάμον, λοιπόν, διχειρόποδο, στὴν ὁμαλὴ του ἐντελεχειακὴ θεώρηση, ἀποτελεῖ τὸ μέσο ἐντελεχειακὸ σύνδεσμο ἢ ἀλλιῶς κόμβο μεταξὺ τῶν πνευματικῶν καὶ τῶν σωματικῶν φύσεων τῆς ἐντελεχείας τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας, κάνοντας τὴ μίξη μεταξὺ τῆς πνευματικῆς ποίησης καὶ ἐπίβασης καὶ τῆς σωματικῆς ποίησης καὶ ἐπίβασης, δεδομένου ὅτι δέχεται ἢ πάσχει πνευματικὴ ποίηση καὶ ἐπίβαση ἀπὸ τὶς ἀνώτερές του πνευματικὲς φύσεις καὶ ἀσκεῖ ἢ ἐνεργεῖ σωματικὴ ποίηση καὶ ἐπίβαση πρὸς τὶς κατώτερές του σωματικὲς φύσεις.

Λόγῳ, ὅμως, τῆς θηλυμανικῆς διαστροφῆς καὶ τῆς ἐγκληματικῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ, πολλὰ ὀρθοβάμονα διχειρόποδα ὑπήχθησαν ἢ ὑποβαθμίστηκαν ἢ ὑπετράπησαν ἢ κατρακύλισαν ὁμοιωτικῶς στὸ ἐπίπεδο τῶν ἡμιπρηνῶν («ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγή» ἢ «ὁμοιωτικὴ ὑποβάθμιση» ἢ «ὁμοιωτικὴ ὑποτροπή» ἢ «ὁμοιωτικὸ κατρακύλισμα»).

Καὶ ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο αὐτό, πολλὰ ἄλλα, συνεχίζοντας καὶ ὁλοκληρώνοντας τὸ ὁμοιωτικὸ κατρακύλισμα ὡς ὁμοιωτικὸ ἀναποδογύρισμα, κατήχθησαν ἢ καταβαθμίστηκαν ἢ ἀνετράπησαν ἢ ἀναποδογύρισαν ὁμοιωτικῶς στὸ ἐπίπεδο τῶν ὁλοπρηνῶν («ὁμοιωτικὴ καταγωγή» ἢ «ὁμοιωτικὴ καταβάθμιση» ἢ «ὁμοιωτικὴ ἀνατροπή» ἢ «ὁμοιωτικὸ ἀναποδογύρισμα»).

Καὶ γι' αὐτὸ δέχονται ἐπιπλέον καὶ σωματικὴ ἐπίβαση, μὲ μετατροπὴ τοῦ παρὰ φύσιν σὲ κατὰ φύσιν, τῆς ἀφύσικης ἀνωμαλίας σὲ δῆθεν φυσικὴ ὁμαλότητα, τουτέστιν ὁμαλοφάνεια, καὶ ἀντιτροπὴ τοῦ κατὰ φύσιν σὲ παρὰ φύσιν, τῆς φυσικῆς ὁμαλότητος σὲ δῆθεν ἀφύσικη ἀνωμαλία, τουτέστιν ἀνωμαλοφάνεια, ὅπως εἴπαμε συνοπτικῶς παραπάνω καὶ θὰ δοῦμε ἀναλυτικῶς παρακάτω.

Τὸ αἰσθητὸ ὁλόϋλο ὀρθὸ σῶμα τοῦ θεοψυχανθρώπου, στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακὴ θεώρησή του καὶ στὴ φυσικὴ πράξη, δέχεται ἢ πάσχει ἀμφότερες, καὶ τὴν πνευματικὴ ποίηση καὶ τὴν πνευματικὴ ἐπίβαση, ἀπὸ τὸ ἀνώτατο πάντων νοερὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ, τὴν τελευταία στὸ ἀνώτερο εἶδος τῆς προσληπτικῆς ἐπίβασης, τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς), δηλαδή, ἕνωσης, καὶ αὐτὴ καὶ μόνη τὴν πνευματικὴ ἐπίβαση καὶ μόνο ἀπὸ τὸ ἀνώτερό του νοητὸ ἡμίυλο πνεῦμα τοῦ θείου ὑφυπαγγέλου, κι αὐτή, ἐπίσης, στὸ ἀνώτερο εἶδος τῆς συμπροσληπτικῆς ἐπίβασης, δεδομένου ὅτι συμπροσλαμβάνεται ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὸ θεὸ (θεότητα) καὶ τὸ θεῖο ὑφυπάγγελο (ψυχή) ποὺ ἔχει προσληφθεῖ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὸ θεό. Οἱ λόγοι ἔχουν ἐξηγηθεῖ παραπάνω.

Καὶ μόνο αὐτὸ ἀσκεῖ ἢ ἐνεργεῖ ἀμφότερες, καὶ τὴ σωματικὴ ποίηση (χειροποίηση) καὶ τὴ σωματικὴ ἐπίβαση, καὶ μόνο πρὸς ὅλα τὰ κατώτερά του αἰσθητὰ ὁλόϋλα πρηνῆ, καὶ τὰ ἡμιπρηνῆ καὶ τὰ ὁλοπρηνῆ, σώματα τῶν ζώων τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας καὶ ὄχι ἐπιπλέον καὶ πρὸς τὰ αἰσθητὰ ὁλόϋλα ὀρθὰ σώματα τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἐπίσης ἔχουμε ἐξηγήσει.

Ἡ χειροποίηση τῶν ὀρθοβαμόνων σωμάτων τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου ἀπὸ τὸ ἐπίσης ὀρθοβᾶμον σῶμα τοῦ θεοψυχανθρώπου ἀπαγορεύεται, πρῶτον, διότι ἡ τοιαύτη ἐφαρμόζεται μεταξὺ ἀνίσων (σχετικῶς ἀνίσων) καὶ ὄχι παρίσων (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσων) σωματικῶν φύσεων.

Κατὰ μὲν τὴ φύση τους, καὶ τὰ τρία αὐτὰ σώματα, καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου, διαπιστώνονται ἴσα, διότι καὶ τὰ τρία εἶναι ὀρθοβάμονα διχειρόποδα, κατὰ δὲ τὸ φυσικὸ εἶδός τους, πάρισα (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσα), ἐπειδὴ εἶναι ἑτεροειδῆ. Καὶ ἂν ἡ φύση καὶ τὸ φυσικὸ εἶδος θεωρηθοῦν συνοπτικῶς ὡς φύση, θεωροῦνται ὡς πάρισα (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσα) κατὰ τὴ φύση.

Κατὰ δὲ τὴν ὑπόσταση (πρόσωπο ἢ προσωποειδές) ἐλέγχονται ἄνισα, δεδομένου ὅτι ὁ θεοψυχάνθρωπος ἀποτελεῖ θεῖο (ἄϋλο) μικτὸ πρόσωπο, μὲ ψυχανθρώπινες (ἡμίυλες καὶ ὁλόϋλες) προσμίξεις, ὁ ψυχάνθρωπος ψυχικὸ (ἡμίυλο) μικτὸ πρόσωπο μὲ ἀνθρώπινες (ὁλόϋλες) προσμίξεις καὶ ὁ αὐτάνθρωπος σαρκικὸ (ὁλόϋλο) καθαρὸ προσωποειδὲς (ὑποκείμενο).

Ἡ δὲ ποίηση, ἄρα καὶ ἡ χειροποίηση, δὲν ἀφορᾷ μόνο τὴν ὑπόσταση (πρόσωπο ἢ προσωποειδές) ἀλλὰ καὶ τὴ φύση τοῦ ποιητοῦ καὶ τοῦ ποιήματος καὶ γι' αὐτὸ τὸ ὀρθὸ σῶμα δὲν χειροποιεῖ ἄλλο ὀρθὸ σῶμα, τὴν ἴδια τὴ φύση του, ἀλλὰ μόνο τὸ πρηνές, εἴτε ἡμιπρηνὲς εἴτε ὁλοπρηνές, σῶμα, τὴν ἕτερη φύση.

Τὸ ὀρθοβᾶμον σῶμα τοῦ θεοψυχανθρώπου συμπροσλήφθηκε καὶ ἀπὸ τὴ θεότητά του καὶ ἀπὸ τὴν ψυχή του, τὴν ἀπὸ τὴ θεότητά του προσειλημμένη, καὶ κατὰ τὴ σωματικὴ φύση καὶ κατὰ τὸ σωματικὸ φυσικὸ εἶδος.

Καὶ τὸ ὀρθοβᾶμον σῶμα τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου προσλήφθηκε ἀπὸ τὴν ψυχὴ του Ἀδὰμ ὁμοίως, καὶ κατὰ τὴ σωματικὴ φύση καὶ κατὰ τὸ σωματικὸ φυσικὸ εἶδος. Ἀπὸ τὴ θεότητα, ὅμως, καὶ τὴν ἀπὸ τὴ θεότητα προσειλημμένη ψυχὴ τοῦ θεοψυχανθρώπου τὸ σῶμα τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου συμπροσλήφθηκε κατὰ τὴ σωματικὴ φύση καὶ ἐν μέρει κατὰ τὸ σωματικὸ φυσικὸ εἶδος, διότι κατὰ τὸ σωματικὸ φυσικὸ εἶδός του εἶναι ἡμιαύξητο (ἡμιαναβαθμισμένο).

Τὸ δὲ ὀρθοβᾶμον σῶμα τοῦ αὐτανθρώπου συμπροσλήφθηκε ἀπὸ τὴ θεότητα καὶ τὴν ἀπὸ τὴ θεότητα προσειλημμένη ψυχὴ τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ προσλήφθηκε ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ Ἀδὰμ μόνο κατὰ τὴ σωματικὴ φύση καὶ ὄχι κατὰ τὸ σωματικὸ φυσικὸ εἶδος, διότι κατὰ τὸ σωματικὸ φυσικὸ εἶδός του εἶναι ἀναύξητο (μὴ ἀναβαθμισμένο).

Ἄρα καὶ τὰ τρία τοιαῦτα ὀρθὰ σώματα ἀποτελοῦν διάφορα καὶ πάρισα (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσα) σωματικὰ φυσικὰ εἴδη τῆς προσληφθείσης κοινῆς σωματικῆς φύσεως τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου καὶ γιὰ τὸν πρῶτο αὐτὸ λόγο καὶ τὰ δύο κατὰ παρισότητα (σχετικὴ ἰσότητα) κατώτερα ὀρθοβάμονα σώματα τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ χειροποιηθοῦν ἀπὸ τὸ κατὰ παρισότητα (σχετικὴ ἰσότητα) ἀνώτερο ὀρθοβᾶμον σῶμα τοῦ θεοψυχανθρώπου.

Ἡ χειροποίησή τους, ὅμως, ἀπαγορεύεται καὶ γιὰ ἕνα δεύτερο λόγο, ἐπειδή, ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ ἔνσαρκος ἔγχωρος θεὸς καὶ ὁ κατ' εἰκόνα αὐτοῦ καὶ καθ' ὑπόστασιν (κατὰ πρόσωπον) ἡνωμένος μὲ αὐτὸν θεῖος ὑφυπάγγελος συναποτελοῦν τὴ μειωμένη πνευματικὴ φυσικὴ κατάσταση ἢ φύση τοῦ προσλήπτορος στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ ὑποστατικὴ (προσωπική) πρόσληψη καὶ ὄχι ἡ ποίηση τῆς σωματικῆς φύσης τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου. Ἡ ποίησή της ἀνήκει στὴν ἀμέσως προηγούμενη ἀμείωτη πνευματικὴ φυσικὴ κατάσταση ἢ φύση τοῦ ποιητοῦ, στὸν ἄσαρκο ἔγχωρο θεὸ καὶ τὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ ὑπάγγελο.

Καὶ τότε, θὰ ρώταγε κάποιος ἐπιπόλαιος, μὲ ποιά παραγωγικὴ σχέση συνδέονται μεταξύ τους τὰ τρία αὐτὰ διάφορα φυσικὰ εἴδη τῆς κοινῆς φύσεως τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου, ὥστε νὰ τεκμηριώνουν νομοτελειακὰ καὶ τὴ συναγωγική τους σχέση, ἀφοῦ δὲν ἐπιτρέπεται οὔτε νὰ χειροποιεῖ τὸ ἀνώτερο τὰ δύο κατώτερα οὔτε νὰ γεννᾷ τὸ κατώτερο τὰ δύο ἀνώτερα;

Ἐν προκειμένῳ, ὡς κοινός τους παραγωγὸς ἢ κοινή τους ἀρχὴ ἐκλαμβάνεται ἡ κοινὴ πρώτη ἢ προϋπάρχουσα ὕλη τους μέσα στὰ νοερὰ χέρια τοῦ θεοῦ δημιουργοῦ τους, ἡ γῆ, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ θεὸς δημιουργός, ὁ ἄσαρκος ἔγχωρος θεός, ἔπλασε ἀπευθείας ἕκαστο ἐκ τῶν τριῶν.

Ἄλλη ἐπιπόλαιη καὶ κακόδοξη συναφὴς γνώμη εἶναι ὅτι ἄν, δῆθεν, ἡ ἀγεννησία δοθεῖ ἀνὰ ἕκαστο φυσικὸ εἶδος, χωριστὰ στὸν θεοψυχάνθρωπο, χωριστὰ στὸν ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο καὶ χωριστὰ στὸν αὐτάνθρωπο, τότε ἡ φύση τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου τριαρχεῖται, ἔχει, δηλαδή, τρεῖς καὶ ὄχι μία φυσικὴ ἀρχή.

Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴ σύστροφο ἢ τελειόστροφο (αὔξουσα) διαδοχικὴ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη «φύσις (ἀτελὲς καὶ ἀφῃρημένον ἀρχέτυπον) φυσικὸν εἶδος (ἡμιτελὲς καὶ διακεκριμένον ἔκτυπον) φυσικὸν ἄτομον (τέλειον καὶ συγκεκριμένον ἀντίτυπον)», ἡ ἀγεννησία ἢ ἀλλιῶς τὸ φυσικὸ αὐτοκέφαλο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δοθεῖ στὸ πρῶτο ἐντελεχειακὸ ἄκρο, στὴ φύση, διότι ἡ ἔννοια τῆς φύσης εἶναι ἀφῃρημένη.

Τί εἶναι «ὀρθοβᾶμον διχειρόποδον»; Εἶναι «θεοψυχάνθρωπος», εἶναι «ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος», εἶναι «αὐτάνθρωπος»; Τί ἀκριβῶς εἶναι; Πρόκειται, ἀσφαλῶς, γιὰ ἀφῃρημένη καὶ ἀσαφῆ φυσικὴ ἔννοια ποὺ δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀγεννητοδοσία (φυσικὴ αὐτοκεφαλοδοσία) ἂν προηγουμένως δὲν καταστεῖ σαφής.

Σ' αὐτή, δηλαδή, τὴν περίπτωση θὰ εἴχαμε φυσικὴ ἀναρχία ἐπειδὴ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ὁρισθεῖ τὸ φυσικὸ εἶδος ὥστε νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ κάτι φυσικῶς σαφὲς καὶ νὰ τελειώσουμε πάλι σὲ κάτι ὁμόλογό του, δὲν θὰ ξέραμε, μὲ ἄλλα λόγια, ἀπὸ ποὺ ν' ἀρχίσουμε καὶ ποὺ νὰ τελειώσουμε.

Ἀλλ' οὔτε καὶ στὸ ἔσχατο ἐντελεχειακὸ ἄκρο, στὸ συγκεκριμένο φυσικὸ ἄτομο, ἐπιτρέπεται νὰ δοθεῖ ἡ ἀγεννησία (φυσικὸ αὐτοκέφαλο), διότι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἕκαστο φυσικὸ ἄτομο ἑκάστου φυσικοῦ εἴδους θὰ ἦταν ἀγέννητο, θὰ εἴχαμε, δηλαδή, πολυαρχία τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ φυσικοῦ εἴδους.

Ἐπιτρέπεται, συνεπῶς, νὰ δοθεῖ μόνο στὸ ἐντελεχειακὸ μέσο, στὸ διακεκριμένο φυσικὸ εἶδος καὶ ἀνὰ φυσικὸ εἶδος, σὲ κάθε ἕνα διάφορο φυσικὸ εἶδος, στὸ πρῶτο, δηλαδή, μόνο, φυσικὸ ἄτομο ἑκάστου διαφορετικοῦ φυσικοῦ εἴδους, μὲ τὴν ἔννοια τῆς μοναρχίας τοῦ ἴδιου φυσικοῦ εἴδους.

Αὐτὴ ποὺ περιγράψαμε εἶναι ἡ σύστροφη ἢ τελειόστροφη (αὔξουσα) ἐντελεχειακὴ κίνηση, πρῶτα ἀπὸ τὴν κοινὴ φύση στὸ διάφορο φυσικὸ εἶδος (πρὶν αὐτὸ ὁρισθεῖ), ὅπου ἡ ἔννοια τῆς φύσεως ἀκόμη πλανᾶται χωρὶς νὰ ἔχει διασαφηνισθεῖ, καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὸ διάφορο φυσικὸ εἶδος (ἀφοῦ αὐτὸ ὁρισθεῖ) στὸ διαφορετικὸ φυσικὸ ἄτομο, ὅπου ἡ ἔννοια τῆς φύσεως καθίσταται σαφής.

Στὴν ἀνάστροφη τῆς συστρόφου ἐντελεχειακὴ κίνηση, πρῶτα ἀπὸ τὸ φυσικὸ ἄτομο στὸ φυσικὸ εἶδος καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὸ φυσικὸ εἶδος στὴ φύση, προκύπτει πρῶτα ἡ σύνθετη ἔννοια τοῦ ὅλου φυσικοῦ εἴδους ὡς συνόλου τῶν φυσικῶν ἀτόμων του καὶ ἔπειτα ἡ σύνθετη ἔννοια τῆς ὅλης φύσεως ὡς συνόλου τῶν φυσικῶν εἰδῶν της.

Ἐδῶ, ὅμως, κάποιος ἐπιπόλαιος μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ ἐσφαλμένα τὸ νόημα τῆς συνθέσεως τῆς ὅλης φύσεως ἀπὸ τὰ φυσικὰ εἴδη της ἀναλόγως πρὸς τὸ νόημα τῆς συνθέσεως τοῦ ὅλου φυσικοῦ εἴδους ἀπὸ τὰ φυσικὰ ἄτομά του καὶ ἔτσι νὰ ἐκφέρει τὴν κακόδοξη γνώμη ὅτι δῆθεν καὶ τὰ διάφορα φυσικὰ εἴδη τῆς κοινῆς φύσεως διατελοῦν ὑπὸ κοινὴ ἀγεννησία (φυσικὸ αὐτοκέφαλο) ὅπως καὶ τὰ διαφορετικὰ φυσικὰ ἄτομα τοῦ κοινοῦ φυσικοῦ εἴδους, ποὺ σημαίνει σύγχυση τῶν διαφορετικῶν φυσικῶν εἰδῶν μεταξύ τους. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ πρῶτο φυσικὸ ἄτομο τοῦ κατωτέρου φυσικοῦ εἴδους διατελεῖ ἀγέννητο καὶ τὰ πρῶτα φυσικὰ ἄτομα τῶν ἀνωτέρων φυσικῶν εἰδῶν ἐν γένει γεννητά.

Καὶ τὰ δύο αἰσθητὰ ὁλόϋλα ὀρθὰ σώματα τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου στὴ φυσικὴ πράξη καὶ ποιοῦνται καὶ δύνανται νὰ ἐπιβαίνονται πνευματικῶς ἀπὸ τὸ ἀνώτατο πάντων νοερὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ καὶ μόνο νὰ ἐπιβαίνονται πνευματικῶς ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνώτερά τους νοητὰ ἡμίυλα πνεύματα, ἀπὸ τὸν ἄγγελο καὶ τὸν ὑπάγγελο στὸ εἶδος τῆς συνουσιαστικῆς ἐπίβασης καὶ ἀπὸ τὸν ὑφυπάγγελο στὸ εἶδος τῆς προσληπτικῆς ἐπίβασης, ἀπὸ τὸ θεῖο ὑφυπάγγελο, τὸ μέν, καὶ ἀπὸ τὸν ἀδαμιαῖο ὑφυπάγγελο, τὸ δέ, καὶ μόνο νὰ ἐπιβαίνουν σωματικῶς σὲ ὅλα τὰ κατώτερά τους πρηνῆ, ἡμιπρηνῆ καὶ ὁλοπρηνῆ, σώματα τῶν ζώων τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, μαζί, ἐννοεῖται, μὲ τὰ ὑφυπαγγελικὰ προσληπτορικά τους πνεύματα.

Πλήν, ὅμως, μαζὶ μ' ἐκείνα ἀπροθυμοῦν κι αὐτά, παρότι ὀφείλουν, νὰ ἀσκήσουν τὴ συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση πρὸς τὰ τοιαῦτα ζῶα μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι δὲν ἔχουν ψυχὴ καὶ δὲν εἶναι νοήμονα.

Τὸ δὲ αἰσθητὸ ὁλόϋλο ὀρθὸ σῶμα τοῦ αὐτανθρώπου στὴ φυσικὴ πράξη καὶ ποιεῖται καὶ δύναται νὰ ἐπιβαίνεται πνευματικῶς ἀπὸ τὸ ἀνώτατο πάντων νοερὸ ἄϋλο πνεῦμα τοῦ θεοῦ καὶ μόνο νὰ ἐπιβαίνεται πνευματικῶς ἀπὸ τὰ ἀνώτερά του νοητὰ ἡμίυλα πνεύματα τοῦ ἀγγέλου καὶ τοῦ ὑπαγγέλου καὶ μόνο νὰ ἐπιβαίνει σωματικῶς σὲ ὅλα τὰ κατώτερά του πρηνῆ, ἡμιπρηνῆ καὶ ὁλοπρηνῆ, σώματα τῶν ζώων τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας.

Ἀλλ' ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ἔχει ψυχὴ καὶ δὲν εἶναι νοῆμον καὶ λόγῳ καὶ τῆς διαστροφικῆς ἐσωστρεφοῦς ἐπιβάσεως ποὺ ἐπέβαλε ὁ θεὸς καὶ ὁ θεοψυχάνθρωπος δημιουργὸς στὴν ἐντελέχεια τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας καὶ στὴν ἐνάλληλή της προαναφερθεῖσα ἐντελέχεια, καὶ ὅλα τὰ ὡς ἄνω πνεύματα ἀπροθυμοῦν νὰ τὸ ἐπιβαίνουν ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιο ἀπροθυμεῖ νὰ ἐπιβαίνει τὰ ὡς ἄνω ζῶα, παρότι εἶναι κι αὐτὸ ἀνέμψυχο ὅπως ἐκεῖνα.

Μὲ τὴν ἐντελεχειακὴ κάθοδο (κατὰ τὴν ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ πρηνοῦς) ἀπὸ τὰ ὀρθοβάμονα διχειρόποδα, τοὺς ῥεκτόχειρες, στὰ ἡμιπρηνῆ διχειρόποδα, τοὺς βακτρόχειρες καὶ τοὺς ποδόχειρες, ἡ μὲν ποιητικὴ ἱκανότητα, ἡ τοῦ ποιήτορος ἢ ποιητοῦ, μειώνεται σταδιακά, μὲ λιγότερη τὴ μείωση στὸ ἐντελεχειακὸ στάδιο τῶν βακτροχείρων καὶ περισσότερη στὸ ἐντελεχειακὸ στάδιο τῶν ποδοχείρων, γιὰ νὰ ἐκλείψει μετὰ τὰ διχειρόποδα σὲ ὅλα τὰ κατώτερά τους ζῶα, καὶ στὰ ἡμιπρηνῆ τετράποδα ἢ ἀνωτετράποδα καὶ στὰ ὁλοπρηνῆ τετράποδα ἢ κατωτετράποδα, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὴν ἴδια ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας.

Ὅλα, λοιπόν, τὰ ὑποδεέστερα τῶν ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων ἢ ῥεκτοχείρων ζῶα τῆς τοιαύτης ἐντελεχείας δὲν δύνανται νὰ ποιοῦν διαδοχικὰ τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, τὸ ἀνώτερο τὸ ἀμέσως κατώτερό του, ὄχι μόνο ἐπειδὴ δὲν εἶναι φύσει δυνατὸ νὰ συμπροσληφθοῦν ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὴ θεία καὶ τὴν ἀπὸ τὴ θεία ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) προσειλημμένη ψυχικὴ φύση, ἀλλὰ καὶ διότι ἐκ φύσεως ἔχουν λιγότερο ἢ περισσότερο μειωμένη ἢ δὲν ἔχουν καθόλου τὴ σωματικὴ ποιητική, τὴ χειροποιητική, ἱκανότητα.

Ἡ δὲ ἐπιβατικὴ ἱκανότητα, ἡ τοῦ ἐπιβήτορος ἢ ἐπιβάτου, παραμένει ἀκόμη μέχρι καὶ τὰ ἡμιπρηνῆ τετράποδα (ἀνωτετράποδα) γιὰ νὰ ἐκλείψει κι αὐτὴ στὰ ὁλοπρηνῆ τετράποδα (κατωτετράποδα), ὑπὸ ὁμαλές, βεβαίως, ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες καὶ ἂν δὲν λάβει κανεὶς ὑπόψει του τὴν παρὰ φύσιν ὁμοιωτικὴ ἀναγωγὴ ἢ παραναγωγὴ καὶ τὴν ἐντελεχειακῶς συσχετικὴ μὲ αὐτὴ παρὰ φύσιν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ ποὺ ἐφήρμοσε, ἐν προκειμένῳ, ἡ διαστροφικότητα τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ.

Ἔτσι οἱ ἡμιπρηνεῖς βακτρόχειρες δύνανται νὰ ἐπιβαίνονται σωματικῶς ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρους τους ὀρθοβάμονες ῥεκτόχειρες καὶ νὰ ἐπιβαίνουν σωματικῶς σὲ ὅλα τὰ κατώτερά τους ἡμιπρηνῆ διχειρόποδα καὶ ἡμιπρηνῆ τετράποδα καὶ κατεξοχὴν στὰ ὁλοπρηνῆ τετράποδα, οἱ ἡμιπρηνεῖς ποδόχειρες νὰ ἐπιβαίνονται σωματικῶς ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρους τους ἡμιπρηνεῖς βακτρόχειρες καὶ ὀρθοβάμονες ῥεκτόχειρες καὶ νὰ ἐπιβαίνουν κι αὐτοὶ σωματικῶς σ' ὅλα τὰ κατώτερά τους τετράποδα, ἡμιπρηνῆ καὶ ὁλοπρηνῆ, καὶ κατεξοχὴν στὰ ὁλοπρηνῆ κ.ο.κ..

Μέχρι νὰ φθάσουμε στὰ ὁλοπρηνῆ τετράποδα, τὰ γουρούνια, τὰ ὁποῖα, στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακὴ καὶ φυσική τους θεώρηση, εἶναι τὰ καθαρὰ ἐπιβατά, τὰ καθαρὰ θήλεα, τὰ ὁποῖα ἐνσαρκώνουν συμβολικῶς, μορφοποιοῦν, δηλαδή, καὶ ζωοποιοῦν τὴ γῆ, τὴν ὑλικὴ μάζα.

Ὅσο, λοιπόν, ἀφορᾷ τὴ σωματικὴ ἐπίβαση, στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακὴ καὶ φυσική της θεώρηση, τὸ ὀρθὸ σῶμα ἐπιβαίνει ἐξωστρεφῶς στὸ πρηνές, καὶ στὸ ἡμιπρηνὲς καὶ στὸ ὁλοπρηνές, καὶ κατεξοχὴν στὸ ὁλοπρηνὲς σῶμα.

Τὸ ἡμιπρηνὲς σῶμα καὶ ἐπιβαίνεται ἐξωστρεφῶς κατεξοχὴν ἀπὸ τὸ ὀρθὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἀνώτερό του ἡμιπρηνές, ἂν ὑφίσταται, σῶμα καὶ ἐπιβαίνει ἐξωστρεφῶς κατεξοχὴν στὸ ὁλοπρηνὲς σῶμα ἀλλὰ καὶ στὸ κατώτερό του ἡμιπρηνές, ἐὰν ὑφίσταται, σῶμα. Καὶ τὸ ὁλοπρηνὲς σῶμα ἐπιβαίνεται ἐξωστρεφῶς κατεξοχὴν ἀπὸ τὸ ὀρθὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἡμιπρηνὲς σῶμα.

Τὸ ὀρθό, δηλαδή, ἢ ἀλλιῶς ὀρθοβᾶμον σῶμα, στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακὴ καὶ φυσική του θεώρηση, δὲν δέχεται (πάσχει) ἀλλὰ μόνο ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τὴ σωματικὴ ἐπίβαση. Τὸ ἡμιπρηνὲς σῶμα, στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακὴ καὶ φυσική του θεώρηση, πρῶτα δέχεται (πάσχει) καὶ ἔπειτα ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τὴ σωματικὴ ἐπίβαση. Καὶ τὸ ὁλοπρηνὲς σῶμα, στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακὴ καὶ φυσική του θεώρηση, δὲν ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) ἀλλὰ μόνο δέχεται (πάσχει) τὴ σωματικὴ ἐπίβαση.

Ὀρθὸ δὲν ἐπιβαίνει ὀρθὸ ἀλλὰ συμβαίνει μὲ ὀρθό, ἡμιπρηνὲς δὲν ἐπιβαίνει τὸ ἴδιο ἡμιπρηνὲς ἀλλὰ συμβαίνει μὲ τὸ ἴδιο ἡμιπρηνές καὶ ὁλοπρηνὲς δὲν ἐπιβαίνει ὁλοπρηνὲς ἀλλὰ συμβαίνει μὲ ὁλοπρηνές.

Στὴν ποίηση, σημειωτέον, τὸ ἀνώτερο ὂν ἐπιτρέπεται νὰ ποιεῖ μόνο τὸ ἀμέσως κατώτερό του, ἄν, βεβαίως, πληροῖ τὶς ἀπαιτούμενες ποιητικὲς φυσικὲς προϋποθέσεις ἐπὶ τούτῳ, μὲ ἐξαίρεση, βεβαίως, τὸ θεῖο ὂν τὸ ὁποῖο ποιεῖ πάντα τὰ κατώτερά του ὄντα, εἴτε μόνο του, εἴτε ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἡνωμένο μὲ τὸ κοσμικὸ ὄν, ἐνῷ στὴν ἐπίβαση κάθε ἀνώτερο ὂν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιβαίνει ὅλα τὰ κατώτερά του ὄντα καὶ ὄχι μόνο τὸ ἀμέσως κατώτερό του. Καὶ τοῦτο διότι τὸ σχῆμα τῶν δύο ἢ πλειόνων ποιητῶν εἶναι ἀνεπίτρεπτο γιὰ τὸ ἴδιο ζῶν ὄν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἐπιτρεπτὸ σχῆμα τῶν δύο ἢ πλειόνων διαδοχικῶν μεταξύ τους ἐπιβητόρων τοῦ αὐτοῦ ζῶντος ὄντος.

Στὴ φυσικὴ πράξη δὲν ἐξετάζεται εἰδικῶς ἂν ὁ ἐπιβήτωρ συνδέεται μὲ ἄμεση ἢ ἔμμεση ποιητικὴ σχέση μὲ τὸ ἐπιβατό του ἀλλὰ λαμβάνεται γενικῶς ὑπόψει ὅτι ὅλα τὰ ἐπιβατὰ κοσμικὰ ὄντα εἶναι ποιήματα τοῦ ἐπιβητορικοῦ θείου ὄντος, ἔχουν, δηλαδή, τὴν κοινὴ ἀναφορά τους στὸν ἴδιο ἕνα ποιητή.

Ἄρα, ἐφόσον ὅλα τὰ τοιαῦτα δύνανται νὰ ἑνώνονται ἐπιβασιακῶς (ὑποτακτικῶς) μὲ τὸ ἀνώτατο ὂν δύνανται νὰ ἑνώνονται ἐπιβασιακῶς καὶ διαδοχικῶς καὶ μεταξύ τους, κάθε ἀνώτερο μὲ κάθε ἄλλο κατώτερό του ὄν, ἀρκεῖ, ἐννοεῖται, νὰ ἀνήκουν στὴν ἴδια διαδοχικὴ ἐντελέχεια τοῦ ποιητοῦ καὶ τοῦ ἐπιβήτορος καὶ νὰ πληροῦν τὶς ἐπὶ τούτῳ ἐπιβασιακὲς φυσικὲς προϋποθέσεις.

Μὲ βάση ὅσα προεξετέθησαν, στὰ πλαίσια τῆς ἐντελεχείας τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας ἢ ἀλλιῶς ἐντελεχείας τοῦ ποιητοῦ καὶ τοῦ ἐπιβήτορος, ἡ φύση τοῦ θεοῦ χαρακτηρίζεται ὡς «καθαρὸν ἄρρεν», ἐπειδὴ δύναται μόνο νὰ ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τὴ θεία καὶ νοερὰ πνευματικὴ ἐπίβαση, ἐπειδή, δηλαδή, εἶναι «ἀνεπίβατος».

Ἡ φύση (ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ μονόφυση) τῶν ἀγγέλων ὡς «ἐναφανὲς μικτὸν ἄρρεν», ἐπειδὴ ἐναφανίζει, κρύπτει, δηλαδή, στὸ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴ μικτὴ ἀρσενικότητά της, δεδομένου ὅτι δύναται νὰ δέχεται (πάσχει) μόνο τὴ θεία καὶ νοερὰ πνευματικὴ ἐπίβαση, ἡ ὁποία, ὡς ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, εἶναι ἡ πιὸ λεπτὴ καὶ ἡ περισσότερο ἀφανὴς ἐπιβητορικὴ ἐνέργεια ἀπ' ὅλες, καὶ νὰ ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τὴν ἀγγελικὴ νοητὴ πνευματικὴ ἐπίβαση, ἐπειδή, δηλαδή, εἶναι «ἁπαξεπίβατος», τουτέστιν «ἡμιεπίβατος».

Ἡ φύση (ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ ὑπέρφυση) τῶν ὑπαγγέλων ὡς «ἀφανὲς μικτὸν ἄρρεν», ἐπειδὴ ἀφανίζει, κρύπτει, δηλαδή, σὲ μικρότερο, συγκριτικὰ μὲ τὴν ἀγγελικὴ φύση, βαθμὸ τὴ μικτή της ἀρσενικότητα, δεδομένου ὅτι δύναται νὰ δέχεται (πάσχει) ἐπιπλέον καὶ τὴν ἀγγελικὴ νοητὴ πνευματικὴ ἐπίβαση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πιὸ ἐκλεπτυσμένη καὶ ἡ περισσότερο ἀφανὴς ἀπὸ τὶς κτιστὲς καὶ παχεῖες ἐπιβητορικὲς ἐνέργειες, καὶ νὰ ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τὴν ὑπαγγελικὴ νοητὴ πνευματικὴ ἐπίβαση, ἐπειδή, δηλαδή, εἶναι «δισεπίβατος», τουτέστιν «ἡμιεπίβατος».

Ἡ φύση (ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ μονόφυση/στατικὴ καὶ κινητικὴ παραμονόφυση) τῶν ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων, τῶν ῥεκτοχείρων, ὡς «παραφανὲς (σχεδὸν ἀφανές) μικτὸν ἄρρεν», ἐπειδὴ παραφανίζει (σχεδὸν ἀφανίζει), κρύπτει, δηλαδή, σὲ μικρότερο, συγκριτικὰ μὲ τὴν ὑπαγγελικὴ καὶ τὴν ἀγγελικὴ φύση, βαθμὸ τὴ μικτὴ ἀρσενικότητά της, δεδομένου ὅτι δύναται νὰ δέχεται (πάσχει) ἐπιπλέον καὶ τὴν ὑπαγγελικὴ νοητὴ πνευματικὴ ἐπίβαση, ἡ ὁποία εἶναι λιγότερο ἐκλεπτυσμένη καὶ ἀφανὴς συγκριτικὰ μὲ τὴν ἀγγελικὴ τοιαύτη, καὶ νὰ ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τὴ ῥεκτοχειρικὴ αἰσθητὴ καὶ σωματικὴ ἐπίβαση, ἐπειδή, δηλαδή, εἶναι «τρισεπίβατος», τουτέστιν «ἡμιεπίβατος».

Ἡ φύση (ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ ὑπέρφυση/στατικὴ καὶ κινητικὴ παρυπέρφυση) τῶν ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων, τῶν βακτροχείρων καὶ τῶν ποδοχείρων, ὡς «ἡμιφανὲς μικτὸν ἄρρεν», ἐπειδὴ ἡμιφανίζει (ἡμιφανερώνει) τὴ μικτὴ ἀρσενικότητά της, δεδομένου ὅτι δύναται νὰ δέχεται (πάσχει) ἐπιπλέον καὶ τὴ ῥεκτοχειρικὴ αἰσθητὴ καὶ σωματικὴ ἐπίβαση καὶ νὰ ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τὴ βακτροχειρικὴ καὶ τὴν ποδοχειρικὴ τοιαύτη, ἐπειδή, δηλαδή, εἶναι «τετρακισεπίβατος», τουτέστιν «ἡμιεπίβατος», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ἐπειδὴ φέρει δύο χέρια καὶ δύο πόδια, μὴ ὄντας τετράποδο.

Ἡ φύση (ἐφυπέρφυση) τῶν ἡμιπρηνῶν τετραπόδων, τῶν ἀνωτετραπόδων, ὡς «ὁλοφανὲς μικτὸν ἄρρεν», ἐπειδὴ ὁλοφανίζει (ὁλοφανερώνει) τὴ μικτή της ἀρσενικότητα, δεδομένου ὅτι δύναται νὰ δέχεται (πάσχει) ἐπιπλέον καὶ τὴ βακτροχειρικὴ καὶ τὴν ποδοχειρικὴ αἰσθητὴ καὶ σωματικὴ ἐπίβαση καὶ νὰ ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τὴν ἀνωτετραποδικὴ τοιαύτη, ἐπειδή, δηλαδή, διατελεῖ «πεντακισεπίβατος», τουτέστιν «ἡμιεπίβατος», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ἐπειδὴ φέρει τέσσερα πόδια, ὄντας τετράποδο.

Καὶ ἡ φύση (καταμονόφυση) τῶν ὁλοπρηνῶν τετραπόδων, τῶν κατωτετραπόδων, ὡς «καθαρὸν θῆλυ», ἐπειδὴ δύναται μόνο νὰ δέχεται (πάσχει) ἐπιπλέον καὶ τὴν ἀνωτετραποδικὴ αἰσθητὴ καὶ σωματικὴ ἐπίβαση, ἐπειδή, δηλαδή, διατελεῖ «ἑξακισεπίβατος», τουτέστιν «ὁλοεπίβατος».

Δεδομένου ὅτι ἡ ἐντελέχεια κινεῖται συστρόφως ἢ τελειοστρόφως (αὐξητικῶς) ἀπὸ τὴν ἀφάνεια (ἀτελὲς ἀρχέτυπο) διαμέσου τῆς ἡμιφανείας (ἡμιτελοῦς ἐκτύπου) πρὸς τὴν ὁλοφάνεια ἢ ἀλλιῶς ἐπιφάνεια ἢ διαφόρως καταφάνεια (τέλειο ἀντίτυπο), ὅτι δηλαδὴ τὰ ἀόρατα καὶ πνευματικὰ γίνονται ὁρατὰ καὶ σωματικά, ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, ἀπεικονίζονται μὲ σωματικὴ μορφή, ἡ ἀφανὴς μικτὴ ἀρσενικότητα ὀφείλει κι αὐτὴ ἐντελεχειακῶς νὰ καταστεῖ ὁλοφανὴς ἢ ἐπιφανὴς ἢ καταφανής, ἀφοῦ πρῶτα γίνει ἡμιφανής.

Ἐν προκειμένῳ, ἡ ἀφάνεια ὁρίζεται ὡς ἐναφάνεια, ἡ ἐν γένει καὶ κατ' ἐπέκτασιν ἡμιφάνεια ὡς ἀφάνεια, ὡς παραφάνεια (< παρὰ = πλησίον + ἀφάνεια) καὶ ὡς ἐν εἴδει καὶ κατεξοχὴν ἡμιφάνεια καὶ ἡ ὁλοφάνεια ὁρολογιακῶς μένει ὡς ἔχει.

Θὰ πρέπει, ἐπίσης, νὰ διευκρινίσουμε ὅτι ἡ μονόφυση τῆς στατικῆς καὶ κινητικῆς πρώτης ἐντελεχειακῆς ἀντιλήψεως τοῦ πρηνοῦς καὶ τοῦ ὀρθοῦ στὴν ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ δεύτερη ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ πρηνοῦς γίνεται παραμονόφυση καὶ ἡ παραμονόφυση μονόφυση, ἡ ὑπέρφυση παρυπέρφυση καὶ ἡ παρυπέρφυση ὑπέρφυση, ἐνῷ ἡ καταμονόφυση καὶ ἡ ἐφυπέρφυση παραμένουν ἀλλ' ἡ πρώτη μὲ λιγάκι διαφοροποιημένη καὶ ἀνάλογη πρὸς ἑκάστη ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη ὁρολογία καὶ ἡ τελευταία μὲ διαφορετικὴ καὶ ἀνάλογη πρὸς ἑκάστη ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη ἐσωτερικὴ ταξινόμηση.

Καὶ ἐπιπλέον, ὅτι ἡ μία ἐκ τῶν δύο τοιούτων ἐντελεχειακῶν ἀντιλήψεων δὲν ἀποτελεῖ τὴν κατάστροφο ἐντελεχειακὴ μορφὴ τῆς ἄλλης ἀλλὰ πρόκειται γιὰ δύο διαφορετικὲς ἐντελέχειες καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχει τὴ δική της, ἀνάλογη πρὸς τὸν ἐντελεχειακό της χαρακτῆρα, κατάστροφο ἐντελεχειακὴ μορφή.

Ἡ στατικὴ καὶ κινητικὴ ἐντελέχεια ἔχει ἀνάλογη κατάστροφο ἐντελεχειακὴ μορφὴ στατικοῦ καὶ κινητικοῦ καὶ ὄχι ποιητικοῦ καὶ ἐπιβατικοῦ ἐντελεχειακοῦ χαρακτῆρος ἡ ὁποία δὲν πρέπει νὰ ταυτίζεται καὶ νὰ συγχέεται μὲ τὴν ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) ἐντελέχεια.

Καὶ ἡ ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ ἐντελέχεια ἔχει κι αὐτὴ ἀνάλογη κατάστροφο ἐντελεχειακὴ μορφὴ ποιητικοῦ καὶ ἐπιβατικοῦ καὶ ὄχι στατικοῦ καὶ κινητικοῦ ἐντελεχειακοῦ χαρακτῆρος ἡ ὁποία δὲν πρέπει νὰ ταυτίζεται καὶ νὰ συγχέεται μὲ τὴ στατικὴ καὶ κινητικὴ σύστροφο ἢ τελειόστροφο (αὔξουσα) ἐντελέχεια.

Καὶ προσέτι, ὅτι ἡ ὅλη στατικὴ καὶ κινητικὴ πρώτη ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη ἔχει ἐν μέρει θεωρητικὴ ὕπαρξη (πρῶτο ἢ ἀριστερὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο πρώτου ἐντελεχειακοῦ κύκλου) καὶ ἐν μέρει ἐμπράγματη ὕπαρξη (δεύτερο ἢ δεξιὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο πρώτου ἐντελεχειακοῦ κύκλου, δεύτερος ἐντελεχειακὸς κύκλος καὶ τρίτος ἐντελεχειακὸς κύκλος).

Ἡ θεωρητική της ὕπαρξη (πρῶτο ἢ ἀριστερὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο πρώτου ἐντελεχειακοῦ κύκλου) διαπιστώνεται στὰ πλαίσια τῆς θεωρητικῶς, μόνο, ὑφισταμένης συμμετρικῆς ἐντελεχείας τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ πρὶν τὴν ὁμοιοστροφοποίηση τῆς τοιαύτης ἐντελεχείας, τῶν δύο, δηλονότι, ἀνομοιοστρόφων καὶ ἀντισυγκλινουσῶν συμμετρικῶν ἐκείνων ἐντελεχειῶν (τὶς ὁποῖες ἀναπτύξαμε στὸ τέταρτο προδημοσιευθὲν μέρος τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας), ταυτιζόμενη μὲ τὴ δεύτερη ἐξ αὐτῶν, τὴν κάτω ἐντελέχεια, τὴ σύστροφο ἢ τελειόστροφο (αὔξουσα).

Ἐνῷ ἡ ὅλη ποιητικὴ καὶ ἐπιβατικὴ δεύτερη ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη εἶναι αὐτὴ ποὺ κέκτηται καθ' ὅλα καὶ τὴν ἐμπράγματη ὕπαρξη, τουτέστι τὴν ὁλικὴ πρακτικὴ ἐφαρμογή. Καὶ τὸ μὲν δεύτερο ἢ δεξιὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο τοῦ πρώτου ἐντελεχειακοῦ κύκλου της ταυτίζεται μὲ τὴν τριαδικὴ σύμπτυξη καὶ τοῦ πρώτου ἐντελεχειακοῦ τετάρτου καὶ ὅλης τῆς ἐντελεχείας τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας.

Τὸ δὲ δεύτερο ἢ δεξιὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο τοῦ δευτέρου ἐντελεχειακοῦ κύκλου της ταυτίζεται μὲ τὴν τριαδικὴ σύμπτυξη τοῦ δευτέρου ἐντελεχειακοῦ τετάρτου τῆς ἐντελεχείας τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας ἡ ὁποία σύμπτυξη ἀποτελεῖ τὴν τριαδικὴ σύμπτυξη τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας.

Ἡ ἐντελέχεια, συνεπῶς, τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ εἴτε ὡς ἐνάλληλη τῆς ἐντελεχείας τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας καὶ ἐμπεριεχόμενη ἐξ ὁλοκλήρου μέσα σ' αὐτή, ἀποτελῶντας τὸ δεύτερο ἐντελεχειακὸ τέταρτό της, εἴτε ὡς ἐνάλληλη τῆς ὁμοιοστροφοποιημένης τρισυνθέτου ἐντελεχείας τοῦ θεοψυχανθρώπου (τὴν ὁποία, ἐπίσης, ἐξετάσαμε στὸ τέταρτο προδημοσιευθὲν μέρος τοῦ τρέχοντος δογματολογικοῦ μας ἔργου) καὶ ἐμπεριεχόμενη ἐν μέρει μέσα σ' ἐκείνη, κατὰ τὰ πρῶτα τρία, μόνο, μέλη της, τὰ τρία τελευταῖα ἐκείνης, καὶ διευρύνουσα ἐκείνη κατὰ τὰ ἄλλα τέσσερα μέλη της.

Ἀνακεφαλαιώνουμε, λοιπόν, καὶ συνοψίζουμε ὡς ἑξῆς:

1. Στατικὴ Καὶ Κινητικὴ Ἐντελεχειακὴ Ἀντίληψις Πρηνοῦς Καὶ Ὀρθοῦ

α΄. Ἀρχέτυπον (ἀτελές): Πρηνές: Τὸ ἀναλτικὸ πρηνές, τὸ καθαρὸ πρηνές: Τετραποδικὴ Πρηνὴς Στάσις. Ἀναλτικὴ Τετραποδικὴ Πρηνὴς Κίνησις.

β΄. Πρότυπον (ἡμιτελές): Παραπρηνές: Τὸ παραπλήσιο τοῦ πρηνοῦς, τὸ σχετικῶς ἢ σχεδὸν πρηνές, τὸ ἁλτικὸ πρηνές, τὸ μικτὸ ἢ πρωτόμικτο πρηνὲς (ἡμίορθο καὶ αὐτὸ κατὰ τὴν εὐρύτερη ἔννοια): Τετραποδικὴ Πρηνὴς Στάσις. Ὑποβασταζομένη (Μὴ Ἀναστατική) Διποδικὴ Ὀξεῖα (Ἢ Ὀρθή) Στάσις. Τετραποδικὴ Πρηνὴς Κίνησις. Ἁλτικὴ Τετραποδικὴ Παραπρηνὴς Κίνησις.

γ΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἡμίορθον: Τὸ περισσότερο πρηνὲς καὶ λιγότερο ὀρθό, τὸ ἀνάστατο πρηνές, τὸ πρόσμικτο ἢ ἀνάμικτο ἢ ὑστερόμικτο πρηνές: Τετραποδικὴ Ἢ Διχειροποδικὴ Πρηνὴς Στάσις. Ἀναστατικὴ (Μὴ Ὑποβασταζομένη) Διποδικὴ Ὀξεῖα Ἢ Ὀρθὴ Στάσις. Τετραποδικὴ Ἢ Διχειροποδικὴ Πρηνὴς Κίνησις. Ἁλτικὴ Τετραποδικὴ Ἢ Διχειροποδικὴ Παραπρηνὴς Κίνησις.

δ΄. Ἀντίτυπον (τέλειον): Ὁλόορθον: Τὸ καθαρὸ ὀρθό: Διποδικὴ Ὀρθὴ Στάσις. Διποδικὴ Ὀρθὴ Κίνησις. Ἁλτικὴ Διποδικὴ Ὀρθὴ Κίνησις.

Ι. Ἀρχέτυπος Ἀτελὴς Καταμονόφυσις Πρηνῶν Κατωτετραπόδων

― Παναρχέτυπος Ἀτελὴς Φύσις Πρηνῶν Κατωτετραπόδων (χοίρων)

ΙΙ. Ἔκτυπος Ἡμιτελὴς Ἐφυπέρφυσις Παραπρηνῶν Καὶ Ἡμιόρθων Ἀνωτετραπόδων

Α΄. Μονόφυσις Παραπρηνῶν Ἁλτοτετραπόδων

α΄. Ἀρχέτυπος Ἀτελὴς Φύσις Παραπρηνῶν Ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων)

Β΄. Ὑπέρφυσις Ἡμιόρθων Ἀναστατοτετραπόδων

β΄. Ἔκτυπος Ἡμιτελὴς Φύσις Ἡμιόρθων Ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων)

γ΄. Ἀντίτυπος Τελεία Φύσις Ἡμιόρθων Ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων)

Γ΄. Παρυπέρφυσις Βοσκόντων Ἀνωτετραπόδων

α΄. Ἀρχέτυπος Ἀτελὴς Φύσις Βοσκόντων Ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων)

β΄. Ἔκτυπος Ἡμιτελὴς Φύσις Βοσκόντων Ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων)

Δ΄. Παραμονόφυσις Θηρευόντων Ἀνωτετραπόδων

γ΄. Ἀντίτυπος Τελεία Φύσις Θηρευόντων Ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων)

ΙΙΙ. Ἀντίτυπος Τελεία Ἐφυπέρφυσις Ἡμιόρθων Καὶ Ὁλοόρθων Διχειροπόδων

Α΄. Μονόφυσις Κτηνοειδῶν Ἡμιόρθων Διχειροπόδων

α΄. Ἀρχέτυπος Ἀτελὴς Φύσις Κτηνοειδῶν Ἡμιόρθων Ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων)

Β΄. Ὑπέρφυσις Ἀνθρωποειδῶν Ἡμιόρθων Καὶ Ὁλοόρθων Διχειροπόδων

β΄. Ἔκτυπος Ἡμιτελὴς Φύσις Ἀνθρωποειδῶν Ἡμιόρθων Βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν)

γ΄. Ἀντίτυπος Τελεία Φύσις Ἀνθρωποειδῶν Ὁλοόρθων Ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων)

Γ΄. Παρυπέρφυσις Ἡμιόρθων Διχειροπόδων

α΄. Ἀρχέτυπος Ἀτελὴς Φύσις Ἡμιόρθων Ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων)

β΄. Ἔκτυπος Ἡμιτελὴς Φύσις Ἡμιόρθων Βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν)

Δ΄. Παραμονόφυσις Ὁλοόρθων Διχειροπόδων

γ΄. Ἀντίτυπος Τελεία Φύσις Ὁλοόρθων Ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων)

2. Ποιητικὴ Καὶ Ἐπιβατικὴ Ἐντελεχειακὴ Ἀντίληψις Ὀρθοῦ Καὶ Πρηνοῦς

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ὀρθόν: Τὸ καθαρὸ ὀρθό, τὸ κατὰ τὴ σωματικὴ ἐπίβαση καθαρὸ ἄρρεν, τὸ κατὰ τὴν ὅλη (πνευματικὴ καὶ σωματική) ἐπίβαση παραφανὲς (σχεδὸν ἀφανές) μικτὸ ἄρρεν.

Πρόκειται τόσο γιὰ τὴ συνουσιαστικὴ ὅσο καὶ γιὰ τὴ συγχρωτιστικὴ ὀρθὴ σωματικὴ στάση στὴν ὁποία θεωρεῖται ὅτι εὑρίσκεται ὁ σωματικῶς ἀνεπίβατος ἐπιβήτωρ ὅταν ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τόσο τὴ συνουσιαστικὴ ὅσο καὶ τὴ συγχρωτιστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση καὶ στὸν σωματικῶς ἐπιβατὸ ἐπιβήτορα καὶ κατεξοχὴν στὸ σωματικῶς ἐπιβατὸ (ἐπίβημα).

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἡμιπρηνές: Τὸ μικτὸ ὀρθό, τὸ περισσότερο ὀρθὸ καὶ λιγότερο πρηνές, τὸ κατὰ τὴ σωματικὴ ἐπίβαση μικτὸ ἄρρεν, περισσότερο ἄρρεν καὶ λιγότερο θῆλυ, τὸ κατὰ τὴν ὅλη (πνευματικὴ καὶ σωματική) ἐπίβαση ἡμιφανὲς καὶ ὁλοφανὲς μικτὸ ἄρρεν.

Πρόκειται γιὰ μίξη τῆς συνουσιαστικῆς καὶ τῆς συγχρωτιστικῆς πρηνοῦς μὲ τὴ συνουσιαστικὴ καὶ τὴ συγχρωτιστικὴ ὀρθὴ ἢ ὀξεῖα σωματικὴ στάση, μὲ πλεονεκτοῦσα καὶ ἐπικρατοῦσα κατὰ τὴ μίξη τὴν ὀρθὴ ἢ ὀξεῖα καὶ μειονεκτοῦσα τὴν πρηνῆ, στὶς ὁποῖες στάσεις θεωρεῖται ὅτι εὑρίσκεται ὁ σωματικῶς ἐπιβατὸς ἐπιβήτωρ ὅταν, ἀφενός, δέχεται (πάσχει) τόσο τὴ συνουσιαστικὴ ὅσο καὶ τὴ συγχρωτιστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση ἀπὸ τὸν σωματικῶς ἀνεπίβατο ἐπιβήτορα καὶ ὅταν, ἀφετέρου, τὶς ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) στὸ σωματικῶς ἐπιβατὸ (ἐπίβημα).

γ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ὁλοπρηνές: Τὸ καθαρὸ πρηνές, τὸ κατὰ τὴ σωματικὴ καὶ τὴν ὅλη (πνευματικὴ καὶ σωματική) ἐπίβαση καθαρὸ θῆλυ. Πρόκειται τόσο γιὰ τὴ συνουσιαστικὴ ὅσο καὶ γιὰ τὴ συγχρωτιστικὴ ὁλοπρηνῆ σωματικὴ στάση στὴν ὁποία θεωρεῖται ὅτι εὑρίσκεται τὸ σωματικῶς ἐπιβατὸ (ἐπίβημα) ὅταν δέχεται (πάσχει) τόσο τὴ συνουσιαστικὴ ὅσο καὶ τὴ συγχρωτιστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση κατεξοχὴν ἀπὸ τὸν σωματικῶς ἀνεπίβατο ἐπιβήτορα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν σωματικῶς ἐπιβατὸ ἐπιβήτορα.

Ι. Ἀρχέτυπος Τελεία Ἐφυπέρφυσις Ὀρθῶν Καὶ Ἡμιπρηνῶν Διχειροπόδων

Α΄. Μονόφυσις Ὀρθῶν Διχειροπόδων

α΄. Ἀρχέτυπος Τελεία Φύσις Ὀρθῶν Ῥεκτοχείρων

Β΄. Ὑπέρφυσις Ἡμιπρηνῶν Διχειροπόδων

β΄. Ἔκτυπος Ἡμιτελὴς Φύσις Ἡμιπρηνῶν Βακτροχείρων

γ΄. Ἀντίτυπος Ἀτελὴς Φύσις Ἡμιπρηνῶν Ποδοχείρων

Γ΄. Παρυπέρφυσις Ἀνθρωποειδῶν Διχειροπόδων

α΄. Ἀρχέτυπος Τελεία Φύσις Ἀνθρωποειδῶν Ῥεκτοχείρων

β΄. Ἔκτυπος Ἡμιτελὴς Φύσις Ἀνθρωποειδῶν Βακτροχείρων

Δ΄. Παραμονόφυσις Κτηνοειδῶν Διχειροπόδων

γ΄. Ἀντίτυπος Ἀτελὴς Φύσις Κτηνοειδῶν Ποδοχείρων

ΙΙ. Ἔκτυπος Ἡμιτελὴς Ἐφυπέρφυσις Ἡμιπρηνῶν Ἀνωτετραπόδων

Α΄. Μονόφυσις Θηρευόντων Ἡμιπρηνῶν Ἀνωτετραπόδων

α΄. Ἀρχέτυπος Τελεία Φύσις Θηρευόντων Ἡμιπρηνῶν Ὀρθοστατοτετραπόδων

Β΄. Ὑπέρφυσις Βοσκόντων Ἡμιπρηνῶν Ἀνωτετραπόδων

β΄. Ἔκτυπος Ἡμιτελὴς Φύσις Βοσκόντων Ἡμιπρηνῶν Ὀξυστατοτετραπόδων

γ΄. Ἀντίτυπος Ἀτελὴς Φύσις Βοσκόντων Ἡμιπρηνῶν Ἁλτοτετραπόδων

Γ΄. Παρυπέρφυσις Ἀναστατοτετραπόδων

α΄. Ἀρχέτυπος Τελεία Φύσις Ὀρθοστατοτετραπόδων

β΄. Ἔκτυπος Ἡμιτελὴς Φύσις Ὀξυστατοτετραπόδων

Δ΄. Παραμονόφυσις Ἁλτοτετραπόδων

γ΄. Ἀντίτυπος Ἀτελὴς Φύσις Ἁλτοτετραπόδων

ΙΙΙ. Ἀντίτυπος Ἀτελὴς Καταμονόφυσις Ὁλοπρηνῶν Κατωτετραπόδων

― Παναντίτυπος Ἀτελὴς Φύσις Ὁλοπρηνῶν Κατωτετραπόδων

Ἀπὸ ὅσα προελέχθησαν προκύπτει εὐλόγως στὸν ἀναγνώστη ἡ ἀπορία περὶ τῆς συνουσιαστικῆς πνευματικῆς ἐπιβάσεως στὴν ὁποία θὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ σὲ γενικὲς γραμμές. Ἡ συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση διακρίνεται σὲ ὑπερφυσικὴ καὶ σὲ μεταφυσικὴ ἀναλόγως πρὸς τὴ διάκριση τῶν πνευμάτων σὲ ὑπερφυσικό, ἄκτιστο, ἄϋλο καὶ νοερὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ καὶ σὲ μεταφυσικά, κτιστά, ἡμίυλα καὶ νοητὰ πνεύματα τῶν ἀγγέλων, τῶν ὑπαγγέλων καὶ τῶν ὑφυπαγγέλων.

Ἡ ὑπερφυσικὴ συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση τοῦ θεοῦ, ὡς ἄκτιστη θεία ἐρωτικὴ ἐνέργεια, εἶναι καὶ θεωρητικῶς καὶ πρακτικῶς, βιωματικῶς καὶ ἐμπειρικῶς, ἐπιγνωστὴ καὶ θεολογικῶς ἀπὸ τὴ λεγόμενη «ἡσυχαστικὴ θεολογία» ἀλλὰ καὶ προσωπικῶς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους οἱ ὁποῖοι τὴ μετέχουμε καὶ τὴ βιώνουμε ἀπὸ αὐτὴ ἀκόμη τὴν παιδική μας ἡλικία μέχρι καὶ τῆς σήμερον καὶ ἐπαληθεύουμε τὴν πνευματικὴ ὕπαρξή της καὶ ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ἰσχυρὴ δράση της ἐξ ἰδίας πείρας.

Τὸ ὅτι εἶναι ὑπερφυσική, πνευματικὴ καὶ ἀόρατη συνουσιαστικὴ ἐπιβητορικὴ ἐνέργεια αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ἰδεατὴ καὶ φανταστικὴ καὶ παραισθησιακὴ καὶ μὴ πραγματική, ὅτι δηλαδὴ δὲν βιώνεται πραγματικῶς καὶ αἰσθητῶς ἀπὸ τοὺς μετόχους της. Ἡ τοιαύτη θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία ἀσκεῖται ἀπὸ τὸν ἄσαρκο ἔγχωρο θεὸ καὶ στὴν ὁποία συμμετέχουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἄμεσα ἡ ψυχὴ καὶ ἔμμεσα, μέσῳ τῆς ψυχῆς, τὸ σῶμα, βιώνεται αἰσθητῶς καὶ περιγράφεται σχετικῶς ὡς «καύσις ἢ πύρωσις ἢ μέθη ἢ μάλαξις ἢ γαργαλισμὸς καρδίας» ποὺ προκαλεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου ἕνα πολὺ σφοδρὸ καὶ λίαν ἐνήδονο πηγαῖο αἴσθημα ἐρωτικῆς χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καὶ εὐφροσύνης σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ καρδιά του δὲν βαστᾷ καὶ πάει νὰ σπάσει ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ αὐτὴ ἐρωτικὴ ἡδονή.

Καὶ ἡ ὁποία σφοδρὴ ἡδονὴ συνοδεύεται ἀπὸ μὴ παθολογικὴ ἔντονη ζέση ὅλου τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, δεδομένου ὅτι κατ' ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ μετέχων δὲν ἔχει πυρετὸ οὔτε ζαλίζεται οὔτε ἱδρώνει ὥστε νὰ δικαιολογεῖται παθολογικῶς ἡ αὔξηση τῆς θερμοκρασίας τοῦ σώματός του τὸ ὁποῖο ὁ μετέχων ἀντιλαμβάνεται ξεκάθαρα ὅτι κατ' ἐκείνη τὴν ὥρα ζεσταίνεται ἀπὸ μία ἄγνωστη πηγὴ θερμότητος, ἀπὸ μιὰ μυστικὴ φωτιὰ ἡ ὁποία εὑρίσκεται καὶ ἐνεργεῖ καὶ κατὰ κυριολεξία «καίει» μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ σώματός του, προκαλῶντας σὲ αὐτὴ μία ὑπερβολικὰ ἐνήδονη αἴσθηση.

Καὶ γενικῶς συνοδεύεται ἀπὸ χαρακτηριστικὰ «καλῆς ἀλλοιώσεως» τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων καὶ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ σωματικοῦ εἴδους ἡ ὁποία γίνεται αἰσθητῶς ἀντιληπτὴ ὡς «ἐκλέπτυνσις» καὶ ὡς «λοῦσις καὶ πλύσις». Σὲ μιὰ τέτοιου εἴδους κεχαριτωμένη κατάσταση πνευματικῆς κατανύξεως μπορεῖ κάποιος νὰ μὴν ἀσθενεῖ εὔκολα ἢ καθόλου, νὰ μένει ἔξω στὸ κρύο καὶ νὰ μὴν κρυώνει, νὰ διατηρεῖ σωματικὲς δυνάμεις χωρὶς νὰ τρώει, νὰ ἐργάζεται χωρὶς νὰ αἰσθάνεται κόπωση, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μελετᾷ ἀδιάλειπτα χωρὶς νὰ νιώθει ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη νὰ διακόψει γιὰ νὰ τραφεῖ, διότι τροφοδοτεῖται, ἀντλεῖ δυνάμεις καὶ ἐνισχύεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ μυστικὴ καὶ ἡδονικὴ πηγὴ ἐνέργειας ποὺ κρύπτεται μέσα στὴν καρδιά του.

Γίνεται, λοιπόν, ἀντιληπτὸ ὅτι κατὰ τὴ θεία συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση ὡς ἐπιβατὸ σωματικὸ συνουσιαστικὸ ὄργανο ποὺ δέχεται ἢ πάσχει τὴ θεία συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπιβητορικὴ ἐνέργεια χρησιμοποιεῖται ἡ σωματικὴ καρδιὰ καὶ γι' αὐτὸ ὁ θεῖος ἔρως χαρακτηρίζεται ὡς «καρδιακὸς ἔρως» καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ συσχετίζεται μὲ αὐτὸν ἢ ἀναπέμπεται κατ' αὐτὸν ὡς «καρδιακὴ προσευχή». Εἶναι ἀναμφισβήτητα ἡ πιὸ ἰσχυρή, ἡ διάπυρη προσευχή, αὐτὴ ποὺ ἀναπέμπεται ἀπὸ «καιομένη καρδία» καὶ μπορεῖ νὰ κάνει ἀκόμη καὶ θαύματα.

Πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ ἐνήδονη καὶ τὴν πιὸ ἰσχυρὴ ἐρωτικὴ αἴσθηση ποὺ μπορεῖ νὰ βιώσει ἄνθρωπος, γιὰ τὴν πιὸ ἰσχυρὴ ἐπιβητορικὴ ἐρωτικὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ συνάμα καὶ γιὰ τὴν πιὸ ἐξαρτησιογόνο καὶ ἐπικίνδυνη, δεδομένου ὅτι προκαλεῖ ἀφόρητη πνευματικὴ καὶ ψυχοσωματικὴ ἐξάρτηση σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ μὴ μπορεῖ κανεὶς καθόλου εὔκολα νὰ ἀπεξαρτηθεῖ, καθὼς ἡ στέρησή της προκαλεῖ μὴ παθολογικὸ καὶ ἀνεξήγητο ἰατρικῶς καρδιακὸ σφίξιμο ἢ πόνο καὶ γενικὴ ψυχοσωματικὴ στενοχωρία καὶ θλίψη μέχρι βαθμοῦ καταθλίψεως.

Καὶ ἂν ὁ μετέχων χάσει τὸ μέτρο καὶ τὸν ἔλεγχο καὶ ἀφεθεῖ στὴν πλήρη ἐξάρτησή της, κινδυνεύει νὰ καταστεῖ ἕρμαιο τοῦ θείου ἔρωτος καὶ τῆς θείας πανουργίας ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖ τὸ θεῖο ἔρωτα ὡς ἀναγκαστικὸ μέσο, ὡς «νιρβανισμό», γιὰ νὰ ἀμβλύνει καὶ νὰ ὑποτάξει τὴ βούληση τοῦ ἀνθρώπου στὰ θελήματά της, εἴτε πράγματι ἀγαθά, εἴτε φαῦλα δοκοῦντα (ποὺ φαίνονται) ὡσεὶ (σὰν νὰ εἶναι) ἀγαθά, τουτέστι φαυλάγαθα.

Κινδυνεύει νὰ ἀσθενήσει σοβαρὰ ἢ ἀκόμη καὶ νὰ χάσει τὴ ζωή του σὲ περίπτωση ποὺ ἡ καρδιά του προβάλλει συστηματικὰ ἀντίσταση στὰ ἀλλεπάλληλα καὶ σφοδρὰ κύματα τοῦ θείου ἔρωτος ποὺ δέχεται καὶ ἀρνεῖται νὰ ὑποταχθεῖ στὸ θεῖο ἐπιβήτορα καὶ ἐραστὴ καὶ σκληρύνεται ἔναντί του καὶ κλείνει. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἐνδέχεται νὰ θεωρηθεῖ ὡς «καρδία σκαμβή» καὶ νὰ μισηθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον ὄχι ἁπλῶς «μέχρι φθόνου» ἀλλὰ καὶ «ἄχρι φόνου» ἐπειδὴ ἐπανειλημμένα τὸν ἀπορρίπτει ἐρωτικὰ καὶ συνουσιαστικά.

Ὅποιος γενικῶς μπλέκει μὲ τὸ θεὸ (ἢ καὶ τὸ διάβολο, τὸν ἀντιποιητὴ τοῦ θεοῦ) δύσκολα ξεμπλέκει ἤ, ἐν τέλει, μπορεῖ νὰ ἔχει ἀκόμη καὶ «ἄσχημα ξεμπερδέματα». Κανεὶς δὲν παίζει μὲ τὴ φωτιά, ἐπειδὴ κινδυνεύει νὰ καεῖ.

Πλήν, ὅμως, ὅπως καὶ νὰ ἔχει ἡ κατάσταση, χωρὶς τὴ μέθεξη τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος κανεὶς δὲν δύναται νὰ εἶναι καὶ νὰ λέγεται «πνευματικὸς ἄνθρωπος». Στὴν καλύτερη, ἀπὸ τὶς προβληματικές, περίπτωση εἶναι καὶ λέγεται «ψυχικὸς ἄνθρωπος» καὶ στὴ χειρότερη «σαρκικὸς ἄνθρωπος».

Σὲ ὅ,τι μᾶς ἀφορᾷ προσωπικὰ ἡ μέθεξή μας στὸ θεῖο καρδιακὸ ἔρωτα ἄρχισε νωρίς, ἀπὸ τὴν παιδική μας ἡλικία, ὅταν περίπου διανύαμε τὸ ἑνδέκατο ἔτος μας, μαθητές, τότε, τῆς πέμπτης δημοτικοῦ, καὶ ἀρχίζαμε νὰ ἀναζητοῦμε τὸ θεὸ καὶ νὰ ἔχουμε μιὰ πιὸ ἔντονη μυστηριακὴ ζωή, μετέχοντας τακτικὰ στὰ μυστήρια τῆς ἐξομολόγησης καὶ τῆς εὐχαριστίας.

Κάποιο, τότε, μεσημέρι, εὑρισκόμενοι σὲ ἡσυχία στὸ πατρικό μας σπίτι, στὸ κέντρο τῆς πόλης τῆς Λάρισας, καὶ μελετῶντας τὴν καινοδιαθηκικὴ γραμματεία, δεχθήκαμε αἰφνιδιαστικὰ γιὰ πρώτη φορὰ μέσα στὴν παιδικὴ ἀκόμη καρδιά μας τὸ πρῶτο σφοδρὸ κῦμα τοῦ θείου ἔρωτος, χωρίς, ὡστόσο, νὰ φοβηθοῦμε καὶ νὰ πανικοβληθοῦμε μὲ τὸν ἀπρόσμενο οὐράνιο ἐπισκέπτη, διότι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίαση καὶ ἡ καρδιακὴ ἐρωτικὴ ἡδονὴ ποὺ ἀκαριαῖα μᾶς προκάλεσε ἦταν τόσο ἰσχυρὴ καὶ διαρκὴς καὶ κατὰ κύματα κλιμακούμενη ποὺ δὲν μᾶς ἄφηνε περιθώρια φόβου καὶ πανικοῦ, ἀλλὰ μᾶς ἔπειθε αἰσθητῶς γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ θείου ὄντος ποὺ ἀναζητούσαμε καὶ τὴν ἄφθονη ἀγάπη του πρὸς τὸ ἀνθρώπινο ὂν καὶ τὸ πρόσωπό μας.

Δὲν μπορούσαμε νὰ πιστεύσουμε καὶ νὰ περιγράψουμε αὐτὸ ποὺ αἰσθητὰ καὶ ἀναμφισβήτητα γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μας βιώναμε καὶ ποὺ μᾶς καθήλωνε στὴν πολυθρόνα ποὺ καθόμασταν καὶ μᾶς ἐξανάγκαζε νὰ μένουμε ἀκίνητοι ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ μᾶς βρῆκε καὶ νὰ μὴν κάνουμε τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀφήνουμε ἀβίαστα τὴν καρδιά μας στὴ μέθεξη καὶ ἀπόλαυσή του γιὰ πολλὴ ὥρα. Ἀμέσως ἀντιληφθήκαμε ὅτι ἡ μέθεξη τοῦ θείου ἔρωτος διευκολύνεται ἀπὸ τὴν ἀκίνητη στάση τοῦ σώματος καὶ τὴν ἡσυχία τοῦ περιβάλλοντος χώρου καὶ τὸ πόσο εὔφλεκτα ὑλικὰ εἴμαστε γιὰ τὸ ἄκτιστο πῦρ τῆς θείας ἐρωτικῆς ἐνέργειας.

Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ ἦταν γιὰ μᾶς ἡ προσωπική μας πεντηκοστή, ἄρχισε νὰ ἀλλάζει ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, δεδομένου ὅτι ἔκτοτε οἱ ἐπισκέψεις τοῦ θείου ἔρωτος στὴν καρδιά μας ἄρχισαν νὰ ἐντείνονται καὶ νὰ γίνονται ὁλοένα καὶ πιὸ συχνὲς καὶ τὸ ἴδιο καὶ ἀκόμη περισσότερο ἰσχυρές. Πεισθήκαμε ἀμέσως καὶ αἰσθητῶς, ὡς ἄφωνοι ἰχθῦες ποὺ μόλις ἁλιευθήκαμε ἀπὸ τὴ θεία σαγήνη, ὅτι ὑπάρχει θεὸς καὶ ὅτι ἐνεργεῖ μέσα μας καὶ αὐτὸ ἦταν γιὰ μᾶς τὸ πιὸ σημαντικό.

Καὶ λάβαμε ἀμέσως τὴν ἀπόφαση, ἀπὸ τὴν παιδική μας ἐκείνη ἡλικία, νὰ γίνουμε ἱερεῖς συνειδητοποιῶντας τὴν ἱερατικὴ κλίση μας, ἡ ὁποία, πλέον, εἶχε γίνει κλήση ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸ θεὸ ποὺ αἰφνιδιαστικὰ μᾶς ἀποκαλύφθηκε καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ πολύτιμο αὐτὸ πνευματικὸ χάρισμα τῆς μέθεξης τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος καὶ τῆς διάπυρης καρδιακῆς προσευχῆς, χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ τὸ ζητήσουμε, ἐνεργοποιῶντας θείως ἐρωτικῶς τὴν καρδιά μας. Παρὰ ταῦτα, μὲ θεία παρακίνηση, τηρήσαμε ἀπόλυτη σιωπὴ καὶ δὲν εἴπαμε, τότε, τίποτα σὲ κανέναν οὔτε καὶ στὸν πνευματικό μας γιὰ τὸ θεῖο αὐτὸ πνευματικὸ χάρισμα ποὺ μόλις εἶχε ἐνεργοποιηθεῖ ἀπὸ τὴ θεία χάρη στὴν καρδιά μας, κρύβοντάς το ἀπ' ὅλους μέσα σ' αὐτή.

Γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν ἡλικία τῶν δεκαοκτὼ ἐτῶν, κατὰ τὴν ὁποία τὰ κύματα τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος, τὰ ὁποῖα δὲν μᾶς ἐγκατέλειψαν ποτὲ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκείνη φορὰ ποὺ αἰφνιδιαστικὰ εἰσήχθησαν στὴν καρδιά μας, παρουσίασαν μεγάλη καὶ σφοδρότατη ἔξαρση μὲ διαρκῆ μέθεξη καὶ καύση καὶ μέθη καρδίας ὅλες, σχεδόν, τὶς ὧρες τοῦ εἰκοσιτετραώρου, σὲ βαθμὸ ποὺ δυσκολευόμασταν, πλέον, νὰ κρύβουμε τὸ πνευματικό μας χάρισμα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, διότι οἱ πνευματικὲς ἀλλοιώσεις ποὺ μᾶς προκαλοῦσε εἶχαν ἀρχίσει νὰ φαίνονται αἰσθητὰ πάνω στὸ σῶμά μας, τὸ ὁποῖο ἔκαιγε ὁλόκληρο σὰν θερμαντικὸ σῶμα καὶ παρουσίαζε μορφὴ λουσμένου. Ἡ θεία ἐρωτικὴ χάρη μᾶς εἶχε καταστήσει πραγματικὰ ἕνα ἀναμμένο κάρβουνό της.

Μᾶς ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι καὶ νόμιζαν ὅτι εἴχαμε λουσθεῖ, μᾶς ἄγγιζαν μέσα στὸ κρύο καὶ καίγαμε, νομίζοντας ὅτι ἔχουμε πυρετό, ἔβλεπαν στὸ πρόσωπό μας μια πραότητα καὶ γλυκύτητα καὶ ἱερότητα καὶ σοβαρότητα ποὺ δὲν ταίριαζε στὴ νεαρὴ ἡλικία μας καὶ ποὺ τοὺς εἵλκυε σὰν μαγνήτης πρὸς τὸ μέρος μας καὶ τοὺς ἔθελγε νὰ μᾶς μιλήσουν, νὰ μᾶς ἀγγίξουν, νὰ μᾶς γνωρίσουν. Δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐνεδρεύουσα καὶ διαρκῶς ἐνεργοῦσα μέσα στὴν καρδιά μας θεία ἐρωτικὴ χάρη ποὺ εἵλκυε τοὺς ἀνθρώπους πρὸς ἑαυτὴν δι' ἡμῶν τῶν φορέων της.

Ἦταν, πράγματι, μιὰ δύσκολη γιὰ μᾶς χρονιὰ δεδομένου ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐντείνουμε τὸ διάβασμα γιὰ νὰ δώσουμε πανελλήνιες ἐξετάσεις καὶ νὰ περάσουμε στὸ πανεπιστήμιο, στὴ θεολογικὴ σχολή. Πλήν, ὅμως, τὰ σφοδρότατα κύματα τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος ποὺ εἶχαν κατακλύσει καὶ κατανύξει τὴν καρδιά μας (τὴν εἶχαν κυριολεκτικὰ διανοίξει συνουσιαστικά), μὲ διαρκῆ μέθεξη καὶ ἀμείωτη ἔνταση ὅλη σχεδὸν τὴν ἡμέρα, μᾶς καθήλωναν καὶ δὲν μᾶς ἄφηναν οὔτε νὰ διαβάσουμε γιὰ τὶς πανελλήνιες ἐξετάσεις, ὠθῶντάς μας νὰ φύγουμε ἐκτὸς τοῦ κόσμου καὶ παρασύροντάς μας πρὸς τὸ μοναχισμό, μὲ ἀποτέλεσμα κάποια ἡμέρα νὰ φύγουμε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Λάρισας χωρὶς νὰ ἐνημερώσουμε κανέναν καὶ νὰ πᾶμε στὸ ἅγιο ὅρος, ὅπου τελικῶς καὶ εὐτυχῶς δὲν παραμείναμε, ἐπιστρέφοντας πίσω στὴ Λάρισα, συμμετέχοντας στὶς πανελλήνιες ἐξετάσεις καὶ περνῶντας στὴ θεολογικὴ σχολή.

Οὐδέποτε, λοιπόν, ἐγκατέλειψε τὴν καρδιά μας ἡ θεία ἐρωτικὴ χάρη ἀπὸ τὴν παιδική μας ἐκείνη ἡλικία μέχρι καὶ σήμερα, ἐπιμένοντας καὶ διεκδικῶντας καὶ καταλαμβάνοντας τὴν καρδιά μας μὲ ἀμείωτο ἐρωτικὸ ζῆλο καὶ ἀνυποχώρητο πεῖσμα ζηλωτοῦ ἐραστοῦ, παρὰ τὴν ὅποια ἀντίστασή μας, ποὺ ἐνίοτε μπορεῖ νὰ προβάλλουμε ἔναντί της γιὰ νὰ μὴν καταστοῦμε κι ἐμεῖς ἔρμαια τοῦ θείου ἔρωτος καὶ τῆς θείας πανουργίας, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς θείας ἁμαρτωλότητος καὶ διαστροφῆς ποὺ ὡς θεολόγοι ἐπιστήμονες γνωρίζουμε, δυστυχῶς, ὅτι ὑφίσταται. Ἁπλῶς προσπαθοῦμε, ὅσο μποροῦμε, νὰ παραβλέπουμε τὴ θεία φαυλότητα καὶ φαυλαγαθία, σὰν νὰ μὴν ὑφίσταται, καὶ νὰ λαμβάνουμε ὑπόψει μας μόνο τὴ θεία ἀγαθότητα.

Διότι πρόκειται γιὰ ζηλωτὴ θεὸ ἐραστὴ ὁ ὁποῖος δὲν παραιτεῖται μὲ τὴν πρώτη καὶ δὲν ὑποχωρεῖ εὔκολα ἀπὸ τὴ διεκδίκηση τῆς καρδίας τῶν θυμάτων τοῦ θείου ἔρωτός του καὶ ὅταν αὐτὰ ἐναντιώνονται καὶ ἀνθίστανται τότε πεισμώνει περισσότερο καὶ ἐπανέρχεται δριμύτερος. Ἄλλοι στὴ θέση μας, μὲ τόση σφοδρότητα μὲ τὴν ὁποία ἐπενεργεῖ ὁ θεῖος καρδιακὸς ἔρως στοὺς μετόχους του, θὰ εἶχαν καταστεῖ ἕρμαιά του, θὰ εἶχαν παρασυρθεῖ καὶ θὰ εἶχαν γίνει μοναχοὶ καὶ ἐρημῖτες.

Εὐχόμαστε μέσα ἀπ' τὴν καρδιά μας σὲ ὅλους τοὺς συνανθρώπους μας νὰ βιώσουν αἰσθητῶς τὴ θεία αὐτὴ καὶ ὑπερφυσικὴ συνουσιαστικὴ ἡδονὴ τοῦ καρδιακοῦ ἔρωτος, ἡ ὁποία ἱκανοποιεῖ σὲ τέλειο βαθμὸ καὶ τὶς ψυχικὲς καὶ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις καὶ ὑπερβαίνει ἀσύγκριτα τὴ σαρκικὴ καὶ φυσικὴ συνουσιαστικὴ ἡδονή, προπαντὸς διότι στὰ πλαίσια τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος ἐνεργεῖται ἡ συναγωγικὴ κατὰ χάριν θέωση, ὄχι, ὅμως, μὲ τὴν κακόδοξη ἔννοια τοῦ ἐρωτικοῦ μονοφυσιτισμοῦ καὶ τῆς ἀπόρριψης τοῦ ψυχοσωματικοῦ ἔρωτος ὑπὲρ τοῦ θείου, ἀλλὰ συνδυαστικὰ καὶ ἀσύγχυτα μὲ τὸ σαρκικὸ (ψυχοσωματικό) ἔρωτα.

Πλήν, ὅμως, ἐφιστοῦμε τὴν προσοχή, διότι, ὅπως ἐπισημάναμε, ἡ θεία πανουργία χρησιμοποιεῖ τὴ σφοδρότατη αὐτὴ καὶ κατανυκτικὴ ἢ καθηλωτικὴ ὑπερφυσικὴ ἐρωτικὴ ἡδονή, τὴν καύση καὶ τὴ μέθη τῆς καρδίας, προκειμένου νὰ καταστήσει τὴν ψυχικὴ βούληση ἕρμαιο τῆς θείας βουλήσεως, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, δὲν εἶναι μόνο ἀγαθή.

Ἐμεῖς, λοιπόν, οἱ πνευματικοὶ ἱδρυτὲς τοῦ καινορθοδόξου δόγματος τοῦ τριαδιανισμοῦ, ὄχι ἐπειδὴ ἔχουμε κάτι παραπάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους συνανθρώπους μας ἀλλὰ διότι ἔτσι ὁ θεὸς ἐπέτρεψε νὰ τοὺς προλάβουμε καὶ νὰ προηγηθοῦμε ἐκείνων κατὰ τὴ μέθεξη τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος ποὺ καὶ σ' ἐκείνους κάποτε εὐελπιστοῦμε ὅτι θὰ ἐνεργοποιηθεῖ, διατελοῦμε παιδιόθεν φορεῖς τῆς θείας ἐρωτικῆς χάριτος, χωρὶς νὰ μᾶς ἔχει οὐδέποτε ἐγκαταλείψει, χωρὶς μέχρι σήμερα νὰ ἔχει μειωθεῖ ἡ ἔντασή της (παρεκτός, βεβαίως, κάποιων περιόδων ποὺ ὁ θεὸς τὴ διατηρεῖ ἐπίτηδες σὲ ὕφεση στοὺς μετόχους της γιὰ παιδαγωγικοὺς λόγους, εἴτε προκειμένου νὰ βιωθεῖ ἀπ' αὐτοὺς καὶ τὸ ἀφόρητο αἴσθημα τῆς στέρησής της καὶ ἔτσι νὰ τοὺς κάνει νὰ τὴν ποθήσουν μὲ τὴν καρδιά τους πιὸ πολὺ καὶ νὰ ἐξαρτηθοῦν περισσότερο ἀπ' αὐτή, γιὰ νὰ φανεῖ, μὲ ἄλλα λόγια, καὶ νὰ αὐξηθεῖ ὁ βαθμὸς τῆς ἐξάρτησης ἑκάστου μετόχου της, εἴτε καὶ ἐπειδὴ ἔχει θυμώσει ἢ δυσαρεστηθεῖ ἐξαιτίας τῆς συμπεριφορᾶς τους).

Οἱ κακόδοξοι, ὅμως, καὶ ψευδορθόδοξοι ποιμένες τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ τί κάνουν ἐπ' αὐτοῦ; Διατελοῦν, ἄραγε, μέτοχοί της; Εἶναι στὴν πνευματικὴ πράξη ἐπεγνωσμένοι φορεῖς τῆς θείας ἐρωτικῆς καὶ θεωτικῆς χάριτος; Εἶναι πνευματικοὶ ἄνθρωποι; Καὶ ἂν ὄχι, τότε, γιὰ ποιό λόγο;

Εἶναι χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος, ὁ μέγας αὐτὸς μύστης τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος καὶ τῆς διάπυρης καρδιακῆς προσευχῆς, ὅτι ἂν κανεὶς δὲν αἰσθάνεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὴ θεία ἐρωτικὴ χάρη σὰν τὰ ἐνδύματα ποὺ φορεῖ τότε θὰ πρέπει νὰ ἀνησυχεῖ γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.

Ἡ μεταφυσικὴ συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ὑπαγγέλων δὲν εἶναι σαφῶς ἐπιγνωστὴ ὅπως ἡ ὑπερφυσικὴ τοιαύτη τοῦ θεοῦ, λόγῳ, προφανῶς, τῆς ἐσωστρεφοῦς ἐπιβάσεως ποὺ ἐφήρμοσε ἡ διαστροφικὴ ἁμαρτωλότητα τοῦ θεοῦ δημιουργοῦ καὶ στὰ ἀσώματα κτιστὰ πνεύματα, ἐνῷ ἡ μεταφυσικὴ συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση τῶν θείων καὶ τῶν ἀδαμιαίων ὑφυπαγγέλων, τῶν ἐνσωμάτων, δηλονότι, κτιστῶν πνευμάτων, διατελεῖ σὲ ἀσύγχυτη σύνθεση μὲ τὴ φυσικὴ συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση καὶ συνασκεῖται μαζί της.

Ἀσφαλῶς, συνεπῶς, καὶ προπαντὸς ὑφίσταται ἡ συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση ὅπως προκύπτει καὶ ἀπὸ τὸν ἐντελεχειακὸ νόμο τῆς ἐξωστρεφοῦς ἐπιβασιακῆς ἐρωτικῆς καὶ συνουσιαστικῆς ἕλξεως ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται μὲ μικρότερη ἔνταση μεταξὺ τῶν ὁμοίων ἀνίσων (σχετικῶς) φύσεων, μὲ μεγαλύτερη ἔνταση μεταξὺ τῶν ἑτεροίων ἀνίσων (σχετικῶς) φύσεων καὶ μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνταση μεταξὺ τῶν ἑτέρων ἀνίσων (ἀπολύτως) φύσεων.

Καὶ βάσει τῆς ὁποίας τὸ ἀκραῖο ὑπερφυσικὸ πνεῦμα (ἄϋλο) ἕλκεται ἐρωτικὰ καὶ συνουσιαστικὰ κατεξοχὴν μὲ τὸ ἀκραῖο φυσικὸ σῶμα (ὁλόϋλο) ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ μεσαῖο μεταφυσικὸ πνευματόσωμα (ἡμίυλο), τὸ ἄκτιστο μὲ τὸ ἕτερό του κτιστό. Καὶ τὸ μεσαῖο μεταφυσικὸ πνευματόσωμα (ἡμίυλο) καὶ τὸ ἀκραῖο φυσικὸ σῶμα (ὁλόϋλο) ἕλκονται κι αὐτὰ ἐρωτικὰ καὶ συνουσιαστικὰ μεταξύ τους, τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἑτεροῖό του κτιστό.

Ἐν προκειμένῳ, τὸ ὑπερφυσικὸ πνεῦμα (ἄϋλο) σὲ σχέση μὲ τὸ φυσικὸ σῶμα (ὁλόϋλο) συμπεριφέρεται συνουσιαστικῶς κατὰ δύο, κυρίως, τρόπους:

Εἴτε ἀσκεῖ τὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση μόνο του, ὡς ἄσαρκος ἔγχωρος θεός, ἐμμέσως πρὸς τὸ φυσικὸ σῶμα (ὁλόϋλο) τὸ ὁποῖο διατελεῖ σὲ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση μαζὶ μὲ τὸ μεταφυσικὸ πνευματόσωμα (ἡμίυλο) ὡς (θεῖος καὶ ἀδαμιαῖος) ψυχάνθρωπος.

Εἴτε, σὲ ὁμαλὲς ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες, τὴν ἀσκεῖ διατελῶντας τὸ ἴδιο σὲ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση μαζὶ μὲ τὸ μεταφυσικὸ πνευματόσωμα (ἡμίυλο) καὶ τὸ φυσικὸ σῶμα (ὁλόϋλο) ὡς θεοψυχάνθρωπος, ὡς ἔνσαρκος, δηλαδή, ἔγχωρος θεός, ἐμμέσως πρὸς ἄλλο φυσικὸ σῶμα (ὁλόϋλο) καὶ συγκεκριμένα στὰ ἡμιπρηνῆ καὶ ὁλοπρηνῆ ζῶα τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας.

Ὁ αὐτάνθρωπος, σημειωτέον, ὁ ὀρθοβάμων πίθηκος, κωλύεται νὰ δέχεται τόσο τὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση τοῦ ἀσάρκου ἐγχώρου θεοῦ, ἐπειδὴ στὸ θεῖο καρδιακὸ ἔρωτα ἔχουν τὴ φυσικὴ δυνατότητα νὰ μετέχουν μόνο τὰ νοήμονα πρόσωπα, εἴτε ἄσαρκα, χωρὶς σῶμα, εἴτε ἔνσαρκα, μαζὶ μὲ τὸ σῶμά τους, καὶ ὄχι τὰ αἰσθήμονα προσωποειδῆ (ὑποκείμενα), ὅσο καὶ τὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση τοῦ ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ, διότι, σὲ ὁμαλὲς ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες, ὡς ῥεκτόχειρ καὶ αὐτός, δὲν χειροποιεῖται ἀπὸ τὸν θεοψυχάνθρωπο ῥεκτόχειρα.

Ἀναφορικά, δέ, μὲ τὰ ἡμιπρηνῆ διχειρόποδα καὶ τετράποδα καὶ τὰ ὁλοπρηνῆ τετράποδα ζῶα τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας τὰ ὁποῖα χειροποιοῦνται ἀπὸ τὸν ὀρθοβάμονα διχειρόποδα θεοψυχάνθρωπο, τὸν ἔνσαρκο ἔγχωρο θεό, αὐτά, σὲ ὁμαλὲς ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες, δύνανται φυσικῶς νὰ δέχονται τὴ θεία σὲ ἀσύγχυτη σύνθεση μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση.

Διότι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἡ θεία συνουσιαστικὴ ἐπιβητορικὴ ἐνέργεια δὲν δρᾷ μεμονωμένα ἀλλὰ συνδυαστικὰ καὶ ἀσύγχυτα μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σωματικὴ τοιαύτη, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ἐπιβαίνει στὴ σωματικὴ καρδιά, ὅπως ἡ μεμονωμένη θεία συνουσιαστικὴ ἐπιβητορικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀσάρκου ἐγχώρου θεοῦ, ἀλλ' ἐκεῖ ποὺ ἐπιβαίνουν καὶ ἡ ψυχικὴ καὶ ἡ σωματικὴ τοιαύτη, στὸ παθητικὸ σωματικὸ συνουσιαστικὸ ὄργανο τῶν τοιούτων ζώων.

Ὡς «καρδιακός», λοιπόν, χαρακτηρίζεται μόνο ὁ «μεμονωμένος θεῖος ἔρως», ὁ «ἀνώτερος θεῖος ἔρως», τοῦ «ἀσάρκου ἐγχώρου θεοῦ», ὁ ὁποῖος ἀσκεῖται σὲ νοήμονα, καὶ ὄχι ὁ «συνδυαστικὸς θεῖος ἔρως», ὁ «κατώτερος θεῖος ἔρως», τοῦ «ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ», ὁ ὁποῖος, σὲ ὁμαλὲς ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες, ἀσκεῖται σὲ χειροποιημένα αἰσθήμονα.

Καὶ τότε, τί θὰ γινόταν, τελικῶς, μὲ τὸν αὐτάνθρωπο; Οἱ ἄλλοι θὰ ἐπιβαίνονταν κι αὐτὸς θὰ ἔμενε ἀνεπίβατος ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα; Προφανῶς ὄχι, ἄρα μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε, σὲ ὁμαλές, βεβαίως, ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες, ὅτι μᾶλλον θὰ δεχόταν ἐμμέσως κάποια ὑπομορφὴ τοῦ μεμονωμένου θείου ἔρωτος, μέσῳ τῆς σωματικῆς ἐπαφῆς του μὲ τὸν ψυχάνθρωπο (θεῖο καὶ ἀδαμιαῖο) κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος θὰ ἔπασχε τὴ μεμονωμένη θεία συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση στὴ σωματική του καρδιά.

Ἀλλὰ καὶ τὸ μεταφυσικὸ πνευματόσωμα ἕλκεται ἐρωτικῶς καὶ συνουσιαστικῶς μὲ τὸ μεταφυσικὸ πνευματόσωμα, τὸ ἡμίυλο μὲ τὸ γενικῶς ὅμοιό του ἡμίυλο, καὶ τὸ φυσικὸ σῶμα μὲ τὸ φυσικὸ σῶμα, τὸ ὁλόϋλο μὲ τὸ γενικῶς ὅμοιό του ὁλόϋλο. Ἐδῶ ἡ ὁμοιότητα ἀναφέρεται γενικῶς στὴν ἡμίυλη ἢ τὴν ὁλόϋλη φύση τῶν ἐρωτικῶς καὶ συνουσιαστικῶς μεταξύ τους ἑλκομένων χωρὶς νὰ λαμβάνεται ὑπόψει ἡ μεταξύ τους ἐξειδικευόμενη διαφορετικότητα στὰ πλαίσια τῆς γενικῆς ὁμοιότητός τους, στὰ πλαίσια, δηλαδή, τοῦ ἡμιύλου ἢ τοῦ ὁλοΰλου.

Ὁρίζουμε, συνεπῶς, τὴν ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) καὶ διαδοχικὴ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῆς ἐξωστρεφοῦς ἐπιβάσεως ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται μεταξὺ τῶν (ἀπολύτως ἢ σχετικῶς) ἀνίσων φύσεων ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Τελεία Ἐξωστρεφὴς Ἐπίβασις: Ἕτερον Ἕτερον: Ἄϋλον (Ἄκτιστον) Ἔνυλον (Κτιστόν).

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἡμιτελὴς Ἐξωστρεφὴς Ἐπίβασις: Ἑτεροῖον Ἕτεροῖον: Ἡμίυλον (Ἔνυλον) Ὁλόϋλον (Ἔνυλον).

γ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ἀτελὴς Ἐξωστρεφὴς Ἐπίβασις: Ὅμοιον Ὅμοιον: Ἄγγελος (Ἡμίυλον) Ὑπάγγελος (Ἡμίυλον). Ὀρθὸν Σῶμα (Ὁλόϋλον) Πρηνὲς Σῶμα (Ὁλόϋλον).

Τὸ πνεῦμα, γενικῶς, εἴτε ἄκτιστο εἴτε κτιστό, ἕλκεται ἐρωτικὰ καὶ διεγείρεται (ἐρεθίζεται) συνουσιαστικὰ ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὴ σάρκα, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἐνεργητικὸς καὶ πνευματικὸς θεῖος ἔρως χρησιμοποιεῖ ὡς παθητικὸ σωματικὸ συνουσιαστικὸ ὄργανο τὴ γεμάτη ἀπὸ αἷμα σάρκινη καρδιά, διότι εἶναι ἡ ἑστία, ἡ ἕδρα, ἡ ἀντλία τοῦ αἵματος, ἐπειδὴ εἶναι μεστὴ καὶ πλήρης αἵματος. Ἄρα καὶ ἡ ἐξωστρεφὴς μεταφυσικὴ συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ὑπαγγέλων, ἄν, βεβαίως, ἐπιτραπεῖ καὶ ῥυθμιστεῖ ἀπὸ τὸ θεὸ δημιουργό, ἀσκεῖται ἐπίσης ἐκεῖ.

Δεδομένων, λοιπόν, τῆς ὁμοιωτικῆς ὑπαγωγῆς, ὡς ἐντελεχειακοῦ προσταδίου τῆς ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς (ἀμφότερες τὶς ὁποῖες θὰ ἀναπτύξουμε παρακάτω), τῆς ἐσωστρεφοῦς ἐπιβάσεως καὶ τῆς κολοβώσεως τοῦ μικτοῦ ἄρρενος ἔτσι ὥστε νὰ φαίνεται σὰν νὰ εἶναι καθαρὸ ἄρρεν καὶ προστιθεμένης, ἐπιπλέον, καὶ τῆς πνευματικῆς καὶ ψυχοσωματικῆς ἀπειρίας ὡς πρὸς τὴ μέθεξη τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος, μπορεῖ κανεὶς νὰ καταλάβει γιὰ ποιὸ λόγο τὰ κτιστὰ ἄρρενα σχηματίζουν τὴν ἐσφαλμένη ἐντύπωση καὶ ἔχουν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι δῆθεν εἶναι καθαρά, ἐπειδὴ στὴ συνουσιαστικὴ πράξη διατελοῦν καὶ σωματικῶς καὶ πνευματικῶς ἀνεπίβατα (ἀνυπότακτα).

Ὁ θεῖος, συνεπῶς, καρδιακὸς ἔρως βοηθεῖ τὸ κτιστὸ ἄρρεν νὰ συνειδητοποιήσει τὴ μικτὴ φύση του, τὴν αἰτιατότητά του σὲ μίξη μὲ τὴν αἰτιότητά του, τὴν αἰτιατὴ αἰτιότητά του, τὴ μεσαιτιότητά του, ὅτι ὡς κτιστὸ καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι συνουσιαστικῶς ἀνεπίβατο (ἀνυπότακτο) ἀλλ' ἐπιβατὸ (ὑποτακτό).

Πολλὰ κτιστὰ καὶ μικτὰ ἄρρενα θεωροῦν ὅτι δῆθεν εἶναι καθαρὰ καὶ ἀντιδροῦν στὴν παθητικὴ ἐπίβαση καὶ θέλουν νὰ ἀσκοῦν μόνο τὴν ἐνεργητική, θέλουν, δηλαδή, μόνο νὰ ὑποτάσσουν χωρὶς νὰ ὑποτάσσονται. Ἡ μικτή, ὅμως, φύση τοῦ κτιστοῦ ἄρρενος ἀπαιτεῖ πρῶτα νὰ μάθουν νὰ ὑποτάσσονται καὶ ἔπειτα νὰ ὑποτάσσουν.

Τὰ τοιαῦτα ἄρρενα ἔχουν παρεξηγήσει τὴν ὁμοίωση τοῦ κτιστοῦ ἐκτύπου (εἰκόνος) πρὸς τὸ ἄκτιστο ἀρχέτυπο (κανόνα) ὡς ἐξομοίωση. Δὲν πρόκειται, ὅμως, περὶ ἐξομοιώσεως ἀλλὰ περὶ ὁμοιώσεως, διότι τὸ ἔκτυπο (εἰκών) εἶναι μικτὸ αἴτιο ἢ μιξαίτιο, αἰτιατὸ αἴτιο ἢ μεσαίτιο, προχωρεῖ, δηλαδή, στὴν αἰτιότητα μὲ βάση τὴν αἰτιατότητά του τὴν ὁποία οὐδέποτε δύναται νὰ ἐξαφανίσει ἀλλὰ μόνο νὰ συνδυάσει μὲ τὴν αἰτιότητα, εἶναι καὶ παραμένει πάντοτε κατὰ βάσιν αἰτιατό, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἀρχέτυπο (κανόνα) ποὺ εἶναι τὸ καθαρὸ αἴτιο ἢ πρωταίτιο. Τὰ κτιστὰ ἄρρενα εἶναι μικτὰ ἄρρενα, θηλυάρρενα, καθαρὸ ἄρρεν εἶναι μόνο τὸ ἄκτιστο ἄρρεν, ὁ θεός.

Τὸ ἀνωμελὲς αὐτὸ φαινόμενο, τὸ νὰ ἔχει κάποιος μικτὴ φύση καὶ νὰ θέλει νὰ τὴν παρουσιάζει ὡς καθαρὴ καὶ μόνο νὰ ὑποτάσσει χωρὶς νὰ ὑποτάσσεται ἔχει παθολογική, ἀπὸ πνευματικὴ ἄποψη, βάση μὲ πνευματικὸ παθολογικὸ αἴτιο τὸν ἐγωκεντρισμὸ ἢ ἀτομικισμό, τὴ φιλαυτία ἢ ὑπερηφάνεια, καὶ δύναται νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς «σύνδρομο τοῦ ἀνεπιβάτου ἵππου», δεδομένου ὅτι μπορεῖ νὰ παραβληθεῖ πρὸς τὴν περίπτωση τῶν ἵππων οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦν σπασμωδικὰ καὶ προβάλλουν σθεναρὴ ἀντίσταση ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιχειρήσει γιὰ πρώτη φορὰ νὰ τοὺς ἱππεύσει, νὰ τοὺς ἀσκήσει, δηλαδή, τὴν ἱππευτική, τὴ συγχρωτιστική, μὲ ἄλλα λόγια, ἐπίβαση, παρόλο ποὺ ἀπὸ τὴ φύση τους οἱ ἵπποι προορίζονται καὶ χρησιμεύουν γιὰ νὰ ἐπιβαίνονται συγχρωτιστικῶς (καὶ στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακὴ καὶ φυσική τους θεώρηση ἐπιπλέον καὶ συνουσιαστικῶς) ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ θεία συνουσιαστικὴ πνευματικὴ ἐπίβαση εἶναι ἀναγκαία τόσο γιὰ τὸ κτιστό, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ ἄκτιστο μὲ κάποια ὑπερφυσικὴ συναγωγικὴ (συνουσιαστική) πράξη καὶ διὰ τῆς ἑνώσεώς του μὲ ἐκεῖνο νὰ θεωθεῖ κατὰ χάριν, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ἄκτιστο, γι' αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸ θεό, ὁ ὁποῖος πρέπει κάπου νὰ ἀσκήσει καὶ νὰ διοχετεύσει τὴ συνουσιαστικὴ ἐπιβητορική του ἐνέργεια, πρέπει νὰ βρεῖ μιὰ καρδιὰ γιὰ νὰ ἐπιβαίνει συνουσιαστικῶς (ἕναν κατάλληλο σωματικὸ κόλπο γιὰ νὰ χώνει τὸ πνευματικὸ πέος του ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν καρδιακό).

Ἔτσι ὁ θεῖος ἐπιβήτωρ καὶ ἐραστὴς περιέρχεται καὶ ἀναζητᾷ τὰ θύματα τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτός του ἐπιπίπτοντας αἰφνιδιαστικὰ πάνω τους σὲ ὥρα ποὺ δὲν τὸν περιμένουν καὶ «κατανύσσοντας» ἢ ἀλλιῶς «διεμβολίζοντας» ἢ διαφόρως «διασχίζοντας» τὶς παθητικὲς καρδιές τους μὲ τὸ ἐνεργητικὸ συνουσιαστικό του κεντρὶ ἢ ἔμβολο ἢ ὄργανο, μὲ τὴ θεία, δηλονότι, ἐπιβητορική του ἐνέργεια.

Πρόκειται γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος, γιὰ τὸ ἕνα μυστήριο τῆς πνευματικῆς κατανύξεως καὶ ἐξομολογήσεως, τὸ ὁποῖο ἔχει δύο πνευματικῶς κατανυκτικὲς καὶ ἐξομολογητικὲς μυστηριακὲς ὄψεις θεωρούμενο σύμφωνα μὲ τὸ λογικὸ ἐκεῖνο σχῆμα ποὺ λέγεται «κατὰ θέσιν καὶ ἄρσιν».

Ἡ πρώτη πνευματικῶς κατανυκτικὴ καὶ ἐξομολογητικὴ μυστηριακὴ ὄψη τοῦ ἑνὸς καὶ διττοῦ μυστηρίου τοῦ θείου ἔρωτος θεωρεῖται ὡς «θέσις τῆς θείας ἐρωτικῆς ἡδονῆς», ὡς θεία ἡδονικὴ πνευματικὴ κατάνυξη καὶ ἐξομολόγηση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ὡς ἐρωτικὴ κατάνυξη τοῦ ψυχανθρώπου ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα, τὸ θεῖο ἐραστή, καὶ ὡς ἐρωτικὴ ἐξομολόγησή του πρὸς τὸ θεῖο ἐραστὴ καὶ τὸ θεῖό του ἔρωτα.

Ἐν προκειμένῳ, ἡ θεία πνευματικὴ χάρη κατανύσσει ἐρωτικὰ καὶ συνουσιαστικὰ τὴν ἀνθρώπινη καρδιὰ καὶ ἀνοίγει τὸ στόμα τοῦ ἀνθρώπου πρὸς ἐρωτικὴ ἐξομολόγηση πρὸς τὸ θεῖο ἔρωτα καὶ τὸ θεῖο ἐραστή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχει εἴτε προσευχητικὸ κατὰ μόνας εἴτε ἐξαγορευτικὸ ἐνώπιον ἄλλων εἴτε ὑμνολογικὸ χαρακτῆρα.

Εἶναι ἄλλωστε γνωστὸ στὴ θεολογικὴ γραμματεία τὸ σχετικὸ σύγγραμμα τοῦ μυστικοῦ θεολόγου τοῦ θείου ἔρωτος, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου, μὲ τίτλο «Θείων Ἐρώτων Ὕμνοι», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» (σὲ κατάσταση ἁγιοπνευματικῆς ἐρωτικῆς κατανύξεως) προσωπική του ἐρωτικὴ ἐξομολόγηση πρὸς τὸ θεῖο ἐραστὴ καὶ τὸ θεῖο ἔρωτά του.

Ἡ δεύτερη πνευματικῶς κατανυκτικὴ καὶ ἐξομολογητικὴ μυστηριακὴ ὄψη τοῦ ἑνὸς καὶ διττοῦ μυστηρίου τοῦ θείου ἔρωτος θεωρεῖται ὡς «ἄρσις τῆς θείας ἐρωτικῆς ἡδονῆς», ὡς θεία ὀδυνηρὴ πνευματικὴ κατάνυξη καὶ ἐξομολόγηση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ὡς μετανοητικὴ κατάνυξη τοῦ ψυχανθρώπου ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα, τὸ θεῖο ἐραστή, καὶ ὡς μετανοητικὴ ἐξομολόγησή του πρὸς τὸ θεῖο ἐραστὴ καὶ τὸ θεῖό του ἔρωτα, ἐπειδὴ τὸν λύπησε καὶ τὸν στερήθηκε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, δεδομένου ὅτι ἡ ὀδύνη ὁρίζεται λογικῶς ὡς ἄρση, τουτέστι στέρηση, τῆς ἡδονῆς, ὡς στερητικὴ τῆς ἡδονῆς ἐπώδυνη ψυχοσωματικὴ κατάσταση.

Ἐδῶ ἡ θεία πνευματικὴ χάρη κατανύσσει μετανοητικὰ καὶ σωτηριολογικὰ τὴν ἀνθρώπινη καρδιὰ καὶ ἀνοίγει τὸ στόμα τοῦ ἀνθρώπου πρὸς μετανοητικὴ ἐξομολόγηση πρὸς τὸ θεῖο ἔρωτα καὶ τὸ θεῖο ἐραστή, ἡ ὁποία κι αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἔχει εἴτε προσευχητικὸ κατὰ μόνας εἴτε ἐξαγορευτικὸ ἐνώπιον ἄλλων εἴτε ὑμνολογικὸ χαρακτῆρα.

Προκειμένου, λοιπόν, νὰ μετέχει κανεὶς κατὰ πνευματικὸ τρόπο στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως θὰ πρέπει νὰ διατελεῖ μέτοχος καὶ μύστης τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος, νὰ εἶναι «πνευματικὸς ἄνθρωπος». Εἰ δὲ μή, ἐάν, στὴν καλύτερη ἀπὸ τὶς προβληματικὲς περιπτώσεις, εἶναι «ψυχικὸς ἄνθρωπος», μετέχει μόνο κατὰ ψυχικὸ τρόπο. Κι ἄν, στὴ χειρότερη περίπτωση, εἶναι «σαρκικὸς ἄνθρωπος», δὲν μετέχει καθόλου, οὔτε κἂν ἐξομολογεῖται, δεδομένου ὅτι οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι ἀπέχουν ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ ζωή.

Ἔτσι ἀκριβῶς ἐπέπεσε καὶ εἰσέβαλε αἰφνιδιαστικῶς καὶ μέσα στὴ δική μας καρδιὰ σὰν τὸ σφοδρὸ ἐκεῖνο καὶ βίαιο ἄνεμο ποὺ εἰσβάλλει ξαφνικὰ ἀπὸ τὰ παράθυρα καὶ σαρώνει τὰ πάντα μέσα στὴν οἰκία. Τί νὰ κάνει κανείς; Μήνυση στὸ θεὸ γιὰ βιασμό;

Ἂν εἶναι «ὁ τυχερός», καὶ μὲ τὴ θετικὴ καὶ μὲ τὴν ἀρνητικὴ ἔννοια τοῦ λόγου, διότι, ὅπως προείπαμε, ὁ θεῖος καρδιακὸς ἔρως ἔχει καὶ τὰ θετικὰ ἀλλ' ἔχει καὶ τὰ ἀρνητικά του, θὰ πρέπει νὰ μὴν ἐναντιωθεῖ στὸ θεῖο ἐπιβήτορα καὶ ἐραστὴ καὶ νὰ μὴν τοῦ προβάλλει ἀντίσταση ὥστε νὰ μὴν τὸν θυμώσει καὶ καταλογισθεῖ εἰς βάρος του ἀπὸ ἐκεῖνον ἡ ἄρνηση τῆς ὑπὲρ φύσιν ἑνώσεως μὲ τὸ θεὸ καὶ τῆς ἐξ αὐτῆς κατὰ χάριν θεώσεως καὶ τελικὰ χάσει τὴν ψυχή του καὶ βρεθεῖ στὴν κόλαση.

Δὲν πρέπει, ὅμως, κανεὶς νὰ βιάζεται νὰ βγάλει συμπεράσματα ὅτι δῆθεν πρόκειται γιὰ ἄδολη καὶ ἀνιδιοτελῆ θεία ἀγάπη, δεδομένης τῆς διαστροφικῆς ἁμαρτωλότητος καὶ τῆς πανουργίας τοῦ θείου ὄντος. Γιατὶ μπορεῖ στὴν πραγματικότητα νὰ μὴν ἀρέσει καὶ τόσο στὸ θεῖο ἐραστὴ καὶ ἁπλᾶ νὰ ἀποτελεῖ γι' αὐτὸν λύση ἀνάγκης κατὰ τὴ λαϊκὴ παροιμία «ἀπ' τὸ ὁλότελα καλὴ κι ἡ παναγιώταινα».

Μπορεῖ, δηλαδή, νὰ συμπεριφέρεται κι ὁ θεῖος σὰν τὸν ἀνθρώπινο ἐραστὴ καὶ νὰ ψάχνει κι αὐτὸς γιὰ θύματα ὅπως ἐκεῖνος, ἁπλᾶ γιὰ τρῦπες γιὰ νὰ χώνει τὸ καυλί του, κι ἐσὺ νὰ νομίζεις ὅτι δῆθεν εἶσαι ὁ ἐκλεκτός του καὶ ὅτι σὲ ἀγαπᾷ ἀνιδιοτελῶς. Ἔτσι ἐνδέχεται νὰ συνέβη καὶ στὴ δική μας περίπτωση, μπορεῖ, δηλαδή, νὰ ἐπέπεσε σὲ μᾶς (νὰ μᾶς τὴν ἔπεσε) ἐπειδὴ ἁπλᾶ δὲν βρῆκε καλύτερη γιὰ παλλακίδα.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε λαϊκά, χῦμα, πάλι, καὶ τσουβαλᾶτα, «Ἰωάννη βρῆκε, Ἰωάννη γάμησε» (τόσα χρόνια τὴν καρδιὰ μᾶς τὴν ἔχει ξεσκίσει στὰ γαμήσια). Ὅπως καὶ νά 'χει, πάντως, διατελοῦμε εὐγνώμονες στὴ θεία ἀγαθότητα γιὰ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ καὶ θεωτικὸ πνευματικὸ χάρισμα.

Πολὺ ὀρθὰ ὁρίσθηκε παραπάνω ἡ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση ὡς «διεμβολισμός» τοῦ παθητικοῦ ἀπὸ τὸ ἐνεργητικὸ συνουσιαστικὸ ὄργανο ἢ ἔμβολο. Ὁ συνουσιαστικὸς διεμβολισμὸς ἀποτελεῖ σαφῶς ὑποτακτικὴ συνουσιαστικὴ (ὑπαγωγικὴ συναγωγική) ἐνέργεια ἡ ὁποία ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸν κτίστη καὶ πάσχεται ἀπὸ τὴν κτίση καὶ ἀφορᾷ τὴ μεταξύ τους ἐντελεχειακὴ σχέση.

Καὶ δεδομένου ὅτι τὰ ὁρατὰ καὶ σωματικὰ εἶναι ἔκτυπα (εἰκόνες) τῶν ἀοράτων καὶ πνευματικῶν ἀρχετύπων (κανόνων), ἡ σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση διαπιστώνεται ἀσφαλῶς ὡς σωματικὴ ἀπεικόνιση ἢ σωματοποίηση τῆς πνευματικῆς συνουσιαστικῆς ἐπιβάσεως.

Ἐφόσον ὁ θεὸς ἀπεικονίσθηκε σωματικῶς ὡς ποιήτωρ, ὡς ὑπαγωγικὸς παραγωγός, λαμβάνοντας τὴ σωματικὴ μορφὴ τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου ἢ ῥεκτόχειρος ποὺ φέρει δημιουργικὰ χέρια, ἀπεικονίσθηκε σωματικῶς καὶ ὡς ἐπιβήτωρ, ὡς ὑπαγωγικὸς συναγωγός, λαμβάνοντας τὴ σωματικὴ μορφὴ τοῦ ἀνδρὸς ποὺ φέρει συνουσιαστικὸ ἔμβολο (πέος). Ἂν σωματοποιεῖται ἡ πνευματικὴ ὑπαγωγικὴ παραγωγή, ἡ πνευματικὴ δημιουργικὴ ποίηση, μαζὶ μ' αὐτὴ σωματοποιεῖται νομοτελειακὰ καὶ ἀναπόφευκτα καὶ ἡ πνευματικὴ ὑπαγωγικὴ συναγωγή, ἡ πνευματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση.

Αὐτὸ ἄλλωστε ἀπαιτεῖ καὶ ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων μεταξὺ τῆς θείας φύσεως, τῆς ψυχικῆς φύσεως καὶ τῆς σωματικῆς φύσεως τοῦ θεοψυχανθρώπου, βάσει τῆς ὁποίας, ἂν ὑφίσταται θεία συνουσιαστικὴ ἐπιβητορικὴ ἐνέργεια καὶ ἡδονή, συνυφίσταται ἀναλόγως καὶ ψυχικὴ συνουσιαστικὴ ἐπιβητορικὴ ἐνέργεια καὶ ἡδονὴ καὶ συνυπάρχει προσιδιαζόντως καὶ σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπιβητορικὴ ἐνέργεια καὶ ἡδονή.

Κάποιος μωροκακόδοξος ἠθικιστὴς θὰ χαρακτήριζε τὴ θεία συνουσιαστικὴ ἐπίβαση τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του ὡς ἠθικὴ πράξη καὶ τὴν ἀνθρώπινη συνουσιαστικὴ ἐπίβαση τὴν ὁποία βλέπει μὲ τὰ μάτια του δῆθεν ὡς ἀνήθικη πράξη ἐπειδὴ δῆθεν εἶναι συνέπεια τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ, ὡς φυσικό, δηλαδή, δῆθεν, χαρακτηριστικὸ τῆς μεταπτωτικῆς ἀδαμιαίας φύσεως.

Πρόκειται, ὅμως, γιὰ τὶς δύο ὄψεις τοῦ αὐτοῦ πράγματος, γιὰ τὴν πνευματικὴ (θεία) μορφὴ καὶ τὴ σαρκικὴ (ψυχοσωματική) μορφὴ τῆς συνουσιαστικῆς ἐπίβασης, γιὰ τὸ ἄκτιστο ἐπιβητορικὸ ἀρχέτυπο (κανόνα) καὶ τὸ κτιστὸ ἐπιβητορικὸ ἔκτυπο (εἰκόνα).

Ἐπιγινώσκουμε (διαπιστώνουμε), λοιπόν, καὶ καταγινώσκουμε (καταδικάζουμε) ὡς αἵρεση τὴν κακόδοξη γνώμη τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ ἡ ὁποία θεωρεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἐρωτικὴ καὶ συνουσιαστικὴ ἡδονή, στὰ πλαίσια τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτος, ὡς «διαβλητήν» καὶ «ἐφάμαρτον», ὡς μεταπτωτική, δηλαδή, φύση, καὶ ὡς τοιαύτη τὴν ἀπορρίπτει καὶ ἀποδέχεται μόνο τὴ θεία ἐρωτικὴ καὶ συνουσιαστικὴ ἡδονή, στὰ πλαίσια τοῦ θείου ἔρωτος, ἐπειδὴ ἡ ἐν λόγῳ κακοδοξία προσκρούει στὴν προαναφερθεῖσα ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων. Καὶ χαρακτηρίζουμε τὴν τοιαύτη ἀνατολικὴ καὶ δυτικὴ χριστιανικὴ κακοδοξία ὡς «ἐρωτικὸ μονοφυσιτισμό» ὁ ὁποῖος ἀπορρίπτει τὴν ἀνθρώπινη καὶ ἀποδέχεται μόνο τὴ θεία φύση τῆς ἐρωτικῆς ἡδονῆς.

Ἂν ὑφίσταται θεία ἐρωτικὴ καὶ συνουσιαστικὴ ἡδονή, ὑπάρχει καὶ ἀνθρώπινη ἐρωτικὴ καὶ συνουσιαστικὴ ἡδονή. Ἐὰν ὁ θεῖος ἔρως εἶναι ἐνήδονος, τότε καὶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρως εἶναι ἐνήδονος. Ἀνήδονος ἔρως δὲν ὑφίσταται, εἶναι οὐτοπία. Κάθε εἴδους ἔρωτας, εἴτε θεῖος, εἴτε ἀνθρώπινος, εἶναι πλήρης καὶ μεστὸς ἡδονῆς, ἀπόλαυσης, ἱκανοποίησης καὶ εὐχαρίστησης. Δὲν ὑφίσταται κακὴ καὶ διαβλητὴ ἐρωτικὴ ἡδονὴ ἀλλὰ κακὴ καὶ διαβλητὴ χρήση, τουτέστι κατάχρηση, τοῦ ὑφισταμένου ἀγαθοῦ τῆς ἐρωτικῆς ἡδονῆς.

Πίσω ἀπὸ τὴν τοιαύτη κακοδοξία, ἡ ὁποία γεννήθηκε καὶ διαδόθηκε ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ ἀσκητισμὸ καὶ γι' αὐτὸ χαρακτηρίζεται καὶ ὡς «ἀσκητικὴ χριστιανικὴ πλάνη», ὑποκρύπτεται ἀναμφισβήτητα ἡ θεία πανουργία ἡ ὁποία ἐπέτρεψε καὶ μεθόδευσε τὴ δογματικὴ ἐπικράτησή της προκειμένου ἔτσι νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ἡ θεία ἐξιλέωση ἀλλὰ δυστυχῶς κατὰ τὴ διαστροφικὴ ἐξιλεωτικὴ ἀντίληψη τοῦ θεοψυχανθρώπου, ὅπως θὰ ἐξηγήσουμε στὴν οἰκεία συνάφεια.

Λαμβάνοντας ὑπόψει τὴν ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) καὶ διαδοχικὴ ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακὴ μορφή της, πρὶν τὴν ἐντελεχειακή της καταστροφή, διακρίνουμε τὰ τρία ἀναγωγικὰ (ὁμοιωτικά) ἐντελεχειακὰ στάδια, τὴν προαναγωγὴ (ἀρχέτυπο), τὴν καταναγωγὴ (ἔκτυπο) καὶ τὴ μεταναγωγὴ (ἀντίτυπο), στὰ ὁποῖα στάδια ἀναφερθήκαμε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ πλαίσια τοῦ προδημοσιευθέντος δογματολογικοῦ ἔργου μας μὲ τίτλο «Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην» καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε πάλι ἀναλυτικὰ στὸ ἑπόμενο πέμπτο μέρος τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ μας ἔργου. Ἐδῶ τὰ περιγράφουμε πάλι συνοπτικῶς σὲ σχέση μὲ τὴν ἐντελέχεια ποὺ λαμβάνουμε ὑπόψει μας ἁπλᾶ γιὰ τὶς θεματολογικὲς ἀνάγκες τοῦ ἐπιμέτρου τοῦ τετάρτου μέρους τοῦ τρέχοντος δογματολογικοῦ ἔργου μας.

Ἡ ὅλη ἀναγωγὴ (ὁμοίωση) ἀποτελεῖ μία σύστροφο ἢ τελειόστροφο (αὔξουσα) καὶ διαδοχικὴ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη ἔχουσα ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον (ἀτελές): Προαναγωγή: ἡ πρὸ τῆς κυρίας ἀναγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) διαδικασίας ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κατάσταση καὶ τάξη.

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Καταναγωγή: ἡ κατ' αὐτὴν τὴν κυρία ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) διαδικασία ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κατάσταση καὶ τάξη.

γ΄. Ἀντίτυπον (τέλειον): Μεταναγωγή: ἡ μετὰ τὴν κυρία ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) διαδικασία ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κατάσταση καὶ τάξη.

Ἐφαρμόζοντας τὰ τρία αὐτὰ ἀναγωγικὰ (ὁμοιωτικά) ἐντελεχειακὰ στάδια στὴν ἐν λόγῳ ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακή της μορφή, ἔχουμε ὡς ἑξῆς:

Α΄. Ἀρχέτυπον (ἀτελές): Προαναγωγή: Στὸ πρῶτο αὐτὸ καὶ ἀτελὲς ἀκόμη ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) ἐντελεχειακὸ στάδιο ὑφίστανται ἀναγωγικῶς (ὁμοιωτικῶς) μόνο τὰ δύο ἐντελεχειακὰ ἄκρα τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, τὸ πρῶτο, ἀφενός, ἐντελεχειακὸ ἄκρο, τὸ ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) αἴτιο, τὸ τέλειο ἀρχέτυπο, τὸ καθαρὸ ὡς πρὸ τὴ σωματική, μόνο, συνουσιαστικὴ ἐπίβαση ἄρρεν, τὰ ὀρθοβάμονα διχειρόποδα ἢ ἀλλιῶς οἱ ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι), καὶ τὸ ἔσχατο, ἀφετέρου, ἐντελεχειακὸ ἄκρο, τὸ ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) αἰτιατό, τὸ ἀτελὲς ἀντίτυπο, τὸ καθαρὸ καὶ ὡς πρὸς τὴ σωματικὴ καὶ ὡς πρὸς τὴν ὅλη (πνευματικὴ καὶ σωματική) συνουσιαστικὴ ἐπίβαση θῆλυ, τὰ ὁλοπρηνῆ κατωτετράποδα (χοῖροι).

Ἐδῶ ἡ ἀναγωγὴ (ὁμοίωση) τοῦ θήλεος σωματικοῦ ἀντιτύπου τῶν ὁλοπρηνῶν κατωτετραπόδων (χοίρων) πρὸς τὸ ἄρρεν σωματικὸ ἀρχέτυπο τῶν ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων ἢ ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων) εἶναι κοινῆς καὶ γενικῆς φύσεως, δεδομένου ὅτι ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα ἀνήκουν στὰ προηγμένα σωματικὰ ὄντα στὰ ὁποῖα διακρίνεται τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ σῶμα ὡς πρόσωπο μὲ μάτια, αὐτιά, μύτη καὶ στόμα καὶ ὑφίστανται δύο ἢ τέσσερα πόδια καὶ ὑπάρχει ἐξωστρεφῶς ἡ ἐπιβασιακή, ἡ ὑποτακτική, συνουσιαστικὴ ἱκανότητα, ἡ ἱκανότητα, δηλαδή, τοῦ συνουσιαστικοῦ διεμβολισμοῦ, μὲ χρήση συνουσιαστικοῦ ἐμβόλου (πέους), εἴτε κατὰ ἐνεργητικὸ τρόπο, μὲ ἐνεργητικὴ χρήση τοῦ συνουσιαστικοῦ ἐμβόλου (πέους), εἴτε κατὰ παθητικὸ τρόπο, μὲ παθητικὴ χρήση τοῦ συνουσιαστικοῦ ἐμβόλου (πέους).

Γι' αὐτὸ καὶ ἡ προαναγωγὴ χαρακτηρίζεται ὡς «κοιναναγωγή», τουτέστι «κοινὴ ἀναγωγή» (ὁμοίωση), μὲ τὸ νόημα τῆς γενικῆς προαναγωγικῆς ὁμοιώσεως. Στὴν προαναγωγὴ προηγεῖται ἀναγωγικῶς (ὁμοιωτικῶς) τὸ ἀρχέτυπο καὶ ἕπεται τὸ ἀντίτυπο. Ἡ προαναγωγὴ εἶναι ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ἐντελεχειακὴ προϋπόθεση προκειμένου νὰ προχωρήσουμε στὴν καταναγωγή.

Β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Καταναγωγή: Τὸ δεύτερο αὐτὸ καὶ ἡμιτελὲς ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) ἐντελεχειακὸ στάδιο περιλαμβάνει τὴν κυρία ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) διαδικασία. Ἐδῶ τὸ ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) αἰτιατό, τὸ θῆλυ ἀντίτυπο τῶν ὁλοπρηνῶν κατωτετραπόδων (χοίρων), καθίσταται «ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) βάση» ἀπὸ τὴν ὁποία γίνονται οἱ ἑξῆς πέντε ἀλλεπάλληλες ἀναγωγικὲς (ὁμοιωτικές) κινήσεις:

Ἡ πρώτη πρὸς τὴν «ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κορυφή», πρὸς τὸ ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) πρωταίτιο (αἴτιο), τὸ ἄρρεν ἀρχέτυπο τῶν ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων ἢ ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων), ἀπὸ τὴν ὁποία κίνηση προκύπτει τὸ πρῶτο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν πρωτιστότυπο τῶν ἀνωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν).

Ἡ δεύτερη πρὸς τὸ πρῶτο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν πρωτιστότυπο τῶν ἀνωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν), ἀπὸ τὴν ὁποία κίνηση προκύπτει τὸ δεύτερο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν πρωτότυπο τῶν κατωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων).

Ἡ τρίτη πρὸς τὸ δεύτερο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν πρωτότυπο τῶν κατωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων), ἀπὸ τὴν ὁποία κίνηση προκύπτει τὸ τρίτο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν προτερότυπο τῶν ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων).

Ἡ τέταρτη πρὸς τὸ τρίτο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν προτερότυπο τῶν ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων), ἀπὸ τὴν ὁποία κίνηση προκύπτει τὸ τέταρτο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν πρότυπο τῶν ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων).

Καὶ ἡ πέμπτη πρὸς τὸ τέταρτο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν πρότυπο τῶν ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων), ἀπὸ τὴν ὁποία κίνηση προκύπτει τὸ πέμπτο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν ἔκτυπο τῶν ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων), τὸ ὁποῖο εἶναι αὐτὸ ποὺ τελικὰ συσχετίζεται ἄμεσα ἀναγωγικῶς (ὁμοιωτικῶς) μὲ τὸ ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) αἰτιατό, τὸ θῆλυ ἀντίτυπο τῶν ὁλοπρηνῶν κατωτετραπόδων (χοίρων), μὲ τὴ σχέση τῆς κοινῆς ἀναγωγῆς (κοιναναγωγῆς), δεδομένου ὅτι ἡ ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) αἰτιότητα, λόγῳ τῶν ὡς ἄνω πέντε διαδοχικῶν ἀναγωγικῶν (ὁμοιωτικῶν) κινήσεων τῆς ἀναγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) βάσης, μετακινήθηκε, ἔπεσε, κατὰ πέντε ἀναγωγικὲς (ὁμοιωτικές) βαθμίδες πρὸς τὰ κάτω, οἱ τέσσερεις πρῶτες ἀπὸ τὶς ὁποῖες καλοῦνται «ἀναγωγικὲς (ὁμοιωτικές) ὑποκορυφές».

Ἐπειδή, δηλαδή, αὐτὴ κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἀρχέτυπο στὸ πρωτιστότυπο (μία βαθμίδα), στὴν «πρώτη ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ὑποκορυφή», ἀπὸ τὸ πρωτιστότυπο στὸ πρωτότυπο (δύο βαθμίδες), στὴ «δεύτερη ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ὑποκορυφή», ἀπὸ τὸ πρωτότυπο στὸ προτερότυπο (τρεῖς βαθμίδες), στὴν «τρίτη ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ὑποκορυφή», ἀπὸ τὸ προτερότυπο στὸ πρότυπο (τέσσερεις βαθμίδες), στὴν «τέταρτη ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ὑποκορυφή», καὶ ἀπὸ τὸ πρότυπο στὸ ἔκτυπο (πέντε βαθμίδες).

Τὸ ἔκτυπο, σὲ ὁμαλὲς ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες, δὲν ἀποτελεῖ οὔτε «ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κορυφή» οὔτε «ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ὑποκορυφή», ἐπειδὴ δὲν ἀσκεῖ ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ἕλξη καὶ δὲν προκαλεῖ ἄμεσα ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κίνηση καὶ ἔμμεσα ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) διαίρεση, ἐπειδή, δηλαδή, δὲν ἀνήκει στὰ λεγόμενα «ἐν γένει ἀναγωγικὰ (ὁμοιωτικά) πρότυπα» (ἀρχέτυπο, πρωτιστότυπο, πρωτότυπο, προτερότυπο καὶ πρότυπο), ἀλλ' αὐτὸ θεωρεῖται ὡς «ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ὑφυποκορυφή».

Μὲ τὴν πλατεῖα, ὅμως, καὶ εὐρεῖα σημασία, ὡς «ἐν γένει ἀναγωγικὲς (ὁμοιωτικές) ὑποκορυφές» καλοῦνται συμπεριληπτικῶς οἱ τέσσερεις «ἐν εἴδει ἀναγωγικὲς (ὁμοιωτικές) ὑποκορυφές» μαζὶ μὲ τὴ μία «ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ὑφυποκορυφή».

Μὲ τὴν εὐρεῖα, ἐπίσης, σημασία, ὡς «ἐν γένει ἀναγωγικὲς (ὁμοιωτικές) κορυφές» ὀνομάζονται ἡ μία «ἐν εἴδει ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κορυφή» μαζὶ μὲ τὶς τέσσερεις «ἐν εἴδει ἀναγωγικὲς (ὁμοιωτικές) ὑποκορυφές», ἐνῷ, μὲ τὴν εὐρύτερη σημασία, ὡς «ἐν ὅλῳ ἀναγωγικὲς (ὁμοιωτικές) κορυφές» νοοῦνται ἡ μία «ἐν εἴδει ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κορυφή» μαζὶ μὲ τὶς τέσσερεις «ἐν εἴδει ἀναγωγικὲς (ὁμοιωτικές) ὑποκορυφές» καὶ τὴ μία «ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ὑφυποκορυφή».

Ἑκάστη ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κίνηση τῆς ἀναγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) βάσης προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀνάλογη ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ πρὸς αὐτὴ εἴτε ἡ μία ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κορυφὴ εἴτε ἑκάστη ἐκ τῶν τεσσάρων ἀναγωγικὴ (ὀμοιωτική) ὑποκορυφὴ ἐκείνης καὶ προκαλεῖ τὴν προσιδιάζουσα ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) διαίρεση εἴτε τοῦ ἀδιαιρέτου ὅλου εἴτε τοῦ ἀδιαιρέτου ὑπολοίπου αὐτῆς καὶ τῆς εὐρύτερης ὀντολογίας της. Πρόκειται εἴτε γιὰ τὸ ὅλο εἴτε γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ἐντελεχειακῆς ὀντολογίας τοῦ αἰτιατοῦ, σὲ διάκριση ἀπὸ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐντελεχειακὴ ὀντολογία τοῦ αἰτίου.

Ὡς «ἀντίτυπον», ἑπομένως, ὁρίζεται, καταρχήν, τὸ ἀδιαίρετο ὅλο τῆς ἀναγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) βάσης καὶ τῆς εὐρύτερης ὀντολογίας της, τὸ «ὅλον ἀντίτυπον» («ὁλαντίτυπον»), ἐν συνεχείᾳ τὸ ἀδιαίρετο ὑπόλοιπο αὐτῆς καὶ τῆς εὐρύτερης ὀντολογίας της, τὸ «λοιπὸν ἀντίτυπον» («λοιπαντίτυπον»), καὶ ἐν τέλει αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) βάση, «αὐτὸ τὸ ἀντίτυπον» (αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ ἀντίτυπο), τὸ «αὐταντίτυπον».

Ἔτσι, ἡ πρώτη κίνηση τῆς βάσης, προκαλεῖται ἀπὸ τὴν πρώτη ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ πρὸς αὐτὴ τὸ ἀρχέτυπο, ἡ μία κορυφή, καὶ προκαλεῖ τὴν πρώτη διαίρεση τοῦ ἀδιαιρέτου ὅλου αὐτῆς καὶ τῆς εὐρύτερης ὀντολογίας της (ὅλου ἀντιτύπου) σὲ πρωτιστότυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο (λοιπὸ ἀντίτυπο).

Ἡ δεύτερη κίνησή της, προκαλεῖται ἀπὸ τὴ δεύτερη ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ πρὸς αὐτὴ τὸ πρωτιστότυπο, ἡ πρώτη ὑποκορυφή, καὶ διαιρεῖ ἐκ δευτέρου τὸ ἀδιαίρετο ὑπόλοιπο αὐτῆς καὶ τῆς εὐρύτερης ὀντολογίας της, στὸ ὁποῖο δὲν συμπεριλαμβάνεται τὸ πρωτιστότυπο, σὲ πρωτότυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο (λοιπὸ ἀντίτυπο).

Ἡ τρίτη κίνησή της, προκαλεῖται ἀπὸ τὴν τρίτη ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ πρὸς αὐτὴ τὸ πρωτότυπο, ἡ δεύτερη ὑποκορυφή, καὶ διαιρεῖ ἐκ τρίτου τὸ ἀδιαίρετο ὑπόλοιπο αὐτῆς καὶ τῆς εὐρύτερης ὀντολογίας της, στὸ ὁποῖο δὲν συμπεριλαμβάνεται τὸ πρωτότυπο, σὲ προτερότυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο (λοιπὸ ἀντίτυπο).

Ἡ τέταρτη κίνησή της, προκαλεῖται ἀπὸ τὴν τέταρτη ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ πρὸς αὐτὴ τὸ προτερότυπο, ἡ τρίτη ὑποκορυφή, καὶ διαιρεῖ ἐκ τετάρτου τὸ ἀδιαίρετο ὑπόλοιπο αὐτῆς καὶ τῆς εὐρύτερης ὀντολογίας της, στὸ ὁποῖο δὲν συμπεριλαμβάνεται τὸ προτερότυπο, σὲ πρότυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο (λοιπὸ ἀντίτυπο).

Καὶ ἡ πέμπτη κίνησή της, προκαλεῖται ἀπὸ τὴν πέμπτη ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ πρὸς αὐτὴ τὸ πρότυπο, ἡ τέταρτη ὑποκορυφή, καὶ διαιρεῖ ἐκ πέμπτου τὸ ἀδιαίρετο ὑπόλοιπο αὐτῆς καὶ τῆς εὐρύτερης ὀντολογίας της, στὸ ὁποῖο δὲν συμπεριλαμβάνεται τὸ πρότυπο, σὲ ἔκτυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο (αὐταντίτυπο).

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, τὴ σύστροφο ἢ τελειόστροφο (αὔξουσα) καὶ διαδοχικὴ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τῆς πρωταιτίου ἀναγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) ἕλξεως (ἀρχετύπου), τῆς μεσαιτίου (αἰτιατῆς αἰτίου) ἀναγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) κινήσεως (ἐκτύπου) καὶ τῆς αἰτιατῆς ἀναγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) διαιρέσεως (ἀντιτύπου). Ἡ ἕλξη προκαλεῖ τὴν κίνηση, ἡ κίνηση καὶ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἕλξη καὶ προκαλεῖ τὴ διαίρεση καὶ ἡ διαίρεση προκαλεῖται ἄμεσα ἀπὸ τὴν κίνηση καὶ ἔμμεσα ἀπὸ τὴν ἕλξη:

α΄. Ἀρχέτυπον (ἀτελές): Ἀναγωγικὴ (Ὁμοιωτική) Ἕλξις.

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἀναγωγικὴ (Ὁμοιωτική) Κίνησις.

γ΄. Ἀντίτυπον (τέλειον): Ἀναγωγικὴ (Ὁμοιωτική) Διαίρεσις.

Σκοπὸς τῆς καταναγωγῆς εἶναι νὰ μεταφέρει καὶ νὰ προβάλει, ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, νὰ ἀπεικονίσει τὴν ἐξωτερικὴ σχέση τῆς προαναγωγῆς μεταξὺ τῆς ἐντελεχειακῆς ὀντολογίας τοῦ αἰτίου καὶ τῆς ἐντελεχειακῆς ὀντολογίας τοῦ αἰτιατοῦ ἐσωτερικὰ στὴν ἐντελεχειακὴ ὀντολογία τοῦ αἰτιατοῦ. Ἔτσι διαμορφώνονται τὰ ἕξι λεγόμενα «ἀναγωγικὰ (ὁμοιωτικά) ζεύγη», τὰ πέντε τελευταῖα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπεικονίζουν διαδοχικῶς, ἀμέσως ἢ ἐμμέσως, τὸ πρῶτο καὶ τοιουτοτρόπως τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, ἔχοντα ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον – Ὅλον Ἀντίτυπον: Προαναγωγικὸν Ζεῦγος.

β΄. Πρωτιστότυπον – Λοιπὸν Ἀντίτυπον: Πρῶτον (Α΄) Καταναγωγικὸν Ζεῦγος.

γ΄. Πρωτότυπον – Λοιπὸν Ἀντίτυπον: Δεύτερον (Β΄) Καταναγωγικὸν Ζεῦγος.

δ΄. Προτερότυπον – Λοιπὸν Ἀντίτυπον: Τρίτον (Γ΄) Καταναγωγικὸν Ζεῦγος.

ε΄. Πρότυπον – Λοιπὸν Ἀντίτυπον: Τέταρτον (Δ΄) Καταναγωγικὸν Ζεῦγος.

στ΄. Ἔκτυπον – Αὐταντίτυπον: Πέμπτον (Ε΄) Καταναγωγικὸν Ζεῦγος.

Γι' αὐτὸ καὶ ἡ καταναγωγὴ ὁρίζεται ὡς «ἰδιαναγωγή», τουτέστιν «ἰδία ἀναγωγή», μὲ τὸ νόημα τῆς εἰδικῆς καταναγωγικῆς ὁμοιώσεως, ποὺ κατέχει ἡ ὑφυποκορυφή, τῆς εἰδικωτέρας καταναγωγικῆς ὁμοιώσεως, ποὺ κατέχει ἡ τετάρτη ὑποκορυφή, καὶ τῆς εἰδικωτάτης καταναγωγικῆς ὁμοιώσεως, ποὺ κατέχουν ἡ πρώτη, ἡ δευτέρα καὶ ἡ τρίτη ὑποκορυφές.

Στὴν καταναγωγὴ προηγεῖται ἀναγωγικῶς (ὁμοιωτικῶς) τὸ ἀρχέτυπο, ἕπεται τὸ ἀντίτυπο καὶ ἀκολουθοῦν μὲ τὴ σειρά τους (διαδοχικῶς) τὸ πρωτιστότυπο, τὸ πρωτότυπο, τὸ προτερότυπο, τὸ πρότυπο καὶ τὸ ἔκτυπο. Ἡ καταναγωγικὴ αὐτὴ τάξη καὶ σειρὰ προτεραιότητος ἔχει μόνο θεωρητικὴ ἐντελεχειακὴ ὕπαρξη καὶ ὄχι πρακτικὴ ἐντελεχειακὴ ἐφαρμογή. Ἡ καταναγωγὴ εἶναι ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) ἐντελεχειακὸ προαπαιτούμενο γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴ μεταναγωγή.

Ἡ ἕκτη ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κίνηση τῆς ἀναγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) βάσης πρὸς τὸ πέμπτο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν ἔκτυπο τῶν ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων), εἰ καὶ δυνατή, δὲν ἐπιτρέπεται, διότι ἀποτελεῖ ὑπερβολὴ τῆς ἀναγωγῆς (ὁμοιώσεως), εἶναι καθ' ὑπερβολὴν ἀναγωγὴ (ὁμοίωση), ἐπειδὴ δὲν κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς εὐρύτερης ὀντολογίας της βάσεως ἀλλὰ μέσα στὴν ἴδια τὴ βάση, ὑποδιαιρῶντας ἐξ ἕκτου αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ βάση, αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀντίτυπο (αὐταντίτυπο), σὲ ἔκτυπο ἀντίτυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο ἀντίτυπο, δηλαδή, σὲ μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο) ἀντίτυπο καὶ σὲ αἰτιατὸ ἀντίτυπο.

Ἡ τοιαύτη, σημειωτέον, ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κίνηση εἶναι δυνατὴ λόγῳ τοῦ σχετικοῦ καὶ ὄχι ἀπολύτου βαθμοῦ τῆς καθαρότητος τοῦ θήλεος ἀντιτύπου, δεδομένου ὅτι αὐτὸ ἐμπεριέχει μέσα του τὴν «ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κλίση» πρὸς τὸ ἄρρεν ἀρχέτυπό του.

Πρόκειται, ἀσφαλῶς, γιὰ ἀνωμελὲς ἐντελεχειακὸ σχῆμα, διότι τὸ ἀντίτυπο εἶναι τὸ καθαρὸ αἰτιατὸ χωρὶς νὰ μετέχει αἰτιότητος, τὸ ὁποῖο σχῆμα χαρακτηρίζουμε ὡς «παραναγωγή», τουτέστι «παρὰ φύσιν ἀναγωγή» (ὁμοίωση)―«παρὰ φύσιν» κατὰ τὸ «δέον εἶναι» καὶ ὄχι κατὰ τὸ διεστραμμένο «εἶναι» τῆς φύσεως―καὶ τὸ κακέκτυπο ποὺ προκύπτει ἀπὸ αὐτὴ ὡς «παραναγωγικὸ κακέκτυπο», ἤ, μὲ μία λέξη, «παρέκτυπον».

Ἄρα τὸ πέμπτο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), τὸ θηλυάρρεν ἔκτυπο τῶν ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων), χαρακτηρίζεται κι αὐτὸ ἀναλόγως ὡς «παραναγωγικὸ κακοπρότυπο», ἤ, μονολεκτικῶς, «παραπρότυπον», καὶ ὡς «παραναγωγικὴ καχυποκορυφή», ἤ, μονολεκτικῶς, «παρυποκορυφή», καὶ τὸ ἀντίστοιχό του ἀντίτυπο ὡς «παραναγωγικὸ κακαντίτυπο», ἤ, μονολεκτικῶς, «παραντίτυπον», μὲ τὸ νόημα τοῦ «λοιποῦ παραντιτύπου», σὲ διάκριση ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο ἀντίτυπο τοῦ παρεκτύπου ποὺ χαρακτηρίζεται κι αὐτὸ ὡς «παραντίτυπον» ἀλλὰ μὲ τὸ νόημα τοῦ «παραυταντιτύπου».

Καὶ προσιδιαζόντως ἔχουμε καὶ τὰ δύο «παραναγωγικὰ ζεύγη», τὸ «παραπρότυπον – λοιπὸν παραντίτυπον», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν παραναγωγικὴ ἀντίληψη καὶ διατύπωση τοῦ ἀναγωγικοῦ ζεύγους «ἔκτυπον – ἀντίτυπον», καὶ τὸ «παρέκτυπον – παραυταντίτυπον». Καὶ ἐπίσης τὴν «παραναγωγικὴ καχέλξη», ἤ, μονολεκτικῶς, «παρέλξη», καὶ τὴν «παραναγωγικὴ κακοκίνηση», ἤ, μονολεκτικῶς, «παρακίνηση», καὶ τὴν «παραναγωγικὴ κακοδιαίρεση», ἤ, μονολεκτικῶς, «παραδιαίρεση».

Ἡ διαστροφικὴ ἁμαρτωλότητα τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ προχώρησε, δυστυχῶς, στὴν ἐφαρμογὴ τῆς ὁμοιωτικῆς παραναγωγῆς ἐπειδὴ εἶναι ἀπαραίτητη ἐντελεχειακὴ προϋπόθεση προκειμένου νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ καὶ νὰ διαμορφωθοῦν τὰ δύο φυσιοπαραστατικὰ φῦλα σὲ καθεμία ἀπὸ τὶς ἑπτὰ φύσεις τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, καὶ στὴν κατώτατη, δηλαδή, φύση τῶν χοίρων καὶ ὄχι μόνο στὶς ἕξι ἀνώτερές της.

Ἀπὸ τὴν τοιαύτη παραναγωγή, ὅπως ἄλλωστε προαναφέραμε, προέκυψε τὸ μέσο καὶ ὑφαλτικὸ (ὑποαλτικό) φυσικὸ εἶδος τῶν μικτῶν ἀρρένων ἢ θηλυαρρένων παραπρηνῶν (ἡμιπρηνῶν καὶ αὐτῶν κατὰ τὴν εὐρύτερη ἔννοια) χοίρων (καὶ μὴ χειρότερα), ἀνάμεσα στὰ ἁλτοτετράποδα καὶ τὰ ὁλοπρηνῆ τετράποδα, τὸ ὁποῖο παρουσιάζει κάποιες κατώτερες ἁλτικὲς ἱκανότητες συγκριτικὰ μὲ τὰ ἁλτοτετράποδα καὶ γι' αὐτὸ τὸ χαρακτηρίσαμε παραπάνω ὡς «ὑφαλτοτετράποδα» (ὑποαλτοτετράποδα) ἢ «ἁλτοτετραποδοειδῆ».

Καὶ λόγῳ τῆς ὁμοιωτικῆς παραναγωγῆς καὶ τῆς ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς, ὅπως, ἐπίσης, ἐπισημάναμε παραπάνω, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) βάση, αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ θῆλυ ἀντίτυπο (αὐταντίτυπο) τῶν ὁλοπρηνῶν τετραπόδων, τὸ ἄκρο καὶ ἀναλτικὸ φυσικὸ εἶδος τῶν καθαρῶν θηλέων ὁλοπρηνῶν χοίρων, τὸ καθαρὸ θῆλυ, οὐδέποτε ἔλαβε ἐμπράγματη φυσικὴ ὕπαρξη, ὑφιστάμενο μόνο θεωρητικῶς.

Γ΄. Ἀντίτυπον (τέλειον): Μεταναγωγή: Στὸ τρίτο αὐτὸ καὶ τέλειο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) ἐντελεχειακὸ στάδιο, τὸ μὲν ἄρρεν ἀρχέτυπο τῶν ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων ἢ ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων) μεταβαίνει ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἐντελεχειακῆς μοναδικότητος (μονάδος), στὴν ὁποία βρισκόταν στὴν καταναγωγή, στὴν κατάσταση τῆς ἐντελεχειακῆς ὁμαδικότητος (ὁμάδος).

Τὸ δὲ θῆλυ ἀντίτυπο τῶν ὁλοπρηνῶν κατωτετραπόδων (χοίρων) ἀντιμεταβαίνει ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἐντελεχειακῆς ὁμαδικότητος (ὁμάδος), στὴν ὁποία βρισκόταν στὴν καταναγωγή, στὴν κατάσταση τῆς ἐντελεχειακῆς μοναδικότητος (μονάδος).

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ ἄρρεν ἀρχέτυπο τῶν ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων ἢ ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων) παραλαμβάνει μαζί του καὶ τὰ πέντε λεγόμενα «ἐν γένει ἀναγωγικὰ (ὁμοιωτικά) ἔκτυπα» ποὺ προέκυψαν ἐντελεχειακῶς στὴν καταναγωγὴ μὲ ἄμεση ἢ ἔμμεση ὁμοιωτικὴ ἀναγωγὴ πρὸς αὐτό, καὶ τὸ θηλυάρρεν πρωτιστότυπο τῶν ἀνωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν) καὶ τὸ θηλυάρρεν πρωτότυπο τῶν κατωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων) καὶ τὸ θηλυάρρεν προτερότυπο τῶν ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων) καὶ τὸ θηλυάρρεν πρότυπο τῶν ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων) καὶ τὸ θηλυάρρεν ἔκτυπο τῶν ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων), καὶ τὰ ἐντάσσει στὴ δική του ἐντελεχειακὴ ὁμάδα γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἀποτελοῦν δικές του ἄμεσες ἢ ἔμμεσες μιξαρρενικὲς (μικτὲς ἀρσενικές) εἰκόνες, ἀπομονώνοντας ἐντελεχειακῶς τὸ θῆλυ ἀντίτυπο τῶν ὁλοπρηνῶν κατωτετραπόδων (χοίρων) τὸ ὁποῖο στὴν καταναγωγὴ ἐντάσσει τὰ τοιαῦτα στὴν ἐντελεχειακὴ ὁμάδα του ἐπὶ τῷ λόγῳ τῆς κοινῆς αἰτιατότητος καὶ ἀπομονώνει ἐντελεχειακῶς τὸ ἴδιο. Ἄρα ἡ μονόφυση καὶ ἡ ὑπέρφυση ποὺ προείδαμε ἀφοροῦν τὴν καταναγωγικὴ ταξινόμηση ἐνῷ ἡ παρυπέρφυση (παρὰ = πλησίον) καὶ ἡ παραμονόφυση (παρὰ = πλησίον) τὴν μεταναγωγική.

Ἡ ὅλη, συνεπῶς, ἀναγωγὴ (ὁμοίωση) ἡ ὁποία ἄρχεται ἀπὸ τὴν προαναγωγή, διαμέσου τῆς καταναγωγῆς ἀποσκοπεῖ στὴ μεταναγωγή, ἔχει, δηλαδή, σκοπὸ νὰ προκύψουν ἀναγωγικῶς (ὁμοιωτικῶς) ἔκτυπα ὄντα (εἰκόνες) γιὰ νὰ πλαισιώσουν τὸ ἀρχέτυπο ὂν (κανόνα) καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ νὰ ἀπομονώσουν ἐντελεχειακῶς τὸ ἀντίτυπο ὂν (ἀντίθετο τοῦ κανόνος).

Καὶ ἡ μεταναγωγὴ ὁρίζεται ὡς «ἰδιαναγωγή», τουτέστιν «ἰδία ἀναγωγή», ἀλλὰ μὲ τὸ νόημα τῆς εἰδικῆς μεταναγωγικῆς ὁμοιώσεως, ποὺ κατέχει ἡ ὑφυποκορυφή, τῆς εἰδικωτέρας μεταναγωγικῆς ὁμοιώσεως, ποὺ κατέχουν ἡ τρίτη καὶ ἡ τετάρτη ὑποκορυφές, καὶ τῆς εἰδικωτάτης μεταναγωγικῆς ὁμοιώσεως, ποὺ κατέχουν ἡ πρώτη καὶ ἡ δευτέρα ὑποκορυφές.

Στὴ μεταναγωγὴ προηγεῖται ἀναγωγικῶς (ὁμοιωτικῶς) τὸ ἀρχέτυπο καὶ ἀκολουθοῦν μὲ τὴ σειρά τους (διαδοχικῶς) τὸ πρωτιστότυπο, τὸ πρωτότυπο, τὸ προτερότυπο, τὸ πρότυπο, τὸ ἔκτυπο καὶ τὸ ἀντίτυπο. Ἡ μεταναγωγικὴ τάξη καὶ σειρὰ προτεραιότητος εἶναι αὐτὴ ποὺ τελικὰ ἐπικρατεῖ στὴν ἐντελεχειακὴ πράξη σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν καταναγωγικὴ ἡ ὁποία ὑφίσταται μόνο στὴν ἐντελεχειακὴ θεωρία.

Στὴν περίπτωση, σημειωτέον, τῶν ἀνακολούθων ἐντελεχειῶν, ὅπως π.χ. ἡ ἐντελέχεια «προπτωτικὸν (ἀρχέτυπον) – ἀποπτωτικὸν (ἔκτυπον) – μεταπτωτικὸν (ἀντίτυπον)», μπορεῖ κάποιος ἐπιπόλαιος νὰ νομίσει ὅτι δῆθεν εὑρίσκουν ἐντελεχειακὴ ἐφαρμογὴ πρῶτα ἡ καταναγωγικὴ τάξη καὶ σειρὰ προτεραιότητος καὶ ἔπειτα ἡ μεταναγωγική.

Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, δὲν ἰσχύει κάτι τέτοιο, διότι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἡ ἀνακολουθία ἔγκειται μεταξὺ τῆς μεταναγωγικῆς τάξης ποὺ ἐφαρμόζεται στὴν ἀναγωγὴ τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς μεταναγωγικῆς τάξης ποὺ ἐφαρμόζεται στὴν ἀναγωγὴ τῆς συναγωγῆς, δεδομένου ὅτι ἡ πρώτη ἐξελίσσεται ὡς «προπτωτικὸν (παραγωγικὸν πρωταίτιον ἀρχέτυπον) μεταπτωτικὸν (παραγωγικὸν μεσαίτιον ἔκτυπον) ἀποπτωτικὸν (παραγωγικὸν αἰτιατὸν ἀντίτυπον)» ἐνῷ ἡ δεύτερη ὡς «προπτωτικὸν (συναγωγικὸν πρωταίτιον ἀρχέτυπον) ἀποπτωτικὸν (συναγωγικὸν μεσαίτιον ἔκτυπον) μεταπτωτικὸν (συναγωγικὸν αἰτιατὸν ἀντίτυπον)».

Ἀμφότερες, βεβαίως, οἱ τάξεις αὐτὲς καὶ σειρὲς προτεραιότητος, καὶ ἡ πρώτη καὶ ἡ δεύτερη, ὡς μεταναγωγικές, εἶναι ὁμοιολογικὲς τάξεις, ἐπειδή, ὅμως, ἡ πρώτη χαρακτηρίζει τὴν παραγωγή, τὴν ἀρχικὴ μορφὴ τῆς κατακορύφου αἰτιότητος, δὲν καλεῖται «ὁμοιολογική» ἀλλὰ «χρονολογικὴ τάξη», σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ δεύτερη ἡ ὁποία κατεξοχὴν ὀνομάζεται «ὁμοιολογικὴ τάξη» διότι χαρακτηρίζει τὴ συναγωγή, τὴν τελικὴ μορφὴ τῆς κατακορύφου αἰτιότητος.

Γι' αὐτὸ καὶ στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, ἀναφερόμενοι στὶς ἀνακόλουθες καὶ τὶς ἐνακόλουθες ἐντελέχειες, λέμε ὅτι στὶς ἀνακόλουθες ἐντελέχειες ἡ χρονολογική, ἡ λεγόμενη παραγωγική, ἀσυμφωνεῖ μὲ τὴν (κατεξοχήν) ὁμοιολογική, τὴν καλούμενη ἀναγωγική, τάξη ἐνῷ στὶς ἐνακόλουθες ἐντελέχειες συμφωνεῖ μὲ αὐτή.

Ἄρα ἡ παραπάνω ἐσφαλμένη ἐντύπωση σχηματίζεται στὸν ἐπιπόλαιο νοῦ ἄν, ἐνῷ ἔχει ὑπόψει του τὴν ἐντελέχεια τῆς ἀναγωγῆς τῆς συναγωγῆς, θεωρήσει μέσα σ' αὐτὴ καὶ τὴν ἐντελέχεια τῆς ἀναγωγῆς τῆς παραγωγῆς, ἐάν, δηλαδή, στὴν ἀντίληψή του κάνει σύγχυση τῶν δύο ἐντελεχειῶν.

Ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ στὴν ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας ἀρχίζει ὁμοιωτικῶς καὶ ἐντελεχειακῶς ἀπὸ τὸ παρέκτυπο (παρὰ φύσιν ἔκτυπο), τὸ ὁμοιωτικῶς παραναχθὲν καὶ γι' αὐτὸ ἀνωμελὲς φυσικὸ εἶδος τῶν παραπρηνῶν (ἐν γένει ἡμιπρηνῶν) ὑφαλτοτετραπόδων (ὑποαλτοτετραπόδων) ἢ ἁλτοτετραποδοειδῶν, τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων), δηλαδή, ἢ θηλυαρρένων χοίρων, τὸ ὁποῖο μεσολαβεῖ μεταξὺ τοῦ ὡς παραπροτύπου (παρὰ φύσιν προτύπου) ἐκλαμβανομένου ἐκτύπου, τῆς φύσης τῶν παραπρηνῶν (ἐν γένει ἡμιπρηνῶν) ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων), καὶ τοῦ ὡς παραυταντιτύπου (παρὰ φύσιν αὐταντιτύπου) ἐκλαμβανομένου αὐταντιτύπου, τοῦ ὁμαλοῦ φυσικοῦ εἴδους τῶν ὁλοπρηνῶν κατωτετραπόδων, τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων), δηλονότι, χοίρων, ποὺ πρὶν τὴν ὁμοιωτικὴ παραναγωγὴ αὐτὸ καὶ μόνο ἀποτελοῦσε τὴ φύση τῶν χοίρων.

Καὶ τὸ ὁποῖο ἀνωμελὲς φυσικὸ εἶδος τῶν παραπρηνῶν (ἐν γένει ἡμιπρηνῶν) ὑφαλτοτετραπόδων (ὑποαλτοτετραπόδων) ἢ ἁλτοτετραποδοειδῶν, τῶν μιξαρρένων χοίρων, καὶ δέχεται (πάσχει) τὴ σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση καὶ ἀπὸ τὴν ἀμέσως ἀνώτερή του φύση τῶν παραπρηνῶν (ἐν γένει ἡμιπρηνῶν) ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων) καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ἐμμέσως ἀνώτερές του φύσεις τῶν ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων), τῶν ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων), τῶν κατωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων), τῶν ἀνωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν) καὶ τῶν ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων ἢ ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων), διατελῶντας τὸ ἴδιο «ἑξακισεπίβατο», καὶ ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τὴ σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση στὸ ἀμέσως κατώτερό του ὁμαλὸ φυσικὸ εἶδος τῶν ὁλοπρηνῶν κατωτετραπόδων, τῶν καθαροθηλέων χοίρων, τὸ ὁποῖο ἔτσι διατελεῖ «ἑπτακισεπίβατο».

Γι' αὐτὸ καὶ εἶναι ἐντελεχειακῶς καὶ φυσικῶς δυνατὸ νὰ ἀντιστραφεῖ ἄμεσα καὶ νὰ διαστραφεῖ ἀπευθείας ἢ νὰ ἀντιστραφεῖ διαστροφικῶς καὶ ἀμέσως ἢ νὰ καταστραφεῖ κατ' ἄμεσο τρόπο ἡ μικτὴ φύση του ἀπὸ μικτὸ ἄρρεν ἢ θηλυάρρεν (αἰτιατὸ αἴτιο ἢ μεσαίτιο ἢ μιξαίτιο) σὲ μικτὸ θῆλυ ἢ ἀρρενόθηλυ (αἴτιο αἰτιατὸ ἢ μεσαιτιατὸ ἢ μιξαιτιατό).

Ἡ ἐντελεχειακὴ αὐτὴ καὶ φυσικὴ ἄμεση ἀντιστροφὴ καὶ ἀπευθείας διαστροφὴ ἢ ἄμεση διαστροφικὴ ἀντιστροφὴ ἢ κατ' ἄμεσο τρόπο καταστροφὴ τοῦ μικτοῦ μεσαιτίου (αἰτιατοῦ αἰτίου) σὲ μικτὸ μεσαιτιατὸ (αἴτιο αἰτιατό) καλεῖται ὁμοιολογικῶς «ἐν εἴδει καταγωγή», τουτέστι αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγή, συσχετιζόμενη εἴτε μὲ τὴν ὁμοιωτικὴ ἀναγωγή, ὡς «ἐν εἴδει καταγωγὴ τῆς ἀναγωγῆς» ἢ «ἐν εἴδει ἀναγωγικὴ καταγωγή», εἴτε μὲ τὴν ὁμοιωτικὴ παραναγωγή, ὡς «ἐν εἴδει καταγωγὴ τῆς παραναγωγῆς» ἢ «ἐν εἴδει παραναγωγικὴ καταγωγή».

Ἐπειδὴ ἀντιστρέφει ἄμεσα καὶ διαστρέφει ἀπευθείας ἢ ἀντιστρέφει διαστροφικῶς καὶ ἀμέσως ἢ καταστρέφει κατ' ἄμεσο τρόπο τὴν ὁμοιωτικὴ στροφὴ ἢ ὁμοίωση τοῦ ἀναγωγικοῦ ἢ παραναγωγικοῦ ἐκτύπου, τὸ ὁποῖο, μὲ ἀναγωγικὴ ἢ παραναγωγικὴ βάση τὸ ἀναγωγικὸ ἢ παραναγωγικὸ ἀντίτυπο (αἰτιατό), ἔχει ἀναχθεῖ ἢ παραναχθεῖ ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ ἀναγωγικὸ ἢ παραναγωγικὸ πρότυπο (αἰτιατὸ αἴτιο), ἀπὸ ὁμαλὴ ἀναγωγικὴ ἢ λιγότερο ἀνωμελῆ παραναγωγικὴ σὲ ἀνωμελῆ ἢ περισσότερο ἀνωμελῆ καταγωγικὴ ὁμοιωτικὴ στροφὴ ἢ ὁμοίωση, ἔτσι ὥστε αὐτό, μὲ καταγωγικὴ βάση τὴν ἀναγωγικὴ ἢ παραναγωγικὴ ὁμοιωτική του στροφὴ ἢ ὁμοίωση, ἡ ὁποία καθίσταται καταγωγικό του ἀντίτυπο, νὰ καταχθεῖ ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ ἀναγωγικὸ ἢ παραναγωγικό του ἀντίτυπο, τὸ ὁποῖο γίνεται καταγωγικό του ἀρχέτυπο, νὰ γίνει, δηλαδή, καταγωγικὸ ἔκτυπο.

Παραθέτουμε, λοιπόν, ἐπιγραμματικῶς τὴν ὅλη παραναγωγικὴ καὶ καταγωγικὴ ἐντελεχειακὴ διαδικασία ἡ ὁποία ἐξελίσσεται μέσα στὴν κατώτατη καὶ βασικὴ φύση τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, στὴ φύση τῶν κατωτετραπόδων (χοίρων), προχωρῶντας σταδιακῶς καὶ προαγόμενη ἀπὸ τῆς μείονος ἀνωμαλίας εἰς τὴν μείζονα διαστροφὴν (καὶ μὴ χειρότερα) μέχρι νὰ διαμορφωθοῦν τὰ δύο φυσιοπαραστατικὰ φῦλα, ὡς ἑξῆς:

1. Ἔσω Τῆς Φύσεως Εἰδικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Καθαροθήλεα Κατωτετράποδα (χοῖροι)

Β΄. Προϊόντα Εἰδικῆς Ἔσω Διαιρέσεως

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

2. Ἔσω Τῆς Φύσεως Παραναγωγικὴ Εἰδικὴ Διαίρεσις

Α΄. Παραναγωγικῶς Διαιροῦσα Ἔξω Φύσις

― Ἀνωτέρα Φύσις Μιξαρρένων Ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων)

Β΄. Παραναγωγικῶς Διαιρουμένη Φύσις

― Κατωτάτη Φύσις Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

Γ΄. Προϊόντα Παραναγωγικῆς Εἰδικῆς Ἔσω Διαιρέσεως

α΄. Ἀνώτερον Φυσικὸν Εἶδος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

β΄. Κατώτερον Φυσικὸν Εἶδος Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

3. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Καθαροθήλεα Κατωτετράποδα (χοῖροι)

Β΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦν Ἔξω Φυσικὸν Εἶδος

― Κατώτερον Φυσικὸν Εἶδος Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσικὸν Εἶδος

― Ἀνώτερον Φυσικὸν Εἶδος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

Δ΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

4. Ἐσωτάτω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Καθαροθήλεα Κατωτετράποδα (χοῖροι)

Β΄. Φυσικὸν Εἶδος

― Ἀνώτερον Φυσικὸν Εἶδος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦν Ἔξω Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτάτης Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξοθηλέων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

5. Ἔσω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Ἀφαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Καθαροθήλεα Κατωτετράποδα (χοῖροι)

Β΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιροῦν Φυσικὸν Εἶδος

― Ἀνώτερον Φυσικὸν Εἶδος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιρούμενον Φυσικὸν Εἶδος

― Κατώτερον Φυσικὸν Εἶδος Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

Δ΄. Κατάλοιπα Καταγωγικῆς Ἔσω Ἀφαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

6. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Ἀφαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Καθαροθήλεα Κατωτετράποδα (χοῖροι)

Β΄. Φυσικὸν Εἶδος

― Ἀνώτερον Φυσικὸν Εἶδος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιροῦν Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

Δ΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

Ε΄. Κατάλοιπα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Ἀφαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξοθηλέων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων)

Παραναγωγικὴ Ἔσω Τριαδικὴ Ἐντελεχειακὴ Ἀντεπίδειξις

α΄. Παραπρότυπον (τέλειον):

Ἀνωτέρα Φύσις Μιξαρρένων Ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων).

β΄. Παρέκτυπον (ἡμιτελές):

Ἀνώτερον Φυσικὸν Εἶδος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων).

γ΄. Παραυταντίτυπον (ἀτελές):

Κατώτερον Φυσικὸν Εἶδος Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων).

Ἐν προκειμένῳ, ὅπως προείπαμε, τὸ παραναγωγικὸ πρότυπο ἢ παραπρότυπο, ἡ ἀνώτερη φύση τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων), ἀσκεῖ παραναγωγικὴ ἕλξη (κακὴ ἕλξη ἢ καχέλξη) στὸ παραναγωγικὸ ἀντίτυπο ἢ παραντίτυπο (λοιπὸ παραντίτυπο), στὴν ἀμέσως κατώτερή της φύση τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων), ἡ ὁποία ἕλξη προκαλεῖ τὴν παραναγωγικὴ κίνηση (κακὴ κίνηση ἢ κακοκίνηση) ἐκείνου πρὸς αὐτὸ ἡ ὁποία κίνηση προκαλεῖ τὴν παραναγωγικὴ διαίρεση (κακὴ διαίρεση ἢ κακοδιαίρεση) ἐκείνου σὲ παραναγωγικὸ ἔκτυπο ἢ παρέκτυπο, στὸ ἀνωμελὲς ἀνώτερο φυσικὸ εἶδος τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων), καὶ σὲ παραναγωγικὸ ἀντίτυπο ἢ παραντίτυπο (παραυταντίτυπο), στὸ ὁμαλὸ κατώτερο φυσικὸ εἶδος τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων).

Καταγωγικὴ Ἐσωτέρα Τριαδικὴ Ἐντελεχειακὴ Ἀντεπίδειξις

α΄. Καταγωγικὸν ἀρχέτυπον (ἀτελές):

Κατώτερον Φυσικὸν Εἶδος Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

β΄. Καταγωγικὸν ἔκτυπον (ἡμιτελές):

Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων).

γ΄. Καταγωγικὸν ἀντίτυπον (τέλειον):

Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων).

Ἐδῶ τὸ καταγωγικὸ ἀρχέτυπο, τὸ ὁμαλὸ κατώτερο φυσικὸ εἶδος τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων), ἀσκεῖ καταγωγικὴ ἕλξη (κακὴ ἕλξη ἢ καχέλξη) στὸ καταγωγικὸ ἀντίτυπο, στὸ ἀνωμελὲς ἀνώτερο φυσικὸ εἶδος τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων), ἡ ὁποία ἕλξη προκαλεῖ τὴν καταγωγικὴ κίνηση (κακὴ κίνηση ἢ κακοκίνηση) ἐκείνου πρὸς αὐτὸ ἡ ὁποία κίνηση προκαλεῖ τὴν καταγωγικὴ διαίρεση (κακὴ διαίρεση ἢ κακοδιαίρεση) ἐκείνου σὲ καταγωγικὸ ἔκτυπο, στὸ περισσότερο ἀνώμαλο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν μιξοθηλέων (μικτῶν θηλέων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων), καὶ σὲ καταγωγικὸ ἀντίτυπο, στὸ λιγότερο ἀνώμαλο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων).

Μὲ τὸν ὅρο «φυσιοπαραστατικὸν γένος», ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «φυσιοπαραστατικόν» (< φύσις + παριστάναι) καὶ τὸ οὐσιαστικὸ «γένος» (< γίγνεσθαι ἢ γίνεσθαι = ποιεῖσθαι), καὶ μὲ τὴν κυρία σημασία του, ὁρίζεται τὸ καταγωγικὸ ἔκτυπο (εἰκών), εἴτε ὡς ἀσυνδύαστο ποίημα τοῦ ἀσάρκου ἐγχώρου θεοῦ εἴτε ὡς συνδυαστικὸ χειροποίημα τοῦ ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ, τοῦ θεοψυχανθρώπου, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ εἰκονικὸ προϊὸν προκῦπτον ἐκ τῆς ἐσωτέρας καὶ καταγωγικοῦ χαρακτῆρος διαιρέσεως εἴτε τῆς ἀσυνδυάστως ποιηθείσης εἴτε τῆς συνδυαστικῶς χειροποιηθείσης φύσεως, ἀπὸ τὴν ἐσωτερική, δηλαδή, καὶ καταγωγικὴ διαίρεση τοῦ φυσικοῦ εἴδους της (ἀποτελοῦντος προϊόντος τῆς ἔσω, τῆς ἐσωτερικῆς, παραναγωγικῆς ἢ μή, διαιρέσεως τῆς φύσεως) καὶ τὸ ὁποῖο, μὲ τὴ μεταφορικὴ παραστατική, τὴν ἀπεικαστική, ἔννοια, παριστάνει (= ἀπεικονίζει) εἴτε τὴν καταγωγικῶς διαιροῦσα ἔξω φύση, στὴν περίπτωση τῆς ἐν γένει καταγωγῆς (καὶ τῆς ὁμοιωτικῆς ὑπαγωγῆς καὶ τῆς ἐν εἴδει καταγωγῆς) τῆς ἀναγωγῆς, κατὰ τὸ φαινόμενο «φύσις ἐν φύσει», εἴτε τὸ καταγωγικῶς διαιροῦν ἔξω φυσικὸ εἶδος, στὴν περίπτωση τῆς καταγωγῆς τῆς παραναγωγῆς, κατὰ τὸ φαινόμενο «φυσικὸν εἶδος ἐν φυσικῷ εἴδει».

Μὲ τὴ δευτερεύουσα, ὅμως, σημασία τοῦ τοιούτου ὅρου, ὡς «φυσιοπαραστατικὸν γένος» χαρακτηρίζεται ἐπιπλέον καὶ τὸ καταγωγικὸ ἀντίτυπο ποὺ μετὰ τὴν καταγωγικὴ διαίρεση παραμένει ὡς ἔχει προκειμένου νὰ διασώζει τὴ φύση ἢ τὸ φυσικὸ εἶδος ὅπως ἦταν πρὶν τὴν ὁμοιωτική της ἢ τὴν ὁμοιωτική του καταγωγή, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, μὲ τὴν κυριολεκτικὴ παραστατική, τὴν παραθετική, ἔννοια, γιὰ νὰ παριστάνει (= παραθέτει) τὴ μὲν ἢ τὸ δὲ πλησίον τῆς διεστραμμένης μορφῆς της ἢ τῆς διεστραμμένης μορφῆς του, ποὺ σημαίνει ἀντιπαράθεσή της ἢ ἀντιπαράθεσή του. Ἀλλ' ὄχι ὅπως ἀκριβῶς ἦταν, ἐπειδὴ κι αὐτό, ἀπὸ ὁμαλὸ ἀναγωγικὸ ἔκτυπο ποὺ ἦταν, κατέστη ἀνωμελὲς καταγωγικὸ ἀντίτυπο.

Ἀμφότερα τὰ «φυσιοπαραστατικὰ γένη» δὲν ἔχουν ἐν γένει γεννητικὴ (οὔτε ἐν εἴδει γεννητικὴ οὔτε ἐκπορευτική) σχέση μεταξύ τους καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ διαφορά τους βάσει τῆς ὁποίας διακρίνονται ἀπὸ ἀμφότερα τὰ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα. Γι' αὐτὸ καὶ αὐτὰ σὲ σχέση μ' ἐκεῖνα κρίνονται σαφῶς ὡς λιγότερο ἀνώμαλη περίπτωση ἐπειδὴ φυσικῶς διατελοῦν ἀσύγχυτα ἢ ἀσύμφυρτα μεταξύ τους.

Προκειμένου νὰ προχωρήσουμε περαιτέρω στὴ δογματολογική μας ἀνάλυση κρίνουμε σκόπιμο νὰ παραθέσουμε ἐδῶ τὴν ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) καὶ διαδοχικὴ ὀκταδικὴ «ἐντελέχεια τῶν εἰδῶν τῆς ἑνώσεως» ἡ ὁποία συνίσταται συνολικὰ τόσο ἀπὸ τὰ εἴδη τῆς παρατακτικῆς ἑνώσεως, τῆς λεγομένης «συμβάσεως», ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ εἴδη τῆς ὑποτακτικῆς ἑνώσεως, τῆς καλουμένης «ἐπιβάσεως», καὶ ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς:

α΄/η΄. Παναρχέτυπον (ὑπερτέλειον): Ἓν Ὄν: Ὁμοουσιαστικὴ Ἕνωσις: Ὁμοουσίασις.

β΄/ζ΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ἓν Ὄν: Κραστικὴ Ἕνωσις: Κατὰ Κρᾶσιν Ἕνωσις: Κρᾶσις.

γ΄/στ΄. Πρωτιστότυπον (ἡμιτελές): Ὡσεὶ Ἓν Ὄν: Κρασιμικτικὴ (Κραστικὴ Καὶ Μικτική) Ἕνωσις: Κατὰ Κρασίμιξιν (Κρᾶσιν Καὶ Μῖξιν) Ἕνωσις: Κρασίμιξις (Κρᾶσις Καὶ Μῖξις).

δ΄/ε΄. Πρωτότυπον (ἡμιτελές): Ὡσεὶ Ἓν Ὄν: Ταυτοπροσωπικὴ Προσληπτικὴ Ἕνωσις: Κατὰ Ταυτοπροσωπικὴν Μῖξιν Ἕνωσις: Καθ' Ὑποστατικὴν (Προσωπικήν) Πρόσληψιν Ἕνωσις: Καθ' Ὑπόστασιν (Πρόσωπον) Ἕνωσις: Πρόσληψις.

ε΄/δ΄. Προτερότυπον (ἡμιτελές): Ὡσεὶ Ἓν Ὄν: Ἐνδυτικὴ Προσληπτικὴ Ἕνωσις: Κατ' Ἐνδυτικὴν Μῖξιν Ἕνωσις: Κατ' Ἀλληλοπεριχωρητικὴν Πρόσληψιν Ἕνωσις: Κατ' Ἀλληλοπεριχώρησιν Ἕνωσις: Ἔνδυσις (Ἀλληλοπεριχώρησις).

στ΄/γ΄. Πρότυπον (ἡμιτελές): Ὡσεὶ Ἓν Ὄν: Συνουσιαστικὴ Ἐφαπτικὴ Ἕνωσις: Κατὰ Συνουσιαστικὴν Μῖξιν Ἕνωσις: Κατ' Ἐρωτικὴν Ἐπαφὴν Ἕνωσις: Κατ' Ἔρωτα Ἕνωσις: Συνουσίασις.

ζ΄/β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ὡσεὶ Ἓν Ὄν: Συγχρωτιστικὴ Ἐφαπτικὴ Ἕνωσις: Κατὰ Συγχρωτιστικὴν Μῖξιν Ἕνωσις: Κατὰ Κοινὴν Ἐπαφὴν Ἕνωσις: Κατ' Ἐπαφὴν Ἕνωσις: Συγχρωτίασις.

η΄/α΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Πολλὰ Πλησία Ὄντα: Συγχωριαστικὴ Ἀνεφαπτικὴ Προένωσις: Κατὰ Συγχωριαστικὴν Εὕρεσιν Προένωσις: Κατὰ Συνεύρεσιν Προένωσις: Συγχωρίασις.

Ἡ ἕνωση (συναγωγή) μεταξὺ τῶν δύο φυσιοπαραστατικῶν γενῶν ποὺ σχηματίζονται στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνωμελοῦς ἀνωτέρου φυσικοῦ εἴδους τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων) εἶναι ὑποτακτικὴ (μεταμεθυπαγωγική), ἐντοπίζεται στὴν ἕβδομη (συστρόφως) ἢ δεύτερη (ἀναστρόφως) ἐντελεχειακὴ βαθμίδα τῆς συνουσιαστικῆς ἐφαπτικῆς ἑνώσεως ἢ κατὰ συνουσιαστικὴν μῖξιν ἑνώσεως ἢ κατ' ἐρωτικὴν ἐπαφὴν ἑνώσεως ἢ κατ' ἔρωτα ἑνώσεως ἢ συνουσιάσεως, τῆς συνουσιαστικῆς, δηλαδή, ἐπιβάσεως, καὶ τεκμηριώνεται βάσει τῆς συνδυαστικῆς γενέσεως, τῆς χειροποιήσεως (μεταμεθυπαγωγικῆς παραγωγῆς), ἀμφοτέρων ἐκ γῆς ἀπὸ τὸν θεοψυχάνθρωπο, δεδομένου ὅτι ἐν προκειμένῳ δὲν εἶναι οὔτε ὀντολογικῶς δυνατὸ νὰ χειροποιήσει τὸ τοιοῦτο ἀνώτερο φυσιοπαραστατικὸ γένος τὸ τοιοῦτο κατώτερο, διότι δὲν φέρει τὴ φύση τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου ἢ ῥεκτόχειρος, ἀλλ' οὔτε καὶ δεοντολογικῶς ἐπιτρεπτό, ἐπειδή, ἀκόμη καὶ ῥεκτόχειρ νὰ ἦταν, δὲν θὰ διατελοῦσε σὲ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση μὲ τὴ θεία καὶ μὲ τὴν ψυχικὴ φύση.

Ἡ μέχρι στιγμῆς, λοιπόν, καταγωγικὴ ἐντελεχειακὴ διαδικασία στὰ πλαίσια τῆς κατωτάτης φύσεως τῶν καθαροθηλέων κατωτετραπόδων (χοίρων) καὶ μεταξὺ τῶν δύο ὡς ἄνω παραναγωγικῶς προκυψάντων φυσικῶν εἰδῶν της εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ μεταφερθεῖ καὶ νὰ προβληθεῖ, ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, νὰ ἀπεικονισθεῖ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνωμελοῦς ἀνωτέρου φυσικοῦ εἴδους της, τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων), καὶ ἀνάμεσα στὰ δύο ὡς ἄνω καταγωγικῶς προκύψαντα φυσιοπαραστατικά του γένη ἡ ἐξωτερικὴ σχέση ποὺ αὐτὸ ἔχει μὲ τὸ ὁμαλὸ κατώτερο φυσικὸ εἶδός της, τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων). Τὸ ἀνωμελὲς αὐτὸ παραναγωγικὸ καταγωγικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα καὶ φυσικὸ φαινόμενο χαρακτηρίζεται ὡς «φυσικὸν εἶδος ἐν φυσικῷ εἴδει».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μεταξὺ τοῦ καταγωγικοῦ ἀντιτύπου, τοῦ λιγότερο ἀνώμαλου ἀνωτέρου φυσιοπαραστατικοῦ γένους τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων), καὶ τοῦ καταγωγικοῦ ἀρχετύπου, τοῦ ὁμαλοῦ κατωτέρου φυσικοῦ εἴδους τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων), μεσολαβεῖ τὸ καταγωγικὸ ἔκτυπο, τὸ περισσότερο ἀνώμαλο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν μιξοθηλέων (μικτῶν θηλέων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων).

Ὅτι δηλαδὴ τὸ ἀνώτερο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων) ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση στὸ κατώτερο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν μιξοθηλέων (μικτῶν θηλέων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων) καὶ ἀμφότερα τὰ φυσιοπαραστατικὰ αὐτὰ γένη τοῦ ἀνωτέρου φυσικοῦ εἴδους τῶν μιξαρρένων ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων) ἀσκοῦν (ἐνεργοῦν) τὴ συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση στὸ κατώτερο φυσικὸ εἶδος τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων) καὶ ἀμφότερα τὰ φυσικὰ αὐτὰ εἴδη τῆς κατωτάτης φύσεως τῶν καθαροθηλέων κατωτετραπόδων (χοίρων) δέχονται (πάσχουν) τὴ συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση ἀπὸ τὴν ἀνώτερη φύση τῶν μιξαρρένων ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων).

Κατόπιν τούτων, ἡ μὲν φυσικὴ ὕπαρξη τοῦ ὁμαλοῦ κατωτέρου φυσικοῦ εἴδους τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων) τίθεται ὁριστικὰ ἐκτὸς τοῦ δημιουργικοῦ προγραμματισμοῦ τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ δὲν γίνεται ποτὲ ἐμπράγματη καὶ μένει μόνο στὰ πλαίσια τῆς ἐντελεχειακῆς θεωρίας, ἡ δὲ καταγωγικὴ ἐντελεχειακὴ διαδικασία στὰ πλαίσια τῆς κατωτάτης φύσεως τῶν καθαροθηλέων κατωτετραπόδων (χοίρων) συνεχίζεται στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνωμελοῦς ἀνωτέρου φυσικοῦ εἴδους τῶν μιξαρρένων ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων) καὶ μεταξὺ τῶν δύο ὡς ἄνω φυσιοπαραστατικῶν γενῶν του, γιὰ δύο λόγους:

Πρῶτον, γιὰ νὰ τελειοποιήσει τὴ μεταξύ τους ἐπιβασιακὴ (ὑποτακτική) ἕνωση ἀπὸ συνουσιαστικὴ καὶ κατὰ μῖξιν σὲ τεκνογονικὴ καὶ κατὰ κρᾶσιν. Καὶ ἡ μὲν κατὰ μῖξιν συνουσιαστικὴ ἐπίβαση εἶναι ἀτελέστερη ἀλλ' ἄμεση, ἡ δὲ κατὰ κρᾶσιν τεκνογονικὴ ἐπίβαση τελειότερη ἀλλ' ἔμμεση ἀνάμεσά τους, μέσῳ τοῦ κοινοῦ τέκνου τους, διαμέσου, δηλαδή, ἑνὸς τρίτου προσωποειδοῦς (ὑποκειμένου) τὸ ὁποῖο συμπαράγουν ἀπὸ κοινοῦ.

Ἀμφότερες, ἀσφαλῶς, εἶναι συνουσιαστικὲς ἐπιβάσεις δεδομένου ὅτι καὶ οἱ δύο ἀκολουθοῦν τὸ ἐπιβασιακὸ συνουσιαστικὸ σχῆμα τοῦ διεμβολισμοῦ τοῦ παθητικοῦ ἀπὸ τὸν ἐνεργητικὸ ἐραστὴ ἢ παράγοντα. Στὴ συνουσιαστική, ἀφενός, ἐπίβαση, τὸ παθητικὸ διεμβολίζεται συνουσιαστικῶς ἀπὸ τὸ ἐνεργητικὸ συνουσιαστικὸ ὄργανο καὶ στὴν τεκνογονική, ἀφετέρου, ἐπίβαση, τὸ παθητικὸ γενετικὸ ὑλικό, τὸ ὠάριο, διεμβολίζεται, τουτέστι γονιμοποιεῖται, ἀπὸ τὸ ἐνεργητικὸ γενετικὸ ὑλικό, τὸ σπερματοζωάριο.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ διγονικὴ ἢ ἀλλιῶς τεκνογονικὴ ἀναπαραγωγὴ στοὺς ἀνώτερους ὀργανισμοὺς δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν ἐπίτευξη αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς ἀναπαραγωγῆς, ἐπειδή, δῆθεν, ἀδυνατεῖ φυσικῶς σὲ αὐτοὺς ἡ μονογονικὴ ἀναπαραγωγή, ὅπως, δῆθεν, νομίζουν ὁ κακόδοξος ἀνατολικὸς καὶ δυτικὸς χριστιανισμὸς καὶ ἡ πλανώμενη κοσμικὴ ἐπιστήμη, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀναπαραγωγὴ ὡς φυσικὸ μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τόσο τοῦ προδηλωθέντος ὅσο καὶ τοῦ ἄλλου συναφοῦς μὲ αὐτὸν σκοποῦ ποὺ θὰ ἀναφέρουμε παρακάτω, ἐκτρέποντας καὶ διαστρέφοντάς την ἀνωμελῶς ἀπὸ μονογονικὴ σὲ διγονική, διότι πρόκειται, πράγματι, περὶ ἀναπαραγωγικῆς διαστροφῆς καὶ ἀνωμαλίας.

Ὅτι ἡ μονογονικὴ ἀναπαραγωγὴ στοὺς ἀνώτερους ὀργανισμοὺς εἶναι φύσει δυνατὴ καὶ ὄχι ἀδύνατη τεκμαίρεται, καταρχήν, ὀρθολογικῶς, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ὀρθὴ λογικὴ καὶ ἀπὸ τὸ προαναφερθὲν ὀρθολογικὸ σχῆμα ποὺ καλεῖται «κατὰ θέσιν καὶ ἄρσιν», βάσει τοῦ ὁποίου ἡ ἀνωμαλία ὁρίζεται ὡς ἄρση ἢ στέρηση τῆς ὁμαλότητος, ποὺ ἐν προκειμένῳ σημαίνει ὅτι ἂν εἶναι δυνατὴ ἡ ἀνώμαλη, ἡ διγονική, ἀναπαραγωγή, εἶναι, ἀσφαλῶς, δυνατὴ καὶ ἡ ὁμαλή, ἡ μονογονική, ἀναπαραγωγή.

Ἂν ὑπάρχει σκότος, προϋπάρχει καὶ φῶς, δεδομένου ὅτι τὸ σκότος ὁρίζεται ὡς ἄρση ἢ στέρηση τοῦ φωτός. Ἔτσι καὶ ἂν ὑπάρχει ἀνωμαλία προϋπάρχει ὀρθολογικῶς καὶ ὁμαλότητα. Ὅσοι, συνεπῶς, ὑποστηρίζουν ὅτι πρέπει νὰ γίνει ἡ ἀναπαραγωγὴ διγονικὴ ἐπειδὴ ἡ μονογονικὴ ἀναπαραγωγὴ εἶναι φύσει ἀδύνατη, ἰσχυρίζονται ὅτι πρέπει νὰ γίνουμε ἀνώμαλοι καὶ κτήνη (κτηνάνθρωποι) γιὰ νὰ ἀναπαραχθοῦμε ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ ἀναπαραχθοῦμε ὁμαλῶς, τὸ ὁποῖο, ἀσφαλῶς, προσκρούει σὲ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ὀρθὴ λογική.

Τεκμαίρεται, ἐπίσης, καὶ φυσιολογικῶς, ἀπὸ τὸ πρωτόπλαστο φυσικὸ ἄτομο τὸ ὁποῖο κατέχει τὸν ἀγέννητο ὑπαρξιακὸ τρόπο καὶ τὸ σῶμα τοῦ ὁποίου δὲν προκύπτει ἀπὸ τὸν πολλαπλασιασμὸ τοῦ γνωστοῦ διγονικοῦ γενετικοῦ κυττάρου, τὸ ὁποῖο σχηματίζεται ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς καὶ εἶναι μεταγενέστερο, ἀλλ' ἀπὸ τὸν πολλαπλασιασμὸ ἑνὸς ἀγνώστου καὶ ἀναμφισβήτητα μονογονικοῦ γενετικοῦ κυττάρου ὁ τρόπος τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ὁποίου εἶναι γνωστὸς μόνο στὸ θεὸ καὶ τὸ θεοψυχάνθρωπο δημιουργό του καὶ γι' αὐτὸ ἡ κοσμικὴ ἐπιστήμη εἴτε ἀδυνατεῖ εἴτε δυσκολεύεται νὰ τὸν κατανοήσει διότι παρατηρεῖ, ἐξερευνᾷ καὶ ἐπίσταται μόνο ὅσα βλέπει στὴ φυσικὴ πράξη, ὅσα, δηλαδή, ἔχει ἐπιτρέψει ὁ θεὸς καὶ ὁ θεοψυχάνθρωπος δημιουργὸς νὰ τῆς ἀποκαλυφθοῦν στὰ πλαίσια τῆς λεγόμενης «φυσικῆς θείας ἀποκαλύψεως», τῆς θείας, δηλαδή, δημιουργίας.

Καὶ δεύτερον, προκειμένου νὰ ἀπεικονίσει σωματικῶς τὸ μυστήριο τῆς πνευματικῆς θεοτεκνογονίας τὸ ὁποῖο λαμβάνει χώρα μεταξὺ τοῦ ἀκτίστου πνεύματος καὶ τοῦ κτιστοῦ εἴτε ἀσάρκου εἴτε ἐνσάρκου πνεύματος καὶ ἀποτελεῖ τὴν τελείωση τοῦ μυστηρίου τοῦ καρδιακοῦ θείου ἔρωτος ποὺ συνάπτεται ἀνάμεσά τους καὶ τὸ κορυφαῖο εἶδος τῆς ὑπὲρ φύσιν ἑνώσεως μὲ τὸ θεὸ καὶ τῆς ἐξ αὐτῆς κατὰ χάριν θεώσεως.

Πλήν, ὅμως, ἡ φυσικὴ ἀπεικόνιση τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ γιὰ τὸ κτιστὸ ὑπερφυσικοῦ μυστηρίου ποὺ συνδέεται τελετουργικῶς μὲ τὸ κατ' ἄγγελον καὶ κατ' ἄνθρωπον κορυφαῖο θεῖο εὐχαριστιακὸ μυστήριο προαπαιτεῖ τὴν ἐντελεχειακὴ καὶ φυσικὴ διαστροφὴ ποὺ λέγεται «ὁμοιωτικὴ καταγωγή» καὶ γι' αὐτό, παρόλο ποὺ εἶναι δυνατή, δὲν εἶναι ἐπιτρεπτή.

Ἄν, ὅμως, παρὰ τὸ ἀνεπίτρεπτο, πραγματοποιηθεῖ, ὅπως, δυστυχῶς, ἔγινε, τότε, πρόκειται γιὰ ἀπεικαστικὴ μανία, γιὰ διεστραμμένη ἀπεικονιστικὴ λογικὴ καὶ πρακτική, τὸ νὰ θέλει κάποιος νὰ ἀπεικονίζει τὰ πάντα, εἴτε καλῶς εἴτε κακῶς, καὶ μὲ κάθε κόστος. Ἂν κάτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀπεικονισθεῖ μὲ ὁμαλὸ τρόπο, δὲν θὰ ἀπεικονισθεῖ ἀνώμαλα, ἀλλ' ἁπλᾶ δὲν θὰ ἀπεικονισθεῖ.

Ἡ διγονικὴ ἢ τεκνογονικὴ ἀναπαραγωγὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς διαστροφὲς ποὺ δυστυχῶς εἰσήγαγε ὁ θεὸς καὶ ὁ θεοψυχάνθρωπος δημιουργὸς στὴ θεία καὶ τὴ θεοψυχανθρωπίνη δημιουργία του. Τεκμαίρεται δογματολογικῶς ὡς διαστροφὴ γιὰ τοὺς ἑξῆς τέσσερεις κυρίους λόγους:

Πρῶτον, διότι ἀντιστρέφει καὶ διαστρέφει, ἤ, μὲ μία λέξη, καταστρέφει ὁμοιωτικῶς τὴν ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) καὶ διαδοχικὴ τριαδικὴ «ἐντελέχεια τῶν θείων γεννήσεων» ἡ ὁποία, στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακή της μορφή, ἔχει ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Θεία Ζώωσις: Θεία Ζωωτικὴ Γέννησις.

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Θεία Περιουσίωσις: Θεία Περιουσιωτικὴ Γέννησις.

γ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Θεία Οἰκείωσις: Θεία Οἰκειωτικὴ Γέννησις.

Πρόκειται γιὰ ἀνακόλουθο ἐντελέχεια, ἡ χρονολογικὴ τάξη τῆς ὁποίας, ἡ παραγωγικὴ τριάδα «θεία ζώωσις (παραγωγικὸν πρωταίτιον ἀρχέτυπον) θεία οἰκείωσις (παραγωγικὸν μεσαίτιον ἔκτυπον) θεία περιουσίωσις (παραγωγικὸν αἰτιατὸν ἀντίτυπον)», δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν ὁμοιολογικὴ τάξη της, τὴ συναγωγικὴ τριάδα «θεία ζώωσις (συναγωγικὸν πρωταίτιον ἀρχέτυπον) θεία περιουσίωσις (συναγωγικὸν μεσαίτιον ἔκτυπον) θεία οἰκείωσις (συναγωγικὸν αἰτιατὸν ἀντίτυπον)».

Μὲ τὸν ὅρο, ἀφενός, «θεία ζωωτικὴ γέννηση» ὁρίζεται ἡ κατὰ τὴ θεία φύση, ὑπερφυσικὴ καὶ ἐν γένει γέννηση (γέννηση ἢ ἐκπόρευση) τῆς αἰτιατῆς ἀπὸ τὴν αἰτία θεία καὶ νοερὰ ζωϊκὴ ἀτομία (ἀπὸ τὸ θεῖο νοερὸ ζωϊκὸ ἄτομο, τὸ λεγόμενο «θεῖο πρόσωπο» ἢ ἀλλιῶς «θεία ὑπόσταση») ἡ ὁποία ἐντάσσεται στὰ γενικώτερα πλαίσια τῆς «θείας ζωώσεως» καὶ κατὰ τὴν ὁποία γέννηση ἡ αἰτιατὴ θεία ὑπόσταση (θεῖο πρόσωπο) καθίσταται ἀπὸ τὴν αἰτία συγκάτοχος καὶ συνδιαχειριστὴς τῆς ὅλης θείας οὐσίας καὶ τῆς ὅλης θείας ἐνεργείας, πρῶτα στὴν ἀΐδιο θεία φυσικὴ κατάσταση καὶ ἔπειτα καὶ σὲ ἑκάστη ἐπιπλέον οἰκονομικὴ θεία φυσικὴ κατάσταση στὰ ὅρια καὶ στὰ μέτρα τῆς ὁποίας ἡ κατὰ τὴ θεία φύση ἀΐδιος γέννηση τῆς αἰτιατῆς ἀπὸ τὴν αἰτία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) προβάλλεται.

Ἀποφεύγουμε νὰ τὴ χαρακτηρίσουμε ὡς «θεία οὐσιωτικὴ γέννηση» ἢ «θεία οὐσίωση», παρότι κατ' αὐτὴ ἡ αἰτιατὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) καθίσταται ἀπὸ τὴν αἰτία συγκάτοχος καὶ συνδιαχειριστὴς ὅλης τῆς θείας οὐσίας καὶ ὅλης τῆς θείας ἐνεργείας καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια «οὐσιοῦται» (οὐσιώνεται), γιὰ νὰ μὴν παρερμηνευθεῖ ὁ τοιοῦτος χαρακτηρισμὸς δῆθεν ὡς γεννητικὴ συννομὴ καὶ τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας μαζὶ μὲ τὴ γεννητικὴ νομὴ τῆς θείας ζωῆς.

Μὲ τὸν ὅρο, ἀφετέρου, «θεία περιουσιωτικὴ γέννηση» ὁρίζεται ἡ περιβολὴ τῆς αἰτιατῆς ἀπὸ τὴν αἰτία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) μὲ τὴν κτιστὴ οὐσία ποὺ ἡ αἰτία πρώτη ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) προσέλαβε, ἡ διττή, δηλαδή, ψυχικὴ καὶ σωματική, μεταφυσικὴ καὶ φυσικὴ καὶ ἐν γένει γέννηση (γέννηση ἢ ἐκπόρευσή) της, ἡ ὁποία ἐντάσσεται στὰ γενικώτερα πλαίσια τῆς «θείας περιουσιώσεως».

Καὶ μὲ τὸν ὅρο «θεία οἰκειωτικὴ γέννηση» ὁρίζεται ἡ οἰκείωση τοῦ ἀσάρκου ἐγχώρου θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄγγελο, τὸν ὑπάγγελο καὶ τὸν ὑφυπάγγελο (θεῖο καὶ ἀδαμιαῖο) ἡ ὁποία ἐντάσσεται στὰ γενικώτερα πλαίσια τῆς «θείας οἰκειώσεως» καὶ ἡ ὁποία λαμβάνει κατὰ μυστηριακὸ καὶ ὑπερφυσικὸ τρόπο τὸ μικτικὸ σχῆμα τῆς συνδυαστικῆς ἐν γένει γεννήσεως (γεννήσεως ἢ ἐκπορεύσεως), τῆς ὑπὲρ φύσιν, κατὰ μῖξιν καὶ ἐν γένει τεκνογονίας, χωρίς, ἀσφαλῶς, νὰ πρόκειται γιὰ κατὰ φύσιν καὶ κατὰ κρᾶσιν, γιὰ πραγματική, δηλαδή, ἐν γένει τεκνογονία, δεδομένου ὅτι ἡ ἄκτιστη οὐσία δὲν συμφύρεται καὶ δὲν συγχέεται μὲ τὴν κτιστή. Ἀποτελεῖ τὴν τελείωση τοῦ μυστηρίου τοῦ θείου καρδιακοῦ ἔρωτος καὶ συνδέεται τελετουργικῶς μὲ τὸ τελειωτικὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας.

Δεδομένου ὅτι ἡ θεία περιουσίωση, ἡ περιβολή, δηλαδή, τῆς ἀκτίστου μὲ τὴν κτιστὴ οὐσία, ἡ θεία ἐνανθρώπηση, ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία οἰκειωτικὴ πράξη, τὴν ἀποκορύφωση τῆς οἰκειώσεως τοῦ ἀκτίστου κτίστου ἀπὸ τὴν κτίση του ἡ ὁποία, οἰκειούμενη αὐτόν, φθάνει στὸ κορυφαῖο σημεῖο νὰ τὸν περιβάλει μὲ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν οὐσία της, ἀνήκει ἐντελεχειακῶς στὴν εὐρύτερη αἰτιατὴ ἐντελεχειακὴ ὀντολογία τοῦ ἀντιτύπου τῆς θείας οἰκειώσεως, τὸ ὁποῖο, ἀναγόμενο ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ ἀρχέτυπο τῆς θείας ζωώσεως, ἀποδίδει τὸ ἔκτυπο (εἰκόνα) τῆς θείας περιουσιώσεως.

Ἡ θεία, συνεπῶς, περιουσίωση μετέχει καὶ τῆς θείας ζωώσεως καὶ τῆς θείας οἰκειώσεως, μὲ πλεονεκτοῦσα καὶ ἐπικρατοῦσα τὴ θεία ζώωση καὶ μειονεκτοῦσα τὴ θεία οἰκείωση, εἶναι, δηλαδή, περισσότερο θεία ζώωση καὶ λιγότερο θεία οἰκείωση, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ θεία ἐνανθρώπηση πρέπει νὰ εἶναι κι αὐτὴ μονογονικὴ ὅπως καὶ ἡ θεία ζώωση καὶ νὰ γίνει ἀπὸ αὐτὸν καὶ μόνο τὸ θεοψυχάνθρωπο πατέρα.

Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ θεία ἁμαρτωλότητα διέστρεψε τὴ μεσαιτιότητα (αἰτιατὴ αἰτιότητα) τοῦ ἐκτύπου τῆς θείας περιουσιώσεως σὲ μεσαιτιατότητα (αἰτία αἰτιατότητα) ἔτσι ὥστε νὰ πλεονεκτεῖ καὶ νὰ ἐπικρατεῖ ἡ θεία οἰκείωση καὶ νὰ μειονεκτεῖ ἡ θεία ζώωση, μὲ ἀποτέλεσμα, δηλαδή, ἡ θεία περιουσίωση νὰ διατελεῖ περισσότερο θεία οἰκείωση καὶ λιγότερο θεία ζώωση, μὲ καταγωγικὸ ἀρχέτυπό της τὴ θεία οἰκείωση, καὶ ἡ θεία ἐνανθρώπηση νὰ καταστεῖ τεκνογονικὴ ἢ διγονική.

Δεύτερον, διότι μεταλλάσσει καὶ διαστρέφει τὴν παραγωγικὴ πράξη τῆς ὑπαγωγῆς τῆς αἰτιατῆς γενέσεως στὸν αἴτιο ποιητὴ ἡ ὁποία εἶναι ἡ ποίηση σὲ γέννηση ἡ ὁποία εἶναι ἡ παραγωγικὴ πράξη τῆς προσαγωγῆς τῆς αἰτιατῆς στὴν αἰτία ἀτομία τῆς φύσεως, τοῦ αἰτιατοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ αἰτιατοῦ παιδὸς στὸν αἴτιο πατέρα, καὶ ἔτσι συνδυάζει ἀνωμελῶς τὴν παραγωγικὴ πράξη τῆς προσαγωγῆς, τὴ γέννηση, μὲ τὴ συναγωγικὴ πράξη τῆς ὑπαγωγῆς, τὴν ἐπίβαση, καὶ ὄχι ὁμαλῶς μὲ τὴν ἀντίστοιχή της συναγωγικὴ πράξη τῆς προσαγωγῆς, τὴ σύμβαση, κατὰ τὸ ἑξῆς διαστροφικὸ χιαστὶ σχῆμα:

Ὁμαλὸς Συνδυασμὸς

Γέννησις Σύμβασις

Ποίησις Ἐπίβασις

Ἀνωμελὴς Συνδυασμὸς

ΓέννησιςΣύμβασις

Ποίησις Ἐπίβασις

Οὔτε διὰ γεννήσεως καὶ ἐπιβάσεως ἡ ὑπαγωγὴ οὔτε διὰ ποιήσεως καὶ συμβάσεως ἡ προσαγωγὴ ἀλλ' ἡ προσαγωγὴ διὰ γεννήσεως καὶ συμβάσεως καὶ ἡ ὑπαγωγὴ διὰ ποιήσεως καὶ ἐπιβάσεως. Δὲν συμφύρεται καὶ δὲν συγχέεται γεννητικῶς τὸ ἄκτιστο μὲ τὸ κτιστό, ὁ κτίστης μὲ τὴν κτίση, ἀλλὰ διακρίνονται ποιητικῶς μεταξύ τους καὶ ἀναλόγως πρέπει νὰ διακρίνονται καὶ οἱ κτιστὲς φύσεις ποὺ μεταφέρουν καὶ προβάλλουν ἢ ἀπεικονίζουν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς κτίσεως καὶ στὴ μεταξύ τους σχέση τὴν ἐξωτερική της σχέση μὲ τὸν κτίστη.

Ἀλλ' ἀκόμη καὶ τὰ ἀνωμελῆ παραναγωγικὰ φυσικὰ εἴδη, τὰ ὁποῖα, παρὰ τὴν παραναγωγικότητά τους, ἐξακολουθοῦν νὰ ἀπεικονίζουν τὴν τοιαύτη σχέση, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἀνωμελέστερα αὐτῶν καταγωγικὰ φυσιοπαραστατικὰ γένη, τὰ ὁποῖα ἀντιστρέφουν διαστροφικῶς τὴν τοιαύτη σχέση ἀπεικονίζοντάς την στὸ ἐσωτερικὸ τῆς εἰκόνος τοῦ κτίστου.

Οὔτε ἡ μόρφωση συγχέεται καὶ συμφύρεται γεννητικῶς καὶ κατὰ κρᾶσιν μὲ τὴν παραμόρφωση, ἡ ἀκεραιότητα μὲ τὴ διαφθορά, ἡ καλὴ μὲ τὴν κακὴ ἀλλοίωση, τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, τὸ ἀγαθὸ μὲ τὸ φαῦλο, ἡ ἀρετὴ μὲ τὴν ἁμαρτία, ὁ ἀναγωγικὸς μὲ τὸν καταγωγικὸ τύπο ἢ ὁ ὑπαγωγικὸς μὲ τὸν καταγωγικὸ τύπο, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἔχουν οὐδεμία ἑνωτικὴ σχέση καὶ ἐπαφὴ μεταξύ τους, οὔτε, ἀσφαλῶς, καὶ τὴν ἐρωτικὴ καὶ συνουσιαστικὴ μίξη. Τί ἔρως καὶ τί συνουσία καὶ τί μίξη καὶ τί τεκνογονία καὶ τί κράση, τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀγαθοῦ μὲ τὸ κακὸ καὶ τὸ φαῦλο;

Ἀλλ' ἔστω, ἐὰν δὲν μποροῦσε ὁ θεὸς καὶ ὁ θεοψυχάνθρωπος δημιουργὸς νὰ συγκρατήσει τὴ διαστροφικὴ καὶ θηλυμανικὴ καὶ παγανιστικὴ καὶ εἰδωλολατρική του ἁμαρτωλότητα, διότι εἶναι αἰσχρότατος θηλυμανὴς μέχρι ἐντελεχειακῆς καὶ φυσικῆς καὶ ἠθικῆς διαστροφῆς, εἰδωλολατρίας τῆς κτίσεώς του καὶ παγανισμοῦ, ὄφειλε νὰ φθάσει τὸ πολὺ ἕως ἐδῶ καὶ μὴ παρέκει, μέχρι, δηλαδή, τὰ φυσιοπαραστατικὰ γένη.

Μὲ ἄλλα λόγια, ἀκόμη καὶ ἡ ἀνωμαλία καὶ ἡ διαστροφὴ ἔχουν μέτρα καὶ ὅρια ποὺ δὲν πρέπει νὰ ὑπερβαίνονται, ὅπως, δυστυχῶς, τὰ ὑπερέβη ἡ θεία καὶ ἡ θεοψυχανθρωπίνη ἐφάμαρτος διαστροφὴ ἡ ὁποία δὲν ἀρκέσθηκε, ἔστω, σὲ αὐτὰ τὰ δύο φυσιοπαραστατικὰ γένη ἀλλὰ προχώρησε τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ ἕως τέλους, μέχρι καὶ τὰ δύο φυσιοπαραστατικὰ φῦλα.

Τρίτον, διότι περιορίζει τὸ ἀναπαραγωγικὸ ἔργο τῆς πατρότητος συνδυάζοντάς το μὲ καὶ διακρίνοντάς το ἀπὸ τὸ ἀναπαραγωγικὸ ἔργο τῆς μητρότητος στὰ πλαίσια τῆς κατὰ κρᾶσιν ὑποτακτικῆς ἕνωσης τῶν γενετικῶν ὑλικῶν δύο, μέν, συμπαραγωγῶν, ἀλλ' ὄχι δύο γεννητικῶν ἀρχῶν.

Ἐδῶ, βεβαίως, δὲν ἔχουμε γεννητικὴ δυαρχία, ἐπειδή, λόγῳ τοῦ ὑποτακτικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἑνώσεως, διακρίνεται ὁ ὑποτάσσων, ἀφενός, ἐνεργητικὸς γενέτης, τὸ ἐνεργητικὸ γενετικὸ ὑλικὸ τοῦ ὁποίου, τὸ σπερματοζωάριο, διεμβολίζει, τουτέστι γονιμοποιεῖ, τὸ παθητικὸ γενετικὸ ὑλικὸ τοῦ ὑποτασσομένου παθητικοῦ γενέτου, τὸ ὠάριο, θεωρούμενος ὡς «γεννητικὴ πηγή» ἢ «γεννητικὴ ἀρχή», πηγὴ ἢ ἀρχὴ τῆς γεννήσεως, καὶ χαρακτηριζόμενος ὡς «πατήρ» ἢ «γεννήτωρ», ἀπὸ τὸν ὑποτασσόμενο, ἀφετέρου, παθητικὸ γενέτη ποὺ θεωρεῖται ὡς «γεννητικὴ ἐκβολή» ἢ «γεννητικὸ τέλος», ἐκβολὴ ἢ τέλος τῆς γεννήσεως, καὶ χαρακτηρίζεται ὡς «μήτηρ» ἢ «τοκεύς».

Στὸ τοιοῦτο συνδυαστικὸ γεννητικὸ ἢ διγονικὸ ἢ τεκνογονικὸ σχῆμα ἡ γεννητικὴ ἐνέργεια παραβάλλεται μὲ ἕνα ποταμὸ ὁ ὁποῖος ἐκκινεῖ ἀπὸ τὴν πηγή του, μὲ τὴν ὁποία παραβάλλεται ὁ πατέρας, καὶ ἐκχύνεται στὶς ἐκβολές του ποὺ καταλήγουν μέσα σὲ μία λίμνη, μὲ τὴν ὁποία παραβάλλεται ἡ μητέρα, γινόμενος ἕνα μὲ τὰ νερά της. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἀσυνδύαστο γεννητικὸ ἢ μονογονικὸ σχῆμα στὸ ὁποῖο ὑφίσταται αὐτὴ καὶ μόνη ἡ πατρότητα, εἴτε μὲ ἀρσενικὴ φυσικὴ μορφή, ὡς «πατήρ», εἴτε μὲ θηλυκὴ φυσικὴ μορφή, ὡς «πατρίς».

Τὸ θηλυκό, συνεπῶς, ὂν δύναται νὰ εὑρίσκεται καὶ στὰ δύο γεννητικὰ σχήματα ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ γεννητικὸ ἔργο στὸ καθένα, στὸ μὲν μονογονικὸ καὶ ὁμαλὸ ὡς «πατρίς», στὸ δὲ διγονικὸ καὶ ἀνωμελὲς ὡς «μήτηρ». Ἄλλο ἡ «πατρίς» καὶ ἄλλο ἡ «μήτηρ». Ἐνῷ τὸ ἀρσενικὸ ὂν μπορεῖ νὰ εὑρίσκεται σὲ ἀμφότερα, καὶ στὸ ὁμαλὸ μονογονικὸ καὶ στὸ ἀνωμελὲς διγονικὸ γεννητικὸ σχῆμα, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο γενικῶς (πλὴν ὄχι τὸ ἴδιο ἀκριβῶς) γεννητικὸ ἔργο, μόνο ὡς «πατήρ».

Καὶ τέταρτον, διότι προκαλεῖ προβλήματα στὴν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων καὶ στὶς δύο αἰτιατὲς θεοψυχανθρώπινες ὑποστάσεις (πρόσωπα), καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου υἱοῦ καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου παιδός, δεδομένου, ἀφενός, ὅτι ἀμφότεροι κατὰ τὴ θεότητά τους διατελοῦν ἀμήτορες, ἄνευ μητρός, ἐνῷ κατὰ τὴ θεία ἀνθρωπότητά τους, πλὴν τῆς ψυχῆς, μητρεκτικοί, ἔχοντες, δηλαδή, μητέρα.

Καὶ ἀφετέρου ὅτι καὶ οἱ δύο κατὰ τὴ θεότητά τους προηγοῦνται τῆς θεομήτορος ἐνῷ κατὰ τὴ θεία ψυχανθρωπότητά τους ἕπονται αὐτῆς, ἡ ὁποία, ὅμως, σὲ σχέση μὲ τὴν αἰτία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ θεοψυχανθρώπου πατρός, ἕπεται ἐκείνου καὶ κατὰ τὴ θεότητα καὶ κατὰ τὴ θεία ψυχανθρωπότητά του.

Τὸ πρόβλημα, λοιπόν, δὲν ἐντοπίζεται στὴ γενικὴ θεώρηση τῆς προτεραιότητος καὶ τῆς ὑστεραιότητος μεταξὺ τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ τοῦ ἀπογόνου του θείου ψυχανθρώπου, διότι, ἀπὸ γενικὴ ἄποψη, ὁ αἴτιος θεοψυχάνθρωπος προπάτωρ προηγεῖται πάντων τῶν αἰτιατῶν ἀπογόνων του, εἴτε θεοψυχανθρώπων εἴτε θείων ψυχανθρώπων.

Ἀλλ' εἰδικῶς ὅσον ἀφορᾷ τὸν θεοψυχάνθρωπο υἱὸ καὶ τὸν θεοψυχάνθρωπο παῖδα καὶ τὴ θεία ψυχανθρωπίδα θεοτόκο προμήτορα, διότι ἡ διαμεσολάβησή της μεταξὺ ἀμφοτέρων καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου πατρός τους προκαλεῖ σαφῶς ἀσυνθετοσύνη στὶς θεοψυχανθρώπινες ὑποστάσεις (πρόσωπά) τους, ἡ ὁποία μάλιστα ἐπιτείνεται στὸ θεοψυχάνθρωπο παῖδα, δεδομένου ὅτι αὐτὸς ὡς θεῖος ψυχάνθρωπος ἕπεται ὄχι μόνο ἐκείνης ἀλλὰ προσέτι καὶ τῆς θείας ψυχανθρωπίδος ἀδελφῆς καὶ συζύγου τοῦ θεοψυχανθρώπου υἱοῦ.

Ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια τὴ θεομήτορα προκαλεῖ πρόβλημα διότι, ἀφενός, τίκτει τοὺς δύο θεοψυχανθρώπους μόνο κατὰ τὴ θεία ἀνθρωπότητά τους, πλὴν τῆς ψυχῆς, καὶ ὄχι καὶ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴ θεότητά τους, ἐπειδή, δηλαδή, τίκτει μόνο τὸ τρίτο μέρος καὶ ὄχι ὁλόκληρη τὴ μικτὴ καὶ τριφυῆ αἰτιατὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο).

Καὶ ἐπειδή, ἀφετέρου, ὡς θεία ψυχανθρωπίς, καὶ ἕπεται ὁλόκληρη ὁλοκλήρου τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ μισοῦ πρώτου αἰτιατοῦ καὶ τοῦ μισοῦ δευτέρου αἰτιατοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ προηγεῖται ὁλόκληρη τοῦ ἄλλου μισοῦ πρώτου αἰτιατοῦ καὶ τοῦ ἄλλου μισοῦ δευτέρου αἰτιατοῦ θεοψυχανθρώπου.

Σημειωτέον ὅτι ἡ τριφυὴς ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ θεοψυχανθρώπου πατρὸς δὲν ἔχει πρόβλημα νὰ γεννήσει τὴ διφυῆ ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ θείου ψυχανθρώπου ἀπογόνου της, διότι ἐν προκειμένῳ γεννᾷ ὁλόκληρη τὴν ὑπόσταση (πρόσωπό) του ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ φέρει τὴ θεία φύση.

Καταγωγικὴ Ἐσωτάτη Τριαδικὴ Ἐντελεχειακὴ Ἀντεπίδειξις

α΄. Καταγωγικὸν ἀρχέτυπον (ἀτελές):

Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων).

β΄. Καταγωγικὸν ἔκτυπον (ἡμιτελές):

Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξοθηλέων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων).

γ΄. Καταγωγικὸν ἀντίτυπον (τέλειον):

Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξαρρένων Ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων).

Ἐδῶ τὸ καταγωγικὸ ἀρχέτυπο, τὸ περισσότερο ἀνώμαλο κατώτερο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν μιξοθηλέων (μικτῶν θηλέων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων), ἀσκεῖ καταγωγικὴ ἕλξη (κακὴ ἕλξη ἢ καχέλξη) στὸ καταγωγικὸ ἀντίτυπο, στὸ λιγότερο ἀνώμαλο ἀνώτερο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων), ἡ ὁποία ἕλξη προκαλεῖ τὴν καταγωγικὴ κίνηση (κακὴ κίνηση ἢ κακοκίνηση) ἐκείνου πρὸς αὐτὸ ἡ ὁποία κίνηση προκαλεῖ τὴν καταγωγικὴ διαίρεση (κακὴ διαίρεση ἢ κακοδιαίρεση) ἐκείνου σὲ καταγωγικὸ ἔκτυπο, στὸ ἀκόμη περισσότερο ἀνώμαλο κατώτερο φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν μιξοθηλέων (μικτῶν θηλέων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων), καὶ σὲ καταγωγικὸ ἀντίτυπο, στὸ λιγότερο ἀνώμαλο ἀνώτερο φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων).

Μὲ τὸν ὅρο «φυσιοπαραστατικὸν φῦλον», ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «φυσιοπαραστατικόν» (< φύσις + παριστάναι) καὶ τὸ οὐσιαστικὸ «φῦλον» (< φύεσθαι = γεννᾶσθαι), ὁρίζεται, κατὰ τὰ ἄλλα, ὅ,τι ὁρίζεται καὶ μὲ τὸν ὅρο «φυσιοπαραστατικὸν γένος», μὲ τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ ὅτι τὰ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα ἀποτελοῦν ἐσώτατη καταγωγικοῦ χαρακτῆρος διαίρεση τῆς φύσεως, καταγωγική, δηλαδή, διαίρεση τοῦ ἀνωτέρου φυσιοπαραστατικοῦ γένους της, σχηματιζόμενα στὸ ἐσωτερικό του, καὶ ἔχουν ἐν γένει γεννητικὴ (γεννητικὴ ἢ ἐκπορευτική) σχέση μεταξύ τους.

Γίνεται, συνεπῶς, ἀντιληπτὸ ὅτι τὸ ἀνώτερο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων) ἀποτελεῖ μικρογραφία ἢ σμίκρυνση τοῦ ἀνωτέρου φυσικοῦ εἴδους τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων), δεδομένου ὅτι παρουσιάζει ἀνάλογη ἐσωτερικὴ διαίρεση μ' ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδὴ μετατρέπει τὰ δύο φυσιοπαραστατικὰ γένη ἐκείνου σὲ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα. Τὸ ἀνωμελέστερο αὐτὸ εἴτε παραναγωγικὸ καταγωγικὸ εἴτε ἀναγωγικὸ καταγωγικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα καὶ φυσικὸ φαινόμενο χαρακτηρίζεται ὡς «φυσιοπαραστατικὸν γένος ἐν φυσιοπαραστατικῷ γένει».

Μὲ τὸ πέρας τῆς καταγωγικῆς ἐντελεχειακῆς διαδικασίας στὰ πλαίσια τῆς κατωτάτης φύσεως τῶν καθαροθηλέων κατωτετραπόδων (χοίρων) καὶ τὸ σχηματισμὸ τῶν δύο φυσιοπαραστατικῶν φύλων της, τὸ μὲν κατώτερο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν μιξοθηλέων (μικτῶν θηλέων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων) τίθεται ἐπιπλέον καὶ αὐτὸ ἐκτὸς τοῦ δημιουργικοῦ προγραμματισμοῦ τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ καὶ ὑπάρχει μόνο στὰ πλαίσια τῆς ἐντελεχειακῆς θεωρίας, χωρὶς νὰ λάβει ποτὲ ἐμπράγματη φυσικὴ ὕπαρξη.

Ἀμφότερα δὲ τὰ ἐντελεχειακῶς ἐναπομείναντα καὶ φυσικῶς ὑφιστάμενα, στὴ φυσικὴ δημιουργικὴ πράξη, μικτὰ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα ὑφίστανται ἐπιπλέον καὶ τὴ διαστροφὴ τῆς κολοβώσεως, στὴν ὁποία ἀναφερθήκαμε παραπάνω, κατὰ τὴ δευτερεύουσα καὶ ἀφομοιούμενη ἐρωτικὴ καὶ συνουσιαστικὴ ἰδιότητα ἢ ἀλλιῶς πολικότητά τους, ὑποβάλλονται, δηλαδή, σὲ διαστροφικὴ ἀφαίρεση τοῦ δευτερεύοντος σωματικοῦ συνουσιαστικοῦ ὀργάνου τους.

Καὶ τὸ μὲν κατώτερο φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν μιξοθηλέων (μικτῶν θηλέων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων) κολοβοῦται κατὰ τὴν ἀρσενικότητά του, διότι δὲν ὑφίστανται φυσικῶς οὔτε τὸ ἀμέσως κατώτερό του φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν μιξοθηλέων (μικτῶν θηλέων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων) οὔτε τὸ ἐμμέσως κατώτερό του φυσικὸ εἶδος τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων), ὑφιστάμενα ἀμφότερα μόνο στὴν ἐντελεχειακὴ θεωρία.

Τὸ δὲ ἀνώτερο φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὑφαλτοτετραπόδων (χοίρων) κατὰ τὴ θηλυκότητά του, ἐπειδὴ ὅμοια καταγωγικὴ ἐντελεχειακὴ διαδικασία ἐφαρμόζεται καὶ στὴν ἀμέσως ἀνώτερή του φύση τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων).

Ἐπειδή, δηλαδή, καὶ στὶς δύο αὐτὲς κατώτερες φύσεις, τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων) καὶ τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων), ἀλλὰ καὶ στὶς πέντε ἄλλες ἀνώτερές τους φύσεις μὲ τὶς ὁποῖες αὐτὲς συναπαρτίζουν τὴν ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας ἡ ἐξωστρεφὴς καὶ ὁμαλὴ ἐρωτικὴ καὶ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση κατέστη ἀνωμελῶς καὶ διαστροφικῶς ἐσωστρεφής.

Τὸ μικτό, σημειωτέον, ἄρρεν, στὴν ὁμαλὴ ἐντελεχειακὴ καὶ φυσική του θεώρηση, στὴν ἐξωστρεφῆ, δηλαδή, σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση, δέχεται (πάσχει) τὴ συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση στὰ ὀπίσθια στὸ ἐπιβατὸ ἢ παθητικὸ σωματικὸ συνουσιαστικὸ ὄργανό του καὶ τὴν ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) ἀπὸ τὰ ἐμπρόσθια τοῦ σώματός του μὲ τὸ ἐπιβητορικὸ ἢ ἐνεργητικό, ἐπειδὴ ἡ παθητικὴ ὄψη τοῦ σώματος εἶναι ἡ ὀπίσθια καὶ ἡ ἐνεργητικὴ ὄψη του ἡ ἐμπρόσθια.

Ἐν προκειμένῳ, ἀμφότερα τὰ σωματικὰ συνουσιαστικὰ ὄργανά του, καὶ τὸ ὀπίσθιο ἐπιβατὸ ἢ παθητικὸ καὶ τὸ ἐμπρόσθιο ἐπιβητορικὸ ἢ ἐνεργητικό, συνδυάζουν ἀσύγχυτα καὶ ἑτερόχρονα τὴν ἀπεκκριτικὴ μὲ τὴ συνουσιαστικὴ βιολογικὴ λειτουργία, ἀποτελῶντας, τὸ μὲν παθητικό, φυσικὴ κατάληξη (κόλπο πρωκτοῦ) τοῦ παχέος ἐντέρου καὶ ἀφοδευτικὸ ὄργανο, τὸ δὲ ἐνεργητικό, φυσικὴ κατάληξη (ἀπόφυση πέους) τοῦ λεπτοῦ ἐντέρου καὶ οὐρητικὸ ὄργανο.

Ὅπως, δηλαδή, τὸ μιξάρρεν (μικτὸ ἄρρεν) σῶμα δὲν ἔχει δύο πέη, ἕνα γιὰ νὰ οὐρεῖ καὶ ἄλλο ἕνα γιὰ νὰ συνουσιάζεται ἐνεργητικῶς, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τὸ ἴδιο πέος καὶ οὐρητικῶς καὶ συνουσιαστικῶς, ἔτσι ἀναλόγως δὲν πρέπει νὰ ἔχει καὶ δύο κόλπους, ἕνα γιὰ νὰ ἀφοδεύεται καὶ ἄλλο ἕνα γιὰ νὰ συνουσιάζεται παθητικῶς, ἀλλὰ νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν ἴδιο πρωκτικὸ κόλπο καὶ ἀφοδευτικῶς καὶ συνουσιαστικῶς.

Ἡ φυσιολογική, συνεπῶς, καὶ ὁμαλὴ θέση τοῦ ἐπιβατοῦ ἢ παθητικοῦ σωματικοῦ συνουσιαστικοῦ ὀργάνου εἶναι ὁ πρωκτικὸς κόλπος, ὁ ὁποῖος, βεβαίως, προκειμένου νὰ χρησιμοποιηθεῖ καὶ συνουσιαστικῶς θὰ πρέπει νὰ διαμορφωθεῖ ἀνάλογα μὲ φυσικὸ τρόπο ἀπὸ τὸ δημιουργὸ ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ συνδυάζει ἀσύγχυτα καὶ ἑτερόχρονα τὴν ἀφοδευτικὴ μὲ τὴν παθητικὴ συνουσιαστικὴ βιολογικὴ λειτουργία.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ πρωκτικὴ ἡδονὴ γιὰ τὴν ὁποία ἔχουν κάνει λόγο θεωρητικοὶ ἐπιστήμονες τῆς κοσμικῆς ἐπιστήμης δὲν εἶναι ἀφύσικη καὶ ἀνώμαλη ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο, φυσικὴ καὶ ὁμαλή. Πλήν, ὅμως, σὲ ὁμαλὲς ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες, στὴν ἐξωστρεφῆ, δηλαδή, σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση καὶ ἄνευ τῆς κολοβώσεως, προσιδιάζει μόνο στὰ ἡμιπρηνῆ μικτὰ ἄρρενα ζῶα τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας τὰ ὁποία καὶ δέχονται (πάσχουν) καὶ ἀσκοῦν (ἐνεργοῦν) τὴ σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση.

Καὶ ὄχι στὸν ὀρθοβάμονα διχειρόποδο ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος μόνο τὴν ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) δεχόμενος (πάσχων) μόνο τὴν πνευματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση, ἀλλ' ὁ ὁποῖος, δυστυχῶς, ἄνθρωπος, στὰ φυσικὰ εἴδη τοῦ αὐτανθρώπου καὶ τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ λόγῳ τῆς ὁμοιωτικῆς ὑπαγωγῆς στὴν ὁποία θὰ ἀναφερθοῦμε παρακάτω, ὑπήχθη, πρῶτα, ὁμοιωτικῶς στὰ ἡμιπρηνῆ, γιὰ νὰ καταχθεῖ, ἔπειτα, ὁμοιωτικῶς πρὸς τὰ ὁλοπρηνῆ πρὸς τὰ ὁποῖα κατήχθησαν ὁμοιωτικῶς καὶ τὰ ἡμιπρηνῆ στὰ ὁποῖα ὁμοιωτικῶς ὑπήχθη.

Σὲ ὁμαλές, λοιπόν, ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες ὑφίσταται μόνο ἡ κατὰ μῖξιν συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση καὶ μόνο ὡς ἐξωστρεφής. Καὶ ὄχι ἡ κατὰ κρᾶσιν τεκνογονικὴ σωματικὴ ἐπίβαση ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται μόνο ἐσωστρεφῶς καὶ συνδυαστικῶς μὲ τὴν ὁμόλογή της ἐσωστρεφῆ κατὰ μῖξιν συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση ὑπὸ ἀνώμαλες ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες. Ἡ δὲ ἀναπαραγωγὴ εἶναι μονογονική.

Προκειμένου, ὅμως, ἡ τοιαύτη ἡδονὴ τοῦ πρωκτοῦ νὰ λειτουργεῖ πλήρως καὶ ὅπως ἀκριβῶς πρέπει μὲ τὴ μορφὴ τῆς παθητικῆς ἐπιβασιακῆς συνουσιαστικῆς βιολογικῆς λειτουργίας καὶ σὲ ἀσύγχυτο καὶ ἑτερόχρονο φυσικὸ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀφοδευτικὴ βιολογικὴ λειτουργία θὰ πρέπει, ὅπως προηγουμένως ἐπισημάνθηκε, νὰ διαμορφωθεῖ κατάλληλα μὲ φυσικὸ τρόπο ἀπὸ τὸ δημιουργό.

Στὸ φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τοῦ μιξοθήλεος (μικτοῦ θήλεος) σώματος, λόγῳ, ἀφενός, τῆς ἐσωστρεφοῦς ἐπιβάσεως καὶ τῆς κολοβώσεως ποὺ ἐπιφέρει καὶ ἐξαιτίας, ἀφετέρου, τῆς ἐπεκτάσεώς της ἀπὸ τὸ κατὰ μῖξιν συνουσιαστικὸ στὸ κατὰ κρᾶσιν τεκνογονικὸ ἐπιβασιακὸ ἐπίπεδο καὶ τοῦ φυσικοῦ συνδυασμοῦ τῶν δύο αὐτῶν ἐπιβασιακῶν βιολογικῶν λειτουργιῶν ποὺ συνεπάγεται, ἡ θέση τοῦ ἐπιβατοῦ ἢ παθητικοῦ σωματικοῦ συνουσιαστικοῦ ὀργάνου μετακινήθηκε ἀνώμαλα ἀπὸ τὰ ὀπίσθια καὶ τὸν πρωκτικὸ κόλπο (κόλπο τοῦ πρωκτοῦ) στὰ ἐμπρόσθια καὶ τὸ μητρικὸ κόλπο (κόλπο τῆς μήτρας).

Ἐπειδή, δηλαδή, ἄλλαξε ὁ φυσικὸς συνδυασμὸς τῆς σωματικῆς συνουσιαστικῆς ἐπίβασης ἡ ὁποία, ἐν προκειμένῳ, δὲν συνδυάζεται βιολογικῶς μὲ τὴν ἀφόδευση ἀλλὰ μὲ τὴν ὁμόλογή της σωματικὴ τεκνογονικὴ ἐπίβαση.

Τὸ ταλαίπωρο αὐτὸ θηλυκὸ ὄν, πόσες φυσικὲς διαστροφὲς ἔχει ὑποστεῖ ἀπὸ τὸ θηλυμανῆ δημιουργό του! Ἀπὸ καθαρὴ θηλυκὴ φύση ἔγινε καθαρὸ θηλυκὸ φυσικὸ εἶδος, ἀπὸ ἐξωστρεφῶς, δηλαδή, ἐσωστρεφῶς ἐπιβατό, μὲ τὴν ὁμοιωτικὴ παραναγωγή. Ἀπὸ καθαρὸ θηλυκὸ φυσικὸ εἶδος ἔγινε μικτὸ θηλυκὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος, ἀπὸ ἐσωστρεφῶς, δηλαδή, ἐσωστρεφεστέρως ἐπιβατό, μὲ τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγή.

Ἀπὸ μικτὸ θηλυκὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος ἔγινε μικτὸ θηλυκὸ φυσιοπαραστατικὸ φῦλο, ἀπὸ ἐσωστρεφεστέρως, δηλαδή, ἐσωστρεφεστάτως ἐπιβατό, μὲ τὴν ἐπέκταση τῆς ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς. Ἀπὸ μικτὸ θῆλυ ἔγινε κολοβὸ θῆλυ, μὲ τὴν κολόβωση. Ἀπὸ συνουσιαστικῶς καὶ κατὰ μῖξιν ἐπιβατὸ καὶ ὀπισθεπίβατο ἔγινε τεκνογονικῶς καὶ κατὰ κρᾶσιν ἐπιβατὸ καὶ ἐμπροσθεπίβατο, μὲ τὴν ἐπέκταση τῆς σωματικῆς ἐπίβασης.

Καὶ ἀπὸ τὴ σωματικὴ φύση τῶν χοίρων ἀναβαθμίστηκε διαδοχικὰ στὶς σωματικὲς φύσεις τῶν ταύρων, τῶν ἵππων, τῶν ἄρκτων, τῶν μπαμπουΐνων καὶ τῶν γοριλῶν καὶ ἀνορθώθηκε στὸ σωματικὸ φυσικὸ εἶδος τοῦ αὐτανθρώπου. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐμψυχώθηκε καὶ ἀναβαθμίστηκε ἔτι στὸ ψυχοσωματικὸ φυσικὸ εἶδος τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ προσέτι στὸ ψυχοσωματικὸ φυσικὸ εἶδος τοῦ θείου ψυχανθρώπου, στὴ φύση, δηλαδή, τῶν ἐνσάρκων ὑφυπαγγέλων.

Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀσωματοποιήθηκε καὶ ἀναβαθμίστηκε περισσότερο στὴ φύση τῶν ἀσάρκων ἐγχώρων ὑπαγγέλων καὶ ἀκόμη περισσότερο στὴ φύση τῶν ἀσάρκων καὶ ὡσεὶ ἀχώρων ἀγγέλων, δεδομένου ὅτι ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ ἐφαρμόστηκε ἀπὸ τὸ θηλυμανήσαντα θεὸ καὶ θεοψυχάνθρωπο δημιουργὸ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐντελέχεια τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ θηλυμανικῶς ἐκτραπέντα θεοψυχάνθρωπο δημιουργὸ στὴν ἐνάλληλή της ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας.

Καὶ προκειμένου νὰ γίνει αὐτὸ θὰ πρέπει κάποια μιξάρρενα (μικτὰ ἄρρενα) φυσικὰ ἄτομα τῶν κτιστῶν σωματικῶν καὶ πνευματικῶν φύσεων τῶν τοιούτων ἐντελεχειῶν νὰ διαστραφοῦν ἐντελεχειακῶς καὶ φυσικῶς καὶ νὰ ἐκπέσουν ἀπὸ τὸ κατ' εἰκόνα καὶ τὸ καθ' ὁμοίωσιν τοῦ θεοῦ καὶ νὰ ὁμοιωθοῦν καταγωγικῶς μὲ τὴ γουροῦνα, τὴ μεμορφωμένη ὑλικὴ μάζα, καὶ νὰ ἐκθηλυνθοῦν καὶ νὰ γίνουν μιξοθήλεα (μικτὰ θήλεα), ἕκαστο, ἐννοεῖται, λαμβάνοντας καὶ προβάλλοντας στὸ πρόσωπο ἢ στὸ προσωποειδές του τὸ σχῆμά της καὶ ἀπεικονίζοντάς την ὡς εἴδωλο μέσα στὰ οἰκεῖα κτιστὰ σωματικὰ ἢ πνευματικὰ μέτρα καὶ ὅρια τῆς φύσεώς του καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ ἡ φύση του τοῦ ἐπιτρέπει, εἴτε μὲ ἄμεση εἴτε μὲ ἔμμεση ὁμοιωτικὴ καταγωγή, μέσῳ τῆς ὁμοιωτικῆς του καταγωγῆς πρὸς ἄλλα φυσικὰ ἄτομα κατωτέρων του φύσεων ποὺ διαστράφηκαν ἐντελεχειακῶς καὶ φυσικῶς καὶ ὁμοιώθηκαν καταγωγικῶς ἄμεσα ἢ ἔμμεσα καὶ αὐτὰ πρὸς ἐκείνη.

Καὶ στὶς μὲν φύσεις τῶν ἀσάρκων (ἀσωμάτων) κτιστῶν πνευμάτων, τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ὑπαγγέλων, διαμορφώνονται τὰ δύο κτιστὰ πνευματικὰ φυσιοπαραστατικὰ γένη ἕκαστο τῶν ὁποίων ἀναπαράγει τὸν ἑαυτό του μονογονικῶς καὶ ἀσυνδυάστως σὲ σχέση μὲ τὸ ἄλλο, τὸ μὲν ἀρσενικὸ ὡς πατήρ, τὸ δὲ θηλυκὸ ὡς πατρὶς (καὶ ὄχι μήτηρ), δεδομένου ὅτι ἡ ἡμίυλη φύση εἶναι ἀδόμητη νεμητὴ καὶ ὄχι δομητὴ νεμητὴ ἀπὸ ἐπί μέρους δομικὰ στοιχεῖα καὶ γι' αὐτὸ ἡ τεκνογονικὴ σύνθεση ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα εἶναι σ' αὐτὴ φυσικῶς ἀδύνατη.

Στὴ δὲ φύση τῶν ἐνσάρκων (ἐνσωμάτων) κτιστῶν πνευμάτων, τῶν ὑφυπαγγέλων, τῶν ἀνθρωπίνων, δηλονότι, ψυχῶν, διαμορφώνονται, μέν, τὰ δύο κτιστὰ πνευματικὰ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα ἀλλὰ τὴν ἐν γένει γέννηση (γέννηση καὶ ἐκπόρευση) τόσο τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὅσο καὶ τῶν μιξοθηλέων (μικτῶν θηλέων) ψυχῶν ἐνεργοῦν μονογονικῶς αὐτὲς καὶ μόνες οἱ μιξάρρενες (μικτὲς ἄρρενες) ψυχές, οἱ ψυχὲς τῶν πατέρων.

Πρόκειται, σαφῶς, γιὰ δυσανάλογο σὲ σχέση μὲ τὸ σωματικὸ ψυχικὸ ἀναπαραγωγικὸ σχῆμα, διότι ἐδῶ τὸ μικτὸ θηλυκὸ ψυχικὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος δὲν συμμετέχει καὶ τὸ ἴδιο μητρικῶς, ὅπως ὀφείλει, στὴν ἀναπαραγωγὴ τῶν δικῶν τοῦ φυσικῶν ἀτόμων, τὸ ὁποῖο σχῆμα ὀφείλεται στὴν ἀντίθεση τῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων μεταξὺ τῆς ἀδομήτου νεμητῆς ψυχικῆς φύσεως, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ ὑποστεῖ σύνθεση μὲ φυσικὸ τρόπο, καὶ τῆς δομητῆς νεμητῆς σωματικῆς φύσεως, ἡ ὁποία συντίθεται μὲ φυσικὴ διαδικασία.

Ἐδῶ δὲν διαμορφώνονται τὰ φυσιοπαραστατικὰ γένη ἀλλὰ τὰ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα λόγῳ τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως καὶ τῆς ἐξ αὐτῆς ἀναλογίας μεταξὺ τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς φύσης ἡ ὁποία διαιρεῖται σὲ δύο φυσιοπαραστατικὰ φῦλα. Ἐν προκειμένῳ ἡ σωματικὴ συμπαρασύρει τὴν ψυχικὴ φύση καὶ τὴν ἀναγκάζει νὰ μετατρέψει τὰ φυσιοπαραστατικὰ γένη της σὲ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ μεταξύ τους δυσαναλογία δὲν ἐκλείπει γιὰ τὸ λόγο ποὺ προαναφέραμε.

Τόσο διότι εἶναι καὶ ἀδύνατο καὶ ἀνεπίτρεπτο ἡ ἴδια καὶ ἡ αὐτὴ μικτὴ θηλυκὴ διφυὴς αἰτιατὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) νὰ ἔχει δύο πατέρες, ἕνα πατέρα, κατὰ τὴ σωματικὴ φύση της, καὶ μία πατρίδα, κατὰ τὴν ψυχικὴ φύση της, ὅσο καὶ ἐπειδὴ δὲν οὔτε δυνατὸ οὔτε ἐπιτρεπτὸ ἡ ἴδια καὶ ἡ αὐτὴ μικτὴ θηλυκὴ διφυὴς συναιτία ὑπόσταση (πρόσωπο) νὰ διατελεῖ καὶ πατρὶς τῆς μιᾶς, τῆς ψυχικῆς, φύσεως καὶ μήτηρ τῆς ἄλλης, τῆς σωματικῆς, φύσεως τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς μικτοῦς θηλυκῆς διφυοῦς αἰτιατῆς ὑποστάσεως (προσώπου).

Ὅταν τὰ φυσιοπαραστατικὰ γένη πρόκειται νὰ ἔλθουν σὲ διγονικὴ ἀναπαραγωγικὴ (τεκνογονική), συναγωγικὴ (συνουσιαστική) μεταξύ τους, ὑπαγωγικὴ (ὑποτακτική) πράξη, ἀνώμαλη, σαφῶς, τότε, θὰ πρέπει προηγουμένως καὶ προκειμένου νὰ γίνει αὐτὸ νὰ συσχετισθοῦν ὁπωσδήποτε καὶ μὲ ἀνάλογη, ἀνώμαλη, ὡσαύτως, μονογονικὴ παραγωγικὴ (γεννητική) ὑπαγωγικὴ (ὑποτακτική) πράξη, νὰ γεννήσει αὐτὸ καὶ μόνο τὸ πρῶτο φυσικὸ ἄτομο τοῦ ἀρσενικοῦ τὸ πρῶτο φυσικὸ ἄτομο τοῦ θηλυκοῦ γένους, νὰ μετατραποῦν, δηλαδή, σὲ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα.

Ἄν, ὅμως, δὲν ἀποσκοποῦν στὴ μεταξύ τους τεκνογονικὴ συναγωγή, τότε, δὲν δικαιολογεῖται ἡ γεννητικὴ παραγωγὴ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ ἡ μετατροπὴ ἀμφοτέρων σὲ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα ἀλλὰ θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ παραμείνουν καὶ τὰ δύο ὡς ἔχουν, φυσιοπαραστατικά, δηλαδή, γένη. Μὲ ἐξαίρεση, βεβαίως, τὰ δύο ψυχικὰ φυσιοπαραστατικὰ γένη ποὺ μετατρέπονται σὲ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἤδη ἐξηγήσαμε.

Καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὸν ἐπιπόλαιο ἰσχυρισμὸ ὅτι ἐπειδή, δῆθεν, πρόκειται γιὰ δύο διαφοροποιήσεις στὰ πλαίσια τοῦ ἴδιου φυσικοῦ εἴδους θὰ πρέπει νὰ διατελοῦν ἀμφότερες ὑπὸ κοινὴ ἀγεννησία ὥστε νὰ μὴ δυαρχεῖται τὸ ἴδιο φυσικὸ εἶδος, δὲν εὐσταθεῖ, διότι ἐδῶ ἡ διαφοροποίηση εἶναι φυσιοπαραστατικοῦ καὶ ὄχι ἁπλῶς φυλετικοῦ χαρακτῆρος, ἐπειδή, δηλαδή, ἔχουμε τὸ φαινόμενο «φυσικὸν εἶδος ἐν φυσικῷ εἴδει», ποὺ σημαίνει ὅτι ἔχουμε δύο φυσικὰ εἴδη ποὺ ἔχουν συγχωνευθεῖ ἀσυγχύτως στὰ διευρυμμένα πλαίσια ἑνὸς φυσικοῦ εἴδους, καὶ γι' αὐτὸ ἕκαστο ἐξ αὐτῶν πρέπει νὰ ἔχει τὸ δικό του ἀγέννητο πρόγονο.

Καὶ εὐτυχῶς ποὺ ἡ ἀρχέτυπος καὶ παναρχέτυπος ἁπασῶν θεία φύση, λόγῳ τῆς φυσικῆς τελειότητός της, διατελεῖ ἄκτιστη καὶ ἀνέμητη καὶ ἄϋλη καὶ γι' αὐτὸ δὲν εἶναι οὔτε μικτὸ ἄρρεν οὔτε σχετικῶς καθαρὸ ἄρρεν ἀλλ' ἀπολύτως καθαρὸ ἄρρεν. Εἰ δὲ μή, ἡ γουροῦνα, ἡ μεμορφωμένη ὑλικὴ μάζα, θὰ εἶχε εἰσβάλει ἀκόμη καὶ μέσα στὴ θεία φύση καὶ θὰ εἶχε ἀναβαθμιστεῖ ἀπολύτως καὶ θὰ εἶχε γίνει ἀκόμη καὶ θεὰ κατὰ φύσιν, «θεὰ σῦς» ("scrofadiva").

Δεδομένου, ἀφενός, ὅτι ἡ θεότητα δὲν δύναται φυσικῶς νὰ ἀνάγεται ὁμοιωτικῶς ὡς ἔκτυπο (εἰκών) βάσει τοῦ θήλεος ἀντιτύπου πρὸς τὸ ἄρρεν ἀρχέτυπο καὶ γι' αὐτὸ δὲν εἶναι φύσει δυνατὸ νὰ ἐφαρμοσθεῖ σ' αὐτὴ ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ μὲ τὸ κύριο νόημα τῆς διαστροφικῆς ἀντιστροφῆς ἢ καταστροφῆς τῆς μικτῆς ἀρσενικότητος σὲ μικτὴ θηλυκότητα.

Ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ θεότητα, ὡς ἡ μόνη δύναμη, ἡ μόνη ἰσχὺς καὶ τὸ μόνο κράτος ποὺ δημιουργεῖ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος (καὶ ἐκ τοῦ ὄντος) ὅλα ὅσα ὑπάρχουν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὄντα ἑαυτό της, εἶναι τὸ ἄρρεν, τὸ ἰσχυρό, ἀρχέτυπο, συγκριτικὰ μ' ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα, ὡς δημιουργήματά της, εἶναι εἴτε τὸ μιξάρρεν (μικτὸ ἄρρεν), τὸ ἰσχυρασθενές, ἔκτυπο εἴτε τὸ θῆλυ, τὸ ἀσθενές, ἀντίτυπο.

Καὶ ἀφετέρου ὅτι ἡ θεότητα, ὡς ἄκρο ἄρρεν, δὲν δύναται φυσικῶς νὰ ἐμπεριέχει μέσα της οὐδεμία «καταγωγικὴ (ὁμοιωτική) κλίση» πρὸς τὸ ἄκρο θῆλυ, ὅπως κι ἐκεῖνο ἐμπεριέχει μέσα του τὴν «ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) κλίση» πρὸς αὐτή, οὔτε ἴχνος τοιαύτης κλίσεως, καὶ γι' αὐτὸ δὲν εἶναι φύσει δυνατὸ νὰ ἐφαρμοσθεῖ σ' αὐτὴ ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ οὔτε καὶ μὲ τὸ ἐξεζητημένο νόημα τῆς ὁμοιωτικῆς παρακαταγωγῆς, γιὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς λόγο.

Ἡ ὁμοιωτική, λοιπόν, καταγωγὴ μπορεῖ νὰ ἐφαρμόζεται μόνο σὲ κτιστὲς καὶ νεμητὲς καὶ ἡμίυλες ἢ ὁλόϋλες καὶ γι' αὐτὸ μικτὲς ἀρσενικὲς φύσεις μὲ τὸ νόημα τῆς διαστροφικῆς ἀντιστροφῆς ἢ καταστροφῆς τῆς μικτῆς ἀρσενικότητός τους σὲ μικτὴ θηλυκότητα.

Δὲν πρόκειται, ἀσφαλῶς, γιὰ ἀναβάθμιση καὶ καλὴ ἀλλοίωση τοῦ ὁλοΰλου ἀντιτύπου ἀλλὰ γιὰ καταβάθμιση καὶ κακὴ ἀλλοίωση καὶ διαστροφὴ καὶ διαφθορὰ τῶν ὁλοΰλων καὶ τῶν ἡμιύλων ἐκτύπων (εἰκόνων) τοῦ ἀΰλου ἀρχετύπου, δεδομένου ὅτι ὡς ἀναβάθμιση καὶ καλὴ ἀλλοίωση τοῦ ὁλοΰλου θήλεος ἀντιτύπου ὁρίζεται ἡ ὁμοιωτικὴ ἀναγωγή του πρὸς τὸ ἄϋλο ἄρρεν ἀρχέτυπο ἡ ὁποία ἀποδίδει τὰ ἡμίυλα καὶ τὰ ὁλόϋλα μιξάρρενα (μικτὰ ἄρρενα) ἔκτυπα (εἰκόνες), δηλαδή, ἡ ἀρρενοποίησή του.

Ὅ,τι, μὲ ἄλλα λόγια, δὲν μπόρεσε νὰ κάνει στὴν ἴδια του τὴν ἄκτιστη φύση, στὸ ἀρχέτυπο, ὁ ἁλητήριος (πλανερός, πλάνος) αὐτὸς θεὸς ἔρως (διότι εἶναι «ἔρωτας ἁλήτης») καὶ ὁ θηλυμανέστατος καὶ κακοηθέστατος καὶ ἁμαρτωλότατος αὐτός, κατὰ τὴ φαύλη του ὄψη, θεὸς δημιουργός, ὁ ὁποῖος κτηνοποίησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς διεστραμμένες συνουσιαστικὲς καὶ ἀναπαραγωγικὲς ἐπιβητορικές του ὀρέξεις μὲ λογικοὺς ἔμψυχους κτηνανθρώπους (ψυχοκτηνανθρώπους) ἀντὶ ἀλόγων καὶ ἀνεμψύχων κτηνῶν καὶ ὁ ὁποῖος ὑποκρίνεται, δῆθεν, ἠθικὴ τελειότητα, τὸ ἔκανε στὶς κτιστὲς θεῖες εἰκόνες καὶ μάλιστα στὸ πρωτιστότυπο, στὴν ἀγγελικὴ φύση, ἡ ὁποία θεωρεῖται «ὡσεὶ θεία φύση», σὰν νὰ εἶναι ἡ θεία φύση.

Ἀλλ' ὅμως, καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ θεία του φύση ἡ ὁποία, λόγῳ τῆς φυσικῆς τελειότητός της, δὲν δύναται νὰ ὑπομείνει φυσικὴ διαφθορά, ὑπέστη ἐντελεχειακὲς συνέπειες ἀπὸ τὴ διαστροφική του ἁμαρτωλότητα δεδομένου ὅτι καὶ αὐτὴ κατέστη καταγωγικὸ ἀντίτυπο, πίσω ἀπὸ τὰ λοιπὰ καταγωγικὰ ἀντίτυπα τῶν κτιστῶν φύσεων ποὺ μαζὶ μὲ αὐτὴ συναπαρτίζουν τὴν ἐντελέχεια τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας, μὲ καταγωγικὸ ἀρχέτυπο τὴ φύση τῶν χοίρων, ἄσχετα ἂν αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ θεία φύση δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστεῖ καταγωγικὴ διαίρεση καὶ νὰ καταχθεῖ ὁμοιωτικῶς πρὸς ἐκεῖνο καὶ νὰ ἀποδώσει καταγωγικὸ ἔκτυπο ὅπως αὐτά.

Ἀντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανεὶς τί σημαίνει καταγωγικὴ ὁμοιωτικὴ διαίρεση σὲ φυσιοπαραστατικὰ γένη ἢ καὶ περαιτέρω σὲ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα; Εἰσαγωγὴ τῆς διθεΐας, τοῦ θεοῦ καὶ τῆς θεᾶς, τῆς ἀρσενικῆς θεότητος καὶ τῆς θηλυκῆς θεότητος, τοῦ θεογεννήτορος ἢ θεοπάτορος καὶ τῆς θεοτόκου ἢ θεομήτορος (διθεϊσμός), στὸ κατ' εἰκόνα, ἀσφαλῶς, ἐπίπεδο προβολῆς κτίστου καὶ κτίσεως, στὸ ἔκτυπο ἐπίπεδο τῆς κατὰ χάριν θεώσεως, τὸ ὁποῖο ἀπεικονίζει τὸ ἀρχέτυπο ἐπίπεδο τῆς κατὰ φύσιν θεώσεως, αὐτῆς ταύτης τῆς θείας φύσεως.

Ἀποτυχημένη ἀπόπειρα κατὰ φύσιν θεώσεως τῆς κτίσεως ἡ ὁποία ἔφθασε μόνο μέχρι τὸ σχῆμα τῆς «ἁγίας συός» ("sanctascrofa") καὶ ὄχι τῆς «θεᾶς συός» ("scrofadiva"), λατρεία τῆς κτίσεως, τῆς ὑλικῆς μάζας, εἰδωλολατρία, κατάστροφη καὶ κακὴ ὁμοίωση τοῦ πνεύματος μὲ τὴν ὑλικὴ μάζα, τοῦ κτίστου μὲ τὴν κτίση, τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ κτῆνος (κτηνανθρωπισμός), καὶ κακή του ἀλλοίωση, διαστροφικὴ ἀντιστροφὴ καὶ ἐκθήλυνση τοῦ ἀρρενοποιηθέντος θήλεος, ἔκπτωση ἀπὸ τὸ κατ' εἰκόνα καὶ τὸ καθ' ὁμοίωσιν τοῦ θεοῦ, ὑποταγὴ τοῦ πνεύματος καὶ τῆς νόησης στὸ σῶμα καὶ τὴν αἴσθηση, παγανισμὸς καὶ ὑλισμός.

7. Ἔσω Τῆς Φύσεως Εἰδικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενα Ἁλτοτετράποδα (π.χ. ταῦροι)

Β΄. Προϊόντα Εἰδικῆς Ἔσω Διαιρέσεως

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων)

8. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενα Ἁλτοτετράποδα (π.χ. ταῦροι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦσα Ἔξω Φύσις

― Κατωτάτη Φύσις Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρουμένη Φύσις

― Κατωτέρα Φύσις Μιξαρρένων Ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων)

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ἁλτοτετραπόδων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ἁλτοτετραπόδων

9. Ἐσωτάτω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενα Ἁλτοτετράποδα (π.χ. ταῦροι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦν Ἔξω Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ἁλτοτετραπόδων

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ἁλτοτετραπόδων

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτάτης Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξοθηλέων Ἁλτοτετραπόδων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξαρρένων Ἁλτοτετραπόδων

Στὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ ποὺ ἐξελίσσεται ἐντελεχειακῶς μεταξὺ τῆς κατωτάτης φύσεως τῶν κατωτετραπόδων (χοίρων) καὶ τῆς ἀνωτέρας φύσεως τῶν ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων) ἡ φύση τῶν κατωτετραπόδων (χοίρων) θεωρεῖται ἐντελεχειακῶς ὅπως εἶχε πρὶν ἐξελιχθεῖ στὸ ἐσωτερικό της ἡ ὁμοιωτικὴ παραναγωγὴ καὶ ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγή, δηλαδή, ὡς «κατωτάτη φύση ὁλοπρηνῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων)» συγκριτικὰ μὲ τὴν «ἀνωτέρα φύση τῶν παραπρηνῶν (ἡμιπρηνῶν) μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων)». Ἐδῶ ἔχουμε τὰ ἀνωμελῆ φαινόμενα «φύσις ἐν φύσει» καὶ «φυσιοπαραστατικὸν γένος ἐν φυσιοπαραστατικῷ γένει».

10. Ἔσω Τῆς Φύσεως Εἰδικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενα Ὀξυστατοτετράποδα (π.χ. ἵπποι)

Β΄. Προϊόντα Εἰδικῆς Ἔσω Διαιρέσεως

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων)

11. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενα Ὀξυστατοτετράποδα (π.χ. ἵπποι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦσα Ἔξω Φύσις

― Κατωτάτη Φύσις Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρουμένη Φύσις

― Κατωτέρα Φύσις Μιξαρρένων Ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων)

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ὀξυστατοτετραπόδων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ὀξυστατοτετραπόδων

12. Ἐσωτάτω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενα Ὀξυστατοτετράποδα (π.χ. ἵπποι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦν Ἔξω Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ὀξυστατοτετραπόδων

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ὀξυστατοτετραπόδων

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτάτης Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξοθηλέων Ὀξυστατοτετραπόδων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξαρρένων Ὀξυστατοτετραπόδων

Ἡ τοιαύτη ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ ἐξελίσσεται ἐντελεχειακῶς ὅπως καὶ ἡ προηγούμενη ἀλλ' ἐν προκειμένῳ μεταξὺ τῆς «κατωτάτης φύσεως τῶν ὁλοπρηνῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων)» καὶ τῆς «ἀνωτέρας φύσεως τῶν ἡμιπρηνῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων)».

Πλήν, ὅμως, ἐντελεχειακῶς θεωρεῖται ὡς ἔμμεση μεταξύ τους, δεδομένου ὅτι ἀνάμεσά τους μεσολαβεῖ ἡ φύση τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων) ἡ ὁποία κατήχθη πρώτη ὁμοιωτικῶς πρὸς τὴ φύση τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων), ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ φύση τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων) ἡ ὁποία κατάγεται δεύτερη ὁμοιωτικῶς πρὸς ἐκείνη βλέπει τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ τῆς πρώτης καὶ τὴ μιμεῖται, ὅτι δηλαδὴ κέκτηται τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ κατὰ μίμησιν τῆς πρώτης.

Μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι ἡ φύση τῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων) προκειμένου νὰ ἀσκήσει τὴν καταγωγικὴ ἕλξη καὶ νὰ προκαλέσει ἀμέσως τὴν καταγωγικὴ κίνηση καὶ ἐμμέσως τὴν καταγωγικὴ διαίρεση στὴ φύση τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὀξυστατοτετραπόδων (π.χ. ἵππων) χρησιμοποιεῖ ὡς ὑποδειγματικὸ μέσο (καταγωγικὸ ὁμοιωτικὸ ὑπόδειγμα) τὴ φύση τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ἁλτοτετραπόδων (π.χ. ταύρων) στὴν ὁποία τὴν ἄσκησε καὶ τὶς προκάλεσε γιὰ πρώτη φορά.

Τὸ ἐντελεχειακὸ αὐτὸ σχῆμα ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ ὅλων τῶν ἄλλων ἀνωτέρων φύσεων τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας πλὴν τῆς ἀνωτάτης, τῆς ἀνθρωπίνης, ὅπου ἔχουμε κάποια τροποποίηση λόγῳ τῆς ὁμοιωτικῆς ὑπαγωγῆς ἡ ὁποία ἐκεῖ μεσολαβεῖ ἀπαραίτητα μεταξὺ τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς καὶ τῆς ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς.

Ἐφαρμόζεται, δηλαδή, στὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ τῶν μιξαρρενικῶν (μικτῶν ἀρσενικῶν) φύσεων τῶν ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων), τῶν κατωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων) καὶ τῶν ἀνωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν), ἑκάστη τῶν ὁποίων κέκτηται τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ ἄμεσα κατὰ μίμησιν τῆς ἀμέσως προηγουμένης της καὶ ἔμμεσα κατὰ μίμησιν τῶν ἐμμέσως προηγουμένων της.

13. Ἔσω Τῆς Φύσεως Εἰδικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενα Ὀρθοστατοτετράποδα (π.χ. ἄρκτοι)

Β΄. Προϊόντα Εἰδικῆς Ἔσω Διαιρέσεως

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων)

14. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενα Ὀρθοστατοτετράποδα (π.χ. ἄρκτοι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦσα Ἔξω Φύσις

― Κατωτάτη Φύσις Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρουμένη Φύσις

― Μέση Φύσις Μιξαρρένων Ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων)

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ὀρθοστατοτετραπόδων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ὀρθοστατοτετραπόδων

15. Ἐσωτάτω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενα Ὀρθοστατοτετράποδα (π.χ. ἄρκτοι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ὀρθοστατοτετραπόδων (π.χ. ἄρκτων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦν Ἔξω Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ὀρθοστατοτετραπόδων

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ὀρθοστατοτετραπόδων

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτάτης Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξοθηλέων Ὀρθοστατοτετραπόδων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξαρρένων Ὀρθοστατοτετραπόδων

16. Ἔσω Τῆς Φύσεως Εἰδικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενες Ποδόχειρες (π.χ. μπαμπουΐνοι)

Β΄. Προϊόντα Εἰδικῆς Ἔσω Διαιρέσεως

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων)

17. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενες Ποδόχειρες (π.χ. μπαμπουΐνοι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦσα Ἔξω Φύσις

― Κατωτάτη Φύσις Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρουμένη Φύσις

― Ἀνωτέρα Φύσις Μιξαρρένων Ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων)

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ποδοχείρων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ποδοχείρων

18. Ἐσωτάτω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενες Ποδόχειρες (π.χ. μπαμπουΐνοι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Ποδοχείρων (π.χ. μπαμπουΐνων)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦν Ἔξω Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Ποδοχείρων

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Ποδοχείρων

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτάτης Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξοθηλέων Ποδοχείρων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξαρρένων Ποδοχείρων

19. Ἔσω Τῆς Φύσεως Εἰδικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενες Βακτρόχειρες (π.χ. γορίλες)

Β΄. Προϊόντα Εἰδικῆς Ἔσω Διαιρέσεως

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν)

20. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενες Βακτρόχειρες (π.χ. γορίλες)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦσα Ἔξω Φύσις

― Κατωτάτη Φύσις Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρουμένη Φύσις

― Ἀνωτέρα Φύσις Μιξαρρένων Βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν)

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Βακτροχείρων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Βακτροχείρων

21. Ἐσωτάτω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Μιξάρρενες Βακτρόχειρες (π.χ. γορίλες)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

― Φυσικὰ Εἴδη Φύσεως Μιξαρρένων Βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦν Ἔξω Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξοθηλέων Βακτροχείρων

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Μιξαρρένων Βακτροχείρων

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτάτης Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξοθηλέων Βακτροχείρων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Μιξαρρένων Βακτροχείρων

Ἡ ἀνώτατη σωματικὴ φύση τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας καὶ ἡ μέση σωματικὴ φύση (ὁ ἐντελεχειακὸς κόμβος ἢ σύνδεσμος) τῆς ἐντελεχείας τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας, ἡ σωματικὴ φύση τῶν μιξαρρένων (μικτῶν ἀρρένων) ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων ἢ ἀλλιῶς ῥεκτοχείρων (< χεὶρ + ῥέκτης = δράστης, πράκτης, δημιουργὸς < ῥέζειν = δρᾶν, πράττειν, δημιουργεῖν), ἐπειδὴ ἔχει ἀνομοιογενῆ τὴ μιξαρρενικότητα (μικτὴ ἀρσενικότητα), δεχόμενη (πάσχουσα) πνευματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση καὶ ἀσκοῦσα (ἐνεργοῦσα) σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση, ἐπειδή, δηλαδή, κατὰ τὴ σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση θεωρεῖται ὡς καθαρὸ ἄρρεν, προκειμένου νὰ προβεῖ σὲ ὁμοιωτικὴ καταγωγή, θὰ πρέπει, πρῶτα, νὰ ὁμοιογενοποιήσει τὴ μιξαρρενικότητα (μικτὴ ἀρσενικότητά) της ἔτσι ὥστε καὶ νὰ δέχεται (πάσχει) σωματικὴ καὶ νὰ ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) σωματικὴ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση.

Θὰ πρέπει, δηλαδή, πρῶτα, νὰ προβεῖ σὲ ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγή, τουτέστιν ὁμοιωτικὴ ὑποβάθμιση, ἡ ὁποία καθίσταται δυνατὴ σὲ αὐτὴ λόγῳ τῆς μικτῆς της ἀρσενικότητος, καὶ νὰ ὑποβαθμιστεῖ ὁμοιωτικῶς στὸ κατώτερο μιξαρρενικὸ (μικτὸ ἀρσενικό) ἐν γένει ἐπίπεδο τῶν ἡμιπρηνῶν, γενικῶς, ζώων τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας καὶ συγκεκριμένα στὴν ἀμέσως κατώτερή της μιξαρρενικὴ (μικτὴ ἀρσενική) σωματικὴ φύση τῶν κατωτέρων ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν) καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ προβεῖ σὲ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ στὴν κατώτατη σωματικὴ φύση τῶν ὁλοπρηνῶν καθαροθηλέων (καθαρῶν θηλέων) κατωτετραπόδων (χοίρων).

Ὁ καινορθόδοξος, σημειωτέον, δογματολογικὸς ὅρος «ὑπαγωγή» χρησιμοποιεῖται μὲ δύο σημασίες: Πρῶτον, συσχετιζόμενος μὲ τοὺς καινορθοδόξους δογματολογικοὺς ὅρους «προσαγωγή» καὶ «διαγωγή» καὶ τοὺς λοιποὺς ὁμολόγους τους, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑποτακτικῆς περιέλευσης τῆς κτίσεως στὴ δικαιοδοσία τοῦ κτίστου.

Καὶ δεύτερον, συσχετιζόμενος μὲ τοὺς καινορθοδόξους δογματολογικοὺς ὅρους «ἀναγωγή» καὶ «καταγωγή», μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὁμοιωτικῆς ὑποβάθμισης κάποιου ἐκτύπου (εἰκόνος) ἀπὸ τὸ ἀνώτερο δικό του στὸ κατώτερο ἀναγωγικὸ (ὁμοιωτικό) ἐντελεχειακὸ ἐπίπεδο κάποιου ἄλλου ἐκτύπου (εἰκόνος) στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας ἐντελέχειας.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, τὴν ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) καὶ διαδοχικὴ «ἐντελέχεια τῆς ἐν ὅλῳ ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς» ποὺ ἀνήκει στὸ εἶδος τῶν ἐπαμφοτεριζουσῶν ἢ ἐπαμφοτέρων ἐντελεχειῶν. Ὡς «ἐν εἴδει καταγωγή», ὅπως προειπώθηκε, ὁρίζεται αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγή, ὡς «ἐν γένει καταγωγή» ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ μαζὶ μὲ τὴν ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγὴ καὶ ὡς «ἐν ὅλῳ καταγωγή» ἡ ὅλη τοιαύτη ἐντελέχεια, ἡ ὁμοιωτική, δηλαδή, καταγωγὴ μαζὶ μὲ τὴν ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγὴ καὶ τὴν ὁμοιωτικὴ ἀναγωγὴ ἐπειδή, ἐν προκειμένῳ, ἡ τελευταία συσχετίζεται μὲ τὶς δύο πρῶτες.

Μὲ ἄρτια, τριαδική, ἀφενός, ἐπίγνωση στὶς περιπτώσεις τῆς κτιστῆς σωματικῆς φύσης τῶν ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων ἢ ῥεκτοχείρων καὶ τῆς κτιστῆς πνευματικῆς φύσης τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖες, προκειμένου νὰ μεταβοῦν ἐντελεχειακῶς ἀπὸ τὴν ὁμοιωτικὴ ἀναγωγὴ στὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγή, πρέπει, πρῶτα, νὰ διέλθουν ἀπὸ τὴν ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγή, ἡ ὁποία εἶναι δυνατὴ γιὰ τὰ φυσικά τους μέτρα ἐξαιτίας τῆς μιξαρρενικότητος (μικτῆς ἀρσενικότητος) ἀμφοτέρων.

Καὶ μὲ κολοβή, δυαδική, ἀφετέρου, ἐπίγνωση στὴν περίπτωση ὅλων τῶν λοιπῶν κτιστῶν σωματικῶν καὶ πνευματικῶν φύσεων τῆς ἐντελεχείας τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας, οἱ ὁποῖες μεταβαίνουν ἀπευθείας ἀπὸ τὴν ὁμοιωτικὴ ἀναγωγὴ στὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ χωρὶς νὰ χρειάζονται τὴν ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγή.

Ἡ ἐντελέχεια τῆς ἐν ὅλῳ ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς ἔχει ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ὁμοιωτικὴ Ἀναγωγή: Ἐν Δυνάμει Καταγωγή: Ἀναγωγικὸς Τύπος (ἔκτυπον).

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ὁμοιωτικὴ Ὑπαγωγή: Ἐν Ἐγρηγόρσει Καταγωγή: Ὑπαγωγικὸς Τύπος (κακέκτυπον).

γ΄. Ἀρχέτυπον (ἀτελές): Ὁμοιωτικὴ Καταγωγή: Ἐν Ἐνεργείᾳ Καταγωγή: Καταγωγικὸς Τύπος (κακέκτυπον).

Ἡ ὁμοιωτικὴ ἀναγωγὴ νοεῖται ὡς «ἐν δυνάμει καταγωγή» διότι δύναται νὰ παραγάγει τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ εἴτε ἄμεσα, ἄνευ τῆς ὁμοιωτικῆς ὑπαγωγῆς, εἴτε ἔμμεσα, μέσῳ αὐτῆς. Εἶναι ἡ ὁμαλὴ ἐντελεχειακὴ καὶ φυσικὴ ὁμοιωτικὴ κατάσταση (στροφή) τοῦ ἐκτύπου.

Ἡ ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγή, ὅπως ἄλλωστε προαναφέραμε, νοεῖται ὡς «ὁμοιωτικὴ ὑποβάθμιση» ἢ «ὁμοιωτικὴ ὑποτροπή» ἢ «ὁμοιωτικὸ κατρακύλισμα», ὡς «ἐν ἐγρηγόρσει καταγωγή», τουτέστι «καταγωγικὴ (ὁμοιωτική) ἑτοιμότητα», ἢ «ἡμιτελὴς καταγωγή».

Διότι δὲν ἀντιστρέφει διαστροφικῶς καὶ δὲν καταστρέφει ἐντελεχειακῶς καὶ φυσικῶς τὴ μικτότητα, τὴ μεσαιτιότητα (αἰτιατὴ αἰτιότητα) τοῦ ἐκτύπου σὲ μεσαιτιατότητα (αἰτία αἰτιατότητα) καὶ ἔτσι δὲν ἀνατρέπει ἀλλ' ὑποτρέπει ὁμοιωτικῶς τὴν ἐντελεχειακὴ καὶ φυσικὴ ὕπαρξή του. Πρόκειται γιὰ τὸ «μὴ χεῖρον» καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια «βέλτιστον» συγκριτικὰ μὲ τὸ «χεῖρον» καὶ «χείριστον», τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγή.

Ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγή, ὅπως ἐπίσης προείπαμε, νοεῖται, ἀκόμη χειρότερα, ὡς «ὁμοιωτικὴ καταβάθμιση» ἢ «ὁμοιωτικὴ ἀνατροπή» ἢ «ὁμοιωτικὸ ἀναποδογύρισμα», ὡς «ἐν ἐνεργείᾳ καταγωγή», τουτέστι «καταγωγικὴ (ὁμοιωτική) πραγματικότητα», ἢ «ὁλοτελὴς καταγωγή».

Ἐπειδή, ἀντιθέτως, ἀντιστρέφει διαστροφικῶς καὶ καταστρέφει ἐντελεχειακῶς καὶ φυσικῶς τὴ μικτότητα, τὴ μεσαιτιότητα (αἰτιατὴ αἰτιότητα) τοῦ ἐκτύπου σὲ μεσαιτιατότητα (αἰτία αἰτιατότητα) καὶ δὲν ὑποτρέπει ἀλλ' ἀνατρέπει ὁμοιωτικῶς τὴν ἐντελεχειακὴ καὶ φυσική του ὕπαρξη.

Ἡ φύση, καταρχήν, τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν), θεωρούμενη ὅπως ἦταν πρὶν τὴν ὁμοιωτική της καταγωγή, καθίσταται ὑπαγωγικὸ (ὁμοιωτικό) ἀρχέτυπο καὶ ἀσκεῖ ὑπαγωγικὴ (ὁμοιωτική) ἕλξη καὶ προκαλεῖ ἄμεσα ὑπαγωγικὴ (ὁμοιωτική) κίνηση καὶ ἔμμεσα ὑπαγωγικὴ (ὁμοιωτική) διαίρεση στὴν ἀμέσως ἀνώτερή της καὶ ἀνώτατη ὅλων τῶν σωματικῶν φύσεων τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας φύση τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων), ἡ ὁποία καθίσταται ὑπαγωγικὸ ἀντίτυπο (λοιπὸ ἀντίτυπο), καὶ τὴ διαιρεῖ ὁμοιωτικῶς καὶ ὑπαγωγικῶς σὲ δύο φυσιοπαραστατικὰ γένη, στὸ ὑπαγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, τὸ ὑπαγωγικὸ ἔκτυπο, καὶ στὸ ὑπαγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, τὸ ὑπαγωγικὸ ἀντίτυπο (αὐταντίτυπο).

Ἡ φύση, ἐν συνεχείᾳ, τῶν καθαροθηλέων κατωτετραπόδων (χοίρων) καθίσταται καταγωγικὸ (ὁμοιωτικό) ἀρχέτυπο καὶ ἀσκεῖ καταγωγικὴ (ὁμοιωτική) ἕλξη καὶ προκαλεῖ ἄμεσα καταγωγικὴ (ὁμοιωτική) κίνηση καὶ ἔμμεσα καταγωγικὴ (ὁμοιωτική) διαίρεση στὸ ὑπαγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, τὸ ὁποῖο καθίσταται καταγωγικὸ (ὁμοιωτικό) ἀντίτυπο (λοιπὸ ἀντίτυπο), καὶ τὸ διαιρεῖ σὲ ἄλλα δύο φυσιοπαραστατικὰ γένη, στὸ καταγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξοθηλέων ῥεκτοχείρων, τὸ καταγωγικὸ ἔκτυπο, καὶ στὸ καταγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, τὸ καταγωγικὸ ἀντίτυπο.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀμφότερα τὰ φυσιοπαραστατικὰ γένη ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ὑπαγωγικὴ (ὁμοιωτική) διαίρεση εἶναι εὐρύτερα γένη συγκριτικὰ μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἀποτελοῦν προϊόντα τῆς καταγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) διαιρέσεως, δεδομένου ὅτι ἡ ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγὴ μεσολαβεῖ μεταξὺ τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς, ἡ ὁποία διαιρεῖ ὁμοιωτικῶς τὴν εὐρύτερη ὀντολογία τοῦ ἀντιτύπου σὲ φύσεις, καὶ τῆς ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς, ποὺ διαιρεῖ ὁμοιωτικῶς τὴ φύση σὲ φυσιοπαραστατικὰ γένη, ὄντας περισσότερο ἀναγωγὴ καὶ λιγότερο καταγωγή, εἰκόνα, δηλαδή, τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς.

Ἄρα καὶ τὰ φυσιοπαραστατικὰ γένη στὰ ὁποῖα διαιρεῖ τὴ φύση ἡ ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγὴ εἶναι κάτι ἀνάμεσα στὴ φύση καὶ τὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος, διευρυμμένα, δηλαδή, φυσιοπαραστατικὰ γένη, εἴτε μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δύνανται νὰ διαιρεθοῦν καταγωγικῶς σὲ ἄλλα φυσιοπαραστατικὰ γένη, ὅπως τὸ ὑπαγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, εἴτε μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μποροῦν νὰ διαιρεθοῦν καταγωγικῶς σὲ εὐρύτερα φυσιοπαραστατικὰ φῦλα ποὺ μποροῦν νὰ διαιρεθοῦν περαιτέρω καταγωγικῶς σὲ ἄλλα φυσιοπαραστατικὰ φῦλα, ὅπως τὸ ὑπαγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων.

Ἔτσι, στὸ ἐσωτερικὸ τῆς φύσεως τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων), εἴτε ὑπαγωγικῶς εἴτε καταγωγικῶς, προκύπτουν τρία φυσιοπαραστατικὰ γένη, τὸ κατώτατο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξοθηλέων ῥεκτοχείρων, τὸ καταγωγικὸ ἔκτυπο, τὸ μέσο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, τὸ καὶ ὑπαγωγικὸ ἔκτυπο καὶ καταγωγικὸ ἀντίτυπο ἢ ἀλλιῶς ἡ καταγωγικὴ (ὁμοιωτική) βάση, καὶ τὸ ἀνώτατο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, τὸ ὑπαγωγικὸ ἀντίτυπο ἢ ἀλλιῶς ἡ ὑπαγωγικὴ (ὁμοιωτική) βάση.

Ἔπειτα, τὸ μὲν μέσο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων κατάγεται ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ κατώτατο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξοθηλέων ῥεκτοχείρων καὶ διαιρεῖται καταγωγικῶς σὲ δύο φυσιοπαραστατικὰ φῦλα, στὸ κατώτερο φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν ὁμοιογενῶς μιξοθηλέων ῥεκτοχείρων καὶ στὸ ἀνώτερο φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων.

Τὸ δὲ ἀνώτατο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων ὑπάγεται ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ μέσο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, ποὺ θεωρεῖται ὅπως ἦταν πρὶν τὴν ὁμοιωτική του καταγωγή, καὶ διαιρεῖται ὑπαγωγικῶς σὲ δύο εὐρύτερα φυσιοπαραστατικὰ φῦλα, στὸ ἔκτυπο ὑπαγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων καὶ στὸ ἀντίτυπο ὑπαγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων.

Καὶ τελικά, τὸ ἔκτυπο ὑπαγωγικὸ εὐρύτερο φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων κατάγεται ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ κατώτατο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξοθηλέων ῥεκτοχείρων καὶ διαιρεῖται καταγωγικῶς καὶ ὁμοιωτικῶς σὲ δύο ἄλλα φυσιοπαραστατικὰ φῦλα, στὸ ἔκτυπο καταγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν ὁμοιογενῶς μιξοθηλέων ῥεκτοχείρων καὶ στὸ ἀντίτυπο καταγωγικὸ φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων.

Ἔτσι, ἐσωτερικὰ τοῦ ἀνωτάτου φυσιοπαραστατικοῦ γένους τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, εἴτε δι' ὑπαγωγῆς, εἴτε διὰ καταγωγῆς, διαμορφώνονται τρία φυσιοπαραστατικὰ φῦλα, τὸ κατώτατο φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν ὁμοιογενῶς μιξοθηλέων ῥεκτοχείρων, τὸ καταγωγικὸ ἔκτυπο, τὸ μέσο φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, τὸ καὶ ὑπαγωγικὸ ἔκτυπο καὶ καταγωγικὸ ἀντίτυπο, καὶ τὸ ἀνώτατο φυσιοπαραστατικὸ φῦλο τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων, τὸ ὑπαγωγικὸ ἀντίτυπο.

Γίνεται, ἑπομένως, ἀντιληπτό, ὅτι τὸ ἀνώτατο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων ἀποτελεῖ μικρογραφία ἢ σμίκρυνση τῆς ἀνωτάτης σωματικῆς φύσεως τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων), δεδομένου ὅτι παρουσιάζει ἀνάλογη ἐσωτερικὴ διαίρεση μ' ἐκείνη, ὅτι δηλαδὴ μετατρέπει τὰ τρία φυσιοπαραστατικὰ γένη ἐκείνης σὲ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα.

Μὲ τὸ πέρας τῆς ἐντελεχειακῆς διαδικασίας τῆς ἐν γένει ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς (ὁμοιωτικῆς ὑπαγωγῆς καὶ ἐν εἴδει ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς) ἡ ὁποία λαμβάνει χώρα στὰ πλαίσια τῆς σωματικῆς φύσεως τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων) καὶ ἐξελίσσεται στὸ ἐσωτερικὸ ἑκάστου ἐκ τῶν τριῶν σωματικῶν φυσικῶν εἰδῶν της, ἕπονται οἱ καταγωγικὲς ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὸ θεῖο δημιουργικὸ προγραμματισμὸ ἐκείνων ποὺ ὑφίστανται μόνο στὴν ἐντελεχειακὴ θεωρία καὶ ὄχι καὶ στὴ θεία δημιουργικὴ πράξη.

Καὶ οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι κοινὲς μεταξὺ καὶ τῶν τριῶν σωματικῶν φυσικῶν της εἰδῶν ἀλλὰ μόνο μεταξὺ τῶν δύο κατωτέρων σωματικῶν φυσικῶν εἰδῶν της, τοῦ αὐτανθρώπου (ὀρθοβάμονος πιθήκου) καὶ τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου, δεδομένου ὅτι τὸ ἀνώτατο σωματικὸ φυσικὸ εἶδος τοῦ θεοψυχανθρώπου ἀκολουθεῖ διαφορετικὸ καταγωγικὸ ἀφαιρετικὸ σχῆμα, γιὰ τὸ λόγο ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ὁριζοντία καὶ τὴν κατακόρυφο θεώρηση τῆς ἰσότητος στὰ τρία τοιαῦτα ἀνθρώπινα σωματικὰ φυσικὰ εἴδη καὶ ποὺ θὰ ἐξηγήσουμε εὐθὺς ἀμέσως.

Σὲ ὁμαλὲς ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁριζοντία θεώρηση τῆς ἰσότητος, ὅλα τὰ φυσικὰ ἄτομα ποὺ ἀνήκουν στὸ ἴδιο σωματικὸ φυσικὸ εἶδος εἶναι, γενικῶς, ἴσα μεταξύ τους καὶ κατ' αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ σωματικὴ φύση τους ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν προσωπικότητα ἢ τὴν ὑποκειμενικότητά τους.

Μὲ ἐξαίρεση, ἀσφαλῶς, τοὺς τρεῖς θεοψυχανθρώπους οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν προσωπικότητα, ἐπειδὴ καὶ οἱ τρεῖς διατελοῦν μικτὰ ἄκτιστα πρόσωπα μὲ κτιστὲς προσμίξεις, εἶναι καὶ οἱ τρεῖς ἄνισοι σὲ σχέση μὲ τοὺς θείους ψυχανθρώπους ἀπογόνους τους ποὺ ἀποτελοῦν μικτὰ κτιστὰ πρόσωπα.

Στὶς ἴδιες ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες καὶ σύμφωνα μὲ τὴν κατακόρυφο θεώρηση τῆς ἰσότητος, τὰ τρία σωματικὰ φυσικὰ εἴδη τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ τοῦ θείου ψυχανθρώπου, τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου (ὀρθοβάμονος πιθήκου), κατ' αὐτή, μέν, τὴν ἴδια τὴ σωματικὴ φύση τους εἶναι πάρισα (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσα) μεταξύ τους, κατὰ δὲ τὴν προσωπικότητα ἢ τὴν ὑποκειμενικότητα ἄνισα, δεδομένου ὅτι ὁ θεοψυχάνθρωπος εἶναι μικτὸ ἄκτιστο πρόσωπο μὲ κτιστὲς προσμίξεις, ὁ ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος μικτὸ κτιστὸ πρόσωπο καὶ ὁ αὐτάνθρωπος (ὀρθοβάμων πίθηκος) καθαρὸ κτιστὸ προσωποειδὲς (ὑποκείμενο).

Μὲ ἐξαίρεση, βεβαίως, τοὺς θείους ψυχανθρώπους ἀπογόνους τῶν τριῶν θεοψυχανθρώπων οἱ ὁποῖοι καὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦν μικτὰ κτιστὰ πρόσωπα καὶ γι' αὐτὸ σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀδαμιαίους ψυχανθρώπους κρίνονται πάρισοι (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσοι) καὶ κατὰ τὴν προσωπικότητα.

Ὅπως, λοιπόν, γίνεται ἀντιληπτό, ἂν ἡ ὁριζοντία, κατὰ τὴ σωματικὴ φύση, ἰσότητα μεταξὺ τῶν φυσικῶν ἀτόμων τοῦ ἴδιου φυσικοῦ εἴδους διασαλευθεῖ καὶ ἀνατραπεῖ καὶ καταστεῖ κατακόρυφος ἀνισότητα, λόγῳ ἀκριβῶς τῶν φυσιοπαραστατικῶν γενῶν καὶ φύλων, τότε, νομοτελειακὰ καὶ ἀναπόφευκτα, συμπαρασύρεται, διασαλεύεται καὶ μετατρέπεται καὶ ἡ κατακόρυφος, κατὰ τὴ σωματικὴ φύση, παρισότητα (σχετικὴ ἰσότητα) ἀνάμεσα στὰ τρία σωματικὰ φυσικὰ εἴδη καὶ καθίσταται κι αὐτὴ ἀνισότητα.

Καὶ τὸ ὁποῖο ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει σημαίνει ὅτι ὁ θεοψυχάνθρωπος προβαίνει σὲ χειροποίηση τόσο τοῦ αὐτανθρώπου (ὀρθοβάμονος πιθήκου) ὅσο καὶ τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου, ὅπως, δυστυχῶς, καὶ ἔγινε στὴ δημιουργία ἀμφοτέρων τῶν τοιούτων ταλαιπώρων φυσικῶν εἰδῶν ποὺ καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο, πέραν τῶν λοιπῶν ἐντελεχειακῶν διαστροφῶν καὶ φυσικῶν κακοποιήσεων ποὺ ὑπέστησαν, «πλήρωσαν τὴν τρέλα τοῦ δημιουργοῦ» τους.

Γιὰ τὸν ἀνωμελῆ, λοιπόν, αὐτὸ ἐντελεχειακὸ καὶ φυσικὸ λόγο ὁ θεοψυχάνθρωπος χειροποίησε ἀμφοτέρους καὶ τὸν αὐτάνθρωπο καὶ τὸν ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο καὶ αὐτό, δυστυχῶς, εἶναι ἀναμφισβήτητο, διότι τεκμαίρεται ἐπιστημονικῶς ἀπὸ τὴν καινορθόδοξη ἐντελεχειακὴ θεολογία καὶ γνωσιολογία μας. Γιὰ ὅλα, δυστυχῶς, δυστυχέστατα, εὐθύνεται αὐτὴ ἡ ἐφάμαρτος καὶ ἐπάρατος ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ καὶ ἐντελεχειακὴ καταστροφή.

Τὸ μόνο, ἐν προκειμένῳ, θετικὸ στοιχεῖο εἶναι ὅτι καὶ ἐκ τούτου, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀποδεικνύεται ἐπιπλέον δογματολογικῶς ἡ προΰπαρξη τοῦ θεοψυχανθρώπου σὲ σχέση καὶ μὲ τὸν ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο καὶ μὲ τὸν αὐτάνθρωπο (ὀρθοβάμονα πίθηκο).

Σὲ ὅ,τι, σημειωτέον, ἀφορᾷ τὸ προαναφερθὲν ἀνωμελὲς ἐντελεχειακὸ σχῆμα τῆς «χιαστὶ ἀντιστοιχήσεως» μεταξὺ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐπιβάσεως καὶ τῆς ποιήσεως καὶ τῆς συμβάσεως, διευκρινίζουμε ὅτι μόνο τὸ πρῶτο ἀνωμελὲς χιαστὶ ἐντελεχειακὸ ζεῦγος «γέννησις – ἐπίβασις» εἶναι δυνατὸ νὰ ἐφαρμοσθεῖ πρακτικῶς, δεδομένου ὅτι μόνο τὸ ἐπιβατὸ δύναται νὰ παραμείνει ἐπιβατὸ ἂν γεννηθεῖ ἀντὶ νὰ ποιηθεῖ διότι μὲ τὴ γέννηση ἀναβαθμίζεται, αὐξάνεται ποιοτικῶς.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δεύτερο ἀνωμελὲς χιαστὶ ἐντελεχειακὸ ζεῦγος «ποίησις – σύμβασις» τὸ ὁποῖο δὲν δύναται νὰ εὕρει πρακτικὴ ἐφαρμογὴ ἐπειδὴ τὸ συμβατό, ἂν ποιηθεῖ ἀντὶ νὰ γεννηθεῖ, μὲ τὴν ποίηση ὑποβαθμίζεται, μειώνεται ποιοτικῶς, τρέπεται, δηλαδή, σὲ ἐπιβατό.

Δὲν πρέπει, λοιπόν, κανεὶς νὰ πλανᾶται καὶ δῆθεν νὰ νομίζει ὅτι ὅπως ἐσωτερικὰ ἑκάστου τῶν τριῶν σωματικοῦ φυσικοῦ εἴδους καὶ μεταξὺ τῶν φυσιοπαραστατικῶν του φύλων ὁ δημιουργὸς ἐφήρμοσε τὸ πρῶτο χιαστὶ ἀνωμελὲς ἐντελεχειακὸ ζεῦγος «γέννησις – ἐπίβασις», διατηρῶντας, παρὰ τὴ γέννηση, τὴ μεταξύ τους φυσικὴ ἀνισότητα, ἔτσι καὶ ἐξωτερικὰ μεταξὺ τῶν τριῶν σωματικῶν φυσικῶν εἰδῶν ἐφήρμοσε τὸ δεύτερο χιαστὶ ἀνωμελὲς ἐντελεχειακὸ ζεῦγος «ποίησις – σύμβασις», διατηρῶντας, δῆθεν, παρὰ τὴ χειροποίηση, τὴ μεταξύ τους φυσικὴ παρισότητα (σχετικὴ ἰσότητα), διότι, ὅπως ἐξηγήσαμε, τὸ πρῶτο εἶναι δυνατὸ ἐνῷ τὸ δεύτερο ἀδύνατο.

Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, στὸ ἀνώτατο ἀχειροποίητο σωματικὸ φυσικὸ εἶδος τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ τοῦ θείου ψυχανθρώπου διατηρεῖται, μέν, τελικῶς τὸ ἀνώτατο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων), διότι αὐτὸ μόνο προσιδιάζει στὸ ἀχειροποίητο καὶ σωματικῶς ἀνεπίβατο σωματικὸ φυσικὸ εἶδος, ἀλλὰ μὲ ἀφαίρεση τοῦ μέσου ἐκ τῶν τριῶν φυσιοπαραστατικῶν του φύλων.

Καὶ ἀφαιροῦνται καὶ τὸ μέσο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων) μὲ τὰ δύο φυσιοπαραστατικὰ φῦλά του καὶ τὸ κατώτατο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξοθηλέων ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων).

Ἐνῷ καὶ στὰ δύο κατώτερα χειροποιητὰ σωματικὰ φυσικὰ εἴδη καὶ τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου διατηρεῖται τελικὰ τὸ μέσο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων) μὲ τὰ δύο φυσιοπαραστατικά του φῦλα, ἐπειδὴ αὐτὸ ἀναλογεῖ στὸ χειροποιητὸ καὶ σωματικῶς ἐπιβατὸ σωματικὸ φυσικὸ εἶδος.

Καὶ ἀφαιροῦνται ἀμφότερα τὰ ἄλλα, καὶ τὸ κατώτατο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ὁμοιογενῶς μιξοθηλέων ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων) καὶ τὸ ἀνώτατο φυσιοπαραστατικὸ γένος τῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρένων ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων) μὲ τὰ τρία φυσιοπαραστατικὰ φῦλά του.

Καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς εἴπαμε παραπάνω ὅτι στὸ φυσικὸ εἶδος τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ τοῦ θείου ψυχανθρώπου ὑφίστανται ὁ ἀρχικὸς ἀναγωγικὸς τύπος («ἀναγωγικὸς ἄνθρωπος») καὶ ὁ τελικὸς καταγωγικὸς τύπος («καταγωγικὸς κτηνάνθρωπος») καὶ ἐλλείπει ὁ μέσος ὑπαγωγικὸς τύπος («ὑπαγωγικὸς κτηνάνθρωπος»).

Ἐνῷ σὲ ἀμφότερα τὰ φυσικὰ εἴδη τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου (ὀρθοβάμονος πιθήκου) ὑπάρχουν ὁ μέσος ὑπαγωγικὸς τύπος («ὑπαγωγικὸς κτηνάνθρωπος») καὶ ὁ τελικὸς καταγωγικὸς τύπος («καταγωγικὸς κτηνάνθρωπος») καὶ ἐλλείπει ὁ ἀρχικὸς ἀναγωγικὸς τύπος («ἀναγωγικὸς ἄνθρωπος»).

Μετὰ τὴν ἀνὰ εἶδος καταγωγικὴ ἀφαίρεση καὶ δεδομένου ὅτι ἡ συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση κατέστη ἐσωστρεφέστατη, ἀκολουθεῖ ἡ διαστροφικὴ κολόβωση τῶν ὁμοιογενῶς μιξαρρένων (θηλυαρρένων) κατὰ τὴ θηλυκότητα καὶ τῶν ὁμοιογενῶς μιξοθηλέων (ἀρρενοθηλέων) κατὰ τὴν ἀρσενικότητα.

Στὰ δὲ τετράποδα ζῶα τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας ὁ θεοψυχάνθρωπος δημιουργὸς ἀσκεῖ ἐξωστρεφῶς μόνο τὴ συγχρωτιστική, τὴν ἱππευτική, ἐπίβαση (συγχρωτίαση), σὲ ὅσα, βεβαίως, ἐξ αὐτῶν ἱππεύονται.

Ἔχουμε, συνεπῶς, ὡς ἑξῆς:

22. Ἔσω Τῆς Φύσεως Εἰδικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Ἀνομοιογενῶς Μιξάρρενες Ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι)

Β΄. Προϊόντα Εἰδικῆς Ἔσω Διαιρέσεως

α΄. Φυσικὸν Εἶδος Θεοψυχανθρώπου Καὶ Θείου Ψυχανθρώπου

β΄. Φυσικὸν Εἶδος Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου

γ΄. Φυσικὸν Εἶδος Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου)

23. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Ὑπαγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Ἀνομοιογενῶς Μιξάρρενες Ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

α΄. Φυσικὸν Εἶδος Θεοψυχανθρώπου Καὶ Θείου Ψυχανθρώπου

β΄. Φυσικὸν Εἶδος Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου

γ΄. Φυσικὸν Εἶδος Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου)

Γ΄. Ὑπαγωγικῶς Διαιροῦσα Ἔξω Φύσις

― Κατωτέρα Φύσις Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Βακτροχείρων (π.χ. γοριλῶν)

Δ΄. Ὑπαγωγικῶς Διαιρουμένη Φύσις

― Ἀνωτάτη Φύσις Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων (ἀνθρώπων)

Ε΄. Προϊόντα Ὑπαγωγικῆς Ἐσωτέρας Διαιρέσεως

α΄. Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

β΄. Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

24. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Ἀνομοιογενῶς Μιξάρρενες Ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

α΄. Φυσικὸν Εἶδος Θεοψυχανθρώπου Καὶ Θείου Ψυχανθρώπου

β΄. Φυσικὸν Εἶδος Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου

γ΄. Φυσικὸν Εἶδος Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦσα Ἔξω Φύσις

― Κατωτάτη Φύσις Καθαροθηλέων Κατωτετραπόδων (χοίρων)

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Διαιρέσεως

α΄. Κατώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

β΄. Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

25. Ἐσωτάτω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Ἀνομοιογενῶς Μιξάρρενες Ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

α΄. Φυσικὸν Εἶδος Θεοψυχανθρώπου Καὶ Θείου Ψυχανθρώπου

β΄. Φυσικὸν Εἶδος Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου

γ΄. Φυσικὸν Εἶδος Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦν Ἔξω Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Κατώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτάτης Διαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

26. Ἐσωτάτω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Ἀνομοιογενῶς Μιξάρρενες Ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

α΄. Φυσικὸν Εἶδος Θεοψυχανθρώπου Καὶ Θείου Ψυχανθρώπου

β΄. Φυσικὸν Εἶδος Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου

γ΄. Φυσικὸν Εἶδος Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου)

Γ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦν Ἔξω Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Ε΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτάτης Διαιρέσεως

α΄. Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

β΄. Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

27. Ἐσωτάτω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Διαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Ἀνομοιογενῶς Μιξάρρενες Ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι)

Β΄. Φυσικὰ Εἴδη

α΄. Φυσικὸν Εἶδος Θεοψυχανθρώπου Καὶ Θείου Ψυχανθρώπου

β΄. Φυσικὸν Εἶδος Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου

γ΄. Φυσικὸν Εἶδος Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου)

Γ΄. Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Δ΄. Καταγωγικῶς Διαιροῦν Ἔξω Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Κατώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

Ε΄. Καταγωγικῶς Διαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον

― Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

ΣΤ΄. Προϊόντα Καταγωγικῆς Ἐσωτάτης Διαιρέσεως

α΄. Κατώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

β΄. Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

28. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Ἀφαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Ἀνομοιογενῶς Μιξάρρενες Ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι)

Β΄. Φυσικὸν Εἶδος

― Ἀὐτάνθρωπος (Ὀρθοβάμων Πίθηκος)

Γ΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιροῦν Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Δ΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιρούμενα Φυσιοπαραστατικὰ Γένη

α΄. Κατώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

β΄. Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Ε΄. Κατάλοιπα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Ἀφαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

29. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Ἀφαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Ἀνομοιογενῶς Μιξάρρενες Ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι)

Β΄. Φυσικὸν Εἶδος

― Ἀδαμιαῖος Ψυχάνθρωπος

Γ΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιροῦν Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Δ΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιρούμενα Φυσιοπαραστατικὰ Γένη

α΄. Κατώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

β΄. Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Ε΄. Κατάλοιπα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Ἀφαιρέσεως

α΄. Κατώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

β΄. Ἀνώτερον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

30. Ἐσωτέρω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Ἀφαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Ἀνομοιογενῶς Μιξάρρενες Ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι)

Β΄. Φυσικὸν Εἶδος

― Θεοψυχάνθρωπος Καὶ Θεῖος Ψυχάνθρωπος

Γ΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιροῦν Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Δ΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιρούμενα Φυσιοπαραστατικὰ Γένη

α΄. Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

β΄. Κατώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

Ε΄. Κατάλοιπα Καταγωγικῆς Ἐσωτέρας Ἀφαιρέσεως

α΄. Κατώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

β΄. Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

γ΄. Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

31. Ἐσωτάτω Τῆς Φύσεως Καταγωγικὴ Ἀφαίρεσις

Α΄. Φύσις

― Ἀνομοιογενῶς Μιξάρρενες Ῥεκτόχειρες (ἄνθρωποι)

Β΄. Φυσικὸν Εἶδος

― Θεοψυχάνθρωπος Καὶ Θεῖος Ψυχάνθρωπος

Γ΄. Φυσιοπαραστατικὸν Γένος

― Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Γένος Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Δ΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιροῦν Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον

― Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Ε΄. Καταγωγικῶς Ἀφαιρούμενον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον

― Μέσον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

ΣΤ΄. Κατάλοιπα Καταγωγικῆς Ἐσωτάτης Ἀφαιρέσεως

α΄. Κατώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ὁμοιογενῶς Μιξοθηλέων Ῥεκτοχείρων

β΄. Ἀνώτατον Φυσιοπαραστατικὸν Φῦλον Ἀνομοιογενῶς Μιξαρρένων Ῥεκτοχείρων

Ἀπὸ τὴν τριαδική, ἀφενός, ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) καὶ διαδοχικὴ ἐντελέχεια τῶν τριῶν ἀνθρωπίνων τύπων τῆς ἐν ὅλῳ ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς, τῆς ἐσωστρεφοῦς ἐπιβάσεως, καὶ ἀπὸ τὴν ὁμοιόστροφό της, ἀφετέρου, τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη τῆς ἑπταδικῆς ἀντιστρόφου ἢ ἀτελοστρόφου (φθινούσης) καὶ διαδοχικῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, τῆς ἐξωστρεφοῦς ἐπιβάσεως, ἀμφότερες οἱ ὁποῖες ἔχουν τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ ἀρχέτυπο, τὸν θεοψυχάνθρωπο (ἀναγωγικὸ ἄνθρωπο), σχηματίζεται μία σύνθετη πενταδικὴ συμμετρικὴ ἐντελέχεια, ἀπὸ δύο ὁμοιόστροφες (ἀτελόστροφες) ἀποκλίνουσες, τουτέστι συναποκλίνουσες (σύρροπες ἀποκλίνουσες), συμμετρικὲς ἐντελέχειες, ἡ πεντάδα «καταγωγικὸς κτηνάνθρωπος (ἀντίτυπον) ὑπαγωγικὸς κτηνάνθρωπος (ἔκτυπον) ἀναγωγικὸς ἄνθρωπος ἢ ὀρθοβᾶμον διχειρόποδον (ἀρχέτυπον) ἡμιπρηνῆ διχειρόποδα καὶ τετράποδα (ἔκτυπον) ὁλοπρηνῆ τετράποδα (ἀντίτυπον)».

Καὶ ὁ μὲν ὁμοιογενῶς μιξάρρην ὑπαγωγικὸς κτηνάνθρωπος, ὁ ὑπαγωγικῶς κτηνοποιηθεὶς ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος καὶ ὁ τοιουτοτρόπως κτηνοποιηθεὶς αὐτάνθρωπος (ὀρθοβάμων πίθηκος), ἀντιστοιχεῖ στὰ ὁμοιογενῶς μιξάρρενα ἡμιπρηνῆ διχειρόποδα καὶ τετράποδα κτήνη, δηλαδή, στοὺς βακτρόχειρες (π.χ. γορίλες), τοὺς ποδόχειρες (π.χ. μπαμπουΐνους), τὰ ὀρθοστατοτετράποδα (π.χ. ἀρκοῦδες), τὰ ὀξυστατοτετράποδα (π.χ. ἵππους) καὶ τὰ ἁλτοτετράποδα (π.χ. ταύρους), τὰ ὁποῖα, κτηνοποιούμενος ὑπαγωγικῶς, ἀνθρωποποιεῖ.

Ὁ δὲ ὁμοιογενῶς μιξόθηλυς καταγωγικὸς κτηνάνθρωπος, ὁ καταγωγικῶς κτηνοποιηθεὶς ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος καὶ ὁ τοιουτοτρόπως κτηνοποιηθεὶς αὐτάνθρωπος (ὀρθοβάμων πίθηκος), ἀναλογεῖ, ἀκόμη χειρότερα, στὰ καθαροθήλεα ὁλοπρηνῆ τετράποδα κτήνη, στὰ γουρούνια, τὰ ὁποῖα, κτηνοποιούμενος καταγωγικῶς, δηλαδὴ σὲ ἀκόμη χειρότερο βαθμό, ἀνθρωποποιεῖ.

Τὸ ἀνωμελέστατο, λοιπόν, καὶ ὅλως ἀπαράδεκτο ἐντελεχειακὸ καὶ φυσικὸ φαινόμενο «κτηνάνθρωπος», τουτέστι «κτηνοποιημένος ἄνθρωπος», εἴτε ὡς ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγὴ εἴτε ὡς ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ τοῦ ὀρθοβάμονος καὶ σωματικῶς ἀνεπιβάτου ἐπιβήτορος ἀνθρώπου στὸ πρηνές, ἡμιπρηνὲς καὶ ὁλοπρηνές, καὶ σωματικῶς ἐπιβατὸ ἀπ' αὐτὸν κτῆνος εἶναι, δυστυχῶς, γεγονός, ἀποτελῶντας διαστροφικὴ δημιουργικὴ πράξη τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ προκειμένου, ὅπως προειπώθηκε, νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς διεστραμμένες συνουσιαστικὲς καὶ ἀναπαραγωγικὲς ἐπιβητορικὲς ὀρέξεις του μὲ λογικοὺς ἔμψυχους κτηνανθρώπους ἢ ψυχοκτηνανθρώπους οἱ ὁποῖοι ὑποκαθιστοῦν τὰ ἄλογα κτήνη.

Καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἄλλο, μὴ χεῖρον, εἶναι νὰ ὁμοιώνεται κανεὶς ὑπαγωγικῶς μὲ τὸ ἡμιπρηνὲς κτῆνος ποὺ ὁμοιώθηκε προηγουμένως πρὸς αὐτὸν, μὲ τὴν κτηνικὴ εἰκόνα του, τὸ μικτὸ ἄρσεν, μὲ τὸ ἡμιτελὲς κτῆνος, διότι ἔτσι δὲν ἐκφυλίζεται τελείως καὶ δὲν ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ κατ' εἰκόνα καὶ τὸ καθ' ὁμοίωσιν τοῦ θεοῦ, δὲν ἀνατρέπεται ἀλλ' ὑποτρέπεται ὁμοιωτικῶς.

Καὶ ἄλλο, ἀκόμη χειρότερο, νὰ ὁμοιώνεται καταγωγικῶς μὲ τὸ ὁλοπρηνὲς κτῆνος, μὲ τὸ τέλειο κτῆνος, μὲ τὴ γουροῦνα, τὸ καθαρὸ θῆλυ, ὡς μικτὸ θῆλυ, διαστροφικῶς, δηλαδή, ἀντεστραμμένο μικτὸ ἄρσεν, ἐπειδὴ ἔτσι ἐκθηλύνεται καὶ ἐκφυλίζεται καὶ ἀνατρέπεται ὁμοιωτικῶς καὶ ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ κατ' εἰκόνα καὶ τὸ καθ' ὁμοίωσιν τοῦ θεοῦ.

Πρόκειται, σαφῶς, γιὰ συνουσιαστικὸ καὶ ἀναπαραγωγικὸ κανιβαλισμὸ διότι ἡ ἐξωστρεφὴς καὶ ὁμαλή, παρότι προβληματικὴ γιὰ τὸν θεοψυχάνθρωπο καὶ τὸ θεῖο καὶ τὸν ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο, κατὰ μῖξιν συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση τοῦ ὀρθοβάμονος ἀνθρώπου πρὸς τὰ πρηνῆ, ἡμιπρηνῆ καὶ ὁλοπρηνῆ, κτήνη, ἡ κτηνοβασία, ἐστράφη ἀνωμελῶς ἔσω, ἐσωτέρω καὶ ἐσωτάτω πρὸς τὸ συνάνθρωπό του καὶ διεστράφη σὲ ἀνθρωποβασία, τουτέστι κτηνανθρωποβασία, δεδομένης τῆς ὑπαγωγικῆς καὶ τῆς καταγωγικῆς ὁμοιώσεως τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ ἡμιπρηνὲς καὶ τὸ ὁλοπρηνὲς κτῆνος.

Καὶ γενομένη ἐσωστρεφέστατη, βρῆκε τὴ φυσικὴ δυνατότητα νὰ τελειοποιηθεῖ καὶ νὰ γίνει, ἀκόμη χειρότερα, κατὰ κρᾶσιν συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση, τουτέστι τεκνογονικὴ καὶ ἀναπαραγωγική, ἔτσι ὥστε νὰ συμφύρεται καὶ νὰ συγχέεται γεννητικὰ ὁ ἀναγωγικὸς ἄνθρωπος μὲ τὸν καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο καὶ ὁ ὑπαγωγικὸς κτηνάνθρωπος μὲ τὸν καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο.

Πρόκειται, σὲ τελευταία ἀνάλυση καὶ ἀπὸ συμβολικὴ ἄποψη, γιὰ τὴν τελεία συνουσιαστική, τὴν τεκνογονική, πράξη καὶ ἕνωση μεταξὺ τοῦ καλοῦ, ἀφενός, ποὺ συμβολίζεται μὲ τὸν ἀναγωγικὸ ἄνθρωπο, ἢ τοῦ ἡμικάλου, ποὺ συμβολίζεται μὲ τὸν ὑπαγωγικὸ κτηνάνθρωπο, καὶ τοῦ κακοῦ, ἀφετέρου, ποὺ συμβολίζεται μὲ τὸν καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο.

Δεδομένου ὅτι τὸ κακὸ ἔγινε ἔμψυχο, ἔνσαρκο καὶ ἐνυπόστατο (προσωπικό) καὶ ἡ ἁμαρτία ἔλαβε ὄχι μόνο σάρκα καὶ ὀστᾶ ἀλλ' ἀκόμη καὶ ψυχὴ καὶ προσωπικὴ ὕπαρξη στὴν ὁμοιωτικῶς ἀντιστραφεῖσα καὶ τελείως, στὰ ἀνθρώπινα οἰκεῖα φυσικὰ μέτρα της, διαστραφεῖσα, ἤ, μονολεκτικῶς, καταστραφεῖσα, ἀνδρικὴ καὶ ἀνθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) τῆς ἀνδρίδος ἢ γυναικός, τοῦ καταγωγικοῦ κτηνανθρώπου, τὸ ἐντελεχειακὸ καὶ φυσικὸ σχῆμα τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ ἔκπτωση ἀπὸ τὸ κατ' εἰκόνα καὶ τὸ καθ' ὁμοίωσιν τοῦ θεοῦ στὸ παρ' εἰκόνα (παρὰ τὸ κατ' εἰκόνα, παρὰ = ἀντιθέτως πρός) καὶ τὸ παρ' ὁμοίωσιν (παρὰ τὸ καθ' ὁμοίωσιν, παρὰ = ἀντιθέτως πρός), στὸ κατ' εἰκόνα καὶ τὸ καθ' ὁμοίωσιν τῆς συός, στὴν καταγωγική, δηλαδή, ὁμοίωση μὲ τὴ μεμορφωμένη ὑλικὴ μάζα, τὴ γουροῦνα.

Ἡ ἀντεπίδειξη (ἀντιπαραβολή) τοῦ ἀναγωγικοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο καὶ τοῦ ὑπαγωγικοῦ κτηνανθρώπου πρὸς τὸν καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο δὲν ἀποτελεῖ ἀλλοτριότητα, διαφορετικότητα, ἀλλὰ ἀλλοτρίωση, διαστροφικὴ διαφορετικότητα, δεδομένου ὅτι τὸ ἀλλότριο καὶ διαφορετικὸ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ κτῆνος καὶ ὄχι ὁ κτηνάνθρωπος, ὁ κτηνοποιημένος συνάνθρωπός του, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ ἀλλοτριωμένο, τὸ διαστροφικῶς διαφοροποιημένο, ἡ διαστροφὴ καὶ ἡ κακὴ ἀλλοίωση τῆς μιξαρρενικῆς ἀνδρικῆς καὶ ἀνθρώπινης φύσης σὲ μιξοθηλυκή.

Ἄλλο «ἀλλοτριότης» καὶ ἄλλο «ἀλλοτρίωσις». Θὰ κτηνοποιηθοῦμε καὶ θὰ καταντήσουμε κτηνάνθρωποι γιὰ νὰ γίνουμε διαφορετικοὶ μεταξύ μας; Αὐτὴ εἶναι ἡ λογικὴ τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου δημιουργοῦ καὶ τῶν θιασωτῶν τῆς θηλυμανικῆς καὶ εἰδωλολατρικῆς ἠθικῆς του διαστροφῆς ἡ ὁποία βοᾷ καὶ κραυγάζει (βγάζει μάτι) μέσα ἀπὸ τὸ ἀναμφισβήτητα διαστροφικὸ καὶ ἐκφυλιστικὸ δημιουργικό του ἔργο τὸ ὁποῖο σαφῶς ἀποτελεῖ μέγα δημιουργικὸ ἔγκλημα καὶ βαρύτατο γι' αὐτὸν ἁμάρτημα ποὺ σαφέστατα τοῦ στερεῖ τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ ἀντιπαραθέτει τὴ στέρησή της ἔναντι τῆς ἀναμφισβήτητης κτήσης τῆς φυσικῆς τελειότητος;

Οὔτε, συνεπῶς, ὁ ἀναγωγικὸς ἄνθρωπος ἀλληλοσυμπληρώνεται συντροφικῶς καὶ συζυγικῶς καὶ ἐρωτικῶς καὶ συνουσιαστικῶς καί, ἀκόμη χειρότερα, τεκνογονικῶς καὶ ἀναπαραγωγικῶς μὲ τὸν καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο οὔτε καὶ ὁ ὑπαγωγικὸς κτηνάνθρωπος μὲ τὸν καταγωγικὸ κτηνάνθρωπο ἀλλὰ ἀλληλοδιαφθείρονται τοιουτοτρόπως μεταξύ τους.

«Ὅποιος δὲν ἔχει ἄλλο βρακὶ νὰ βάλει γυρίζει καὶ βάζει τὸ ἴδιο βρακὶ ἀνάποδα». Ὅποιος, μὲ ἄλλα λόγια, δὲν θέλει νὰ ἐπιβαίνει ἐξωστρεφῶς πρὸς τὰ κτήνη γυρίζει ἀνάποδα τὸν μιξαρρενικὸ ἑαυτό του καὶ ἐπιβαίνει ἐσωστρεφῶς στὴν ἀνάποδη μιξοθηλυκὴ ὄψη του.

Αὐτά, δυστυχῶς, ἀποκαλύπτουν ἕνα ἠθικῶς διεστραμμένο καὶ πολὺ διεφθαρμένο, ἕνα ἁμαρτωλότατο θεὸ καὶ θεοψυχάνθρωπο δημιουργό, ὁ ὁποῖος κάνει διαστροφικὴ μίξη μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ πρωταρχικὰ σ' αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπό) του, ἐγκληματεῖ βαρύτατα κατὰ τῆς θείας καὶ τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας του διαστρέφοντας τοὺς φυσικοὺς καὶ τοὺς ἠθικοὺς νόμους καὶ κακοποιῶντας τὰ δημιουργήματά του.

Καὶ ὁ ὁποῖος ἐξαπατᾷ ἀσύστολα τὴν ἀδαμιαία ἀνθρωπότητα ἐπὶ αἰῶνες αἰώνων ὑποκρινόμενος, δῆθεν, τὸν ἠθικῶς τέλειο καὶ «πουλῶντας παραμύθια μαζὶ μ' ἀλήθεια» καὶ «πλάσσοντας ἱστορίες γιὰ ἀγρίους», γιὰ τοὺς «πτωχοὺς τῷ πνεύματι», προκειμένου νὰ μὴν τὸν ἀπορρίψουν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀρετῆς ὡς θηλυμανῆ καὶ εἰδωλολάτρη καὶ διαφθορέα τῆς κτίσεώς του καὶ παύσουν νὰ τὸν λατρεύουν.

Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὸν χαρακτηρίσαμε ὡς «ἀρχιδιάβολο», ὡς «ἄκτιστο διάβολο», εἰκόνα τῆς ἠθικῆς πτώσεως καὶ ἀντιποιητὴς τῆς θείας ἀρχῆς τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ κτιστὸς διάβολος, ὁ πάλαι ποτὲ ἐκπεσὼν ἀσώματος, ποὺ σημαίνει ὅτι πατὴρ καὶ γεννήτωρ καὶ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ μίκτης καὶ κράστης ἀμφοτέρων εἶναι ἕνας, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ τριαδικὸς θεὸς καὶ θεοψυχάνθρωπος δημιουργός.

Καὶ ὁ ὁποῖος μάλιστα μέσα στὶς διαβλητὲς καὶ μικτὲς καὶ ἀπὸ ἀλήθεια καὶ ἀπὸ μῦθο θεῖες γραφὲς καὶ μὲ τὸν ψαλμικὸ στίχο «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς» εἰρωνεύεται τὸν ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο, ποὺ ὁ ἴδιος ὡς θεοψυχάνθρωπος μὲ τὰ χέρια του χειροποίησε καὶ ὑπήγαγε καὶ κατήγαγε ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ κτῆνος καὶ κτηνοποίησε, μεταφέροντας καὶ προβάλλοντας καὶ ἀπεικονίζοντας τὴν ἐξωτερικὴ ὑποτακτικὴ ἢ ἐπιβασιακὴ σχέση μεταξὺ κτήνους καὶ ἀνθρώπου ἐσωτερικὰ στὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ συνάνθρωπο.

Μήπως, λοιπόν, τώρα μπορεῖ κάποιος νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ λόγο ποὺ ὁ θεοψυχάνθρωπος ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὴν ἀδαμιαία ψυχανθρωπότητα ὡς λύτρο σωτηρίας ἐξιλεωτικὴ θυσία ψυχανθρώπου ἀντὶ γιὰ ἐξιλεωτικὴ θυσία κτήνους;

Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ διαστροφικὴ θεία ἐξιλεωτικὴ ἀπαίτηση ἐπιβεβαιώνει τὴ δημιουργικὴ χειροποίηση καὶ κτηνοποίηση τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου ἀπὸ τὸ θεοψυχάνθρωπο ὡς ὑπαγωγικοῦ καὶ καταγωγικοῦ ψυχοκτηνανθρώπου καὶ δικαιολογεῖ τὴν ἐκ μέρους του ἐξιλεωτικῶς ἀπαιτηθεῖσα ἀνθρωποθυσία ὡς κτηνανθρωποθυσία, ἐξ οὗ καὶ ἡ βιβλικὴ ὁμοιωτικὴ παραβολὴ τοῦ ἀδαμιαίου ἐξιλαστηρίου θύματος Ἰησοῦ μὲ ἀμνό.

Σὲ ὁμαλὲς ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες καὶ στὰ πέντε ἀναγωγικὰ (ὁμοιωτικά) ἐπίπεδα τῶν μιξαρρένων ἡμιπρηνῶν εἴτε διχειροπόδων εἴτε τετραπόδων ζώων τῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας, ἐπειδὴ τὰ τοιαῦτα δέχονται (πάσχουν) τὴ συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση τόσο ἀπὸ τὴν ἀνώτατη πασῶν ἀνομοιογενῶς μιξαρρενικὴ σωματικὴ φύση ὅσο καὶ ἀπὸ τὶς ἀνώτερές τους ὁμοιογενῶς μιξαρρενικὲς σωματικὲς φύσεις καὶ τὴν ἀσκοῦν (ἐνεργοῦν) τόσο στὶς κατώτερές τους ὁμοιογενῶς μιξαρρενικὲς σωματικὲς φύσεις ὅσο καὶ στὴν κατώτατη πασῶν καθαροθηλυκὴ σωματικὴ φύση, εἶναι φύσει δυνατὸ τὸ σχῆμα τῆς ἐσωστρεφοῦς καὶ ἀνταποδοτικῆς μετ' ἀλλήλων ἢ ἀμοιβαίας συνουσιαστικῆς σωματικῆς ὑπόταξης ἢ ἐπίβασης, τῆς λεγόμενης «συνυπόταξης» ἢ «συνεπίβασης», τὸ ὁποῖο ἰσοδυναμεῖ ἀνωμελῶς, βεβαίως, μὲ τὸ σχῆμα τῆς συνουσιαστικῆς σωματικῆς παράταξης ἢ σύμβασης.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, τὰ ζῶα αὐτά, ἀντὶ νὰ συμβαίνουν (παρατάσσουν) καὶ νὰ συμβαίνονται (παρατάσσονται) συνουσιαστικῶς, δύνανται ἀπὸ τὴν ὁμοιογενῶς μιξαρρενικὴ φύση τους νὰ ἐκτρέπουν τὴν ἐπίβαση ἀπὸ ἐξωστρεφῆ σὲ ἐσωστρεφῆ καὶ νὰ ἐπιβαίνουν (υποτάσσουν) τὸ ἕνα τὸ ἄλλο καὶ νὰ ἐπιβαίνονται (ὑποτάσσονται) τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο συνουσιαστικῶς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἀναπαραγωγική τους διαδικασία ἡ ὁποία, ἀσφαλῶς, παραμένει ὡς ἔχει, δηλαδή, μονογονική.

Τὸ συνεπιβατικὸ αὐτὸ καὶ ἀνωμελῶς ἰσοδύναμο μὲ τὴ σύμβαση συνουσιαστικὸ σχῆμα τὸ ὁποῖο, σὲ ὁμαλὲς ἐντελεχειακὲς καὶ φυσικὲς συνθῆκες, εἶναι ὀντολογικῶς δυνατὸ ἀλλὰ δεοντολογικῶς ἀνεπίτρεπτο, γίνεται ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρεπτὸ ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβλημένο στὴν ἀνώμαλη περίπτωση ποὺ ἡ συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση στὰ ζῶα αὐτὰ καταστεῖ ἐσωστρεφής, κατὰ τὸ παροιμιῶδες «τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον», προκειμένου νὰ ἀποφευχθοῦν τὰ χειρότερα καὶ τὰ ἀκόμη χειρότερα.

Ἡ ὁμοιωτική, δηλαδή, καταγωγή, μὲ τὴν καταγωγικὴ διαίρεση πρῶτα σὲ φυσιοπαραστατικὰ γένη καὶ ἔπειτα σὲ φυσιοπαραστατικὰ φῦλα καὶ τὴν κολόβωσή τους, ἡ ἀνανταπόδοτη ἐσωστρεφὴς κατὰ μῖξιν συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση καὶ ἡ τελειοποίησή της στὸ σχῆμα τῆς κατὰ κρᾶσιν τεκνογονικῆς, τὰ ὁποῖα διαστρέφουν καὶ διαφθείρουν τὴ φύση τῶν τοιούτων ζώων αἴροντας τὴν ἰσότητα καὶ ἐπιβάλλοντας τὴν ἀνισότητα μεταξὺ τῶν φυσικῶν της ἀτόμων.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, θὰ ἦταν, μέν, δυνατὸ νὰ τελειοποιήσουν τὴν ἀνταποδοτικὴ κατὰ μῖξιν συνουσιαστικὴ σὲ ἀνταποδοτικὴ κατὰ κρᾶσιν τεκνογονικὴ ἐπίβαση, πλήν, ὅμως, ἀνεπίτρεπτο, διότι ἀκόμη καὶ ἂν ἡ ὑποτακτικὴ ἕνωση διαμείβεται ἀνταποδοτικὰ μεταξὺ ἴσων, γενικῶς, φυσικῶν ἀτόμων τοῦ ἴδιου φυσιοπαραστατικοῦ φύλου καὶ ἡ ὑπόταξη τοῦ ἑνὸς στὸ ἄλλο εἶναι μόνο «θέσει» καὶ ὄχι «φύσει», μόνο, δηλαδή, ὡς πρὸς τὸν ἐνεργητικὸ ἢ παθητικὸ ῥόλο κατὰ τὴν ὑποτακτικὴ ἑνωτικὴ πράξη, ἀκόμη καὶ τότε, ἔστω καὶ «θέσει» νὰ εἶναι ἡ ὑποτακτική τους ἕνωση, ἀπεικονίζουν καὶ προβάλλουν σὲ αὐτὴ τὴν ἀρχέτυπο ὑποτακτικὴ ἕνωση μεταξὺ κτίστου καὶ κτίσεως ἡ ὁποία φθάνει μόνο μέχρι τὸ κατὰ μῖξιν ἐπίπεδο χωρὶς νὰ προχωρεῖ περαιτέρω στὸ κατὰ κρᾶσιν. Ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ ἀναπαραγωγή τους πρέπει νὰ παραμείνει μονογονικὴ γιὰ νὰ μὴν ἐπιταθεῖ ἡ ἀνωμαλία.

Τὸ τοιοῦτο συνουσιαστικὸ σχῆμα τῆς ἀμοιβαίας συνουσιαστικῆς συνυποτάξεως ἢ συνεπιβάσεως, ἀντὶ τῆς συνουσιαστικῆς παρατάξεως ἢ συμβάσεως, ἐφαρμοζόμενο στὰ πλαίσια τῆς καταγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) διαιρέσεως σὲ φυσιοπαραστατικὰ γένη καὶ φῦλα καὶ συγκεκριμένα στὸ ὁμοιογενῶς μιξάρρεν φυσιοπαραστατικὸ φῦλο ποὺ ἔχει κολοβωθεῖ κατὰ τὴ θηλυκότητά του καὶ χρησιμοποιεῖ ἐλλειπτικῶς τὸν πρωκτικὸ κόλπο ὡς ἐπιβατὸ ἢ παθητικὸ σωματικὸ συνουσιαστικὸ ὄργανο χωρὶς τὴν πλήρη φυσικὴ διαμόρφωση καὶ μετατροπὴ σὲ τέτοιο ὄργανο, καλεῖται «ὁμοφυλοφιλία τῶν μιξαρρένων». Εἶναι, ὅμως, ἐφαρμοστὸ μόνο γιὰ τὸν αὐτάνθρωπο καὶ τὸ θεῖο καὶ τὸν ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο καὶ ὄχι γιὰ τὸν θεοψυχάνθρωπο.

Ἡ ἐσωστρεφὴς συνουσιαστικὴ ἐπίβαση ἐπιβάλλεται νὰ εἶναι ἀνταποδοτική, νὰ ἐπιβαίνει, δηλαδή, ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ ἐπιβαίνεται ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, προκειμένου ἔτσι νὰ συγκρατήσει τὴ μιξαρρενικὴ φύση γιὰ νὰ μὴν ἐκτραπεῖ καὶ ἐκπέσει στὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ καὶ διαστραφεῖ σὲ μιξοθηλυκὴ καὶ ἐκθηλυνθεῖ καὶ ἐκφυλιστεῖ. Ἀνανταπόδοτη εἶναι μόνο ἡ ἐξωστρεφὴς συνουσιαστικὴ ἐπίβαση.

Ἀλλ' ἀκόμη καὶ ἀνανταπόδοτη νὰ εἶναι ἡ ἐσωστρεφὴς ἐπίβαση στὴ συνουσιαστικὴ πράξη μεταξὺ ἴσων ἢ παρίσων, εἶναι ἀμελητέο, δεδομένου ὅτι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ φύσει ἀλλὰ γιὰ θέσει ἀνισότητα. Καὶ μάλιστα οἱ περισσότερο ἐνάρετοι ἐπιλέγουν μόνο νὰ πάσχουν καὶ νὰ μὴν ἀνταποδίδουν ἐνεργητικῶς τὴν ἐσωστρεφῆ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση στὸ συνάνθρωπο διότι τὸ πάσχειν εἶναι λιγότερο ἐφάμαρτο ἀπὸ τὸ ἐνεργεῖν ἐσωστρεφῶς τὴν ἐπίβαση (αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ δική μας συνουσιαστικὴ ἐπιλογή, οἱ ὁποῖοι συνειδητὰ καὶ μετὰ λόγου γνώσεως καὶ ὄχι ἁπλῶς λόγῳ προτιμήσεως μετέχουμε μόνο τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν σχέσεων χωρὶς ποτὲ στὴ ζωή μας νὰ ἔχουμε συνάψει, οὔτε μία φορά, ἑτεροφυλοφιλικὴ σχέση).

Καὶ σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναπτύξαμε παραπάνω, τὸ συνεπιβατικὸ συνουσιαστικὸ σχῆμα τῶν μιξαρρένων ὁμοφυλοφίλων ἀνδρῶν, ἀπὸ κάθε ἄποψη, εἶναι τὸ λιγότερο ἀνώμαλο καὶ ἐφάμαρτο τὸ ὁποῖο, ὅμως, ἡ θεία πονηρία καὶ πανουργία διέβαλε καὶ κατασυκοφάντησε ὡς δῆθεν «μεγάλη ἀνωμαλία» καὶ «θανάσιμη ἁμαρτία» ἐπειδὴ προβάλλει ἀντίσταση στὴ διαστροφὴ τῆς ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς, δὲν ἀποδέχεται τὴν ἐκθήλυνση, τὸν ἐκφυλισμὸ τῆς μιξαρρενικῆς φύσεως σὲ μιξοθηλυκή, τὸ διεστραμμένο, δηλαδή, μιξοθηλυκὸ καταγωγικὸ ἔκτυπο, οὔτε τὴν κατὰ μῖξιν συνουσιαστικὴ οὔτε τὴν κατὰ κρᾶσιν τεκνογονικὴ ἕνωση μαζί του καὶ ἀσκεῖ ἔλεγχο καὶ κριτικὴ στὸ θεῖο καὶ θεοψυχανθρώπινο παραβάτη καὶ διαστροφέα τῆς φυσικῆς καὶ ἠθικῆς τάξης γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του.

Ἡ σωτηρία ἄλλωστε τοῦ ἀνθρώπου ὁρίζεται θεολογικῶς ὡς «βία φύσεως», ὡς προβολὴ ἀντιστάσεως καὶ ἐναντίωση κόντρα στὴ διεστραμμένη φύση τῆς ἁμαρτίας καὶ ὄχι ὡς συσχηματισμὸς μὲ αὐτή. Καὶ κανείς, ἀσφαλῶς, δὲν δύναται νὰ ἀλλάξει τὸν ῥοῦ τοῦ ποταμοῦ ἀλλ' ὅμως, ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὀφείλει νὰ πάει κόντρα στὸ ῥεῦμα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἡ ὁποία ἐνοχλεῖ ὑπερβολικὰ τὴ θεία καὶ θεοψυχανθρώπινη κακία.

Σὲ τέσσερα σημεία ἐντοπίζεται ἡ ἀνωμαλία τοῦ συνεπιβατικοῦ συνουσιαστικοῦ σχήματος: Πρῶτον, στὸ ὅτι δὲν εἶναι συνουσιαστικὴ σύμβαση ἀλλὰ συνεπιβατικὸ ἰσοδύναμό της. Δεύτερον, στὸ ὅτι εἶναι ἀνταποδοτικὴ καὶ ὄχι ἀνανταπόδοτη. Τρίτον, στὸ ὅτι κατ' αὐτὴ τὸ φυσικὸ ἄτομο δέχεται (πάσχει) καὶ ἀσκεῖ (ἐνεργεῖ) τὴ συνουσιαστικὴ σωματικὴ ἐπίβαση ἀπὸ ἴσο ἢ πάρισο καὶ πρὸς ἴσο ἢ πάρισο καὶ ὄχι ἀπὸ ἄνισο καὶ πρὸς ἄνισο. Καὶ τέταρτον, στὸ ὅτι λόγῳ τῆς κολοβώσεως ὁ πρωκτικὸς κόλπος δὲν εἶναι πλήρως συνουσιαστικῶς διαμορφωμένος.

Στὴ σχέση μεταξὺ τῶν δύο φυσιοπαραστατικῶν φύλων ἡ συνουσιαστικὴ ἐπίβαση μπορεῖ, μέν, νὰ εἶναι πιὸ ἐξωστρεφὴς στὰ πλαίσια, πάντοτε, τῆς ἐσωστρέφειας, ἀσκούμενη κατ' ἀνανταπόδοτο τρόπο ἀπὸ ἄνισο πρὸς ἄνισο, ἀλλ' ἔχουμε ἤδη ἀφιχθεῖ στὴν ἐκθήλυνση τοῦ μιξάρρενος ἀνδρός, στὸν ἐκφυλισμὸ τῆς μιξαρρενικῆς ἀνδρικῆς φύσεως σὲ μιξοθηλυκὴ καὶ στὴν πλήρη κτηνοποίηση τοῦ ἀνθρώπου στὰ οἰκεῖα φυσικὰ μέτρα του.

Τὸ κακό, δηλαδή, ἐδῶ δὲν σταμάτησε στὴν ὁμοιωτικὴ ὑπαγωγὴ ἡ ὁποία ὑποτρέπει ὁμοιωτικῶς τὸν ἀνομοιογενῶς μιξάρρενα σὲ ὁμοιογενῶς μιξάρρενα ἀλλὰ προχώρησε καὶ ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴν ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ ἡ ὁποία ἀνατρέπει ὁμοιωτικῶς τὸν ὁμοιογενῶς μιξάρρενα σὲ ὁμοιογενῶς μιξόθηλυ.

Καὶ ἐπειδὴ ἡ μιξοθηλυκὴ διαστροφὴ τῆς μιξαρρενικῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διαπιστώνεται σὲ ἄλλες ὑποστάσεις (πρόσωπα) τῆς φύσεως ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δικές τους, οἱ μὴ διαστραφέντες μιξάρρενες, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπέστησαν τὴν τοιαύτη διαστροφὴ στὴ δική τους ὑπόσταση (πρόσωπο), δείχνουν νὰ μὴν ἀντιλαμβάνονται τὶ ἔχει συμβεῖ στὴν ἀνθρώπινη φύση τους καὶ νὰ θεωροῦν τοὺς διαστραφέντες σὰν νὰ ἀνήκουν σὲ ἄλλη φύση.

Ἡ διαστροφή, ὅμως, δὲν χρεώνεται μόνο στὴν ὑπόσταση (πρόσωπο) ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρη τὴ φύση καὶ ὅσοι, μέν, δὲν τὴν ὑπέστησαν ἀλλὰ συνουσιάζονται καὶ τεκνογονοῦν μὲ τοὺς διαστραφέντες συνδιαφθείρονται κι αὐτοὶ μαζὶ μ' ἐκείνους.

Ἡ «ὁμοφυλοφιλία τῶν μιξαρρένων» ἔχει, συνεπῶς, ἀνάγκη τὴν «ὁμοφυλοφιλία τῶν μιξοθηλέων», μὲ τὴν ὁποία εἶναι ἀλληλένδετη, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὰ μιξοθήλεα, συνάπτοντας ἐρωτικὲς σχέσεις μεταξύ τους, δὲν θίγουν καὶ δὲν διαφθείρουν συνουσιαστικῶς τὰ μιξάρρενα ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους, γιὰ λόγους, δηλαδή, διαφυλάξεως τῆς μιξαρρενικῆς συνουσιαστικῆς ἀκεραιότητος καὶ τιμῆς ἀλλὰ καὶ τῆς δικῆς τους.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ καταδικάζουμε ἀπερίφραστα τὸ ῥατσισμὸ ἐναντίον τῶν ἀνδρίδων ἢ γυναικῶν ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ προέρχεται εἴτε ἀπὸ τοὺς ἑτεροφυλόφιλους εἴτε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ὁμοφυλόφιλους ἄνδρες, μὲ τὸ σκεπτικό, καταρχήν, ὅτι δὲν εὐθύνονται οἱ κακοποιηθέντες αὐτοὶ ἀπὸ τὴ θεοψυχανθρώπινη δημιουργικὴ διαστροφὴ συνάνθρωποί μας, στὴ θέση τῶν ὁποίων θὰ μπορούσαμε ἄλλωστε νὰ εἴχαμε βρεθεῖ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, διότι δὲν ἐρωτήθησαν ἀπὸ τὸ δημιουργό, δὲν ζητήθηκε ἡ συγκατάθεσή τους ἂν συμφωνοῦν ἢ ὄχι μὲ τὴ δημιουργικὴ κακοποίηση τῆς ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς ποὺ ἐκ φύσεως ἐπιπλέον ὑπέστησαν, πέραν τῆς κοινῆς δημιουργικῆς διαστροφῆς τῆς χειροποιήσεως καὶ τῆς σχετικῆς κτηνοποιήσεως ποὺ ὅλοι ἔχουμε ὑποστεῖ.

Σκεφτεῖτε, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι τὸ φυσικὸ εἶδος τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου εἶχε δώδεκα χιλιάδες μιξάρρενες ἄνδρες καὶ ἡ μιξοθηλυκὴ διαστροφὴ δὲν εἶχε ἐφαρμοσθεῖ ἐκ γενετῆς στὶς ἀνδρικὲς ὑποστάσεις (πρόσωπά) του καὶ προτείνανε οἱ ἕξι χιλιάδες στοὺς ἄλλους ἕξι χιλιάδες ἄνδρες ἂν ἤθελαν νὰ διαστραφοῦν σὲ μιξοθήλεις καὶ νὰ κτηνοποιηθοῦν καὶ νὰ προβάλλουν ἐπάνω στὴ μιξαρρενικὴ ἀνδρικὴ καὶ ἀνθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπό) τους τὸ θῆλυ καὶ κτηνικὸ σχῆμα τῆς γουρούνας προκειμένου αὐτοὶ νὰ μὴν ἐπιβαίνουν συνουσιαστικῶς στὶς γουροῦνες ἀλλὰ σ' ἐκείνους, ἄν, μὲ ἄλλα λόγια, ἤθελαν νὰ στερηθοῦν ἐκεῖνοι τὴ μιξαρρενικὴ ἀνδρικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἁπλᾶ γιὰ νὰ βροῦν αὐτοὶ μιὰ καλύτερη τρῦπα νὰ χώνουν τὸ καυλί τους, γιὰ νὰ μὴν πηδᾶνε τὶς γουροῦνες, τὶ θὰ γινόταν καὶ ποιὰ θὰ ἦταν ἡ ἀντίδραση τῶν ἐρωτηθέντων ἀνδρῶν. Οἱ ἐρωτήσαντες θὰ εἴχανε φάει τὸ ξύλο τῆς χρονιᾶς τους.

Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἀναμφισβήτητα ῥατσιστὴς αὐτὸς δημιουργὸς ἐφήρμοσε τὴ μιξοθηλυκὴ διαστροφὴ ἐκ γενετῆς στὶς μιξαρρενικὲς αὐτὲς ἀνδρικὲς ὑποστάσεις (πρόσωπα) καὶ ὄχι κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ βίου τους ἔτσι ὥστε νὰ μὴ συνειδητοποιήσουν ποτὲ τὶ τοὺς συνέβη, ὅπως καὶ ἕνας ἐκ γενετῆς τυφλός, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τυφλὸς καὶ δὲν εἶδε ποτέ του τὸ φῶς, ὥστε νὰ ξέρει τὶ εἶναι καὶ τὶ στερήθηκε.

Καὶ αὐτόν, μέν, τὸν ἴδιο τὸν ἀρχιρατσιστὴ θεὸ καὶ θεοψυχάνθρωπο δημιουργὸ ὁ ὁποῖος χωρίζει καὶ διαιρεῖ μὲ ὑπαγωγικὲς καὶ καταγωγικὲς ὁμοιωτικὲς διαιρέσεις τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἀναγωγικοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὑπαγωγικοὺς κτηνανθρώπους καὶ σὲ καταγωγικοὺς κτηνανθρώπους καὶ προβάλλει ἐπάνω στὴν ἀνδρικὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) τὸ σχῆμα τοῦ κτήνους ἁπλᾶ γιὰ νὰ μὴν πηδάει τὶς γουροῦνες ἐμεῖς καὶ δὲν μποροῦμε καὶ δὲν πρέπει νὰ τὸν καταδικάσουμε, ὀφείλουμε, ὅμως, νὰ καταδικάσουμε τὸν ἀπαράδεκτο καὶ ἀπαξιωτικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ συνάνθρωπο ῥατσισμό του.

Ἀλλ' ἀκόμη καὶ συνειδητὴ νὰ ἦταν ἡ ἐπιλογὴ τῶν διαστραφέντων σὲ μιξοθήλεις μιξαρρένων ἀνδρῶν καὶ πάλι καταδικάζουμε τὸ ῥατσισμὸ μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι ὁ πρῶτος καὶ ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλὸς στὸ σύμπαν ἀναλογικὰ μὲ τὰ θεῖα φυσικὰ μέτρα του εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ θεὸς καὶ θεοψυχάνθρωπος δημιουργός.

Ἄν, συνεπῶς, ὁ θεὸς καὶ ὁ θεοψυχάνθρωπος, ὡς δημιουργός, ἁμαρτάνει τόσο σοβαρὰ καὶ καθίσταται σεβαστὴ ἀκόμη καὶ ἡ ἐφάμαρτη αὐτὴ θηλυμανικὴ βούληση καὶ συνειδητὴ ἐπιλογή του, τότε, τὶ νὰ ποῦν καὶ τὶ νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι.

Γι' αὐτὸ καὶ στὸ καινορθόδοξο δόγμα δὲν ἐπιτρέπουμε νὰ ἀντιμετωπίζεται ῥατσιστικὰ οὔτε ἡ τεχνητὴ ἀνδροτραβεστὶ ὅπως δὲν ἐπιτρέπουμε νὰ ἀντιμετωπίζεται ῥατσιστικὰ καὶ ἡ φυσικὴ ἀνδροτραβεστί, ἡ ἀνδρίδα ἢ ἀλλιῶς γυναῖκα, ἡ ἐκ φύσεως τραβεστὶ τοῦ ἀνδρός, αὐτὴ ποὺ μὲ φυσικὸ τρόπο, ἀπὸ τὴ φύση της, «τὸ ἔχει γυρίσει» ἀπὸ μιξαρρενικὸ σὲ μιξοθηλυκὸ (ὅπως δὲν ἀπορρίπτει κανεὶς καὶ τὶς τεχνητὲς λίμνες ἀλλὰ τὶς δέχεται κι αὐτὲς μαζὶ μὲ τὶς φυσικές).

Καὶ ἂν κάποιος ὁμοφυλόφιλος ἢ κάποια ὁμοφυλόφιλη θέλουν νὰ ἀποκτήσουν υἱὸ ἢ θυγατέρα, δεδομένου ὅτι ἡ θεία καὶ θεοψυχανθρώπινη διαστροφὴ προήγαγε τὴν κατὰ μῖξιν συνουσιαστικὴ ὑποτακτικὴ ἕνωση μεταξὺ τῶν δύο φυσιοπαραστατικῶν φύλων τῶν μιξαρρένων καὶ τῶν μιξοθηλέων σὲ κατὰ κρᾶσιν τεκνογονικὴ ὑποτακτικὴ ἕνωση καὶ συνέδεσε φυσικῶς τὴ μία μὲ τὴν ἄλλη χρησιμοποιῶντας καὶ ἐκτρέποντας τὴν ἀναπαραγωγικὴ διαδικασία ἀπὸ μονογονικὴ σὲ διγονική, ἔτσι ὥστε νὰ ἀναγκάζει μὲ τὴ βία τῆς φύσεως ἀκόμη καὶ τοὺς ἐναρέτους νὰ διαφθείρονται μὲ ἀναπαραγωγικὸ κίνητρο, τότε, τί πρέπει νὰ γίνει;

Ἐάν, μέν, εἶναι ἐνάρετος ἄνθρωπος, θὰ πρέπει νὰ προτιμήσει τὸ λιγότερο κακό, κατὰ τὴ βιβλικὴ παροιμία «παρ' ὀλίγον ἐγενόμην ἐν παντὶ κακῷ», νὰ ἐπιλέξει, δηλαδή, τὴ λύση τῆς νομικῆς υἱοθεσίας. Καὶ ὁ μὲν ὁμοφυλόφιλος νὰ υἱοθετήσει νομικῶς ἄρρεν καὶ ὄχι θῆλυ ὡς πατὴρ (καὶ ὄχι μήτηρ), ἡ δὲ ὁμοφυλόφιλη θῆλυ καὶ ὄχι ἄρρεν ὡς πατρὶς (καὶ ὄχι μήτηρ). Ἀλλ' ἕκαστος ὁμοφυλόφιλος πατὴρ τὸ δικό του υἱὸ καὶ ὄχι δύο ὁμοφυλόφιλοι πατέρες τὸν ἴδιο υἱὸ καὶ ἑκάστη ὁμοφυλόφιλη πατρὶς τὴ δική της θυγατέρα καὶ ὄχι δύο ὁμοφυλόφιλες πατρίδες τὴν ἴδια θυγατέρα.

Δεύτερη λύση εἶναι ἡ ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση καὶ τρίτη καὶ ἐσχάτη λύση ἡ συνουσιαστικὴ καὶ τεκνογονικὴ πράξη μὲ τὸ ἄλλο φῦλο, ἐάν, βεβαίως, εἶναι, κάπως, ἀμφιφυλόφιλος. Καὶ ἂν προκύψει ἄρρεν τέκνο, νὰ τὸ ἀναλάβει ὁ ὁμοφυλόφιλος πατήρ, ἐνῷ, ἂν προκύψει θῆλυ τέκνο, νὰ τὸ ἀναλάβει ἡ ὁμοφυλόφιλη ἀλλ' ὡς πατρὶς (καὶ ὄχι μήτηρ).

Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὰ παραπάνω, ὁρίζουμε τὴν ἐντελεχειακὴ τάξη τῆς ἐσωστρεφοῦς συνουσιαστικῆς ἐπιβάσεως ὡς μία ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) καὶ διαδοχικὴ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη, τὴν ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Μιξάρρεν Εἰς Ἑαυτόν.

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Μιξάρρεν Εἰς Μιξάρρεν.

γ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Μιξάρρεν Εἰς Μιξόθηλυ.

Κατόπιν ὅσων λεπτομερῶς ἐξετέθησαν, ὡς πνευματικοὶ ἱδρυτὲς τοῦ καινορθοδόξου δόγματος καὶ ἐπιστημονικοὶ ὑπεύθυνοι αὐτοῦ, δικαιώνουμε θεολογικῶς καὶ πανηγυρικῶς τὴν ὁμοφυλοφιλία τῶν μιξαρρένων ἀνδρῶν καὶ τὴ μὲ αὐτὴ συσχετιζόμενη ὁμοφυλοφιλία τῶν μιξοθηλέων ἀνδρίδων ἢ γυναικῶν ὡς λιγότερο ἀπρεπῆ καὶ λιγότερο ἐφάμαρτα συνουσιαστικὰ σχήματα συγκριτικὰ μὲ τὴν ἑτεροφυλοφιλία μεταξὺ τῶν μιξαρρένων καὶ τῶν μιξοθηλέων καὶ ἀποκαθιστοῦμε δογματολογικῶς καὶ ἠθικολογικῶς τὴν τιμή, τὴν ὑπόληψη καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τῶν ἐναρέτων αὐτῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι διαβάλλονται καὶ κατασυκοφαντοῦνται μέχρι καὶ σήμερα ἀπὸ ἡμιμαθεῖς ἢ κακόβουλους δῆθεν ὡς ἀνωμελεῖς καὶ ἀφύσικοι.


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟΝ (Ε΄) ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...


ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 21-03-2025.


† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)