Η Μ Ε Τ Ο Χ Η

Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝ ΗΡΩΩΝ

ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

(συνέχεια από τη σελίδα "Δογματολογία V")



ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ



4Δ΄. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ (Δ΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.


ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.


ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ


* * * * * * *


II. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΙΤΙΟΥ ΛΟΓΟΣ



Στὸ Τρίτο (Γ΄) Μέρος καὶ στὸ Ἐπίμετρο τοῦ Τρίτου (Γ΄) Μέρους τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, μεταξὺ ἄλλων, κάναμε λόγο γιὰ τὴν παραγωγή, τὴ μεταγωγὴ τῆς παραγωγῆς καὶ τὴ συναγωγή, ἡ ὁποία ἐπέρχεται ἐντελεχειακὰ μετὰ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴ μεταγωγὴ τῆς παραγωγῆς καὶ νοεῖται ἀθροιστικὰ καὶ ὡς συναγωγὴ τῆς παραγωγῆς καὶ ὡς συναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς τῆς παραγωγῆς, τόσο στὰ πλαίσια τῆς προσαγωγῆς, τῆς φύσει θείας περιαγωγῆς, ὅσο καὶ στὰ πλαίσια τῆς ὑπαγωγῆς, τῆς τέχνῃ θείας περιαγωγῆς.

Πρόκειται γιὰ ἐντελέχεια ἡ ὁποία ἐξελίσσεται κατὰ τὴ διαδοχικὴ αἰτιότητα («παραγωγὴ (πρωταίτιον)μεταγωγὴ (μεσαίτιον)συναγωγὴ (αἰτιατόν)»), μὲ ὁμοιογενὴ διαδοχὴ ἀλλὰ μὲ συμμεσότητα («παράγειν + παράγεσθαι καὶ παράγεινπαράγεσθαι») καὶ ὄχι ἐμμεσότητα («παράγεινπαράγεσθαι καὶ παράγεινπαράγεσθαι»), ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ παραγωγὴ παράγει τὴ μεταγωγὴ τῆς παραγωγῆς καὶ ἀμφότερες συμπαράγουν μαζὶ τὴ συναγωγή, καὶ ὡς συναγωγὴ τῆς παραγωγῆς καὶ ὡς συναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς τῆς παραγωγῆς.

Ἐν προκειμένῳ ἡ συμμεσότητα ὁρίζεται ὡς συμπλοκὴ τοῦ παραγωγικοῦ πρωταιτίου μὲ τὸ παραγωγικὸ μεσαίτιο σὲ σχέση μὲ τὸ παραγωγικὸ αἰτιατὸ καὶ ἀποτελεῖ ἐξαίρεση τοῦ ἐντελεχειακοῦ κανόνος, δεδομένου ὅτι ἡ συμμεσότητα ἐφαρμόζεται κατὰ κανόνα στὴ συναγωγὴ καὶ ὄχι στὴν παραγωγή. Ἡ τοιαύτη, ὅμως, ἐξαίρεση ἐπιτρέπεται διότι ἐδῶ ἔχουμε ἀφῃρημένα ἐντελεχειακὰ σχήματα καὶ ὄχι συγκεκριμένα πρόσωπα ἢ ὑποκείμενα τὰ ὁποῖα παράγουν τὸ πρῶτο τὸ δεύτερο καὶ τὰ δύο μαζὶ τὸ τρίτο ὥστε νὰ μιλᾶμε γιὰ διπατορισμὸ καὶ συμπατορισμό.

Ἀναφέραμε καὶ τὸ παραβολικὸ ὑπόδειγμα τοῦ «ἐπὶ τῆς ξυνωρίδος ἡνιόχου» ὡς εὔστοχο προκειμένου νὰ παραστήσει συμβολικὰ τὴν ἐντελεχειακὴ σύσχεση καὶ τὴ νομοτελειακὴ σύνδεση μεταξὺ τοῦ νοῦ (αὐτονοίας), ὡς ἡνιόχου, τοῦ λόγου (νοήσεως), ὡς πρώτου ἵππου, καὶ τοῦ νόμου (βουλήσεως), ὡς δευτέρου ἵππου, μὲ τὴ διευκρίνιση, ὅμως, ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ὑπόδειγμα δὲν δύναται νὰ ἀντιστοιχεῖ ἐπακριβῶς καὶ ἀπολύτως ἀλλὰ μόνο χονδρικῶς καὶ σχετικῶς σὲ αὐτὸ ποὺ συμβολικὰ παριστάνει, διότι ἡ σύνδεση μεταξὺ τοῦ ἡνιόχου καὶ ἀμφοτέρων τῶν ἵππων εἶναι ὑποτακτικὴ μεταξὺ ἀνίσων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ σύνδεση, τόσο μεταξὺ τοῦ νοῦ (αὐτονοίας), τοῦ λόγου (νοήσεως) καὶ τοὺ νόμου (βουλήσεως), ὅσο καὶ μεταξὺ τοῦ αἰσθητοῦ, τῆς αἰσθήσεως καὶ τῆς θύσεως (ἐπιθυμίας), ἡ ὁποία σύνδεση καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἶναι παρατακτικὴ μεταξὺ παρίσων (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσων).

Εἴχαμε, σημειωτέον, διαπιστώσει, στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, τὸ σημαντικὸ λάθος τῆς ἀρχαίας φιλοσοφικῆς καὶ χριστιανικῆς σκέψης ποὺ συνέχεε δύο διαφορετικὲς συμμετρικὲς τριάδες, ἀφενὸς τὴν τριάδα «λόγοςνοῦςνόμος» καὶ ἀφετέρου τὴν τριάδα «αἴσθησιςαἰσθητήςθύσις», σὲ μία συμμετρικὴ ψευδοτριάδα, τὴν τριάδα «βουλητικόνλογιστικόνθυμικόν».

Ἄλλη ἡ ἰσότητα, ἡ ἀκραία ἰσότητα, ἡ ἀπόλυτη ἰσότητα, τὸ ἀρχέτυπο, τὸ τριαδικὸ σχῆμα «ἰσχυρόν – ἰσχυρόν – ἰσχυρόν», ἄλλη ἡ παρισότητα, ἡ μέση ἰσότητα, ἡ σχετικὴ ἰσότητα, τὸ ἔκτυπο, τὸ τριαδικὸ σχῆμα «ἰσχυρὸν (ἀτελές) – ἰσχυρότερον (ἡμιτελές) – ἰσχυρότατον (τέλειον)», καὶ ἄλλη ἡ ἀνισότητα, ἡ μέση καὶ ἡ ἀκραία ἀνισότητα μαζί, ἡ σχετικὴ καὶ ἀπόλυτη ἀνισότητα, τὸ ἀντίτυπο, τὸ τριαδικὸ σχῆμα «ἰσχυρὸν (ἀτελές) – ἰσχυρασθενὲς (ἡμιτελές) – ἀσθενὲς (τέλειον)».

Καὶ ἡ μὲν ἰσότητα χαρακτηρίζει τὰ τρία θεῖα πρόσωπα κατὰ τὴ θεία οὐσία μέσα στὴν ὁποία ἐμπεριέχονται καὶ ὑφίστανται, δεδομένου ὅτι τὸ καθένα ἀπ' αὐτὰ κατέχει καὶ διαχειρίζεται, κατὰ τὸν προσωπικὸ τρόπο ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ καὶ τοῦ προσιδιάζει, ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ὁλόκληρη τὴ θεία ἐνέργεια, τὸ ἕνα, δηλαδή, εἶναι ὁμοούσιο καὶ ὁμοενεργὸ μὲ τὸ ἄλλο θεῖο πρόσωπο.

Ἡ δὲ παρισότητα τὰ χαρακτηρίζει κατ' αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν προσωπική τους ὕπαρξη καὶ ὡς πρὸς τὴν ποιοτικὴ καὶ ὡς πρὸς τὴν αἰτιακὴ προσωπικὴ τελειότητά τους. Καὶ κατὰ μὲν τὴν ποιοτικὴ θεία προσωπικὴ τελειότητα, ποιοτικῶς ἀτελὲς εἶναι τὸ εἰσακτὸ ἢ ἐνδιάθετο ἢ ἀγέννητο θεῖο πρόσωπο, τὸ «ἐν δυνάμει», ἡ ἀφόρμηση, ποιοτικῶς ἡμιτελὲς τὸ ἐξακτὸ ἢ ἐξαγόρευτο ἢ γεννητὸ θεῖο πρόσωπο, τὸ «ἐν ἐγρηγόρσει», ἡ ἐξόρμηση, καὶ ποιοτικῶς τέλειο τὸ παρακτὸ ἢ ὑπαγόρευτο ἢ ἐκπορευτὸ θεῖο πρόσωπο, τὸ «ἐν ἐνεργείᾳ», ἡ ἐφόρμηση.

Κατὰ δὲ τὴν αἰτιακὴ θεία προσωπικὴ τελειότητα, ἀντιθέτως, αἰτιακῶς τέλειο εἶναι τὸ ἀγέννητο θεῖο πρόσωπο, διότι αὐτὸ καὶ μόνο δίνει τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη καὶ στὰ δύο ἄλλα θεῖα πρόσωπα, καὶ στὸ γεννητὸ καὶ στὸ ἐκπορευτό, καὶ αἰτιακῶς ἀτελὲς τὸ ἐκπορευτὸ θεῖο πρόσωπο, διότι λαμβάνει τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ ἀγέννητο.

Τὸ δὲ γεννητὸ θεῖο πρόσωπο κρίνεται ἡμιτελὲς καὶ ἀπὸ ἄποψη αἰτιακῆς θείας προσωπικῆς τελειότητος, διότι καὶ λαμβάνει τὴ θεία προσωπικὴ ὕπαρξη ἀπὸ τὸ ἀγέννητο καὶ συμμετέχει κινητροδοτικῶς, μόνο, καὶ ὄχι συμπαραγωγικῶς ὡς γεννητὸ μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο) στὴ θεία προσωπικὴ ὑπαρξιοδοσία τοῦ ἐκπορευτοῦ αἰτιατοῦ ἡ ὁποία παραγωγικῶς ἐνεργεῖται ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ ἀγέννητο πρωταίτιο, ποὺ σημαίνει ὅτι συμμετέχει κατὰ συμμετρικὴ ἐμμεσότητα (στὰ πλαίσια τῆς συμμετρικῆς αἰτιότητος) καὶ ὄχι κατὰ διαδοχικὴ συμμεσότητα (κατὰ συμπλοκὴ τοῦ διαδεκτοῦ πρωταιτίου μὲ τὸ διάδοχό του μεσαίτιο στὰ πλαίσια τῆς διαδοχικῆς αἰτιότητος), μὲ τὴν ὀρθόδοξη, δηλονότι, καὶ καινορθόδοξη ἔννοια τῆς πλαγίας ἢ ἐμμέσου αὐταφορμήσεως τοῦ ἀγεννήτου θείου προσώπου, μέσῳ τοῦ γεννητοῦ θείου προσώπου, προκειμένου αὐτὸ καὶ μόνο τὸ ἀγέννητο νὰ ἐκπορεύσει τὸ ἐκπορευτὸ θεῖο πρόσωπο, δεδομένου ὅτι ἡ ἐξόρμηση, μὲ τὴν ἐξαγωγή της ἀπὸ τὴν ἀφόρμηση, δίνει στὴν ἀφόρμηση τὸ ἐντελεχειακὸ κίνητρο καὶ τὸ νομοτελειακὸ λόγο γιὰ νὰ συνεχίσει καὶ νὰ προβεῖ, αὐτὴ καὶ μόνη ἡ ἀφόρμηση, καὶ στὴν παραγωγὴ τῆς ἐφόρμησης, καὶ ὄχι μὲ τὴν κακόδοξη ἑρμηνεία τῆς συμπαραγωγῆς τῆς ἐφόρμησης ἀπὸ τὴν ἀφόρμηση καὶ ἀπὸ τὴν ἐξόρμηση μαζί, ἡ ὁποία συνιστᾷ τὴ δυτικοχριστιανικὴ αἵρεση τοῦ "filioque", ὅπως ἄλλωστε ἐξηγήσαμε καὶ στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας.

Ὅπως, ὅμως, εἴπαμε καὶ στὸν πρόλογο, πρόκειται γιὰ πλαγία ἢ ἔμμεση αὐταφόρμηση τοῦ πρωταιτίου μέσῳ τοῦ μεσαιτίου καὶ ὄχι γιὰ εὐθεῖα ἢ ἄμεση ἑτεραφόρμησή του ἀπὸ τὸ μεσαίτιο, διότι καὶ ἡ ἐξόρμηση εἶναι καὶ αὐτὴ αἰτιατὸ προϊὸν τῆς αὐτῆς ἀφορμήσεως, ὅπως καὶ ἡ ἐφόρμηση, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀφόρμηση δίνει τὸ ἐντελεχειακὸ δικαίωμα ἢ ἀναθέτει στὴν ἐξόρμηση νὰ τὴν κινητροδοτήσει προκειμένου νὰ παραγάγει τὴν ἐφόρμηση αὐτὴ καὶ μόνη. Ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, κάποιος ἀναθέτει σὲ κάποιον ἄλλο νὰ τὸν ἀφυπνίσει σὲ κάποια δεδομένη ὥρα καὶ τοῦ λέει «ξύπνησέ με στὶς ὀκτὼ τὸ πρωΐ».

Ἔτσι, τὰ τρία θεῖα πρόσωπα, τὸ ἀγέννητο, τὸ γεννητὸ καὶ τὸ ἐκπορευτό, κατὰ τὴ θεία προσωπικὴ τελειότητα, ἀλληλοσυμπληρώνονται ἐντελεχειακῶς καὶ θαυμαστῶς μεταξύ τους, ἔχοντας προσωπικῶς ἀνάγκη τὸ ἕνα τὸ ἄλλο γιὰ νὰ τελειωθεῖ καὶ χωρὶς νὰ δύναται νὰ χωρισθεῖ προσωπικῶς τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ κατὰ μὲν τὴν αἰτιακὴ θεία προσωπικὴ τελειότητα, τὸ ἀγέννητο περιέχει καὶ τὸ γεννητὸ καὶ τὸ ἐκπορευτό, κατὰ δὲ τὴν ποιοτικὴ θεία προσωπικὴ τελειότητα, τὸ ἐκπορευτὸ περιέχει καὶ τὸ γεννητὸ καὶ τὸ ἀγέννητο.

Ἡ δὲ ἀνισότητα χαρακτηρίζει τὴν ἐντελεχειακὴ σύσχεση μεταξὺ τοῦ ἀκτίστου καὶ θείου ἀΰλου, τοῦ κτιστοῦ ἡμιΰλου καὶ τοῦ κτιστοῦ, ἐπίσης, ἐνύλου, τὰ μέλη, δηλαδή, τῆς λεγόμενης «ὑπαγωγικῆς τριάδος», σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν παρισότητα ποὺ χαρακτηρίζουν τὰ μέλη τῆς καλούμενης «προσαγωγικῆς τριάδος», τὸ ἀγέννητο, τὸ γεννητὸ καὶ τὸ ἐκπορευτό, ἡ μὲν κατὰ τὴν οὐσία ποὺ κατέχουν, ἡ δὲ κατ' αὐτὸν τὸν ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο τους.

Εἴδαμε, ἐπίσης, στὸ τρίτο καὶ στὸ ἐπίμετρο τοῦ τρίτου μέρους τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἐντελεχειακὴ σύσχεση τοῦ νοῦ, τοῦ λόγου καὶ τοῦ νόμου, καὶ τὰ δύο ἐλλειπτικὰ ἐντελεχειακὰ τρίγωνα ποὺ σχηματίζουν χωριστὰ ἀφενὸς οἱ συμμετρικὲς ἐντελεχειακὲς κινήσεις τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς τῆς παραγωγῆς («υἱὸς λόγοςπατὴρ νοῦςπαῖς νόμος») καὶ ἀφετέρου οἱ διαδοχικὲς ἐντελεχειακὲς κινήσεις τῆς μεταγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς τῆς μεταγωγῆς («πατροθέτης νοῦςπατρόθετος/παιδοθέτης λόγοςπαιδόθετος νόμος») στὰ δύο ἡμισυναγωγικὰ στάδια τῆς προδιασύζευξης καὶ τῆς διασύζευξης καὶ ὅτι τὸ ἕνα τρίγωνο χρειάζεται τὸ ἄλλο γιὰ να ἀλληλοσυμπληρωθοῦν καὶ νὰ σχηματίσουν μαζὶ ἕνα σύνθετο καὶ πλῆρες ἐντελεχειακὸ τρίγωνο.

Ἡ φυσικότητα χρειάζεται τὴ θετικότητα καὶ ἡ θετικότητα τὴ φυσικότητα, τὸ «φύσει» ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸ «θέσει» καὶ τὸ «θέσει» ἀπὸ τὸ «φύσει», ἀμφότερα διατελοῦν ἀλληλένδετα καὶ ἀλληλεπιδρῶντα μεταξύ τους. Αὐτὸ ἀκριβῶς κατενόησε ὀρθολογικῶς καὶ ἐξέφρασε ἀποφθεγματικῶς ὁ μέγας ἕλληνας στρατηλάτης Ἀλέξανδρος λέγοντας τὸ παροιμιῶδες ἐκεῖνο «στὸν πατέρα μου ὀφείλω τὸ ζῆν καὶ στὸ δάσκαλό μου τὸ εὖ ζῆν». Ἰσχυροτέρα ἡ μεταγωγὴ τῆς ἰσχυρᾶς παραγωγῆς, κατά τι ἀνωτέρα ἡ παιδαγωγικὴ τῆς φυσικῆς πατρότητος.

Μόνο μὲ τὴ φυσικότητα, τὴν πατρότητα, τὴν υἱότητα καὶ τὴν παιδότητα, καὶ χωρὶς τὴ θετικότητα, τὴν πατροθεσία καὶ τὴν παιδοθεσία, οἱ τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τελειοποιήσουν καὶ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴ μετ' ἀλλήλων σύζευξη καὶ ἐν τέλει νὰ ἐπιτύχουν τὴν τέλεια φυσικὴ ἑνότητα, τὸ ὁμοούσιο καὶ τὸ ὁμοενεργό, δεδομένου ὅτι ἀσύζευκτα ἢ ἡμισύζευκτα μεταξύ τους πρόσωπα ἀδυνατοῦν νὰ διατελοῦν ὁμοούσια καὶ ὁμοενεργά.

Δεδομένου, ἀφενός, ὅτι στὰ πλαίσια τῆς προσαγωγῆς ἡ συναγωγὴ συσχετιζόμενη ἐντελεχειακῶς μόνο μὲ τὴν παραγωγὴ καὶ ὄχι ἐπιπλέον καὶ μὲ τὴ μεταγωγή, μόνο, δηλαδή, ὡς συναγωγὴ τῆς παραγωγῆς καὶ ὄχι καὶ ὡς συναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς, κρίνεται ἀνεπαρκὴς καὶ ἀδυνατεῖ νὰ τελειωθεῖ, νὰ ἀφιχθεῖ, δηλαδή, στὴν τελεία συναγωγικὴ πράξη, καὶ ἀφετέρου ὅτι ἡ τελεία συναγωγικὴ πράξη τῆς προσαγωγῆς εἶναι ἡ ὁμοουσιότητα καὶ ἡ ὁμοενέργεια, τεκμαίρεται ὅτι ἡ συναγωγὴ μόνο μετὰ τῆς παραγωγῆς καὶ ἄνευ τῆς μεταγωγῆς ἀδυνατεῖ νὰ καταστεῖ ὁμοουσιαστικὴ καὶ ὁμοενεργειακή, ὅτι δηλαδὴ μέσα στὴν ὁμοουσιότητα καὶ τὴν ὁμοενέργεια ἐμπεριέχονται καὶ ἡ φυσικότητα, ἡ πατρότητα, ἡ υἱότητα καὶ ἡ παιδότητα, καὶ ἡ θετικότητα, ἡ πατροθεσία καὶ ἡ παιδοθεσία.

Γιὰ νὰ φθάσουν, λοιπόν, ἐντελεχειακῶς τὰ τρία θεῖα πρόσωπα ἀπὸ τὴ θεία παραγωγὴ στὴ θεία συναγωγὴ χρειάζεται νὰ διέλθουν ἀπὸ τὴ θεία μεταγωγή. Ἡ τελεία θεία συναγωγή, τὸ ὁμοούσιο καὶ τὸ ὁμοενεργό, ὡς ποιοτικῶς τέλειο, ἐμπεριέχει, ἀσφαλῶς, μέσα του καὶ τὸ ποιοτικῶς ἡμιτελές, τὴν πατροθεσία καὶ τὴν παιδοθεσία, τὴ θεία μεταγωγή, καὶ τὸ ποιοτικῶς ἀτελές, τὴν πατρότητα, τὴν υἱότητα καὶ τὴν παιδότητα, τὴ θεία παραγωγή.

Σημειωτέον ὅτι στὴ θεία φυσικὴ πραγματικότητα, ἐπειδὴ δὲν ὑφίσταται χρόνος, πρὶν καὶ μετά, καὶ ἡ παραγωγὴ καὶ ἡ μεταγωγὴ καὶ ἡ συναγωγή, ἀπὸ χρονολογικὴ ἄποψη, κατανοοῦνται ὡς «ἐν ταὐτῷ συντετελεσμένα», ὡς ταυτοχρόνως, δηλαδή, τετελεσμένα μαζὶ γεγονότα. Ἐδῶ, συνεπῶς, τὰ τοιαῦτα χρονικὰ ἐπιρρήματα μποροῦν νὰ ἔχουν μόνο αἰτιολογικὴ καὶ ὄχι χρονολογικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη, ὑποδηλώνοντας μόνο τὴ φυσιολογικὴ (καὶ ὄχι χρονολογική) προτεραιότητα τοῦ αἰτίου σὲ σχέση μὲ τὸ αἰτιατὸ καὶ τὴ φυσιολογικὴ (καὶ ὄχι χρονολογική) ὑστεραιότητα τοῦ αἰτιατοῦ σὲ σχέση μὲ τὸ αἴτιο.

Καὶ ὅτι ἡ θεία ὁμοουσιότητα (καὶ ἡ θεία ὁμοενέργεια) δὲν κατανοεῖται ὡς προϊὸν συγκράσεως (σύγκραμα) μεταξὺ τριῶν θείων οὐσιαστικῶν ἀτόμων τὰ ὁποῖα στὴν ἀρχὴ ὑφίστανται χωριστὰ καὶ ἐν τέλει ἔρχονται σὲ κατὰ κρᾶσιν ἕνωση καὶ σχηματίζουν ἕνα κατὰ κρᾶσιν σύνθετο (σύγκραστο) θεῖο οὐσιαστικὸ ἄτομο ἀλλ' ἀσυγκράστως, ἄνευ συγκράσεως, συλλήβδην καὶ ἐξαρχῆς, ποὺ σημαίνει ὅτι τὰ τρία θεῖα πρόσωπα «πεφύκασι καὶ οὐχὶ γίνονται ὁμοούσια καὶ ὁμοενεργά».

α΄. Ἐλλειπτικὸ τρίγωνο συμμετρικῶν ἐντελεχειακῶν κινήσεων παραγωγῆς καὶ συναγωγῆς τῆς παραγωγῆς

(βλέπε αρχείο pdf στο τέλος):

Νοῦς

Λόγος Νόμος

Ἐδῶ ἐλλείπει ἡ ἄμεση, ἡ θετικὴ σύνδεση μεταξὺ τῶν δύο φυσικῶν ἀδελφῶν, τοῦ λόγου καὶ τοῦ νόμου, διότι πρέπει νὰ συζευχθοῦν καὶ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο ἄμεσα καὶ ὄχι μόνο ἕκαστος ἄμεσα μὲ τὸν κοινὸ πατέρα, τὸ νοῦ. Σημειωτέον ὅτι ἡ ἀδελφικὴ φυσικὴ σχέση τους δὲν ἀποτελεῖ ἄμεση ἀλλ' ἔμμεση σύνδεση μεταξύ τους, μέσῳ τοῦ κοινοῦ τους πατρός.

β΄. Ἐλλειπτικὸ τρίγωνο διαδοχικῶν ἐντελεχειακῶν κινήσεων μεταγωγῆς καὶ συναγωγῆς τῆς μεταγωγῆς

(βλέπε αρχείο pdf στο τέλος):

Νοῦς

Λόγος Νόμος

Κι ἐδῶ ἐλλείπει ἡ ἄμεση, ἡ φυσικὴ σύνδεση μεταξὺ τοῦ πατροθετοῦντος, τοῦ νοῦ, καὶ τοῦ παιδοθετουμένου, τοῦ νόμου, διότι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν θετὸ πατέρα ὁ ὁποῖος εἶναι ἐμφανής, πρέπει νὰ φαίνεται ἄμεσα καὶ ποιὸς εἶναι ὁ φυσικὸς πατέρας τοῦ παιδοθετουμένου καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ ἐννοεῖται ἔμμεσα, ὡς πατροθέτης τοῦ παιδοθετοῦντος.

Ὁ θετὸς πατέρας (πατρόθετος) δὲν ἐξάγεται ἀλλὰ παράγεται ἀπὸ τὸ φυσικὸ πατέρα (πατρόφυτο) ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ ὡς πατροθέτης του (πατροθετῶν), διότι ἡ θετὴ πατρότητα ποιοτικῶς εἶναι ἕτερον καὶ διάφορον τῆς φυσικῆς. Ἂν ἐξαγόταν ἀπὸ τὸ φυσικὸ πατέρα, δὲν θὰ ἦταν πατρόθετος ἀλλ' υἱοπάτωρ, φυσικὸς υἱὸς τοῦ ἐξαγαγόντος καὶ φυσικὸς πατὴρ ἄλλων, δεδομένου ὅτι ἀπὸ τὴ φυσικὴ πατρότητα ἐξάγεται εἴτε ἡ φυσικὴ υἱότητα, ὅσον ἀφορᾷ τὴ θεότητα, εἴτε ἡ φυσικὴ υἱοπατορία, ὅσον ἀφορᾷ τὴν ψυχανθρωπότητα. Ἄρα, ὁ θεὸς λόγος, ὡς φυσικὸς υἱὸς τοῦ φυσικοῦ πατρὸς θεοῦ νοῦ, ἐξάγεται ἀπὸ τὸ θεὸ νοῦ, ἐνῷ, ὡς θετὸς πατὴρ (πατροθετούμενος) τοῦ θετοῦ παιδὸς θεοῦ νόμου, παράγεται ἀπὸ τὸν (πατροθετοῦντα) φυσικὸ πατέρα τοῦ φυσικοῦ παιδὸς θεοῦ νόμου, τὸ θεὸ νοῦ.

Ἐν προκειμένῳ, παρὰ τὸ ὅτι ὁ πατροθέτης νοῦς παράγει τὸν πατρόθετο λόγο καὶ ὁ πατρόθετος λόγος, ὡς παιδοθέτης, παράγει τὸν παιδόθετο νόμο, ἡ διαδοχὴ στὴν ἐν λόγῳ διαδοχικὴ ἐντελέχεια δὲν δύναται, ἐν τέλει, νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁμοιογενὴς ἀλλὰ κρίνεται ἀνομοιογενής, λόγῳ τῆς μεταλλάξεως τῆς πατροθεσίας σὲ παιδοθεσία στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς ἐντελεχείας, ἐπειδή, δηλαδή, ὁ πατρόθετος (πατροθετούμενος) δὲν συνεχίζει ἐντελεχειακῶς ὡς πατροθέτης (πατροθετῶν) ἀλλ' ὡς παιδοθέτης (παιδοθετῶν).

Ἡ προκείμενη, ἑπομένως, διαδοχικὴ ἐντελέχεια «νοῦς (πατροθετῶν)λόγος (πατροθετούμενος/παιδοθετῶν)νόμος (παιδοθετούμενος)» παριστάνεται σχηματικῶς ὡς θλαστόγραμμη καὶ ὄχι εὐθύγραμμη γιὰ δύο λόγους, πρῶτον, διότι σχηματίζεται στὰ δύο ἡμισυναγωγικὰ στάδια τῆς προδιασύζευξης καὶ τῆς διασύζευξης ἐντριαδικῶς, μέσα στὴν τριάδα τοῦ νοῦ, τοῦ λόγου καὶ τοῦ νόμου, καὶ δεύτερον, ἐπειδὴ ἡ διαδοχὴ στὰ πλαίσιά της εἶναι ἀνομοιογενής.

Ἄλλες ἀνομοιογενεῖς καὶ θλαστόγραμμες διαδοχικὲς ἐντελέχειες ποὺ προείδαμε στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ μας ἔργου νὰ σχηματίζονται στὰ τοιαῦτα στάδια (τῆς προδιασύζευξης καὶ τῆς διασύζευξης) διατριαδικῶς, μεταξὺ τῶν τριῶν τριάδων, τῆς πρώτης τοῦ νοῦ, τοῦ λόγου καὶ τοῦ νόμου, τῆς δεύτερης τοῦ λόγου, τοῦ μύθου καὶ τοῦ αἴνου καὶ τῆς τρίτης τοῦ νόμου, τοῦ ὅρου καὶ τοῦ φόβου, εἶναι ἡ τριάδα «νοῦς (ἐξάγων)λόγος (ἐξαγόμενος/παράγων)αἶνος (παραγόμενος)» καὶ ἡ τριάδα «νοῦς (παράγων)νόμος (παραγόμενος/ἐξάγων)ὅρος (ἐξαγόμενος)», οἱ ὁποῖες μεταλλάσσουν τὴν ἐξαγωγὴ σὲ παραγωγὴ ἢ τὴν παραγωγὴ σὲ ἐξαγωγὴ στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς ἐντελεχείας.

γ΄. Πλῆρες τρίγωνο συμμετρικῶν καὶ διαδοχικῶν ἐντελεχειακῶν κινήσεων παραγωγῆς καὶ συναγωγῆς τῆς παραγωγῆς καὶ μεταγωγῆς καὶ συναγωγῆς τῆς μεταγωγῆς (βλέπε αρχείο pdf στο τέλος):

Νοῦς

Λόγος Νόμος

Καὶ εἴπαμε ὅτι ἡ δυτικοχριστιανικὴ αἵρεση τοῦ "filioque" προκύπτει ἂν ἀντιληφθεῖ κανεὶς κακοδόξως καὶ τὴ θετικὴ σύνδεση μεταξὺ τοῦ νοῦ, τοῦ λόγου καὶ τοῦ νόμου ὡς φυσική, ἄν, δηλαδή, μετατρέψει καὶ τὸ «θέσει» σὲ «φύσει» καὶ τὸ προσθέσει σὲ αὐτό, ὥστε ὁ νόμος νὰ φέρεται ὡς διπάτωρ, ὅτι δῆθεν ἔχει δύο φυσικοὺς πατέρες καὶ συμπάτορες, καὶ τὸ νοῦ καὶ τὸ λόγο («συμπαραγωγὴ τοῦ νόμου»).

Αὐτό, ὅμως, ὅπως ἄλλωστε προειπώθηκε, εἶναι ὄχι μόνο ἀνεπίτρεπτο, λόγῳ τοῦ φυσικοῦ διπατορισμοῦ καὶ συμπατορισμοῦ, ἀλλὰ καὶ φυσικῶς ἀδύνατο, διότι ὁ νόμος δὲν εἶναι οὔτε ἄμεση οὔτε ἔμμεση βουλητικὴ ἐφόρμηση τοῦ λόγου ὥστε νὰ δύναται φυσικῶς νὰ τὸν παραγάγει μόνος του ἢ νὰ τὸν συμπαραγάγει μαζὶ μὲ τὸ νοῦ, ἀλλ' ἡ ἄμεση βουλητικὴ ἐφόρμηση τοῦ νοῦ.

Βουλητικὴ ἐφόρμηση τοῦ λόγου εἶναι ὁ αἶνος, ἡ βούληση τοῦ λόγου, αὐτὸ ποὺ ὁ λόγος ὑπαινίσσεται καὶ θέλει, κατὰ βάθος, νὰ πεῖ, τὸ βαθύτερο νόημά του, καὶ νοητική του ἐξόρμηση ὁ μῦθος, ὑπὸ τὸ περιληπτικὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἐννοεῖται καὶ ὁ ἄναρθρος καὶ ὁ προφορικὸς καὶ γραπτὸς ἔναρθρος λόγος (περὶ τῆς τριάδος τοῦ λόγου, τοῦ μύθου καὶ τοῦ αἴνου καὶ περὶ τῶν λοιπῶν σχετικῶν βλέπε στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ μας ἔργου).

Καὶ ἀνεπίτρεπτη καὶ ἀδύνατη εἶναι καὶ ἡ παραγωγικὴ σύγχυση καὶ σύμφυρση τῶν δύο βουλητικῶν ἐφορμήσεων ὑπὸ τοῦ νοῦ καὶ ὑπὸ τοῦ λόγου, τοῦ νόμου καὶ τοῦ αἴνου, σὲ ἕνα ἀλλόκοτο παραγωγικὸ κρᾶμα ὑπὸ τὸ ὄνομα «νομόαινος» ἢ «αἰνόνομος».

Πλήν, ὅμως, ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐλέγχουμε ἐδῶ ὡς δογματικὰ ἄτοπα θὰ ἴσχυαν στὴ θεωρητικὴ καὶ ὑποθετική, μόνο, περίπτωση ποὺ ἡ θεότητα ἔνεμε τὴν οὐσία της καὶ ἀναλόγως πρὸς τὴ νομὴ τῆς οὐσίας της ἔνεμε περαιτέρω καὶ τοὺς δύο αἰτιατοὺς ὑποστατικοὺς (προσωπικούς) τρόπους της, τοῦ λόγου (νοήσεως) καὶ τοῦ νόμου (βουλήσεως), ὅπως καὶ ἡ ψυχανθρωπότητα, στὴν περίπτωση, δηλαδή, ποὺ ὁ θεὸς νοῦς καὶ πατὴρ καθίστατο διαδεκτὸς ὡς προπάτωρ ἀπὸ τὸν υἱοπάτορα λόγο (καὶ υἱὸ τοῦ νοῦ καὶ πατέρα τοῦ μύθου καὶ τοῦ αἴνου) καὶ τὸν παιδοπάτορα νόμο (καὶ παῖδα τοῦ νοῦ καὶ πατέρα τοῦ ὅρου καὶ τοῦ φόβου) καὶ ἡ συμμετρικὴ τριάδα του (λόγοςνοῦςνόμος) γινόταν κι αὐτὴ διαδεκτὴ ἀπὸ τὶς δικές τους συμμετρικὲς τριάδες (μῦθοςλόγοςαἶνος/ὅροςνόμοςφόβος).

Ἄν, λοιπόν, ἀκόμη καὶ στὴ θεωρητικὴ αὐτὴ περίπτωση ἀδυνατεῖ νὰ εὕρει ἐφαρμογὴ τὸ κακὸ δυτικὸ δόγμα τοῦ "filioque", πολλῷ δὲ μᾶλλον εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐφαρμοσθεῖ στὴν ὄντως ἰσχύουσα θεία φυσικὴ πραγματικότητα, κατὰ τὴν ὁποία οὔτε ἡ θεία οὐσία νέμεται, οὔτε, ἑπομένως, καὶ οἱ δύο αἰτιατοὶ θεῖοι ὑποστατικοὶ (προσωπικοί) τρόποι περαιτέρω, καὶ ὁ θεὸς πατὴρ διατελεῖ ἀδιάδεκτος (ἀδιάδοχος) καὶ ὄχι προπάτωρ, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ θεὸς υἱὸς προσωποποιεῖ ὅλη τὴν τριάδα τοῦ λόγου, καὶ τὸ λόγο (ἐξαφόρμηση) καὶ τὸ μῦθο (προσεξόρμηση) καὶ τὸν αἶνο (παρεφόρμηση), ἄρα, δὲν διατελεῖ υἱοπάτωρ (καὶ υἱὸς τοῦ νοῦ καὶ πατὴρ τοῦ μύθου καὶ τοῦ αἴνου) καὶ δὲν ἔχει δική του νοητικὴ ἐξόρμηση καὶ δική του βουλητικὴ ἐφόρμηση διότι ὁ ἴδιος τὶς προσωποποιεῖ καὶ αὐτὲς μαζὶ μὲ τὴν ἀναλογοῦσα ἀφόρμηση, τὸν ἐνδιάθετο λόγο, καὶ ὅτι ὁ θεὸς παῖς προσωποποιεῖ ὅλη τὴν τριάδα τοῦ νόμου, καὶ τὸ νόμο (ἐπαφόρμηση) καὶ τὸν ὅρο (παρεξόρμηση) καὶ τὸ φόβο (προσεφόρμηση), χωρίς, ἐπίσης, καὶ αὐτὸς νὰ διατελεῖ παιδοπάτωρ (καὶ παῖς τοῦ νοῦ καὶ πατὴρ τοῦ ὅρου καὶ τοῦ φόβου), ὅτι δηλαδὴ ὑφίσταται μία καὶ μόνη ἀφόρμηση, ὁ θεὸς νοῦς, μία καὶ μόνη νοητικὴ ἐξόρμηση, αὐτὴ τοῦ θεοῦ νοῦ, ὁ ὅλος θεὸς λόγος, καὶ μία καὶ μόνη βουλητικὴ ἐφόρμηση, ἐκείνη τοῦ θεοῦ νοῦ, ὁ ὅλος θεὸς νόμος.

Καὶ ἡ ὁποία, βεβαίως, αἵρεση θὰ μποροῦσε νὰ διατυπωθεῖ καὶ ἀντιστρόφως, ὅτι δῆθεν ὁ νόμος ἔχει δύο θετοὺς πατέρες καὶ συμπάτορες, δύο παιδαγωγοὺς καὶ παιδοτρίβες, καὶ τὸ λόγο καὶ τὸ νοῦ, ἂν ἡ φυσικὴ σύνδεση ἀνάμεσα στὸ νοῦ, τὸ λόγο καὶ τὸ νόμο γίνει κακοδόξως ἀντιληπτὴ καὶ ὡς θετική, ἄν, δηλαδή, μετατραπεῖ καὶ τὸ «φύσει» σὲ «θέσει» καὶ προστεθεῖ σὲ αὐτὸ («συμμεταγωγὴ τοῦ νόμου»).

Ἀλλὰ κι αὐτὸ εἶναι καὶ ἀνεπίτρεπτο, ἐξαιτίας τοῦ θετικοῦ διπατορισμοῦ καὶ συμπατορισμοῦ, καὶ θετικῶς ἀδύνατο, ἐπειδὴ ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἀφόρμηση τῆς νοήσεως καὶ ἡ ἐν δυνάμει ἀρχὴ τῆς συμμετρικῆς ἐντελεχείας του, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ πρωτενδιάθετος νοῦς, ἡ αὐτόνοια, καὶ ὄχι αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ νόηση, ὁ μεσενδιάθετος λόγος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ νοητικὴ ἐξόρμηση τοῦ νοῦ καὶ ἡ ἐν ἐγρηγόρσει ἐξέλιξη (τὸ μέσο) τῆς συμμετρικῆς ἐντελεχείας του.

Καὶ γι' αὐτὸ ὁ νοῦς δὲν δύναται θετικῶς νὰ διατελεῖ παιδαγωγὸς καὶ παιδοτρίβης τοῦ νόμου ποὺ εἶναι ἡ βουλητικὴ ἐφόρμηση τοῦ νοῦ καὶ ἡ ἐν ἐνεργείᾳ τελείωση (τὸ τέλος) τῆς συμμετρικῆς ἐντελεχείας του, αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ βούληση, ἡ ὁποία ἐπίσης ἄρχεται καὶ ἀφορμᾶται ἀπὸ τὸ νοῦ.

Παιδαγωγὸς καὶ παιδοτρίβης τοῦ νόμου εἶναι, εὐλόγως, ὁ λόγος. Ὁ νοῦς δύναται μόνο νὰ ἀναθέσει τὴν παιδαγωγία καὶ τὴν παιδοτριβία τοῦ νόμου στὸ λόγο καὶ ὄχι νὰ τὸν παιδαγωγήσει καὶ νὰ τὸν παιδοτριβήσει ὁ ἴδιος οὔτε καὶ νὰ τὸν συμπαιδαγωγήσει καὶ νὰ τὸν συμπαιδοτριβήσει μαζὶ μὲ τὸ λόγο.

Κάναμε, ἐπιπλέον, λόγο καὶ γιὰ ἄλλα δογματολογικὰ ζητήματα (μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἀσχοληθοῦμε πιὸ ἀναλυτικὰ στὶς οἰκεῖες ἑνότητες) τεκμαίροντας καὶ τὴν πραγματικότητα καὶ τὴν τριαδικότητα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ ὁρίζοντας τὸν ἀληθῆ, ἐντελεχειακοῦ χαρακτῆρος, λόγο της. Ἀκόμη, ὅμως, καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ὑπέθετε κανεὶς κακοδόξως ὅτι δῆθεν ἔπρεπε νὰ ἐνανθρωπήσει μία μόνο ἀπὸ τὶς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) καὶ ὄχι καὶ οἱ τρεῖς καὶ πάλι ὁ ἀνατολικὸς καὶ ὁ δυτικὸς χριστιανισμὸς δογματολογικῶς ἀστοχεῖ ἐπειδή, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐνανθρωπήσει τὸ τρίτο θεῖο πρόσωπο, ὁ θεὸς παῖς, καὶ ὄχι τὸ δεύτερο, ὁ θεὸς υἱός, ὅπως ἰσχυρίζεται, οὔτε τὸ πρῶτο, ὁ θεὸς πατήρ.

Καὶ τοῦτο διότι, ὅπως προαναφέραμε σὲ προδημοσιευθὲν μέρος τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, ἕκαστο θεῖο πρόσωπο κατέχει, μέν, καὶ διαχειρίζεται τὸ ἴδιο προσωπικῶς ὁλόκληρη τὴ μία καὶ τὴν αὐτὴ καὶ τὴν ἰδία ἀκριβῶς ποιητικὴ θεία ἐνέργεια, καὶ τὴν ἀφορμητικὴ μορφή της, τὴν οἰκοπνευστία, τὴν ἔμπνευση τοῦ οἴκου τῆς κτίσεως, τὴν ἐμπνευστὴ ἢ «ἐν δυνάμει» κτίση, καὶ τὴν ἐξορμητική, τὴν οἰκοσχεδία, τὴ σχεδίαση τοῦ οἴκου τῆς κτίσεως, τὴ σχεδιαστὴ ἢ «ἐν ἐγρηγόρσει» κτίση, καὶ τὴν ἐφορμητική, τὴν οἰκοδομία, τὴ δόμηση τοῦ οἴκου τῆς κτίσεως, τὴ δομητὴ ἢ «ἐν ἐνεργείᾳ» κτίση, ἀλλὰ στὰ πλαίσια τῆς καθολικῆς κτήσης της καὶ κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς καθολικῆς διαχειρίσεώς της δίνει μεγαλύτερη ἔμφαση, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «χρωματίζει», ἐπισημαίνει προσωπικῶς καὶ προσωποποιεῖ συμβολικῶς μόνο τὸ ἀναλογοῦν καὶ προσιδιάζον στὸν ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο του μέρος της, ὁ εἰσακτὸς ἢ ἐνδιάθετος ἢ ἀγέννητος πρῶτος καθολικὸς κάτοχος καὶ διαχειριστής της, ὁ θεὸς πατήρ, τὸ πρῶτο μέρος της, τὴν ἐνδιάθετη οἰκοπνευστία, ὁ ἐξακτὸς ἢ ἐξαγόρευτος ἢ γεννητὸς δεύτερος καθολικὸς κάτοχος καὶ διαχειριστής της, ὁ θεὸς υἱός, τὸ δεύτερο μέρος της, τὴν ἐξαγόρευτη οἰκοσχεδία, καὶ ὁ παρακτὸς ἢ ὑπαγόρευτος ἢ ἐκπορευτὸς τρίτος καθολικὸς κάτοχος καὶ διαχειριστής της, ὁ θεὸς παῖς, τὸ τρίτο μέρος της, τὴν ὑπαγόρευτη οἰκοδομία.

Ὅπως ἀκριβῶς κάνει καὶ ἕνας προσεκτικὸς ἀναγνώστης ὁ ὁποῖος, καθὼς διαβάζει ὁλόκληρο τὸ κείμενο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος του καὶ λέξη πρὸς λέξη, χωρὶς νὰ παραλείψει τίποτα, παίρνει τὸ φωσφοροῦχο μαρκαδόρο καὶ χρωματίζει καὶ ἐπισημαίνει καὶ τονίζει κάποιο μόνο τμῆμα τοῦ κειμένου στὸ ὁποῖο ἐνδιαφέρεται προσωπικῶς νὰ δώσει μεγαλύτερη ἔμφαση. Ἐν προκειμένῳ, ἔχουμε τρεῖς διαφορετικοὺς ἀναγνῶστες καὶ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ κείμενο (καὶ ὄχι τρία ἴδια κείμενα), καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ἐνῷ διαβάζει κατὰ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ὥρα τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κείμενο ὁλόκληρο, παίρνει τὸ μαρκαδόρο του καὶ χρωματίζει τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ κειμένου ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει προσωπικῶς περισσότερο.

Καὶ τὸ ὁποῖο, σὲ σχέση μὲ τὴ θεία ἐνανθρώπηση, σημαίνει ὅτι στὸ θεὸ πατέρα, παρὰ τὸ ὅτι κατέχει καὶ διαχειρίζεται πρῶτος καὶ τὴν ἔμπνευση καὶ τὴ σχεδίαση καὶ τὴ δόμηση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ ἐνανθρωπίζει πρῶτος, ἀναλογεῖ συμβολικῶς καὶ προσιδιάζει προσωποποιητικῶς μόνο ἡ ἔμπνευσή της, ἡ ἐμπνευστὴ ἢ «ἐν δυνάμει» θεία ἐνανθρώπηση, στὸ θεὸ υἱό, παρότι καὶ αὐτὸς κατέχει καὶ διαχειρίζεται δεύτερος καὶ τὴν ἔμπνευση καὶ τὴ σχεδίαση καὶ τὴ δόμηση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ ἐνανθρωπίζει δεύτερος, μόνο ἡ σχεδίασή της, ἡ σχεδιαστὴ ἢ «ἐν ἐγρηγόρσει» θεία ἐνανθρώπηση, καὶ στὸ θεὸ παῖδα, παρόλο ποὺ κι αὐτὸς κατέχει καὶ διαχειρίζεται τρίτος καὶ τὴν ἔμπνευση καὶ τὴ σχεδίαση καὶ τὴ δόμηση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ ἐνανθρωπίζει τρίτος καὶ ὄχι αὐτὸς καὶ μόνος, μόνο ἡ δόμησή της, ἡ δομητὴ ἢ «ἐν ἐνεργείᾳ» θεία ἐνανθρώπηση, ἡ ὑλοποίηση, δηλαδή, ἢ πραγμάτωση ἢ ἐκτέλεση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.

Ἄρα, ἂν ἁπλῶς ὑποθετικῶς καὶ ὅλως κακοδόξως ἔπρεπε, δῆθεν, νὰ ἐνανθρωπήσει ἕνας μόνο ἀπὸ τοὺς τρεῖς, αὐτὸς θὰ ἦταν ὁ τρίτος, ὁ θεὸς παῖς, καὶ ὄχι ὁ δεύτερος, ὁ θεὸς υἱός, ὅπως ἀστόχως καὶ πάλι δογματίζουν ὁ ἀνατολικὸς καὶ ὁ δυτικὸς χριστιανισμός. Πλήν, ὅμως, ἡ θεία τριὰς οὔτε στὴ θεία ἐνανθρώπηση, τὴ λεγόμενη «ἔνσαρκη θεία οἰκονομία», εἶναι δυνατὸ νὰ χωρισθεῖ, εἴτε μὲ τὴν ἔννοια τῆς μοναδικῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τῆς σαρκώσεως τῆς μιᾶς, μόνο, ἐκ τῶν τριῶν θείας ὑποστάσεως (προσώπου) εἴτε μὲ τὴν ἔννοια τῆς δυαδικῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τῆς σαρκώσεως τῶν δύο, μόνο, ἀπὸ τὶς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα), διότι, ὅπως ἐπισημάνθηκε, ὅλες οἱ ὑπαγωγικὲς καὶ ἐξωστρεφεῖς πρὸς τὸν οἶκο τῆς κτίσεως θεῖες ἐνέργειες, οἱ καλούμενες «οἰκονομικές», εἶναι κοινὲς μεταξὺ τῶν τριῶν θείων προσώπων, ὡς καθολικῶν συγκατόχων καὶ συνδιαχειριστῶν τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς καὶ τῆς ἰδίας ἀκριβῶς καὶ τῆς μόνης καὶ τῆς ὅλης θείας οὐσίας καὶ θείας ἐνεργείας, ἀσκούμενες ἑκάστη ὁλόκληρη ἐξ ἑκάστου ἐκ τῶν τριῶν θείου προσώπου.

Καὶ οἱ τρεῖς ἀναγνῶστες διαβάζουν ὁλόκληρο τὸ κείμενο παρότι κατὰ τὴν ἀνάγνωση ἕκαστος χρωματίζει καὶ δίνει μεγαλύτερη ἔμφαση σὲ κάποιο μόνο τμῆμα του κειμένου ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει προσωπικῶς περισσότερο. Καὶ οἱ τρεῖς, δηλονότι, θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) καὶ ἐμπνέονται καὶ σχεδιάζουν καὶ δομοῦν, τουτέστιν ὑλοποιοῦν ἢ πραγματοποιοῦν ἢ ἐκτελοῦν, τὴ θεία ἐνανθρώπηση, ἑκάστη κατὰ τὸν ἑαυτό της καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό της. Καὶ τὰ τρία θεῖα πρόσωπα ἐνανθρωποῦν ἢ ἀλλιῶς ἐνανθρωπίζουν καὶ γίνονται θεοψυχάνθρωποι, παρότι τὸ καθένα στὰ πλαίσια τῆς καθολικῆς κτήσης καὶ κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς καθολικῆς διαχειρίσεως τῆς θείας ἐνανθρωπιστικῆς ἐνεργείας ἐπισημαίνει προσωπικῶς καὶ προσωποποιεῖ συμβολικῶς μόνο τὸ ἀναλογοῦν καὶ προσιδιάζον σὲ αὐτὸ μέρος της, εἴτε μόνο τὴν ἔμπνευση εἴτε μόνο τὴ σχεδίαση εἴτε μόνο τὴ δόμηση (ὑλοποίηση, πραγματοποίηση ἢ ἀλλιῶς πραγμάτωση, ἐκτέλεση) τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.

Ἂν ὑπάρχει γεννητὸς θεοψυχάνθρωπος, προϋπάρχει, εὐλόγως, καὶ ἀγέννητος θεοψυχάνθρωπος καὶ μεθυπάρχει, ἀσφαλῶς, καὶ ἐκπορευτὸς θεοψυχάνθρωπος, κατὰ τὴν ψυχανθρώπινη χωροχρονικὴ ὕπαρξη, διότι αὐτὸς εἶναι ὁ ἐντελεχειακὸς νόμος τῆς τριαδικῆς ἀντεπιδείξεως, δὲν ὑφίσταται οὔτε λέγεται γεννητὸ ἄνευ τοῦ ἀγεννήτου καὶ χωρὶς τὸ ἐκπορευτό, τὸ γεννητὸ ἀντεπιδείκνυται τριαδικῶς καὶ ἐντελεχειακῶς μὲ τὸ ἀγέννητο καὶ μὲ τὸ ἐκπορευτό.

Ἡ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἀσύγχυτη ἕνωση τῆς θείας, τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς φύσης ἢ ἀλλιῶς θεία ἐνανθρώπηση πραγματοποιεῖται ἢ παράγεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν αἰτία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ θεοῦ πατρὸς καὶ ἀπὸ αὐτὴ μεταδίδεται ἢ ἀναπαράγεται γιὰ δεύτερη καὶ γιὰ τρίτη φορὰ καὶ στὶς δύο αἰτιατὲς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) τοῦ θεοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ θεοῦ παιδός, «ἀφορμᾶται ἐκ τοῦ πατρός, πρόεισι διὰ τοῦ υἱοῦ καὶ τελειοῦται ἐν τῷ παιδί».

Οἱ φύσεις ἑνώνονται ἀσύγχυτα στὸν ἀγέννητο θεὸ πατέρα καὶ ἀπὸ αὐτὸν μεταδίδονται ἀσυγχύτως ἑνωμένες στὸν γεννητό του θεὸ υἱὸ καὶ στὸν ἐκπορευτό του θεὸ παῖδα. Ἂν τὸ αἴτιο θεῖο πρόσωπο δὲν ἐνανθρωπήσει οὔτε καὶ τὰ αἰτιατὰ δύνανται νὰ γίνουν θεοψυχάνθρωποι, ἐὰν ἡ θεία ἐνανθρώπηση δὲν ἐπιγνωσθεῖ στὴν πατρικὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) οὔτε στὴν υἱϊκὴ καὶ στὴν παιδικὴ θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) δύναται νὰ ἐπιγνωσθεῖ, εἶναι φύσει καὶ πάντῃ ἀδύνατο.

Ἡ πρώτη ἐπίγνωση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως δὲν δύναται νὰ γίνει οὔτε στὸ θεὸ υἱό, στὴ μέση θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), οὔτε στὸ θεὸ παῖδα, στὴν τελικὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), ἀλλὰ μόνο στὴν ἀρχικὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), σὲ αὐτὸν καὶ μόνο τὸ θεὸ πατέρα, διότι ἐντελεχειακῶς δὲν ξεκινᾶμε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπ' τὴ μέση οὔτε ἀπ' τὸ τέλος ἀλλ' ἀπ' τὴν ἀρχή.

Τὸ δογματικό, συνεπῶς, ἔγκλημα τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ἐμφανέστατο καὶ ξεκάθαρο διότι διχοτόμησε καὶ διέλυσε καὶ διέσπασε τὴ μία καὶ διφυῆ ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ ἀγεννήτου θεοψυχανθρώπου πατρὸς σὲ δύο μονοφυεῖς ἀγέννητες πατρικὲς ὑποστάσεις (πρόσωπα), σὲ ἀγέννητο θεὸ πατέρα καὶ σὲ ἀγέννητο ψυχάνθρωπο προπάτορα Ἀδάμ, κρατῶντας, παρὰ ταῦτα, κατὰ δογματολογικῶς οὐτοπικὸ καὶ παρανοϊκὸ τρόπο, ἀδιχοτόμητη καὶ ἀδιάλυτη καὶ ἀδιάσπαστη τὴ μία καὶ διφυῆ ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ γεννητοῦ θεοψυχανθρώπου υἱοῦ.

Πρόκειται οὐσιαστικὰ γιὰ ἀδυναμία τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ νὰ κατανοήσει ἕνα ἁπλὸ συλλογιστικὸ συνειρμό, τὸν ὀρθολογικὸ συνειρμὸ «διεσπασμένη πατρικὴ διφυὴς ὑπόσταση (πρόσωπο) = διεσπασμένη ἐνεργητικὴ διφυὴς γέννηση (γεννᾶν) = διεσπασμένη παθητικὴ διφυὴς γέννηση (γεννᾶσθαι) = διεσπασμένη υἱϊκὴ διφυὴς ὑπόσταση (πρόσωπο)», νὰ καταλάβει, δηλαδή, ὅτι ἂν διασπασθεῖ ἡ μία καὶ διφυὴς πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) σὲ δύο μονοφυεῖς πατρικὲς ὑποστάσεις (πρόσωπα) διασπᾶται καὶ ἡ μία καὶ διφυὴς ἐνεργητικὴ γέννηση (γεννᾶν) σὲ δύο μονοφυεῖς ἐνεργητικὲς γεννήσεις (γεννᾶν), ἄρα διασπᾶται καὶ ἡ μία καὶ διφυὴς παθητικὴ γέννηση (γεννᾶσθαι) σὲ δύο μονοφυεῖς παθητικὲς γεννήσεις (γεννᾶσθαι), ἄρα, ἐν τέλει, διασπᾶται καὶ ἡ μία καὶ διφυὴς υἱϊκὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) σὲ δύο μονοφυεῖς υἱϊκὲς ὑποστάσεις (πρόσωπα), ὅτι δηλαδὴ εἶναι καὶ ὀντολογικῶς ἀδύνατο καὶ ὄχι μόνο δεοντολογικῶς ἀνεπίτρεπτο νὰ διασπᾶται καὶ νὰ διχοτομεῖται ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ὁ ἀγέννητος θεοψυχάνθρωπος πατὴρ καὶ νὰ παραμένει ἀδιάσπαστος καὶ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀδιχοτόμητος ὁ γεννητὸς θεοψυχάνθρωπος υἱός, ὅτι ἐνανθρώπηση τοῦ θεοῦ υἱοῦ ἄνευ προενανθρωπήσεως τοῦ θεοῦ πατρὸς εἶναι παντελῶς ἀδύνατη.

Σημειωτέον ὅτι ὑφίσταται τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη σχετικὴ μὲ τὴν κακόδοξη ὑποστατικὴ (προσωπική) διχοτόμηση τῆς μιᾶς καὶ διφυοῦς ὑποστάσεως (προσώπου) σὲ δύο μονοφυεῖς ὑποστάσεις (πρόσωπα) ἡ ὁποία μόνο θεωρητικῶς (καὶ οὐδέποτε πρακτικῶς) μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται τόσο στὴ θεοψυχανθρώπινη ὅσο καὶ στὴν ψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο), ἔχουσα συνοπτικῶς ὡς ἑξῆς:

Ὑποστατικὴ (προσωπική) Διχοτόμησις Τῆς Μιᾶς Διφυοῦς Ὑποστάσεως (προσώπου)

Πρόκειται γιὰ τὴν ὁριζοντία τομὴ τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς διφυοῦς ὑποστάσεως (προσώπου), γιὰ τὴν ἀποσυναρμολόγηση, δηλαδή, ἢ τὴ διάσπαση ἢ τὴ διάλυσή της εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη φυσικὰ μέρη ἔτσι ὥστε ἕκαστο ἐξ αὐτῶν νὰ ἀποτελέσει μεμονωμένα καὶ χωριστὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο μία ἕτερη καὶ διάφορη ὑπόσταση (πρόσωπο).

1. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Μία Διφυὴς Ὑπόστασις (πρόσωπον) Ἐκ Δύο Ἀσυγχύτως Ἡνωμένων Φύσεων, Ἐκ Μιᾶς Φαινομενικῶς Μεμειωμένης Ἀκτίστου Ἢ Πραγματικῶς Μεμειωμένης Κτιστῆς Πνευματικῆς Φύσεως Καὶ Ἐκ Μιᾶς Πραγματικῶς Ηὐξημένης Κτιστῆς Σωματικῆς Φύσεως.

Ἡ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση συνάπτεται μεταξὺ μιᾶς πνευματικῆς φύσεως ποὺ προσλαμβάνει καὶ ὁρίζεται ὡς «προσλήπτωρ» ἢ «προσληπτορική» καὶ μιᾶς σωματικῆς φύσεως ποὺ προσλαμβάνεται καὶ ὁρίζεται ὡς «πρόσλημμα» ἢ «προσλημματική» καὶ προκειμένου νὰ συναφθεῖ βασικὴ προϋπόθεση εἶναι ἡ προσληπτορικὴ πνευματικὴ φύση νὰ εἶναι «αὐτόζωος» σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν προσλημματικὴ σωματικὴ φύση ποὺ πρέπει νὰ εἶναι «ἑτερόζωος», νὰ λαμβάνει, δηλαδή, τὴ ζωή, ἤ, μὲ μία λέξη, νὰ ζωοποιεῖται, ἀπὸ τὴν αὐτόζωο πνευματικὴ φύση τοῦ προσλήπτορος.

Πρόκειται γιὰ εἶδος ἀσύγχυτης ἕνωσης, γιὰ εἶδος μίξης, ἡ ὁποία ἕνωση ὀνομάζεται «καθ' ὑπόστασιν» (κατὰ πρόσωπον) ἢ «ὑποστατική» (προσωπική) διότι ἐξ αὐτῆς προκύπτει ἕνα σύνθετο πρόσωπο μὲ μικτὰ ἰδιώματα καὶ ἀπὸ τὶς δύο φύσεις ποὺ συντίθενται ἀσυγχύτως ὑπ' αὐτὸ (σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κράση, τὴν κατὰ σύγχυση καὶ σύμφυρση ἕνωση, ποὺ ἡ φυσικὴ ἐπιστήμη ὁρίζει ὡς «χημικὴ ἕνωση», διακρίνοντάς την ἀπὸ τὴ μίξη, ποὺ ὁρίζει ὡς «μηχανικὴ ἕνωση»).

Πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο τῆς αὐτοζώου πνευματικῆς φύσης τοῦ προσλήπτορος τὸ ὁποῖο, ὅμως, ἐπειδὴ προσλαμβάνει προσμίξεις ἰδιωμάτων ἀπὸ τὴ σωματικὴ φύση τοῦ προσλήμματος, δὲν ὁρίζεται ὡς «καθαρὸ πρόσωπο» ἀλλ' ὡς «μικτὸ πρόσωπο». Ὅταν, ἑπομένως, λέμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων προκύπτει ἕνα «σύνθετο πρόσωπο», ἐννοοῦμε τὸ μικτὸ αὐτὸ πρόσωπο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ἕνωσή τους εἶναι ἀσύγχυτη, κατὰ μῖξιν, χωρίς, σὲ καμία περίπτωση νὰ ὑπονοοῦμε κραστὸ πρόσωπο ἀπὸ συγχυτή, κατὰ κρᾶσιν, ἕνωσή τους.

Τὰ καταλληλότερα παραβολικὰ ὑποδείγματα μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ γίνει εὐκολώτερα κατανοητὴ ἡ ἀσύγχυτη ἕνωση μεταξὺ μιᾶς πνευματικῆς φύσεως καὶ μιᾶς σωματικῆς φύσεως εἶναι οἱ ἀσύγχυτες ἑνώσεις, οἱ μίξεις, εἴτε μεταξὺ τοῦ αἵματος καὶ τοῦ σώματος, εἴτε μεταξὺ τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἐνδύματος, εἴτε μεταξὺ τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ σπόγγου, εἴτε μεταξὺ τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ ἄνθρακος (καρβούνου).

Τὸ παραβολικὸ ὑπόδειγμα τοῦ πυράνθρακος χρησιμοποιεῖται, ἐπίσης, γιὰ νὰ παραστήσει συμβολικὰ τὴ φυσικὴ σύσχεση μεταξὺ τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία παραβάλλεται πρὸς τὸ πῦρ, καὶ τῆς οὐσίας, ἡ ὁποία παραβάλλεται πρὸς τὸν ἄνθρακα, καί, λόγῳ τῆς τοιαύτης παραβολῆς, ὁ πυράνθρακας, τὸ ἀναμμένο κάρβουνο, ὀνομάζεται «ζωντανὸς ἄνθρακας» («ζῶν ἄνθραξ»).

Στὴν περίπτωση τοῦ θεοψυχανθρώπου ὡς πνευματικὴ φύση ὁρίζεται ἡ ἄκτιστη θεότητα, τὸ ἄϋλο, καὶ περιληπτικῶς ὡς σωματικὴ φύση ἀμφότερες οἱ κτιστὲς φύσεις, καὶ τὸ ἡμίυλο καὶ τὸ ἔνυλο, δεδομένου ὅτι ἡ ἡμίυλη ψυχικὴ φύση θεωρεῖται ὡς πνευματικὴ μόνο σὲ σχέση μὲ τὴν ἔνυλη σωματικὴ φύση, ἐνῷ, σὲ σχέση μὲ τὴν ἄϋλη καὶ θεία, τὴν κατεξοχὴν πνευματικὴ φύση, θεωρεῖται κι αὐτὴ ὡς σωματική.

Γι' αὐτὸ καὶ τὸ κτιστὸ πνεῦμα χαρακτηρίζεται ποιοτικῶς ὡς «πνευματόσωμα» καὶ ὡς «ἡμίυλον», ὡς μέση, δηλαδή, κτιστὴ φύση μεταξὺ τοῦ ἀκτίστου καὶ ἀΰλου πνεύματος καὶ τοῦ κτιστοῦ καὶ ἐνύλου σώματος, ἡ ὁποία, ἔναντι τῆς ἀΰλου πνευματικῆς φύσης, δείχνει τὴ σωματική, τὴν παχυλή της ὄψη, καὶ φαίνεται κι αὐτὴ ὡς ἔνυλη, ἐνῷ, ἔναντι τῆς ἐνύλου σωματικῆς φύσης, τὴν πνευματική, τὴ λεπτή της ὄψη, φαινόμενη σὰν νὰ εἶναι ἄϋλη (ὡσεὶ ἄϋλη).

Κατ' ἀκρίβειαν, ὅμως, πρόκειται γιὰ τρεῖς φύσεις, τὴν ἄϋλη, τὴν ἡμίυλη καὶ τὴν ἔνυλη, καὶ γιὰ δύο οὐσίες, ἀφενὸς γιὰ τὴν ἄκτιστη οὐσία, ἡ ὁποία, ὡς ἀνέμητη, ἀποτελεῖ ὁλόκληρη μία καὶ μόνη ὅλη φύση, τὴν ἄϋλη, ἄνευ νομῆς διαφόρων φυσικῶν εἰδῶν στὰ γενικὰ φυσικά της πλαίσια (ἡ ὁποία, ὅμως, ἀνέμητη κατὰ τὴν οὐσία, φύση μπορεῖ καὶ νὰ νέμει τὶς διάφορες φυσικές της ὄψεις καὶ νὰ τὶς συνθέτει ἀσύγχυτα μεταξύ τους, ὑπάρχοντας συγχρόνως, ἀδιαιρέτως καὶ ἀτρέπτως σὲ διαφορετικὲς καὶ ἀντίθετες φυσικὲς καταστάσεις), καὶ ἀφετέρου γιὰ τὴν κτιστὴ οὐσία, ἡ ὁποία, ὡς νεμητή, ὑποδιαιρεῖται καὶ σχηματίζει δύο ἐπὶ μέρους εὐρύτερες φύσεις, τὴν ἡμίυλη (ἡ ὁποία ἀνάγεται ὁμοιωτικῶς πρὸς τὴν ἄϋλη καὶ τὴν ἀπεικονίζει στὰ πλαίσια τῆς κτιστῆς ὀντολογίας) καὶ τὴν ἔνυλη. Δεδομένων αὐτῶν, ὅσον ἀφορᾷ τὴ θεοψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο), μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε ἀμφότερους τοὺς ὅρους καὶ νὰ τὴ χαρακτηρίζουμε εἴτε κατὰ σύμπτυξιν ὡς «διφυῆ» εἴτε κατ' ἀνάπτυξιν ὡς «τριφυῆ».

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἡ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση μιᾶς πνευματικῆς καὶ μιᾶς σωματικῆς φύσεως στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο ἔχει φυσικὲς συνέπειες γιὰ ἀμφότερες τὶς ἀσυγχύτως καὶ ταυτοπροσωπικῶς μεταξύ τους συντιθέμενες φύσεις. Καὶ ὅσο, μέν, ἀφορᾷ τὴν πνευματικὴ φύση τοῦ προσλήπτορος, συνεπάγεται φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση, ὅσο, δέ, ἀφορᾷ τὴ σωματικὴ φύση τοῦ προσλήμματος, συνεπάγεται, ἀντιθέτως, φυσικὴ αὔξηση καὶ ἀναβάθμιση, σὲ σχέση μὲ τὴν ἐκτὸς τῆς καθ' ὑπόστασιν (κατὰ πρόσωπον) ἑνώσεως φυσικὴ ὕπαρξη ἑκάστης, δεδομένου ὅτι καὶ ἡ πνευματικὴ προσληπτορικὴ φύση καὶ ἡ σωματικὴ προσλημματικὴ φύση ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν καὶ ἐκτὸς τῆς ἑνώσεως χωριστά, ἡ μὲν πνευματικὴ σὲ ἄλλη, ἀνώτερη φυσικὴ ἔκδοση, ἡ δὲ σωματικὴ σὲ ἄλλη, κατώτερη φυσικὴ ἔκδοση.

Καὶ τοῦτο, διότι σκοπὸς τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως δὲν εἶναι νὰ καταργήσει τὴν καθαρή, τὴ χωριστή, φυσικὴ ὕπαρξη καὶ ἔκδοση οὔτε τῆς πνευματικῆς φύσης τοῦ προσλήπτορος οὔτε τῆς σωματικῆς φύσης τοῦ προσλήμματος ἀλλὰ νὰ συνθέσει ἀσύγχυτα μία ἄλλη, μικτὴ φυσικὴ ὕπαρξη καὶ ἔκδοση, ἐξ ἀμφοτέρων τῶν τοιούτων φύσεων καὶ νὰ τὴ φέρει σὲ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη (ἀντιπαραβολή) μὲ τὶς καθαρές τους χωριστὲς φυσικὲς ὑπάρξεις καὶ ἐκδόσεις.

Καὶ ὅπως ἔχουμε ἤδη ἐξηγήσει σὲ προηγούμενες δημοσιεύσεις μας, ὁ δογματικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ θεία φύση κρίνεται, ἐν τέλει, φυσικῶς ὅλως ἀμείωτη, ἄνευ οὐδεμιᾶς πραγματικῆς φυσικῆς μειώσεως καὶ ὑποβαθμίσεως, παρὰ τὸ ὅτι ἔρχεται σὲ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ μὲ τὴ σωματικὴ φύση, εἶναι ἐπειδὴ μόνο αὐτή, λόγῳ τοῦ ἀνεμήτου τῆς θείας οὐσίας, δύναται νὰ κάνει τὴ λεγόμενη «συναίρεση τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων» (τὸ ἕνα θεῖο φυσικὸ ἰδίωμα «σὺν τῷ ἄλλῳ»), νοούμενη μόνο κατὰ τὸ χρόνο ἐπιγνώσεώς τους καὶ ὄχι κατ' αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ φύση τους, κατὰ τὴν ὁποία διατελοῦν ἀσυναίρετα καὶ ἀσύγχυτα.

Ἐπειδή, δηλαδή, μόνο ἡ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), ἡ ὁποία κατέχει καὶ διαχειρίζεται ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ὁλόκληρη τὴ θεία ἐνέργεια, μπορεῖ νὰ ἐπιγινώσκεται ἡ ἴδια καὶ ἡ αὐτὴ συγχρόνως ὡς φυσικῶς ὑφιστάμενη καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ προσλήμματος χωρὶς νὰ διαλύει καὶ νὰ ἐπανασυστήνει ἐναλλὰξ τὴν ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση μαζί του, χωρίς, δηλαδή, νὰ χρειάζεται νὰ μπαινοβγαίνει διαδοχικὰ μέσα κι ἔξω ἀπ' αὐτό, τὸ ὁποῖο καλεῖται «μεθαίρεση τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων» (τὸ ἕνα θεῖο φυσικὸ ἰδίωμα «μετὰ τὸ ἄλλο»), καὶ χωρὶς νὰ ἀναγκάζεται νὰ μοιράζεται τὰ θεῖα φυσικὰ ἰδιώματα μὲ μία ἄλλη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται «διαίρεση τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων» καὶ προϋποθέτει νομὴ τῆς θείας οὐσίας, πρᾶγμα φύσει ἀδύνατο γιὰ τὰ τέλεια φυσικὰ μέτρα τῆς ἀνεμήτου κατὰ τὴν οὐσία θεότητος.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, καὶ διατυπώνουμε, ἐν προκειμένῳ, τὴ δογματολογικὴ ἀρχὴ καὶ τὸ θεολογικὸ ἀξίωμα τῆς «ἀναλογίας μεταξὺ τῆς φυσικῆς ὑπάρξεως τοῦ πνευματικοῦ προσλήπτορος καὶ τῆς φυσικῆς ὑπάρξεως τοῦ σωματικοῦ προσλήμματος καὶ ἔσω καὶ ἔξω τῆς ὁμοϋποστασιαστικῆς (ταυτοπροσωπικῆς) ἑνώσεως», βάσει τῆς ὁποίας, τόσο ἡ πνευματικὴ φύση τοῦ προσλήπτορος ὅσο καὶ ἡ σωματικὴ φύση τοῦ προσλήμματος ἔχουν ἑκάστη καὶ συναφῆ ἢ μικτή, ἔσω τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως, καὶ χωριστὴ ἢ καθαρή, ἔξω τῆς καθ' ὑπόστασιν (κατὰ πρόσωπον) ἑνώσεως, φυσικὴ ὕπαρξη ἢ ἔκδοση.

Καὶ ἐπειδὴ ἡ κτιστὴ οὐσία εἶναι νεμητὴ σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς οὐσιαστικὰ ἄτομα, ὅσο, μέν, ἀφορᾷ τὴν κτιστὴ πνευματικὴ προσληπτορικὴ φύση, ἡ ἴδια ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ διατελεῖ ἐν ταὐτῷ καὶ προσλημματικὴ καὶ νὰ προσλαμβάνεται ταυτοχρόνως καὶ ταυτοπροσωπικῶς ἀπὸ τὴν ἄκτιστη πνευματικὴ φύση, ἡ φυσικὴ μείωση ἢ ὑποβάθμιση εἶναι πραγματικὴ ὅταν ἔρχεται σὲ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση μὲ τὴν κτιστὴ σωματικὴ προσλημματικὴ φύση, ποὺ σημαίνει ὅτι προκύπτει μία νέα κατώτερη φυσικὴ ἔκδοσή της, μὲ τὴν ἔννοια τῆς κατώτερης ἄλλης συγγενικῆς φύσης (καὶ ὄχι τοῦ κατώτερου ἄλλου συγγενοῦς φυσικοῦ εἴδους στὰ πλαίσια τῆς αὐτῆς γενικῶς φύσεως), ἡ ὁποία, μαζὶ μὲ τὴν ἀμείωτη καὶ ἀνυποβάθμιστη φυσική της ἔκδοση, ποὺ λαμβάνει κι αὐτὴ τὴν ἔννοια τῆς ἀνώτερης ἄλλης συγγενικῆς φύσης (καὶ ὄχι τοῦ ἀνώτερου ἄλλου συγγενοῦς φυσικοῦ εἴδους στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας γενικῶς φύσεως), συναπαρτίζουν μία κοινὴ ὑπέρφυση, μία, δηλαδή, φυσικὴ ὁμοταξία ποὺ περιλαμβάνει δύο (ἢ περισσότερες) διαφορετικὲς καὶ συγγενικὲς μεταξύ τους φύσεις (καὶ ὄχι μία κοινὴ φύση ποὺ περιλαμβάνει περισσότερα τοῦ ἑνὸς διάφορα καὶ συγγενῆ μετ' ἀλλήλων φυσικὰ εἴδη).

Καὶ τοῦτο διότι ἡ ἐνσάρκωση τῆς κτιστῆς πνευματικῆς φύσης περιορίζει καὶ συρρικνώνει τὶς φυσικὲς δυνατότητές της σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ τὸ ἐνσαρκούμενο κτιστὸ πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ διακριθεῖ ἁπλῶς ὡς κατώτερο ἄλλο συγγενὲς φυσικὸ εἶδος παραμένοντας στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας γενικῶς κτιστῆς πνευματικῆς φύσης στὴν ὁποία ἀνῆκε πρὶν τὴν ἐνσάρκωσή του ἀλλ' ἀναγκάζεται νὰ ἐξέλθει τῶν φυσικῶν της ὁρίων καὶ νὰ διακρίνεται, πλέον, σὲ σχέση μὲ ἐκείνη, ὡς κατώτερη ἄλλη συγγενικὴ κτιστὴ πνευματικὴ φύση, συναποτελῶντας μαζὶ μ' ἐκείνη μία κοινὴ κτιστὴ πνευματικὴ ὑπέρφυση μὲ διευρυμμένα φυσικὰ ὅρια.

Ἡ ὅλη κτιστὴ πνευματικὴ φύση ἀποτελεῖ «ἐφυπέρφυση», τουτέστιν «ἐπηυξημένη ὑπέρφυση», μία, δηλαδή, φυσικὴ συνομοταξία ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει μία «μονόφυση», μία, δηλαδή, μεμονωμένη κτιστὴ πνευματικὴ φύση, τὴν ἀνώτατη ἀγγελική, τοὺς ἀγγέλους, καὶ μία συγγενῆ «ὑπέρφυση», μία, δηλαδή, συγγενικὴ φυσικὴ ὁμοταξία ἡ ὁποία περιλαμβάνει δύο κτιστὲς συγγενεῖς πνευματικὲς φύσεις, τὴ μέση ὑπαγγελική, τοὺς ὑπαγγέλους, καὶ τὴν κατώτατη ὑφυπαγγελική, τοὺς ὑφυπαγγέλους, καὶ ὀνομάζεται περιληπτικῶς ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς πρῶτης ὡς «ὑπαγγελικὴ ὑπέρφυση», διακρινόμενη ἀπὸ τὴν «ὑπαγγελικὴ φύση». Ἡ μονόφυση, ὡς πρὸς τὴν ὁλότητα, εἶναι ἰσοδύναμη πρὸς τὴν ὑπέρφυση, πρόκειται, δηλαδή, γιὰ δύο ὅλα ποὺ ὡς μέρη συνθέτουν ἀπὸ κοινοῦ τὸ καθόλο τῆς ἐφυπέρφυσης.

Οἱ ὅροι, ἑπομένως, «ὑπάγγελος» καὶ «ὑπάγγελοι» ἔχουν καὶ εἰδικὴ καὶ γενικὴ σημασία δεδομένου ὅτι ὑπ' αὐτοὺς ὑποδηλώνονται καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν ὑπαγγέλων (εἰδικὴ σημασία) καὶ ἡ ὑπέρφυση τῶν ὑπαγγέλων καὶ τῶν ὑφυπαγγέλων ἀθροιστικὰ (γενικὴ σημασία), καὶ αὐτοὶ καὶ μόνοι οἱ ὑπάγγελοι (οἱ ἐν εἴδει καὶ κατεξοχὴν ὑπάγγελοι) ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπάγγελοι καὶ οἱ ὑφυπάγγελοι μαζὶ (οἱ ἐν γένει καὶ κατ' ἐπέκτασιν ὑπάγγελοι).

Ἀλλὰ καὶ οἱ ὅροι «ἄγγελος» καὶ «ἄγγελοι» ἔχουν καὶ αὐτοὶ καὶ εὐρεῖα καὶ εὐρυτέρα σημασία ὑποδηλώνοντας καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἀγγελικὴ φύση, τοὺς ἀγγέλους (εὐρεῖα σημασία), ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγγελικὴ φύση καὶ τὴν ὑπαγγελικὴ φύση ἀπὸ κοινοῦ, καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ὑπαγγέλους μαζί, τὸ φυσικὸ ἄθροισμα τῶν ἀσωμάτων, μόνο, κτιστῶν πνευμάτων (εὐρυτέρα σημασία), τὸ ὁποῖο, σημειωτέον, λόγῳ τῆς σχετικῆς ἀνομοιογένειας μεταξὺ τῶν φύσεων ποὺ περιλαμβάνονται στὴ φυσικὴ εὐρυτερότητά του, ἐπειδή, δηλαδή, δὲν περιλαμβάνει δύο ὑπαγγελικές, ἐν γένει, φύσεις, ἀλλὰ μία ἀγγελικὴ καὶ μία ὑπαγγελική, δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζεται ὡς «ἀγγελικὴ ὑπέρφυση» ἀλλὰ μόνο ὡς «ἀγγελικὴ παρυπέρφυση».

Μὲ τὴν εὐρυτάτη, ὅμως, σημασία τῶν τοιούτων ὅρων ὑποδηλώνεται ὁλόκληρη ἡ κτιστὴ πνευματικὴ συνομοταξία ὡς «ἀγγελικὴ ἐφυπέρφυση», σὲ διάκριση τόσο ἀπὸ τὴν «ἀγγελικὴ φύση» ἢ ἀλλιῶς «ἀγγελικὴ μονόφυση» ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν «ἀγγελικὴ παρυπέρφυση», ὅλα, δηλαδή, ἀνεξαιρέτως τὰ κτιστὰ πνεύματα τῆς θείας δημιουργίας, καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ὑπάγγελοι καὶ οἱ ὑφυπάγγελοι μαζί.

Ἡ φυσικὴ ταξινόμηση τῶν κτιστῶν πνευμάτων ὀφείλεται στὴν ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῶν θείων φυσικῶν καταστάσεων πρὸς τὴν ὁποία νομοτελειακὰ καὶ ἀναπόφευκτα ἀντιστοιχεῖ καὶ ἡ ὁποία στὴν κατὰ σύμπτυξιν, τὴν τριαδική της μορφή, ἔχει ὡς ἀκολούθως:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ἄχωρος ἢ Ἔκχωρος Θεός.

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἄσαρκος ἢ Ἔκσαρκος Ἔγχωρος Θεός.

γ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ἔνσαρκος Ἔγχωρος Θεός.

Ἂν θεωρητικῶς, μόνο, ὑπετίθετο ὅτι ἡ θεία φύση ὑφίστατο φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση, τότε, ἡ ὁλικὴ φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμισή της θὰ διαπιστωνόταν λόγῳ τῆς ὁλικῆς θείας φυσικῆς μετάβασης ἀπὸ τὴν αἰτία καὶ πρωταιτία ὁλικὴ φυσικὴ ὀντολογία τοῦ ἀχώρου (ἐκχώρου) θεοῦ στὴν αἰτιατὴ ὁλικὴ φυσικὴ ὀντολογία τοῦ ἐγχώρου θεοῦ.

Καὶ δεδομένου ὅτι ἡ τελευταία (ἡ αἰτιατὴ ὁλικὴ φυσικὴ ὀντολογία τοῦ ἐγχώρου θεοῦ) ὑποδιακρίνεται στὴ μεσαιτία (αἰτιατὴ αἰτία) μερικὴ φυσικὴ ὀντολογία τοῦ ἀσάρκου (ἐκσάρκου) ἐγχώρου θεοῦ καὶ στὴν αἰτιατὴ μερικὴ φυσικὴ ὀντολογία τοῦ ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ, θὰ μεριζόταν καὶ αὐτὴ ἀναλόγως σὲ πρώτη μερικὴ φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση, λόγῳ τῆς πρώτης μερικῆς θείας φυσικῆς μετάβασης ἀπὸ τὴν πρωταιτία φυσικὴ ὀντολογία τοῦ ἀχώρου (ἐκχώρου) θεοῦ στὴ μεσαιτία (αἰτιατὴ αἰτία) φυσικὴ ὀντολογία τοῦ ἀσάρκου (ἐκσάρκου) ἐγχώρου θεοῦ, καὶ σὲ δεύτερη μερικὴ φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση, λόγῳ τῆς δεύτερης μερικῆς θείας φυσικῆς μετάβασης ἀπὸ τὴ μεσαιτία (αἰτιατὴ αἰτία) φυσικὴ ὀντολογία τοῦ ἀσάρκου (ἐκσάρκου) ἐγχώρου θεοῦ στὴν αἰτιατὴ φυσικὴ ὀντολογία τοῦ ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ.

Μὲ βάση τὰ παραπάνω, ἡ μεμονωμένη ὕπαρξη τῆς ἀγγελικῆς φύσεως σὲ σχέση μὲ τὴ συνδυαστικὴ ὕπαρξη τῆς ὑπαγγελικῆς ὑπέρφυσης ποὺ συναπαρτίζουν ἡ ὑπαγγελικὴ φύση καὶ ἡ ὑφυπαγγελικὴ φύση ὀφείλεται στὴ συμβολική της ἀξία, δεδομένου ὅτι ἀπεικονίζει τὸν ἄχωρο (ἔκχωρο) θεό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὑπάρχει φυσικῶς καὶ ἐντοπίζεται ὀντολογικῶς στὴν ἀνώτατη καὶ λεπτὴ ζώνη τοῦ κτιστοῦ χώρου, στὸν ἄνω χῶρο ἢ ἀνώχωρο, ὅπου ἀδυνατοῦν νὰ ὑπάρξουν ἢ κωλύονται νὰ διεισδύσουν τόσο ἡ ὑπαγγελικὴ φύση (ἡ ὁποία ἐντοπίζεται στὴ μέση καὶ ἡμιπαχεῖα ζώνη τοῦ κτιστοῦ χώρου, στὸν μέσο χῶρο ἢ μεσόχωρο) ὅσο καὶ ἡ ὑφυπαγγελικὴ φύση (ἡ ὁποία ἐντοπίζεται στὴν κατώτατη καὶ παχεῖα ζώνη τοῦ κτιστοῦ χώρου, στὸν κάτω χῶρο ἢ κατώχωρο), ἔτσι ὥστε, συγκριτικὰ μὲ ἐκεῖνες, νὰ θεωρεῖται σὰν νὰ εἶναι ἄχωρη («ὡσεὶ ἄχωρος»).

Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ ἐπίγεια ζῶα, τὰ ὁποῖα βιοῦν ἐκτὸς τοῦ θαλασσίου χώρου, σὲ σύγκριση μὲ τὰ θαλάσσια ζῶα, τὰ ὁποῖα βιοῦν ἐντὸς τοῦ θαλασσίου χώρου, ἂν ὡς χῶρος ἐκληφθεῖ ἡ θάλασσα, θεωροῦνται ὡς ἄχωρα, δηλαδή, ὡς ἀθαλασσόχωρα. Ἐπίγεια ζῶα, ἐκτὸς θαλασσίου χώρου, οἱ ἄγγελοι, θαλάσσια ζῶα, ἐντὸς θαλασσίου χώρου, οἱ ἐν γένει ὑπάγγελοι (ἐν εἴδει ὑπάγγελοι καὶ ὑφυπάγγελοι).

Καὶ ἐκ μὲν τῶν ἐπιγείων ζώων πολλὰ δύνανται νὰ εἰσέρχονται καὶ ἐντὸς τοῦ θαλασσίου χώρου, πλήν, ὅμως, ὄχι γιὰ μόνιμη διαβίωση ὅπως οἱ ἰχθῦες ἀλλὰ προσωρινῶς, ἐκ δὲ τῶν θαλασσίων ζώων λίγα μόνο δύνανται νὰ ἐξέρχονται καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ προσωρινῶς καὶ ὄχι μονίμως. Ἡ μόνιμη, σημειωτέον, διαβίωση εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀπαιτεῖ τὴ φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση τῶν ἐπιγείων ζώων σὲ θαλάσσια, δηλαδή, τὴν ἰχθυοποίησή τους, καὶ τὴ φυσικὴ αὔξηση καὶ ἀναβάθμιση τῶν θαλασσίων ζώων σὲ ἐπίγεια.

Οἱ ἄγγελοι μποροῦν, ἀσφαλῶς, νὰ εἰσέρχονται (προσωρινῶς καὶ ὄχι μονίμως) καὶ ἐντὸς τοῦ χώρου ὑπάρξεως τῶν ἐν γένει ὑπαγγέλων (ἐν εἴδει ὑπαγγέλων καὶ ὑφυπαγγέλων), ἐκεῖνοι, ὅμως, εἴτε ἀδυνατοῦν εἴτε δυσκόλως ἐξέρχονται τοῦ οἰκείου τους χώρου (προσωρινῶς καὶ ὄχι μονίμως) πρὸς ὑπάντησιν τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι, ἀναμφισβήτητα, εἶναι τὰ ὑψηλότερα ὄντα τοῦ σύμπαντος μετὰ τὸν ὕψιστο θεό, οἱ πιὸ λεπτὲς καὶ αἰθέριες ὑπάρξεις κάτω ἀπὸ τὴ λεπτότατη ἁπασῶν θεία ὀντότητα, οἱ ὁποῖες ἱκανώνονται κατὰ χάριν νὰ θεωροῦν τὸ μυστικὸ πρόσωπο τοῦ ἀπροσίτου θεοῦ.

Καὶ ἡ συνδυαστικὴ ὕπαρξη τῆς ὑπαγγελικῆς ὑπέρφυσης, τῆς ὑπαγγελικῆς, δηλαδή, φύσης μὲ τὴν ὑφυπαγγελικὴ φύση, τεκμηριώνεται καὶ αὐτὴ μὲ βάση τὴ συμβολικὴ ἀξία ἀμφοτέρων, δεδομένου ὅτι καὶ οἱ δύο μοιράζονται μεταξύ τους τὴν ἀπεικόνιση τοῦ ἐγχώρου θεοῦ, ἡ μέν, ἡ ὑπαγγελική, ἀπεικονίζουσα τὸν ἄσαρκο (ἔκσαρκο) ἔγχωρο θεὸ καὶ ἡ δέ, ἡ ὑφυπαγγελική, τὸν ἔνσαρκο ἔγχωρο θεό.

Καὶ ἡ κατ' ἐπέκτασιν συνδυαστικὴ ὕπαρξη τῆς ἀγγελικῆς ἐφυπέρφυσης, τῆς ἀγγελικῆς, δηλαδή, μονόφυσης μὲ τὴν ὑπαγγελικὴ ὑπέρφυση, καὶ αὐτὴ δικαιολογεῖται βάσει τῆς συμβολικῆς τους ἀξίας, δεδομένου ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ ὅλα συνθέτουν ὡς μέρη τὴν καθολικὴ ἀπεικόνιση τοῦ θεοῦ, τὸ ἕνα, ἡ ἀγγελικὴ φύση, ἀπεικονίζοντας τὸν ἄχωρο (ἔκχωρο) θεό, καὶ τὸ ἄλλο, ἡ ὑπαγγελικὴ ὑπέρφυση, τὸν ἔγχωρο θεό.

Ἡ φύση τῶν ὑφυπαγγέλων, τῶν ἐνσάρκων, δηλονότι, κτιστῶν πνευμάτων, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, περιλαμβάνει δύο φυσικὰ εἴδη, τὸ ἔνθεο, ἀφενός, καὶ ἔνσαρκο μαζὶ κτιστὸ πνεῦμα, τὴν ψυχική, δηλαδή, φύση τοῦ θεοψυχανθρώπου, ἡ ὁποία ὑφίσταται συγχρόνως («ἐν ταὐτῷ») καὶ φυσικὴ αὔξηση καὶ ἀναβάθμιση, λόγῳ τῆς ἐνθεώσεώς της, ἐπειδή, δηλαδή, προσλαμβάνεται ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὴ θεία του φύση, καὶ φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση, λόγῳ τῆς συνενσαρκώσεώς της μαζὶ μὲ τὴν ἐμψυχωθεῖσα θεότητά του ἡ ὁποία τὴν προσέλαβε ὑποστατικῶς (προσωπικῶς), ἐπειδή, δηλαδή, μαζὶ μὲ τὴν καθ' ὑπόστασιν (κατὰ πρόσωπον) προσλαβοῦσα αὐτὴ (ἀλλ' ἀμείωτη φυσικῶς διαμείνασα) θεία φύση του, συμπροσλαμβάνει καὶ αὐτὴ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) τὴ σωματική του φύση, καὶ ἡ ὁποία αὐξητομείωτη ψυχικὴ φύση μεταδίδεται ἀπὸ τὸ θεοψυχάνθρωπο, ἔπειτα, ἀσφαλῶς, ἀπὸ τὴ θεία ἐνανθρώπησή του, καὶ στοὺς ψυχανθρώπους ἀπογόνους του, παρὰ τὸ ὅτι ἐκεῖνοι δὲν δύνανται νὰ ἔχουν θεία φύση ὅπως αὐτός, γιὰ τὸ δογματικὸ λόγο ποὺ ἔχουμε ἤδη ἐξηγήσει στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ μας ἔργου. Τὸ πρῶτο αὐτὸ καὶ ἀνώτερο φυσικὸ εἶδος τῆς ὑφυπαγγελικῆς φύσεως τὸ ὀνομάζουμε «πρῶτοι ὑφυπάγγελοι» ἢ ἀλλιῶς «θεῖοι ὑφυπάγγελοι» διότι πρόκειται γιὰ ψυχανθρώπους ἀπογόνους τῶν τριῶν θεοψυχανθρώπων.

Καὶ τὸ ἔνσαρκο, ἀφετέρου, κτιστὸ πνεῦμα, τὴν ψυχική, δηλαδή, φύση τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου, τοῦ προπάτορος Ἀδὰμ καὶ ὅλων ἡμῶν, ἡ ὁποία ὑφίσταται μόνο φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση, λόγῳ τῆς ἄνευ ἐνθεώσεως ἐνσαρκώσεώς της, ἐπειδή, δηλαδή, προσλαμβάνει, μόνο, ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) τὴν ἀδαμιαία σωματικὴ φύση, χωρὶς νὰ προσλαμβάνεται ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὴ θεία φύση. Τὸ δεύτερο καὶ κατώτερο αὐτὸ φυσικὸ εἶδος τὸ λέμε «δεύτεροι ὑφυπάγγελοι» ἢ ἀλλιῶς «ἀδαμιαῖοι ὑφυπάγγελοι» ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ ψυχανθρώπους ἀπογόνους τοῦ ψυχανθρώπου προπάτορος Ἀδάμ.

Στὰ πλαίσια, λοιπόν, τῆς ἀγγελικῆς ἐφυπερφύσεως σχηματίζεται ἡ ἀντεπιδεικτικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα «ἄγγελοι (ἀρχέτυπον) ὑπάγγελοι (ἔκτυπον) ὑφυπάγγελοι (ἀντίτυπον)», στὴν ὁποία μὲ ὁμοιωτικὴ ἀναγωγὴ τοῦ ἀντιτύπου τῶν ὑφυπαγγέλων πρὸς τὸ ἀρχέτυπο τῶν ἀγγέλων προκύπτει τὸ ἔκτυπο τῶν ὑπαγγέλων ὡς εἰκὼν τοῦ ἀγγελικοῦ ἀρχετύπου, ἐνῷ, στὰ πλαίσια τῆς ὑπαγγελικῆς ὑπερφύσεως, ἡ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη «ὑπάγγελοι (ἀρχέτυπον) θεῖοι ὑφυπάγγελοι (ἔκτυπον) ἀδαμιαῖοι ὑφυπάγγελοι (ἀντίτυπον)», ὅπου μὲ ὁμοιωτικὴ ἀναγωγὴ τοῦ ἀντιτύπου τῶν ἀδαμιαίων ὑφυπαγγέλων πρὸς τὸ ἀρχέτυπο τῶν ὑπαγγέλων προκύπτει τὸ ἔκτυπο τῶν θείων ὑφυπαγγέλων ὡς εἰκὼν τοῦ ὑπαγγελικοῦ ἀρχετύπου.

Σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν πρώτη ἐντελεχειακὴ τριάδα, καὶ τὰ τρία ἀντεπιδεικτικὰ μέλη της, καὶ ἡ ἀγγελικὴ φύση καὶ ἡ ὑπαγγελικὴ φύση καὶ ἡ ὑφυπαγγελικὴ φύση, διέπονται ἀπὸ σχέση φυσικῆς ἀνισότητος ἡ ὁποία εἶναι μεγαλύτερη μεταξὺ τοῦ πρώτου καὶ τῶν δύο τελευταίων μελῶν καὶ μικρότερη ἀνάμεσα στὰ δύο τελευταῖα μέλη.

Ἡ μέση ὑπαγγελικὴ φύση συνδυάζει τὸ ὡσεὶ ἄχωρον τῶν ἀγγέλων μὲ τὸ ἔνσαρκο ἔγχωρο τῶν ὑφυπαγγέλων διότι, ἀφενός, ὁ δικός της χῶρος ὑπάρξεως θεωρεῖται ὡς διακεκριμένος (ἡμιτελής), ἄρα καὶ ἡ δική της ἐγχώρηση ἀναλόγως ὡς διακεκριμένη (ἡμιτελής), καὶ ἐπειδή, ἀφετέρου, ἡ ἴδια ἀποτελεῖ τὴν ἄμεση φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση τῆς ἀγγελικῆς φύσεως, ἄρα, ἐμπεριέχει ἐν ἐγρηγόρσει τὴ φύση ποὺ πρόκειται νὰ μειωθεῖ καὶ νὰ ὑποβαθμισθεῖ περαιτέρω μὲ τὴν ἐνσάρκωση, ἤ, ἀλλιῶς, θεωρεῖται ὡς ἡ ἐν ἐγρηγόρσει ἐνσαρκούμενη φύση, χωρίς, βεβαίως, ἡ ἐνσάρκωση νὰ ἐνεργεῖται σὲ αὐτὴ τὴν ἴδια ἀλλὰ στὴν ἀμέσως κατώτερή της ὑφυπαγγελικὴ φύση ποὺ ἀποτελεῖ ἄμεσα τὴ δική της ἐν ἐνεργείᾳ φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση, ἐπειδή, δηλαδή, εὑρίσκεται σὲ κατάσταση ἐνσαρκωτικῆς ἑτοιμότητος.

Ἡ σάρξ, συνεπῶς, θεωρεῖται ὡς ὁ συγκεκριμένος (τέλειος) χῶρος ὑπάρξεως τῆς ὑφυπαγγελικῆς φύσεως καὶ ἡ ἐνσάρκωση τῆς ὑφυπαγγελικῆς φύσεως ὡς ἡ συγκεκριμένη (τελεία) ἐγχώρηση καὶ ἡ ἴδια ὡς ἡ ἐν ἐνεργείᾳ ἐνσαρκούμενη φύση, ἐνῷ, ὁ χῶρος ὑπάρξεως τῆς ἀγγελικῆς φύσεως ὡς ἀφῃρημένος (ἀτελής) καὶ ἡ ἐγχώρησή της ὡς ἀφῃρημένη (ἀτελής) καὶ ἡ ἴδια ὡς ἡ ἐν δυνάμει ἐνσαρκούμενη φύση, ἔμμεση φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἡ ὑφυπαγγελικὴ φύση, μέσῳ τῆς ὑπαγγελικῆς φύσεως.

Ὅσον ἀφορᾷ τὴ δεύτερη τριάδα, κατὰ μὲν τὴ φύση, μεταξύ, μέν, τοῦ πρώτου μέλους καὶ τῶν δύο τελευταίων μελῶν (δευτέρου καὶ τρίτου) διαπιστώνεται φυσικὴ ἀνισότητα, ἐπειδὴ τὸ πρῶτο, αὐτὸ καὶ μόνο, ἀποτελεῖ μία ἀνώτερη φύση, καὶ τὰ ἄλλα δύο (δεύτερο καὶ τρίτο) συναποτελοῦν μία κατώτερη φύση, ἀναμέσον, δέ, τῶν δύο τελευταίων μελῶν (δευτέρου καὶ τρίτου), φυσικὴ παρισότητα, διότι ἀμφότερα ἀποτελοῦν διάφορα φυσικὰ εἴδη στὰ ὅρια τῆς ἴδιας γενικῶς φύσεως.

Κατὰ δὲ τὴν ὑπόσταση (πρόσωπο), ὅταν, μέν, ὡς δεύτερο καὶ μέσο μέλος τάσσεται ὁ θεοψυχάνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) μὲ ψυχανθρώπινες προσμίξεις, καὶ μεταξὺ τοῦ μέσου μέλους (δευτέρου) καὶ ἑκάστου τῶν δύο ἀκραίων μελῶν (πρώτου καὶ τρίτου) ἀλλὰ καὶ ἀνάμεσα στὰ δύο ἀκραῖα μέλη (δεύτερο καὶ τρίτο) διαπιστώνεται ὑποστατικὴ (προσωπική) ἀνισότητα. Ὅταν, δέ, ὡς τοιοῦτο τάσσεται ὁ ψυχάνθρωπος ἀπόγονος τοῦ θεοψυχανθρώπου, καὶ γιὰ τὴν ὑπόσταση (πρόσωπο) ἰσχύουν τὰ ἴδια καὶ τὰ αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω γιὰ τὴ φύση.

Τὸ μέσο φυσικὸ εἶδος τῶν θείων ὑφυπαγγέλων, τῶν τριῶν, δηλαδή, θεοψυχανθρώπων καὶ τῶν ψυχανθρώπων ἀπογόνων τους, συνδυάζει τὸ ἄσαρκο ἔγχωρο τῶν ὑπαγγέλων μὲ τὸ ἔνσαρκο ἔγχωρο τῶν ἀδαμιαίων ὑφυπαγγέλων, διότι ἡ ψυχικὴ φύση τοῦ θεοψυχανθρώπου, λόγῳ τῆς ἐνθεώσεώς της, ὑφίσταται καὶ φυσικὴ αὔξηση καὶ ἀναβάθμιση ἡ ὁποία προστίθεται καὶ συντίθεται μαζὶ μὲ τὴ φυσικὴ μείωση καὶ ὑποβάθμιση ποὺ ἡ ἴδια ἐπίσης συγχρόνως ὑφίσταται λόγῳ τῆς συνενσαρκώσεώς της μαζὶ μὲ τὴν ἐμψυχωθεῖσα θεία φύση του, ποὺ σημαίνει ὅτι ἐκλεπτύνεται κατὰ τὸ φυσικό της ποιὸν ὥστε νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ ἔνσαρκο ἀδαμιαῖο ὑφυπαγγελικὸ ἀντίτυπο καὶ νὰ πλησιάζει πρὸς τὸ ἄσαρκο ὑπαγγελικὸ ἀρχέτυπό της, χωρίς, ὡστόσο, νὰ γίνεται κι αὐτὴ ἀσώματη ὅπως ἐκεῖνο.

Στὸ ἐρώτημα, λοιπόν, «ποιὰ εἶναι ἡ καθαρὴ φυσικὴ ὕπαρξη καὶ ἔκδοση τῆς κτιστῆς πνευματικῆς φύσης εἴτε τοῦ ἁπλοῦ προσλήπτορος εἴτε τοῦ προσλημματικοῦ (προσληπτοῦ) προσλήπτορος, τῆς ψυχικῆς, δηλονότι, φύσης», ἡ ἀπάντηση ἔχει ἤδη δοθεῖ. Εἶναι, ἐγγύς, μέν, σὲ ἄμεσο βαθμό, ἡ ὑπαγγελικὴ φύση, ἡ φύση τῶν ὑπαγγέλων, οἱ ὑπάγγελοι, μακράν, δέ, σὲ ἔμμεσο βαθμό, ἡ ἀγγελικὴ φύση, ἡ φύση τῶν ἀγγέλων, οἱ ἄγγελοι.

Ὥστε ἡ ὑπαγγελικὴ ὑπέρφυση, ἡ τριάδα «ὑπάγγελοι (ἀρχέτυπον) θεῖοι ὑφυπάγγελοι (ἔκτυπον) ἀδαμιαῖοι ὑφυπάγγελοι (ἀντίτυπον)», εἶναι ἡ φυσικὴ ὁμοταξία τῆς εὐρύτερης ψυχικῆς φύσεως τῶν ἐν γένει καὶ κατ' ἐπέκτασιν λεγομένων ὑπαγγέλων, συμπεριλαμβάνουσα τὶς δύο μικτὲς φυσικὲς ὑπάρξεις καὶ ἐκδόσεις της (φυσικὰ εἴδη) ποὺ ἀπὸ κοινοῦ συναποτελοῦν μία κατώτερη φύση, τὴν εὐρεῖα ψυχικὴ φύση τῶν ὑφυπαγγέλων, μαζὶ μὲ τὴ μία καθαρὴ φυσική της ὕπαρξη καὶ ἔκδοση ποὺ αὐτὴ καὶ μόνη ἀποτελεῖ μία ἀνώτερη φύση, τὴ φύση τῶν ἐν εἴδει καὶ κατεξοχὴν καλουμένων ὑπαγγέλων. Καὶ γι' αὐτὸ ὀνομάζεται ἀλλιῶς καὶ «ψυχικὴ ὑπέρφυση». Ἄρα, ὡς εὐρύτατη ψυχικὴ φύση τῶν καθόλου ὀνομαζομένων ἀγγέλων ἐκλαμβάνεται ὅλη ἡ φυσικὴ συνομοταξία τῶν κτιστῶν πνευμάτων, ἡ ἀγγελικὴ ἐφυπέρφυση.

Ἡ ἀγγελικὴ μονόφυση παρουσιάζει στὸ ἐσωτερικό της ταξινόμηση ἀνάλογη μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ταξινόμηση τῆς ἀγγελικῆς ἐφυπέρφυσης ἡ ὁποία διαιρεῖται σὲ ἀγγελικὴ μονόφυση καὶ σὲ ὑπαγγελικὴ ὑπέρφυση ποὺ ὑποδιαιρεῖται σὲ ὑπαγγελικὴ φύση καὶ σὲ ὑφυπαγγελικὴ φύση, νοεῖται, δηλαδή, καὶ αὐτὴ ἀναλόγως ὡς ἐφυπέρταξη διαιρούμενη σὲ ἀγγελικὴ μονόταξη, τὴν ἀνώτατη ἀγγελικὴ τάξη, καὶ σὲ ἀγγελικὴ ὑπέρταξη, ἡ ὁποία ὑποδιαιρεῖται σὲ μέση ἀγγελικὴ τάξη καὶ σὲ κατώτατη ἀγγελικὴ τάξη. Αὐτὴ καὶ μόνη, μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἀγγελικὴ μονόφυση ἀποτελεῖ μία ἐφυπέρφυση σὲ σμίκρυνση ἢ μικρογραφία ποὺ λέγεται ἐφυπέρταξη (ἐπηυξημένη ὑπέρταξη).

Ἐν προκειμένῳ, ἡ καινορθόδοξη ἐντελεχειακὴ θεολογία καὶ γνωσιολογία ἐπαληθεύει ὡς ὀρθὴ τὴν ταξινόμηση τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων σὲ τρεῖς τάξεις ἡ ὁποία παραδίδεται σὲ θεολογικὸ σύγγραμμα ἐπ' ὀνόματι τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, πλήν, ὅμως, σὲ αὐτὸ δὲν γίνεται πουθενὰ λόγος γιὰ τὴν τριάδα τῆς ὑπαγγελικῆς ἢ ψυχικῆς ὑπέρφυσης («ὑπάγγελοι θεῖοι ὑφυπάγγελοι ἀδαμιαῖοι ὑφυπάγγελοι)» ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται ὡς ἡ τέταρτη τάξη τῶν κτιστῶν πνευμάτων, ἐν μέρει ἀσώματη καὶ ἐν μέρει ἐνσώματη.

Ἀλλὰ γιὰ τὰ ἀσώματα κτιστὰ πνεύματα τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ὑπαγγέλων θὰ κάνουμε ἐπιπλέον λόγο καὶ στὴν οἰκεῖα ἑνότητα. Αὐτό, ὅμως, ποὺ πρέπει ἐδῶ νὰ συνειδητοποιήσουμε εἶναι ὅτι ἐμεῖς, οἱ ἀδαμιαῖοι ἐνσώματοι ὑφυπάγγελοι, κατέχουμε τὴν τελευταία θέση στὴν ὅλη κατάταξη τῶν κτιστῶν πνευμάτων, ὅτι εἴμασθε τὰ κατώτατα, τὰ ἔσχατα κτιστὰ πνεύματα τῆς θείας δημιουργίας.

Σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν ἄκτιστη καὶ θεία πνευματικὴ φύση τοῦ προσλήπτορος, αὐτή, ἀσφαλῶς, δύναται νὰ εἶναι ἀπολύτως καὶ μόνο προσληπτορικὴ καὶ ὄχι καὶ προσλημματικὴ καὶ προσληπτορικὴ μαζί, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ θεὸς δὲν δύναται νὰ διατελεῖ ὡς κατὰ συμμεσότητα μεσαίτιος (αἰτιατὸς αἴτιος, μικτὸς αἴτιος, μιξαίτιος) προσληπτὸς προσλήπτωρ, καὶ προσλαμβανόμενος, δηλαδή, καὶ συμπροσλαμβάνων (μαζὶ μὲ τὸν προσλήπτορά του) ὑποστατικῶς (προσωπικῶς), ἀλλὰ μόνο ὡς πρωταίτιος (αἴτιος, καθαρὸς αἴτιος, αὐταίτιος) ἀπρόσληπτος προσλήπτωρ, προσλαμβάνοντας, μόνο, χωρὶς νὰ προσλαμβάνεται ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ κανέναν ἀπολύτως ἄλλο φυσικῶς ἀνώτερό του.

Καὶ γιὰ τὸ δογματικὸ λόγο ποὺ ἐξηγήσαμε παραπάνω ἡ θεία φύση, παρότι διατελεῖ καὶ ἄχωρη (ἔκχωρη) καὶ ἄσαρκη (ἔκσαρκη) ἔγχωρη καὶ ἔνσαρκη ἔγχωρη, διαμένει ἀδιαίρετη, ἀναυξομείωτη, οὔτε μειωνόμενη οὔτε αὐξανόμενη, καὶ ὅλως ἄτρεπτη. Καὶ γι' αὐτὸ δὲν ὑφίστανται πολλὲς καὶ διαφορετικὲς χωριστὲς θείες φύσεις, μία ἄχωρη θεότητα, ἄλλη ἄσαρκη ἔγχωρη θεότητα καὶ ἕτερη ἔνσαρκη ἔγχωρη θεότητα, ἀλλὰ πολλὲς καὶ διαφορετικὲς ἀσύγχυτα σύνθετες μεταξύ τους φυσικὲς ὄψεις τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς καὶ τῆς ἰδίας ἀκριβῶς καὶ τῆς μόνης καὶ τῆς ὅλης θείας φύσεως οἱ ὁποῖες καλοῦνται θεῖες φυσικὲς ἕξεις ἢ θεῖες φυσικὲς καταστάσεις καὶ σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ὁποῖες ἡ θεία φύση καὶ ἑκάστη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) ἡ ὁποία κατέχει καὶ διαχειρίζεται ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ὁλόκληρη τὴ θεία ἐνέργεια ἐπιγινώσκεται συγχρόνως, ἀδιαιρέτως, ἀναυξομειώτως καὶ ὅλως ἀτρέπτως ὑπάρχουσα (συναίρεση τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων κατὰ τὸ χρόνο ἐπιγνώσεώς τους). Στὴ θεία, δηλαδή, φύση, ἡ διαφορετικὴ φύση γίνεται καὶ νοεῖται ὡς διαφορετικὴ φυσικὴ ὄψη ἢ ἕξη ἢ κατάσταση τῆς αὐτῆς καὶ τῆς ἰδίας ἀκριβῶς φύσεως.

Ἡ κατὰ σύμπτυξιν τριαδικὴ μορφὴ τῆς ἐντελεχείας τῶν θείων φυσικῶν καταστάσεων εἶναι αὐτὴ ποὺ προαναφέρθηκε, ἡ ἀντεπιδεικτικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα «ἄχωρος ἢ ἔκχωρος θεὸς (ἀρχέτυπον) ἄσαρκος ἢ ἔκσαρκος ἔγχωρος θεὸς (ἔκτυπον) ἔνσαρκος ἔγχωρος θεὸς (ἀντίτυπον)». Τὰ δύο πρῶτα θεῖα φυσικὰ ἰδιώματα τοῦ ἀχώρου θεοῦ καὶ τοῦ ἀσάρκου ἐγχώρου θεοῦ ἔχουν ἀμφότερα διπλῆ διατύπωση, τὸ μέν, πρὶν τὴ θεία ἐγχώρηση καλούμενο «ἄχωρον» καὶ μετὰ τὴ θεία ἐγχώρηση μετακαλούμενο ὡς «ἔκχωρον» καὶ ἀντιτιθέμενο ἐννοιολογικῶς πρὸς τὸ «ἀπόχωρον», τὸ δέ, πρὶν τὴ θεία ἐνσάρκωση ὀνομαζόμενο «ἄσαρκον» καὶ μετὰ τὴ θεία ἐνσάρκωση μετονομαζόμενο σὲ «ἔκσαρκον» καὶ ἀντιτιθέμενο κι αὐτὸ ἐννοιολογικῶς πρὸς τὸ «ἀπόσαρκον».

Ὁ δογματικὸς ὅρος «ἔκχωρος» συσχετίζεται ἐννοιολογικῶς μαζὶ μὲ τὸ δογματικὸ ὅρο «ἔγχωρος» καὶ ἀμφότεροι συνθέτουν τὸ δογματικὸ ὅρο «ἐξέγχωρος», τουτέστι καὶ ἔγχωρος καὶ ἔκχωρος μαζί, ὁ ὁποῖος ὑποδηλώνει τὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) ὡς κατέχουσα καὶ διαχειριζόμενη ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ὁλόκληρη τὴ θεία ἐνέργεια καὶ ταυτοχρόνως (κατὰ συναίρεση ἰδιωμάτων) εὑρισκόμενη καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ κτιστοῦ χώρου, χωρὶς νὰ ἀποχωρεῖ καὶ νὰ ἐπανεγχωρεῖ ἐναλλάξ, νὰ μπαινοβγαίνει, δηλαδή, διαδοχικὰ μέσα κι ἔξω ἀπ' αὐτὸν (κατὰ μεθαίρεση ἰδιωμάτων) καὶ χωρὶς νὰ μοιράζεται τὶς θεῖες φυσικὲς καταστάσεις τοῦ ἀχώρου καὶ τοῦ ἐγχώρου μὲ μία ἄλλη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), μένοντας ἡ μία σταθερὰ ἄχωρος καὶ ἡ ἄλλη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) σταθερὰ ἔγχωρος (κατὰ διαίρεση ἰδιωμάτων).

Οἱ τοιοῦτοι δογματικοὶ ὅροι διακρίνονται τόσο πρὸς τὸ δογματικὸ ὅρο «ἄχωρος», ὁ ὁποῖος, κατ' ἀκρίβειαν, ὑποδηλώνει τὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) πρὶν εἰσέλθει γιὰ πρώτη φορὰ στὸν κτιστὸ χῶρο, ὅσο καὶ πρὸς τὸ δογματικὸ ὅρο «ἀπόχωρος», ὁ ὁποῖος ὑποδηλώνει τὴν τοιαύτη στὴν ὑποθετική, μόνο, περίπτωση ποὺ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν κτιστὸ χῶρο προκειμένου νὰ παραμείνει μέσα στὴ θεία ἀχωρία. Ἀλλ' ὁ «ἀπόχωρος» ἐννοεῖται καὶ μὲ τὸν ὅρο «ἄχωρος».

Ἀναλόγως ἔχουν καὶ οἱ παρόμοιοι δογματικοὶ ὅροι «ἔνσαρκος», «ἔκσαρκος», «ἐξένσαρκος», «ἄσαρκος» καὶ «ἀπόσαρκος», δεδομένου ὅτι ἡ σὰρξ (ὅρος ποὺ ὑποδηλώνει κατὰ συνεκδοχὴ καὶ τὴ σαρκικὴ καὶ τὴν ψυχικὴ φύση μαζί) ἀποτελεῖ τὸν συγκεκριμένο καὶ τέλειο χῶρο καὶ ἡ ἐνσάρκωση (ὅρος ποὺ ὑποδηλώνει συνεκδοχικὰ καὶ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὴν ἐμψύχωση μαζί) τὴ συγκεκριμένη καὶ τελεία ἐγχώρηση. Μὲ αὐτὴ τὴ λογική, ὁ ἄσαρκος (ἔκσαρκος) ἔγχωρος θεὸς θεωρεῖται «ὡσεὶ ἄχωρος (ἔκχωρος)», σὰν νὰ εἶναι ἄχωρος (ἔκχωρος), καὶ ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ ἀχώρου (ἐκχώρου) θεοῦ.

Ἡ δὲ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη «συναίρεση φυσικῶν ἰδιωμάτων (ἀρχέτυπον) μεθαίρεση φυσικῶν ἰδιωμάτων (ἔκτυπον) διαίρεση φυσικῶν ἰδιωμάτων (ἀντίτυπον)» γνωστή, ἤδη, ἀπὸ προηγούμενες δημοσιεύσεις μας, εἶναι ἀπὸ θεολογικὴ καὶ δογματολογικὴ ἄποψη σημαντικὴ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ λόγου γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἄκτιστη φύση διαμένει ἀναυξομείωτος παρὰ τὴν ἐγχώρηση καὶ τὴν ἐνσάρκωσή της, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν αὐξητομείωτη κτιστὴ φύση.

«Συναίρεση ἰδιωμάτων» (ἀπὸ τὴν πρόθεση «συν» καὶ τὸ ῥήμα «αἱρεῖσθαι», ἐν προκειμένῳ μὲ τὴ σημασία τοῦ «λαμβάνειν») σημαίνει «ὁμοῦ ἀντίληψη» τῶν διαφορετικῶν καὶ ἀντιθέτων φυσικῶν ἰδιωμάτων (τὸ ἕνα ἰδίωμα «σὺν τῷ ἄλλῳ») κατὰ τὸ χρόνο ἐπιγνώσεώς τους, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ταυτόχρονη ἐπίγνωσή τους. Εὐνόητον ὅτι κατ' αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ φύση τους τὰ ἰδιώματα νοοῦνται ὡς ἀσυναίρετα καὶ ἀσύγχυτα μεταξύ τους.

Ἡ συναίρεση τῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων γίνεται στὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ ἀποδίδεται μὲ τὴ μαθηματικὴ πράξη «-1+1=0», ὅπου τὸ «-1» σημαίνει «φυσικὴ μείωση», τὸ «+1» σημαίνει «φυσικὴ αὔξηση» καὶ τὸ «0» σημαίνει «μηδενικὴ πραγματικὴ φυσικὴ μείωση καὶ αὔξηση». Ἐπὶ παραδείγματι, μὲ τὸ «-1» ἀποδίδεται τὸ ἁπλὸ ἰδίωμα «ἔγχωρος», μὲ τὸ «+1» τὸ ἁπλὸ ἰδίωμα «ἔκχωρος» καὶ μὲ τὸ «-1+1=0» τὸ σύνθετο ἰδίωμα «ἐξέγχωρος».

Ἄρα, «μεθαίρεση ἰδιωμάτων» σημαίνει «ἐναλλὰξ ἀντίληψη» τῶν διαφορετικῶν καὶ ἀντιθέτων φυσικῶν ἰδιωμάτων (τὸ ἕνα ἰδίωμα «μετὰ τὸ ἄλλο») κατὰ τὸ χρόνο ἐπιγνώσεώς τους. Γίνεται κι αὐτὴ στὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ ὑπόσταση (πρόσωπο), ὅπως καὶ ἡ συναίρεση, ἀποδίδεται μὲ τὴ μαθηματικὴ παράσταση «-1/+1» καὶ σαφῶς συνεπάγεται πραγματικὴ φυσικὴ μείωση καὶ πραγματικὴ φυσικὴ αὔξηση σὲ ἀλληλοδιαδοχικὴ σχέση μεταξύ τους. Ἐπὶ παραδείγματι, μὲ τὸ «-1» ἀποδίδεται τὸ ἁπλὸ ἰδίωμα «ἔγχωρος» καὶ μὲ τὸ «+1» τὸ ἁπλὸ ἰδίωμα «ἄχωρος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «ἀποχώρου».

Καὶ «διαίρεση ἰδιωμάτων» σημαίνει «διχοῦ ἀντίληψη» τῶν διαφορετικῶν καὶ ἀντιθέτων φυσικῶν ἰδιωμάτων κατὰ τὸ χρόνο ἐπιγνώσεώς τους. Γίνεται μεταξὺ δύο ὑποστάσεων (προσώπων) ποὺ μοιράζονται τὰ ἰδιώματα μεταξύ τους, ἀποδίδεται μὲ τὴ μαθηματικὴ παράσταση «-1___0» καὶ συνεπάγεται γιὰ τὴ μία ὑπόσταση (πρόσωπο) μηδενικὴ πραγματικὴ φυσικὴ μείωση καὶ γιὰ τὴν ἄλλη ὑπόσταση (πρόσωπο) πραγματικὴ φυσικὴ μείωση.

Ἐπὶ παραδείγματι, μὲ τὸ «0» ἀποδίδεται τὸ ἁπλὸ ἰδίωμα «ὡσεὶ ἄχωρος» (ἄγγελοι) καὶ μὲ τὸ «-1» τὸ ἁπλὸ ἰδίωμα «ἔγχωρος» (ἐν γένει ὑπάγγελοι), ἀλλ' ἐν προκειμένῳ, ἐννοεῖται, σὲ σχετικὸ καὶ ὄχι σὲ ἀπόλυτο βαθμό, χωρίς, δηλαδή, νὰ ληφθεῖ ὑπόψει ἡ ἐκ φύσεως μείωση τῆς ἀγγελικῆς φύσεως λόγῳ τῆς κτιστότητός της, δεδομένου ὅτι οἱ ἄγγελοι εἶναι κι αὐτοὶ ἄσαρκα ἔγχωρα κτιστὰ πνεύματα, ὑπάρχοντες, μέν, στὴν ἐκλεπτυσμένη χωρικὴ ζώνη, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἐντὸς τοῦ κτιστοῦ χώρου.

Καθεμία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), καὶ ὁ θεὸς πατὴρ καὶ ὁ θεὸς υἱὸς καὶ ὁ θεὸς παῖς, ἐπειδὴ κατέχει ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ὁλόκληρη τὴ θεία ἐνέργεια, ἐπιγινώσκεται ὑποχρεωτικὰ καὶ ἀναπόφευκτα εὑρισκόμενη συγχρόνως, ἀδιαιρέτως καὶ ἀτρέπτως σὲ καθεμία ἀπὸ τὶς τρεῖς τοιαῦτες θεία φυσικὴ κατάσταση, κάνοντας στὸ ἰδιαίτερο θεῖο πρόσωπό της συναίρεση τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων κατὰ τὸ χρόνο ἐπιγνώσεώς τους.

Δὲν μοιράζονται οἱ τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) μεταξύ τους τὶς τρεῖς αὐτὲς θεῖες φυσικὲς καταστάσεις, ὑπάρχοντας, δῆθεν, ἡ μία ὡς ἄχωρη, ἡ ἄλλη ὡς ἄσαρκη ἔγχωρη καὶ ἡ ἕτερη ὡς ἔνσαρκη ἔγχωρη, διότι δὲν μοιράζονται τὴ θεία οὐσία καὶ τὴ θεία ἐνέργεια ὥστε νὰ εἶναι φύσει δυνατὸ νὰ μοιράζονται καὶ τὶς θεῖες φυσικὲς καταστάσεις, ἀλλ' ἑκάστη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) κατέχει καὶ διαχειρίζεται ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ὁλόκληρη τὴ θεία ἐνέργεια, ἄρα, ἑκάστη εὑρίσκεται καὶ σὲ ἑκάστη θεία φυσικὴ κατάσταση.

Ὅποιος, συνεπῶς, ὑποστηρίζει τὴ διανομὴ τῶν θείων φυσικῶν καταστάσεων μεταξὺ τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων (προσώπων) ὑποστηρίζει ἀναπόφευκτα καὶ τὴ διανομὴ τῆς θείας οὐσίας καὶ τῆς θείας ἐνεργείας μεταξὺ τῶν τοιούτων, ὅτι δῆθεν, δηλαδή, ὑφίστανται τρία θεῖα οὐσιαστικὰ ἄτομα καὶ τρία ἐνδιάθετα σὲ αὐτὰ θεῖα ἐνεργειακὰ ἄτομα κατεχόμενα καὶ διαχειριζόμενα, τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἕνα θεῖο πρόσωπο, τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸ ἄλλο θεῖο πρόσωπο καὶ τὸ ἕτερο ἀπὸ τὸ ἕτερο θεῖο πρόσωπο, τὰ ὁποῖα ἄτομα δύνανται νὰ συντίθενται εἴτε κατὰ κρᾶσιν εἴτε κατὰ μῖξιν μεταξύ τους σὲ ἕνα σύνθετο εἴτε σύγκραστο εἴτε σύμμικτο θεῖο οὐσιαστικὸ καὶ ἐνεργειακὸ ἄτομο, ὄντας, ἀσφαλῶς, κακόδοξος καὶ αἱρετικός.

Καὶ ἐπιπλέον, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὑποστηρίζει ἀναπόφευκτα καὶ τὸ αὐξομείωτο καὶ τρεπτὸ τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας, διότι, ἂν ἡ θεία οὐσία καὶ ἐνέργεια διανέμεται σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς οὐσιαστικὰ καὶ ἰσάριθμα καὶ ἐνδιάθετα σὲ αὐτὰ ἐνεργειακὰ ἄτομα, τότε ἀναπόφευκτα καὶ μειώνεται καὶ ὑποβαθμίζεται ὅταν ἐγχωρεῖ καὶ ὅταν ἐνσαρκώνεται καὶ αὐξάνεται καὶ ἀναβαθμίζεται σὲ περίπτωση ἀποχώρησης καὶ ἀποσάρκωσης. Καὶ πάλι τεκμαίρεται τὸ ἀχώριστο τῆς θείας τριάδος καὶ στὴν ἔνσαρκη θεία οἰκονομία ἢ ἀλλιῶς θεία ἐνανθρώπηση, ὅτι δηλαδὴ καὶ τὰ τρία θεῖα πρόσωπα ἔγιναν θεοψυχάνθρωποι.

Ὁ ἀνατολικὸς καὶ δυτικὸς χριστιανισμὸς ἐξέφρασε, ἐν προκειμένῳ, ἕνα περισσότερο ἄτοπο δόγμα, ὅτι δῆθεν ὁ θεὸς πατὴρ καὶ ὁ θεὸς παῖς εὑρίσκονται ἕκαστος μόνο στὶς δύο πρῶτες θεῖες φυσικὲς καταστάσεις, συγχρόνως καὶ ὡς ἄχωρος (ἔκχωρος) θεὸς καὶ ὡς ἄσαρκος (ἔκσαρκος) ἔγχωρος θεός, χωρίς, ὅμως, ἕκαστος ἐξ αὐτῶν νὰ εὑρίσκεται καὶ στὴν τρίτη θεία φυσικὴ κατάσταση, συγχρόνως καὶ ὡς ἔνσαρκος ἔγχωρος θεός, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ θεὸ υἱὸ ποὺ εὑρίσκεται καὶ στὶς τρεῖς θεῖες φυσικὲς καταστάσεις, συγχρόνως καὶ ὡς ἄχωρος (ἔκχωρος) καὶ ὡς ἄσαρκος (ἔκσαρκος) ἔγχωρος καὶ ὡς ἔνσαρκος ἔγχωρος θεός.

Πρόκειται γιὰ ἀπερίσκεπτη κακοδοξία ἡ ὁποία εἰσάγει διανομὴ τῶν τριῶν θείων φυσικῶν καταστάσεων μεταξὺ τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων (προσώπων), ποὺ σημαίνει ὅτι εἰσάγει ἀναπόφευκτα καὶ διανομὴ τῆς θείας οὐσίας καὶ τῆς θείας ἐνεργείας μεταξὺ τῶν τοιούτων, ἄσχετα ἂν αὐτὸ ἀρνεῖται νὰ τὸ παραδεχθεῖ καὶ νὰ τὸ ὁμολογήσει καθαρά.

Στὴν περίπτωση, ὅμως, ποὺ ἕκαστο θεῖο πρόσωπο κατέχει καὶ διαχειρίζεται ἕνα μόνο μέρος καὶ ὄχι τὸ ὅλο τῆς θείας οὐσίας καὶ τῆς θείας ἐνεργείας δὲν δύναται νὰ ἐπιτυγχάνει τὴ συναίρεση τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων καὶ ἐξαιτίας αὐτῆς νὰ εὑρίσκεται συγχρόνως καὶ στὶς τρεῖς ἢ καὶ στὶς δύο ἀπὸ τὶς τρεῖς θεῖες φυσικὲς καταστάσεις ἀλλὰ κάθε στιγμὴ σὲ μία μόνο ἀπ' αὐτές, εἴτε στὴν πρώτη εἴτε στὴ δεύτερη εἴτε στὴν τρίτη, καὶ προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τὸ συνδυασμὸ καὶ τῶν τριῶν ἢ τῶν δύο ἐκ τῶν τριῶν θὰ πρέπει νὰ κάνει μεθαίρεση τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων μεταβαίνοντας ἐναλλὰξ ἀπὸ τὴ μία θεία φυσικὴ κατάσταση στὴν ἄλλη, ἡ ὁποία, πλέον, δὲν θὰ εἶναι διαφορετικὴ θεία φυσικὴ κατάσταση ἀλλὰ διαφορετικὴ θεία φύση, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἐν λόγῳ κακοδοξία εἰσάγει ἀναπόφευκτα στὴ θεότητα καὶ τὸ αὐξομείωτο καὶ τὴ φυσικὴ μετάλλαξη ἀπὸ τὴ μία θεία φύση στὴν ἄλλη.

Στὸ ἐρώτημα, λοιπόν, «γιὰ ποιὸ λόγο ἡ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) δύναται νὰ εὑρίσκεται συγχρόνως καὶ στὶς τρεῖς θεῖες φυσικὲς καταστάσεις», ἡ ἀπάντηση εἶναι ἐπειδὴ δύναται νὰ κάνει συναίρεση τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων, καὶ στὸ διαδοχικὸ ἐρώτημα «καὶ γιὰ ποιὸ λόγο ἡ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) δύναται νὰ κάνει συναίρεση τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων», ἡ ἀπάντηση εἶναι διότι κατέχει καὶ διαχειρίζεται ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ὁλόκληρη τὴ θεία ἐνέργεια, ἄρα, τὶς κατέχει καὶ τὶς διαχειρίζεται καὶ σὲ ὅλες τὶς θεῖες φυσικὲς καταστάσεις.

Ἄν, ἑπομένως, σὲ μία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) διαπιστώνεται ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ ἀσύγχυτη σύνθεση ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν θείων φυσικῶν καταστάσεων, αὐτὸ σημαίνει ὅτι αὐτὴ κατέχει καὶ διαχειρίζεται ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ὁλόκληρη τὴν ἐνδιάθετη σὲ αὐτὴ θεία ἐνέργεια (καὶ ὅλη τὴν ἐκ τῆς ἐνδιαθέτου ἐξαγόρευτη καὶ ὅλη τὴν ἐξ ἐκείνης ὑπαγόρευτη), ἐάν, ὅμως, ἐλλείπει ἔστω καὶ μία θεία φυσικὴ κατάσταση, δὲν κατέχει καὶ δὲν διαχειρίζεται ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ἐνέργεια ἀλλὰ μέρος αὐτῆς.

Μὲ βάση τὴν «τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῆς νομῆς τῆς εὐρείας φύσεως ἢ ἁπλῶς φύσεως», τὴν τριάδα, δηλαδή, «φύσις (ἀρχέτυπον) φυσικὸν εἶδος (ἔκτυπον) φυσικὸν ἄτομον (ἀντίτυπον)», ὅταν λέμε κατοχὴ καὶ διαχείριση ὁλόκληρης τῆς οὐσίας ἀπὸ μία ὑπόσταση (πρόσωπο), ἐννοοῦμε κατοχή, ἀφενός, καὶ διαχείριση ὅλης τῆς φυσικῆς ἀρτιότητος καὶ κατοχή, ἀφετέρου, καὶ διαχείριση ὅλης τῆς φυσικῆς ἀτομικότητος, ἡ ὁποία κατοχὴ καὶ διαχείριση ὑποδιακρίνεται ἀναλόγως πρὸς τὴν ὑποδιάκριση τῆς φυσικῆς ἀτομικότητος, πρῶτον, σὲ κατοχὴ καὶ διαχείριση ὅλης τῆς ἀτομικότητος τοῦ φυσικοῦ εἴδους, ὅλης τῆς νομῆς τοῦ φυσικοῦ εἴδους σὲ φυσικὰ ἄτομα (φυσικὸν εἶδος φυσικὸν ἄτομον), ὅλων, δηλαδή, τῶν μερικῶν φυσικῶν ἀτόμων μαζὶ ὑπὸ τὴ μορφὴ ἑνὸς καθολικοῦ φυσικοῦ ἀτόμου, καὶ δεύτερον, σὲ κατοχὴ καὶ διαχείριση ὅλης τῆς ἀτομικότητος τῆς φύσεως, ὅλης τῆς νομῆς τῆς φύσεως σὲ φυσικὰ εἴδη (φύσις φυσικὸν εἶδος), ὅλων, δηλαδή, τῶν μερικῶν φυσικῶν εἰδῶν μαζὶ ὑπὸ τὴ μορφὴ ἑνὸς καθολικοῦ φυσικοῦ εἴδους.

Ἐπὶ παραδείγματι, ὅσον ἀφορᾷ τὴν ὑφυπαγγελικὴ φύση, κατοχὴ καὶ διαχείριση ὅλης τῆς φυσικῆς ἀρτιότητος σημαίνει νὰ μὴν ἐλλείπει κάποια ψυχικὴ λειτουργία ἀπὸ τὸ ψυχικὸ πνεῦμα, νὰ ἔχει, δηλαδή, νοῦ, νόηση, βούληση κ.λ.π., κατοχὴ καὶ διαχείριση ὅλης τῆς ἀτομικότητος τοῦ φυσικοῦ εἴδους σημαίνει νὰ μὴν ὑπάρχουν πλείονα τοῦ ἑνὸς θεῖα ἢ ἀδαμιαῖα ψυχικὰ πνεύματα ἀλλ' ἕνα μόνο καὶ τὸ αὐτὸ θεῖο ἢ ἀδαμιαῖο ψυχικὸ πνεῦμα καὶ κατοχὴ καὶ διαχείριση ὅλης τῆς ἀτομικότητος τῆς φύσεως σημαίνει νὰ μὴν ὑπάρχει ἡ διαφοροποίηση σὲ θεῖο καὶ σὲ ἀδαμιαῖο ψυχικὸ πνεῦμα ἀλλὰ νὰ ὑπάρχει ἕνα μόνο καὶ τὸ αὐτὸ ψυχικὸ πνεῦμα δύο διαφόρων ὄψεων. Τὰ δύο τελευταῖα, ἡ κατοχὴ ὅλης τῆς ἀτομικότητος τοῦ φυσικοῦ εἴδους καὶ ὅλης τῆς ἀτομικότητος τῆς φύσεως εἶναι, ἀσφαλῶς, φύσει ἀδύνατα γιὰ τὴν ὑφυπαγγελικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο).

Ἀναλόγως ἔχουμε, ὅσον ἀφορᾷ τὴν κτιστὴ πνευματικὴ φύση, καὶ μὲ βάση τὴν «τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῆς νομῆς τῆς εὐρυτέρας φύσεως ἢ ὑπερφύσεως», τὴν τριάδα, δηλαδή, «ὑπέρφυσις (ἀρχέτυπον) φύσις (ἔκτυπον) φυσικὸν εἶδος», καὶ μὲ βάση τὴν «τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῆς νομῆς τῆς εὐρυτάτης φύσεως ἢ ἐφυπερφύσεως», τὴν τριάδα, δηλαδή, «ἐφυπέρφυσις (ἀρχέτυπον) μονόφυσις ἢ ὑπέρφυσις (ἔκτυπον) φύσις (ἀντίτυπον)», ἡ ὁποία, ἐφαρμοζόμενη στὴν ἄκτιστη πνευματικὴ φύση, λόγῳ τοῦ ἀνεμήτου τῆς θείας οὐσίας καὶ τῆς ἐξαιτίας αὐτοῦ συναιρέσεως τῶν θείων φυσικῶν ἰδιωμάτων καὶ τοῦ ἐξαιτίας αὐτῆς ἀναυξομειώτου τῆς θείας οὐσίας, τροποποιεῖται ὡς «ἐφυπερφυσιακὴ κατάστασις (ἀρχέτυπον) μονοφυσιακὴ ἢ ὑπερφυσιακὴ κατάστασις (ἔκτυπον) φυσικὴ κατάστασις (ἀντίτυπον)».

Ὅσο, λοιπόν, ἀφορᾷ τὴ θεία φύση, ἡ ἔννοια τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως ὁλόκληρης τῆς θείας οὐσίας ἀπὸ τὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) δὲν γίνεται ἀντιληπτὴ μόνο ὡς κατοχὴ καὶ διαχείριση ὅλης τῆς θείας φυσικῆς ἀρτιότητος ἀλλὰ καὶ ὡς κατοχὴ καὶ διαχείριση ὅλης τῆς θείας φυσικῆς ἀτομικότητος. Καὶ κατοχὴ καὶ διαχείριση ὅλης τῆς θείας φυσικῆς ἀτομικότητος σημαίνει κατοχὴ καὶ διαχείριση ὄχι μόνο ὅλης τῆς ἀτομικότητος τοῦ θείου φυσικοῦ ἀτόμου ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ἀτομικότητος τῆς θείας φυσικῆς καταστάσεως στὴν ὁποία τὸ θεῖο φυσικὸ ἄτομο ὑπάρχει.

Διότι θὰ μποροῦσε κάποιος, ἐν προκειμένῳ, νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἔστω καὶ σὲ μία ἀπὸ τὶς τρεῖς θεῖες φυσικὲς καταστάσεις νὰ κατέχει καὶ νὰ διαχειρίζεται τὴ θεία οὐσία μία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), στὴ θεία αὐτὴ φυσικὴ κατάσταση ποὺ τὴν κατέχει καὶ τὴ διαχειρίζεται, τὴν κατέχει καὶ τὴ διαχειρίζεται ἀτομικῶς ὁλόκληρη ὡς ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ θεῖο οὐσιαστικὸ ἄτομο χωρὶς ἡ ἀρτιότητά της νὰ ἐπαναλαμβάνεται σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς θεῖα οὐσιαστικὰ ἄτομα.

Ἡ ἔννοια, ὅμως, τῆς τοιαύτης ὁλοκλήρου κατοχῆς καὶ διαχειρίσεώς της κατανοεῖται μεμονωμένα καὶ ἀσυνάρτητα, μόνο ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως ὅλης τῆς ἀτομικότητος τοῦ θείου φυσικοῦ ἀτόμου καὶ χωρὶς νὰ συναρτᾶται συγχρόνως μὲ τὴν ἄλλη ἄποψη τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως ὅλης τῆς ἀτομικότητος τῆς θείας φυσικῆς καταστάσεως. Προκειμένου, δηλαδή, νὰ θεωρηθεῖ ὡς ὁλόκληρη ἡ κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς ἀτομικότητος τῆς θείας οὐσίας ἀπὸ μία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴ διαχειρίζεται ἀδιαιρέτως καὶ ἀνεπαναλήπτως ὡς ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ θεῖο οὐσιαστικὸ ἄτομο ἔστω σὲ μία μόνο θεία φυσικὴ κατάσταση ἀλλὰ θὰ πρέπει τὸ ἴδιο ἀκριβῶς νὰ ἰσχύει καὶ νὰ διαπιστώνεται καὶ νὰ ἐπαληθεύεται συγχρόνως σὲ καθεμία ἐπιγνωστὴ καὶ ὑπάρχουσα θεία φυσικὴ κατάσταση καὶ ὄχι μόνο σὲ μία.

Ἢ σὲ ὅλες γενικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως τὶς ἐπιγνωστὲς καὶ ὑπάρχουσες θεῖες φυσικὲς καταστάσεις τὴν κατέχει καὶ τὴ διαχειρίζεται ἀδιαιρέτως καὶ ἀνεπαναλήπτως ὡς ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ θεῖο οὐσιαστικὸ ἄτομο ἢ σὲ καμία ἀδιαιρέτως καὶ ἀνεπαναλήπτως, ποὺ σημαίνει ὅτι ἀκόμη καὶ στὴ μία αὐτὴ θεία φυσικὴ κατάσταση ποὺ τὴν κατέχει καὶ τὴ διαχειρίζεται, δὲν τὴν κατέχει καὶ δὲν τὴ διαχειρίζεται ἀδιαιρέτως καὶ ἀνεπαναλήπτως ἀλλὰ διαιρετῶς καὶ ἐπαναληπτῶς, ὅτι δηλαδὴ τὴ μοιράζεται μὲ τὶς ἄλλες θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) καὶ ὅτι ἡ μία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) κατέχει καὶ διαχειρίζεται τὸ ἕνα θεῖο οὐσιαστικὸ ἄτομό της στὴ μία θεία φυσικὴ κατάσταση, ἡ ἄλλη τὸ ἄλλο στὴν ἄλλη θεία φυσικὴ κατάσταση καὶ ἡ ἕτερη τὸ ἕτερο στὴν ἕτερη θεία φυσικὴ κατάσταση, ἔχοντας ἡ καθεμία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) τὴ φυσικὴ δυνατότητα νὰ μεταβαίνει διαδοχικὰ (ἐναλλάξ) ἀπὸ τὴ μία στὴν ἄλλη θεία φυσικὴ κατάσταση μὲ φυσικὴ μετάλλαξη, τουτέστι φυσικὴ αὐξομείωση.

Διαπιστώνουμε, ἑπομένως, καὶ διατυπώνουμε καὶ τὴ δογματολογικὴ ἀρχὴ καὶ τὸ θεολογικὸ ἀξίωμα τῆς «ἀναλογίας μεταξὺ τῆς ἀτομικότητος τῆς θείας φυσικῆς καταστάσεως καὶ τῆς ἀτομικότητος τοῦ θείου φυσικοῦ ἀτόμου», συμφώνως πρὸς τὴν ὁποία, ἂν μία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) κατέχει καὶ διαχειρίζεται ὅλη τὴν ἀτομικότητα τῆς θείας φυσικῆς καταστάσεως κατέχει καὶ διαχειρίζεται καὶ ὅλη τὴν ἀτομικότητα τοῦ θείου φυσικοῦ ἀτόμου καὶ ἐὰν κατέχει καὶ διαχειρίζεται μέρος τῆς πρώτης κατέχει καὶ διαχειρίζεται καὶ μέρος τῆς δεύτερης καὶ ἀντιστρόφως.

Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ προαναφερθὲν ἄτοπο χριστιανικὸ δόγμα παρουσιάζει τὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ θεία οὐσία στὶς δύο πρῶτες θεῖες φυσικὲς καταστάσεις τοῦ ἀχώρου (ἐκχώρου) θεοῦ καὶ τοῦ ἀσάρκου (ἐκσάρκου) ἐγχώρου θεοῦ ὡς «τρικάθεκτο» καὶ ἀπὸ τὶς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα), τουτέστι «τρισυπόστατο» (τριπροσωπική), καὶ στὴν τρίτη θεία φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ ὡς «μονοκάθεκτο» μόνο ἀπὸ τὴ δεύτερη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), τουτέστιν «ἑνιυπόστατο» (μονοπροσωπική).

Ἤ, κατ' ἄλλη, ἄτοπη, ἐπίσης, δογματικὴ ἐκδοχή, παραδέχεται, μέν, ὅτι καὶ ὁ θεὸς πατὴρ καὶ ὁ θεὸς παῖς κατέχουν καὶ διαχειρίζονται ἕκαστος καὶ στὴν τρίτη θεία φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ τὸ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ καὶ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς καὶ τὸ μόνο καὶ τὸ ὅλο ἄτομο τῆς ἐνσάρκου καὶ ἀνεμήτου διαμενούσης θείας οὐσίας μαζὶ μὲ τὸ θεὸ υἱὸ ἀλλὰ δὲν ἐνσαρκώνονται οἱ ἴδιοι, παρότι καὶ οἱ ἴδιοι διατελοῦν συγκάτοχοι καὶ συνδιαχειριστές του, ἀλλὰ μόνο ὁ θεὸς υἱός, ὅτι ἐνσαρκώνεται ἡ κατεχόμενη καὶ διαχειριζόμενη, ἡ ἀτομικὴ οὐσία, τὸ οὐσιαστικὸ ἄτομο ποὺ κατέχει καὶ διαχειρίζεται μία ὑπόσταση (πρόσωπο) ἀλλὰ δὲν ἐνσαρκώνεται ὁ κάτοχος καὶ διαχειριστής του, αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο ποὺ τὸ κατέχει καὶ τὸ διαχειρίζεται, δεδομένου ὅτι ἡ ἀρτιότητα τῆς θείας οὐσίας δὲν διαιρεῖται καὶ δὲν ἐπαναλαμβάνεται σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς θεῖα οὐσιαστικὰ ἄτομα ἀλλ' ἀποτελεῖ ἕνα καὶ μόνο, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς καὶ τὸ αὐτὸ θεῖο οὐσιαστικὸ ἄτομο, ἕνα καθολικὸ καὶ ἀσύνθετο θεῖο οὐσιαστικὸ ἄτομο, τὸ ὁποῖο συγκατέχεται καὶ συνδιαχειρίζεται καὶ ἀπὸ τὶς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα), ἀποτελῶντας τὴν ἀτομική, τὴν κατεχόμενη καὶ διαχειριζόμενη οὐσία, τὴν οὐσιακὴ βάση ἑκάστης.

Ἤ, καθ' ἕτερη, ἄτοπη, ὡσαύτως, δογματικὴ ἐκδοχή, παραδέχεται ὅτι τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ θεῖο οὐσιαστικὸ ἄτομο στὸ θεῖο πρόσωπο τοῦ ἑνὸς συγκατόχου καὶ συνδιαχειριστοῦ του ἐνσαρκώνεται καὶ στὰ θεῖα πρόσωπα τῶν ἄλλων δύο συγκατόχων καὶ συνδιαχειριστῶν του διαμένει ἀνενσάρκωτο, ὅτι τὸ ἴδιο ἀκριβῶς καὶ ἐνσαρκώνεται καὶ δὲν ἐνσαρκώνεται, ὅτι δηλαδὴ αὐτοαναιρεῖται.

Οἱ κακόδοξες ὁμολογίες τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ ἐπέδειξαν ἀπαράδεκτη ἐπιπολαιότητα στὴ θεολογικὴ σκέψη τους θεωρῶντας τὸ παράλογο ἢ ἀκόμη καὶ τὸ ἔλλογο τοῦ δόγματος ὡς ὑπέρλογο καὶ ἐκφράζοντας καὶ διατυπώνοντας σωρεία κακοδοξιῶν (μποῦρδες ἀραδιαστὲς καὶ κοτσάνες ἀγκαθερές) ποὺ προκαλοῦν δικαιολογημένα τὴ θυμηδία τῶν σοφῶν καὶ τὸ γέλωτα τῶν συνετῶν.

Ἀδυνατοῦσε ὁ αἱρετικὸς ἀνατολικὸς καὶ δυτικὸς χριστιανισμὸς νὰ κατανοήσει λογικῶς καὶ θεωροῦσε ὡς τελείως ὑπέρλογο τὸ πῶς ἡ θεία ὑπόσταση (προσωπικότητα) δύναται νὰ νέμεται σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς θεῖα προσωπικὰ ἄτομα (θεῖα πρόσωπα) καὶ νὰ διατελεῖ εἴτε ἀγέννητη εἴτε γεννητὴ εἴτε ἐκπορευτὴ καὶ ἡ οὐσιακή της βάση, ἡ θεία οὐσία τὴν ὁποία ἐμπεριέχει, νὰ διαμένει ἀνέμητη καὶ νὰ ἀποτελεῖ ὁλόκληρη ἕνα καὶ μόνο θεῖο οὐσιαστικὸ ἄτομο χωρὶς νὰ συμμετέχει καὶ αὐτὴ στὴ νομὴ ἐκείνης, χωρίς, δηλαδή, νὰ νέμεται κι αὐτὴ ἀναλόγως σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς θεῖα οὐσιαστικὰ ἄτομα, τὸ ὅποῖο, ὅμως, δὲν εἶναι ἀπολύτως ἀλλὰ σχετικῶς ὑπέρλογο καὶ δύναται σὲ ἕνα βαθμὸ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴν πεπερασμένη λογικὴ μὲ τὸ παραβολικὸ ὑπόδειγμα τοῦ «ζῶντος ἄνθρακος», τοῦ «ἠναμμένου ἄνθρακος», τοῦ «πεπυρακτωμένου ἄνθρακος», τοῦ «πυράνθρακος» (κατ' ἀκρίβειαν τοῦ πυρακτωμένου καρβούνου καὶ κατ' ἐπέκτασιν τοῦ πυρακτωμένου μετάλλου), στὸ κοινὸ σχῆμα τοῦ λαμπτῆρος.

Ὁ λαμπτήρας ἀποτελεῖ μία μεταλλικὴ μάζα ποὺ δύναται νὰ πυρακτώνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα κατὰ τὴν τριαδικὴ ἀντεπιδεικτικὴ ἐντελεχειακὴ κλίμακα «ἰσχυρὰ πυράκτωσις (ἀρχέτυπον) – ἰσχυροτέρα πυράκτωσις (ἔκτυπον) – ἰσχυροτάτη πυράκτωσις (ἀντίτυπον)» καὶ νὰ ἀποδίδει ἀνάλογα καὶ πάρισα (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσα) ποιὰ φωτός, ἰσχυρό, ἰσχυρότερο καὶ ἰσχυρότατο φῶς. Ἐν προκειμένῳ, ἐνῷ ἔχουμε νομὴ τοῦ πυρός, τῶν πυρακτώσεων τοῦ λαμπτῆρος, δὲν ἔχουμε ἀνάλογη νομὴ τῆς πυρακτούμενης μεταλλικῆς μάζας τοῦ λαμπτῆρος ποὺ ἀποτελεῖ τὴν καύσιμη ὕλη τοῦ πυρός, τὴν οὐσιακὴ βάση του.

Πῦρ ἡ νοερὰ θεία ζωή, ἄνθραξ, καύσιμη ὕλη τοῦ πυρός, ἡ νοερὰ θεία οὐσία καὶ ἡ ἐνδιάθετη στὴ νοερὰ θεία οὐσία νοερὰ θεία ἐνέργεια, ἡ βάση τῆς νοερᾶς θείας ζωῆς, πυράκτωση τοῦ ἄνθρακος ἡ ζώωση τῆς νοερᾶς θείας οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης μέσα σὲ αὐτὴ νοερᾶς θείας ἐνέργειας, ἰσχυρὰ πυράκτωση τοῦ ἄνθρακος (πρωταιτία πυράκτωση) ἀπὸ τὴν ὁποία συνίσταται τὸ ἰσχυρὸ φῶς ἡ πρώτη ζώωση τῆς νοερᾶς θείας οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης νοερᾶς θείας ἐνεργείας (πρωταιτία ζώωση) ἀπὸ τὴν ὁποία λαμβάνει τὴ συνειδητή του προσωπικὴ θεία ὕπαρξη τὸ πρῶτο θεῖο πρόσωπο, ὁ θεὸς πατήρ, ἰσχυροτέρα πυράκτωση τοῦ ἄνθρακος (μεσαιτία, αἰτιατὴ αἰτία πυράκτωση) ἀπὸ τὴν ὁποία συνίσταται τὸ ἰσχυρότερο φῶς ἡ δεύτερη ζώωση τῆς νοερᾶς θείας οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης νοερᾶς θείας ἐνεργείας (μεσαιτία, αἰτιατὴ αἰτία ζώωση) ἀπὸ τὴν ὁποία λαμβάνει τὴ συνειδητή του προσωπικὴ θεία ὕπαρξη τὸ δεύτερο θεῖο πρόσωπο, ὁ θεὸς υἱός, καὶ ἰσχυροτάτη πυράκτωση τοῦ ἄνθρακος (αἰτιατὴ πυράκτωση) ἀπὸ τὴν ὁποία συνίσταται τὸ ἰσχυρότατο φῶς ἡ τρίτη ζώωση τῆς νοερᾶς θείας οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης νοερᾶς θείας ἐνεργείας (αἰτιατὴ ζώωση) ἀπὸ τὴν ὁποία λαμβάνει τὴ συνειδητή του προσωπικὴ θεία ὕπαρξη τὸ τρίτο θεῖο πρόσωπο, ὁ θεὸς παῖς.

Ἑκάστη πυράκτωση διαχέεται καὶ καταλαμβάνει καὶ συνέχει ὁλόκληρο τὸ ἄτομο τοῦ ἄνθρακος στὸ ὁποῖο ἐφαρμόζεται καὶ ἑκάστη ζώωση κατέχει καὶ διαχειρίζεται ὁλόκληρο τὸ ἕνα καὶ μόνο καὶ τὸ αὐτὸ ἄτομο τῆς νοερᾶς θείας οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης σ' αὐτὴ νοερᾶς θείας ἐνέργειας στὸ ὁποῖο ἐφαρμόζεται.

Μὲ τὴν ἀπαραίτητη, βεβαίως, διευκρίνιση ὅτι στὸ παραβολικὸ ὑπόδειγμα τοῦ πυράνθρακος ἡ ἀντεπιδεικτικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα «ἰσχυρὰ πυράκτωσις (ἀρχέτυπον) – ἰσχυροτέρα πυράκτωσις (ἔκτυπον) – ἰσχυροτάτη πυράκτωσις (ἀντίτυπον)» ἀκολουθεῖ τὸ σχῆμα τῆς διαδοχικῆς αἰτιότητος («ἰσχυρὰ πυράκτωσις ἰσχυροτέρα πυράκτωσις ἰσχυροτάτη πυράκτωσις»), ἐνῷ, ἡ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη «ἰσχυρὰ ζώωσις (ἀρχέτυπον) – ἰσχυροτέρα ζώωσις (ἔκτυπον) – ἰσχυροτάτη ζώωσις (ἀντίτυπον)», τὸ σχῆμα τῆς συμμετρικῆς αἰτιότητος («ἰσχυροτέρα ζώωσις ἰσχυρὰ ζώωσις ἰσχυροτάτη ζώωσις»).

Μὲ ἄλλα λόγια, ἄλλο τὸ ἄτομο τῆς ἐνεργείας, τὸ ἐνεργειακὸ ἄτομο, τὸ ὁποῖο λαμβάνει τὴν ἀφῃρημένη ὀντότητα ἢ ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν ἐνέργωση ἢ τὴν ἐνεργοποίηση τοῦ ὄντος, ἕτερο τὸ ἄτομο τῆς οὐσίας, τὸ οὐσιαστικὸ ἄτομο, τὸ ὁποῖο λαμβάνει τὴ διακεκριμένη ὀντότητα ἢ ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν οὐσίωση τοῦ ἐνεργωθέντος ἢ τὴν οὐσιοποίηση τοῦ ἐνεργοποιηθέντος ὄντος, καὶ διάφορο τὸ ἄτομο τῆς ζωῆς, τὸ ζωϊκὸ ἄτομο, τὸ ὁποῖο λαμβάνει τὴ συγκεκριμένη ὀντότητα ἢ ὕπαρξή του ἀπὸ τὴ ζώωση τοῦ οὐσιωθέντος ἢ τὴ ζωοποίηση τοῦ οὐσιοποιηθέντος ὄντος καὶ ὁρίζεται ἀνάλογα μὲ τὸ φυσικὸ ποιὸν τοῦ οὐσιαστικοῦ ἀτόμου (ἄνθρακος) στὸ ὁποῖο ἐφαρμόζεται ἡ ζώωση ἢ ζωοποίηση (πυράκτωση), εἴτε ὡς συνειδητὸ πρόσωπο, ἂν τὸ φυσικὸ ποιὸν εἶναι νοερὸ ἢ νοητό, εἴτε ὡς συναισθητὸ ὑποκείμενο (προσωποειδές), ἂν τὸ φυσικὸ ποιὸν εἶναι αἰσθητὸ κ.λ.π..

Προηγεῖται ἡ ἀφῃρημένη ἐνέργεια καὶ ἡ ἀφῃρημένη ἀτομία τῆς ἐνεργείας, ἕπεται ἡ διακεκριμένη οὐσία καὶ ἡ διακεκριμένη ἀτομία τῆς οὐσίας, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ τὴν οὐσίωση ἢ οὐσιοποίηση ἢ διακεκριμενοποίηση τῆς ἀφῃρημένης ἐνεργείας καὶ τῆς ἀφῃρημένης ἀτομίας τῆς ἐνεργείας, καὶ ἀκολουθεῖ ἡ συγκεκριμένη ζωὴ καὶ ἡ συγκεκριμένη ἀτομία τῆς ζωῆς, προκύπτουσα ἀπὸ τὴ ζώωση ἢ ζωοποίηση ἢ συγκεκριμενοποίηση τῆς διακεκριμένης οὐσίας καὶ τῆς διακεκριμένης ἀτομίας τῆς οὐσίας. «Ἡ ἐνέργεια οὐσιοῦται ἢ οὐσιοποιεῖται καὶ ἡ οὐσία ζωοῦται ἢ ζωοποιεῖται».

Τί, λοιπόν, εἶναι ἡ ζωή; Ἡ πρῶτον οὐσιωθεῖσα ἢ οὐσιοποιηθεῖσα καὶ ὕστερον ζωωθεῖσα ἢ ζωοποιηθεῖσα ἐνέργεια. Πρόκειται γιὰ τὴν (ποιοτικῶς) τελειόστροφο (αὔξουσα) διαδοχικὴ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη «ἐνέργεια (ποιοτικῶς ἀτελὲς ἀρχέτυπον) οὐσία (ποιοτικῶς ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ζωὴ (ποιοτικῶς τέλειον ἀντίτυπον)» στὴν ὁποία ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ σὲ προηγούμενες δημοσιεύσεις μας καὶ ἡ ὁποία εἶναι ὁμοιόζυγη μὲ τὴν (ποιοτικῶς) ὁμοιόστροφο καὶ ἐπίσης διαδοχικὴ ἀντεπιδεικτικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα «ἀφῃρημένον (ποιοτικῶς ἀτελὲς ἀρχέτυπον) διακεκριμένον (ποιοτικῶς ἡμιτελὲς ἔκτυπον) συγκεκριμένον (ποιοτικῶς τέλειον ἀντίτυπον)».

Ἀπὸ μὲν ἄποψη αἰτιακῆς τελειότητος, ἡ ἐνέργεια ἐμπεριέχει καὶ ὑπερβαίνει τὴν οὐσία καὶ ἡ οὐσία τὴ ζωή, ἀπὸ δὲ ἄποψη ποιοτικῆς τελειότητος, ἡ ζωὴ ἐμπεριέχει καὶ ὑπερβαίνει τὴν οὐσία καὶ ἡ οὐσία τὴν ἐνέργεια, ποὺ ἐν προκειμένῳ σημαίνει ὅτι οὔτε ἡ ἐνέργεια κατέχει ὅλη τὴν τελειότητα οὔτε ἡ ζωὴ ἀλλὰ τὴ μοιράζονται μεταξύ τους.

Ἡ μὲν πρωταιτία καὶ ἀρχέτυπος ἐνέργεια εἶναι αἰτιακῶς τελεία ἀλλὰ ποιοτικῶς ἀτελής, ἡ δὲ αἰτιατὴ καὶ ἀντίτυπος ζωὴ αἰτιακῶς ἀτελὴς ἀλλὰ ποιοτικῶς τελεία, ἡ δὲ μεσαιτία (αἰτιατὴ αἰτία) καὶ ἔκτυπος οὐσία καὶ αἰτιακῶς καὶ ποιοτικῶς ἡμιτελής, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἴδια διαδοχικὴ τριάδα τῆς ἐνέργειας εἶναι καὶ τελειόστροφος (αὔξουσα) ποιοτικῶς καὶ ἀτελόστροφος (φθίνουσα) αἰτιακῶς, ἔχουσα ὡς «ἐνέργεια (ποιοτικῶς ἀτελὲς καὶ αἰτιακῶς τέλειον ἀρχέτυπον) οὐσία (ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ζωὴ (ποιοτικῶς τέλειον καὶ αἰτιακῶς ἀτελὲς ἀντίτυπον)», τὸ ἴδιο καὶ ἡ ὁμοιόζυγή της διαδοχικὴ τριάδα τοῦ ἀφῃρημένου.

Ἡ ζωὴ ἐνδιαθέτει ἢ ἐγκλωβίζει μέσα της ποιοτικῶς τὴν οὐσία συγκεκριμενοποιημένη ἡ ὁποία ἐνδιαθέτει ἢ ἐγκλωβίζει μέσα της ποιοτικῶς τὴν ἐνέργεια διακεκριμενοποιημένη, ὅπως ἀκριβῶς ὁ πάγος ἐνδιαθέτει ἢ ἐγκλωβίζει μέσα του ποιοτικῶς τὸ νερὸ παγωμένο τὸ ὁποῖο ἐνδιαθέτει ἢ ἐγκλωβίζει μέσα του ποιοτικῶς τὰ ἀέρια τοῦ ὑδρογόνου καὶ τοῦ ὀξυγόνου ὑγροποιημένα, ἄρα ὁ πάγος ἀντιστοιχεῖ συμβολικῶς στὴ ζωή, τὸ ὕδωρ στὴν οὐσία καὶ ὁ ἀὴρ στὴν ἐνέργεια.

Τί εἶναι, ἑπομένως, πάγος; Ὁ ἀὴρ ποὺ πρῶτα ὑδροποιήθηκε καὶ ἔπειτα παγιώθηκε. Καὶ τί εἶναι, ἀναλόγως, ζωή; Ἡ ἐνέργεια ποὺ πρῶτα οὐσιώθηκε ἢ οὐσιοποιήθηκε καὶ ἔπειτα ζωώθηκε ἢ ζωοποιήθηκε. Καὶ τὸν τρόπο, βεβαίως, τῆς ὑγροποίησης τοῦ ἀερίου καὶ τῆς παγιοποίησης τοῦ ὑγροῦ στοιχείου ἡ φυσικὴ ἐπιστήμη ἔχει ἑρμηνεύσει ἀρκούντως. Πῶς, ὅμως, θὰ ἐξηγήσει ἐπαρκῶς τὸν τρόπο τῆς οὐσιώσεως ἢ οὐσιοποιήσεως τῆς ἐνεργείας, τῆς ἐνδιαθέσεως, δηλαδή, ἢ τοῦ ἐγκλωβισμοῦ τῆς ἐλευθέρας ἐνεργείας μέσα στὴν οὐσία, καὶ τῆς ζωώσεως ἢ ζωοποιήσεως τῆς οὐσίας; Εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ κάνει τώρα ἢ θὰ χρειασθεῖ ἀκόμη χρόνια ἐρευνῶν;

Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ ἀὴρ θεωρεῖται ὡς ποιοτικῶς ἀτελὲς καὶ αἰτιακῶς τέλειο (πρωταίτιο) ἀρχέτυπο στοιχεῖο, τὸ ὕδωρ ὡς ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ἡμιτελὲς (μεσαίτιο) ἔκτυπο στοιχεῖο καὶ ὁ πάγος ὡς ποιοτικῶς τέλειο καὶ αἰτιακῶς ἀτελὲς (αἰτιατό) ἀντίτυπο στοιχεῖο. Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ ἡ ἄλλη ἄποψη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ μὲν ἀέριον, ὡς λεπτὸ στοιχεῖο, θεωρεῖται καὶ ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ὡς τέλειο ἀρχέτυπο, τὸ δὲ ὑγρόν, ὡς ἡμίπαχυ στοιχεῖο, καὶ ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ὡς ἡμιτελὲς ἔκτυπο, τὸ δὲ στερεόν, ὡς ὁλόπαχυ στοιχεῖο, καὶ ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ὡς ἀτελὲς ἀντίτυπο. Κατὰ τὴν ἄποψη ἐκείνη τὸ ἀέριο στοιχεῖο ἀντιστοιχεῖ συμβολικῶς στὴν ἄκτιστη πνευματικὴ ἢ ἄϋλη φύση, τὸ ὑγρὸ στὴν κτιστὴ πνευματικὴ ἢ ἡμίυλη φύση καὶ τὸ στερεὸ στὴν ἐπίσης κτιστὴ ἔνυλη φύση. Ἀμφότερες οἱ ἀπόψεις αὐτὲς εἶναι δογματικῶς καὶ συμβολικῶς ὀρθὲς καὶ ἀποδεκτές.

Στὴν ἄκτιστη πνευματικὴ φύση, λόγῳ τῆς θείας φυσικῆς τελειότητος, ἡ οὐσία (ἄνθραξ) δὲν ἀκολουθεῖ τὴ νομὴ τῆς ζωῆς (πυρός) ἀλλὰ διαμένει ἀνέμητη, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κτιστὴ πνευματικὴ καὶ τὴν κτιστὴ σωματικὴ φύση ὅπου ἔχουμε ἀνάλογη καὶ σύγχρονη νομὴ ζωῆς καὶ οὐσίας, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῆς κτιστῆς οὐσίας νὰ διατηρήσει τὴ φυσικὴ συνοχή της καὶ νὰ διαμείνει ἀδιαίρετη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συμπαρασύρεται ἀπὸ τὴ διαιρετὴ ζωὴ καὶ νὰ συσχηματίζεται κι αὐτὴ μ' ἐκείνη συννεμόμενη.

Δὲν εἶναι, συνεπῶς, ἡ γέννηση ἢ ἡ ἐκπόρευση τοῦ προσώπου μισὴ καὶ λειψὴ φυσικὴ πράξη ὅταν ἔχουμε μόνο νομὴ τῆς ζωῆς ἄνευ ἀναλόγου καὶ συγχρόνου νομῆς καὶ τῆς οὐσίας μαζί, ἀλλὰ τοὐναντίον, ἡ ἀνάλογη καὶ σύγχρονη μὲ τὴ νομὴ τῆς ζωῆς ἐπιπλέον νομὴ καὶ τῆς οὐσίας εἶναι περιττὴ καὶ ἀποτελεῖ τεκμήριο φυσικῆς ἀτέλειας.

Ὁ χριστιανισμός, ἀνατολικὸς καὶ δυτικός, κρίνοντας ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια, ἀπὸ τὰ ἀτελῆ ἀνθρώπινα τὰ τέλεια θεῖα φυσικὰ πράγματα, καὶ ἔχοντας τὴν ἐσφαλμένη γνώμη ὅτι ἡ τελεία γέννηση καὶ ἡ τελεία ἐκπόρευση τῆς ὑπόστασης (προσώπου) περιλαμβάνουν τὴν ἀνάλογη καὶ σύγχρονη νομὴ καὶ τῆς ζωῆς καὶ τῆς οὐσίας, προσπάθησε νὰ συμβιβάσει τὴν τοιαύτη γνώμη μὲ τὸ δόγμα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου κατὰ τὴν οὐσία θείας τριάδος καὶ προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τὸ συμβιβασμὸ χρησιμοποίησε τὴ λεγόμενη «ἀποφατικὴ καὶ καταφατικὴ θεολογία» βάσει τῆς ὁποίας διαμόρφωσε ἕνα παράλογο δόγμα ποὺ χαρακτηρίζει ὡς ὑπέρλογο, πιστεύοντας καὶ ὅτι ἡ γέννηση καὶ ἡ ἐκπόρευση τῆς θείας ὑπόστασης (προσώπου) γίνονται ἀμφότερες μὲ ἀνάλογη καὶ σύγχρονη νομὴ θείας ζωῆς καὶ θείας οὐσίας καὶ ὅτι ἡ θεία οὐσία, παρὰ ταῦτα, διαμένει ἀδιαίρετη, ὅτι δηλαδὴ ἡ θεία οὐσία δὲν νέμεται (ἀποφατικὴ θεολογία) παρόλο ποὺ νέμεται (καταφατικὴ θεολογία), ὅτι εἶναι συγχρόνως καὶ ἀνέμητη καὶ νεμητή, ἀνεμητονέμητη καὶ τοιουτοτρόπως αὐτοαναιρούμενη, μὴ μπορῶντας, ἐν τέλει, οὔτε ὁ ἴδιος νὰ κατανοήσει τὶς θεολογικὲς καὶ δογματικὲς ἀσυναρτησίες του (πρέπει κανεὶς νὰ φορᾷ κράνος γιὰ νὰ μὴν τὸν πετύχει στὸ κρανίο κανένα δογματικὸ βλῆμα προερχόμενο εἴτε ἐξ ἀνατολῶν εἴτε ἐκ δυσμῶν τοῦ χριστιανισμοῦ).

Ταυτίζει, σημειωτέον, τὴν οὐσία μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀτομία τῆς οὐσίας μὲ τὴν ἀτομία τῆς ζωῆς, τὸ οὐσιαστικό, δηλαδή, μὲ τὸ ζωϊκὸ ἄτομο, ὀνομάζοντας ἀμφότερα ὡς «φυσικὸ ἄτομο» ἢ ἁπλῶς ὡς «ἄτομο» σὲ διάκριση ἀπὸ τὸ «προσωπικὸ ἄτομο», τὸ «πρόσωπο», καὶ κατὰ συνέπεια διακρίνοντας μαζὶ μὲ τὸ οὐσιαστικὸ καὶ τὸ ζωϊκὸ ἄτομο ἀπὸ τὸ προσωπικὸ ἄτομο, λάθος μέγα, διότι τὸ προσωπικὸ δὲν διακρίνεται ἀλλὰ ταυτίζεται μὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ζωϊκὸ ἄτομο, δεδομένου ὅτι εἶναι τὸ ἄτομο ποὺ συνίσταται καὶ προκύπτει ἀπὸ τὴ ζώωση ἢ τὴ ζωοποίηση τοῦ νοεροῦ ἢ τοῦ νοητοῦ οὐσιαστικοῦ ἀτόμου, τοῦ ἀτόμου, δηλαδή, τῆς ἀκτίστου ἢ τῆς κτιστῆς νοήμονος οὐσίας.

Τρεῖς, ὅπως προείπαμε, εἶναι οἱ «συστατικὲς πράξεις τοῦ ὄντος», αὐτὲς μὲ τὶς ὁποῖες τὸ ὂν συνίσταται ὡς ὀντότητα ἢ ὕπαρξη, πρώτη ἡ ἐνέργωση ἢ ἐνεργοποίηση τοῦ ὄντος, ἀπὸ τὴν ὁποία συνίσταται ἡ ἀφῃρημένη ὀντότητα ἢ ὕπαρξή του, τὸ ἀφῃρημένο ἐνεργειακὸ ἄτομο, δεύτερη ἡ οὐσίωση τοῦ ἐνεργωθέντος ἢ οὐσιοποίηση τοῦ ἐνεργοποιηθέντος ὄντος, ἀπὸ τὴν ὁποία συνίσταται ἡ διακεκριμένη ὀντότητα ἢ ὕπαρξή του, τὸ διακεκριμένο οὐσιαστικὸ ἄτομο, καὶ τρίτη ἡ ζώωση τοῦ οὐσιωθέντος ἢ ζωοποίηση τοῦ οὐσιοποιηθέντος ὄντος, ἀπὸ τὴν ὁποία συνίσταται ἡ συγκεκριμένη ὀντότητα ἢ ὕπαρξή του, τὸ συγκεκριμένο ζωϊκὸ ἄτομο.

Ὡς τέταρτη συστατικὴ πράξη τοῦ ὄντος δύναται νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἀτόμωση ἢ ἀτομοποίηση τοῦ ὄντος ἡ ὁποία, ὅμως, ἐπειδὴ συνεκδηλώνεται μαζὶ καὶ ἀνάλογα μὲ ἑκάστη τῶν τριῶν ὡς ἄνω συστατικῶν του πράξεων, καὶ μὲ τὴν ἐνέργωση ἢ ἐνεργοποίηση καὶ μὲ τὴν οὐσίωση ἢ οὐσιοποίηση καὶ μὲ τὴ ζώωση ἢ ζωοποίηση, θεωρεῖται μαζὶ μὲ ἑκάστη ἐξ αὐτῶν ὡς μία συνδυαστικὴ συστατικὴ πράξη, δηλαδή, ὡς ἐνέργωση ἢ ἐνεργοποίηση καὶ ἀτόμωση ἢ ἀτομοποίηση μαζὶ (πρώτη συνδυαστικὴ συστατικὴ πράξη), ὡς οὐσίωση ἢ οὐσιοποίηση καὶ ἀτόμωση ἢ ἀτομοποίηση μαζὶ (δεύτερη συνδυαστικὴ συστατικὴ πράξη) καὶ ὡς ζώωση ἢ ζωοποίηση καὶ ἀτόμωση ἢ ἀτομοποίηση μαζὶ (τρίτη συνδυαστικὴ συστατικὴ πράξη). Ἄλλη συστατικὴ πράξη τοῦ ὄντος δὲν ὑφίσταται.

Ὁ μωροκακόδοξος ἀνατολικὸς καὶ δυτικὸς χριστιανισμός, πέραν τοῦ ὅτι συγχέει τὴν τάξη τῶν τριῶν πρώτων συστατικῶν πράξεων θεωρῶντας ὅτι δῆθεν προηγεῖται ἡ οὐσία, ἕπεται ἡ ἐνέργεια καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ζωὴ καὶ ἐκτὸς τοῦ ὅτι ταυτίζει τὴν οὐσία καὶ τὴ ζωὴ ὡς οὐσιοζωὴ καὶ τὸ οὐσιαστικὸ καὶ τὸ ζωϊκὸ ἄτομο μεταξύ τους ὡς οὐσιοζωϊκό, θεωρεῖ τὴν προσώπωση ἢ προσωποποίηση τοῦ ὄντος ὡς ἄλλη συστατική του πράξη ἀπὸ τὴν ὁποία, δῆθεν, συνίσταται τὸ προσωπικὸ ἄτομο ἢ πρόσωπο. Ἡ προσώπωση, ὅμως, ἢ προσωποποίηση τοῦ ὄντος δὲν εἶναι ἄλλη συστατική του πράξη, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ ζώωση ἢ ζωοποίηση, ἀλλ' ἡ προηγμένη μορφὴ τῆς ζωώσεως ἢ ζωοποιήσεως, τῆς τρίτης συστατικῆς του πράξης.

Ὅταν, δηλαδή, ἡ ζώωση ἢ ζωοποίηση (πυράκτωση) ἐφαρμόζεται στὸ ἄτομο τῆς ἀκτίστου ἢ τῆς κτιστῆς νοήμονος οὐσίας, στὸ ἄκτιστο νοερὸ ἢ στὸ κτιστὸ νοητὸ οὐσιαστικὸ ἄτομο (ἄνθρακα), τότε ἔχει καὶ αὐτὴ ἀνάλογο νοερὸ ἢ νοητὸ φυσικὸ ποιόν, εἶναι κι αὐτὴ νοερὰ ζώωση ἢ νοητὴ ζωοποίηση. Καὶ αὐτή, μέν, ἡ ἴδια ἡ νοερὰ ζώωση ἢ νοητὴ ζωοποίηση χαρακτηρίζεται ὡς προσώπωση ἢ προσωποποίηση, τὸ δὲ νοερὸ ἢ νοητὸ ζωϊκὸ ἄτομο ποὺ συνίσταται καὶ προκύπτει ἀπὸ αὐτὴ ὡς ἄκτιστο ἢ κτιστὸ προσωπικὸ ἄτομο ἢ πρόσωπο.

Ἡ κτιστὴ σωματικὴ φύση τοῦ προσλήμματος ἀποτελεῖ μία εὐρεῖα κοινὴ φύση, εἴτε ὑπὸ τὸ περιφραστικὸ περιληπτικὸ ὄνομα «ὀρθοβᾶμον διχειρόποδον» εἴτε ὑπὸ τὸ μονολεκτικὸ περιληπτικὸ ὄνομα «ἄνθρωπος», ἡ ὁποία περιλαμβάνει τρία διάφορα, πάρισα (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσα), μέν, κατὰ τὴ φύση, ἄνισα (ἀπολύτως ἢ σχετικῶς), δέ, κατὰ τὴν ὑπόσταση (πρόσωπο ἢ προσωποειδές), φυσικὰ εἴδη, τὸν «αὐτάνθρωπο», τὴν καθαρὴ φυσικὴ ὕπαρξη ἢ ἔκδοση, τὸν «ψυχάνθρωπο», τὴν ἡμίμικτη φυσικὴ ὕπαρξη ἢ ἔκδοση, καὶ τὸν θεοψυχάνθρωπο, τὴν ὁλόμικτη φυσικὴ ὕπαρξη ἢ ἔκδοση.

Ὁ μὲν περιφραστικὸς καὶ περιληπτικὸς ὅρος «ὀρθοβᾶμον διχειρόποδον» ὀνομάζει τὸ πλάσμα ἐκεῖνο ποὺ φέρει δύο χέρια καὶ δύο πόδια καὶ δύναται ἀπὸ τὴ φύση του ὄχι μόνο νὰ ἵσταται (στέκεται) ἀλλὰ καὶ νὰ βαίνει (βαδίζει) ὄρθιο ἐπὶ τῆς γῆς. Ὁ δὲ μονολεκτικὸς περιληπτικὸς ὅρος «ἄνθρωπος» θεωρεῖται γραμματολογικῶς ὡς σύνθετος μὲ δύο ἐτυμολογικὲς ἐκδοχές, εἴτε ἀπὸ τὰ οὐσιαστικὰ «ἀνήρ» καὶ «ὤψ», εἴτε ἀπὸ τὴν πρόθεση «ἄνω» καὶ τὸ ῥῆμα «θρώσκειν», καὶ μὲ δύο ἀνάλογες ἐννοιολογικὲς ἑρμηνεῖες, εἴτε μὲ τὴ σημασία αὐτοῦ ποὺ ἔχει ὄψη ἢ πρόσωπο ἀνδρός, εἴτε μὲ τὴ σημασία ἐκείνου ποὺ πηδᾷ ἢ σηκώνεται ἢ φέρεται πρὸς τὰ ἐπάνω (ἀναπηδᾷ ἢ ἀνασηκώνεται ἢ ἀναφέρεται), ἐκ τῶν ὁποίων γνησιότερη φαίνεται ἡ πρώτη ἐτυμολογία (ἀνὴρ + ὢψ > ἀνδρ- ωπ- ος > ἀνδρωπὸς > ἄνδρωπος > ἄνθρωπος) καὶ σημασία («ὁ ἔχων ὄψιν ἢ πρόσωπον ἀνδρός»), ἡ ὁποία εἶναι ὅμοια πρὸς τὴν ἐτυμολογία (ἄρρην + ὢψ > ἀρρεν- ωπ- ος > ἀρρενωπός) καὶ τὴ σημασία («ὁ ἔχων ὄψιν ἢ πρόσωπον ἄρρενος») τοῦ ὅρου «ἀρρενωπός».

Ἡ δεύτερη ἐτυμολογία (ἄνω + θρώσκειν > ἀν- θρω- π -ος > ἄνθρωπος) καὶ σημασία («ὁ ἄνω θρώσκων») μᾶλλον ἀποτελεῖ παρετυμολογία καὶ παρερμηνεία ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴ φιλοσοφικὴ σκέψη ποὺ ἤθελε νὰ βρεῖ μία λέξη γιὰ νὰ δηλώσει τὴ σωματικὴ ὑπονοῶντας μαζὶ καὶ τὴν ψυχικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐν προκειμένῳ ὑποδηλώνεται μὲ τὴν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐρανό, ἀνυψωτικὴ τάση, τὴν ἀναπήδηση ἢ ἀνάσταση (ἀνασήκωση) ἢ ἀναφορά.

Ἡ καθαρή, ἡ αὐτόζωη φυσικὴ ὕπαρξη καὶ ἔκδοση τῆς εὐρείας καὶ κοινῆς φύσης τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου ἢ ἀλλιῶς ἀνθρώπινης φύσης, τὸ κατώτατο ἀπὸ τὰ τρία φυσικό της εἶδος ποὺ λέγεται «αὐτάνθρωπος», τουτέστιν «αὐτὸς καὶ μόνος ὁ ἄνθρωπος, ἄνευ ψυχῆς καὶ θεότητος, ὁ ἀνέμψυχος καὶ ἀνένθεος ἄνθρωπος», χαρακτηρίζεται ὡς «ὁλόψιλος», τουτέστιν «ὁλόγυμνος», διότι διατελεῖ «κατὰ τὸ ὅλον ψιλή, καὶ ψυχῆς καὶ θεότητος», ἐπειδή, δηλαδή, ἐλλείπει ἀπὸ αὐτὴ καὶ ἡ ψυχικὴ φύση καὶ ἡ θεία φύση.

Πρόκειται γιὰ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τοῦ πιθήκου ποὺ δύναται ὄχι μόνο νὰ στέκεται ἀλλὰ καὶ νὰ βαδίζει ὄρθιο στὸ ἔδαφος μὲ ὁλόκληρο τὸ πέλμα του ὅπως ὁ ψυχάνθρωπος. Τέτοιο ἀρτίγονο εἶδος ποὺ ἔχει κατορθώσει νὰ ἐπιβιώσει μέχρι τὶς ἡμέρες μας ἀπειλούμενο κι αὐτὸ μὲ ἐξαφάνιση εἶναι ἕνα εἶδος γίββωνος. Στὸ μακρινὸ παρελθὸν ὑπῆρξαν ἀναμφισβήτητα καὶ ἄλλα τέτοια καὶ ἀνώτερα φυσικῶς ὀρθοβάμονα εἴδη πιθήκων τὰ ὁποῖα, ὅμως, δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐπιβιώσουν καὶ ἐξαφανίστηκαν.

Ἡ ἡμίμικτη, ἡ κατώτερη ἑτερόζωη φυσικὴ ὕπαρξη καὶ ἔκδοση τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου ἢ ἀνθρώπου, τὸ μέσο φυσικὸ εἶδος ποὺ καλεῖται «ψυχάνθρωπος», τουτέστιν «ἔμψυχος ἄνθρωπος, ἄνθρωπος μετὰ ψυχῆς», χαρακτηρίζεται ὡς «ἡμίψιλος», τουτέστιν «ἡμίγυμνος», διότι διατελεῖ «κατὰ τὸ ἥμισυ ψιλή, θεότητος μόνον», ἐπειδή, δηλαδή, ἐλλείπει ἀπὸ αὐτὴ μόνο ἡ θεία φύση. Πρόκειται γιὰ τὸ ἀδαμιαῖο εἶδος, γιὰ τὸ γενεαλογικὸ δένδρο τοῦ ψυχανθρώπου προπάτορος Ἀδὰμ καὶ τῶν ἀπογόνων του, ὅλων ἡμῶν.

Τὸ ἡμίμικτο αὐτό, ἔμψυχο, μόνο, κτιστὸ σωματικὸ φυσικὸ εἶδος εἶναι φυσικῶς «ηὐξημένο» ἢ ἀλλιῶς «ἀναβαθμισμένο», μὲ ἁπλῆ καὶ ἐλλειπῆ φυσικὴ αὔξηση ἢ ἀναβάθμιση, διότι προσλαμβάνεται ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) καὶ ἀσυγχύτως μόνο ἀπὸ τὸ ἀναλογοῦν ἡμίμικτο, ἔνσαρκο, μόνο, κτιστὸ πνευματικὸ φυσικὸ εἶδος τοῦ ἀδαμιαίου ὑφυπαγγέλου, ποὺ σημαίνει ὅτι ἐξευγενίζεται φυσικῶς συσχηματιζόμενο ἢ συμμορφούμενο ἢ παρομοιούμενο ἀνάλογα μὲ τὸ φυσικὸ ποιὸν τοῦ κτιστοῦ πνευματικοῦ του προσλήπτορος, κινούμενο, ὅμως, πάντοτε στὰ κτιστὰ σωματικὰ φυσικά του μέτρα καὶ χωρὶς ποτὲ νὰ τὰ ὑπερβαίνει, χωρίς, δηλαδή, νὰ ἐξομοιώνεται φυσικῶς μὲ τὸν τοιοῦτο προσλήπτορά του μεταλλασσόμενο σὲ ἀδαμιαῖο ὑφυπαγγελικὸ κτιστὸ πνεῦμα καὶ ἐν τέλει νὰ ἀφομοιώνεται ἀπὸ ἐκεῖνον.

Ἡ δὲ ὁλόμικτη, ἡ ἀνώτερη ἑτερόζωη φυσικὴ ὕπαρξη καὶ ἔκδοση τοῦ τοιούτου σωματικοῦ πλάσματος, τὸ ἀνώτατο φυσικὸ εἶδος ποὺ ὀνομάζεται «θεοψυχάνθρωπος», τουτέστιν «ἔνθεός τε καὶ ἔμψυχος ἄνθρωπος, μετά τε θεότητος καὶ ψυχῆς», χαρακτηρίζεται ὡς «ἄψιλος», τουτέστιν «ἄγυμνος», διότι διατελεῖ «ἄνευ οὐδεμιᾶς ψιλότητος», ἐπειδή, δηλαδή, εἶναι πλήρης καὶ ὁλόκληρη, χωρὶς νὰ ἐλλείπει ἀπ' αὐτὴ οὔτε ἡ θεία φύση οὔτε ἡ ψυχικὴ φύση, σὲ ἀντίθεση καὶ ἀντεπίδειξη ἀφενὸς μὲ τὴν «ἡμίψιλο» καὶ ἀφετέρου μὲ τὴν «ὁλόψιλο», ἀμφότερες οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπὸ κοινοῦ ὡς «ψιλή». Πρόκειται μόνο γι' αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς τρεῖς θεοψυχανθρώπους, τὸν πρῶτο, τὸν θεοψυχάνθρωπο πατέρα, τὸν δεύτερο, τὸν θεοψυχάνθρωπο υἱό, καὶ τὸν τρίτο, τὸν θεοψυχάνθρωπο παῖδα.

Τὸ ὁλόμικτο αὐτό, καὶ ἔνθεο καὶ ἔμψυχο μαζί, κτιστὸ σωματικὸ φυσικὸ εἶδος εἶναι φυσικῶς «ἐπηυξημένο» ἢ ἀλλιῶς «ἐπαναβαθμισμένο», μὲ διπλῆ καὶ πλήρη φυσικὴ αὔξηση ἢ ἀναβάθμιση, διότι συμπροσλαμβάνεται ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) καὶ ἀσυγχύτως κατὰ σύμμεσο (ἀμεσοέμμεσο) τρόπο.

Καὶ κατ' ἄμεσο, ἀφενός, τρόπο, ἀπὸ τὸ ἀναλογοῦν ὁλόμικτο, καὶ ἔνθεο καὶ ἔνσαρκο μαζί, κτιστὸ πνευματικὸ φυσικὸ εἶδος τοῦ θείου ὑφυπαγγέλου ποὺ κι αὐτὸ προσλαμβάνεται ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὴ θεία φύση εὑρισκόμενη στὴν ἀναλογοῦσα θεία φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἐμψύχου ἐγχώρου θεοῦ, καὶ κατ' ἔμμεσο, ἀφετέρου, τρόπο, ἀπὸ τὴ θεία φύση, ἡ ὁποία, εὑρισκόμενη στὴν ἀναλογοῦσα θεία φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἐμψύχου ἐγχώρου θεοῦ προσλαμβάνει καθ' ὑπόστασιν (κατὰ πρόσωπον) τὸ τοιοῦτο πνευματικὸ φυσικὸ εἶδος καὶ συνευρισκόμενη, κατὰ τὸν ἴδιο χρόνο καὶ κατ' ἐπέκτασιν, καὶ στὴν προσιδιάζουσα θεία φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ, μέσῳ τοῦ τοιούτου πνευματικοῦ καὶ μαζὶ μὲ αὐτό, προσλαμβάνει ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) καὶ τὸ τοιοῦτο σωματικὸ φυσικὸ εἶδος.

Μὲ συνδυαστική, δηλαδή, προσληπτορικὴ ἢ συμπροσληπτορικὴ ἐνέργεια, καὶ μὲ ἄκτιστη πνευματικὴ (θεία) προσληπτορικὴ ἐνέργεια καὶ μὲ κτιστὴ πνευματικὴ (θεία ὑφυπαγγελική) προσληπτορικὴ ἐνέργεια μαζί, ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ ἐν λόγῳ σωματικὸ φυσικὸ εἶδος ἐπεξευγενίζεται φυσικῶς συσχηματιζόμενο ἢ συμμορφούμενο ἢ παρομοιούμενο κατ' ἀναλογίαν ἀλλ' ἐπ' οὐδενὶ ἐξομοιούμενο μὲ τὰ φυσικὰ ποιὰ καὶ τοῦ ἀκτίστου καὶ τοῦ κτιστοῦ πνευματικῶν του συμπροσληπτόρων ποὺ μαζὶ μὲ τὸ σωματικὸ πρόσλημμα συνθέτουν ἀσύγχυτα τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ μικτὸ πρόσωπο, τὸ ἴδιο, δηλαδή, ἀκριβῶς θεῖο πρόσωπο θεωρούμενο μὲ ψυχανθρώπινες προσμίξεις.

Οἱ ψυχάνθρωποι ἀπόγονοι τῶν τριῶν θεοψυχανθρώπων ἀπὸ σωματικὴ φυσικὴ ἄποψη χαρακτηρίζονται ὡς ἡ ἡμίψιλη φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ ἐπηυξημένου καὶ ἐπαναβαθμισμένου ἀνθρωπίνου φυσικοῦ εἴδους σὲ διάκριση ἀπὸ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἀδαμιαίους ψυχανθρώπους ποὺ ἀπὸ σωματικὴ φυσικὴ ἄποψη χαρακτηρίζονται ὡς τὸ ἡμίψιλο ηὐξημένο καὶ ἀναβαθμισμένο ἕτερο καὶ διάφορο ἀνθρώπινο φυσικὸ εἶδος στὰ ὅρια καὶ τὰ πλαίσια τῆς εὐρείας καὶ κοινῆς ἀνθρωπίνης φύσης.

Ἡ τοιαύτη φυσικὴ κατάσταση εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιγνωσθεῖ διότι ἡ φυσικὴ ἐπαύξηση καὶ ἐπαναβάθμιση δὲν εἶναι πνευματικὴ μεταβολὴ ποὺ προκαλεῖται κατὰ ὑπερφυσικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σωματικὴ φύση ἔτσι ὥστε ἡ ἐφαρμογή της νὰ εἶναι δυνατὴ μόνο σὲ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴ θεοψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ ἀδύνατη σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀλλὰ φυσικὴ μεταβολὴ ἡ ὁποία συσχετίζεται μὲ τὴν τοιαύτη ἕνωση καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δύναται νὰ ἐφαρμόζεται καὶ στὴ σωματικὴ φύση ὁποιασδήποτε ἄλλης ψυχανθρώπινης ὑπόστασης (προσώπου), μαζί, ἐννοεῖται, μὲ τὴν ἀναλογοῦσα φυσικὴ αὔξηση καὶ ἀναβάθμιση τῆς ψυχικῆς φύσεώς της.

Κατὰ κανόνα, βεβαίως, ἁρμόζει καὶ ἐπιτρέπεται νὰ ἐφαρμόζεται στὸ ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ θεοψυχανθρώπου, κατ' ἐξαίρεσιν, ὅμως, καὶ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὁποιουδήποτε ἄλλου προσώπου στὸ ὁποῖο ὁ θεοψυχάνθρωπος θὰ ἐπιτρέψει τὴν ἐφαρμογή της (μαζὶ μὲ τὴν ἀνάλογη φυσικὴ αὔξηση καὶ ἀναβάθμιση τῆς ψυχῆς του), ἀρκεῖ, ἀσφαλῶς, νὰ τεκμηριώνεται ὅτι ἡ τοιαύτη μεταβολὴ συναρμόζει καὶ σ' ἐκεῖνο.

Ὅπως καὶ ἡ στολὴ τοῦ βασιλέως, παρόλο ποὺ σχεδιάσθηκε καὶ κατασκευάσθηκε εἰδικὰ γι' αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸ βασιλιᾶ, ἐπιτρέπεται νὰ φέρεται καὶ ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο πρόσωπο στὸ ὁποῖο ὁ βασιλεὺς θὰ παραχωρήσει τὸ δικαίωμα τῆς φορᾶς της. Καὶ οἱ μόνοι τεκμηριωμένοι συναρμόδιοι φορεῖς τῆς τοιαύτης μεταβολῆς εἶναι, ἀσφαλῶς, οἱ ψυχάνθρωποι ἀπόγονοι τῶν τριῶν θεοψυχανθρώπων, γιὰ τὸ δογματικὸ ἐκεῖνο λόγο ποὺ ἐξηγήσαμε στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας.

Ἐπειδή, συνοπτικῶς, ὅταν ἡ οὐσία δὲν νέμεται, δὲν νέμεται ἀναλόγως καὶ ἕκαστος τῶν τριῶν ὑποστατικῶν (προσωπικῶν) τρόπων καὶ ἔτσι ἔχουμε ἕνα πατέρα ποὺ προσωποποιεῖ συμβολικῶς τὸ νοῦ (αὐτόνοια) ὡς καθολικὸ (ἀδιάδοχο) πατέρα, ἕνα υἱὸ ποὺ προσωποποιεῖ συμβολικῶς ὅλο τὸ λόγο (νόηση) καὶ ἕνα παῖδα ποὺ προσωποποιεῖ συμβολικῶς ὅλο τὸ νόμο (βούληση).

Ὅταν, ὅμως, ἡ οὐσία νέμεται, νέμεται ἀναλόγως καὶ ἕκαστος τῶν ὑποστατικῶν (προσωπικῶν) τρόπων καὶ ἔτσι ἔχουμε πλείονες τοῦ ἑνὸς πατέρες, πλείονες τοῦ ἑνὸς υἱοὺς καὶ πλείονες τοῦ ἑνὸς παῖδες, διότι ὁ πατὴρ γίνεται προπάτωρ προσωποποιῶντας συμβολικῶς τὸ νοῦ (αὐτόνοια) ἀλλ' ὡς ὁλικὸ (διαδεκτό) καὶ ὄχι καθολικὸ (ἀδιάδοχο) πατέρα, δεδομένου ὅτι γεννᾷ, μέν, ὅλους τοὺς ἀπογόνους του ἀλλ' ἐξ αὐτῶν ἄλλους ἄμεσα καὶ ἄλλους ἔμμεσα, ὁ υἱὸς υἱοπάτωρ προσωποποιῶντας συμβολικῶς μόνο τὸν ἐνδιάθετο καὶ ὄχι ὅλο τὸ λόγο (νόηση) καὶ ὁ παῖς παιδοπάτωρ προσωποποιῶντας συμβολικῶς μόνο τὸν ἐνδιάθετο καὶ ὄχι ὅλο τὸ νόμο (βούληση).

Ἡ ὁλόψιλη, σημειωτέον, φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ εἴτε ηὐξημένου καὶ ἀναβαθμισμένου εἴτε ἐπηυξημένου καὶ ἐπαναβαθμισμένου ἀνθρωπίνου σωματικοῦ φυσικοῦ εἴδους εἶναι, μέν, δυνατή, ἀλλ' ἐπ' οὐδενὶ ἐπιτρεπτή, διότι, πέραν τῶν ἄλλων εὐνοήτων λόγων, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, τὸ ζῶο ποὺ θα προέκυπτε, μὲ αὐτὸ τὸ ἐξευγενισμένο ἢ ἐπεξευγενισμένο φυσικὸ σχῆμα δὲν θὰ ἦταν βιώσιμο (θὰ ἦταν ἀρκετὰ δύσκολο νὰ ἐπιβιώσει).

Ἐξετάζοντας, ἑπομένως, τὰ τρία ἕτερα καὶ διάφορα σωματικὰ φυσικὰ εἴδη ποὺ συναποτελοῦν τὴν εὐρεῖα καὶ κοινὴ φύση τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἀτελὲς ἀρχέτυπο ὁρίζουμε τὸν καθαρὸ αὐτάνθρωπο, ὡς ἡμιτελὲς ἔκτυπο τὸν ἡμίμικτο ψυχάνθρωπο (τὸ σῶμα τοῦ ψυχανθρώπου) καὶ ὡς τέλειο ἀντίτυπο τὸν ὁλόμικτο θεοψυχάνθρωπο (τὸ σῶμα τοῦ θεοψυχανθρώπου).

Τὰ τρία τοιαῦτα φυσικὰ εἴδη, κατὰ μὲν τὴν ὑπόσταση (πρόσωπο ἢ προσωποειδές), ἔχουν μεταξύ τους σχέση ἀνισότητος (ἀπολύτου ἢ σχετικῆς) δεδομένου ὅτι ὁ θεοψυχάνθρωπος εἶναι μικτὸ θεῖο (ἄϋλο) πρόσωπο μὲ ψυχανθρώπινες (ἡμίυλες καὶ ἔνυλες) προσμίξεις, ὁ ψυχάνθρωπος μικτὸ ψυχικὸ (ἡμίυλο) πρόσωπο μὲ ἀνθρώπινες (ἔνυλες) προσμίξεις καὶ ὁ αὐτάνθρωπος καθαρὸ σωματικὸ (ἔνυλο) προσωποειδὲς ἢ ἀλλιῶς ὑποκείμενο, κατὰ δὲ τὴ φύση, σχέση παρισότητος (σχετικῆς ἰσότητος) δεδομένου ὅτι καὶ τὰ τρία εἶναι ὀρθοβάμονα, ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ φυσικὸ εἶδος τοῦ αὐτανθρώπου, παρὰ τὴν καθαρότητά του, δὲν εἶναι, ἐν τέλει, τὸ ἀναύξητο ὄν, ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς ἀναύξητο μόνο σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα δύο φυσικὰ εἴδη τοῦ ψυχανθρώπου καὶ τοῦ θεοψυχανθρώπου, μαζὶ μὲ τὰ ὁποῖα συναπαρτίζει τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὅλη ἡ ὁποία, ὡς φύση ὀρθοβαμόνων ἀνθρώπων, θεωρεῖται ὡς ηὐξημένη συγκριτικὰ μὲ τὴν καθαρὴ φύση τῶν ἡμιπρηνῶν ἀνθρωποειδῶν, τῶν ἀνθρωποειδῶν, δηλονότι, ἡμιπρηνῶν πιθήκων, οἱ ὁποῖοι δύνανται μόνο νὰ στέκονται καὶ ὄχι νὰ βαδίζουν ὄρθιοι μὲ ὁλόκληρο τὸ πέλμα τους στὸ ἔδαφος. Κι ἐδῶ κυρίως διαπιστώνεται ἡ φυσικὴ αὔξηση τῆς μιᾶς σὲ σχέση μὲ τὴν ἄλλη φύση καὶ ἡ μεταξύ τους φυσικὴ ἀνισότητα, στὸ ὅτι τὰ ἀνθρώπινα ὀρθοβάμονα διχειρόποδα δύνανται ἐπιπλέον καὶ νὰ βαδίζουν καὶ ὄχι μόνο νὰ στέκονται ὄρθια ὅπως, ἀντιθέτως, τὰ ἀνθρωποειδῆ ἡμιπρηνῆ διχειρόποδα.

Οἱ δύο, συνεπῶς, αὐτὲς διαφορετικὲς καὶ συγγενικὲς ἄνισες μεταξύ τους φύσεις, τῶν ἀνθρωποειδῶν ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ ἀλλιῶς βακτροχείρων, ἐκείνων, δηλαδή, ποὺ χρησιμοποιοῦν τὰ χέρια τους περισσότερο σὰν βάκτρα γιὰ νὰ στηρίζονται, ὅπως π.χ. ὁ γορίλας, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων ἢ ἀλλιῶς ῥεκτοχείρων, αὐτῶν, δηλαδή, ποὺ χρησιμοποιοῦν τὰ χέρια τους περισσότερο ὡς ῥέκτες γιὰ νὰ δημιουργοῦν, συνιστοῦν ἀπὸ κοινοῦ μία ὑπέρφυση (φυσικὴ ὁμοταξία) ποὺ χαρακτηρίζεται περιληπτικῶς ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς πρώτης ὡς «ὑπέρφυση τῶν ἀνθρωποειδῶν διχειροπόδων». Πρόκειται γιὰ τὴν εὐρύτερη ἀνθρώπινη σωματικὴ φύση.

Ἡ δὲ ὑπέρφυση τῶν ἀνθρωποειδῶν διχειροπόδων θεωρεῖται κι αὐτὴ ὡς ηὐξημένη συγκριτικὰ μὲ μια μεμονωμένη φύση διχειροπόδων ποὺ ἐκλαμβάνεται ὡς ἀναύξητη καὶ καθαρή, τὴ μονόφυση τῶν κτηνοειδῶν ἡμιπρηνῶν διχειροπόδων ἢ ποδοχείρων, ἐκείνων, δηλαδή, ποὺ χρησιμοποιοῦν τὰ χέρια τους περισσότερο σὰν πόδια γιὰ νὰ κινοῦνται, ὅπως π.χ. ὁ μπαμπουΐνος, ἔτσι ὥστε νὰ ὁμοιάζουν μὲ τετράποδα κτήνη καὶ νὰ θεωροῦνται σὰν μία μέση φύση μεταξὺ τῶν τετραπόδων καὶ τῶν διχειροπόδων. Ἐν τέλει, ἡ μονόφυση τῶν κτηνοειδῶν διχειροπόδων καὶ ἡ ὑπέρφυση τῶν ἀνθρωποειδῶν διχειροπόδων συναπαρτίζουν μαζὶ μία ἐφυπέρφυση (φυσικὴ συνομοταξία) ὑπὸ τὸ κοινὸ περιληπτικὸ ὄνομα «ἐφυπέρφυση τῶν διχειροπόδων». Πρόκειται γιὰ τὴν εὐρύτατη ἀνθρώπινη σωματικὴ φύση.

Ἔχουμε, ἑπομένως, διαπιστώσει τὶς ἀντεπιδεικτικὲς διαδοχικὲς ἐντελεχειακὲς τριάδες τριῶν συνομοταξιῶν, πρῶτον, τῆς θείας ἐφυπερφυσικῆς καταστάσεως, τὴ φθίνουσα διαδοχικὴ τριάδα «ἄχωρος ἢ ἔκχωρος θεὸς (τέλειον ἀρχέτυπον) ἄσαρκος ἢ ἔκσαρκος ἔγχωρος θεὸς (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ἔνσαρκος ἔγχωρος θεὸς (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», δεύτερον, τῆς ἀγγελικῆς ἐφυπερφύσεως, τὴ φθίνουσα, ἐπίσης, διαδοχικὴ τριάδα «ἄγγελος (τέλειον ἀρχέτυπον) ὑπάγγελος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὑφυπάγγελος (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», καὶ τρίτον, τῆς ἐφυπερφύσεως τῶν διχειροπόδων, τὴν αὔξουσα διαδοχικὴ τριάδα «κτηνοειδὲς ἡμιπρηνὲς διχειρόποδον ἢ ποδόχειρ (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ἀνθρωποειδὲς ἡμιπρηνὲς διχειρόποδον ἢ βακτρόχειρ (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ἀνθρώπινον ὀρθοβᾶμον διχειρόποδον ἢ ῥεκτόχειρ (τέλειον ἀντίτυπον)».

Ἡ φθίνουσα διαδοχικὴ τριάδα τῆς θείας ἐφυπερφυσικῆς καταστάσεως συζεύγνυται μὲ τὴν ἀνάλογή της φθίνουσα διαδοχικὴ τριάδα τῆς ἀγγελικῆς ἐφυπερφύσεως, ὁ μὲν ἄσαρκος ἢ ἔκσαρκος ἔγχωρος θεὸς καὶ μὲ τὸν ὡσεὶ ἄχωρο ἄγγελο ποὺ εἶναι κι αὐτὸς ἄσαρκος ἔγχωρος καὶ μὲ τὸν κατεξοχὴν ἄσαρκο ἔγχωρο ὑπάγγελο διαπροσωπικῶς, μὲ ἀλληλοπεριχωρητικὴ ἕνωση, ὁ δὲ ἔμψυχος καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος θεὸς μὲ τὸν ἔνθεο καὶ ἔνσαρκο ἔγχωρο ὑφυπάγγελο ταυτοπροσωπικῶς, μὲ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση, καὶ ἔτσι ἀμφότερες οἱ συζυγικὲς αὐτὲς φθίνουσες ἐντελέχειες λογίζονται ὡς μία συνδυαστικὴ φθίνουσα ἐντελέχεια.

Ἡ διπλῆ αὐτὴ φθίνουσα διαδοχικὴ τριάδα τῆς θείας ἐφυπερφυσικῆς καταστάσεως καὶ τῆς ἀγγελικῆς ἐφυπερφύσεως μαζὶ καὶ ἡ ἁπλῆ αὔξουσα διαδοχικὴ τριάδα τῆς ἐφυπερφύσεως τῶν διχειροπόδων διαπιστώνονται ὡς ἀντισυγκλίνουσες διαδοχικὲς ἐντελέχειες, ἐκκινῶντας ἀπὸ διάφορο ἀρχέτυπο καὶ καταλήγοντας σὲ κοινὸ ἀντίτυπο, οἱ ὁποῖες συνδυάζονται μεταξύ τους καὶ συνθέτουν ἀπὸ κοινοῦ μία συμμετρικὴ (ὡς πρὸς τὸ ἀντίτυπο) μετάστροφο ἐντελέχεια, τὴν ἐντελέχεια τῆς ἀσυγχύτου συνθέσεως τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἢ τῆς θεοψυχανθρωπίνης ὑποστάσεως (προσώπου) ἢ τοῦ θεοψυχανθρώπου, ὅπου, ὡς θεοψυχάνθρωπος, ἐννοεῖται ὅλη ἡ θεοψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ ὄχι ἡ ὁλόμικτη φυσικὴ ὕπαρξη καὶ ἔκδοση τῆς ἀνθρωπίνης σωματικῆς φύσεως τοῦ θεοψυχανθρώπου.

Ὑπὸ τὸν ὅρο, συνεπῶς, θεοψυχάνθρωπος ὑποδηλώνται εἴτε ἡ ὅλη θεοψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) εἴτε αὐτὴ καὶ μόνη ἡ ἑτερόζωη καὶ ὁλόμικτη, καὶ ἔνθεη καὶ ἔμψυχη μαζί, σωματικὴ φύση της. Σύντμηση τοῦ ὅρου θεοψυχάνθρωπος ἀποτελεῖ ὁ ὅρος θεάνθρωπος. Καὶ τὸ ἀνάλογο, ἀσφαλῶς, ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ὅρο ψυχάνθρωπος.

Καὶ δεδομένου ὅτι ἡ ἐσωτερικὴ ταξινόμηση τῆς εὐρυτάτης ἀνθρωπίνης φύσεως, τῆς ἐφυπερφύσεως τῶν διχειροπόδων, ἡ ὁποία μονώνει τὴν ἀναύξητη φύση τῶν ποδοχείρων καὶ συνδυάζει μεταξύ τους τὴν ηὐξημένη φύση τῶν βακτροχείρων καὶ τὴν ἐπηυξημένη φύση τῶν ῥεκτοχείρων, εἶναι ἀνάλογη πρὸς τὴν ἐσωτερικὴ ταξινόμηση τῆς εὐρείας ἀνθρωπίνης φύσεως, τῆς φύσεως τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου, ἡ ὁποία μονώνει τὸ ἀναύξητο φυσικὸ εἶδος τοῦ αὐτανθρώπου καὶ συνδυάζει μεταξύ τους τὸ ηὐξημένο φυσικὸ εἶδος τοῦ ψυχανθρώπου καὶ τὸ ἐπηυξημένο φυσικὸ εἶδος τοῦ θεοψυχανθρώπου, δεδομένου, δηλαδή, ὅτι ἡ δεύτερη ἀποτελεῖ μικρογραφία ἢ σμίκρυνση τῆς πρώτης ταξινόμησης, ἡ φθίνουσα διπλῆ διαδοχικὴ τριάδα τῆς θείας ἐφυπερφυσικῆς καταστάσεως καὶ τῆς ἀγγελικῆς ἐφυπερφύσεως μπορεῖ νὰ συνδυάζεται καὶ νὰ ἀντισυγκλίνει καὶ νὰ μεταστροφεῖ συμμετρικῶς μὲ αὐτὴ καὶ μόνη τὴν αὔξουσα ἁπλῆ διαδοχικὴ τριάδα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, σχῆμα τὸ ὁποῖο προτιμοῦμε προσωπικῶς καὶ γενικῶς στὰ δογματολογικὰ ἔργα ποὺ δημοσιεύουμε (τὸ ἔχουμε ἄλλωστε ἀναφέρει καὶ σὲ προηγούμενες δημοσιεύσεις μας).

Ἡ μικρογραφία, σημειωτέον, ἢ σμίκρυνση τῆς ἐσωτερικῆς τριαδικῆς ἐντελεχειακῆς ταξινόμησης μιᾶς ἐφυπερφύσεως προβάλλεται, κατὰ κανόνα, στὴν ἐσωτερικὴ ταξινόμηση τῆς ποιοτικῶς τελείας ἀπὸ τὶς τρεῖς φύσεις ποὺ συμπεριλαμβάνει, δεδομένου ὅτι αὐτὴ ἐμπεριέχει καὶ ὑπερβαίνει ποιοτικῶς ἀμφότερες τὶς ἄλλες φύσεις, καὶ τὴν ποιοτικῶς ἡμιτελῆ καὶ τὴν ποιοτικῶς ἀτελῆ.

Ἔτσι, στὴ μὲν ἀγγελικὴ ἐφυπέρφυση, προβάλλεται στὴν πρώτη, τὴ σχετικῶς ἀμείωτη καὶ ποιοτικῶς τελεία ἀγγελικὴ φύση (ποὺ κρίνεται ὡς ἀμείωτη καὶ τελεία θεωρούμενη μόνο στὰ πλαίσια τῆς ἐφυπερφύσεως τῶν ἀγγέλων ὅπου ἀνήκει), ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ἀντεπιδεικτικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα τῆς ἐφυπέρφυσης ἐκείνης εἶναι φθίνουσα ἢ ἀτελόστροφος, κινούμενη ἀπὸ τὴ σχετικῶς ἀμείωτη καὶ ποιοτικῶς τέλεια φύση τῶν ἀγγέλων, διαμέσου τῆς μειωμένης καὶ ποιοτικῶς ἡμιτελοῦς φύσης τῶν ὑπαγγέλων στὴν προσμειωμένη καὶ ποιοτικῶς ἀτελῆ φύση τῶν ὑφυπαγγέλων.

Στὴ δὲ ἐφυπέρφυση τῶν διχειροπόδων, στὴν τρίτη, τὴν ἐπηυξημένη καὶ ποιοτικῶς τελεία ἀνθρώπινη φύση τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου (ποὺ κρίνεται ὡς ἐπηυξημένη καὶ τελεία θεωρούμενη μόνο στὰ πλαίσια τῶν κτιστῶν σωμάτων ὅπου ἐντάσσεται), ἐπειδή, ἀντιθέτως, ἡ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῆς ἐφυπέρφυσης αὐτῆς εἶναι αὔξουσα ἢ τελειόστροφος, κινούμενη ἀπὸ τὴ σχετικῶς ἀναύξητη καὶ ποιοτικῶς ἀτελῆ φύση τῶν ποδοχείρων (ποὺ κρίνεται ὡς ἀναύξητη καὶ ἀτελὴς θεωρούμενη μόνο στὰ πλαίσια τῆς ἐφυπερφύσεως τῶν διχειροπόδων ὅπου ἐντάσσεται), διαμέσου τῆς ηὐξημένης καὶ ποιοτικῶς ἡμιτελοῦς φύσης τῶν βακτροχείρων, στὴν ἐπηυξημένη καὶ ποιοτικῶς τελεία φύση τῶν ῥεκτοχείρων.

Κι αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ εὐρεία ἀνθρώπινη κτιστὴ σωματικὴ φύση τῶν ὀρθοβαμόνων διχειροπόδων περιλαμβάνει τρία φυσικὰ εἴδη συγκριτικὰ μὲ τὴν ἀνάλογή της, τὴν εὐρεῖα ψυχικὴ κτιστὴ πνευματικὴ φύση τῶν ὑφυπαγγέλων ποὺ περιλαμβάνει δύο φυσικὰ εἴδη.

Ὁ ἄλλος λόγος εἶναι ἡ διαδοχικὴ ἀποβολὴ τῆς αὔξησης ἀπὸ τὴ φύση τοῦ σωματικοῦ προσλήμματος ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται μετὰ τὴν ὁμοιοστροφοποίηση τῆς συμμετρικῆς μεταστρόφου ἐντελεχείας πηγαίνοντας στάδιο στάδιο καὶ βῆμα βῆμα καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία προκύπτουν ἀναλόγως ἕνα ἕνα τὰ διάφορα σωματικὰ φυσικὰ εἴδη καὶ οἱ διαφορετικὲς σωματικὲς φύσεις ποὺ αὐτὰ συναπαρτίζουν.

Βάσει τοῦ σταδιακοῦ αὐτοῦ ἐντελεχειακοῦ κανόνος, δὲν πᾶμε ἀπευθείας ἀπὸ τὸν ὀρθοβάμονα ψυχάνθρωπο στὸν ἀνθρωποειδῆ ἡμιπρηνῆ πίθηκο ἀλλὰ περνᾶμε πρῶτα ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο ὀρθοβάμονα πίθηκο, τὸν λεγόμενο αὐτάνθρωπο, ὅπως, ἀναλόγως, δὲν πᾶμε ἀπευθείας ἀπὸ τὸν θεοψυχάνθρωπο στὸν αὐτάνθρωπο ἀλλὰ περνᾶμε πρῶτα ἀπὸ τὸν ψυχάνθρωπο, τὸν καλούμενο ἀδαμιαῖο. Πλήν, ὅμως, ὁ θεοψυχάνθρωπος τροποποίησε τὸν τοιοῦτο ἐντελεχειακὸ κανόνα καὶ τὸν διέστρεψε ἐξαιτίας τῆς καταστρόφου ὁμοιώσεως ἢ ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς τὴν ὁποία εἰσήγαγε, δυστυχῶς, δυστυχέστατα, στὴ θεία δημιουργία, ἀλλὰ περὶ τούτου θὰ γίνει λόγος στὴν οἰκεία συνάφεια.

Ἀναλόγως, βεβαίως, μὲ ὅσα προείπαμε σχετικὰ μὲ τὴ συμμετρικὴ μετάστροφο ἐντελέχεια τῆς ἀσυγχύτου συνθέσεως τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἢ τῆς θεοψυχανθρωπίνης ὑποστάσεως (προσώπου) ἢ τοῦ θεοψυχανθρώπου, ἔχει καὶ ἡ συμμετρικὴ μετάστροφος ἐντελέχεια τῆς ἀσυγχύτου συνθέσεως τῆς ψυχικῆς ἐνανθρωπήσεως ἢ τῆς ψυχανθρωπίνης ὑποστάσεως (προσώπου) ἢ τοῦ ψυχανθρώπου, πλήν, ὅμως, μὲ τὶς ἀνάλογες τροποποιήσεις, δεδομένου ὅτι ἐν προκειμένῳ ἔχουμε μία ἁπλῆ φθίνουσα διαδοχικὴ τριάδα, τὴν τριάδα τῆς ἀγγελικῆς ἐφυπερφύσεως, ἡ ὁποία συνδυάζεται καὶ ἀντισυγκλίνει καὶ μεταστροφεῖ συμμετρικῶς μὲ μία ἁπλῆ αὔξουσα διαδοχικὴ τριάδα, τὴν τριάδα τῆς ἐφυπερφύσεως τῶν διχειροπόδων, καὶ ὅτι ἐδῶ ἡ σὲ μικρογραφία ἢ ἐν σμικρύνσει αὔξουσα ἁπλῆ διαδοχικὴ τριάδα εἶναι ἡ τριάδα «ἀνθρωποειδὴς βακτρόχειρ (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) αὐτάνθρωπος ῥεκτόχειρ (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ψυχάνθρωπος ῥεκτόχειρ (τέλειον ἀντίτυπον)».

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἡ συμμετρικὴ μετάστροφος ἐντελέχεια, ἡ ὁποία συντίθεται εἴτε ἀπὸ δύο ἀποκλίνουσες (ἀπὸ κοινὸ ἀρχέτυπο πρὸς διάφορο ἀντίτυπο) ἐντελέχειες οἱ ὁποῖες εἶναι ἀπολύτως ἀνομοιόστροφες καὶ γι' αὐτὸ ἀμετακλήτως ἀνταποκλίνουσες μεταξύ τους, ἀπὸ μία πρώτη ἄνω ἐντελέχεια, σύστροφο ἢ τελειόστροφο (αὔξουσα), καὶ μία δεύτερη κάτω ἐντελέχεια, ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα), εἴτε ἀπὸ δύο συγκλίνουσες (ἀπὸ διάφορο ἀρχέτυπο πρὸς κοινὸ ἀντίτυπο) ἐντελέχειες ποὺ εἶναι ἐπίσης ἀπολύτως ἀνομοιόστροφες γι' αὐτὸ καὶ ἀμετακλήτως ἀντισυγκλίνουσες μεταξύ τους, ἀπὸ μία πρώτη ἄνω ἐντελέχεια, ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα), καὶ μία δεύτερη κάτω ἐντελέχεια, σύστροφο ἢ τελειόστροφο (αὔξουσα), λόγῳ τοῦ ἀπολύτου βαθμοῦ τῆς ἀνομοιοστροφίας τῶν δύο συστατικῶν της ἐντελεχειῶν καὶ τῆς ἀμετακλήτου ἐντελεχειακῆς ἀνταπόκλισης ἢ τῆς ἀμετακλήτου ἐντελεχειακῆς ἀντισύγκλισης ποὺ προκαλεῖ, χρειάζεται ὁμοιοστροφοποίηση, μετατροπή, δηλαδή, σὲ μία σύνθετη διαδοχικὴ ἐντελέχεια ποὺ θὰ συντίθεται ἀπὸ δύο ὁμοιόστροφες διαδοχικὲς ἐντελέχειες.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ διαδοχικὴ μετάστροφο ἐντελέχεια, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ συντίθεται ἀπὸ δύο ἀνομοιόστροφες διαδοχικὲς ἐντελέχειες ποὺ σχηματίζουν ἐντελεχειακὸ κύκλο, ἀπὸ μία σύστροφο ἢ τελειόστροφο (αὔξουσα) στὸ ἀριστερὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο καὶ μία ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) στὸ δεξιὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο, δὲν ἔχει, τελικῶς, ἀπόλυτο ἀλλὰ σχετικὸ τὸ βαθμὸ τῆς ἀνομοιοστροφίας, διότι ἀμφότερες οἱ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνομοιόστροφες συστατικὲς ἐντελέχειές της κρίνονται ὁμοιόστροφες ὡς πρὸς τὴν κυκλικὴ ἐντελεχειακή τους προστροφή, εἶναι, δηλαδή, καὶ οἱ δύο δεξιόστροφες ἐπάνω στὸν ἐντελεχειακὸ κύκλο, κινούμενες μὲ φορὰ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, γι' αὐτὸ καὶ ἐν τέλει δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὁμοιοστροφοποίηση καὶ μένει ὡς ἔχει.

Προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ὁμοιοστροφοποίηση τῆς συμμετρικῆς μεταστρόφου ἐντελεχείας τῆς ἀσυγχύτου συνθέσεως τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἢ τῆς θεοψυχανθρωπίνης ὑποστάσεως (προσώπου) ἢ τοῦ θεοψυχανθρώπου θὰ πρέπει νὰ ἀρθεῖ τὸ κριτήριο τῆς φύσης καὶ νὰ τεθεῖ τὸ κριτήριο τῆς ὑπόστασης (προσώπου), βάσει τοῦ ὁποίου προηγεῖται τὸ θεῖο πρόσωπο, ὡς ἄκτιστο καὶ ἄϋλο, θεωρούμενο, καταρχήν, ὡς καθαρὸ καὶ ὡς τοιοῦτο εὑρισκόμενο πρῶτα στὴ θεία φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀχώρου θεοῦ καὶ ἔπειτα στὴ θεία φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀσάρκου ἐγχώρου θεοῦ καί, ἐν συνεχείᾳ, ὡς μικτό, μὲ κτιστὲς καὶ ἡμίυλες καὶ ἔνυλες (ψυχανθρώπινες) προσμίξεις, καὶ ὡς τοιοῦτο εὑρισκόμενο στὴ θεία φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἐνσάρκου ἐγχώρου θεοῦ, ἕπεται τὸ ὑφυπαγγελικὸ πρόσωπο, ὡς κτιστὸ καὶ ἡμίυλο μὲ ἔνυλες (ἀνθρώπινες) προσμίξεις, ἤ, μὲ μία λέξη, ὡς μικτό, εὑρισκόμενο πρῶτα ὡς θεῖο καὶ ἔπειτα ὡς ἀδαμιαῖο, καὶ ἀκολουθεῖ τὸ προσωποειδὲς (ὑποκείμενο) τοῦ αὐτανθρώπου ῥεκτόχειρος, ὡς ἀνώτερο ἔνυλο καὶ καθαρό, μετὰ τὸ ὁποῖο ἐπακολουθοῦν διαδοχικῶς, ὡς κατώτερα ἔνυλα καὶ καθαρά, τὸ προσωποειδὲς (ὑποκείμενο) τοῦ ἀνθρωποειδοῦς βακτρόχειρος καὶ τὸ προσωποειδὲς (ὑποκείμενο) τοῦ κτηνοειδοῦς ποδόχειρος.

Ἔτσι προκύπτει μία σύνθετη διαδοχικὴ ἐντελέχεια ἀπὸ τρεῖς ὁμοιόστροφες, ἀντίστροφες ἢ ἀτελόστροφες (φθίνουσες), τριαδικὲς διαδοχικὲς ἐντελέχειες, μὲ ὅμοια φορὰ ἀπὸ τὰ τέλεια διαμέσου τῶν ἡμιτελῶν πρὸς τὰ ἀτελῆ (ἡ πρώτη μὲ τὴ δεύτερη ἔχουν ἕνα κοινὸ μέλος καὶ ἡ δεύτερη μὲ τὴν τρίτη ἕνα ἄλλο κοινὸ μέλος καὶ γι' αὐτὸ ἡ ἐξ αὐτῶν σύνθετη ἐντελέχεια εἶναι ἑπταδικὴ καὶ ὄχι ἐννεαδική).

Πρόκειται γιὰ τὴν ἑπταδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη «ἄχωρος ἢ ἔκχωρος θεὸς (τέλειον ἀρχέτυπον) ἄσαρκος ἢ ἔκσαρκος ἔγχωρος θεὸς + ὡσεὶ ἄχωρος ἄγγελος καὶ ἄσαρκος ἔγχωρος ὑπάγγελος (ἡμιτελὲς πρωτιστότυπον) ἔμψυχός τε καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος θεὸς + ἔνθεός τε καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος ὑφυπάγγελος = θεοψυχάνθρωπος καὶ ὁ ἐξ αὐτοῦ θεῖος ψυχάνθρωπος ῥεκτόχειρ (ἡμιτελὲς πρωτότυπον) ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος ῥεκτόχειρ (ἡμιτελὲς προτερότυπον) αὐτάνθρωπος ῥεκτόχειρ (ἡμιτελὲς πρότυπον) ἀνθρωποειδὴς βακτρόχειρ (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) κτηνοειδὴς ποδόχειρ (ἀτελὲς ἀντίτυπον)».

Ἡ τοιαύτη ἐντελέχεια δύναται νὰ συμπτύσσεται καὶ πενταδικῶς, ὡς «ἄχωρος ἢ ἔκχωρος θεὸς (τέλειον ἀρχέτυπον) ἄσαρκος ἢ ἔκσαρκος ἔγχωρος θεὸς + ὡσεὶ ἄχωρος ἄγγελος καὶ ἄσαρκος ἔγχωρος ὑπάγγελος (ἡμιτελὲς πρωτότυπον) ἔμψυχός τε καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος θεὸς + ἔνθεός τε καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος ὑφυπάγγελος = θεοψυχάνθρωπος καὶ ὁ ἐξ αὐτοῦ θεῖος ψυχάνθρωπος (ἡμιτελὲς πρότυπον) ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) αὐτάνθρωπος (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», καὶ τριαδικῶς, ὡς «ἄσαρκος ἢ ἔκσαρκος ἔγχωρος θεὸς (τέλειον ἀρχέτυπον) ἔμψυχός τε καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος θεὸς + ἔνθεός τε καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος ὑφυπάγγελος = θεοψυχάνθρωπος καὶ ὁ ἐξ αὐτοῦ θεῖος ψυχάνθρωπος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος (ἀτελὲς ἀντίτυπον)».

Στὰ τοιαῦτα, σημειωτέον, κατ' ἀνάπτυξιν καὶ κατὰ σύμπτυξιν ἐντελεχειακὰ σχήματα ἡ θεοψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) ἐκλαμβάνεται μαζὶ μὲ τὴ θεία ψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ ἀπογόνου της γιὰ τὸ δογματικὸ λόγο ποὺ προαναφέραμε καὶ στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας ἀλλὰ καὶ παραπάνω συνοπτικῶς, ἐπειδή, δηλαδή, ἡ θεία ψυχανθρώπινη εἶναι συμπληρωματικὴ τῆς θεοψυχανθρώπινης ὑπόστασης (προσώπου) θεωρουμένης κατὰ τὴν κτιστὴ πρόσμιξή της, τὴ θεία ψυχανθρωπότητά της.

Ἀναλόγως ἔχουμε καὶ στὴν περίπτωση τῆς ὁμοιοστροφοποίησης τῆς συμμετρικῆς μεταστρόφου ἐντελεχείας τῆς ἀσυγχύτου συνθέσεως τῆς ψυχικῆς ἐνανθρωπήσεως ἢ τῆς ψυχανθρωπίνης ὑποστάσεως (προσώπου) ἢ τοῦ ψυχανθρώπου, μὲ τὸ σύνθετο σχηματισμὸ τῆς ἀντιστρόφου ἢ ἀτελοστρόφου (φθινούσης) ἑπταδικῆς διαδοχικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντεπίδειξης «ἄγγελος (τέλειον ἀρχέτυπον) ὑπάγγελος (ἡμιτελὲς πρωτιστότυπον) θεῖος ὑφυπάγγελος ἢ ψυχάνθρωπος ῥεκτόχειρ (ἡμιτελὲς πρωτότυπον) ἀδαμιαῖος ὑφυπάγγελος ἢ ψυχάνθρωπος ῥεκτόχειρ (ἡμιτελὲς προτερότυπον) αὐτάνθρωπος ῥεκτόχειρ (ἡμιτελὲς πρότυπον) ἀνθρωποειδὴς βακτρόχειρ (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) κτηνοειδὴς ποδόχειρ (ἀτελὲς ἀντίτυπον)» ἀπὸ τρεῖς τριαδικὲς διαδοχικὲς ἐντελέχειες (ἡ πρώτη μὲ τὴ δεύτερη ἔχουν ἕνα κοινὸ μέλος καὶ ἡ δεύτερη μὲ τὴν τρίτη ἕνα ἄλλο κοινὸ μέλος καὶ γι' αὐτὸ ἡ ἐξ αὐτῶν σύνθετη ἐντελέχεια εἶναι ἑπταδικὴ καὶ ὄχι ἐννεαδική).

Ἀπὸ τὴν ἀνεπτυγμένη αὐτὴ ἑπταδικὴ μορφὴ τοῦ τοιούτου ἐντελεχειακοῦ σχήματος τεκμηριώνεται ἡ αὐτόζωη φυσικὴ ἢ ἀλλιῶς αὐτοπροσωπικὴ ὕπαρξη τῶν ψυχανθρώπων ἀπογόνων τῶν τριῶν θεοψυχανθρώπων, τῶν λεγομένων «θείων ψυχανθρώπων» σὲ διάκριση καὶ ἀντεπίδειξη μὲ τοὺς καλουμένους «ἀδαμιαίους ψυχανθρώπους», διότι, ἂν ὑποθέταμε, δῆθεν, ὅτι δὲν ὑφίστανται καὶ αὐτοζώως οἱ θεῖοι ψυχάνθρωποι ἀλλὰ μόνο ἑτεροζώως ἐμπεριεχόμενοι μέσα στὶς τρεῖς θεοψυχανθρώπινες ὑποστάσεις (πρόσωπα) καὶ ἀποτελῶντας τὶς θεῖες ψυχανθρώπινες προσμίξεις τους, ἐν προκειμένῳ θὰ εἴχαμε ἐντελεχειακὸ κενὸ ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ καλυφθεῖ, θὰ εἴχαμε, δηλαδή, ἐντελεχειακὴ ἑξάδα καὶ ὄχι ἑπτάδα δεδομένου ὅτι θὰ ἔλλειπε ἕνα ἐντελεχειακὸ μέρος.

Ἡ ἐν λόγῳ ἐντελέχεια μπορεῖ νὰ συμπτύσσεται καὶ πενταδικῶς, ὡς «ἄγγελος (τέλειον ἀρχέτυπον) ὑπάγγελος (ἡμιτελὲς πρωτότυπον) ὑφυπάγγελος ἢ ψυχάνθρωπος (ἡμιτελὲς πρότυπον) αὐτάνθρωπος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ἀνθρωποειδὴς (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», καὶ τριαδικῶς, ὡς «ὑπάγγελος (τέλειον ἀρχέτυπον) ὑφυπάγγελος ἢ ψυχάνθρωπος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) αὐτάνθρωπος (ἀτελὲς ἀντίτυπον)».

Μὲ βάση, λοιπόν, τὴν προαναφερθεῖσα, ἀφενός, δογματολογικὴ ἀρχὴ τῆς «ἀναλογίας μεταξὺ τῆς φυσικῆς ὑπάρξεως τοῦ πνευματικοῦ προσλήπτορος καὶ τῆς φυσικῆς ὑπάρξεως τοῦ σωματικοῦ προσλήμματος καὶ ἔσω καὶ ἔξω τῆς ὁμοϋποστασιαστικῆς (ταυτοπροσωπικῆς) ἑνώσεως» καὶ τὴν ἐπίσης προειπωθεῖσα, ἀφετέρου, δογματολογικὴ ἀρχὴ τῆς «ἀναλογίας μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τοῦ ὑποστατικοῦ (προσωπικοῦ) τρόπου κατὰ τὴν κατοχὴ καὶ τὴ διαχείριση», ἡ ὁποία λέγει ὅτι «ὅταν μία ὑπόσταση (πρόσωπο) κατέχει ὁλόκληρη τὴν οὐσία τότε κατέχει καὶ ὁλόκληρο τὸν ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο ὁ ὁποῖος τῆς προσιδιάζει καὶ ὅταν κατέχει μέρος τῆς οὐσίας τότε κατέχει καὶ μέρος τοῦ ὑποστατικοῦ (προσωπικοῦ) τρόπου ποὺ τῆς ἀναλογεῖ», στὰ πλαίσια τῆς ὁμοιοστροφοποιημένης, τρισυνθέτου καὶ ἀτελοστρόφου (φθινούσης), διαδοχικῆς ἐντελεχείας τῆς θεοψυχανθρωπίνης ὑποστάσεως (προσώπου) καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὸ σωματικὸ πρόσλημμα ποὺ προσλαμβάνεται ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἀπὸ τὸν πνευματικὸ προσλήπτορα, διαπιστώνουμε:

Τὴν «κατακόρυφο», ἀφενός, ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη καὶ ἐφαρμογὴ τῆς διαδοχικῆς τριαδικῆς ἀντεπίδειξης «ἄψιλον (ἀρχέτυπον) ἡμίψιλον (ἔκτυπον) ὁλόψιλον (ἀντίτυπον)», ἡ ὁποία εἶναι πλήρης καὶ ἀφορᾷ τὴν τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τοῦ ἀψίλου θεοψυχανθρώπου, τοῦ ἡμιψίλου ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ τοῦ ὁλοψίλου αὐτανθρώπου.

Καὶ τὴν «ὁριζοντία», ἀφετέρου, τοιαύτη, ἡ ὁποία εἶναι ἐλλειπὴς καὶ ἀφορᾷ μόνο τὴ δυαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τοῦ ἀψίλου θεοψυχανθρώπου καὶ τοῦ ἡμιψίλου θείου ψυχανθρώπου ἀπογόνου του, ἐλλείποντος, ἀσφαλῶς, τοῦ ὁλοψίλου θείου αὐτανθρώπου, ὁ ὁποῖος, ὑποθετικῶς, ἐὰν ὑπῆρχε, θὰ ἦταν ἄμεσος ἀπόγονος τοῦ θείου ψυχανθρώπου καὶ ἔμμεσος ἀπόγονος τοῦ θεοψυχανθρώπου, μέσῳ τοῦ θείου ψυχανθρώπου, ἀπὸ τὴ θεία ἀνθρωπότητά τους (πρόκειται γιὰ σπάνιο εἶδος ἐπαμφοτερίζουσας ἐντελέχειας τῆς ὁποίας ἡ κολοβὴ μορφὴ ἐπιγινώσκεται ὡς κολόβωση κατὰ τὸ ἔσχατο ἐντελεχειακὸ ἄκρο, τὸ ἀντίτυπο, καὶ ὄχι κατὰ τὸ ἐντελεχειακὸ μέσο, τὸ ἔκτυπο).

Διότι ἡ αὐτόζωη φυσικὴ ὕπαρξη τόσο τοῦ ἐπηυξημένου καὶ ἐπαναβαθμισμένου διχειροπόδου σωματικοῦ φυσικοῦ εἴδους τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ τοῦ θείου ψυχανθρώπου ἀπογόνου του στὴ φυσικὴ κατάσταση τοῦ θείου αὐτανθρώπου ὅσο καὶ τοῦ ηὐξημένου καὶ ἀναβαθμισμένου διχειροπόδου σωματικοῦ φυσικοῦ εἴδους τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου στὴ φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀδαμιαίου αὐτανθρώπου δὲν τεκμηριώνεται καὶ δὲν ἐπιτρέπεται, δεδομένου ὅτι ἡ ψυχικὴ φύση, καὶ κατὰ τὴν οὐσία καὶ κατὰ τὸν ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο, νέμεται σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς φυσικὰ καὶ ἰσάριθμα προσωπικὰ ἄτομα μαζὶ μὲ τὴ σωματικὴ μὲ τὴν ὁποία διατελεῖ ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἑνωμένη, ποὺ σημαίνει ὅτι ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα σωματικὰ φυσικὰ εἴδη δὲν ἔχουν κανένα λόγο νὰ διατελοῦν καὶ ὡς ἀνεμψύχωτα.

Καὶ δεν ἐπιτρέπεται ἐπιπλέον καὶ γιὰ τὸν προειπωθέντα λόγο τῆς μὴ βιωσιμότητος ὡς ζώων τόσο τοῦ ἐπεξευγενισμένου θείου αὐτανθρώπου ὅσο καὶ τοῦ ἐξευγενισμένου ἀδαμιαίου αὐτανθρώπου σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἡμιάγριο καὶ ζωώδη αὐτάνθρωπο ποὺ εἶναι σαφῶς βιώσιμος.

Ἡ θεοψυχανθρώπινη, ὅμως, ὑπόσταση (πρόσωπο), ἐπειδή, ὡς μὲν θεός, κατέχει καὶ διαχειρίζεται ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ὁλόκληρο τὸ θεῖο ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο ποὺ τῆς προσιδιάζει, ὡς δὲ ψυχάνθρωπος, μέρος ἀμφοτέρων, κατὰ τὴ θεία ψυχανθρώπινη πρόσμιξή της χρειάζεται ὑποστατικὴ (προσωπική) συμπλήρωση καὶ γι' αὐτὸ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἐξαγάγει καὶ νὰ παραγάγει φυσικῶς ἀπὸ τὴν ἑτερόζωη θεία ψυχανθρωπότητά της τὴν αὐτόζωη θεία ψυχανθρωπότητα, τοὺς θείους ψυχανθρώπους ἀπογόνους της. Καὶ ὄχι μόνο οἱ δύο αἰτιατὲς ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ αἰτία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) γιὰ τὸ λόγο ποὺ προαναφέραμε στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας καὶ θὰ ἀναπτύξουμε στὴν οἰκεῖα ἑνότητα. Καὶ δεδομένου, ἀσφαλῶς, ὅτι ὁ αὐτόζωος θεῖος ψυχάνθρωπος, ὡς ὄν, εἶναι βιώσιμος.

Οἱ θεῖοι, ἑπομένως, ψυχάνθρωποι ἀπόγονοι τοῦ θεοψυχανθρώπου θεωροῦνται καὶ ἐκλαμβάνονται σὰν νὰ εἶναι κι αὐτοὶ θεοψυχάνθρωποι («ὡσεὶ θεοψυχάνθρωποι»). Καὶ ἡ ὁριζοντία ἀντίληψη καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ ἐν λόγῳ ἐντελεχειακοῦ σχήματος πῶς θὰ διαπιστωνόταν, ἔστω καὶ κολοβή, ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ θεῖοι ψυχάνθρωποι; Θὰ εἴχαμε, πάλι, ἐντελεχειακὸ κενό. Ἡ ὕπαρξή τους, συνεπῶς, τεκμηριώνεται ἐπιπλέον καὶ ἀπὸ τὴν κατακόρυφη καὶ τὴν ὁριζόντια ἀντίληψη τῆς ἀντεπιδεικτικῆς αὐτῆς ἐντελεχειακῆς τριάδος.

Καὶ ὅπως προειπώθηκε, κατὰ μὲν τὴν κατακόρυφο ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη, ἡ τριάδα τῶν ὅρων «ἄψιλον – ἡμίψιλον – ὁλόψιλον» προσδιορίζει τὸ ἕτερο καὶ διάφορο φυσικὸ εἶδος τῆς εὐρείας καὶ κοινῆς φύσης τοῦ σωματικοῦ προσλήμματος, κατὰ δὲ τὴν ὁριζοντία ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη, τὴν ἕτερη καὶ διάφορη φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ φυσικοῦ εἴδους τοῦ σωματικοῦ προσλήμματος.

Δεδομένου ὅτι ὡς σωματικὸ πρόσλημμα τοῦ θείου πνευματικοῦ προσλήπτορος, ὅπως ἐξηγήσαμε, θεωροῦνται περιληπτικῶς ἀμφότερες οἱ κτιστὲς φύσεις, καὶ ἡ ψυχικὴ καὶ ἡ σωματική, καὶ οἱ δύο οἱ ὁποῖες προσλαμβάνονται καθ' ὑπόστασιν (κατὰ πρόσωπον) μαζὶ ἀπὸ τὴν ἄκτιστη θεία φύση, ἡ μία, ἡ σωματική, μέσῳ τῆς ἄλλης, τῆς ψυχικῆς ἡ ὁποία καὶ προσλαμβάνεται ἀπὸ τὴ θεία καὶ συμπροσλαμβάνει μαζί της ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) τὴ σωματική, καθαρὴ καὶ χωριστὴ φυσικὴ ὕπαρξη τοῦ σωματικοῦ προσλήμματος τοῦ θεοψυχανθρώπου ἔξω τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ θεοψυχανθρωπίνου προσώπου σημαίνει μικτὴ καὶ ἀσύγχυτη συνύπαρξη καὶ τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς φύσης μαζί, ὑποστατικὴ (προσωπική), δηλαδή, ἕνωσή τους στὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ ψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο).

Ποὺ ἐν τέλει σημαίνει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ καθαρὴ ἀλλὰ γιὰ ἡμίμικτη ἢ ἡμίψιλη φυσικὴ ὕπαρξη τοῦ σωματικοῦ προσλήμματος μὲ ἄρση μόνο τῆς θείας φύσεως, ἄρα καὶ μὲ ἀπώλεια καὶ τῆς φυσικῆς αὐξήσεως καὶ ἀναβαθμίσεως τῆς ψυχικῆς φύσης καὶ τῆς φυσικῆς ἐπαυξήσεως καὶ ἐπαναβαθμίσεως τῆς σωματικῆς φύσης του προσλήμματος, ἐπειδή, πλέον, δὲν τεκμηριώνεται καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπεται ἡ ἔξω τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως ἀμφοτέρων τῶν φύσεών του μὲ τὴ θεία φύση ἐφαρμογή τους.

Ἡ διατήρηση, σημειωτέον, τῆς ψυχικῆς φυσικῆς αὐξήσεως καὶ τῆς σωματικῆς φυσικῆς ἐπαυξήσεως στοὺς ἀπογόνους τῶν τριῶν θεοψυχανθρώπων παρόλο ποὺ ἐκεῖνοι δὲν φέρουν τὴ θεία φύση δὲν εἶναι ἐφαρμογή τους ἔξω ἀλλ' ἔσω τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ θεοψυχανθρώπου, δεδομένου ὅτι, ὅπως ἐξηγήσαμε σὲ προηγούμενες δημοσιεύσεις μας, ὅταν λέγουμε ὕπαρξη «ἔσω τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ θεοψυχανθρώπου», ἐννοοῦμε εἴτε ὕπαρξη «ἔνδον (ἐσωτάτω) τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ θεοψυχανθρώπου», ὅπου ὑφίσταται αὐτὴ καὶ μόνη ἡ θεία φύση του, εἴτε ὕπαρξη «ἐντὸς (ἐσωτέρω) τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ θεοψυχανθρώπου», ὅπου συνυφίστανται καὶ ἡ ψυχικὴ καὶ ἡ σωματικὴ φύση του, ἡ μὲν ψυχικὴ «προεντός», ἡ δὲ σωματικὴ «μετεντός», εἴτε ὕπαρξη «πέριξ (ἔσω) τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ θεοψυχανθρώπου», ὅπου συνυφίστανται οἱ ἕτεροι συνθεοψυχάνθρωποι καὶ οἱ ἀπόγονοι καὶ τῶν τριῶν θεοψυχανθρώπων (ἔνδον ἢ ἐσωτάτω τοῦ ναοῦ τὸ ἱερὸ βῆμα, ἐντὸς ἢ ἐσωτέρω τοῦ ναοῦ ὁ κυρίως ναός, ὁ κυριόναος, πέριξ ἢ ἔσω τοῦ ναοῦ ἡ περιφραγμένη αὐλὴ τοῦ ναοῦ, ὁ αὐλόναος).

Τὸ ἕτερο, συνεπῶς, καὶ διάφορο ἡμίψιλο φυσικὸ εἶδος τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ ἡ ἀδαμιαία ψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο), ὅλων, δηλονότι, ἡμῶν, τεκμηριώνουν τὴ φυσικὴ καὶ προσωπική τους ὕπαρξη ὡς ἡ ἔξω τῆς καθ' ὑπόστασιν (κατὰ πρόσωπον) ἑνώσεως τοῦ θεοψυχανθρώπου φυσικὴ καὶ προσωπικὴ ὕπαρξη καὶ ἔκδοση τοῦ σωματικοῦ (ψυχοσωματικοῦ) προσλήμματός του.

Πρόκειται γιὰ τὴν ἄμεση κατακόρυφη εἰκόνα τοῦ θεοψυχανθρώπου, γιὰ τὴν κατ' εἰκόνα αἰτιατὴ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου ἡ ὁποία ἀπεικονίζει ἐντελεχειακὰ τὴν κατ' ἀρχὴν αἰτία ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση τοῦ θεοψυχανθρώπου καὶ ὀφείλει νομοτελειακὰ τὴν ὕπαρξή της σὲ ἐκείνη, ἤ, μὲ ἁπλᾶ λόγια, γιὰ τὸν πίθηκο τοῦ θεοψυχανθρώπου, τὸν ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ἀσφαλῶς, ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξη καὶ προΰπαρξη τοῦ θεοψυχανθρώπου. Ὑπάρχει ὁ ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος ἐπειδὴ ὑπάρχει καὶ προϋπάρχει ὁ θεοψυχάνθρωπος. Καὶ ἂν ὑπάρχει ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος, τότε ὑπάρχει καὶ ἀσφαλῶς προϋπάρχει καὶ θεοψυχάνθρωπος.

Δεδομένου ὅτι ὡς σωματικὸ πρόσλημμα τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου ὁρίζεται τὸ ὀρθοβᾶμον διχειρόποδο σῶμα, ἡ καθαρὴ καὶ χωριστὴ φυσικὴ ὕπαρξη τοῦ σωματικοῦ προσλήμματος τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου ἔξω τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρωπίνου προσώπου εἶναι ὁ αὐτάνθρωπος, ὁ ὀρθοβάμων πίθηκος, ὁ ὁποῖος, ὡς ὀρθοβάμων, ἀπεικονίζει ἄμεσα καὶ κατακόρυφα τὸν ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο. Πρόκειται γιὰ τὴν ὁλόμικτη ἢ ὁλόψιλη φυσικὴ ὕπαρξη καὶ ἔκδοση τοῦ σωματικοῦ προσλήμματος, τὸν κατεξοχὴν πίθηκο τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου.

Ὅταν, σημειωτέον, λέμε ὕπαρξη «ἔσω τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου», ὅπως ἔχουμε ἐξηγήσει καὶ σὲ προηγούμενες δημοσιεύσεις μας, ἐννοοῦμε εἴτε ὕπαρξη «ἔνδον (ἐσωτάτω) τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου», ὅπου ὑφίσταται αὐτὴ καὶ μόνη ἡ ψυχικὴ φύση του, εἴτε ὕπαρξη «ἐντὸς (ἐσωτέρω) τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου», ὅπου συνυφίστανται καὶ ἡ αἱματικὴ καὶ ἡ σωματικὴ φύση του, τὰ δύο, δηλαδή, φυσικὰ συστατικὰ στοιχεῖα τῆς σαρκικῆς φύσης του, ἡ μὲν αἱματικὴ «προεντός», ἡ δὲ σωματικὴ «μετεντός», εἴτε ὕπαρξη «πέριξ (ἔσω) τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου», ὅπου συνυφίστανται οἱ ἄλλοι ἀδαμιαῖοι συμψυχάνθρωποι.

Πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ τὴ δεύτερη ἀπὸ τὶς τρεῖς τριαδικὲς συστατικὲς ἐντελέχειες ποὺ συνθέτουν τὴν ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) καὶ διαδοχικὴ ἑπταδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τοῦ θεοψυχανθρώπου, ἡ ὁποία συστατικὴ ἐντελέχεια ἔχει ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Θεοψυχάνθρωπος.

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ψυχάνθρωπος.

γ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Αὐτάνθρωπος.

Καὶ ὁ αὐτάνθρωπος ῥεκτόχειρ, ὁ ὁποῖος στὴ δεύτερη τριαδικὴ συστατικὴ ἐντελέχεια ἀντιτυπεῖ καὶ θεωρεῖται ὡς ἀναύξητος, στὴν τρίτη τριαδικὴ συστατικὴ ἐντελέχεια ἀρχετυπεῖ καὶ θεωρεῖται ὡς ἐπηυξημένος, λόγῳ τῆς ὀρθοβαμοσύνης του, σὲ ἀντεπίδειξη μὲ τὸν ἀνθρωποειδῆ βακτρόχειρα ποὺ ἐκτυπεῖ θεωρούμενος ὡς ηὐξημένος καὶ τὸν κτηνοειδῆ ποδόχειρα ποὺ ἀντιτυπεῖ θεωρούμενος ὡς ἀναύξητος, ὡς ἀκολούθως:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Αὐτάνθρωπος Ῥεκτόχειρ (Ὀρθοβάμων).

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἀνθρωποειδὴς Βακτρόχειρ (Ἡμιπρηνής).

γ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Κτηνοειδὴς Ποδόχειρ (Ἡμιπρηνής).

Πέραν τῶν τριῶν ἐπαλλήλων τριαδικῶν ἐντελεχειῶν ποὺ συνθέτουν τὴν ὅλη τοιαύτη ἑπταδικὴ ἐντελέχεια, στὰ ἐντελεχειακά της πλαίσια διαπιστώνονται καὶ δύο ἐνάλληλες τριαδικὲς ἐντελέχειες, ἡ τριάδα «ἄσαρκος ἢ ἔκσαρκος ἔγχωρος θεὸς (τέλειον ἀρχέτυπον) ἔμψυχός τε καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος θεὸς + ἔνθεός τε καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος ὑφυπάγγελος = θεοψυχάνθρωπος καὶ ὁ ἐξ αὐτοῦ θεῖος ψυχάνθρωπος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», ἡ ὁποία ἐνυπάρχει μέσα στὴν πρώτη καὶ τὴ δεύτερη τριαδικὴ συστατικὴ ἐντελέχεια καὶ ἀποτελεῖ τὴν τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη τῆς ὅλης ἐν λόγῳ ἑπταδικῆς ἐντελεχείας, καὶ ἡ τριάδα «ψυχάνθρωπος ῥεκτόχειρ (τέλειον ἀρχέτυπον) αὐτάνθρωπος ῥεκτόχειρ (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ἀνθρωποειδὴς βακτρόχειρ (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», ἡ ὁποία ἐνυπάρχει μέσα στὴ δεύτερη καὶ τὴν τρίτη τριαδικὴ συστατικὴ ἐντελέχεια καὶ χρησιμοποιεῖται συνοπτικῶς σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ ἐκεῖνες προκειμένου νὰ γίνει ἡ παράλληλη ἀντιστοίχηση μεταξὺ τῶν ἐπηυξημένων, τῶν ηὐξημένων καὶ τῶν ἀναυξήτων φυσικῶν εἰδῶν καὶ μεταξὺ τῶν ἐπαυξήσεων καὶ τῶν αὐξήσεων ποὺ ἐφαρμόζονται σὲ αὐτὰ κατὰ τὸν συνοπτικὸ ἐντελεχειακὸ πίνακα ποὺ παρατίθεται ἀκολούθως. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς ἐνάλληλες ἐντελέχειες εἶναι ἐπάλληλες μεταξύ τους.

Συνοπτικὸς Ἐντελεχειακὸς Πίναξ Φυσικῶν Ἐπαυξήσεων Καὶ Αὐξήσεων (βλέπε αρχείο pdf στο τέλος)

α΄. Θεοψυχάνθρωπος Ῥεκτόχειρ

α΄. Ψυχάνθρωπος Ῥεκτόχειρ

α΄. Αὐτάνθρωπος Ῥεκτόχειρ

β΄. Ψυχάνθρωπος Ῥεκτόχειρ

β΄. Αὐτάνθρωπος Ῥεκτόχειρ

β΄. Ἀνθρωποειδὴς Βακτρόχειρ

γ΄. Αὐτάνθρωπος Ῥεκτόχειρ

γ΄. Ἀνθρωποειδὴς Βακτρόχειρ

γ΄. Κτηνοειδὴς Ποδόχειρ

Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ συνοπτικὴ ἐξέταση καὶ ἀντιπαραβολὴ τῶν τριῶν τριαδικῶν ἐντελεχειακῶν σχημάτων τοῦ παραπάνω πίνακος, ἡ μὲν ἐνθέωση τοῦ προσλήμματος τοῦ ψυχανθρώπου ῥεκτόχειρος εἶναι ἀντίστοιχη μὲ τὴν ἐμψύχωση τοῦ προσλήμματος τοῦ αὐτανθρώπου ῥεκτόχειρος (ἐὰν θεωρηθεῖ ὡς ἐπαύξηση) καὶ μὲ τὴν ὀρθοβαμονοποίηση τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρωποειδοῦς βακτρόχειρος (ἐὰν θεωρηθεῖ ὡς ἐπαύξηση), ἡ δὲ ἐμψύχωση τοῦ προσλήμματος τοῦ αὐτανθρώπου ῥεκτόχειρος ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν ὀρθοβαμονοποίηση τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρωποειδοῦς βακτρόχειρος (ἂν θεωρηθεῖ ὡς αὔξηση) καὶ πρὸς τὴ βελτίωση τῆς ἀνόρθωσης τοῦ σώματος τοῦ κτηνοειδοῦς ποδόχειρος, τὴν ἐνισχυμένη ὀρθοστατοποίησή του.

Κάτω ἀπὸ τὴν «ἐφυπέρφυση τῶν διχειροπόδων» ὑφίσταται ἡ «ἐφυπέρφυση τῶν ἀνωτετραπόδων», τῶν τετραπόδων, δηλαδή, ἐκείνων ποὺ παρουσιάζουν εἴτε ἀνυψωτικὴ στάση εἴτε ἀνυψωτικὴ τάση ἢ ἀπόπειρα πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ τὴν κατώτερη αὐτὴ ἐφυπέρφυση συναπαρτίζουν, ἐπίσης, μία μονόφυση καὶ μία ὑπέρφυση τὴν ὁποία συναποτελοῦν δύο φύσεις.

Πρόκειται, ἀφενός, γιὰ τὴ «μονόφυση τῶν ἁλτοτετραπόδων», τῶν «ἁλτῶν τετραπόδων», τῶν τετραπόδων, δηλονότι, ποὺ ἔχουν τὴν ἁλτικὴ ἱκανότητα ἢ ἀλλιῶς τὴν ἀνυψωτικὴ τάση ἢ ἀπόπειρα, ποὺ μποροῦν νὰ ἅλλονται, νὰ κάνουν πηδήματα, μὲ τάση ἢ ἀπόπειρα νὰ σηκώσουν τὸ σῶμά τους πρὸς τὰ ἄνω, ὅπως π.χ. ὁ ταῦρος. Τὰ τοιαῦτα γιὰ νὰ ἀνασηκώσουν τὸ σῶμά τους θὰ πρέπει νὰ στηρίζονται καὶ μὲ τὰ ἐμπρόσθια πόδια τους σὲ κάποιο δένδρο ἢ βράχο ἢ ἀντικείμενο, εἰδάλλως, μόλις πᾶνε νὰ σηκωθοῦν, θὰ πέφτουν πάλι στὸ ἔδαφος. Κάποια ἀπ' αὐτὰ συνηθίζουν νὰ ἀνεβαίνουν ἐπάνω στὰ ὑψηλὰ ὄρη καὶ νὰ διαβιοῦν σὲ μεγάλα ὑψόμετρα.

Καὶ ἀφετέρου γιὰ τὴν «ὑπέρφυση τῶν ἀναστατοτετραπόδων», τῶν «ἀναστάτων τετραπόδων», τῶν τετραπόδων, δηλαδή, ποὺ ἔχουν ἐπιπλέον καὶ τὴν ἀναστατικὴ ἱκανότητα ἢ ἀλλιῶς τὴν ἀνυψωτικὴ στάση, ποὺ δύνανται νὰ ἀνίστανται, νὰ σηκώνουν τὸ σῶμά τους ἀπὸ μόνα τους πρὸς τὰ ἄνω βασιζόμενα σὲ αὐτὰ καὶ μόνα τὰ δύο ὀπίσθια πόδια τους, στὶς δικές τους, μόνο, δυνάμεις, χωρὶς νὰ στηρίζονται μὲ τὰ ἐμπρόσθια πόδια τους κάπου ἀλλοῦ.

Τὴν τοιαύτη ὑπέρφυση συναποτελοῦν, ἀφενὸς ἡ «φύση τῶν ὀξυστατοτετραπόδων», τῶν «ὀξυστάτων τετραπόδων», τῶν τετραπόδων, δηλονότι, τὰ ὁποῖα, ὅταν ἀνίστανται, τὸ σῶμά τους σχηματίζει ὀξεῖα γωνία μὲ τὸ ἔδαφος, ὅπως π.χ. ὁ ἵππος, καὶ ἀφετέρου ἡ «φύση τῶν ὀρθοστατοτετραπόδων», τῶν «ὀρθοστάτων τετραπόδων», τῶν τετραπόδων, δηλαδή, τὰ ὁποῖα, ὅταν ἀνίστανται, τὸ σῶμά τους σχηματίζει ὀρθὴ ἢ περίπου ὀρθὴ γωνία μὲ τὸ ἔδαφος, ὅπως π.χ. ἡ ἄρκ(τ)ος (ἀρκοῦδα).

Καὶ κάτω ἀπὸ τὴν «ἐφυπέρφυση τῶν ἀνωτετραπόδων» ὑφίσταται ἀπομακρυσμένη καὶ καταμεμονωμένη σὲ σχέση μὲ ἀμφότερες τὶς ἐφυπερφύσεις καὶ τῶν διχειροπόδων καὶ τῶν ἀνωτετραπόδων ἡ «καταμονόφυση τῶν κατωτετραπόδων», τῶν τετραπόδων, δηλονότι, ἐκείνων ποὺ δὲν ἐμφανίζουν οὐδεμία, σχεδόν, ἀνυψωτικὴ στάση ἢ τάση ἢ ἀπόπειρα πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐρανό, ἀλλὰ κυλίονται κάτω ἐπὶ τῆς γῆς ὄντας σχεδὸν ἕνα μὲ αὐτὴ καὶ γι' αὐτὸ τὴν ἐνσαρκώνουν αὐτὴ καθεαυτὴ ἀποτελῶντας τὴ μορφοποίηση καὶ τὴ ζωοποίηση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ὕλης, τῆς ὑλικῆς μάζας. Πρόκειται γι' αὐτὴ καὶ μόνη τὴ φύση τῶν συῶν (ὑῶν) ἢ χοίρων ἢ γουρουνιῶν.

Ἡ «καταμονόφυση τῶν κατωτετραπόδων», ἡ «ἐφυπέρφυση τῶν ἀνωτετραπόδων» καὶ ἡ «ἐφυπέρφυση τῶν διχειροπόδων» συναπαρτίζουν ἀπὸ κοινοῦ τὴ «διευρυμμένη φύση τῶν προηγμένων κτιστῶν σωμάτων», τῶν σωματικῶν, δηλαδή, ἐκείνων ὄντων τὰ ὁποῖα συσχετίζονται ἐντελεχειακῶς μὲ αὐτὸν καθεαυτὸν τὸν τρισυπόστατο (τριπροσωπικό) θεοψυχάνθρωπο, μὲ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς τρεῖς θεοψυχανθρώπους. Πρόκειται, μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὴν ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) καὶ διαδοχικὴ «ἐντελέχεια τῶν ἑπτὰ σωματικῶν φύσεων τῆς θείας μεταμεθυπαγωγῆς» ἡ κατὰ σύμπτυξιν τριαδικὴ μορφὴ τῆς ὁποίας ἔχει ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ὀρθὸν Σῶμα.

β΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἡμιπρηνὲς Σῶμα.

γ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ὁλοπρηνὲς Σῶμα.

Ἡ ἐντελέχεια αὐτὴ ἔχει ὡς ἀρχέτυπό της τὸ ὀρθὸ σῶμα, ὡς ἔκτυπό της τὸ ἡμιπρηνὲς σῶμα καὶ ὡς ἀντίτυπό της τὸ ὁλοπρηνὲς σῶμα, παρότι ὁ κανὼν τῆς ἐντελεχειακῆς ἐξελίξεως τῶν τοιούτων φύσεων ὁρίζει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο, ὡς ἀρχέτυπο τὸ ὁλοπρηνές, ὡς ἔκτυπο τὸ ἡμιπρηνὲς καὶ ὡς ἀντίτυπο τὸ ὀρθὸ σῶμα. Καὶ τοῦτο γιὰ δύο λόγους, πρῶτον, διότι ἐντάσσεται στὰ διευρυμμένα πλαίσια τῆς ὁμοιοστροφοποιημένης ἐντελεχείας τοῦ θεοψυχανθρώπου ἡ ὁποία λαμβάνει ὡς κριτήριο τῆς διαδοχικῆς ἐντελεχειακῆς ἐξέλιξης τὴν ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ ὄχι τὴ φύση καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ἀντίστροφος ἢ ἀτελόστροφος (φθίνουσα), καὶ δεύτερον, ἐπειδὴ ἡ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ τάξη «ὀρθὸν σῶμα (ἀρχέτυπον) ἡμιπρηνὲς σῶμα (ἔκτυπον) ὁλοπρηνὲς σῶμα (ἀντίτυπον)» ἀποτελεῖ ἀπεικόνιση καὶ προβολὴ τῆς τριαδικῆς ἐντελεχειακῆς τάξεως «ἄϋλον πνεῦμα (ἀρχέτυπον) ἡμίυλον πνεῦμα (ἔκτυπον) ἔνυλον σῶμα (ἀντίτυπον)» ἐντὸς τοῦ ἐνύλου, ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ ὀρθὸ σῶμα ἀπεικονίζει τὸ ἄϋλο, τὸ ἡμιπρηνὲς σῶμα τὸ ἡμίυλο καὶ τὸ ὁλοπρηνὲς σῶμα αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ ἔνυλο.

Πρόκειται γιὰ τὴ συμπεπτυγμένη τριαδικὴ μορφὴ τῶν δύο ἐντελεχειακῶν τετάρτων ποὺ συνθέτουν τὴν ἀντίστροφο ἢ ἀτελόστροφο (φθίνουσα) καὶ διαδοχικὴ «ἐντελέχεια τῶν ἑπτὰ προηγμένων πνευματικῶν καὶ σωματικῶν φύσεων» ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζεται διαφόρως καὶ ὡς «ἐντελέχεια τῆς συνόψεως τῆς θείας δημιουργίας» καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ἄϋλον Πνεῦμα Θεοῦ.

β΄. Πρωτιστότυπον (ἡμιτελές): Ἡμίυλον Πνεῦμα Ἀγγέλου (μονόφυση).

γ΄. Πρωτότυπον (ἡμιτελές): Ἡμίυλον Πνεῦμα Ὑπαγγέλου (ὑπέρφυση).

δ΄. Προτερότυπον (ἡμιτελές): Ἔνυλον Ὀρθὸν Σῶμα Διχειροπόδου.

ε΄. Πρότυπον (ἡμιτελές): Ἔνυλον Ἡμιπρηνὲς Σῶμα Διχειροπόδου.

στ΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἔνυλον Ἡμιπρηνὲς Σῶμα Τετραπόδου.

ζ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ἔνυλον Ὁλοπρηνὲς Σῶμα Τετραπόδου.

Ἡ τέλεια ὀρθότητα τοῦ σώματος τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου ἡ ὁποία ὁρίζεται ὄχι μόνο ὡς ὀρθὴ στάση ἀλλὰ καὶ ὡς ὀρθὴ βάδιση καὶ ἡ ὁποία σὲ σχέση μὲ τὴν ἡμιπρηνοσύνη τοῦ σώματος τῶν λοιπῶν διχειροπόδων καὶ τοῦ σώματος τῶν ἀνωτετραπόδων καὶ τὴν ὁλοπρηνοσύνη τοῦ σώματος τῶν κατωτετραπόδων τὸ κάνει νὰ φαίνεται σὰν νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλα τὰ κατώτερά του αὐτὰ πρηνῆ ἐν γένει λεγόμενα σώματα, δεδομένου ὅτι τὸ πρηνές, εἴτε ἡμιπρηνὲς εἴτε ὁλοπρηνές, σωματικὸ σχῆμα θεωρεῖται ὡς προσκυνητικὸ ἐνώπιον τοῦ ὀρθοῦ σωματικοῦ σχήματος, σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὸ ἰδίωμα τοῦ ῥεκτόχειρος ποὺ χαρακτηρίζει τὸ ὀρθοβᾶμον διχειρόποδο, μὲ τὸ ὅτι δηλαδὴ τὸ ἐν λόγῳ προηγμένο πάντων τῶν σωματικῶν ὂν χρησιμοποιεῖ τὰ χέρια του περισσότερο σὰν ῥέκτες γιὰ νὰ δημιουργεῖ, μὲ τὸ ὅτι ἔχει χεῖρες ῥέκτου, τουτέστι πράκτορος ἢ δημιουργοῦ, τὸ καθιστοῦν ἀναμφισβήτητα ὡς ἀκριβῆ καὶ πιστὴ σωματικὴ εἰκόνα τοῦ θεοῦ δημιουργοῦ ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ τὰ θεῖα δημιουργήματά του καὶ ὡς τοιοῦτος προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλα αὐτά.

Ἄρα καὶ τὰ ἐν γένει πρηνῆ σώματα, συγκριτικὰ μὲ τὸ ὀρθό, θεωροῦνται ὡς σωματικὲς εἰκόνες τῶν θείων δημιουργημάτων, τὰ μὲν ἡμιπρηνῆ τῶν ἡμιύλων, τὰ δὲ ὁλοπρηνῆ τῶν ἐνύλων, ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ ὀρθὸ σῶμα χειροποιεῖ καὶ πλάσσει καὶ τὰ ἡμιπρηνῆ καὶ τὰ ὁλοπρηνῆ σώματα. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ σωματικὴ ποιητικὴ (χειροποιητική) ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ πνευματικὴ ποιητικὴ ἐνέργεια, προπαντὸς ἡ ἄκτιστη καὶ θεία ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὴ καὶ ἡ κτιστὴ καὶ ψυχική, ἀπὸ τὰ τρία σωματικὰ φυσικὰ εἴδη τῆς εὐρείας καὶ κοινῆς φύσης τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου ἢ ῥεκτόχειρος αὐτὸ ποὺ δικαιοῦται νὰ προβεῖ στὴ χειροποίηση καὶ τὴν πλάση τῶν ἡμιπρηνῶν καὶ τῶν ὁλοπρηνῶν εἶναι μόνο τὸ ἄψιλο καὶ ἀνώτατο, ὁ θεοψυχάνθρωπος, διότι αὐτὸς μόνο κατέχει καὶ διαχειρίζεται συνθετικῶς καὶ ἀσυγχύτως καὶ τὶς τρεῖς αὐτὲς ποιητικὲς ἐνέργειες.

Ἐκ τούτου τεκμαίρεται σαφῶς ὅτι ὁ θεοψυχάνθρωπος προϋπάρχει ὄχι μόνο τῶν ἡμιπρηνῶν καὶ τῶν ὁλοπρηνῶν προηγμένων σωματικῶν ὄντων ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου, δεδομένου ὅτι ἡ κατὰ σύμπτυξιν φθίνουσα διαδοχικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξη «ὀρθὸν σῶμα (ἀρχέτυπον) ἡμιπρηνὲς σῶμα (ἔκτυπον) ὁλοπρηνὲς σῶμα (ἀντίτυπον)» ἐντάσσεται, ὅπως εἴπαμε, στὰ διευρυμμένα πλαίσια τῆς ὅλης ὁμοιοστροφοποιημένης καὶ φθινούσης διαδοχικῆς ἐντελεχείας τοῦ θεοψυχανθρώπου. Ἡ δὲ κατ' ἀνάπτυξιν ἑπταδικὴ μορφή της ἔχει ὡς ἀκολούθως:

α΄. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ῥεκτόχειρ (Ὀρθὸν Διχειρόποδον).

β΄. Πρωτιστότυπον (ἡμιτελές): Βακτρόχειρ (Ἡμιπρηνὲς Διχειρόποδον).

γ΄. Πρωτότυπον (ἡμιτελές): Ποδόχειρ (Ἡμιπρηνὲς Διχειρόποδον).

δ΄. Προτερότυπον (ἡμιτελές): Ὀρθοστατοτετράποδον (Ἡμιπρηνὲς Ἀνωτετράποδον).

ε΄. Πρότυπον (ἡμιτελές): Ὀξυστατοτετράποδον (Ἡμιπρηνὲς Ἀνωτετράποδον).

στ΄. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ἁλτοτετράποδον (Ἡμιπρηνὲς Ἀνωτετράποδον).

ζ΄. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ὁλοπρηνὲς Κατωτετράποδον.

Ἡ ἐν λόγῳ, συνεπῶς, ἑπταδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζεται ἀλλιῶς καὶ ὡς «ἐντελέχεια τῆς θεοψυχανθρωπίνης δημιουργίας». Ὁ θεοψυχάνθρωπος δημιουργός, ὅπως ἐπισημάναμε, διέστρεψε τὴν ὀρθὴ αὐτὴ ἐντελεχειακὴ τάξη λόγῳ τῆς καταστρόφου ὁμοιώσεως ἢ ὁμοιωτικῆς καταστροφῆς ἢ ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς καὶ τῶν ἀνωμελῶν καὶ ὅλως ἀπαραδέκτων ἁλυσιδωτῶν συνεπειῶν της. Τὴν τοιαύτη ἐντελεχειακὴ διαστροφὴ εἰσήγαγε ἐφαμάρτως στὴ θεοψυχανθρώπινη δημιουργία του μετὰ τὴν πρώτη θεία ἐνανθρώπηση (προενανθρώπηση) τοῦ θεοψυχανθρώπου πατρὸς (ἡ ὁμοιωτικὴ καταγωγὴ εἰσήχθη γενικῶς στὴ θεία δημιουργία καὶ ὄχι μόνο στὴ θεοψυχανθρώπινη).

Βάσει τῆς σοβαρότατης αὐτῆς ἐντελεχειακῆς ἀνωμαλίας ἡ ὁποία φθάνει στὸν ἔσχατο βαθμὸ τῆς ἐντελεχειακῆς ἀνατροπῆς, ἤ, κοινῶς, τοῦ ἐντελεχειακοῦ ἀναποδογυρίσματος (εἶναι, πραγματικά, ὅ,τι χειρότερο μποροῦσε νὰ συμβεῖ), ἀπὸ χρονολογικὴ ἄποψη προηγεῖται καὶ πάλι ὁ θεοψυχάνθρωπος, ὅπως καὶ στὴν ἀδιάστροφη ἐντελεχειακὴ τάξη, ἐννοούμενος μαζὶ μὲ τοὺς θείους ψυχανθρώπους ἀπογόνους του, ἀλλ' ἕπονται τὰ ὁλοπρηνῆ κατωτετράποδα, μεθέπονται τὰ ἡμιπρηνῆ ἀνωτετράποδα (ἀπὸ τὸ ἀτελέστερο στὸ τελειότερο), ἀκολουθοῦν τὰ ἡμιπρηνῆ διχειρόποδα (ἀπὸ τὸ ἀτελέστερο στὸ τελειότερο), ἐπακολουθεῖ ὁ αὐτάνθρωπος καὶ τελευταῖος πάντων ἔρχεται ὁ ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος. Καὶ ὁ ζωώδης αὐτάνθρωπος, δυστυχῶς, ἀλλά, δυστυχέστατα, καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ ἐξευγενισμένος ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος χειροποιήθηκαν ἀμφότεροι ἀπὸ τὸν θεοψυχάνθρωπο, παρότι ἀπαγορεύεται ἡ χειροποίηση τοῦ ὀρθοβάμονος σώματος τοῦ ῥεκτόχειρος. Δὲν πρόκειται, διευκρινίζουμε, γιὰ ἰδιάζουσα περίπτωση ἀνακολούθου ἐντελεχείας ἀλλὰ γιὰ κατάστροφο ἐντελέχεια (δὲν ὑπάρχει χειρότερο).

Ἐπειδή, ὅμως, ἤδη ἐπεκταθήκαμε ἀρκετὰ μὲ σκοπὸ νὰ καλύψουμε κενὰ στὴ θεολογικὴ γνώση τῶν ἀναγνωστῶν τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ καλυφθοῦν γιὰ νὰ ἔχουν ἐκ τῶν προτέρων μία σαφέστερη ἀντίληψη γιὰ τὴν ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση καὶ τὴν ὑποστατικὴ (προσωπική) διχοτόμηση, θὰ βάλουμε ἐδῶ μία τελεία καὶ θὰ συνεχίσουμε περαιτέρω τὴ δογματολογικὴ ἀνάλυση στὶς οἰκεῖες ἑνότητες.

2. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Δύο Μονοφυεῖς Ὑποστάσεις (πρόσωπα) Δύο Κεχωρισμένων Φύσεων, Μιᾶς Ἀκτίστου, Μετὰ Διατηρήσεως Τῆς Φαινομενικῆς Φυσικῆς Μειώσεως, Ἢ Κτιστῆς, Μετὰ Διατηρήσεως Τῆς Πραγματικῆς Φυσικῆς Μειώσεως, Πνευματικῆς Φύσεως, Καὶ Μιᾶς Κτιστῆς, Μετὰ Διατηρήσεως Τῆς Πραγματικῆς Φυσικῆς Αὐξήσεως, Σωματικῆς Φύσεως.

Πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη κακόδοξη ἐκδοχὴ τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) διχοτόμησης ἡ ὁποία, ἐφαρμοζόμενη, ἀφενός, στὴν ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ ἀγεννήτου θεοψυχανθρώπου πατρός, σημαίνει ἐκείνη νὰ διαλυθεῖ σὲ αὐτόζωο ἀγέννητο ἔνσαρκο ἔγχωρο θεὸ πατέρα μὲ τὴ φαινομενικὴ (καὶ ὄχι πραγματική) φυσικὴ μείωση τῆς θείας ἐνσαρκώσεως καὶ σὲ αὐτόζωο ἀγέννητο θεῖο ψυχάνθρωπο πατέρα μὲ τὴν πραγματικὴ φυσικὴ αὔξηση τῆς ἐνθεώσεως, σὲ δύο, δηλαδή, διαφορετικὰ καὶ παράλληλα πατρικὰ πρόσωπα.

Καὶ ἐφαρμοζόμενη, ἀφετέρου, στὴν ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ ἀγεννήτου ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου πατρός, σημαίνει αὐτὴ νὰ διασπασθεῖ σὲ αὐτόζωο ἀγέννητο ἀδαμιαῖο ὑφυπάγγελο πατέρα μὲ τὴν πραγματικὴ φυσικὴ μείωση τῆς ἐνσαρκώσεως καὶ σὲ αὐτόζωο ἀγέννητο ἀδαμιαῖο αὐτάνθρωπο πατέρα μὲ τὴν πραγματικὴ φυσικὴ αὔξηση τῆς ἐμψυχώσεως, σὲ ἕνα, δηλαδή, πατρικὸ πρόσωπο καὶ σὲ ἕνα πατρικὸ προσωποειδὲς (ὑποκείμενο), διαφορετικὰ καὶ παράλληλα μεταξύ τους.

3. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Δύο Μονοφυεῖς Ὑποστάσεις (πρόσωπα) Δύο Κεχωρισμένων Φύσεων, Μιᾶς Ἀκτίστου, Ἄνευ Διατηρήσεως Τῆς Φαινομενικῆς Φυσικῆς Μειώσεως, Ἢ Κτιστῆς, Ἄνευ Διατηρήσεως Τῆς Πραγματικῆς Φυσικῆς Μειώσεως, Πνευματικῆς Φύσεως, Καὶ Μιᾶς Κτιστῆς, Ἄνευ Διατηρήσεως Τῆς Πραγματικῆς Φυσικῆς Αὐξήσεως, Σωματικῆς Φύσεως.

Πρόκειται γιὰ τὴ δεύτερη κακόδοξη ἐκδοχὴ τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) διχοτόμησης ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐντελεχειακὴ ἐξέλιξη τῆς πρώτης. Ἐφαρμοζόμενη, ἀφενός, στὴν ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ ἀγεννήτου θεοψυχανθρώπου πατρός, σημαίνει ἐκείνη νὰ διαλυθεῖ σὲ αὐτόζωο ἀγέννητο ἄσαρκο ἔγχωρο θεὸ πατέρα χωρὶς τὴ φαινομενικὴ (μὴ πραγματική) φυσικὴ μείωση τῆς θείας ἐνσαρκώσεως καὶ σὲ αὐτόζωο ἀγέννητο ἀδαμιαῖο ψυχάνθρωπο πατέρα χωρὶς τὴν πραγματικὴ φυσικὴ αὔξηση τῆς ἐνθεώσεως, σὲ δύο, δηλαδή, διαφορετικὰ καὶ παράλληλα πατρικὰ πρόσωπα.

Καὶ ἐφαρμοζόμενη, ἀφετέρου, στὴν ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ ἀγεννήτου ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου πατρός, σημαίνει αὐτὴ νὰ διασπασθεῖ σὲ αὐτόζωο ἀγέννητο ὑπάγγελο πατέρα χωρὶς τὴν πραγματικὴ φυσικὴ μείωση τῆς ἐνσαρκώσεως καὶ σὲ αὐτόζωο ἀγέννητο αὐτάνθρωπο πατέρα (ὀρθοβάμονα πίθηκο) χωρὶς τὴν πραγματικὴ φυσικὴ αὔξηση τῆς ἐμψυχώσεως, σὲ ἕνα, δηλαδή, πατρικὸ πρόσωπο καὶ σὲ ἕνα πατρικὸ προσωποειδὲς (ὑποκείμενο), διαφορετικὰ καὶ παράλληλα μεταξύ τους.

Ποιὰ ἀκριβῶς ἀπὸ τὶς δύο κακόδοξες ἐκδοχὲς ὑποστηρίζει ὁ αἱρετικὸς ἀνατολικὸς καὶ δυτικὸς χριστιανισμὸς εἶναι ἀβέβαιο. Δὲν θὰ τὶς ἀναπτύξουμε περαιτέρω ἐδῶ ἀλλὰ θὰ δοθεῖ εὐκαιρία ἐπὶ τούτῳ σὲ ἑπόμενες ἑνότητες. Καὶ τελειωμό, πάντως, δὲν ἔχουν τὰ κατὰ συρροὴ δογματικὰ ἐγκλήματα τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ. Διχοτόμησε τὴ μία καὶ τὴν αὐτὴ διφυῆ ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ ἀγεννήτου θεοψυχανθρώπου πατρός. Μετέστησε τὸν θεοψυχάνθρωπο υἱὸ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πρὸς τὸ τέλος τοῦ ψυχανθρώπινου γενεαλογικοῦ δένδρου μεταλλάσσοντας τὸν οἰκεῖο ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο του ποὺ εἶναι τὸ ἐξακτὸ τοῦ εἰσακτοῦ, τὸ γεννητό, δηλαδή, τοῦ ἀγεννήτου, σὲ ἐξακτὸ τοῦ παρακτοῦ, σὲ γεννητό, δηλαδή, τοῦ ἐκπορευτοῦ, δεδομένου ὅτι ἡ ὡς παρθενοπατρομήτωρ δῆθεν φερομένη Μαριὰμ ἡ ὁποία κατάγεται μακρὰν ἀπὸ τὸν ἀγέννητο ψυχάνθρωπο προπάτορα Ἀδὰμ κατέχει τὸν ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο τοῦ παρακτοῦ ἢ ἐκπορευτοῦ.

Ὥρισε ὡς ἄμεσο δεύτερο ψυχάνθρωπο πατέρα τοῦ ὡς διπάτορος θεοψυχανθρώπου υἱοῦ δῆθεν φερομένου, τοῦ Ἰησοῦ, μία παρθενοπατρομήτορα γυναῖκα, τὴ Μαριάμ, ἡ ὁποία διατελεῖ ἡ ἴδια καὶ πατρίς, γεννητικὴ πηγή, καὶ μήτηρ, γεννητικὴ ἐκβολὴ (ἐκεῖ ὅπου ἡ γεννητικὴ πηγὴ ἐκβάλλει) τοῦ ἴδιου τέκνου, σχῆμα ἀνωμελές, ἀκόμη πιὸ δυσανάλογο, φαιδρὸ καὶ προσβλητικὸ τόσο γιὰ τὸ σχῆμα τοῦ πρώτου πατρός του, τοῦ ἀγεννήτου θεοῦ πατρός, τὸν ὁποῖο ὁ ἄμεσος δεύτερος καὶ ἐκπορευτὸς ψυχάνθρωπος πατὴρ ἀντικαθιστᾷ κατ' ἄμεσο τρόπο (κατὰ μεσαιτιότητα) στὴν ψυχανθρώπινη γέννηση τοῦ θεοῦ υἱοῦ του καὶ ὁ ὁποῖος θεὸς πατὴρ ἀπεικονίζεται ψυχοσωματικῶς ὡς ἀνὴρ καὶ πατὴρ καὶ ὄχι ὡς γυνὴ καὶ παρθενοπατρομήτωρ, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ἀνδρικὸ καὶ πατρικὸ σχῆμα τοῦ ἐμμέσου δευτέρου καὶ ἀγεννήτου ψυχανθρώπου πατρός του, τοῦ προπάτορος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος ἀντικαθιστᾷ κατ' ἔμμεσο τρόπο (κατὰ πρωταιτιότητα) τὸ θεὸ πατέρα στὴν ψυχανθρώπινη γέννηση τοῦ θεοῦ υἱοῦ του.

Δὲν θὰ σχολιάσουμε περαιτέρω ἐδῶ ἀλλὰ στὶς οἰκεῖες ἑνότητες. Ἐφεξῆς θὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν ἀναγωγὴ βάσει τοῦ ἐντελεχειακοῦ πίνακος ποὺ παραθέσαμε στὸ προδημοσιευθὲν τρίτο μέρος τοῦ τρέχοντος δογματολογικοῦ ἔργου μας. Τόσο ἡ (φύσει ἢ τέχνῃ) παραγωγή, τὸ πρῶτο εἶδος τῆς (φύσει ἢ τέχνῃ) περιαγωγῆς (προσαγωγῆς ἢ ὑπαγωγῆς), ὅσο καὶ ἡ (φύσει ἢ τέχνῃ) μεταγωγή, τὸ δεύτερο εἶδός της, καὶ ἡ (φύσει ἢ τέχνῃ) συναγωγή, τὸ τρίτο εἶδός της, ὅπως ἤδη προειπώθηκε, προκαλοῦν ἡ καθεμία τὴ δική της ἀναγωγή, τὴν ὁμοίωση, δηλαδή, τοῦ δικοῦ της αἰτιατοῦ πρὸς τὸ δικό της αἴτιο, ποὺ σημαίνει ὅτι ὡς ἀναγωγὴ ὁρίζεται ἡ ὁμοιωτικὴ σχέση εἴτε τοῦ (φύσει ἢ τέχνῃ) παραγώγου πρὸς τὸν (φύσει ἢ τέχνῃ) παραγωγό του εἴτε τοῦ (φύσει ἢ τέχνῃ) μεταγώγου πρὸς τὸν (φύσει ἢ τέχνῃ) μεταγωγό του εἴτε τοῦ (φύσει ἢ τέχνῃ) συναγώγου πρὸς τὸν (φύσει ἢ τέχνῃ) συναγωγό του, καί, μὲ μία λέξη, ἡ ὁμοίωση τοῦ (φύσει ἢ τέχνῃ) περιαγώγου (προσαγώγου ἢ ὑπαγώγου), ὁ ὁποῖος ὁρίζεται ὡς «ἀνάγωγος» ἢ «ὁμοιούμενος», πρὸς τὸν (φύσει ἢ τέχνῃ) περιαγωγὸ (προσαγωγὸ ἢ ὑπαγωγό) του, ὁ ὁποῖος ὁρίζεται ὡς «ἀναγωγός» ἢ «ὁμοιῶν».


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟΝ (Ε΄) ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...

(εἰς τὴν σελίδα "Δογματολογία VΙΙ") ...


ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 07-02-2025.


† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)