Η Μ Ε Τ Ο Χ Η

Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝ ΗΡΩΩΝ

ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ V

(συνέχεια από τη σελίδα "Δογματολογία IV")



ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ



4B΄. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ (Β΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.


ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.


ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ


* * * * * * *


II. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΙΤΙΟΥ ΛΟΓΟΣ


1. Η ΚΑΤΑ ΣΥΜΠΤΥΞΙΝ ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ «ΔΙΑΓΩΓΗ – ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ – ΥΠΑΓΩΓΗ»



Ἐντελεχειακὸν Ἐπίγραμμα


Ἐνάγειν: Ἐναγωγή: Πάντῃ Ἀπαραγωγή.

1. Ἀρχέτυπον (ἀτελές): Διάγειν: Διαγωγή: Εἰσαγωγή. Πέλειν.

Περιάγειν: Περιαγωγή: Πάντῃ Παραγωγή.

2. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Προσάγειν: Προσαγωγή. Πέλειν.

Φύσει Παραγωγή: Ἐκ Τοῦ Ὄντος Παραγωγή.

Ἀποσπάσει Παραγωγή: Εἰσαγωγή Ἐξαγωγή.

Συστάσει Παραγωγή: Εἰσαγωγή Παραγωγή.

3. Ἀντίτυπον (τέλειον): Ὑπάγειν: Ὑπαγωγή. Τελεῖν: Ποιεῖν. Τηρεῖν.

Τέχνῃ Παραγωγή: Ἐκ Τοῦ Μὴ Ὄντος Παραγωγή. Ἐκ Τοῦ Ὄντος Παραγωγή.

Ἐκ Τοῦ Μὴ Ὄντος Παραγωγή: Εἰσαγωγή Ἐξαγωγή. Εἰσαγωγή Παραγωγή.

Ἐκ Τοῦ Ὄντος Παραγωγή: Νεμήσει Παραγωγή. Δομήσει Παραγωγή.


Τὸ «ἄρχον αἴτιον» ἢ «ἀρχαίτιον» ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν αἰτιατῶν ὀντοτήτων, εἴτε «ἀκτίστων» ἢ ἀλλιῶς «ἀποιήτων» ἢ διαφόρως «ἀγενήτων», εἴτε «κτιστῶν» ἢ ἀλλιῶς «ποιητῶν» ἢ διαφόρως «γενητῶν», εἶναι ἕνα καὶ μόνο, ὁ Θεὸς Νοῦς, ὄντας ὁ ἴδιος καὶ Πατὴρ συνάμα καὶ Ποιητής, τὸ πρῶτο νοερὸ ἀγέννητο καὶ ἀγένητο (ἄκτιστο) πρόσωπο τῆς Θείας Τριάδος, ἐπιγινωσκόμενο, εὑρισκόμενο, δηλονότι, σὲ τρεῖς «αἰτιακὲς ἕξεις», σὲ τρεῖς, δηλαδή, καταστάσεις αἰτιότητος, οἱ ὁποῖες σχηματίζουν τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξύ τους, πρῶτον, στὸ «διάγειν», τὴ «διαγωγή», τὴν αἰτία καὶ ἀρχέτυπο καὶ κατὰ τὴν ἰσχὺ ἀτελῆ κατάσταση αἰτιότητος, δεύτερον, στὸ «προσάγειν», τὴν «προσαγωγή», τὴ μεσαιτία (αἰτιατὴ αἰτία) καὶ ἔκτυπο καὶ κατὰ τὴν ἰσχὺ ἡμιτελῆ κατάσταση αἰτιότητος, καὶ τρίτον, στὸ «ὑπάγειν», τὴν «ὑπαγωγή», τὴν αἰτιατὴ καὶ ἀντίτυπο καὶ κατὰ τὴν ἰσχὺ τελεία κατάσταση αἰτιότητος, καὶ ἐκ τῶν τριῶν αὐτῶν καταστάσεων χαρακτηριζόμενο αἰτιολογικῶς ἀναλόγως, πρῶτον, ὡς «διαγωγικόν», δεύτερον, ὡς «προσαγωγικόν», καὶ τρίτον, ὡς «ὑπαγωγικόν» ἀρχαίτιο.

Ἀμφότερες οἱ αἰτιατὲς καταστάσεις αἰτιότητος τοῦ ἀρχαιτίου, καὶ τὸ «προσάγειν», ἡ «προσαγωγή», καὶ τὸ «ὑπάγειν», ἡ «ὑπαγωγή», οἱ ὁποῖες προκύπτουν ἐντελεχειακῶς, ἀντεπιδεικτικῶς καὶ διαδοχικῶς ἀπὸ τὴν αἰτία κατάσταση αἰτιότητος, ἀπὸ τὸ «διάγειν», τὴ «διαγωγή», καὶ ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, συνιστοῦν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ὅλη αἰτιατὴ κατάσταση αἰτιότητος, τὸ «περιάγειν», τὴν «περιαγωγή», ἐκ τῆς ὁποίας τὸ ἀρχαίτιο, θεωρούμενο συνοπτικῶς καὶ ὡς «προσαγωγικόν» καὶ ὡς «ὑπαγωγικόν», χαρακτηρίζεται μονολεκτικῶς ὡς «περιαγωγικόν», ἐνῷ, σὲ σχέση καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ «περιάγειν» ἢ τὴν «περιαγωγή», τὸ «διάγειν» ἢ ἡ «διαγωγή» διακρίνεται ὑπὸ διάφορο ὄνομα ὡς «ἐνάγειν» ἢ «ἐναγωγή», ἐκ τῆς ὁποίας τὸ «διαγωγικόν» ἀρχαίτιο χαρακτηρίζεται, κατ' ἄλλο ὅρο, ὡς «ἐναγωγικόν».

Ὁ ὅρος «διαγωγή», στὰ συγγραμματικὰ πλαίσια τῆς καινορθοδόξου ἐντελεχειακῆς θεολογίας καὶ γνωσιολογίας μας, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἀμετάβατο ῥῆμα «διάγειν», ποὺ σημαίνει τὸ «διέρχεσθαι τὸν βίον», καὶ χρησιμοποιεῖται προκειμένου νὰ χαρακτηρίσει τὴν πρώτη ἀπὸ τὶς τρεῖς καταστάσεις αἰτιότητος τοῦ ἀρχαιτίου κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἀρχαίτιο ἁπλῶς «διάγει ἐν ἑαυτῷ», διατελῶντας κατὰ μόνας καὶ διαμένοντας ἐντελῶς ἀκίνητο, χωρὶς νὰ κινεῖ, νὰ ἐνεργεῖ, δηλαδή, κάτι, οὔτε κἂν κατὰ βάσιν, οὔτε, δηλαδή, σὲ σχέση μὲ τὴ «φύσει παραγωγή», τὴν πλατέως λεγόμενη «γέννηση», οὔτε σὲ σχέση μὲ τὴν «τέχνῃ παραγωγή», τὴν εὐρέως καλούμενη «γένεση» ἢ «ποίηση» ἢ «κτίση». Ἐδῶ εὑρίσκει ἀκριβῆ καὶ παντελῆ ἐφαρμογὴ ὁ φιλοσοφικὸς λόγος «τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον».

Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ τὴν «πάντῃ διαγωγή», τὴν «κατὰ πάντα διαγωγή», τὴ «φύσει καὶ τέχνῃ διαγωγή», τὴν «κατὰ φύσιν καὶ κτίσιν διαγωγή», τὴν ὁλικὴ ἀκινησία τοῦ ἀρχαιτίου, καὶ τὴν ἐν γένει γεννητικὴ καὶ τὴν ἐν γένει γενετική, ἤτοι ποιητική, ἡ ὁποία ἐπιγινώσκεται στὸ πρῶτο νοερὸ μέρος τῆς «ἔνδον θείας ἀϊδιότητος», στὴν «εἰσένδον θεία ἀϊδιότητα».

Σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν «τέχνῃ διαγωγή», τὴν «κατὰ κτίσιν διαγωγή», τὴν «ἐν μέρει διαγωγή» ἢ «ἡμιδιαγωγή», τὴ μερικὴ ἀκινησία τοῦ ἀρχαιτίου, μόνο ὡς πρὸς τὴν ἐν γένει γένεση ἢ ποίηση τῆς κτίσεως, ποὺ διαπιστώνεται στὸ νοερὸ πρῶτο μέρος τῆς ὅλης «θείας ἀχωρίας» ἢ ἀλλιῶς «θείας ἐσωστρεφείας», στὴν «ἔνδον θεία ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «ἔνδον θεία ἀϊδιότητα».

Στὸ καινορθόδοξο δογματολογικὸ καὶ γνωσιολογικὸ λεξιλόγιό μας, ὁ ὅρος «ἐναγωγή», ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἕνα ἄλλο ὁρισμὸ τῆς διαγωγῆς ἂν δὲν θεωρηθεῖ αὐτὴ καὶ μόνη σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό της ἀλλὰ σὲ σχέση μὲ τὴν ὅλη λεγόμενη «περιαγωγή», ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἀμετάβατο ῥῆμα «ἐνάγειν», μὲ τὴ σημασία τοῦ «ἐν ἑαυτῷ διάγειν», καὶ κατὰ βάσιν συσχετίζεται μὲ τὸν ὅρο «πάντῃ ἀπαραγωγή» ἢ «παντοίῳ τρόπῳ ἀπαραγωγή» ἢ «κατὰ πάντα τρόπον ἀπαραγωγή», ποὺ σημαίνει «οὔτε φύσει μήτε τέχνῃ παραγωγή» ἢ ἀλλιῶς «οὐδεμία γέννησις μηδεμία γένεσις», δηλαδή, «καμία γέννηση καὶ καμία γένεση».

Ἡ «περιαγωγή», ὡς ὅρος τῆς καινορθοδόξου δογματολογίας καὶ γνωσιολογίας μας, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ μεταβατικὸ ῥῆμα «περιάγειν ἐμαυτῷ τι» ἢ «περὶ ἐμαυτὸν ἄγειν τι», ἔχοντας τὸ γενικὸ νόημα τοῦ «κάνω κάτι νὰ περιέλθει στὸ πεδίο ἐξάρτησής μου ἢ στὴ σφαῖρα ἐπιρροῆς μου καὶ νὰ περιφέρεται γύρῳ ἀπὸ ἐμένα σὰν δορυφόρος μου», καὶ κατὰ βάσιν συσχετίζεται μὲ τὸν ὅρο «πάντῃ παραγωγή» ἢ «παντοίῳ τρόπῳ παραγωγή» ἢ «κατὰ πάντα τρόπον παραγωγή», ποὺ ἔχει τὸ ἐπίσης γενικὸ νόημα καὶ τῆς «φύσει παραγωγῆς», τῆς «φυσικῆς παραγωγῆς», τῆς ἐν γένει λεγομένης «γεννήσεως», καὶ τῆς «τέχνῃ παραγωγῆς», τῆς «τεχνικῆς παραγωγῆς», τῆς ἐν γένει καλουμένης «γενέσεως» ἢ «ποιήσεως» ἢ «κτίσεως». Ὥστε «περιαγωγή ἐστιν ἡ ἐν παντὶ τρόπῳ περιέλευσίς τινος εἰς τὴν δικαιοδοσίαν ἑτέρου τινὸς καὶ ἡ παντοιότροπος ἐξάρτησις αὐτοῦ ἐξ ἐκείνου».

Ἡ γενικῆς καὶ περιληπτικῆς σημασίας περιαγωγὴ ὑποδιακρίνεται σὲ δύο διάφορα εἴδη, τὴν «προσαγωγή» καὶ τὴν «ὑπαγωγή». Ἡ μεταξύ τους διαφορὰ ἔγκειται στὸ ὅτι ἡ προσαγωγὴ ἀφορᾷ ἐντελεχειακὴ σύσχεση μεταξὺ παρίσων, σχεδόν, δηλαδή, ἢ σχετικῶς ἴσων, μερῶν τὰ ὁποῖα «πρόσκεινται» τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, ἐνῷ ἡ ὑπαγωγὴ ἀναφέρεται σὲ ἐντελεχειακὴ σύσχεση μεταξὺ ἀνίσων μερῶν ποὺ «ὑπόκεινται» τὸ ἕνα στὸ ἄλλο.

Ἡ «προσαγωγή», ὡς καινορθόδοξος δογματολογικὸς καὶ γνωσιολογικὸς ὅρος μας, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ μεταβατικὸ ῥῆμα «προσάγειν ἐμαυτῷ τι» ἢ «πρὸς ἐμαυτὸν ἄγειν τι», μὲ τὴ σημασία τοῦ «προσαρτῶ κάτι στὴ δικαιοδοσία μου», καὶ κατὰ βάσιν συσχετίζεται μὲ τὸν ὅρο «φύσει παραγωγή» ἢ «φυσικὴ παραγωγή» (μὲ τὴ γενικῶς, δηλαδή, λεγόμενη «γέννηση»), ἡ ὁποία ὑποδιακρίνεται σὲ «ἀποσπάσει παραγωγή» ἢ «ἀποσπαστικὴ παραγωγή» ἢ «ἐξαγωγή» ἢ «γέννηση» καὶ σὲ «συστάσει παραγωγή» ἢ «συστατικὴ παραγωγή» ἢ «παραγωγή» ἢ «ἐκπόρευση».

Οἱ τοιοῦτοι, βεβαίως, ὅροι βασίζονται στὴν ἀντίληψη ποὺ διαμορφώνει γιὰ τὸν ἐξαγωγικὸ καὶ τὸν παραγωγικὸ τρόπο ἡ ἐφαρμογή τους στὴν ἀνθρώπινη σωματικὴ φύση στὰ φυσικὰ μέτρα τῆς ὁποίας ὡς ἐξαγωγή, ἀφενός, νοεῖται ἡ ἀπόσπαση τμήματος σαρκὸς πρωταρχικώτερα ἀπὸ τὸ ἀγέννητο σῶμα («ἐκ τῆς πλευρᾶς») τοῦ ἀρχιπάτορος, ἑνός, δηλαδή, τυχαίου κυτταρικοῦ κλώνου ποὺ θὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς θέσει γεννητικὸ κύτταρο γιὰ νὰ προκύψει ἕνα ἄλλο, γεννητὸ ἀνθρώπινο σῶμα, χωρὶς αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀόριστο κυτταρικὸ κλάσμα νὰ ἔχει κατασκευασθεῖ εἰδικῶς ἀπὸ τὸν ἀγέννητο ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀποσπάσθηκε καὶ νὰ ὑπάρχει συλλήβδην ὡς φύσει γεννητικὸ κύτταρο. Καὶ ὡς παραγωγή, ἀφετέρου, ἡ σύσταση, ἡ ἐξαρχῆς, δηλαδή, εἰδικὴ καὶ ἐπὶ τούτῳ κατασκευὴ τοῦ φύσει γεννητικοῦ κυττάρου πρωταρχικὰ ἀπὸ τὸ ἀγέννητο ἀρχιπατορικὸ σῶμα μὲ τὰ δικά του κατάλληλα βιολογικὰ ὑλικά.

Ἡ ἰδιαίτερη ἔννοια ποὺ λαμβάνουν ἡ ἐξαγωγὴ (γέννηση) καὶ ἡ παραγωγὴ (ἐκπόρευση), τόσο στὰ μεταφυσικὰ μέτρα τῶν κτιστῶν πνευμάτων, τῶν ἀγγέλων (ἀσωμάτων τοῦ ἀνωχώρου), τῶν ὑπαγγέλων (ἀσωμάτων τοῦ μεσοχώρου) καὶ τῶν ὑφυπαγγέλων (ἐνσωμάτων τοῦ κατωχώρου), ὅσο καὶ στὰ ὑπερφυσικὰ μέτρα τοῦ ἀκτίστου πνεύματος, τοῦ θεοῦ, στὸν ὁποῖο μάλιστα ἔχουμε ἐξαγωγὴ (γέννηση) καὶ παραγωγὴ (ἐκπόρευση) μόνο ἀτομίας νοερᾶς ζωῆς (προσώπου) καὶ ὄχι καὶ ἀτομίας νοερᾶς οὐσίας καὶ ἐνδιαθέτου ἐνεργείας μαζὶ (ἀτόμου), εἶναι, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους τοὺς ὑφυπαγγέλους ποὺ φέρουμε ἀνθρώπινο σῶμα (ψυχανθρώπους), μέχρι στιγμῆς ἄγνωστη ἢ ὅλως ἀκατανόητη (στὴν ἄκτιστη, μόνο, καὶ θεία πνευματικὴ ὀντολογία).

Διαπιστώνονται, λοιπόν, ἀναμφισβήτητα οἱ τρεῖς διάφοροι τρόποι τῆς ἀτομικῆς καὶ τῆς προσωπικῆς μαζὶ ὑπάρξεως τοῦ ψυχανθρώπου, τὸ «εἰσακτόν» ἢ «ἀναπόσπαστον» ἢ «ἀγέννητον», τὸ «ἐξακτόν» ἢ «ἀπόσπαστον» ἢ «γεννητόν» καὶ τὸ «παρακτόν» ἢ «σύστατον» ἢ «ἐκπορευτόν», τὸ ὁποῖο τρίτροπο ἀποδεικνύει περίτρανα τὴν τριαδικότητα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ὅτι δηλαδή, καὶ οἱ τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) ἔγιναν ψυχάνθρωποι.

Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ῥοῦχο μὲ δύο μανίκια ἀποδεικνύει ὅτι ἔχει κατασκευασθεῖ γιὰ νὰ τὸ φορέσει ἄνθρωπος ποὺ φέρει δύο χέρια, ἔτσι καὶ ἡ τρίτροπος αἰσθητὴ σωματικὴ φύση καὶ ἡ τρίτροπος ἀναλόγως νοητὴ ψυχικὴ φύση τοῦ ψυχανθρώπου ἐπαληθεύουν ὅτι καὶ οἱ δύο ἔχουν δημιουργηθεῖ ὡς στολὴ καὶ ἔνδυμα, ἡ μία ὡς ὑπένδυμα (ἱματισμός) καὶ ἡ ἄλλη ὡς ἐπένδυμα (ἱμάτιον), τῆς τρισυποστάτου (τριπροσωπικῆς) νοερᾶς θείας φύσεως, προκειμένου, δηλαδή, νὰ ἐνανθρωπήσει ὁ ὅλος τριαδικὸς ἕνας θεός.

Ὁ ἀποσπαστικός, σημειωτέον, τρόπος τοῦ ἐκ πλευρᾶς ἐξακτοῦ, αὐτὸς καθεαυτός, ἐκφράζει παραγωγικὴ σχέση ἀνάμεσα σὲ πατέρα καὶ τέκνο καὶ ὄχι συναγωγικὴ σχέση μεταξὺ συζύγων, ἀνήκει, δηλαδή, στὴν παραγωγικὴ σύστροφη αἰτιότητα ποὺ προηγεῖται, τὴ διασταλτική, στὴν «ἐκ τοῦ ἑνὸς διαστολή», καὶ ὄχι στὴ συναγωγικὴ ἀντίστροφη (καὶ ὄχι ἀνάστροφη) αἰτιότητα ποὺ ἕπεται, τὴ συσταλτική, στὴν «εἰς τὸ ἓν συστολή» (ἀμφότερες οἱ ὁποῖες θὰ ἐξετασθοῦν ἀκολούθως στὴν οἰκεία συνάφεια ὡς συσχετικὰ καὶ ἀντίθετα εἴδη τῆς προσαγωγῆς καὶ τῆς ὑπαγωγῆς), γι' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι εἰδικῶς τῆς πρώτης γυναικός, τῆς θυγατρὸς μαζὶ καὶ συζύγου τοῦ πρωτοπλάστου ἀνδρός, ὅπως ἀφελῶς, ἴσως, ἔχει παρεξηγηθεῖ στὴ χριστιανικὴ παράδοση, ἀλλὰ γενικῶς τοῦ ἐξακτοῦ ἢ ἀποσπάστου ἢ γεννητοῦ ψυχανθρώπου.

Ἡ «ὑπαγωγή», ὡς δογματολογικὸς καὶ γνωσιολογικὸς ὅρος τῆς καινορθοδοξίας μας, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ μεταβατικὸ ῥῆμα «ὑπάγειν ἐμαυτῷ τι» ἢ «ὑπ' ἐμαυτὸν ἄγειν τι», μὲ τὴ σημασία τοῦ «ὑποτάσσω κάτι στὴ δικαιοδοσία μου», καὶ κατὰ βάσιν συσχετίζεται μὲ τὸν ὅρο «τέχνῃ παραγωγή» ἢ «τεχνικὴ παραγωγή» (μὲ τὴ γενικῶς, δηλαδή, λεγόμενη «γένεση» ἢ «ποίηση» ἢ «κτίση»), ἡ ὁποία διακρίνεται, πρῶτον, σὲ «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος παραγωγή» ἢ «προποίηση», ποὺ ὑφυποδιακρίνεται σὲ «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἐξαγωγὴ τῆς κτίσεως», σὲ σχεδιαστή, δηλαδή, ἀπὸ τὸ μηδὲν ἀλλὰ μὴ ἀκόμη ὑπαρκτὴ κτίση, καὶ σὲ «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος παραγωγὴ τῆς κτίσεως», τὴν κατεξοχὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος παραγωγὴ ἢ προποίηση, σὲ δομητή, δηλαδή, ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ ὑπαρκτὴ κτίση, βάσει τῆς «εἰς τὸ μὴ ὂν εἰσαγωγῆς τῆς κτίσεως», τῆς ἐμπνευστῆς, δηλαδή, στὸ μηδὲν καὶ ἀνυπάρκτου κτίσεως.

Καὶ δεύτερον, σὲ «ἐκ τοῦ ὄντος παραγωγή» ἢ «μεταποίηση», ποὺ ὑφυποδιακρίνεται σὲ «νεμήσει παραγωγή», ἁπλῶς μὲ νέμηση, μὲ μερισμό, δηλαδή, ποὺ σημαίνει ἁπλῆ λήψη καὶ μεταποίηση μέρους ἐκ τῆς κατεξοχὴν προποιηθείσης οὐσίας (προημιΰλου), ἄνευ συνθέσεως, ὅσον ἀφορᾷ τὰ ἡμίυλα μεταποιητὰ (προμεθημίυλα καὶ μεταμεθημίυλα), καὶ σὲ «δομήσει παραγωγή», ἐπιπλέον καὶ μὲ δόμηση, μετὰ συνθέσεως, ὅσον ἀφορᾷ τὰ ἔνυλα μεταποιητὰ (προένυλα καὶ μετένυλα).

Κάποιοι, σημειωτέον, μωροφιλοσοφοῦντες δὲν παραδέχονται τὴν «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος» ἢ ἀλλιῶς «ἐκ τοῦ μηδενός» θεία κοσμογονία, δηλαδή, τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπὸ μὴ προϋπάρχουσα ὕλη καὶ οὐσία ἀπὸ τὸ θεὸ δημιουργό, ἐπειδὴ ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν τὴν ἀπόλυτη ἀνυπαρξία ὡς προηγούμενη κατάσταση εὕρεσης τοῦ πρωτόκτιστου ὄντος πρὶν τὴν πρώτη κτίση καὶ τὴν ὕπαρξή του, μὲ μωροκακόδοξο ἀποτέλεσμα νὰ ἀσπάζονται εἴτε τὴν αὐθυπαρξία καὶ αὐτεξέλιξη τῆς οὐσίας καὶ ὕλης τοῦ κόσμου, εἴτε τὴν προέλευση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ νομὴ τοῦ ὅλου ἢ τὴ ῥεύση μέρους καὶ τὴν τροπὴ τῆς οὐσίας τοῦ αὐθύπαρκτου θεοῦ.

Ἀλλ' οἱ τοιοῦτοι ἐλέγχονται ἀφελεῖς καὶ ἐπιπόλαιοι στὴ φιλοσοφικὴ σκέψη τους, διότι, ὅσο ἀκατανόητη εἶναι γιὰ τὸν κτιστὸ καὶ πεπερασμένο νοῦ ἡ ἀνυπαρξία ἑνὸς ὄντος πρὸ τῆς ἐν χρόνῳ ἐπιγνώσεως τῆς ὑπάρξεώς του, τόσο ἀνερμήνευτη εἶναι γιὰ τὸν ἴδιο καὶ ἡ αὐθυπαρξία τοῦ ὄντος, τὸ πῶς, δηλαδή, ἕνα ὂν δύναται νὰ ὑπάρχει ἀφ' ἑαυτοῦ χωρὶς νὰ ὀφείλει τὴν ὕπαρξή του σὲ ἕνα ἄλλο ὄν.

Ἐάν, πάλι, οἱ τοιοῦτοι ἐπικαλοῦνται τὸ ὀρθολογικὸ «κατὰ θέσιν καὶ ἄρσιν» σχῆμα καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ὡς «ὕπαρξις» ὁρίζεται λογικῶς καὶ ὀρθῶς ἡ «θέσις τῆς ὑπάρξεως» καὶ ὡς «ἀνυπαρξία» ἡ «ἄρσις τῆς ὑπάρξεως» καὶ καταλήγουν στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ ὄντος, ὡς θέση, προηγεῖται τῆς ἀνυπαρξίας του, ὡς ἄρσης, διότι ἡ θέση προηγεῖται τῆς ἄρσης, καὶ ὅτι, ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἀνυπαρξία εἶναι πάντοτε τὸ «ἑπόμενον τοῦ προηγουμένου», ἡ στέρηση τῆς ὕπαρξης τοῦ ὄντος, καὶ πάλι σφάλλουν ἐπιπόλαια, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν ἰσχύει πάντοτε.

Ἐπειδή, δηλαδή, ἐν προκειμένῳ, ἡ ὀρθὴ λογικὴ διακρίνει «τὴν θέσιν τῆς ὑπάρξεως τοῦ ὄντος ἀφ' ἑαυτοῦ» ἀπὸ «τὴν θέσιν τῆς ὑπάρξεως τοῦ ὄντος ὑφ' ἑτέρου», τὸ ἀπὸ ποιὸν τίθεται ἡ ὕπαρξις τοῦ ὄντος, ἂν τίθεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ὄν, ὡς αὐθυπαρξία, ἢ ἀπὸ ἄλλο ὄν, ὡς ἑτερυπαρξία, ἀλλὰ καὶ τὸ πῶς τίθεται, ἂν τίθεται φύσει, μὲ ἀγεννησία, μὲ γέννηση ἢ μὲ ἐκπόρευση, ἢ τέχνῃ, μὲ γένεση (ποίηση, κτίση). Ἄρα, ὡς ἀνυπαρξία ἢ μὴ ὂν ὁρίζεται «ἡ πρὸ τῆς ὑπὸ τοῦ ἀκτίστου ὄντος θέσεως τῆς ὑπάρξεως τοῦ πρωτοκτίστοῦ ὄντος κατάστασις αὐτοῦ ὡς οὔπω πρωτογενήτου».

Ἡ μὲν διαγωγή, σὲ σχέση μὲ τὴν προσαγωγὴ καὶ τὴν ὑπαγωγή, θεωρεῖται ἐντελεχειακῶς ὡς ἀτελὴς ἢ «ἐν δυνάμει παραγωγή», ἡ δὲ προσαγωγή, σὲ σχέση μὲ τὴ διαγωγὴ καὶ τὴν ὑπαγωγή, ὡς ἡμιτελὴς ἢ «ἐν ἐγρηγόρσει παραγωγή», ἐνῷ, ἡ ὑπαγωγή, σὲ σχέση μὲ τὴν προσαγωγὴ καὶ τὴ διαγωγή, ὡς τελεία ἢ «ἐν ἐνεργείᾳ παραγωγή».

Αὐτό, ἀφενός, σημαίνει ὅτι τὸ θεμελιῶδες τριαδικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «ἐν δυνάμει – ἐν ἐγρηγόρσει – ἐν ἐνεργείᾳ» δὲν ἐφαρμόζεται μόνο στὴ συμμετρικὴ αἰτιότητα, ὡς «ἐν ἐγρηγόρσει (μεσαίτιον) ἐν δυνάμει (πρωταίτιον) ἐν ἐνεργείᾳ (αἰτιατόν)», ἀλλ' ἔχει, ἐπιπλέον, ἐφαρμογὴ καὶ στὴ διαδοχικὴ αἰτιότητα, ὅπως στὴν προκειμένη διαδοχικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξη «διαγωγὴ (πρωταίτιον) προσαγωγὴ (μεσαίτιον) ὑπαγωγὴ (αἰτιατόν)».

Καὶ ἀφετέρου, ὅτι ἡ τελεία ἔννοια τοῦ ῥήματος «παράγειν» εἶναι τὸ «τέχνῃ παράγειν», τουτέστι, τὸ «ποιεῖν», καὶ ἡ ἡμιτελὴς τὸ «φύσει παράγειν», τουτέστι, τὸ «γεννᾶν» («ἐξάγειν») καὶ τὸ «ἐκπορεύειν» («παράγειν»), ὅτι δηλαδή, ἡ φυσικὴ γέννηση (ἐξαγωγή) καὶ ἡ φυσικὴ ἐκπόρευση (παραγωγή) δὲν εἶναι οὔτε τὸ ὅλως «ἀπάρακτον» οὔτε τὸ ὅλως «παρακτόν» ἀλλὰ τὸ «ἡμιπάρακτον», τὸ μέσο, δηλονότι, ἔκτυπο προϊὸν τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς τοῦ ἄκρου ἀντιτύπου τοῦ ὅλως παρακτοῦ πρὸς τὸ ἄκρο ἀρχέτυπο τοῦ ὅλως ἀπαράκτου.

Μὲ ἄλλα λόγια, ὡς ὅλως «παρακτὸν ὑπὸ τοῦ θεοῦ» θεωρεῖται τὸ «ἑτεροφυὲς τοῦ θεοῦ», ἡ ἑτέρα ὡς πρὸς τὴ θεότητα φύση, ἡ θεία κτίση, ἄρα, τὸ «ὁμοφυὲς τῷ θεῷ», οἱ συγκάτοχοι τῆς αὐτῆς ἀκριβῶς θείας φύσης, ὁ υἱὸς καὶ ὁ παῖς τοῦ θεοῦ πατρός, χαρακτηρίζεται ὡς «θεῖον ἡμιπάρακτον», διότι, σὲ σχέση μὲ τὸ ὅλως «θεῖον ἀπάρακτον», τὸν ἀρχαίτιο θεὸ πατέρα, ἔχει τὴν ἀμελητέα, τὴν κατεξοχὴν ὑποστατική, τὴν προσωπική, αἰτιακὴ καὶ ποιοτικὴ διαφορά, μόνο κατὰ τὴν προέλευση καὶ τὸ ποιὸν τῆς ἀτομίας τῆς νοερᾶς ζωῆς (θείου προσώπου), σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ θεία κτίση ποὺ ἔχει τὴ σπουδαία, καὶ τὴ φυσικὴ αἰτιακὴ καὶ ποιοτικὴ διαφορά, κατὰ τὴν προέλευση καὶ τὸ ποιὸν καὶ τῆς νοητῆς ἢ αἰσθητῆς ζωῆς καὶ τῆς τοιαύτης οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιαθέτου μέσα σ' αὐτὴ τοιαύτης ἐνεργείας.

Ἡ ἐν λόγῳ, συνεπῶς, διαδοχικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξη «διαγωγὴ ἢ ἀπαραγωγὴ (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) προσαγωγὴ ἢ ἡμιπαραγωγὴ (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ὑπαγωγὴ ἢ παραγωγὴ (τέλειον ἀντίτυπον)» εἶναι ὁμοιόζυγη μὲ τὴν ὁμοιόστροφή της διαδοχικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξη «ἀδιαφορὰ (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) ἡμιδιαφορὰ (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) διαφορὰ (τέλειον ἀντίτυπον)» καὶ ἀμφότερες ἑτερόζυγες μὲ τὴν ἀνομοιόστροφή τους διαδοχικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξη «ἰσότης ἢ κατισότης ἢ ἀπόλυτος ἰσότης (τέλειον ἀρχέτυπον) παρισότης ἢ σχετικὴ ἰσότης (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ἀνισότης (ἀτελὲς ἀντίτυπον)».

Καὶ ἡ μὲν παρισότητα ἢ σχετικὴ ἰσότητα νοεῖται, εἴτε κατὰ συμμετρικὴ αἰτιότητα, ὡς «ἰσχυρότερον ἰσχυρὸν ἰσχυρότατον», ὅπως στὴν τριαδικὴ ἀντεπίδειξη «Λόγος Νοῦς Νόμος», εἴτε κατὰ διαδοχικὴ αἰτιότητα, ὡς «ἰσχυρὸν ἰσχυρότερον ἰσχυρότατον», ὅπως σὲ ἀμφότερες τὶς τριαδικὲς ἀντεπιδείξεις «Νοῦς Λόγος Μῦθος» καὶ «Νοῦς Νόμος Φόβος», εἴτε καὶ κατὰ μικτή, καὶ συμμετρικὴ καὶ διαδοχική, αἰτιότητα, ὡς «ἰσχυρότατον ἰσχυρότερον ἰσχυρὸν ἰσχυρότερον ἰσχυρότατον», ὅπως στὴν πενταδικὴ ἀντεπίδειξη «Μῦθος Λόγος Νοῦς Νόμος Φόβος».

Ἡ δὲ ἀνισότητα, εἴτε κατὰ διαδοχικὴ αἰτιότητα, ὡς «ἰσχυρὸν ἰσχυρασθενὲς (ὑπισχυρασθενές) ἀσθενές», ὅπως στὴν τριαδικὴ ἀντεπίδειξη «ἄϋλον ἡμίυλον (προημίυλον) ἔνυλον», εἴτε κατὰ συμμετρικὴ αἰτιότητα, ὡς «ὑπερισχυρασθενὲς ὑπισχυρασθενὲς ἀσθενές», ὅπως στὴν τριαδικὴ ἀντεπίδειξη «μεθημίυλον προημίυλον ἔνυλον», εἴτε καὶ κατὰ μικτή, καὶ συμμετρικὴ καὶ διαδοχική, αἰτιότητα, ὡς «ἐφυπερισχυρασθενὲς ὑπερισχυρασθενὲς ὑπισχυρασθενὲς ὑπασθενὲς ὑπερασθενές», ὅπως στὴν πενταδικὴ ἀντεπίδειξη «μεταμεθημίυλον (μορφὴ ζώσης οὐσίας) προμεθημίυλον (εἶδος οὐσίας) προημίυλον (ποιὸν οὐσίας) προένυλον (εἶδος οὐσίας) μετένυλον (μορφὴ ζώσης οὐσίας)».

Καὶ ὑπάρχει καὶ ἡ περίπτωση στὴν ὁποία ἔχουμε μίξη τῆς παρισότητος καὶ τῆς ἀνισότητος κατὰ μικτή, καὶ συμμετρικὴ καὶ διαδοχική, αἰτιότητα, ὡς «ἀσθενὲς ἰσχυρασθενὲς ἰσχυρὸν ἰσχυρότερον ἰσχυρότατον», ὅπως στὴν πενταδικὴ ἀντεπίδειξη «ἀνήθικον ἡμιηθικὸν ἠθικὸν ἠθικώτερον ἠθικώτατον».

Ἡ περιαγωγή, εἴτε ὡς προσαγωγὴ εἴτε ὡς ὑπαγωγή, ὑποδιακρίνεται, ἀφενός, σὲ «περιάγειν», εἴτε «προσάγειν» εἴτε «ὑπάγειν», δηλαδή, σὲ περιαγωγή, εἴτε προσαγωγὴ εἴτε ὑπαγωγή, τοῦ περιάγοντος ἢ περιαγωγοῦ, εἴτε προσάγοντος ἢ προσαγωγοῦ εἴτε ὑπάγοντος ἢ ὑπαγωγοῦ, εἴτε συμμετρικοῦ εἴτε διαδοχικοῦ, αἰτίου ἢ πρωταιτίου, τὴν «ἐνεργητικὴ περιαγωγή», εἴτε ὡς «ἐνεργητικὴ προσαγωγή» εἴτε ὡς «ἐνεργητικὴ ὑπαγωγή».

Καὶ ἀφετέρου, σὲ «περιάγεσθαι», εἴτε «προσάγεσθαι» εἴτε «ὑπάγεσθαι», σὲ περιαγωγή, δηλαδή, εἴτε προσαγωγὴ εἴτε ὑπαγωγή, τοῦ περιαγομένου ἢ περιαγώγου, εἴτε προσαγομένου ἢ προσαγώγου εἴτε ὑπαγομένου ἢ ὑπαγώγου, εἴτε συμμετρικοῦ εἴτε διαδοχικοῦ, ὅλου αἰτιατοῦ, τὴν «παθητικὴ περιαγωγή», εἴτε ὡς «παθητικὴ προσαγωγή» εἴτε ὡς «παθητικὴ ὑπαγωγή».

Ἡ παθητικὴ περιαγωγή, εἴτε ὡς παθητικὴ προσαγωγὴ εἴτε ὡς παθητικὴ ὑπαγωγή, ὑφυποδιακρίνεται κι αὐτή, πρῶτον, σὲ «περιάγεσθαι ὁμοῦ καὶ περιάγειν», εἴτε «προσάγεσθαι ὁμοῦ καὶ προσάγειν» εἴτε «ὑπάγεσθαι ὁμοῦ καὶ ὑπάγειν», δηλαδή, σὲ περιαγωγή, προσαγωγὴ ἢ ὑπαγωγή, τοῦ καὶ περιαγομένου ἢ περιαγώγου, εἴτε προσαγομένου ἢ προσαγώγου εἴτε ὑπαγομένου ἢ ὑπαγώγου, καὶ περιάγοντος ἢ περιαγωγοῦ, εἴτε προσάγοντος ἢ προσαγωγοῦ εἴτε ὑπάγοντος ἢ ὑπαγωγοῦ, εἴτε συμμετρικοῦ εἴτε διαδοχικοῦ, αἰτιατοῦ αἰτίου ἢ μεσαιτίου, τὴν «ἐνεργοπαθητικὴ περιαγωγή», εἴτε ὡς «ἐνεργοπαθητικὴ προσαγωγή» εἴτε ὡς «ἐνεργοπαθητικὴ ὑπαγωγή».

Καὶ δεύτερον, σὲ «ἁπλῶς περιάγεσθαι», εἴτε «ἁπλῶς προσάγεσθαι» εἴτε «ἁπλῶς ὑπάγεσθαι», σὲ περιαγωγή, δηλαδή, εἴτε προσαγωγὴ εἴτε ὑπαγωγή, τοῦ ἁπλῶς περιαγομένου ἢ περιαγώγου, εἴτε προσαγομένου ἢ προσαγώγου εἴτε ὑπαγομένου ἢ ὑπαγώγου, εἴτε συμμετρικοῦ εἴτε διαδοχικοῦ, αἰτιατοῦ, τὴν «ἁπλοπαθητικὴ περιαγωγή», εἴτε ὡς «ἁπλοπαθητικὴ προσαγωγή» εἴτε ὡς «ἁπλοπαθητικὴ ὑπαγωγή».

Ὁ ὅρος «εἰσαγωγή», στὴν καινορθόδοξο δογματολογία καὶ γνωσιολογία μας, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἀμετάβατο ῥῆμα «εἰσάγειν», μὲ τὴ σημασία τοῦ «εἴσω ἢ εἰς τὰ ἔσω ἢ εἰς ἑαυτὸν ἄγειν», καὶ χρησιμοποιεῖται μὲ δύο σημασίες, ἀφενὸς ὡς «φύσει εἰσαγωγή», σὲ σχέση μὲ τὴ «φυσικὴ ἐνεργητικὴ θεία παραγωγή», γιὰ νὰ χαρακτηρίσει μαζὶ τὴν πάντῃ διαγωγὴ τοῦ ἀρχαιτίου καὶ τὴν ἐνεργητικὴ ὑπ' αὐτοῦ προσαγωγή, καὶ ἀφετέρου ὡς «τέχνῃ εἰσαγωγή», σὲ σχέση μὲ τὴν «τεχνικὴ ἐνεργητικὴ θεία παραγωγή», προκειμένου νὰ χαρακτηρίσει ἀπὸ κοινοῦ τὴν τέχνῃ διαγωγὴ τοῦ ἀρχαιτίου καὶ τὴν ἐνεργητικὴ ὑπ' αὐτοῦ ὑπαγωγή.

Ἄρα, οἱ ὅροι «φύσει εἰσαγωγή» καὶ «τέχνῃ εἰσαγωγή» εἶναι διαφορετικοὶ καὶ ἐννοιολογικῶς εὐρύτεροι τῶν συσχετικῶν τους ὅρων «πάντῃ διαγωγή» καὶ «τέχνῃ διαγωγή», ἐμπεριέχων ἕκαστος, ὡς ὁλικώτερος, τὸν ἀντίστοιχό του, ὡς μερικώτερο. Καὶ ἡ μὲν ὁλικώτερη «φύσει εἰσαγωγή» ἐμπεριέχει τὴ μερικώτερη «πάντῃ διαγωγή», ἡ δὲ ὁλικώτερη «τέχνῃ εἰσαγωγή» τὴ μερικώτερη «τέχνῃ διαγωγή» τοῦ ἀρχαιτίου ποὺ συνεπιγινώσκεται στὸν ἴδιο νοερὸ τόπο μὲ τὴ «φύσει εἰσαγωγή», στὴν «ἔνδον θεία ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια» ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «ἔνδον θεία ἀϊδιότητα».

Τὸ ἐπίθετο «ἀΐδιος», ἐτυμολογούμενο ἀπὸ τὸ ἐπίρρημα «ἀεί», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «πάντοτε», καὶ τὸ ἐπίθετο «ἴδιος», καὶ σημαίνοντας αὐτὸν ποὺ μένει πάντοτε, στοὺς αἰῶνες, ὁ ἴδιος ἀκριβῶς ἄνευ μεταβολῶν ἢ μετακινήσεων, τὸν «ἀμετάβλητο» ἢ «ἀμετακίνητο», ὡς θεολογικὸς καὶ δογματολογικὸς ὅρος, χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ δηλώσει «ἐσώτατα» καὶ «ἐσώτερα» τὸ θεῖο ὂν σὲ σχέση μὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ἀναφέρεται, δηλαδή, στὴν ἐσωστρεφῆ ἐξέταση αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς θείας ὀντότητος «εἰς τὰ ἔνδον» καὶ «εἰς τὰ ἐντός» αὐτῆς, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, στὴν «εἰς τὰ ἔνδον καὶ εἰς τὰ ἐντὸς θεία ἐσωστρέφεια», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, στὴν «ἐνοντολογικὴ θεώρηση» καὶ στὴν «ἐνδιοντολογικὴ θεώρηση» αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ τρισυποστάτου (τριπροσώπου) θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνδιοντολογική, μαζὶ μὲ τὴν κατεξοχὴν λεγόμενη «διοντολογικὴ θεώρηση», συνιστοῦν τὴν ὅλη λεγόμενη «διοντολογικὴ θεώρηση».

Καὶ μὲ τὸ ἐξ αὐτοῦ παράγωγο οὐσιαστικὸ «ἀϊδιότης», ποὺ σημαίνει εὕρεση τοῦ ὄντος αἰωνίως στὴν ἴδια ἀκριβῶς φυσικὴ κατάσταση, «ἀμεταβλησία», δηλαδή, ἢ «ἀμετακινησία», χαρακτηρίζει ἀναλόγως τὴν ἐσώτατη, τὴν ἔνδον, καὶ τὴν ἐσώτερη, τὴν ἐντός, τὴ μία καὶ διμερῆ πρωταρχικὴ καὶ ἀρχικὴ θεία ὀντολογικὴ κατάσταση, ὡς «θεία ἀϊδιότητα», στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας ἐπιγινώσκονται καὶ ἀνήκουν οἱ δύο πρῶτες ἀπὸ τὶς τρεῖς προαναφερθεῖσες αἰτιακὲς ἕξεις (καταστάσεις) τοῦ ἀρχαιτίου, αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ Νοῦ καὶ Πατρός, ἡ «διαγωγὴ τοῦ ἀρχαιτίου ἐν ἑαυτῷ» καὶ ἡ «προσαγωγὴ τοῦ αἰτιατοῦ ὑπὸ τοῦ ἀρχαιτίου».

Τὸ ἐπίθετο «οἰκονομικός» καὶ τὸ οὐσιαστικὸ «οἰκονομία» ἐτυμολογοῦνται ἀμφότερα ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ «οἰκονόμος» ποὺ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ «οἶκος» καὶ τὸ ῥῆμα «νέμειν», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «κυβερνᾶν», καὶ σημαίνει τὸν κυβερνήτη τοῦ οἴκου καί, ὡς θεολογικοὶ καὶ δογματολογικοὶ ὅροι, χρησιμοποιοῦνται καὶ οἱ δύο προκειμένου νὰ δηλώσουν «ἔσω» (μὲ τὴν «ἐν εἴδει» ἔννοια τοῦ ὅρου «ἔσω») καὶ «ἔξω» (μὲ τὴν «ἐν εἴδει» ἔννοια τοῦ ὅρου «ἔξω») καὶ «ἐξώτερα» καὶ «ἐξώτατα» καὶ «ἄπω» τὸ ἄκτιστο θεῖο ὂν σὲ σχέση μὲ τὸ ὑπ' αὐτοῦ κτιστὸ ὄν, δεδομένου ὅτι ἡ κτίση, ἡ θεία δημιουργία, θεωρεῖται ὡς «οἶκος» τοῦ κτίστου, τοῦ θεοῦ δημιουργοῦ, καὶ ὁ ἴδιος ὡς «οἰκονόμος».

Ἀφοροῦν, δηλονότι, τόσο τὴν ἐσωστρεφῆ θεώρηση τῆς θείας ὀντότητος «εἰς τὰ πέριξ» αὐτῆς, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, τὴν «εἰς τὰ πέριξ θεία ἐσωστρέφεια», ὅσο καὶ τὴν ἐξωστρεφῆ θεώρησή της «εἰς τὰ ἐκτός» καὶ «εἰς τὰ πέραν» καὶ «εἰς τὰ μακράν» καὶ «εἰς τὰ πόρρω» αὐτῆς, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, τὴν «εἰς τὰ ἐκτὸς καὶ εἰς τὰ πέραν καὶ εἰς τὰ μακρὰν καὶ εἰς τὰ πόρρω θεία ἐξωστρέφεια», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, τὴ «διοντολογικὴ θεώρηση» τοῦ θεοῦ.

Διαπιστώνουμε, συνεπῶς, ἐν προκειμένῳ, τὴν «ἐντελέχεια τῶν τριῶν θείων ὀντολογικῶν θεωρήσεων», κατὰ τὴν ὁποία ἀντεπιδείκνυνται τριαδικῶς, πρῶτον, ἡ ἀρχέτυπος καὶ ποιοτικῶς ἀτελὴς «ἐνοντολογικὴ θεώρηση» τοῦ θεοῦ, ἡ ὁποία ἀφορᾷ ἐμπροσωπικῶς («ἐν προσώπῳ») ἑκάστη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) «αὐτὴν καθ' ἑαυτήν», ἀναφέρεται, δηλαδή, στὴν τριαδικὴ ἀντεπίδειξη ἀνάμεσα στὴ νοερὰ θεία ἐνέργεια (ἀφῃρημένο), τὴ νοερὰ θεία οὐσία (διακεκριμένο) καὶ τὴ νοερὰ θεία ζωὴ (συγκεκριμένο) ποὺ κάθε νοερὸ καὶ θεῖο ζωϊκὸ ἄτομο (πρόσωπο) φέρει «ἐν ἑαυτῷ», τὴ μὲν ἐνέργεια καὶ τὴν οὐσία ἕκαστο ἐξολοκλήρου, τὴ δὲ ζωὴ ἕκαστο ἐν μέρει καὶ κατὰ τὸν προσιδιάζοντα ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο.

Δεύτερον, ἡ ἔκτυπος καὶ ποιοτικῶς ἡμιτελὴς «ἐνδιοντολογικὴ θεώρηση» τοῦ θεοῦ, ἡ ὁποία ἀφορᾷ διαπροσωπικῶς («διὰ προσώπων») καὶ τὶς τρεῖς ὁμοούσιες καὶ ὁμοενεργὲς θεῖες νοερὲς ζωές, τὶς κατεξοχὴν λεγόμενες θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα), «πρὸς ἀλλήλας», ἀναφέρεται, δηλονότι, στὴν τριαδικὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τοῦ ἀγεννήτου (εἰσακτοῦ), τοῦ γεννητοῦ (ἐξακτοῦ) καὶ τοῦ ἐκπορευτοῦ (παρακτοῦ) ἀτόμου τῆς νομῆς τῆς θείας νοερᾶς ζωῆς (προσώπου).

Καὶ τρίτον, ἡ ἀντίτυπος καὶ ποιοτικῶς τελεία «διοντολογικὴ θεώρηση» τοῦ θεοῦ, ἡ ὁποία ἀφορᾷ διαφυσικῶς τὴν ἄκτιστο θεία καὶ ἀμφότερες τὶς κτιστὲς κοσμικὲς φύσεις, ἀναφέρεται, δηλαδή, στὴν τριαδικὴ ἀντεπίδειξη ἀνάμεσα στὸ ἄϋλο (ἀνέμητο κατ' οὐσίαν), τὸ ἡμίυλο (ἀδόμητο νεμητό) καὶ τὸ ἔνυλο (δομητὸ νεμητό).

Καὶ δεδομένου ὅτι ἡ ἐνδιοντολογικὴ θεώρηση τοῦ θεοῦ ἀποτελεῖ τὸ ἔκτυπο προϊὸν τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς τοῦ ἀντιτύπου τῆς διοντολογικῆς θεωρήσεως πρὸς τὸ ἀρχέτυπο τῆς ἐνοντολογικῆς θεωρήσεώς του καὶ κάνει τὴ μίξη ἀμφοτέρων, μὲ πλεονεκτοῦσα καὶ ἐπικρατοῦσα τὴν ἐνοντολογικὴ καὶ μειονεκτοῦσα τὴ διοντολογική του θεώρηση, καὶ προκύπτει λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ὁμοουσιότητος καὶ τῆς ὁμοενεργείας τῶν τριῶν θείων προσώπων (ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ὁ θεός, ὡς πρὸς τὴν ὀντότητα τῆς νοερᾶς ἐνεργείας καὶ τῆς νοερᾶς οὐσίας, θεωρεῖται μονοατομικῶς ὡς ἕνα ὄν, ὡς ἕνα νοερὸ οὐσιαστικὸ ἄτομο, τὸ κοινῶς λεγόμενο «θεῖο ἄτομο», ἐνῷ, ὡς πρὸς τὴν ὀντότητα τῆς νοερᾶς ζωῆς, τριατομικῶς, ὡς τρία ὄντα, ὡς τρία νοερὰ ζωϊκὰ ἄτομα, τὰ κοινῶς καλούμενα «θεῖα πρόσωπα»), ὅτι δηλαδή, ἡ ἐνδιοντολογικὴ θεία θεώρηση ἀνήκει στὴν εὐρύτερη ἐντελεχειακὴ κατηγορία τῆς διοντολογικῆς θείας θεωρήσεως, ὁ ὅρος «διοντολογικὴ θεώρηση τοῦ θεοῦ», μὲ τὴν κύρια καὶ στενή του ἔννοια, σημαίνει κατεξοχὴν αὐτὴ καθεαυτὴ τὴ διοντολογικὴ θεία θεώρηση, ἐνῷ, μὲ τὴν εὐρεῖα καὶ πλατεῖα ἔννοιά του, μπορεῖ νὰ σημαίνει κατ' ἐπέκτασιν καὶ τὴν ἐνδιοντολογικὴ θεία θεώρηση (ὅπως τὸν χρησιμοποιοῦμε στὸ Πρῶτο (Α΄) Μέρος τῆς παρούσης «Εἰσαγωγῆς στὴν Ἐντελεχειακὴ Θεολογία καὶ Γνωσιολογία τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος τοῦ Τριαδιανισμοῦ» ἀλλὰ καὶ στὴ δογματολογική μας μελέτη «Περὶ τοῦ Θείου Τρισιζώου», ἀμφότερα τὰ ὁποῖα δογματολογικὰ ἔργα μας δημοσιεύθηκαν στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», www.e-m-e-t-o-ch-e.gr, στὴ «Δογματολογία»).

Γίνεται εὐλόγως ἀντιληπτὸ ὅτι πρόκειται γιὰ «ἐπαμφοτερίζουσα ἐντελέχεια» ἡ ὁποία μόνο στὸ ἄκτιστο θεῖο ὂν παρουσιάζει ἄρτια καὶ τριαδικὴ ἐφαρμογή, μὲ ἀρχέτυπο (πρωταίτιο), ἔκτυπο (μεσαίτιο) καὶ ἀντίτυπο (αἰτιατό), ἐνῷ, στὸ κτιστὸ κοσμικὸ ὂν ἔχει μόνο κολοβὴ ἐφαρμογή, ἄνευ ἐκτύπου (μεσαιτίου), χωρίς, δηλαδή, τὴν ἐνδιοντολογικὴ θεώρηση.

Διαπιστώνεται, ἐπίσης, κι ἐδῶ ἡ «ἐντελέχεια τῶν ἑπτὰ τοπικῶν διαστάσεων», τὴν ὁποία προείδαμε στὸ δημοσιευθὲν δογματολογικὸ ἔργο μας «Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην» (στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», www.e-m-e-t-o-ch-e.gr, στὴ «Δογματολογία»).

Βάσει τῆς τοιαύτης ἐντελεχείας, ἡ διάσταση «ἔνδον» ἢ «ἐσωτάτω», ἡ διάσταση «ἐντός» ἢ «ἐσωτέρω» καὶ ἡ διάσταση «πέριξ» ἢ «ἔσω» (μὲ τὴν «ἐν εἴδει» ἔννοια τοῦ ὅρου «ἔσω», μὲ τὴν ὁποία σημαίνεται εἰδικῶς ἡ πέριξ τοῦ κυρίου ἰδιωτικοῦ χώρου κειμένη καὶ περιεφραγμένη γύρῳ γύρῳ αὐλὴ στὴν περίφραξη τῆς ὁποίας εὑρίσκεται ἡ θύρα εἰσόδου σὲ ὁλόκληρο τὸν ἰδιωτικὸ χῶρο) συνιστοῦν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ὑπερδιάσταση «ἔσω» (μὲ τὴν «ἐν γένει» ἔννοια τοῦ ὅρου «ἔσω», μὲ τὴν ὁποία σημαίνεται γενικῶς ὁλόκληρος ὁ περιφραγμένος ἰδιωτικὸς χῶρος συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς πέριξ τοῦ κυρίου ἰδιωτικοῦ χώρου αὐλῆς), ἡ διάσταση «ἐκτός» ἢ «ἔξω» (μὲ τὴν «ἐν εἴδει» ἔννοια τοῦ ὅρου «ἔξω»), ἡ διάσταση «πέραν» ἢ «ἐξωτέρω» καὶ ἡ διάσταση «μακράν» ἢ «ἐξωτάτω» συναπαρτίζουν μαζὶ τὴν ὑπερδιάσταση «ἔξω» (μὲ τὴν «ἐν γένει» ἔννοια τοῦ ὅρου «ἔξω») καὶ αὐτὴ καὶ μόνη ἡ διάσταση «πόρρω» ἀποτελεῖ τὴ διάσταση «ἄπω»:

1. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Ἔνδον: Ἐσωτάτω.

2. Πρωτιστότυπον (ἡμιτελές): Ἐντός: Ἐσωτέρω.

3. Πρωτότυπον (ἡμιτελές): Πέριξ: Ἔσω.

4. Προτερότυπον (ἡμιτελές): Ἐκτός: Ἔξω.

5. Πρότυπον (ἡμιτελές): Πέραν: Ἐξωτέρω.

6. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Μακράν: Ἐξωτάτω.

7. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Πόρρω: Ἄπω.

Ὅπως προείπαμε, ἡ «πάντῃ διαγωγή» καὶ ἡ «ἐνεργητικὴ προσαγωγή» τοῦ ἀρχαιτίου τοποθετοῦνται νοερῶς στὴν «ἔνδον θεία ἀϊδιότητα», ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν «ἔνδον θεία ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια», τὴν «ἐν γένει» λεγόμενη «ἔνδον», καὶ ὀνομάζονται ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν περιληπτικὸ ὅρο «εἰσαγωγὴ τοῦ ἀρχαιτίου» καὶ μὲ τὴν πρώτη ἀπὸ τὶς δύο σημασίες του, μὲ τὴ σημασία τῆς «φύσει εἰσαγωγῆς», μ' ἐκείνη, δηλαδή, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ «φύσει παραγωγή».

Ἡ μὲν «πάντῃ διαγωγή» ἐντοπίζεται νοερὰ στὴν «εἰσένδον θεία ἀϊδιότητα», τὴν «ἐνδοτάτη», τὴν ἐσωτερικώτερη ἀπ' ὅλες τὶς ἔνδον, λογιζόμενη, σὲ σχέση μὲ ὅλη τὴν ἐν πράγματι καλούμενη «ἐνεργητικὴ προσαγωγή», θεωρητικῶς ὡς «ἀτελὴς ἢ ἐν δυνάμει ἐνεργητικὴ προσαγωγή», ποὺ σημαίνει «εἰσένδον εἰσαγωγὴ τοῦ ἀρχαιτίου».

Ἡ δὲ ὅλη ἐμπράγματη «ἐνεργητικὴ προσαγωγή», ἐν μέρει στὴ «μεσένδον θεία ἀϊδιότητα», τὴν «ἐνδοτέρα», τὴ μέση μεταξὺ τῶν δύο ἀκραίων ἔνδον, ὡς «ἡμιτελὴς ἢ ἐν ἐγρηγόρσει ἐνεργητικὴ προσαγωγή» ἢ «ἐνεργητικὴ ἡμιπροσαγωγή», ὡς «ἐνεργητική», δηλαδή, «ἐξαγωγή», ποὺ σημαίνει «μεσένδον εἰσαγωγὴ τοῦ ἀρχαιτίου», καὶ ἐν μέρει στὴν «ἐξένδον θεία ἀϊδιότητα», τὴν «ἐν εἴδει» καλούμενη «ἔνδον», τὴν ἐξωτερικώτερη ἀπ' ὅλες τὶς ἔνδον, ὡς «ὁλοτελὴς ἢ ἐν ἐνεργείᾳ ἐνεργητικὴ προσαγωγή» ἢ «ἐνεργητικὴ ὁλοπροσαγωγή», ὡς «ἐνεργητική», δηλαδή, «παραγωγή», ποὺ σημαίνει «ἐξένδον εἰσαγωγὴ τοῦ ἀρχαιτίου».

Ἐνῷ, ἡ «παθητικὴ προσαγωγή», τοποθετεῖται νοερῶς στὴν «ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «ἐντὸς θεία ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια», ἡ μὲν «ἐνεργοπαθητικὴ προσαγωγή», ἡ «ἐνεργοπαθητική», δηλαδή, «ἐξαγωγή» ποὺ συμβάλλει (συμμετρικά, μὲ τὴν ἔμμεση ἢ πλαγία αὐταφόρμηση τοῦ ἀρχαιτίου, κατ' ἀνάθεσιν ἐκείνου, καὶ ὄχι διαδοχικά) στὴν ὑπαγόρευση τῆς «ἁπλοπαθητικῆς παραγωγῆς» ποὺ ὑπαγορεύεται μέσα ἀπὸ τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἐξάγον καὶ παράγον εἰσακτὸ ἀρχαίτιο, στὴν «προεντὸς θεία ἀϊδιότητα», ἡ δὲ «ἁπλοπαθητικὴ προσαγωγή», ἡ «ἁπλοπαθητική», δηλαδή, «παραγωγή», στὴ «μετεντὸς θεία ἀϊδιότητα».

Τὸ «πάντῃ», λοιπόν, «διάγον ἀρχαίτιον» ἐπιγινώσκεται «εἰσακτὸν εἰς τὰ εἰσένδον», στὸ ἐσωτερικώτερο ἀπ' ὅλα τὰ ἔνδον θεῖα διαμερίσματα, τῆς ἔνδον θείας ἀϊδιότητος, καὶ ὁμοιάζει μὲ τὸν πρεσβύτερο λειτουργὸ ποὺ εὑρίσκεται ἔνδον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, καὶ μὲ ἄκρως ἐσωστρεφῆ τάση, ἐστραμμένος κατ' ἀνατολὰς καὶ ἱστάμενος κατενώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου, χωρὶς νὰ ἀπέχει διάστημα ἀπὸ ἐκεῖνο.

Τὸ «προσάγον ἀρχαίτιον», ὡς «ἐξάγον», διαπιστώνεται πάλι «εἰσακτόν» ἀλλ' «εἰς τὰ μεσένδον», στὸ μεσαῖο ἀπὸ τὰ τρία ἔνδον θεῖα διαμερίσματα, τῆς ἔνδον θείας ἀϊδιότητος, καὶ εἶναι ὅμοιο μὲ τὸν πρεσβύτερο λειτουργὸ ποὺ πάλι εὑρίσκεται ἔνδον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, ἀλλὰ μὲ μέση καὶ μικτὴ καὶ πιὸ πολὺ ἐσωστρεφῆ τάση, ἐν μέρει, δηλαδή, ἐξωστρεφῶς, στρεφόμενος, πρῶτα, πρὸς δυσμὰς καὶ βλέπων πρὸς τὴν ὡραία πύλη τοῦ ἱεροῦ βήματος, ἀφιστάμενος ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἀφικνούμενος στὰ μέσα τοῦ διαστήματος ποὺ μεσολαβεῖ μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τῆς πύλης καὶ ἱστάμενος ἐκεῖ, καὶ ἐν μέρει ἐσωστρεφῶς, ἀναστρεφόμενος, ἔπειτα, πρὸς ἀνατολὰς καὶ βλέπων πρὸς τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο ἀλλὰ χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὴ μέση θέση ὅπου ἵσταται καὶ νὰ ἐπιστρέψει πίσω σ' ἐκεῖνο καὶ νὰ εὑρεθεῖ ξανὰ στὴν ἀρχική του θέση.

Ἐνῷ, ὡς «παράγον», τὸ «προσάγον ἀρχαίτιον» ἐντοπίζεται καὶ πάλι «εἰσακτόν» ἀλλ' «εἰς τὰ ἐξένδον», στὸ ἐξωτερικώτερο ἀπ' ὅλα τὰ ἔνδον θεῖα διαμερίσματα, τῆς ἔνδον θείας ἀϊδιότητος, καὶ παραβάλλεται πρὸς τὸν πρεσβύτερο λειτουργὸ ποὺ καὶ πάλι εὑρίσκεται ἔνδον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, ἀλλὰ μὲ ἄκρως ἐξωστρεφῆ τάση, ἐστραμμένος κατὰ δυσμὰς καὶ ἱστάμενος κατενώπιον τῆς ὡραίας πύλης ἀλλ' ἀπὸ τὴ μέσα πλευρά της, χωρὶς νὰ προχωρήσει περαιτέρω καὶ νὰ ἐξέλθει τοῦ ἱεροῦ βήματος. Ὅλη, συνεπῶς, ἡ ἔνδον θεία ἀϊδιότητα ἀντιστοιχεῖ συμβολικῶς σὲ ὅλο γενικῶς τὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ ναοῦ, στὸν ἔνδον ναό.

Ἄρα, τὸ «προσαγόμενον» ὑπὸ τοῦ ἀρχαιτίου «αἰτιατόν» ὁρίζεται εἴτε ὡς «ἐξακτὸν εἰς τὰ προεντός», στὰ πρῶτα ἐντός, τῆς ἐντὸς θείας ἀϊδιότητος, ἀναλογῶντας συμβολικῶς στὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ ἐντὸς ναοῦ, ὅλος ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἄμεση συνέχεια τοῦ ἔνδον ναοῦ, σ' αὐτό, δηλαδή, τὸ μέρος τοῦ ἐντὸς ναοῦ ποὺ εἶναι πλησιέστερο πρὸς τὴν ὡραία πύλη τοῦ ἱεροῦ βήματος, εἴτε ὡς «παρακτὸν εἰς τὰ μετεντός», στὰ ὕστερα ἐντός, τῆς ἐντὸς θείας ἀϊδιότητος, προσιδιάζοντας συμβολικῶς στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ ἐντὸς ναοῦ, σ' ἐκεῖνο, δηλαδή, τὸ μέρος του ποὺ εἶναι πλησιέστερο πρὸς τὴ θύρα του. Ὅλη, ἑπομένως, ἡ ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα ἀντιστοιχεῖ συμβολικῶς σὲ ὅλο γενικῶς τὸν ἐντὸς ναό.

Ὁ ἰδιαίτερος, λοιπόν, καὶ προσωπικὸς συμβολικὸς χῶρος τοῦ αϊδίου Θεοῦ Νοῦ καὶ Πατρὸς εἶναι ὁ ἔνδον, ὁ εἰσένδον, ὁ μεσένδον καὶ ὁ ἐξένδον, ναός, τοῦ αϊδίου Θεοῦ Λόγου καὶ Υἱοῦ ὁ προεντὸς ναός, τοῦ αϊδίου Θεοῦ Νόμου καὶ Παιδὸς ὁ μετεντὸς ναὸς καὶ ἀμφοτέρων τῶν τελευταίων, λογιζομένων ὡς ἑνὸς σὲ σχέση μὲ τὸν πρῶτο, ὁ ἐντὸς ναός.

Ὁ ἔνδον ναὸς μαζὶ μὲ τὸν ἐντὸς ναὸ συναπαρτίζουν ἀπὸ κοινοῦ τὸν κύριο ναὸ ὅλος ὁ ὁποῖος ἐκλαμβάνεται συνοπτικῶς ὡς κοινὸς ἢ διαπροσωπικὸς συμβολικὸς χῶρος καὶ τῶν τριῶν θείων προσώπων θεωρουμένων στὰ ὀντολογικὰ πλαίσια τῆς ὅλης λεγόμενης «θείας ἀϊδιότητος», καὶ τῆς «ἔνδον» καὶ τῆς «ἐντός».

Ἐνῷ, ὁ κοινὸς καὶ διαπροσωπικὸς συμβολικὸς χῶρος καὶ τῶν τριῶν θείων προσώπων θεωρουμένων στὰ ὀντολογικὰ πλαίσια τῆς καλούμενης «πέριξ θείας οἰκονομίας» ἢ «πρώτης θείας οἰκονομίας» ἢ «θείας προοικονομίας» ἢ «συγκεκριμένης θείας οἰκονομίας», εἶναι ἡ αὐλὴ τοῦ ναοῦ, ὁ πέριξ τοῦ κυρίου ναός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἄμεση συνέχεια τοῦ ἐντὸς ναοῦ καὶ ἔμμεση συνέχεια τοῦ ἔνδον ναοῦ, διαμέσου τοῦ ἐντὸς ναοῦ, καὶ περιβάλλεται γύρῳ γύρῳ μὲ περιφραγμὸ καὶ ἔχει καὶ αὐτὸς δική του θύρα ἐξόδου καὶ εἰσόδου, ὅπως ἔχουν καὶ ὁ ἐντὸς ναὸς καὶ ὁ ἔνδον ναός, καὶ ἀντιστοιχεῖ συμβολικῶς στὴν κατεξοχὴν καλούμενη «ἐνεργητικὴ ὑπαγωγή», τὴν «ἐν ἐνεργείᾳ ἐνεργητικὴ ὑπαγωγή», στὴν «πέριξ θεία οἰκονομία», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «πέριξ θεία ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια», δηλαδή, στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἐκ τοῦ μηδενὸς καὶ ἀπὸ τὰ τρία ὁμοούσια καὶ ὁμοενεργὰ θεῖα πρόσωπα, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατέχει ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία καὶ ὁλόκληρη τὴ θεία ἐνέργεια.

Ἕνα, σημειωτέον, μέρος, τὸ πρῶτο καὶ προπαρασκευαστικό, ὅλης τῆς ἐν πράγματι ὀνομαζόμενης «ἐνεργητικῆς ὑπαγωγῆς», ἡ «ἐν ἐγρηγόρσει ἐνεργητικὴ ὑπαγωγή», ἡ «θεία οἰκοσχεδία», ἡ «σχεδιαστὴ θεία κτίση», λαμβάνει νοερῶς χώρα στὴν ἐντὸς θεία ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα.

Ἡ δὲ ὅλη ἐμπράγματη «ἐνεργητικὴ ὑπαγωγή», δηλαδή, καὶ ἡ «ἡμιτελὴς ἢ ἐν ἐγρηγόρσει ἐνεργητικὴ ὑπαγωγή» ἢ «ἐνεργητικὴ ἡμιϋπαγωγή», ἡ προδηλωθεῖσα, καὶ ἡ «ὁλοτελὴς ἡ ἐν ἐνεργείᾳ ἐνεργητικὴ ὑπαγωγή» ἢ «ἐνεργητικὴ ὁλοϋπαγωγή», ἡ «θεία οἰκοδομία», ἡ «δομητὴ θεία κτίση», συσχετίζεται μὲ τὴν «τέχνῃ διαγωγή» τοῦ ἀρχαιτίου, τὴ «θεία οἰκοπνευστία», τὴν «ἐμπνευστὴ θεία κτίση», ἡ ὁποία, στὰ πλαίσια τῆς συσχέσεως αὐτῆς, λογίζεται θεωρητικῶς ὡς «ἀτελὴς ἢ ἐν δυνάμει ἐνεργητικὴ ὑπαγωγή» καὶ ἡ ὁποία λαμβάνει νοερῶς χώρα στὴν ἔνδον θεία ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ἔνδον θεία ἀϊδιότητα.

Καὶ γι' αὐτό, ὄχι μόνο ὁ ἐντὸς ἀλλ' ὁ ὅλος ναός, διατελεῖ κοινὸς διαπροσωπικὸς συμβολικὸς χῶρος καὶ γιὰ τὰ τρία θεῖα πρόσωπα θεωρούμενα στὰ διευρυμμένα ὀντολογικὰ πλαίσια τῆς ὑπερόλης λεγόμενης «θείας οἰκονομίας», καὶ τῆς «ἀφῃρημένης θείας οἰκονομίας», τῆς «θείας οἰκοπνευστίας», καὶ τῆς «διακεκριμένης θείας οἰκονομίας», τῆς «θείας οἰκοσχεδίας», καὶ τῆς «συγκεκριμένης θείας οἰκονομίας», τῆς «θείας οἰκοδομίας», στὶς ὁποῖες θὰ ἀναφερθοῦμε ἀναλυτικῶς παρακάτω.

Ὁ τριαδικὸς ἕνας θεός, ὡς «πρῶτος οἰκονομικός» ἢ «προοικονομικός», ὡς «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», δηλαδή, κατεξοχὴν «προποιητής» καὶ «προτηρητής» τῆς κτίσεως, διατελεῖ ἐπίσης «ἄχωρος», ὅπως καὶ ὡς «ἀΐδιος», ὀντολογικῶς εὑρισκόμενος ἀκόμη ἔξω ἀπὸ τὸν κτιστὸ χῶρο καὶ χρόνο (χωροχρόνο), στὸν ὁποῖο εἰσέρχεται εὐθὺς μετὰ τὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος κτίση του ὡς «δεύτερος οἰκονομικός», ὡς «πανταχοῦ», ἀφενός, «παρών» καὶ «τὰ πάντα πληρῶν» καὶ ὡς «ἐκ τοῦ ὄντος», ἀφετέρου, «μεταποιητής» καὶ «μετατηρητής» τῆς κτίσεως, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὡς «ἄσαρκος ἔγχωρος θεός».

Ἔτσι, ἡ ὅλη «θεία ἐσωστρέφεια» ταυτίζεται μὲ τὴν ὅλη «θεία ἀχωρία» (καὶ ἀχρονία), μὲ τὴν ὀντολογική, δηλαδή, εὕρεση τοῦ θεοῦ «ἔσω τοῦ ἀχώρου» (καὶ τοῦ ἀχρόνου) καὶ «ἔξω τοῦ χώρου» (καὶ τοῦ χρόνου), καὶ ὑποδιακρίνεται σὲ «ἔνδον θεία ἐσωστρέφεια ἢ ἀχωρία», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «ἔνδον θεία ἀϊδιότητα», σὲ «ἐντὸς θεία ἐσωστρέφεια ἢ ἀχωρία», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα», καὶ σὲ «πέριξ θεία ἐσωστρέφεια ἢ ἀχωρία», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «πέριξ θεία οἰκονομία», τὴν «πρώτη θεία οἰκονομία» ἢ «θεία προοικονομία».

Ἡ τριμερὴς αὐτὴ ὑποδιάκριση τῆς ὅλης «θείας ἐσωστρεφείας», ἤ, μὲ ἄλλο ὅρο, «θείας ἀχωρίας», σὲ «ἔνδον», σὲ «ἐντός» καὶ σὲ «πέριξ» παρομοιάζει μὲ τὴν τριμερῆ ὑφυποδιάκριση ὅλης τῆς «ἔνδον θείας ἀϊδιότητος», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ὅλης τῆς «ἔνδον θείας ἐσωστρεφείας ἢ ἀχωρίας», σὲ «εἰσένδον», σὲ «μεσένδον» καὶ σὲ «ἐξένδον».

Οἱ δύο αὐτὲς καὶ διαφέρουσες καὶ παρομοιάζουσες διαδοχικὲς τριαδικὲς ἀντεπιδείξεις συσχετίζονται μὲ τὶς δύο καὶ διάφορες καὶ παρόμοιες συμμετρικὲς ἐντελεχειακὲς ἐφαρμογὲς τοῦ κοινοῦ συμμετρικοῦ ἐντελεχειακοῦ τύπου «ἐν ἐγρηγόρσει πάντῃ ἐνεργητικὴ θεία παραγωγὴ ἐν δυνάμει πάντῃ ἐνεργητικὴ θεία παραγωγὴ ἐν ἐνεργείᾳ πάντῃ ἐνεργητικὴ θεία παραγωγή», τὴν «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τέχνῃ ἢ τεχνικὴ ἐνεργητικὴ θεία παραγωγή», μὲ τεχνικὸ ἐνεργητικὸ παραγωγὸ τὸν ὅλο τριαδικὸ θεό, καὶ τὴν «ἐκ τοῦ ὄντος φύσει ἢ φυσικὴ ἐνεργητικὴ θεία παραγωγή», μὲ φυσικὸ ἐνεργητικὸ παραγωγὸ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ θεὸ πατέρα.

Ἡ μὲν γενικώτερη τριαδικὴ ἀντεπίδειξη καὶ ὑποδιάκριση τοῦ ὅλου θείου ἐσωστρεφοῦς ἢ ἀχώρου «ἔνδον – ἐντός – πέριξ θεία ἐσωστρέφεια ἢ ἀχωρία» συσχετίζεται μὲ τὴν «τεχνικὴ ἐνεργητικὴ θεία παραγωγή» στὴν περίπτωση τῆς ὁποίας ὡς νοερὸς τόπος τῆς «ἐν δυνάμει τεχνικῆς ἐνεργητικῆς θείας παραγωγῆς» νοεῖται ἡ «ἔνδον θεία ἐσωστρέφεια ἢ ἀχωρία», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ἡ «ἔνδον θεία ἀϊδιότητα» καὶ πρωταρχικὰ ἡ «εἰσένδον θεία ἀϊδιότητα», ὅπου, καταρχήν, ὁ Θεὸς Νοῦς καὶ Πατὴρ διαμένει ὅλως ἀκίνητος καὶ ἐμπνέεται κατὰ μόνας, ἤ, μὲ μία λέξη, «αὐτεμπνέεται», ποὺ σημαίνει «προεμπνέεται», τὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος δημιουργία τοῦ κόσμου, τὴ «θείᾳ τέχνῃ παραγωγή».

Ἀφοῦ, πρῶτα, ἀσφαλῶς, «αὐτοθεωρήσει» καὶ «προείδει» μέσα ἐκεῖ ὅπου διάγει κατὰ πάντα αὐτὸς καὶ μόνος τὴ «θείᾳ φύσει παραγωγή» (τὴν ὁποία, ἀντιθέτως, δὲν «προεμπνέεται» ἀλλ' ἁπλῶς «προβλέπει» ὡς νομοτελειακῶς ἐπερχόμενη ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου), τὴ γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ Υἱοῦ Του καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Θεοῦ Νόμου καὶ Παιδός Του ὡς ὁμοουσίων καὶ ὁμοενεργῶν Του, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς «πάντῃ, φύσει καὶ τέχνῃ, ἀπαραγωγῆς», ποὺ σημαίνει «ἐν δυνάμει πάντῃ, φύσει καὶ τέχνῃ, παραγωγή».

Στὴν πρώτη αὐτὴ νοερὰ καὶ μὲ ἄκρως ἐσωστρεφῆ τάση, σὲ σχέση μὲ τὸ ἔγχωρο, εἰσακτὴ θέση τοῦ ἀχώρου, σὲ ὅλη, δηλαδή, τὴν ἔνδον θεία ἐσωστρέφεια ἢ ἀχωρία ἢ ἀϊδιότητα, καὶ στὴν εἰσένδον, κατεξοχήν, καὶ στὴ μεσένδον καὶ στὴν ἐξένδον, ἔχουμε τὴν εἰσαγωγὴ ἢ ἐνδιάθεση τῆς ποιητικῆς θείας ἐνεργείας, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, τὴν «ἐμπνευστὴ κτίση», τὴν ἀνύπαρκτη, αὐτὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει καθόλου, τὴν «μὴ οὖσαν», καὶ γι' αὐτὸ λογιζόμενη ὡς «εἰς τὸ μὴ ὂν εἰσακτὴ κτίση», ἡ ὁποία ὁρίζεται μὲ τὸν καινορθόδοξο δογματολογικό μας ὅρο «θεία οἰκοπνευστία», ποὺ σημαίνει τὴν ἀρχικὴ προέμπνευση τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας ἀπὸ τὸ Θεὸ Νοῦ καὶ Πατέρα, ἀπὸ τὴν ἐνυπόστατο (προσωπική), δηλαδή, θεία αὐτόνοια.

Ὡς νοερὸς τόπος τῆς «ἐν ἐγρηγόρσει τεχνικῆς ἐνεργητικῆς θείας παραγωγῆς» θεωρεῖται ἡ «ἐντὸς θεία ἐσωστρέφεια ἢ ἀχωρία», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ἡ «ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα», ὅπου, ἐν συνεχείᾳ, ὁ Θεὸς Νοῦς καὶ Πατὴρ προβαίνει καὶ συγκαλεῖ σὲ σύσκεψη τὸ Θεὸ Λόγο καὶ Υἱό Του καὶ τὸ Θεὸ Νόμο καὶ Παῖδά Του στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας Τοὺς ἐκμυστηρεύεται, καταρχήν, φανερῶς τὴν «πρώτη» δημιουργικὴ «αὐτέμπνευσή» Του, ποὺ ὁρίζεται ὡς «προέμπνευση», τῆς ὁποίας Τοὺς κατέστησε μυστικῶς ἀμφοτέρους συγκοινωνούς, δηλαδή, «ἑτερεμπνευστές» της, ὁριζόμενους ὡς «μετεμπνευστές», πρὶν ἀκόμη Τοὺς συγκαλέσει στὴ δημιουργικὴ σύσκεψη καὶ μόλις ἀκριβῶς φυσικῶς Τοὺς παρήγαγε, γεννῶντας τὸν ἕνα καὶ ἐκπορεύοντας τὸν ἄλλο, καθιστῶντάς Τους, δηλονότι, συγκατόχους τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς καὶ τῆς μόνης καὶ τῆς ὅλης θείας οὐσίας καὶ ἐνδιαθέτου ἐνεργείας, ἐξαιτεῖται, ἐν συνεχείᾳ, τὴν ἐπὶ τούτῳ συγκατάθεση καὶ συνεργασία Τους καί, ἐν τέλει, συμπροπαρασκευάζονται γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἐκ τοῦ μηδενός, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, συσχεδιάζουν καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ τὸν οἶκο τῆς θείας δημιουργίας.

Στὴ θεία, σημειωτέον, ἀϊδιότητα δὲν ὑφίσταται χῶρος καὶ χρόνος, οὔτε «πρό» οὔτε «μετά», γι' αὐτὸ καὶ τὰ χρονικὰ αὐτὰ ἐπιρρήματα δὲν σημαίνουν, ἐν προκειμένῳ, χρονολογικὴ ἀλλὰ μόνο λογικὴ τάξη καὶ σειρά, ὑποδηλώνουν, δηλαδή, ἁπλῶς, τὴν ἐντελεχειακὴ (νομοτελειακή) σύσχεση μεταξὺ τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ αἰτιατοῦ, ἄνευ πραγματικοῦ (ἱστορικοῦ) χρόνου ἐπιγνώσεώς της, προτεροχρόνου καὶ ἑτεροχρόνου. Δὲν πρόκειται, μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ χρονολογικὴ ἀλλὰ γιὰ ὀρθολογικὴ καὶ αἰτιολογικὴ προτεραιότητα καὶ ὑστεραιότητα.

Ἀπὸ τὴ δεύτερη αὐτὴ νοερὰ καὶ μὲ μέση καὶ μικτὴ καὶ περισσότερο ἐσωστρεφῆ τάση, σὲ σχέση μὲ τὸ ἔγχωρο, εἰσακτὴ πάλι θέση τοῦ ἀχώρου ἔχουμε τὴν ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) ἐνεργητικὴ ἐξαγωγὴ τῆς ἐξαγορεύτου ποιητικῆς θείας ἐνεργείας ἡ ὁποία, μαζὶ μὲ τὸ ὅλο (κατὰ σύμπτυξιν) ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἐνέργημά της, τὴν ὅλη «σχεδιαστὴ κτίση», τὴ μὴ ἀκόμη ὑπαρκτή, τὴν «μήπω οὖσαν», καὶ γι' αὐτὸ λογιζόμενη ὡς «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἐξακτὴ κτίση», καὶ ἀναλόγως πρὸς αὐτό, ὁρίζεται μὲ τὸν καινορθόδοξο δογματολογικό μας ὅρο «θεία οἰκοσχεδία».

Ὁ ὅρος αὐτὸς κατ' ἀκρίβειαν σημαίνει τὸ μέσο σχεδιασμὸ τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας ποὺ λαμβάνει νοερῶς χώρα στὰ πλαίσια τῆς θείας συσκέψεως γιὰ τὴ δημιουργία καὶ πραγματοποιεῖται ἐξαιρέτως ἀπὸ τὸ Θεὸ Λόγο καὶ Υἱό, τὴν ἐνυπόστατο (προσωπική) θεία νόηση, ὁ ὁποῖος ἐξαιρέτως ἐκπονεῖ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ μελέτη μὲ τὰ σχέδια τοῦ οἴκου, ἐκτελεῖ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ προπαράστασή (μακέτα) του καὶ ἔχει τὴν ἀρχιτεκτονικὴ ἐπίβλεψη ἀμφοτέρων τῶν προπαρασκευαστικῶν αὐτῶν θείων ἐργασιῶν, βάσει τῆς ἀρχικῆς δημιουργικῆς προεμπνεύσεως τοῦ Θεοῦ Νοῦ καὶ Πατρὸς τῆς ὁποίας κατέστη καὶ ὁ ἴδιος πρῶτος συγκοινωνὸς καὶ μετεμπνευστὴς «ἅμα τῇ γεννήσει» Του ἀπὸ ἐκεῖνον.

Κατὰ συνεκδοχή, ὅμως, καὶ κατ' ἐπέκτασιν, ὁ ὅρος μας αὐτὸς συμπεριλαμβάνει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ «θεία δημιουργικὴ συμπροπαρασκευὴ ἢ συμπροετοιμασία», τὸ ἀντίτυπο ἐντελεχειακὸ ἄκρο τοῦ προκειμένου μέσου σταδίου, ἐπιπλέον καὶ τὴ «θεία δημιουργικὴ ἑτερέμπνευση ἢ μετέμπνευση», τὸ ἀρχέτυπο ἐντελεχειακὸ ἄκρο τοῦ παρόντος, καὶ τὴ «θεία δημιουργικὴ συγκατάθεση ἢ συναίνεση», τὸ ἔκτυπο ἐντελεχειακὸ μέσο τοῦ τρέχοντος (μέσο τοῦ μέσου).

Ἐδῶ ἔχουμε τὴν ἐπίγνωση τῆς Θείας Τριάδος ὡς ὁμοουσίου καὶ ὁμοενεργοῦ σὲ σχέση μὲ τὸν οἶκο τῆς θείας δημιουργίας Της, ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ πρωτεκπονεῖ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ μελέτη μὲ τὰ σχέδια τοῦ οἴκου καὶ πρωτεκτελεῖ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ προπαράστασή (μακέτα) του καὶ πρωτεπιβλέπει ἀμφότερες τὶς ἀρχιτεκτονικὲς αὐτὲς προπαρασκευές, βάσει τῆς «ἐν ἀρχῇ» δημιουργικῆς προεμπνεύσεώς Του, μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Υἱό, ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς Παῖς συνεκπονεῖ κι αὐτὸς τὴ μὲν καὶ συνεκτελεῖ κι αὐτὸς τὴ δὲ καὶ συνεπιβλέπει κι αὐτὸς καὶ τὶς δύο ἀρχιτεκτονικὲς προετοιμασίες μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Υἱὸ καὶ τὸ Θεὸ Πατέρα, μὲ βάση τὴν ἀρχικὴ δημιουργικὴ ἔμπνευση τοῦ Θεοῦ Νοῦ καὶ Πατρὸς τῆς ὁποίας κατέστη καὶ ὁ ἴδιος δεύτερος συγκοινωνὸς καὶ μετεμπνευστὴς «ἅμα τῇ ἐκπορεύσει» Του ἀπὸ ἐκεῖνον, καὶ ἁπλᾶ ὅτι τὰ τρία αὐτὰ θεῖα προπαρασκευαστικὰ ἔργα προσιδιάζουν περισσότερο στὴ δεύτερη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ Θεοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου καὶ ἐπισημαίνονται κατεξοχὴν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια.

Καὶ ὡς νοερὸς τόπος τῆς «ἐν ἐνεργείᾳ τεχνικῆς ἐνεργητικῆς παραγωγῆς» γίνεται ἀντιληπτὸς ἡ «πέριξ θεία ἐσωστρέφεια ἢ ἀχωρία», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ἡ «πέριξ θεία οἰκονομία» ἢ «πρώτη θεία οἰκονομία» ἢ «θεία προοικονομία», ὅπου, ἐν τέλει, ὁ Θεὸς Νοῦς καὶ Πατὴρ (ἡ ἐνυπόστατος θεία αὐτόνοια) μεταβαίνει μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Λόγο καὶ Υἱό Του (τὴν ἐνυπόστατο θεία νόηση) καὶ τὸ Θεὸ Νόμο καὶ Παῖδά Του (τὴν ἐνυπόστατο θεία βούληση) καὶ συνδημιουργοῦν καὶ οἱ τρεῖς ἀπὸ κοινοῦ τὸν κόσμο ἀπὸ τὸ μηδέν, συνοικοδομοῦν, δηλαδή, τὸν οἶκο τῆς θείας δημιουργίας.

Ἀπὸ τὴν τρίτη αὐτὴ νοερὰ καὶ μὲ ἄκρως ἐξωστρεφῆ τάση, σὲ σχέση μὲ τὸ ἔγχωρο, εἰσακτὴ καὶ πάλι θέση τοῦ ἀχώρου ἔχουμε τὴν ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) ἐνεργητικὴ παραγωγὴ τῆς ὑπαγορεύτου ποιητικῆς θείας ἐνεργείας ἡ ὁποία, μαζὶ μὲ τὸ ὅλο (κατὰ σύμπτυξιν) ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἐνέργημά της, τὴν ὅλη «δομητὴ κτίση», τὴν ὑπαρκτή, τὴν «οὖσαν», καὶ γι' αὐτὸ λογιζόμενη ὡς «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος παρακτή», καὶ ἀναλόγως πρὸς αὐτό, ὁρίζεται μὲ τὸν καινορθόδοξο δογματολογικό μας ὅρο «θεία οἰκοδομία», ἡ δὲ πρώτη φάση της, ὡς «θεία προοικοδομία», τουτέστι, «πρώτη οἰκοδομία».

Ὁ ὅρος «θεία προοικοδομία» σημαίνει τὴν τελικὴ ἔναρξη τῆς δόμησης τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας (μετὰ τὴ μέση «θεία οἰκοσχεδία» καὶ τὴν ἀρχικὴ «θεία οἰκοπνευστία»), τὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος κατεξοχὴν προποίηση, ποὺ πραγματοποιεῖται ἐξαιρέτως ἀπὸ τὸ Θεὸ Νόμο καὶ Παῖδα, τὴν ἐνυπόστατο (προσωπική) θεία βούληση, ὁ ὁποῖος ἐξαιρέτως προποιεῖ κατεξοχὴν τὸν κόσμο ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἀπὸ μὴ προϋπάρχουσα, δηλαδή, οὐσία, βάσει τῆς ἀρχικῆς δημιουργικῆς προέμπνευσης τοῦ Θεοῦ Νοῦ καὶ Πατρὸς τῆς ὁποίας κατέστη καὶ ὁ ἴδιος δεύτερος συγκοινωνὸς καὶ μετεμπνευστὴς «ἅμα τῇ ἐκπορεύσει» Του ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ μέσῳ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἐπιβλέψεως ἐξαιρέτως ὑπὸ τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ Υἱοῦ.

Ἀκολουθεῖ ἡ «θεία μετοικοδομία», ποὺ σημαίνει τὴν ἐκ τοῦ ὄντος μεταποίηση τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς Νόμος καὶ Παῖς ἐξαιρέτως τὸν μεταποιεῖ ἐκ τοῦ ὄντος, ἀπὸ τὴν κατεξοχήν, δηλαδή, προποιηθεῖσα κτιστὴ οὐσία, πρῶτον, κατὰ νεμητικὸ τρόπο, μὲ τὴ «νεμήσει παραγωγή», τὴ «νέμηση», ἡ ὁποία εἶναι παράλληλη πρὸς τὴν ἐκπόνηση τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μελέτης μετὰ τῶν σχεδίων ἐξαιρέτως ὑπὸ τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ Υἱοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία προκύπτει ὁ ἡμίυλος κόσμος, καὶ δεύτερον, κατὰ δομητικὸ τρόπο, μὲ τὴ «δομήσει παραγωγή», τὴ «δόμηση», ἡ ὁποία κι αὐτὴ εἶναι παράλληλη πρὸς τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀρχιτεκτονικῆς προπαράστασης (μακέτας) ἐξαιρέτως ὑπὸ τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ Υἱοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία προκύπτει ὁ ἔνυλος κόσμος.

Τὸ «ἡμίυλον», σημειωτέον, καὶ τὸ «ἔνυλον» δὲν εἶναι δύο διαφορετικὲς κτίσεις, δύο κτιστὲς οὐσίες, ἡ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες προποιεῖται χωριστὰ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος (κατεξοχὴν ἢ ἐν ἐνεργείᾳ προποίηση), διότι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, θὰ εἴχαμε τὸ δογματικὸ ἄτοπο τῆς δυαρχικῆς ἢ δισαρχικῆς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος κτίσεως, δύο, δηλονότι, ἐξ ἀρχῆς διάφορα πρωτογενῆ κτιστὰ (πρωτόκτιστα) οὐσιαστικὰ ἄτομα.

Ἀλλ' εἶναι δύο διαφορετικὲς φύσεις τῆς μιᾶς κτίσης, τῆς μοναρχικῆς ἢ ἁπαξαρχικῆς μίας κτιστῆς οὐσίας, αὐτῆς ποὺ κτίζεται καὶ ἄρχεται ἅπαξ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος καὶ ὄχι δὶς καὶ περιλαμβάνει πολλὰ καὶ διάφορα δευτερογενῆ κτιστὰ (ὑστερόκτιστα) ἄτομα προερχόμενα ἐκ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ πρωτογενοῦς κτιστοῦ (πρωτοκτίστου) ἀτόμου της ποὺ προποιεῖται (κατεξοχὴν ἢ ἐν ἐνεργείᾳ) ἀπὸ τὸ μηδὲν ὡς «προημίυλον», σὲ πρωτόγονη, δηλαδή, ποιότητα τῆς ἡμίυλης φύσης, ἀσύνθετο, μέν, καὶ χωρὶς τὰ ἰδιαίτερα φυσικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ συνθέτου ἀτόμου τῆς ὑλικῆς μάζας (ἀτομικὸ βάρος κ.λ.π.), ἀλλὰ μὲ τὴν κοινὴ φυσικὴ ἱκανότητα νὰ πολλαπλασιάζεται, νὰ ἔχει, δηλαδή, καὶ αὐτὸ νομὴ σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς οὐσιαστικὰ ἄτομα, λόγῳ τῆς ὁποίας ἡ φύση αὐτὴ τῆς κτιστῆς οὐσίας, ἂν καὶ «ἀδόμητη», ὁρίζεται γενικῶς ὡς «ἡμίυλον», ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ εἶναι κατὰ βάσιν «νεμητή» ὅπως καὶ ἡ «δομητή» ἄλλη φύση της, τὸ «ἔνυλον», σὲ ἄκρα ἀντίθεση πρὸς τὴν ἀπολύτως «ἀνέμητη» ἄκτιστη θεία οὐσία, ἡ ὁποία ὁρίζεται ὡς «ἄϋλον».

Καὶ προκειμένου νὰ γίνει κατανοητὴ ἡ ἐννοιολογικὴ διάκριση μεταξὺ τῶν δύο διαφόρων τρόπων τῆς μεταποιήσεως τῆς κτιστῆς οὐσίας, τῆς νέμησης καὶ τῆς δόμησης, καὶ ἀνάμεσα στὴ μεταποίηση καὶ τὴν προποίησή της, ἀναφέρουμε τὸ συμβολικὸ ὑπόδειγμα τοῦ πηλοῦ, τοῦ κεραμιδιοῦ καὶ τῆς σαρκὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τὴ μεταποιητικὴ θεία ἐνέργεια, ὅπου, ἡ πρώτη ὕλη τοῦ πηλοῦ, ὡς πρώτη ἀνόργανη, συμβολίζει τὴν πρώτη ἀσύνθετη ποιότητα τῆς ἡμίυλης φύσης, τὸ «προημίυλον», τὸ κεραμίδι, ὡς δεύτερη ἀνόργανη ὕλη, τὴ δεύτερη ἀσύνθετη ποιότητα τῆς ἡμίυλης φύσης, τὸ «μεθημίυλον», καὶ ἡ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἐνόργανη ὕλη, τὴ σύνθετη φύση, τὸ «ἔνυλον».

Ἄρα, ἡ νέμηση συμβολίζεται ἁπλῶς μὲ τὴ λήψη μέρους ἐκ τοῦ πρωτοΰλου πηλοῦ ἀπὸ τὴ θεία μεταποιητικὴ ἐνέργεια καὶ τὴ μεταποίησή του ἀπὸ αὐτὴ σὲ κεραμίδι (νέμησις ἐκ τοῦ προενύλου) καὶ ἡ δόμηση μὲ τὴ λήψη μέρους ἐκ τῆς μὴ ὀργανικῆς πρώτης ὕλης τοῦ πηλοῦ ἀπὸ τὴ θεία μεταποιητικὴ ἐνέργεια καὶ τὴ μεταποίησή του ἀπὸ αὐτὴ σὲ ὀργανικὴ ὕλη (δόμησις ἐκ τοῦ προενύλου), σὲ ἀγέννητο ἀρχεκύτταρο ἀνθρωπίνης σαρκὸς μὲ ὀργανωμένη βιολογικὴ δομὴ τὸ ὁποῖο πολλαπλασιάζεται σὲ περισσότερα καὶ ὅλα μαζὶ συνδομοῦν ὡς ὀργανισμὸ τὸ ὅλο ἀγέννητο ἢ ἀλλιῶς πρωτόπλαστο ἀνθρώπινο σῶμα.

Ἔτσι, τὸ ζεῦγος τῆς νέμησης καὶ τῆς δόμησης, ἀπὸ τὴν τεχνικὴ παραγωγή, εἶναι παρόμοιο πρὸς τὸ ζεῦγος τῆς ἀπόσπασης καὶ τῆς σύστασης, τῆς φυσικῆς παραγωγῆς. Καὶ τὸ μὲν καὶ τὸ δὲ εἶναι δύο διάφορα καὶ ἑτερότροπα γένη τῆς ὅλης λεγόμενης ἐκ τοῦ ὄντος παραγωγῆς, τὸ μὲν τέχνῃ, τὸ δὲ φύσει, μὲ δύο διαφορετικὰ καὶ ἑτεροτροπικὰ εἴδη ἕκαστο.

Ἡ τεχνικὴ καὶ μεταποιητικὴ νέμηση, ἡ νεμήσει παραγωγή, τὸ μεθημίυλο, σὲ σχέση μὲ τὴν κατεξοχὴν ἢ ἐν ἐνεργείᾳ προποίηση, τὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος παραγωγή, τὸ προημίυλο, δὲν διαφοροποιεῖται ἐν γένει ἀλλ' ἐν εἴδει φυσικά, δὲν ὑπερβαίνει, δηλαδή, τὰ γενικὰ ὅρια τῆς ὅλης ἡμίυλης φύσης, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν τεχνικὴ καὶ μεταποιητικὴ δόμηση, τὴ δομήσει παραγωγή, τὸ ἔνυλο, ἡ ὁποία κάνει τὴν ἐν γένει φυσικὴ διαφορά, συνιστᾷ, δηλαδή, ἄλλη, διαφορετικὴ φύση τῆς ἴδιας κτιστῆς οὐσίας.

Παρομοίως καὶ ἡ φυσικὴ ἀπόσπαση, ἡ ἀποσπάσει παραγωγή, ἡ λεγόμενη «ἐξαγωγή» ἢ «γέννηση», δὲν διαφοροποιεῖται ἐν γένει ἀλλ' ἐν εἴδει ποιοτικὰ ἀπὸ τὴν καλούμενη «εἰσαγωγή» ἢ «ἀγεννησία», ἀπὸ αὐτό, δηλαδή, τὸ ἴδιο τὸ ἀγέννητο ἀρχιπατορικὸ σῶμα, σὲ σχέση μὲ τὴν ὁποία, ἀπὸ ποιοτικὴ ἄποψη, ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἐξαγωγὴ δὲν εἶναι ἀπολύτως ἴδια ἀλλ' ἔχει κάποια μικρὴ καὶ εἰδοποιό, κατὰ τὸ ποιόν, διαφορά, στὰ αὐτὰ περιληπτικὰ ποιοτικὰ πλαίσια τοῦ φυσικῶς ἀσυστάτου, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ φυσικὴ σύσταση, τὴ συστάσει παραγωγή, τὴν κατεξοχὴν ὀνομαζόμενη «παραγωγή» ἢ «ἐκπόρευση», ἡ ὁποία κάνει τὴν ἐν γένει, τὴν κατεξοχὴν ποιοτικὴ διαφορά, στὰ αὐτὰ περιληπτικὰ φυσικὰ πλαίσια τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος.

Οἱ ὅροι, σημειωτέον, «νέμησις» καὶ «δόμησις», κατὰ μὲν κυριολεξίαν, σημαίνουν τοὺς δύο διαφόρους τρόπους τῆς «ἐκ τοῦ ὄντος τέχνῃ παραγωγῆς» τοῦ θεοῦ, κατὰ δὲ μεταφοράν, καὶ τοὺς δύο διαφορετικοὺς τρόπους τῆς «ἐκ τοῦ ὄντος φύσει παραγωγῆς» τοῦ σωματικοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει γίνονται ταυτόσημοι μὲ τοὺς ὅρους «ἀπόσπασις» καὶ «σύστασις», ἄρα καὶ μὲ τοὺς ὅρους «ἐξαγωγή» καὶ «παραγωγή» καὶ μὲ τοὺς ὅρους «γέννησις» καὶ «ἐκπόρευσις», δεδομένου ὅτι καὶ ἡ ἐξαγωγικὴ ἀπόσπαση τοῦ κυτταρικοῦ κλώνου (θέσει γεννητικοῦ κυττάρου) ἀπὸ τὸ πατρικὸ σῶμα εἶναι φυσικὴ νέμησή του καὶ ἡ παραγωγικὴ σύσταση τοῦ γεννητικοῦ κυττάρου (φύσει γεννητικοῦ κυττάρου) ἀπὸ τὸν πατρῷο ὀργανισμὸ φυσικὴ δόμησή του.

Ἔτσι καὶ οἱ ὅροι «ἀπόσπασις» καὶ «σύστασις», κυριολεκτικῶς, ἀφενός, ὑποδηλώνουν τοὺς δύο διαφόρους τρόπους τῆς «ἐκ τοῦ ὄντος φύσει παραγωγῆς» τοῦ ἀνθρώπου ὡς σώματος, τὴν «ἐξαγωγή» ἢ «γέννηση» καὶ τὴν «παραγωγή» ἢ «ἐκπόρευση», καὶ μεταφορικῶς, ἀφετέρου, καὶ τοὺς δύο διαφορετικοὺς τρόπους τῆς «ἐκ τοῦ ὄντος τέχνῃ παραγωγῆς» τοῦ θεοῦ, τὴ «νέμηση» καὶ τὴ «δόμηση», πρὸς τοὺς ὁποίους, ἐν προκειμένῳ, γίνονται ταυτόσημοι, δεδομένου ὅτι καὶ ἡ μεταποιητικὴ νέμηση θεωρεῖται ὡς τεχνικὴ ἀπόσπαση τοῦ ἑνὸς δευτερογενοῦς ἀπὸ τὸ πρωτογενὲς καὶ ἡ μεταποιητικὴ δόμηση ὡς τεχνικὴ σύσταση τοῦ ἄλλου δευτερογενοῦς ἀπὸ τὸ αὐτὸ πρωτογενές.

Στὸν παρακάτω πίνακα παραθέτουμε τὶς τρεῖς παραπάνω συσχετικὲς τριαδικὲς ἀντεπιδείξεις, καὶ οἱ τρεῖς οἱ ὁποῖες ἐξελίσσονται ἐντελεχειακῶς κατὰ τὸ σχῆμα τῆς συμμετρικῆς αἰτιότητος (μεσαίτιον πρωταίτιον αἰτιατόν), συνοπτικῶς, σὲ τρεῖς παράλληλες στῆλες, ἔτσι ὥστε, μὲ τὴ μεταξύ τους ἀντιπαραβολή, νὰ γίνει εὐκολώτερα ἀντιληπτὴ ἡ μεταξύ τους παρομοιότητα (βλέπε ἀρχεῖο pdf στὸ τέλος).

Ὡς πρώτη, τὴν τριάδα «μεθημίυλον προημίυλον ἔνυλον», ὡς δεύτερη, τὴν τριάδα «κεραμίδιον πηλός σάρξ», καί, ὡς τρίτη, τὴν τριάδα «ἀπόσπαστον (γεννητόν) ἀναπόσπαστον (ἀγέννητον) σύστατον (ἐκπορευτόν)»:


Συνοπτικὸς Πίναξ Θείας Γενέσεως Καὶ Ἀνθρωπίνης Γεννήσεως

(βλέπε αρχείο pdf στο τέλος)


Συμμετρικὴ Αἰτιότης: Ἀρχέτυπον.

Θεία Γένεσις: Τέχνῃ Παραγωγή: Ἀσύνθετος Προουσία: Προημίυλον.

Θεία Γένεσις: Τέχνῃ Παραγωγή: Ἀνόργανος Προΰλη: Πηλός.

Ἀνθρωπίνη Γέννησις: Φύσει Παραγωγή: Ἀσύστατον/Ἀναπόσπαστον Πρόσωμα: Εἰσακτόν/Ἀγέννητον.

Συμμετρικὴ Μεσαιτιότης: Ἔκτυπον.

Θεία Γένεσις: Τέχνῃ Παραγωγή: Ἀσύνθετος Μετουσία: Μεθημίυλον.

Θεία Γένεσις: Τέχνῃ Παραγωγή: Ἀνόργανος Μεθύλη: Κεραμίδιον.

Ἀνθρωπίνη Γέννησις: Φύσει Παραγωγή: Ἀσύστατον/Ἀπόσπαστον Μετάσωμα: Ἐξακτόν/Γεννητόν.

Συμμετρικὴ Αἰτιατότης: Ἀντίτυπον.

Θεία Γένεσις: Τέχνῃ Παραγωγή: Σύνθετος Μετουσία: Ἔνυλον.

Θεία Γένεσις: Τέχνῃ Παραγωγή: Ἐνόργανος Μεθύλη: Σάρξ.

Ἀνθρωπίνη Γέννησις: Φύσει Παραγωγή: Σύστατον Μετάσωμα: Παρακτόν/Ἐκπορευτόν.


Καὶ ὡς πρωταρχική, ἀπὸ χρονολογικὴ καὶ ὀντολογικὴ ἄποψη, σὲ σχέση μὲ τὶς τρεῖς προηγούμενες συμμετρικές, προσθέτουμε καὶ τὴ συμμετρική, ἐπίσης, τριάδα «σχεδιαστὴ κτίσις ἐμπνευστὴ κτίσις δομητὴ κτίσις», δεδομένου ὅτι ὡς «θείᾳ τέχνῃ εἰσαγωγὴ τῆς κτίσεως εἰς τὸ μὴ ὄν» θεωρεῖται ἡ «ἐμπνευστὴ κτίσις», ἡ «θεία οἰκοπνευστία», ὡς «θείᾳ τέχνῃ ἐξαγωγὴ τῆς κτίσεως ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», ἡ «σχεδιαστὴ κτίσις», ἡ «θεία οἰκοσχεδία», καὶ ὡς «θείᾳ τέχνῃ παραγωγὴ τῆς κτίσεως ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», ἡ «δομητὴ κτίσις», ἡ «θεία οἰκοδομία».

Ἄλλη ἡ ἐμπνευστὴ κτίση, ἕτερη ἡ σχεδιαστὴ κτίση καὶ διάφορη ἡ δομητὴ κτίση. Καὶ ἡ μὲν ἐμπνευστὴ καὶ ἡ σχεδιαστὴ κτίση συναποτελοῦν καὶ οἱ δύο τὸ ὅλο λεγόμενο «μὴ ὄν», διακρινόμενες ἐν εἴδει στὰ πλαίσιά του, διότι κατ' ἀμφότερες δὲν ὑπάρχει καθόλου ἢ δὲν ὑπάρχει ἀκόμη ἡ κτιστὴ οὐσία, διατελεῖ «μὴ οὖσα» ἢ «μήπω οὖσα». Ἡ δὲ δομητὴ κτίση εἶναι αὐτὴ ποὺ κάνει τὴν κατεξοχὴν διαφορὰ καὶ διακρίνεται ἐν γένει ὡς «κτιστὸν ὄν», ὡς ὑπαρκτὴ κτίση, ὡς «οὖσα», σὲ σχέση καὶ ἀντίθεση μὲ τὶς δύο μὴ ἢ μὴ ἀκόμη ὑπαρκτὲς θεωρήσεις της:


Συμμετρικὴ Αἰτιότης: Ἀρχέτυπον.

Θεία Γένεσις: Τέχνῃ Παραγωγή: Μὴ Ὄν: Ἐν Δυνάμει Ὄν: Ἐμπνευστὴ Κτίσις.

Ἀνθρωπίνη Γέννησις: Φύσει Παραγωγή: Ἀσύστατον: Ἀναπόσπαστον: Εἰσακτόν/Ἀγέννητον.

Συμμετρικὴ Μεσαιτιότης: Ἔκτυπον.

Θεία Γένεσις: Τέχνῃ Παραγωγή: Μήπω Ὄν: Ἐν Ἐγρηγόρσει Ὄν: Σχεδιαστὴ Κτίσις.

Ἀνθρωπίνη Γέννησις: Φύσει Παραγωγή: Ἀσύστατον: Ἀπόσπαστον: Ἐξακτόν/Γεννητόν.

Συμμετρικὴ Αἰτιατότης: Ἀντίτυπον.

Θεία Γένεσις: Τέχνῃ Παραγωγή: Κτιστὸν Ὄν: Ἐν Ἐνεργείᾳ Ὄν: Δομητὴ Κτίσις.

Ἀνθρωπίνη Γέννησις: Φύσει Παραγωγή: Σύστατον: Παρακτόν: Ἐκπορευτόν.


Στὴ θεία προοικονομία καὶ τὴ θεία μετοικονομία ἔχουμε πάλι τὴν ἐπίγνωση τῆς Θείας Τριάδος ὡς ὁμοουσίου καὶ ὁμοενεργοῦ σὲ σχέση μὲ τὸν οἶκο τῆς θείας δημιουργίας Της, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι καὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ πρωτοπροποιεῖ ἐν ἐνεργείᾳ τὸν κόσμο ἐκ τοῦ μὴ ὄντος καὶ τὸν πρωτομεταποιεῖ ἐκ τοῦ ὄντος μὲ τὴ νέμηση καὶ μὲ τὴ δόμηση, βάσει τῆς «ἐν ἀρχῇ» δημιουργικῆς προεμπνεύσεώς Του, μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Παῖδα, ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς Υἱὸς τὸν συμπροποιεῖ κι αὐτὸς ἐν ἐνεργείᾳ τοιουτοτρόπως καὶ τὸν συμμεταποιεῖ κι αὐτὸς διτρόπως μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Παῖδα καὶ τὸ Θεὸ Πατέρα, μὲ βάση τὴν ἀρχικὴ δημιουργικὴ ἔμπνευση τοῦ Θεοῦ Νοῦ καὶ Πατρὸς τῆς ὁποίας κατέστη καὶ ὁ ἴδιος πρῶτος συγκοινωνὸς καὶ μετεμπνευστὴς «ἅμα τῇ γεννήσει» Του ἀπὸ ἐκεῖνον, καὶ ἁπλᾶ ὅτι τὰ τρία αὐτὰ θεῖα δομικὰ ἔργα προσιδιάζουν περισσότερο στὴν τρίτη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ Θεοῦ Παιδὸς καὶ Νόμου καὶ ἐπισημαίνονται κατεξοχὴν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια.

Ἔχουμε, ἐπίσης, ἐν προκειμένῳ, τὴν ἐπίγνωση τοῦ ἐντελεχειακοῦ σχήματος τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ποιητικῆς οἰκονομικῆς θείας ἐνεργείας ποὺ κατέχεται καὶ διαχειρίζεται ὁλόκληρη ἀπὸ καθεμία ἀπὸ τὶς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα), τὸ ὁποῖο σχῆμα παρουσιάζει καὶ τὴν «ἔσω ἢ ἐν εἴδει νομὴ τῶν ποιῶν καὶ ποσῶν τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως», τὴν ἐμπροσωπικὴ («ἐν προσώπῳ»), καὶ τὴν «ἔξω ἢ ἐν γένει νομὴ τῶν ποιῶν καὶ ποσῶν τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως», τῶν κατόχων, δηλονότι, καὶ διαχειριστῶν, τὴ διαπροσωπικὴ («διὰ προσώπων»).

Σημειωτέον, ὅτι ὡς «ἔσω ἢ ἐν εἴδει νομή» ὁρίζεται ἡ «ἐκ τῆς ἐνδιαθέσεως ἔσω ἢ ἐν εἴδει νομή», ἡ ὁποία νοεῖται καὶ κατ' ἀνάπτυξιν ὡς «πρωτείσακτη πρωτενδιάθεση – πρωτέξακτη πρωτεξαγόρευση – πρωτοπάρακτη πρωθυπαγόρευση κ.λ.π.» καὶ κατὰ σύμπτυξιν ἢ ἁπλῶς ὡς «εἰσακτὴ ἐνδιάθεση – ἐξακτὴ ἐξαγόρευση – παρακτὴ ὑπαγόρευση», ἐνῷ, ὡς «ἔξω ἢ ἐν γένει νομή» ὁρίζεται ἡ «ἐκ τῆς ἐνδιαθέσεως ἔξω ἢ ἐν γένει νομή», ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ νοεῖται καὶ ὡς ἀνεπτυγμένη κατὰ τὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «πρωτείσακτη πρωτενδιάθεση – πρωτέξακτη πρωτενδιάθεση – πρωτοπάρακτη πρωτενδιάθεση κ.λ.π.» καὶ ὡς συμπεπτυγμένη ἢ ὡς ἁπλῆ κατὰ τὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «εἰσακτὴ ἐνδιάθεση – ἐξακτὴ ἐνδιάθεση – παρακτὴ ἐνδιάθεση κ.λ.π.».

Εὐνόητον, ὅτι καὶ ἡ πρωτέξακτη καὶ ἡ πρωτοπάρακτη καὶ οἱ λοιπὲς πρωτενδιαθέσεις καὶ ἡ ἐξακτὴ καὶ ἡ παρακτὴ ἐνδιάθεση τῆς ἔξω νομῆς ἔχουν ἑκάστη τὴν ἀναλογοῦσα ἔσω νομή της, ὅπως καὶ ἡ πρωτείσακτη πρωτενδιάθεση καὶ ἡ εἰσακτὴ ἐνδιάθεση.

Καὶ ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἡ ἔξω ἢ ἐν γένει νομὴ τῆς ἐνδιαθέσεως ἀκολουθεῖ τὸν ἴδιο ἐντελεχειακὸ τύπο μὲ τὴν ἔσω ἢ ἐν εἴδει νομή της, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἔσω νομὴ ὁρίζεται ὡς ἀρχέτυπος καὶ ἡ ἔξω ὡς ἔκτυπος, κατ' εἰκόνα τῆς ἔσω νομῆς, γι' αὐτὸ καὶ ἕκαστο μέρος τῆς ἔξω νομῆς ἀπεικονίζει τὸ ἀνάλογο τῆς ἔσω νομῆς.

Στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς ἔσω νομῆς τοῦ προκειμένου ἐντελεχειακοῦ σχήματος, ὡς πρωτενδιάθετη, καταρχήν, κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς πρωτενδιάθετης ἐναφόρμησης τῆς ἐξολοκλήρου κατεχόμενης καὶ διαχειριζόμενης μίας καὶ τῆς αὐτῆς θείας δημιουργικῆς ἐνέργειας θεωρεῖται ἡ κτήση τῆς θείας δημιουργικῆς ἔμπνευσης ἀπὸ τὸ Θεὸ Νοῦ καὶ Πατέρα.

Ὡς πρωτεξαγόρευτη, ἐν συνεχείᾳ, μετεξαγόρευτη καὶ παρυπαγόρευτη κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς πρωτεξαγόρευτης ἐξαφόρμησης, τῆς μετεξαγόρευτης προσεξόρμησης καὶ τῆς παρυπαγόρευτης παρεφόρμησής της ἐκλαμβάνεται ἡ ἄσκηση τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἐπίβλεψης, τῆς ἐκπόνησης τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μελέτης τῶν σχεδίων καὶ τῆς ἐκτέλεσης τῆς ἀρχιτεκτονικῆς προπαράστασης (μακέτας) ἀπὸ τὸν ἴδιο.

Καὶ ἐν τέλει, ὡς πρωθυπαγόρευτη, παρεξαγόρευτη καὶ μεθυπαγόρευτη κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς πρωθυπαγόρευτης ἐπαφόρμησης, τῆς παρεξαγόρευτης παρεξόρμησης καὶ τῆς μεθυπαγόρευτης προσεφόρμησής της λογίζεται ἡ ἄσκηση τῆς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος κατεξοχὴν ἢ ἐν ἐνεργείᾳ προποίησης, τῆς ἐκ τοῦ ὄντος μεταποιητικῆς νέμησης καὶ τῆς ἐκ τοῦ ὄντος μεταποιητικῆς δόμησης ἀπὸ τὸν αὐτό.

Ἐνῷ, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς ἔξω νομῆς του, ὡς ἐνδιάθετη ἢ ἀγέννητη πρώτη κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐναφόρμησης τῆς ἐξολοκλήρου καὶ ἀπὸ κοινοῦ συγκατεχόμενης ἴδιας ἀκριβῶς θείας δημιουργικῆς ἐνέργειας θεωρεῖται ἡ πρώτη καὶ εἰσακτὴ κτήση τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς θείας δημιουργικῆς ἔμπνευσης ὡς προέμπνευσης ἀπὸ τὸν ἀγέννητο Θεὸ Νοῦ καὶ Πατέρα.

Ὡς ὅλη ἐξαγόρευτη ἢ γεννητὴ δεύτερη κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐναφόρμησής της ἐκλαμβάνεται ἡ δεύτερη καὶ ἐξακτὴ κτήση τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς θείας δημιουργικῆς ἔμπνευσης ὡς πρώτης μετέμπνευσης ἀπὸ τὸν γεννητὸ Θεὸ Λόγο καὶ Υἱό.

Καὶ ὡς ὅλη ὑπαγόρευτη ἢ ἐκπορευτὴ τρίτη κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐναφόρμησής της λογίζεται ἡ τρίτη καὶ παρακτὴ κτήση τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς θείας δημιουργικῆς ἔμπνευσης ὡς δεύτερης μετέμπνευσης ἀπὸ τὸν ἐκπορευτὸ Θεὸ Νόμο καὶ Παῖδα, δεδομένου ὅτι στὴν τοιαύτη ἔξω νομὴ ἐφαρμόζεται ἡ ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη ἐπειδὴ δὲν ὑφίστανται ἄλλα θεῖα πρόσωπα.

Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι στὴ θεία φύση δὲν ἔχουμε καθόλου, οὔτε ἔσω οὔτε ἔξω, νομὴ τῆς θείας οὐσίας, γι' αὐτὸ καὶ ἡ θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία ἐνδιατίθεται μέσα στὴ θεία οὐσία, ἔχει ἐν μέρει νομή, τὴν ἔσω μόνο νομή, δεδομένου ὅτι ἡ ἐνέργεια γιὰ νὰ ἔχει καὶ τὴν ἔξω νομὴ προαπαιτεῖται ἡ ἔξω νομὴ τῆς ἐνδιαθέτουσας αὐτὴ οὐσίας.

Αὐτή, ὅμως, καθεαυτὴ ἡ ἐνέργεια διακρίνεται ἀπὸ τὴν κατοχὴ καὶ τὴ διαχείρισή της, ὅπως καὶ ἡ οὐσία ποὺ τὴν ἐνδιαθέτει, ἄρα διακρίνεται καὶ ἡ νομὴ αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς ἐνέργειας ἀπὸ τὴ νομὴ τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεώς της, ὅπως καὶ ἡ νομὴ αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς ἐνδιαθέτουσας τὴν ἐνέργεια οὐσίας ἀπὸ τὴ νομὴ τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς οὐσίας.

Στὸ ἄκτιστο θεῖο ὄν, ἡ μὲν νομὴ τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς οὐσίας εἶναι δυσανάλογη πρὸς τὴ νομὴ τῆς οὐσίας, διότι ἡ θεία οὐσία εἶναι ὅλως, καὶ ἔσω καὶ ἔξω ἀνέμητη, ἡ δὲ νομὴ τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς ἐνέργειας ἡμιανάλογη πρὸς τὴ νομὴ τῆς ἐνέργειας, διότι ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι ἡμινέμητη, ἔσω, μόνο, νεμητή, λόγῳ τοῦ ἀνεμήτου τῆς θείας οὐσίας μέσα στὴν ὁποία ἐνδιατίθεται, ἐνῷ, στὸ κτιστὸ ὄν, ἡ νομὴ τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς οὐσίας εἶναι ἀνάλογη πρὸς τὴ νομὴ τῆς οὐσίας καὶ ἡ νομὴ τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς ἐνέργειας ποὺ ἐνδιατίθεται σ' αὐτὴ ἀνάλογη πρὸς τὴ νομὴ τῆς ἐνέργειας.

Ἔτσι, στὴ θεία φύση ἔχουμε καὶ ἔσω καὶ ἔξω νομὴ τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς θείας ἐνεργείας, παρότι αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ θεία ἐνέργεια παρουσιάζει μόνο ἔσω νομὴ (ἐπειδὴ ἡ θεία οὐσία δὲν νέμεται καθόλου, οὔτε ἔσω οὔτε ἔξω), ἀλλὰ καὶ πάλι, πλήρη ἀνάπτυξη ἔχει μόνο ἡ ἔσω νομὴ τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεώς της, ἐνῷ ἡ ἔξω, τριαδικὴ καὶ συμπεπτυγμένη, ὥστε ἡ θεία ἐνέργεια, κατὰ τὴν ἔξω νομὴ τῆς θείας κατοχῆς καὶ διαχειρίσεώς της, νὰ χαρακτηρίζεται ὡς «τρικάθεκτος», ὡς ἔχουσα τρεῖς θεῖες συνειδητὲς καθέξεις καὶ διαχειρίσεις ἀπὸ τρεῖς θείους συνειδητοὺς κατόχους καὶ διαχειριστές, ἀπὸ τρία, δηλαδή, θεῖα πρόσωπα, καὶ τὸ ἴδιο καὶ ἡ θεία οὐσία ποὺ τὴν ἐνδιαθέτει.

Σημειωτέον ἐδῶ ὅτι «ἡ συνειδητὴ (θεός, ἄγγελος, ὑπάγγελος, ὑφυπάγγελος), ἡ συναισθητὴ (ζῶο) καὶ ἡ ἡμισυναίσθητη ἢ ἀλλιῶς ὑπαισθητὴ (ζωόφυτο, φυτό) κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνέργειας ποὺ ἐνδιατίθεται μέσα σ' αὐτή» εἶναι, κατ' ἀκρίβειαν, ὁ ὁρισμὸς τῆς ζωῆς, ἄρα καὶ «ἡ νομὴ τῆς τοιαύτης κατοχῆς καὶ διαχείρισης τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης ἐνέργειας» ὁ ἀκριβὴς ὁρισμὸς τῆς νομῆς τῆς ζωῆς σὲ (συγκεκριμένα) ζωϊκὰ ἄτομα, τῆς ἀτομίας, δηλαδή, τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία νομὴ διακρίνεται ἀπὸ τὴ νομὴ τῆς οὐσίας σὲ (διακεκριμένα) οὐσιαστικὰ ἄτομα, τὴν ἀτομία τῆς οὐσίας, καὶ ἀπὸ τὴ νομὴ τῆς ἐνέργειας σὲ (ἀφῃρημένα) ἐνεργειακὰ ἄτομα, τὴν ἀτομία τῆς ἐνεργείας, ὅπως καὶ ἡ ζωὴ διακρίνεται ἀπὸ τὴν οὐσία καὶ ἀπὸ τὴν ἐνδιάθετη ἐνέργεια (ὅπως ἄλλωστε ἀναφέραμε καὶ στὴ δογματολογικὴ μελέτη μας «Περὶ τοῦ Θείου Τρισιζώου», ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», www.e-m-e-t-o-ch-e.gr, στὴ «Δογματολογία»).

Καὶ ὅτι ἐκτὸς τῶν ὀντολογικῶν πλαισίων τῆς ζωῆς δὲν ὑφίστανται καὶ δὲν ὁρίζονται οὔτε «κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης ἐνέργειας», ὅρος ποὺ ταυτίζεται μὲ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἑρμηνεύει θεολογικῶς καὶ δογματολογικῶς τὴν ἔννοια τῆς ζωῆς (τὸ τὶ εἶναι ζωή), οὔτε «νομὴ κατοχῆς καὶ διαχείρισης τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης ἐνέργειας» καὶ «κάτοχοι καὶ διαχειριστὲς τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης ἐνέργειας», ὅροι ποὺ ταυτίζονται μὲ τὴ νομὴ καὶ τὰ ἄτομα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ μόνο «περιοχὴ καὶ προβολὴ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης ἐνέργειας» καὶ «περιέκτες καὶ προβολεῖς τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης ἐνέργειας», ὅροι ποὺ ταυτίζονται μὲ τὴ νομὴ καὶ τὰ ἄτομα τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης ἐνέργειας.

Ἄρα, ἡ νομὴ καὶ τὰ ἄτομα τῆς ζωῆς ὁριζομένης ὡς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης ἐνέργειας ὁρίζονται ἀλλιῶς ὡς «περιοχὴ καὶ προβολὴ τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης ἐνέργειας» καὶ «περιέκτες καὶ προβολεῖς τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνδιάθετης ἐνέργειας».

Μὲ βάση τὰ παραπάνω, ὁ Θεὸς Νοῦς καὶ Πατήρ, ὁ ὁποῖος, ὡς προεμπνευστής, εἶναι ὁ πρῶτος, ὁ «εἰσακτός», ἀπὸ τοὺς τρεῖς συγκατόχους καὶ συνδιαχειριστὲς τῆς ἔξω νομῆς τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς καὶ τῆς μόνης καὶ τῆς ὅλης (ἔξω ἀνεμήτου) ποιητικῆς οἰκονομικῆς θείας ἐνεργείας, παρὰ τὸ ὅτι πρωτοκατέχει καὶ πρωτοδιαχειρίζεται ὁλόκληρη τὴν τοιαύτη θεία ἐνέργεια, καὶ τὴν εἰσακτὴ θεία οἰκοπνευστία καὶ τὴν ὅλη ἐξακτὴ θεία οἰκοσχεδία καὶ τὴν ὅλη παρακτὴ θεία οἰκοδομία, ἀπεικονίζει συμβολικῶς καὶ προσωπικῶς, ἤ, μὲ μία λέξη, προσωποποιεῖ, μόνο τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ τρία κατὰ σύμπτυξιν μέρη τῆς ἔσω νομῆς τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεώς της τὸ ὁποῖο προσωποποιητικῶς Τοῦ προσιδιάζει, τὴν «εἰσακτή» κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς «εἰσακτῆς» θείας οἰκοπνευστίας, κατ' ἀκρίβειαν, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴ θεία οἰκοπνευστία, κατ' ἐπέκτασιν.

Καὶ τὸ ἀνάλογο, ἀσφαλῶς, ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Θεὸ Λόγο καὶ Υἱό, τὸν δεύτερο, τὸν «ἐξακτό», συγκάτοχο καὶ συνδιαχειριστὴ τῆς ἔξω νομῆς καὶ τὸν πρῶτο μετεμπνευστή, ὁ ὁποῖος προσωποποιεῖ μόνο τὸ δεύτερο κατὰ σύμπτυξιν μέρος τῆς ἔσω νομῆς, τὴν ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) «ἐξακτή» κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς ὅλης (κατὰ σύμπτυξιν) «ἐξακτῆς» θείας οἰκοσχεδίας, κατ' ἀκρίβειαν, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) θεία οἰκοσχεδία, κατ' ἐπέκτασιν.

Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ Θεὸ Νόμο καὶ Παῖδα, τὸν τρίτο, τὸν «παρακτό», συγκάτοχο καὶ συνδιαχειριστὴ τῆς ἔξω νομῆς καὶ τὸν δεύτερο μετεμπνευστή, ὁ ὁποῖος προσωποποιεῖ μόνο τὸ τρίτο κατὰ σύμπτυξιν μέρος τῆς ἔσω νομῆς, τὴν ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) «παρακτή» κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς ὅλης (κατὰ σύμπτυξιν) «παρακτῆς» θείας οἰκοδομίας, κατ' ἀκρίβειαν, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) θεία οἰκοδομία, κατ' ἐπέκτασιν.

Ἀναλόγως, ἐπίσης, ἔχουμε καὶ στὴν περίπτωση τῶν τριῶν συμβολικῶν θείων ὑποστατικῶν (προσωπικῶν) χαρακτηρισμῶν, τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὡς Νοῦ, τοῦ Θεοῦ Υἱοῦ ὡς Λόγου καὶ τοῦ Θεοῦ Παιδὸς ὡς Νόμου, ὅπου καὶ οἱ τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα), ὡς συγκάτοχοι καὶ συνδιαχειριστὲς τῆς ἔξω νομῆς τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεως τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς καὶ τῆς μόνης καὶ τῆς ὅλης (ἔξω ἀνεμήτου) νοαρχικῆς, καὶ ἀϊδίου καὶ οἰκονομικῆς, θείας ἐνεργείας, κατέχουν, μέν, καὶ διαχειρίζονται ἑκάστη ὁλόκληρη καὶ τὴν τοιαύτη θεία ἐνέργεια, καὶ τὴν εἰσακτὴ ἢ ἐνδιάθετη ἢ ἀγέννητη θεία αὐτόνοια, αὐτὸν τὸν ἴδιο, τὸν κατεξοχὴν θεῖο νοῦ, καὶ τὴν ἐξακτὴ ἢ ἐξαγόρευτη ἢ γεννητὴ ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) θεία νόηση, τὸν ὅλο (κατὰ σύμπτυξιν) θεῖο λόγο, καὶ τὴν παρακτὴ ἢ ὑπαγόρευτη ἢ ἐκπορευτὴ ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) θεία βούληση, τὸν ὅλο (κατὰ σύμπτυξιν) θεῖο νόμο, ἀλλ' ἡ καθεμιὰ προσωποποιεῖ τὸ προσιδιάζον ἀπὸ τὰ τρία κατὰ σύμπτυξιν μέρη τῆς ἔσω νομῆς τῆς κατοχῆς καὶ διαχειρίσεώς της.

Ὁ μὲν Θεὸς Πατήρ, ὡς «εἰσακτός», τὴν «εἰσακτή» κατοχὴ καὶ διαχείριση τοῦ «εἰσακτοῦ» κατεξοχὴν θείου νοῦ, κατ' ἀκρίβειαν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν καθεαυτὸν τὸν κατεξοχὴν θεῖο νοῦ, κατ' ἐπέκτασιν. Ὁ δὲ Θεὸς Υἱός, ὡς «ἐξακτός», τὴν ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) «ἐξακτή» κατοχὴ καὶ διαχείριση τοῦ ὅλου (κατὰ σύμπτυξιν) «ἐξακτοῦ» θείου λόγου, κατ' ἀκρίβειαν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν καθεαυτὸν τὸν ὅλο (κατὰ σύμπτυξιν) θεῖο λόγο, κατ' ἐπέκτασιν. Καὶ ὁ Θεὸς Παῖς, ὡς «παρακτός», τὴν ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) «παρακτή» κατοχὴ καὶ διαχείριση τοῦ ὅλου (κατὰ σύμπτυξιν) «παρακτοῦ» θείου νόμου, κατ' ἀκρίβειαν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν καθεαυτὸν τὸν ὅλο (κατὰ σύμπτυξιν) θεῖο νόμο, κατ' ἐπέκτασιν.

Ἑπομένως, ἕκαστο θεῖο πρόσωπο δὲν ἔχει τὴ δική του προσωπικὴ αὐτονοϊκὴ δύναμη (ἐνδιάθετο ἐνέργεια αὐτονοίας), τὴ δική του προσωπικὴ ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) νοητικὴ ἐγρήγορση (ἐξαγόρευτο ἐνέργεια ὅλης νοήσεως) καὶ τὴ δική του προσωπικὴ ὅλη (κατὰ σύμπτυξιν) βουλητικὴ ἐνέργεια (ὑπαγόρευτο ἐνέργεια ὅλης βουλήσεως) ἀλλὰ τὴ δική του προσωπικὴ κατοχὴ καὶ διαχείριση τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς ἀκριβῶς αὐτονοϊκῆς ἐνδιαθέσεως ἢ εἰσαγωγῆς, τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς ἀκριβῶς ὅλης (κατὰ σύμπτυξιν) νοητικῆς ἐξαγορεύσεως ἢ ἐξαγωγῆς καὶ τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς ἀκριβῶς ὅλης (κατὰ σύμπτυξιν) βουλητικῆς ὑπαγορεύσεως ἢ παραγωγῆς.

Δὲν ἔχουμε, δηλαδή, στὸ θεὸ τρεῖς αὐτόνοιες (αὐτονοϊκὲς ἐνδιάθετες ἐνέργειες ἢ ἐνδιαθέσεις), τρεῖς ὅλες (κατὰ σύμπτυξιν) νοήσεις (ὅλες κατὰ σύμπτυξιν νοητικὲς ἐξαγόρευτες ἐνέργειες ἢ ἐξαγορεύσεις) καὶ τρεῖς ὅλες (κατὰ σύμπτυξιν) βουλήσεις (ὅλες κατὰ σύμπτυξιν βουλητικὲς ὑπαγόρευτες ἐνέργειες ἢ ὑπαγορεύσεις) ἀλλὰ τρεῖς κατοχὲς ἢ ἀλλιῶς καθέξεις καὶ διαχειρίσεις τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς αὐτονοίας (αὐτονοϊκῆς ἐνδιαθέσεως), τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ὅλης (κατὰ σύμπτυξιν) νοήσεως (ὅλης κατὰ σύμπτυξιν νοητικῆς ἐξαγορεύσεως) καὶ τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ὅλης (κατὰ σύμπτυξιν) βουλήσεως (ὅλης κατὰ σύμπτυξιν βουλητικῆς ὑπαγορεύσεως). Ἄλλη ἡ (ἔσω) νομὴ αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς καὶ τῆς ἰδίας ἀκριβῶς καὶ τῆς μόνης καὶ τῆς ὅλης (ἔξω ἀνεμήτου) θείας ἐνεργείας καὶ ἄλλη ἡ (ἔσω καὶ ἔξω) νομὴ τῆς θείας κατοχῆς ἢ καθέξεως καὶ διαχειρίσεώς της.

Ἡ «ἐξακτή», λοιπόν, «θεία οἰκοσχεδία», ὡς μέση μεταξὺ τῶν ἀκραίων, τῆς «εἰσακτῆς θείας οἰκοπνευστίας» καὶ τῆς «παρακτῆς θείας οἰκοδομίας», κάνει τὴ μίξη ἀμφοτέρων, μὲ πλεονεκτοῦσα καὶ ἐπικρατοῦσα τὴν οἰκοπνευστία καὶ μειονεκτοῦσα τὴν οἰκοδομία, μετέχει, δηλαδή, καὶ τῆς θείας οἰκοπνευστίας, περιλαμβάνοντας, πρωτευόντως, τὴ «θεία δημιουργικὴ ἑτερέμπνευση ἢ μετέμπνευση», τὴν ἑτεροκίνητη θεία δημιουργικὴ ἔμπνευση, τὴν ἐξ ἑτέρου μετακίνηση τῆς θείας δημιουργικῆς ἐμπνεύσεως σὲ ἀμφοτέρους τοὺς «θείους ἑτερεμπνευστὲς ἢ μετεμπνευστές» της, τὸ Θεὸ Λόγο καὶ Υἱὸ καὶ τὸ Θεὸ Νόμο καὶ Παῖδα, ἀπὸ τὸν ἐξ ἑαυτοῦ προκινηθέντα «θεῖο αὐτεμπνευστὴ ἢ προεμπνευστή» της, τὸ Θεὸ Νοῦ καὶ Πατέρα, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ «θεία αὐτέμπνευση ἢ προέμπνευση», ἡ αὐτοκίνητη θεία δημιουργικὴ ἔμπνευση, μετέχει καὶ τῆς θείας οἰκοδομίας, συμπεριλαμβάνοντας, δευτερευόντως, καὶ κάποια ὑποτυπώδη οἰκοδομικὰ χαρακτηριστικά, τὴν ἐκπόνηση τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μελέτης τῶν σχεδίων καὶ τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀρχιτεκτονικῆς προπαράστασης (μακέτας) βάσει τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἐπίβλεψης, ὑπὸ τὸ κοινὸ καὶ γιὰ τὰ τρία αὐτὰ προπαρασκευαστικὰ ἔργα καὶ περιληπτικὸ ὄνομα «θεία δημιουργικὴ συμπροπαρασκευὴ ἢ συμπροετοιμασία».

Κατόπιν, ἐννοεῖται, τῆς «θείας δημιουργικῆς συγκαταθέσεως ἢ συναινέσεως» ποὺ μεσολαβεῖ μεταξὺ τῆς «θείας μετεμπνεύσεως» καὶ τῆς «θείας συμπροπαρασκευῆς» καὶ ἀνήκει στὴν εὐρύτερη ἐντελεχειακὴ κατηγορία τῆς τελευταίας, ἡ ὁποία διμερὴς κατηγορία περιλαμβάνει καὶ τὴ «θεία συναίνεση» καὶ τὴ «θεία συμπροπαρασκευή» καὶ ὀνομάζεται συνοπτικῶς ὡς «θεία δημιουργικὴ σύσκεψη ἢ συνεδρία», σὲ σχέση καὶ ἀντίθεση μὲ τὴν ὡς ἄνω μονομερῆ ἐντελεχειακὴ κατηγορία τῆς «θείας δημιουργικῆς ἑτερεμπνεύσεως ἢ μετεμπνεύσεως».

Ἔτσι, ἡ συμμετρικῶς ἐνεργητικὴ ὑπαγωγὴ κατὰ βάσιν περιλαμβάνει τὴ συμμετρικῶς ἐνεργητικὴ θεία οἰκοσχεδία καὶ τὴ συμμετρικῶς ἐνεργητικὴ θεία οἰκοδομία, ἀμφότερες οἱ ὁποῖες τοποθετοῦνται ἔσω τοῦ ἀχώρου, στὸ ἄχωρο, καὶ ἡ συμμετρικῶς παθητικὴ ὑπαγωγὴ κατὰ βάσιν ἐμπεριέχει τὴ συμμετρικῶς ἐνεργοπαθητικὴ θεία οἰκοσχεδία καὶ τὴ συμμετρικῶς ἁπλοπαθητικὴ θεία οἰκοδομία, ἀμφότερες οἱ ὁποῖες τοποθετοῦνται ἔξω τοῦ ἀχώρου, στὸ ἔγχωρο, ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ τοιαύτη ἐνεργοπαθητικὴ θεία οἰκοσχεδία, ἡ ὁποία, ἐν τέλει, ἀποδίδεται καὶ αὐτὴ στὸ ἔγχωρο, μαζὶ μὲ τὴν τοιαύτη ἁπλοπαθητικὴ θεία οἰκοδομία, ὅταν γίνει ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ «μήπω ὄν» στὸ «κτιστὸν ὄν».

Τόσο ἡ «θεία οἰκοπνευστία» ὅσο καὶ ἡ «θεία οἰκοσχεδία», παρότι ἀναφέρονται καὶ αὐτὲς στὸν οἶκο τῆς θείας δημιουργίας, ἡ μὲν στὴν προέμπνευση καὶ ἡ δὲ στὴ μετέμπνευση καὶ τὸν κοινῇ συναινέσει σχεδιασμό του, δὲν δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς συγκεκριμένες φάσεις τῆς λεγόμενης «θείας οἰκονομίας» ἢ ὡς συγκεκριμένες φυσικὲς καταστάσεις τοῦ καλούμενου «οἰκονομικοῦ θεοῦ», διότι κατ' αὐτὲς δὲν ὑφίσταται καθόλου ἢ δὲν ἔχει ἀκόμη λάβει φυσικὴ ὕπαρξη ὁ οἶκος τῆς θείας δημιουργίας.

Ἀλλ' ἐκλαμβάνονται, ἡ μὲν ἀφῃρημένως, ὡς «θεία ἐφυπεροικονομία», τουτέστιν, «ἐφύπερθεν οἰκονομία», κατὰ τὴν ὁποία ὁρίζεται καινορθοδόξως ὁ «ἐφυπεροικονομικὸς θεός», ἡ δὲ διακεκριμένως, ὡς «θεία ὑπεροικονομία», τουτέστιν, «ὕπερθεν οἰκονομία», μὲ βάση τὴν ὁποία ὁρίζεται, στὴν καινορθόδοξη θεολογία μας, ὁ «ὑπεροικονομικὸς θεός», καὶ ἀμφότερες ἀναφέρονται περιληπτικῶς ὑπὸ τὸ κοινὸ ὄνομα «θεία διυπεροικονομία», τουτέστι, «δύο εἰδῶν ὑπεροικονομία», σὲ σχέση μὲ τὴν ὁποία ὁρίζεται καινορθοδόξως ὁ «διυπεροικονομικὸς θεός», ποὺ ὑποδηλώνει γενικῶς τὸν ὅλο ὑπεροικονομικὸ τριαδικὸ θεό, σὲ διάκριση ἀπὸ τὸν παρόμοιο καινορθόδοξο ὅρο μας «δισυπεροικονομικὸς θεός», τουτέστι, «δύο φορὲς ὑπεροικονομικός», ποὺ ὑποδηλώνει εἰδικῶς καὶ προσωπικῶς μόνο τὸ θεὸ πατέρα ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ὀντολογικῶς καὶ στὶς δύο αὐτὲς ὑπεροικονομίες. Ἄρα, ὁ θεὸς υἱὸς καὶ ὁ θεὸς παῖς, ἀμφότεροι οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται ὀντολογικῶς μόνο στὴ δεύτερη τοιαύτη καὶ ἁπλῶς «ὑπεροικονομία» καλούμενη, ὑποδηλώνονται καινορθοδόξως ἕκαστος καὶ ἀμφότεροι μὲ τὸν ὅρο «ἁπαξυπεροικονομικὸς θεός», τουτέστι, «μία φορὰ ὑπεροικονομικός».

Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὡς «πρώτη θεία οἰκονομία» ἢ ἀλλιῶς «θεία προοικονομία» χαρακτηρίζεται καινορθοδόξως ἡ «θεία προοικοδομία», κατὰ τὴν ὁποία ἔχουμε τὴν «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος κατεξοχὴν ἢ ἐν ἐνεργείᾳ προποίηση» τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας (σὲ διάκριση καὶ ἀντίθεση πρὸς τὴν «ἐκ τοῦ ὄντος μεταποίησή» του, τὴ «δεύτερη θεία οἰκονομία») καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ ἐφεξῆς ἡ δημιουργία ἄρχεται νὰ ὑφίσταται ὡς κτιστὴ ἐνέργεια καὶ οὐσία, ἤ, μὲ μία λέξη, «ὑπάρχει», καὶ ὡς «πρῶτος οἰκονομικός» ἢ «προοικονομικός» προσδιορίζεται, στὴν καινορθόδοξη θεολογία μας, ὁ θεὸς ὡς «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος κατεξοχὴν ἢ ἐν ἐνεργείᾳ προποιητής» τοῦ οἴκου τῆς δημιουργίας (σὲ διάκριση καὶ ἀντίθεση πρὸς τὴ θεώρηση τοῦ θεοῦ ὡς «ἐκ τοῦ ὄντος μεταποιητοῦ» του, ὡς «δευτέρου οἰκονομικοῦ»).

Ἄλλη, συνεπῶς, ἡ «θεία ἐφυπεροικονομία» ἢ «θεία οἰκοπνευστία», ἡ «θεία», δηλονότι, «ἐνδοαϊδιότης» ἢ «ἐνδοναχωρία» ἢ «ἐνδοστρέφεια». Ἑτέρα ἡ «θεία ὑπεροικονομία» ἢ «θεία οἰκοσχεδία», ἡ «θεία», δηλαδή, «ἐντοσαϊδιότης» ἢ «ἐντοσαχωρία» ἢ «ἐντοσστρέφεια». Καὶ διάφορος ἡ «θεία προοικονομία» ἢ «θεία προοικοδομία», ἡ «θεία», μὲ ἄλλα λόγια, «περιξοικονομία» ἢ «περιξαχωρία» ἢ «περιξιστρέφεια».

Καὶ ἀναλόγως, ἄλλος ὁ «ἐφυπεροικονομικὸς θεός», ὁ «ἐνδοαΐδιος», δηλονότι, ἢ «ἐνδονάχωρος» ἢ «ἐνδοστρεφής», αὐτὸς καὶ μόνος ὁ θεὸς πατήρ, ὡς «οἰκοπνεύστης». Ἕτερος ὁ «ὑπεροικονομικὸς θεός», ὁ «ἐντοσαΐδιος», δηλαδή, ἢ «ἐντοσάχωρος» ἢ «ἐντοσστρεφής», καὶ ὁ θεὸς πατήρ, ὡς «οἰκοπρωτοσχεδιαστής», καὶ ὁ θεὸς υἱὸς καὶ ὁ θεὸς παῖς, ἀμφότεροι ὡς «οἰκοσυσχεδιασταί». Καὶ διάφορος ὁ «προοικονομικὸς θεός», ὁ «περιξοικονομικός», μὲ ἄλλα λόγια, ἢ «περιξάχωρος» ἢ «περιξιστρεφής», καὶ ὁ θεὸς πατήρ, ὡς «πρωτοπροοικοδόμος», καὶ ὁ θεὸς υἱὸς καὶ ὁ θεὸς παῖς, ἀμφότεροι ὡς «συμπροοικοδόμοι» τοῦ οἴκου τῆς κτίσεως.

Σημειωτέον, ὅτι ἡ «θεία ἐνδοαϊδιότης» καὶ ἡ «θεία ἐντοσαϊδιότης» ὑποδηλώνονται ἀμφότερες ὑπὸ τὸν καινορθόδοξο ὅρο μας «θεία διαϊδιότης», τουτέστι, «δύο εἰδῶν ἀϊδιότης», ὁ ὁποῖος προκύπτει ἀπὸ τὸν καινορθόδοξό μας ὅρο «διαΐδιος θεός», ποὺ ὑποδηλώνει γενικῶς τὸν ὅλο ἀΐδιο τριαδικὸ θεὸ καὶ διακρίνεται ἀπὸ τὸν παρόμοιο καινορθόδοξο ὅρο μας «δισαΐδιος θεός», τουτέστι, «δύο φορὲς ἀΐδιος», ποὺ ὑποδηλώνει εἰδικῶς καὶ προσωπικῶς μόνο τὸ θεὸ πατέρα, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ὀντολογικῶς καὶ στὶς δύο αὐτὲς ἀϊδιότητες. Ἄρα, ὁ θεὸς υἱὸς καὶ ὁ θεὸς παῖς, ἀμφότεροι οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται ὀντολογικῶς μόνο στὴ δεύτερη τοιαύτη, τὴ «θεία ἐντοσαϊδιότητα», ὑποδηλώνονται καινορθοδόξως ἕκαστος καὶ ἀμφότεροι μὲ τὸν ὅρο «ἁπαξαΐδιος θεός», τουτέστι, «μία φορὰ ἀΐδιος».

Ἐνῷ, ὅλες οἱ λοιπές, μετὰ τὴ «θεία προοικονομία», ἢ ἀλλιῶς, «θεία προοικοδομία», συγκεκριμένες φάσεις τῆς θείας οἰκονομίας, στὴν καινορθόδοξη ὁρολογία μας, ὀνομάζονται ἐν συνόψει «θεία μετοικονομία», ἢ ἀλλιῶς, «θεία μετοικοδομία», καὶ ἀναλόγως, ὅλες οἱ ὑπόλοιπες, μετὰ τὸν «προοικονομικὸ ἢ προοικοδομικὸ θεό», συγκεκριμένες φυσικὲς καταστάσεις τοῦ οἰκονομικοῦ θεοῦ χαρακτηρίζονται συνοπτικῶς ὡς «μετοικονομικὸς ἢ μετοικοδομικὸς θεός».

Καὶ μὲ τὴν «ἐν γένει» ἔννοια τοῦ ὅρου «θεία προοικονομία», ὡς τοιαύτη νοεῖται καινορθοδόξως ἡ ὅλη «θεία ἀχωρία», καὶ ἡ «ἐν εἴδει» καλούμενη «θεία προοικονομία» ἀλλὰ καὶ ἡ «ἐν περιλήψει» λεγόμενη «θεία διυπεροικονομία», δεδομένου ὅτι κατ' ἀμφότερες ὁ θεός, ἀπὸ ὀντολογικὴ ἄποψη, εὑρίσκεται ἀκόμη «πρὸ τοῦ οἴκου τῆς κτίσεως», ὑπὸ τὴν ὅλη, τοπικὴ καὶ χρονική, ἀντίληψη τῆς τοιαύτης φράσης.

Ὁ ὅρος, συνεπῶς, «θεία προοικονομία» δὲν ἑρμηνεύεται μόνο χρονολογικῶς, ὡς «πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς δομήσεως τοῦ οἴκου τῆς κτίσεως», καὶ γι' αὐτὸ ἐννοιολογικῶς δὲν περιορίζεται στὴ θεία διυπεροικονομία, ἀλλ' ἑρμηνεύεται ἐπιπλέον καὶ κυριώτερα τοπολογικῶς, ὡς «πρὸ τῶν θυρῶν τοῦ οἴκου τῆς κτίσεως» (ποὺ χρονολογικὰ σημαίνει «κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς δομήσεως τοῦ οἴκου τῆς κτίσεως»), γι' αὐτὸ καὶ σημασιολογικῶς συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν ἐν εἴδει θεία προοικονομία καὶ μάλιστα κατὰ κυριώτερο λόγο.

Μὲ τὴ χρονολογική, δηλαδή, ἑρμηνεία χαρακτηρίζει τὴν ἐν περιλήψει θεία διυπεροικονομία, τὴν ἔνδον καὶ τὴν ἐντὸς θεία ἀχωρία, μὲ τὴν τοπολογικὴ ἑρμηνεία τὴν ἐν εἴδει θεία προοικονομία, τὴν πέριξ θεία ἀχωρία, καὶ μὲ ἀμφότερες τὶς ἑρμηνεῖες τὴν ἐν γένει θεία προοικονομία, τὴν ὅλη θεία ἀχωρία.

Ὁ ὅλος, λοιπόν, «ἄχωρος ἢ ἐσωστρεφὴς θεός» ὑποδιακρίνεται σὲ «ἀΐδιο ἄχωρο ἢ ἐσωστρεφῆ θεό» καὶ σὲ «οἰκονομικὸ ἄχωρο ἢ ἐσωστρεφῆ θεό» καὶ ὁ ὅλος θεῖος ναός, καὶ ὁ ἔνδον καὶ ὁ ἐντὸς καὶ ὁ πέριξ, ἀντιστοιχεῖ συμβολικῶς στὸν ὅλο ἄχωρο θεό, ὁ μὲν «ἐνδόναος» καὶ ὁ «ἐντόσναος», ἤ, μὲ μία λέξη, ὁ «κυριόναος», στὸν ἀΐδιο ἄχωρο θεό, τὸν «ἐνδοαΐδιο» καὶ τὸν «ἐντοσαΐδιο», ἤ, μονολεκτικῶς, τὸ «διαΐδιο», ὁ δὲ «περιξίναος», ἢ ἀλλιῶς, ὁ «αὐλόναος», στὸν οἰκονομικὸ ἄχωρο θεό, τὸν «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν λεγόμενο «προοικονομικό».

Ἡ ὅλη, δηλαδή, «θεία ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια» δὲν ταυτίζεται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ «θεία ἀϊδιότητα», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ κυριώτερο καὶ μεγαλύτερο μέρος της, καὶ δὲν περιορίζεται μόνο σ' αὐτὴ καὶ δὲν ἐξαντλεῖται ἐξολοκλήρου στὰ ὅριά της, ὅπως πολλοὶ θεολογοῦντες κακοδόξως νομίζουν, ἀλλὰ συμπεριλαμβάνει ἐπιπλέον καὶ τὴν «πρώτη θεία οἰκονομία», τὴν «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν καλούμενη «προοικονομία», ἡ ὁποία δὲν πρέπει ποτὲ νὰ συγχέεται μὲ τὴ «δεύτερη θεία οἰκονομία» ποὺ ἀποτελεῖ τὴν «πρώτη μετοικονομία» ἢ «πρωτομετοικονομία», τὴν «πρώτη», δηλαδή, τῆς ὅλης λεγόμενης «μετοικονομίας».

Ἡ δὲ εἰδικώτερη τριαδικὴ ἀντεπίδειξη καὶ ὑφυποδιάκριση τῆς ὅλης ἔνδον θείας ἀϊδιότητος «εἰσένδον – μεσένδον – ἐξένδον θεία ἀϊδιότης» συσχετίζεται μὲ τὴ «φυσικὴ ἐνεργητικὴ θεία παραγωγή», στὴν ὁποία περίπτωση ὡς νοερὸς τόπος τῆς «ἐν δυνάμει φυσικῆς ἐνεργητικῆς θείας παραγωγῆς», τῆς «ἐνεργητικῆς», δηλαδή, «θείας ἀπαραγωγῆς», νοεῖται ἡ «εἰσένδον θεία ἀϊδιότης», τῆς «ἐν ἐγρηγόρσει φυσικῆς ἐνεργητικῆς θείας παραγωγῆς», τῆς «ἐνεργητικῆς», δηλαδή, «θείας ἐξαγωγῆς», ἡ «μεσένδον θεία ἀϊδιότης», καὶ τῆς «ἐν ἐνεργείᾳ φυσικῆς ἐνεργητικῆς θείας παραγωγῆς», τῆς «ἐνεργητικῆς», δηλαδή, «θείας παραγωγῆς», ἡ «ἐξένδον θεία ἀϊδιότης».

Τὸ ἀμετάβατο ῥῆμα «πέλειν» στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία ἔχει δύο σημασίες, μία κύρια, τὸ «εἶναι» ἢ «ὑπάρχειν», καὶ μία δευτερεύουσα, τὸ «διατελεῖν ἐν κινήσει», καὶ ὡς συνδυάζον ἀμφότερες ἐλέγχεται κατάλληλο ἐκ μέρους μας προκειμένου νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς ἕτερος καινορθόδοξος δογματολογικὸς ὅρος γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὴν ὅλη θεία ἀϊδιότητα, τὴν ἐν περιλήψει ὁρισθεῖσα ὡς «θεία διαϊδιότητα».

Καὶ τὴ «θεία», ἀφενός, «ἐνδοαϊδιότητα», τὴ «φύσει θεία εἰσαγωγή», ὅπου τὸ ἀρχαίτιο, ὁ Θεὸς Νοῦς καὶ Πατήρ, στὰ μὲν εἰσένδον, διάγει ὅλως «ἀκίνητον», στὰ δὲ μεσένδον καὶ τὰ ἐξένδον, εὑρίσκεται σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἀκίνητον, ἤ, μὲ μία λέξη, «παρακίνητον», τουτέστι, «παρὰ ἀκίνητον», ὡς κινοῦν ἀχρόνως καὶ ἀχώρως μέσα ἀπὸ ἐκεῖ τὴ «φύσει θεία παραγωγή», τὴ θεία προσαγωγή.

Καὶ τὴ «θεία», ἀφετέρου, «ἐντοσαϊδιότητα», ὅπου κινεῖται ἡ θεία προσαγωγή, ὅπου, δηλαδή, ἐπιγινώσκονται ἀχωροχρόνως ἡ ἀΐδιος θεία γέννησις ἢ ἐξαγωγὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ Υἱοῦ καὶ ἡ ἀΐδιος θεία ἐκπόρευσις ἢ παραγωγὴ τοῦ Θεοῦ Νόμου καὶ Παιδός, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅπου καὶ οἱ τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) συγκινοῦν τὴν προπαρασκευὴ αὐτῆς ταύτης τῆς «τέχνῃ θείας παραγωγῆς», τὴν προετοιμασία τῆς κατεξοχὴν θείας ὑπαγωγῆς, τὴ θεία οἰκοσχεδία, μὲ τὴ συνεξαγωγὴ ἢ συνεξαγόρευση τῆς μίας θείας δημιουργικῆς ἐνέργειας.

Καὶ οἱ δύο αὐτὲς θεῖες κινήσεις ποὺ διαπιστώνονται ἔξω καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ χωροχρόνο καὶ μέσα στὴν ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα ἢ ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια, καὶ ἡ παθητικὴ προσαγωγικὴ κίνηση καὶ ἡ προπαρασκευαστικὴ ἐνεργητικὴ ὑπαγωγικὴ κίνηση, χαρακτηρίζονται, ἐπίσης, ὡς «παρακίνητον» (παρὰ ἀκίνητον). Ἡ προπαρασκευαστικὴ παθητικὴ ὑπαγωγικὴ κίνηση, ἡ σχεδιαστὴ κτίση, ἀποδίδεται, γίνεται, δηλαδή, τελικὰ ἐπιγνωστή, ἐκεῖ ποὺ ἀνήκει καὶ αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ παθητικὴ ὑπαγωγικὴ κίνηση, ἡ δομητὴ κτίση, μέσα στὸ ἔγχωρο καὶ τὸ ἔγχρονο, καὶ μαζὶ μὲ αὐτή, ὅταν τὸ «μήπω ὄν» γίνει «κτιστὸν ὄν».

Καὶ ἡ μὲν κατεξοχὴν ἢ ἐν ἐνεργείᾳ προποίηση τῆς κτίσεως χαρακτηρίζεται κατεξοχὴν ὡς «ἡμικίνητον», ἡ δὲ μεταποίησή της ὡς «ὁλοκίνητον», καὶ ἡ ὅλη ποίησή της ὡς «κινητόν». Εὐνόητον, ὅτι καὶ τὸ «παρακίνητον» καὶ τὸ κατεξοχὴν λεγόμενο «ἡμικίνητον» ἀνήκουν ἀμφότερα στὴν εὐρύτερη ὀντολογία τοῦ «κινητοῦ», ἄρα, τὸ «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν λεγόμενο «ἡμικίνητον» μαζὶ μὲ τὸ «παρακίνητον» εἶναι τὸ «ἐν γένει» καλούμενο «ἡμικίνητον».

Τὸ ἀμετάβατο, λοιπόν, ῥῆμα «πέλειν», στὰ πλαίσια τῆς καινορθοδόξου ὁρολογίας μας, διακρίνεται καὶ ἀντιτίθεται πρὸς τὸ μεταβατικὸ ῥῆμα «τελεῖν» τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει τὴν ὅλη συγκεκριμένη θεία οἰκονομία, τὴν ὅλη θεία οἰκοδομία, καὶ νοεῖται, ἀφενὸς ὡς «ποιεῖν», ὡς κατεξοχὴν «προποιεῖν» καὶ «μεταποιεῖν», ὡς ἐν ἐνεργείᾳ «προποίηση» καὶ «μεταποίηση» τῆς κτίσεως, καὶ ἀφετέρου ὡς «τηρεῖν», ὡς κατεξοχὴν «προτηρεῖν» καὶ «μετατηρεῖν», ὡς ἐν ἐνεργείᾳ «προσυντήρηση», συντήρηση τῆς ἐν ἐνεργείᾳ προποιηθείσης, καὶ «μετασυντήρηση», συντήρηση τῆς μεταποιηθείσης κτίσεως.

Ὁ δογματολογικός, ἑπομένως, ὅρος «ἀΐδιος» προσδιορίζοντας τὸ θεὸ δὲν ἔχει τὴ σημασία τοῦ ἀμεταβλήτου καὶ ἀτρέπτου τῆς θείας φύσεως, δεδομένου ὅτι καὶ ὡς «οἰκονομικός» ὁ θεὸς μένει ὡσαύτως φυσικῶς ἀμετάβλητος καὶ ἄτρεπτος, ἀλλὰ τὴ σημασία τοῦ ὅλως καὶ τοῦ σχετικῶς ἀκινήτου τῆς θεότητος ὡς πρὸς τὶς παραγωγικές της θεῖες κινήσεις (ἐνέργειες), κατανοεῖται, δηλαδή, ὡς «παραγωγικῶς ἀκίνητος καὶ παρακίνητος θεός».

Καὶ τὸ μὲν «θεῖον ἀκίνητον» χαρακτηρίζει μόνο τὴν «εἰσένδον θεία ἀϊδιότητα», σὲ σχέση τόσο μὲ τὴ φύσει ὅσο καὶ μὲ τὴν τέχνῃ παραγωγή. Τὸ δὲ «θεῖον παρακίνητον» ἐπονομάζει, πρῶτον, τὴ «μεσένδον θεία ἀϊδιότητα», σὲ σχέση μὲ τὴ φύσει παραγωγὴ (ἐξαγωγή), ὡς «πρῶτον θεῖον παρακίνητον» προβαλλόμενο στὴν «προεντὸς θεία ἀϊδιότητα», δεύτερον, τὴν «ἐξένδον θεία ἀϊδιότητα», σὲ σχέση πάλι μὲ τὴ φύσει παραγωγὴ (παραγωγή), ὡς «δεύτερον θεῖον παρακίνητον» προβαλλόμενο στὴ «μετεντὸς θεία ἀϊδιότητα», καὶ τρίτον, τὴν «ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα», σὲ σχέση μὲ τὴν τέχνῃ παραγωγή, ὡς «τρίτον θεῖον παρακίνητον» προβαλλόμενο στὴν «ἐκτὸς θεία οἰκονομία», τὴ «δεύτερη θεία οἰκονομία», μέσα, δηλαδή, στὸν κτιστὸ χωροχρόνο (ὅπου χωρεῖται ὁ θεὸς ὡς «δεύτερος οἰκονομικός», ὡς «ἄσαρκος ἔγχωρος θεός», ὡς «πανταχοῦ παρῶν καὶ τὰ πάντα πληρῶν»), μαζὶ μὲ τὸ «θεῖον ἡμικίνητον», τὴν «πέριξ θεία οἰκονομία» ἢ «πρώτη θεία οἰκονομία» ἢ «θεία προοικονομία».

Ἄν, ἐν τέλει, ὑποθέσει κανεὶς δῆθεν ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ἐντελέχεια «διαγωγὴ – προσαγωγὴ – ὑπαγωγή» εἶναι ἐπαμφοτερίζουσα καὶ στὸ μὲν ψυχάνθρωπο ἔχει ἄρτια ἐφαρμογή, στὸ δὲ θεὸ κολοβή, ὅτι δῆθεν, δηλαδή, ὁ ψυχάνθρωπος εἶναι δίτροπος, καὶ φύσει καὶ τέχνῃ, παραγωγός, καὶ πατὴρ καὶ ποιητής, ἐνῷ ὁ θεὸς μονότροπος, μόνο τέχνῃ, παραγωγός, μόνο ποιητής, καταλήγει στὸ δογματικὸ ἄτοπο ὅτι ὁ θεός, ὡς παραγωγός, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ψυχάνθρωπο, εἶναι ἐντελεχειακῶς ἀνάρτιος καὶ ἐλλειπής, διότι δὲν εἶναι καὶ πατήρ, τὸ ὁποῖο ἄτοπο προσβάλλει τὴ θεία φυσικὴ τελειότητα. Ἄρα, ἀπὸ τὴν τοιαύτη ἐντελέχεια ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ ἕνας θεὸς εἶναι τρισυπόστατος, τουτέστι, τριπρόσωπος, ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, κατὰ τὴν καινορθόδοξη ὁρολογία μας, τρισίζωος.


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΤΡΙΤΟΝ (Γ΄) ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...


ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 04-03-2024.


† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)



ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ (Β΄) ΜΕΡΟΥΣ. ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.


ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.


ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ


* * * * * * *


ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΥ (Β΄) ΜΕΡΟΥΣ



Σελ. 8: Εὐνόητον, ὅτι στὴν προκείμενη ἐπιμεριστικὴ παράθεση γίνεται χρήση τοῦ χιαστὶ σχήματος, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ πρῶτος ἐπιμεριστικὸς ὅρος, τὸ «ἡ μία ὡς ὑπένδυμα (ἱματισμός)», ἀντιστοιχεῖ στὸ δεύτερο προαναφερθέντα ὅρο, στὴ «νοητὴ ψυχικὴ φύση», καὶ ὁ δεύτερος ἐπιμεριστικὸς ὅρος, τὸ «ἡ ἄλλη ὡς ἐπένδυμα (ἱμάτιο)», στὸν πρῶτο προαναφερθέντα ὅρο, στὴν «αἰσθητὴ σωματικὴ φύση».

Σελ. 23: Ὁ καινορθόδοξος δογματικὸς ὅρος μας «θεία οἰκοπνευστία», περιλαμβάνει, κατ' ἀκρίβειαν, πρῶτον, αὐτὴ καθεαυτὴ τὴ δημιουργικὴ προέμπνευση τοῦ Θεοῦ Νοῦ καὶ Πατρός, τὴν «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν λεγόμενη «θεία προέμπνευση», ἡ ὁποία τοποθετεῖται νοερῶς στὴν «εἰσένδον θεία ἀϊδιότητα ἢ ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια».

Καὶ δεύτερον, τὴν ἐνεργητικὴ μετακίνηση τῆς θείας πατρῴας δημιουργικῆς προεμπνεύσεως ἀπὸ τὸ Θεὸ Νοῦ καὶ Πατέρα, ἀφενὸς στὸ Θεὸ Λόγο καὶ Υἱό, «ἅμα τῇ γεννήσει», ὅταν ὁ Πατὴρ Τὸν γεννᾷ (ἐξάγει), καὶ ἀφετέρου στὸ Θεὸ Νόμο καὶ Παῖδα, «ἅμα τῇ ἐκπορεύσει», ὅταν ὁ αὐτὸς καὶ μόνος Πατὴρ Τὸν ἐκπορεύει (παράγει), ἡ ὁποία μετακίνηση καλεῖται «ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευση», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «μετεμπνέειν», καὶ τοποθετεῖται νοερῶς, ἐν μέρει στὴ «μεσένδον θεία ἀϊδιότητα ἢ ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια», ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἐνεργητικὴ μετέμπνευση τοῦ Πατρὸς πρὸν τὸν Υἱό, καὶ ἐν μέρει στὴν «ἐξένδον θεία ἀϊδιότητα ἢ ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια», ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἐνεργητικὴ μετέμπνευση τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Παῖδα.

Καὶ ἡ «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν θεία προέμπνευση καὶ ἡ ἐνεργητικὴ μετακίνησή της, ἡ ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευση, καὶ οἱ δύο οἱ ὁποῖες ἐντοπίζονται νοερὰ στὴν ὅλη «ἔνδον θεία ἀϊδιότητα ἢ ἀχωρία ἢ ἐσωστρέφεια», δύνανται νὰ ὀνομάζονται ἀμφότερες, κατὰ τὸ φιλολογικὸ σχῆμα τῆς συνεκδοχῆς, μὲ τὸ ὄνομα τῆς πρώτης, ὡς «θεία προέμπνευση», καί, ὑπ' αὐτὴ τὴ συνεκδοχικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ἡ «θεία οἰκοπνευστία» σημαίνει τὴν ἀρχικὴ προέμπνευση τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας ἀπὸ τὸ Θεὸ Νοῦ καὶ Πατέρα, ἀπὸ τὴν ἐνυπόστατο (προσωπική), δηλαδή, θεία αὐτόνοια. Ἡ κατὰ συνεκδοχὴν αὐτὴ ἐννοούμενη προέμπνευση εἶναι ἡ «ἐν γένει» καὶ κατ' ἐπέκτασιν ὁριζόμενη ὡς «θεία προέμπνευση», στὰ νοερὰ πλαίσια τῆς ὅλης «ἔνδον θείας ἀϊδιότητος ἢ ἀχωρίας ἢ ἐσωστρεφείας».

Ἡ δὲ «θεία ἐκμυστήρευση» τῆς δημιουργικῆς προεμπνεύσεως τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Πατέρα ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Παιδός Του ἐπὶ τῇ συναινέσει (μὲ σκοπὸ τὴν ἐπίτευξη τῆς συναίνεσης) ἀμφοτέρων ἐκφράζεται καὶ ταυτίζεται μὲ τὴ βιβλικῶς ἀνεπίγνωστη πρώτη καὶ σχετικὴ μὲ τὸ μακρόκοσμο ἐπὶ συναινέσει δημιουργικὴ πρόταση ἢ προτροπὴ τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ τὸν Παῖδα «ποιήσωμεν οἶκον ἡμῖν τοῖς αὐτοῖς» καὶ ἀνάλογη πρὸς τὴν ἁγιογραφικῶς ἐπιγνωστὴ δεύτερη καὶ σχετικὴ μὲ τὸ μικρόκοσμο ἐπὶ συναινέσει δημιουργικὴ πρόταση ἢ προτροπὴ τοῦ ἰδίου πρὸς τοὺς αὐτοὺς «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ' ὁμοίωσιν», ἕπεται τῆς «παθητικῆς θείας μετεμπνεύσεως» τῶν δύο τελευταίων ἀπὸ τὸν πρῶτο, γινόμενη κατὰ τὴν μετὰ τὴν τοιαύτη μετέμπνευση ἀκολουθοῦσα «θεία σύσκεψη» καὶ τῶν τριῶν μαζὶ γιὰ τὴ δημιουργία, καί, στὰ πλαίσια τῆς συσκέψεως αὐτῆς, προηγεῖται αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς «θείας συναινέσεώς» τους καὶ τῆς «θείας συμπροπαρασκευῆς» τους μαζί του.

Καὶ δὲν πρέπει, ἀσφαλῶς, νὰ συγχέεται καὶ νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν «ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευση» ἡ ὁποία προηγεῖται τῆς «παθητικῆς θείας μετεμπνεύσεως» ποὺ προηγεῖται αὐτῆς τῆς ἴδιας, τῆς «πατρῴας θείας ἐκμυστηρεύσεως». Καὶ θεωρούμενη σὲ σχέση μὲ τὴν «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν λεγόμενη «θεία συναίνεση» τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Παιδὸς μὲ τὸν Πατέρα Τους, δὲν ἀποτελεῖ χωριστὸ ὑποστάδιο ἀπὸ ἐκείνη στὰ πλαίσια τοῦ ἐντελεχειακοῦ σταδίου τῆς «θείας οἰκοσχεδίας» ἀλλ' ἀμφότερες ἐντάσσονται στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ μέσο ὑποστάδιό της, τὴν «ἐν γένει» καὶ κατὰ πλάτος καλούμενη «θεία συναίνεση», ὡς ἐσωτερικὲς ὑποδιακρίσεις τοῦ τοιούτου ὑποσταδίου.

Καὶ ἡ μὲν «θεία ἐκμυστήρευση» τοῦ Πατρὸς ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Παιδὸς κλίνει πρὸς τὸ ἀρχικὸ ἄκρο ὑποστάδιο τῆς θείας οἰκοσχεδίας, τὴν «παθητικὴ θεία μετέμπνευση» τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Παιδὸς ὑπὸ τοῦ Πατρός, ἡ δὲ κατεξοχὴν «θεία συναίνεση» τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Παιδὸς μετὰ τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸ τελικὸ ἄκρο ὑποστάδιό της, τὴ «θεία συμπροπαρασκευή» τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Παιδὸς μετὰ τοῦ Πατρός. Ἔτσι, τὸ ἐντελεχειακὸ στάδιο τῆς θείας οἰκοσχεδίας παρουσιάζει ἐσωτερικὰ τὴν ἑξῆς τριαδικὴ (καὶ ὄχι τετραδική) ἐντελεχειακὴ δομή:

Θεία Οἰκοσχεδία

Θεία Μετέμπνευσις Υἱοῦ Καὶ Παιδὸς Ὑπὸ Πατρός

1. Θεία Μετέμπνευσις Υἱοῦ Καὶ Παιδὸς Ὑπὸ Πατρός.

Θεία Σύσκεψις Υἱοῦ Καὶ Παιδὸς Σὺν Πατρί

2. Θεία Συναίνεσις Υἱοῦ Καὶ Παιδὸς Σὺν Πατρὶ (ἐν γένει).

α΄. Θεία Ἐκμυστήρευσις Πατρὸς Ἐνώπιον Υἱοῦ Καὶ Παιδός.

β΄. Θεία Συναίνεσις Υἱοῦ Καὶ Παιδὸς Σὺν Πατρὶ (ἐν εἴδει).

3. Θεία Συμπροπαρασκευὴ Υἱοῦ Καὶ Παιδὸς Σὺν Πατρί.

Σελ. 24: Ὁ ὅρος «ἑτερόχρονον» ὀνομάζει ἀπὸ κοινοῦ τοὺς διαφόρους ὅρους «προτερόχρονον» καὶ «ὑστερόχρονον» καὶ ἀντιτίθεται πρὸς τὸν ὅρο «ταυτόχρονον» ἢ ἀλλιῶς «σύγχρονον». Στὴ θεία ἀϊδιότητα, ἡ ἐντελεχειακὴ (νομοτελειακή) σύσχεση μεταξὺ τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ αἰτιατοῦ ἐλέγχεται ἄνευ πραγματικοῦ (ἱστορικοῦ) χρόνου ἐπιγνώσεώς της, προτεροχρόνου καὶ γενικώτερα ἑτεροχρόνου, ἄνευ, δηλαδή, προτεροχρόνου καὶ ὑστεροχρόνου.

Δὲν ὑπῆρξε, δηλαδή, κατὰ τὴ χρονικὴ ἀντίληψη, οὔτε στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς Νοῦς καὶ Πατὴρ προϋπῆρχε αὐτὸς καὶ μόνος, χωρὶς νὰ συνυπάρχει μαζί Του καὶ ὁ Θεὸς Λόγος καὶ Υἱὸς καὶ ὁ Θεὸς Νόμος καὶ Παῖς. Ἐνῷ, ὅμως, ἀπὸ χρονολογικὴ ἄποψη, ὁμιλοῦμε γιὰ «ὕπαρξη» (καὶ ὄχι «προΰπαρξη» οὔτε«πρωθύπαρξη») Πατρὸς καὶ «συνύπαρξη» (καὶ ὄχι «μεθύπαρξη») Υἱοῦ καὶ Παιδός, ἀπὸ αἰτιολογικὴ ἄποψη, ὅταν ἀναφερόμαστε στὴν ὅλη θεία ἀϊδιότητα, καὶ στὴν ἔνδον καὶ στὴν ἐντός, δὲν ὁρίζουμε «πρωθύπαρξη» Πατρὸς καὶ «συνύπαρξη» Υἱοῦ καὶ Παιδός, ἀλλὰ «προΰπαρξη» τοῦ Πατρὸς στὴν ἔνδον καὶ «μεθύπαρξη» τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Παιδὸς στὴν ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα.

Ἐπειδή, στὴν ὁλικὴ αὐτὴ ἀΐδιο ἀναφορά μας, ἂν ὁρίσουμε αἰτιολογικῶς (καὶ ὄχι χρονολογικῶς) τὸν αἴτιο Πατέρα ὡς «πρωθυπάρχοντα» καὶ τοὺς δύο αἰτιατούς Του, τὸν Υἱὸ καὶ τὸν Παῖδα, ὡς «συνυπάρχοντες» μετὰ τοῦ Πατρός, τότε, συγχέουμε τὴν ἔνδον μὲ τὴν ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα καὶ εἰσάγουμε ἀτόπως καὶ ἀμφοτέρους τοὺς «συνυπάρχοντες» αἰτιατοὺς μέσα στὴν ἔνδον θεία ἀϊδιότητα μαζὶ μὲ τὸν ἐκεῖ «πρωθυπάρχοντα» αἴτιο, ἡ ὁποία, ὅμως, ἀποτελεῖ τὸν ἀΐδιο καὶ νοερὸ προσωπικὸ τόπο αὐτοῦ καὶ μόνου τοῦ αἰτίου Πατρός.

Προκειμένου, δηλαδή, νὰ κάνουμε αἰτιολογικῶς (καὶ ὄχι χρονολογικῶς) χρήση τοῦ προθέματος «πρωθ-», γιὰ τὸν ἀΐδιο Πατέρα, σὲ σύσχεση μὲ τὴν πρόθεση «συν-», γιὰ τὸν ἀΐδιο Υἱὸ καὶ τὸν ἀΐδιο Παῖδα, στὴ διατύπωση τῶν αἰτιολογικῶν (καὶ ὄχι χρονολογικῶν) δογματικῶν ὅρων, θὰ πρέπει καὶ οἱ τρεῖς νὰ ὑπάρχουν μαζὶ ἢ καὶ νὰ ἐνεργοῦν ἀπὸ κοινοῦ στὸν ἴδιο ἀΐδιο νοερὸ τόπο.

Σημειωτέον ὅτι στὴ διατύπωση τῶν αἰτιολογικῶν (καὶ ὄχι χρονολογικῶν) δογματικῶν ὅρων ἡ πρόθεση «προ-», γιὰ τὸν αἴτιο Πατέρα, χρησιμοποιεῖται πάντοτε σὲ σύσχεση μὲ τὴν πρόθεση «μετα-», γιὰ τὸν αἰτιατὸ Υἱὸ καὶ τὸν αἰτιατὸ Παῖδα, καὶ τὸ πρόθεμα «πρωθ-», γιὰ τὸν αἴτιο Πατέρα, σὲ σύσχεση πάντα μὲ τὴν πρόθεση «συν-», γιὰ τὸν αἰτιατὸ Υἱὸ καὶ τὸν αἰτιατὸ Παῖδα, ὅτι ἐν τοιαύτῃ, δηλαδή, περιπτώσει, οἱ συσχετισμοὶ «προ-»/«συν-» καὶ «πρωθ-»/«μετα-» εἶναι δογματολογικῶς ἐσφαλμένοι.

Ὁρίζοντας, λοιπόν, αἰτιολογικῶς (καὶ ποτὲ χρονολογικῶς) τὸν ἀΐδιο Πατέρα ὡς «προϋπάρχοντα» καὶ τὸν ἀΐδιο Υἱὸ καὶ τὸν ἀΐδιο Παῖδα ὡς «μεθυπάρχοντες» ὑποδηλώνουμε τὸν προσωπικὸ ἀΐδιο νοερὸ τόπο ἑκάστου, ἐννοοῦμε, δηλαδή, ὅτι ὁ ἀΐδιος Πατήρ, ὡς αἴτιος, εὑρίσκεται προσωπικῶς στὴν «ἔνδον θεία ἀϊδιότητα», εἰσερχόμενος, ἀσφαλῶς, καὶ στὴν «ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα» ὅπου εὑρίσκονται προσωπικῶς ἀμφότεροι οἱ αἰτιατοί Του, ὁ ἀΐδιος Υἱὸς καὶ ὁ ἀΐδιος Παῖς, οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως, ποτὲ δὲν εἰσέρχονται στὴν «ἔνδον θεία ἀϊδιότητα», λόγῳ ἀκριβῶς τῆς αἰτιατότητός Τους.

Ἔτσι, ἀπὸ αἰτιολογικὴ (καὶ ὄχι χρονολογική) ἄποψη, ὅταν ἕκαστο ἀΐδιο θεῖο πρόσωπο θεωρεῖται εὑρισκόμενο «ἐν τῷ ἰδίῳ τόπῳ», λέγουμε ὅτι ὁ Πατὴρ «προϋπάρχει» αὐτὸς καὶ μόνος στὴν «ἔνδον θεία ἀϊδιότητα» καὶ ὁ Υἱὸς καὶ ὁ Παῖς «μεθυπάρχουσιν» ἀμφότεροι στὴν «ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα», ἐνῷ, ὅταν ὁ Πατὴρ θεωρεῖται εἰσερχόμενος στὴν «ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα» καὶ εὑρισκόμενος ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸν Παῖδα, τότε αἰτιολογικῶς (καὶ ὄχι χρονολογικῶς) λέγουμε ὅτι ὁ Πατὴρ «πρωθυπάρχει» ἐκεῖ ὡς «πρῶτος τῇ τάξει» καὶ ὁ Υἱὸς καὶ ὁ Παῖς «συνυπάρχουσιν» ἀμφότεροι ἐκεῖ μετὰ τοῦ Πατρός, ὁ μὲν Υἱός, ὡς «δεύτερος τῇ τάξει», ὁ δὲ Παῖς, ὡς «τρίτος τῇ τάξει», ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀΐδιος ἀλληλοπεριχώρηση τῶν τριῶν θείων προσώπων γίνεται στὸν ἀΐδιο ἐκεῖνο καὶ θεῖο νοερὸ χῶρο ποὺ δύνανται νὰ συνυπάρχουν προσωπικῶς καὶ τὰ τρία, μόνο, δηλαδή, στὴν «ἐντὸς θεία ἀϊδιότητα».

Καὶ ἀναλόγως, βεβαίως, πρὸς τὴν αἰτιολογικὴ (καὶ ὄχι χρονολογική) «προΰπαρξη» τοῦ ἀϊδίου Θεοῦ Πατρὸς στὴ «θεία ἐνδοαϊδιότητα» καὶ τὴ «μεθύπαρξη» τοῦ ἀϊδίου Θεοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἀϊδίου Θεοῦ Παιδὸς στὴ «θεία ἐντοσαϊδιότητα» ὁρίζονται αἰτιολογικῶς (καὶ ὄχι χρονολογικῶς) καὶ ἡ «προέμπνευση» (καὶ ὄχι «πρωτέμπνευση») τοῦ ἑνὸς καὶ ἡ «μετέμπνευση» (καὶ ὄχι «συνέμπνευση») τῶν ἄλλων δύο, σὲ σχέση μὲ τὸν οἶκο τῆς θείας δημιουργίας Τους. Ἀπὸ χρονολογική, ὅμως, ἄποψη, πρόκειται, ἀσφαλῶς, κι ἐδῶ γιὰ «ἔμπνευση» (καὶ ὄχι «προέμπνευση» οὔτε «πρωτέμπνευση») Πατρὸς καὶ «συνέμπνευση» (καὶ ὄχι «μετέμπνευση») Υἱοῦ καὶ Παιδός.

Ἄρα, ἀπὸ αἰτιολογικὴ (καὶ ὄχι χρονολογική) ἄποψη, ὁ μὲν ἀΐδιος Υἱός, τοῦ ὁποίου ὁ προσωπικὸς νοερὸς τόπος εἶναι ἡ «προεντὸς θεία ἀϊδιότης», ἔχει, κατὰ συμμετρικὴ (καὶ ὄχι διαδοχική) μεσαιτιότητα, τὴν «προμεθύπαρξη», τὴν «πρώτη μεθύπαρξη», καὶ ἀναλόγως τὴν «προμετέμπνευση», τὴν «πρώτη μετέμπνευση», ὁ δὲ ἀΐδιος Παῖς, τοῦ ὁποίου ὁ προσωπικὸς νοερὸς τόπος εἶναι ἡ «μετεντὸς θεία ἀϊδιότης», κέκτηται κι αὐτὸς κατὰ συμμετρικὴ (καὶ ὄχι διαδοχική) αἰτιατότητα τὴ «μεταμεθύπαρξη», τὴ «δεύτερη μεθύπαρξη», καὶ ἀναλόγως τὴ «μεταμετέμπνευση», τὴ «δεύτερη μετέμπνευση».

Μὲ τὴ διαφορά, ὅμως, ὅτι ἐδῶ ὁ ἕνας «ἐκ τοῦ ἰδίου τόπου» εἰσέρχεται στὸν προσωπικὸ ἀΐδιο νοερὸ τόπο τοῦ ἄλλου, ἐπειδὴ ἀμφότεροι εἶναι αἰτιατοί, γι' αὐτὸ καὶ ἐν τέλει ἕκαστος ἐξ αὐτῶν κατέχει ὅλο τὸν ἀΐδιο νοερὸ τόπο τῆς ἐντὸς θείας ἀϊδιότητος, ὅπως καὶ ὁ Πατὴρ εἰσερχόμενος σ' αὐτόν, ἀλληλοπεριχωρούμενοι καὶ οἱ τρεῖς ἐκεῖ.

Ἐπειδή, δηλαδή, ὁ εἰσακτὸς (ἀγέννητος) Πατὴρ προκειμένου νὰ παραγάγει (ἐκπορεύσει) ἐνεργητικῶς τὸν παθητικῶς παρακτὸ (ἐκπορευτό) Παῖδα μετακινεῖται ἀπὸ τὴ μεσένδον θεία ἀϊδιότητα, ὅπου ἐξήγαγε (γέννησε) ἐνεργητικῶς τὸν παθητικῶς ἐξακτὸ (γεννητό) Υἱό, στὴν ἐξένδον θεία ἀϊδιότητα, ποὺ σημαίνει ὅτι μεταφέρει μαζί Του καὶ τὴν ἐνεργητικὴ ἐξαγωγὴ (γέννηση) στὴν ἀΐδιο νοερὰ θέση τῆς ἐνεργητικῆς παραγωγῆς (ἐκπόρευσης) ἔτσι ὥστε ἀμφότερες νὰ κατασυζευχθοῦν ἢ ἀλλιῶς νὰ εὐθυγραμμισθοῦν ἀσυγχύτως μεταξύ τους, ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ ὁ Υἱός, ἀπὸ τὴν προεντὸς θεία ἀϊδιότητα ὅπου εὑρίσκετο κατ' αὐτὴ τὴν παθητικὴ ἐξαγωγὴ (γέννησή) Του, εἰσέρχεται στὴ μετεντὸς θεία ἀϊδιότητα ἀλλὰ καὶ ὁ Παῖς, ὁ ὁποῖος κατ' αὐτὴ τὴν παθητικὴ παραγωγὴ (ἐκπόρευσή) Του εὑρίσκεται στὴ μετεντὸς θεία ἀϊδιότητα, καλύπτει κι αὐτὸς καὶ τὴν προεντὸς θεία ἀϊδιότητα, δεδομένου ὅτι γιὰ νὰ πᾶμε στὴ μετεντὸς περνᾶμε ἀπὸ τὴν προεντὸς θεία ἀϊδιότητα.

Χρειάζεται, συνεπῶς, ἐν προκειμένῳ, προσοχὴ στὴν ἀντίληψη καὶ ἀκρίβεια στὴ διατύπωση τῶν δογματολογικῶν ὁρισμῶν ἔτσι ὥστε νὰ μὴ γίνεται σύγχυση μεταξὺ τῶν χρονολογικῶν καὶ τῶν αἰτιολογικῶν δογματικῶν ὅρων.

Σχετικὰ δὲ μὲ τὴν ἐννοιολογικὴ κοινότητα καὶ διαφορά, στὸ καινορθόδοξο λεξιλόγιό μας, μεταξὺ τῶν ὅρων «μὴ οὖσα» ἢ «μὴ ὄν», τουτέστι, «καθόλου ὑπαρκτόν», ποὺ ἀναφέρονται στὴν «ἐμπνευστὴ κτίση», καὶ «μήπω οὖσα» ἢ «μήπω ὄν», τουτέστι, «μὴ ὡς τώρα ἢ μὴ ἀκόμη ὑπαρκτόν», ποὺ ἀφοροῦν τὴ «σχεδιαστὴ κτίση», ἀμφότεροι, μέν, σημαίνουν τὴν ἀνυπαρξία πρὶν τὴν ὕπαρξη τοῦ κτιστοῦ ὄντος, ἀλλ' οἱ πρῶτοι σὲ ἀπόλυτο καὶ οἱ δεύτεροι σὲ σχετικὸ βαθμό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στὸ μέσο στάδιο τῆς σχεδιαστῆς κτίσης ἔχει ἤδη δρομολογηθεῖ καὶ ἀναμένεται ἡ ὕπαρξη τοῦ κτιστοῦ ὄντος, τὸ ὁποῖο στὸ ἀρχικὸ στάδιο τῆς ἐμπνευστῆς κτίσης ἀποτελεῖ μόνο μία ὑπαρξιακὴ ἰδέα.

Καὶ ὅταν θέλουμε νὰ ἀναφερθοῦμε συνοπτικῶς σὲ ἀμφότερα τὰ στάδια αὐτὰ χρησιμοποιοῦμε εἴτε τοὺς πρώτους εἴτε τοὺς δεύτερους ὅρους εἴτε καὶ ἀμφοτέρους ἐναλλὰξ μέσα στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ κείμενο (ὅπως στὴ σελίδα 10, ὅταν γράφουμε ὅτι «ὡς ἀνυπαρξία ἢ μὴ ὂν ὁρίζεται ἡ πρὸ τῆς ὑπὸ τοῦ ἀκτίστου ὄντος θέσεως τῆς ὑπάρξεως τοῦ πρωτοκτίστου ὄντος κατάστασις αὐτοῦ ὡς οὔπω πρωτογενήτου»).

Σελ. 25: Ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὴν «παθητικὴ θεία δημιουργικὴ ἑτερέμπνευση ἢ μετέμπνευση», τὴν κατεξοχὴν καὶ «ἐν εἴδει» λεγόμενη «μετέμπνευση», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὸ «ἑτερεμπνέεσθαι ἢ μετεμπνέεσθαι ὑφ' ἑτέρου», ποὺ ἀφορᾷ ἀμφότερους τοὺς ἀποδέκτες (τὸ ἀντικείμενο) τῆς μετακίνησης τῆς πατρικῆς θείας δημιουργικῆς αὐτέμπνευσης ἢ προέμπνευσης, καὶ τὸ Θεὸ Λόγο καὶ Υἱὸ καὶ τὸ Θεὸ Νόμο καὶ Παῖδα, στὰ νοερὰ πλαίσια τῆς «ἐντὸς θείας ἀϊδιότητος ἢ ἀχωρίας ἢ ἐσωστρεφείας».

Σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν «ἐνεργητικὴ θεία δημιουργικὴ ἑτερέμπνευση ἢ μετέμπνευση», ἢ ἀλλιῶς, γιὰ τὸ «ἑτερεμπνέειν ἢ μετεμπνέειν ἑτέρους», ποὺ ἀφορᾷ τὸν ἐκπομπέα (τὸ ὑποκείμενο) τῆς μετακίνησής της, τὸ Θεὸ Νοῦ καὶ Πατέρα, στὰ νοερὰ πλαίσια τῆς «ἔνδον θείας ἀϊδιότητος ἢ ἀχωρίας ἢ ἐσωστρεφείας». Καὶ ἡ ἐνεργητικὴ καὶ ἡ παθητικὴ μετέμπνευση ὑποδηλώνονται μὲ τὴν «ἐν γένει» καλούμενη «μετέμπνευση».

Ἡ ἐνεργητική, συνεπῶς, μετέμπνευση ἀνήκει καὶ στὴν «ἐν γένει» καλούμενη «μετέμπνευση» καὶ στὴν «ἐν γένει» ὀνομαζόμενη «προέμπνευση». Καὶ τοῦτο, διότι ἀποτελεῖ τὸ ἔκτυπο (διαδοχικὸ μεσαίτιο) προϊὸν τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς τοῦ ἀντιτύπου (διαδοχικοῦ αἰτιατοῦ) τῆς παθητικῆς μετεμπνεύσεως πρὸς τὸ ἀρχέτυπο (διαδοχικὸ πρωταίτιο) τῆς προεμπνεύσεως.

Ἄρα, ὡς διαδοχικὸ ἐντελεχειακὸ μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο), κέκτηται, κατ' ἀκρίβειαν, ἐνεργοπαθητικὸ χαρακτῆρα, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι καὶ αὐτὴ εἶναι αἰτιατὸ προϊὸν τῆς προεμπνεύσεως (καὶ ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «μετεμπνέεσθαι ὁμοῦ καὶ μετεμπνέειν»), ἡ ὁποία, ἐν προκειμένῳ, ἔχει αὐτοπαθητικὸ χαρακτῆρα, σημαίνει, δηλαδή, «ἐμπνέω ἐμαυτόν» ἢ «ἐμπνέομαι ἀφ' ἑαυτοῦ», ἤ, μὲ μία λέξη, «αὐτεμπνέομαι».

Καὶ κατὰ μὲν τὴν καταναγωγικὴ νομὴ (1–2) τῆς ἐν λόγῳ διαδοχικῆς ἐντελεχείας, ἐμπεριέχεται στὸ πλάτος τῆς ἐννοίας τῆς μετεμπνεύσεως, κατὰ δὲ τὴ μεταναγωγική της νομή (2–1), στὸ ἐννοιολογικὸ πλάτος τῆς προεμπνεύσεως (περὶ τῆς προαναγωγικότητος, τῆς καταναγωγικότητος καὶ τῆς μεταναγωγικότητος ἔχει ἤδη γίνει λόγος στὸ δογματολογικὸ ἔργο μας «Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην», ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», www.e-m-e-t-o-ch-e.gr, στὴ «Δογματολογία», ἀλλὰ θὰ γίνει, ἐπίσης, λόγος καὶ στὰ συγγραμματικὰ πλαίσια τῆς παρούσης εἰσαγωγῆς μας, στὴν οἰκεία συνάφεια).

Ἡ τοιαύτη, σημειωτέον, διαδοχικὴ ἐντελέχεια «θεία προέμπνευσις (Πατρός) ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευσις (Πατρός) παθητικὴ θεία μετέμπνευσις (Υἱοῦ καὶ Παιδός)» ἐμπεριέχει καὶ τὴ συμμετρικὴ αἰτιότητα, δεδομένου ὅτι ἀποτελεῖ συνοπτικὴ ἀντίληψη δύο παρόμοιων διαδοχικῶν ἐντελεχειῶν ποὺ συσχετίζονται μεταξύ τους κατὰ συμμετρικὴ αἰτιότητα λόγῳ τοῦ κοινοῦ τους ἀρχετύπου κατὰ τὸ σχῆμα «πρώτη παθητικὴ θεία μετέμπνευσις (Υἱοῦ) πρώτη ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευσις (Πατρός) θεία προέμπνευσις (Πατρός) δεύτερη ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευσις (Πατρός) δεύτερη παθητικὴ θεία μετέμπνευσις (Παιδός)».

Ἐν προκειμένῳ, δηλαδή, σχηματίζονται δύο συμμετρικὲς μεταξύ τους διαδοχικὲς ἐντελεχειακὲς γραμμές, πρῶτον, ἡ γραμμὴ «θεία προέμπνευσις (Πατρός) πρώτη ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευσις (Πατρός) πρώτη παθητικὴ θεία μετέμπνευσις (Υἱοῦ)», καὶ δεύτερον, ἡ γραμμὴ «θεία προέμπνευσις (Πατρός) δεύτερη ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευσις (Πατρός) δεύτερη παθητικὴ θεία μετέμπνευσις (Παιδός)», ἀμφότερες οἱ ὁποῖες συνοψίζονται ὡς μία διαδοχικὴ ἐντελέχεια, ὡς «θεία προέμπνευσις (Πατρός) ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευσις (Πατρός) παθητικὴ θεία μετέμπνευσις (Υἱοῦ καὶ Παιδός)».

Καὶ δεδομένου ὅτι ὁ Υἱὸς καθίσταται πρῶτος μετεμπνευστὴς τῆς θείας δημιουργίας «ἅμα τῇ γεννήσει» Του ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ὁ Παῖς δεύτερος μετεμπνευστής της «ἅμα τῇ ἐκπορεύσει» Του ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ Πατέρα, ἡ πρώτη, ἀφενός, ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευση (τὸ πρῶτο μετεμπνέειν) ταυτίζεται μὲ τὴν ἐνεργητικὴ θεία γέννηση (τὸ γεννᾶν) τοῦ Πατρὸς καὶ ἀναλόγως, ἡ πρώτη παθητικὴ θεία μετέμπνευση (τὸ πρῶτο μετεμπνέεσθαι) μὲ τὴν παθητικὴ θεία γέννηση (τὸ γεννᾶσθαι) τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἡ δεύτερη, ἀφετέρου, ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευση (τὸ δεύτερο μετεμπνέειν) ταυτίζεται μὲ τὴν ἐνεργητικὴ θεία ἐκπόρευση (τὸ ἐκπορεύειν) τοῦ Πατρὸς καὶ ἀναλόγως, ἡ δεύτερη παθητικὴ θεία μετέμπνευση (τὸ δεύτερο μετεμπνέεσθαι) μὲ τὴν παθητικὴ θεία ἐκπόρευση (τὸ ἐκπορεύεσθαι) τοῦ Παιδός. Ἄρα, ἡ αὐτοπαθητικὴ θεία προέμπνευση τοῦ Πατρὸς ταυτίζεται μὲ τὴ θεία ἀγεννησία Του.

Ἡ μὲν θεία ἀγεννησία εἶναι ἡ εἰσαγωγὴ ἢ ἐνδιάθεση τῆς «ἐν γένει» καὶ κατ' ἐπέκτασιν νοούμενης ὡς «φυσικῆς παραγωγικῆς θείας ἐνεργείας», ἡ εἰσακτὴ ἢ ἐνδιάθετος μορφή της, ἡ λεγόμενη «δύναμίς» της, ἡ δὲ ἐνεργητικὴ θεία γέννηση, ἡ ἐξαγωγὴ ἢ ἐξαγόρευσή της, ἡ ἐξακτὴ ἢ ἐξαγόρευτος μορφή της, ἡ καλούμενη «ἐγρήγορσίς» της, ἐνῷ, ἡ ἐνεργητικὴ θεία ἐκπόρευση, ἡ παραγωγὴ ἢ ὑπαγόρευσή της, ἡ παρακτὴ ἢ ὑπαγόρευτος μορφή της, ἡ ὀνομαζόμενη «ἐνέργειά» της, ἡ «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν ἐννοούμενη ὡς «φυσικὴ παραγωγικὴ θεία ἐνέργεια».

Καὶ ἡ μὲν παθητικὴ θεία γέννηση εἶναι τὸ γεννητικὸ θεῖο ἐνέργημα, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς γεννητικῆς θείας ἐνεργείας, τὸ θεῖο γέννημα, ἡ δὲ παθητικὴ θεία ἐκπόρευση, τὸ ἐκπορευτικὸ θεῖο ἐνέργημα, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐκπορευτικῆς θείας ἐνεργείας, τὸ θεῖο ἐκπόρευμα.

Ὁ ὅρος «ἐνέργημα», εἴτε ἔχει φυσικό, γεννηματικὸ ἢ ἐκπορευματικό, εἴτε τεχνικό, γενηματικὸ ἢ ἀλλιῶς ποιηματικὸ ἢ διαφόρως κτισματικὸ χαρακτῆρα, κέκτηται τρεῖς (ἢ τέσσερεις) διαφορετικὲς ἀντιλήψεις καὶ σημασίες, λόγῳ τῆς ἀναλογίας τοῦ ἐνεργήματος πρὸς τὴν ἐνέργεια ἡ ὁποία ἐξελίσσεται κατὰ τὸ διαδοχικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «ἀφῃρημένον διακεκριμένον συγκεκριμένον», εὑρισκόμενη, καταρχήν, στὴν ἀφῃρημένη ὀντολογικὴ κατάσταση καὶ ὑπάρχουσα αὐτὴ καθεαυτή, ὡς ἐνέργεια, μεταβαίνουσα, ἐν συνεχείᾳ, στὴ διακεκριμένη ὀντολογικὴ κατάσταση καὶ γινόμενη οὐσία καὶ διεκπεραιούμενη, ἐν τέλει, στὴ συγκεκριμένη ὀντολογικὴ κατάσταση καὶ γινόμενη ζωή, κατὰ τὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «ἐνέργεια οὐσία ζωή».

Ἔτσι καὶ τὸ ἐνέργημα ὑφίσταται κι αὐτὸ πρῶτα ἀφῃρημένο καὶ αὐτὸ καθεαυτό, ὡς ἐνέργημα (ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ἐνεργέω, ἐνεργῶ»), μετὰ γίνεται διακεκριμένο οὐσίωμα (ἀπὸ τὸ ῥῆμα «οὐσιόω, οὐσιῶ», οὐσιώνω, δίνω οὐσία), ἢ πρὶν ἀφῃρημένο ἐνέργωμα (ἀπὸ τὸ ἀμάρτυρο ῥῆμα «ἐνεργόω, ἐνεργῶ», ἐνεργώνω, δίνω ἐνέργεια) καὶ μετὰ διακεκριμένο οὐσίωμα, καὶ ἔπειτα συγκεκριμένο ζώωμα (ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ζωόω, ζωῶ», ζωώνω, δίνω ζωή), σχηματίζοντας, ἀφενὸς τὴν ἐντελέχεια «ἐνέργημα οὐσίωμα ζώωμα», μὲ ἄρτια ἐφαρμογὴ μέσα στὴν κτιστὴ φύση («ἐνέργημα οὐσίωμα ζώωμα») καὶ κολοβὴ ἐφαρμογὴ μέσα στὴν ἄκτιστη φύση («ἐνέργημα ζώωμα»), καὶ ἀφετέρου τὴν ἐντελέχεια «ἐνέργημα (ἄκτιστον) ἐνέργωμα(κτιστόν) οὐσίωμα (κτιστόν) ζώωμα (κτιστόν)», μὲ ἐφαρμογὴ μεταξὺ τῆς ἄκτιστης καὶ τῆς κτιστῆς φύσης, ἡ ὁποία, ὅμως, ἐντελέχεια συμπτύσσεται ὡς «ἐνέργημα (ἄκτιστον) ἐνέργωμα καὶ οὐσίωμα (κτιστόν) ζώωμα (κτιστόν)» καὶ τελικῶς, μὲ κατὰ συνεκδοχὴν ὀνομασία καὶ τοῦ ἐνεργώματος καὶ τοῦ κατεξοχὴν οὐσιώματος ὡς κατ' ἐπέκτασιν οὐσιώματος, ὡς «ἐνέργημα (ἄκτιστον) οὐσίωμα (κτιστόν) ζώωμα (κτιστόν)».

Ὅταν, λοιπόν, ἡ οὐσία νέμεται ἀνάλογα μὲ τὴ ζωὴ καὶ μαζὶ μὲ αὐτή, στὴν κτιστή, δηλαδή, ὀντολογία τοῦ ψυχανθρώπου, ὡς οὐσιαστικὸ μαζὶ καὶ ζωϊκὸ ἄτομο ὁρίζεται, κατ' ἀκρίβειαν, ὁ ἀγέννητος ψυχάνθρωπος, ἐνῷ, ὅλοι γενικῶς οἱ ἀπόγονοί του, ὁρίζονται, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὡς οὐσιωματικὰ μαζὶ καὶ ζωωματικὰ ἄτομα, διότι ἀποτελοῦν τὴν ἐντελεχειακὴ ἐξέλιξη τοῦ γεννητικοῦ ἢ ἐκπορευτικοῦ του ἐνεργήματος σὲ ἀνάλογο, γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικό, οὐσίωμα μαζὶ καὶ ζώωμα.

Καὶ ὅταν δὲν νέμεται ἡ οὐσία ἀλλὰ μόνο ἡ ζωή, στὴν ἄκτιστη, δηλαδή, ὀντολογία τοῦ τρισυπόστατου (τριπροσωπικοῦ) θεοῦ, ὡς νοερὸ ζωϊκὸ ἄτομο (αἴτιο θεῖο πρόσωπο) ὁρίζεται, κατ' ἀκρίβειαν, ὁ ἀγέννητος θεὸς πατήρ, ἐνῷ, καὶ ὁ θεὸς υἱὸς καὶ ὁ θεὸς παῖς ὁρίζονται ἀμφότεροι, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὡς νοερὰ ζωωματικὰ ἄτομα (αἰτιατὰ θεῖα πρόσωπα), δεδομένου ὅτι ἀποτελοῦν τὴν ἐντελεχειακὴ ἐξέλιξη τοῦ γεννητικοῦ ἢ ἐκπορευτικοῦ του νοεροῦ ἐνεργήματος σὲ ἀνάλογο, γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικό, νοερὸ ζώωμα, βάσει τῆς κοινῆς μεταξὺ τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων (προσώπων) θείας οὐσίας.

Καὶ ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἡ διαδοχικὴ ἐντελέχεια «ἐνέργημα οὐσίωμα ζώωμα» εἶναι ἐπαμφοτερίζουσα καὶ στὸν μὲν κτιστὸ καὶ πολυπροσωπικὸ ψυχάνθρωπο ἔχει ἄρτια ἐφαρμογή, στὸν δὲ ἄκτιστο τριπροσωπικὸ θεὸ κολοβή, ἄνευ τοῦ μεσαιτίου οὐσιώματος, ἀλλ' ἐν προκειμένῳ λόγῳ τῆς θείας φυσικῆς τελειότητος, ἐξαιτίας τῆς ἀνέμητης καὶ γι' αὐτὸ οὔτε ἀγέννητης οὔτε γεννητῆς οὔτε ἐκπορευτῆς ἀλλὰ μίας καὶ τῆς αὐτῆς καὶ τῆς ἰδίας ἀκριβῶς θείας οὐσίας ποὺ κατέχεται ὁλόκληρη ἀπὸ καθένα ἀπὸ τὰ τρία θεῖα πρόσωπα.

Κατὰ τὴν πρώτη σημασία του, τὸ ἐνέργημα ὁρίζεται ὡς «ἀφῃρημένο ἐνεργηματικὸ ἄτομο» καὶ ὡς «πρῶτο ἐνέργημα» ἢ ἀλλιῶς ὡς «ἄμεσο ἐνέργημα», πάντοτε «ἀμέσως παρακτό» ἀπὸ τὴν ἀνάλογη, εἴτε «ἐξακτή» εἴτε «παρακτή», ἐνέργεια ἀπὸ τὴν ὁποία ἐνεργεῖται καὶ «ὁμοφυές» σὲ σχέση μὲ αὐτή. Αὐτὴ εἶναι ἡ «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν ἔννοια τοῦ ἐνεργήματος στὰ πλαίσια τῆς πρώτης σημασίας του.

Ἡ «ἐν γένει» καὶ κατὰ πλάτος ἔννοια τοῦ ἐνεργήματος στὰ αὐτὰ σημασιολογικὰ πλαίσια συμπεριλαμβάνει ἐπιπλέον καὶ τὶς δύο αἰτιατὲς ἐνέργειες ποὺ παράγουν τὸ «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν ἐννοούμενο ἐνέργημα, παράγοντάς το ἑκάστη χωριστὰ καὶ στὸ προσιδιάζον πρὸς ἑαυτὴ εἶδος, καὶ τὴν «ἐξακτή», δηλαδή, ἐνέργεια καὶ τὴν «παρακτή» ἐνέργεια, δεδομένου ὅτι ἀμφότερες ἀποτελοῦν συνοπτικῶς τὸ ἔκτυπο καὶ μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο) προϊὸν τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς τοῦ ἀντιτύπου καὶ αἰτιατοῦ, τουτέστι, «παρακτοῦ», κατεξοχὴν καὶ ἐν συνόψει ἐνεργήματος πρὸς τὴν ἀρχέτυπο καὶ πρωταίτιο «εἰσακτή» ἐνέργεια.

Καὶ ἔτσι ἑκάστη ἐξ αὐτῶν γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς μέση καὶ μικτή, καὶ ὡς αἰτιατό, ἀφενός, ὡς «ἐξακτὸ ἐνέργημα» ἢ «παρακτὸ ἐνέργημα», σὲ σχέση μὲ τὸ καθαρὸ αἴτιο, τὴν «εἰσακτὴ ἐνέργεια», μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται, καὶ ὡς αἴτιο, ἀφετέρου, ὡς «ἐνέργεια», σὲ σχέση μὲ τὸ καθαρὸ αἰτιατό, τὸ «παρακτὸ ἐνέργημα», τὸ δικό της κατεξοχὴν ἐνέργημα.

Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ τὸ συνοπτικὸ καὶ κοινὸ διαδοχικὸ ἐντελεχειακὸ τύπο «πρωτενέργεια (ἐνδιάθετος ἐνέργεια) μεσενέργεια (ἐξαγόρευτος ἐνέργεια καὶ ὑπαγόρευτος ἐνέργεια) ἐνέργημα (ἐξαγορεύτου ἐνεργείας καὶ ὑπαγορεύτου ἐνεργείας)», ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ σύνοψη δύο παρόμοιων καὶ συμμετρικῶν μεταξύ τους διαδοχικῶν ἐντελεχειῶν ποὺ ἀφορμῶνται ἀπὸ κοινὸ ἀρχέτυπο καὶ τοῦ ὁποίου ἰδιαίτερη ἐφαρμογὴ ἀποτελεῖ ἡ συνοπτικὴ διαδοχικὴ ἐντελέχεια ποὺ εἴδαμε παραπάνω ἀναφορικὰ μὲ τὴν αὐτοπαθητικὴ θεία προέμπνευση, τὴν ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευση καὶ τὴν παθητικὴ θεία μετέμπνευση.

Καμία, λοιπόν, ἐνέργεια δὲν εἶναι «ἀνενεργηματική», ἄνευ, δηλαδή, ἐνεργήματος, οὔτε, ἐν τέλει, καὶ αὐτὴ ἡ εἰσακτὴ ἢ ἐνδιάθετος πρωτενέργεια, διότι ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἔχει ὡς δικά της ἐνεργήματα τὴν ἐξακτὴ ἢ ἐξαγόρευτο καὶ τὴν παρακτὴ ἢ ὑπαγόρευτο μεσενέργεια, τὰ ἐν γένει καὶ κατὰ πλάτος λεγόμενα ἐνεργήματα, τὰ ὁποῖα μὲ τὴ σειρά τους παράγουν τὰ ἀντίστοιχά τους ἐν εἴδει καὶ κατεξοχὴν καλούμενα ἐνεργήματα.

Κατὰ τὴ δεύτερη σημασία του, ὅταν ἡ κτιστὴ οὐσία νέμεται ἢ ὅταν ἡ νεμητὴ οὐσία κτίζεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ ἀνέμητη θεία οὐσία, τὸ ἐνέργημα ὁρίζεται ὡς «διακεκριμένο οὐσιωματικὸ ἄτομο» καὶ ὡς «δεύτερο ἐνέργημα» ἢ ἀλλιῶς ὡς «πρωτέμμεσο ἐνέργημα», δεδομένου ὅτι ἀποτελεῖ τὴν οὐσίωση τοῦ πρώτου, ἀμέσου καὶ ἀφῃρημένου ἐνεργηματικοῦ ἀτόμου καὶ παράγεται πρωτεμμέσως ἀπὸ τὴν ἀνάλογη ἐνέργεια διαμέσου αὐτοῦ.

Καὶ ὅταν ἡ ἐνέργεια εἶναι γεννητικὴ ἢ ἐκπορευτική, τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ οὐσιωματικὸ ἄτομο θεωρεῖται, σὲ σχέση μὲν μὲ τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ ἐνεργηματικὸ ἄτομο, ὡς ἀμέσως παρακτό του, σὲ σχέση δὲ μὲ τὴ γεννητικὴ ἢ ἐκπορευτικὴ ἐνέργεια ποὺ παράγει ἄμεσα τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ ἐνεργηματικὸ ἄτομο, ὡς πρωτεμμέσως παρακτό της, διαμέσου αὐτοῦ, ἐνῷ, σὲ σχέση μὲ τὸ ἀγέννητο οὐσιαστικὸ ἄτομο ποὺ ἀσκεῖ τὴ γεννητικὴ ἢ ἐκπορευτικὴ ἐνέργεια καὶ καρπώνεται τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ ἐνεργηματικὸ ἄτομό της, ὡς ἐξακτὸ ἢ παρακτὸ μέσα ἀπὸ τὴν οὐσία ποὺ ἐκεῖνο ἀτομικῶς περιέχει κατὰ ἀγέννητο τρόπο.

Ὅταν, ὅμως, ἡ ἐνέργεια εἶναι ποιητική, τὸ ποιητικὸ οὐσιωματικὸ ἄτομο, σὲ κάθε περίπτωση, λογίζεται ὡς παρακτό. Καὶ ὅταν αὐτὴ εἶναι ἡ θεία ποιητικὴ ἐνέργεια, ὁ ὅρος «οὐσιωματικὸ ἄτομο» ἐννοεῖται μὲ τὴν κατ' ἐπέκτασιν σημασία του, ὡς «ἐνεργωματικὸ καὶ οὐσιωματικὸ ἄτομο».

Κατὰ τὴν τρίτη σημασία του, ὅταν ἡ νομὴ τῆς κτιστῆς ζωῆς εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴ νομὴ τῆς κτιστῆς οὐσίας καὶ συνδυαστικὴ καὶ ταυτόχρονη μαζί της ἢ ὅταν ἡ κτιστὴ οὐσία ζωοῦται ἀπὸ τὴν ἄκτιστη ζῶσα θεία οὐσία, τὸ ἐνέργημα ὁρίζεται ὡς «συγκεκριμένο ζωωματικὸ ἄτομο» καὶ ὡς «τρίτο ἐνέργημα» ἢ ἀλλιῶς ὡς «ὑστερέμμεσο ἐνέργημα», δεδομένου ὅτι ἀποτελεῖ τὴ ζώωση τοῦ δευτέρου, πρωτεμμέσου καὶ διακεκριμένου οὐσιωματικοῦ ἀτόμου καὶ παράγεται ὑστερεμμέσως ἀπὸ τὴν ἀνάλογη ἐνέργεια, πρῶτα μέσῳ τοῦ ἐνεργηματικοῦ καὶ ἔπειτα διαμέσου τοῦ οὐσιωματικοῦ ἀτόμου.

Καὶ ὅταν ἡ ἐνέργεια εἶναι γεννητικὴ ἢ ἐκπορευτική, τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ ζωωματικὸ ἄτομο θεωρεῖται, σὲ σχέση μὲν μὲ τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ οὐσιωματικὸ ἄτομο, ὡς ἀμέσως παρακτό του, σὲ σχέση δὲ μὲ τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ ἐνεργηματικὸ ἄτομο ποὺ παράγει ἄμεσα τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ οὐσιωματικὸ ἄτομο, ὡς ἐμμέσως παρακτό του, διαμέσου τοῦ οὐσιωματικοῦ, σὲ σχέση δὲ μὲ τὴ γεννητικὴ ἢ ἐκπορευτικὴ ἐνέργεια ποὺ παράγει ἄμεσα τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ ἐνεργηματικὸ ἄτομο καὶ πρωτέμμεσα τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ οὐσιωματικὸ ἄτομο, ὡς ὑστερεμμέσως παρακτό της, πρῶτα μέσῳ τοῦ ἐνεργηματικοῦ καὶ ἔπειτα διαμέσου τοῦ οὐσιωματικοῦ, ἐνῷ, σὲ σχέση μὲ τὸ ἀγέννητο ζωϊκὸ ἄτομο ποὺ ἀσκεῖ τὴ γεννητικὴ ἢ ἐκπορευτικὴ ἐνέργεια καὶ καρπώνεται τὸ γεννητικὸ ἢ ἐκπορευτικὸ ἐνεργηματικὸ ἄτομό της συνδυαστικὰ καὶ ταυτόχρονα μὲ τὸ ἀγέννητο οὐσιαστικὸ ἄτομο μέσα στὸ ὁποῖο ἐμπεριέχεται, ὡς ἐξακτὸ ἢ παρακτὸ μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ ἐκεῖνο ἀτομικῶς περιέχει κατὰ ἀγέννητο τρόπο. Ὅταν, ὅμως, ἡ ἐνέργεια εἶναι ποιητική, τὸ ποιητικὸ ζωωματικὸ ἄτομο, σὲ κάθε περίπτωση, λογίζεται ὡς παρακτό.

Τὸ θεῖο ἐνέργημα ὁρίζεται:

α΄. Ὡς «ἀφῃρημένο θεοφυὲς ἐνεργηματικὸ ἄτομο» καὶ ὡς «πρῶτο θεῖο ἐνέργημα» ἢ ἀλλιῶς «ἄμεσο θεῖο ἐνέργημα», τὸ ὁποῖο εἶναι πάντοτε «παρακτό» ἀπὸ τὴν ἀνάλογη, εἴτε φυσικὴ εἴτε τεχνική, παραγωγικὴ θεία ἐνέργεια καὶ «ὁμοφυές» σὲ σχέση μὲ αὐτή, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «θεοφυές», ἄκτιστο, δηλονότι, καὶ αὐτό.

β΄. Ὡς «διακεκριμένο θεοπαγὲς οὐσιωματικὸ ἄτομο» καὶ ὡς «κατὰ κανόνα δεύτερο θεῖο ἐνέργημα» ἢ ἀλλιῶς «πρωτέμμεσο θεῖο ἐνέργημα», δεδομένου ὅτι ἀποτελεῖ τὴν οὐσιοποίηση τοῦ πρώτου, ἀμέσου καὶ ἀφῃρημένου ποιητικοῦ θείου ἐνεργηματικοῦ ἀτόμου, παράγεται πρωτεμμέσως ἀπὸ τὴν ἀνάλογη, τὴν ποιητική, θεία ἐνέργεια διαμέσου αὐτοῦ καὶ διατελεῖ «ἑτεροφυές» σὲ σχέση καὶ μ' ἐκείνη καὶ μ' αὐτό, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «θεοπαγές», δηλαδή, κτιστό. Ἐν προκειμένῳ, σημειωτέον, ὁ ὅρος «οὐσιωματικὸ ἄτομο» ἐννοεῖται μὲ τὴν κατ' ἐπέκτασιν σημασία του, ὡς «ἐνεργωματικὸ καὶ οὐσιωματικὸ ἄτομο».

Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ἄκτιστη θεία οὐσία δὲν νέμεται σὲ πλείονα τοῦ ἑνὸς θεῖα οὐσιαστικὰ ἄτομα ἔτσι ὥστε τὸ κατὰ κανόνα δεύτερο ἢ πρωτέμμεσο θεῖο ἐνέργημα νὰ δύναται νὰ ὁρίζεται προσέτι καὶ ὡς «διακεκριμένο θεοφυὲς οὐσιαστικὸ ἄτομο» καὶ νὰ παράγεται πρωτεμμέσως ἐπιπλέον καὶ ἀπὸ τὴ γεννητικὴ ἢ τὴν ἐκπορευτικὴ θεία ἐνέργεια, διαμέσου τοῦ ἀντίστοιχου, τοῦ γεννητικοῦ ἢ τοῦ ἐκπορευτικοῦ πρώτου, ἀμέσου καὶ ἀφῃρημένου παρακτοῦ θείου ἐνεργηματικοῦ ἀτόμου καί, σὲ σχέση μὲ ἐκείνη καὶ μ' αὐτό, νὰ θεωρεῖται ὡς πρωτεμμέσως ἢ ἀμέσως «παρακτό» τους, ἐνῷ, σὲ σχέση μὲ τὸ «εἰσακτό» ἢ «ἀγέννητο» θεῖο οὐσιαστικὸ ἄτομο ποὺ ἀσκεῖ ἐκείνη καὶ καρπώνεται αὐτό, εἴτε ὡς «ἐξακτό» ἢ «γεννητό» εἴτε ὡς «παρακτό» ἢ «ἐκπορευτό» μέσα ἀπὸ τὴ θεία οὐσία ποὺ ἐκεῖνο ἀτομικῶς περιέχει κατὰ ἀγέννητο τρόπο.

Γι' αὐτὸ καὶ τὸ κατὰ κανόνα δεύτερο θεῖο ἐνέργημα εὑρίσκει ἐφαρμογὴ μόνο στὴν «τέχνῃ θεία παραγωγή», στὴ θεία γένεση ἢ ποίηση ἢ κτίση, στὴ θεία δημιουργία, μόνο ὡς «πρωτεμμέσως παρακτὸ γένημα ἢ ποίημα ἢ κτίσμα», ἀπὸ τὴν ἄκτιστη θεία δημιουργικὴ ἐνέργεια διαμέσου τοῦ πρώτου καὶ ἐπίσης ἀκτίστου «ἀμέσως παρακτοῦ ποιητικοῦ ἐνεργήματός» της, καὶ «ἑτεροφυές» σὲ σχέση καὶ μ' ἐκείνη καὶ μ' αὐτό, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «θεοπαγές», δηλαδή, ὡς «κτιστό».

γ΄. Εἴτε ὡς «συγκεκριμένο θεοφυὲς ζωωματικὸ ἄτομο» καὶ ὡς «κατ' ἐξαίρεσιν δεύτερο θεῖο ἐνέργημα», ποὺ σημαίνει «κατ' ἐξαίρεσιν τοῦ δευτέρου δεύτερο θεῖο ἐνέργημα», ἢ ἀλλιῶς «ἔμμεσο θεῖο ἐνέργημα», δεδομένου ὅτι ἀποτελεῖ τὴ ζώωση τοῦ πρώτου, ἀμέσου καὶ ἀφῃρημένου γεννητικοῦ ἢ ἐκπορευτικοῦ θείου ἐνεργηματικοῦ ἀτόμου καὶ παράγεται ἐμμέσως ἀπὸ τὴν ἀνάλογη, τὴ γεννητικὴ ἢ ἐκπορευτική, θεία ἐνέργεια, διαμέσου αὐτοῦ, θεωρούμενο, σὲ σχέση μὲν μὲ ἐκείνη καὶ μ' αὐτό, ὡς ἐμμέσως ἢ ἀμέσως παρακτό τους καὶ «ὁμοφυές» τους, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «θεοφυές», ἄκτιστο, δηλονότι, καὶ αὐτό, σὲ σχέση δὲ μὲ τὸ «εἰσακτό» ἢ «ἀγέννητο» θεῖο καὶ νοερὸ ζωϊκὸ ἄτομο ποὺ ἀσκεῖ ἐκείνη καὶ καρπώνεται αὐτό, εἴτε ὡς «ἐξακτό» ἢ «γεννητό» εἴτε ὡς «παρακτό» ἢ «ἐκπορευτό» μέσα ἀπὸ τὴ νοερὰ καὶ θεία ζωὴ ποὺ ἐκεῖνο ἀτομικῶς περιέχει κατὰ ἀγέννητο τρόπο.

Εἴτε ὡς «συγκεκριμένο θεοπαγὲς ζωωματικὸ ἄτομο» καὶ ὡς «τρίτο θεῖο ἐνέργημα» ἢ ἀλλιῶς «ὑστερέμμεσο θεῖο ἐνέργημα», δεδομένου ὅτι ἀποτελεῖ τὴ ζώωση τοῦ δευτέρου, πρωτεμμέσου καὶ διακεκριμένου ποιητοῦ ὑπὸ τοῦ θεοῦ οὐσιωματικοῦ ἀτόμου καὶ παράγεται ὑστερεμμέσως ἀπὸ τὴν ἀνάλογη, τὴν ποιητική, θεία ἐνέργεια, πρῶτα μέσῳ τοῦ ποιητικοῦ θείου ἐνεργηματικοῦ ἀτόμου καὶ ἔπειτα διαμέσου τοῦ ποιητοῦ ὑπὸ τοῦ θεοῦ οὐσιωματικοῦ ἀτόμου, θεωρούμενο, σὲ κάθε περίπτωση, ὡς παρακτό, «ἑτεροφυές» σὲ σχέση μὲ ἐκείνη, ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, «θεοπαγές», καὶ «ὁμοφυές» σὲ σχέση μὲ ἀμφότερα αὐτά, δηλαδή, ὡς «κτιστό».

Αὐτὸ ἀκριβῶς, μεταξὺ ἄλλων, ἀποφαινόμασθε ὄντως ὀρθοδόξως καὶ καινορθοδόξως καὶ στὴν ὑπ' ἀριθ. 18 / 07 – 11 – 2022 Δογματικὴ καὶ Κανονικὴ Παππική μας Ἀπόφανση («Διακήρυξις Μεθιδρύσεως τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος»), ἀπαντῶντας στὸ ἐντελεχειακὸ καὶ δογματολογικὸ ἐρώτημα «πῶς εἶναι δυνατὸ ἡ πρωτενέργεια, τὸ ἀρχέτυπο, καὶ ἡ μεσενέργεια, τὸ ἔκτυπο, τῆς θείας ποιητικῆς ἐνεργείας νὰ εἶναι ἄκτιστες καὶ τὸ ἐνέργημά της, τὸ ἀντίτυπο, κτιστό, στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς ἐντελεχείας», δεδομένου ὅτι ἡ ἐντελεχειακὴ δομὴ «ἄκτιστον – ἄκτιστον – κτιστόν» ἀποτελεῖ ἄτοπο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ὀρθὲς ἐντελεχειακὲς δομὲς «ἄκτιστον – ἄκτιστον – ἄκτιστον» καὶ «ἄκτιστον – κτιστὸν – κτιστόν».

Ἐδῶ, λοιπόν, πρόκειται γιὰ δύο διαδοχικὲς ἐντελέχειες οἱ ὁποῖες συντίθενται κατ' ἐπαλληλίαν μεταξύ τους, ἐπειδὴ τὸ ἀντίτυπο τῆς μιᾶς διατελεῖ ἐν ταὐτῷ καὶ ἀρχέτυπο τῆς ἄλλης, ἀφενὸς γιὰ τὴν ἐντελέχεια «ποιητικὴ θεία πρωτενέργεια (ἄκτιστον) ποιητικὴ θεία μεσενέργεια (ἄκτιστον) ἀφῃρημένον ποιητικὸν θεοφυὲς ἐνέργημα (ἄκτιστον)» καὶ ἀφετέρου γιὰ τὴν ἐντελέχεια «ἀφῃρημένον ποιητικὸν θεοφυὲς ἐνέργημα (ἄκτιστον) διακεκριμένον ποιητικὸν θεοπαγὲς οὐσίωμα (κτιστόν) συγκεκριμένον ποιητικὸν θεοπαγὲς ζώωμα (κτιστόν)».

Ἡ δομή, σημειωτέον, τῆς κατὰ σύμπτυξιν τριαδικῆς ἐντελεχείας «διαγωγὴ – προσαγωγὴ – ὑπαγωγή» εἶναι ἡ «ἄκτιστον – ἄκτιστον – ἄκτιστον», δεδομένου ὅτι συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν ἐνεργητικὴ καὶ τὴν παθητικὴ φύσει καὶ τέχνῃ παραγωγή, ὡς ἑξῆς:

1. Ἀρχέτυπον: Διαγωγὴ (Φύσει καὶ Τέχνῃ Ἀπαραγωγή): Ἄκτιστον.

2. Ἔκτυπον: Προσαγωγὴ (Φύσει Παραγωγή): Ἄκτιστον Ἄκτιστον.

3. Ἀντίτυπον: Ὑπαγωγὴ (Τέχνῃ Παραγωγή): Ἄκτιστον Κτιστόν.

Δύναται, ὅμως, ὅπως φαίνεται ἄλλωστε καὶ στὸ ὡς ἄνω ἐντελεχειακὸ διάγραμμα, νὰ παρεξηγηθεῖ ἐσφαλμένως δῆθεν ὡς «ἄκτιστον – ἄκτιστον – κτιστόν», ἐάν, ἐν προκειμένῳ, ληφθεῖ ὑπόψη μονομερῶς ἡ παθητικὴ φύσει καὶ τέχνῃ παραγωγή, ἄνευ τῆς ἐνεργητικῆς ποὺ εἶναι ἡ κυριώτερη καὶ αὐτὴ ποὺ ἐν τέλει καθορίζει τὸ δομικὸ τύπο τῆς ἐν λόγῳ ἐντελεχείας.

Ὁ δὲ κοινὸς καὶ πολυεφαρμοστικὸς ἐντελεχειακὸς τύπος «ἀβέβαιον – ἡμιβέβαιον – βέβαιον», ἔχει, σὲ σχέση μὲ τὴ θεία οἰκονομία, τέσσερεις διαφορετικὲς ἐντελεχειακὲς ἐφαρμογές, μία ὁλικώτερου χαρακτῆρος, στὴν ὑπερόλη θεωρούμενη «θεία οἰκονομία», ποὺ συναπαρτίζεται ἀπὸ τὴν ἀφῃρημένη θεία οἰκονομία, τὴ λεγόμενη «θεία οἰκοπνευστία», τὴ διακεκριμένη θεία οἰκονομία, τὴν καλούμενη «θεία οἰκοσχεδία», καὶ τὴ συγκεκριμένη θεία οἰκονομία, τὴν ὀνομαζόμενη «θεία οἰκοδομία», καὶ τρεῖς μερικώτερου χαρακτῆρος, σὲ καθένα χωριστὰ ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ στάδιά της.

Στὴν πρώτη ἀπὸ τὶς τέσσερεις αὐτὲς ἐφαρμογές, ὡς «ἀβέβαιη θεία δημιουργία» θεωρεῖται ἡ «θεία οἰκοπνευστία», ὡς «ἡμιβέβαιη θεία δημιουργία», ἡ «θεία οἰκοσχεδία», καί, ὡς «βέβαιη θεία δημιουργία», ἡ «θεία οἰκοδομία».

Στὴ δεύτερη ἐφαρμογή, ὡς «ἀβέβαιη θεία οἰκοπνευστία», ἐκλαμβάνεται ἡ «θεία προέμπνευση», ὡς «ἡμιβέβαιη θεία οἰκοπνευστία», ἡ «πρώτη ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευση», ἀπὸ τὸν Πατέρα στὸν Υἱό, καί, ὡς «βέβαιη θεία οἰκοπνευστία», ἡ «δεύτερη ἐνεργητικὴ θεία μετέμπνευση», ἀπὸ τὸν Πατέρα στὸν Παῖδα.

Στὴν τρίτη ἐφαρμογή, ὡς «ἀβέβαιη θεία οἰκοσχεδία», νοεῖται ἡ ὅλη «παθητικὴ μετέμπνευση» τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Παιδὸς ὑπὸ τοῦ Πατρός, ὡς «ἡμιβέβαιη θεία οἰκοσχεδία», ἡ «συναίνεση» τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Παιδὸς μετὰ τοῦ Πατρός, καί, ὡς «βέβαιη θεία οἰκοσχεδία», ἡ «συμπροπαρασκευή» τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Παιδὸς μετὰ τοῦ Πατρός.

Καὶ στὴν τέταρτη ἐφαρμογή, ὡς «ἀβέβαιη θεία οἰκοδομία», λογίζεται ἡ «θεία προοικοδομία» τῆς κτίσεως ἀπὸ τὸν «ἄχωρο θεό», ὡς «ἡμιβέβαιη θεία οἰκοδομία», ἡ «πρώτη θεία μετοικοδομία» τῆς κτίσεως ἀπὸ τὸν «ἄσαρκο ἔγχωρο θεό», καί, ὡς «βέβαιη θεία οἰκοδομία», ἡ «δεύτερη θεία μετοικοδομία» τῆς κτίσεως ἀπὸ τὸν «ἔνσαρκο ἔγχωρο θεό», δηλαδή, ἀπὸ τὸ θεοψυχάνθρωπο, μὲ συνδυαστική, θεία, ψυχικὴ καὶ σωματική, τεχνικὴ μεταποιητικὴ ἐνέργεια.

Σελ. 27: Στὸ ἐρώτημα «ποιὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ πρωτογενὲς ἢ πρωτόκτιστο ἢ προημίυλο ἄτομο ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθαν ὡς ὑστερογενῆ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ὑστερόκτιστα, τὰ μεθημίυλα καὶ τὰ ἔνυλα», ἀπαντοῦμε ὅτι κατὰ τὴν ὀρθὴ λογικὴ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν πρωτόκτιστο χῶρο ἡ φύση τοῦ ὁποίου εἶναι συνεκτικὴ καὶ ἱκανὴ νὰ χωρεῖ, ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, νὰ ἐνδιαθέτει μέσα της ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ὑστερόκτιστα ὑπάρχοντα ποὺ προέκυψαν ὡς ὑστερογενῆ ἀπὸ τὴν ἔσω νομή της.

Ἀπὸ τὸ «χωροῦν», δηλαδή, πρωτόκτιστο οὐσιαστικὸ ἄτομο τοῦ χῶρου ἡ θεία τέχνη δύναται νὰ ἐξάγει ἐκ τοῦ ὄντος καὶ νὰ παράγει ἐκ τοῦ ὄντος ἄλλα «χωρούμενα» ὑστερόκτιστα οὐσιαστικὰ ἄτομα τὰ ὁποῖα περιχωροῦνται μέσα στὴ χωροῦσα ἐμπεριεκτικὴ φύση του. Ἡ προέλευση, ἄλλωστε, ὅλων τῶν ὑστεροκτίστων χωρουμένων ἀπὸ τὸ πρωτόκτιστο χωροῦν οὐσιαστικὸ ἄτομο, τὸ χῶρο, ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση τους δεδομένου ὅτι πολλὰ ἀπ' αὐτὰ (ὅσα κέκτηνται μεσαιτιότητα, αἰτιατὴ αἰτιότητα) δύνανται καὶ νὰ χωροῦνται μέσα σὲ ἄλλα οὐσιαστικὰ ἄτομα καὶ νὰ χωροῦν μέσα τους ἕτερα οὐσιαστικὰ ἄτομα.

Ὁ χῶρος, μὲ ἄλλα λόγια, δὲν γίνεται ἀντιληπτὸς μόνο ἀφῃρημένως, ὡς «διάστασις», εἴτε ἐνεργητικῶς, ὡς «χωρεῖν», ὡς «ἐνεργητική», δηλαδή, «χώρησις» ἢ ἀλλιῶς «χωρητικὴ ἐνέργεια», εἴτε παθητικῶς, ὡς «χωρεῖσθαι», ὡς «παθητική», δηλαδή, «χώρησις» ἢ ἀλλιῶς «χωρητικὸ ἐνέργημα» (εἴτε καὶ ἐνεργοπαθητικῶς, ὡς «χωρεῖσθαι ὁμοῦ καὶ χωρεῖν»), ἀλλὰ καὶ διακεκριμένως, ὡς «χωροῦν», ὡς «χωροῦσα οὐσία», ἡ ὁποία χωρεῖ μέσα της τὰ «χωρούμενα», τὶς «χωρούμενες οὐσίες» (ἢ καὶ ὡς «χωρούμενον ὁμοῦ καὶ χωροῦν»). Καὶ ἐφόσον τὸ «χωρεῖσθαι» εἶναι αἰτιατὸ τοῦ «χωρεῖν», ἀναλόγως καὶ τὰ «χωρούμενα», οἱ «χωρούμενες οὐσίες», εἶναι αἰτιατὰ τοῦ «χωροῦντος», τῆς «χωρούσης οὐσίας». Τὸ «χωρεῖν» παράγει «χωρεῖσθαι», ἄρα καὶ τὸ «χωροῦν» παράγει «χωρούμενον».

Μὲ βάση τὰ λογικὰ αὐτὰ συμπεράσματα, ὡς ὑπέρχωρος, ὡς ὑπερβατικός, δηλονότι, χῶρος, ὁρίζεται ὁ ἄκτιστος θεὸς ὡς αἴτιος κτίστης ὁ ὁποῖος χωρεῖ μέσα του ὁλόκληρη τὴν αἰτιατὴ κτίση του, πλήν, ὅμως, ἡ κοινωνία μεταξὺ τοῦ ἀκτίστου καὶ τοῦ κτιστοῦ δὲν εἶναι δυνατὴ κατ' οὐσίαν ἀλλὰ μόνο κατ' ἐνέργειαν, τὸ κτιστό, δηλαδή, ὄν, δὲν μετέχει τῆς θείας οὐσίας ἀλλὰ μόνο τῆς θείας ἐνεργείας τοῦ ἀκτίστου ὄντος, ἄρα, δὲν χωρεῖται μέσα σὲ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴ θεία οὐσία, ἡ ὁποία εἶναι ἀμέθεκτη ἀπὸ τὸ κτίσμα, ἀλλὰ μέσα στὴ θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι μεθεκτὴ ἀπὸ αὐτό, χωρεῖται, δηλαδή, ἄμεσα στὴ θεία ἐνέργεια καὶ ἔμμεσα στὴ θεία οὐσία.

Ναί, μέν, ἀλλὰ τὰ χωρούμενα θὰ πρέπει νὰ χωροῦνται καὶ ἄμεσα μέσα σὲ κάποια οὐσία καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ φυσικὴ ἀνάγκη καλύπτει ὁ κτίστης θεὸς μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κτιστοῦ χώρου ἔτσι ὥστε νὰ μεσολαβεῖ ἀνάμεσα σ' αὐτὸν τὸν ἴδιο, τὸν ἄκτιστο ὑπέρχωρο, καὶ στὰ ὑπόλοιπα κτίσματά του ὡς εἰκόνα του.

Ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἕνας ζωγράφος δὲν ζωγραφίζει τὶς ζωγραφιές του ἐπάνω σ' αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ σῶμά του ἀλλὰ προκειμένου νὰ ζωγραφίσει τὰ ζωγραφήματά του χρειάζεται πρῶτα τὸ κενὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο θὰ τὰ ζωγραφίσει, τὸν πίνακα, ὁ ὁποῖος μεσολαβεῖ μεταξὺ τοῦ σώματος αὐτοῦ τοῦ ἴδιου καὶ ἐκείνων.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν ὑπετίθετο ὅτι ἡ κοινωνία ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ ἦταν ἐπιπλέον καὶ κατ' οὐσίαν, ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, θὰ ἔπρεπε καὶ πάλι νὰ μεσολαβεῖ ὁ κτιστὸς χῶρος ἀνάμεσά τους ὡς φυσικὸ πλαίσιο ὑπάρξεως τῶν κτιστῶν ὄντων καὶ διακρίσεώς τους ἀπὸ τὸ ἄκτιστο θεῖο ὄν.

Συνδυάζοντας τὴν καινορθόδοξη θεολογία καὶ γνωσιολογία μας μὲ τὴν ἀστρονομικὴ ἐπιστήμη μποροῦμε νὰ σχηματίσουμε τὴν ἑπταδικὴ ἐντελεχειακὴ χωροταξία, νὰ ταξινομήσουμε, δηλαδή, τὸν ὅλο κτιστὸ χῶρο σὲ ἑπτὰ χωρικὲς ζῶνες, τὸ σύνολο τῶν ὁποίων ἐμπεριέχεται καὶ ὑπερβαίνεται ἀπὸ τὸν ὄγδοο ἄκτιστο ὑπέρχωρο, τὸ θεό, ὡς ἑξῆς:

Θεία Χωροταξικὴ Ὀκταδικὴ Κλῖμαξ Ἢ Ὀγδοὰς Θείας Χωροταξίας

Ὅλον Ἄχωρον

8. Παναρχέτυπον: Ὑπέρχωρος: Θεός: Ὁ ὑπερφυσικὸς νοερὸς χῶρος τοῦ «ἀχώρου θεοῦ», αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ «ἄχωρος θεός», ὁ «ἀΐδιος ἄχωρος θεός» καὶ ὁ «οἰκονομικὸς ἄχωρος θεός».

Ὅλον Ἔγχωρον (1 – 1 – 5)

Ὡσεὶ Ἄχωρον Ἢ Ὑπάχωρον (1)

7. Ἀρχέτυπον: Ἀνώχωρος: Ζώνη Ἀγγέλων: Διαπνευματικὸν Διάστημα: Τὸ «διὰ πνευμάτων διάστημα»: Ὁ μεταφυσικὸς νοητὸς χῶρος τῆς μεσαίας πνευματικῆς φύσεως, τῆς κτιστῆς ἀγγελικῆς φύσεως, τῆς εὑρισκομένης μεταξὺ τῶν δύο ἀκραίων πνευματικῶν φύσεων, τῆς ἀκτίστου θείας φύσεως καὶ τῆς κτιστῆς εὐρείας ψυχικῆς φύσεως ποὺ συμπεριλαμβάνει τὶς δύο συγγενεῖς ψυχικὲς φύσεις τῶν ἀσάρκων ὑπαγγέλων καὶ τῶν ἐνσάρκων ὑφυπαγγέλων, ἀμφότεροι οἱ ὁποῖοι καλοῦνται συνεκδοχικῶς καὶ περιληπτικῶς «ὑπάγγελοι». Λόγῳ τῆς ἄκρας καὶ λεπτῆς θέσεώς του ὑποκάτω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν ἄχωρο θεὸ διατελεῖ «ἄμεσος εἰκὼν τοῦ θείου ἀχώρου» καὶ ὀνομάζεται «ὑπάχωρον» καὶ σὲ σχέση μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἕξι κτιστὲς χωρικὲς ζῶνες ἐκλαμβάνεται «ὡσεὶ ἄχωρον», σάν, δηλαδή, νὰ πρόκειται γιὰ ἄχωρη κατάσταση.

Ἄσαρκον Ἔγχωρον (1)

6. Πρωτιστότυπον: Μεσόχωρος: Ζώνη Ὑπαγγέλων: Διαγγελικὸν Διάστημα: Τὸ «δι' ἀγγέλων διάστημα»: Ὁ μεταφυσικὸς νοητὸς χῶρος τῆς μεσαίας ἐκ τῶν τριῶν φύσεων ποὺ συναπαρτίζουν τὴν «ἐν γένει» καὶ κατ' ἐπέκτασιν λεγόμενη «ἀγγελικὴ φύση», τῆς ὑπαγγελικῆς φύσης, τῆς εὑρισκόμενης μεταξὺ τῶν δύο ἀκραίων ἐκ τῶν τοιούτων, τῆς «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν καλούμενης «ἀγγελικῆς φύσης» καὶ τῆς ὑφυπαγγελικῆς φύσης.

Ἔνσαρκον Ἔγχωρον (5)

5. Πρωτότυπον: Κατώχωρος: Ζώνη Ὑφυπαγγέλων: Διαγαλαξιακὸν Διάστημα: Τὸ «διὰ γαλαξιῶν διάστημα»: Ὁ φυσικὸς αἰσθητὸς χῶρος μεταξὺ τῶν γαλαξιῶν τοῦ σύμπαντος.

4. Προτερότυπον: Κατώχωρος: Ζώνη Ὑφυπαγγέλων: Διαστρικὸν Διάστημα: Τὸ «δι' ἄστρων διάστημα»: Ὁ φυσικὸς αἰσθητὸς χῶρος μεταξὺ τῶν ἀστέρων ἑνὸς γαλαξίου.

3. Πρότυπον: Κατώχωρος: Ζώνη Ὑφυπαγγέλων: Διαπλανητικὸν Διάστημα: Τὸ «διὰ πλανητῶν διάστημα»: Ὁ φυσικὸς αἰσθητὸς χῶρος μεταξὺ τῶν πλανητῶν ἑνὸς ἡλιακοῦ συστήματος.

2. Ἔκτυπον: Κατώχωρος: Ζώνη Ὑφυπαγγέλων: Γεωδιάστημα: Τὸ «ἀπὸ θερμοσφαίρας ἢ ἰονοσφαίρας ἄχρις ἐξωσφαίρας γῆς διάστημα»: Ὁ φυσικὸς αἰσθητὸς χῶρος τῶν δύο ἀνώτερων στρωμάτων τῆς ὅλης ἀτμόσφαιρας τῆς γῆς, τῆς θερμόσφαιρας ἢ ἀλλιῶς ἰονόσφαιρας καὶ τῆς ἐξώσφαιρας. Τὸ γεωδιάστημα θεωρεῖται συμβατικῶς ὅτι ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἰονόσφαιρα.

1. Ἀντίτυπον: Κατώχωρος: Ζώνη Ὑφυπαγγέλων: Γῆ: Ὁ φυσικὸς αἰσθητὸς χῶρος αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς γῆς καὶ τοῦ ἐγγὺς αὐτῆς οὐρανοῦ, τῶν δύο, δηλαδή, κατώτερων στρωμάτων καὶ τοῦ μέσου στρώματος τῆς ὅλης ἀτμόσφαιρας τῆς γῆς, τῆς τροπόσφαιρας, τῆς στρατόσφαιρας καὶ τῆς μεσόσφαιρας.

Σελ. 28: Ἡ τεχνικὴ μεταποιητικὴ θεία ἐνέργεια ἀπὸ τὴν ἀνόργανη προΰλη τοῦ πηλοῦ δὲν δομεῖ βιολογικῶς «διᾶ μιᾶς» καὶ «ὑπὲρ φύσιν» ὁλόκληρη τὴν ἐνόργανη μεθύλη τοῦ ἀγεννήτου ἀνθρωπίνου σώματος τοῦ θεοψυχανθρώπου ἢ ψυχανθρώπου ἢ αὐτανθρώπου ἀρχιπάτορος ἀλλ' αὐτὸ καὶ μόνο τὸ ἀγέννητο καὶ ἀρχέγονο κύτταρό του, τὸ ἀρχεκύτταρό του, ἀπὸ τὸ φυσικὸ πολλαπλασιασμὸ τοῦ ὁποίου καὶ τῶν γεννητῶν του κυττάρων προκύπτει, ἐν συνεχείᾳ, τὸ ὅλο ἀγέννητο σῶμα τοῦ πρωτοπλάστου ἀνθρώπου, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ θεία τέχνη ἀρχίζει ὑπὲρ φύσιν καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση συνεχίζει κατὰ φύσιν τὴ βιολογικὴ δόμηση τοῦ ὅλου πρωταρχικοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ σὲ καθένα ἀπὸ τὰ τρία διάφορα καὶ ἀσύγχυτα σωματικὰ φυσικὰ εἴδη τῆς κοινῆς σωματικῆς φύσης τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου, τοῦ θεοψυχανθρώπου, τοῦ ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου.

Τὸ τοιοῦτο ἀγέννητο ἀρχεκύτταρο ἔχει, μέν, δομηθεῖ βιολογικῶς ἀπὸ τὴ θεία ὑπερφυσικὴ τέχνη ἀλλ' ὄχι μὲ τὴν εἰδικὴ βιολογικὴ δομὴ τοῦ φύσει γεννητικοῦ κυττάρου τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, εἶναι, δηλαδή, κι αὐτὸ ἕνα κοινὸ κύτταρο ποὺ χρησιμοποιεῖται ὡς θέσει γεννητικὸ κύτταρο προκειμένου νὰ ἀποδώσει, καταρχήν, μὲ τὸ φυσικό του πολλαπλασιασμό, ὁλόκληρο τὸν πρωτογενῆ καὶ ἀγέννητο ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ὅπως καὶ ὁ κυτταρικὸς κλῶνος ποὺ ἀποσπᾶται ἀπὸ ἐκεῖνον γιὰ νὰ ἀποδώσει, ἐν συνεχείᾳ, τὸν πρωτογέννητο.

Δὲν ἔκανε, μὲ ἁπλᾶ λόγια, ἡ θεία τέχνη τὸν πρῶτο σπόρο καὶ ὁ πρῶτος σπόρος τὸ πρῶτο φυτὸ ἀλλ' ἡ θεία τέχνη ἔκανε τὸ πρωτογενὲς φυτὸ καὶ αὐτὸ τοὺς πρώτους σπόρους καὶ ἐκεῖνοι τὰ ὑστερογενῆ φυτά, ἡ ἀνθρώπινη φύση παράγει καὶ συστήνει ἄμεσα τὸ εἰδικὸ γεννητικό της κύτταρο γιὰ τὴν ἀναπαραγωγή της καὶ ἔμμεσα ἡ θεία τέχνη, διαμέσου αὐτῆς.


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΤΡΙΤΟΝ (Γ΄) ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...


ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 18-03-2024.


† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)



4Γ΄. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ (Γ΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.


ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.


ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ


* * * * * * *


II. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΙΤΙΟΥ ΛΟΓΟΣ


2. Η ΚΑΤ' ΑΝΑΠΤΥΞΙΝ ΠΕΝΤΑΔΙΚΗ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ

«ΔΙΑΓΩΓΗ – ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ – ΠΡΟΫΠΑΓΩΓΗ –

ΠΡΟΜΕΘΥΠΑΓΩΓΗ – ΜΕΤΑΜΕΘΥΠΑΓΩΓΗ»



Ἐντελεχειακὸν Ἐπίγραμμα


Ἐναγωγή

1. Ἀρχέτυπον (ἀτελές): Διαγωγή.

Περιαγωγή

2. Πρωτότυπον (ἡμιτελές): Προσαγωγή.

3. Πρότυπον (ἡμιτελές): Προϋπαγωγή.

4. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Προμεθυπαγωγή.

5. Ἀντίτυπον (τέλειον): Μεταμεθυπαγωγή.


Ἡ ὑφημισύνθετος ἢ πενταδική, διαδοχική, κατὰ τὸ εἶδος τῆς αἰτιότητος, καὶ σύστροφος (τελειόστροφος), κατὰ τὸ εἶδος τῆς προστροφῆς, ἐντελέχεια «διαγωγή – προσαγωγή – προϋπαγωγή – προμεθυπαγωγή – μεταμεθυπαγωγή» συντίθεται ἀπὸ τὶς δύο ἁπλὲς ἢ τριαδικές, διαδοχικές, ἐπάλληλες καὶ σύστροφες (τελειόστροφες) ἐντελέχειες «διαγωγή – προσαγωγή – προϋπαγωγή» καὶ «προϋπαγωγή – προμεθυπαγωγή – μεταμεθυπαγωγή», μὲ κοινὸ μεταξύ τους καὶ συνδετικὸ μέλος τὴν προϋπαγωγή, τὸ ἀντίτυπο τῆς πρώτης καὶ τὸ ἀρχέτυπο τῆς δεύτερης, καὶ συμπτύσσεται ὡς τριαδικὴ κατὰ τὸ προεκτεθὲν ἐντελεχειακὸ σχῆμα «διαγωγή – προσαγωγή – ὑπαγωγή».

Ἡ ὅλη, ἑπομένως, λεγόμενη «θεία ὑπαγωγή» διακρίνεται, καταρχήν, σὲ δύο εἴδη καὶ στάδια, τὰ ὁποῖα εἶναι, πρῶτον, ἡ «θεία προϋπαγωγή», ἡ «πρώτη», δηλαδή, «θεία ὑπαγωγή», καὶ δεύτερον, ἡ «θεία μεθυπαγωγή», ἡ «δεύτερη», δηλονότι, «θεία ὑπαγωγή», ἡ ὁποία μεθυπαγωγὴ ὑποδιακρίνεται, ἐν συνεχείᾳ, σὲ δύο ὑποείδη καὶ ὑποστάδια, στὴ «θεία», ἀφενός, «προμεθυπαγωγή», τὴν «πρώτη», δηλαδή, «θεία μεθυπαγωγή», καὶ στὴ «θεία», ἀφετέρου, «μεταμεθυπαγωγή», τὴ «δεύτερη», δηλονότι, «θεία μεθυπαγωγή».

Ὑπὸ τὸν καινορθόδοξο δογματικὸ ὅρο μας «θεία προϋπαγωγή» ἢ «πρώτη θεία ὑπαγωγή» γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ «ἐν γένει» καὶ κατ' ἐπέκτασιν λεγόμενη «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τεχνικὴ παραγωγὴ ἢ προποίηση τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας» (καὶ μὴ συγχεόμενη μὲ τὴν «ἐν γένει» λεγόμενη «τεχνικὴ θεία παραγωγὴ ἢ ποίηση») ἀπὸ τὸν ἄχωρο, τὸν ἐντοσάχωρο καὶ τὸν περιξάχωρο, τριαδικὸ θεό, καὶ ἀπὸ τὰ τρία ὁμοούσια καὶ ὁμοενεργὰ θεῖα πρόσωπα, ἡ ὁποία, ὅπως προείδαμε, διακρίνεται σὲ «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τεχνικὴ ἐξαγωγὴ τοῦ θείου δημιουργικοῦ οἴκου» ἢ ἀλλιῶς «θεία οἰκοσχεδία» (σχεδιαστὴ κτίση) καὶ σὲ «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τεχνικὴ παραγωγὴ τοῦ θείου δημιουργικοῦ οἴκου» ἢ ἀλλιῶς «θεία προοικοδομία» (προδομητὴ κτίση), τὴν «ἐν εἴδει» καὶ κατεξοχὴν καλούμενη «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τεχνικὴ θεία παραγωγὴ ἢ προποίηση τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας» (καὶ μὴ συγχεόμενη μὲ τὴν «ἐν εἴδει» καλούμενη «τεχνικὴ θεία παραγωγὴ ἢ ποίηση»), βάσει καὶ δυνάμει τῆς «εἰς τὸ μὴ ὂν τεχνικῆς εἰσαγωγῆς τοῦ θείου δημιουργικοῦ οἴκου» ἢ ἀλλιῶς «θείας οἰκοπνευστίας» (ἐμπνευστῆς κτίσης).

Ὁ,τιδήποτε, λοιπόν, σχετίζεται μὲ τὸν θεῖο οἶκο τῆς κτίσεως καὶ ἐγρηγορεῖται ἢ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸν ἄχωρο θεὸ ἀνήκει ἐντελεχειακῶς στὴ θεία προϋπαγωγή, ἐκ τῆς ὁποίας ὁ ἐγρηγορῶν καὶ ἐνεργῶν τὰ τῆς κτίσεως θεωρήματα καὶ πράγματα ἄχωρος θεὸς χαρακτηρίζεται ἀναλόγως ὡς «προϋπαγωγικός».

Ἄρα, ὅλη ἡ κατεξοχὴν λεγόμενη θεία οἰκοσχεδία, ἡ θεία, δηλαδή, δημιουργικὴ προπαρασκευή, καὶ τὰ τρία μέρη τῆς ὁποίας, καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἐπίβλεψη καὶ ἡ ἐκπόνηση τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μελέτης τῶν σχεδίων τοῦ θείου δημιουργικοῦ οἴκου καὶ ἡ ἐκτέλεση τῆς ἀρχιτεκτονικῆς προπαράστασης (μακέτας) αὐτοῦ, ἐγρηγοροῦνται ἀπὸ τὸν ἄχωρο θεό, ἐντάσσεται ἐντελεχειακῶς στὴ θεία προϋπαγωγή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ θεία οἰκοδομία, τῆς ὁποίας μόνο τὸ πρῶτο μέρος, ἡ θεία, μόνο, προοικοδομία, ἡ κατεξοχὴν καλούμενη ἐκ τοῦ μὴ ὄντος θεία προποίηση, ἀνήκει στὴ θεία προϋπαγωγή, ἐπειδὴ μόνο αὐτὸ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸν ἄχωρο θεό.

Ὁλόκληρος, συνεπῶς, ὁ οἶκος τῆς θείας δημιουργίας (καὶ ὄχι μόνο τὸ πρῶτο, βασικὸ καὶ θεμέλιο μέρος του) προεπιβλέπεται, προδιαγράφεται καὶ προπαρίσταται σχεδιαστικῶς καὶ λεπτομερῶς ἀπὸ τὸν ἄχωρο θεὸ πρὶν ἀκόμη προβεῖ στὴν ἔναρξη, τὴν ἐξέλιξη καὶ τὴ διεκπεραίωση τῆς δόμησής του, στὴν ὅλη λεγόμενη θεία οἰκοδομία.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ θεὸς δημιουργός, ὡς ἄχωρος, σχεδιάζει λεπτομερῶς καὶ ἐκ τῶν προτέρων ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς φάσεις τῆς θείας δημιουργίας ἀλλὰ δομεῖ προποιητικῶς καὶ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὸ πρῶτο, μόνο, καὶ βασικὸ μέρος τοῦ ὅλου ἀρχιτεκτονικοῦ προσχεδιασμοῦ της, τὸν θεμελιώδη καὶ πρωτόκτιστο χῶρο, ὀντολογικῶς εὑρισκόμενος ἀκόμη ἔξω ἀπ' αὐτόν, καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτη κτίση, εἰσερχόμενος μέσα σ' αὐτόν, ὡς ἄσαρκος ἔγχωρος, ὡς «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν», παραλαμβάνει μαζί του καὶ μεταφέρει μέσα στὸν πρωτογένητο χῶρο ὅπου ἐγχωρεῖται τὸν ἀρχιτεκτονικὸ προσχεδιασμὸ τοῦ δημιουργικοῦ οἴκου του καὶ ἐκτελεῖ δομικῶς τὶς ὑπόλοιπες πτυχές του, συνεχίζοντας βάσει αὐτοῦ καὶ ὁλοκληρώνοντας τὴ δόμηση τοῦ οἴκου τῆς δημιουργίας μεταποιητικῶς καὶ ἐκ τοῦ ὄντος.

Μὲ τὸν καινορθόδοξο δογματικό μας ὅρο «θεία μεθυπαγωγή» ἢ «δεύτερη θεία ὑπαγωγή» ἐννοεῖται ἡ «ἐκ τοῦ ὄντος τεχνικὴ παραγωγὴ ἢ μεταποίηση τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας» ἀπὸ τὸν ἔγχωρο τριαδικὸ θεό. Ὁ γενικώτερος αὐτὸς ὅρος ὀνομάζει ἀπὸ κοινοῦ καὶ ἐν περιλήψει δύο εἰδικώτερους ὅρους τοῦ καινορθοδόξου δογματολογικοῦ λεξιλογίου μας.

Τὸν ὅρο, ἀφενός, «θεία προμεθυπαγωγή» ἢ «πρώτη θεία μεθυπαγωγή», μὲ τὸν ὁποῖο ὁρίζεται ἡ «πρώτη ἐκ τοῦ ὄντος τεχνικὴ παραγωγὴ ἢ πρωτομεταποίηση τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας» ἀπὸ τὸν ἄσαρκο ἔγχωρο τριαδικὸ θεό, τὸν «πανταχοῦ παρόντα καὶ τὰ πάντα πληροῦντα», καὶ ἀπὸ τὰ τρία, ἐπίσης, ὁμοούσια καὶ ὁμοενεργὰ θεῖα πρόσωπα.

Καὶ τὸν ὅρο, ἀφετέρου, «θεία μεταμεθυπαγωγή» ἢ «δεύτερη θεία μεθυπαγωγή», μὲ τὸν ὁποῖο ὁρίζεται ἡ «δεύτερη ἐκ τοῦ ὄντος τεχνικὴ παραγωγὴ ἢ ὑστερομεταποίηση τοῦ οἴκου τῆς θείας δημιουργίας» ἀπὸ τὸν ἔνσαρκο ἔγχωρο τριαδικὸ θεό, ἀπὸ τὸν τρισυπόστατο (τριπροσωπικό) θεοψυχάνθρωπο, ἀπὸ τοὺς τρεῖς, δηλαδή, θεοψυχανθρώπους, μὲ συνδυασμὸ τῆς ἄκτιστης, τῆς θείας, καὶ τῆς κτιστῆς, τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς, μεταποιητικῆς ἐνέργειας ἀπὸ τὸν καθένα καὶ καταμερισμὸ τοῦ μεταποιητικοῦ ἔργου ἀναλόγως μεταξύ τους ἀλλ' ἐν προκειμένῳ ὅσον ἀφορᾷ μόνο τὴ μεριστὴ ψυχανθρωπότητα καὶ ὄχι τὴν ἀμέριστη θεότητά τους, μόνο, δηλαδή, ὡς πρὸς τὴν κτιστή, τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σωματική, μεταποιητικὴ ἐνέργεια ποὺ ἔχει τρεῖς ἐνδιαθέσεις καὶ τρεῖς ἀντίστοιχες κατοχὲς καὶ διαχειρίσεις, μία κατοχὴ καὶ διαχείριση ἀνὰ μία ἐνδιάθεση, καὶ ὄχι τὴν ἄκτιστη καὶ θεία τοιαύτη ἐνέργεια ἡ ὁποία κέκτηται μία ἐνδιάθεση καὶ τρεῖς κατοχὲς καὶ διαχειρίσεις τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς καὶ τῆς μόνης καὶ τῆς ὅλης ἐνδιαθέσεως.



3. ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΕΙΔΕΙΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΕΣ

«ΠΑΡΑΓΩΓΗ – ΜΕΤΑΓΩΓΗ – ΣΥΝΑΓΩΓΗ» ΚΑΙ

«ΠΕΡΙΑΓΩΓΗ

(ΠΕΡΙΕΛΕΥΣΙΣ ΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΝ, ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ) –

ΚΟΙΝΑΝΑΓΩΓΗ

(ΚΟΙΝΗ Ἢ ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΑΓΩΓΗ, ΠΡΟΑΝΑΓΩΓΗ) –

ΙΔΙΑΝΑΓΩΓΗ

(ΙΔΙΑ Ἢ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΓΩΓΗ, ΑΝΑΓΩΓΗ, ΚΑΤΑΝΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΓΩΓΗ)»



Ἐντελεχειακὸς Πίναξ

(βλέπε αρχείο pdf στο τέλος)


Περιαγωγὴ

Παραγωγὴ

1 Παραγωγὸς

2 Παράγωγος

Κοιναναγωγὴ

(Προαναγωγή)

1 Ἀναγωγὸς

2 Ἀνάγωγος

Ἰδιαναγωγὴ

(Ἀναγωγή)

1 Πρωταναγωγὸς 1

2β΄ Μεσαναγωγὸς 2α΄

2α΄ Ἀνάγωγος 2β΄

Περιαγωγὴ

Μεταγωγὴ

1 Μεταγωγὸς

2 Μετάγωγος

Κοιναναγωγὴ

(Προαναγωγή)

1 Ἀναγωγὸς

2 Ἀνάγωγος

Ἰδιαναγωγὴ

(Ἀναγωγή)

1 Πρωταναγωγὸς 1

2β΄ Μεσαναγωγὸς 2α΄

2α΄ Ἀνάγωγος 2β΄

Περιαγωγὴ

Συναγωγὴ

1 Συναγωγὸς

2 Συνάγωγος

Κοιναναγωγὴ

(Προαναγωγή)

1 Ἀναγωγὸς

2 Ἀνάγωγος

Ἰδιαναγωγὴ

(Ἀναγωγή)

1 Πρωταναγωγὸς 1

2β΄ Μεσαναγωγὸς 2α΄

2α΄ Ἀνάγωγος 2β΄


Τὸ σύνθετο εἶδος τῶν «ἐντελεχειῶν τῆς ἔσω καὶ τῆς ἔξω νομῆς» ἢ ἀλλιῶς τῶν «σταυροειδῶν ἐντελεχειῶν» ἢ διαφόρως τῶν «κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος ἐντελεχειῶν» τὸ ἔχουμε ἤδη προείδει τόσο στὰ συγγραμματικὰ πλαίσια τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας ὅσο καὶ σὲ ἄλλα προδημοσιευθέντα δογματολογικά μας ἔργα καὶ θὰ τὸ ἐξετάσουμε πιὸ συστηματικὰ στὴν οἰκεία ἑνότητα τοῦ τρέχοντος.

Στὸ ἐντελεχειακὸ αὐτὸ εἶδος ἀνήκουν καὶ οἱ τέσσερεις διακρίσεις τοῦ αἰτίου μὲ κριτήριο τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖ, πρῶτον, σὲ «παραγωγικὸ αἴτιο», δεύτερον, σὲ «μεταγωγικὸ αἴτιο», τρίτον, σὲ «συναγωγικὸ αἴτιο» καὶ τέταρτον, σὲ «ἀναγωγικὸ αἴτιο», τὸ ὁποῖο συσχετίζεται καὶ μὲ τὰ τρία πρῶτα αἴτια, εἴτε ὡς «ἀναγωγικὸ τοῦ παραγωγικοῦ» ἢ «παραγωγικὸ ἀναγωγικό», εἴτε ὡς «ἀναγωγικὸ τοῦ μεταγωγικοῦ» ἢ «μεταγωγικὸ ἀναγωγικό», εἴτε ὡς «ἀναγωγικὸ τοῦ συναγωγικοῦ» ἢ «συναγωγικὸ ἀναγωγικό».

Στὴν κατακόρυφη ἢ κατὰ μῆκος διάσταση τοῦ προκειμένου ἐντελεχειακοῦ συμπλέγματος, στὴν ὁποία τοποθετοῦνται τὰ διαφέροντα στοιχεῖα τῆς ἔξω ἐντελεχειακῆς νομῆς, ἔχουμε τὴ διαδοχικὴ καὶ τελειόστροφο ἐντελέχεια «παραγωγὴ (πρωταίτιον ἀτελὲς ἀρχέτυπον) μεταγωγὴ (μεσαίτιον ἡμιτελὲς ἔκτυπον) συναγωγὴ (αἰτιατὸν τέλειον ἀντίτυπον)».

Ἐνῷ, στὴν ὁριζόντια διάσταση, στὴν ὁποία τοποθετοῦνται τὰ κοινὰ μεταξὺ τῶν διαφόρων στοιχεῖα τῆς ἔσω ἐντελεχειακῆς νομῆς, τὴν ἐπίσης διαδοχικὴ καὶ τελειόστροφο ἐντελέχεια «περιαγωγὴ (πρωταίτιον ἀτελὲς ἀρχέτυπον) κοιναναγωγὴ (μεσαίτιον ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ἰδιαναγωγὴ (αἰτιατὸν τέλειον ἀντίτυπον)».

Αὐτό, ἀφενός, σημαίνει ὅτι ἡ πρωταιτία παραγωγή, ἡ μεσαιτία μεταγωγὴ καὶ ἡ αἰτιατὴ συναγωγὴ ἀποτελοῦν τὰ τρία διαφορετικὰ καὶ ἀντεπιδεικτικὰ μετ' ἀλλήλων εἴδη τῆς περιαγωγῆς, ἡ ὁποία, ὅπως προειπώθηκε, διακρίνεται σὲ προσαγωγὴ καὶ σὲ ὑπαγωγή, ὅτι δηλαδὴ εὑρίσκονται καὶ τὰ τρία καὶ στὴν προσαγωγή, ὡς «φύσει παραγωγή», ὡς «φύσει μεταγωγή» καὶ ὡς «φύσει συναγωγή», καὶ στὴν ὑπαγωγή, ὡς «τέχνῃ παραγωγή», ὡς «τέχνῃ μεταγωγή» καὶ ὡς «τέχνῃ συναγωγή».

Καὶ ἀφετέρου, ὅτι καὶ ἡ «φύσει ἢ τέχνῃ παραγωγή» καὶ ἡ «φύσει ἢ τέχνῃ μεταγωγή» καὶ ἡ «φύσει ἢ τέχνῃ συναγωγή» προκαλοῦν ἡ καθεμιὰ τὴ δική της «φύσει ἢ τέχνῃ ἀναγωγή» ἡ ὁποία ἀναλογεῖ καὶ προσιδιάζει στὰ οἰκεῖα μέτρα της καὶ ὑποδιακρίνεται σὲ «κοινὴ φύσει ἢ τέχνῃ ἀναγωγή», ἤ, μὲ μία λέξη, «φύσει ἢ τέχνῃ κοιναγωγή», μὲ τὴν ἔννοια τῆς «γενικῆς φύσει ἢ τέχνῃ ἀναγωγῆς», καὶ σὲ «ἰδία φύσει ἢ τέχνῃ ἀναγωγή», ἤ, μονολεκτικῶς, «φύσει ἢ τέχνῃ ἰδιαναγωγή», μὲ τὴ σημασία τῆς «εἰδικῆς φύσει ἢ τέχνῃ ἀναγωγῆς».

Μὲ τὴν «ἐν εἴδει», ἑπομένως, καὶ τὴν κατεξοχὴν σημασία τοῦ ὅρου «περιαγωγή» (προσαγωγὴ καὶ ὑπαγωγή, φύσει καὶ τέχνῃ παραγωγή, μεταγωγὴ καὶ συναγωγή) ἐννοοῦμε αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν περιαγωγὴ (τὴν προσαγωγὴ καὶ τὴν ὑπαγωγή, τὴ φύσει καὶ τὴν τέχνῃ παραγωγή, μεταγωγὴ καὶ συναγωγή) καὶ τὴ διακρίνουμε ἀπὸ τὴν ἀναγωγὴ ποὺ προκαλεῖ, τὴν «ἀναγωγὴ τῆς περιαγωγῆς» (τὴν ἀναγωγή, κοιναναγωγὴ καὶ ἰδιαναγωγή, τῆς προσαγωγῆς καὶ τῆς ὑπαγωγῆς, τῆς φύσει καὶ τῆς τέχνῃ παραγωγῆς, μεταγωγῆς καὶ συναγωγῆς).

Στὴν «ἐν γένει», ὅμως, καὶ κατ' ἐπέκτασιν ἔννοια τοῦ ὅρου αὐτοῦ συμπεριλαμβάνεται ἐπιπλέον καὶ ἡ ἀναγωγὴ τῆς περιαγωγῆς (ἡ ἀναγωγή, κοιναναγωγὴ καὶ ἰδιαναγωγή, τῆς προσαγωγῆς καὶ τῆς ὑπαγωγῆς, τῆς φύσει καὶ τῆς τέχνῃ παραγωγῆς, μεταγωγῆς καὶ συναγωγῆς).

Σύμφωνα μὲ τὴ δεύτερη καὶ ἰδιαίτερη ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς, ὡς «παραγωγή» ὁρίζεται συστρόφως ἢ ἀντιστρόφως ἡ «ἐκ τοῦ ἑνὸς διαστολή», ἡ διάκριση, δηλαδή, ἢ ἀπώθηση (ἄπωση) τοῦ αἰτιατοῦ ὄντος, αὐτοῦ ποὺ λαμβάνει τὴν ὕπαρξη, ἀπὸ τὸ ἕνα αἴτιο ὄν, ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ τοῦ δίνει τὴν ὕπαρξη, ἐνῷ, ὡς «συναγωγή» νοεῖται ἀντιστρόφως ἢ συστρόφως (καὶ ὄχι ἀναστρόφως) ἡ «εἰς τὸ ἓν συστολή», ἡ ἕνωση, δηλαδή, ἢ συνώθηση (σύνωση) τοῦ αἰτιατοῦ ὑπαρξιολήπτου μὲ τὸν ἕνα αἴτιο ὑπαρξιοδότη του.

Ἐν προκειμένῳ, ἡ μὲν ἀνάστροφη τῆς συστρόφου ἢ ἀντιστρόφου παραγωγικῆς ἐντελεχειακὴ κίνηση δὲν εἶναι οὔτε συναγωγικὴ οὔτε ἀναγωγικὴ ἀλλ' ἐπιστροφικὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ αἰτιατοῦ ὑπαρξιολήπτου στὸν αἴτιο ὑπαρξιοδότη του, ἡ ὑπαρξιακή, δηλαδή, παύση του, ἡ δὲ ἀνάστροφη τῆς ἀντιστρόφου ἢ συστρόφου συναγωγικῆς, διαλυτικὴ τῆς συναφθείσης ἑνώσεως.

Ἐπιγινώσκουμε, λοιπόν, δύο ἐντελεχειακὲς ἀντιλήψεις τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς, μία πρώτη καὶ κοινὴ καὶ ἄλλη μία, δεύτερη καὶ ἰδιαίτερη, καὶ στὶς δύο τὶς ὁποῖες τὸ παραγωγικὸ ταυτίζεται μὲ τὸ συναγωγικὸ ὡς ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ αἴτιο θεωρούμενο ὑπὸ δύο διάφορες ὄψεις, μία παραγωγικὴ καὶ μία συναγωγική, καὶ εὑρισκόμενο ἀκίνητο καὶ σταθερὸ στὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ θέση τοῦ ἐντελεχειακοῦ κύκλου (στὴ θέση «ναδίρ», ὅσον ἀφορᾷ τὴ φύσει παραγωγὴ καὶ συναγωγή, καὶ στὴ θέση «ζενίθ», ὅσον ἀφορᾷ τὴν τέχνῃ παραγωγὴ καὶ συναγωγή) ἀπὸ τὴν ὁποία ἐνεργεῖ καὶ τὴν παραγωγή, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τοῦ ἑνὸς ἡμικυκλίου (τοῦ ἀριστεροῦ ἡμικυκλίου, ὅσον ἀφορᾷ τὴ φύσει παραγωγή, καὶ τοῦ δεξιοῦ ἡμικυκλίου, ὅσον ἀφορᾷ τὴν τέχνῃ παραγωγή), καὶ τὴ συναγωγή, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τοῦ ἄλλου ἡμικυκλίου (τοῦ δεξιοῦ ἡμικυκλίου, ὅσον ἀφορᾷ τὴ φύσει συναγωγή, καὶ τοῦ ἀριστεροῦ ἡμικυκλίου, ὅσον ἀφορᾷ τὴν τέχνῃ συναγωγή).

Ἀναλόγως καὶ τὸ παραγωγικὸ ταυτίζεται μὲ τὸ συναγωγικὸ ὡς ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ αἰτιατὸ θεωρούμενο καὶ αὐτὸ ὑπὸ δύο διαφορετικὲς ὄψεις, μία παραγωγικὴ καὶ μία συναγωγική, καὶ στὶς δύο ἐντελεχειακὲς ἀντιλήψεις ἀλλὰ κατὰ τὴν πρώτη, μόνο, ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη εὑρισκόμενο καὶ αὐτὸ ἀκίνητο καὶ σταθερὸ στὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ θέση τοῦ ἐντελεχειακοῦ κύκλου (στὴ θέση «ζενίθ», ὅσον ἀφορᾷ τὴ φύσει παραγωγὴ καὶ συναγωγή, καὶ στὴ θέση «ναδίρ», ὅσον ἀφορᾷ τὴν τέχνῃ παραγωγὴ καὶ συναγωγή), στὴν ὁποία, ἐν προκειμένῳ, ἐπιγινώσκεται ἐνεργούμενο καὶ παραγωγικῶς, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τοῦ ἑνὸς ἡμικυκλίου (τοῦ ἀριστεροῦ ἡμικυκλίου, ὅσον ἀφορᾷ τὴ φύσει παραγωγή, καὶ τοῦ δεξιοῦ ἡμικυκλίου, ὅσον ἀφορᾷ τὴν τέχνῃ παραγωγή), καὶ συναγωγικῶς, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τοῦ ἄλλου ἡμικυκλίου (τοῦ δεξιοῦ ἡμικυκλίου, ὅσον ἀφορᾷ τὴ φύσει συναγωγή, καὶ τοῦ ἀριστεροῦ ἡμικυκλίου, ὅσον ἀφορᾷ τὴν τέχνῃ συναγωγή).

Μὲ ἀποτέλεσμα τὰ δύο ἐντελεχειακὰ ἡμικύκλια ποὺ συνθέτουν τὸν ἐντελεχειακὸ κύκλο νὰ διατελοῦν καὶ ἀντίρροπα ἀπάλληλα, καὶ ἀνταποκλίνοντα, δηλαδή, ἀπὸ τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ καὶ παραγωγὸ καὶ συναγωγὸ ἀρχέτυπο αἴτιο, καὶ ἀντίρροπα προσάλληλα, καὶ ἀντισυγκλίνοντα, δηλαδή, στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ καὶ παράγωγο καὶ συνάγωγο ἀντίτυπο αἰτιατό, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ἀντίρροπα προσαπάλληλα, δηλαδή, ἀνταποσυγκλίνοντα.

Εὐνόητον, ὅτι τὸ ἐντελεχειακὸ εἶδος τῶν ἀνταποσυγκλινουσῶν ἀποτελεῖ τὸ ἔκτυπο προϊὸν τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς τοῦ ἀντιτύπου ἐντελεχειακοῦ εἴδους τῶν ἀντισυγκλινουσῶν πρὸς τὸ ἀρχέτυπο ἐντελεχειακὸ εἶδος τῶν ἀνταποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν.

Ἐκτός, λοιπόν, ἀπὸ τὴν τριαδικὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τοῦ ἀρχετύπου τῶν συναποκλινουσῶν (συρρόπων ἀποκλινουσῶν), τοῦ ἐκτύπου τῶν συναποσυγκλινουσῶν (συρρόπων καὶ ἀποκλινουσῶν καὶ συγκλινουσῶν) καὶ τοῦ ἀντιτύπου τῶν συσυγκλινουσῶν (συρρόπων συγκλινουσῶν) ἐντελεχειῶν, ἡ ὁποία προαναφέρθηκε, διαπιστώνεται καὶ ἡ τριαδικὴ ἀντεπίδειξη ἀνάμεσα στὸ ἀρχέτυπο τῶν ἀνταποκλινουσῶν (ἀντιρρόπων ἀποκλινουσῶν), τὸ ἔκτυπο τῶν ἀνταποσυγκλινουσῶν (ἀντιρρόπων καὶ ἀποκλινουσῶν καὶ συγκλινουσῶν) καὶ τὸ ἀντίτυπο τῶν ἀντισυγκλινουσῶν (ἀντιρρόπων συγκλινουσῶν) ἐντελεχειῶν, ἡ ὁποία δὲν ἀναφέρθηκε στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας. Ἀμφότερες οἱ τριαδικὲς αὐτὲς ἀντεπιδείξεις ἀνήκουν στὶς ἀνακόλουθες ἐντελέχειες.

Ἡ πρώτη αὐτὴ καὶ κοινὴ ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς ὡς ὁμοιοστρόφων, τελειοστρόφων ἢ ἀτελοστρόφων, ἀνταποσυγκλινουσῶν συμμετρικῶν ἐντελεχειῶν σχηματίζεται μὲ τὸ κοινὸ ἐντελεχειακὸ κριτήριο τῆς σύστροφης ἢ ἀντίστροφης ἐντελεχειακῆς ἐξέλιξης ἀπὸ τὸ παραγωγὸ καὶ συναγωγὸ ἀρχέτυπο πρὸς τὸ παράγωγο καὶ συνάγωγο ἀντίτυπο.

Ἐν προκειμένῳ, τόσο ἡ ἀνάστροφη τῆς συστρόφου ἢ ἀντιστρόφου παραγωγικῆς ὅσο καὶ ἡ ἀνάστροφη τῆς συστρόφου ἢ ἀντιστρόφου συναγωγικῆς ἐντελεχειακὲς κινήσεις εἶναι ἀμφότερες ἀναγωγικές, ἡ μία ἀναγωγικὴ τῆς παραγωγικῆς καὶ ἡ ἄλλη ἀναγωγικὴ τῆς συναγωγικῆς.

Ἐπειδή, ὅμως, ἡ περιαγωγικὴ ἐνέργεια στὸ ἕνα, ἀφενός, ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο (τὸ ἀριστερό, ὅσον ἀφορᾷ τὴ φύσει παραγωγή, καὶ τὸ δεξιό, ὅσον ἀφορᾷ τὴν τέχνῃ παραγωγή) εἶναι παραγωγικὴ ἢ διασταλτικὴ ἢ ἀπωθητικὴ ἢ ἀπωστική, κινούμενη μὲ φορὰ ἀπὸ τὰ ἔσω πρὸς τὰ ἔξω, εἴτε φύσει, ἀπὸ τὸ ναδὶρ στὸ ζενίθ, εἴτε τέχνῃ, ἀπὸ τὸ ζενὶθ στὸ ναδίρ, καὶ διαστέλλοντας ἢ ἀπωθῶντας τὰ παράγωγα αἰτιατὰ ἀπὸ τὸ παραγωγὸ αἴτιο ποὺ τὴν ἀσκεῖ (παραγωγὸς παράγωγος), καὶ στὸ ἄλλο (τὸ δεξιό, ὅσον ἀφορᾷ τὴ φύσει παραγωγή, καὶ τὸ ἀριστερό, ὅσον ἀφορᾷ τὴν τέχνῃ παραγωγή), ἀφετέρου, συναγωγικὴ ἢ συσταλτικὴ ἢ συνωθητικὴ ἢ συνωστική, κινούμενη ἀντιθέτως, μὲ φορὰ ἀπὸ τὰ ἔξω πρὸς τὰ ἔσω, εἴτε φύσει, ἀπὸ τὸ ζενὶθ στὸ ναδίρ, εἴτε τέχνῃ, ἀπὸ τὸ ναδὶρ στὸ ζενίθ, καὶ συστέλλοντας ἢ συνωθῶντας τὰ συνάγωγα αἰτιατὰ πρὸς τὸ συναγωγὸ αἴτιο ποὺ τὴν ἀσκεῖ (συναγωγὸς συνάγωγος), καί, συνεπῶς, ἡ παραγωγικὴ καὶ συναγωγικὴ σύνθετη κίνησή της στὸν ἐντελεχειακὸ κύκλο διαγράφει διαδοχικὴ μετάστροφο (ἀλλαξόστροφο) ἐντελέχεια, προκύπτει καὶ ἡ δεύτερη καὶ ἰδιαίτερη ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς ὡς ἐπαλλήλων (ἀλληλοδιαδοχικῶν) ἀνομοιοστρόφων ἐντελεχειῶν ποὺ συνθέτουν ἀπὸ κοινοῦ μία διαδοχικὴ μετάστροφο ἐντελέχεια (οἱ ἀπάλληλες, ὅπως προαναφέρθηκε, ἢ ἀλλιῶς ἀνταποκλίνουσες καὶ οἱ προσάλληλες ἢ ἀλλιῶς ἀντισυγκλίνουσες ἀνομοιόστροφες ἐντελέχειες συνθέτουν μία συμμετρικὴ μετάστροφο ἐντελέχεια), μὲ ἰδιαίτερο ἐντελεχειακὸ κριτήριο τὴ σύνθετη φορὰ τῆς παραγωγικῆς καὶ τῆς συναγωγικῆς μαζί, τῆς περιαγωγικῆς, μὲ μία λέξη, ἐνεργείας ποὺ ἀσκεῖται ἀπὸ τὸ περιαγωγὸ (ἀπὸ τὸ ἴδιο καὶ παραγωγὸ καὶ συναγωγό) αἴτιο πρὸς τὸ περιάγωγο (πρὸς τὸ αὐτὸ καὶ παράγωγο καὶ συνάγωγο) αἰτιατό.

Πρόκειται, μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὸν ἐντελεχειακὸ κύκλο ποὺ διαγράφει τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ καὶ παράγωγο καὶ συνάγωγο αἰτιατό, θεωρούμενο, ἐν προκειμένῳ, ἐντελεχειακῶς ὡς κινούμενο, πρῶτα διαστελλόμενο καὶ ἀπωθούμενο παραγωγικῶς, στὸ ἀριστερὸ ἢ τὸ δεξιὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο, καὶ ἔπειτα συστελλόμενο καὶ συνωθούμενο συναγωγικῶς, στὸ δεξιὸ ἢ τὸ ἀριστερὸ ἐντελεχειακὸ ἡμικύκλιο, ἀπὸ καὶ πρὸς τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ καὶ παραγωγὸ καὶ συναγωγὸ καὶ ἀκίνητο καὶ σταθερὸ ὡς πρὸς τὴ θέση του στὸν ἐντελεχειακὸ κύκλο αἴτιο (ὅπως κάποιος ποὺ πρῶτα σπρώχνεται ἀπὸ κάποιον ἄλλο μὲ τὸ ἀριστερὸ ἢ τὸ δεξιὸ χέρι νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του καὶ ἔπειτα τραβιέται ἀπὸ ἐκεῖνον μὲ τὸ δεξιὸ ἢ τὸ ἀριστερὸ χέρι νὰ ἔλθει πάλι δίπλα του).

Μὲ τὸν καινορθόδοξο ὅρο μας «μεταγωγή», λέξη ποὺ κυριολεκτικὰ στὸν ἑλληνικὸ λόγο σημαίνει «μεταφορά» ἢ «μεταβίβαση», στὴν ὅλη καινορθοδόξως λεγόμενη «περιαγωγή», καὶ στὴν «προσαγωγή», τὴ «φύσει περιαγωγή», καὶ στὴν «ὑπαγωγή», τὴν «τέχνῃ περιαγωγή», ὁρίζεται τὸ μεσαῖο εἶδος τῆς αἰτιότητος, αὐτὸ ποὺ μεσολαβεῖ μεταξὺ τῶν δύο ἀκραίων εἰδῶν, τῆς παραγωγῆς, τοῦ πρώτου ἀκραίου, καὶ τῆς συναγωγῆς, τοῦ ἐσχάτου ἀκραίου, ὑπὸ δύο ἑρμηνεῖες.

Πρῶτον, μὲ τὴ σημασία τῆς μεταφορᾶς τῆς ἐννοίας τῆς φυσικῆς παραγωγῆς, εἴτε τῆς ἐνεργητικῆς, τῆς φυσικῆς πατρότητος, εἴτε τῆς παθητικῆς, τῆς φυσικῆς ὑιότητος, ἀπὸ τὸ «φύσει» στὸ «θέσει», μὲ τὴν ἔννοια, δηλαδή, εἴτε τῆς «θέσεως πατρὸς ὑπό τινος» ἢ «πατροθεσίας», εἴτε τῆς «θέσεως υἱοῦ ὑπό τινος» ἢ «υἱοθεσίας». Καὶ δεύτερον, μὲ τὴ σημασία τοῦ μεταβιβαστικοῦ ἀπὸ τὴν παραγωγὴ στὴ συναγωγὴ μέσου αἰτιακοῦ ἐντελεχειακοῦ σταδίου.

Διακρίνουμε δύο καὶ ὅμοια καὶ διάφορα μεταξύ τους ἐντελεχειακὰ εἴδη τῆς μεταγωγῆς, ἕνα πρῶτο, σὲ σχέση μὲ τὴν προσαγωγή, μὲ τὴ φύσει, δηλαδή, παραγωγή, μεταγωγὴ καὶ συναγωγή, καὶ ἕνα δεύτερο, σὲ σχέση μὲ τὴν ὑπαγωγή, μὲ τὴν τέχνῃ, δηλαδή, παραγωγή, μεταγωγὴ καὶ συναγωγή, ἀμφότερα τὰ ὁποῖα ἐξελίσσονται ἐντελεχειακῶς κατὰ τὸ σχῆμα τῆς διαδοχικῆς αἰτιότητος (πρωταίτιον μεσαίτιον αἰτιατόν) καὶ ἀκολουθοῦν τὸν κοινὸ ἐντελεχειακὸ τύπο «τιθέναι (τίθησι) τίθεσθαί τε καὶ τιθέναι (τίθεταί τε καὶ τίθησι) τίθεσθαι (τίθεται)». Αὐτὴ εἶναι ἡ μεταξύ τους ὁμοιότητα.

Ἡ μετ' ἀλλήλων διαφορὰ ἔγκειται στὸ σχῆμα τῆς θετότητος τὸ ὁποῖο ἕκαστο ἐξ αὐτῶν ἐμπεριέχει, στὸ ἄν, δηλαδή, στὴν ἴδια διαδοχικὴ τριάδα ἐφαρμόζει ἀμετάλλακτα μόνο τὴν υἱοθεσία, κατὰ τὸ θετικὸ τριαδικὸ σχῆμα «υἱοθετεῖν υἱοθετεῖσθαί τε καὶ υἱοθετεῖν υἱοθετεῖσθαι», ἢ μόνο τὴν πατροθεσία, κατὰ τὸ θετικὸ τριαδικὸ σχῆμα «πατροθετεῖν πατροθετεῖσθαί τε καὶ πατροθετεῖν πατροθετεῖσθαι», ἢ μεταλλάσσει τὴν πατροθεσία σὲ υἱοθεσία, κατὰ τὸ θετικὸ τριαδικὸ σχῆμα «πατροθετεῖν πατροθετεῖσθαι καὶ υἱοθετεῖν υἱοθετεῖσθαι».

Ἔτσι, ἡ μεταγωγὴ αὐτὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν προσαγωγὴ (φύσει παραγωγή, μεταγωγὴ καὶ συναγωγή), ἐπειδὴ ἐφαρμόζει μεταλλακτικὰ καὶ τὴν πατροθεσία καὶ τὴν υἱοθεσία μαζὶ μέσα στὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ διαδοχικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα («πατροθετεῖν πατροθετεῖσθαι καὶ υἱοθετεῖν υἱοθετεῖσθαι»), χαρακτηρίζεται ὡς «μεταλλακτὴ μεταγωγή».

Ἐν προκειμένῳ, ἡ υἱοθεσία εἶναι παρεπόμενο τῆς πατροθεσίας (προηγεῖται ἡ πατροθεσία καὶ ἕπεται ἡ υἱοθεσία), ἀρχίζουμε μὲ τὴν πατροθεσία καὶ συνεχίζουμε μὲ τὴν υἱοθεσία, ἔχουμε, δηλονότι, «συνεχῆ» ἢ «ὁριζόντιο» συνδυασμὸ μεταξύ τους.

Ἐνῷ, ἡ μεταγωγὴ ἐκείνη ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ὑπαγωγὴ (τέχνῃ παραγωγή, μεταγωγὴ καὶ συναγωγή), ἐπειδὴ ἐφαρμόζει ἀμετάλλακτα καὶ διακριτὰ τὴν υἱοθεσία καὶ τὴν πατροθεσία, τὴν καθεμιὰ στὴ δική της διαδοχικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα («υἱοθετεῖν υἱοθετεῖσθαί τε καὶ υἱοθετεῖν υἱοθετεῖσθαι» καὶ «πατροθετεῖν πατροθετεῖσθαί τε καὶ πατροθετεῖν πατροθετεῖσθαι»), σὲ δύο διαφορετικές, μέν, ἀλλὰ συνδυαστικὲς μεταξύ τους καὶ συζυγικὲς διαδοχικὲς ἐντελεχειακὲς τριάδες, κατὰ τὸ συζευκτικὸ θετικὸ τετραδικὸ σχῆμα «υἱοθετεῖν + πατροθετεῖν υἱοθετεῖσθαι + πατροθετεῖσθαι / υἱοθετεῖν + πατροθετεῖν υἱοθετεῖσθαι + πατροθετεῖσθαι/ υἱοθετεῖν υἱοθετεῖσθαι», ὡς «ἀμετάλλακτη μεταγωγή».

Ἐδῶ ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ πατροθεσία ἐναλλάσσονται μεταξύ τους ὡς πρὸς τὴν προτεραιότητα καὶ τὴν ὑστεραιότητα στὰ πλαίσια τῆς συζεύξεως τῶν δύο διακριτῶν διαδοχικῶν τριάδων τους, τὴ μιὰ ἡ πατροθεσία εἶναι παρεπόμενο τῆς υἱοθεσίας (προηγεῖται ἡ υἱοθεσία καὶ ἕπεται ἡ πατροθεσία) καὶ τὴν ἄλλη ἡ υἱοθεσία γίνεται παρεπόμενο τῆς πατροθεσίας (προηγεῖται ἡ πατροθεσία καὶ ἕπεται ἡ υἱοθεσία), ἔχουμε, δηλαδή, «ἐναλλασσόμενο» ἢ «κατακόρυφο» μεταξύ τους συνδυασμό, γι' αὐτὸ καὶ ἡ «ἀμετάλλακτη μεταγωγή» χαρακτηρίζεται καὶ ὡς «ἐναλλακτὴ μεταγωγή», ποὺ σημαίνει «ἀμετάλλακτη, μέν, ἀλλ' ἐναλλακτὴ μεταγωγή» (ἐν προκειμένῳ ἄλλη ἡ ἔννοια τοῦ «μεταλλάσσεσθαι» καὶ τῆς «μετάλλαξης» καὶ ἄλλη τοῦ «ἐναλλάσσεσθαι» καὶ τῆς «ἐναλλαγῆς»), δεδομένου, ὅπως προαναφέρθηκε, ὅτι ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ πατροθεσία ἐξελίσσονται ἐντελεχειακῶς σὲ δύο διαφορετικές, μέν, ἀλλὰ συζυγικὲς διαδοχικὲς τριάδες.

Στὴ μεταλλακτὴ μεταγωγὴ (τῆς προσαγωγῆς) ἡ μία καὶ ἡ αὐτὴ διαδοχικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα καὶ τῆς πατροθεσίας καὶ τῆς υἱοθεσίας παρουσιάζει τὴν ἐντελεχειακὴ δομὴ «τίθησι πατέρα ἢ πατροθετεῖ (ἐνεργητικὴ πατροθεσία) τίθεται πατὴρ ἢ πατροθετεῖται (παθητικὴ πατροθεσία) καὶ τίθησιν υἱὸν ἢ υἱοθετεῖ (ἐνεργητικὴ υἱοθεσία) τίθεται υἱὸς (παθητικὴ υἱοθεσία)».

Τὸ μεταλλακτικὸ αὐτὸ μεταγωγικὸ εἶδος εὑρίσκει ἐντελεχειακὴ ἐφαρμογὴ στὶς τρεῖς ἀνεπτυγμένες συμμετρικὲς παραγωγικὲς τριάδες τοῦ ἐννοϊκοῦ (ἐν νοΐ) συμπλέγματος, τῆς ἔσω νομῆς τοῦ νοῦ, τὴ «λόγος νοῦς νόμος», τὴ «μῦθος λόγος αἶνος» καὶ τὴν «ὅρος νόμος φόβος», ἢ στὴ μία συμπεπτυγμένη συμμετρικὴ παραγωγικὴ τριάδα του, τὴ «λόγος νοῦς νόμος», ἀντιστοίχως ὡς «νοῦς λόγος νόμος», ὡς «λόγος μῦθος αἶνος», ὡς «νόμος ὅρος φόβος», ἢ ὡς «νοῦς λόγος νόμος».

Θεωρῶντας συνοπτικῶς τὸ ἐννοϊκὸ σύμπλεγμα ὡς μία συμπεπτυγμένη συμμετρικὴ παραγωγικὴ τριάδα («λόγος νοῦς νόμος») καὶ ἐπεξηγῶντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴ μεταλλακτὴ μεταγωγὴ («νοῦς λόγος νόμος») ποὺ ἐφαρμόζεται σ' αὐτή, λέμε ὅτι ὁ νοῦς (ἡ αὐτόνοια), ὁ εἷς καὶ ὁ μόνος καὶ ὁ ὅλος καὶ ὁ αὐτὸς φύσει πατὴρ καὶ τοῦ λόγου (τῆς ὅλης νοήσεως) καὶ τοῦ νόμου (τῆς ὅλης βουλήσεως), ἀναθέτει στὸ πρῶτο τέκνο του, τὸ λόγο, τὸν πρεσβύτερο (μεγαλύτερο) ἀδελφό, τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση ἢ ἀλλιῶς τὴ διαπαιδαγώγηση τοῦ δευτέρου τέκνου του, τοῦ νόμου, τοῦ νεώτερου (μικρότερου) ἀδελφοῦ, ἔτσι ὥστε ἡ βούληση νὰ γίνει ἀνάλογη καὶ σύμμορφος μὲ τὴ νόηση καὶ νὰ καταστεῖ ἐφικτὴ ἡ ἕνωση καὶ συναγωγὴ τῆς τριάδος.

Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ νοῦς, καταρχήν, ὁ φυτὸς (φυσικός) πατέρας, καθιστᾷ τὸ λόγο θετὸ πατέρα, ἤ, μὲ μία λέξη, πατροθετὸ ἢ πατρόθετο, πνευματικό, δηλαδή, πατέρα ἢ διαπαιδαγωγό, τοῦ νόμου, ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, τὸν πατροθετεῖ, ὡς πατροθέτης, τὸ ὁποῖο λέγεται «ἐνεργητικὴ πατροθεσία», σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν καλούμενη «παθητικὴ πατροθεσία», μὲ τὴν ὁποία ὑποδηλώνεται ὁ ὡς θετὸς πατὴρ ὑπὸ τοῦ φυσικοῦ πατρὸς καθιστάμενος, ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος, ἐν συνεχείᾳ, καθιστᾷ ὡς θετὸ υἱό του, ἤ, μὲ μία λέξη, υἱοθετὸ ἢ υἱόθετο, πνευματικό, δηλαδή, τέκνο του ἢ διαπαιδαγωγούμενο, τὸ νόμο, ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, τὸν υἱοθετεῖ, ὡς υἱοθέτης, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται «ἐνεργητικὴ υἱοθεσία», σὲ διάκριση ἀπὸ τὴ χαρακτηριζόμενη ὡς «παθητικὴ υἱοθεσία», μὲ τὴν ὁποία ὑποδηλώνεται ὁ ὡς θετὸς υἱὸς ὑπὸ τοῦ θετοῦ πατρὸς καθιστάμενος, ὁ νόμος.

Οὔτε, λοιπόν, αὐτὸς ὁ υἱοθετούμενος πατροθετεῖ, ὀνομάζει, δηλαδή, κάποιον ἄλλο ὡς θετό του πατέρα, ἀλλὰ μόνο ὁ φυσικὸς πατέρας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ὀνομάζει κάποιον ἄλλο ὡς θετὸ πατέρα τοῦ ἐκ φύσεως υἱοῦ του, ἀλλ' οὔτε καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ φυσικὸς πατέρας υἱοθετεῖ, ἀλλὰ μόνο ὁ θετὸς πατέρας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ὀνομάζει τὸ φυσικὸ υἱὸ κάποιου ἄλλου ὡς δικό του θετὸ υἱό.

Ὁ φυσικὸς πατέρας παραδίδει, μόνο, πρὸς υἱοθεσία τὸ φυσικὸ υἱό του, ἀφοῦ, πρῶτα, ὀνομάσει κάποιον ἄλλο ὡς θετὸ πατέρα ἐκείνου. Μποροῦμε, ὅμως, νὰ ποῦμε ὅτι καὶ ὁ φυσικὸς πατέρας υἱοθετεῖ μόνο μὲ τὴν ἄλλη ἔννοια ὅτι προονομάζει τὸ φυσικὸ υἱό του ὡς θετὸ υἱὸ ἄλλου, πρὶν ὁ ἄλλος τὸν ὀνομάσει ὡς δικό του θετὸ υἱὸ καὶ κατὰ τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ὀνομάζει αὐτὸν τὸν ἄλλο ὡς θετὸ πατέρα τοῦ φυσικοῦ υἱοῦ του, κατὰ τὸ γραφικὸ «γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου ... ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου».

Ἐάν, βεβαίως, ληφθοῦν ὑπόψει οἱ ἀκριβεῖς καινορθόδοξοί μας χαρακτηρισμοὶ τοῦ νοῦ (αὐτονοίας) ὡς «πατρός», τοῦ λόγου (νοήσεως) ὡς «υἱοῦ» καὶ τοῦ νόμου (βουλήσεως) ὡς «παιδός», πρόκειται, κατ' ἀκρίβειαν, γιὰ «παιδοθεσία» καὶ ὄχι «υἱοθεσία» τοῦ παιδὸς νόμου ἀπὸ τὸν υἱὸ λόγο, ὁ ὁποῖος, ἔτσι, χαρακτηρίζεται ἐπακριβῶς ὡς «παιδοθέτης» ἢ «παιδαγωγός» ἢ «παιδοτρίβης» καὶ ὄχι «υἱοθέτης». Καὶ τὰ παραπάνω, ἀσφαλῶς, ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸ διανοϊκὸ (διὰ νόων) σύμπλεγμα, τῆς ἔξω νομῆς τοῦ νοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπεικονίζει συμβολικῶς καὶ προσωπικῶς (προσωποποιεῖ) τὸ ἐννοϊκό.

Ἐν προκειμένῳ, συνεπῶς, διακρίνονται καὶ δὲν πρέπει νὰ συγχέονται μεταξύ τους ἡ παραγωγικὴ τριάδα, ἡ ὁποία εἶναι συμμετρική, μὲ συμμετρικὴ ἐμμεσότητα («λόγος νοῦς νόμος»), καὶ ἡ μεταγωγικὴ τριάδα, ἡ ὁποία εἶναι διαδοχικὴ κατὰ ἐμμεσότητα («νοῦς λόγος νόμος»).

Ὅσον ἀφορᾷ τὴ συναγωγικὴ τριάδα, αὐτὴ εἶναι διαδοχικὴ κατὰ συμμεσότητα («νοῦς + λόγος νόμος»), διότι καὶ στὴν προκειμένη ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση ποὺ ἔχουμε συμμετρικὴ παραγωγὴ καὶ κατὰ συνέπεια καὶ διαδοχικὴ μεταγωγὴ ἡ συναγωγὴ συσχετίζεται ἐντελεχειακῶς μὲ ἀμφότερες, καὶ μὲ τὴν τοιαύτη παραγωγὴ καὶ μὲ τὴν τοιαύτη μεταγωγή, εἶναι, δηλαδή, καὶ συναγωγὴ τῆς παραγωγῆς καὶ συναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς, δεδομένου ὅτι μεταξύ τους συνάγονται ὄχι μόνο τὰ μέλη τῆς συμμετρικῆς παραγωγικῆς ἀλλὰ καὶ τὰ μέλη τῆς διαδοχικῆς μεταγωγικῆς τριάδος, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἐπακολουθοῦσα συναγωγικὴ τριάδα, ὡς πρὸς τὸ εἶδος τῆς αἰτιότητος, συνδυάζει, ἐν τέλει, καὶ τὴ συμμετρικὴ αἰτιότητα τῆς παραγωγικῆς τριάδος («λόγος νοῦς νόμος») καὶ τὴν κατὰ ἐμμεσότητα διαδοχικὴ αἰτιότητα τῆς μεταγωγικῆς τριάδος («νοῦς λόγος νόμος») στὸ σχῆμα τῆς κατὰ συμμεσότητα διαδοχικῆς αἰτιότητος («νοῦς + λόγος νόμος»).

Στὴν ἀμετάλλακτη πλὴν ἐναλλακτὴ μεταγωγὴ (τῆς ὑπαγωγῆς), ἡ μὲν πρώτη διαδοχικὴ ἐντελεχειακὴ τριάδα τῆς υἱοθεσίας ἔχει τὴν ἐντελεχειακὴ δομὴ «τίθησιν υἱὸν ἢ υἱοθετεῖ (ἐνεργητικὴ υἱοθεσία) τίθεται υἱὸς ἢ υἱοθετεῖται (παθητικὴ υἱοθεσία) καὶ τίθησιν υἱὸν ἢ υἱοθετεῖ (ἐνεργητικὴ υἱοθεσία) τίθεται υἱὸς ἢ υἱοθετεῖται (παθητικὴ υἱοθεσία)», ἡ δὲ δεύτερη τῆς πατροθεσίας, τὴν ἐντελεχειακὴ δομὴ «τίθησι πατέρα ἢ πατροθετεῖ (ἐνεργητικὴ πατροθεσία) τίθεται πατὴρ ἢ πατροθετεῖται (παθητικὴ πατροθεσία) καὶ τίθησι πατέρα ἢ πατροθετεῖ (ἐνεργητικὴ πατροθεσία) τίθεται πατὴρ ἢ πατροθετεῖται (παθητικὴ πατροθεσία)».

Καὶ τὸ συζευκτικὸ μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν διαδοχικῶν τριάδων ἐντελεχειακὸ σχῆμα, τὴν τετραδικὴ ἐντελεχειακὴ δομὴ «τίθησιν υἱὸν καὶ πατέρα ἢ υἱοθετεῖ καὶ πατροθετεῖ (ἐνεργητικὴ υἱοθεσία καὶ πατροθεσία) τίθεται υἱὸς καὶ πατὴρ ἢ υἱοθετεῖται καὶ πατροθετεῖται (παθητικὴ υἱοθεσία καὶ πατροθεσία) καὶ τίθησιν υἱὸν καὶ πατέρα ἢ υἱοθετεῖ καὶ πατροθετεῖ (ἐνεργητικὴ υἱοθεσία καὶ πατροθεσία) τίθεται υἱὸς καὶ πατὴρ ἢ υἱοθετεῖται καὶ πατροθετεῖται (παθητικὴ υἱοθεσία καὶ πατροθεσία) καὶ τίθησιν υἱὸν ἢ υἱοθετεῖ (ἐνεργητικὴ υἱοθεσία) τίθεται υἱὸς ἢ υἱοθετεῖται (παθητικὴ υἱοθεσία)».

Ὁ τριαδικός, σημειωτέον, θεός, καὶ τὰ τρία ὁμοούσια καὶ ὁμοενεργὰ σὲ σχέση μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἢ κοσμογονία, θεῖα πρόσωπα, καὶ ὁ θεὸς πατὴρ καὶ ὁ θεὸς υἱὸς καὶ ὁ θεὸς παῖς, ὡς τέχνῃ παραγωγὸς ἢ δημιουργὸς ἢ ποιητὴς ἢ γενέτης ἢ κτίστης, διατελεῖ ὡς θετὸς πατὴρ ἢ πατροθετὸς ἢ πατρόθετος, χωρίς, ὅμως, αὐτὸς ὁ ἴδιος νὰ πατροθετεῖ τὸν ἑαυτό του ἢ νὰ αὐτοπατροθετεῖται, διότι ἡ θεία πατροθετική, ὅπως καὶ ἡ θεία υἱοθετική, ἐνέργεια ἢ χάρη εἶναι ἐξωστρεφὴς καὶ ὄχι ἐσωστρεφής, στρέφεται, δηλαδή, πρὸς τὸ κτιστὸ καὶ ὄχι πρὸς αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἄκτιστο θεῖο πνεῦμα ποὺ τὴν ἀσκεῖ.

Καὶ οἱ δύο διακριτὲς μεταξύ τους θεῖες ἐνέργειες ἢ χάριτες τῆς υἱοθεσίας καὶ τῆς πατροθεσίας, ὡς οἰκονομικὲς θεῖες ἐνέργειες, ὡς ἐξωστρεφεῖς, δηλαδή, ἐνέργειες τοῦ θεοῦ ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν οἶκο τῆς θείας δημιουργίας, εἶναι κοινὲς μεταξὺ τῶν τριῶν θείων προσώπων, ἀσκοῦνται, δηλαδή, καὶ ἀπὸ τὰ τρία ὁμοούσια καὶ ὁμοενεργὰ θεῖα πρόσωπα ποὺ συγκατέχουν καὶ συνδιαχειρίζονται τὸ καθένα ὅλη τὴ θεία οὐσία καὶ ὅλη τὴ θεία ἐνέργεια, «ἐκ πατρὸς δι' υἱοῦ ἐν παιδί», καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ θεὸ πατέρα. Ἐφόσον καὶ οἱ τρεῖς ἄκτιστες θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) παράγουν ὑπαγωγικῶς τὴν κτίση, ἕπεται καὶ τεκμαίρεται ὀρθολογικά, νομοτελειακὰ καὶ ἀναπόφευκτα ὅτι καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ καὶ τὴ μετάγουν καὶ τὴ συνάγουν τοιουτοτρόπως.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν (ἐνεργητική) παραγωγὴ τῆς θείας προσαγωγῆς, μὲ τὴ φυσική, δηλαδή, θεία παραγωγικὴ (ἐξαγωγικὴ καὶ παραγωγική) ἐνέργεια, ἡ ὁποία, κατ' ἐξαίρεσιν, ἀνήκει μόνο στὸ θεὸ πατέρα καὶ τὴν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀδυνατοῦν νὰ συγκατέχουν καὶ νὰ συνδιαχειρίζονται ὁ θεὸς υἱὸς καὶ ὁ θεὸς παῖς ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει σὲ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τὴ θεία φύση καὶ ὕπαρξη, ἐπειδή, δηλαδή, οὔτε ὁ μὲν δύναται νὰ γεννᾷ (ἐξάγει) τὸν ἑαυτό του οὔτε ὁ δὲ νὰ ἐκπορεύει (παράγει) τὸν ἑαυτό του.

Μόνο στὸ θεὸ πατέρα ἀνήκει ἐπίσης καὶ ἡ (ἐνεργητική) συναγωγὴ τῆς (ἐνεργητικῆς) παραγωγῆς τῆς θείας προσαγωγῆς, ἐνῷ ὁ θεὸς υἱὸς μετέχει κατὰ μεσαιτιότητα (αἰτιατὴ αἰτιότητα) καὶ τῆς (ἐνεργητικῆς) μεταγωγῆς καὶ τῆς (ἐνεργητικῆς) συναγωγῆς τῆς (ἐνεργητικῆς) μεταγωγῆς τῆς θείας προσαγωγῆς.

Ἡ ὑπαγωγὴ τῆς κτίσεως ἐπέρχεται μετὰ τὴν προσαγωγὴ τῶν δύο αἰτιατῶν θείων ὑποστάσεων (προσώπων) τοῦ ἐξακτοῦ ἢ γεννητοῦ θεοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ παρακτοῦ ἢ ἐκπορευτοῦ θεοῦ παιδὸς ἀπὸ τὴν αἰτία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ εἰσακτοῦ ἢ ἀγεννήτου θεοῦ πατρός, ἀφοῦ, δηλαδή, ἀμφότεροι καταστοῦν συγκάτοχοι καὶ συνδιαχειριστὲς τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ θεοῦ πατρός τους, γι' αὐτὸ καὶ ὅλες οἱ ὑπαγωγικὲς πρὸς τὴν κτίση θεῖες ἐνέργειες ἀσκοῦνται ἑκάστη ὑπ' ἑκάστου τῶν τριῶν θείου προσώπου.

Βάσει, λοιπόν, τοῦ παραπάνω ἐντελεχειακοῦ κανόνος ἀποδεικνύονται περίτρανα καὶ ἡ πραγματικότητα καὶ ἡ τριαδικότητα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ἡ μὲν πραγματικότητά της, διότι ἡ ὁμοϋποστασιαστικὴ (ταυτοπροσωπική) ἕνωση τοῦ τέχνῃ ἀπαράκτου ἢ ἀκτίστου, δηλαδή, τοῦ ἀΰλου, καὶ τοῦ τέχνῃ παρακτοῦ ἢ κτιστοῦ, δηλαδή, τοῦ ἡμιΰλου καὶ τοῦ ἐνύλου, εἶναι ἡ τελεία συναγωγικὴ πράξη τῆς ὑπαγωγῆς, χωρὶς τὴν ὁποία καὶ αὐτὴ ἡ συναγωγὴ τῆς ὑπαγωγῆς ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη ὑπαγωγή, ἡ ὁποία ἀρχίζει μὲ τὴν τέχνῃ παραγωγή, συνεχίζεται μὲ τὴν τέχνῃ μεταγωγὴ καὶ τελειώνει μὲ τὴν τέχνῃ συναγωγή, δὲν ἀποτελειοῦνται.

Ὅπως καὶ ἡ ὁμοουσιαστικὴ ἕνωση τοῦ φύσει ἀπαράκτου, δηλαδή, τοῦ εἰσακτοῦ ἢ ἀγεννήτου, καὶ τοῦ φύσει καὶ ἐν γένει παρακτοῦ, δηλαδή, τοῦ ἐξακτοῦ ἢ γεννητοῦ καὶ τοῦ φύσει καὶ ἐν εἴδει παρακτοῦ ἢ ἐκπορευτοῦ, εἶναι ἡ τελεία συναγωγικὴ πράξη τῆς προσαγωγῆς, χωρὶς τὴν ὁποία καὶ αὐτὴ ἡ συναγωγὴ τῆς προσαγωγῆς ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη προσαγωγή, ἡ ὁποία ἀρχίζει μὲ τὴ φύσει καὶ ἐν γένει παραγωγή, συνεχίζεται μὲ τὴ φύσει μεταγωγὴ καὶ τελειώνει μὲ τὴ φύσει συναγωγή, δὲν ἀποτελειοῦνται.

Ἡ δὲ τριαδικότητα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἐπειδὴ καὶ ἡ τέχνῃ συναγωγὴ καὶ ἡ τέχνῃ μεταγωγὴ ἀσκοῦνται ἀναλόγως ἀπὸ τὰ ἴδια καὶ τὰ αὐτὰ θεῖα πρόσωπα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀσκεῖται καὶ ἡ τέχνῃ παραγωγή, αὐτοί, δηλαδή, ποὺ παράγουν τὴν κτίση, οἱ ἴδιοι καὶ τὴ μετάγουν καὶ τὴ συνάγουν.

Ἡ ὁμοϋποστασιαστικὴ (ταυτοπροσωπική), συνεπῶς, καὶ ἐξωτερικὴ τῆς θείας φύσεως ἕνωση μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ὑπαγωγικῆς τριάδος, τῶν τριῶν, δηλονότι, φύσεων, τῆς ἀΰλου, τῆς ἡμιΰλου καὶ τῆς ἐνύλου, διατελεῖ ἀντιστρόφως ἀνάλογη πρὸς τὴν ὁμοουσιαστικὴ καὶ ἐσωτερικὴ τῆς θείας φύσεως ἕνωση μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς προσαγωγικῆς τριάδος, τῶν τριῶν, δηλαδή, θείων ὑποστάσεων (προσώπων), τοῦ ἀγεννήτου πατρός, τοῦ γεννητοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἐκπορευτοῦ παιδός, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἀληθὴς λόγος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως εἶναι καθαρὰ ἐντελεχειακὸς καὶ εὑρίσκεται ἀκριβῶς στὴν τοιαύτη ἀντίστροφη ἀναλογία μεταξὺ τῆς τριάδος τῆς θείας προσαγωγῆς (τῆς φύσει θείας παραγωγῆς, μεταγωγῆς καὶ συναγωγῆς) καὶ τῆς τριάδος τῆς θείας ὑπαγωγῆς (τῆς τέχνῃ θείας παραγωγῆς, μεταγωγῆς καὶ συναγωγῆς).

Κάτι δογματολογικῶς καὶ γνωσιολογικῶς τόσο ἁπλὸ καὶ στοιχειῶδες ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἀδυνατοῦσαν νὰ κατανοήσουν οἱ θεολόγοι ἐκφραστὲς τοῦ αἱρετικοῦ δόγματος τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῶν λοιπῶν ἐξ αὐτοῦ προϊόντων κακῶν δογμάτων, οἱ κακόδοξοι αὐτοὶ καὶ στραβόδοξοι καὶ ζουρλόδοξοι καὶ ψευδορθόδοξοι καὶ οὐδέποτε ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦσαν παρανοϊκῶς τὸ λόγο τῆς θείας ἐνανθρώπησης στὴν πτώση καὶ τὴ σωτηρία τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῶν ἀπογόνων του καὶ δογμάτιζαν διπάτορα θεοψυχάνθρωπο υἱό, μὲ δύο ἀγεννήτους πατέρες, ὡς, μέν, θεό, γεννώμενο ἀπὸ τὸν ἀγέννητο θεὸ πατέρα, ὡς, δέ, ψυχάνθρωπο, ἀπὸ τὸν ἀγέννητο ψυχάνθρωπο προπάτορα Ἀδὰμ διαμέσου τῆς ὑπὲρ φύσιν παρθενογενετικῆς καὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ τέκνο πατρομήτορος ἢ μητροπάτορος καὶ ὄχι ἁπλῶς μητρὸς ἀπογόνου του, τῆς Μαριάμ, ἡ ὁποία δὲν συνδυάζεται γενετικὰ μὲ ἄνδρα πατέρα στὴν ψυχανθρώπινη γέννηση τοῦ θεοψυχανθρώπου υἱοῦ, ὡς ψυχανθρώπου, ποὺ εἶναι ἀσύμφυρτη καὶ ἀσύγχυτη μὲ τὴ θεία γέννησή του, ὡς θεοῦ, ἀλλ' εἶναι ἡ ἴδια ὑπερφυσικὰ καὶ αὐτοδύναμα καὶ ἡ γεννητικὴ πηγή, ὁ πατήρ, ἡ πατρίς, κατ' ἀκρίβειαν, καὶ ἡ γεννητικὴ ἐκβολὴ (ἐκεῖ ὅπου ἡ γεννητικὴ πηγὴ ἐκβάλλει), ἡ μήτηρ, τῆς κατὰ τὴν ψυχανθρωπότητα γεννήσεώς του, ὄχι μόνο τίκτοντας ἀλλὰ καὶ γεννῶντας ἡ ἴδια τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ τέκνο.

Καὶ ὁ ὁποῖος θεοψυχάνθρωπος υἱός, ὡς ψυχάνθρωπος, καὶ γεννᾶται καὶ τίκτεται μαζὶ ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ καὶ αὐτοδύναμη παρθενοπατρομήτορα ἢ παρθενομητροπάτορά του ὡς ἐκ γενετῆς κεκαθαρμένος ἀπὸ τὴ μεταπτωτικὴ φύση, ὑποβάλοντας, δηλαδή, σὲ πλύση καὶ κάθαρση τὸ μεταπτωτικὸ ῥυπαρὸ ψυχανθρώπινο πρόσλημμα «ἅμα τῇ συλλήψει» του (εὐθὺς ἀμέσως μόλις συλληφθεῖ ὑπερφυσικῶς μέσα στὴν κοιλία τῆς παρθενοπατρομήτορος ἢ παρθενομητροπάτορός του), καὶ ὄχι ὡς ἐκ γενετῆς καθαρὸς καὶ παντελῶς ἄσχετος μὲ τὴν πεσοῦσα φύση, ὡς ἀποπτωτικὸς (ἀπὸ πτώσεως ἀναστάς), μὲ ἄλλα λόγια, καὶ ὄχι ὡς προπτωτικὸς (πρὸ πτώσεως ἑστώς), ἐνῷ ἡ παρθενοπατρομήτωρ ἢ παρθενομητροπάτωρ του ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει στὴ μεταπτωτικὴ φύση καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς ψυχανθρωπίνης γεννήσεώς του καὶ μετὰ ἀπ' αὐτή, ἐνανθρωπίζων γιὰ νὰ ἐξιλεώσει θυσιαστικῶς τὸ θεῖον καὶ νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινον, τὴν ἀδαμιαία καὶ μεταπτωτικὴ ψυχανθρωπότητα.

Καί, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὄχι μόνο αὐτεξιλεούμενος, προσφέροντας, δηλαδή, τὴν ἐξιλεωτικὴ θυσία ὁ ἴδιος, τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ ἐνανθρωπῆσαν θεῖο πρόσωπο, ὡς ψυχάνθρωπος, στὸν ἑαυτό του, ὡς θεό, ὅπως καὶ στὸ θεὸ πατέρα του καὶ στὸ θεὸ παῖδα, τὸν ἐκ τοῦ αὐτοῦ θεοῦ πατρὸς θεὸ ἀδελφό του (ἂν ἴσχυε κάτι τέτοιο καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ θὰ συγκροτοῦσαν μανικὴ καὶ ἔκφρενη ζουρλοτριάδα ἐξιλεοῦντες ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους), ἀλλ' ἐπιπλέον καὶ πρωθυστερεξιλεῶν, προσφέροντας, δηλαδή, τὴν τοιαύτη θυσία ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐκ γενετῆς ἀπόπτωση καὶ κάθαρσή του, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε καθαρθεῖ καὶ μεταβεῖ συλλήβδην, ἀπὸ αὐτὴ τὴ σύλληψη καὶ τὴ γέννησή του, στὴν ἀποπτωτικὴ φύση ὡς ἐκ γενετῆς καὶ πρὸ ἐξιλεώσεως ἀποπτωτικὸς (τὸ ὁποῖο ἐλέγχεται ὡς δογματικὸ ἄτοπο, τόσο διότι δὲν ὑφίσταται μεταποπτωτικὴ ἐξιλέωση ἢ προεξιλεωτικὴ ἀπόπτωση, ὅσο καὶ διότι εἶναι ἀδύνατη ἡ ὑποστατική, ἡ προσωπική, ἕνωση τῆς μιᾶς ἀκτίστου καὶ θείας καὶ ἀπτώτου μὲ τὴ διττὴ κτιστή, τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σωματική, φύση τοῦ ψυχανθρώπου ὅταν ἡ δεύτερη εὑρίσκεται στὴν ἀποπτωτικὴ ὀντολογία), καὶ ὄχι πρὶν καὶ προκειμένου νὰ καθαρθεῖ καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν ἀποπτωτικὴ φύση ὡς διὰ βιοτῆς (μὲ τὴ θεάρεστη βιοτή του καὶ κατὰ τὴ βιοτή του, ἀφοῦ γεννηθεῖ καὶ ἐνῷ βιοῖ) καὶ δι' ἐξιλεώσεως καὶ μετ' ἐξιλέωσιν ἀποπτωτικὸς (τὸ ὁποῖο, ἐπίσης, ἀποτελεῖ δογματικὸ ἄτοπο, ὄχι, ὅμως, ὡς πρὸς τὴν προαποπτωτικὴ ἐξιλέωση ἢ τὴ μετεξιλεωτικὴ ἀπόπτωση, ἀλλ' ὡς πρὸς τὸ ὅτι εἶναι ἐπίσης καὶ πολλῷ μᾶλλον ἀδύνατη ἡ ὑποστατική, ἡ προσωπική, ἕνωση τῆς μιᾶς ἀκτίστου καὶ θείας καὶ ἀπτώτου μὲ τὴ διττὴ κτιστή, τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σωματική, φύση τοῦ ψυχανθρώπου ὅταν ἡ δεύτερη εὑρίσκεται στὴ μεταπτωτικὴ ὀντολογία).

Δογματικῶς, ὡσαύτως, ἐν προκειμένῳ, ἀτοπεῖ καὶ ἡ ὑπολανθάνουσα ἐκδοχὴ ὅτι τὸ ψυχανθρώπινο πρόσλημμα τοῦ διπάτορος θεοψυχανθρώπου υἱοῦ κατὰ τὴν ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση τῶν δύο φύσεών του εὑρίσκετο σὲ μία μέση μεταξὺ τῆς ἀποπτωτικῆς καὶ τῆς μεταπτωτικῆς ὀντολογία καὶ ὅτι μετέβη στὴν ἀποπτωτικὴ μετὰ τὴν ἐξιλεωτική του θυσία ὁλοκληρώνοντας τὴν ἀπόπτωση καὶ τὴν κάθαρση μετὰ ἀπὸ αὐτὴ (τὴν ὁποία ἐκδοχή, εὐτυχῶς, δὲν ὑποστηρίζει ἐπισήμως ἡ ὁμολογία τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ), διότι, πέραν τῶν ἄλλων δογματικῶν κωλυμάτων, ἐὰν κωλύεται ἡ ὑποστατικὴ (προσωπική) ἔνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ θεοψυχανθρώπου υἱοῦ ὅταν ἡ δεύτερη εὑρίσκεται τόσο στὴ μεταπτωτικὴ ὅσο καὶ στὴν ἀποπτωτικὴ ὀντολογία, τότε κωλύεται καὶ εὑρισκόμενη στὴ μέση μεταξὺ αὐτῶν.

Τόσο τὸ ἰδίωμα τοῦ μεταπτωτικοῦ ὅσο καὶ τὸ ἰδίωμα τοῦ ἀποπτωτικοῦ συνιστοῦν ἀπὸ κοινοῦ τὴν αἰτιατὴ ἐντελεχειακὴ ὀντολογία τοῦ πτωτοῦ ἡ ὁποία ἀντιτίθεται πρὸς τὴν αἰτία ἐντελεχειακὴ ὀντολογία τοῦ ἀπτώτου, τοῦ προπτωτικοῦ. Τόσο, λοιπόν, ὁ ἰδιωματικὸς συνδυασμὸς «πρόπτωτος ὡς θεός – μετάπτωτος ὡς ψυχάνθρωπος», ὅσο καὶ ὁ ἰδιωματικὸς συνδυασμὸς «πρόπτωτος ὡς θεός – ἀπόπτωτος ὡς ψυχάνθρωπος» ἐλέγχονται δογματικῶς ὡς ἄτοποι, ὡς συνιστῶντες ἀπὸ κοινοῦ τὸν ἰδιωματικὸ συνδυασμὸ «ἄπτωτος ὡς θεός – πτωτὸς ὡς ψυχάνθρωπος» καὶ ἔτσι ἀμφότεροι προσκρούοντες στὴν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων μεταξὺ τῶν δύο φύσεων τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ θείου προσώπου μὲ τὴν ὁποία εἶναι σύμφωνος μόνο ὁ ἰδιωματικὸς συνδυασμὸς «ἄπτωτος ὡς θεός – ἄπτωτος ὡς ψυχάνθρωπος» ἢ ἀλλιῶς «πρόπτωτος ὡς θεός – πρόπτωτος ὡς ψυχάνθρωπος».

Δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸ τὸ ἴδιο θεῖο πρόσωπο ὡς θεὸς νὰ διατελεῖ ἄπτωτος καὶ ὡς ψυχάνθρωπος πτωτός, δὲν μπορεῖ, δηλαδή, ὁ ἄπτωτος θεὸς νὰ ἀπεικονισθεῖ ψυχοσωματικῶς ὡς πτωτὸς ψυχάνθρωπος, εἴτε ὡς μεταπτωτικός, εἴτε ὡς ἀποπτωτικός. Ἂν τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ θεῖο πρόσωπο εἶναι ἄπτωτο ὡς θεός, ἄπτωτο εἶναι καὶ ὡς ψυχάνθρωπος, ὡς ἀπτωτόπτωτο ἀδυνατεῖ, ἀσφαλῶς, νὰ ὑφίσταται. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, θὰ ἐπρόκειτο γιὰ δύο διαφορετικὰ πρόσωπα καὶ ὄχι γιὰ τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτό. Ἢ ἵσταται ὅλη ἡ διφυὴς ὑπόσταση (πρόσωπο) ἢ πίπτει ὅλη ἡ διφυὴς ὑπόσταση (πρόσωπο), εἶναι ἀδύνατο ἡ ἴδια ὑπόσταση (πρόσωπο) νὰ ἵσταται κατὰ τὴ μία φύση της καὶ νὰ πίπτει, νὰ μεταπίπτει ἢ νὰ ἀποπίπτει, κατὰ τὴν ἄλλη.

Ἡ ἀπόπτωση (ἡ ἀπὸ πτώσεως ἀνάσταση) καὶ ἡ κάθαρση καὶ ὁ ἁγνισμὸς τῆς μεταπτωτικῆς φύσης προαπαιτεῖ τὴ θεάρεστη βιοτὴ καὶ τὴ θεία ἐξιλέωση, τὰ δάκρυα, δηλαδή, καὶ τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸ αἷμα τῆς μετανοητικῆς κατανύξεως ποὺ προσφέρονται ἐξιλεωτικῶς ὡς θυσία στὸ θεό, γι' αὐτὸ καὶ δὲν γίνεται «ἐκ γενετῆς» καὶ «ἀνεξιλεωτί», «ἀδακρυτί», δηλονότι, καὶ «ἀνιδρωτί» καὶ «ἀναιμακτί», ἀλλὰ «διὰ βιοτῆς» καὶ «δι' ἐξιλεώσεως», δηλαδή, «μετὰ δακρύων» καὶ «μεθ' ἱδρώτων» καὶ «μεθ' αἵματος».

Καὶ ἡ θεία ἐξιλεωτικὴ θυσία τῆς μετανοητικῆς κατανύξεως τῶν δακρύων καὶ τοῦ ἱδρῶτος καὶ τοῦ αἵματος ἔχει πάντοτε καθαρτικὸ καὶ ἁγνιστικὸ χαρακτῆρα γι' αὐτὸν ποὺ τὴν προσφέρει καὶ γι' αὐτὸ προσφέρεται πάντοτε ἀπὸ φορέα τῆς ῥυπαρᾶς καὶ μεταπτωτικῆς φύσεως ποὺ κατανύσσεται ἐν μετανοίᾳ καὶ δακρύζει καὶ ἱδρώνει καὶ αἱμορραγεῖ ἐν ἀγωνίᾳ γιὰ νὰ ἁγνισθεῖ καὶ νὰ γίνει κεκαθαρμένος καὶ ἀποπτωτικός. Οὐδέποτε ὁ κεκαθαρμένος ἀποπτωτικὸς καὶ ὁ καθαρὸς προπτωτικὸς κατανύσσονται μετανοητικῶς καὶ προσφέρουν ἀγωνιωδῶς στὸ θεὸ τὰ δάκρυα καὶ τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸ αἷμά τους ὡς ἐξιλεωτικὴ θυσία ἁγνισμοῦ οὔτε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῶν ἄλλων οὔτε μόνο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων, ἐπειδή, πλέον, δὲν ἔχει νόημα ἡ τοιαύτη θυσιαστικὴ προσφορά, τόσο διότι διατελοῦν ὁ μὲν κεκαθαρμένος καὶ ἁγνισμένος καὶ ὁ δὲ καθαρὸς καὶ ἁγνός, ὅσο καὶ διότι εἶναι ἄτοπο νὰ κατανύσσεται μετανοητικῶς καὶ ἐξιλεωτικῶς ὁ ἀναμάρτητος ἢ ὁ ἀπροσαμάρτητος (ὁ μὴ προσέτι ἁμαρτάνων μετὰ τὴν ἀπόπτωση καὶ τὴν κάθαρσή του) γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἐπειδή, δηλαδή, ἡ μετανοητικὴ κατάνυξη καὶ ἡ ἐξιλεωτικὴ θυσία τῶν δακρύων, τοῦ ἱδρῶτος καὶ τοῦ αἵματος ἀποτελεῖ πάντοτε προσωπικὸ βίωμα τοῦ ἔχοντος ἀνάγκη μετανοίας καὶ ἐξιλεώσεως καὶ σωτηρίας καὶ ὄχι τοῦ ὡς πρὸς αὐτὰ ἀνενδεοῦς.

Καὶ ὁ ἄμωμος χαρακτήρας τῆς ἐξιλεωτικῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς τῶν δακρύων, τοῦ ἱδρῶτος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ ἐξιλεοῦντος λυτρωτοῦ οὐδέποτε σημαίνει ὅτι ὁ τοιοῦτος πρέπει νὰ εἶναι εἴτε ἄπτωτος ἢ προπτωτικὸς εἴτε ἡμίπτωτος ἢ ἀποπτωτικός, ὅπως μωροκακοδόξως ἔχει παρεξηγηθεῖ ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ, ἀλλ' ὅτι πρέπει νὰ εὑρίσκεται «ἄμεμπτος κατὰ τὸν νόμον Κυρίου», φορέας, μέν, τῆς ἀδαμιαίας μεταπτωτικῆς καὶ ῥυπαρᾶς φύσεως ὁ ὁποῖος, ὅμως, τηρεῖ τὶς δοθεῖσες θεῖες ἐντολὲς στὰ πλαίσια τῆς ἀνακεκαινισμένης παλαιᾶς, τῆς καινῆς, δηλαδή, διαθήκης, καὶ κατανύσσεται μετανοητικῶς καὶ προσφέρει ἀγωνιωδῶς στὸν ἐν σαρκὶ θεό, στὸν προαδαμιαῖο καὶ προπτωτικὸ θεοψυχάνθρωπο, τὰ δάκρυα, τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸ αἷμά του πρῶτα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἔπειτα γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τῶν ὑπολοίπων συναδαμιαίων καὶ συμμεταπτωτικῶν συνανθρώπων του ποὺ ἀποδέχονται ὁμολογιακῶς τὴν ἐξιλεωτική του λύτρωση.

Συνεπείᾳ τῆς κακοδοξίας τῆς μεταποπτωτικῆς ἐξιλέωσης ἢ τῆς προεξιλεωτικῆς ἀπόπτωσης, ὅτι δῆθεν ὑφίσταται ἐξιλέωση μετὰ τὴν ἀπόπτωση ἢ ἀπόπτωση πρὶν τὴν ἐξιλέωση, ἡ ὁποία κακοδοξία ἦταν συνέπεια τῆς ἀρχικῆς κακοδοξίας τοῦ δῆθεν ἐκ τοῦ ἀδαμιαίου γενεαλογικοῦ δένδρου καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀδαμιαίων ἐνανθρωπήσαντος υἱοῦ τοῦ θεοῦ, τοῦ διπάτορος θεοψυχανθρώπου Ἰησοῦ, ἄρα συλλήβδην κεκαθαρμένου καὶ ἐκ γενετῆς ἀποπτωτικοῦ, προέκυψε καὶ ἡ συναφὴς κακοδοξία τοῦ ἀδιαβλήτου ἐξιλεωτικοῦ θανάτου τοῦ θεοψυχανθρώπου, ὡς ψυχανθρώπου, ὅτι δῆθεν ὑφίσταται καὶ μὴ ἐφάμαρτος θάνατος ὁ ὁποῖος ἐξαφανίζει τὴν ἁμαρτία καὶ εὑρίσκεται στὴν ἀποπτωτικὴ ψυχανθρωπότητα τοῦ διπάτορος θεοψυχανθρώπου υἱοῦ, τὴν ὁποία, σημειωτέον, ἀποπτωτικὴ φύση οἱ ψευδορθόδοξοι τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ οἱ λοιποὶ κακόδοξοι τοῦ δυτικοῦ συνέχεαν καὶ ταύτιζαν μὲ τὴν προπτωτικὴ φύση ὀνομάζοντάς την καὶ αὐτὴ προπτωτική.

Ὁ θάνατος στὸ ψυχανθρώπινο ὂν εἶναι μόνο ἐφάμαρτος καὶ διαβλητός, διότι, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ζῶα, δὲν ἀφορᾷ μόνο τὴ σωματικὴ φύση, ὁριζόμενος ὡς λήξη τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο), ὁριζόμενος ὡς λύση τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἕνωσης τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς φύσης, ὡς χωρισμός, δηλαδή, τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐπειδὴ αὐτὸ κατέστη θνητό, χάνοντας τὴν ἀθανασία, σὲ ἀλληλοαναιρετικὴ ἀντίθεση μ' ἐκείνη ποὺ παρέμεινε ἀθάνατη, καί, ὄντας διαχωρισμὸς καὶ διάλυση καὶ διαζύγιο μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν συζυγικῶν φύσεων ποὺ ἐπῆλθε νομοτελειακὰ καὶ ἀναπόφευκτα λόγῳ τῆς παύσης τῆς ἀντίδοσης τῶν ἰδιωμάτων «ἀτελεύτητος ψυχή – ἀτελεύτητον σῶμα» καὶ τῆς μετατροπῆς της σὲ ἀντίθεση ἀλληλοαναιρουμένων ἰδιωμάτων «ἀτελεύτητος ψυχή – τελευτητὸν σῶμα», ἀποτελεῖ, ἀσφαλῶς, δευτερογενὲς ἁμάρτημα ποὺ ἐπέρχεται ὡς συνέπεια ἄλλου πρωτογενοῦς ἁμαρτήματος, γι' αὐτὸ καὶ εὑρίσκεται μόνο στὴ μεταπτωτικὴ καὶ ὄχι στὴν προπτωτικὴ οὔτε στὴν ἀποπτωτικὴ φύση. Δὲν ὑφίσταται, συνεπῶς, στὸν ψυχάνθρωπο ἀδιάβλητος ἀλλὰ μόνο διαβλητὸς θάνατος.

Εἶναι σημαντικὸ ἐδῶ νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι δὲν προκαλεῖ ἡ φυγὴ τῆς ψυχῆς τὸ θάνατο τοῦ σώματος καὶ τὴ διάλυση τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεώς του μὲ αὐτή, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο, ὁ θάνατος τοῦ σώματος προκαλεῖ τὴ φυγὴ τῆς ψυχῆς καὶ τὴ διάλυση τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἕνωσής της μὲ αὐτό, διότι, πλέον, ἡ ζῶσα ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ παραμένει μέσα σὲ νεκρὸ σῶμα. Καὶ ὅτι ἡ ἀνάσταση τῆς νεκρᾶς ἀδαμιαίας σωματικῆς φύσης ἀπὸ τὰ λείψανα ποὺ καταλείπει μετὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀποσύνθεσή της (εἶναι κακόδοξη καὶ ἀντιβιβλικὴ ἡ γνώμη ὅτι κατὰ τὴν καθολικὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν τὸ σῶμα θὰ ἀναπλασθεῖ ὅλο συλλήβδην ἀπὸ τὴ γῆ) καὶ ἡ ἐπανασύσταση τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεώς της μὲ τὴ ζῶσα ψυχὴ ὀφείλεται στὴν ἀντιστάθμιση τῶν ἀλληλοπροσαιρουμένων ἰδιωμάτων «ἀτελεύτητος ἢ ἀθάνατος ψυχή – ἀπροστελεύτητον ἢ ἀπρόσθνητον σῶμα», ὅπου ὡς «ἀπροστελεύτητον ἢ ἀπρόσθνητον σῶμα» ὁρίζεται «αὐτὸ ποὺ δὲν τελευτᾷ ἢ δὲν ἀποθνήσκει προσέτι, ἐπιπλέον, γιὰ δεύτερη φορά, μετὰ τὴν τελευτὴ ἢ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή του».

Ὅπως προειπώθηκε, ἡ ἀντιστάθμιση τῶν ἰδιωμάτων ἀποτελεῖ μέσο καὶ ἔκτυπο εἶδος μεταξὺ τοῦ πρώτου ἀκραίου καὶ ἀρχετύπου εἴδους τῆς ἀντίδοσης καὶ τοῦ ἐσχάτου ἀκραίου καὶ ἀντιτύπου εἴδους τῆς ἀντίθεσης τῶν ἰδιωμάτων καὶ ἐφαρμόζεται ὅπου ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων ἀδυνατεῖ, ὡς εἰκόνα τῆς ἀντιδόσεως, προκειμένου, ὅμως, νὰ συναφθεῖ συζυγικὴ σχέση μεταξὺ τῶν ἀντιστάθμων ἰδιωμάτων θὰ πρέπει ἀμφότερα νὰ εἶναι μεταξύ τους ἀλληλοπροσαιρούμενα καὶ ὄχι ἀλληλοαναιρούμενα καὶ τὸ ἴδιο ἀναλόγως ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ σύζευξη τῶν ἰδιωμάτων στὸ τρίτο εἶδος τῆς ἀντίθεσης τῶν ἰδιωμάτων.

Ἐπὶ παραδείγματι, τὰ ἀντίθετα ἰδιώματα «ἀποίητον – ποιητόν» ἢ ἀλλιῶς «ἄκτιστον – κτιστόν» εἶναι ἀλληλοπροσαιρούμενα στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο (ἀλλὰ καὶ μεταξὺ δύο ἢ πλειόνων ὄντων) γι' αὐτὸ καὶ συζεύγνυνται μεταξύ τους καὶ εἶναι δυνατὴ ἡ σύναψη τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἕνωσης μεταξὺ τῆς ἀποιήτου ἢ ἀκτίστου θείας καὶ τῆς ποιητῆς ἢ κτιστῆς καὶ διττῆς, ψυχικῆς καὶ σωματικῆς, φύσης, σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὰ ἀντίθετα ἰδιώματα «ἀτελεύτητον – τελευτητόν» ἢ ἀλλιῶς «ἀθάνατον – θνητόν» τὰ ὁποῖα εἶναι ἀλληλοαναιρούμενα μεταξύ τους στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο (ἀλλὰ ἀλληλοπροσαιρούμενα μεταξὺ δύο ἢ πλειόνων ὄντων) καὶ γι' αὐτὸ δὲν συζεύγνυνται καὶ δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ διατήρηση τῆς συναφθείσης ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως μεταξὺ τῆς ἀτελευτήτου ἢ ἀθανάτου ψυχῆς καὶ τοῦ τελευτητοῦ ἢ θνητοῦ σώματος.

Καὶ τὰ ἀντίσταθμα ἰδιώματα «ἀτελεύτητον – ἀπροστελεύτητον» ἢ ἀλλιῶς «ἀθάνατον – ἀπρόσθνητον» εἶναι ἀλληλοπροσαιρούμενα στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο (ἀλλὰ καὶ μεταξὺ δύο ἢ πλειόνων ὄντων) μὲ τὴ λογικὴ τῆς συνέχειας τῆς διακοπείσης ὑπάρξεως τῆς διφυοῦς ὑπόστασης (προσώπου) γι' αὐτὸ καὶ συζεύγνυνται μεταξύ τους καὶ εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπανασύσταση τῆς διαλυθείσης ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἕνωσης μεταξὺ τῆς ζώσης ψυχῆς καὶ τοῦ ἐκ λειψάνων (καὶ ὄχι ἐκ γῆς) ἀναστάντος σώματος, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὰ ἀντίσταθμα ἰδιώματα «ἄπτωτον – ἀπρόσπτωτον (μὴ προσέτι πῖπτον)» ἢ ἀλλιῶς «πρόπτωτον – ἀπόπτωτον» τὰ ὁποία εἶναι ἀλληλοαναιρούμενα μεταξύ τους στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο (ἀλλὰ ἀλληλοπροσαιρούμενα μεταξὺ δύο ἢ πλειόνων προσώπων) καὶ γι' αὐτὸ δὲν συζεύγνυνται καὶ δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ σύναψη τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἕνωσης μεταξὺ τῆς ἀπτώτου ἢ προπτώτου θείας καὶ τῆς ἀπροσπτώτου ἢ ἀποπτώτου ἀδαμιαίας φύσεως (πέραν τῶν ἄλλων δογματικῶν κωλυμάτων).

Τί πια δὲν μποροῦσε ἐπὶ τόσους αἰῶνες νὰ καταλάβει ὁ ψευδορθόδοξος ἀνατολικὸς καὶ ὁ προσέτι κακόδοξος δυτικὸς χριστιανισμός; Ὅτι ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση δύο φύσεων στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο μὲ δύο διαφορετικοὺς μονοφυεῖς πατέρες ἕκαστος τῶν ὁποίων φέρει τὴ μία μόνο ἀπὸ τὶς δύο διαφορετικὲς φύσεις καὶ ἐνεργεῖ μόνο τὴ μία ἀπὸ τὶς δύο διάφορες καὶ ἀσύγχυτες μεταξύ τους γεννήσεις εἶναι ὄχι μόνο δεοντολογικῶς ἀνεπίτρεπτη ἀλλὰ καὶ ὀντολογικῶς ὅλως ἀδύνατη;

Ἐν προκειμένῳ, ἡ μεθοδολογία τοῦ συλλογισμοῦ εἶναι ἁπλῆ καὶ ἡ κατανόηση τοῦ ζητήματος εὔκολη ἄνευ χρείας ἐξειδικευμένης ἐπιστημονικῆς καταρτίσεως. Ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο σημαίνει ἀσύγχυτη ἕνωση τῶν δύο μονοφυῶν γεννήσεων σὲ μία κατὰ μῖξιν σύνθετη διφυῆ γέννηση. Καὶ ἕνωση τῶν δύο μονοφυῶν γεννήσεων σὲ μία κατὰ μῖξιν σύνθετη διφυῆ γέννηση σημαίνει ὄχι μόνο ἕνωση τῶν δύο παθητικῶν μονοφυῶν γεννήσεων (τοῦ ἑνὸς μονοφυοῦς «γεννᾶσθαι» καὶ τοῦ ἄλλου μονοφυοῦς «γεννᾶσθαι») σὲ μία κατὰ μῖξιν σύνθετη παθητικὴ διφυῆ γέννηση (σὲ ἕνα κατὰ μῖξιν σύνθετο διφυὲς «γεννᾶσθαι»), τῶν δύο, δηλαδή, μονοφυῶν υἱοτήτων σὲ μία κατὰ μῖξιν σύνθετη διφυῆ υἱότητα, τῶν δύο μονοφυῶν υἱῶν σὲ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ διφυῆ υἱό, ἀλλὰ καὶ ἕνωση τῶν δύο ἐνεργητικῶν μονοφυῶν γεννήσεων (τοῦ ἑνὸς μονοφυοῦς «γεννᾶν» καὶ τοῦ ἄλλου μονοφυοῦς «γεννᾶν») σὲ μία κατὰ μῖξιν σύνθετη ἐνεργητικὴ διφυῆ γέννηση (σὲ ἕνα κατὰ μῖξιν σύνθετο διφυὲς «γεννᾶν»), τῶν δύο, δηλαδή, μονοφυῶν πατροτήτων σὲ μία κατὰ μῖξιν σύνθετη διφυῆ πατρότητα, τῶν δύο μονοφυῶν πατέρων σὲ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ διφυῆ πατέρα, διότι ἡ παθητικὴ γέννηση, ἡ υἱότητα, εἶναι νομοτελειακὰ ἡ ἀνταπόκριση τῆς ἐνεργητικῆς γεννήσεως, τῆς πατρότητος, καὶ ἀναπόφευκτα ἀνάλογη πρὸς αὐτή.

Ποὺ σημαίνει ὅτι ἂν οἱ δύο παθητικὲς μονοφυεῖς γεννήσεις, οἱ δύο μονοφυεῖς υἱότητες, οἱ δύο μονοφυεῖς υἱοί, ἑνώνονται ἀσύγχυτα σὲ μία μικτὴ παθητικὴ διφυῆ γέννηση, σὲ μία μικτὴ διφυῆ υἱότητα, σὲ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ διφυῆ υἱό, αὐτὸ γίνεται νομοτελειακὰ καὶ ἀναπόφευκτα ἐπειδὴ καὶ οἱ δύο ἐνεργητικὲς μονοφυεῖς γεννήσεις, οἱ δύο μονοφυεῖς πατρότητες, οἱ δύο μονοφυεῖς πατέρες, ἑνώνονται ἀσύγχυτα σὲ μία μικτὴ ἐνεργητικὴ διφυῆ γέννηση, σὲ μία μικτὴ διφυῆ πατρότητα, σὲ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ διφυῆ πατέρα.

Εἶναι παντελῶς ἀδύνατο νὰ ἔχουμε δυσαναλόγως δύο, ἀφενός, χωριστὲς καὶ μονοφυεῖς ἐνεργητικὲς γεννήσεις, δύο χωριστὲς μονοφυεῖς πατρότητες, δύο χωριστοὺς μονοφυεῖς πατέρες, καὶ μία, ἀφετέρου, διφυῆ παθητικὴ γέννηση, μία διφυῆ υἱότητα, ἕνα διφυῆ υἱό, ὅπως κακοδόξως δογματίζει ὁ ἀνατολικὸς καὶ ὁ δυτικὸς χριστιανισμός. Ὅπως ἡ ἐνεργητικὴ ἔτσι καὶ ἡ παθητικὴ γέννηση, ἂν ἡ ἐνεργητικὴ γέννηση, ἡ πατρότητα, εἶναι μία καὶ διφυής, μία καὶ διφυὴς εἶναι καὶ ἡ παθητικὴ γέννηση, ἡ υἱότητα, καὶ ἐὰν οἱ δύο ἐνεργητικὲς γεννήσεις, οἱ δύο πατρότητες, εἶναι χωριστὲς καὶ ἀσύνθετες καὶ ὄχι ἀσύγχυτα σύνθετες καὶ ἑνωμένες μεταξύ τους, τὸ ἴδιο χωριστὲς καὶ ἀσύνθετες μεταξύ τους εἶναι καὶ οἱ δύο παθητικὲς γεννήσεις, οἱ δύο υἱότητες.

Ἐάν, λοιπόν, ἔχουμε δύο χωριστοὺς καὶ διαφορετικοὺς πατέρες ἕκαστος τῶν ὁποίων φέρει τὴ μία μόνο ἀπὸ τὶς δύο διαφορετικὲς φύσεις καὶ ἐνεργεῖ μόνο τὴ μία ἀπὸ τὶς δύο διάφορες καὶ ἀσύγχυτες μεταξύ τους γεννήσεις, δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἀσύγχυτη ἕνωση καὶ σύνθεση, μίξη, τῶν δύο ἐνεργητικῶν φυσικῶν γεννήσεων σὲ μία διφυῆ ἐνεργητικὴ γέννηση, ἄρα οὔτε καὶ τῶν δύο παθητικῶν φυσικῶν γεννήσεων σὲ μία διφυῆ παθητικὴ γέννηση, ἄρα οὔτε καὶ τῶν δύο υἱϊκῶν φύσεων σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ υἱϊκὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ συνεπῶς, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἡ θεία ἐνανθρώπῆση τοῦ θεοῦ υἱοῦ ὡς διπάτορος, ἄνευ τῆς θείας προενανθρωπήσεως τοῦ θεοῦ πατρός, ἐλέγχεται ὁλωσδιόλου ἀδύνατη. Ἂν οἱ γεννήσεις ἀσύνθετες, καὶ οἱ φύσεις ἀσύνθετες. Καὶ ἂν οἱ γεννήσεις σύνθετες, καὶ οἱ φύσεις σύνθετες. Ἀσύνθετες γεννήσεις καὶ σύνθετες φύσεις εἶναι δογματικὸ ἄτοπο (ζουρλοδοξία).

Ἀπὸ γενικὴ θεολογικὴ καὶ δογματολογικὴ ἄποψη, οἱ μωροθεολογοῦντες πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς ψευδορθοδόξου ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς προκυψασῶν λοιπῶν κακοδόξων ὁμολογιῶν, κοινῶς, ἤτανε γιὰ δέσιμο καὶ γιὰ τὰ σίδερα καὶ ὄχι γιὰ διδασκαλικὴ καθέδρα, αὐτοὶ πλανώμενοι καὶ ἑτέρους πλανῶντες, καὶ μακάρι, κατὰ τὰ ἄλλα, οἱ τοιοῦτοι νὰ εἶχαν σώας τὰς φρένας. Ἀλλὰ κλείνουμε ἐδῶ τὴν ἐκτενῆ μας παρένθεση σχετικὰ μὲ δογματολογικὰ ζητήματα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἀσχοληθοῦμε πιὸ ἀναλυτικὰ στὶς οἰκεῖες ἑνότητες καὶ ἐπανερχόμαστε στὸ προκείμενο.

Ὅλη, λοιπόν, ἡ ὑπαγωγή, καὶ ἡ παραγωγὴ καὶ ἡ μεταγωγὴ καὶ ἡ συναγωγὴ τῆς κτίσεως, ἡ θεία, δηλονότι, ἐνανθρώπηση, «ἀφορμᾶται ἐκ πατρός, πρόεισι δι' υἱοῦ καὶ τελειοῦται ἐν παιδί», εἶναι ἀναμφισβήτητα τριαδική. Διότι δὲν εἶναι λογικὸ κάποιο ἀπὸ τὰ τρία θεῖα πρόσωπα νὰ μετέχει μόνο τῆς παραγωγῆς ἢ καὶ τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς μεταγωγῆς καὶ νὰ εἶναι ἀμέτοχο καὶ τῆς μεταγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς ἢ μόνο τῆς συναγωγῆς τῆς κτίσεως, νὰ κάνει, δηλαδή, τὴ μισὴ ὑπαγωγὴ καὶ νὰ μὴν κάνει τὴν ἄλλη μισὴ καὶ νὰ ἀφήνει τὴν ὑπαγωγὴ ἀτελείωτη. «Ὁ παράγων, οὗτος καὶ μετάγων, ὁ αὐτὸς καὶ συνάγων». Καὶ τότε, γιατί παρήγαγε ἢ γιατί παρήγαγε καὶ μετήγαγε τὴν κτίση μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα δύο θεῖα πρόσωπα, ἀφοῦ ἀρνεῖται καὶ τὴ μεταγωγὴ καὶ τὴ συναγωγὴ ἢ μόνο τὴ συναγωγή της; Ἡ παραγωγὴ ἐντελεχειακὰ ἢ νομοτελειακὰ ἀποσκοπεῖ στὴ συναγωγὴ τῆς κτίσεως μέσῳ τῆς μεταγωγῆς της. Παραγωγὴ ἄνευ συναγωγῆς εἶναι ἐντελεχειακῶς ἄτοπη καὶ μάταιη, ἄνευ λόγου καὶ σκοποῦ.

Προσοχή! Τὸ ὅτι ἡ θεία ἐνανθρώπηση εἶναι ἡ τελεία συναγωγικὴ πράξη τῆς ὑπαγωγῆς αὐτό, πάλι, δὲν πρέπει ποτὲ νὰ παρερμηνευθεῖ κακοδόξως ὅτι δῆθεν πρέπει νὰ ἐνανθρωπήσει μόνο τὸ τρίτο θεῖο πρόσωπο ποὺ κατέχει τὸν τελειότερο ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο καὶ τὰ ἄλλα δύο νὰ περιορισθοῦν σὲ ἀτελέστερες ὑπαγωγικὲς συναγωγικὲς πράξεις, διότι, πέραν τῶν ἄλλων δογματικῶν λόγων, ἕκαστο θεῖο πρόσωπο μετέχει σὲ ἑκάστη οἰκονομικὴ θεία ἐνέργεια κατὰ τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ποὺ τοῦ προσιδιάζει, ἄρα καὶ στὴ θεία ἐνανθρώπηση, ποὺ σημαίνει ὅτι ἐν προκειμένῳ ἡ σχετικὴ μὲ τὴ συναγωγὴ ἐντελεχειακὴ διαβάθμιση ποὺ ἀναλογεῖ καὶ προσιδιάζει στὰ τρία θεῖα πρόσωπα ἐφαρμόζεται εἰδικὰ στὰ μέτρα τῆς «τελείας συναγωγῆς» κατὰ τὸ ὄντως ὀρθόδοξο καὶ καινορθόδοξο ἐντελεχειακὸ σχῆμα «τελεία συναγωγὴ (εἰσακτὸς ἢ ἀγέννητος θεοψυχάνθρωπος πατήρ) – τελειοτέρα συναγωγὴ (ἐξακτὸς ἢ γεννητὸς θεοψυχάνθρωπος υἱός) – τελειοτάτη συναγωγὴ (παρακτὸς ἢ ἐκπορευτὸς θεοψυχάνθρωπος παῖς)» καὶ ὄχι γενικὰ στὰ μέτρα τῆς «συναγωγῆς» κατὰ τὸ κακόδοξο καὶ ἄτοπο ἐντελεχειακὸ σχῆμα «ἀτελὴς συναγωγὴ (θεὸς πατήρ) – ἡμιτελὴς συναγωγὴ (θεὸς υἱός) – τελεία συναγωγὴ (θεοψυχάνθρωπος παῖς)».

Ἡ μεταγωγὴ τῆς ὑπαγωγῆς συσχετίζεται καὶ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ καθιερωτικοῦ χρίσματος, τὸ ὁποῖο προηγεῖται, καὶ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ θεωτικοῦ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἕπεται ὡς ἀπόπλυση, τελείωση καὶ ὑπέρβαση τοῦ χρίσματος (ἡ κακόδοξος καὶ ψευδορθόδοξος ὁμολογία τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ἐπιτελεῖ πρωθύστερα τὰ τοιαῦτα μυστήρια, προτάσσοντας τὸ βάπτισμα καὶ ἐπιτάσσοντας τὸ χρῖσμα) καὶ κατεξοχὴν μὲ τὸ βάπτισμα.

Ὅσον ἀφορᾷ τὴ χρισματικὴ ἀντίληψη τῆς υἱοθεσίας καὶ τῆς πατροθεσίας, στὰ πλαίσια τοῦ χρισματικοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, μεταξύ, μέν, ἀνθρώπου καὶ συνανθρώπου, ἰσχύει ἡ ἐμμεσότητα τῆς διαδοχῆς, ἐνῷ, ἀναμέσον θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἡ συμμεσότητα τῆς διαδοχῆς, δεδομένου ὅτι ὁ θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος λειτουργὸς συλλειτουργοῦν καὶ συντελετουργοῦν ὅλα τὰ μυστήρια καὶ τὰ μυστηριοειδῆ.

Ἡ χρισματικὴ υἱοθεσία γίνεται ἀντιληπτὴ μὲ τρεῖς σημασίες:

Πρῶτον, ὡς «εἰδικὴ υἱοθεσία» ἢ «καταστατικὴ υἱοθεσία», ἡ κατεξοχὴν λεγόμενη χρισματικὴ υἱοθεσία, ἡ ὁποία προκύπτει στὰ πλαίσια τῆς ἱερατικῆς καταστάσεως, τῆς καθιερώσεως, δηλαδή, σὲ κάποιον ἱερατικὸ βαθμό, ἀπὸ τὴ σταυροειδῆ μετάδοση τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, τόσο ἀπὸ τὴν κατακόρυφο, ἀπὸ τὴ μετάδοση, δηλαδή, ἑνὸς κατώτερου βαθμοῦ ἀπὸ ἕνα ἀνώτερό του, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ὁριζόντια, ἀπὸ τὴ μετάδοση, δηλονότι, τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ βαθμοῦ ἀπὸ ἕνα προκάτοχο σὲ ἕνα μετακάτοχό του. Καταστατικὴ υἱοθεσία μποροῦμε, ἐπίσης, νὰ ἔχουμε καὶ στὴν περίπτωση τῆς καθιερώσεως σὲ κάποιον ἱερατικὸ τίτλο (ὀφφίκιο).

Δεύτερον, ὡς «μέση υἱοθεσία» ἢ «καθοδηγητικὴ υἱοθεσία», ἡ ὁποία ὑφίσταται στὰ πλαίσια τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης, τῆς σχέσης, δηλαδή, τοῦ πνευματικοῦ υἱοῦ, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ φέρει οἱονδήποτε ἱερατικὸ βαθμό, μὲ τὸν πνευματικό του πατέρα, ὁ ὁποῖος φέρει μόνο τὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου.

Καὶ τρίτον, ὡς «γενικὴ υἱοθεσία» ἢ «ἁπλολειτουργικὴ υἱοθεσία», ἡ ὁποία σχετίζεται μὲ τὸ εἶδος τῶν κατ' ἄνθρωπον ἱερατικῶν βαθμῶν καὶ χαρακτηρίζει, τόσο τὸν κατώτατο ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ μύστου (τῆς λεγόμενης «γενικῆς ἱερωσύνης»), ὁ ὁποῖος μυσταγωγεῖται, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, υἱοθετεῖται, διαδοχικὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς μέσους ἱερατικοὺς βαθμοὺς τοῦ ψάλτου, τοῦ ἀναγνώστου, τοῦ προφήτου ἢ διδασκάλου, τοῦ ὑποδιακόνου καὶ τοῦ διακόνου (τῆς καλούμενης «μέσης ἱερωσύνης») καὶ κατεξοχὴν ἀπὸ τὸν ἀνώτατο ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου (τῆς ὀνομαζόμενης «εἰδικῆς ἱερωσύνης»), ὅσο καὶ τοὺς μέσους ὡς ἄνω ἱερατικοὺς βαθμούς, οἱ ὁποῖοι μυσταγωγοῦνται ἢ υἱοθετοῦνται διαδοχικὰ μεταξύ τους, ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, ὁ κατώτερος ἀπὸ τὸν ἀνώτερο, καὶ ὅλοι μαζὶ κατεξοχὴν ἀπὸ τὸν ἀνώτατο ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου.

Καὶ κατ' ἀνάλογο τρόπο καὶ ἡ χρισματικὴ πατροθεσία κατανοεῖται, εἴτε μὲ τὴν κατεξοχὴν ἔννοιά της, ὡς «εἰδικὴ πατροθεσία» ἢ «καταστατικὴ πατροθεσία», ἀναφερόμενη, κατ' ἀκρίβειαν, στὸν ἀνώτατο πρεσβυτερικὸ βαθμό, ὁ ὁποῖος καθιστᾷ ἢ καθιερώνει, χειροτονεῖ, δηλαδή, ἢ χρίει κατακόρυφα στοὺς μέσους καὶ τὸν κατώτατο βαθμὸ ἢ ὁριζόντια στὸν ἑαυτό του (ἢ χειροθετεῖ ἢ χρίει σὲ κάποιον ἱερατικὸ τίτλο ἢ ὀφφίκιο) καὶ ἔτσι υἱοθετεῖ τοὺς χειροτονούμενους ἢ χριόμενους (ἢ τοὺς χειροθετούμενους ἢ χριόμενους), εἴτε ὡς «μέση πατροθεσία» ἢ «καθοδηγητικὴ πατροθεσία», ἀφορῶντας μόνο τὸν πρεσβυτερικὸ ἱερατικὸ βαθμό, ὁ ὁποῖος καθοδηγεῖ πνευματικῶς καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο υἱοθετεῖ τοὺς φορεῖς ὅλων, καὶ τῶν ἑπτὰ κατ' ἄνθρωπον ἱερατικῶν βαθμῶν, εἴτε ὡς «γενικὴ πατροθεσία» ἢ «ἁπλολειτουργικὴ πατροθεσία», ἀφορῶντας κατεξοχὴν τὸν ἀνώτατο βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, ὁ ὁποῖος μυσταγωγεῖ, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, υἱοθετεῖ, τοὺς παραπάνω μέσους βαθμοὺς καὶ τὸν κατώτατο βαθμὸ τοῦ μύστου, καὶ κατ' ἐπέκτασιν ὅλους τοὺς προαναφερθέντες μέσους βαθμούς, οἱ ὁποῖοι μυσταγωγοῦν ἢ υἱοθετοῦν διαδοχικῶς ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὁ ἀνώτερος τὸν κατώτερο, καὶ ὅλοι τὸν κατώτατο βαθμό. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἕβδομος πρεσβυτερικὸς κατ' ἄνθρωπον βαθμὸς καθοδηγεῖται, καθιστᾶται καὶ μυσταγωγεῖται καὶ ἔτσι υἱοθετεῖται καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν ὄγδοο πρεσβυτατικὸ κατὰ θεὸν βαθμό.

Γι' αὐτὸ καὶ στὰ πλαίσια τοῦ χρισματικοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης ἡ θεία πατροθετικὴ ἐνέργεια καὶ χάρη, εἴτε ὡς καταστατική, εἴτε ὡς καθοδηγητική, εἴτε ὡς ἁπλολειτουργική, δὲν εἶναι ποτὲ καθαρὴ ἀλλὰ πάντα μικτὴ μαζὶ μὲ τὴν υἱοθετική, πλεονεκτούσης καὶ ἐπικρατούσης τῆς πατροθετικῆς καὶ μειονεκτούσης τῆς υἱοθετικῆς, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν υἱοθετικὴ ἡ ὁποία εἶναι καὶ καθαρὴ στὴ μετάδοση τοῦ βασικοῦ καὶ στοιχειώδους ἱερατικοῦ βαθμοῦ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καθαρὴ πνευματικὴ υἱότητα.

Ὅλοι, λοιπόν, οἱ ἀνώτεροι τοῦ γενικοῦ κατ' ἄνθρωπον ἱερατικοὶ βαθμοί, εἴτε ὡς διδασκαλικοὶ εἴτε ὡς τελετουργικοί, μετέχουν τοὐλάχιστον τῆς γενικῆς ἢ ἁπλολειτουργικῆς πνευματικῆς πατρότητος, ἕκαστος στὰ οἰκεῖα μέτρα του, μὲ τὸν ὄγδοο κατὰ θεὸν ἱερατικὸ βαθμὸ νὰ κατέχει τὴν καθαρὴ πνευματικὴ πατρότητα, καὶ ὅλοι οἱ κατ' ἄνθρωπον ἱερατικοὶ βαθμοὶ μετέχουν τῆς πνευματικῆς υἱότητος, μὲ τὸ βαθμὸ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης νὰ κατέχει τὴν καθαρὴ πνευματικὴ υἱότητα.

Διαπιστώνουμε, συνεπῶς, τὴ φθίνουσα (ἀτελόστροφο) τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῆς πνευματικῆς πατρότητος (καὶ ἀναλόγως καὶ τῆς πνευματικῆς υἱότητος), ὡς ἑξῆς:

Ἀρχέτυπον (τέλειον): Καταστατικὴ πνευματικὴ πατρότης (ἢ υἱότης)/Ἐπηυξημένη καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότης (ἢ υἱότης)/Εἰδικὴ πνευματικὴ πατρότης (ἢ υἱότης).

Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότης (ἢ υἱότης)/Ηὐξημένη καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότης (ἢ υἱότης)/Μέση πνευματικὴ πατρότης (ἢ υἱότης).

Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ἁπλολειτουργικὴ (ἁπλῆ λειτουργική, μόνο τελετουργική) πνευματικὴ πατρότης (ἢ υἱότης)/Ἁπλῆ καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότης (ἢ υἱότης)/Γενικὴ πνευματικὴ πατρότης (ἢ υἱότης).

Καὶ ἡ καταστατική, σημειωτέον, καὶ ἡ καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότητα (ἢ υἱότητα) ἔχουν, μέν, καὶ αὐτὲς λειτουργικό, τελετουργικό, δηλαδή, χαρακτῆρα, δεδομένου ὅτι ἡ πρώτη σχετίζεται εἰδικὰ μὲ τὴν τελετὴ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης καὶ ἡ δεύτερη εἰδικὰ μὲ τὴν τελετὴ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης, ἀλλ' ἀμφότερες, ἐπειδὴ δὲν περιορίζονται σὲ αὐτὰ καὶ μόνα τὰ τελετουργικὰ πλαίσια, λέγονται λειτουργικὲς μόνο μὲ τὴν εὐρεῖα καὶ πλατεῖα καὶ ὄχι μὲ τὴν κυρία καὶ στενὴ ἔννοια τοῦ ὅρου αὐτοῦ, μὲ τὴν ὁποῖα χαρακτηρίζεται μόνο ἡ τρίτη, ἡ ὁποία, ἀντιθέτως, περιορίζεται μόνο σὲ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν τέλεση ὅλων τῶν λοιπῶν θείων καὶ ἱερῶν μυστηρίων καὶ προπάντων τοῦ εὐχαριστιακοῦ, πλὴν τῆς ἐξομολόγησης καὶ τῆς ἱερωσύνης, καὶ ὅλων τῶν ὑπολοίπων ἱερῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν), πλὴν τῶν χειροθεσιῶν στοὺς ἱερατικοὺς τίτλους καὶ τὰ ὀφφίκια τῆς κλίμακος τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ οἱ δύο πρῶτες, ὡς ἀνώτερα τῆς ἁπλολειτουργικῆς εἴδη, ἐμπεριέχουν μέσα τους καὶ τὴ λειτουργικὴ πνευματικὴ πατρότητα (ἢ υἱότητα) καὶ τὴν ὑπερβαίνουν ἑκάστη κατὰ τὸν ἀνώτερο ἑαυτό της.

Ἀναλόγως καὶ ἡ καταστατικὴ πνευματικὴ πατρότητα (ἢ υἱότητα), ὡς ἀνώτερο τῆς καθοδηγητικῆς καὶ ἀνώτατο πασῶν εἶδος, ἐμπεριέχει μέσα της τὴν καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότητα (ἢ υἱότητα) καὶ τὴν ὑπερβαίνει κατὰ τὸν ἀνώτερο ἑαυτό της καὶ γι' αὐτὸ ἐν γένει μόνο καλεῖται καθοδηγητικὴ καὶ ὄχι ἐν εἴδει ὅπως ἡ κατεξοχὴν λεγόμενη καθοδηγητική.

Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἁπλολειτουργικὴ πνευματικὴ πατρότητα (ἢ υἱότητα) δύναται νὰ καλεῖται γενικώτερα ὡς καθοδηγητική, μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ ὅρου «πνευματικῶς καθοδηγεῖν» (ἢ «πνευματικῶς καθοδηγεῖσθαι»), μὲ τὴν ἔννοια, δηλονότι, τοῦ «μυσταγωγεῖν» (ἢ «μυσταγωγεῖσθαι»), δεδομένου ὅτι σχετίζεται μὲ τὴν τέλεση ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν θείων καὶ τῶν ἱερῶν τελετῶν κατὰ τὴν ὁποία ἔχουμε «ἀγωγὴ τῶν μυστῶν», τουτέστι «μυστικὴ καθοδήγηση ἢ μύηση τῶν πιστῶν στὰ τελετουργικὰ δρώμενα» (ἐνεργητική, ἐνεργοπαθητικὴ καὶ ἁπλοπαθητική).

Ἡ φθίνουσα (ἀτελόστροφος) αὐτὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξη, τῆς καταστατικῆς, τῆς καθοδηγητικῆς καὶ τῆς ἁπλολειτουργικῆς πνευματικῆς πατρότητος, εἶναι ὁμοιόζυγος σὲ σχέση μὲ τὴν ἐπίσης φθίνουσα (ἀτελόστροφο) καὶ ὁμοιόστροφό της τριαδικὴ ἀντεπίδειξη τῶν πρεσβυτερικῶν ἱερατικῶν τίτλων (ὀφφικίων) τοῦ ἀρχιερέως (δημάρχου), τοῦ πρωθιερέως (κοινοτάρχου) καὶ τοῦ παριερέως (γειτονιάρχου):

1. Καταστατικὴ πνευματικὴ πατρότης (τέλειον ἀρχέτυπον) + ἀρχιερατικὸν πρεσβυτερικὸν ὀφφίκιον (τέλειον ἀρχέτυπον).

2. Καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότης (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) + πρωθιερατικὸν πρεσβυτερικὸν ὀφφίκιον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον).

3. Ἁπλολειτουργικὴ πνευματικὴ πατρότης (ἀτελὲς ἀντίτυπον) + παριερατικὸν πρεσβυτερικὸν ὀφφίκιον (ἀτελὲς ἀντίτυπον).

Τὸ μὲν μυστήριο τῆς μεταδόσεως τῆς ἱερωσύνης, ὡς χρισματικό, διατελεῖ ἀτελέστερο, τόσο τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης, τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὴν τριάδα τῶν ἐν γένει λεγομένων «βαπτισματικῶν ἢ ἐνδυτικῶν μυστηρίων» (βαπτίσματος, ἐξομολόγησης καὶ γάμου), ὅσο καὶ τοῦ κορυφαίου κατ' ἄνθρωπον εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, σχετίζεται, ὅμως, εἰδικὰ μὲ τὸ τελειότερο εἶδος τῆς καταστατικῆς πνευματικῆς πατρότητος (ἢ υἱότητος).

Τὸ δὲ μυστήριο τῆς εὐχαριστίας, ἂν καὶ τελειότερο, ὡς κατ' ἄνθρωπον μέγιστο, τόσο τοῦ χρισματικοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης ὅσο καὶ τοῦ κατ' ἐπέκτασιν λεγομένου «βαπτισματικοῦ μυστηρίου» τῆς ἐξομολόγησης, ἀφορᾷ τὸ ἀτελέστερο εἶδος τῆς ἁπλολειτουργικῆς πνευματικῆς πατρότητος (ἢ υἱότητος).

Καὶ τοῦτο, διότι ἡ ἐπιτέλεση τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, παρὰ τὸ ὅτι εἶναι τὸ ἀνώτατο κατ' ἄνθρωπον μυστήριο, δὲν ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο ἐπιτελεστή του νὰ κέκτηται πλείονα καὶ πλεῖστα προσόντα πέραν αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας, γι' αὐτὸ καὶ ἐπιτρέπεται στὸν καθένα χειροτονημένο πρεσβύτερο νὰ τὸ ἐπιτελεῖ, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ δύο μυστήρια τῆς ηὐξημένης καὶ τῆς ἐπηυξημένης πνευματικῆς καθοδήγησης, τῆς ἐξομολόγησης καὶ τῆς μεταδόσεως τῆς ἱερωσύνης, ἀμφότερα τὰ ὁποῖα, παρότι εἶναι κατώτερα τοῦ μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας, λόγῳ τοῦ ηὐξημένου καὶ τοῦ ἐπηυξημένου καθοδηγητικοῦ πνευματικοῦ χαρακτῆρός τους προαπαιτοῦν τὴν κτήση ηὐξημένων καὶ ἐπηυξημένων ἀναλόγων προσόντων ἐκ μέρους τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ τους (μόρφωσης, πείρας, πνευματικῶν χαρισμάτων, κοινῆς ἀποδοχῆς κ.λ.π.), γι' αὐτὸ καὶ ἡ ἐπιτέλεσή τους, παρόλο ποὺ ὀντολογικῶς, τουτέστι τελετουργικῶς, εἶναι δυνατὴ σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἔχοντες χειροτονία πρεσβυτέρου, δεοντολογικῶς, τουτέστι πειθαρχικῶς, ἐπιτρέπεται μόνο στοὺς ἐξ αὐτῶν προσοντούχους.

Τὸ ἀνάλογο, εὐλόγως, ἰσχύει καὶ μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν πνευματικῶν καθοδηγητικῶν μυστηρίων, τοῦ ἐξομολογητικοῦ, τὸ ὁποῖο, ἂν καὶ ἀνώτερο, ὡς ἐν γένει βαπτισματικό, τοῦ χρισματικοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, σχετίζεται μὲ τὸ ἡμιτελὲς εἶδος τῆς καθοδηγητικῆς πνευματικῆς πατρότητος, καὶ τοῦ ἱερατικοῦ, τὸ ὁποῖο, ἂν καὶ κατώτερο, ὡς χρισματικό, τοῦ ἐν γένει βαπτισματικοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης, σχετίζεται μὲ τὸ τέλειο εἶδος τῆς καταστατικῆς πνευματικῆς πατρότητος, διότι ἡ ἐπιτέλεση τοῦ δευτέρου προϋποθέτει ἐπηυξημένα προσόντα σὲ σχέση μὲ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ πρώτου ποὺ προϋποθέτει ηὐξημένα, γι' αὐτὸ καὶ ἐπιτρέπεται μόνο στοὺς πιὸ προσοντούχους μεταξὺ τῶν προσοντούχων πρεσβυτέρων.

Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότητα δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης, τὸ ὁποῖο ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ χειροτονημένοι πρεσβύτεροι δύνανται νὰ ἐπιτελοῦν, ἀλλ' ἐπεκτείνεται σὲ ὁλόκληρη τὴ λεγόμενη «πνευματικὴ ζωή» τοῦ πιστοῦ, παρέχοντάς του τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση ποὺ χρειάζεται σὲ διάφορα ζητήματα προκειμένου νὰ μπορέσει νὰ οἰκοδομήσει τὴν πνευματική του προσωπικότητα καὶ νὰ λέγεται καὶ νὰ εἶναι «πνευματικὸς ἄνθρωπος», τὴν ὁποία καθοδήγηση δὲν δύνανται, ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅλοι οἱ ἔχοντες χειροτονία πρεσβυτέρου νὰ παράσχουν ἀλλ' ὁρισμένοι μόνο ἀπ' αὐτούς, ὅσοι εἶναι στὸν πνευματικὸ βίο προχωρημένοι, οἱ κοινῶς λεγόμενοι «φωτισμένοι», διότι, καθὼς λέγει καὶ ἡ γραφή, «τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται».

Καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς διακρίνεται ὡς ἀνώτερο εἶδος ἡ καθοδηγητικὴ ἀπὸ τὴν ἁπλολειτουργικὴ πνευματικὴ πατρότητα, εἰ δὲ μή, ἂν περιοριζόταν σὲ αὐτὴ καὶ μόνη τὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἐξομολογητικοῦ μυστηρίου, δὲν θὰ διακρινόταν κατ' εἶδος ὡς ἀνώτερη ἀλλὰ θὰ ἐνέπιπτε στὰ ἴδια καὶ τὰ αὐτὰ πλαίσια τῆς ἁπλολειτουργικῆς.

Καὶ τὸ ἀνάλογο, ἀσφαλῶς, ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ διάκριση τῆς καταστατικῆς πνευματικῆς πατρότητος ὡς ἀνωτάτου εἴδους σὲ σχέση μὲ τὸ μέσο εἶδος τῆς καθοδηγητικῆς καὶ τὸ κατώτατο εἶδος τῆς ἁπλολειτουργικῆς, δεδομένου ὅτι πρόκειται γιὰ ἐπηυξημένη πνευματικὴ καθοδήγηση λειτουργῶν κληρικῶν, ἀνωτέρων ἢ κατωτέρων, καὶ ὄχι γιὰ ηὐξημένη πνευματικὴ καθοδήγηση λειτουργουμένων πιστῶν (ὡς ἁπλῆ πνευματικὴ καθοδήγηση κληρικῶν καὶ πιστῶν, ὅπως προαναφέρθηκε, ἐκλαμβάνεται ἡ ἁπλολειτουργικὴ πνευματικὴ πατρότητα, δεδομένου ὅτι καθοδηγεῖ τοὺς παρόντες καὶ συμμετέχοντες στὴν τελετὴ ἑνὸς μυστηρίου πρὸς τὴν ἐπίκτηση τῆς ἀναλογούσης θείας πνευματικῆς χάριτος, τὴν καλούμενη «μέθεξη»).

Ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ ἡ καταστατικὴ πνευματικὴ πατρότητα δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης καὶ τὴν τελετουργικὴ καθιέρωση (τὴν τελετὴ τῆς καθιερώσεως) τῶν λειτουργῶν ἢ ἀλλιῶς κληρικῶν, δηλαδή, στὴν «ἱερατικὴ κατάστασή» τους (ὁ ὅρος «κατάστασις» χρησιμοποιεῖται ἐν προκειμένῳ μὲ τὴ μεταποιητικὴ ἔννοια τοῦ ῥήματος «καθίστασθαι» καὶ συγκεκριμένα μὲ τὴ σημασία τοῦ «καθιεροῦσθαι»), ἀλλ' ἐπεκτείνεται καὶ αὐτὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν πνευματική τους ζωή, καὶ στὴ λοιπὴ ἱερατικὴ ἢ ὑπηρεσιακὴ πνευματική τους ζωή, ὡς κληρικῶν, καὶ στὴν προσωπικὴ πνευματική τους ζωή, ὡς πιστῶν, στὴν ὅλη, δηλαδή, «πνευματικὴ κατάστασή» τους (ὁ ὅρος «κατάστασις» ἐδῶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς «ἕξεως», τοῦ «πῶς ἔχειν ἢ διάγειν τινά», καὶ ἐπακριβῶς μὲ τὴ σημασία τοῦ «πῶς πνευματικῶς ἔχειν ἢ διάγειν τινά»), εἰδάλλως θὰ ταυτιζόταν κι αὐτὴ μὲ τὴν ἁπλολειτουργική.

Ἄρα, ὅλοι γενικῶς οἱ λειτουργοὶ ἢ κληρικοί, εἴτε ἀνώτεροι εἴτε κατώτεροι, ἀπὸ πρεσβυτέρου ἕως ψάλτου, πρέπει, κατ' ἀκρίβειαν, καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται στὸν οἰκεῖο ἐπισκοποῦντα πρεσβύτερο ἢ ἀλλιῶς ἐπίσκοπο, στὸν πρῶτο, δηλαδή, τῇ τάξει πρεσβύτερο μιᾶς ἐπισκοπῆς ποὺ φέρει τὸν ἱερατικὸ τίτλο ἢ ἀλλιῶς τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἐπισκόπου, δεδομένου ὅτι ὅλοι αὐτοὶ καθίστανται, τουτέστι καθιερώνονται, στὸν ἱερατικό τους βαθμὸ ἄμεσα ἀπὸ τὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο καὶ ὄχι ἔμμεσα. Ὁ ἐπίσκοπος θὰ πρέπει νὰ γνωρίζει ἄμεσα ὁ ἴδιος καὶ τὰ ἔξω καὶ τὰ ἔσω ἑκάστου λειτουργοῦ κληρικοῦ, ἀνωτέρου καὶ κατωτέρου, τῆς οἰκείας ἐπισκοπῆς του, καὶ τοὺς λόγους του καὶ τὶς πράξεις του καὶ τοὺς λογισμούς του καὶ τὶς βουλές του (καὶ τὶ βρακὶ φοράει καὶ πόσες τρίχες κατσαρὲς ἔχει).

Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση, ἐκτρέπονται στὸν καθοδηγητικὸ πνευματικὸ διπατορισμό, ἔχοντες ἄμεση υἱϊκὴ καθοδηγητικὴ πνευματικὴ σχέση μὲ δύο καθοδηγοὺς πνευματικοὺς πατέρες, μὲ ἕνα πρῶτο, ὡς κληρικοί, γιὰ τὴν ἱερατική, τὴν ὑπηρεσιακὴ πνευματική τους ζωή, τὸν ἀρχιερέα, καὶ μὲ ἕνα δεύτερο, ὡς πιστοί, γιὰ τὴν ἰδιωτική, τὴν προσωπικὴ πνευματική τους ζωή, τὸν πρωθιερέα.

Καὶ στὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ ἀρχιερεὺς εἴτε ἐπιτελεῖ μόνο τὴν καθιερωτικὴ τελετουργία καὶ ἀναθέτει ὅλη τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ καθιερωθέντος κληρικοῦ ἢ λειτουργοῦ, καὶ τὴν ὑπηρεσιακὴ καὶ τὴν προσωπική, στὸν πρωθιερέα εἴτε ἐπιτελεῖ τὴν καθιερωτικὴ τελετὴ καὶ ἀναθέτει μέρος τῆς ὑπηρεσιακῆς πνευματικῆς καθοδήγησης καὶ ὅλη τὴν προσωπικὴ τοιαύτη στὸν πρωθιερέα, ἔχουμε εἴτε ὁλικὸ εἴτε μερικὸ διαχωρισμὸ τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγητικοῦ ἀπὸ τὸ λειτουργικὸ χαρακτῆρα τῆς καταστατικῆς πνευματικῆς πατρότητος, σχήματα τὰ ὁποῖα διαπιστώνονται ἐπίσης ὡς διπατοριστικά.

Οἱ πιστοί, ἀντιθέτως, ἔχοντες υἱϊκὴ καθοδηγητικὴ πνευματικὴ σχέση μὲ τὸν πρωθιερέα καὶ μὲ τὸν ἀρχιερέα, δὲν ἐκτρέπονται στὸν καθοδηγητικὸ πνευματικὸ διπατορισμό, διότι, σὲ σχέση, μέν, μὲ τὸν πρωθιερέα, ἔχουν ἄμεση τὴν τοιαύτη πνευματικὴ υἱότητα, σὲ σχέση, δέ, μὲ τὸν ἀρχιερέα, τὴν ἔχουν ἔμμεση, μέσῳ τοῦ πρωθιερέως, δεδομένου ὅτι ὁ ἀρχιερεὺς εἶναι ὁ καταστάτης καὶ ὁ ὅλος καθοδηγὸς πνευματικὸς πατὴρ τοῦ πρωθιερέως ποὺ εἶναι ὁ καθοδηγὸς πνευματικὸς πατὴρ τοῦ πιστοῦ.

Κατὰ τὴν καινορθόδοξη, λοιπόν, ἱεραρχία, οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ ἐξομολογοῦνται στὸν οἰκεῖο πρωθιερέα ἢ ἀνθυφυπέξαρχο, οἱ πρωθιερεῖς καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ λειτουργοὶ κληρικοί, ἀνώτεροι καὶ κατώτεροι, στὸν οἰκεῖο ἀρχιερέα ἢ ὑφυπέξαρχο ἢ ἐπίσκοπο, οἱ ἐπίσκοποι στὸν οἰκεῖο ἀρχιεπίσκοπο τῆς ἐπαρχίας ἢ ἀνθυπέξαρχο ἢ μητροπολίτη, οἱ μητροπολίτες στὸν οἰκεῖο ἀρχιεπίσκοπο τῆς νομαρχίας ἢ ὑπέξαρχο, οἱ ὑπέξαρχοι στὸν οἰκεῖο ἀρχιεπίσκοπο τῆς περιφερείας ἢ ἀντέξαρχο, οἱ ἀντέξαρχοι στὸν οἰκεῖο ἀρχιεπίσκοπο τῆς ἐπικρατείας ἢ ἔξαρχο τῆς ἐπικρατείας, οἱ ἔξαρχοι τῆς ἐπικρατείας στὸν οἰκεῖο ἔξαρχο τῆς διακρατείας, οἱ ἔξαρχοι τῆς διακρατείας στὸν οἰκεῖο ἐπέξαρχο ἢ ἀνθομιλιάρχη, οἱ ἀνθομιλιάρχες στὸν οἰκεῖο ὁμιλιάρχη ἢ προέξαρχο, οἱ ὁμιλιάρχες στὸν οἰκεῖο ἀντιπατριάρχη ἢ προτερέξαρχο, οἱ ἀντιπατριάρχες στὸν οἰκεῖο πατριάρχη ἢ πρωτέξαρχο, οἱ πατριάρχες στὸν οἰκεῖο πάπα ἢ πρωτιστέξαρχο καὶ οἱ πάπες στὸν ἕνα καὶ μόνο πάππα (μὲ δύο «π») ἢ ἀρχέξαρχο, τὴν ὑψηλὴ κορυφὴ τῆς ἱεραρχίας.

Αὐτὸς δὲ ὁ πάππας, ὁ πρῶτος τῇ τάξει πάπας, θεωρητικῶς, στοὺς ἁγίους ἀποστόλους, τῶν ὁποίων διάδοχος διατελεῖ, ἀλλὰ πρακτικῶς, ἐπειδὴ τοῦτο εἶναι δυσκατόρθωτο, δέον νὰ ἐξομολογεῖται στὸν δεύτερο ἢ στὸν τρίτο τῇ τάξει πάπα ἀμφοτέρους τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖ, κατὰ τὸ γραφικὸν «ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα».

Ὅταν, λοιπόν, λέμε «καταστατικὴ πνευματικὴ πατρότητα», ἐννοοῦμε αὐτὴ ποὺ σχετίζεται μὲ ὁλόκληρη τὴν «πνευματικὴ κατάσταση», τὴν πνευματικὴ διαγωγή, τὴν ἐν πνεύματι βιοτὴ τῶν λειτουργῶν κληρικῶν, καὶ ὡς ἱερῶν ὑπηρετῶν καὶ ὡς πιστῶν προσώπων, καὶ ὄχι μόνο μὲ τὴν «ἱερατικὴ κατάσταση», τὴν τελετουργικὴ καθιέρωση, τὴν τελετὴ τῆς χειροτονίας τους.

Καὶ ὅταν προσφωνοῦμε κλητικῶς κάποιον πρεσβύτερο ὡς «πάτερ τάδε» μποροῦμε νὰ ἐννοοῦμε εἴτε μόνο τὴν ἁπλολειτουργικὴ πνευματικὴ πατρότητα στὰ οἰκεῖα μέτρα τοῦ πρεσβυτερικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ του, εἴτε καὶ τὴν καθοδηγητικὴ εἴτε ἀκόμη καὶ τὴν καταστατικὴ πνευματικὴ πατρότητα, ἐνῷ, ὅταν προσφωνοῦμε τοιουτοτρόπως κάποιον διάκονο (ἢ ὑποδιάκονο ἢ διδάσκαλο ἢ ἀναγνώστη ἢ ψάλτη, δεδομένου ὅτι καὶ οἱ βαθμοὶ αὐτοὶ ῥασοφοροῦν) ἐννοοῦμε μόνο τὴν ἁπλολειτουργικὴ πνευματικὴ πατρότητα στὰ οἰκεῖα μέτρα τοῦ διακονικοῦ (ἢ ὑποδιακονικοῦ ἢ διδασκαλικοῦ ἢ ἀναγνωστικοῦ ἢ ψαλτικοῦ) ἱερατικοῦ του βαθμοῦ.

Ὑφίσταται, σημειωτέον, καὶ ἡ ἀνώμαλη περίπτωση πνευματικῶν καὶ ἡγιασμένων ἀνθρώπων, κατωτέρων κληρικῶν ἢ μοναχῶν ἢ ἀκόμη καὶ λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι, παρότι δὲν φέρουν τὸν πρεσβυτερικὸ ἱερατικὸ βαθμό, δύνανται, λόγῳ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων τους, νὰ προσφέρουν πνευματικὴ καθοδήγηση.

Οἱ τοιοῦτοι, ἂν εἶναι ἄνδρες, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πείθονται νὰ χειροτονοῦνται πρεσβύτεροι, διότι δὲν εἶναι ὁμαλὸ νὰ ἔχουν τὴν καθοδηγητικὴ καὶ νὰ μὴν ἔχουν τὴ λειτουργικὴ πνευματικὴ πατρότητα, καὶ ἂν ἐπιμένουν νὰ ἀρνοῦνται τὴ χειροτονία τοῦ πρεσβυτέρου νὰ τιμωροῦνται μὲ καθαίρεση ἀπὸ τὸν κεκτημένο ἱερατικό τους βαθμὸ (συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ βασικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης) καὶ ἔτσι νὰ ἐκβάλλονται ἐκτὸς τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐκπίπτοντας ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ μέλους του.

Δὲν εἶναι, δηλαδή, ἐπιτρεπτὸ κάποιος πιστὸς νὰ πηγαίνει στὸν ἕνα μόνο γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση καὶ στὸν ἄλλο μόνο γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἐξομολογητικοῦ μυστηρίου, διότι ἔτσι ἡ ηὐξημένη καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότητα διαιρεῖται μὲ ὁριζόντια τομὴ σὲ καθοδηγητικὴ καὶ σὲ λειτουργικὴ καὶ μοιράζεται σὲ δύο πνευματικοὺς πατέρες, σὲ ἕνα πνευματικὸ καθοδηγητὴ καὶ σὲ ἕνα λειτουργό, καὶ ἔχουμε τὸ δογματικὸ ἄτοπο τοῦ καθοδηγητικοῦ πνευματικοῦ διπατορισμοῦ.

Ὅσον ἀφορᾷ τὴν περίπτωση τῶν ἀναδόχων καὶ τῶν κατηχητῶν, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ ἀσκοῦν πνευματικὴ πατρότητα, θὰ πρέπει, κατ' ἀκρίβειαν, νὰ μετέχουν τῆς ἁπλολειτουργικῆς πνευματικῆς πατρότητος, νὰ φέρουν, δηλαδή, τοὐλάχιστον, τὸν ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ ψάλτου καὶ ὄχι ἁπλῶς τοῦ μύστου (πιστοῦ) τῆς γενικῆς ἱερωσύνης.

Οἱ κανόνες, ἑπομένως, ἐκεῖνοι τοῦ ἱεροκανονικοῦ δικαίου τῆς ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ οἱ ὁποῖοι ἐπιτρέπουν καὶ σὲ πρωθιερεῖς νὰ ἐπιτελοῦν, μὲ τὴν ἄδεια τῶν οἰκείων ἀρχιερέων, τὶς καθιερωτικὲς ἢ καταστατικὲς τελετὲς κατωτέρων κληρικῶν μέχρι τοῦ βαθμοῦ τοῦ ὑποδιακόνου ἐλέγχονται κακόδοξοι καὶ ἀστεῖοι, προκαλοῦντες θυμηδίαν καὶ γέλωτα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ὑφίσταται, ἐν προκειμένῳ, ἐνδιάμεσος πρεσβυτερικὸς τίτλος καὶ ὀφφίκιο «ἡμιαρχιερέως», ἀναμέσον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ πρωθιερέως, οὔτε ἐνδιάμεση, μεταξὺ τῆς καταστατικῆς καὶ τῆς καθοδηγητικῆς, «ἡμικαταστατική» πνευματικὴ πατρότητα (ὅπως ἀναλόγως δὲν ὑφίσταται καὶ ἐνδιάμεσος πρεσβυτερικὸς τίτλος καὶ ὀφφίκιο «ἡμιπρωθιερέως», ἀναμέσον τοῦ πρωθιερέως καὶ τοῦ παριερέως, οὔτε ἐνδιάμεση, μεταξὺ τῆς καθοδηγητικῆς καὶ τῆς ἁπλολειτουργικῆς, «ἡμικαθοδηγητική» πνευματικὴ πατρότητα).

Διότι ἡ καταστατικὴ πνευματικὴ πατρότητα δὲν μερίζεται ὥστε νὰ ὑπάρχει δῆθεν καὶ «ἡμιαρχιερεύς» (καὶ «μὴ χειρότερα» νὰ λες) ὁ ὁποῖος νὰ ἐπιτελεῖ κάποιες ἀπὸ τὶς λειτουργικὲς καθιερώσεις ἢ καταστάσεις, κάποιων, μόνο, κατωτέρων λειτουργῶν κληρικῶν (ἀπορεῖ κανεὶς εἰλικρινὰ ἂν ἦσαν στὰ καλά τους οἱ συντάκτες τῶν ἐν λόγῳ κανόνων), ἀλλ' ἀναλογεῖ ὅλη στὸν πρεσβυτερικὸ ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος καθιερώνει καὶ καθιστᾷ ὅλους τοὺς λειτουργοὺς κληρικούς, καὶ τοὺς ἀνωτέρους καὶ τοὺς κατωτέρους (ὅπως ἀναλόγως δὲν μερίζεται καὶ ἡ καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότητα ὥστε νὰ ὑπάρχει δῆθεν καὶ «ἡμιπρωθιερεύς» ποὺ νὰ ἐξομολογεῖ κάποιες κατώτερες μόνο ἀπὸ τὶς ἡλικίες ἢ κάποιες κατώτερες μόνο ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῶν πιστῶν), στοὺς δὲ πρεσβυτέρους ποὺ φέρουν τὸν τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ πρωθιερέως προσιδιάζει ὅλη ἡ καθοδηγητικὴ πνευματικὴ πατρότητα.

Ἐάν, βεβαίως, προκύψει κατεπείγουσα ἀνάγκη, ἐπιτρέπεται, εὐλόγως καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων, σὲ κάθε χειροτονημένο πρεσβύτερο ποὺ δὲν ἔχει τιτλοφορηθεῖ ἀρχιερεὺς ἢ πρωθιερεύς, ἀσχέτως τοῦ τίτλου καὶ τοῦ ὀφφικίου του, νὰ προβεῖ τελετουργικῶς εἴτε σὲ διὰ χειροτονίας ἢ διὰ χειροθεσίας καταστάσεις (καθιερώσεις) κληρικῶν ὁποιουδήποτε ἱερατικοῦ βαθμοῦ εἴτε στὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἐξομολογητικοῦ μυστηρίου εἴτε καὶ σὲ ἀμφότερα ἀλλ' ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει οἱ τοιοῦτοι πρεσβύτεροι, μετὰ τὶς χειροτονητήριες ἢ χειροθετητήριες καθιερωτικὲς τελετὲς ἢ μετὰ τὶς ἐξομολογήσεις ἢ ἔπειτα ἀπ' ἀμφότερα ποὺ ἐξ ἀνάγκης ἐπετέλεσαν, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πείθονται νὰ προάγονται στὸν ἀρχιερατικὸ ἢ στὸν πρωθιερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο καὶ ἂν ἐπιμένουν καὶ ἀρνοῦνται τὴν ἀρχιερατικὴ ἢ τὴν πρωθιερατικὴ προαγωγὴ νὰ τιμωροῦνται μὲ καθαίρεση καὶ ἐκβολὴ ἀπὸ τὸ εὐχαριστιακὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καὶ ἀπώλεια τῆς ἰδιότητος τοῦ μέλους του.

Ἐπίσης καὶ καθένας ἀπὸ τοὺς κατωτέρους λειτουργοὺς κληρικούς, εἴτε διάκονος, εἴτε ὑποδιάκονος, εἴτε διδάσκαλος, εἴτε ἀναγνώστης, εἴτε ψάλτης, ἂν ἐξ ἀνυπερθέτου ἀνάγκης προβεῖ σὲ δι' ἐξενδύσεως καταστάσεις (καθιερώσεις) μεταδίδοντας τοιουτοτρόπως καὶ κατ' οἰκονομίαν σὲ ἄλλους τὸν ἱερατικὸ βαθμὸ ἢ τὸν ἱερατικὸ τίτλο (ὀφφίκιο) ποὺ ὁ ἴδιος κέκτηται ἢ κατώτερο καὶ ἡ τοιαύτη ἀνάγκη ἐξακολουθεῖ ὑπάρχουσα γιὰ χρόνο ἱκανὸ καὶ δὲν ἐκλείπει καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ ἡ ἐξενδυτήριος ὑπ' αὐτοῦ τελεσθεῖσα κατάσταση (καθιέρωση) νὰ θεωρηθεῖ «ὡσεὶ μὴ γενομένη» καὶ νὰ ἀκυρωθεῖ καὶ νὰ ἐπιτελεσθεῖ ἐξαρχῆς καὶ κατ' ἀκρίβειαν ἡ ἀναλογοῦσα χειροτονητήριος ἢ χειροθετητήριος καταστατικὴ τελετουργία ἀπὸ πρεσβύτερο ποὺ φέρει ἀρχιερατικὸ τίτλο, τότε καὶ αὐτὸς νὰ χειροτονεῖται ὁπωσδήποτε πρεσβύτερος καὶ νὰ χειροθετεῖται ὁπωσδήποτε ἐπίσκοπος καὶ ἂν ἀρνεῖται τὴν πρεσβυτερικὴ χειροτονία καὶ τὴν ἐπισκοπικὴ χειροθεσία νὰ τιμωρεῖται ὡσαύτως (περὶ χειροτονίας, χειροθεσίας καὶ ἐξενδύσεως βλέπε στὴ «18η Δογματικὴ καὶ Κανονικὴ Παππικὴ Ἀπόφανση» ἢ «Διακήρυξη Μεθιδρύσεως τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματός» μας καὶ στὸ ἔργο μας «Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην», στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», www.e-m-e-t-o-ch-e.gr).

Εὐνόητον ὅτι ἂν ἡ ἀνάγκη, ἐν τέλει, ἐκλείψει ἀπροσδόκητα μετὰ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία καὶ τὴν εἰς ἐπίσκοπον χειροθεσία τοῦ τοιούτου, κατὰ τὸ χρόνο τελέσεως τῶν ὁποίων δὲν ἦταν βέβαιο ὅτι θὰ ἐξέλιπε μετὰ ταῦτα, ἡ μὲν ἐξενδυτήριος ὑπ' αὐτοῦ τελεσθεῖσα κατάσταση (καθιέρωση) ἀκυροῦται θεωρουμένη «ὡσεὶ μὴ γενομένη» καὶ ἐπιτελεῖται ἐξαρχῆς ἡ δέουσα χειροτονητήριος ἢ χειροθετητήριος ἀπὸ τὸν ἁρμόδιο ἐπίσκοπο, ὁ ἴδιος, ὅμως, διατηρεῖ καὶ τὸν πρεσβυτερικὸ ἱερατικὸ βαθμὸ καὶ τὸν ἐπισκοπικὸ ἱερατικὸ τίτλο (ὀφφίκιο), διότι ἡ ἀκύρωση ἔγινε μετὰ τὴν πρεσβυτερικὴ χειροτονία καὶ τὴν ἐπισκοπικὴ χειροθεσία του καὶ χωρὶς νὰ ἀναμένεται.

Καὶ στὴν περίπτωση ποὺ κάποιος ξένος ἀρχιερεὺς προσκληθεῖ ἀπὸ τὸν οἰκεῖο ἀρχιερέα προκειμένου νὰ τελέσει καθιέρωση κληρικοῦ στὰ ὅρια τῆς ἐπισκοπῆς του, ὁ ἐν λόγῳ κληρικός, ἐπειδή, μετὰ τὴν καθιέρωσή του, ἀντικειμενικὰ διατελεῖ πνευματικὸς υἱὸς τοῦ προσκληθέντος ξένου καὶ καθιερώσαντος αὐτὸν καὶ ὄχι τοῦ προσκαλέσαντος οἰκείου ἀρχιερέως, θὰ πρέπει νὰ ἀκολουθήσει τὸν καθιερώσαντα ἀρχιερέα καὶ γιὰ ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα νὰ ὑπηρετήσει στὴν ἐπισκοπή του καὶ ἔπειτα νὰ ἐπιστραφεῖ διὰ μεταθέσεως στὸν πρῶτο ἐπίσκοπο, βάσει κοινῆς προσυμφωνίας μεταξὺ τῶν δύο ἐπισκόπων. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ φανεῖ καὶ νὰ τιμηθεῖ καὶ νὰ μὴν ὑπολάθει καὶ περιφρονηθεῖ ἡ καταστατικὴ πνευματικὴ πατρότητα τοῦ καθιερώσαντος ἐπισκόπου.

Ἡ μὲν ἐνεργητικὴ καὶ ἡ παθητικὴ βαπτισματικὴ πατροθεσία (τὸ βαπτισματικῶς πατροθετεῖν καὶ τὸ βαπτισματικῶς πατροθετεῖσθαι) ἀφορᾷ μόνο αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν τριαδικὸ θεὸ ὁ ὁποῖος «τίθησιν ἑαυτόν» καὶ «τίθεται ἀφ' ἑαυτοῦ» ὡς θετὸς πατήρ, πατροθετὸς ἢ πατρόθετος, τῶν νουνεχῶν κτισμάτων του, πρὶν καὶ προκειμένου νὰ ἐνεργήσει τὴ βαπτισματικὴ υἱοθεσία τους, χωρίς, ὅμως, ἐν προκειμένῳ, αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι στρέφει ἐσωτερικὰ πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του κάποια πατροθετικὴ ἐξωστρεφῆ θεία οἰκονομικὴ ἐνέργεια ἡ ὁποία ἀπευθύνεται ἐξωτερικὰ πρὸς τὴν κτίση. Σημαίνει ἁπλῶς ὅτι «ὀνομάζει ἑαυτόν» καὶ «ὀνομάζεται ἀφ' ἑαυτοῦ» ὡς θέσει πατὴρ τῆς νοήμονος κτίσεώς του. Δὲν ἔχει διαδοχικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα.

Ἡ δὲ ἐνεργητικὴ βαπτισματικὴ υἱοθεσία (τὸ βαπτισματικῶς υἱοθετεῖν) ἀφορᾷ ὡσαύτως μόνο αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν τριαδικὸ θεὸ ὡς θετὸ πατέρα, πατροθετὸ ἢ πατρόθετο, τῶν νοημόνων κτισμάτων του, ἀγγέλων, ὑπαγγέλων καὶ ὑφυπαγγέλων, ὁ ὁποῖος τὰ γεννᾷ κατὰ πνευματικὸ τρόπο καὶ τὰ υἱοθετεῖ κατὰ χάριν ὡς κατὰ χάριν τέκνα τῆς θεότητός του, ὡς κατὰ χάριν υἱοὺς θεοῦ, ὡς κατὰ χάριν θεούς.

Διαφέρει ἀπὸ τὴν ἐνεργητικὴ χρισματικὴ υἱοθεσία (ἀπὸ τὸ χρισματικῶς υἱοθετεῖν) τόσο ὡς πρὸς τὴν ἁγιαστικὴ ἐνέργεια, ἡ ὁποία, ἐν προκειμένῳ, εἶναι ἡ κατὰ χάριν θέωση (πρώτου βαθμοῦ), ἀνώτερη σὲ σχέση μὲ τὴ χρισματικὴ ἁγιαστικὴ ἐνέργεια ποὺ εἶναι ἡ κατὰ χάριν καθιέρωση, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀπουσία διαδοχικοῦ ἐντελεχειακοῦ σχήματος, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ τριαδικὸς θεὸς γεννᾷ πνευματικῶς καὶ υἱοθετεῖ κατὰ χάριν ἄμεσα αὐτὸς ὁ ἴδιος καθένα ἀπὸ τὰ τοιαῦτα νοήμονα κτίσματά του ὡς κατὰ χάριν υἱὸ θεοῦ ἢ κατὰ χάριν θεό.

Ἀναλόγως ὁρίζεται καὶ ἡ παθητικὴ βαπτισματικὴ υἱοθεσία (τὸ βαπτισματικῶς υἱοθετεῖσθαι) ἡ ὁποία ἀναφέρεται στοὺς κατὰ χάριν θεόθεν γεννώμενους ἢ υἱοθετούμενους ὡς κατὰ χάριν υἱοὺς θεοῦ ἢ κατὰ χάριν θεούς.

Τὸ πῶς τελετουργοῦνται τὰ δύο αὐτὰ ἀλληλένδετα μυστήρια τοῦ καθιερωτικοῦ χρίσματος καὶ τοῦ θεωτικοῦ βαπτίσματος στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ὑπαγγέλους εἶναι κατ' ἄνθρωπον ἄγνωστο, ἐμεῖς, πάντως, οἱ ὑφυπάγγελοι, τὰ ἔνσαρκα, δηλαδή, κτιστὰ πνεύματα, οἱ ψυχάνθρωποι, γνωρίζουμε μόνο τὰ καθ' ἡμᾶς, τὸ κατ' ἄνθρωπον ἱερὸ χρῖσμα καὶ τὸ κατ' ἄνθρωπον θεῖο βάπτισμα.

Ἡ μεταγωγή, ὡς μέσο καὶ μικτὸ εἶδος αἰτιότητος, μετέχει καὶ τοῦ παραγωγικοῦ (διασταλτικοῦ) καὶ τοῦ συναγωγικοῦ (συσταλτικοῦ) αἰτίου, πλεονεκτοῦντος καὶ ἐπικρατοῦντος τοῦ παραγωγικοῦ καὶ μειονεκτοῦντος τοῦ συναγωγικοῦ αἰτιολογικοῦ χαρακτῆρος, νοεῖται, δηλαδή, ἐντελεχειακῶς ὡς τὸ ἔκτυπο προϊὸν τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς τοῦ ἀντιτύπου συναγωγικοῦ πρὸς τὸ ἀρχέτυπο παραγωγικὸ αἰτιακὸ εἶδος καὶ ἔτσι θεωρεῖται ὡς «ἡμισυναγωγή».

Ὁ μέσος καὶ ἡμισυναγωγικὸς χαρακτήρας τῆς μεταγωγῆς σὲ σχέση μὲ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴ συναγωγὴ φαίνεται καθαρὰ καὶ σχηματικὰ στὶς σύρροπες ἀποκλίνουσες ἢ συναποκλίνουσες συμπεπτυγμένες ἐντελέχειες ποὺ σχηματίζουν μία μόνο συμμετρικὴ τριάδα, τὴ «λόγος (ἡ ὅλη νόησις) νοῦς (ἡ αὐτόνοια) νόμος (ἡ ὅλη βούλησις)».

Ἐν προκειμένῳ, ἡ παραγωγὴ (ἡ φύσει παραγωγή) ἀναλογεῖ σχηματικὰ στοὺς δεῖκτες τοῦ ῥολογιοῦ ὅταν δείχνουν ἐννέα καὶ τέταρτο πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν ἢ τρεῖς παρὰ τέταρτο πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν, δηλαδή, στὴν ἀσυζευξία τῶν ἀποκλινουσῶν (ἀνταπόκλιση), ἡ συναγωγὴ (ἡ φύσει συναγωγή) στοὺς δεῖκτες τοῦ ὡρολογίου ὅταν δείχνουν ἕξι καὶ μισὴ πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν, δηλαδή, στὴν κατασύζευξη τῶν ἀποκλινουσῶν (παρασύγκλιση), καὶ ἡ μεταγωγὴ (ἡ φύσει μεταγωγή) στοὺς ὡρολογιακοὺς δεῖκτες, τόσο ὅταν δείχνουν ὀκτὼ καὶ εἴκοσι πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν ἢ τέσσερεις παρὰ εἴκοσι πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν, δηλαδή, στὴν προδιασύζευξη (ἕτερον τοῦ προδιάζευξη) τῶν ἀποκλινουσῶν (ἡμιπαρασύγκλιση), ὅσο καὶ ὅταν δείχνουν ἑπτὰ καὶ εἴκοσι πέντε πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν ἢ πέντε παρὰ εἴκοσι πέντε πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν, δηλαδή, στὴ διασύζευξη (διάφορον τοῦ διάζευξη) τῶν ἀποκλινουσῶν (ἡμιπαρασύγκλιση).

Καὶ δεδομένου ὅτι ἐδῶ ἡ παραγωγὴ (ἡ φύσει παραγωγή) ἀκολουθεῖ τὸ σχῆμα τῆς συμμετρικῆς αἰτιότητος «λόγος (ἡ ὅλη νόησις) νοῦς (ἡ αὐτόνοια) νόμος (ἡ ὅλη βούλησις)», ἐνῷ, ἀντιθέτως, ἡ μεταγωγὴ (ἡ φύσει μεταγωγή), ἡ ὁποία εἶναι ἐντελεχειακὸ παρεπόμενο τῆς παραγωγῆς (τῆς φύσει παραγωγῆς) καὶ συνδυάζεται ἐντελεχειακῶς καὶ ἀσυγχύτως μὲ ἐκείνη στὰ δύο μέσα, ἀνάμεσα στὴν ἀσυζευξία καὶ τὴν κατασύζευξη τῶν ἀποκλινουσῶν, μεταγωγικὰ ἐντελεχειακὰ στάδια τῆς προδιασύζευξης καὶ τῆς διασύζευξης, ἐξελίσσεται κατὰ τὸ σχῆμα τῆς διαδοχικῆς αἰτιότητος «νοῦς (ἡ αὐτόνοια)λόγος (ἡ ὅλη νόησις) νόμος (ἡ ὅλη βούλησις)», σὲ ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα ἐντελεχειακὰ στάδια, λόγῳ τοῦ τοιούτου ἀσυγχύτου ἐντελεχειακοῦ συνδυασμοῦ, τῶν συμμετρικῶν παραγωγικῶν μὲ τὶς διαδοχικὲς μεταγωγικὲς ἐντελεχειακὲς κινήσεις, σχηματίζεται ἐντελεχειακὸ τρίγωνο, ποὺ σημαίνει ὅτι γεφυρώνονται ἐξ ἀποστάσεως τὰ δύο διάφορα ἀντίτυπα τῶν ἀπὸ τὸ κοινὸ ἀρχέτυπο ἀποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν ἐνῷ εὑρίσκονται τὸ ἕνα ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ ἀπέχουν ἀκόμη πρὶν τὴν τελικὴ κατασύζευξη ἢ ἀλλιῶς εὐθυγράμμισή τους. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς τὰ δύο αὐτὰ μεταγωγικὰ μέσα στάδια χαρακτηρίζονται, τὸ ἕνα ὡς «προδιασύζευξη» καὶ τὸ ἄλλο ὡς «διασύζευξη», καὶ ἡ μεταγωγὴ ὡς «ἡμισυναγωγή».

Σημειωτέον ὅτι ὑφίσταται καὶ ἡ κακόδοξος ἀντίληψη τοῦ ἐν λόγῳ ἐντελεχειακοῦ τριγώνου μεταξὺ τοῦ νοῦ (τῆς αὐτονοίας), τοῦ λόγου (τῆς νοήσεως) καὶ τοῦ νόμου (τῆς βουλήσεως) στὴν περίπτωση τῆς συμμέσου (διάφορος τῆς ἐμμέσου) παραγωγῆς ἢ συμπαραγωγῆς, ὅπου ὁ πρωταίτιος παραγωγὸς (ἐξαγωγός) νοῦς (ἡ αὐτόνοια) συμπλέκεται μὲ τὸν μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο) ἀναπαραγωγὸ λόγο (τὴ νόηση), ἀφοῦ πρῶτα τὸν παραγάγει (ἐξαγάγει), προκειμένου νὰ συμπαραγάγουν ἀπὸ κοινοῦ τὸν αἰτιατὸ παράγωγο νόμο (τὴ βούληση).

Πρόκειται, μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὴ γνωστὴ δυτικοχριστιανικὴ κακοδοξία τοῦ "filioque" («καὶ ἐκ τοῦ υἱοῦ»), ἡ ὁποία, προφανῶς, ὀφείλεται στὴ συγκεχυμένη ἀντίληψη τοῦ ὡς ἄνω ἐντελεχειακοῦ συνδυασμοῦ τῆς συμμετρικῆς παραγωγῆς μὲ τὴ διαδοχικὴ μεταγωγή, στὴν ἀντίληψη, δηλαδή, καὶ τῆς διαδοχικῆς μεταγωγῆς ὡς διαδοχικῆς παραγωγῆς, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, στὴν ἀντίληψη τῆς κατὰ συμμεσότητα διαδοχικῆς συναγωγικῆς τριάδος καὶ ὡς παραγωγικῆς.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἔχουμε κακοδόξως δύο σχήματα παραγωγικῶν ἐντελεχειακῶν κινήσεων, ἕνα κατὰ τὴ συμμετρικὴ αἰτιότητα, τὸ «λόγος νοῦς νόμος», καὶ ἄλλο ἕνα κατὰ τὴ διαδοχικὴ αἰτιότητα, τὸ «νοῦς λόγος νόμος», ἀμφότερα τὰ ὁποῖα συγχέονται μεταξύ τους καὶ συνεφαρμόζονται ὡς «νοῦς + λόγος = νόμος», γι' αὐτὸ καὶ ἡ αἱρετικὴ αὐτὴ ἐκδοχὴ γιὰ νὰ ἔχει ἐφαρμογὴ ἀπαιτεῖ τὴν ἀνεπτυγμένη μορφὴ τῶν ἐν λόγῳ συναποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν μὲ τὶς τρεῖς συμμετρικὲς τριάδες, τὴ «λόγος (ἡ ἐνδιάθετος νόησις) νοῦς (ἡ αὐτόνοια) νόμος (ἡ ἐνδιάθετος βούλησις)», τὴ «μῦθος (ἡ ἐξαγόρευτος νόησις) λόγος (ἡ ἐνδιάθετος νόησις) αἶνος (ἡ ὑπαγόρευτος νόησις)» καὶ τὴν «ὅρος (ἡ ἐξαγόρευτος βούλησις) νόμος (ἡ ἐνδιάθετος βούλησις) φόβος (ἡ ὑπαγόρευτος βούλησις)».

Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν δύναται νὰ εὕρει ἐφαρμογή, ὅπως ἄλλωστε ἔχουμε προαναφέρει, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ ἀτόπου τοῦ φυσικοῦ διπατορισμοῦ ἀλλὰ καὶ διότι ἡ διαδοχικὴ τριάδα «νοῦς (ἡ αὐτόνοια) λόγος (ἡ ἐνδιάθετος νόησις) νόμος (ἡ ἐνδιάθετος βούλησις)» εἶναι, ἐπίσης, ἄτοπος, δεδομένου ὅτι ἡ βούληση τοῦ λόγου δὲν εἶναι ὁ νόμος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ βούληση τοῦ νοῦ, ἀλλὰ ὁ αἶνος, ἐπειδή, δηλαδή, ἐν προκειμένῳ, ἡ ὀρθὴ διαδοχικὴ τριάδα εἶναι ἡ «νοῦς (ἡ αὐτόνοια) λόγος (ἡ ἐνδιάθετος νόησις) αἶνος (ἡ ὑπαγόρευτος νόησις)», ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ μόνη θεωρητικῶς καὶ ὑποθετικῶς ὁμαλώτερη ἐφαρμογή της θὰ ἦταν στὴ λιγότερο κακόδοξο, ἀλλὰ καὶ πάλι κακόδοξο, μορφὴ «νοῦς (ἡ αὐτόνοια) + λόγος (ἡ ἐνδιάθετος νόησις) = αἶνος (ἡ ὑπαγόρευτος νόησις)», δεδομένου ὅτι ὁ αἶνος δὲν εἶναι, μέν, ἡ ἄμεση, εἶναι, ὅμως, ἔμμεση ἐφόρμηση τοῦ νοῦ διαμέσου τοῦ λόγου, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ νόμο ποὺ δὲν εἶναι οὔτε ἄμεση οὔτε ἔμμεση ἐφόρμηση τοῦ λόγου ἀλλ' ἡ ἄμεση ἐφόρμηση τοῦ νοῦ.

Καὶ στοὺς δύο προαναφερθέντες ἐντελεχειακοὺς κύκλους τῆς ὅλης περιαγωγῆς, καὶ στὸν πρῶτο τῆς προσαγωγῆς (φύσει περιαγωγῆς) καὶ στὸν δεύτερο τῆς ὑπαγωγῆς (τέχνῃ περιαγωγῆς), ἡ μεταγωγὴ παριστάνεται σχηματικὰ μὲ τὸν κατακόρυφο ἄξονα τοῦ κύκλου ἀνάμεσα στὰ δύο ἡμικύκλια τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς καὶ μὲ τὴν κατακόρυφη εὐθεῖα ἐντελεχειακὴ κίνηση μεταξὺ τῶν δύο ἡμικυκλικῶν, τῆς παραγωγικῆς καὶ τῆς συναγωγικῆς, εἴτε ἀπὸ τὸ ναδὶρ στὸ ζενὶθ (φυσικὴ παραγωγή, μεταγωγὴ καὶ συναγωγή), εἴτε ἀπὸ τὸ ζενὶθ στὸ ναδὶρ (τεχνικὴ παραγωγή, μεταγωγὴ καὶ συναγωγή).

Καὶ ὅπως προαναφέρθηκε καὶ στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, ὑπὸ τὸ δογματικὸ ὅρο «ἀναγωγή», τόσο στὴν καινορθόδοξη ὅσο καὶ στὴν εὐρύτερη χριστιανικὴ θεολογία, νοεῖται γενικώτερα ἡ ὁμοιότητα ἢ ὁμοίωση τοῦ υἱοῦ πρὸς τὸν πατέρα καὶ τοῦ κτίσματος πρὸς τὸν κτίστη, στὴ δὲ καινορθόδοξη θεολογία μας, ὁρίζεται εἰδικώτερα ἡ ὁμοιότητα ἢ ὁμοίωση τοῦ περιαγώγου, τοῦ εἴτε προσαγώγου εἴτε ὑπαγώγου παραγώγου, μεταγώγου καὶ συναγώγου αἰτιατοῦ, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζεται ὡς «ἀνάγωγον» ἢ «ἀναγόμενον», τουτέστιν, «ὁμοιούμενον», πρὸς τὸ περιαγωγό, τὸ εἴτε προσαγωγὸ εἴτε ὑπαγωγὸ παραγωγό, μεταγωγὸ καὶ συναγωγὸ αἴτιό του, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζεται ὡς «ἀναγωγόν» ἢ «ἀνάγον», τουτέστιν, «ὁμοιοῦν».

Πρόκειται, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, γιὰ τὸ «ὁριζόντιο» ἐκεῖνο εἶδος τῆς αἰτιότητος ποὺ προκύπτει καὶ ἀπὸ τὸ παραγωγικὸ καὶ ἀπὸ τὸ μεταγωγικὸ καὶ ἀπὸ τὸ συναγωγικὸ αἴτιο καὶ χαρακτηρίζει ἀπὸ κοινοῦ καὶ ἀνάλογα τὸ καθένα ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ «κατακόρυφα» αἰτιακὰ εἴδη ὡς «ἀναγωγικὸ αἴτιο», τὸ πρῶτο ὡς «παραγωγικὸ ἀναγωγικὸ αἴτιο», τὸ δεύτερο ὡς «μεταγωγικὸ ἀναγωγικὸ αἴτιο» καὶ τὸ τρίτο ὡς «συναγωγικὸ ἀναγωγικὸ αἴτιο».

Ἡ ὅλη, ἑπομένως, καλούμενη «περιαγωγή» καὶ «ἀναγωγὴ τῆς περιαγωγῆς» ὑποδιακρίνεται σὲ «προσαγωγή» καὶ «ἀναγωγὴ τῆς προσαγωγῆς», τὴ «φύσει περιαγωγή» καὶ «φύσει ἀναγωγὴ τῆς περιαγωγῆς», καὶ σὲ «ὑπαγωγή» καὶ «ἀναγωγὴ τῆς ὑπαγωγῆς», τὴν «τέχνῃ περιαγωγή» καὶ «τέχνῃ ἀναγωγὴ τῆς περιαγωγῆς».

Τόσο ἡ προσαγωγὴ καὶ ἀναγωγὴ τῆς προσαγωγῆς ὅσο καὶ ἡ ὑπαγωγὴ καὶ ἀναγωγὴ τῆς ὑπαγωγῆς ὑφυποδιακρίνονται ἑκάστη σὲ «παραγωγή» καὶ «ἀναγωγὴ τῆς παραγωγῆς», σὲ «μεταγωγή» καὶ «ἀναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς» καὶ σὲ «συναγωγή» καὶ «ἀναγωγὴ τῆς συναγωγῆς». Ἡ μὲν προσαγωγὴ σὲ «φύσει παραγωγή» καὶ «φύσει ἀναγωγὴ τῆς παραγωγῆς», σὲ «φύσει μεταγωγή» καὶ «φύσει ἀναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς» καὶ σὲ «φύσει συναγωγή» καὶ «φύσει ἀναγωγὴ τῆς συναγωγῆς», ἡ δὲ ὑπαγωγὴ σὲ «τέχνῃ παραγωγή» καὶ «τέχνῃ ἀναγωγὴ τῆς παραγωγῆς», σὲ «τέχνῃ μεταγωγή» καὶ «τέχνῃ ἀναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς» καὶ σὲ «τέχνῃ συναγωγή» καὶ «τέχνῃ ἀναγωγὴ τῆς συναγωγῆς».


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟΝ (Δ΄) ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...


ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 19-12-2024.


† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)



ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ ΤΟΥ TΡITΟΥ (Γ΄) ΜΕΡΟΥΣ. ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.


ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.


ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ


* * * * * * *


ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ ΤΡΙΤΟΥ (Γ΄) ΜΕΡΟΥΣ



(βλέπε ἐντελεχειακὸν ἐπίγραμμα στὸ ἀρχεῖο pdf στὸ τέλος)


Σελ. 18–19 & 45–47: Εἶναι, πράγματι, εὔστοχο τὸ παραβολικὸ ὑπόδειγμα τοῦ «ἐπὶ τῆς ξυνωρίδος ἡνιόχου», ἐκείνου, δηλαδή, ποὺ ἐπιβαίνει ἐπάνω σὲ ἅρμα δύο συνεζευγμένων, ὑπὸ κοινὸ ζυγό, ἵππων καὶ τὸ ὁδηγεῖ κρατῶντας τὰ ἡνία τους, μὲ τὸ ἕνα του χέρι τὸ ἡνίο τοῦ ἑνὸς καὶ μὲ τὸ ἄλλο χέρι του τὸ ἡνίο τοῦ ἄλλου ἵππου, προκειμένου νὰ παραστήσει συμβολικὰ τὴν ἐντελεχειακὴ σύσχεση καὶ τὴ νομοτελειακὴ σύνδεση, τόσο αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ νοῦ, τῆς αὐτονοίας, μὲ τὸ λόγο, τὴ νόηση, καὶ μὲ τὸ νόμο, τὴ βούληση, ὅσο καὶ τῶν δύο τελευταίων (τοῦ λόγου καὶ τοῦ νόμου) μεταξύ τους.

Αὐτὸ ποὺ ἐν προκειμένῳ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ εἶναι ὅτι οἱ δύο ἵπποι συνδέονται ὄχι μόνο ἕκαστος μὲ τὸν ἡνίοχο διαμέσου τοῦ δικοῦ του ἡνίου ἀλλὰ καὶ ἀμφότεροι μεταξύ τους μέσῳ τοῦ κοινοῦ ζυγοῦ ὑπὸ τὸν ὁποῖο εὑρίσκονται, ὅτι, δηλαδή, ἂν ἔλλειπε ὁ κοινὸς αὐτὸς ζυγὸς καὶ ἡ τοιαύτη μεταξύ τους σύνδεση ὁ ἡνίοχος δὲν θὰ μποροῦσε ἀπὸ μόνος του νὰ τοὺς συγκρατήσει μόνο μὲ τὰ ἡνία καὶ νὰ ὁδηγήσει τὸ ἅρμα. Ἄρα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἡνία, χρειάζεται ἐπιπλέον καὶ ὁ ζυγός.

Ἔχουμε, λοιπόν, ἐδῶ τρία εὐθυγραμμισμένα σημεῖα, εὑρισκόμενα σὲ εὐθύγραμμη διάταξη, τὸν ἡνίοχο καὶ τοὺς δύο ἵππους, τὰ ὁποῖα συνδέονται μεταξύ τους μὲ συνδετικὰ μέσα, ὁ ἡνίοχος μὲ τὸν πρῶτο ἵππο μέσῳ τοῦ πρώτου ἡνίου καὶ ὁ ἴδιος μὲ τὸ δεύτερο ἵππο μέσῳ τοῦ δευτέρου ἡνίου ἀλλὰ καὶ οἱ δύο ἵπποι μεταξύ τους μέσῳ τοῦ κοινοῦ ζυγοῦ.

Καὶ ἂν ἐννοήσουμε, θεωρητικῶς, μόνο, τὴ μεταξύ τους διάταξη θλαστόγραμμη ἀντὶ γιὰ εὐθύγραμμη (δεδομένου ὅτι στὴ συναγωγὴ τῶν ἀποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν ἡ θλαστόγραμμη διάταξη τῆς προδιασύζευξης καὶ τῆς διασύζευξης ἐννοεῖται θεωρητικῶς ὡς προηγούμενη σὲ σχέση μὲ τὴν εὐθύγραμμη διάταξη τῆς κατασύζευξής τους, παρόλο ποὺ πρακτικῶς δὲν ἐφαρμόζεται στὸ προκείμενο σχῆμα τοῦ ἡνιόχου καὶ τῆς ξυνωρίδος), ὁ ἡνίοχος καὶ οἱ δύο ἵπποι μαζὶ μὲ τὰ μέσα τῆς σύνδεσής τους, τὰ δύο ἡνία καὶ τὸ ζυγό, σχηματίζουν ἕνα τρίγωνο μὲ τρεῖς γωνίες (ἡνίοχος, πρῶτος ἵππος, δεύτερος ἵππος) καὶ τρεῖς πλευρὲς (πρῶτο ἡνίο, δεύτερο ἡνίο, ζυγός).

Ἐν τῇ τοιαύτῃ θεωρητικῇ περιπτώσει, χωρὶς τὸ ζυγό, τὸ συνδετικὸ μέσο ἀμφοτέρων τῶν ἵππων, δὲν μπορεῖ νὰ σχηματισθεῖ, νὰ κλείσει σχηματικῶς, τὸ ὅλο τρίγωνο, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχουν καὶ οἱ τρεῖς γωνίες, ὁ ἡνίοχος καὶ οἱ δύο ἵπποι, καὶ οἱ δύο πλευρές, τὰ ἡνία τῶν δύο ἵππων, διότι ἐλλείπει ἡ τρίτη, ἡ βασικὴ πλευρά, ἡ βάση τοῦ τριγώνου, ἀπὸ τὴ σύμπτυξη τῆς ὁποίας, ἀπὸ τὴ μείωση, δηλαδή, τοῦ μήκους τοῦ ζυγοῦ, μεταβαίνουμε ἀπὸ τὴ θλαστόγραμμη καὶ τριγωνικὴ στὴν εὐθύγραμμη διάταξη τοῦ ἡνιόχου καὶ τῶν ἵππων, στὴν ὁποία, ἀσφαλῶς, ὁ ζυγὸς δὲν ἐκλείπει ἀλλ' ἐξακολουθεῖ πάλι νὰ ὑπάρχει ὡς ἀπαραίτητος σύνδεσμος καὶ τῶν δύο ἵππων, ὅπως προειπώθηκε.

Ἡνίοχος ὁ νοῦς (ἡ αὐτόνοια), πρῶτος ἵππος ὁ λόγος (ἡ νόηση), δεύτερος ἵππος ὁ νόμος (ἡ βούληση), πρῶτο ἡνίο (τῆς δεξιᾶς χειρός), ἀφενὸς ἡ ἐξαγωγὴ καὶ ἡ συναγωγὴ τῆς ἐξαγωγῆς καὶ ἀφετέρου ἡ ἐν μέρει μεταγωγὴ καὶ ἡ ἐν μέρει συναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς (τὸ πρῶτο μέρος, «πατροθέτης νοῦςπατρόθετος λόγος»), δεύτερο ἡνίο (τῆς ἀριστερᾶς χειρός) ἡ (ἐν εἴδει) παραγωγὴ καὶ ἡ συναγωγὴ τῆς (ἐν εἴδει) παραγωγῆς καὶ ζυγὸς ἡ ἐν μέρει μεταγωγὴ καὶ ἡ ἐν μέρει συναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς (τὸ δεύτερο μέρος, «παιδοθέτης λόγοςπαιδόθετος νόμος»).

Μὲ ἄλλα λόγια, ἂν ἐλλείπουν οἱ διαδοχικὲς ἐντελεχειακὲς κινήσεις τῆς μεταγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς τῆς μεταγωγῆς («νοῦςλόγοςνόμος»), ὁ νοῦς (ἡ αὐτόνοια), ὁ λόγος (ἡ νόηση) καὶ ὁ νόμος (ἡ βούληση) δὲν μποροῦν νὰ σχηματίσουν ἐντελεχειακὸ τρίγωνο μεταξύ τους μόνο μὲ τὶς συμμετρικὲς ἐντελεχειακὲς κινήσεις τῆς (ἐν γένει) παραγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς τῆς (ἐν γένει) παραγωγῆς («λόγοςνοῦςνόμος») στὰ δύο ἡμισυναγωγικὰ ἐντελεχειακὰ στάδια τῆς προδιασύζευξης καὶ τῆς διασύζευξης ἀλλ' οὔτε καὶ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴ συνευθυγράμμισή τους στὸ ὁλοσυναγωγικὸ στάδιο τῆς κατασύζευξης, ἀδυνατοῦν, δηλαδή, νὰ συζευχθοῦν σὲ τέλειο βαθμό.

Καὶ τοῦτο, διότι δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ συμμετρικὴ σύζευξη τοῦ υἱοῦ λόγου καὶ τοῦ παιδὸς νόμου μὲ τὸν κοινὸ πατέρα τους, τὸ νοῦ, ἡ ὁποία καλεῖται «συναγωγὴ τῆς παραγωγῆς» καὶ ἐκτελεῖται κατὰ τὴ συμμετρικὴ αἰτιότητα στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς τριαδικῆς ἀντεπιδείξεως «λόγος (υἱός)νοῦς (πατήρ)νόμος (παῖς)», ἀλλὰ χρειάζεται ἐπιπλέον καὶ ἡ διαδοχικὴ σύζευξη τοῦ καὶ πατροθέτου (ἐν προκειμένῳ ὡς γενικὴ τοῦ ὀνόματος «πατρόθετος» καὶ ὄχι τοῦ ὀνόματος «πατροθέτης») καὶ παιδοθέτου (ἐδῶ ὡς γενικὴ τοῦ ὀνόματος «παιδοθέτης» καὶ ὄχι τοῦ ὀνόματος «παιδόθετος») λόγου καὶ τοῦ παιδοθέτου (ἐν προκειμένῳ ὡς γενικὴ τοῦ ὀνόματος «παιδόθετος» καὶ ὄχι τοῦ ὀνόματος «παιδοθέτης») νόμου μεταξύ τους (καὶ μὲ τὸν πατροθέτη νοῦ), ἡ ὁποία ὀνομάζεται «συναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς» καὶ ἐξελίσσεται κατὰ τὴ διαδοχικὴ αἰτιότητα στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς ἀντεπιδεικτικῆς τριάδος «νοῦς (πατροθέτης)λόγος (πατρόθετος/παιδοθέτης)νόμος (παιδόθετος)», ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς ἀδυνατεῖ ἀπὸ μόνος του νὰ συναγάγει σὲ τέλειο βαθμὸ τὸ λόγο καὶ τὸ νόμο, ἔχοντας ἐπὶ τούτῳ ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συνεργασία τοῦ λόγου, προκειμένου ὁ λόγος νὰ συναγάγει καὶ αὐτὸς τὸ νόμο μαζί του, νὰ τελειοποιήσει, δηλαδή, τὴν μεταξὺ τοῦ λόγου καὶ τοῦ νόμου σύζευξη.

Σκοπὸς τῆς πατροθεσίας τοῦ λόγου (τῆς νόησης) ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν πατροθέτη νοῦ (τὴν αὐτόνοια) εἶναι ἡ παιδοθεσία τοῦ νόμου (τῆς βούλησης) ἀπὸ τὸν παιδοθέτη λόγο (τὴ νόηση), ἡ διαπαιδαγώγηση, δηλαδή, τῆς βούλησης ἀπὸ τὴ νόηση καὶ ἡ συμμόρφωσή της ἀναλόγως πρὸς τὴ νόηση, ἔτσι ὥστε, ἐν τέλει, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός, ὁ λόγος, ἡ νόηση, νὰ «συμμαζεύσει» τὸ μικρότερο ἀδελφό, τὸ νόμο, τὴ βούληση, καὶ νὰ τὸν κρατᾷ συνδεδεμένο μαζί του, βοηθῶντας τὸν κοινὸ πατέρα τους, τὸ νοῦ, νὰ συναγάγει ἀμφότερα τὰ τέκνα του καὶ νὰ τὰ συζεύξει μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μεταξύ τους.

Στὴν ὅλη, λοιπόν, συναγωγὴ τοῦ νοῦ, τοῦ λόγου καὶ τοῦ νόμου, ἡ ὁποία συντίθεται ἐν μέρει ἀπὸ τὴ συμμετρικὴ συναγωγὴ τῆς (ἐν γένει) παραγωγῆς καὶ ἐν μέρει ἀπὸ τὴ διαδοχικὴ συναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς, κάνουμε λόγο γιὰ συμμεσότητα, γιὰ συμπλοκή, δηλαδή, τοῦ ἀρχετύπου αἰτίου (τὸ ὁποῖο μόνο συνάγει) μὲ τὸ μεσαίτιο (αἰτιατὸ αἴτιο) ἔκτυπο (τὸ ὁποῖο καὶ συνάγεται καὶ συνάγει) σὲ σχέση μὲ τὸ αἰτιατὸ (τὸ ὁποῖο μόνο συνάγεται). Καὶ ὀνομάζουμε, ἐν τέλει, τὸ ὅλο σύνθετο συναγωγικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα ὡς κατὰ συμμεσότητα διαδοχικό, διότι, σὲ τελευταία ἀνάλυση καὶ σὲ συνολικὴ θεώρηση, ὁ λόγος συνάγει καὶ αὐτὸς ἄμεσα τὸ νόμο συμπλεκόμενος ἐντελεχειακῶς μὲ τὸ νοῦ καὶ ἐνῷ συνάγεται καὶ αὐτὸς ἄμεσα ἀπὸ τὸ νοῦ.

Ὥστε ὁ νοῦς συνάγει, τὸν μὲν λόγο ἀμέσως, καὶ ὡς φύσει πατήρ του καὶ ὡς πατροθέτης του, τὸν δὲ νόμο καὶ ἀμέσως, ὡς φύσει πατήρ του, καὶ ἐμμέσως, ὡς πατροθέτης τοῦ λόγου καὶ διαμέσου αὐτοῦ. Ὁ λόγος, καὶ ὡς φύσει υἱὸς καὶ ὡς θέσει πατήρ, συνάγεται ἄμεσα ἀπὸ τὸν φύσει πατέρα καὶ πατροθέτη του, τὸ νοῦ, ἐνῷ, ὡς πατρόθετος καὶ παιδοθέτης, συνάγει ἄμεσα τὸ νόμο, ὡς παιδόθετο. Καὶ ὁ νόμος, ὡς μὲν φύσει παῖς, συνάγεται ἄμεσα ἀπὸ τὸν φύσει πατέρα του, τὸ νοῦ, ὡς δὲ θέσει παῖς, ἄμεσα, ἐπίσης, ἀπὸ τὸν θέσει πατέρα του, τὸν παιδαγωγὸ ἢ παιδοτρίβη του, τὸ λόγο, καὶ ἔμμεσα ἀπὸ τὸν πατροθέτη τοῦ λόγου, τὸ νοῦ, διαμέσου τοῦ ὑπὸ τοῦ νοῦ πατροθετηθέντος λόγου.

Ἡ ὕπαρξη, ἑπομένως, τῆς μεταγωγῆς καὶ τῆς συναγωγῆς τῆς μεταγωγῆς διαπιστώνεται τόσο στὰ δύο ἡμισυναγωγικὰ στάδια τῆς προδιασύζευξης καὶ τῆς διασύζευξης ὅσο καὶ στὸ ὁλοσυναγωγικὸ στάδιο τῆς κατασύζευξης, ἐπειδή, ὅμως, αὐτὴ εἶναι περισσότερο διακριτὴ καὶ ἐμφανὴς στὰ δύο πρῶτα συναγωγικὰ στάδια, λέγουμε ὅτι ἡ μεταγωγὴ καὶ ἡ συναγωγὴ τῆς μεταγωγῆς ἔχουν ἐμφανέστερο τὸν ἡμισυναγωγικὸ χαρακτῆρα.

Σελ. 20: Ὅταν λέμε ὅτι ὁ θεὸς υἱὸς μετέχει κατὰ μεσαιτιότητα (αἰτιατὴ αἰτιότητα) καὶ τῆς (ἐνεργητικῆς) μεταγωγῆς καὶ τῆς (ἐνεργητικῆς) συναγωγῆς τῆς (ἐνεργητικῆς) μεταγωγῆς τῆς θείας προσαγωγῆς, ἐννοοῦμε κατὰ διαδοχικὴ ἐμμεσότητα, στὰ πλαίσια τῆς διαδοχικῆς ἐντελεχείας «νοῦς (πατροθέτης)λόγος (πατρόθετος/παιδοθέτης)νόμος (παιδόθετος)».

Εὐνόητον ὅτι ὁ θεὸς υἱὸς μετέχει κατὰ μεσαιτιότητα, τουτέστι, κατὰ συμμετρικὴ ἐμμεσότητα, καὶ στὴν (ἐνεργητική) συναγωγὴ τῆς (ἐνεργητικῆς) παραγωγῆς τῆς θείας προσαγωγῆς, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς συμμετρικῆς τριάδος «λόγος (υἱός)νοῦς (πατήρ)νόμος (παῖς)», μὲ τὴν ἔννοια τῆς πλαγίας ἢ ἐμμέσου συναγωγικῆς αὐταφορμήσεως τοῦ θεοῦ πατρὸς καὶ ἀνάλογα πρὸς τὴν πλάγια ἢ ἔμμεση παραγωγικὴ αὐταφόρμησή του (περὶ τῆς πλαγίας ἢ ἐμμέσου αὐταφορμήσεως βλέπε στὸν πρόλογο τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας), ἐπειδή, ὅμως, ἡ φύση τῆς συμμετρικῆς ἐμμεσότητος εἶναι τέτοια ὥστε ἡ ὕπαρξή της νὰ ὑπολανθάνει ὡς ἐννοούμενη καὶ νὰ μὴν καθίσταται καθαρῶς ἐμφανής, διότι δὲν εἶναι διαδοχική, εἶναι σχεδὸν ἀμελητέα καὶ δὲν λαμβάνεται καὶ τόσο ὑπόψιν, γι' αὐτὸ καὶ χονδρικῶς λέμε ὅτι μόνο στὸ θεὸ πατέρα ἀνήκει τόσο ἡ (ἐνεργητική) παραγωγὴ ὅσο καὶ ἡ (ἐνεργητική) συναγωγὴ τῆς (ἐνεργητικῆς) παραγωγῆς τῆς θείας προσαγωγῆς.


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟΝ (Δ΄) ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...

(εἰς τὴν σελίδα "Δογματολογία VΙ") ...


ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 08-01-2025.


† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)