Η Μ Ε Τ Ο Χ Η
Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝ ΗΡΩΩΝ
ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ IV
(συνέχεια από τη σελίδα "Δογματολογία IΙI")

ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ
3ΙΓ΄. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ. ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΡΙΤΟΝ (ΙΓ΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.
ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ
* * * * * * *
ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΔΩΔΕΚΑΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΩΤΕΡΕΣ
Σκοπὸς τῆς δημοσιεύσεως τῶν ἐπεξηγήσεων προηγουμένων μερῶν τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης ὑπὸ τὸν τίτλο «Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην» σὲ ἑπόμενα μέρη της εἶναι καὶ γιὰ νὰ γεννῶνται ἀπορίες καὶ νὰ προκύπτουν ἐρωτήματα στὸν ἀναγνώστη τῶν προηγουμένων μερῶν ἔτσι ὥστε νὰ πρέπει νὰ διαβάζει καὶ τὰ ἑπόμενα μέρη γιὰ νὰ τὶς λύσει καὶ γιὰ νὰ συνδέουμε θεματολογικὰ τὰ μέρη αὐτὰ μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ μειώνουμε τὴν ἔκταση τοῦ κειμένου κάθε δημοσιευόμενου μέρους της γιὰ νὰ μὴ γινόμαστε ὑπερβολικὰ κουραστικοὶ στοὺς ἀναγνῶστές μας.
Ἔτσι, στὸ δέκατο προδημοσιευθὲν μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας, μεταξὺ ἄλλων, ὡς γνωστόν, δώσαμε μία σημαντικὴ ἐντελεχειακὴ διευκρίνιση, γράφοντας ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς:
«Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι σὲ ὅλα γενικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως τὰ ἑπταδικὰ ἐντελεχειακὰ εἴδη, τὰ ἕξι ἀνώτερα ἐντελεχειακὰ ἐπίπεδα ποὺ διαμορφώνονται πάνω ἀπὸ τὴν ἀναγωγικὴ βάση δὲν νοοῦνται ὡς ἐπαλληλεπίπεδα, σὰν ἀλλεπάλληλοι, δηλαδή, ὄροφοι, ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀρχίζει μὲ βάση τὸν προηγούμενο ἢ τὸ ἰσόγειο καὶ φτάνει στὸ δικό του ἀτομικὸ μέτρο, ἀλλ' ὡς παραλληλεπίπεδα, σὰν παράλληλοι, δηλαδή, πύργοι, ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο, ὅλοι οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν ἴδια βάση καὶ φτάνουν ὁ καθένας στὰ δικά του μέτρα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ἀναγωγικὴ ἐντελεχειακὴ βάση εἶναι μία καὶ κοινὴ γιὰ ὅλα τὰ ἐντελεχειακὰ ἐπίπεδα, ἡ ἐπισήμανση τῆς ὡς ἄνω διαφορᾶς εἶναι σημαντικὴ σχετικὰ μὲ τὸ ἂν μποροῦμε σὲ κάθε περίπτωση νὰ παραλείψουμε ἕνα κατώτερο παράλληλο ἐντελεχειακὸ ἐπίπεδο καὶ νὰ πᾶμε ἀπευθείας σὲ ἕνα παράλληλο ἀνώτερο ποὺ τὸ ἐμπεριέχει καὶ τὸ ὑπερβαίνει ξεκινῶντας καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἴδια βάση ἢ ἂν αὐτὸ εἶναι δυνατὸ σὲ ὁρισμένες μόνο περιπτώσεις καὶ ὄχι πάντοτε, παρὰ τὸ γενικὸ γιὰ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς περιπτώσεις παραλληλεπιπεδικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα.
Εὐνόητον, ὅτι μόνο στὶς περιπτώσεις τῶν ἀντιστρόφων ἀτελοστρόφων ἐντελεχειῶν, ὅπως ἡ ἐν λόγῳ περίπτωση τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, ὅπου τὸ ἀρχέτυπο κατέχει καὶ τὴν ποιοτικὴ καὶ τὴν αἰτιακὴ τελειότητα καὶ χαρακτηρίζεται ὡς «τέλειο» κατ' ἀμφότερες, ἐμπεριέχοντας καὶ ὑπερβαίνοντας κατ' ἀμφότερες καὶ τὸ ἀντίτυπο καὶ τὸ ἔκτυπο ποὺ ἐμπεριέχει καὶ ὑπερβαίνει κατ' ἀμφότερες μόνο τὸ ἀντίτυπο ἢ καὶ τὰ ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ἀτελέστερά του ἔκτυπα, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα αὐτή».
Βάσει, λοιπόν, τῆς ὡς ἄνω ἐντελεχειακῆς διευκρινίσεως καὶ δεδομένου ὅτι ἡ ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῶν ἁγιαστικῶν τελετουργικῶν πράξεων ἀνήκει καὶ αὐτὴ στὰ ἀντίστροφα ἀτελόστροφα ἐντελεχειακὰ εἴδη καὶ περιλαμβάνει ἑπτὰ ἁγιαστικὰ ἐντελεχειακὰ ἐπίπεδα, ἀρχόμενη ἀπὸ τὸ τέλειο ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ἐπίπεδο τοῦ κορυφαίου καθαγιασμοῦ καί, διαμέσου τῶν ἡμιτελῶν ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ἐπιπέδων τοῦ μέσου καθαγιασμοῦ, τοῦ βασικοῦ καθαγιασμοῦ, τοῦ καταμέσου ἁγιασμοῦ (μείζονος, πρωτεύοντος καὶ δευτερεύοντος, καὶ μείονος, πρωτεύοντος καὶ δευτερεύοντος), τοῦ κορυφαίου ὑφαγιασμοῦ καὶ τοῦ μέσου ὑφαγιασμοῦ, λήγουσα στὸ ἀτελὲς ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ἐπίπεδο τοῦ βασικοῦ ὑφαγιασμοῦ, κατανοοῦμε ὅτι τὸ μυστήριο τῆς κατ' ἄνθρωπον εὐχαριστίας, τὸ ὁποίο φτάνει μέχρι τὸ ἕβδομο καὶ ἀνώτατο ἐπίπεδο τοῦ κορυφαίου καθαγιασμοῦ, ἀπὸ θεωρητικὴ τελετουργικὴ ἄποψη, δύναται νὰ διέρχεται, κατὰ τὴν ἀνάστροφη τῆς ἀντιστρόφου καὶ τελειόστροφη ἐντελεχειακὴ κίνηση, ἀπ' ὅλες, καὶ τὶς ἑπτὰ ἁγιαστικὲς βαθμίδες, ἀρχόμενο ἀπὸ τὴν ἀτελῆ καί, διαμέσου τῶν πέντε ἡμιτελῶν, ἀφικνούμενο καὶ ὁλοκληρούμενο ἁγιαστικῶς στὴν τελεία βαθμίδα τοῦ κορυφαίου εὐχαριστιακοῦ καθαγιασμοῦ.
Καὶ τὸ ὁποῖο, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, σημαίνει ὅτι στὴν τελετουργικὴ πράξη θὰ ἔπρεπε νὰ διακρίνουμε ἑπτὰ διάφορες καὶ ἀνάλογες πρὸς τὰ ἑπτὰ τοιαῦτα εὐχαριστιακὰ ἁγιαστικὰ ἐπίπεδα εὐχαριστιακὲς τράπεζες, τρεῖς διαφορετικὲς τράπεζες προθέσεως, γιὰ τὰ τρία ἀντίστοιχα εὐχαριστιακὰ ὑφαγιαστικὰ ἐπίπεδα, μία ἁγιαστικῶς ἐπηυξημένη τράπεζα ἐπιθέσεως, γιὰ τὶς δύο ὑποβαθμίδες καὶ τὶς τέσσερεις ὑφυποβαθμίδες τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀντιστοίχου εὐχαριστιακοῦ ἁγιαστικοῦ ἐπιπέδου, καὶ τρεῖς διαφορετικὲς τράπεζες καταθέσεως τῶν τιμίων δώρων, γιὰ τὰ τρία ἀντίστοιχα εὐχαριστιακὰ καθαγιαστικὰ ἐπίπεδα.
Καὶ τὸ ἀνάλογο, βεβαίως, ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ ἄλλα μυστήρια ἢ μυστηριοειδῆ (μυστηριακὲς τελετές), τὰ ὁποῖα καὶ αὐτά, θεωρητικῶς, θὰ μποροῦσαν νὰ περνᾶνε πρῶτα ἀπ' ὅλες τὶς κατώτερες ἁγιαστικὲς βαθμίδες, ἐὰν ὑφίστανται κατώτερες γι' αὐτά, μέχρι νὰ φτάσουν τὸ καθένα στὸ δικό του ἀνώτερο τελετουργικὸ ἐπίπεδο, ὕψος καὶ μέτρο.
Ἀπὸ πρακτική, ὅμως, τελετουργικὴ ἄποψη, προκειμένου νὰ γίνει αὐτό, εἴτε ὁλικῶς, ὡς πρὸς ὅλες τὶς κατώτερες ἁγιαστικὲς βαθμίδες, εἴτε μερικῶς, μόνο ὅσον ἀφορᾷ κάποιες ἀπὸ τὶς κατώτερες, ἂν ὑπάρχουν κατώτερες, θὰ πρέπει νὰ συντρέχει ὁπωσδήποτε κάποιος ἀποχρῶν τελετουργικὸς λόγος, ἀλλιῶς, τὸ μυστήριο ἢ τὸ μυστηριοειδὲς ἐπιτελεῖται μόνο στὸ ἀνώτερο καὶ πληρέστερο τελετουργικὸ ἐπίπεδο ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ, μὲ τελετουργικὴ ὑπέρβαση καὶ παράλειψη ὅλων τῶν κατωτέρων καὶ ἐλλειπτικῶν, τὰ ὁποῖα, ἐν προκειμένῳ, ἐμπεριέχονται καὶ ὑπερβαίνονται ἀπὸ τὸ δικό του ἀνώτερο καὶ πληρέστερο.
Στὰ τελετουργικά, λοιπόν, πλαίσια τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου αὐτὸ γίνεται μόνο μερικῶς καὶ ὄχι ὁλικῶς, μόνο, δηλαδή, ὡς πρὸς τὴν κατώτερη βαθμίδα τοῦ κορυφαίου εὐχαριστιακοῦ ὑφαγιασμοῦ καὶ τὴν κατώτερη ἁγιαστικὴ ὑποβαθμίδα τοῦ μείονος εὐχαριστιακοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὶς δύο κατώτερες ἁγιαστικὲς ὑφυποβαθμίδες τοῦ πρωτεύοντος μείονος εὐχαριστιακοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τοῦ δευτερεύοντος μείονος εὐχαριστιακοῦ ἁγιασμοῦ, καὶ γιὰ τὸν ἀποχρῶντα τελετουργικὸ λόγο ὅτι ὁ εὐχαριστιακὸς ἄρτος (ἀρχέτυπο ὕψωμα) ἀρχικῶς δὲν διατελεῖ αὐτὸς καὶ μόνος ἀλλὰ πλαισιώνεται, ἄμεσα ἀπὸ τὶς μερίδες τοῦ δισκαρίου (πρότυπο ὕψωμα), ὅλες οἱ ὁποῖες ἁγιαστικῶς φτάνουν μέχρι τὴν ὑφυποβαθμίδα τοῦ πρωτεύοντος μείονος εὐχαριστιακοῦ ἁγιασμοῦ, καὶ ἔμμεσα, τόσο ἀπὸ τὸ κατακλαστὸ ὕψωμα τοῦ λειτουργοῦ καὶ τὸ ὕψωμα τοῦ λαοῦ (ἔκτυπο ὕψωμα), ἀμφότερα τὰ ὁποῖα ἁγιαστικῶς φτάνουν μέχρι τὴν ὑφυποβαθμίδα τοῦ δευτερεύοντος μείονος εὐχαριστιακοῦ ἁγιασμοῦ, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ κοινὸ ἀντίδωρο (ἀντίτυπο ὕψωμα), τὸ ὁποῖο ἁγιαστικῶς φτάνει μέχρι τὸ ἐπίπεδο τοῦ κορυφαίου εὐχαριστιακοῦ ὑφαγιασμοῦ.
Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, κατὰ τὴ διορθωμένη καὶ ὄντως ὀρθόδοξη τάξη τοῦ καινορθοδόξου δόγματος τοῦ τριαδιανισμοῦ, πρῶτα, θὰ πρέπει νὰ τελεσθεῖ ἡ πρώτη ὕψωση (πάνω ἀπὸ τὸ δισκάριο τοῦ ἄρτου καὶ χωρὶς αὐτὸ καὶ ἕως τὸ ὕψος τοῦ στόματος τοῦ λειτουργοῦ) καὶ ὁ κορυφαῖος εὐχαριστιακὸς ὑφαγιασμὸς (ἐπάνω στὸ δισκάριο) τοῦ ἄρτου, τοῦ ἑνός, δηλαδή, ἢ τῶν πλειόνων προσφόρων, ἀκεραίων, ὁλοκλήρων καὶ ὡς ἔχουν, χωρὶς νὰ ἔχουν χαραχθεῖ ἢ ἡμικοπεῖ προηγουμένως πουθενὰ μὲ μαχαῖρι, καθὼς καὶ τοῦ οἴνου (μέσα στὸ ποτήριο τοῦ οἴνου καὶ ἕως τὸ ὕψος τοῦ στόματος τοῦ λειτουργοῦ), ὅπως καὶ τοῦ ὕδατος (μέσα στὸ ποτήριο τοῦ ὕδατος καὶ ἕως τὸ ὕψος τοῦ στόματος τοῦ λειτουργοῦ), μετά, τὸ πρόσφορο ἢ τὰ πρόσφορα τοῦ ἄρτου νὰ χαραχθοῦν καὶ νὰ κοποῦν μὲ μαχαῖρι, προκειμένου νὰ ἐξαχθοῦν ἢ νὰ διαμορφωθοῦν τὰ τέσσερα ὑφηγιασμένα ἤδη ὑψώματα, πρῶτον, τὸ ἀρχέτυπο ὕψωμα αὐτοῦ καθεαυτοῦ τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου (ἐπάνω στὸ δισκάριο) καὶ τοῦ οἴνου (μέσα στὸ ποτήριο τοῦ οἴνου καὶ δίπλα ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ ἀρτοδισκάριο) καὶ τοῦ ὕδατος (μέσα στὸ ποτήριο τοῦ ὕδατος καὶ δίπλα ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ οἰνοποτήριο), δεύτερον, τὸ πρότυπο ὕψωμα τῶν τεσσάρων μερίδων τοῦ δισκαρίου (πάνω, ἐπίσης, στὸ δισκάριο καὶ γύρῳ ἀπὸ τὸν εὐχαριστιακὸ ἄρτο), τρίτον, τὸ ἔκτυπο ὕψωμα τοῦ κατακλαστοῦ ὑψώματος τοῦ λειτουργοῦ καὶ τοῦ ὑψώματος τοῦ λαοῦ (ἔξω ἀπὸ τὸ δισκάριο), καὶ τέταρτον, τὸ ἀντίτυπο ὕψωμα τοῦ κοινοῦ ἀντιδώρου (ἐκτός, ἐπίσης, τοῦ δισκαρίου).
Καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ τελεσθοῦν καὶ νὰ προτεθοῦν ἢ νὰ τεθοῦν ἐπὶ τῆς πρώτης εὐχαριστιακῆς τραπέζης, τῆς προθέσεως τῶν τιμίων δώρων, ἄνευ προσφορᾶς θυμιάματος ἢ θυμιάσεως (ἡ ὁποία πρέπει νὰ τελεῖται πρὸ τῆς δευτέρας εὐχαριστιακῆς τραπέζης, τῆς ἐπιθέσεως τῶν τιμίων δώρων, καὶ τῆς τρίτης εὐχαριστιακῆς τραπέζης, τῆς καταθέσεως τῶν τιμίων δώρων) καὶ χωρὶς τὴν κοινὴ κάλυψη καὶ τῶν τριῶν τιμίων δώρων μὲ τὸ ἱερὸ ὕφασμα τοῦ λεγομένου «ἀέρος» (ἡ ὁποία πρέπει νὰ τελεῖται ἅπαξ, μία μόνο φορά, ἐπὶ τῆς τραπέζης τῆς καταθέσεως, τῆς καλουμένης «ἁγίας τραπέζης») ἀλλὰ μόνο μὲ χωριστὴ κάλυψη τοῦ καθενὸς ἀπ' αὐτὰ μὲ τὸ δικό του ὑφασμάτινο ἢ μεταλλικὸ ἱερὸ κάλυμμα, δεδομένου ὅτι τὸ ἱερὸ ὕφασμα ποὺ ὀνομάζεται «ἀήρ» ἀντιστοιχεῖ στὸ ἱερὸ ὕφασμα τοῦ «ἐπιταφίου τοῦ Χριστοῦ» καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ἐκτυλίσσεται καὶ νὰ καλύπτει καὶ τὰ τρία μαζὶ τίμια δῶρα μόνο «ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Ἰησοῦ», ἐπὶ τῆς ἁγίας, δηλονότι, τραπέζης (ἡ ὁποία, ἀπὸ ταφολογικὴ ἱεροσυμβολικὴ ἄποψη, παριστάνει ἀπολύτως καὶ μόνο τὸν τάφο τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ ὡς κενὸ νεκρικῶν λειψάνων μνημεῖο καὶ ὄχι τοὺς μεστοὺς ὀστῶν τάφους τῶν κεκοιμημένων ἁγίων, γι' αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἐγκαινιάζεται μὲ ἐγκατάθεση λειψάνων ἁγίων, λόγῳ κακῆς συμβολικῆς σύγχυσης καὶ ταύτισης τοῦ κενοῦ τάφου τοῦ ἀνεστημένου Ἰησοῦ μὲ τοὺς μεστοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων ἁγίων, ἢ τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ θὰ εἶναι ὁ τάφος, κενός, ἢ τῶν κεκοιμημένων ἁγίων, μεστός, ἀμφοτέρων, καὶ κενὸς καὶ μεστός, εἶναι ἀδύνατο νὰ εἶναι), καὶ ἀφοῦ προηγουμένως ἀφαιρεθοῦν τὰ χωριστά τους, ὑφασμάτινα ἢ καὶ μεταλλικά, ἱεροκαλύμματα.
Εἶναι ἄλλωστε ὑπερβολικὸ καὶ ἄτοπο νὰ διπλοκαλύπτει κανεὶς τὰ τίμια δῶρα, καὶ τὸ καθένα χωριστά, μὲ τὸ δικό του κάλυμμα, καὶ ὅλα μαζί, μὲ τὸ κοινὸ κάλυμμα τοῦ ἀέρος, ἢ τὸ ἕνα θὰ πρέπει, ἐν προκειμένῳ, νὰ κάνει ἢ τὸ ἄλλο, δεδομένου ὅτι ἐδῶ, στὴν τράπεζα τῆς προθέσεως, ἡ χωριστὴ κάλυψη τοῦ καθενὸς καὶ ἡ κοινὴ κάλυψη ὅλων δὲν πρέπει νὰ ἐκλαμβάνεται ἐσφαλμένα καὶ ἄστοχα ὅτι δῆθεν ἀντιστοιχοῦν συμβολικῶς, ἡ μέν, στὴ χωριστὴ «προϋφαγιαστική», ἡ δέ, στὴν κοινὴ «ὑφαγιαστική» εὐχαριστιακὴ εὐλογία τους (μὲ τὸ νόημα ποὺ τὶς διακρίναμε μεταξύ τους, τόσο στὸ προδημοσιευθὲν δωδέκατο, ὅσο καὶ σὲ ἄλλα προηγούμενα μέρη τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας), διότι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἡ «κάλυψη» τῶν τιμίων δώρων ἀναλογεῖ συμβολικῶς στὴν «ἐπισκίαση» τῆς ἑλκυσθείσης καὶ ἐπελθούσης ὑφαγιαστικῆς εὐχαριστιακῆς χάριτος ὡς προϋφαγιαστικῆς, ὡς προπαρασκευαστικῆς, δηλαδή, ὑφαγιαστικῆς, ἡ ὁποία ἐπισκίαση προσιδιάζει συμβολικῶς μόνο στὴ «χωριστή», τὴν «προϋφαγιαστική», καὶ ὄχι καὶ στὴν «κοινή», τὴν «ὑφαγιαστική», εὐχαριστιακὴ εὐλογία τους ποὺ δὲν ἔχει «ἐπισκιαστικό» ἀλλὰ «μεταποιητικό» τελετουργικὸ χαρακτῆρα, ἄρα, ὑπὸ τὴν ἐπισκιαστικὴ συμβολικὴ ἑρμηνεία, δὲν δικαιολογεῖται ἡ κοινὴ ἀλλὰ μόνο ἡ χωριστὴ κάλυψή τους. Καὶ τὸ ἀνάλογο, βεβαίως, ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς ἄλλες δύο εὐχαριστιακὲς τράπεζες τῆς μείονος ἁγιαστικῆς ἐπιθέσεως καὶ τῆς καθαγιαστικῆς καταθέσεως τῶν τιμίων δώρων.
Συνεπῶς, ἡ συμβολικὴ ἑρμηνεία τῆς καλύψεως τῶν τιμίων δώρων ὡς ἐπισκιάσεώς τους ἀπὸ τὴν προϋφαγιαστική, προαγιαστικὴ καὶ προκαθαγιαστικὴ εὐχαριστιακὴ χάρη γίνεται, μέν, παραδεκτὴ καὶ ἀξιολογεῖται θεολογικῶς ὡς εὔστοχη ἀλλὰ μόνο στὸ σχῆμα τῆς χωριστῆς καλύψεώς τους μὲ τὸ ἰδιαίτερο, ἐξ ὑφάσματος ἢ ἐκ μετάλλου, κάλυμμα τοῦ καθενός.
Ἢ μήπως κανεὶς ἔχει τὴν ἐπιπόλαιη καὶ ψευδῆ ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ ὑπενδυτικὸ ἱματισμὸ (ἔσω ῥοῦχο) καὶ ἐπενδυτικὸ ἱμάτιο (ἔξω ῥοῦχο) τῶν τιμίων δώρων; Πέραν τοῦ ὅτι καὶ τὰ χωριστὰ καὶ τὸ κοινὸ ὑφασμάτινο κάλυμμα (ὁ «ἀήρ»), ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, εἶναι κατασκευασμένα ἀπὸ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὕφασμα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν περίπτωση τοῦ ἱματισμοῦ ποὺ κατασκευάζεται ἀπὸ ἕνα λεπτότερο ὕφασμα καὶ τοῦ ἱματίου ποὺ κατασκευάζεται ἀπὸ ἄλλο παχύτερο ὕφασμα, ἐδῶ ἔχουμε τρία χωριστὰ ἱερὰ σκεύη, τὸ δισκάριο τοῦ ἄρτου, τὸ ποτήριο τοῦ οἴνου καὶ τὸ ποτήριο τοῦ ὕδατος (δύο γιὰ τοὺς κατ' ἀνατολὰς παλαιορθοδόξους ποὺ συμφύρουν τὸν οἶνο μὲ τὸ ὕδωρ μέσα στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ ποτήριο), ποὺ σημαίνει ὅτι, ἐὰν ἐπρόκειτο, πράγματι, περὶ ἱματισμοῦ καὶ ἱματίου, τότε, ἤ, λογικῶς, τὸ καθένα σκεῦος χωριστὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει καὶ τὸ δικό του (λεπτότερο) ὑπένδυμα καὶ τὸ δικό του (παχύτερο) ἐπένδυμα (σιγὰ μὴν τοὺς βάζαμε καὶ ἀκόμη παχύτερο προσεπένδυμα, παλτὸ γιὰ νὰ μὴν κρυώνουν), ἤ, παραλόγως, καὶ τὰ τρία μαζὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν καὶ κοινὸ τὸν ἱματισμὸ καὶ κοινὸ τὸ ἱμάτιο. Χωριστὸς ὁ ἱματισμὸς ἀλλὰ κοινὸ τὸ ἱμάτιο; Τί εἶναι, πιτόγυρα τυλιγμένα καὶ τὸ καθένα χωριστὰ μὲ τὴ δική του λαδόκολλα καὶ ὅλα μαζὶ μὲ τὴν ἴδια; Εἶναι, σαφῶς, ἡ πιὸ ἀνώμαλη ἐκδοχὴ τῆς περίπτωσης τοῦ ἱματισμοῦ καὶ τοῦ ἱματίου προκειμένου γιὰ τρία χωριστὰ καὶ διακριτὰ μεταξύ τους ἱερὰ σκεύη.
Οἱ παλαιορθόδοξοι, δυστυχῶς, τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ χρησιμοποιοῦν τὸ ἱερὸ ὕφασμα τοῦ ἀέρος σὰν τὴν πετσέτα τῆς θαλάσσης, βάζοντας καὶ βγάζοντάς το δύο φορὲς καὶ ὑπ' αὐτὸ τὸ νόημα ἐπιτελῶντας μὲ αὐτὸ δύο καλύψεις καὶ δύο ἀποκαλύψεις τῶν τιμίων δώρων, μία ἔμμεση κάλυψη (ἐπικάλυψη) καὶ μία ἔμμεση ἀποκάλυψη (ἀπεπικάλυψη) στὴν τράπεζα τῆς προθέσεως καὶ ἄλλη μία ἄμεση κάλυψη (κάλυψη) καὶ ἄλλη μία ἄμεση ἀποκάλυψη (ἀποκάλυψη) στὴν ἁγία τράπεζα, ἐνῷ συναιροῦν καὶ τὴν πρόθεση καὶ τὴν ἐπίθεση τῶν τιμίων δώρων (ἀμφότερες οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ διακρίνονται μεταξύ τους καὶ νὰ εὑρίσκονται ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος καὶ ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, ἡ τράπεζα τῆς προθέσεως στὸ νάρθηκα καὶ τῆς ἐπιθέσεως στὸν κυρίως ναό) σὲ μία τράπεζα τὴν ὁποία ὀνομάζουν «πρόθεση» καὶ διατηροῦν μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, διπλοκαλύπτοντας ἐπ' αὐτῆς τὰ τίμια δῶρα καὶ μὲ τὸ ἕτερο νόημα τῶν διπλῶν ἱερῶν καλυμμάτων, καὶ μὲ τὰ χωριστά, δηλαδή, ἱερὰ καλύμματα τοῦ καθενὸς καὶ μὲ τὸ κοινὸ ὅλων ἱερὸ κάλυμμα τοῦ ἀέρος.
Τὰ τέσσερα, σημειωτέον, προαναφερθέντα ὑψώματα τῆς τραπέζης τῆς προθέσεως ἀντιστοιχοῦν συμβολικῶς στὰ τέσσερα κέρατα τοῦ ἐξωτερικοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων τοῦ πέριξ ναοῦ (αὐλῆς) τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, τὰ ὁποῖα ἐξυψώνονταν ἀπὸ τὰ τέσσερα ἄκρα τοῦ θυσιαστηρίου, ὡς ἑξῆς:
α΄. Ἀπώτερο (σὲ σχέση μὲ τὸν τελετουργό) δεξιὸ κέρας θυσιαστηρίου ὁλοκαυτωμάτων: Ἀρχέτυπο ὕψωμα εὐχαριστιακοῦ ἄρτου, οἴνου καὶ ὕδατος, ἐπιδεκτικὸ μέχρι κορυφαίου καθαγιασμοῦ.
β΄. Πλησιέστερο (σὲ σχέση μὲ τὸν τελετουργό) ἀριστερὸ κέρας θυσιαστηρίου ὁλοκαυτωμάτων: Ἀντίτυπο ὕψωμα κοινοῦ ἀντιδώρου, ἐπιδεκτικὸ μέχρι κορυφαίου ὑφαγιασμοῦ.
γ΄. Ἀπώτερο (σὲ σχέση μὲ τὸν τελετουργό) ἀριστερὸ κέρας θυσιαστηρίου ὁλοκαυτωμάτων: Πρότυπο ὕψωμα μερίδων δισκαρίου, ἐπιδεκτικὸ μέχρι πρωτεύοντος μείονος ἁγιασμοῦ.
δ΄. Πλησιέστερο (σὲ σχέση μὲ τὸν τελετουργό) δεξιὸ κέρας θυσιαστηρίου ὁλοκαυτωμάτων: Ἔκτυπο ὕψωμα κατακλαστοῦ ὑψώματος τοῦ λειτουργοῦ καὶ ὑψώματος τοῦ λαοῦ, ἐπιδεκτικὸ μέχρι δευτερεύοντος μείονος ἁγιασμοῦ.
Ἡ ὡς ἄνω συμβολικὴ ἑρμηνεία τῶν τεσσάρων κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ θεώρηση τοῦ τετραγωνικοῦ αὐτοῦ θυσιαστηρίου ὡς ῥόμβου, στὴν κατακόρυφη διάταξη τοῦ ὁποίου τοποθετοῦνται, τὸ μὲν ἀρχέτυπο ὕψωμα, στὸ ἄνω ἄκρο τοῦ ῥόμβου, τὸ δὲ ἀντίτυπο ὕψωμα, στὸ κάτω (ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο) ἄκρο τοῦ ῥόμβου, καὶ στὴν ὁριζόντια διάταξη τοῦ ὁποίου ἐντοπίζονται, τὸ μὲν πρότυπο ὕψωμα, στὸ ἀριστερὸ ῥομβικὸ ἄκρο, στὰ ἀριστερά, δηλαδή, τοῦ ἀρχετύπου ὑψώματος (ὑποκειμενικῶς, ὅπως βλέπουμε τὸ ῥόμβο ἐμεῖς, ἀλλ' ἀντικειμενικῶς, ὅπως μᾶς βλέπει ἐκεῖνος, στὸ δεξιό του ἄκρο, στὰ δεξιά, δηλαδή, τοῦ ἀρχετύπου ὑψώματος), τὸ δὲ ἔκτυπο ὕψωμα, στὸ δεξιὸ (ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο) ῥομβικὸ ἄκρο, στὰ δεξιά, δηλαδή, τοῦ ἀρχετύπου ὑψώματος (ὑποκειμενικῶς, ὅπως βλέπουμε τὸ ῥόμβο ἐμεῖς, ἀλλ' ἀντικειμενικῶς, ὅπως μᾶς βλέπει ἐκεῖνος, στὸ ἀριστερό του ἄκρο, στὰ ἀριστερά, δηλαδή, τοῦ ἀρχετύπου ὑψώματος). Μὲ κλίση τοῦ ῥόμβου πρὸς τὰ δεξιά μας, προκύπτει ἡ ἐν λόγῳ τελικὴ θεώρηση τοῦ τοιούτου θυσιαστηρίου ὡς τετραγώνου.
Ἐνῷ, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ τράπεζα τῆς προθέσεως, ἀναλογεῖ συμβολικῶς μόνο στὸ κορυφαῖο τετραγωνικὸ περίγραμμα (οὐρανό) τοῦ τοιούτου θυσιαστηρίου (ἀπὸ τὰ τέσσερα ἄκρα τοῦ ὁποίου περιγράμματος προεξεῖχαν τὰ τέσσερα κέρατα καὶ τὸ ὁποῖο περίγραμμα δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν πάνω πλευρὰ τοῦ μέσου κύβου τοῦ θυσιαστηρίου αὐτοῦ ἐπάνω στὴν ὁποία βασιζόταν) καὶ ὄχι σὲ ὁλόκληρο τὸ ὁλοκαυτωματικὸ θυσιαστήριο (τὸ ὁποῖο περιελάμβανε, ἐπίσης, τὸ μέσο κύβο καὶ τὴ βασικὴ περιμετρικὴ αὔλακα διοχετεύσεως τῶν αἱμάτων τῶν ζωοθυσιῶν, ἡ ὁποία δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν κάτω πλευρὰ τοῦ μέσου κύβου αὐτοῦ τοῦ θυσιαστηρίου πέριξ τῆς ὁποίας βρισκόταν).
Ἀναφορικὰ μὲ τὶς τέσσερεις, μόνο, καὶ ὄχι περισσότερες μερίδες τοῦ δισκαρίου τοῦ ἄρτου, ὅλες ἀνεξαιρέτως αὐτὲς δὲν θὰ πρέπει νὰ μετεξάγονται ἀπὸ τὸ προεξαχθὲν κατακλαστὸ ὕψωμα τοῦ λειτουργοῦ ἀλλ' ἐξαρχῆς ἀπὸ ἄλλο σημεῖο τοῦ προσφόρου καὶ θὰ πρέπει νὰ διαμορφώνονται ἡ καθεμία σὲ τριγωνικὸ σχῆμα καὶ νὰ τίθενται σταυροειδῶς γύρῳ ἀπὸ τὸν τετράγωνο εὐχαριστιακὸ ἄρτο τοῦ κυκλικοῦ ἀρτοδισκαρίου, ἡ πρώτη τριγωνικὴ μερίδα ὑπεράνω τοῦ τετραγωνικοῦ ἄρτου, συμβολίζοντας τὸ ἀνώτερο ὑφυπαγγελικό, καὶ ἔνθεο καὶ ἔνσαρκο, σχῆμα τῶν τριῶν προαδαμιαίων καὶ προπτωτικῶν θεοψυχανθρώπων (καὶ τῶν ψυχανθρώπων υἱῶν καὶ ἀπογόνων τους), ἡ δεύτερη μερίδα ὑποκάτω τοῦ ἄρτου, συμβολίζοντας τὸ κατώτερο ὑφυπαγγελικό, ἔνσαρκο μόνο, σχῆμα τῶν ἀδαμιαίων καὶ μεταπτωτικῶν ψυχανθρώπων (ὅσων, βεβαίως, ἐξ αὐτῶν ἀποτελοῦν μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, εἴτε ζώντων εἴτε κεκοιμημένων), ἡ τρίτη μερίδα στὰ ἀριστερὰ τοῦ ἄρτου (ὑποκειμενικῶς, ὅπως βλέπουμε ἐμεῖς τὸν ἄρτο, ἀλλ' ἀντικειμενικῶς, ὅπως μᾶς βλέπει ἐκεῖνος, στὰ δεξιά του), συμβολίζοντας τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, καὶ ἡ τέταρτη μερίδα στὰ δεξιὰ τοῦ ἄρτου (ὑποκειμενικῶς, ὅπως βλέπουμε ἐμεῖς τὸν ἄρτο, ἀλλ' ἀντικειμενικῶς, ὅπως μᾶς βλέπει ἐκεῖνος, στὰ ἀριστερά του), συμβολίζοντας τὸ ὑπαγγελικὸ σχῆμα, ἐνῷ, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ εὐχαριστιακὸς ἄρτος, στὸ κέντρο ἀκριβῶς τοῦ ἀρτοδισκαρίου, συμβολίζει τὸν ἀδαμιαῖο καὶ ἀποπτωτικὸ μεσίτη τῆς καινῆς διαθήκης Ἰησοῦ Χριστό, διαμέσου τοῦ ὁποίου ἐπιτυγχάνεται ἡ ὑπὲρ φύσιν καὶ κατὰ χάριν εὐχαριστιακὴ ἕνωση ἀμφοτέρων τῶν ἄκρων, τοῦ προαδαμιαίου καὶ προπτωτικοῦ τρισυποστάτου θεοψυχανθρώπου καὶ τοῦ ἀδαμιαίου καὶ μεταπτωτικοῦ ψυχανθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀδαμιαίων καὶ μεταπτωτικῶν ψυχανθρώπων μεταξύ τους (περὶ τῶν σχημάτων τῶν ἀγγέλων, τῶν ὑπαγγέλλων καὶ τῶν ἀνωτέρων καὶ τῶν κατωτέρων ὑφυπαγγέλων βλέπε στὸ δεύτερο προδημοσιευθὲν μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η»).
Οὐδεμία, λοιπόν, ἄλλη μερίδα ἢ ψίχα ἄρτου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παρίσταται χωριστῶς καὶ συμβολικῶς ἐπὶ τοῦ δισκαρίου, οὔτε τῶν ἁγίων, οὔτε τῶν δικαίων, οὔτε τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, οὔτε τοῦ λειτουργοῦ, οὔτε τῶν πιστῶν, ζώντων ἢ κεκοιμημένων, διότι ὅλοι ἀνεξαιρέτως αὐτοί, ὡς μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐκπροσωποῦνται συμβολικῶς καὶ ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴ δεύτερη τριγωνικὴ μερίδα τὴν ὑποκάτω τοῦ τετραγωνικοῦ ἄρτου (οἱ παλαιορθόδοξοι λειτουργοὶ τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ βαρυφορτώνουν τὸ ἀρτοδισκάριο μὲ ἕνα σωρὸ ἀρτομερίδες καὶ ἀρτοψιχία σὰν τὸ κάρο τοῦ ψωμᾶ ἢ τοῦ γύφτου τὴν καρότσα).
Ἔπειτα (μετὰ τὸ ἀποστολικὸ καὶ πρὶν τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα), θὰ πρέπει νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὴν πρώτη εὐχαριστιακὴ τράπεζα τῆς προθέσεως στὴ δεύτερη εὐχαριστιακὴ τράπεζα τῆς ἐπιθέσεως τῶν τιμίων δώρων, τόσο τὸ δισκάριο τοῦ ἄρτου, ὁ εὐχαριστιακὸς ἄρτος (ἀρχέτυπο ὕψωμα) μαζὶ μὲ τὶς τέσσερεις μερίδες ποὺ τὸν περιστοιχίζουν (πρότυπο ὕψωμα), καὶ τὸ ποτήριο τοῦ οἴνου καὶ τὸ ποτήριο τοῦ ὕδατος, ὅσο καὶ τὸ κατακλαστὸ ὕψωμα τοῦ λειτουργοῦ καὶ τὸ ὕψωμα τοῦ λαοῦ (ἔκτυπο ὕψωμα), χωρίς, μόνο, τὸ κοινὸ ἀντίδωρο (ἀντίτυπο ὕψωμα), τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ παραμείνει ὑφηγιασμένο ὡς ἔχει στὴν τράπεζα τῆς προθέσεως μέχρι τῆς διανομῆς του στοὺς πιστοὺς στὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας (κατ' ἀκρίβεια λίγο πρὶν καὶ ὄχι μετὰ τὸ τέλος).
Καὶ ἔτσι, στὴν τράπεζα τῆς ἐπιθέσεως, νὰ τελεσθεῖ πρῶτα ἡ δεύτερη ὕψωση (ἕως τὸ ὕψος τῆς ῥινὸς τοῦ λειτουργοῦ) καὶ ὁ δευτερεύων μείων εὐχαριστιακὸς ἁγιασμὸς τοῦ κατακλαστοῦ ὑψώματος τοῦ λειτουργοῦ καὶ τοῦ ὑψώματος τοῦ λαοῦ (ἐκτύπου ὑψώματος) καὶ ὕστερα ἡ τρίτη ὕψωση (μαζὶ μὲ τὸ ἀρτοδισκάριο καὶ ἕως τὸ ὕψος τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ λειτουργοῦ) καὶ ὁ πρωτεύων μείων εὐχαριστιακὸς ἁγιασμὸς καὶ τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου, οἴνου καὶ ὕδατος (ἀρχετύπου ὑψώματος) καὶ τῶν τεσσάρων μερίδων (προτύπου ὑψώματος) ποὺ τὸν πλαισιώνουν ἄμεσα ἐπάνω στὸ δισκάριο.
Τὰ πέντε, σημειωτέον, τοιαῦτα σύμβολα τοῦ ἄρτου ποὺ παρίστανται συμβολικῶς, τὸ καθένα μὲ τὸ παραπάνω νόημα, ἐπάνω στὸ δισκάριο τοῦ ἄρτου ἀντιστοιχοῦν συμβολικῶς στὰ τέσσερα κέρατα τοῦ ἐσωτερικοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος τοῦ ἐντὸς ναοῦ τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, δεδομένου ὅτι τὰ δύο ἀπὸ τὰ ἀρτοσύμβολα αὐτά, ὁ τετράγωνος εὐχαριστιακὸς ἄρτος καὶ ἡ δεύτερη ὑποκάτω αὐτοῦ τριγωνικὴ μερίδα, ἀποτελοῦν ἠθικοφυσικὲς ὑποδιαιρέσεις τῶν κατωτέρων καὶ ἐνσάρκων μόνο ὑφυπαγγέλων, τῆς ὅλης, δηλαδή, ἀδαμιαίας ψυχανθρωπότητος, καὶ συνεπῶς, συνιστοῦν συμβολικῶς, μαζί, ἐννοεῖται, μὲ τὸν εὐχαριστιακὸ οἶνο καὶ τὸ εὐχαριστιακὸ ὕδωρ, ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ καὶ ὄχι δύο κέρατα τοῦ πάλαι θυμιαματικοῦ θυσιαστηρίου, ὡς ἑξῆς:
α΄. Ἀπώτερο (σὲ σχέση μὲ τὸν τελετουργό) δεξιὸ κέρας θυσιαστηρίου θυμιαμάτων: Πρώτη μερίδα ἀνωτέρου ὑφυπαγγελικοῦ, καὶ ἐνθέου καὶ ἐνσάρκου, σχήματος τῶν τριῶν προαδαμιαίων καὶ προπτωτικῶν θεοψυχανθρώπων (καὶ τῶν ψυχανθρώπων υἱῶν καὶ ἀπογόνων τους).
β΄. Πλησιέστερο (σὲ σχέση μὲ τὸν τελετουργό) ἀριστερὸ κέρας θυσιαστηρίου θυμιαμάτων: Δεύτερη μερίδα κατωτέρου ὑφυπαγγελικοῦ, ἐνσάρκου μόνο, σχήματος τῶν ἀδαμιαίων καὶ μεταπτωτικῶν ψυχανθρώπων (ὅσων, βεβαίως, ἐξ αὐτῶν ἀποτελοῦν μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, εἴτε ζώντων εἴτε κεκοιμημένων). Καὶ ὁ εὐχαριστιακὸς ἄρτος καὶ οἶνος καὶ τὸ εὐχαριστιακὸ ὕδωρ τοῦ ἐξ ἐκείνων ἀδαμιαίου καὶ ἀποπτωτικοῦ μεσίτου τῆς καινῆς διαθήκης Ἰησοῦ Χριστοῦ.
γ΄. Ἀπώτερο (σὲ σχέση μὲ τὸν τελετουργό) ἀριστερὸ κέρας θυσιαστηρίου θυμιαμάτων: Τρίτη μερίδα ἀγγελικοῦ σχήματος.
δ΄. Πλησιέστερο (σὲ σχέση μὲ τὸν τελετουργό) δεξιὸ κέρας θυσιαστηρίου θυμιαμάτων: Τέταρτη μερίδα ὑπαγγελικοῦ σχήματος.
Καὶ ἡ ὡς ἄνω συμβολικὴ ἑρμηνεία τῶν τεσσάρων κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου τῶν θυμιαμάτων προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ θεώρηση καὶ τοῦ τετραγωνικοῦ αὐτοῦ θυσιαστηρίου ὡς ῥόμβου, στὴν κατακόρυφη διάταξη τοῦ ὁποίου κεῖνται, ἡ μὲν πρώτη μερίδα, στὸ ἄνω ἄκρο τοῦ ῥόμβου, ἡ δὲ δεύτερη μερίδα μαζὶ μὲ τὸν εὐχαριστιακὸ ἄρτο καὶ οἶνο καὶ τὸ εὐχαριστιακὸ ὕδωρ, στὸ κάτω (ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο) ἄκρο τοῦ ῥόμβου, καὶ στὴν ὁριζόντια διάταξη τοῦ ὁποίου εὑρίσκονται, ἡ μὲν τρίτη μερίδα, στὸ ἀριστερὸ ῥομβικὸ ἄκρο, στὰ ἀριστερά, δηλαδή, τῆς πρώτης μερίδος (ὑποκειμενικῶς, ὅπως βλέπουμε τὸ ῥόμβο ἐμεῖς, ἀλλ' ἀντικειμενικῶς, ὅπως μᾶς βλέπει ἐκεῖνος, στὸ δεξιό του ἄκρο, στὰ δεξιά, δηλαδή, τῆς πρώτης μερίδος), ἡ δὲ τέταρτη μερίδα, στὸ δεξιὸ (ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο) ῥομβικὸ ἄκρο, στὰ δεξιά, δηλαδή, τῆς πρώτης μερίδος (ὑποκειμενικῶς, ὅπως βλέπουμε τὸ ῥόμβο ἐμεῖς, ἀλλ' ἀντικειμενικῶς, ὅπως μᾶς βλέπει ἐκεῖνος, στὸ ἀριστερό του ἄκρο, στὰ ἀριστερά, δηλαδή, τῆς πρώτης μερίδος). Μὲ κλίση τοῦ ῥόμβου πρὸς τὰ δεξιά μας, προκύπτει ἡ ἐν λόγῳ τελικὴ θεώρηση καὶ τοῦ τοιούτου θυσιαστηρίου ὡς τετραγώνου.
Τὸ κατακλαστὸ ὕψωμα τοῦ λειτουργοῦ καὶ τὸ ὕψωμα τοῦ λαοῦ ἀναλογοῦν συμβολικῶς καὶ ἀντιστοίχως στὸν κύβο τοῦ θυσιαστηρίου τῶν θυμιαμάτων καὶ τὴν κάτω βασικὴ πλευρὰ τοῦ κύβου (δεδομένου ὅτι τὸ τοιοῦτο θυσιαστήριο, ὡς ἐσωτερικό, δὲν εἶχε βασικὴ καὶ περιμετρικὴ αὔλακα διοχετεύσεως τῶν αἱμάτων τῶν ζωοθυσιῶν, διότι δὲν προσφέρονταν θυσίες ζώων ἐπ' αὐτοῦ, καὶ γι' αὐτὸ ἐν προκειμένῳ εἴχαμε συναίρεση τοῦ κύβου καὶ τῆς βάσης τοῦ θυσιαστηρίου σ' αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ κυβικὸ σχῆμα καὶ ἔτσι ὡς βάση του θυσιαστηρίου ἐκλαμβανόταν ἡ κάτω βασικὴ πλευρὰ τοῦ κύβου του), ἐνῷ, αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ τράπεζα τῆς ἐπιθέσεως τῶν τιμίων δώρων, προσιδιάζει συμβολικῶς σὲ ὅλο τὸ ἐν λόγῳ θυσιαστήριο καὶ γι' αὐτὸ ἡ θυμίαση τῶν τιμίων δώρων πρέπει νὰ τελεῖται γιὰ πρώτη φορὰ ἐδῶ καὶ νὰ ἄρχεται ἀπὸ τὴν τράπεζα τῆς ἐπιθέσεως καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν τράπεζα τῆς προθέσεως, τελειούμενη στὴν τράπεζα τῆς καταθέσεώς τους (ἁγία τράπεζα).
Τὰ δοχεῖα, συνεπῶς, τοῦ πρωτεύοντος μείονος εὐχαριστιακοῦ ἁγιασμοῦ, καὶ ὁ εὐχαριστιακὸς ἄρτος, ὁ εὐχαριστιακὸς οἶνος καὶ τὸ εὐχαριστιακὸ ὕδωρ (ἀρχέτυπο ὕψωμα) καὶ οἱ τέσσερεις μερίδες τοῦ δισκαρίου (πρότυπο ὕψωμα), τὰ ὁποῖα ἀναλογοῦν συμβολικῶς καὶ ὡς ἄνω στὰ τέσσερα κέρατα τοῦ θυσιαστηρίου τῶν θυμιαμάτων, δὲν διέρχονται προηγουμένως ἀπὸ τὸ δευτερεύοντα μείονα εὐχαριστιακὸ ἁγιασμὸ ποὺ ὑφίστανται μόνο τὸ κατακλαστὸ ὕψωμα τοῦ λειτουργοῦ καὶ τὸ ὕψωμα τοῦ λαοῦ (ἔκτυπο ὕψωμα), τὰ ὁποῖα ἀντιστοιχοῦν συμβολικῶς καὶ ἀντιστοίχως στὸν κύβο καὶ τὴ βάση του θυμιαματικοῦ θυσιαστηρίου, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ δοχεῖα τοῦ κορυφαίου εὐχαριστιακοῦ ὑφαγιασμοῦ, καὶ τὰ τέσσερα ὑψώματα (ἀρχέτυπο, πρότυπο, ἔκτυπο καὶ ἀντίτυπο), τὰ ὁποία προσιδιάζουν συμβολικῶς καὶ ὡς ἄνω στὰ τέσσερα κέρατα τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, δὲν διέρχονται πρὶν οὔτε ἀπὸ τὸ μέσο εὐχαριστιακὸ ὑφαγιασμὸ ποὺ ἀναλογεῖ στὸν κύβο τοῦ ὁλοκαυτωματικοῦ θυσιαστηρίου καὶ τὴν τράπεζα τῶν ἱερῶν δώρων ἢ προσφορῶν (ἀρτοκλασίας, πρωτογεννημάτων, κολλύβων κ.τ.ὅ.), οὔτε ἀπὸ τὸ βασικὸ εὐχαριστιακὸ ὑφαγιασμὸ ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὴ βασικὴ καὶ περιμετρικὴ αὔλακα διοχετεύσεως τῶν αἱμάτων τῶν ἐπὶ τοῦ τοιούτου θυσιαστηρίου ζωοθυσιῶν καὶ τὴν κοινὴ τράπεζα τῶν ἀγαπῶν ἢ ἑστιάσεων ἢ δεξιώσεων.
Καὶ μετέπειτα (μετὰ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα), θὰ πρέπει νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὴ δεύτερη εὐχαριστιακὴ τράπεζα τῆς ἐπιθέσεως στὴν τρίτη καὶ κυρία καὶ κατεξοχὴν εὐχαριστιακὴ τράπεζα τῆς καταθέσεως τῶν τιμίων δώρων, τὴν κοινῶς γνωστὴ ὡς «ἁγία τράπεζα», μόνο ὁ εὐχαριστιακὸς ἄρτος μαζὶ μὲ τὸν εὐχαριστιακὸ οἶνο καὶ τὸ εὐχαριστιακὸ ὕδωρ (ἀρχέτυπο ὕψωμα), χωρὶς τὶς τέσσερεις μερίδες τοῦ δισκαρίου (πρότυπο ὕψωμα) καὶ ἄνευ τοῦ κατακλαστοῦ ὑψώματος τοῦ λειτουργοῦ καὶ τοῦ ὑψώματος τοῦ λαοῦ (ἐκτύπου ὑψώματος), τὰ ὁποῖα θὰ πρέπει νὰ παραμείνουν ἡγιασμένα ὡς ἔχουν στὴν τράπεζα τῆς ἐπιθέσεως, οἱ μὲν μερίδες καὶ τὸ κατακλαστό, μέχρι τὴν κατάλυσή τους ἀπὸ τὸ λειτουργό, μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας, τὰ δὲ ὑψώματα, ἕως τὴ διανομή τους στὸ λαό, στὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας (κατ' ἀκρίβεια λίγο πρὶν καὶ ὄχι μετὰ τὸ τέλος, παράλληλα μὲ τὸ κοινὸ ἀντίδωρο).
Καὶ ἔτσι, στὴν τράπεζα τῆς καταθέσεως (ἁγία τράπεζα), νὰ τελεσθεῖ ἡ τέταρτη ὕψωση (ἕως τὸ ὕψος τῆς κορυφῆς τῆς κεφαλῆς τοῦ λειτουργοῦ) καὶ ὁ κορυφαῖος εὐχαριστιακὸς καθαγιασμὸς τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου, οἴνου καὶ ὕδατος (ἀρχετύπου ὑψώματος), καθώς, ἐπίσης, καὶ ἡ κατάλυση τῶν καθηγιασμένων περισσευμάτων τους (ἡ ὁποία δὲν πρέπει νὰ τελεῖται οὔτε στὴν πρόθεση οὔτε στὴν ἐπίθεση ἀλλ' ἐπ' αὐτῆς ταύτης τῆς ἁγίας τραπέζης, ἐκεῖ, δηλαδή, ὅπου τελέσθηκε καὶ ὁ καθαγιασμός τους), μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας.
Ἐάν, βεβαίως, ἐν προκειμένῳ, θέλαμε νὰ μὴ μεταβοῦμε ἀπευθείας στὸν κορυφαῖο εὐχαριστιακὸ καθαγιασμὸ ἀλλὰ νὰ πᾶμε ἀνοδικῶς καὶ σταδιακῶς πρῶτα στὸ μείζονα εὐχαριστιακὸ ἁγιασμό, δευτερεύοντα καὶ πρωτεύοντα, μετὰ στὸ βασικὸ εὐχαριστιακὸ καθαγιασμό, ἔπειτα στὸ μέσο εὐχαριστιακὸ καθαγιασμὸ καὶ τελικὰ στὸν κορυφαῖο εὐχαριστιακὸ καθαγιασμό, θὰ ἔπρεπε νὰ συνεχίσουμε πιὸ πάνω μόνο μὲ αὐτὰ καθεαυτὰ τὰ τίμια δῶρα, τὸν ἄρτο, τὸν οἶνο καὶ τὸ ὕδωρ, τὸ ὁποῖο, ὅμως, δὲν ἔχει νόημα νὰ γίνει, γι' αὐτὸ καὶ προχωροῦμε κατευθείαν καὶ καθ' ὑπέρβασιν στὸν κορυφαῖο εὐχαριστιακὸ καθαγιασμό.
Ὅταν, λοιπόν, στὴ σελίδα 15 τοῦ προδημοσιευθέντος δωδέκατου μέρους τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης γράφουμε, ἀφενός, «καὶ ὅποιος κατέχει τὴν ψυχικὴ συμβολικὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερωσύνη, καὶ στὴν παλαιὰ καὶ στὴν καινὴ διαθήκη, ἐπιτελεῖ ὁλόκληρη τὴν ψυχικὴ εὐχαριστιακὴ θυσία στὸ ἀνώτερο ἀκραῖο συμβολικὸ ἁγιαστικὸ ἐπίπεδο καὶ στὸ ἀνώτερο μέσο συμβολικὸ ἁγιαστικὸ ἡμιεπίπεδο (καθαγιαστικὸ καὶ μεῖζον ἁγιαστικό), ἐπιτελεῖ, δηλαδή, τὴ συμβολικὴ ἕλκυση καὶ ἐπισκίαση τῆς καθαγιαστικῆς καὶ τῆς μείζονος ἁγιαστικῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος», καὶ ἀφετέρου, «καὶ ὅποιος κατέχει τὴ σαρκικὴ συμβολικὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερωσύνη, καὶ στὴν παλαιὰ καὶ στὴν καινὴ διαθήκη, ἐπιτελεῖ ὁλόκληρη τὴ σαρκικὴ εὐχαριστιακὴ θυσία στὸ κατώτερο ἀκραῖο συμβολικὸ ἁγιαστικὸ ἐπίπεδο καὶ στὸ κατώτερο μέσο συμβολικὸ ἁγιαστικὸ ἡμιεπίπεδο (ὑφαγιαστικὸ καὶ μεῖον ἁγιαστικό), ἐπιτελεῖ, δηλαδή, τὴ συμβολικὴ ἕλκυση καὶ ἐπισκίαση τῆς ὑφαγιαστικῆς καὶ τῆς μείονος ἁγιαστικῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος», ἐννοοῦμε στὴ θεωρητικὴ καὶ ὑποθετική, μόνο, περίπτωση ποὺ ἀναπτύξουμε ἐντελεχειακῶς καὶ τὰ ἑπτὰ ἐπίπεδα τοῦ εὐχαριστιακοῦ καθαγιασμοῦ, ἁγιασμοῦ καὶ ὑφαγιασμοῦ.
Στὴ μακραίωνη λειτουργικὴ παράδοση τοῦ παλαιορθοδόξου δόγματος τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν τελετουργικὴ δεοντολογία τῆς νεοΐδρυτης δογματικῶς καὶ κανονικῶς καινορθοδόξου χριστιανικῆς ὁμολογίας τοῦ τριαδιανισμοῦ, οἱ δύο εὐχαριστιακὲς τράπεζες τῆς προθέσεως καὶ τῆς ἐπιθέσεως τῶν τιμίων δώρων, οἱ ὁποῖες συναπαρτίζουν ὅλη σχεδὸν τὴν τελετουργία ποὺ καλεῖται «προσκομιδή» (ἀλλ' ὄχι ὁλόκληρη τελείως, δεδομένου ὅτι ἡ τελευταία πράξη μὲ τὴν ὁποία ὁλοκληρώνεται πλήρως ἡ ὅλη ἱεροτελεστία τῆς προσκομιδῆς εἶναι ἡ κατάθεση τῶν τιμίων δώρων στὴν ἁγία τράπεζα) συμπτύσσονται, ὅπως προείπαμε, σὲ μία ὑπὸ τὸ ὄνομα «πρόθεση», ὁ ἀνατολικός, δηλαδή, χριστιανισμὸς συμπτύσσει τὸν κορυφαῖο εὐχαριστιακὸ ὑφαγιασμὸ μὲ τὸ μείονα εὐχαριστιακὸ ἁγιασμό, σχῆμα τὸ ὁποῖο μᾶλλον θὰ ἐφήρμοζε κατ' οἰκονομίαν καὶ ὁ Ἰησοῦς ἂν δὲν παρέλειπε καὶ τελοῦσε τὴν προσκομιδὴ κατὰ τὸν εὐχαριστιακὸ δεῖπνό του μὲ τοὺς μαθητές, μὲ τὸ εὐρύτερο, βεβαίως, καὶ ἀσαφέστερο πνευματικὸ νόημα τῆς ἑλκύσεως καὶ τῆς ἐπισκιάσεως τῆς ὑφαγιαστικῆς καὶ τῆς μείονος ἁγιαστικῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος καὶ ὄχι μὲ τὴν κυρία ἔννοια αὐτοῦ καθεαυτοῦ τοῦ πνευματικοῦ εὐχαριστιακοῦ ὑφαγιασμοῦ καὶ μείονος ἁγιασμοῦ.
Γι' αὐτὸ καὶ στὴ σελίδα 18 τοῦ προδημοσιευθέντος δωδέκατου μέρους τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας, γράφοντας «κάνοντας λόγο μόνο γιὰ τὴν ἀναφορὰ καὶ ὄχι γιὰ τὴν προσκομιδὴ τῶν τιμίων δώρων, τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἡ ὁποία, προφανῶς, δὲν ἐπιτελέσθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ (μὲ τὸ ἐν λόγῳ καὶ αὐτὴ εὐρύτερο καὶ ἀσαφέστερο πνευματικὸ νόημα τῆς ἑλκύσεως καὶ τῆς ἐπισκιάσεως τῆς χάριτος) χάριν συντομίας, μὲ ἐφαρμογὴ τοῦ σχήματος τῆς ἐντελεχειακῆς συμπτύξεως μεταξὺ τοῦ ἁγιαστικοῦ καὶ τοῦ ὑφαγιαστικοῦ ἐντελεχειακοῦ εἴδους τῆς αἰτιατῆς ἁγιαστικῆς ἐντελεχειακῆς κατηγορίας» καὶ λέγοντας «μὲ ἐφαρμογὴ τοῦ σχήματος τῆς ἐντελεχειακῆς συμπτύξεως μεταξὺ τοῦ ἁγιαστικοῦ καὶ τοῦ ὑφαγιαστικοῦ ἐντελεχειακοῦ εἴδους τῆς αἰτιατῆς ἁγιαστικῆς ἐντελεχειακῆς κατηγορίας», ἐννοοῦμε, εὐλόγως, τὴν ἐφαρμογὴ αὐτὴ στὴν ὑποθετικὴ περίπτωση τελέσεως τῆς (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον) προσκομιδῆς, στὰ πλαίσια τῆς σαρκικῆς εὐχαριστιακῆς θυσίας (ἐδῶ ἀντεπιδείκνυνται τριαδικῶς τὸ ἐπιγνωστὸ εὐχαριστιακὸ προπαρασκευαστικὸ καθαγιαστικὸ ἢ «προκαθαγιαστικό» εἶδος, τῆς αἰτίας ἁγιαστικῆς ἐντελεχειακῆς κατηγορίας καὶ στὰ τελετουργικὰ πλαίσια τῆς «ψυχικῆς» εὐχαριστιακῆς θυσίας, μὲ τὸ ἐπιγνωστὸ εὐχαριστιακὸ προπαρασκευαστικὸ ἁγιαστικὸ ἢ «προαγιαστικό» εἶδος καθὼς καὶ τὸ ἐπιγνωστὸ εὐχαριστιακὸ προπαρασκευαστικὸ ὑφαγιαστικὸ ἢ «προϋφαγιαστικό» εἶδος, τῆς αἰτιατῆς ἁγιαστικῆς ἐντελεχειακῆς κατηγορίας καὶ στὰ τελετουργικὰ πλαίσια τῆς «σαρκικῆς» εὐχαριστιακῆς θυσίας, ἀμφότερα τὰ ὁποῖα συμπτύσσονται).
Καὶ τοῦτο, διότι, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις, ὁ Ἰησοῦς συνέπτυξε ἐντελεχειακῶς καὶ τὴν ψυχικὴ μὲ τὴ σαρκικὴ εὐχαριστιακὴ θυσία, τῆς αἰτιατῆς, ἐπίσης, θυσιαστικῆς ἐντελεχειακῆς κατηγορίας, τὴν ψυχική, δηλαδή, ἀναφορά, μὲ τὴ σαρκικὴ (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον) προσκομιδὴ (ἐδῶ ἀντεπιδείκνυνται τριαδικῶς ἡ «πνευματική» εὐχαριστιακὴ θυσία, τῆς αἰτίας θυσιαστικῆς ἐντελεχειακῆς κατηγορίας, μὲ τὴν «ψυχική» εὐχαριστιακὴ θυσία καὶ τὴ «σαρκική» εὐχαριστιακὴ θυσία, τῆς αἰτιατῆς θυσιαστικῆς ἐντελεχειακῆς κατηγορίας, ἀμφότερες οἱ ὁποῖες συμπτύσσονται).
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὸ ὅλο χρισματικὸ μυστήριο ἰσχύουν ἀναλόγως στὰ μέτρα του ὅσα προείπαμε καὶ γιὰ τὸ εὐχαριστιακὸ μυστήριο, ἐπειδή, δηλαδή, εἶναι ἑξαδικὸ καὶ περιλαμβάνει τέσσερα ἀνώτερα χρίσματα χειροτονίας, τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἱερατικῆς κυριότητος (μύρου, μυρελαίου, μυροίνου καὶ ἐλαίου), τὰ ὁποῖα φτάνουν μέχρι τὸ ὕψος τοῦ χρισματικοῦ καθαγιασμοῦ, καὶ δύο κατώτερα χρίσματα χειροθεσίας, τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας, τῆς πραγματικῆς (ὕδατος καὶ μυρύδρου) καὶ τῆς συμβατικῆς (μυρύδρου καὶ ὕδατος), τὰ ὁποῖα ἀφικνοῦνται ἕως τὸ ὕψος τοῦ χρισματικοῦ μείζονος ἁγιασμοῦ, πρωτεύοντος καὶ δευτερεύοντος ἀντίστοιχα, πρακτικῶς, ἔχει ἐπιγνωστὴ παρουσία στὸ βασικὸ ἐπίπεδο τῆς τριεπίπεδης κατηγορίας τοῦ καθαγιασμοῦ καὶ στὸ ἄνω ἡμιεπίπεδο τῆς μονοεπίπεδης κατηγορίας τοῦ ἁγιασμοῦ (ἡμιεπίπεδο μείζονος ἁγιασμοῦ καὶ ἡμιημιεπίπεδα πρωτεύοντος καὶ δευτερεύοντος), χωρίς, ἀσφαλῶς, αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν δύνανται, θεωρητικῶς, νὰ ἐπιγνωσθοῦν καὶ τὰ κατώτερα ἐπίπεδα (καὶ ἡμιεπίπεδα καὶ ἡμιημιεπίπεδα) σὲ καθένα ἀπὸ τὰ ἕξι αὐτὰ χρίσματα, τὸ ὁποῖο, ὅμως, δὲν ἔχει νόημα νὰ γίνει στὴν τελετουργικὴ πράξη.
Γι' αὐτὸ καὶ στὴ σελίδα 66 τοῦ προδημοσιευθέντος δωδέκατου μέρους τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης γράφουμε τὰ ἑξῆς:
«Στὸ πρῶτο, σημειωτέον, ἀκραῖο τριεπίπεδο, τῶν τριῶν πρώτων βαθμίδων τῆς ἑπτάδος, τὸ καθαγιαστικό, ὁ εὐχαριστιακὸς καθαγιασμὸς εἶναι κορυφαῖος καὶ ἀνώτερος τοῦ χρισματικοῦ ποὺ εἶναι ὁ βασικός, μὲ μέσο τὸ βαπτισματικό, ὅπως, ἐπίσης, καὶ στὸ ἔσχατο ἀκραῖο τριεπίπεδο, τῶν τριῶν τελευταίων βαθμίδων τῆς ἑπτάδος, ὁ εὐχαριστιακὸς ὑφαγιασμὸς εἶναι πάλι ὁ κορυφαῖος, στὸ μέσο, ὅμως, ἐπίπεδο, τὸ ἁγιαστικό, τῆς τετάρτης καὶ καταμέσου βαθμίδος τῆς ἑπτάδος, ἡ ὁποία περιλαμβάνει δύο ὑποβαθμίδες καὶ τέσσερεις ὑφυποβαθμίδες (δύο ὑφυποβαθμίδες σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς δύο ὑποβαθμίδες), ὁ εὐχαριστιακὸς ἁγιασμὸς εἶναι κατώτερος τοῦ χρισματικοῦ.
Καὶ τοῦτο, διότι, ἐν προκειμένῳ, ὁ χρισματικὸς ἁγιασμὸς (μείζων ἁγιασμός), κατὰ τὴν κανονικὴ φορὰ τῆς ἐν λόγῳ ἀντιστρόφου καὶ ἀτελοστρόφου ἐντελεχείας, ἀπὸ τὰ τέλεια στὰ ἀτελῆ, ἀποτελεῖ ἄμεση καθοδικὴ ἐντελεχειακὴ συνέπεια (ὑποβάθμιση) τοῦ χρισματικοῦ καθαγιασμοῦ, ἐνῷ, ὁ εὐχαριστιακὸς ἁγιασμὸς (μείων ἁγιασμός), κατὰ τὴν ἀνάστροφη ἐντελεχειακὴ φορά, ἀπὸ τὰ ἀτελῆ στὰ τέλεια, ἄμεση ἀνοδικὴ ἐντελεχειακὴ συνέχεια (ἀναβάθμιση) τοῦ εὐχαριστιακοῦ ὑφαγιασμοῦ».
Ἐάν, δηλαδή, θεωρητικῶς καὶ ὑποθετικῶς, ἀναπτυχθοῦν καὶ ἐπιγνωσθοῦν στὴν τελετουργικὴ πράξη καὶ τὰ ἑπτὰ ἁγιαστικὰ ἐπίπεδα (καὶ ἡμιεπίπεδα καὶ ἡμιημιεπίπεδα) καὶ στὸ εὐχαριστιακὸ καὶ στὸ χρισματικὸ μυστήριο, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπίπεδα (καὶ ἡμιεπίπεδα καὶ ἡμιημιεπίπεδα) αὐτὰ τὸ εὐχαριστιακὸ μυστήριο θὰ κατατάσσεται ὡς ἀνώτερο καὶ τὸ χρισματικὸ ὡς κατώτερο.
Ἐν προκειμένῳ, ὅμως, ἐπειδὴ στὴν τελετουργικὴ πράξη καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ λειτουργικὴ δογματικὴ θεωρία, στὸ τέταρτο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ καὶ κατάμεσο ἐπίπεδο τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ μὲν εὐχαριστιακὸ μυστήριο ἐπιγινώσκεται μόνο στὸ κατώτερο μεῖον ἁγιαστικὸ ἡμιεπίπεδο, τὸ δὲ χρισματικὸ μυστήριο, μόνο στὸ ἀνώτερο μεῖζον ἁγιαστικὸ ἡμιεπίπεδο, στὴν ἐπιπόλαιη θεολογικὴ σκέψη μπορεῖ νὰ σχηματίζεται ἡ ψευδαίσθηση ὅτι στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ τὸ χρισματικὸ μυστήριο εἶναι δῆθεν ἀνώτερο τοῦ εὐχαριστιακοῦ, ἐνῷ δὲν εἶναι, ὄντως, ἀλλ' ἁπλῶς φαίνεται ὡς ἀνώτερο, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, θεωρεῖται, μέν, ὅτι εἶναι ἀνώτερό του ἀλλὰ μόνο μὲ βάση τὸ ἐπιγνωστὸ πρακτικῶς τελετουργικὸ ποιὸν καθενὸς ἀπὸ τὰ δύο τοιαῦτα μυστήρια.
Διότι, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἐξηγήσει παραπάνω, δὲν συνηθίζεται καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἐπιτελεῖται πρακτικῶς ὁ θεωρητικῶς ὑφιστάμενος εὐχαριστιακὸς μείζων ἁγιασμὸς (πρωτεύων καὶ δευτερεύων), στὸν ὁποῖο θὰ μποροῦσαν νὰ μετέχουν αὐτὰ καὶ μόνα τὰ τίμια δῶρα, ὁ ἄρτος, ὁ οἶνος καὶ τὸ ὕδωρ, ἄνευ τῶν μερίδων τοῦ δισκαρίου, οἱ ὁποῖες δέχονται μόνο μέχρι πρωτεύοντα μείονα ἁγιασμό, καὶ χωρίς, ἀσφαλῶς, τὰ ὑπόλοιπα συνοδευτικά, τὸ κατακλαστὸ ὕψωμα τοῦ λειτουργοῦ καὶ τὸ ὕψωμα τοῦ λαοῦ, ἀμφότερα τὰ ὁποῖα ἐπιδέχονται μόνο μέχρι δευτερεύοντα μείονα ἁγιασμό, καὶ τὸ κοινὸ ἀντίδωρο, ποὺ εἶναι ἐπιδεκτικὸ ἕως καὶ τοῦ κορυφαίου ὑφαγιασμοῦ.
Στὸ ἀφελὲς ἐρώτημα «γιὰ ποιὸ λόγο ἡ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία τῶν ἱερατικῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων εἶναι κατώτερη καὶ ὄχι ἀνώτερη τῆς πραγματικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, ἀφοῦ τελετουργικῶς δίδεται μετὰ τὴν πραγματικὴ καὶ βασίζεται ἐπ' αὐτῆς» ἀπαντοῦμε μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ἐρώτημα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ «οὐχὶ τὸ σῶμα πλεῖόν ἐστι τοῦ ἐνδύματος», ἐπεξηγῶντας ὅτι ἡ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία τῶν ἱερατικῶν τίτλων ἢ ὀφφικίων ἀποτελεῖ διακόσμηση τῆς πραγματικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν στὴν ὁποία βασίζεται, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ ἐνδύματα ἀποτελοῦν διακόσμηση τοῦ σώματος στὸ ὁποῖο βασίζονται καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτῶνται χωρίς, ἀσφαλῶς, ποτὲ νὰ τὸ ὑπερβαίνουν ὡς ἀνώτερά του. Εἶναι, ποτέ, δυνατὸ ἡ συμβατικότητα, ἡ συμβατική, δηλαδή, ἢ εἰκονικὴ ἢ ὑποκειμενικὴ πραγματικότητα, νὰ εἶναι πράγματι ἀνώτερη καὶ νὰ ὑπερισχύει ὄντως αὐτῆς τῆς ἴδιας, τῆς ἀντικειμενικῆς, πραγματικότητος;
Μὲ ἄλλα λόγια, βάση ἐξάρτησης ἑνὸς ἀντικειμένου μπορεῖ νὰ διατελεῖ καὶ τὸ πάτωμα ἀλλὰ καὶ τὸ ταβάνι, δηλαδή, ἡ κορυφή, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν φωτιστικῶν τῆς ὀροφῆς ποὺ κρεμῶνται ἀπὸ αὐτή, διακρίνουμε, δηλαδή, τὰ ἀνοδικῶς βασιζόμενα καὶ ἐξαρτώμενα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς βάσης ἐξάρτησής τους, ἀπὸ τὰ καθοδικῶς βασιζόμενα καὶ ἐξαρτώμενα, τὰ ὁποῖα εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς βάσεως ἐξαρτήσεώς τους πού, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ταὐτίζεται μὲ τὴν κορυφή, ἡ κορυφή, δηλαδή, ἐν προκειμένῳ, εἶναι βασικὴ ἢ ἡ βάση κορυφαία.
Ἄρα, ὅταν κάτι ἐπέρχεται μετὰ τὴ βάση ἐξάρτησής του ποὺ προηγεῖται δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι πάντοτε ἀνώτερό της, ἀλλὰ μπορεῖ ἐξίσου νὰ εἶναι καὶ κατώτερό της, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει σὲ ὅλες τὶς ἀντίστροφες καὶ ἀτελόστροφες ἐντελέχειες (ἀπὸ τὸ τέλειο καὶ αἴτιο ἀρχέτυπο, διαμέσου τοῦ ἡμιτελοῦς καὶ αἰτιατοῦ αἰτίου ἐκτύπου, πρὸς τὸ ἀτελὲς καὶ αἰτιατὸ ἀντίτυπο) ὅπου ἡ τελεία κορυφή, π.χ. τὸ ἄϋλο (ἄκτιστο πνεῦμα), εἶναι συνάμα καὶ ἡ αἰτία βάση ἐξάρτησης ὅλων ὅσων ἐπέρχονται μετὰ ἀπ' αὐτή, π.χ. τοῦ ἡμιΰλου (κτιστοῦ πνεύματος) καὶ τοῦ ἐνύλου (κτιστοῦ σώματος).
Ὅταν, λοιπόν, μία ἱεροτελεστία ἐπιτελεῖται χρονολογικὰ μετὰ ἀπὸ κάποια ἄλλη καὶ μὲ βάση ἐκείνη αὐτὸ δὲν σημαίνει πάντοτε ὅτι εἶναι ἀξιολογικὰ ἀνώτερή της, ἀλλὰ μπορεῖ ἐνίοτε νὰ εἶναι καὶ κατώτερή της, ὅπως ἀκριβῶς στὴν προκειμένη περίπτωση, διευκρινίζοντας ἐπιπλέον κι ἐδῶ, ὅπως καὶ στὸ προδημοσιευθὲν δωδέκατο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης, ὅτι ἡ ἀντίστροφος ἀτελόστροφος ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῶν ἁγιαστικῶν ἐπιπέδων, τόσο στὴν κανονικὴ (ἀπὸ τὰ τέλεια στὰ ἀτελῆ) ὅσο καὶ στὴν ἀνάστροφη τῆς ἀντιστρόφου (ἀπὸ τὰ ἀτελῆ στὰ τέλεια) ἐντελεχειακή της φορὰ δὲν εἶναι χρονολογική, βάσει τοῦ χρόνου τελέσεως τῶν ἁγιαστικῶν πράξεων τῶν ἑπτὰ ἐντελεχειακῶν ἐπιπέδων της, ἀλλ' ἀξιολογική, μὲ κριτήριο τὸ ὕψος καὶ τὸ μέτρο τῆς τελετουργικῆς τους ἀξίας, ἄσχετα ἂν ἡ χρονολογικὴ τάξη καὶ σειρὰ ἐπιτελέσεώς τους συμπίπτει, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, μὲ τὴν ἀνάστροφη (τῆς ἀντιστρόφου) φορὰ τῆς ἐν λόγῳ ἐντελεχείας (ἀπὸ τὰ ἀτελῆ στὰ τέλεια), τὸ ὁποῖο, ἐν προκειμένῳ, εἶναι ἁπλῶς συμπτωματικὸ καὶ τυχαῖο.
Καὶ στὸ ἐπίσης ἐπιπόλαιο συναφὲς ἐρώτημα «γιατὶ ἡ πραγματικότητα καὶ ἡ συμβατικότητα ὑποδιακρίνονται μόνο στὴν ἱερατικὴ ἐξουσία (ἐνεργείας καὶ ἐνεργήματος) καὶ ὄχι ἀναλόγως καὶ στὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ τὴν ἱερατικὴ κυριότητα (ἐνεργείας καὶ ἐνεργήματος) μὲ ἀμφότερες τὶς ὁποῖες ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία ἐντελεχειακῶς συσχετίζεται» ἀπαντοῦμε ὅτι προκειμένου κάποιος πρεσβύτερος ἐπιτελεστὴς νὰ προβεῖ στὴν ἐπιτέλεση ἑνὸς μυστηρίου ἢ μυστηριοειδοῦς θὰ πρέπει νὰ κέκτηται καὶ τὰ οὐσιαστικὰ καὶ τὰ τυπικὰ προσόντα, ἐκτός, βεβαίως, ἂν ἔχει προβεῖ σὲ δογματικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀποτείχιση, εἴτε μερική, παραμένοντας ὁμολογιακῶς στὸ παραδεδομένο σύμβολο τῆς πίστεως στὴν ὁποία ἀνήκει, εἴτε ὁλική, διακηρύσσοντας νέο σύμβολο πίστεως καὶ καθιδρύοντας νέα χριστιανικὴ ὁμολογία, καὶ ἔτσι ἔχει καταστεῖ ἀνεξάρτητος ἢ ἐπιπλέον καὶ δογματάρχης καὶ ὁμολογιάρχης ἱδρυτής.
Καὶ στὰ μὲν οὐσιαστικὰ προσόντα ἀνήκει ἡ ἱερατικὴ δύναμη, αὐτή, δηλαδή, καθεαυτὴ ἡ κτήση καὶ κατοχὴ τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας, ἡ ἱερατικὴ κυριότητα, ἡ ἄσκηση, δηλαδή, τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας καὶ ἡ κάρπωση τῶν ἱερατικῶν ἐνεργημάτων, καὶ ἡ πραγματικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία, ἡ ἀδειοδότηση, δηλαδή, τῆς ἀσκήσεως τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας καὶ τῆς καρπώσεως τῶν ἱερατικῶν ἐνεργημάτων μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἱερατικὴ δύναμη, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε αὐτονόητη γιὰ ὅσο χρονικὸ διάστημα ὁ ἱερεὺς φέρει ἐνεργῆ καὶ ἀδέσμευτη τὴν ἱερωσύνη του, χωρὶς νὰ ἔχει δεσμευθεῖ καὶ καθαιρεθεῖ ὄντως καὶ πραγματικῶς, πνευματικῶς, δηλαδή, καὶ μυστικῶς, μὲ ἱεροτελεστία, ἱερολογία καὶ ἱεροπραξία, καθαιρέσεως καὶ δεσμεύσεως, καὶ δικαίως, καὶ ὄχι τυπικῶς καὶ συμβατικῶς, μὲ ἔγγραφη, δηλαδή, μόνο, ἱεροκανονικὴ καθαιρετικὴ καὶ δεσμευτικὴ πράξη, πειθαρχικοῦ, ἁπλῶς, καὶ ἠθικοῦ χαρακτῆρος, ποὺ ἀποτελεῖ ἁπλῶς τὴν περὶ δεσμεύσεως καὶ καθαιρέσεως ἀπόφαση καὶ ὄχι τὴν ἐκτέλεση αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς καθαιρέσεως καὶ δεσμεύσεως, ἡ ὁποία, ἀσφαλῶς, εἶναι πάντοτε τελετουργική, πραγματοποιεῖται, δηλαδή, μόνο μὲ τὴν κατάλληλη καθαιρετικὴ καὶ δεσμευτικὴ τελετή.
Στὰ δὲ τυπικὰ προσόντα, ἀνήκει, εὐλόγως, μόνο ἡ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία, ἡ τυπική, δηλαδή, ἄδεια τελέσεως τοῦ μυστηρίου ἢ μυστηριοειδοῦς ἀπὸ τὴν προϊσταμένη οἰκεία ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ ποὺ ἔλαβε γνώση ἐκ τῶν προτέρων περὶ αὐτῆς, ἐφόσον εἶναι τὸ μόνο ποὺ τυπικῶς ὑπολείπεται γιὰ νὰ προβεῖ ὁ ἱερεὺς στὴν ἐπιτέλεσή του. Τὴν ἱερατικὴ δύναμη τὴν ἔχει, τὴν ἱερατικὴ κυριότητα τὴν ἔχει, τὴν πραγματικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία τὴν ἔχει, αὐτό, συνεπῶς, ποὺ τυπικῶς μόνο ἀπομένει εἶναι ἡ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία.
Διότι δὲν ὑφίσταται τυπικὴ καὶ συμβατικὴ ἀλλὰ μόνο οὐσιαστικὴ καὶ πραγματικὴ κτήση καὶ κατοχὴ τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας, μυστικῆς καὶ συμβολικῆς, μόνο πραγματική, δηλαδή, ἱερατικὴ δύναμη, μυστικὴ καὶ συμβολική, οὔτε τυπικὴ καὶ συμβατικὴ ἀλλὰ μόνο οὐσιαστικὴ καὶ πραγματικὴ ἄσκηση τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας, μυστικῆς καὶ συμβολικῆς, καὶ κάρπωση τῶν ἱερατικῶν ἐνεργημάτων, μυστικῶν καὶ συμβολικῶν, μόνο πραγματική, δηλαδή, ἱερατικὴ κυριότητα, μυστικὴ καὶ συμβολική, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀδειοδότηση τῆς ἀσκήσεως τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας καὶ τῆς καρπώσεως τῶν ἱερατικῶν ἐνεργημάτων (ἱερατικῆς κυριότητος), τὴν ἱερατική, δηλαδή, ἐξουσία, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὑφίσταται καὶ ὡς πραγματική, πηγάζουσα ἐντελεχειακῶς, καθοδικῶς καὶ φυσικῶς μέσα ἀπὸ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν ἱερατικὴ δύναμη μέχρι δίκαιης, ἐννοεῖται, καὶ ὄχι ἄδικης τελετῆς καθαιρέσεως καὶ δεσμεύσεως, καὶ ὡς συμβατικὴ καὶ τυπική, παρεχόμενη πειθαρχικῶς καὶ ἠθικῶς ἀπὸ τὴν οἰκεία ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ ποὺ προΐσταται.
Δὲν εἶναι, δηλαδή, οὔτε λογικὰ οὔτε δογματολογικὰ παραδεκτὸ νὰ πεῖ κανεὶς «ἂς συμβοῦμε καὶ ἂς συμφωνήσουμε μεταξύ μας καὶ ἂς ποῦμε δῆθεν ὅτι δὲν ἐπικτήθηκε ἡ ἱερατικὴ δύναμη καὶ γι' αὐτὸ δὲν δύναται νὰ ἀσκεῖται ἡ ἱερατικὴ ἐνέργεια καὶ δὲν μποροῦν νὰ καρπώνονται τὰ ἱερατικὰ ἐνεργήματα, παρὰ τὸ ὅτι στὴν πραγματικότητα ἡ μέν, ἔχει ἐπικτηθεῖ, καὶ ἡ δέ, δύναται νὰ ἀσκεῖται, καὶ τὰ δέ, μποροῦν νὰ καρπώνονται». Ἀποτελεῖ ἐθελοτυφλότητα καὶ ἄρνηση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς πραγματικότητος. Εἶναι, ἀσφαλῶς, ἄτοπο νὰ ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι πέραν τῆς πραγματικῆς ὑφίσταται ἐπιπλέον καὶ συμβατικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ συμβατικὴ ἱερατικὴ κυριότητα (ἐνεργείας καὶ ἐνεργημάτων).
Καὶ ἀσφαλῶς, μὲ τὸ ἴδιο νόημα, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε οὔτε καὶ ὅτι πέραν τῆς πραγματικῆς ὑφίσταται ἐπιπλέον καὶ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία (ἐνεργείας καὶ ἐνεργημάτων), μὲ τὸ νόημα, δηλαδή, ὅτι δῆθεν ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία δὲν μεταδόθηκε, ἐπειδὴ ἔτσι ἁπλᾶ θέλουμε νὰ τὸ βλέπουμε ἐμεῖς ἐθελοτυφλοῦντες, ἐνῷ, στὴν πραγματικότητα, ἔχει μεταδοθεῖ.
Εἶναι, ὅμως, λογικὸ καὶ δογματολογικῶς ὀρθὸ νὰ ποῦμε «ἂς συμβοῦμε καὶ ἂς συμφωνήσουμε μεταξύ μας καὶ ἂς διορίσουμε ἱεροκανονικῶς καὶ ἂς ἀδειοδοτήσουμε τυπικῶς καὶ ἂς ἐξουσιοδοτήσουμε συμβατικῶς («κατὰ σύμβαση», ποὺ σημαίνει «κατ' ἀπὸ κοινοῦ συμφωνία») τὸν τάδε πρεσβύτερο ὡς ἁρμόδιο νὰ ἐπιτελεῖ τὰ τάδε μυστήρια (ἱερωσύνης καὶ ἐξομολόγησης), παρὰ τὸ ὅτι ὅλοι εἴμαστε χειροτονημένοι πρεσβύτεροι καὶ ὅλοι ἔχουμε οὐσιαστικῶς καὶ πραγματικῶς τὴν ἐξουσία καὶ τὴν ἄδεια καὶ τὴν ἐλευθερία μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν πρεσβυτερικὴ ἱερατική μας δύναμη νὰ τὰ ἐπιτελοῦμε καὶ αὐτά».
Μόνο ὑπ' αὐτὸ τὸ νόημα μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ὑφίσταται καὶ ἡ συμβατικὴ καὶ τυπικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία, ἐπιπλέον τῆς πραγματικῆς καὶ οὐσιαστικῆς, ἀλλ' οὔτε καὶ μὲ τὸ νόημα αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑφίσταται καὶ συμβατικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ συμβατικὴ ἱερατικὴ κυριότητα, διότι ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ τῆς συμβατικότητος ἀφορᾷ καθαρὰ καὶ ἄμεσα αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν ἱερατικὴ ἐξουσία, τὴν ἐξουσιοδότηση, δηλαδή, καὶ ἀδειοδότηση, καὶ ὄχι τὴ δυναμοδότηση καὶ τὴν κυριοδότηση, μὲ ἀμφότερες τὶς ὁποῖες θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι συσχετίζεται ἔμμεσα καὶ ἀσαφέστερα ἢ μόνο κατὰ τὸ νοούμενο, δεδομένου τοῦ ἐν γένει συσχετισμοῦ τῆς ἐξουσίας μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴν κυριότητα τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν.
Παράλληλα, λοιπόν, μὲ τὴν πραγματικὴ ὑφίσταται ἐπιπλέον καὶ ἡ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία, ἔστω καὶ ἂν αὐτὲς δὲν συμφωνοῦν πάντοτε ἀλλ' ἐνίοτε μποροῦν καὶ νὰ διαφωνοῦν καὶ νὰ συγκρούονται μεταξύ τους, μὲ τὴν ἐπικράτηση, ἀσφαλῶς, τῆς πραγματικῆς μέχρι τῆς ἱεροτελεστίας τῆς δίκαιης (καὶ ὄχι ἄδικης) ἄρσεως καὶ δεσμεύσεώς της (μαζὶ μὲ τὴν ἱερατικὴ κυριότητα), δεδομένου ὅτι ἡ συμβατικότης δὲν δύναται νὰ ἐπικρατεῖ τῆς πραγματικότητος μέχρις ὅτου ἐκείνη ἀλλάξει.
Καὶ ἀσφαλῶς, ἡ συμβατικὴ καὶ τυπικὴ αὐτὴ ἐξουσιοδότηση ἢ ἀδειοδότηση τῶν ἁρμοδίων δὲν γίνεται μόνο ἱεροκανονικῶς, μὲ μία ἁπλῆ ἔγγραφη πράξη διορισμοῦ σὲ εἰδικὰ ἱερατικὰ καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ συμβολικῶς, μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν ἢ χειροθεσία, ἐπὶ προκεχρισμένης, ἐννοεῖται, κεφαλῆς, μὲ συμβατικὸ ἐξουσιαστικὸ καὶ κατάλληλο γιὰ τὴν περίπτωση χρῖσμα (μυρύδρου καὶ ὕδατος) ἀλλὰ μὴ ἀκόμη ἡγιασμένο, καὶ ἐν προκειμένῳ ὑπὸ τὸ νόημα τοῦ διορισμοῦ (ἐδῶ τὸ «χεῖρας ἐπὶ κεφαλῆς τινος τίθημι» σημαίνει «διορίζω τινά»), ἢ καὶ ἑτεροτρόπως, μόνο μὲ τὴν ἐπὶ κεφαλῆς ἐφαρμογὴ ἡγιασμένου συμβατικοῦ ἐξουσιαστικοῦ χρίσματος διορισμοῦ (δευτερεύοντος μείζονος ἁγιασμοῦ) καὶ ἄνευ ἱεροπραξίας χειροθεσίας, καὶ μυστικῶς, μὲ τὴ μετάδοση τῆς ἀναλόγου καὶ προσιδιαζούσης, σὲ κάθε περίπτωση, διοριστηρίου θείας χάριτος (μεθαγιαστικῆς), λαμβάνει, δηλαδή, τελετουργικὸ χαρακτῆρα μυστηριοειδοῦς (μυστηριακῆς τελετῆς), σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο καὶ ἡ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία παράγεται καθοδικῶς ἢ κατέρχεται καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἱερατικὴ δύναμη, ὡς χαρακτηρίζουσα αὐτὴ κατὰ συμβατικὸ καὶ τυπικὸ τρόπο, ἔτσι ὥστε, ἄμεσα ἡ παράγουσα τὴν ἱερατικὴ κυριότητα ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἔμμεσα καὶ ἡ ἐκ τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως παραγόμενη ἱερατικὴ κυριότητα, νὰ χαρακτηρίζονται παράλληλα καὶ ἀπὸ τὴν πραγματικὴ καὶ ἀπὸ τὴ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία, στὸ μέτρο καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀναλογεῖ καὶ προσιδιάζει στὴν καθεμιά.
Ἔτσι, καὶ στὴ λειτουργικὴ δογματικὴ θεωρία καὶ στὴν τελετουργικὴ πράξη, ἐπιγινώσκεται μόνο ἱεροτελεστία μετάδοσης τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας (ἐνεργείας καὶ ἐνεργημάτων) καὶ ὄχι καὶ τελετουργία συμβατικῆς, δῆθεν, δυνάμεως, οὔτε καὶ τελετὴ συμβατικῆς, δῆθεν, κυριότητος (περὶ ἱερατικῆς ἐξουσίας, δυνάμεως καὶ κυριότητος βλέπε περισσότερα στὴν ὑπ' ἀριθ. 18/07–11–2022 Δογματικὴ καὶ Κανονικὴ Παππική μας Ἀπόφανση στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η»).
Διευκρινίζουμε καὶ πάλι ὅτι ἡ συμβολικὴ ἱερωσύνη, σαρκικὴ καὶ ψυχική, εἴτε ὡς ἐξουσία (ἐνεργείας καὶ ἐνεργημάτων), πραγματικὴ καὶ συμβατική, εἴτε ὡς δύναμη, εἴτε ὡς κυριότητα (ἐνεργείας καὶ ἐνεργημάτων), δὲν ταὐτίζεται καὶ δὲν συγχέεται μὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο φορέα της, μὲ τὴν ἀνθρώπινη, δηλαδή, φυσικὴ ὕπαρξή του, οὔτε μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, οὔτε μὲ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ἀλλὰ μὲ τὴν εἰδικὴ σύνθεση τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου τὸ ὁποῖο ἐφαρμόζεται ἐπάνω στὸν ἀνθρώπινο ἱερατικὸ φορέα καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση ἐπιτελέσεως χειροθεσίας ἢ χειροτονίας, πρὶν τὴ χειροθεσία ἢ τὴ χειροτονία, χρειάζεται πρῶτα νὰ γίνει ἐφαρμογὴ τοῦ ἀναλογοῦντος καὶ τοῦ προσιδιάζοντος μὴ ἡγιασμένου ἢ μὴ καθηγιασμένου ὑλικοῦ χρίσματος ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ χειροθετουμένου ἢ τοῦ χειροτονουμένου, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ θεία χάρη τῆς πνευματικῆς μυστικῆς ἱερωσύνης διαμέσου τῆς χειροθεσίας ἢ τῆς χειροτονίας δὲν συνδέεται μὲ ἄχριστο ἀλλὰ μὲ προκεχρισμένο ἱερατικὸ φορέα, ὅτι δηλαδὴ συνδέεται, κατ' ἀκρίβεια, μὲ τὸ ὑλικὸ χρῖσμα τῆς εἰδικῆς συνθέσεως ποὺ ἔχει προηγουμένως ἐφαρμοσθεῖ μὴ ἡγιασμένο ἢ μὴ καθηγιασμένο ἐπάνω στὸ χειροθετούμενο ἢ τὸ χειροτονούμενο, ἁγιαζόμενο ἢ καθαγιαζόμενο μὲ τὴ χειροθεσία ἢ τὴ χειροτονία, καί, μέσῳ τοῦ προεφηρμοσμένου καὶ μὲ τὴ χειροθεσία ἢ τὴ χειροτονία ἡγιασμένου ἢ καθηγιασμένου αὐτοῦ χρίσματος, μὲ τὸν προκεχρισμένο καὶ χειροθετημένο ἢ χειροτονημένο φορέα του.
Ἡ διαφορά, συνεπῶς, μεταξὺ τῆς καθιέρωσης τοῦ ἱερατικοῦ φορέως διὰ τελετῆς χρισματικοῦ ἁγιασμοῦ ἢ καθαγιασμοῦ καὶ τῆς καθιερώσεώς του διὰ τελετῆς χειροθεσίας ἢ χειροτονίας εἶναι ὅτι στὴν πρώτη περίπτωση προηγεῖται ἡ μυστικὴ σύνδεση τῆς ἁγιαστικῆς ἢ καθαγιαστικῆς καθιερωτικῆς χάριτος μὲ τὸ ὑλικὸ χρισματικὸ στοιχεῖο στὴν ἀνάλογη ἱεροβαθμολογικὴ ὑπόσταση (ἄτομο) καὶ ἐκτὸς τῆς ἱερατικῆς ὑποστάσεως (προσώπου) τοῦ καθιερουμένου καὶ ἕπεται ἡ χρισματικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ ἤδη ἡγιασμένου ἢ καθηγιασμένου ὑλικοῦ χρίσματος (χρίση) ἐπὶ τοῦ ἱερατικοῦ προσώπου τοῦ καθιερουμένου, ἐνῷ, στὴ δεύτερη περίπτωση, προηγεῖται, ἀντιθέτως, ἡ χρισματικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ μὴ ἡγιασμένου ἢ μὴ καθηγιασμένου ὑλικοῦ χρίσματος (χρίση) καὶ ἕπεται ἡ μυστικὴ σύνδεσή του μὲ τὴν ἀνάλογη ἁγιαστικὴ ἢ καθαγιαστικὴ καθιερωτικὴ χάρη ἐπάνω στὴν ἴδια τὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ καθιερουμένου, μὲ τὴν ἁγιαστικὴ χειροθεσία ἢ τὴν καθαγιαστικὴ χειροτονία.
Στὴν πρώτη, δηλαδή, περίπτωση, ὁ καθιερούμενος καθιερώνεται ἔμμεσα, διαμέσου τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ πιὸ πρὶν ἡγιασμένου ἢ καθηγιασμένου χρίσματος, ἐνῷ, στὴ δεύτερη περίπτωση, ἄμεσα καὶ γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἀμεσοέμμεσα, καὶ μαζὶ μὲ τὸ προεφηρμοσμένο ἀλλὰ μὴ ἀπὸ πρὶν ἡγιασμένο ἢ μὴ πιὸ πρὶν καθηγιασμένο χρῖσμα, τὸ ὁποῖο φέρει ἤδη πάνω του καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἤδη ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα, καὶ μέσῳ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ στὶς δύο ἐν λόγῳ περιπτώσεις, ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ χρήση τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου εἶναι ἀπαραίτητη προκειμένου νὰ ἐπιτελεσθεῖ ἡ καθιέρωση.
Στὴν πρώτη, σημειωτέον, περίπτωση καὶ μόνο ὅσον ἀφορᾷ τὸ ἁγιαστικὸ (μεθαγιαστικό) χρῖσμα (μυρύδρου καὶ ὕδατος) τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας (ἐνεργείας καὶ ἐνεργήματος), εἶναι τελετουργικῶς ἐπιτρεπτὴ καὶ ἡ αὐτοχρισία τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ δεύτερη περίπτωση ὅπου ἡ αὐτοχρισία ἀπαγορεύεται ἀκόμη καὶ στὴν ἐκδοχὴ τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας τῶν ἱερατικῶν τίτλων ἢ ἀλλιῶς ὀφφικίων ὅταν καὶ ἐπειδὴ συνεπάγεται ἀναπόφευκτα τὴν αὐτοχειροθεσία τοῦ ἐπιτελεστοῦ πρεσβυτέρου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τελετουργικῶς ἀνωμελὲς σχῆμα, δεδομένου ὅτι ἡ παντοειδὴς ἁγιαστικὴ ἱερατικὴ ἐνέργεια τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, εἴτε καθαγιαστική, εἴτε ἁγιαστική, εἴτε ὑφαγιαστική, εἶναι ἐξωστρεφὴς καὶ ὄχι ἐσωστρεφής, στρέφεται, δηλαδή, καὶ ἐνεργεῖ ἐξωτερικὰ σὲ ἄλλα πρόσωπα ἢ πράγματα καθαγιάζοντας ἢ ἁγιάζοντας ἢ ὑφαγιάζοντάς τα καὶ ὄχι ἐσωτερικὰ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
Καὶ ἡ μὲν αὐτοχρισία, καὶ στὶς δύο ὡς ἄνω περιπτώσεις τοῦ συμβατικοῦ ἐξουσιαστικοῦ χρίσματος τῶν ἱερατικῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων, δὲν ἀφορᾷ τὴν ἐπιτέλεση αὐτοῦ καθεαυτοῦ τοῦ καθιερωτικοῦ ἁγιασμοῦ ἀλλὰ τὴ μετάδοση καὶ μετάληψη τοῦ ἀπὸ πρὶν καθιερωτικῶς ἡγιασμένου ἢ μὴ ὑλικοῦ στοιχείου, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι ἀπολύτως φυσιολογικὴ καὶ τελετουργικῶς ἐπιτρεπτὴ γιὰ τὸν πρεσβύτερο ἐπιτελεστή, ὁ ὁποῖος, ἀσφαλῶς, ὅπως κοινωνεῖ ἔτσι καὶ χρίει τὸν ἑαυτό του, καὶ μάλιστα ὅταν δὲν παρίσταται ἀνώτερός του κατὰ τὸν ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο πρεσβύτερος, ἡ δὲ αὐτοχειροθεσία, στὴ δεύτερη παραπάνω περίπτωση τοῦ συμβατικοῦ ἐξουσιαστικοῦ χρίσματος, ἀναφέρεται στὴν ἐπιτέλεση αὐτοῦ καθεαυτοῦ τοῦ καθιερωτικοῦ ἁγιασμοῦ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ προκεχρισμένου ἑαυτοῦ του μαζὶ μὲ τὸ ὑλικὸ χρισματικὸ στοιχεῖο ποὺ ἤδη φέρει προεφηρμοσμένο πάνω του ἀλλὰ καὶ μέσῳ αὐτοῦ, εἶναι, δηλαδή, σαφῶς ἐσωστρεφὴς ἢ αὐτόστροφος ἁγιαστικὴ ἱερατικὴ ἐνέργεια καὶ γι' αὐτὸ ἀπαγορευτέα.
Ἀντιθέτως, στὴν πρώτη παραπάνω περίπτωση, ἡ ἁγιαστικὴ καθιερωτικὴ ἐνέργεια τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ εἶναι ἐξωστρεφὴς καὶ ἐνεργεῖ ἐξωτερικὰ καὶ ἄμεσα σὲ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο (μύρυδρο καὶ ὕδωρ) τοῦ συμβατικοῦ ἐξουσιαστικοῦ χρίσματος, ἐνθησαυρίζοντας μέσα του τὸ μυστηριοειδὲς ἐνέργημά της. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, ἡ αὐτοχρισία τοῦ ἐπιτελεστοῦ πρεσβυτέρου εἶναι, ὅπως προειπώθηκε, φυσιολογικὴ καὶ ἐπιτρεπτή.
Ὅσον ἀφορᾷ τὸ εὔλογο ἐρώτημα «ἂν ὑφίσταται καὶ πῶς ὁρίζεται ἡ ψυχικὴ συμβολικὴ φύση στὰ μυστηριακὰ ἐνεργήματα, δεδομένης τῆς ὑπάρξεως, ἀφενὸς τῆς πνευματικῆς μυστικῆς φύσεως, τῆς θείας χάριτος, καὶ ἀφετέρου τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς φύσεως, τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου ἢ δοχείου μέσα στὸ ὁποῖο ἡ χάρη ἐνθησαυρίζεται» ἀπαντοῦμε ὅτι ἀναμφισβήτητα ὑφίσταται καὶ ἡ μέση ψυχικὴ συμβολικὴ φύση τοῦ μυστηρίου ἢ τοῦ μυστηριοειδοῦς (δεδομένου ὅτι ἡ ὑπερφυὴς ἕνωση καὶ κοινωνία μεταξὺ θεότητος καὶ σαρκὸς δὲν εἶναι ἄμεση ἀλλ' ἔμμεση, μέσῳ τῆς ψυχῆς) καὶ ὁρίζεται στὸ σχῆμα τῆς διττῆς συμμετοχικῆς συμβολικῆς εὐλογίας τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου ἢ δοχείου καὶ ἀπὸ τὴν ἄμεση συμμετοχικὴ ψυχικὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἔμμεση συμμετοχικὴ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη (διαμέσου τῆς ἀμέσου συμμετοχικῆς ψυχικῆς συμβολικῆς), ἀμφότερες οἱ ὁποῖες συμμετέχουν, εἴτε ἀμέσως, εἴτε ἐμμέσως, στὴ μυστικὴ καὶ πρωτεύουσα εὐλογία τοῦ στοιχείου ἀπὸ τὴν κυρία πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ ἐνῷ ἐκεῖνος ἐπιτελεῖ αὐτὸν καθεαυτὸν τὸ μυστικὸ καὶ συμβολικὸ καθαγιασμὸ ἢ ἁγιασμὸ ἢ ὑφαγιασμὸ τοῦ δοχείου.
Δεδομένου ὅτι καὶ ἡ ψυχικὴ συμβολικὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερωσύνη, ὡς ἄμεση συμμετοχικὴ στὸ κύριο καθαγιαστικὸ ἢ ἁγιαστικὸ ἢ ὑφαγιαστικὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, ἀναβαθμίζεται στὰ οἰκεῖα μέτρα καὶ γίνεται «ὡσεὶ πνευματική» ἀλλὰ καὶ ἡ σαρκικὴ συμβολικὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερωσύνη, ὡς ἔμμεση συμμετοχικὴ στὴν τοιαύτη κυριότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, διαμέσου τῆς ἀμέσου συμμετοχικῆς ψυχικῆς συμβολικῆς, ἀναβαθμίζεται καὶ αὐτὴ στὰ μέτρα της καὶ γίνεται «ὡσεὶ ἡ ψυχικὴ ἡ γενομένη ὡσεὶ πνευματική», ἔτσι ὥστε ἀμφότερες, ἐν προκειμένῳ, νὰ ἐννοοῦνται μέσα στὸ εὐρύτερο νόημα τοῦ ὅρου «ἐν γένει συμμετοχικὴ ψυχικὴ συμβολικὴ εὐλογία».
Συνεπῶς, πρέπει νὰ διακρίνονται ἀσυγχύτως μεταξύ τους ὁ τελετουργικὸς ὅρος «μεταποιητικὴ μετάδοση τῆς χάριτος», ὁ ὁποῖος ἀφορᾷ τὴν ἐνθησαύριση τοῦ ἐνεργήματος τῆς καθαγιαστικῆς ἢ ἁγιαστικῆς ἢ ὑφαγιαστικῆς θείας χάριτος μέσα σ' αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ καθαγιαζόμενο ἢ ἁγιαζόμενο ἢ ὑφαγιαζόμενο ὑλικὸ στοιχεῖο (ποὺ ἀποτελεῖ τὸ σύμβολο ἢ δοχεῖο τοῦ ἐνεργήματος τῆς χάριτος μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὴ συνδέεται μυστικῶς διαμέσου τῆς ὡς ἄνω «ἐν γένει συμμετοχικῆς ψυχικῆς συμβολικῆς εὐλογίας») καὶ τὴν ὡς ἐκ τούτου «καλὴ ἀλλοίωση» τοῦ στοιχείου καὶ μὲ τὸν ὁποῖο ὅρο σχετίζονται ἡ ἁγιαστικὴ χειροθεσία καὶ ἡ καθαγιαστικὴ χειροτονία, ἀπὸ τὸν τελετουργικὸ ὅρο «μεταληπτικὴ μετάδοση τῆς χάριτος», ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὴ μετάληψη ἢ κοινωνία ἢ μέθεξη τοῦ καθηγιασμένου ἢ ἡγιασμένου ἢ ὑφηγιασμένου καὶ καλῶς ἀλλοιωμένου στοιχείου, συμβόλου καὶ δοχείου τοῦ ἐνεργήματος τῆς χάριτος ἀπὸ τὸν μέτοχο τοῦ μυστηρίου ἢ τοῦ μυστηριοειδοῦς καὶ μὲ τὸν ὁποῖο ὅρο σχετίζονται ἡ ἁγιαστικὴ καὶ ἡ καθαγιαστικὴ χρίση, στὴν περίπτωση, ἐννοεῖται, ποὺ δὲν τελεσθοῦν χειροθεσία καὶ χειροτονία.
Στὴν περίπτωση, ὅμως, τῆς χειροθεσίας καὶ τῆς χειροτονίας, ἐπειδὴ ἡ χρίση τελεῖται πρὸ ἀμφοτέρων, πρίν, δηλαδή, τὸν δι' αὐτῶν ἁγιασμὸ ἢ καθαγιασμὸ ἀντιστοίχως τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου τὸ ὁποῖο προεφαρμόζεται μὴ ἡγιασμένο ἢ μὴ καθηγιασμένο, καὶ ἡ μεταποιητικὴ καὶ ἡ μεταληπτικὴ μετάδοση τῆς χάριτος εἶναι ταὐτόχρονες, διότι, εὐλόγως, δὲν χρειάζεται ἐφαρμογὴ τοῦ ἡγιασμένου ἢ τοῦ καθηγιασμένου ὑλικοῦ χρίσματος μετὰ τὸν ἁγιασμὸ ἢ τὸν καθαγιασμό του, ἐπειδή, δηλαδή, ὁ ἁγιασμὸς ἢ ὁ καθαγιασμὸς τοῦ χρισματικοῦ στοιχείου τελοῦνται, ὁ μέν, διὰ τῆς χειροθεσίας, ὁ δέ, διὰ τῆς χειροτονίας, ἐπάνω στὸν ἴδιο τὸν προκεχρισμένο μὲ αὐτὸ καὶ ἤδη διατελοῦντα φορέα του μὲ τὸν ὁποῖο ἤδη ἀποτελεῖ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ σῶμα, τὴν ἴδια ὀντολογικὴ ἑνότητα.
Ὡς πρὸς τὴ σύσχεση μεταξὺ τοῦ «κυρίου ἔργου ἢ ποιοῦ», ἀφενός, τῆς λεγόμενης «κυριότητος», καὶ τοῦ «συμμετοχικοῦ ἔργου ἢ ποιοῦ», ἀφετέρου, τῆς καλούμενης «συμμετοχικότητος», τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας, αἴτιο εἶναι πάντοτε ἡ κυριότητα καὶ αἰτιατὸ ἡ συμμετοχικότητά της, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ ἱκανότητα μιᾶς ἱερατικῆς ἐνεργείας νὰ συμμετέχει, στὸ μέτρο καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ τῆς ἀναλογεῖ, στὸ κύριο ἔργο μιᾶς ἄλλης ἱερατικῆς ἐνεργείας πηγάζει καὶ ἀπορρέει, εἴτε καθοδικῶς εἴτε ἀνοδικῶς, ἀναλόγως πρὸς τὴ φύση τῆς ἴδιας καὶ τὴ φύση τῆς ἄλλης ἱερατικῆς ἐνεργείας, ἀπὸ τὴν ἱκανότητά της νὰ ἐκτελεῖ τὸ δικό της κύριο ἔργο τὸ ὁποῖο προσιδιάζει στὰ οἰκεῖα μέτρα καὶ σταθμά της, ἐνῷ, καὶ στὸ κύριο καὶ στὸ συμμετοχικὸ ἔργο, καὶ στὴν κυριότητα καὶ στὴ συμμετοχικότητα τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας, διακρίνουμε καὶ τὶς τρεῖς ἐνεργειακὲς καταστάσεις, καὶ τὴν «ἐν δυνάμει» καὶ τὴν «ἐν ἐγρηγόρσει» καὶ τὴν «ἐν ἐνεργείᾳ» κυριότητα καὶ συμμετοχικότητα.
Ἔτσι, ὅσον ἀφορᾷ τὸ ἀνώτερο εἶδος τῆς πνευματικῆς μυστικῆς ἱερωσύνης, ἡ συμμετοχικότητά της σὲ σχέση μὲ τὴν κυριότητα τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης προέρχεται καθοδικῶς ἢ κατέρχεται ἀπὸ τὴν κυριότητά της. Καὶ ἡ μὲν «ἐν δυνάμει» κυριότητά της συμμορφώνεται ἢ συσχηματίζεται μορφολογικὰ καὶ συνυπάρχει χρονολογικὰ μὲ τὴν «ἐν δυνάμει» συμμετοχικότητά της, ἡ δὲ «ἐν ἐγρηγόρσει» κυριότητά της συμμορφώνεται ἢ συσχηματίζεται μορφολογικὰ καὶ συνεκδηλώνεται χρονολογικά, τόσο μὲ τὴν «ἐν ἐγρηγόρσει» συμμετοχικότητά της, τὴν «ἐπέλευση τῆς χάριτος», ὅσο καὶ μὲ τὴν «ἐν ἐνεργείᾳ» συμμετοχικότητά της, τὴν «ἐπισκίαση τῆς χάριτος», ἤ, μὲ μία λέξη καὶ μὲ εὐρύτερο νόημα, μαζὶ μὲ τὴν ὅλη «ἐν ἐνεργείᾳ» συμμετοχικότητά της, καὶ ἔτσι, ἡ μόνη ποὺ ἀπομένει γιὰ νὰ διαφοροποιεῖται καὶ μορφολογικὰ καὶ χρονολογικὰ εἶναι ἡ «ἐν ἐνεργείᾳ» κυριότητά της.
Γι' αὐτὸ καὶ στὴ σελίδα 20 τοῦ προδημοσιευθέντος δωδέκατου μέρους τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας γράφουμε ὅτι «ἡ «ἐν ἐγρηγόρσει» ἢ «ἐν ἡμιενεργείᾳ» κατάσταση τῆς ὅλης εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος, εἴτε καθαγιαστικῆς, εἴτε ἁγιαστικῆς, εἴτε ὑφαγιαστικῆς, ἡ καθαγιαστική, δηλαδή, ἁγιαστικὴ καὶ ὑφαγιαστικὴ ἑτοιμότητά της, ταὐτίζεται μὲ τὴ συμμετοχικὴ ποιότητά της, ὡς πνευματικῆς μυστικῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης, σὲ σχέση μὲ τὴν ὅλη, ψυχικὴ καὶ σαρκική, συμβολικὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερωσύνη καὶ ἑρμηνεύεται μὲ τὸ ὡς ἄνω ὁρισθὲν νόημα τῆς ἑλκύσεώς της ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο ἐπιτελεστή, μέσα στὸν ὁποῖο ἐνοικεῖ καὶ ἑδράζεται, καὶ τῆς ἐπισκιάσεως ἀπὸ αὐτὴ τῶν τιμίων εὐχαριστιακῶν δώρων, τῆς πνευματικῆς, δηλαδή, προπαρασκευῆς τους, λίγο πρὶν τὸν πνευματικὸ καθαγιασμό, ἁγιασμὸ καὶ ὑφαγιασμό τους».
Ὁ ὅρος, σημειωτέον, «ἐπισκίαση τῆς εὐχαριστιακῆς χάριτος» σημαίνει ἐπακριβῶς ὅτι τὰ τίμια δῶρα εἰσέρχονται μυστικῶς μέσα στὸ θεῖο γνόφο ἢ τὴ σφαῖρα ἐπιρροῆς τῆς καθαγιαστικῆς, ἁγιαστικῆς καὶ ὑφαγιαστικῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος καὶ προπαρασκευάζονται καταλλήλως, ἤ, οὕτως εἰπεῖν, «ἐπῳάζονται», ἀπὸ αὐτὴ προκειμένου ἐντὸς ὀλίγου νὰ καθαγιασθοῦν ἢ νὰ ἁγιασθοῦν ἢ νὰ ὑφαγιασθοῦν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια, κατὰ τὸ γενεσιακὸ βιβλικὸ ῥῆμα «καὶ πνεῦμα θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος».
Παρακάτω παραθέτουμε ἐπιγραμματικῶς καὶ συντόμως τὰ τρία τρίπτυχα τῆς κυριότητος καὶ τῆς συμμετοχικότητος τῶν τριῶν ἀντιστοίχων ἱερατικῶν, ἐν γένει, ἐνεργειῶν, τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης:
1. Πνευματικὴ Μυστικὴ Ἱερωσύνη.
Α΄. Κυριότης.
Ἄνω Ἄκρα Κυριότης.
Β΄. Συμμετοχικότης.
α΄. Καθοδικὴ Ἄμεσος Συμμετοχικότης:
Στὴν κυριότητα τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης.
β΄. Καθοδικὴ Ἔμμεσος Συμμετοχικότης:
Στὴν κυριότητα τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης
(μέσῳ τῆς συμμετοχικότητος τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης).
2. Ψυχικὴ Συμβολικὴ Ἱερωσύνη.
Α΄. Κυριότης.
Κέντρῳ Μέση Κυριότης.
Β΄. Συμμετοχικότης.
α΄. Καθοδικὴ Ἄμεσος Συμμετοχικότης:
Στὴν κυριότητα τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης.
β΄. Ἀνοδικὴ Ἄμεσος Συμμετοχικότης:
Στὴν κυριότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς ἱερωσύνης.
3. Σαρκικὴ Συμβολικὴ Ἱερωσύνη.
Α΄. Κυριότης.
Κάτω Ἄκρα Κυριότης.
Β΄. Συμμετοχικότης.
α΄. Ἀνοδικὴ Ἄμεσος Συμμετοχικότης:
Στὴν κυριότητα τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης.
β΄. Ἀνοδικὴ Ἔμμεσος Συμμετοχικότης:
Στὴν κυριότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς ἱερωσύνης
(μέσῳ τῆς συμμετοχικότητος τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης).
Σχετικὰ μὲ τὴν ἐπιπολάζουσα ἀπορία ποὺ προκύπτει «ἂν ἴσχυε καὶ στὴν περίπτωση τῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τῆς παλαιᾶς διαθήκης ἡ ἀγγελοφόρητος τελεταρχικὴ χάρη, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῆς παλαιοδιαθηκικῆς προφητείας καὶ κηρυκείας ἡ ἀγγελοφόρητος προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ χάρη» διευκρινίζουμε ὅτι στὴν ἐποχὴ τῆς παλαιᾶς διαθήκης, στὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ συμβολικὴ προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ ἱερωσύνη, ἡ θεία τελεταρχικὴ χάρη δὲν μποροῦσε νὰ συλλειτουργεῖ καὶ νὰ συνενεργεῖ μὲ τοὺς ἀδαμιαίους τελετουργοὺς οὔτε καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ἐκεῖνοι συνεργάζονταν ἐξωτερικά, συλλειτουργοῦσαν καὶ ἀλληλοσυμπληρώνονταν μὲ τοὺς ἀντίστοιχους ἀγγέλους φορεῖς της.
Διότι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐνεργεῖται καθαγιασμός, ἁγιασμὸς καὶ ὑφαγιασμὸς τῶν ὑλικῶν στοιχείων, μυστική, δηλονότι, σύνδεση τοῦ πνευματικοῦ ἐνεργήματος τῆς χάριτος καὶ τοῦ ὑλικοῦ συμβόλου ἢ δοχείου του, διαμέσου τῆς «ἐν γένει συμμετοχικῆς ψυχικῆς συμβολικῆς εὐλογίας», μὲ τὸ εὐρύτερο νόημα ποὺ ὁρίσθηκε παραπάνω, ἀνάλογη πρὸς τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση μεταξὺ τῶν τριῶν ἐπιτελεστικῶν ἱερατικῶν ἐνεργειῶν, τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς, στὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, ἡ ὁποία, ὅμως, ἀδυνατοῦσε στὴν παλαιοδιαθηκικὴ ἐποχὴ γιὰ τοὺς δύο λόγους ποὺ ἐξηγήσαμε, ἄρα ἀδυνατοῦσε ἀναλόγως καὶ ὁ πνευματικὸς καθαγιασμός, ἁγιασμὸς καὶ ὑφαγιασμὸς τῶν ὑλικῶν στοιχείων, ἀκόμη καὶ στὸ σχῆμα τῆς ἐξωτερικῆς συνεργασίας καὶ συλλειτουργίας ἐξ οὐρανοῦ ἀγγέλων καὶ ἐξ Ἀδὰμ ἀνθρώπων.
Ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ὑπῆρχε μεθεκτικὸ κώλυμα στοὺς ἀδαμιαίους ἀνθρώπους τῆς παλαιᾶς διαθήκης, οἱ ὁποῖοι τότε, ὡς εὑρισκόμενοι πολὺ πρὸ τῆς πεντηκοστῆς τοῦ Χριστοῦ, δὲν μποροῦσαν νὰ μετέχουν τῆς καθαγιαστικῆς, ἁγιαστικῆς καὶ ὑφαγιαστικῆς χάριτος μεταλαμβάνοντας ἀπὸ τὰ οἱαδήποτε καθαγιασθέντα ἢ ἁγιασθέντα ἢ ὑφαγιασθέντα ὑλικὰ στοιχεῖα. Συνεπῶς, πρὸς τί ὁ «ἀγγελοφόρητος» καθαγιασμός, ἁγιασμὸς καὶ ὑφαγιασμὸς τῶν ὑλικῶν στοιχείων, γιὰ νὰ μετάσχουν ποῖοι, οἱ κωλυόμενοι καὶ ἀδυνατοῦντες;
Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση καὶ πρὶν τὴν ἀνάληψη καὶ τὴν πεντηκοστὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ παρόλο ποὺ εἶχε, πλέον, ἀρθεῖ τὸ κώλυμα τῆς μεταπτωτικῆς φύσεως γι' αὐτὸν τὸν ἴδιο μόνο ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὴν ἀποπτωτικὴ φύση, καὶ πάλι δὲν εἶχε νόημα ἡ ἐπιτέλεση τοῦ πνευματικοῦ εὐχαριστιακοῦ καθαγιασμοῦ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἡ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ ἀποπτωτικὸ σῶμα καὶ αἷμά του, διότι ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη νὰ ἰσχύει τὸ μεθεκτικὸ κώλυμα τῶν μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ μετάσχουν μυστικῶς τῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος πρὶν τὴν πεντηκοστή, διότι ὁ Ἰησοῦς, προκειμένου νὰ μεταδώσει τὴν ἐν γένει ἁγιοπνευματικὴ χάρη, εἴτε εὐχαριστιακή, εἴτε βαπτισματική, εἴτε χρισματική, εἴτε οἱασδήποτε ἄλλης μορφῆς, στοὺς μαθητές του καὶ σὲ ἄλλους, ἔπρεπε πρῶτα ὁ ἴδιος νὰ ὁλοκληρώσει τὴν «ἐν ἐνεργείᾳ» πλήρη ἐπίκτησή της καὶ νὰ παγιωθεῖ σὲ ὅλη τὴν ἐνέργειά της, τὸ ὁποῖο, ὅμως, δὲν ἦταν ἐφικτὸ πρὶν τὴν πεντηκοστή, κατὰ τὴν ὁποία, μόνο, ἡμέρα ὁ ἴδιος ἀφίχθηκε καὶ παγιώθηκε στὸ «πνευματικὸ πλήρωμα», ἐκπληρώνοντας, πρῶτα, πνευματικῶς ὁλόκληρη τὴ θεία ἐξιλέωση, καὶ τὴ σωτηρία καὶ τὴ θέωση τῆς πεσούσης ἀδαμιαίας φύσεως, καὶ ἔπειτα «ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ πᾶσι μεταδιδούς».
Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐννοεῖ ὁ θεολόγος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅταν γράφει στὸ εὐαγγέλιό του «τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ πνεύματος οὗ ἔμμελον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν˙ οὔπω γὰρ ἦν πνεῦμα ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη». Ἐννοεῖ, δηλαδή, ὅτι ὅσον, μέν, ἀφορᾷ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ, ὑπῆρχε σ' αὐτὸν ἡ ἁγιοπνευματικὴ χάρη ἀπὸ τὴ βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη, ἀλλ' ὄχι ἀκόμη στὸ ὅλο, τὸ «ἐν ἐνεργείᾳ» πλήρωμά της, ὅσον, δέ, ἀφορᾷ τοὺς πιστοὺς τοῦ Ἰησοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ μαθητές του, δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη σ' ἐκείνους, διότι δὲν εἶχε ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ καὶ παγιωθεῖ ὁ ἁγιοπνευματικὸς δοξασμὸς τοῦ Ἰησοῦ, ἡ «ἐν ἐνεργείᾳ», δηλαδή, ὅλη ἐπίκτηση τῆς ὅλης ἁγιοπνευματικῆς χάριτος ἐκ μέρους του, ἡ ὁποία ὁλοκληρώθηκε καὶ παγιώθηκε κατὰ τὴν πεντηκοστή του.
Νὰ μεταβάλει ὁ Ἰησοῦς μετὰ τὴν ἀνάσταση καὶ πρὶν τὴν ἀνάληψη καὶ τὴν πεντηκοστή του σὲ ἀποπτωτικὸ σῶμα καὶ αἷμά του τὸν εὐχαριστιακὸ ἄρτο καὶ οἶνο καὶ νὰ τὰ μεταδώσει γιὰ ποιό λόγο, γιὰ νὰ τὰ μεταλάβει ποιός, αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ μόνος; Τί θὰ ἔτρωγε, τὰ κρέατά του;
Μή, λοιπόν, ἐπικαλοῦνται ἀφελῶς οἱ παλαιορθόδοξοι τὸν ἱερό τους ἐκεῖνο κανόνα ποὺ λέγει ὅτι ἄν, τυχόν, κάποιος, ἐνῷ ἀκόμη διατελεῖ κατηχούμενος, συμβεῖ νὰ μεταλάβει τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου πρὶν τὴ βάπτισή του, νὰ ἐπισπεύδεται τὸ βάπτισμά του καὶ λέγουν ἐπιπόλαια ὅτι δῆθεν ἔτσι μετέλαβαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν εὐχαριστιακὸ δεῖπνό του μαζί τους, διότι αὐτό, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἰσχύει, ἰσχύει μόνο μετὰ καὶ ὄχι πρὶν τὴν πεντηκοστὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ μόνο γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους καὶ ὄχι γιὰ τοὺς μαθητές του.
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν προφητεία καὶ κηρυκεία τῆς καινῆς διαθήκης, στὸ ἕβδομο προδημοσιευθὲν μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας καὶ στὶς σελίδες 12 καὶ 13, κάνοντας λόγο γιὰ τὴν «ποιοτική» καὶ ὄχι «ποσοτική» ἀναβάθμιση τοῦ προφητικοῦ καὶ κηρυκτικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ μέσα στοὺς ἀνωτέρους του ἱερατικοὺς βαθμοὺς ποὺ τὸν ἐμπεριέχουν καὶ τὸν ὑπερβαίνουν, ὁ καθένας κατὰ τὸν ἀνώτερο ἱερατικὸ ἑαυτό του, στὴν ἔννοια τῆς «ποσότητος» συμπεριλαμβάνουμε καὶ ὅλους τοὺς ποιοτικοὺς ἡμιβάθμους ἢ ὑφυποβαθμοὺς καὶ ὅλους τοὺς ποσοτικοὺς ἡμιβάθμους στοὺς ὁποίους ἀναλύεται θεωρητικῶς, μόνο, καὶ οὐδέποτε πρακτικῶς ὁ ἐν λόγῳ προφητικὸς καὶ κηρυκτικὸς βαθμός, ἐννοῶντας, ἐν προκειμένῳ, τὴν «ἀναβαθμισμένη ποιότητα» μὲ τὸ νόημα τῆς βελτίωσης τῆς λειτουργικῆς ἀπόδοσης τῶν ποιοτικῶν θεωρητικῶν ἡμιβάθμων ἢ ὑφυποβαθμῶν τοῦ τοιούτου βαθμοῦ (οἱ ὁποῖοι μεταδίδονται καὶ ἐπικτῶνται ὅλοι μὲ τὴν ὁλόκληρη χειροτονία τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος) στὰ πλαίσια τῆς συμπεριλήψεως καὶ ἐμπεριοχῆς του μέσα στοὺς ἀνωτέρους του καὶ ὄχι μὲ τὸ νόημα τῆς προσθήκης καὶ ἄλλων προφητικῶν καὶ κηρυκτικῶν ποιοτικῶν καὶ θεωρητικῶν ἡμιβάθμων ἢ ὑφυποβαθμῶν ποὺ δῆθεν δὲν μεταδίδονται καὶ δὲν ἐπικτῶνται μὲ τὴν προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ χειροτονία, ἡ ὁποία, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, δὲν θὰ ἦταν ὁλόκληρη καὶ πλήρης ἀλλ' ἐλλειπτική.
Ἐν τέλει, σχετικὰ μὲ τὸ ἀπαγορευτέο εὐχαριστιακὸ τελετουργικὸ σχῆμα τῆς βρώσεως τοῦ «πνικτοῦ ἐν τῷ οἴνῳ ἄρτου», τὸ ὁποῖο ἀναλογεῖ στὸ ἀπάνθρωπο καὶ θηριοπρεπὲς κατασπαρακτικὸ σχῆμα τῆς βρώσεως τοῦ «πνικτοῦ ἐν τῷ αἵματι σώματος» καὶ τὸ ἀπεικονίζει συμβολικῶς, εἶναι ἀκόμη χειρότερο καὶ ἀπὸ τὸ κακὸ ἀρχέτυπό του καὶ ἀποτελεῖ κακέκτυπό του, κακή, δηλαδή, ἀπεικόνιση τοῦ κακοῦ, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, διαστροφὴ τῆς διαστροφῆς, δεδομένου ὅτι τὸ «πνικτὸν ἐν τῷ αἵματι σῶμα» εἶναι σχῆμα ἀσυγχύτου μίξεως (μηχανικῆς ἑνώσεως), ἐνῷ, ὁ «πνικτὸς ἐν τῷ οἴνῳ ἄρτος», σχῆμα συγχυτῆς κράσεως (χημικῆς ἑνώσεως).
Ἀλλ' ἀκόμη καὶ ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἐπιτρεπόταν στὸν ἄνθρωπο ἡ πόση τοῦ αἵματος τοῦ ζώου, καὶ πάλι θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται χωριστὰ ἀπὸ τὴ βρώση τοῦ ζωϊκοῦ σώματος καὶ νὰ μὴν ἀναμειγνύεται μαζί της, διότι τὸ ἀνάμικτο αὐτὸ σχῆμα τῆς βρώσεως ἁρμόζει μόνο στὰ ἄγρια θηρία καὶ ὄχι στὸν ἄνθρωπο καὶ λέγεται «κατασπάραξη» καί, ὡς γνωστόν, εἶχε ῥητῶς ἀπαγορευθεῖ ἀπὸ τὸ θεὸ ἀπὸ τοὺς παλαιοδιαθηκικοὺς ἀκόμη χρόνους, μὲ ἀνανέωση τῆς ἀπαγορευτικῆς ἰσχύος καὶ στὴν καινὴ διαθήκη ἀπὸ τὴ λεγόμενη «ἀποστολικὴ σύνοδο».
Οἱ παλαιορθόδοξοι, συνεπῶς, τῆς αἱρέσεως τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ δὲν τηροῦν ἀναλογικὰ καὶ συμβολικὰ στὴν εὐχαριστιακὴ τελετουργικὴ πράξη τους οὔτε τὴν ἀπόφαση τῆς ἀποστολικῆς συνόδου τους (ἡ ὁποία, ἀσφαλῶς, ὑπέρκειται ὅλων τῶν οἰκουμενικῶν καὶ τῶν τοπικῶν συνόδων τους καὶ τῶν ἀποφάσεών τους) ἀλλὰ τὴν καταργοῦν τελετουργικῶς καὶ εὐχαριστιακῶς. Καὶ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους καὶ καταπίνουν ὁλόκληρο καὶ κατασπαράζουν μὲ τὰ δόντια τους ζωντανὸ τὸν Ἰησοῦ, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως εἶναι μαζὶ μὲ τὸ αἷμά του, σὰν τοὺς βόες καὶ τοὺς πάνθηρες καὶ τὶς ἀρκοῦδες, βεβηλώνοντας ἀκόμη καὶ μὲ τὸ διαστροφικὸ αὐτὸ τρόπο, σὺν τοῖς ἄλλοις, τὸ θειότατο εὐχαριστιακὸ μυστήριο. «Τοιοῦτοι ὄντες τοιαῦτα πράττουσιν».
Ἀκολουθεῖ τὸ Δέκατον Τέταρτον καὶ Τελευταῖον (ΙΔ΄) Μέρος....
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΜΕΡΟΣ (ΙΔ΄) ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...
ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 05-09-2023.
† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)
3ΙΔ΄. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ. ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ (ΙΔ΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.
ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ
ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ
ΔΙΑΘΗΚΗΝ
* * * * * * *
ΛΟΓΟΙ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΔΙΑΘΗΚΙΚΗΣ ΑΡΧΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
ΩΣ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑΣ
ΣΤΟΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΩΤΕΡΑ
Οἱ λόγοι τῆς ἐπικρατήσεως, τόσο στὸν ἀνατολικό, ὅσο καὶ στὸ δυτικὸ χριστιανισμό, τῆς κακοδόξου συγχύσεως περὶ τῆς καινοδιαθηκικῆς ἀρχιερωσύνης, ὅτι δῆθεν ἀποτελεῖ ἀρχιερατικὴ χειροτονία (καὶ ὄχι ἀρχιερατικὴ χειροθεσία, ὅπως ὄντως ὀρθοδόξως διατελεῖ), εἶναι, σὲ γενικὲς γραμμές, ἑπτά, ἐκ τῶν ὁποίων λόγων ὁ τέταρτος κυριώτερος καὶ ὁ ἕκτος «θείος», «πανουργικός» καὶ «μυστικώτερος».
Ὁ πρῶτος λόγος σχετίζεται μὲ τὴν ἄγνοια τῆς ἐντελεχειακῆς θεολογίας καὶ τὴν ἀδυναμία τῆς ὀρθῆς ἐντελεχειακῆς διακρίσεως καὶ ταξινομήσεως τῶν ὑφισταμένων βαθμῶν τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως.
Στὸν ἀνατολικὸ χριστιανισμὸ ἀλλὰ καὶ γενικώτερα εἶχε ἐπικρατήσει ἡ «τριαδομανική» ἔμμονη ἰδέα καὶ ἀντίληψη ὅτι οἱ ἀνώτεροι καὶ κυριώτεροι βαθμοὶ τῆς κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνης πρέπει νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε τρεῖς. Αὐτό, βεβαίως, ἐξαρχῆς δὲν εἶναι «μανικόν», διότι, πράγματι, οἱ ἀνώτεροι καὶ κυριώτεροι βαθμοὶ τῆς κατ' ἄνθρωπον ἱερατικῆς δυνάμεως εἶναι τρεῖς, γίνεται, ὅμως, «μανικόν», ὅταν ἀγνοοῦμε, ἀφενὸς καὶ γενικῶς, τὴν ὀρθὴ ἱεροβαθμολογικὴ ἱεραρχία τοῦ ἀνθρώπου καὶ προσπαθοῦμε, ἀφετέρου, νὰ συμπληρώσουμε ὅλως ἀπερισκέπτως, «ὡς ἂν τύχῃ» καὶ «ὡς ἂν δόξῃ», τὴν ἀνώτερη καὶ κυριώτερη ἱεροβαθμολογικὴ τριάδα της, ὅπως, ἐν προκειμένῳ, ὁ ἀνατολικὸς καὶ γενικώτερος χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος, θεωρῶντας, ὅλως ἐσφαλμένως, ὡς πρῶτο ἀνώτερο βαθμό, τὸν βαθμὸ τοῦ διακόνου, καὶ ὡς δεύτερο ἀνώτερο βαθμό, τὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἱερέως, καὶ ἔτσι ἀδυνατῶντας νὰ συμπληρώσει τὴν ἀνώτερη καὶ κυριώτερη ἀνθρώπινη ἱεροβαθμολογικὴ τριάδα του, ἀνήγαγε «μανικῶς» σὲ τρίτο ἀνώτερο βαθμὸ τὸν τρίτο, κατὰ τὸ καινορθόδοξο δόγμα, πρεσβυτερικὸ ἱερατικὸ τίτλο (ὀφφίκιο) τοῦ ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴν τάξη τοῦ καινορθοδόξου δόγματος τοῦ τριαδιανισμοῦ, ἀποτελεῖ τὴν τρίτη ἀπὸ τὶς δεκατέσσερεις, ἐν συνόλῳ, ἱερατικὲς τιτλοφορίες οἱ ὁποῖες ἀπονέμονται στὰ πλαίσια τοῦ τρίτου στὴν εἰδικὴ καὶ ἀνιοῦσα ἱεροβαθμολογικὴ κατάταξη τῶν τριῶν τελετουργικῶν καὶ ἀνωτέρων βαθμῶν βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, τοῦ ἀμέσως μετὰ τὸν δεύτερο βαθμὸ τοῦ διακόνου ὑποτελεστοῦ καὶ ἐμμέσως μετὰ τὸν πρῶτο βαθμὸ τοῦ ὑποδιακόνου παρατελεστοῦ (τοῦ τελετουργικοῦ περιθωρίου).
Παραλλήλως, βεβαίως, μὲ τὴν «τριαδομανική» αὐτὴ ἀντίληψη περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀνωτέρων καὶ κυριωτέρων κατ' ἄνθρωπον ἱερατικῶν βαθμῶν τῆς εἰδικῆς κατατάξεως, στὸν ἑνιαῖο, τότε, ἀκόμη ἀνατολικὸ καὶ δυτικὸ χριστιανισμὸ ἐπικρατοῦσε καὶ ἡ «ἑπταδομανική» ἀντίληψη περὶ πάντων τῶν ἀνθρωπίνων ἱερατικῶν βαθμῶν, τῆς γενικῆς κατατάξεως, ὅτι δηλαδή, ὅλοι οἱ ὑφιστάμενοι βαθμοὶ τῆς κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνης εἶναι ἑπτά, τὸ ὁποῖο, ἐπίσης, δὲν εἶναι ἀλλὰ γίνεται «μανικόν» ὅταν προβαίνουμε ἐπιπόλαια καὶ αὐθαίρετα σὲ διάκριση καὶ κατάταξη τῶν πράγματι ἑπτὰ ἱερατικῶν βαθμῶν ἀγνοῶντας τὴν ἐντελεχειακὴ θεολογία.
Ἐν προκειμένῳ, ὁ ἀνατολικὸς καὶ ὁ ἐν γένει χριστιανισμός, ἐξαιρῶντας παραλόγως καὶ ἀδικαιολογήτως τὸν τέταρτο καὶ κατάμεσο ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος διδασκάλου ἀπὸ τὴν ἑπταδικὴ γενικὴ ἱεροβαθμολογικὴ κατάταξη, εἶχε, εὐλόγως, ἔλλειμμα καὶ κενὸ ἑνὸς βαθμοῦ στὴν ἱερατική του ἑπτάδα καὶ προκειμένου νὰ τὸ καλύψει θεώρησε κακοδόξως τὸν ὑψηλὸ ἀρχιερατικὸ τίτλο (ὀφφίκιο) τοῦ κορυφαίου κατ' ἄνθρωπον πρεσβυτερικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ ὡς ἕνα ἀπὸ τοὺς ἑπτά, ἕβδομο καὶ μέγιστο πάντων τῶν ἀνθρωπίνων ἱερατικὸ βαθμό.
Μὲ πιὸ ἁπλᾶ λόγια, τὸ κοινὸ καὶ κακὸ χριστιανικὸ δόγμα ποὺ καὶ τότε ἐπικρατοῦσε καὶ μέχρι σήμερα ἐπικρατεῖ καὶ στὶς δύο παραπάνω περιπτώσεις, καὶ τῆς εἰδικῆς καὶ τῆς γενικῆς ἱεροβαθμολογικῆς κατατάξεως, θὰ μποροῦσε νὰ συνοψισθεῖ παροιμιωδῶς μέσα στὴ φράση «τρία κι ἑπτὰ νά 'ναι κι ὅ,τι νά 'ναι».
Ὁ δεύτερος συναφὴς λόγος προκύπτει ἀπὸ τὴ γενικὴ διαπίστωση ὅτι στὸ ἱεροκανονικὸ δίκαιο τοῦ τότε ἑνιαίου ἀνατολικοῦ καὶ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ οἱ ὅροι «χειροτονία» καὶ «χειροθεσία» συγχέονται καὶ ταυτίζονται σημασιολογικὰ μεταξύ τους καὶ δὲν ἔχουν τὸ διακριτὸ νόημα ποὺ ἀπέκτησαν ἀργότερα καὶ ἔτσι ἀποτελεῖ τὴ δεύτερη ἑρμηνεία τῆς ἐπικρατησάσης στὸ χριστιανικὸ χῶρο κακοδοξίας περὶ τῆς ἀρχιερωσύνης στὴν καινὴ διαθήκη, ὅτι πρόκειται, δῆθεν, περὶ τοῦ κορυφαίου βαθμοῦ ἱερατικῆς δυνάμεως, μεταδιδόμενου διὰ χειροτονίας, καὶ ὄχι γιὰ τὸν μείζονα τίτλο τῆς συμβατικῆς πρεσβυτερικῆς ἐξουσίας, μεταδιδόμενο διὰ χειροθεσίας.
«Χειροτονεῖν» καὶ «χειροθετεῖν», στὴ γλῶσσα τοῦ τότε ἑνιαίου χριστιανικοῦ ἱεροῦ κανονικοῦ δικαίου, σημαίνει ἀδιακρίτως, γενικῶς καὶ ἀορίστως ἓν καὶ τὸ αὐτό, τὸ «χεῖρας τείνειν ἢ τιθέναι εἰς μετάδοσιν θείας τινὸς χάριτος πρὸς ἱερατικήν τινα ὑπηρεσίαν», ἀσχέτως πρὸς τὸ εἶδος τῆς μεταδιδόμενης καταστατικῆς ἱερατικῆς χάριτος, ἐάν, δηλαδή, πρόκειται περὶ «ἱεροποιοῦ» ἢ περὶ «διοριστηρίου».
Ἔτσι, στὴν περίπτωση τοῦ ἐπισκόπου, ἡ ἱεροτελεστία τῆς καταστάσεώς του, στὸ κείμενο δύο ἱερῶν κανόνων (10ου καὶ 17ου) τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς συνόδου, τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (341 μ.Χ.), χαρακτηρίζεται μόνο ὡς «χειροθεσία», ἐνῷ, στὸ κείμενο ὅλων τῶν ὑπολοίπων συναφῶν ἱερῶν κανόνων, τόσο τῆς ἴδιας, ὅσο καὶ τῶν ἄλλων, τοπικῶν καὶ οἰκουμενικῶν, συνόδων, μόνο ὡς «χειροτονία»:
«Τοὺς ἐν ταῖς κώμαις, ἢ ταῖς χώραις, ἢ τοὺς καλουμένους χωρεπισκόπους, εἰ καὶ χειροθεσίαν εἶεν ἐπισκόπου εἰληφότες, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ εἰδέναι τὰ ἑαυτῶν μέτρα, καὶ διοικεῖν τὰς ὑποκειμένας αὐτοῖς ἐκκλησίας, καὶ τῇ τούτων ἀρκεῖσθαι φροντίδι καὶ κηδεμονίᾳ, καθιστᾶν δὲ ἀναγνώστας καὶ ὑποδιακόνους καὶ ἐφορκιστὰς καὶ τῇ τούτων ἀρκεῖσθαι προαγωγῇ˙ μῆτε δὲ πρεσβύτερον, μῆτε διάκονον χειροτονεῖν τολμᾶν δίχα τοῦ ἐν τῇ πόλει ἐπισκόπου, ᾗ ὑπόκεινται αὐτός τε καὶ ἡ χώρα. Εἰ δὲ τολμήσειέ τις παραβῆναι τὰ ὁρισθέντα, καθαιρεῖσθαι αὐτὸν καὶ ἧς μετέχει τιμῆς. Χωρεπίσκοπον δὲ γίνεσθαι ὑπὸ τοῦ τῆς πόλεως, ᾗ ὑπόκειται, ἐπισκόπου» (10ος Κανὼν Τοπικῆς Συνόδου Ἀντιοχείας).
«Εἴ τις ἐπίσκοπος χειροθεσίαν ἐπισκόπου λαβών, καὶ ὁρισθεὶς προεστάναι λαοῦ, μὴ καταδέξοιτο τὴν λειτουργίαν, μηδὲ πείθοιτο ἀπιέναι εἰς τὴν ἐγχειρισθείσαν αὐτῷ ἐκκλησίαν, τοῦτον εἶναι ἀκοινώνητον, ἕως ἂν ἀναγκασθεὶς καταδέξοιτο, ἢ ὁρίσοι τι περὶ αὐτοῦ ἡ τελεία σύνοδος τῶν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν ἐπισκόπων» (17ος Κανὼν Τοπικῆς Συνόδου Ἀντιοχείας).
Στὴν περίπτωση τῆς διακονίσσης γυναικός, ἡ καταστατική της τελετουργία, στὸ κείμενο, ἀφενός, δύο ἱερῶν κανόνων (14ου καὶ 40ου) τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς συνόδου, τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691–692 μ.Χ.), ὀνομάζεται μόνο «χειροτονία», στὸ κείμενο, ἀφετέρου, ἑνὸς ἱεροῦ κανόνος (19ου) τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), μόνο «χειροθεσία», ἐνῷ, στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ κείμενο ἄλλου ἱεροῦ κανόνος (15ου) τῆς Τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.), καὶ «χειροτονία» καὶ «χειροθεσία»:
«Ὁ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων ἡμῶν Πατέρων κρατείτω κανὼν καὶ ἐν τούτῳ, ὥστε πρεσβύτερον πρὸ τῶν τριάκοντα ἐτῶν μὴ χειροτονεῖσθαι, κἂν πάνυ ᾖ ὁ ἄνθρωπος ἄξιος, ἀλλ' ἀποτηρεῖσθαι. Ὁ γὰρ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν τῷ τριακοστῷ ἔτει ἐβαπτίσθη, καὶ ἤρξατο διδάσκειν˙ ὁμοίως μῆτε διάκονος πρὸ τῶν εἰκοσιπέντε χρόνων, ἢ διακόνισσα πρὸ τῶν τεσσαράκοντα ἐτῶν χειροτονείσθω» (14ος Κανὼν Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου: Ὁ ἐν λόγῳ κανών, ὁ ὁποῖος δὲν προβλέπει ποινὴ γιὰ τοὺς παραβάτες, συμπληρώνεται ἀπὸ τὸν ἀμέσως ἑπόμενο, τὸ 15ο κανόνα τῆς ἴδιας συνόδου, ὁ ὁποῖος, προβλέπει, μέν, τὴν καθαίρεση ἀλλὰ μονομερῶς, μόνο γιὰ τοὺς χειροτονηθέντες, καὶ ὄχι διμερῶς καὶ ἐξίσου καὶ γιὰ τοὺς χειροτονήσαντες, οἱ ὁποῖοι φέρουν τὴν πρώτη καὶ κυρία εὐθύνη τῆς ἱεροπραξίας, καθ' ὑπαιτιότητα, καὶ γιὰ τοὺς χειροτονηθέντες, οἱ ὁποῖοι φέρουν τὴ δεύτερη εὐθύνη, κατὰ συνυπαιτιότητα, ὅπως, ἀσφαλῶς, θὰ ἔπρεπε ἂν ἡ καθαίρεση προβλεπόταν γιὰ τὴ μὴ τήρηση τῶν θεσπιζομένων ὁρίων ἡλικίας, τὸ ὁποῖο, εὐλόγως, σημαίνει ὅτι ἐν προκειμένῳ ἡ καθαίρεση δὲν προβλέπεται ἐπειδὴ δὲν τηρήθηκαν τὰ ἱεροκανονικὰ ἡλικιακὰ ὅρια ἀλλ' ἐπειδὴ οἱ χειροτονηθέντες εἶπαν ψέμματα ἐρωτηθέντες ἢ ἀπέκρυψαν μὲ δόλο καὶ πανουργία καὶ δὲν δήλωσαν οἱ ἴδιοι, ὅπως ὄφειλαν, τὴν πραγματική τους ἡλικία καὶ ἔτσι ἐξαπάτησαν τοὺς χειροτονήσαντες προκειμένου νὰ χειροτονηθοῦν νωρίτερα, ἐπειδή, δηλαδή, ἡ πρόωρη χειροτονία δὲν τελοῦσε ἐν γνώσει καὶ δὲν ἔγινε μὲ τὴν ἔγκριση καὶ τὴ συγκατάθεση τοῦ χειροτονήσαντος ἐπισκόπου, ἄρα, τὸ κανονικὸ δίκαιο τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ δὲν ποινικοποιεῖ αὐτὲς καθεαυτὲς τὶς πρόωρες χειροτονίες, ὅπως πολλοὶ ἀπερίσκεπτοι καὶ ἐπιπόλαιοι ἀναγνῶστες τοῦ προκειμένου κανόνος νομίζουν, ἀλλὰ τὴ μὴ ἐν γνώσει καὶ βουλήσει τοῦ χειροτονητοῦ ἐπισκόπου τέλεσή τους, δεδομένου, ἀφενός, ὅτι ὁ κανὼν αὐτός, καθὼς φαίνεται, λαμβάνει ὑπόψη του μόνο τὴν περίπτωση ποὺ ὁ χειροτονῶν ἐπίσκοπος τελεῖ ἐν ἀγνοίᾳ τῆς πραγματικῆς ἡλικίας τῶν χειροτονουμένων, καὶ ἀφετέρου, ὅτι δὲν ὑφίσταται ἄλλος σχετικὸς ἱερὸς κανὼν ἀναφερόμενος στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἐπίσκοπος ἐπιτελεῖ ἐν γνώσει του τὴν πρόωρη χειροτονία καὶ προβλέποντας τὴν ποινὴ τῆς καθαίρεσης καὶ γι' αὐτὸν καὶ γιὰ ὅσους μὲ τὴ θέλησή του πρὸ ὥρας χειροτονεῖ, ἔτσι ὥστε ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος ἀσαφὴς στὴ διατύπωσή του κανὼν νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀλληλοσυμπληρώνεται μαζί του).
«... οἱ δὲ ἱεροὶ κανόνες, τεσσαράκοντα ἐτῶν τὴν διακόνισσαν χειροτονεῖσθαι παραδεδώκασι ...» (40ος Κανὼν Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
«Ἐμνήσθημεν δὲ τῶν (πρῴην Παυλικιανῶν) διακονισσῶν τῶν ἐν τῷ σχήματι ἐξετασθεισῶν, ἐπεὶ μηδὲ χειροθεσίαν τινὰ ἔχουσιν, ὥστε ἐξάπαντος ἐν τοῖς λαϊκοῖς αὐτὰς ἐξετάζεσθαι» (19ος Κανὼν Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
«Διάκονον μὴ χειροτονεῖσθαι γυναῖκα πρὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα, καὶ ταύτην μετ' ἀκριβοῦς δοκιμασίας. Εἰ δέ γε δεξαμένη τὴν χειροθεσίαν, καὶ χρόνον τινὰ παραμείνασα τῇ λειτουργίᾳ, ἑαυτὴν ἐπιδῷ γάμῳ, ὑβρίσασα τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν, ἡ τοιαύτη ἀναθεματιζέσθω μετὰ τοῦ αυτῇ συναφθέντος» (15ος Κανὼν Τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Καὶ στὴν περίπτωση ὅλων γενικῶς τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, μέσα στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ κείμενο τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς κάτωθι τέσσερεις καὶ διαφόρους ἱεροὺς κανόνες, εἴτε τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς, εἴτε ἄλλης συνόδου, τοπικῆς ἢ οἰκουμενικῆς, ἡ ἴδια καὶ ἡ αὐτὴ τελετὴ τῆς ἱερατικῆς καταστάσεως καλεῖται καὶ «χειροτονία» καὶ «χειροθεσία»:
«Μηδένα ἐπίσκοπον τολμᾶν ἀφ' ἑτέρας ἐπαρχίας εἰς ἑτέραν μεταβαίνειν, καὶ χειροτονεῖν ἐν ἐκκλησίᾳ τινὰς εἰς προαγωγὴν λειτουργίας, μηδὲ εἰ συνεπάγοιτο ἑαυτῷ ἑτέρους, εἰ μὴ παρακληθεὶς ἀφίκοιτο διὰ γραμμάτων τοῦ τε μητροπολίτου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἐπισκόπων, ὧν εἰς τὴν χώραν παρέρχοιτο. Εἰ δὲ μηδενὸς καλοῦντος ἀπέλθοι ἀτάκτως ἐπὶ χειροθεσίᾳ τινῶν, καὶ καταστάσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, μὴ προσηκόντων αὐτῷ, ἄκυρα μὲν τὰ ὑπ' αὐτοῦ πραττόμενα τυγχάνειν, καὶ αὐτὸν δὲ ὑπέχειν τῆς ἀταξίας αὐτοῦ, καὶ τῆς παραλόγου ἐπιχειρήσεως τὴν προσήκουσαν δίκην, καθῃρημένον ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς ἁγίας συνόδου» (13ος Κανὼν Τοπικῆς Συνόδου Ἀντιοχείας: Ὁ ἐν λόγῳ κανὼν θεωρεῖ τὶς χειροτονίες ποὺ τελοῦνται ἀπὸ ἕνα ἐπίσκοπο στὰ ὅρια τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας ἄλλου ἐπισκόπου χωρὶς τὴν ἄδεια ἐκείνου συλλήβδην ὡς ἄκυρες καὶ ἀνυπόστατες καὶ γι' αὐτὸ δὲν προβλέπει ποινὴ καθαιρέσεως ἐξίσου καὶ γιὰ τοὺς ἀκύρως χειροτονηθέντες, ὅλους, ἐν προκειμένῳ, τοὺς ὁποίους θεωρεῖ ὡς ἀχειροτόνητους στὸ βαθμὸ ποὺ χειροτονήθηκαν, διότι μόνο ὅσοι θεωροῦνται καὶ ἀναγνωρίζονται ὡς χειροτονημένοι καθαιροῦνται καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ ἐκλαμβάνονται ὡς ἀχειροτόνητοι, ἀλλὰ μόνο γιὰ τοὺς ἀκύρως χειροτονήσαντες αὐτοὺς ἐπισκόπους, πλήν, ὅμως, εἶναι ἐπιπόλαιος καὶ ἀσαφὴς στὴ διατύπωσή του, διότι, καθὼς φαίνεται, λαμβάνει ὑπόψη του μόνο τὴν περίπτωση ποὺ οἱ ἀκύρως χειροτονηθέντες ἀνήκουν στὴν τάξη τῶν λαϊκῶν τῆς γενικῆς ἱερωσύνης, δεδομένου ὅτι ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς δὲν προβλέπει ποινὴ καθαιρέσεως γιὰ τοὺς φορεῖς τοῦ βασικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης, τοὺς ὁποίους ὀνομάζει «λαϊκούς», ἀλλὰ μόνο γιὰ τοὺς φορεῖς ὅλων τῶν ἀνωτέρων τοῦ βασικοῦ ἱερατικῶν βαθμῶν, τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει ὡς «κληρικούς», καὶ ὄχι ἐπιπλέον καὶ τὴν περίπτωση ποὺ οἱ ἀκύρως χειροτονηθέντες ἀνήκουν στὴν τάξη τῶν κληρικῶν, διότι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐν γένει ἱεροκανονικὴ λογικὴ τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, οἱ κληρικοὶ ποὺ χειροτονοῦνται ἀκύρως σὲ κάποιον ἀνώτερο ἀπὸ τὸ δικό τους ἱερατικὸ βαθμὸ ἀπὸ κάποιον ἄλλο ἐπίσκοπο ποὺ διαπράττει εἰσπήδηση στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου στὸν ὁποῖο ὑπάγονται πρέπει καὶ αὐτοὶ νὰ καθαιροῦνται ἀπὸ τὸν κατώτερο ἱερατικὸ βαθμὸ στὸν ὁποῖο εἶναι ἐγκύρως χειροτονημένοι καὶ νὰ ἐπιστρέφονται καὶ αὐτοὶ στὴν τάξη τῶν λαϊκῶν, ἀναλόγως μὲ τοὺς εἰσπηδήσαντες καὶ ἀκύρως χειροτονήσαντες αὐτοὺς στὸν ἀνώτερο ἱερατικὸ βαθμὸ ἐπισκόπους, ἐπειδὴ καταδέχθηκαν νὰ χειροτονηθοῦν σ' αὐτὸν ἀπὸ ἐκείνους καὶ ἔτσι συνέπραξαν κατὰ συνυπαιτιότητα μαζί τους στὸ κανονικὸ ἀδίκημα τῆς εἰσπηδήσεως, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν 35ο ἀποστολικὸ κανόνα ποὺ ἀναγνωρίζει ὡς ἔγκυρες καὶ γενόμενες τὶς χειροτονίες αὐτές, ἔστω καὶ ἂν τελέσθηκαν κατ' εἰσπήδησιν, γι' αὐτὸ καὶ στὴ διατύπωσή του προβλέπει τὴν καθαίρεση γιὰ ἀμφότερους, καὶ γιὰ τοὺς χειροτονήσαντες καὶ γιὰ τοὺς χειροτονηθέντες, ἐκτὸς ἂν θεωρηθεῖ καὶ αὐτὸς ἐπιπόλαιος καὶ ἀσαφὴς στὴ διατύπωσή του καὶ ὅτι ἀντιθέτως, δὲν λαμβάνει ὑπόψη του ἐπιπλέον καὶ τὴν περίπτωση τῶν κατ' εἰσπήδησιν χειροτονηθέντων λαϊκῶν ἀλλὰ μόνο τὴν περίπτωση ποὺ οἱ κατ' εἰσπήδησιν χειροτονηθέντες εἶναι κληρικοὶ ποὺ προάγονται ἀπὸ ἕνα κατώτερο σὲ ἕνα ἀνώτερο ἱερατικὸ βαθμὸ καὶ γι' αὐτὸ προβλέπει, μόνο γι' αὐτούς, τὴν καθαιρετικὴ ποινή, ἐννοῶντας ὅτι καθαιροῦνται ἀπὸ τὸν κατώτερο ἱερατικὸ βαθμὸ ποὺ κατεῖχαν πρὶν τὴν κατ' εἰσπήδησιν χειροτονία τους στὸν ἀνώτερο ἱερατικὸ βαθμὸ καὶ ἐπιστρέφονται καὶ αὐτοὶ στὴν τάξη τῶν λαϊκῶν, ὡς συμπράκτορες μὲ τοὺς εἰσπηδήσαντες, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει τὴν κατ' εἰσπήδησιν ἀνώτερη χειροτονία τους ὡς ἔγκυρη, ἀλληλοσυμπληρούμενος, συνεπῶς, καὶ ὄχι ἀλληλοσυγκρουόμενος μὲ τὸ 13ο ἀντιοχειανὸ κανόνα).
«Ἐπίσκοπον μὴ ἐπιβαίνειν ἀλλοτρίᾳ πόλει τῇ μὴ ὑποκειμένη αὐτῷ, μηδὲ χώρᾳ τῇ αὐτῷ μὴ διαφερούσῃ, ἐπὶ χειροτονίᾳ τινός, μηδὲ καθιστᾶν πρεσβυτέρους ἢ διακόνους εἰς τόπους ἑτέρῳ ἐπισκόπῳ ὑποκειμένους, εἰ μὴ ἄρα μετὰ γνώμης τοῦ οἰκείου τῆς χώρας ἐπισκόπου. Εἰ δὲ τολμήσειέ τις τοιοῦτον, ἄκυρον εἶναι τὴν χειροθεσίαν, καὶ αὐτὸν ἐπιτιμίας ὑπὸ τῆς συνόδου τυγχάνειν» (22ος Κανὼν Τοπικῆς Συνόδου Ἀντιοχείας).
«Πρεσβύτερος, ἐὰν προημαρτηκὼς σώματι προαχθῇ, καὶ ὁμολογήσῃ, ὅτι ἥμαρτε πρὸ τῆς χειροτονίας, μὴ προσφερέτω, μένων ἐν τοῖς λοιποῖς, διὰ τὴν ἄλλην σπουδήν˙ τὰ γὰρ λοιπὰ ἁμαρτήματα ἔφασαν οἱ πολλοὶ καὶ τὴν χειροθεσίαν ἀφιέναι. Ἐὰν δὲ αὐτὸς μὴ ὁμολογῇ, ἐλεγχθῆναι δὲ φανερῶς μὴ δυνηθῇ, ἐπ' αὐτῷ ἐκείνῳ ποιεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν» (9ος Κανὼν Τοπικῆς Συνόδου Νεοκαισαρείας).
«Μηδένα ἀπολελυμένως χειροτονεῖσθαι, μῆτε πρεσβύτερον, μῆτε διάκονον, μῆτε ὅλως τινὰ τῶν ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ τάγματι˙ εἰ μὴ εἰδικῶς ἐν ἐκκλησίᾳ πόλεως, ἢ κώμης, ἢ μαρτυρίῳ, ἢ μοναστηρίῳ, ὁ χειροτονούμενος ἐπικηρύττοιτο. Τοὺς δὲ ἀπολύτως χειροτονουμένους, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, ἄκυρον ἔχειν τὴν τοιαύτην χειροθεσίαν, καὶ μηδαμοῦ δύνασθαι ἐνεργεῖν, ἐφ' ὕβρει τοῦ χειροτονήσαντος» (6ος Κανὼν Τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στὴν πρώιμη χριστιανικὴ περίοδο οἱ ἀπόστολοι, κάθε φορὰ ποὺ χρειαζόταν νὰ μεταδώσουν ἕνα ὁποιοδήποτε ἱερατικὸ χάρισμα, ἔθεταν, ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, ἔτειναν τὰ χέρια τους ἐπάνω στὶς κεφαλὲς τῶν ληπτῶν τοῦ ἑκάστοτε τοιούτου χαρίσματος καὶ ἐπικαλοῦνταν τὴ θεία χάρη, ἡ ἴδια, δηλαδή, φαινομενικά, ἱερὰ πράξη τῆς ἐπιθέσεως ἢ ἀλλιῶς ἐπιτάσεως τῶν χειρῶν γινόταν σὲ κάθε τέτοια περίπτωση, εἴτε μεταδιδόταν ἡ «ἱεροποιός», εἴτε ἡ «διοριστήριος» καταστατικὴ ἱερατικὴ θεία χάρη, καὶ γι' αὐτό, εὐλόγως, ἦταν δύσκολο νὰ διακρίνει κανεὶς καὶ νὰ καταλάβει περί τινος ἐπρόκειτο, γιὰ ἱεροποίηση, μετάδοση, δηλαδή, βαθμοῦ ἱερατικῆς δυνάμεως, ἢ γιὰ ἱερατικὸ διορισμό, ἀπονομή, δηλονότι, ἱερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου, καὶ μάλιστα σὲ μιὰ πολὺ ἀρχάρια θεολογικῶς ἐποχὴ ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἡ δογματικὴ καὶ λειτουργικὴ ἐπιστήμη καὶ οἱ ἐξειδικευμένες αὐτὲς λεπτομέρειες θεωροῦνταν «ὑψηλὰ γράμματα».
Ἦταν, λοιπόν, τότε καθαρὰ θέμα θεολογικῆς ἀντίληψης καὶ εὐφυΐας, ἐφόσον ἀκόμη δὲν ὑπῆρχε ἀνεπτυγμένη ἡ θεολογικὴ γνώση, ἡ διάκριση τῆς χειροτονίας ἀπὸ τὴ χειροθεσία μὲ τὸ σημερινό τους νόημα, τὴν ὁποία, ὅμως, ὁ τότε χριστιανισμὸς ἀποδεδειγμένα, πλέον, ἀπὸ τὴν τρέχουσα δογματολογική μας μελέτη («Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην»), δὲν διέθετε.
Καὶ στὴ μὲν περίπτωση τῆς διακονίσσης (γυναικός), ὁ τότε ἑνιαῖος χριστιανισμός, ἀνατολικὸς καὶ δυτικός, ἔδωσε, σαφῶς, τὴν ἑρμηνεία τῆς διοριστηρίου χειροθεσίας, μὲ τὸ νόημα τῆς εὐπρεπιστρίας τοῦ ἱεροῦ βήματος, διότι ποτὲ δὲν παραδεχόταν τὴν ἱεροποιὸ χειροτονία τῶν γυναικῶν (παρόλο ποὺ σήμερα ἀπὸ κάποιους διανοουμένους τῆς ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ γενικώτερα γίνονται παρερμηνευτικὲς καὶ ἀνιστόρητες προσπάθειες νὰ ὑποστηριχθεῖ, δῆθεν, ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἱεροποιὸ χειροτονία, ὅτι δηλαδή, καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, στὴν ὁποία ὁμολογιακῶς ἀνῆκε καὶ ὁ δυτικὸς χριστιανισμὸς μέχρι τὸ μετ' ἀλλήλων δογματικὸ σχίσμα, χειροτονοῦσε καὶ αὐτὴ στὸ μακρινὸ παρελθὸν τὶς γυναῖκες μέχρι τὸ διακονικὸ ἱερατικὸ βαθμό), στὴ δὲ περίπτωση τῶν ἐπισκόπων, τὴν ἑρμηνεία τῆς ἱεροποιοῦ χειροτονίας, λόγῳ τῆς ἐν γένει κακοδοξίας του ἐπὶ τοῦ ζητήματος.
Ὁ τρίτος λόγος ἀφορᾷ τὴν ἐκ μέρους τῶν παλαιορθοδόξων τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ τελετουργικὴ συναίρεση τῶν τριῶν χωριστῶν στὰ πλαίσια τῆς καινορθοδόξου χριστιανικῆς ὁμολογίας τοῦ τριαδιανισμοῦ καὶ διαφόρων ἱερῶν χειρουργικῶν πράξεων ἢ «ἱερῶν χειρουργιῶν» σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ τὴν ὁποία οἱ παλαιορθόδοξοι ὀνομάζουν «εἰς πρεσβύτερον χειροτονία», πρῶτον, τῆς «ἱεροποιοῦ χειροτονίας», διὰ τῆς ὁποίας μεταδίδεται ἡ ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἡ ἱερατικὴ κυριότητα (ἐνεργείας καὶ ἐνεργήματος) τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ διαμέσου τῆς ὁποίας ὁ εἰς πρεσβύτερον χειροτονούμενος «ἱεροποιεῖται», καθίσταται, δηλαδή, ἱερεὺς στὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, δεύτερον, τῆς «ἱεροποιοῦ χειροθεσίας», ἡ ὁποία συνδέεται στενὰ μὲ τὴν «ἱεροποιὸ χειροτονία» τελούμενη πρὶν ἀπὸ αὐτὴ καὶ διαμέσου τῆς ὁποίας μεταδίδεται ἡ πραγματικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία (ἐνεργείας καὶ ἐνεργήματος) τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου, καὶ τρίτον, τῆς «διοριστηρίου χειροθεσίας», τῆς μετὰ τὴ χειροτονία τελουμένης, διὰ τῆς ὁποίας μεταδίδεται ἡ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία καὶ ἀπονέμονται οἱ ἱερατικοὶ τίτλοι ἢ ἀλλιῶς τὰ ὀφφίκια τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ πρεσβυτερικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ καὶ διαμέσου τῆς ὁποίας ὁ χειροθετούμενος καὶ ἤδη προχειροτονημένος πρεσβύτερος ἱερεὺς «διορίζεται» προκειμένου νὰ ὑπηρετεῖ σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ ἐκκλησιαστικὸ σχηματισμό, εἴτε σὲ ἕνα ἱερὸ δῆμο (ἐπισκοπή), εἴτε σὲ μία ἱερὰ κοινότητα (ἐνορία), εἴτε σὲ μια ἱερὰ γειτονία (γειτνία), σύμφωνα πάντοτε μὲ τὴν ὀρθὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀντίληψη τοῦ καινορθοδόξου δόγματος, καὶ μὲ συγκεκριμένη ποιμαντικὴ εὐθύνη καὶ κανονικὴ δικαιοδοσία προϊσταμένου καὶ ἄρχοντος, εἴτε ὡς «πρῶτος τῇ τάξει» ἢ «ἀρχηγός», δηλαδή, «ἀρχιπρεσβύτερος» ἢ «ἀρχιερεύς» ἢ «ἐπίσκοπος» ἢ «δημάρχης», στὰ ὅρια τοῦ ἱεροῦ δήμου τῆς «ἐπισκοπῆς» καὶ ἐφ' ὅλης αὐτῆς, εἴτε ὡς «πρωτεύων» ἢ «ὑπαρχηγός», δηλαδή, «πρωτοπρεσβύτερος» ἢ «πρωθιερεύς» ἢ «ἐπιστάτης» ἢ «κοινοτάρχης», ὑπὸ τὸν «πρῶτο», στὰ ὅρια τῆς ἱερᾶς κοινότητος τῆς «ἐνορίας» καὶ ἐφ' ὅλης αὐτῆς, εἴτε ὡς «πρωτειάζων» ἢ «παραρχηγός», δηλαδή, «παραπρεσβύτερος» ἢ «παριερεύς» ἢ «οἰκονόμος» ἢ «γειτονιάρχης», ἄμεσα ὑπὸ τὸν «πρωτεύοντα» καὶ ἔμμεσα ὑπὸ τὸν «πρῶτο», στὰ ἐλάχιστα ὅρια τῆς ἱερᾶς γειτονίας ἢ «γειτνίας» καὶ ἐφ' ὅλης αὐτῆς, σημαινόμενος καὶ διακρινόμενος ὁπωσδήποτε ὑπὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ κατὰ τὸ καινορθόδοξο δόγμα ὁριζόμενα ὡς βασικὰ ποιμαντικὰ καὶ δικαιοδοτικὰ σχήματα τῆς πρωτείας ἢ ἀρχηγίας τῆς συμβατικῆς πρεσβυτερικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας ἀνάμεσα στοὺς ὁμοβάθμους του πρεσβυτέρους ποὺ ὑπηρετοῦν στὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ συγκεκριμένο τοπικὸ ἐκκλησιαστικὸ σχηματισμὸ (ἐπισκοπή, ἐνορία, γειτνία).
Ὁ πρωτειάζων (γειτονιάρχης) πρεσβύτερος διακρίνεται ὡς πρῶτος τῇ τάξει ἀνάμεσα στοὺς νεοχειροτόνητους καὶ νεόκοπους καὶ ἄπειρους καὶ ἀχειροθέτητους ἀκόμη στὸν ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ γειτονιάρχου ὁμοβάθμους του πρεσβυτέρους, δεδομένου ὅτι κατὰ τὴν ὀρθὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀντίληψη τοῦ καινορθοδόξου δόγματος τοῦ τριαδιανισμοῦ γιὰ νὰ χειροθετηθεῖ εἰς γειτονιάρχην κάθε ἕνας εἰς πρεσβύτερον ἀρτιχειροτόνητος καὶ νὰ διορισθεῖ διὰ τῆς τοιαύτης χειροθεσίας, μετὰ τὴ χειροτονία του, προκειμένου νὰ ὑπηρετεῖ ὑπὸ τὸ ἐν λόγῳ ἐλάχιστο σχῆμα πρωτείας καὶ ἀρχηγίας σὲ κάποιο συγκεκριμένο τόπο καὶ ἐκκλησιαστικὸ σχηματισμὸ θὰ πρέπει προηγουμένως καὶ ἀπαραιτήτως νὰ ἔχει παρέλθει ἱκανὸ χρονικὸ διάστημα ἐπὶ τούτῳ δοκιμῆς καὶ κατάρτισής του κοντὰ σὲ κάποιον ἐν ὑπηρεσίᾳ ἤδη χειροθετημένο καὶ διορισμένο γειτονιάρχη συμπρεσβύτερό του προκειμένου ὁ νεόκοπος πρεσβύτερος νὰ ἐκπαιδευθεῖ στὴν ἄσκηση τῶν πνευματικῶν καὶ κυβερνητικῶν πρεσβυτερικῶν καθηκόντων καὶ νὰ ἀποκτήσει τὴ στοιχειώδη πνευματικὴ καὶ κυβερνητικὴ πεῖρα, τὸ ὁποῖο διάστημα, στὰ πλαίσια τοῦ καινορθοδόξου δόγματος, ὁρίζουμε ὅτι πρέπει νὰ διαρκεῖ τρεῖς ἀκριβῶς ἢ περίπου μῆνες καὶ ἀσφαλῶς δὲν ἀπαιτεῖται γιὰ ὅσους γειτονιάρχες ἤδη πρεσβυτέρους προάγονται στοὺς ἀνώτερους ἱερατικοὺς τίτλους καὶ τὰ ὀφφίκια τοῦ πρωθιερέως καὶ τοῦ ἀρχιερέως.
Σὲ περίπτωση, ὅμως, ποὺ κάποιος νεόκοπος καὶ ἄπειρος πρεσβύτερος πρόκειται νὰ λάβει ἀπευθείας τὸν ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ πρωθιερέως, χωρὶς νὰ ἔχει διατελέσει πρὶν παριερεύς, ἢ τοῦ ἀρχιερέως, ἄνευ προϋπηρεσίας καὶ πρωθιερέως καὶ παριερέως ἢ μόνο πρωθιερέως ἢ μόνο παριερέως, θὰ πρέπει προηγουμένως καὶ ἀπαραιτήτως νὰ ἔχει ἐκπληρώσει τὴν τρίμηνη στοιχειώδη ἐκπαίδευση ὑπὸ κάποιον ὑπηρετοῦντα γειτονιάρχη συμπρεσβύτερό του.
Αὐτό, εὐλόγως, ὑποδηλώνει ὅτι οἱ ἀνὰ τετραετία ἢ πενταετία ἐκλογὲς τοῦ ἱερατείου ποὺ ὁρίζουμε στὴν ὑπ' ἀριθ. 18 / 07 – 11 – 2022 Παππική μας Ἀπόφανση στὰ πλαίσια τοῦ καινορθοδόξου δόγματος καὶ οἱ τυχὸν εἰς πρεσβύτερον χειροτονίες τῶν ἐκλεγέντων θὰ πρέπει νὰ διεξάγονται καὶ νὰ ἐπιτελοῦνται ὁπωσδήποτε τρεῖς ἀκριβῶς ἢ περίπου μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴ λήξη τῆς ἐκπνέουσας τετραετοῦς ἢ πενταετοῦς ἱερατικῆς θητείας καὶ ὅτι οἱ ἐκλεγέντες καὶ οἱ τυχὸν εἰς πρεσβύτερον χειροτονηθέντες θὰ χειροθετοῦνται στὸν ἀνάλογο ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο, εἴτε μὲ ἐπικτητικὴ χειροθεσία καταστάσεως, καὶ μετ' ἀτελοῦς χρισματικοῦ βάμματος καὶ μεθ' ἡμιτελοῦς χρισματικοῦ ῥάσματος καὶ μετὰ τελείου χρισματικοῦ χύματος, ἢ μόνο μὲ μεθηγιασμένο χρισματικὸ βάμμα καὶ ῥάσμα καὶ χῦμα, ἄνευ χειροθεσίας, σὲ περίπτωση πρώτου διορισμοῦ εἰς γειτνίαν ἢ ἐνορίαν ἢ ἐπισκοπήν, εἴτε μὲ συντηρητικὴ χειροθεσία μετακαταστάσεως, μόνο μετ' ἀτελοῦς χρισματικοῦ βάμματος καὶ μεθ' ἡμιτελοῦς χρισματικοῦ ῥάσματος, πλὴν τοῦ τελείου χρισματικοῦ χύματος, ἢ μόνο μὲ μεθηγιασμένο χρισματικὸ βάμμα καὶ ῥάσμα καὶ ὄχι καὶ μὲ χῦμα, ἄνευ χειροθεσίας, σὲ περίπτωση μεταθέσεως εἰς ἄλλην γειτνίαν ἢ ἐνορίαν ἢ ἐπισκοπήν, ἢ ἁπλῶς θὰ ἐπαναδιορίζονται, ἄνευ χειροθεσίας μετὰ χρίσματος ἢ ἄνευ μεθηγιασμένου χρίσματος, σὲ περίπτωση ἐπανεκλογῆς τους εἰς τὴν αὐτὴν γειτνίαν ἢ ἐνορίαν ἢ ἐπισκοπήν, καὶ θὰ ἀναλαμβάνουν τὰ ἀναλογοῦντα ἱερατικά τους καθήκοντα ἕνα τρίμηνο μετὰ τὴν ἐκλογή τους, μετά, δηλαδή, τὸ πέρας τῆς προηγούμενης τετραετίας ἢ πενταετίας καὶ τῆς τετραετοῦς ἢ πενταετοῦς θητείας τῶν προκατόχων τους.
Στὴν περίπτωση, βεβαίως, ὅσων πρεσβυτέρων πρόκειται νὰ χειροθετηθοῦν μὲ ἐπικτητικὴ χειροθεσία καταστάσεως εἴτε ὡς παριερεῖς εἴτε ὡς πρωθιερεῖς εἴτε ὡς ἀρχιερεῖς, τηρεῖται τὸ ἐννεάμηνο τῆς πνευματικῆς συλλήψεως, τῆς κυήσεως καὶ τῆς γεννήσεως στὸν ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ χειροθεσία τους δὲν γίνεται μὲ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων τους ἀλλ' ἐννέα μῆνες μετὰ ἀπὸ αὐτὴ καὶ ἀφοῦ προηγουμένως διέλθουν ἀπὸ τὸ ἀτελὲς σχῆμα τοῦ τοποτηρητοῦ καὶ τὸ ἡμιτελὲς σχῆμα τοῦ παριερατεύοντος ἢ πρωθιερατεύοντος ἢ ἀρχιερατεύοντος, οἱ τοιοῦτοι, δηλαδή, ἀναλαμβάνουν τὰ καθήκοντά τους πρῶτα ὡς τοποτηρητὲς τῆς γειτνίας ἢ τῆς ἐνορίας ἢ τῆς ἐπισκοπῆς, ἔπειτα (τὴν ἴδια ἢ τὴν ἑπόμενη ἢ τὶς ἑπόμενες ἡμέρες) ὡς παριερατεύοντες ἢ πρωθιερατεύοντες ἢ ἀρχιερατεύοντες καὶ μετέπειτα (στὸ πλήρωμα τοῦ ἐννεαμήνου) ὡς παριερεῖς ἢ πρωθιερεῖς ἢ ἀρχιερεῖς, τὸ ὁποῖο, ἐν τέλει, σημαίνει ὅτι ἡ χειροθεσία τους θὰ ἐπιτελεσθεῖ δώδεκα ἀκριβῶς ἢ περίπου μῆνες (ἕνα ἔτος) μετὰ τὴν ἐκλογή τους.
Δὲν πρέπει, συνεπῶς, στὰ πλαίσια μιᾶς ἐπισκοπῆς, νὰ ὑφίσταται γιὰ πάνω ἀπὸ τρίμηνο ἱερατικῶς ἄτιτλος καὶ ποιμαντικῶς ἀνεύθυνος πρεσβύτερος ἱερεύς, ἄνευ ὁρισμένου ἱερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου πρωτείας καὶ ἀρχηγίας, ποιμαντικῆς, δηλαδή, εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας, ὅπως συμβαίνει ἀνεπίτρεπτα στὴν αἵρεση τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ νὰ διατελεῖ τοὐλάχιστον γειτονιάρχης, ἀρχηγός, δηλαδή, μιᾶς τῶν ἱερῶν γειτονιῶν (γειτνιῶν) τῶν ἱερῶν κοινοτήτων (ἐνοριῶν) τοῦ ἱεροῦ δήμου τῆς ἐπισκοπῆς.
Κατ' ἀναλογίαν, σημειωτέον, πρὸς τὸν ἕβδομο καὶ κορυφαῖο κατ' ἄνθρωπον ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, ὁ ὁποῖος διακρίνει τοὺς τρεῖς βασικοὺς ἱερατικοὺς τίτλους καὶ τὰ ὀφφίκια τοῦ ἀρχιερέως (δημάρχου), τοῦ πρωθιερέως (κοινοτάρχου) καὶ τοῦ παριερέως (γειτονιάρχου), καὶ ὅλοι οἱ κατώτεροί του πέντε ἱερατικοὶ βαθμοὶ τῶν λειτουργῶν κληρικῶν περιλαμβάνουν, ὁ ἕκτος βαθμὸς τοῦ διακόνου, τὸν ἀρχιδιάκονο, τὸν πρωτοδιάκονο καὶ τὸν παραδιάκονο, ὁ πέμπτος βαθμὸς τοῦ ὑποδιακόνου, τὸν ἀρχιυποδιάκονο, τὸν πρωθυποδιάκονο καὶ τὸν παρυποδιάκονο, ὁ τέταρτος βαθμὸς τοῦ διδασκάλου, τὸν ἀρχιδιδάσκαλο, τὸν πρωτοδιδάσκαλο καὶ τὸν παραπρωτοδιδάσκαλο (σὲ διάκριση ἀπὸ τὸν ὅρο «παραδιδάσκαλος», δηλαδή, «διδάσκαλος τοῦ περιθωρίου», ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὸ δεύτερο ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ ψάλτου), ὁ τρίτος βαθμὸς τοῦ ἀναγνώστου, τὸν ἀρχιαναγνώστη, τὸν πρωταναγνώστη καὶ τὸν παραναγνώστη, καὶ ὁ δεύτερος βαθμὸς τοῦ ψάλτου, τὸν ἀρχιψάλτη, τὸν πρωτοψάλτη καὶ τὸν παραψάλτη.
Εὐνόητον, ὅτι ὁ πρῶτος καὶ βασικὸς ἱερατικὸς βαθμὸς τοῦ μύστου (πιστοῦ) δὲν περιλαμβάνει τοὺς τοιούτους συμβατικοὺς ἐξουσιαστικοὺς ἱερατικοὺς τίτλους καὶ τὰ ὀφφίκια τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας διότι δὲν ἀπαρτίζεται ἀπὸ ποιμένες ἢ ἀλλιῶς λειτουργοὺς ἢ κοινῶς κληρικοὺς ἀλλ' ἀπ' αὐτὸ καὶ μόνο τὸ ποίμνιο. Ἔτσι, οἱ ἔννοιες τῶν τριῶν βασικῶν ἱερατικῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων τοῦ «πρώτου τῇ τάξει», τοῦ «πρωτεύοντος» καὶ τοῦ «πρωτειάζοντος» διαμορφώνονται ἀνάλογα μὲ τὸν ἱερατικὸ βαθμὸ στὰ πλαίσια τοῦ ὁποίου ἀπονέμονται.
Σημειωτέον, ἐπίσης, ὅτι στὰ πλαίσια τῆς πραγματικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας καὶ ἀντιθέτως προς τὴ συμβατική, ἡ πραγματικὴ ποιμαντικὴ εὐθύνη καὶ δικαιοδοσία ἑκάστου πρεσβυτέρου ἱερέως, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ συμβατική, ὁρίζεται καὶ νοεῖται ἐφ' ὅλου γενικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως τοῦ εὐχαριστιακοῦ, ἑνιαίου καὶ ἀδιαιρέτου μυστειακοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος τῶν πιστῶν τῆς ὁμολογίας, τὸ ὁποῖο ὁ κάθε ἕνας πρεσβύτερος νυμφεύεται μυστικῶς ὁλόκληρο κατὰ τὴ χειροτονία του.
Κατ' ἀκρίβειαν, ἡ ὅλη ἔννοια τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας τοῦ πρεσβυτέρου ὁρίζεται στὰ πλαίσια τῆς ἀντίστροφης, ἀτελόστροφης (ἀπὸ τὰ τέλεια, διαμέσου τῶν ἡμιτελῶν, προς τὰ ἀτελῆ) καὶ φθίνουσας τριαδικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντεπίδειξης μεταξὺ τῶν εἰδῶν τῆς «ἐξ ἱερωσύνης ἀπεριορίστου» ἢ «πραγματικῆς», τῆς «κατ' ἄτυπο σύμβαση ἢ συμφωνία ἡμιπεριορισμένης» ἢ «ἡμισυμβατικῆς» καὶ τῆς «κατὰ τυπικὴ σύμβαση ἢ συμφωνία περιορισμένης» ἢ «συμβατικῆς» ἱερατικῆς ἐξουσίας, τὰ ὁποῖα περιληπτικῶς ἔχουν ὡς ἑξῆς:
α΄. Τέλειον ἀρχέτυπον (αἴτιον): Πραγματικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία τοῦ πρεσβυτέρου: Ἐξ ἱερωσύνης ἀπεριόριστη ἱερατικὴ ἐξουσία τοῦ πρεσβυτέρου: Ὁρίζεται ὑπὸ τὴν πραγματικὴ θεώρηση τῆς ἐκκλησίας ὡς ἑνὸς καὶ ἀδιαιρέτου πολυμελοῦς σώματος πιστῶν, συνιστωμένου μυστικῶς στὰ πλαίσια τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας, τὸ ὁποῖο σῶμα ὁ κάθε ἕνας πρεσβύτερος νυμφεύεται μυστικῶς ὡς ἔχει, ὁλόκληρο, ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο, στὸ μυστήριο τῆς χειροτονίας του ποὺ τελεῖται στὰ πλαίσια τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου.
Καί, κατὰ συνέπεια, νοεῖται γιὰ κάθε ἕνα πρεσβύτερο καθολικῶς, ἐφ' ὅλων γενικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως τῶν πιστῶν μελῶν τοῦ ἑνιαίου καὶ ὁλοκλήρου μυστικοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος, καὶ τριαδικῶς, καθ' ὁλόκληρο τὸ «κατὰ πλάτος» λεγόμενο τριμερὲς καὶ ἀδιάσπαστο «χρῖσμα», καὶ τοῦ μύστου καὶ τοῦ ἐκκλήτου καὶ τοῦ πολίτου, ὡς πλήρης ἐξουσία, ἄδεια καὶ ἐλευθερία ἐπιτελέσεως ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν μυστηρίων καὶ ἀσκήσεως ὅλης ἀνεξαιρέτως τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καὶ ὅλης ἀνεξαιρέτως τῆς πολιτειακῆς διακυβερνήσεως «ὅπου γῆς», ἀπ' ἄκρου ἕως ἄκρου τῆς οἰκουμένης, σὲ κάθε τόπο καὶ χρόνο καὶ μὲ κάθε δέοντα τρόπο.
β΄. Ἡμιτελὲς ἔκτυπον (αἰτιατὸν αἴτιον): Ἡμισυμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία τοῦ πρεσβυτέρου: Κατ' ἄτυπο σύμβαση ἢ ἀπὸ κοινοῦ συμφωνία μεταξὺ τῶν πρεσβυτέρων ἡμιπεριορισμένη ἱερατικὴ ἐξουσία τοῦ πρεσβυτέρου: Ὁρίζεται ὑπὸ τὴν ἡμισυμβατικὴ θεώρηση τῆς ἐκκλησίας ὡς κατακερματισμένου καὶ διασκορπισμένου καὶ μὴ ὀργανωμένου συνόλου πολλῶν ἀνεξαρτήτων μεταξύ τους κατὰ τόπους ποιμνίων καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα διατελεῖ ὑπὸ τὴ διαποίμανση ἑνὸς καὶ μόνου ἀνεξαρτήτου ἀπὸ τοὺς ἄλλους συμπρεσβυτέρους του πρεσβυτέρου.
Ἐν προκειμένῳ, μὲ ἄλλα λόγια, ἰσχύει τὸ δόγμα καὶ ἡ ἄτυπος συμφωνία τῶν συμπρεσβυτέρων «τὸ ποίμνιό μου καὶ τὸ ποίμνιό σου» ἢ τὸ «κάθε πρεσβύτερος καὶ ἕνα ποίμνιο» ἢ τὸ «ὅπου ὁ πρεσβύτερος ἐκεῖ καὶ ἡ ἐκκλησία», χωρίς, βεβαίως, νὰ ἀποκλείεται καὶ ἕνα ὑποτυπώδες συνοδικὸ σχῆμα «γενικῆς ἱερατικῆς συνάξεως ἀνεξαρτήτων πρεσβυτέρων» στὴν ὁποία προεδρεύει ὁ ἔχων τὰ πρεσβεῖα τῆς ἱερωσύνης ἢ κάποιος ἐξέχων ἀνεξάρτητος πρεσβύτερος κοινῆς ἀποδοχῆς.
γ΄. Ἀτελὲς ἀντίτυπον (αἰτιατόν): Συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία τοῦ πρεσβυτέρου: Κατὰ τυπικὴ σύμβαση ἢ κοινὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν πρεσβυτέρων περιορισμένη ἱερατικὴ ἐξουσία τοῦ πρεσβυτέρου: Ὁρίζεται ὑπὸ τὴ συμβατικὴ θεώρηση τῆς ἐκκλησίας ὡς διαιρεμένου καὶ διαρθρωμένου καὶ ὀργανωμένου συνόλου τοπικῶν ἐκκλησιῶν μὲ τὴν τυπικὴ μορφὴ πατριαρχείων, μητροπόλεων, ἐπισκοπῶν καὶ ἐνοριῶν καὶ μὲ συνοδικὴ ἑνότητα καὶ ἐξάρτηση μεταξύ τους μέσῳ κάποιου τυπικοῦ συνοδικοῦ σχήματος, οἰκουμενικῆς ἢ τοπικῆς συνόδου, ἢ ἑνὸς τυπικοῦ ἐπισκοπικοῦ συμβουλίου.
Ἔτσι, στὰ μέτρα τοῦ ἑβδόμου καὶ ἀνωτάτου κατ' ἄνθρωπον βαθμοῦ ἱερατικῆς δυνάμεως τῆς πνευματικῆς καὶ συμβολικῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης τῆς καινῆς διαθήκης, τῆς λεγόμενης «εἰδικῆς», καὶ στὰ πλαίσια τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας του, ἐμπεριέχονται καὶ κυμαίνονται ποικίλοι ἱερατικοὶ τίτλοι ἢ ὀφφίκια, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ βασικοὶ εἶναι τρεῖς, ὁ παριερεὺς ἢ γειτονιάρχης ἢ οἰκονόμος, ὁ πρωθιερεὺς ἢ κοινοτάρχης ἢ ἐπιστάτης καὶ ὁ ἀρχιερεὺς ἢ δημάρχης (δήμαρχος) ἢ ἐπίσκοπος.
Ὅλοι γενικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως αὐτοί, ἀπὸ ἄποψη βαθμοῦ ἱερατικῆς δυνάμεως, ἱερατικῆς κυριότητος καὶ τῆς λεγόμενης «πραγματικῆς» ἱερατικῆς ἐξουσίας, εἶναι «ὁμόβαθμοι», δηλαδή, «ὁμοδύναμοι», «ὁμοενεργοί» καὶ «ὁμοεξούσιοι», καὶ ὁ καθένας ἀπ' αὐτοὺς «αὐτοδύναμος», «αὐτενεργός» καὶ «αὐτεξούσιος» νὰ ἐπιτελεῖ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ μυστήρια καὶ τὰ μυστηριοειδῆ (μυστηριακὲς τελετές), τὶς παντοειδεῖς ἱερὲς καὶ τὶς θεῖες τελετὲς ἐφ' ὅλης, τῆς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸ κορυφαῖο καὶ θεῖο μυστήριο τῆς εὐχαριστίας μέχρι καὶ τὴν ἐλάχιστη ἱερὰ τελετὴ ἀπ' ἄκρου ἕως ἄκρου τῆς οἰκουμένης, ὁ καθένας χωριστὰ σὲ ἰδιαίτερο καὶ διαφορετικὸ καὶ χωριστὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ ναὸ καὶ σὲ ἰδιαίτερη καὶ διαφορετικὴ καὶ χωριστὴ εὐχαριστιακὴ λατρευτικὴ σύναξη, καὶ τὸ ἀνάλογο, βεβαίως, ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἄσκηση τῶν πρεσβυτερικῶν κυβερνητικῶν καθηκόντων.
Ἀπὸ ἄποψη, ὅμως, τῆς καλούμενης «συμβατικῆς» ἱερατικῆς ἐξουσίας, τῆς μετ' ἀλλήλων, δηλονότι, «συμβάσεως» ἢ «συνθήκης» ἢ «συμφωνίας», ἡ ὁποία προκύπτει συνεπῶς καὶ συνάπτεται ἀναποφεύκτως ἐκ τῆς συμμετοχῆς ὅλων τῶν ὁμοβάθμων συμπρεσβυτέρων ἱερέων σὲ «κοινά», πνευματικὰ καὶ κυβερνητικά, ἐκκλησιαστικὰ σχήματα, κατὰ βάσιν στὶς λεγόμενες «γειτνίες», «ἐνορίες» καὶ «ἐπισκοπές», ὑποχρεοῦνται νὰ περιορίζουν στὴν ἱερατικὴ πράξη τὴν πραγματικὴ ἱερατική τους ἐξουσία συμβατικῶς, πειθαρχικῶς, δηλαδή, καὶ ἠθικῶς, καὶ νὰ κατανέμουν καὶ νὰ μοιράζονται ἀναλόγως μεταξύ τους καὶ τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ κυβερνητικὰ καθήκοντα τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ πρεσβυτερικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, φορεῖς τοῦ ὁποίου ὅλοι ἀνεξαιρέτως διατελοῦν, ἀναγνωρίζοντες ἀνάμεσά τους τὸν «πρῶτο τῇ τάξει» πρεσβύτερο, ὁ ὁποῖος, στὸ πρῶτο ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο τοῦ κοινοῦ τῆς γειτνίας λέγεται «παριερεύς», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «παρὰ τῷ πρωθιερεῖ ἱσταμένου», τοῦ βοηθοῦ τοῦ πρωθιερέως, στὸ δεύτερο ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο τοῦ κοινοῦ τῆς ἐνορίας καλείται «πρωθιερεύς», νοούμενος ὡς βοηθὸς τοῦ ἀρχιερέως, καὶ στὸ τρίτο ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο τοῦ κοινοῦ τῆς ἐπισκοπῆς ὀνομάζεται «ἀρχιερεύς».
Καὶ ὁ μὲν παριερεὺς ἢ γειτονιάρχης ἢ οἰκονόμος περιορίζεται συμβατικῶς (πειθαρχικῶς καὶ ἠθικῶς), ἐκ μὲν ἐπόψεως συμβατικῆς πνευματικῆς δικαιοδοσίας, ὅσο, δηλαδή, ἀφορᾷ τὴν τέλεση τῶν μυστηρίων καὶ τῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν), στὴν τέλεση ὅλων τῶν λοιπῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ κορυφαίου καὶ θείου εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, πλὴν δύο, κατωτέρων, μέν, τῆς θείας εὐχαριστίας μυστηρίων ἀλλὰ μὲ ἐξειδικευμένο πνευματικὸ καθοδηγητικὸ χαρακτῆρα ποὺ ἀπαιτεῖ προσοντούχους καὶ διακεκριμένους καὶ ἐξέχοντες μεταξὺ τῶν ὁμοβάθμων συμπρεσβυτέρων πρεσβυτέρους γιὰ τὴν ἐπιτέλεσή τους, ἀμφοτέρων τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς πνευματικῆς πατρότητος, καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς μεταδόσεως τῆς ἱερωσύνης καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, καὶ τὰ δύο τὰ ὁποῖα δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται συμβατικῶς (πειθαρχικῶς καὶ ἠθικῶς) νὰ ἐπιτελεῖ, ἐκ δὲ ἀπόψεως συμβατικῆς κυβερνητικῆς δικαιοδοσίας, ἐκκλησιαστικῆς, δηλαδή, διοικήσεως, στὴ διοίκηση μιᾶς ἱερᾶς γειτονίας (γειτνίας), ἑνός, δηλονότι, τμήματος τῆς ἱερᾶς κοινότητος (ἐνορίας), ὁ δὲ πρωθιερεὺς ἢ κοινοτάρχης ἢ ἐπιστάτης, στὴν τέλεση ὅλων τῶν ὑπολοίπων μυστηρίων καὶ μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν), μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ κορυφαίου καὶ θείου μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας, πλήν ἑνός, μόνο τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, καὶ στὴ διοίκηση μιᾶς ἱερᾶς κοινότητος (ἐνορίας), ἑνός, δηλαδή, τμήματος τοῦ ἱεροῦ δήμου (ἐπισκοπῆς), ὁ δὲ ἀρχιερεὺς ἢ δημάρχης (δήμαρχος) ἢ ἐπίσκοπος ἐξουσιοδοτεῖται συμβατικῶς (πειθαρχικῶς καὶ ἠθικῶς) νὰ ἐπιτελεῖ ἅπαντα τὰ μυστήρια καὶ τὰ μυστηριοειδῆ καὶ ἀσφαλῶς τὸ κορυφαῖο μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ νὰ διοικεῖ ὅλη τὴν οἰκεία ἐπισκοπή, ἡ ὁποία νέμεται σὲ ἐνορίες, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες νέμεται περαιτέρω σὲ γειτνίες.
Καὶ τοῦτο, διότι ὁ μὲν ἀρχιερεὺς (τέλειο ἀρχέτυπο ὀφφίκιο), στὰ πλαίσια τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας, γίνεται ἀντιληπτὸς ὡς ὁ πνευματικὸς πατὴρ ὅλης τῆς ἐπισκοπῆς του, γι' αὐτὸ καὶ λαμβάνει τὴ συμβατικὴ (πειθαρχικὴ καὶ ἠθική) ἐξουσιοδότηση νὰ ἀσκεῖ ὅλη τὴ διμερῆ πνευματικὴ πατρότητα στὰ ὅρια τῆς οἰκείας του ἐπισκοπῆς, νὰ ἐπιτελεῖ, δηλαδή, καὶ τὰ δύο μυστήρια βάσει τῶν ὁποίων ἡ πνευματικὴ πατρότητα ὁρίζεται μὲ τὴν εἰδική, τὴν κυρίως καὶ κατεξοχὴν σημασία της, καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, ὁ δὲ πρωθιερεὺς (ἡμιτελὲς ἔκτυπο ὀφφίκιο), ὡς εἰκὼν τοῦ ἀρχιερέως καὶ μέσος μεταξὺ τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ παριερέως, νοεῖται ὡς ὁ πνευματικὸς πατὴρ τῆς ἐνορίας του, ἡ ὁποία, ὅμως, εἶναι μέρος τῆς ἐπισκοπῆς, γι' αὐτὸ καὶ ἐξουσιοδοτεῖται συμβατικῶς (πειθαρχικῶς καὶ ἠθικῶς) νὰ ἀσκεῖ ἕνα μόνο μέρος τῆς διμεροῦς πνευματικῆς πατρότητος, νὰ ἐπιτελεῖ, δηλαδή, μόνο τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως στὰ ὅρια τῆς οἰκείας του ἐνορίας, ὁ δὲ παριερεὺς (ἀτελὲς ἀντίτυπο ὀφφίκιο), ὡς τὸ ἀντίθετο ἄκρο τοῦ ἀρχιερέως, δὲν ἔχει τὴ συμβατικὴ (πειθαρχικὴ καὶ ἠθική) ἐξουσιοδότηση γιὰ τὴν ἄσκηση οὐδενὸς μέρους τῆς διμεροῦς πνευματικῆς πατρότητος στὰ ὅρια τῆς οἰκείας του γειτνίας, οὔτε γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης οὔτε γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ γειτνία τῆς ὁποίας ἄρχει ὡς γειτονιάρχης εἶναι μέρος τῆς ἐνορίας ποὺ εἶναι μέρος τῆς ἐπισκοπῆς.
Ὅλοι, πάντως, ἀνεξαιρέτως οἱ πρεσβύτεροι, εἴτε παριερεῖς εἴτε πρωθιερεῖς εἴτε ἀρχιερεῖς διατελοῦντες στὰ πλαίσια τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας, ἐπιτελοῦν τὸ μεγαλύτερο κατ' ἄνθρωπον μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ συνεπῶς δὲν ζημιώνεται κατ' οὐσίαν ἡ ἄσκηση τῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης ὅσων δὲν ἐπιτελοῦν στὴν τελετουργικὴ πράξη καὶ τὰ δύο ἢ τὸ ἕνα μόνο ἀπὸ τὰ δύο μυστήρια τῆς πνευματικῆς πατρότητος, εἴτε καὶ τὴ μετάδοση τῆς ἱερωσύνης καὶ τὴν ἐξομολόγηση, εἴτε μόνο τὸ τῆς ἱερωσύνης, διότι ἐπιτελῶντας τὸ κορυφαῖο κατ' ἄνθρωπον καὶ θεῖο εὐχαριστιακὸ μυστήριο ἀσκοῦν τὴν ἐπιτελεστική τους ἱερωσύνη στὸ πλήρωμα τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἐνεργείας της, στὸ μέγιστο ὕψος καὶ μέτρο της.
Ἔτσι, λοιπόν, στὴ μὲν τελετὴ τοῦ καθιερωτικοῦ χρισματικοῦ μυστηρίου τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας, ἡ ὁποία τελεῖται στὰ τελετουργικὰ πλαίσια τοῦ θεωτικοῦ καὶ κορυφαίου εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, ἕκαστος πρεσβύτερος ἱερεύς, ὡς πνευματικὸς νυμφίος, εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ μυστικῶς ἱστάμενος, νυμφεύεται μυστικῶς ὁλόκληρη τὴν πνευματικὴ νύμφη ἐκκλησία καὶ ὄχι μόνο ἕνα μέρος της, διότι, εὐλόγως, οὐδεὶς νυμφίος λαμβάνει «ἡμίσειαν» ἀλλ' «ὁλόκληρον» τὴ νύμφη, συνάπτει, δηλαδή, μυστηριακῶς πνευματικὸ γάμο μὲ τὸ καθολικὸ εὐχαριστιακὸ πλήρωμα, μὲ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ μέλη τοῦ ἑνὸς καὶ ἀδιαιρέτου μυστικοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος τῆς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ στρατευόμενης καὶ θριαμβεύουσας ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὄχι μόνο μὲ τὸ τοπικὸ ποίμνιο, μὲ τοὺς πιστοὺς τῆς ἱερᾶς γειτονίας (γειτνίας) ἢ τῆς ἱερᾶς κοινότητος (ἐνορίας) ἢ τοῦ ἱεροῦ δήμου (ἐπισκοπῆς) ὅπου πρόκειται νὰ διορισθεῖ καὶ νὰ ὑπηρετήσει, στὶς δὲ μετὰ τὴ χειροτονία τοῦ πρεσβυτέρου ἐπακολουθοῦσες διοριστήριες τελετὲς τῶν ἐπικτητικῶν χειροθεσιῶν τῆς καταστάσεως, διορίζεται σὲ ἕνα ἢ προάγεται σὲ ἕνα ἄλλο ἀνώτερο ἢ σὲ καθένα ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἀνάλογους ἱερατικοὺς τίτλους ἢ ὀφφίκια τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ πρεσβυτερικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, διὰ τῶν ὁποίων συνάπτεται ἡ σύμβαση ἢ συνθήκη ἢ συμφωνία του, ὡς μετέχοντος μέλους τῶν κοινῶν συμπρεσβυτερικῶν ἐκκλησιαστικῶν σχηματισμῶν τῆς γειτνίας, τῆς ἐνορίας καὶ τῆς ἐπισκοπῆς, στοὺς ὁποίους ὡς πρεσβύτερος θὰ ὑπηρετήσει, σὲ σχέση καὶ διάκριση πρὸς τοὺς λοιποὺς συμμετέχοντες καὶ συνυπηρετοῦντες στοὺς τοιούτους σχηματισμοὺς ὁμοβάθμους συμπρεσβυτέρους του ἱερεῖς, καὶ προσδιορίζεται ἐπακριβῶς τὸ συμβατικὸ ἢ συμφωνημένο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ πραγματικό, εὖρος καὶ τῶν πνευματικῶν καὶ τῶν κυβερνητικῶν ἱερατικῶν του καθηκόντων καὶ δηλοῦται σαφῶς καὶ ὁ τόπος καὶ ὁ ναὸς καὶ τὸ θυσιαστήριο ὅπου αὐτὸς θὰ ἀσκεῖ τὰ τοιαῦτα καθήκοντα.
Ἡ διαίρεση, συνεπῶς, τῆς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας στὰ διάφορα ἐπιγνωστὰ κατὰ τόπους ἐκκλησιαστικὰ σχήματα (γειτνίες, ἐνορίες, ἐπισκοπὲς κ.τ.ὅ.) ἀνήκει στὰ πλαίσια τῆς συμβατικῆς, πνευματικῆς καὶ κυβερνητικῆς, ἱερατικῆς ἐξουσίας τῶν ἱερατικῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων, ἡ ὁποία σχετίζεται καὶ μεταδίδεται μὲ τὸ κατώτερο μυστηριοειδὲς (μυστηριακὴ τελετή) τῆς διοριστηρίου χειροθεσίας, γίνεται, δηλαδή, γιὰ λόγους διοικητικοὺς καὶ μόνο, ὀργανωτικοὺς καὶ διαρθρωτικούς, καὶ δὲν ἀφορᾷ αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ πνευματικὸ μυστήριο τοῦ ἑνὸς καὶ ἀδιαιρέτου, μυστικοῦ καὶ εὐχαριστιακοῦ, οἰκουμενικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ πληρώματος, μὲ τὸ ὁποῖο συσχετίζεται τὸ ἀνώτερο μυστήριο τῆς ἱεροποιοῦ χειροτονίας, ὡς μυστήριο μεταδόσεως ἱερατικῆς δυνάμεως, ἱερατικῆς κυριότητος (ἐνεργείας καὶ ἐνεργήματος) καὶ τῆς πραγματικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας (ἐνεργείας καὶ ἐνεργήματος), γι' αὐτὸ καὶ κάθε εἰς πρεσβύτερον χειροτονούμενος ἱερεύς, κατὰ τὴ χειροτονία του, συνάπτει πνευματικὸ γάμο μὲ ὁλόκληρο τὸ ἕνα καὶ ἀδιαίρετο αὐτὸ μυστικὸ εὐχαριστιακὸ σῶμα τῆς οἰκουμενικῆς ἐκκλησίας καὶ ὁ μερισμός, ἐν προκειμένῳ, καὶ ἡ κατάτμησή του, ἀδυνατοῦν.
Ἐκ δογματολογικῆς καὶ τελετουργικῆς, ἑπομένως, ἐπόψεως, ἀπαγορεύεται ἡ σύγχυση καὶ συναίρεση τῶν δύο διαφορετικῶν αὐτῶν τελετῶν, τῆς χειροτονίας καὶ τῆς χειροθεσίας, σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ ἱεροτελεστία, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς διαφορᾶς τοῦ εἴδους αὐτῶν, ἐπειδή, δηλαδή, ὅπως προαναφέρθηκε, ἡ μὲν ἱεροποιὸς χειροτονία σὲ κάθε ἕνα ἱερατικὸ βαθμὸ καὶ στὰ οἰκεῖα μέτρα τοῦ καθενὸς βαθμοῦ εἶναι «ἀμετάβλητον γεγονός», τὸ ὁποῖο τελεῖται «ἅπαξ», μία φορὰ σὲ καθένα βαθμὸ ἱερατικῆς δυνάμεως, ἡ δὲ στὰ πλαίσια ἑκάστου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τελούμενη διοριστήριος χειροθεσία εἶναι «μεταβλητὸν γεγονός», τὸ ὁποῖο ἐξελίσσεται μέχρι νὰ φθάσει στὴν πληρότητα (κατακόρυφος ἐξέλιξη ἢ προαγωγή) ἢ τὴ μονιμότητά του (ὁριζοντία ἐξέλιξη ἢ μετάθεση), γι' αὐτὸ καὶ δύναται νὰ ἐπαναλαμβάνεται καὶ νὰ τελεῖται «πολλάκις», πολλὲς φορές, ἀναλόγως πρὸς τὶς ἑκάστοτε ἐπερχόμενες κατακόρυφες ἢ ὁριζόντιες μεταβολές, ἐπαυξήσεις ἢ ἀλλαγές, προαγωγὲς ἢ μεταθέσεις, τῶν ὁρίων τῆς συμβατικῆς πνευματικῆς καὶ κυβερνητικῆς ἱερατικῆς δικαιοδοσίας, τῆς λεγομένης «συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας», καί, ὅπως γίνεται εὐλόγως ἀντιληπτό, σὲ περίπτωση συγχύσεως καὶ συναιρέσεως ἀμφοτέρων αὐτῶν στὴν ἴδια τελετή, οἱ μεταβολὲς τῆς ἐπαναληπτῆς διοριστηρίου χειροθεσίας θὰ συμπαρασύρουν ἀναπόφευκτα καὶ τὴ συνῃρημένη μαζί της καὶ ἀνεπανάληπτη χειροτονία, μὲ κωμικοτραγικὲς δογματικὲς και λειτουργικὲς συνέπειες, δηλαδή, μὲ ἐπανάληψη καὶ τῆς ἱεροποιοῦ χειροτονίας στὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ ἱερατικὸ βαθμὸ μαζὶ μὲ τὴ διοριστήριο χειροθεσία καὶ μετατροπὴ τῆς τελετῆς τῆς χειροθεσίας σὲ τελετὴ χειροτονίας, δεδομένου ὅτι ὁ μερισμὸς τῆς μίας καὶ ὁλόκληρης χειροτονίας σὲ δύο ἢ περισσότερες ἡμιχειροτονίες, στὴν περίπτωση τῆς προαγωγῆς σὲ ἀνώτερο ἱερατικὸ τίτλο καὶ ὀφφίκιο (κατακορύφου μεταβολῆς), ἔστω κι ἂν ὑποστηριχθεῖ θεωρητικῶς ἢ ἀκόμη κι ἂν εἰσαχθεῖ εὐχολογικῶς στὰ τελετουργικὰ τυπικὰ ἀπὸ τὴν κακόδοξο καὶ αἱρετικὴ θεολογικὴ διανόηση, δὲν εἶναι δυνατὸς στὴν τελετουργικὴ πράξη, γι' αὐτὸ ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ κατ' οὐσίαν δὲν ἔχουμε μερισμὸ ἀλλὰ καὶ πάλι ἐπανάληψη καὶ δευτέρωση ἢ πολλαπλασιασμὸ τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς χειροτονίας.
Ἔτσι, σὲ περίπτωση ποὺ ὁ παριερεὺς ἢ ὁ πρωθιερεὺς μετατεθοῦν καὶ διορισθοῦν σὲ ἄλλη γειτνία ἢ σὲ διαφορετικὴ ἐνορία (ὁριζοντία μεταβολή), μαζὶ μὲ τὴ συντηρητικὴ χειροθεσία τῆς μετακαταστάσεως (μεταθέσεως) θὰ πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ ἀναπόφευκτα καὶ ἡ ἴδια πρεσβυτερικὴ χειροτονία, διότι, λόγῳ τῆς συγχύσεως καὶ τῆς συναιρέσεως ἀμφοτέρων τῶν τελετῶν σὲ μία, θὰ νομισθεῖ ὅτι ὁ ἀλλαχοῦ μετατιθέμενος παριερεὺς ἢ πρωθιερεὺς δὲν ἔχει συνάψει πνευματικὸ γάμο μὲ τοὺς πιστοὺς τῆς νέας γειτνίας ἢ τῆς καινούριας ἐνορίας στὴν ὁποία μεταβαίνει, διότι στὴν προγενομένη χειροτονία του, τὴ συνῃρημένη μαζὶ μὲ τὴν προτελεσμένη χειροθεσία του, στὴ χειροτονητήριο ἐκφώνηση ἀναφέρθηκε καὶ δηλώθηκε μόνο τὸ ὄνομα τῆς παλιᾶς του γειτνίας ἢ τῆς παλαιᾶς ἐνορίας του, ἀλλ' ὅτι εἶχε συνάψει στὸ παρελθὸν τὸν τοιοῦτο μόνο μὲ τοὺς πιστοὺς τῆς προηγούμενης γειτνίας ἢ τῆς προηγηθείσης ἐνορίας στὴν ὁποία ὑπηρετοῦσε καὶ ἔπειτα τὸν ἔλυσε διά τῆς μεταθέσεώς του στὴ νέα γειτνία ἢ στὴν καινούρια ἐνορία, γι' αὐτὸ καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει θὰ πρέπει νὰ ἐκφωνηθεῖ νέα χειροτονητήριος δήλωση μὲ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τῆς νέας γειτνίας ἢ τῆς καινούριας ἐνορίας στὴν ὁποία μετατίθεται, ἔτσι ὥστε νὰ συναφθεῖ μὲ τοὺς πιστούς τους νέος πνευματικὸς γάμος.
Καὶ τὸ ἴδιο, ἀσφαλῶς, θὰ πρέπει νὰ συμβεῖ καὶ στὴν περίπτωση τῆς προαγωγῆς παριερέως εἰς πρωθιερέα καὶ πρωθιερέως εἰς ἀρχιερέα (κατακόρυφος μεταβολή), διότι ἕκαστος, ὡς παριερεὺς ἢ ἀρχιερεύς, θὰ πρέπει νὰ ἐπισυνάψει νέο πνευματικὸ γάμο μὲ ὅλη τὴν ἐνορία ἢ μὲ ὁλόκληρη τὴν ἐπισκοπή, μὲ ἐπανάληψη τῆς αὐτῆς χειροτονίας τοῦ πρεσβυτέρου μαζὶ μὲ τὴν ἐπικτητικὴ χειροθεσία τῆς καταστάσεως (διορισμοῦ), ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση τῆς μεταθέσεως ἀρχιερέως σὲ ἄλλη ἐπισκοπὴ (ὁριζοντία μεταβολή), μὲ ἐπανάληψη τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας μαζὶ μὲ τὴ συντηρητικὴ χειροθεσία τῆς μετακαταστάσεως (μεταθέσεως).
Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς στὴν τελετὴ τῆς ἱεροποιοῦ χειροτονίας δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἀναφέρουμε καὶ οὐδέποτε νὰ προσδιορίζουμε τὸν τόπο τοῦ ὑπηρεσιακοῦ διορισμοῦ τοῦ χειροτονουμένου, διότι τοῦτο ἀνήκει σαφῶς στὴ διοριστήριο χειροθεσία, τὴν μετὰ τὴ χειροτονία ἐπιτελουμένη, ἀλλὰ νὰ ἐκφωνοῦμε τὸ «ἡ Θεία Χάρις χειροτονεῖ καὶ καθιστᾷ σε Πρεσβύτερον καὶ Νυμφίον τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Χριστοῦ Αὐτῆς Ἰησοῦ καὶ εἰς διαδοχὴν Αὐτοῦ καὶ τῶν Αὐτοῦ Ἀποστόλων», εἰ δὲ μή, ἐὰν ὁ τόπος τῆς ἱερατικῆς ὑπηρεσίας ἀναφερθεῖ καὶ προσδιορισθεῖ κατὰ τὴ χειροτονητήριο τελετὴ καὶ ἐκφώνηση, προκαλεῖ ἀναπόφευκτα σύγχυση καὶ συναίρεσή της μαζὶ μὲ τὴν μετὰ ἀπ' αὐτὴ ἐπακολουθοῦσα τελετὴ τῆς χειροθεσίας, περιορίζοντας τὸν πνευματικὸ γάμο τοῦ χειροτονουμένου μὲ τὴν ἐκκλησία μόνο στὰ τοπικὰ ὅρια τῆς ἱερατικῆς του ὑπηρεσίας, περιορισμὸς ὁ ὁποῖος ἐπιφέρει τὰ προαναφερθέντα τρία δογματικὰ ἄτοπα:
Πρῶτον, τὴ λήψη ἡμισείας καὶ ὄχι ὁλοκλήρου τῆς πνευματικῆς νύμφης ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν εἰς πρεσβύτερον χειροτονούμενο πνευματικὸ νυμφίο, τὸν εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ μυστικῶς ἱστάμενο, κατὰ τὸν μετ' ἀλλήλων μυστικῶς συναπτόμενο πνευματικὸ γάμο, δεύτερον, τὸ μερισμὸ τῆς μίας καὶ ὁλόκληρης χειροτονίας σὲ δύο ἢ περισσότερες ἡμιχειροτονίες, στὴν περίπτωση τῆς προαγωγῆς σὲ ἀνώτερο ἱερατικὸ τίτλο καὶ ὀφφίκιο (κατακορύφου μεταβολῆς), ὁ ὁποῖος, ὅμως, καθὼς εἴπαμε, ἀδυνατεῖ στὴν τελετουργικὴ πράξη, ἔστω κι ἂν ὑποστηριχθεῖ θεωρητικῶς καὶ κακοδόξως ἢ ἀκόμη καὶ εὐχολογικῶς, ὅπως ἄλλωστε ἀδυνατεῖ τελετουργικῶς καὶ ἀναλόγως καὶ ὁ ἥμισυς πνευματικὸς γάμος (διότι ὅταν ἡ χειροτονία εἶναι ὁλόκληρη καὶ ὁ εἰς πρεσβύτερον χειροτονούμενος παραλαμβάνει ἀνὰ χεῖρας ὁλόκληρη τὴν εὐχαριστιακὴ παρακαταθήκη ὁλόκληρος εἶναι, ἀναλόγως, καὶ ὁ διὰ τῆς ὁλοκλήρου χειροτονίας συναπτόμενος πνευματικὸς γάμος, συνάπτεται, δηλαδή, μὲ τὴν οἰκουμενικὴ ἐκκλησία καὶ ὄχι μόνο μὲ τὴν τοπική) καὶ τρίτον, τὴν ἐπανάληψη τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς προτελεσθείσης ὁλόκληρης χειροτονίας, στὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ ἱερατικὸ βαθμό, καὶ τοῦ προτελεσθέντος ὁλόκληρου πνευματικοῦ γάμου, μὲ ὁλόκληρη τὴ μία οἰκουμενικὴ ἐκκλησία, τόσο στὴν περίπτωση τῆς ἀλλαχοῦ μεταθέσεως, στὰ πλαίσια τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἰδίου ἱερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου (ὁριζοντίας μεταβολῆς), ὅσο καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἐπὶ τὰ κρείσσω προαγωγῆς ἀπὸ ἕνα κατώτερο σὲ ἄλλο ἀνώτερο ἱερατικὸ τίτλο καὶ ὀφφίκιο (κατακορύφου μεταβολῆς).
Γι' αὐτὸ καὶ στὰ δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς καινορθοδόξου χριστιανικῆς τοῦ τριαδιανισμοῦ ὁμολογίας μας δὲν ἀποδεχόμαστε καὶ δὲν ἐπικυρώνουμε καὶ δὲν ἐπιτρέπουμε καὶ ἀπαγορεύουμε αὐστηρῶς καὶ ἀπολύτως τὴν ἰσχὺ καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ 6ου Κανόνος της Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς αἱρετικῆς ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ὁ ὁποῖος ὁρίζει κακοδόξως νὰ ἀναφέρεται καὶ νὰ δηλώνεται στὴ χειροτονητήριο τελετὴ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου τῆς ἱερατικῆς ὑπηρεσίας τῶν χειροτονουμένων, συγχέοντας καὶ συναιρῶντας ἀτόπως τὶς ἀσυναίρετες τελετὲς τῆς χειροτονίας καὶ τῆς χειροθεσίας μεταξύ τους καὶ θεωρῶντας δῆθεν ὡς «ἀπολελυμένες» τὶς τοπολογικῶς ἀνεξονόμαστες χειροτονίες («ἀπολελυμένη» καὶ «βεβλαμμένη» ἦταν ἡ θεολογικὴ διανόηση καὶ ἡ δογματικὴ ἀντίληψη ὅσων αἱρετικῶν συνέταξαν καὶ ἀσπάζονταν καὶ ἐφάρμοζαν τὰ τοιαῦτα ἄτοπα καὶ κακόδοξα), ἀλλὰ καὶ τὴν ἰσχὺ καὶ ἐφαρμογὴ ὅσων κανόνων τοῦ παλαιορθοδόξου δόγματος τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ὁρίζουν κακοδόξως ὡς δῆθεν ὑφιστάμενο τὸ πνευματικὸ ἔγκλημα τῆς «μοιχεπιβασίας», δεδομένου ὅτι σύμφωνα μὲ ὅσα ἐξηγήσαμε δὲν πρόκειται περὶ πνευματικοῦ ἐγκλήματος «μοιχεπιβασίας» ἀλλὰ μόνο περὶ ἱεροκανονικοῦ παραπτώματος «εἰσπηδήσεως εἰς ἑτέραν ἐπισκοπικὴν ποιμαντικὴν εὐθύνην καὶ κανονικὴν δικαιοδοσίαν» ὁριζομένου καὶ ὑφισταμένου στὰ πλαίσια τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας.
Καὶ ἔτσι ὁρίζουμε τὴν «διχοῦ τέλεσιν ἀμφοτέρων τῶν τοιούτων τελετῶν καὶ τῆς μὲν ἱεροποιοῦ χειροτονίας, εἰς οἱονδήποτε ἱερὸν ναὸν καὶ τόπον, τῆς δὲ διοριστηρίου χειροθεσίας, εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν τόπον καὶ τὸν ναὸν τοῦ διορισμοῦ καὶ τῆς ὑπηρεσίας, παρεκτὸς συντρεχούσης ἀνάγκης».
Εὐτυχῶς, ὅμως, ὁ κακόδοξος ἀνατολικὸς χριστιανισμός, σὺν τῷ χρόνῳ, ἄφησε ἀνεφάρμοστο στὴν τελετουργικὴ πράξη τὸν ἐν λόγῳ ἱερό του κανόνα ὅσον ἀφορᾷ τὶς χειροτονίες τοῦ διακόνου καὶ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τὸν ἐφαρμόζει μόνο στὴ χειροτονία τοῦ ἀνυπόστατου ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ, ἡ ὁποία, δεδομένου ὅτι δὲν ὑφίσταται ὄντως μείζων τοῦ πρεσβυτέρου ἐπισκοπικὸς κατ' ἄνθρωπον ἱερατικὸς βαθμός, ἀποτελεῖ, κατ' οὐσίαν, ἐπανάληψη καὶ δευτέρωση τῆς ἰδίας καὶ τῆς αὐτῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας, δηλαδή, διπλοχειροτονία.
Ἀπὸ ἄποψη ἐγκυρότητος καὶ κανονικότητος, ἡ σύγχυση καὶ συναίρεση τῆς ἱεροποιοῦ χειροτονίας καὶ τῆς διοριστηρίου χειροθεσίας στὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ ἱεροτελεστία μὲ προσδιορισμό, ἐκφώνηση καὶ σαφῆ δήλωση τοῦ τόπου τῆς ἱερατικῆς ὑπηρεσίας ἐλέγχεται ὡς κακότυπος καὶ ὄχι ἁπλῶς παράτυπος, καὶ μάλιστα ὄχι μόνο ὡς κακὴ ἀλλὰ καὶ ὡς κακόδοξος, πλήρως, δηλαδή, κακότυπος, καὶ γι' αὐτό, κατὰ τὴν «κανονικὴ ἀκρίβεια», καθιστᾷ, δυστυχῶς, τὴν τοιαύτη χειροτονητήριο τελετὴ ἄκυρη στὴν τελετουργικὴ πράξη καὶ μὴ δυνάμενη νὰ ἐγκριθεῖ ὡς ἔγκυρη οὔτε κατὰ τὴν «κανονικὴ οἰκονομία», παρὰ μόνο κατὰ τὴν «ὑπερβάλλουσα οἰκονομία» τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ φιλανθρωπίας, δεδομένου ὅτι κατὰ τὴν «κανονικὴ οἰκονομία» δύνανται νὰ ἐγκριθοῦν ὡς ἔγκυρες μόνο οἱ παράτυπες καὶ ὄχι οἱ κακότυπες, μερικῶς ἢ πλήρως, τελετές.
Δυστυχῶς, δυστυχέστατα, ἡ δογματολογικῶς ἀπερίσκεπτος καὶ κακόδοξος ὁμολογία τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ἐπέφερε τοιαύτη καὶ τηλικαύτη καὶ τοσαύτη πνευματικὴ ζημία καὶ στὴ δογματικὴ καὶ στὴ λειτουργικὴ ἀκρίβεια καὶ ἐάν, ἐν τέλει, δὲν παραδεχθοῦμε τὴ φιλάνθρωπο δράση τῆς ὑπερβάλλουσας θείας οἰκονομίας, θὰ πρέπει, βάσει τῶν κακοτύπων καὶ κατ' ἀκρίβειαν ἀκύρων εἰς πρεσβύτερον χειροτονιῶν, νὰ τὰ θεωρήσουμε ὅλα κακότυπα καὶ ἄκυρα, τὸ ὁποῖο, ὅμως, δὲν ἐπαληθεύεται στὴν ἱστορικὴ ἐκκλησιαστικὴ πράξη ἐκ τῆς ὁποίας προκύπτει ἀντιθέτως καὶ σαφῶς ἡ ἐνεργὸς ἁγιαστικὴ δράση τῆς θείας χάριτος καὶ ἡ ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων καὶ τῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν) «παρὰ ταῦτα καὶ οὐχὶ διὰ ταῦτα», παρά, δηλαδή, τὰ κακῶς κείμενα τοῦ δόγματος καὶ τοῦ πράγματος τῆς παλαιορθοδόξου ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, πλήν, ὅμως, μέχρι τοῦ καθολικοῦ ἀναθεματισμοῦ της ὡς χρονίας καὶ παγίας, ἐμμόνου καὶ ἀμετανοήτου αἱρέσεως ὁ ὁποῖος τελεσιουργήθηκε ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους τοὺς ἱδρυτὲς τοῦ καινορθοδόξου δόγματος τοῦ τριαδιανισμοῦ μὲ τὴν ὑπ' ἀριθ. 20 / 19 – 01 – 2023 Παππική μας Ἀπόφανση («Τρισμέγιστα Παππικὰ Ἀναθέματα»).
Μὴν ψάχνει, λοιπόν, κανεὶς τὴν κανονικὴ ἀκρίβεια καὶ τὴν κανονικὴ οἰκονομία στὸν κακόδοξο ὁμολογιακὸ χῶρο τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ διότι τελικῶς δὲν θὰ τὶς βρεῖ καὶ θὰ καταθλιβεῖ σφόδρα. Καὶ τὸ κορυφαῖο κατ' ἄνθρωπον εὐχαριστιακὸ μυστήριο τελοῦσε πλήρως κακοτύπως, καὶ κακῶς καὶ κακοδόξως, ἀλλ' ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τελοῦσε ἀνορθοδόξως καὶ πρωθυστέρως πρὶν τὴν τέλεση τοῦ χρίσματος ἐνῷ τελεῖται μετὰ τὸ χρῖσμα καὶ ἀποτελεῖ ἀπόπλυση, ἀποτελείωση καὶ ὑπέρβαση τοῦ χρισματικοῦ μυστηρίου. Ἡ θεία, ἐν τέλει, φιλανθρωπία καθιστοῦσε τὰ κακότυπα καὶ ἄκυρα στὴν τελετουργικὴ πράξη μυστήριά του ὡς ἔγκυρα καὶ οἰκονομοῦσε ὑπερβαλλόντως τὰ πάντα, πλήν, μέχρι τῆς δηλωθείσης.
Ὁ τέταρτος καὶ κυριώτερος λόγος ἐπιγινώσκεται στὴ σύγχυση τῶν βαθμῶν (ὑποβαθμῶν) τῆς συμβολικῆς ἢ λευϊτικῆς ἱερωσύνης τῆς παλαιᾶς διαθήκης μὲ τοὺς βαθμοὺς τῆς μυστικῆς ἢ πνευματικῆς ἱερωσύνης τῆς καινῆς διαθήκης, λόγῳ, προφανῶς, ἀσκήσεως ἰουδαιοχριστιανικῶν ἰδεολογικῶν ἐπιρροῶν καὶ ἐπικρατήσεως ἰουδαιοχριστιανικῶν αἱρετικῶν ἀπόψεων περὶ τῆς καινοδιαθηκικῆς ἱερωσύνης καὶ ἀρχιερωσύνης, προερχομένων ἐκ τῆς ἀποστολικῶς καὶ ἁγιογραφικῶς ἐπεγνωσμένης πρωτοχριστιανικῆς αἱρέσεως τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν, ἡ ὁποία ὑποστήριζε κακοδόξως τὴν παράλληλη ἰσχὺ καὶ ἐφαρμογὴ καὶ τοῦ εὐαγγελίου τῆς καινῆς καὶ τοῦ νόμου τῆς παλαιάς διαθήκης καὶ συγκεκριμένα στὴν περίπτωση τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς περιτομῆς, προκύψασα ἐκ τῆς ὁμάδος τῶν ἐκχριστιανισθέντων ἰουδαίων, τῶν ἀρχικῶν μελῶν καὶ τῶν βασικῶν στελεχῶν τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐκκλησίας, καὶ ἐλέγχθηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του. Οἱ ἴδιοι αἱρετικοὶ θὰ θεωροῦσαν, ἀσφαλῶς, ἀκόμη καὶ τὴν καινοδιαθηκικὴ ἱερωσύνη καὶ ἀρχιερωσύνη ἀναλόγως πρὸς τὴν καταργηθεῖσα παλαιοδιαθηκική.
Ὑπὸ τὴν τοιαύτη ὀπτικὴ γωνία καὶ θεώρηση, τὸ παλαιορθόδοξο δόγμα τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ἐπιγνώσθηκε διὰ πολλῶν τεκμηρίων καὶ καταγνώσθηκε (καταδικάσθηκε) δικαίως ἐκ μέρους μας καὶ τοῦ καινορθοδόξου δόγματός μας στὰ προδημοσιευθέντα δεκατρία μέρη τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης ὡς ἰουδαιοχριστιανικὴ αἵρεση ἡ ὁποία ἐφαρμόζει ὅλως ἀπερισκέπτως, μωροκακοδόξως καὶ ἀτόπως τὴν τάξη τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν (ὑποβαθμῶν) τῆς καταργηθείσης λευϊτικῆς ἱερωσύνης τῆς παλαιᾶς διαθήκης στὴν ἐγκαθιδρυθεῖσα πνευματικὴ ἱερωσύνη τῆς καινῆς διαθήκης.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὡς γνωστόν, στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολή του, παραδίδει σαφῶς τὸν ὁρισμὸ καὶ τὸ σκοπὸ αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς πνευματικῆς ὑπάρξεως τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ τῆς ἐπιτελεστικῆς, ἐν γένει, ἱερωσύνης, γράφοντας: «Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν».
Καὶ ὁ θυσιαστικός, ἐν προκειμένῳ, σκοπὸς εἶναι ἀνώτερος τοῦ ἱερατικοῦ μέσου ἐπιτεύξεως αὐτοῦ, ἀπὸ μυστηριολογική, δηλαδή, ἄποψη καὶ στὰ λειτουργικὰ πλαίσια τῆς καινῆς διαθήκης, ἡ προσφερομένη θυσία, ὡς μυστήριο, εἶναι ἀνώτερη τῆς προσφερούσης αὐτὴν ἱερατικῆς δυνάμεως ἢ ἱερωσύνης, τὸ μυστήριο, δηλονότι, τῆς θείας εὐχαριστιακῆς θυσίας ἢ θείας εὐχαριστίας εἶναι ἀνώτερο τοῦ μυστηρίου τῆς ἐπιτελεστικῆς ἢ εἰδικῆς ἱερωσύνης διαμέσου τῆς ὁποίας προσφέρεται καὶ γενικῶς ἀνώτατο ὅλων τῶν θείων καὶ τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἱερῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν), ὅλα τὰ ὁποῖα καταλήγουν νομοτελειακῶς καὶ ἐντελεχειακῶς σὲ αὐτὸ καὶ τελειοποιοῦνται καὶ ὁλοκληρώνονται «ἐν αὐτῷ», ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης τελειοῦται ἐπιτελοῦν τὸ εὐχαριστιακὸ μυστήριο.
Ἡ εἰδική, λοιπόν, ἱερωσύνη τῆς καινῆς διαθήκης ὑφίσταται ὡς ἱερατικὸ μέσο καὶ ὄργανο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ εὐχαριστιακοῦ θυσιαστικοῦ σκοποῦ, γιὰ τὴν προσφορά, προπαντός, τῆς θείας εὐχαριστιακῆς θυσίας καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἐπιτέλεση ὅλων τῶν λοιπῶν θείων καὶ ἱερῶν μυστηρίων καὶ ὅλων τῶν ὑπολοίπων ἱερῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν) τὰ ὁποῖα ὁδηγοῦν σὲ αὐτὴ καὶ ἄνευ αὐτῆς δὲν ἔχει οὐδὲν νόημα ὑπάρξεως, ὅπως καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ μυστήρια καὶ μυστηριοειδῆ.
Καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, ὅποιος δύναται νὰ ἐπιτελεῖ αὐτοδύναμα τὸ «μεῖζον» μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, σὲ χωριστό, δηλαδή, ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ ναὸ καὶ σὲ χωριστὴ λατρευτικὴ σύναξη, χωρὶς νὰ συλλειτουργεῖ μὲ ἀνωτέρους του λειτουργούς, δύναται, ἀσφαλῶς, νὰ ἐπιτελεῖ καὶ τὸ «ἔλασσον» μυστήριο τῆς μεταδόσεως ὅλων τῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης, ἄρα, ἡ ἐπιτέλεση καὶ τοῦ τοιούτου ἐμπεριέχεται καὶ ἐμπίπτει στὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ εὐχαριστιακὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερατικὴ δύναμη τοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ σὲ καμία ἄλλη μεγαλύτερή της.
Ἡ τριαδική, σημειωτέον, ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τῶν εἰδῶν τῆς αὐτονομίας, τῆς ἡμιαυτονομίας καὶ τῆς ἑτερονομίας, ἡ ὁποία, συσχετιζόμενη μὲ τὴ λειτουργικὴ καὶ τὴν τελετουργικὴ ἱερωσύνη, διαμορφώνεται ὡς αὐτοδυναμία, ἡμιαυτοδυναμία καὶ ἑτεροδυναμία τοῦ λειτουργοῦ καὶ τελετουργοῦ, ὅσον ἀφορᾷ τὴν τέλεση τόσο τοῦ κορυφαίου κατ' ἄνθρωπον εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου ὅσο καὶ τῶν λοιπῶν μυστηρίων καὶ μυστηριοειδῶν τὰ ὁποῖα κατὰ κλιμάκωση ὁδηγοῦν καὶ ἐν τέλει καταλήγουν σ' αὐτό, δύναται νὰ ἔχει πρακτικὴ ἐφαρμογὴ μόνο ὡς πρὸς τὰ δύο ἀκραῖα ἐντελεχειακὰ εἴδη τῆς αὐτονομίας ἢ αὐτοδυναμίας καὶ τῆς ἑτερονομίας ἢ ἑτεροδυναμίας, ἀδυνατοῦντος, ἐν προκειμένῳ, καὶ ἐξαιρουμένου τοῦ μέσου ἐντελεχειακοῦ εἴδους τῆς ἡμιαυτονομίας ἢ ἡμιαυτοδυναμίας.
Δεδομένου ὅτι τελετουργική, ἀφενός, αὐτοδυναμία τοῦ λειτουργοῦ σημαίνει τέλεση τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου σὲ χωριστὸ θυσιαστήριο καὶ ναὸ καὶ σὲ χωριστὴ σύναξη, ἄνευ συλλειτουργίας μὲ ἀνωτέρους λειτουργούς, τελετουργική, ἀφετέρου, ἑτεροδυναμία τοῦ λειτουργοῦ, τέλεση τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου στὸ ἴδιο θυσιαστήριο καὶ ναὸ καὶ στὴν ἴδια σύναξη ποὺ λειτουργοῦν οἱ ἀνώτεροι λειτουργοὶ μετὰ συλλειτουργίας μαζί τους, ἐνῷ, ἡ τελετουργικὴ ἡμιαυτοδυναμία τοῦ λειτουργοῦ ὁρίζεται μόνο ὑποθετικῶς ὡς τέλεση τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου σὲ θυσιαστήριο τὸ ὁποῖο διατελεῖ καὶ κοινὸ καὶ χωριστὸ συγχρόνως, σὲ ἕνα, δηλαδή, διμερὲς θυσιαστήριο τὸ ὁποῖο χωρίζεται σὲ δύο ἐπίπεδα, σὲ ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο λειτουργοῦν οἱ ἀνώτεροι λειτουργοί, καὶ σὲ ἕνα κατώτερο ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο λειτουργοῦν οἱ κατώτεροι λειτουργοί, ἀμφότερα τὰ ὁποῖα διατελοῦν συνημμένα μεταξύ τους μέσῳ ἑνὸς συνδετικοῦ τμήματος, ἔτσι ὥστε καὶ οἱ ἀνώτεροι καὶ οἱ κατώτεροι λειτουργοὶ νὰ θεωρεῖται ὅτι συλλειτουργοῦν μεταξύ τους.
Καὶ ἀναλόγως, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὁρίζεται καὶ ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ διατελεῖ καὶ κοινὴ καὶ χωριστή, χωριζόμενη καὶ αὐτὴ σὲ ἕνα ἀνώτερο ὑποσύνολο, ἀντίστοιχο πρὸς τὸ ἀνώτερο ἐπίπεδο τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ σὲ ἕνα κατώτερο ὑποσύνολο, ἀντίστοιχο πρὸς τὸ κατώτερο ἐπίπεδο τοῦ θυσιαστηρίου, στὰ κοινὰ οἰκοδομικὰ πλαίσια τοῦ αὐτοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ ἴδιου ναοῦ.
Ἢ αὐτοδύναμος, συνεπῶς, θὰ εἶναι ὁ εὐχαριστιακὸς λειτουργός, φέροντας τὸ πλήρωμα τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καί, ὡς ἐκ τούτου, λειτουργῶντας μόνος του σὲ χωριστὸ θυσιαστήριο καὶ ναὸ καὶ σὲ χωριστὴ σύναξη καὶ ἐπιτελῶντας μόνος του ὁλόκληρο τὸ κορυφαῖο κατ' ἄνθρωπον εὐχαριστιακὸ μυστήριο, ἢ ἑτεροδύναμος, μὲ ἔλλειμμα μέτρου καὶ βαθμοῦ ἱερατικῆς δυνάμεως, καί, ὡς ἐκ τούτου, θὰ συλλειτουργεῖ παντοῦ καὶ πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν πλήρη λειτουργό, στὸ ἴδιο θυσιαστήριο καὶ στὸν ἴδιο ναὸ καὶ στὴν ἴδια σύναξη ποὺ λειτουργεῖ καὶ ἐκεῖνος. Ἡμιαυτοδύναμος ἀδυνατεῖ νὰ διατελεῖ.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὀνομάζει καὶ χαρακτηρίζει σαφέστατα καὶ ἀναμφισβήτητα τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ γενικώτερα τὸν ἀρχιερέα καὶ ἐπίσκοπο τῆς καινῆς διαθήκης ὡς «συμπρεσβύτερο», δηλαδή, «ὁμοδύναμο» ὡς πρὸς τὸ βαθμὸ τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, και ὡς «ἐπισκοποῦντα πρεσβύτερο», ὡς ἐπιθεωρητή, δηλονότι, πρεσβύτερο, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀναλάβει τὸ συντονισμὸ καὶ τὸν ἔλεγχο τοῦ ὅλου ποιμαντικοῦ ἔργου τῶν ἄλλων συμπρεσβυτέρων του σὲ μια συγκεκριμένη περιοχή, γράφοντας στὴν Α΄ Καθολικὴ Ἐπιστολή του: «Πρεσβυτέρους τοὺς ἐν ὑμῖν παρακαλῶ ὁ συμπρεσβύτερος καὶ μάρτυς τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων, ὁ καὶ τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός, ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλ' ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως, μηδ' ὡς κατακυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου».
Ἐν προκειμένῳ, ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀπευθύνεται, καταρχήν, γενικώτερα πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς μίας καθολικῆς ἐκκλησίας, τοὺς ἀποδέκτες τῆς καθολικῆς ἐπιστολῆς του, μὲ τὴν κοινὴ γιὰ ὅλους ποιμαντικὴ προτροπὴ «ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ» καί, ἐν συνεχείᾳ, ἐξειδικεύει τὸ λόγο καὶ ἀπευθύνεται εἰδικώτερα καὶ κυριώτερα πρὸς τοὺς τιτλούχους καὶ ὀφφικιούχους ἐκείνους πρεσβυτέρους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐξαιρέτως τιμηθεῖ μὲ τὸν ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἐπισκόπου καὶ ἔχουν ἐπιπλέον ἐπιβαρυνθεῖ μὲ τὴν ἐπισκοπικὴ ποιμαντικὴ ευθύνη, δίνοντας σ' αὐτοὺς ἰδιαίτερες ποιμαντικὲς ὁδηγίες, νουθεσίες καὶ συμβουλές, οἱ ὁποῖες, ὅμως, πάλι, ἔχουν καὶ γενικωτέρη ἰσχὺ γιὰ ὅλους τοὺς πρεσβυτέρους, ὡς ποιμένες τῆς ἐκκλησίας, δεδομένου ὅτι κάθε πρεσβύτερος, ὡς ποιμήν, ἐπιτελεῖ ἐπισκοπικό, ὑπὸ τὴν εὐρύτερη ἔννοια, ποιμαντικὸ ἔργο, εἴτε κέκτηται τὸν κατεξοχὴν ἐπισκοπικὸ ποιμαντικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιερέως (δημάρχου), εἴτε τοῦ πρωθιερέως (κοινοτάρχου), εἴτε καὶ τοῦ παριερέως (γειτονιάρχου), θεωρεῖται, δηλαδή, ὑπὸ τὴ γενικωτέρη ἔννοια τοῦ ὅρου, ὡς «ἐπισκοπῶν πρεσβύτερος». Ὁ προκείμενος, συνεπῶς, ἀποστολικὸς ποιμαντικὸς λόγος κινεῖται πρώτα ἀπὸ τὰ γενικώτερα στὰ εἰδικώτερα καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰ εἰδικώτερα ἐπιστρέφει πάλι στὰ γενικώτερα, γενικεύεται, εἰδικεύεται καὶ πάλι γενικεύεται.
Ἡ ὀρθὴ σύντομος ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ ἀποστολικοῦ κειμένου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Παρακαλῶ ὅλους γενικῶς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται ἀνάμεσά σας, ἐγώ, ὁ συμπρεσβύτερος καὶ ἱεροβαθμολογικῶς ὁμοδύναμος αὐτῶν καὶ αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μάρτυς καὶ μύστης καὶ μιμητὴς τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ καὶ συμμέτοχος, μαζὶ μ' ἐκείνους καὶ μαζί σας, τῆς θείας Αὐτοῦ δόξης, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ ἀποκαλυφθεῖ σὲ ὅλους μας ἐπ' ἐσχάτων, στὴν ἐπουράνιο θεία βασιλεία, καὶ ἀπευθύνομαι φιλαδέλφως πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως αὐτοὺς καὶ τοὺς λέγω: Νὰ ἀσχολεῖσθε ἐπιμελῶς μὲ τὴ διαποίμανση τοῦ ποιμνίου τὸ ὁποῖο σᾶς ἔχει ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός. Καὶ ὅσοι μάλιστα ἔχετε τιμηθεῖ εἰδικῶς ἀπὸ Ἐκεῖνον μὲ τὸν τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, γενικώτερα, ἕκαστος στὰ ἀναλογοῦντα μέτρα τῆς ποιμαντικῆς του εὐθύνης, νὰ ἐπισκοπεῖτε καὶ νὰ ποιμαίνετε ὄχι καταναγκαστικῶς, ἀλλὰ θεληματικῶς κ.λ.π.».
Συμφώνως, λοιπόν, πρὸς τὸν ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὴν Α΄ Καθολικὴ Ἐπιστολή του, ὁ ἀρχιερεὺς στὴν καινὴ διαθήκη ὁρίζεται ὡς ὁ «ἐπισκοπῶν πρεσβύτερος», ὡς ὁ προϊστάμενος τῶν συμπρεσβυτέρων του σὲ μία τοπικὴ ἐκκλησία. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει στὴν καινὴ διαθήκη ὁ ὅρος «ἐπίσκοπος», τὸν «ἐπισκοποῦντα πρεσβύτερο», τὸν ἀνώτερο τιτλοῦχο καὶ ὀφφικιοῦχο πρεσβύτερο, τὸν φορέα τοῦ ἀνώτερου ἱερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου τοῦ ἐπισκόπου.
Ἐπίσης καὶ ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὴν Ἀποκάλυψή του δὲν κάνει λόγο γιὰ ἐπισκόπους ἀλλὰ γιὰ πρεσβυτέρους, δηλώνοντας καὶ αὐτός, σαφῶς, τὸ ὄνομα τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ καὶ ὄχι τοῦ ἱερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου τοῦ βαθμοῦ καὶ γράφοντας: «Καὶ κυκλόθεν τοῦ θρόνου θρόνοι εἴκοσι τέσσαρες, καὶ ἐπὶ τοὺς θρόνους τοὺς εἴκοσι τέσσαρας πρεσβυτέρους καθημένους, περιβεβλημένους ἐν ἱματίοις λευκοῖς, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν στεφάνους χρυσοῦς».
Ἀμφότερες οἱ ἀποστολικὲς αὐτὲς καταγραφὲς καταδεικνύουν ὅτι στὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ καὶ τὴν πρωτοχριστιανικὴ ἐκκλησία ἴσχυε, πράγματι, ἡ ὀρθόδοξη περὶ τῆς καινοδιαθηκικῆς ἀρχιερωσύνης ἀντίληψη, ὡς ὑψηλοῦ ἱερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου ἀνώτερης ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας στὰ πλαίσια τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ βαθμοῦ ἱερατικῆς δυνάμεως τοῦ πρεσβυτέρου.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, κάνοντας λόγο γιὰ ἐπισκόπους, ἐννοεῖ κατ' ἀκρίβειαν τοὺς προϊσταμένους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου, καὶ αὐτός, δηλαδή, ὑπονοεῖ τοὺς «ἐπισκοποῦντες πρεσβυτέρους», δηλώνοντας, ἀντιθέτως, τὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἱερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου τοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου, εἴτε ὑπὸ τὴ στενὴ ἔννοια τοῦ ὅρου «ἐπίσκοπος», δηλαδή, τοῦ ἀρχιερέως (δημάρχου), εἴτε ὑπὸ τὴν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ τοιούτου ὅρου στὴν ὁποία συμπεριλαμβάνονται ἐπιπλέον καὶ ὁ πρωθιερεὺς (κοινοτάρχης) καὶ ὁ παριερεὺς (γειτονιάρχης), ἔτσι ὥστε ὁ ἱερατικὸς βαθμὸς τοῦ πρεσβυτέρου νὰ ὀνομάζεται ἐπιπλέον καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπισκοπικοὺς ποιμαντικοὺς τίτλους του καὶ οἱ ὅροι «πρεσβύτερος» καὶ «ἐπίσκοπος» νὰ γίνουν, ἐν τέλει, ταυτόσημοι κατὰ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχή, χαρακτηρίζοντας ἀμφότεροι τὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ ἱερατικὸ βαθμό.
Ἡ ὀρθόδοξη αὐτὴ καὶ ἀποστολικὴ ἀντίληψη, σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἐν τῇ δογματικῇ ἐξελίξει τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, διεστράφη σὲ κακόδοξη καὶ αἱρετικὴ καὶ ψευδορθόδοξη, διότι ἡ ὁμολογία αὐτὴ παρεξήγησε κακοδόξως τὴν καινοδιαθηκικὴ ἀρχιερωσύνη, σὲ σχέση πρὸς τὴν καινοδιαθηκικὴ πρεσβυτερικὴ ἱερωσύνη, δῆθεν ὡς ὑπεριερωσύνη, ἀναλόγως πρὸς τὴν παλαιοδιαθηκικὴ ἀρχιερωσύνη καὶ ἱερωσύνη, καὶ παρερμήνευσε ὅλως αὐθαιρέτως τὰ ὡς ἄνω ἀποστολικὰ ἁγιογραφικὰ χωρία φρονῶντας κακοδόξως ὅτι δῆθεν στὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ οἱ ἐπίσκοποι, ἂν καὶ ἀνώτατοι κατὰ τὸ βαθμὸ ἱερατικῆς δυνάμεως ὑπεριερεῖς, ὀνομάζονταν καὶ αὐτοὶ πρεσβύτεροι, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ κατώτεροί τους ἱερεῖς, καὶ τὸ ἀντίστροφο, οἱ πρεσβύτεροι ἐπικαλοῦνταν καὶ ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι, ἀμφότεροι μὴ διακρινόμενοι ὀνομαστικῶς καὶ συγχεόμενοι κατ' ὄνομα μετ' ἀλλήλων, παρὰ τὴν ἱεροβαθμολογικὴ μεταξύ τους διάκριση, τὸ ὁποῖο, ὅμως, ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη θεωρούμενο, ἀποτελεῖ ἄτοπο, διότι εἶναι παράλογο καὶ ἀσύνθετο δύο ἄνισοι ἱερατικοὶ βαθμοὶ νὰ διαφέρουν μεταξύ τους ἱεροβαθμολογικῶς, κατὰ τὸ βαθμὸ καὶ τὸ μέτρο τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως, ἀλλὰ νὰ μὴ διαφέρουν καὶ ὀνομαστικῶς, ταυτιζόμενοι κατ' ὄνομα μετ' ἀλλήλων.
Ὁ λόγος, λοιπόν, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ἐπίσκοποι τῆς καινῆς διαθήκης ὀνομάζονταν καὶ αὐτοὶ ὡσαύτως ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους «πρεσβύτεροι», «συμπρεσβύτεροι» καὶ «ἐπισκοποῦντες πρεσβύτεροι», δὲν ἦταν οὐδεμία, δῆθεν, ὀνομαστικὴ σύγχυση καὶ ταύτιση μεταξὺ δύο διαφόρων καὶ ἀνίσων βαθμῶν ἱερατικῆς δυνάμεως, ὅπως μωροκακοδόξως καὶ ἀτόπως ἰσχυρίζεται ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμός, ἀλλὰ γιὰ νὰ δηλωθεῖ σαφῶς ὅτι στὴν καινὴ διαθήκη, ἀντιθέτως πρὸς τὴν παλαιά, ὁ ἀρχιερεὺς ἢ ἐπίσκοπος δὲν ἀποτελεῖ ἀνώτατο καὶ ὑπέρτατο βαθμὸ ἱερατικῆς δυνάμεως, σὲ σχέση πρὸς τὸν ἱερέα ἢ πρεσβύτερο, ἀλλὰ ἀνώτερο ἱερατικὸ τίτλο καὶ ὀφφίκιο τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ πρεσβυτερικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ.
Τοιοῦτο, ὄντως, καὶ τηλικοῦτο καὶ τοσοῦτο μωροκακόδοξο καὶ ψευδορθόδοξο δόγμα ἀπεδείχθη ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμός, συγχέοντας ἀκόμη καὶ αὐτὴ τὴ λευϊτικὴ μὲ τὴν πνευματικὴ ἱερωσύνη καὶ τὴν παλαιὰ μὲ τὴν καινὴ διαθήκη.
Ἢ μήπως ὑφίσταται «ἀνενεργηματικὴ ἐνέργεια», ἐνέργεια, δηλαδή, ἄνευ ἐνεργημάτων; Ἔστω, ὑποθετικῶς, ὅτι ἡ ἀρχιερωσύνη στὴν καινὴ διαθήκη ἀποτελεῖ ὑπεριερωσύνη καὶ «μείζονα ἱερατικὴ ἐνέργεια» σὲ σχέση μὲ τὴν ἱερωσύνη, ὅπως στὴν παλαιά. Τότε, ποιό εἶναι τὸ «μεῖζον ἱερατικὸν ἐνέργημα», τὸ «μεῖζον», δηλαδή, «μυστήριον», τὸ ἐνεργούμενο ἐξ αὐτῆς ὡς «μείζονος ἱερατικῆς ἐνεργείας»;
Διότι, ἀσφαλῶς, «μείζων ἐνέργεια» ἄνευ «μείζονος ἐνεργήματος» δὲν ὑφίσταται ἀλλὰ καὶ γενικῶς δὲν ὑφίσταται ἐνέργεια ἄνευ ἐνεργήματος, ὡς «ἀνενεργηματική», δόγμα ἄτοπο, ἀλλὰ κάθε εἴδους ἐνέργεια ἐπιγινώσκεται ὡς ὑφισταμένη καὶ ἡ ὕπαρξή της γνωρίζεται ἐκ τῶν ἐνεργημάτων της. Ἐφόσον, λοιπόν, δὲν ὑφίσταται μεῖζον τῆς εὐχαριστίας κατ' ἄνθρωπον μυστήριο, δὲν ὑφίσταται καὶ μείζων ὑπερευχαριστιακὴ κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνη ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἐπιτελεῖ τὸ κορυφαῖο κατ' ἄνθρωπον εὐχαριστιακὸ μυστήριο, ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη, δηλαδή, τοῦ πρεσβυτέρου.
Ὁ πέμπτος λόγος εἶναι σχετικὸς μὲ τὸ «δεσποτισμό» τῶν ἀρχιερέων καὶ τὴ «δεσποτολατρία», ὁ ἑωσφορικὸς ἐγωϊσμὸς καὶ ἐγωκεντρισμὸς τῶν ὁποίων δὲν ἀνεχόταν νὰ θεωρεῖ τοὺς ἄλλους συμπρεσβυτέρους τους ἱερεῖς ὡς ἴσους καὶ ὁμοβάθμους ὡς πρὸς τὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἀνίσους μόνο ὡς πρὸς τὴ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία, ἀλλὰ ἀπαιτοῦσε νὰ θεωρεῖ τὴν ἀρχιερωσύνη ὡς ὑπεριερωσύνη καὶ τὸν ἀρχιερέα ὡς ὑπεριερέα, ἀναβιβάζοντάς τον, ἔτσι, στὸν ὄγδοο καὶ ὑπερβατικὸ βαθμὸ ἱερατικῆς δυνάμεως, ὁ ὁποῖος, ὅμως, ἀνήκει μόνο σ' αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸ θεό, καὶ τοιουτοτρόπως θεοποιῶντας καὶ ἀποθεώνοντάς τον.
Ἀνεβιβάσθη, λοιπόν, ὑπὸ τοῦ μωροκακοδόξου ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἐκαθέσθη ὁ ἀρχιερεὺς στὸ θρόνο τοῦ θεοῦ καὶ κατέστη καὶ αὐτὸς «ὄγδοος» καὶ «ἰσόθεος», ὅπως ὁ πάλαι «φιλοδοξίᾳ νοσήσας» καὶ ἐκπεσὼν ἑωσφόρος καὶ σατανᾶς! Γι' αὐτὸ καὶ ὡς «ἑωσφορίζουσα σατανοσχημία» καὶ «ἀρχιερατικὴ εἰδωλολατρία» καὶ «δεσποτολατρία» τὴν τοιαύτη ἐφάμαρτο ἀρχιερωσύνη καὶ ἐπιγινώσκουμε καὶ καταγινώσκουμε (καταδικάζουμε) καὶ ὡς ἱεροβαθμολογικῶς ἀνυπόστατη καὶ τελετουργικῶς ἄκυρη.
Ὁ ἕκτος λόγος σχετίζεται μὲ τὴ θεία σοφία καὶ πανουργία καὶ γι' αὐτὸ χαρακτηρίζεται ἐκ μέρους μας ὡς «μυστικώτερος», «πανουργικός» καὶ «θεῖος». Συμφώνως πρὸς αὐτόν, ἡ θεία πανουργικὴ σοφία καὶ πρόνοια ἐπέτρεψε τὴν ἐπικράτηση τῆς τοιαύτης μωροκακοδόξου συγχύσεως περὶ τῆς καινοδιαθηκικῆς ἱερωσύνης καὶ ἀρχιερωσύνης, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἄλλες ἀπερίσκεπτες στὸν ἀνατολικὸ χριστιανισμὸ δογματολογικὲς συγχύσεις, ἐπειδή, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, πορεύθηκε κατὰ τὴν παροιμία «τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον», προτίμησε, δηλαδή, καλύτερα νὰ ἔχει διχειροτονήτους παρὰ σχισματικοὺς πρεσβυτέρους, προκειμένου ἔτσι νὰ ἐπιτύχει προληπτικῶς τὴν παρεμπόδιση καὶ ἀνάσχεση τῶν πολλῶν ἐκκλησιαστικῶν σχισμάτων, τὰ ὁποῖα θὰ προκαλοῦνταν εὐκολώτερα καὶ μὲ τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ ἀπὸ φιλοδόξους καὶ φιλάρχους ἢ καθ' ὑπερβολὴν ζηλωτὲς ἱερεῖς, ἐὰν ἡ ἀρχιερωσύνη στὴν καινὴ διαθήκη ἐθεωρεῖτο ὄντως ὀρθοδόξως ὡς ἀνώτερος ἱερατικὸς τίτλος καὶ ὀφφίκιο τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ πρεσβυτερικοῦ βαθμοῦ καὶ ὄχι κακοδόξως ὡς ἀνώτερος αὐτοῦ βαθμὸς ἱερατικῆς δυνάμεως.
Διότι οἱ πρεσβύτεροι αὐτοὶ ἱερεῖς, ἐὰν εἶχαν ὄντως ὀρθῶς κατανοήσει καὶ συνειδητοποιήσει ὅτι κατεῖχαν πράγματι καὶ τὴν ἱερατικὴ δύναμη τοῦ χειροτονεῖν καὶ χειροθετεῖν στὰ ἴδια καὶ τὰ αὐτὰ μέτρα τοῦ βαθμοῦ τους, θὰ ἐξεύρισκαν, ἐνδεχομένως, κάποια πρόφαση, θὰ ἀποσχίζονταν ἀπὸ τὴν οἰκεία ἐπισκοπικὴ καὶ συνοδικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ καὶ θὰ προέβαιναν αὐτεξουσίως σὲ δικές τους χειροτονίες καὶ σὲ ἵδρυση νέων σχισματικῶν ἱεραρχιῶν καὶ ἐκκλησιῶν, πολλῷ δὲ μᾶλλον, ἐὰν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ περιστοιχίζονταν καὶ ἀπὸ πλῆθος πνευματικῶν τέκνων καὶ ὀπαδῶν.
Καὶ μὲ ἄλλα λόγια, κατ' αὐτὴ τὴν ἐκδοχή, ὁ θεὸς ἐπέτρεψε καὶ τὴν ἐν λόγῳ δογματικὴ πλάνη γιὰ νὰ μὴν τοῦ κάνουν οἱ πρεσβύτεροι τὴν ἐκκλησία ἀπὸ βασιλεία βασιλόπιτα, ἀποσχιζόμενος ἕκαστος μαζὶ μὲ τὴν ὁμάδα τῶν ὀπαδῶν του καὶ ἐν τέλει κατακερματίζοντας ὅλοι τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα σὲ πολλὰ μικρὰ ἀνεξάρτητα κομμάτια.
Δεινό, πράγματι, καὶ φοβερὸ τὸ πάθος τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς ἀρχομανίας, τὸ ὁποῖο ὁδήγησε στὴν πτώση τὸ σατανᾶ καὶ τοὺς δαίμονες, ἔτσι ὥστε, σὲ τελευταία ἀνάλυση, νὰ ἔχει βάση ἡ παροιμία «πρὶν τὴ χειροτονία φοβεῖται ὁ ἱερεὺς τὸ θεὸ καὶ τὸν ἐπίσκοπο ἀλλὰ μετὰ τὴ χειροτονία ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ θεὸς τὸν ἱερέα».
Συνεπῶς, λοιπόν, προκύπτει καὶ ὁ ἕβδομος καὶ ἔσχατος λόγος, ἡ κακόδοξος γνώμη ὅτι δῆθεν ἐὰν κάποιος λειτουργὸς δὲν ἐπιτελεῖ ποτὲ στὴν τελετουργικὴ πράξη ἕνα μυστήριο χωρὶς νὰ εἶναι τιμωρημένος ἢ ἄνευ δικῆς του ἀπροθυμίας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν κέκτηται τὴν ἀναλογοῦσα ἱερατικὴ δύναμη ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἐπιτέλεσή του καὶ προφανῶς ὅτι πρόκειται γιὰ ἀνώτερο μυστήριο σὲ σχέση μὲ ὅσα ὁ ἴδιος ἐπιτελεῖ τὸ ὁποῖο ἱεροβαθμολογικῶς ἀνήκει σὲ ἀνώτερη χειροτονία.
Ἡ κακοδοξία αὐτὴ ὁδήγησε τὸν ἀνατολικὸ χριστιανισμὸ στὴν αἱρετική, ἀφενός, ἀντίληψη τῆς διοριστηρίου χειροθεσίας τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς ὡς συμπληρωματικῆς χειροτονίας, στὰ πλαίσια τοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου, προκειμένου νὰ ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, καὶ στὴν αἱρετική, ἀφετέρου, ἀντίληψη τῆς διοριστηρίου χειροθεσίας τοῦ ἀρχιερέως ὡς ἄλλης ἀνώτερης χειροτονίας σὲ ἄλλο ἀνώτερο ἱερατικὸ βαθμό, τὸν ἐπισκοπικό, προκειμένου νὰ ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης.
Πλήν, ὅμως, ὅπως ἐξηγήσαμε, κανένα ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ μυστήρια τῆς πνευματικῆς πατρότητος, οὔτε ἡ ἐξομολόγηση, οὔτε ἡ ἱερωσύνη, δὲν εἶναι «ὑπερευχαριστιακό», ἀνώτερο, δηλαδή, μεγαλύτερο καὶ ὑπέρτερο ἀπὸ τὸ κορυφαῖο κατ' ἄνθρωπον εὐχαριστιακὸ μυστήριο, ἀλλ' ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ μυστήρια καὶ μυστηριοειδῆ, ἐξυπηρετοῦν τὴν τέλεση τοῦ μείζονος κατ' ἄνθρωπον μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας, ὁδηγοῦν, καταλήγουν καὶ ὁλοκληρώνονται μέσα σ' αὐτό, εἶναι, δηλαδή, «ὑποευχαριστιακά», ἄρα, ἡ ἱερατικὴ δύναμη τῆς ἐπιτελέσεώς τους ἐμπεριέχεται καὶ ἐμπίπτει μέσα στὴν ἴδια κορυφαία κατ' ἄνθρωπον ἱερατικὴ δύναμη καὶ χειροτονία ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ κορυφαίου κατ' ἄνθρωπον εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, μέσα, δηλαδή, στὴ χειροτονία τοῦ πρεσβυτέρου, χωρὶς ποτὲ νὰ τὴν ὑπερβαίνει.
Πέραν τῆς ἀπαιτουμένης καὶ διὰ τῆς χειροτονίας τοῦ πρεσβυτέρου ἐπικεκτημένης ἱερατικῆς δυνάμεως, γιὰ τὴν ἐπιτέλεση ἑνὸς μυστηρίου ἢ μυστηριοειδοῦς χρειάζεται καὶ ἡ τυπικὴ καὶ συμβατικὴ (πειθαρχικὴ καὶ ἠθική) ἄδεια τελέσεως ἀπὸ τὴν προϊσταμένη οἰκεία ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, στὰ πλαίσια τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας. Ὅσοι, ἑπομένως, χειροτονημένοι πρεσβύτεροι δὲν ἐπιτελοῦν στὴν τελετουργικὴ πράξη εἴτε μόνο τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης εἴτε καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ἔχουν τὴν ἀπαιτούμενη ἱερατικὴ δύναμη γιὰ τὴν ἐπιτέλεσή τους, ἀλλ' ὅτι ἡ προϊσταμένη τους οἰκεία ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, ἐπισκοπικὴ ἢ συνοδική, δὲν τοὺς τὸ ἔχει συμβατικῶς (πειθαρχικῶς καὶ ἠθικῶς) ἐπιτρέψει.
Καὶ τοῦτο, διότι, ὅπως ἐπισημάνθηκε, ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα μυστήρια τῆς πνευματικῆς πατρότητος, ἂν καὶ ὑποευχαριστιακά, λόγῳ τοῦ εἰδικοῦ χαρακτῆρος τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης, ἀπαιτοῦν πρεσβυτέρους ἐπιτελεστὲς μὲ ἰδιαίτερα προσόντα, ὅπως μόρφωση, πεῖρα, πνευματικὰ χαρίσματα, κοινὴ ἀποδοχὴ κ.λ.π..
Τὰ σχετικὰ μὲ τὴ «διοριστήριο θεία χάρη» ἡ ὁποία παρέχεται ἁγιαστικῶς διαμέσου τῆς προσιδιαζούσης τελετῆς τῆς χειροθεσίας καὶ τὰ λοιπὰ τὰ ἔχουμε ἐκτενῶς ἐξηγήσει τόσο στὶς ὑπ' ἀριθ. 7/09 – 10 – 2021 καὶ 18/07 – 11 – 2022 Δογματικὲς καὶ Κανονικὲς Παππικὲς Ἀποφάνσεις μας, ὅσο καὶ στὰ προδημοσιευθέντα δεκατρία μέρη τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης.
Κλείνοντας, σὺν θεῷ, τὸ δέκατο τέταρτο καὶ τελευταῖο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης καὶ προαναγγέλλοντας ὅτι θὰ ἐπανέλθουμε καὶ θὰ ἀσχοληθοῦμε πάλι μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης στὰ πλαίσια τῆς Καινορθοδόξου Μυστηριολογίας μας, ἀναφέροντας ἐκεῖ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα περὶ τοῦ ὅλου χρισματικοῦ καθιερωτικοῦ μυστηρίου, παραθέτουμε ἐπιγραμματικῶς τὸν πίνακα μὲ τὶς Εἰκοσιμία (21) Βαθμίδες τῆς Ἱερατικῆς Κλίμακος τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος τοῦ Τριαδιανισμοῦ, τὶς ὁποῖες συναπαρτίζουν τρεῖς ἑπταδικὲς ἐντελεχειακὲς ἀντεπιδείξεις, πρῶτον, ἡ γενικώτερη ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῶν βαθμῶν τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως, δεύτερον, ἡ εἰδικώτερη ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῶν ἱερατικῶν τίτλων ἢ ὀφφικίων τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας τοῦ ἑβδόμου καὶ κορυφαίου κατ' ἄνθρωπον ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου, σὲ ἐπίπεδο ἐκκλησιαστικῆς ἐπικρατείας, καὶ τρίτον, ἡ εἰδικώτατη ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῶν ἱερατικῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων τῆς ἐξαρχικῆς (ἐκκλησιαρχικῆς) ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας τοῦ αὐτοῦ πρεσβυτερικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, σὲ ἐπίπεδο ἐκκλησιαστικῆς διακρατείας.
ΑΙ ΕΙΚΟΣΙ ΚΑΙ ΜΙΑ (21) ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ
ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΑΤΕΙΑ
Β΄ ΕΠΤΑΣ ΙΕΡΑΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΟΦΦΙΚΙΩΝ
Ζ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
21. Πάππας/Μεγίστατος Ἐκκλησιάρχης/Ἀρχέξαρχος.
20. Πάπας/Μεγίστερος Ἐκκλησιάρχης/Πρωτιστέξαρχος.
19. Πατριάρχης/Μέγιστος Ἐκκλησιάρχης/Πρωτέξαρχος.
18. Ἀντιπατριάρχης/Μείζων Ἐκκλησιάρχης/Προτερέξαρχος.
17. Ὁμιλιάρχης/Μέγας Ἐκκλησιάρχης/Προέξαρχος.
16. Ἀνθομιλιάρχης/Τρανὸς Ἐκκλησιάρχης/Ἐπέξαρχος.
15. Ἐκκλησιάρχης/Μικρὸς Ἐκκλησιάρχης/Ἔξαρχος Διακρατείας*.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ
Α΄ ΕΠΤΑΣ ΙΕΡΑΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΟΦΦΙΚΙΩΝ
Ζ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
14. Ἐπικρατειάρχης/Ἀρχιεπίσκοπος Ἐπικρατείας/Ἔξαρχος Ἐπικρατείας**.
13. Περιφερειάρχης/Ἀρχιεπίσκοπος Περιφερείας/Ἀντέξαρχος.
12. Νομάρχης/Ἀρχιεπίσκοπος Νομαρχίας/Ὑπέξαρχος.
11. Ἐπάρχης/Ἀρχιεπίσκοπος Ἐπαρχίας***/Ἀνθυπέξαρχος.
10. Δημάρχης/Ἐπίσκοπος (Δήμου)/Ἀρχιερεύς.
9. Κοινοτάρχης/Ἐπιστάτης (Κοινότητος)/Πρωθιερεύς.
8. Γειτονιάρχης/Οἰκονόμος (Γειτονίας)/Παριερεύς.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ
ΕΠΤΑΣ ΙΕΡΑΤΙΚΩΝ ΒΑΘΜΩΝ
7. Πρεσβύτερος/Ἐπιτελεστής/Ἱερεύς.
6. Πρέσβυς/Ὑποτελεστής/Διάκονος.
5. Ὑπηρέτης/Παρατελεστής/Ὑποδιάκονος.
4. Διδάσκαλος/Προφήτης τε καὶ Κῆρυξ.
3. Ἑταῖρος/Ὑποδιδάσκαλος/Ἀναγνώστης.
2. Μαθητής/Παραδιδάσκαλος/Ψάλτης.
1. Μαθητίας/Μύστης.
* Ἔξαρχος Διακρατείας: ὁ ἔξαρχος μόνο αὐτονόμου (αὐτοκεφάλου) ἐκκλησιαστικῆς ἐπικρατείας θεωρούμενος ἐξωτερικῶς σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους αὐτονόμους (αὐτοκεφάλους) ἀνὰ τὴν οἰκουμένη ὁμολόγους του.
** Ἔξαρχος Ἐπικρατείας: Ὁ ἔξαρχος ἡμιαυτονόμου ἐκκλησιαστικῆς ἐπικρατείας θεωρούμενος μόνο ἐσωτερικῶς στὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ἐπικράτειας (ὁ τοιοῦτος ὡς ἔξαρχος δὲν ἔχει ἐξωτερικὴ θεώρηση διότι δὲν εἶναι αὐτόνομος ἀλλ' ἡμιαυτόνομος) ἢ καὶ ὁ ἔξαρχος αὐτονόμου (αὐτοκεφάλου) ἐκκλησιαστικῆς ἐπικρατείας θεωρούμενος ἐσωτερικῶς στὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικράτειάς του.
Ἔξαρχος γενικῶς: Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ὅρος «ἔξαρχος» ἔχει δύο σημασίες, πρῶτον, τοῦ «προεξάρχοντος» ἐπισκόπου σὲ μία ἐκκλησιαστικὴ ἐπικράτεια, τοῦ ἀρχιεπισκόπου, δηλονότι, τῆς ἐπικρατείας ἢ ἐπικρατειάρχου, καὶ δεύτερον, τοῦ «ἐκ τῆς ἀρχῆς» ἐπισκόπου, τοῦ ἐπιτετραμμένου, δηλαδή, ἐπισκόπου ἢ ἐπιτρόπου, ὁ ὁποῖος διορίζεται ἀπὸ μία ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ προκειμένου νὰ τὴν ἐκπροσωπεῖ καὶ νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν τάξη σὲ μία συγκεκριμένη ἐκκλησιαστικὴ περιοχὴ ὑποτελῆ στὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ ἀρχή. Ἐν προκειμένῳ, χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν πρώτη σημασία τοῦ ἐπικρατειάρχου ἀρχιεπισκόπου, αὐτονόμου (αὐτοκεφάλου) ἢ ἡμιαυτονόμου.
*** Ἀρχιεπίσκοπος Ἐπαρχίας: Ὁ κοινῶς καὶ εὐρέως γνωστὸς ὡς «μητροπολίτης».
ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 01-12-2023.
† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)
4A΄. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ (Α΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.
ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
* * * * * * *
Ι. ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τὸ οὐσιαστικὸ «ἐντελέχεια», εἰσαχθὲν στὴν ἑλληνικὴ γραμματεία ὑπὸ τοῦ ἀρχαιοέλληνος φιλοσόφου Ἀριστοτέλους, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἀμάρτυρο (κατὰ τοὺς φιλολόγους) στὸ δόκιμο ἑλληνικὸ λόγο ἐπίθετο «ἐντελεχής» ποὺ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴ φράση «ἐν τέλει ἔχειν» (κατ' ἀναλογίαν πρὸς τὸ ἐπίθετο «νουνεχής», ἐκ τῆς φράσης «νοῦν ἔχειν», καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ οὐσιαστικὸ «νουνέχεια»), ἡ ὁποία, κατ' ἀκρίβειαν καὶ κατὰ τὴν ἀριστοτελικὴ λογική, σημαίνει «ἔχω φθάσει στὸ τέλος» ἢ «ἔχω λάβει τέλος», τὸ τελικό, δηλαδή, μόνο στάδιο μιᾶς ἐξελικτικῆς διαδικασίας, τὸ τέλος.
Τὸ ἐπίθετο, σημειωτέον, «ἐντελεχής» ποὺ μαρτυρεῖται στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία θεωρεῖται φιλολογικῶς ὡς πλημμελὴς γραφὴ τοῦ ἐπιθέτου «ἐνδελεχής» (ὡς γραφὴ τοῦ μέσου ὀδοντικοῦ συμφώνου «δ» ὡς ψιλοῦ «τ») καὶ ἄσχετο ἐτυμολογικῶς μὲ τὸ ἀριστοτελικὸ οὐσιαστικὸ «ἐντελέχεια», τὸ ὁποῖο, συνεπῶς, δὲν ἀποτελεῖ ἀναλόγως πλημμελῆ γραφὴ τοῦ οὐσιαστικοῦ «ἐνδελέχεια» ἀλλ' ἄλλη λέξη μὲ τὸ παραπάνω διάφορο νόημα.
Κατὰ συνεκδοχὴ (μὲ δήλωση τοῦ ὅλου ἐκ τοῦ μέρους) καὶ κατ' ἐπέκτασιν, τὸ οὐσιαστικὸ «ἐντελέχεια» ἀναφέρεται καὶ στὰ τρία στάδια, καὶ στὸ ἀρχικό, στὴν ἀρχή, καὶ στὸ μέσο, στὴ μέση, καὶ στὸ τελικό, στὸ τέλος, καὶ σημαίνει «διατελῶ ὑπὸ ἀρχή, μέση καὶ τέλος» ἢ «ἔχω ἀρχή, μέση καὶ τέλος», τὴν ἰδιότητα τοῦ ἐντελεχοῦς, τὴ νομοτέλεια (νομοτελειακὴ σχέση) τῆς ἀρχῆς, τῆς μέσης καὶ τοῦ τέλους, διακριτέο καὶ μὴ συγχυστέο πρὸς τὸ οὐσιαστικὸ «ἐνδελέχεια», τὸ ὁποῖο ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «ἐνδελεχής» ποὺ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «δολιχός», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «μακρός», καὶ σημαίνει τὴν ἰδιότητα τοῦ ἐνδελεχοῦς, τὴ μακρὰ διάρκεια, τὸ διηνεκές, τὸ ἀέναο, τὸ ἀδιάλειπτο, ἂν καὶ ἀπὸ αὐτὴ ἀκόμη τὴν ἀρχαιότητα οἱ δύο αὐτὲς λέξεις, ἡ «ἐντελέχεια» καὶ ἡ «ἐνδελέχεια», συγχέονται στὸ λόγο μεταξύ τους.
Ὁ Ἀριστοτέλης, ἔχοντας ὑπόψη του τὸ θεμελιῶδες ἐντελεχειακὸ σχῆμα «δύναμις (ἀρχή) – ἐγρήγορσις (μέσον) – ἐνέργεια (τέλος)» ἢ ἀλλιῶς «ἐν δυνάμει (ἀρχή) – ἐν ἐγρηγόρσει (μέσον) – ἐν ἐνεργείᾳ (τέλος)», ἐφηῦρε εὐφυῶς τὸν ὅρο «ἐντελέχεια», σχηματίζοντάς τον εὐστόχως ἀπὸ τὴ φράση «ἐν τέλει ἔχειν», μὲ τὸ νόημα τοῦ τελικοῦ, μόνο, σταδίου, προκειμένου νὰ ἐπονομάσει μὲ αὐτὸν μόνο τὸ τρίτο καὶ τελικὸ στάδιο τῆς ἐν λόγῳ ἐντελεχείας, τὴν «ἐνέργεια» ἢ ἀλλιῶς τὴν «ἐν ἐνεργείᾳ» κατάσταση, σὲ διάκριση καὶ ἀντίθεση ἀπὸ τὸ πρῶτο καὶ ἀρχικὸ στάδιο, τὴ «δύναμη» ἢ ἀλλιῶς τὴν «ἐν δυνάμει» κατάσταση, πλήν, ὅμως, ἡ ἀρχαιοελληνικὴ λέξη «ἐγρήγορσις» ἢ ἀλλιῶς ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φράση «ἐν ἐγρηγόρσει» δὲν χρησιμοποιήθηκε ὡς ὅρος ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη στὰ φιλοσοφικὰ ἔργα του γιὰ νὰ ὀνομάσει τὸ δεύτερο καὶ μέσο στάδιο τῆς ὡς ἄνω ἐντελεχείας ἀλλ' ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, διατυπούμενος γιὰ πρώτη φορὰ στὸ δογματολογικὸ ἔργο μας «Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην», στὸ ὁποῖο, μεταξὺ ἄλλων, προεκθέτουμε καὶ ἱκανὰ στοιχεῖα καινορθοδόξου ἐντελεχειακῆς θεολογίας καὶ γνωσιολογίας (καὶ τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε σὲ δεκατέσσερα μέρη στὴν ἱστοσελίδα τοῦ καινορθοδόξου δόγματός μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», www.e-m-e-t-o-ch-e.gr, ἀπὸ 12/12/2021 ἕως 01/12/23).
Ὡς θεολογικός, εἰδικῶς, καὶ γνωσιολογικὸς ὅρος, στὰ πλαίσια τῆς καινορθοδόξου ἐντελεχειακῆς θεολογίας καὶ γνωσιολογίας, τοῦ ἐκ μέρους μας, σὺν θεῷ καὶ ἐν χριστῷ, κατ' ἄνθρωπον ἱδρυθέντος καινορθοδόξου δόγματος καὶ τῆς χριστιανικῆς ὁμολογίας τοῦ τριαδιανισμοῦ, ἡ ἐντελέχεια ὁρίζεται ὡς ἡ τριαδικὴ ἀντεπίδειξη ἢ ἀντιπαραβολὴ μεταξύ, πρῶτον, τοῦ «ἀρχετύπου», τοῦ «κανόνος», τοῦ «πρώτου ἐντελεχειακοῦ ἄκρου», ὡς «αἰτίου» ἢ «πρώτου αἰτίου» ἢ «πρωταιτίου» ἢ «καθαροῦ αἰτίου», δεύτερον, τοῦ «ἐκτύπου», τῆς «εἰκόνος τοῦ ἀρχετύπου», τοῦ «ἐντελεχειακοῦ μέσου», ὡς «αἰτιατοῦ αἰτίου» ἢ «μέσου αἰτίου» ἢ «μεσαιτίου» ἢ «μικτοῦ αἰτίου», καὶ τρίτον, τοῦ «ἀντιτύπου», τοῦ «ἀντιθέτου τοῦ ἀρχετύπου», τοῦ «ἐσχάτου ἐντελεχειακοῦ ἄκρου», ὡς «αἰτιατοῦ» ἢ «καθαροῦ αἰτιατοῦ».
Οἱ τρεῖς, σημειωτέον, ὅροι «ἀρχέτυπον», «ἔκτυπον» καὶ «ἀντίτυπον» ὁρίζονται δογματολογικῶς βάσει τοῦ «ἀναγωγικοῦ αἰτίου», μὲ βάση, δηλαδή, τὸ εἶδος ἐκεῖνο τῆς αἰτιότητος τὸ ὁποῖο σχετίζεται μὲ τὴν ὁμοίωση τῆς αἰτιατῆς πρὸς τὴν αἰτία ὕπαρξη, ἡ ὁποία ὁμοίωση εἶναι δογματολογικῶς γνωστὴ ὑπὸ τὸν ὅρο «ἀναγωγή».
Ἡ λέξη «ἀντίτυπον» ἔχει, στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία, μεταξὺ ἄλλων, καὶ τὴ σημασία τοῦ «ἀντιγράφου» ἢ τῆς «εἰκόνος», μὲ τὴν ὁποία εἶναι σήμερα περισσότερο γνωστή, ἀλλὰ καὶ τὴ σημασία τοῦ «ἀντιτιθεμένου», μὲ τὴν ὁποία τὴ χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στὴν καινορθόδοξη ἐντελεχειακὴ θεολογία καὶ γνωσιολογία μας ὡς δογματικὸ ὅρο προκειμένου νὰ χαρακτηρίσουμε τὸ ἔσχατο ἐντελεχειακὸ ἄκρο, τὸ ἀκριβῶς ἢ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο τοῦ πρώτου ἐντελεχειακοῦ ἄκρου, τοῦ ἀρχετύπου. Γιὰ νὰ χαρακτηρίσουμε τὸ ἐντελεχειακὸ μέσο, τὴν εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου, χρησιμοποιοῦμε ὡς δογματικὸ ὅρο τὴν ἀρχαιοελληνικὴ λέξη «ἔκτυπον», μὲ τὴν ἀναλογοῦσα σημασία τῆς «εἰκόνος».
Οἱ ἐντελέχειες, ὡς πρὸς τὴ δομή τους, διακρίνονται, γενικῶς, σὲ τρεῖς κατηγορίες, σὲ «ἔμμεσες» ἢ «ἄρτιες», οἱ ὁποῖες διατελοῦν «ἐν μέσῳ», ἐκτός, δηλαδή, ἀπὸ ἀμφότερα τὰ ἐντελεχειακὰ ἄκρα, περιλαμβάνουν καὶ τὸ ἐντελεχειακὸ μέσο, σὲ «ἄμεσες» ἢ «κολοβές», οἱ ὁποῖες διατελοῦν «ἄνευ μέσου», μόνο, δηλαδή, μὲ τὰ δύο ἐντελεχειακὰ ἄκρα, χωρὶς τὸ ἐντελεχειακὸ μέσο, καὶ σὲ «ἐνάμεσες», καὶ «ἔμμεσες», δηλονότι, καὶ «ἄμεσες», ἢ «ἀρτιοκόλοβες» ἢ «ἐπαμφοτερίζουσες» ἢ «ἐπαμφότερες», οἱ ὁποῖες ἐπιγινώσκονται, ἄλλοτε «ἐν μέσῳ», ὡς ἔμμεσες ἢ ἄρτιες, καὶ ἄλλοτε «ἄνευ μέσου», ὡς ἄμεσες ἢ κολοβές, σχηματίζοντας, ἀπὸ ἄποψη δομικῆς ταξινόμησης, τὴν ἑξῆς ἁπλῆ ἢ τριαδικὴ ἄρτια ἐντελέχεια:
1. Ἀρχέτυπον: Ἀρτία ἐντελέχεια.
2. Ἔκτυπον: Ἀρτιοκόλοβος ἐντελέχεια
3. Ἀντίτυπον: Κολοβὴ ἐντελέχεια.
Ὑπόδειγμα ἀρτιοκολόβου ἢ ἐπαμφοτεριζούσης ἐντελεχείας ἀποτελεῖ ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρθηκε στὰ συγγραμματικὰ πλαίσια τοῦ δογματολογικοῦ ἔργου μας «Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην» καὶ ἀφορᾷ τὴν ἐντελέχεια «αὐτονομία (ἀρχέτυπον) – ἡμιαυτονομία (ἔκτυπον) – ἑτερονομία (ἀντίτυπον)», ἡ ὁποία, ἐφαρμοζόμενη στὰ τρία «κατὰ πλάτος» λεγόμενα «χρίσματα», τοῦ «μύστου», τοῦ «ἐκκλήτου» καὶ τοῦ «πολίτου», σαφέστατα ἐπαμφοτερίζει, φερόμενη ἐν μέρει ὡς ἄρτια καὶ ἐν μέρει ὡς κολοβή.
Καὶ στὰ δύο, μέν, τελευταῖα καὶ αἰτιατὰ «κυβερνητικά» χρίσματα τοῦ «ἐκκλήτου» καὶ τοῦ «πολίτου» ἔχει ἄρτια ἐντελεχειακὴ ἐφαρμογή, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ὑφίσταται καὶ αὐτόνομη καὶ ἡμιαυτόνομη καὶ ἑτερόνομη ἐκκλησία καὶ αὐτόνομη καὶ ἡμιαυτόνομη καὶ ἑτερόνομη πολιτεία, στὸ πρῶτο, ὅμως, καὶ αἴτιο «εὐχαριστιακό» χρῖσμα τοῦ «μύστου» παρουσιάζει κολοβὴ ἐντελεχειακὴ ἐφαρμογή, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑφίσταται καὶ «ἡμιαυτοδύναμος» εὐχαριστιακὸς λειτουργός, δηλαδή, «ἡμιπρεσβύτερος», μὲ ἡμίσεια τὴ χειροτονία καὶ τὴν ἱερατικὴ δύναμη τοῦ πρεσβυτέρου, ὁ ὁποῖος ἐπιτελεῖ τὸ μισὸ θεῖο εὐχαριστιακὸ μυστήριο σὲ ἕνα ἱερὸ θυσιαστήριο ποὺ χωρίζεται σὲ δύο συνδεόμενα μεταξύ τους τμήματα καὶ ἔτσι διατελεῖ τὸ ἴδιο συνάμα καὶ κοινὸ καὶ χωριστὸ καὶ σὲ μία εὐχαριστιακὴ σύναξη ποὺ χωρίζεται καὶ αὐτὴ σὲ δύο συγκοινωνοῦντα μετ' ἀλλήλων μέρη καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο εἶναι ἡ ἴδια καὶ κοινὴ καὶ χωριστὴ ταυτόχρονα, καὶ συλλειτουργῶντας καὶ μὴ συλλειτουργῶντας συγχρόνως μὲ ἀνωτέρους του κατὰ τὴν ἱερατικὴ δύναμη λειτουργούς, μὲ τοὺς «αὐτοδύναμους», δηλονότι, «πρεσβυτέρους».
Ἀλλ' ἢ «αὐτοδύναμος» θὰ εἶναι, λειτουργῶντας αὐτὸς καὶ μόνος ὡς «πρεσβύτερος» σὲ χωριστὸ θυσιαστήριο καὶ ναὸ καὶ σὲ χωριστὴ εὐχαριστιακὴ σύναξη, ἢ «ἑτεροδύναμος», συλλειτουργῶντας παντοῦ καὶ πάντοτε μὲ τὸν πρεσβύτερο στὸ ἴδιο θυσιαστήριο, στὸν ἴδιο ναὸ καὶ στὴν ἴδια εὐχαριστιακὴ σύναξη εἴτε ὡς «διάκονος» εἴτε ὡς «ὑποδιάκονος» εἴτε ὡς «διδάσκαλος», δηλαδή, «προφήτης καὶ κῆρυξ», εἴτε ὡς «ἀναγνώστης» εἴτε ὡς «ψάλτης». Στοὺς «ἑτεροδύναμους» συγκαταλέγεται, ἀσφαλῶς, καὶ ὁ «μύστης», ὁ ἁπλὸς πιστὸς ποὺ φέρει τὸ βασικὸ ἱερατικὸ βαθμὸ τῆς «γενικῆς» ἢ ἁπλῶς «συμμετοχικῆς» καλουμένης ἱερωσύνης, ὄχι, ὅμως, ὡς λειτουργῶν (λειτουργός) ἀλλὰ μόνο ὡς λειτουργούμενος (λείτουργος).
Οἱ ἄρτιες ἐντελέχειες, σὲ γενικὲς γραμμές, ταξινομοῦνται δομικῶς σὲ πέντε κατηγορίες, πρῶτον, σὲ «ἁπλές», τὶς «τριαδικές», δεύτερον, σὲ «ὑπέραπλες» (τουτέστιν, «ὑπὲρ τὶς ἁπλές» κατὰ ἕνα μέλος) ἢ ἀλλιῶς «ἡμιημισύνθετες», τὶς «τετραδικές», τρίτον, σὲ «ὑφημισύνθετες» (τουτέστιν, «ὑπὸ τὶς ἡμισύνθετες» κατὰ δύο μέλη), ἀπὸ δύο ἁπλές, τὶς «πενταδικές», τέταρτον, σὲ «ἡμισύνθετες», ἀπὸ δύο ἡμιημισύνθετες ἢ ὑπέραπλες ἢ ἀπὸ τρεῖς ἁπλές, τὶς «ἑπταδικές», καὶ πέμπτον, σὲ «ὁλοσύνθετες», ἀπὸ δύο ἡμισύνθετες, τὶς «δεκατριαδικές», καὶ ἔτσι ἡ δομικὴ ταξινόμησή τους σχηματίζει τὴν ἑξῆς ὑφημισύνθετο ἢ πενταδικὴ ἄρτια ἐντελέχεια:
1. Ἀρχέτυπον: Ἁπλῆ ἀρτία ἐντελέχεια.
2. Πρωτότυπον: Ὑπεραπλῆ ἢ ἡμιημισύνθετος ἀρτία ἐντελέχεια.
3. Πρότυπον: Ὑφημισύνθετος ἀρτία ἐντελέχεια.
4. Ἔκτυπον: Ἡμισύνθετος ἀρτία ἐντελέχεια.
5. Ἀντίτυπον: Ὁλοσύνθετος ἀρτία ἐντελέχεια.
Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις οἱ ὑφημισύνθετες πενταδικὲς ἐντελέχειες μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς πενταδικὸ νεμητικὸ σχῆμα τῶν ἡμισυνθέτων ἑπταδικῶν, νὰ ταυτίζονται, μὲ ἄλλα λόγια, μὲ τὴν πενταδικὴ νομὴ τῆς ἐντελεχειακῆς ἑπτάδος, τὴν ὑποδιαίρεση, δηλαδή, τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας σὲ πέντε ἐντελεχειακὲς κατηγορίες κατὰ τὸ σχῆμα «1–2–1–2–1» γιὰ τὸ ὁποῖο κάναμε λόγο στὸ δογματολογικό μας ἔργο «Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην».
Μὲ τὴ στενὴ καὶ κυρία ἔννοια τοῦ ὅρου «ἡμισύνθετος ἐντελέχεια», ὡς «ἡμισύνθετες ἐντελέχειες» χαρακτηρίζονται οἱ δηλωθεῖσες, οἱ ἑπταδικές, ἀλλὰ μὲ τὴν πλατεῖα καὶ εὐρεῖα σημασία τοῦ ὅρου ἐπιπλέον καὶ οἱ ὑφημισύνθετες, οἱ πενταδικές, ἀλλὰ καὶ οἱ ἡμιημισύνθετες ἢ ὑπέραπλες, οἱ τετραδικές, δεδομένου ὅτι πρόκειται γιὰ ηὐξημένες κατὰ ἕνα πρόσθετο μέλος ἁπλές, ἐνῷ, οἱ πλατέως καὶ εὐρέως λεγόμενες «ἡμισύνθετες ἐντελέχειες» χαρακτηρίζονται ἀλλιῶς καὶ ὡς «ὑποσύνθετες» (τουτέστιν, «ὑπὸ τὶς σύνθετες»), βάσει τῆς κυρίας ἢ κατεξοχὴν ἐννοίας τοῦ ὅρου «σύνθετος ἐντελέχεια».
Κατὰ τὴν κυρία καὶ στενὴ σημασία τοῦ ὅρου «σύνθετος ἐντελέχεια», ὡς «σύνθετες ἐντελέχειες» χαρακτηρίζονται οἱ ὁλοσύνθετες, ἀλλ' ὑπὸ τὴν εὐρεῖα καὶ πλατεῖα ἔννοια τοῦ τοιούτου ὅρου ἐπιπλέον καὶ οἱ ἡμισύνθετες, οἱ ὑφημισύνθετες καὶ οἱ ἡμιημισύνθετες ἢ ὑπέραπλες.
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ οἱ ὁλοσύνθετες καὶ οἱ ἡμισύνθετες καὶ οἱ ὑφημισύνθετες καὶ οἱ ἡμιημισύνθετες ἢ ὑπέραπλες ἐντελέχειες ἐκλαμβάνονται συμπεριληπτικῶς ὡς «σύνθετες ἐντελέχειες», σὲ διάκριση καὶ ἀντίθεση μὲ τὶς «ἁπλές», ἐνῷ, περαιτέρω τῶν συνθέτων ἐντελεχειῶν, ὑφίστανται καὶ οἱ «πολυσύνθετες ἐντελέχειες» ἢ ἀλλιῶς οἱ «συμπλεγματικὲς ἐντελέχειες» ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, τὰ «ἐντελεχειακὰ συμπλέγματα».
Μὲ τὴν πλατεῖα καὶ εὐρεῖα ἀντίληψη τοῦ ὅρου «ἐντελεχειακὸ σύμπλεγμα», ὡς «ἐντελεχειακὰ συμπλέγματα» δύνανται νὰ χαρακτηρίζονται καὶ ὅλες οἱ ἄλλες γενικῶς λεγόμενες «σύνθετες ἐντελέχειες» ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑπεραπλὲς τῶν ἀρτίων, ἐνῷ, μὲ τὴ στενὴ καὶ τὴν κυρία, μόνο οἱ πολυσύνθετες.
Οἱ κολοβὲς ἐντελέχειες, ἀπὸ ἄποψη δομῆς, ταξινομοῦνται σὲ μία μόνο κατηγορία, τὶς «ὑφαπλές» (τουτέστιν, «ὑπὸ τὶς ἁπλές» κατὰ ἕνα μέλος), τὶς «δυαδικές», ἐνῷ, ἀπὸ δύο ὑφαπλὲς ἢ ἀλλιῶς δυαδικὲς κολοβὲς δύναται νὰ συντίθεται μία ἄρτια τριαδικὴ ἐντελέχεια ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν «ἁπλῆ ἀρτία ἐντελέχεια» καὶ γι' αὐτὸ χαρακτηρίζεται ὡς «ἀνθαπλῆ ἀρτία ἐντελέχεια», μὲ τὴ σημασία τῆς «ἀντὶ τῆς ἁπλῆς ἀρτίας ἐντελεχείας» (ἐμπρόθετος προσδιορισμὸς τῆς ἰσοδυναμίας), καὶ αὐτὴ καὶ μόνη ἀποτελεῖ τὸ εἶδος τῶν «αὐτοσυνθέτων ἐντελεχειῶν».
Δύο ἀνθαπλὲς τριαδικὲς ἐντελέχειες δύνανται νὰ συνθέτουν ἐπιπλέον μία ἄρτια πενταδικὴ ἐντελέχεια ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν «ὑφημισύνθετο ἀρτία ἐντελέχεια», γι' αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται ὡς «ἀνθυφημισύνθετος ἀρτία ἐντελέχεια», μὲ τὴ σημασία τῆς «ἀντὶ τῆς ὑφημισυνθέτου ἀρτίας ἐντελεχείας» (ἐμπρόθετος προσδιορισμὸς τῆς ἰσοδυναμίας), καὶ συμπεριλαμβάνεται καὶ αὐτὴ καὶ στὶς ἐν γένει καλούμενες «ἡμισύνθετες ἐντελέχειες» καὶ στὶς γενικῶς λεγόμενες «σύνθετες ἐντελέχειες».
Εὐνόητον, ὅτι προκειμένου νὰ συντεθοῦν δύο ἐντελέχειες σὲ μία θὰ πρέπει νὰ ἔχουν ἕνα κοινὸ μέλος, εἴτε, δηλαδή, νὰ ταυτίζονται τὰ ἀρχέτυπα ἢ τὰ ἀντίτυπά τους, εἴτε τὸ ἀντίτυπο τῆς μιᾶς νὰ διατελεῖ ἐν ταὐτῷ καὶ ἀρχέτυπο τῆς ἄλλης, γι' αὐτὸ καὶ δύο δυαδικὲς ἐντελέχειες συντίθενται σὲ μία τριαδικὴ καὶ ὄχι τετραδική, δύο τριαδικὲς σὲ μία πενταδικὴ καὶ ὄχι ἑξαδική, δύο τετραδικὲς ἢ τρεῖς τριαδικὲς σὲ μία ἑπταδικὴ καὶ ὄχι ὀκταδικὴ ἢ ἐννεαδική, δύο ἑπταδικὲς σὲ μία δεκατριαδικὴ καὶ ὄχι δεκατετραδικὴ ἐντελέχεια κ.λ.π..
Τὸ εἶδος, σημειωτέον, τῶν κολοβῶν ἐντελεχειῶν δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὸ σχῆμα τῆς «ἐντελεχειακῆς συμπτύξεως» τῶν ἀρτίων, κατὰ τὸ ὁποῖο τὸ ἔκτυπο καὶ τὸ ἀντίτυπο δύνανται νὰ συμπτύσσονται μεταξύ τους καὶ νὰ ἐννοοῦνται ἀμφότερα συνοπτικῶς ὡς ἕνα αἰτιατὸ ἐντελεχειακὸ μέρος σὲ σχέση μὲ τὸ ἄλλο αἴτιο ἐντελεχειακὸ μέρος τοῦ ἀρχετύπου, συγχαρακτηριζόμενα, ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση, εἴτε ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἀντιτύπου εἴτε ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἐκτύπου εἴτε ἀπὸ ἄλλο περιληπτικὸ καὶ κοινὸ γιὰ ἀμφότερα ὄνομα. Κατὰ τὸ ἴδιο ἐντελεχειακὸ σχῆμα, δύνανται, ἐπίσης, νὰ συμπτύσσονται εἴτε τὸ ἀρχέτυπο μὲ τὸ ἔκτυπο εἴτε καὶ δύο ἢ περισσότερα διαφορετικὰ ἔκτυπα μεταξύ τους καὶ νὰ συγχαρακτηρίζονται καὶ αὐτὰ κατὰ παρόμοιο μὲ τὰ προηγούμενα τρόπο.
Διακρίνουμε, συνεπῶς, στὶς ἄρτιες ἐντελέχειες, τὴν «ἐντελεχειακὴ ἀνάπτυξη» ἀπὸ τὴν «ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη», ἡ ὁποία, κατ' ἐπέκταση, μπορεῖ νὰ ἐφαρμόζεται ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν τριῶν ἐντελεχειακῶν μελῶν τῶν ἀρτίων, καὶ τοῦ ἀρχετύπου καὶ τοῦ ἐκτύπου καὶ τοῦ ἀντιτύπου, καὶ τὰ τρία τὰ ὁποῖα, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, συγχαρακτηρίζονται ἀναλόγως ἢ ἀπὸ τὸ ὄνομα ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν, εἴτε τοῦ ἀρχετύπου εἴτε τοῦ ἐκτύπου εἴτε τοῦ ἀντιτύπου, ἢ ἀπὸ ἄλλο συμπεριληπτικὸ καὶ κοινὸ καὶ γιὰ τὰ τρία ὄνομα.
Κατὰ τὸ εἶδος τῆς τελειότητος, ἡ ὁποία διακρίνεται σὲ «αἰτιακή», ἀναφερόμενη στὴν αἰτιότητα ἢ τὴν αἰτιατότητα τῆς ὑπάρξεως, στὸ ἄν, δηλαδή, κάτι δίνει τὴν ὕπαρξη σὲ κάτι ἄλλο ἢ λαμβάνει τὴν ὕπαρξη ἀπὸ κάτι ἄλλο, καὶ σὲ «ποιοτική», ἀφορῶντας τὴν ποιότητα τῆς ὑπάρξεως, τὸ ἀπό τι, δηλαδή, κάτι ἀποτελεῖται, συνίσταται ἢ συντίθεται, οἱ ἴδιες καὶ οἱ αὐτὲς ἐντελέχειες θεωροῦνται ἀναλόγως καὶ συγχρόνως ὑπὸ δύο διακριτὲς «ἐντελεχειακὲς ὄψεις», ἀφενὸς ὡς «αἰτιακές», ὑπὸ τὴν «αἰτιακὴ ἐντελεχειακὴ ὄψη», τῆς «αἰτιακῆς τελειότητος», προσδιοριζόμενες εἴτε ὡς «διαδοχικὲς αἰτιακές», κατὰ τὸ εἶδος τῆς «διαδοχικῆς αἰτιότητος» ποὺ ἐξελίσσεται κατὰ τὸ σχῆμα «πρωταίτιον → μεσαίτιον → αἰτιατόν», εἴτε ὡς «συμμετρικὲς αἰτιακές», κατὰ τὸ εἶδος τῆς «συμμετρικῆς αἰτιότητος» ποὺ ἐξελίσσεται κατὰ τὸ σχῆμα «μεσαίτιον ← πρωταίτιον → αἰτιατόν», καὶ ἀφετέρου ὡς «ποιοτικές», ὑπὸ τὴν «ποιοτικὴ ἐντελεχειακὴ ὄψη», τῆς «ποιοτικῆς τελειότητος», καὶ ἔτσι, συνολικῶς θεωρούμενες, χαρακτηρίζονται ὡς «ἀμφιτελεῖς».
Μὲ βάση τὴν «κατὰ τὸν κανόνα» ἢ ἀλλιῶς τὴν «κανονική» ἐξέλιξη ἢ φορὰ τῆς τελειότητος ἀπὸ τὸ ἀρχέτυπο, διὰ τοῦ ἐκτύπου, πρὸς τὸ ἀντίτυπο, τὴν ὁριζόμενη ὡς «ἐντελεχειακὴ προστροφή», μὲ ἀμφότερες τὶς σημασίες τῆς «στροφῆς πρὸς τὰ ἐμπρός» καὶ τῆς «πρώτης στροφῆς», μία «πρόστροφος» ἐντελεχειακὴ ὄψη χαρακτηρίζεται, εἴτε ὡς «τελειόστροφος» ἢ «σύστροφος» ἢ «αὔξουσα» ἢ «ἀνιοῦσα», μὲ αὐξανόμενη καὶ συνεπῆ τὴν ἐντελεχειακὴ προστροφὴ ἀπὸ τὸ ἀτελὲς ἀρχέτυπο, διαμέσου τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου, στὸ τέλειο ἀντίτυπο, εἴτε ὡς «ἀτελόστροφος» ἢ «ἀντίστροφος» ἢ «φθίνουσα» ἢ «κατιοῦσα», μὲ μειωνόμενη καὶ ἀντίθετη τὴν ἐντελεχειακὴ προστροφὴ ἀπὸ τὸ τέλειο ἀρχέτυπο, διαμέσου τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου, στὸ ἀτελὲς ἀντίτυπο, εἴτε ὡς «μιξόστροφος» ἢ «μετάστροφος» ἢ «αὐξομειουμένη» ἢ «ἀνακατιοῦσα», ἢ καὶ «ἀλλαξόστροφος», ἐν μέρει, δηλαδή, σύστροφος καὶ τελειόστροφος καὶ ἐν μέρει ἀντίστροφος καὶ ἀτελόστροφος.
Τὰ δύο συστατικὰ ἐντελεχειακὰ μέρη τῆς μεταστρόφου δύνανται νὰ συντίθενται μεταξύ τους εἴτε κατὰ «διαδοχικό» εἴτε κατὰ «συμμετρικό» τρόπο. Ὡς «διαδοχική», ἀφενός, χαρακτηρίζεται ἡ μετάστροφος ἡ ὁποία, ὅταν φθάσει στὸ ἐντελεχειακό της ἀποκορύφωμα, στὸ ὁριζόμενο ὡς «σημεῖο τῆς ἐντελεχειακῆς ἀκμῆς», μεταλλάσσει τὴν ἐντελεχειακὴ προστροφὴ ἀπὸ ἀνιοῦσα σὲ κατιοῦσα καὶ ἀπὸ σύστροφος καθίσταται ἀντίστροφος καὶ ἔτσι γίνεται σχηματικῶς ἀντιληπτὴ ὡς ἐντελεχειακὸς κύκλος στὸν ὁποῖο ἡ ἐντελεχειακὴ προστροφὴ λαμβάνει τὸ νόημα τῆς «πρώτης ἐντελεχειακῆς περιστροφῆς», μὲ κλασικὸ τὸ ἐντελεχειακὸ ὑπόδειγμα τοῦ ἡλιακοῦ κύκλου: «Σημεῖον ἀνατολῆς (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) – πέντε σημεῖα προμεσημβρίας (ἡμιτελῆ ἔκτυπα) – σημεῖον μεσημβρίας = σημεῖον ἀκμῆς (τέλειον ἀντίτυπον/ἀρχέτυπον) – πέντε σημεῖα μεταμεσημβρίας (ἡμιτελῆ ἔκτυπα) – σημεῖον δύσεως (ἀτελὲς ἀντίτυπον)».
Καὶ ἀφετέρου, ὡς «συμμετρική», ἡ μετάστροφος ποὺ ἀποτελεῖται εἴτε ἀπὸ δύο ἀποκλίνοντα, ἀπὸ κοινὸ ἀρχέτυπο πρὸς διάφορο ἀντίτυπο, ἐντελεχειακὰ μέρη, ἕνα ἀνιόν, ὑπὲρ τὸ ἀρχέτυπον, καὶ ἕνα κατιόν, ὑπὸ τὸ ἀρχέτυπον, εἴτε ἀπὸ δύο συγκλίνοντα, σὲ κοινὸ ἀντίτυπο ἀπὸ διαφορετικὸ ἀρχέτυπο, ἐντελεχειακὰ μέρη, ἕνα κατιόν, ὑπὲρ τὸ ἀντίτυπον, καὶ ἕνα ἀνιόν, ὑπὸ τὸ ἀντίτυπον, μὲ χαρακτηριστικά, γιὰ τὴν πρώτη περίπτωση, τὸ ἐντελεχειακὸ ὑπόδειγμα ποὺ ἀναφέραμε στὴν «ὑπ' ἀριθ. 7 / 09 – 10 – 2021 Δογματικὴ καὶ Κανονικὴ Παππικὴ Ἀπόφανσή» μας (δηλαδὴ στὴ «Διακήρυξη τῆς Προϊδρύσεως τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματός» μας ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», www.e-m-e-t-o-ch-e.gr, στὶς «Παππικὲς Ἀποφάνσεις»), τὸ «ἀνήθικον (ἀτελὲς ἀντίτυπον) ← ἡμιηθικὸν (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ← ἠθικὸν (τέλειον/ἀτελὲς ἀρχέτυπον) → ἠθικώτερον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) → ἠθικώτατον (τέλειον ἀντίτυπον)», καὶ γιὰ τὴ δεύτερη περίπτωση, τὰ δύο ἀνάλογα μεταξύ τους ἐντελεχειακὰ ὑποδείγματα ποὺ ἐκθέσαμε στὸ δογματολογικὸ ἔργο μας «Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην», τὸ «ἄχωρος θεὸς (τέλειον ἀρχέτυπον) → ἄψυχος καὶ ἄσαρκος ἔγχωρος θεὸς (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) → ἔμψυχος καὶ ἔνσαρκος ἔγχωρος θεὸς = θεοψυχάνθρωπος (ἀτελές/τέλειον ἀντίτυπον) ← ψυχάνθρωπος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ← αὐτάνθρωπος (ἀτελὲς ἀρχέτυπον)» καὶ τὸ «ἄγγελος (τέλειον ἀρχέτυπον) → ὑπάγγελος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) → ὑφυπάγγελος = ψυχάνθρωπος (ἀτελές/τέλειον ἀντίτυπον) ← αὐτάνθρωπος = ὀρθοβάμων πίθηκος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) ← ἀνθρωποειδὲς = ἡμιπρηνὴς πίθηκος (ἀτελὲς ἀρχέτυπον)».
Καὶ οἱ μὲν αἰτιακὲς ἐντελεχειακὲς ὄψεις, στὸ εἶδος τῆς «διαδοχικῆς αἰτιότητος» ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ σχῆμα «πρωταίτιον → μεσαίτιον → αἰτιατόν», κατὰ τὴν ἐντελεχειακὴ προστροφή, εἶναι πάντοτε «μονόστροφες», μόνο, δηλαδή, ἀντίστροφες καὶ ἀτελόστροφες, κινούμενες ἀπὸ τὸ αἰτιακῶς τέλειο ἀρχέτυπο, τὸ λεγόμενο «αἴτιο» ἢ «πρῶτο αἴτιο» ἢ «πρωταίτιο» ἢ «καθαρὸ αἴτιο», διαμέσου τοῦ αἰτιακῶς ἡμιτελοῦς ἐκτύπου, τοῦ καλουμένου «αἰτιατοῦ αἰτίου» ἢ «μέσου αἰτίου» ἢ «μεσαιτίου» ἢ «μικτοῦ αἰτίου», πρὸς τὸ αἰτιακῶς ἀτελὲς ἀντίτυπο, τὸ ὀνομαζόμενο «αἰτιατό» ἢ «καθαρὸ αἰτιατό», δεδομένου ὅτι τὸ πρωταίτιο ἀρχέτυπο δὲν λαμβάνει ἀλλὰ μόνο δίνει τὴν ὕπαρξη καὶ στὸ μεσαίτιο ἔκτυπό του, ἄμεσα, καὶ στὸ αἰτιατό του ἀντίτυπο, ἔμμεσα, διαμέσου τοῦ μεσαιτίου ἐκτύπου, καὶ γι' αὐτό, ἀπὸ ἄποψη αἰτιακῆς τελειότητος, τὸ ἴδιο, ὡς καθαρὸ αἴτιο, θεωρεῖται τέλειο.
Ἄρα, στὸ σχῆμα τῆς διαδοχικῆς αἰτιότητος («πρωταίτιον → μεσαίτιον → αἰτιατόν»), τὸ μεσαίτιο ἔκτυπο, τὸ ὁποῖο μεσολαβεῖ μεταξὺ τοῦ πρωταιτίου ἀρχετύπου καὶ τοῦ αἰτιατοῦ ἀντιτύπου, καὶ λαμβάνοντας τὴν ὕπαρξη, ὡς αἰτιατό, ἀπὸ τὸ πρῶτο, καὶ μεταδίδοντας τὴν ὕπαρξη, ὡς αἴτιο, στὸ δεύτερο, ὑπὸ τὴν αἰτιακὴ ἄποψη τῆς τελειότητος, ἐπιγινώσκεται ἡμιτελές, ἐνῷ, τὸ αἰτιατὸ ἀντίτυπο, τὸ ὁποῖο, κατὰ κανόνα, δὲν δίνει ἀλλὰ μόνο μεταλαμβάνει τὴν ὕπαρξη, ἄμεσα ἀπὸ τὸ μεσαίτιο ἔκτυπο καὶ ἔμμεσα ἀπὸ τὸ πρωταίτιο ἀρχέτυπο, διαπιστώνεται αἰτιακῶς ἀτελές, μὲ ἐξαίρεση, ἀσφαλῶς, τὴν περίπτωση τῆς ἐπιστροφικῆς ἢ ἀναστρόφου αἰτιότητος ἢ ἀνταιτιότητος καὶ τῶν ἀμφιστρόφων ἐντελεχειῶν στὴν ὁποία θὰ ἀναφερθοῦμε πιὸ κάτω. Σχετικὰ μὲ τὸ σχῆμα τῆς συμμετρικῆς αἰτιότητος («μεσαίτιον ← πρωταίτιον → αἰτιατόν») θὰ γίνει, ἐπίσης, λόγος παρακάτω.
Οἱ δὲ ποιοτικὲς ἐντελεχειακὲς ὄψεις διατελοῦν, ἄλλοτε «μονόστροφες», εἴτε σύστροφες καὶ τελειόστροφες, κινούμενες ἀπὸ τὸ ποιοτικῶς ἀτελὲς ἀρχέτυπο, διαμέσου τοῦ ποιοτικῶς ἡμιτελοῦς ἐκτύπου, πρὸς τὸ ποιοτικῶς τέλειο ἀντίτυπο, εἴτε ἀντίστροφες καὶ ἀτελόστροφες, κινούμενες ἀπὸ τὸ ποιοτικῶς τέλειο ἀρχέτυπο, διαμέσου τοῦ ποιοτικῶς ἡμιτελοῦς ἐκτύπου, πρὸς τὸ ποιοτικῶς ἀτελὲς ἀντίτυπο, καὶ ἄλλοτε «δίστροφες», ἐν μέρει, δηλαδή, σύστροφες καὶ ἐν μέρει ἀντίστροφες, ἤ, μὲ μία λέξη, μετάστροφες.
Ἡ ἴδια, δηλαδή, καὶ ἡ αὐτὴ ἐντελέχεια, κατὰ τὴν ἐντελεχειακὴ προστροφή της, δύναται νὰ διατελεῖ, ἀπὸ ἄποψη, ἀφενός, αἰτιακῆς τελειότητος, ἀντίστροφος καὶ ἀτελόστροφος, ἐνῷ, ἀπὸ ἄποψη ποιοτικῆς τελειότητος, εἴτε, ὡσαύτως, ἀντίστροφος καὶ ἀτελόστροφος, εἴτε, ἀντιθέτως, σύστροφος καὶ τελειόστροφος, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἀρχέτυπο μιᾶς ἐντελεχείας εἶναι, μέν, πάντοτε τὸ πρῶτο αἴτιο ἢ πρωταίτιο, ἀλλὰ τὸ αἴτιο καὶ πρωταίτιο ἀρχέτυπο, ἐνῷ, ἀπὸ ἄποψη αἰτιακῆς τελειότητος, διατελεῖ πάντοτε τέλειο, ἀπὸ ἄποψη ποιοτικῆς τελειότητος, δὲν εἶναι πάντοτε τέλειο ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἐξίσου καὶ ἀτελές.
Ὅταν, λοιπόν, ἡ ἴδια καὶ ἡ αὐτὴ ἐντελέχεια, θεωρούμενη «αὐτὴ καθ' ἑαυτήν», εἶναι «τῆς αὐτῆς» ἐντελεχειακῆς προστροφῆς, ἀντίστροφος, δηλαδή, καὶ ἀτελόστροφος κατ' ἄμφω, καὶ ὡς πρὸς τὶς δύο ἐντελεχειακὲς ὄψεις της, ἐξίσου καὶ κατὰ τὴν αἰτιακὴ καὶ κατὰ τὴν ποιοτικὴ τελειότητά της, λέγεται «αὐτοταυτόστροφος» καὶ οἱ δύο ἐντελεχειακές της ὄψεις, καὶ ἡ αἰτιακὴ καὶ ἡ ποιοτική, χαρακτηρίζονται ὡς «ὁμόστροφες» ἢ ἀλλιῶς «ὁμοτελεῖς» (καὶ ὄχι «ὁμοιόστροφες» ἢ «ὁμοιοτελεῖς», διότι δὲν πρόκειται γιὰ δύο χωριστὲς ἐντελέχειες ἀλλὰ γιὰ δύο διακριτὲς ἐντελεχειακὲς ὄψεις τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐντελεχείας).
Ὅταν, ὅμως, «αὐτὴ καθ' ἑαυτήν» θεωρούμενη, ὡς πρὸς τὴν αἰτιακὴ τελειότητά της, ἐπιγινώσκεται ἀντίστροφος καὶ ἀτελόστροφος, ἀλλ' ὡς πρὸς τὴν ποιοτική της τελειότητα, σύστροφος καὶ τελειόστροφος, «ἑτέρας», μὲ ἄλλα λόγια, ἐντελεχειακῆς προστροφῆς, τότε, καλεῖται «αὐθετερόστροφος» καὶ οἱ δύο ἐντελεχειακὲς ὄψεις της χαρακτηρίζονται ὡς «ἀνομόστροφες» ἢ ἀλλιῶς «ἀνομοτελεῖς» (καὶ ὄχι «ἀνομοιόστροφες» ἢ «ἀνομοιοτελεῖς», διότι δὲν πρόκειται γιὰ δύο χωριστὲς ἐντελέχειες ἀλλὰ γιὰ δύο διακριτὲς ἐντελεχειακὲς ὄψεις τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐντελεχείας).
Καὶ ὅταν «αὐτὴ καθ' ἑαυτήν» θεωρούμενη, κατὰ μὲν τὴν αἰτιακή της τελειότητα, διαπιστώνεται ἀντίστροφος καὶ ἀτελόστροφος, κατὰ δὲ τὴν ποιοτικὴ τελειότητά της, μετάστροφος καὶ μιξόστροφος, ἐν μέρει, δηλαδή, «τῆς αὐτῆς» καὶ ἐν μέρει «ἑτέρας» ἐντελεχειακῆς προστροφῆς, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὀνομάζεται «αὐτοταυθετερόστροφος» καὶ οἱ δύο ἐντελεχειακές της ὄψεις χαρακτηρίζονται ὡς «ἡμιομόστροφες» ἢ «ἡμιομοτελεῖς» (καὶ ὄχι «ἡμιομοιόστροφες» ἢ «ἡμιομοιοτελεῖς», διότι δὲν πρόκειται γιὰ δύο χωριστὲς ἐντελέχειες ἀλλὰ γιὰ δύο διακριτὲς ἐντελεχειακὲς ὄψεις τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐντελεχείας).
Στὸ δόκιμο περὶ ἐντελεχειῶν λόγο, μὲ τὸν ὅρο «ἐντελέχεια», ἀναφερόμαστε εἴτε ἐν ὅλῳ στὴν «ἀμφιτελῆ ἐντελέχεια» εἴτε ἐν μέρει σὲ μία «ἐντελεχειακὴ ὄψη» της, ἐνῷ, προκειμένου νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν ὅλη ἐντελέχεια εἰδικῶς κατὰ τὴν ἐντελεχειακὴ στροφή της, κατὰ τὴν ἐντελεχειακή της, δηλαδή, προστροφή, μὲ ἕνα ὅρο καὶ προσδιορισμό, ἀπὸ τὶς δύο διακριτὲς ἐντελεχειακὲς ὄψεις της λαμβάνουμε ὑπόψη μας μόνο τὴ μία, τὴ χαρακτηριστικώτερη καὶ ὡς ἐκ τούτου κυριώτερη, αὐτὴ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὴ διαφορὰ στὸν ἐντελεχειακὸ χαρακτηρισμὸ καὶ νὰ διακρίνει τὸ «σύστροφο» ἀπὸ τὸν «ἀντίστροφο» καὶ τὸ «μετάστροφο» ἐντελεχειακὸ χαρακτῆρα, τὴν ποιοτικὴ ἐντελεχειακὴ ὄψη, καὶ ἔτσι χαρακτηρίζουμε τὸ ἐντελεχειακὸ ὅλο συνεκδοχικῶς καὶ ἀναλόγως ἐκ τοῦ τοιούτου ἐντελεχειακοῦ μέρους του. Κατὰ συνέπεια, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ «παρεπόμενα τῆς ἐντελεχειακῆς προστροφῆς», τὴν «ἐντελεχειακὴ ἐπιστροφή» καὶ τὴν «ἐντελεχειακὴ διαστροφή».
Καὶ οἱ «σύστροφες» καὶ οἱ «ἀντίστροφες» καὶ οἱ «μετάστροφες», ἤ, συμπεριληπτικῶς καὶ μὲ μία λέξη, οἱ «πρόστροφες ἐντελέχειες», ἐκτὸς ἀπὸ τὴν «κατὰ τὸν κανόνα» ἢ «κανονική» φορὰ καὶ ἐξέλιξη ἀπὸ τὸ ἀρχέτυπο, διαμέσου τοῦ ἐκτύπου, στὸ ἀντίτυπο, τὴν ὁριζόμενη ὡς «ἐντελεχειακὴ προστροφή» καὶ διακρινόμενη σὲ «ἐντελεχειακὴ συστροφή», σὲ «ἐντελεχειακὴ ἀντιστροφή» καὶ σὲ «ἐντελεχειακὴ μεταστροφή», δέχονται ἐπιπλέον καὶ τὴν «μετὰ τὸν κανόνα» ἢ «μετακανονική» ἐξέλιξη καὶ φορὰ ἡ ὁποία ὁρίζεται ὡς «ἐντελεχειακὴ ἐπιστροφή» ἢ ἀλλιῶς ὡς «ἐντελεχειακὴ ἀναστροφή», μὲ τὴ σημασία τῆς «στροφῆς εἰς τὰ ὀπίσω», ὡς ἐπιστροφική, δηλαδή, ἢ ἀναστροφικὴ ἐντελεχειακὴ κίνηση ἀπὸ τὸ ἀντίτυπο, διαμέσου τοῦ ἐκτύπου, στὸ ἀρχέτυπο, καὶ ἡ ὁποία δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται «ἐντελεχειακὴ ἀντιστροφή» προκειμένου νὰ μὴ συγχέεται μὲ τὴν ὁρισθεῖσα ὡς ἐντελεχειακὴ ἀντιστροφή.
Ἀλλ' ἐπιδέχονται, δυστυχῶς, ἀκόμη καὶ τὴν «παρὰ τὸν κανόνα» ἢ «ἀντικανονική» φορὰ καὶ ἐξέλιξη ποὺ ὁρίζεται ὡς «ἐντελεχειακὴ διαστροφή» ἢ ἀλλιῶς ὡς «ἐντελεχειακὴ καταστροφή», μὲ τὴ σημασία τοῦ «φέρειν τὰ κάτω ἄνω καὶ τὰ ἄνω κάτω», ὡς διαστροφική, δηλαδή, ἢ καταστροφικὴ ἐντελεχειακὴ ἀνατροπὴ καὶ ἀντικατάσταση τοῦ «ἄνω κειμένου» ἀρχετύπου ἀπὸ τὸ «κάτω κείμενο» ἀντίτυπό του, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὡς ἐντελεχειακὴ μετατροπὴ τοῦ «κάτω» ἀντιτύπου σὲ «ἄνω» ἀρχέτυπο καὶ τοῦ «ἄνω» ἀρχετύπου σὲ «κάτω» ἀντίτυπο, μὲ συνεπῆ ἐντελεχειακὴ ἀνατροπὴ καὶ διαστροφὴ καὶ τῆς μικτότητος τοῦ μέσου μεταξὺ αὐτῶν ἐκτύπου, ἡ ὁμαλὴ μορφὴ τῆς ὁποίας, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, γίνεται κατάστροφο ἀντίτυπο καὶ ἡ ἀνωμελὴς κατάστροφο ἔκτυπο καὶ κακέκτυπο. Μὲ ἁπλᾶ λόγια, ἡ ἐντελεχειακὴ αὐτὴ ἀντικανονικότητα γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς «ἐντελεχειακὸ ἀναποδογύρισμα».
Καὶ ἡ ἐντελεχειακὴ διαστροφὴ ἢ καταστροφὴ δὲν πρέπει νὰ χαρακτηρίζεται ὡς «ἐντελεχειακὴ ἀντιστροφή» προκειμένου νὰ μὴ συγχέεται καὶ αὐτὴ μὲ τὴν ὁρισθεῖσα ὡς ἐντελεχειακὴ ἀντιστροφή, ἀλλ' οὔτε καὶ ὡς «ἐντελεχειακὴ ἀναστροφή» γιὰ νὰ μὴ συγχέεται, ἐπίσης, μὲ τὴν ὁρισθεῖσα ὡς ἐντελεχειακὴ ἀναστροφή.
Κατὰ συνέπεια, ὑφίσταται καὶ ἡ «μετὰ τὸν ἀντικανόνα» ἢ «μεταντικανονική» ἐξέλιξη καὶ φορά, ἡ ὁριζόμενη ὅπως καὶ ἡ «μετὰ τὸν κανόνα» ἢ «μετακανονική» τοιαύτη ὡς «ἐντελεχειακὴ ἐπιστροφή» ἢ «ἐντελεχειακὴ ἀναστροφή» ἀλλ' ἐν προκειμένῳ σὲ σύσχεση μὲ τὴν ἐντελεχειακὴ διαστροφὴ ἢ καταστροφή.
Διακρίνουμε, ἑπομένως, καὶ ὁρίζουμε τὴν «ἐντελεχειακὴ προστροφή», τὴ λεγόμενη ἀναλόγως εἴτε «ἐντελεχειακὴ συστροφή» εἴτε «ἐντελεχειακὴ ἀντιστροφή» εἴτε «ἐντελεχειακὴ μεταστροφή», σὲ σχέση μὲ τὴν «ἐντελεχειακὴ διαστροφή» της, τὴν καλούμενη καὶ «ἐντελεχειακὴ καταστροφή», καὶ ἀμφότερες σὲ σχέση μὲ τὴν «ἐντελεχειακὴ ἐπιστροφή» τους, τὴν ὀνομαζόμενη καὶ «ἐντελεχειακὴ ἀναστροφή», καὶ ἔτσι ἐπιγινώσκουμε, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς «πρόστροφες ἐντελέχειες», δηλαδή, τὶς «σύστροφες», τὶς «ἀντίστροφες» καὶ τὶς «μετάστροφες», ἐπιπλέον καὶ τὶς «διάστροφες ἐντελέχειες», δηλαδή, τὶς «κατάστροφες τῆς συστρόφου», τὶς «κατάστροφες τῆς ἀντιστρόφου» καὶ τὶς «κατάστροφες τῆς μεταστρόφου», καὶ προσέτι τὶς «ἐπίστροφες ἐντελέχειες», ἀφενὸς τὶς «ἐπίστροφες τῆς προστρόφου», δηλαδή, τὶς «ἀνάστροφες τῆς συστρόφου», τὶς «ἀνάστροφες τῆς ἀντιστρόφου» καὶ τὶς «ἀνάστροφες τῆς μεταστρόφου», καὶ ἀφετέρου τὶς «ἐπίστροφες τῆς διαστρόφου», δηλαδή, τὶς «ἀνάστροφες τῆς καταστρόφου τῆς συστρόφου», τὶς «ἀνάστροφες τῆς καταστρόφου τῆς ἀντιστρόφου» καὶ τὶς «ἀνάστροφες τῆς καταστρόφου τῆς μεταστρόφου», δώδεκα, ἐν συνόλῳ, ἐντελεχειακὰ σχήματα.
Ἔχουμε, δηλαδή, στὴν προκειμένη περίπτωση, τὸν παρὰ φύσιν σχηματισμὸ τριαδικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντεπίδειξης μεταξὺ τοῦ ἀρχετύπου τῆς ἐντελεχειακῆς προστροφῆς (συστροφῆς, ἀντιστροφῆς καὶ μεταστροφῆς), τοῦ ἐκτύπου καὶ κακεκτύπου τῆς ἐντελεχειακῆς διαστροφῆς (καταστροφῆς) καὶ τοῦ ἀντιτύπου τῆς ἐντελεχειακῆς ἐπιστροφῆς (ἀναστροφῆς), ἡ ὁποία ἀντεπίδειξη χαρακτηρίζεται ὡς «παραρτιοκόλοβος» ἢ «παρεπαμφοτερίζουσα» ἢ «παρεπαμφότερη», ὡς παρὰ φύσιν, δηλαδή, ἀρτιοκόλοβος ἢ ἐπαμφοτερίζουσα ἢ ἐπαμφότερη ἐντελέχεια, ἤ, μὲ ἄλλους ὅρους, ὡς «ψευδαρτιοκόλοβος» ἢ «ψευδεπαμφοτερίζουσα» ἢ «ψευδεπαμφότερη», ὡς ψευδής, δηλαδή, ἀρτιοκόλοβος ἢ ἐπαμφοτερίζουσα ἢ ἐπαμφότερη ἐντελέχεια, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ ἐντελεχειακὴ καταστροφὴ ἀποτελεῖ κακέκτυπο προϊὸν τῆς παρὰ φύσιν ἢ ψευδοῦς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς, τῆς λεγόμενης «παραναγωγῆς», τῆς ἀντιτύπου ἐντελεχειακῆς ἀναστροφῆς πρὸς τὴν ἀρχέτυπο ἐντελεχειακὴ προστροφή, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, διεστραμμένη ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη τῆς ἐντελεχειακῆς ἀναστροφῆς καὶ μετατροπή της σὲ ἀνωμελῆ καὶ ψευδῆ ἐντελεχειακὴ προστροφὴ ποὺ διαστρέφει καὶ ἀνατρέπει τὴν ὁμαλὴ καὶ ἀληθινή.
Ἄρα, ὡς ἐντελεχειακὴ διαστροφὴ χαρακτηρίζεται ἡ ἐντελεχειακὴ καταστροφὴ διότι ταυτόχρονα διαστρέφει καὶ τὴν ἐντελεχειακὴ ἀναστροφὴ μετατρέποντάς την σὲ ψευδῆ ἐντελεχειακὴ προστροφὴ καὶ τὴν ἀληθινὴ ἐντελεχειακὴ προστροφὴ ἀνατρέποντάς την καὶ ἀντικαθιστῶντάς την μὲ τὴν ψευδῆ.
Ἡ ἐν λόγῳ ἀνωμελὴς καὶ ψευδὴς ἐντελεχειακὴ τριάδα μιμεῖται τὶς καλούμενες «ἀνακόλουθες ἐντελέχειες», γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ κάνουμε λόγο παρακάτω. Κατ' ἀλήθειαν, πρόκειται γιὰ κολοβὴ ἐντελέχεια ποὺ περιλαμβάνει μόνο τὰ δύο ἐντελεχειακὰ ἄκρα τῆς ἀρχετύπου ἐντελεχειακῆς προστροφῆς καὶ τῆς ἀντιτύπου ἐντελεχειακῆς ἀναστροφῆς, ἄνευ ἐντελεχειακοῦ μέσου.
Ἂν ὁ ὅρος «ἐντελεχειακὴ στροφή», ὁ ὁποῖος μὲ τὴ στενὴ καὶ τὴν κύρια σημασία του ἀναφέρεται στὴν ἐντελεχειακὴ προστροφή, ἐκληφθεῖ μὲ τὴν πλατεῖα καὶ τὴν εὐρεῖα σημασία του, ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν ἐντελεχειακὴ προστροφή, δηλαδή, τὴ συστροφή, τὴν ἀντιστροφὴ καὶ τὴ μεταστροφή, καὶ τὴν ἐντελεχειακὴ ἐπιστροφὴ ἢ ἀναστροφή της καὶ τὴν ἐντελεχειακὴ διαστροφὴ ἢ καταστροφή της, τότε, ὡς «τελειόστροφες ἐντελέχειες» χαρακτηρίζονται γενικῶς καὶ συμπεριληπτικῶς καὶ οἱ σύστροφες καὶ οἱ ἀνάστροφες τῆς ἀντιστρόφου καὶ οἱ κατάστροφες τῆς ἀντιστρόφου καὶ οἱ ἀνάστροφες τῆς καταστρόφου τῆς συστρόφου, ὡς «ἀτελόστροφες ἐντελέχειες» καὶ οἱ ἀντίστροφες καὶ οἱ ἀνάστροφες τῆς συστρόφου καὶ οἱ κατάστροφες τῆς συστρόφου καὶ οἱ ἀνάστροφες τῆς καταστρόφου τῆς ἀντιστρόφου καί, ὡς «μιξόστροφες ἐντελέχειες», καὶ οἱ μετάστροφες καὶ οἱ ἀνάστροφες τῆς μεταστρόφου καὶ οἱ κατάστροφες τῆς μεταστρόφου καὶ οἱ ἀνάστροφες τῆς καταστρόφου τῆς μεταστρόφου.
Στὸ δόκιμο ἐντελεχειακὸ λόγο, προκειμένου νὰ χαρακτηρίσουμε μια ἐντελέχεια γενικῶς κατὰ τὴν ἐντελεχειακὴ στροφή της, κατ' αὐτή, δηλαδή, ποὺ κατὰ περίπτωση μᾶς ἐνδιαφέρει, εἴτε εἶναι ἡ προστροφὴ εἴτε ἡ ἐπιστροφὴ εἴτε ἡ διαστροφή, μὲ ἕνα χαρακτηρισμὸ εἴτε ὡς «τελειόστροφο» εἴτε ὡς «ἀτελόστροφο» εἴτε ὡς «μιξόστροφο», λαμβάνουμε, ἐπίσης, ὑπόψη μας μόνο τὴν ποιοτική της τελειότητα.
Δύο (ἢ περισσότερες) ἀμφιτελεῖς ἐντελέχειες, ἐπιγινωσκόμενες μὲ κοινὴ τὴν ἐντελεχειακὴ προστροφὴ (ἄρα καὶ τὰ παρεπόμενά της, τὴν ἐντελεχειακὴ ἐπιστροφὴ καὶ τὴν ἐντελεχειακὴ διαστροφή), λέγονται «ὁμοιόστροφες» ἢ ἀλλιῶς «ὁμοιοτελεῖς» (καὶ ὄχι «ὁμόστροφες» ἢ «ὁμοτελεῖς», διότι πρόκειται γιὰ δύο χωριστὲς ἐντελέχειες καὶ ὄχι γιὰ δύο διακριτὲς ἐντελεχειακὲς ὄψεις τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐντελεχείας), ἐνῷ, ὅταν ἔχουν διάφορο τὴν ἐντελεχειακὴ προστροφὴ (καὶ τὰ παρεπόμενά της), καλοῦνται «ἀνομοιόστροφες» ἢ ἀλλιῶς «ἀνομοιοτελεῖς» (καὶ ὄχι «ἀνομόστροφες» ἢ «ἀνομοτελεῖς», διότι πρόκειται γιὰ δύο χωριστὲς ἐντελέχειες καὶ ὄχι γιὰ δύο διακριτὲς ἐντελεχειακὲς ὄψεις τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐντελεχείας).
Καὶ ὅταν μία σύστροφος ἢ ἀντίστροφος ἀμφιτελὴς ἐντελέχεια θεωρεῖται σὲ σχέση μὲ μία μετάστροφο τοιαύτη, οἱ ἐν λόγῳ ἀμφιτελεῖς ἐντελέχειες ὀνομάζονται «ἡμιομοιόστροφες» ἢ «ἡμιομοιοτελεῖς» (καὶ ὄχι «ἡμιομόστροφες» ἢ «ἡμιομοτελεῖς», διότι πρόκειται γιὰ δύο χωριστὲς ἐντελέχειες καὶ ὄχι γιὰ δύο διακριτὲς ἐντελεχειακὲς ὄψεις τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐντελεχείας).
Καὶ στὴν περίπτωση ποὺ εἴτε ἡ ὁμοιότητα εἴτε ἡ ἑτερότητα διαπιστώνεται μεταξὺ τῆς ἐντελεχειακῆς προστροφῆς τῆς μίας καὶ τῆς ἐντελεχειακῆς ἐπιστροφῆς τῆς ἄλλης ἀμφιτελοῦς ἐντελεχείας καὶ γενικώτερα σὲ κάθε ἄλλη σχετικὴ περίπτωση, οἱ ἀμφιτελεῖς αὐτὲς ἐντελέχειες χαρακτηρίζονται ἀναλόγως, εἴτε ὡς «παρομοιόστροφες» ἢ ἀλλιῶς «παρομοιοτελεῖς», ἂν εἶναι ἀνομοιόστροφες, εἴτε ὡς «παρετερόστροφες» ἢ ἀλλιῶς «παρετεροτελεῖς», ἐὰν εἶναι ὁμοιόστροφες.
Οἱ ὁμοιόστροφες ἐντελέχειες ποὺ συνδυάζονται μεταξύ τους ἀντίστοιχα (ἀρχέτυπο μὲ ἀρχέτυπο, ἔκτυπο μὲ ἔκτυπο καὶ ἀντίτυπο μὲ ἀντίτυπο) καὶ ὁμοιόζυγα (ἀτελὲς ἢ τέλειο μὲ ἀτελὲς ἢ τέλειο, ἡμιτελὲς μὲ ἡμιτελὲς καὶ τέλειο ἢ ἀτελὲς μὲ τέλειο ἢ ἀτελές), ὑπάρχοντας ἀμφότερες στὴν ἐντελεχειακὴ προστροφή τους (καὶ στὰ παρεπόμενά της), ὀνομάζονται «ὁμοιόζυγες» ἢ ἀλλιῶς «συμπληρωματικές», ἐνῷ, οἱ ἀνομοιόστροφες ἐντελέχειες ποὺ συνδυάζονται μεταξύ τους ἀντίστοιχα καὶ ἀνομοιόζυγα (ἀτελὲς ἢ τέλειο μὲ τέλειο ἢ ἀτελές, ἡμιτελὲς μὲ ἡμιτελὲς καὶ τέλειο ἢ ἀτελὲς μὲ ἀτελὲς ἢ τέλειο), ὑπάρχοντας καὶ οἱ δύο στὴν ἐντελεχειακὴ προστροφή τους (καὶ στὰ παρεπόμενά της), χαρακτηρίζονται ὡς «ἀνομοιόζυγες» ἢ ἀλλιῶς «παραπληρωματικές».
Σημειωτέον, ὅτι ἡ πρόθεση «παρά» στὸν προκείμενο ὅρο «παραπληρωματικός» δὲν ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ «ἐναντίον» ἢ «σὲ ἀντίθεση μέ» ἀλλὰ τὴν ἔννοια τοῦ «πλησίον» ἢ «κοντὰ σέ», γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἑρμηνεύεται ὡς «παρὰ τὸ μέτρον πληρωματικός», μὲ τὴ σημασία τοῦ «ὑπερβάλλοντος στὸ γέμισμα», ἀλλ' ὡς «παρὰ τῷ μέτρῳ πληρωματικός», ὅπως, δηλαδή, ὁ ὅρος «συμπληρωματικός».
Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ὁ προκείμενος ὅρος «παραπληρωματικός» εἶναι καταλληλότερος νὰ χαρακτηρίζει τὴν ἀλληλοσυμπλήρωση τῶν ἀνομοιοζύγων (τῶν ἀτελῶν μὲ τὰ τέλεια καὶ τῶν τελείων μὲ τὰ ἀτελῆ), ἐνῷ, ὁ ὅρος «συμπληρωματικός», καταλληλότερος νὰ χαρακτηρίζει τὴν ἀλληλοσυμπλήρωση τῶν ὁμοιοζύγων (τῶν ἀτελῶν μὲ τὰ ἀτελῆ καὶ τῶν τελείων μὲ τὰ τέλεια), ἐπειδὴ ἡ πρόθεση «παρά» θέτει τὴν ἔννοια τῆς ἀπόστασης, σὰν τὴ φυσικὴ ἀπόσταση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ τῶν ἑτεροειδῶν, ἐνῷ, ἡ πρόθεση «σύν» αἴρει ἢ περιορίζει στὸ ἐλάχιστο τὴν τοιαύτη ἔννοια καὶ ἔτσι προσιδιάζει περισσότερο στὰ ὁμοειδῆ ποὺ δὲν ἔχουν φυσικὴ ἀπόσταση μεταξύ τους καὶ τὰ ὁμοιοειδῆ ποὺ ἔχουν ἐλάχιστη. Ἄρα, τὰ ὁμοιόζυγα «συμπληροῦνται» καὶ τὰ ἀνομοιόζυγα «παραπληροῦνται» μετ' ἀλλήλων.
Ὑπόδειγμα ὁμοιοζύγων ἢ συμπληρωματικῶν ἐντελεχειῶν εἶναι οἱ ὁμοιόστροφες ἐντελέχειες, ἡ σύστροφος, ἀφενός, «ἐνέργεια (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) – οὐσία (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – ζωὴ (τέλειον ἀντίτυπον)», καὶ ἡ σύστροφος, ἀφετέρου, «ἀφῃρημένον (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) – διακεκριμένον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – συγκεκριμένον (τέλειον ἀντίτυπον)», οἱ ὁποῖες συζεύγνυνται μεταξύ τους παραλλήλως, ἀντιστοίχως καὶ ὁμοιοζύγως, ὡς «ἐνέργεια (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) + ἀφῃρημένον (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) – οὐσία (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) + διακεκριμένον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – ζωὴ (τέλειον ἀντίτυπον) + συγκεκριμένον (τέλειον ἀντίτυπον)».
Ὡς ὑπόδειγμα ἀνομοιοζύγων ἢ παραπληρωματικῶν ἐντελεχειῶν ἀναφέρονται οἱ ἀνομοιόστροφες ἐντελέχειες, ἡ μὲν ἀντίστροφος «ἄϋλον ἢ πνευματικὸν ἢ ὑπερφυσικὸν ἢ θεῖον (τέλειον ἀρχέτυπον) – ἡμίυλον ἢ ψυχικὸν ἢ μεταφυσικὸν ἢ ἀγγελικὸν ἢ ὑπαγγελικὸν ἢ ὑφυπαγγελικὸν (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – ἔνυλον ἢ σαρκικὸν ἢ φυσικὸν ἢ ἀνθρώπινον (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», ἡ δὲ ὡς ἄνω σύστροφος «ἀφῃρημένον (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) – διακεκριμένον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – συγκεκριμένον (τέλειον ἀντίτυπον)», οἱ ὁποῖες συζευγνύονται μεταξύ τους παραλλήλως, ἀντιστοίχως καὶ ἀνομοιοζύγως, ὡς «ἄϋλον ἢ πνευματικὸν ἢ ὑπερφυσικὸν ἢ θεῖον (τέλειον ἀρχέτυπον) + ἀφῃρημένον (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) – ἡμίυλον ἢ ψυχικὸν ἢ μεταφυσικὸν ἢ ἀγγελικὸν ἢ ὑπαγγελικὸν ἢ ὑφυπαγγελικὸν (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) + διακεκριμένον (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – ἔνυλον ἢ σαρκικὸν ἢ φυσικὸν ἢ ἀνθρώπινον (ἀτελὲς ἀντίτυπον) + συγκεκριμένον (τέλειον ἀντίτυπον)».
Ὑπάρχει, βεβαίως, καὶ ἡ ἀνώμαλη περίπτωση τῶν ἐντελεχειῶν ποὺ παρόλο ποὺ διατελοῦν ὁμοιόστροφες καί, κατὰ κανόνα, θὰ ἔπρεπε νὰ συνδυάζονται ἀντίστοιχα καὶ ὁμοιόζυγα, εὑρισκόμενες ἀμφότερες στὴν ἐντελεχειακὴ προστροφή τους (καὶ στὰ παρεπόμενά της), παρὰ ταῦτα καὶ κατ' ἐξαίρεσιν, συνδυάζονται ἀναντίστοιχα (ἀρχέτυπο μὲ ἀντίτυπο, ἔκτυπο μὲ ἔκτυπο καὶ ἀντίτυπο μὲ ἀρχέτυπο) καὶ ἀνομοιόζυγα μεταξύ τους ὡς παρετερόστροφες, ἡ μία στὴν ἐντελεχειακὴ προστροφή της καὶ ἡ ἄλλη στὴν ἐντελεχειακὴ ἐπιστροφή της, καὶ ὁρίζονται ἀναλόγως ὡς «παρετερόζυγες» ἢ ἀλλιῶς «ἀνωμελεῖς παραπληρωματικές».
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐπίσης ἀνώμαλη περίπτωση τῶν ἐντελεχειῶν ποὺ παρόλο ποὺ εἶναι ἀνομοιόστροφες καὶ θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ συνδυάζονται ἀντίστοιχα καὶ ἀνομοιόζυγα, καὶ οἱ δύο εὑρισκόμενες στὴν ἐντελεχειακὴ προστροφή τους (καὶ στὰ παρεπόμενά της), ἀποτελοῦν, παραδόξως, ἐξαίρεση καὶ συνδυάζονται ἀναντίστοιχα καὶ ὁμοιόζυγα μεταξύ τους ὡς παρομοιόστροφες, ἡ μία στὴν ἐντελεχειακὴ προστροφή της καὶ ἡ ἄλλη στὴν ἐντελεχειακὴ ἐπιστροφή της, καὶ χαρακτηρίζονται ἀναλόγως ὡς «παρομοιόζυγες» ἢ ἀλλιῶς «ἀνωμελεῖς συμπληρωματικές».
Ἀμφότερες οἱ ἐντελεχειακὲς αὐτὲς τοῦ συζευκτικοῦ κανόνος ἐξαιρέσεις, καὶ οἱ παρετερόζυγες ἐντελέχειες, οἱ ὁποῖες ὁρίζονται βάσει τῶν παρετεροστρόφων, καὶ οἱ παρομοιόζυγες ἐντελέχειες, ποὺ ὁρίζονται μὲ βάση τὶς παρομοιόστροφες, δὲν δύνανται νὰ συζευχθοῦν παραλλήλως μεταξύ τους κατὰ ὁμαλὸ τρόπο, δηλαδή, ὡς ἀντίστοιχες, ἀλλ' ἐπιτυγχάνουν τὴν παράλληλη σύζευξή τους μόνο κατὰ ἀνωμελῆ τρόπο, μόνο, δηλαδή, ὡς ἀναντίστοιχες.
Κατ' ἀκρίβειαν, ἡ ἀναντιστοιχία, ἐν προκειμένῳ, ἀφορᾷ ἀμφότερα τὰ ἐντελεχειακὰ ἄκρα (ἀρχέτυπο καὶ ἀντίτυπο) πλὴν τοῦ ἐντελεχειακοῦ μέσου (ἐκτύπου) τῶν δύο συζύγων ἐντελεχειῶν, κατὰ τὸ ὁποῖο, μόνο, ἐπιγινώσκονται ὡς ἀντίστοιχες, πρόκειται, δηλαδή, περὶ ἐν μέρει καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐντελεχειακῆς ἀναντιστοιχίας καὶ γιὰ ἡμιαναντίστοιχες, τουτέστιν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀναντίστοιχες, ἐντελέχειες.
Ὑπόδειγμα παρετεροζύγων ἢ ἀνωμελῶν παραπληρωματικῶν ἐντελεχειῶν ἀποτελοῦν οἱ ὁμοιόστροφες ἐντελέχειες ποὺ εἴδαμε στὸ δογματολογικό μας ἔργο «Περὶ τῆς Τελετουργικῆς καὶ Πάσης Ἱερωσύνης εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην», ἡ ἀντίστροφος, ἀφενός, «κέρατα ἢ ἀλλιῶς οὐρανὸς θυσιαστηρίου ὁλοκαυτωμάτων (τέλειον ἀρχέτυπον) – τοῖχος (κύβος) ἢ ἀλλιῶς ὄρος θυσιαστηρίου ὁλοκαυτωμάτων (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – αὖλαξ (ἐκχύσεως αἱμάτων ζωοθυσιῶν) ἢ ἀλλιῶς θάλασσα θυσιαστηρίου ὁλοκαυτωμάτων (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», καὶ ἡ ἀντίστροφος, ἀφετέρου, «χῦμα χρίσματος (τέλειον ἀρχέτυπον) – ῥάσμα χρίσματος (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – βάμμα χρίσματος (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», οἱ ὁποῖες συζεύγνυνται παράλληλα μεταξύ τους μόνο ἀναντιστοίχως καὶ ἀνομοιοζύγως, ὡς «κέρατα ἢ οὐρανὸς ὁλοκαυτωματικοῦ θυσιαστηρίου (τέλειον ἀρχέτυπον) + χρισματικὸν βάμμα (ἀτελὲς ἀντίτυπον) – τοῖχος (κύβος) ἢ ὄρος ὁλοκαυτωματικοῦ θυσιαστηρίου (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) + χρισματικὸν ῥάσμα (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – αὖλαξ (ἐκχύσεως αἱμάτων ζωοθυσιῶν) ἢ θάλασσα ὁλοκαυτωματικοῦ θυσιαστηρίου (ἀτελὲς ἀντίτυπον) + χρισματικὸν χῦμα (τέλειον ἀρχέτυπον)».
Ὡς ὑπόδειγμα παρομοιοζύγων ἢ ἀνωμελῶν συμπληρωματικῶν ἐντελεχειῶν παρατίθενται οἱ ἀνομοιόστροφες ἐντελέχειες, ἡ μὲν ἀντίστροφος «θέωσις ἢ ἀλλιῶς θεία υἱοθεσία (τέλειον ἀρχέτυπον) – καθιέρωσις ἢ ἀλλιῶς θεία μισθωτεία (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – ἀφιέρωσις ἢ ἀλλιῶς θεία δουλεία (ἀτελὲς ἀντίτυπον)», ἡ δὲ σύστροφος «περιττοτομία καὶ ὑπαπαντὴ (ἀτελὲς ἀρχέτυπον) – χρῖσμα (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – βάπτισμα (τέλειον ἀντίτυπον)», οἱ ὁποῖες συζευγνύονται παράλληλα μεταξύ τους μόνο ἀναντιστοίχως καὶ ὁμοιοζύγως, ὡς «θέωσις ἢ θεία υἱοθεσία (τέλειον ἀρχέτυπον) + βάπτισμα (τέλειον ἀντίτυπον) – καθιέρωσις ἢ θεία μισθωτεία (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) + χρῖσμα (ἡμιτελὲς ἔκτυπον) – ἀφιέρωσις ἢ θεία δουλεία (ἀτελὲς ἀντίτυπον) + περιττοτομία καὶ ὑπαπαντὴ (ἀτελὲς ἀρχέτυπον)».
Ὁρισμένες ἐντελέχειες ἐπιγινώσκονται ὡς «ἀμφίστροφες» χωρὶς νὰ συγχέονται μὲ τὶς «δίστροφες», δεδομένου ὅτι ὁ ὅρος «δίστροφος ἐντελέχεια» ὁρίζεται βάσει τῆς ἐντελεχειακῆς προστροφῆς ἢ τῆς ἐντελεχειακῆς ἀναστροφῆς της ἢ τῆς ἐντελεχειακῆς καταστροφῆς της καὶ χαρακτηρίζει τὴ μετάστροφο ἐντελέχεια ἢ τὴν ἀνάστροφο τῆς μεταστρόφου ἢ τὴν κατάστροφο τῆς μεταστρόφου ἢ τὴν ἀνάστροφο τῆς καταστρόφου τῆς μεταστρόφου, ἐνῷ, ὁ ὅρος «ἀμφίστροφος ἐντελέχεια», μὲ βάση μία ἐντελεχειακὴ προστροφὴ καὶ τὴν ἀνάλογη ἐντελεχειακὴ ἐπιστροφή της.
Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὡς «ἀμφίστροφος» χαρακτηρίζεται ἡ ἐντελέχεια ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὸ «πρωταίτιο», τὸ «μεσαίτιο» καὶ τὸ «ἀνταίτιο», τῆς ὁποίας, δηλαδή, τὸ ἀντίτυπο κατὰ τὴν ἐντελεχειακὴ ἐπιστροφὴ ἢ ἀναστροφὴ ἐπικτᾶται καὶ αὐτὸ αἰτιότητα, τὴν «ἐπιστροφικὴ αἰτιότητα» ἢ «ἀνάστροφο αἰτιότητα» ἢ «ἀνταιτιότητα», καὶ ἔτσι γίνεται καὶ αὐτό, ἀπὸ καθαρὸ αἰτιατό, ἔσχατο ἄκρο μικτὸ αἴτιο, ἀντιπαράγοντας ἐπιστροφικῶς ἢ ἀναστρόφως τὸ παραγαγὸν αὐτὸ πρῶτο ἄκρο καθαρὸ αἴτιο, τὸ ἀρχέτυπο, διαμέσου τοῦ μέσου μικτοῦ αἰτίου, τοῦ ἐκτύπου, χωρίς, ὅμως, νὰ γίνεται τὸ ἴδιο ἀρχέτυπο ἀλλὰ παραμένοντας ἀντίτυπο τῆς ἐντελεχείας, ἄνευ, δηλαδή, ἐντελεχειακῆς διαστροφῆς ἢ καταστροφῆς, μὲ τὴν ὁποία ἡ ἐντελεχειακὴ ἀμφιστροφὴ δὲν πρέπει νὰ συγχέεται. Κλασικὸ ὑπόδειγμα τοιαύτης ἐντελεχείας εἶναι ἐκεῖνο τῶν τριῶν φυσικῶν καταστάσεων τῆς ὕλης: «Ἀήρ/ἀέριον (ἀρχέτυπον) – ὕδωρ/ὑγρὸν (ἔκτυπον) – πάγος/στερεὸν (ἀντίτυπον)».
Ὑφίσταται καὶ ἡ περίπτωση τῶν ἐντελεχειῶν στὶς ὁποῖες ἡ σειρὰ τῆς «χρονολογικῆς αἰτιότητος», τῆς λεγόμενης «παραγωγικῆς» καὶ ἐξελισσόμενης ὡς «πρῶτον (πρωταίτιον) – δεύτερον (μεσαίτιον) – τρίτον (αἰτιατόν)», δὲν ἀκολουθεῖ τὴν τάξη τῆς «ὁμοιολογικῆς αἰτιότητος», τῆς καλούμενης «ἀναγωγικῆς» καὶ ἐξελισσόμενης ὡς «ἀρχέτυπον (πρωταίτιον) – ἔκτυπον (μεσαίτιον) – ἀντίτυπον (αἰτιατόν)».
Στὴν περίπτωση αὐτὴ χρονολογικῶς προηγεῖται τὸ ἀρχέτυπο, ἕπεται τὸ ἀντίτυπο καὶ ἐπακολουθεῖ τὸ ἔκτυπο, μὲ κλασικὸ τὸ ὑπόδειγμα τῆς τριαδικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντεπίδειξης μεταξὺ τῆς ἀρχετύπου προπτωτικότητος ἢ στάσεως, τῆς ἐκτύπου ἀποπτωτικότητος ἢ ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀντιτύπου μεταπτωτικότητος ἢ πτώσεως, ὅπου πρώτη ἐπιγινώσκεται ἡ προπτωτικότητα, δεύτερη ἡ μεταπτωτικότητα καὶ τρίτη ἡ ἀποπτωτικότητα (μὲ τὴ σημασία τῆς «ἀπὸ πτώσεως ἀναστάσεως»). Πρόκειται γιὰ τὶς «ἀνακόλουθες ἐντελέχειες» ποὺ ὁρίζονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς «ἐνακόλουθες ἐντελέχειες», μ' ἐκεῖνες, δηλαδή, στὶς ὁποῖες ἡ χρονολογικὴ σειρὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ὁμοιολογικὴ τάξη.
Ἄλλες ταξινομήσεις τῶν ἐντελεχειῶν, μὲ κριτήριο τὴ μετ' ἀλλήλων σύσχεση, εἶναι σὲ «ἐξάλληλες ἐντελέχειες», ὅταν ἡ μία ἐντελέχεια προκύπτει ἐκ τῆς ἄλλης, οἱ ὁποῖες ὑποδιακρίνονται, πρῶτον, σὲ «ἀπάλληλες» ἢ «ἀποκλίνουσες», ὅταν εἶναι ὁμοιόστροφες ἢ ἀνομοιόστροφες καὶ ἀποκλίνουν μεταξύ τους ἀπὸ κοινὸ ἀρχέτυπο πρὸς διάφορο ἀντίτυπο, δεύτερον, σὲ «ἐπάλληλες», ὅταν τὸ ἀντίτυπο τῆς μιᾶς γίνεται ἀρχέτυπο τῆς ἄλλης καὶ εἶναι καὶ οἱ δύο ὁμοιόστροφες, τρίτον, σὲ «μετάλληλες», ὅταν τὸ ἀντίτυπο τῆς μιᾶς καθίσταται ἀρχέτυπο τῆς ἄλλης καὶ ἀμφότερες διατελοῦν ἀνομοιόστροφες καὶ συστατικὰ μέρη τῆς διαδοχικῆς μεταστρόφου ἐντελεχείας, καὶ τέταρτον, σὲ «ἐνάλληλες» ἢ ἀλλιῶς «περιάλληλες», ὅταν καὶ οἱ δύο διατελοῦν ὁμοιόστροφες καὶ ἀλληλοπεριχωροῦνται ἐμπεριεχόμενη ἡ μία μέσα στὴν ἄλλη, ὅταν, δηλαδή, τὸ ἔκτυπο τῆς μιᾶς γίνεται ἀρχέτυπο τῆς ἄλλης.
Ἐπίσης, σὲ «παράλληλες ἐντελέχειες», ὅταν ἡ μία ἐντελέχεια δὲν προκύπτει ἐκ τῆς ἄλλης, σὲ «προσάλληλες ἐντελέχειες» ἢ «συγκλίνουσες», ὅταν, μέν, δὲν προκύπτει ἡ μία ἐκ τῆς ἄλλης ἐντελεχείας ἀλλ' ἀμφότερες συγκλίνουν μεταξύ τους σὲ κοινὸ ἀντίτυπο ἀπὸ διάφορο ἀρχέτυπο, σὲ «κατάλληλες ἐντελέχειες», ὅταν εἶναι ἱκανὲς εἴτε νὰ συντεθοῦν (ἀσυζεύκτως) εἴτε νὰ συζευχθοῦν (ἀσυνθέτως) μεταξύ τους εἴτε καὶ γιὰ τὰ δύο, σὲ «ἀντάλληλες ἐντελέχειες», ὅταν ἡ μία ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἄλλη καὶ δύναται νὰ ἐκλαμβάνεται ἀντ' αὐτῆς (στὶς περιπτώσεις τῶν ἁπλῶν καὶ τῶν ἀνθαπλῶν καθὼς καὶ τῶν ἡμισυνθέτων καὶ τῶν ἀνθημισυνθέτων ἀρτίων ἐντελεχειῶν) ἢ ὅταν ἡ μία ἀνατρέπει καὶ ἀντικαθιστᾷ τὴν ἄλλη (στὴν περίπτωση τῶν καταστρόφων ἐντελεχειῶν), σὲ «διάλληλες ἐντελέχειες», ὅταν διατελοῦν σὲ διάσταση καὶ σύγκρουση μεταξύ τους, σὲ «συνάλληλες ἐντελέχειες», ὅταν εἶναι ἴσες (ἀπολύτως ἢ ἀκριβῶς ἴσες) ἢ πάρισες (σχετικῶς ἢ σχεδὸν ἴσες) μεταξύ τους, καὶ σὲ «ὑπάλληλες ἐντελέχειες» ἢ ἀλλιῶς «ὑπεράλληλες ἐντελέχειες», ὅταν εἶναι μεταξύ τους ἄνισες.
Μὲ σχηματικὰ κριτήρια, οἱ ἐντελέχειες χαρακτηρίζονται ὡς «εὐθύγραμμες» (σὲ διάταξη εὐθείας γραμμῆς), εἴτε «ὁριζόντιες» εἴτε «κατακόρυφες» εἴτε «σταυροειδεῖς» (σὲ διάταξη σχῆματος «ταῦ» ἢ σταυροῦ) εἴτε «πλάγιες», ὡς «θλαστόγραμμες» ἢ «τριγωνικές» (σὲ διάταξη τεθλασμένης γραμμῆς ἢ τριγωνικοῦ σχήματος) καὶ ὡς «καμπυλόγραμμες» ἢ «κυκλικές» (σὲ διάταξη καμπύλης γραμμῆς ἢ κυκλικοῦ σχήματος).
Ὡς «καθ' ὅλα ἀποκλίνουσες», μὲ τὴ διμερῆ ἔννοια τοῦ ὅρου «ἀπόκλιση», ἤ, μὲ μία λέξη, «καταποκλίνουσες», ἢ ἀλλιῶς, ὡς «ἀντίρροπες ἀποκλίνουσες», ἢ μονολεκτικῶς, «ἀνταποκλίνουσες», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὡς «ἀσύζυγες ἀποκλίνουσες» ἢ «ἀσυνάρμοστες ἀποκλίνουσες», ὁρίζονται οἱ ἐντελέχειες ποὺ ἀποκλίνουν ἀπόλυτα, καὶ κατὰ τὸν προορισμό, ἀπὸ κοινό, δηλαδή, ἀρχέτυπο πρὸς διάφορο ἀντίτυπο, καὶ κατὰ τὴν κατεύθυνση, δηλαδή, τὴ ῥοπή, καὶ γι' αὐτὸ δὲν συζεύγνυνται καθόλου μεταξύ τους.
Ὡς «ἐν μέρει ἀποκλίνουσες», μὲ τὴ μονομερῆ ἔννοια τοῦ ὅρου «ἀπόκλιση», ἤ, μὲ μία λέξη, «ἐναποκλίνουσες», ἢ ἀλλιῶς, ὡς «σύρροπες ἀποκλίνουσες», ἢ μονολεκτικῶς, «συναποκλίνουσες», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὡς «σύζυγες ἀποκλίνουσες», μὲ τὴ σημασία «συναρμοζόμενες ἀποκλίνουσες», ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, ὡς «παρασυγκλίνουσες», ὁρίζονται οἱ ἐντελέχειες ποὺ ἀποκλίνουν μόνο κατὰ τὸν προορισμό, μόνο ἀπὸ κοινὸ ἀρχέτυπο πρὸς διάφορο ἀντίτυπο, συγκλίνοντας, ὅμως, κατὰ τὴν κατεύθυνση, τὴ ῥοπή, καὶ γι' αὐτό, παρότι εἶναι ἀποκλίνουσες, ὑπ' αὐτὸ τὸν ὅρο, τῆς σύγκλισης ὡς πρὸς τὴ ῥοπή, δύνανται, κατ' ἐξαίρεσιν τοῦ ἐντελεχειακοῦ κανόνος, νὰ συζευγνύονται μεταξύ τους. Καὶ ὅλες γενικῶς οἱ ἀποκλίνουσες ἐντελέχειες χαρακτηρίζονται περιληπτικῶς ὡς «ἀποκλίνουσες».
Ὡς «κατ' ἄμφω συγκλίνουσες», μὲ τὴ διμερῆ ἔννοια τοῦ ὅρου «σύγκλιση», ἤ, μὲ μία λέξη, «ἀμφισυγκλίνουσες», ἢ ἀλλιῶς, ὡς «σύρροπες συγκλίνουσες», ἢ μονολεκτικῶς, «συσυγκλίνουσες», ὁρίζονται οἱ ἐντελέχειες ποὺ συγκλίνουν κατ' ἀμφότερα, καὶ κατὰ τὸν προορισμό, σὲ κοινό, δηλαδή, ἀντίτυπο ἀπὸ διάφορο ἀρχέτυπο, καὶ κατὰ τὴν κατεύθυνση, δηλαδή, τὴ ῥοπή, καὶ γι' αὐτὸ συζεύγνυνται κανονικὰ μεταξύ τους.
Ὡς «ἐν ἑνὶ συγκλίνουσες», μὲ τὴ μονομερῆ ἔννοια τοῦ ὅρου «σύγκλιση», ἤ, μὲ μία λέξη, «ἑνισυγκλίνουσες», ἢ ἀλλιῶς, ὡς «ἀντίρροπες συγκλίνουσες», ἢ μονολεκτικῶς, «ἀντισυγκλίνουσες», ἤ, μὲ ἄλλο ὅρο, ὡς «παραποκλίνουσες», ὁρίζονται οἱ ἐντελέχειες ποὺ συγκλίνουν μόνο κατὰ τὸν προορισμό, μόνο σὲ κοινὸ ἀντίτυπο ἀπὸ διάφορο ἀρχέτυπο, ἀποκλίνοντας κατὰ τὴν κατεύθυνση, τὴ ῥοπή, καὶ γι' αὐτὸ συζευγνύονται κι αὐτὲς κανονικῶς μεταξύ τους καὶ ἀσχέτως πρὸς τὴν ἐν λόγῳ ἀπόκλιση. Καὶ ὅλες γενικῶς οἱ συγκλίνουσες ἐντελέχειες χαρακτηρίζονται περιληπτικῶς ὡς «συγκλίνουσες» καὶ «σύζυγες», μὲ τὴ σημασία «συνταυτιζόμενες».
Οἱ ὅροι, σημειωτέον, «σύγκλιση ἐντελεχειῶν κατὰ τὴ ῥοπή» ἢ ἀλλιῶς «ἐντελεχειακὴ συρροπή» καὶ «συγκλίνουσες κατὰ τὴ ῥοπὴ ἐντελέχειες» ἢ ἀλλιῶς «σύρροπες ἐντελέχειες» εἶναι περιληπτικοὶ ὅροι τὸ ἐννοιολογικὸ πλάτος τῶν ὁποίων καλύπτει καὶ τοὺς «τρεῖς βαθμοὺς τῆς ὁμοιότητος», καὶ τὴν «ὁμότητα» καὶ τὴν «ὁμοιότητα» καὶ τὴν «παρομοιότητα», καὶ γι' αὐτὸ κατανοοῦνται μὲ τρεῖς ἀνάλογες σημασίες, εἴτε ὡς «ἐντελεχειακὴ ὁμορροπή» καὶ «ὁμόρροπες ἐντελέχειες», εἴτε ὡς «ἐντελεχειακὴ ὁμοιορροπή» καὶ «ὁμοιόρροπες ἐντελέχειες», εἴτε ὡς «ἐντελεχειακὴ παρομοιορροπή» καὶ «παρομοιόρροπες ἐντελέχειες».
Ἡ σύγκλιση τῶν συγκλινουσῶν ἐντελεχειῶν κατὰ τὸν προορισμό, ἀπὸ διάφορο ἀρχέτυπο σὲ κοινὸ ἀντίτυπο, σημαίνει πάντοτε αὐθωρεὶ σύζευξή τους, ἄσχετα μὲ τὸ ἂν αὐτὲς συγκλίνουν καὶ κατὰ τὴν κατεύθυνση, τὴ ῥοπή, ἢ ὄχι, ἄν, δηλαδή, εἶναι σύρροπες ἢ ἀντίρροπες, ἐπειδὴ οὕτως ἢ ἄλλως καὶ σὲ κάθε περίπτωση οἱ ἐντελέχειες αὐτὲς ἔχουν ὄχι ἁπλῶς «συναρμοζόμενα» ἀλλὰ «συνταυτιζόμενα» τέλη, ἀντίτυπα, καὶ ὡς ἐκ τούτου χαρακτηρίζονται ὡς «συνταυτιζόμενες» καὶ ὄχι «συναρμοζόμενες».
Ἄρα, ὅταν οἱ συγκλίνουσες ἐντελέχειες διατελοῦν σύρροπες, ἡ σύζευξή τους δύναται νὰ πραγματοποιεῖται εἴτε στὸ παρομοιόρροπο, εἴτε στὸ ὁμοιόρροπο, εἴτε στὸ ὁμόρροπο σχῆμα, στὸ ὁποῖο μάλιστα ἐπιγινώσκονται ὡς «καθ' ὅλα συγκλίνουσες» ἢ «κατασυγκλίνουσες» καὶ χαρακτηρίζονται ὡς «κατασυνταυτιζόμενες».
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ σύγκλιση τῶν ἀποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν μόνο κατὰ τὴν κατεύθυνση ἢ ῥοπή, τὴ λεγόμενη «παρασύγκλιση», ἡ ὁποία δὲν νοεῖται πάντοτε ὡς αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ σύζευξή τους, ἡ τελικὴ φάση, ὡς κατασυζευκτικό, δηλαδή, στάδιο ἢ κατασύζευξη, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ νοεῖται καὶ ὡς ἡ ἀρχικὴ ἢ ἡ μέση προϋποθετικὴ φάση γιὰ τὴν ἐπίτευξή της, εἴτε, δηλαδή, ὡς προδιασυζευκτικὸ στάδιο ἢ προδιασύζευξη, εἴτε ὡς διασυζευκτικὸ στάδιο ἢ διασύζευξη, δεδομένου, ἀφενός, τοῦ τριπλοῦ νοήματος τῆς σύγκλισης κατὰ τὴ ῥοπὴ ἢ συρροπῆς καὶ ἀφετέρου ὅτι ἡ σύζευξη αὐτῶν τῶν ἐντελεχειῶν πραγματοποιεῖται μόνο στὸ ὁμόρροπο σχῆμα, στὸ στάδιο, δηλαδή, τῆς κατασυζεύξεως, ἐπειδὴ σ' αὐτὸ μόνο «συναρμόζονται», συνευθυγραμμίζονται, δηλαδή, ἁπλᾶ χωρὶς νὰ «συνταυτίζονται» μεταξύ τους, τὰ δύο διάφορα ἐντελεχειακὰ τέλη, τὸ ἀντίτυπο τῆς μιᾶς μὲ τὸ ἀντίτυπο τῆς ἄλλης ἐντελεχείας, γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἐντελέχειες αὐτὲς χαρακτηρίζονται ὡς «συναρμοζόμενες» καὶ ὄχι «συνταυτιζόμενες». Συρροπή, συνεπῶς, τῶν τοιούτων ἐντελεχειῶν ἔχουμε καὶ στὰ τρία τοιαῦτα ἐντελεχειακὰ στάδια ἀλλὰ σύζευξή τους μόνο στὸ τελευταῖο.
Οἱ ὅροι, σημειωτέον, «προδιασύζευξη» καὶ «διασύζευξη» δὲν πρέπει νὰ συγχέονται ἐννοιολογικὰ μὲ τοὺς ὅρους «προδιάζευξη» καὶ «διάζευξη», διότι οἱ μὲν ἀναφέρονται στὴν ἐξ ἀποστάσεως ἔμμεση, ἀτελῆ καὶ ἡμιτελῆ, σύζευξη, στὴν περίπτωση ποὺ ὑφίσταται διάστημα μεταξὺ τῶν δύο συνδεομένων μερῶν, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ὅταν συνδέουμε τὶς δύο ἀπέναντι πλευρὲς ἑνὸς χάσματος μὲ μία γέφυρα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὅρο «κατασύζευξη» ποὺ σημαίνει τὴν ἄνευ ἀποστάσεως ἄμεση καὶ τελεία σύζευξη, καὶ οἱ δὲ στὴ διάσταση καὶ τὸ διαζύγιο τῶν συζύγων.
Ἔτσι, ἡ «προδιασύζευξη τῶν ἀποκλινουσῶν» ταυτίζεται ἐννοιολογικὰ μὲ τὴν «κατὰ παρομοιότητα παρασύγκλιση ἢ συρροπή» τους, ἡ «διασύζευξη τῶν ἀποκλινουσῶν» μὲ τὴν «καθ' ὁμοιότητα παρασύγκλιση ἢ συρροπή» τους καὶ ἡ «κατασύζευξη τῶν ἀποκλινουσῶν» μὲ τὴν «καθ' ὁμότητα παρασύγκλιση ἢ συρροπή» τους καὶ ἡ ὅλη διαδικασία μέχρι αὐτὴ καθεαυτὴ τὴ σύζευξη, τὴν κατασύζευξή τους, ἐξελίσσεται ἐντελεχειακῶς σὲ τρία στάδια (τὰ ὁποῖα μπορεῖ καὶ νὰ ταυτίζονται χρονολογικὰ καὶ νὰ συνεπιγινώσκονται ἐν ταὐτῷ καὶ μόνο ὀρθολογικὰ νὰ διακρίνονται μεταξύ τους), ἐξέλιξη ἡ ὁποία ὑποδηλώνει σαφῶς καὶ τὴ σχετικὴ δυσκολία τῆς ἐπίτευξης τῆς τοιαύτης συζεύξεως, ἐπειδὴ ἀκριβῶς πρόκειται γιὰ ἀποκλίνουσες καὶ ὄχι συγκλίνουσες ἐντελέχειες.
Ἐπὶ παραδείγματι, ἡ σύζευξη μεταξὺ τῆς νόησης καὶ τῆς βούλησης τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου ἀμφότερες οἱ ὁποῖες συνήθως συναποκλίνουν ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ νοῦ δὲν εἶναι καὶ τόσο εὔκολο νὰ ἐπιγνωσθεῖ στὸ ἴδιο ἀκριβῶς πρόσωπο ἀπευθείας καὶ αὐτὴ καθεαυτή, ὡς κατασύζευξη, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς προαπαιτεῖ καὶ τὰ δύο παραπάνω προπαρασκευαστικὰ ἐντελεχειακὰ στάδια, τὴν προδιασύζευξη καὶ τὴ διασύζευξη.
Δύνανται, βεβαίως, καὶ νὰ ἀνταποκλίνουν ἀμφότερες ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ νοῦ ὅταν τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο τελείως ἄλλα σκέπτεται καὶ ἐντελῶς ἄλλα βούλεται, ὅταν, μὲ ἄλλα λόγια, τελείως ἀλλοῦ εἶναι ἡ νόηση καὶ ἐντελῶς ἀλλοῦ εὑρίσκεται ἡ βούλησή του, στὴν περίπτωση, δηλαδή, τῆς ψυχικῆς ἀσυνθετοσύνης.
Ἡ ἀνταπόκλιση τῶν συμμετρικῶν ἐντελεχειῶν ἀπὸ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς καὶ κοινὸ ἀρχέτυπο καὶ πρωταίτιο γίνεται σχηματικῶς ἀντιληπτὴ μὲ ἀντευθυγραμμισμένους τοὺς δεῖκτες τοῦ ῥολογιοῦ νὰ δείχνουν τρεῖς παρὰ τέταρτο ἢ δώδεκα καὶ μισὴ πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν, ἐνῷ, ἡ συναπόκλισή τους παρίσταται, στὸ μὲν προδιασυζευκτικό τους στάδιο (προδιασύζευξη) καὶ τὸ παρομοιόρροπό τους σχῆμα (παρομοιορροπή), μὲ τοὺς ὡρολογιακοὺς δεῖκτες σὲ τριγωνικὸ σχῆμα νὰ δείχνουν τέσσερεις παρὰ εἴκοσι ἢ μία καὶ εἰκοσιπέντε πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν, στὸ δὲ διασυζευκτικό τους στάδιο (διασύζευξη) καὶ τὸ ὁμοιόρροπό τους σχῆμα (ὁμοιορροπή), μὲ τοὺς ὡρολογιακοὺς δεῖκτες πάλι σὲ τριγωνικὸ σχῆμα νὰ δείχνουν πέντε παρὰ εἰκοσιπέντε ἢ δύο καὶ εἴκοσι πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν, ἐξ οὗ καὶ ἡ θλαστόγραμμη καὶ τριγωνικὴ σχηματικὴ διάταξη τῶν συναποκλινουσῶν, καὶ στὸ κατασυζευκτικό τους στάδιο (κατασύζευξη) καὶ τὸ ὁμόρροπό τους σχῆμα (ὁμορροπή), μὲ τοὺς ὡρολογιακοὺς δεῖκτες συνευθυγραμμισμένους νὰ δείχνουν ἕξι καὶ μισὴ ἢ τρεῖς καὶ τέταρτο πρὸ ἢ μετὰ μεσημβρίαν.
Στὴν περίπτωση τῶν συρρόπων ἀποκλινουσῶν ἢ συναποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν οἱ τρεῖς ἀντιλήψεις τῆς ἐντελεχειακῆς συρροπῆς, τὸ παρομοιόρροπο, τὸ ὁμοιόρροπο καὶ τὸ ὁμόρροπο, νοοῦνται ὡς τρεῖς διαφορετικὲς φάσεις τῆς ἴδιας ἐντελεχειακῆς συζυγίας, οἱ δύο πρῶτες, ἡ προδιασύζευξη καὶ ἡ διασύζευξη, πρὶν ἀκόμη ἡ σύζευξη ἐπιτευχθεῖ, καὶ ἡ τρίτη, ἡ κατασύζευξη, κατ' αὐτὴ τὴν ἐπίτευξή της, ἐπειδή, ἐν προκειμένῳ, ἡ κοινότητα μεταξὺ τῶν δύο ἐντελεχειῶν ἐντοπίζεται στὸ ἀμετάθετο στοιχεῖο, ἡ θέση τοῦ ὁποίου παραμένει σταθερή, στὸ ἀρχέτυπο, στὴν ἀρχή, καὶ ἡ διαφορότητα στὸ μεταθετό, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀλλάζει θέση, στὸ ἀντίτυπο, στὸ τέλος.
Σάν, δηλαδή, νὰ πρόκειται γιὰ μία ψαλίδα ποὺ κλείνει σταδιακά, σὲ τρία στάδια. Ὑπόδειγμα τέτοιας περιπτώσεως εἶναι τὸ προαναφερθὲν τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν ἐμπροσωπικὴ («ἐν προσώπῳ») σύζευξη μεταξὺ τῆς νόησης καὶ τῆς βούλησης ποὺ συναποκλίνουν ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ νοῦ μέσα στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν περίπτωση τῶν συρρόπων συγκλινουσῶν ἢ συσυγκλινουσῶν ἐντελεχειῶν στὴν ὁποία οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀντιλήψεις τῆς συρροπῆς νοοῦνται ὡς τρεῖς διαφορετικὲς ἐντελεχειακὲς συζυγίες, ὡς μία πρώτη παρομοιόρροπος συζυγία ἐντελεχειῶν, ὡς μία ἄλλη, δεύτερη, ὁμοιόρροπος συζυγία ἄλλων ἐντελεχειῶν καὶ ὡς ἄλλη μία, τρίτη, ὁμόρροπος συζυγία ἑτέρων ἐντελεχειῶν, ἐπειδὴ ἐδῶ ἡ κοινότητα μεταξὺ τῶν μελῶν τοῦ ἐντελεχειακοῦ ζεύγους ἐντοπίζεται στὸ μεταθετὸ στοιχεῖο, στὸ ἀντίτυπο, στὸ τέλος, καὶ ἡ διαφορότητα στὸ ἀμετάθετο, στὸ ἀρχέτυπο, στὴν ἀρχή.
Ἐδῶ ἡ ἐν εἴδει γωνίας ἀπόσταση καὶ διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἑτέρων ἀρχετύπων καὶ ἀρχῶν ποὺ συγκλίνουν στὸ αὐτὸ ἀντίτυπο καὶ τέλος, ἂν καὶ ὅπου ὑφίσταται, δὲν μπορεῖ νὰ κλείσει διότι πρόκειται γιὰ φυσικὴ ἀπόσταση καὶ γωνία διαφορᾶς εἴτε μεταξὺ δύο διακριτῶν ἑτεροειδῶν ὄντων, στὴν περίπτωση τῆς παρομοιορροπῆς, εἴτε ἀνάμεσα σὲ δύο διακριτὰ ὁμοιοειδῆ ὄντα, στὴν περίπτωση τῆς ὁμοιορροπῆς. Ἡ γωνιακὴ αὐτὴ φυσικὴ ἀπόσταση καὶ διαφορά, εὐλόγως, ἐλλείπει μόνο μεταξὺ δύο διακριτῶν ὁμοειδῶν ὄντων.
Ὑποδείγματα τοιαύτης περιπτώσεως εἶναι, πρῶτον, ἡ διαπροσωπικὴ («διὰ προσώπων») σύζευξη μεταξὺ τοῦ ἀΰλου, ἀφενός, νοῦ, τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως τοῦ θείου προσώπου καὶ τοῦ ἡμιύλου, ἀφετέρου, νοῦ, τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως τοῦ ἀγγελικοῦ (ἀσωμάτου τοῦ ἀνωχώρου) ἢ τοῦ ὑπαγγελικοῦ (ἀσωμάτου τοῦ μεσοχώρου) ἢ τοῦ ὑφυπαγγελικοῦ (ἐνσωμάτου τοῦ κατωχώρου) προσώπου στὸ παρομοιόρροπο σχῆμα, δεύτερον, ἡ διαπροσωπικὴ σύζευξη μεταξὺ τοῦ ἡμιύλου, ἀφενός, νοῦ, τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως τοῦ ἀγγελικοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἡμιύλου, ἀφετέρου, νοῦ, τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως τοῦ ὑπαγγελικοῦ ἢ τοῦ ὑφυπαγγελικοῦ προσώπου στὸ ὁμοιόρροπο σχῆμα καὶ τρίτον, ἡ διαπροσωπικὴ σύζευξη μεταξὺ τοῦ θείου, ἀφενός, ἢ ἀγγελικοῦ ἢ ὑφυπαγγελικοῦ νοῦ, τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως τοῦ ἑνὸς προσώπου καὶ τοῦ θείου, ἀφετέρου, ἢ ἀγγελικοῦ ἢ ὑφυπαγγελικοῦ νοῦ, τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως τοῦ ἄλλου προσώπου ἀντιστοίχως στὸ ὁμόρροπο σχῆμα.
Ὥστε τὸ σχῆμα τῶν συρρόπων ἀποκλινουσῶν ἢ συναποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν ἔχει ἐφαρμογὴ στὴν περίπτωση τῆς ἐσωτερικῆς θεώρησης τοῦ ἴδιου ὄντος «αὐτοῦ καθ' ἑαυτό» (ἐνοντολογικῆς θεωρήσεως), στὰ ἐντελεχειακά, δηλονότι, πλαίσια τοῦ λεγομένου «ἐν νοῒ ἢ ἐννοϊκοῦ συμπλέγματος», ἐνῷ, τὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα τῶν συρρόπων συγκλινουσῶν ἢ συσυγκλινουσῶν, στὴν περίπτωση τῆς ἐξωτερικῆς θεώρησης δύο διακριτῶν ὄντων «μετ' ἀλλήλων» (διοντολογικῆς θεωρήσεως), εἴτε ἑτεροειδῶν, εἴτε ὁμοιοειδῶν, εἴτε ὁμοειδῶν, στὰ ἐντελεχειακά, δηλαδή, πλαίσια τοῦ καλουμένου «διὰ νόων ἢ διανοϊκοῦ συμπλέγματος».
Στὴν εἰδικὴ περίπτωση τῆς ὑποστατικῆς (προσωπικῆς) ἑνώσεως δύο διαφόρων φύσεων στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο, τὰ δύο διαφορετικὰ ἀρχέτυπα ποὺ συγκλίνουν στὸ ἴδιο ἀντίτυπο ἐκλαμβάνονται ὡς δύο διαφορετικὲς φύσεις τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ διφυοῦς ἀρχετύπου, χωρὶς νὰ ἐντοπίζεται μεταξύ τους ἀπόσταση καὶ γωνία διαφορᾶς, διότι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ δύο διακριτὰ ἑτεροειδῆ ὄντα ποὺ θεωροῦνται ἐξωτερικῶς «μετ' ἀλλήλων» (διοντολογικῶς) ἀλλὰ γιὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ διφυὲς ὂν (πρόσωπο) ποὺ θεωρεῖται ἐσωτερικῶς «αὐτὸ καθ' ἑαυτό» (ἐνοντολογικῶς).
Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, διαπιστώνεται ἡ ὕπαρξη ἑνὸς ἄλλου, μέσου καὶ μικτοῦ, εἴδους συρρόπων ἐντελεχειῶν οἱ ὁποῖες καὶ ἀποκλίνουν ἀπὸ τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ διφυὲς ἀρχέτυπο καὶ συγκλίνουν στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ διφυὲς ἀντίτυπο, ποὺ χαρακτηρίζονται, δηλαδή, συγχρόνως καὶ ὡς «σύρροπες ἀποκλίνουσες» ἢ «συναποκλίνουσες» καὶ ὡς «σύρροπες συγκλίνουσες» ἢ «συσυγκλίνουσες», ἤ, μὲ μία λέξη, ὡς «συναποσυγκλίνουσες», καὶ ὡς «ἐγκαταταυτιζόμενες». Τὸ ἐντελεχειακὸ αὐτὸ εἶδος, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἀποτελεῖ τὸ ἔκτυπο προϊὸν τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς τοῦ ἀντιτύπου ἐντελεχειακοῦ εἴδους τῶν συσυγκλινουσῶν πρὸς τὸ ἀρχέτυπο ἐντελεχειακὸ εἶδος τῶν συναποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν.
Ἐπιγινώσκεται, συνεπῶς, καὶ ἡ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῶν συρρόπων ἐντελεχειῶν, μὲ ἀρχέτυπο τὶς σύρροπες ἀποκλίνουσες ἢ συναποκλίνουσες, ἔκτυπο τὶς σύρροπες ἀποκλίνουσες μαζὶ καὶ συγκλίνουσες ἢ συναποσυγκλίνουσες καὶ ἀντίτυπο τὶς σύρροπες συγκλίνουσες ἢ συσυγκλίνουσες ἐντελέχειες, ἡ ὁποία ἀνήκει στὶς ἀνακόλουθες ἐντελέχειες.
Ἡ ἐντελεχειακὴ σύσχεση μεταξὺ τῶν τριῶν ἀκτίστων θείων ὑποστάσεων (προσώπων) ὁρίζεται δογματολογικῶς ὡς ἡ τέταρτη καὶ τελευταία ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη τῆς πολυσυνθέτου ἐντελεχείας τοῦ νοῦ, ἡ ὁποία, ἐν προκειμένῳ, συναποτελεῖται ἀπὸ δύο ὁλοσύνθετες ἐντελέχειες τοῦ νοῦ, ἀνταποκλίνουσες μεταξύ τους ἀπὸ κοινὸ ἀρχέτυπο πρὸς διάφορο ἀντίτυπο, ἀφενὸς ἀπὸ τὸ λεγόμενο «ἐν νοῒ ἢ ἐννοϊκὸ σύμπλεγμα», τὴν «ἔσω νομὴ τοῦ νοῦ», καὶ ἀφετέρου ἀπὸ τὸ καλούμενο «διὰ νόων ἢ διανοϊκὸ σύμπλεγμα», τὴν «ἔξω νομὴ τοῦ νοῦ», καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες συναπαρτίζεται ἀπὸ δύο ἐξάλληλες καὶ ἀπάλληλες ἡμισύνθετες ἐντελέχειες ποὺ προκύπτουν ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ συναποκλίνουν ἀπὸ κοινὸ ἀρχέτυπο πρὸς διάφορο ἀντίτυπο καὶ ἔτσι διατελοῦν ἀμφότερες συναποκλίνουσες, σύστροφες (τελειόστροφες) καὶ συνάλληλες, σχεδόν, δηλαδή, ἢ σχετικῶς ἴσες, ἤ, μὲ μία λέξη, πάρισες, καὶ σὲ θλαστόγραμμη (τριγωνική) διάταξη.
Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ὅτι ἡ λήψη τῆς ὕπαρξης τῆς μίας προκαλεῖ ταυτόχρονα τὴ λήψη τῆς ὕπαρξης τῆς ἄλλης ἄμεσα ἀπὸ τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ πρωταίτιο ἀρχέτυπο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀμφότερες συναποκλίνουν, ὅτι ἐν προκειμένῳ, δηλαδή, ἐνῷ ἡ πρώτη συναποκλίνουσα ἐντελέχεια λαμβάνει τὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ κοινὸ πρωταίτιο μὲ τὴν «πρώτη ἐντελεχειακὴ ἀφόρμησή» του καὶ νοεῖται ὡς «ἐντελεχειακὴ ἐξόρμησή» του, κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς χρόνο, δίνει τὴ «δεύτερη ἐντελεχειακὴ ἀφόρμηση» σ' ἐκεῖνο νὰ δώσει τὴν ὕπαρξη καὶ στὴ δεύτερη συναποκλίνουσα ἐντελέχεια ποὺ νοεῖται ὡς «ἐντελεχειακὴ ἐφόρμηση» ἐκείνου καὶ ὡς ἐντελεχειακὴ συνέπεια καὶ συμπλήρωση αὐτῆς.
Ἔτσι ὥστε, ἡ μὲν «πρώτη ἐντελεχειακὴ ἀφόρμηση» τοῦ πρωταιτίου νὰ διακρίνεται ὡς «ἀφόρμησις ἀφ' ἑαυτοῦ» ἢ ἀλλιῶς «εὐθεῖα αὐταφόρμησις», ἡ δὲ «δεύτερη ἐντελεχειακὴ ἀφόρμησή» του, ὡς «ἀφόρμησις ἀφ' ἑαυτοῦ δι' ἑτέρου» ἢ ἀλλιῶς «πλαγία αὐταφόρμησις» (καὶ ὄχι «ἀφόρμησις ἀφ' ἑτέρου», τουτέστιν, «εὐθεῖα ἑτεραφόρμησις», οὔτε «ἀφόρμησις ἀφ' ἑτέρου δι' ἄλλου», τουτέστι, «πλαγία ἑτεραφόρμησις»), δεδομένου ὅτι καὶ ἡ πρώτη συναποκλίνουσα ποὺ δίνει τὴ δεύτερη ἀφόρμηση στὸ πρωταίτιο γιὰ νὰ δώσει τὴν ὕπαρξη στὴ δεύτερη συναποκλίνουσα λαμβάνει καὶ αὐτὴ συγχρόνως τὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς πρωταίτιο, ποὺ σὲ τελευταία ἀνάλυση σημαίνει ὅτι τὸ κοινὸ πρωταίτιο ἀναθέτει στὴν πρώτη συναποκλίνουσα, μόλις λάβει τὴν ὕπαρξη ἀπὸ αὐτὸ μὲ τὴν πρώτη του ἀφόρμηση, νὰ τοῦ δώσει τὴ δεύτερη ἀφόρμηση προκειμένου αὐτὸ τὸ ἴδιο νὰ δώσει τὴν ὕπαρξη καὶ στὴ δεύτερη συναποκλίνουσα, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι δὲν ὑποκινεῖ, ἐν προκειμένῳ, ἡ πρώτη συναποκλίνουσα τὸ πρωταίτιο «ἀφ' ἑαυτῆς» ἀλλὰ «κατ' ἀνάθεσιν» ἐκείνου, ὅτι κατ' οὐσίαν, δηλαδή, καὶ πάλι τὸ ἴδιο τὸ πρωταίτιο ἐκκινεῖ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ χρησιμοποιῶντας ἐπὶ τούτῳ τὴν πρώτη συναποκλίνουσα.
Στὶς ἀνθαπλὲς ἢ αὐτοσύνθετες ἐντελέχειες, τὸ διάφορο μέλος τῆς πρώτης ὑφαπλῆς συναποκλινούσης ἐντελεχείας συζεύγνυται μὲ τὸ ἀνάλογό του διαφορετικὸ μέλος τῆς δεύτερης, δεδομένου ὅτι κοινὸ μέλος ἀμφοτέρων εἶναι τὸ κοινό τους ἀρχέτυπο, καὶ θεωροῦνται, τὸ μέν, ὡς μεσαίτιο, τὸ δέ, ὡς αἰτιατό, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἐδῶ ἡ μεσαιτιότητα καὶ ἡ αἰτιατότητα δὲν νοοῦνται διαδοχικῶς ὡς πρὸς τὴν πρωταιτιότητα καὶ μεταξύ τους, ὅπως στὶς ἁπλὲς ἐντελέχειες, κατὰ τὸ σχῆμα «πρωταίτιον → μεσαίτιον → αἰτιατόν», ἀλλὰ συμμετρικῶς, κατὰ τὸ σχῆμα «μεσαίτιον ← πρωταίτιον → αἰτιατόν», ὅτι δηλαδή, καὶ τὸ μεσαίτιο καὶ τὸ αἰτιατὸ λαμβάνουν ἀμφότερα τὴν ὕπαρξη ἄμεσα ἀπὸ τὸ πρωταίτιο καὶ γι' αὐτὸ χαρακτηρίζονται, τὸ ἕνα, ὡς «συμμετρικὴ μεσαιτιότητα», καὶ τὸ ἄλλο, ὡς «συμμετρικὴ αἰτιατότητα», σὲ διάκριση ἀπὸ τὴ «διαδοχικὴ μεσαιτιότητα» καὶ τὴ «διαδοχικὴ αἰτιατότητα», ὅπου τὸ μεσαίτιο λαμβάνει τὴν ὕπαρξη ἄμεσα ἀπὸ τὸ πρωταίτιο καὶ τὸ αἰτιατὸ ἔμμεσα, μέσῳ τοῦ μεσαιτίου. Ἀναλόγως, βεβαίως, διακρίνουμε καὶ τὴ «συμμετρικὴ πρωταιτιότητα» ἀπὸ τὴ «διαδοχικὴ πρωταιτιότητα».
Ὁρίζονται, λοιπόν, τὸ «διαδοχικὸ αἴτιο καὶ αἰτιατό» σὲ διάκριση ἀπὸ τὸ «συμμετρικὸ αἴτιο καὶ αἰτιατό», καθὼς καὶ ἡ «ἀμεσότητα καὶ ἐμμεσότητα τοῦ διαδοχικοῦ αἰτίου καὶ αἰτιατοῦ» σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν «ἀμεσότητα καὶ ἐμμεσότητα τοῦ συμμετρικοῦ αἰτίου καὶ αἰτιατοῦ».
Καὶ στὴ μὲν περίπτωση τῆς διαδοχῆς, ἄμεση διαδοχικὴ αἰτιότητα ἔχουν ἀμφότερα τὰ αἴτια, καὶ τὸ πρωταίτιο σὲ σχέση μὲ τὸ μεσαίτιο καὶ τὸ μεσαίτιο σὲ σχέση μὲ τὸ αἰτιατό, καὶ ἔμμεση διαδοχικὴ αἰτιότητα ἔχει μόνο τὸ πρωταίτιο σὲ σχέση μὲ τὸ αἰτιατό, ἐνῷ, ἄμεση διαδοχικὴ αἰτιατότητα ἔχουν ἀμφότερα τὰ αἰτιατά, καὶ τὸ μεσαίτιο σὲ σχέση μὲ τὸ πρωταίτιο καὶ τὸ αἰτιατὸ σὲ σχέση μὲ τὸ μεσαίτιο, καὶ ἔμμεση διαδοχικὴ αἰτιατότητα ἔχει μόνο τὸ αἰτιατὸ σὲ σχέση μὲ τὸ πρωταίτιο.
Στὴ δὲ περίπτωση τῆς συμμετρίας, ἄμεση συμμετρικὴ αἰτιότητα ἔχει μόνο τὸ πρωταίτιο σὲ σχέση καὶ μὲ τὸ μεσαίτιο καὶ μὲ τὸ αἰτιατὸ καὶ ἔμμεση συμμετρικὴ αἰτιότητα μόνο τὸ μεσαίτιο σὲ σχέση μόνο μὲ τὸ αἰτιατό, ἐνῷ, ἄμεση συμμετρικὴ αἰτιατότητα ἔχουν καὶ τὸ μεσαίτιο καὶ τὸ αἰτιατὸ σὲ σχέση μὲ τὸ πρωταίτιο καὶ ἔμμεση συμμετρικὴ αἰτιατότητα ἔχει μόνο τὸ αἰτιατὸ σὲ σχέση μόνο μὲ τὸ μεσαίτιο.
Στὴν προκειμένη περίπτωση τῆς ὡς ἄνω ἐντελεχείας τοῦ νοῦ ἡ συμμετρικὴ συνδυάζεται ἁρμονικὰ μὲ τὴ διαδοχικὴ αἰτιότητα, τόσο στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς «ἔσω νομῆς τοῦ νοῦ», τοῦ «ἐννοϊκοῦ συμπλέγματος», ὅσο καὶ στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς «ἔξω νομῆς τοῦ νοῦ», τοῦ «διανοϊκοῦ συμπλέγματος».
Ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα γιὰ τὴ διάκριση καὶ τὴν κατανόηση τῆς ἐντελεχειακῆς συσχέσεως μεταξὺ τῆς ἀφορμήσεως, τῆς ἐξορμήσεως καὶ τῆς ἐφορμήσεως εἶναι αὐτὸ τοῦ μαχητικοῦ ὑποβρυχίου, τὸ ὁποῖο ἐξορμᾷ μὲ τὸ περισκόπιο καὶ ἐφορμᾷ μὲ τὸν ἐκτοξευτῆρα τῶν τορπιλῶν καὶ τὶς τορπίλες.
Ἐν προκειμένῳ, ἡ μὲν ἀφόρμηση, ἡ ἐνδιάθετος, δηλαδή, ἢ εἰσακτὴ ἐνέργεια, μὲ τὴ σημασία τῆς «εἰς τὰ ἔσω ἢ εἰς ἑαυτὴν διαγωγῆς», τῆς «ἐνδιαθέσεως», ἡ λεγόμενη «δύναμις», ἀντιστοιχεῖ σ' αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τοῦ ὑποβρυχίου, ἡ ὁποία λογίζεται ὡς «ὁ αἰσθητής», ἡ δὲ ἐξόρμηση, ἡ ἐξαγόρευτος, δηλαδή, ἢ ἐξακτὴ ἐνέργεια, ἡ καλούμενη «ἐγρήγορσις», ἀναλογεῖ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ περισκοπίου τοῦ ὑποβρυχίου, ἡ ὁποία λογίζεται ὡς «ἡ αἴσθηση» τοῦ ὑποβρυχίου μὲ τὴν ὁποία ἐνεργεῖ τὴν περισκόπηση τοῦ χώρου τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης, καὶ ἡ ἐφόρμηση, ἡ ὑπαγόρευτος, δηλαδή, ἢ παρακτὴ ἐνέργεια, ἡ κατεξοχὴν ὀνομαζόμενη «ἐνέργεια», προσιδιάζει στὴ φόρτωση τοῦ ἐκτοξευτῆρος τορπιλῶν τοῦ ὑποβρυχίου μὲ τὶς τορπίλες, ἡ ὁποία λογίζεται ὡς «ἡ θύση», τὸ θυμικό, δηλονότι, τοῦ ὑποβρυχίου μὲ τὴν ὁποία ἐνεργεῖ τὴν ἐκτόξευση τῶν τορπιλῶν.
Ὅπως εὐλόγως γίνεται ἀντιληπτό, καὶ ἡ ἐξορμητικὴ περισκόπηση καὶ ἡ ἐφορμητικὴ ἐκτόξευση εἶναι δύο ἀσύγχυτες καὶ σύζυγες (συνδυαστικές) μεταξύ τους ἐνέργειες καὶ οἱ δύο οἱ ὁποῖες πηγάζουν καὶ προέρχονται ἄμεσα καὶ συμμετρικὰ ἀπὸ τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ ὑποβρύχιο τὸ ὁποῖο καὶ ἐξορμᾷ καὶ ἐφορμᾷ καὶ ἀμφότερες οἱ ὁποῖες ἀνήκουν ἀπευθείας σ' αὐτό. Αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ὑποβρύχιο ἔχει δική του ἐξόρμηση καὶ δική του ἐφόρμηση.
Ἄνευ ἰσχύος τοῦ σχήματος τῆς «ἐν μέσῳ ἢ ἐμμέσου παραγωγῆς» ἢ ἀλλιῶς «ἀναπαραγωγῆς», μὲ τὴν πλατεῖα καὶ εὐρεῖα σημασία τοῦ ὅρου «παραγωγή» ποὺ συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν κατεξοχὴν λεγόμενη «παραγωγή» καὶ τὴν «ἐξαγωγή», κατὰ τὸ ὁποῖο τὸ πρωταίτιο, ὁ «παραγωγός» ἢ «προπαραγωγός» ἢ «πρωτοπαραγωγός», καὶ τὸ μεσαίτιο, ὁ «ἀναπαραγωγός» ἢ «μεταπαραγωγός» ἢ «ὑστεροπαραγωγός», ὁ ὁποῖος διατελεῖ συνάμα καὶ «παράγωγος» ἢ «προπαράγωγος» ἢ «πρωτοπαράγωγος», δὲν συγχέονται παραγωγικὰ μεταξύ τους σὲ σχέση μὲ τὸ αἰτιατό, τὸν «ἀναπαράγωγο» ἢ «μεταπαράγωγο» ἢ «ὑστεροπαράγωγο», χωρίς, δηλαδή, ἡ ἀφόρμηση νὰ ἐξάγει πρώτα τὴν ἐξόρμηση καὶ ἡ ἐξόρμηση νὰ παράγει ἔπειτα τὴν ἐφόρμηση, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, χωρὶς τὸ ὑποβρύχιο νὰ ἀναπτύσσει πρῶτα τὸ περισκόπιο καὶ τὸ περισκόπιο νὰ ἐκτοξεύει ἔπειτα τὴν τορπίλη.
Ἀλλ' οὔτε καὶ μὲ ἰσχὺ τοῦ σχήματος τῆς «σὺν μέσῳ ἢ συμμέσου παραγωγῆς» ἢ ἀλλιῶς «συμπαραγωγῆς», κατὰ τὸ ὁποῖο τὸ πρωταίτιο, ὁ παραγωγός, συγχέεται παραγωγικὰ μὲ τὸ μεσαίτιο, τὸν ἀναπαραγωγό, καὶ ἔτσι ἀμφότεροι καθίστανται «συμπαραγωγοί», συμπαράγοντας ἀπὸ κοινοῦ τὸ αἰτιατό, τὸν συμπαράγωγο, χωρίς, δηλαδή, ἡ ἀφόρμηση νὰ ἐξάγει, πρώτα, τὴν ἐξόρμηση καὶ ἀμφότερες νὰ συμπαράγουν, ἔπειτα, τὴν ἐφόρμηση, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, χωρὶς τὸ ὑποβρύχιο, πρῶτα, νὰ ἀναπτύσσει τὸ περισκόπιο καὶ ἀμφότερα, ἔπειτα, νὰ συνεκτοξεύουν τὴν τορπίλη, τὸ ὁποῖο, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, θὰ σήμαινε ὅτι ἡ μισὴ τορπίλη ἐκτοξεύεται ἀπὸ τὸν ἐκτοξευτῆρα τορπιλῶν τοῦ ὑποβρυχίου καὶ ἡ ἄλλη μισὴ ἀπὸ τὸ περισκόπιο τοῦ ὑποβρυχίου καὶ θὰ ἦταν, ἀσφαλῶς, ἄτοπο.
Καὶ ἡ ἐξόρμηση, σημειωτέον, καὶ ἡ ἐφόρμηση δύνανται νὰ ἔχουν ἑκάστη καὶ δική της ἄλλη ἐξόρμηση καὶ δική της ἄλλη ἐφόρμηση, ἐπικτώμενες ἀμφότερες καὶ αἰτιατὴ ἀφορμητικότητα, καθιστάμενες, δηλονότι, καὶ οἱ δύο αἰτιατὲς ἀφορμήσεις, σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν αἰτία ἀφόρμηση, ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη πηγάζουν ἄμεσα καὶ προέρχονται συμμετρικά, ὅπως στὴν προκειμένη περίπτωση τῆς προδηλωθείσης ἐντελεχείας τοῦ νοῦ.
Στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ ἐξόρμηση τῆς ἀφορμήσεως ποὺ διατελεῖ ἡ αὐτὴ καὶ ἀφόρμηση λέγεται «ἐξαφόρμηση» καὶ ἡ ἐφόρμηση τῆς ἀφορμήσεως ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἴδια ἀφόρμηση καλεῖται «ἐπαφόρμηση», ἐνῷ ἀμφότερες ὀνομάζονται «μεταφορμήσεις» ἢ «μέσες ἀφορμήσεις» ἢ «μεσαφορμήσεις», σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν ἀφόρμηση ἡ ὁποία ὁρίζεται ὡς «ἐναφόρμηση» καὶ χαρακτηρίζεται καὶ ὡς «προαφόρμηση» ἢ «πρώτη ἀφόρμηση» ἢ «πρωταφόρμηση».
Καὶ ἡ ἐξαφόρμηση καὶ ἡ ἐπαφόρμηση θεωροῦνται περισσότερο ὡς ἐσωτερικὲς δυνάμεις καὶ λιγότερο ὡς ἐξωτερικὲς ἐνέργειες, καλούμενες ἀμφότερες καὶ «μεταδυνάμεις» ἢ «μέσες δυνάμεις» ἢ «μεσοδυνάμεις», μὲ ἀμιγῶς ἐσωτερικὴ δύναμη τὴν ἐναφόρμηση ποὺ λέγεται καὶ «προδύναμη» ἢ «πρώτη δύναμη» ἢ «πρωτοδύναμη».
Καὶ ἡ μὲν ἐξόρμηση τῆς ἐξαφορμήσεως λέγεται «προσεξόρμηση», ἡ δὲ ἐξόρμηση τῆς ἐπαφορμήσεως καλεῖται «παρεξόρμηση», καὶ ὡς παράλληλη πρὸς τὴν προσεξόρμηση ἀλλὰ καὶ ὡς παρεκκλίνουσα ἀπὸ τὴν εὐθύγραμμη διαδοχικὴ ἐντελέχεια ποὺ σχηματίζουν ἡ ἐναφόρμηση, ἡ ἐπαφόρμηση καὶ ἡ κάτωθι ὁριζόμενη ὡς προσεφόρμηση, ἐνῷ ἀμφότερες ὀνομάζονται «μετεξορμήσεις», σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν ἐξαφόρμηση ποὺ χαρακτηρίζεται καὶ «προεξόρμηση» ἢ «πρώτη ἐξόρμηση» ἢ «πρωτεξόρμηση», καὶ θεωροῦνται ὡς ἐξωτερικὲς ἐνέργειες.
Καὶ ἀναλόγως, ἡ μὲν ἐφόρμηση τῆς ἐπαφορμήσεως λέγεται «προσεφόρμηση», ἡ δὲ ἐφόρμηση τῆς ἐξαφορμήσεως καλεῖται «παρεφόρμηση», καὶ ὡς παράλληλη πρὸς τὴν προσεφόρμηση ἀλλὰ καὶ ὡς παρεκκλίνουσα ἀπὸ τὴν εὐθύγραμμη διαδοχικὴ ἐντελέχεια ποὺ σχηματίζουν ἡ ἐναφόρμηση, ἡ ἐξαφόρμηση καὶ ἡ προσεξόρμηση, ἐνῷ ἀμφότερες ὀνομάζονται «μετεφορμήσεις», σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν ἐπαφόρμηση ποὺ χαρακτηρίζεται καὶ «προεφόρμηση» ἢ «πρώτη ἐφόρμηση» ἢ «πρωτεφόρμηση», καὶ θεωροῦνται, ἐπίσης, ὡς ἐξωτερικὲς ἐνέργειες. Ἡ παρεξόρμηση καὶ ἡ παρεφόρμηση χαρακτηρίζονται ἀμφότερες ὡς «παρορμήσεις».
Ἐν τοιαύτῃ, δηλαδή, περιπτώσει, ἡ ἀφόρμηση διασπᾶται καὶ ἀναπτύσσεται σὲ τρία ἐντελεχειακὰ στάδια νοούμενα σὲ θλαστόγραμμη (τριγωνική) διάταξη, στὴν ἐναφόρμηση, τὴν ἐξαφόρμηση καὶ τὴν ἐπαφόρμηση, μὲ συνέπεια καὶ ἡ ἐξόρμηση καὶ ἡ ἐφόρμηση τῆς ἀφορμήσεως νὰ διασπῶνται καὶ αὐτὲς καὶ νὰ ἀναπτύσσονται ἡ καθεμιὰ σὲ δύο ἐντελεχειακὰ στάδια νοούμενα σὲ πλάγια εὐθύγραμμη διάταξη σὲ σχέση μὲ τὴν ἐναφόρμηση καὶ μεταξύ τους, ἡ μὲν στὴν ἐξαφόρμηση καὶ τὴν προσεξόρμηση, ἡ δὲ στὴν ἐπαφόρμηση καὶ τὴν προσεφόρμηση, καὶ νὰ προστίθενται παρεκκλινόντως ὡς πρὸς τὶς δύο αὐτὲς πλάγιες εὐθύγραμμες διατάξεις ἡ παρεφόρμηση, στὴν πρώτη, καὶ ἡ παρεξόρμηση, στὴ δεύτερη.
Ἔτσι, διακρίνονται ἐδῶ δύο εἴδη διαδοχικῶν ἐντελεχειῶν ἢ διαδοχῶν, ἀφενὸς ἡ «πλαγία εὐθύγραμμη ἢ ὁμοιογενὴς διαδοχικὴ ἐντελέχεια» ἢ ἀλλιῶς ἡ «πλαγία εὐθύγραμμη ἢ ὁμοιογενὴς διαδοχή», τὴν ὁποία σχηματίζουν ὁμοιόμορφα, τόσο ἡ ἐναφόρμηση (πρωταίτιο), ἡ ἐξαφόρμηση (μεσαίτιο) καὶ ἡ προσεξόρμηση (αἰτιατό), ὅσο καὶ ἡ ἐναφόρμηση (πρωταίτιο), ἡ ἐπαφόρμηση (μεσαίτιο) καὶ ἡ προσεφόρμηση (αἰτιατό), καὶ ἀφετέρου ἡ «θλαστόγραμμη ἢ ἀνομοιογενὴς διαδοχικὴ ἐντελέχεια» ἢ ἀλλιῶς ἡ «θλαστόγραμμη ἢ ἀνομοιογενὴς διαδοχή», ποὺ σχηματίζουν ἀνομοιόμορφα, τόσο ἡ ἐναφόρμηση (πρωταίτιο), ἡ ἐξαφόρμηση (μεσαίτιο) καὶ ἡ παρεφόρμηση (αἰτιατό), ὅσο καὶ ἡ ἐναφόρμηση (πρωταίτιο), ἡ ἐπαφόρμηση (μεσαίτιο) καὶ ἡ παρεξόρμηση (αἰτιατό).
Ἐν προκειμένῳ, δηλαδή, καὶ ἐν συνόλῳ, ἔχουμε ἑπτὰ ἐντελεχειακὰ σχήματα, τρεῖς θλαστόγραμμες συμμετρικὲς ἐντελέχειες, πρῶτον, αὐτὴ ποὺ σχηματίζουν ἡ ἐναφόρμηση, ἡ ἐξαφόρμηση καὶ ἡ ἐπαφόρμηση, δεύτερον, ἐκείνη ποὺ σχηματίζουν ἡ ἐξαφόρμηση, ἡ προσεξόρμηση καὶ ἡ παρεφόρμηση, καὶ τρίτον, τὴν ἄλλη ποὺ σχηματίζουν ἡ ἐπαφόρμηση, ἡ παρεξόρμηση καὶ ἡ προσεφόρμηση, δύο πλάγιες εὐθύγραμμες διαδοχικὲς ἐντελέχειες, τὶς ὡς ἄνω, καὶ ἄλλες δύο θλαστόγραμμες διαδοχικὲς ἐντελέχειες, τὶς δηλωθεῖσες, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, πέντε θλαστόγραμμες ἐντελέχειες, τρεῖς συμμετρικὲς καὶ δύο διαδοχικές, καὶ δύο πλάγιες εὐθύγραμμες ἐντελέχειες, μόνο διαδοχικές.
Στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τοῦ νοῦ καὶ τοῦ «ἐν νοῒ ἢ ἐννοϊκοῦ συμπλέγματος», στὸ ὁποῖο θὰ ἀναφερθοῦμε πιὸ ἀναλυτικὰ στὴν οἰκεία ἑνότητα τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, ὡς «νοϊκὴ ἐναφόρμηση» ὁρίζεται ἡ «ἐνδιάθετος αὐτόνοια», αὐτός, δηλαδή, καθεαυτὸς ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος νοεῖται ὡς «προενδιάθετος» ἢ «πρῶτος ἐνδιάθετος» ἢ «πρωτενδιάθετος» ἢ «ἐνείσακτος», μὲ τὴ σημασία τῆς «εἰς τὰ ἐσωτάτω εἰς ἑαυτὸν διαγωγῆς», τῆς λεγομένης «ἐνεισαγωγῆς», δηλαδή, τῆς «πρῶτης καὶ καθαρᾶς ἐνδιαθέσεως», καὶ καλεῖται «Νοῦς», μὲ τὴν κατεξοχὴν καὶ εἰδικὴ σημασία τοῦ ὅρου, τοῦ «ἐνδιαθέτου νοῦ». Συνεκδοχικὰ καὶ γενικώτερα, «νοῦς» ὀνομάζεται ἡ ὅλη ἐντελέχεια τοῦ νοῦ.
Οἱ ὅροι, σημειωτέον, «ἐνδιάθετος» καὶ «ἐνδιάθεσις» ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ἐνδιατιθέναι» ποὺ σημαίνει «ἔχειν τι ἐντός» καὶ κατ' ἀκρίβειαν ἀναφέρονται στὴν ἀμιγῶς αἰτία ἢ πρωταιτία ἐνδιάθεση, τὴν πρωτενδιάθεση, ἤ, μὲ ἄλλους ὅρους, στὸ «ἀγέννητον» καὶ τὴν «ἀγεννησία», κατ' ἐπέκτασιν, ὅμως, δύνανται νὰ δηλώνουν γενικῶς τὸ «εἰσακτόν» καὶ τὴν «εἰσαγωγή», μὲ τὴν πλατεῖα καὶ εὐρεῖα σημασία τῆς «εἰς τὰ ἔσω ἢ εἰς ἑαυτὸν διαγωγῆς», εἴτε πρόκειται γιὰ τὴν πρωταιτία καὶ κυρία καὶ κατεξοχὴν εἰσαγωγή, «τὴν ἐσωτάτη», τὴν «ἐνδιάθετο αὐτόνοια» ἢ ἀλλιῶς τὸν «ἐνδιάθετο νοῦ», ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, τὴν «ἀγέννητη πατρότητα» ἢ «ἀρχιπατορία», εἴτε γιὰ τὶς δύο ἄλλες μεσαίτιες (αἰτιατὲς αἴτιες) εἰσαγωγές, «τὰς ἐσωτέρας», ἀφενὸς γιὰ τὴν «ἐνδιάθετο νόηση» ἢ ἀλλιῶς τὸν «ἐνδιάθετο λόγο», ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, τὴν «πρωτογέννητη πατρότητα», καὶ ἀφετέρου γιὰ τὴν «ἐνδιάθετο βούληση» ἢ ἀλλιῶς τὸν «ἐνδιάθετο νόμο», ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, τὴν «πρωτεκπόρευτη πατρότητα», τὶς «πρωτιστοπατορίες».
Ὡς «νοϊκὴ ἐξαφόρμηση» ὁρίζεται ἡ «ἐνδιάθετος νόησις» ἡ ὁποία νοεῖται καὶ ὡς «μετενδιάθετος» ἢ «μέση ἐνδιάθετος» ἢ «μεσενδιάθετος» ἢ «μικτὴ ἐνδιάθετος» ἢ «μιξενδιάθετος» καὶ ὡς «προεξαγόρευτος» ἢ «πρώτη ἐξαγόρευτος» ἢ «πρωτεξαγόρευτος» ἢ «μικτὴ ἐξαγόρευτος» ἢ «μιξεξαγόρευτος», ἤ, μὲ μία λέξη, ὡς «ἐξενδιάθετος», καὶ «ἐξαγόρευτος», δηλονότι, κατὰ τὸ δευτερεῦον, καὶ «ἐνδιάθετος», κατὰ τὸ πρωτεῦον, ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, ὡς «ἐξείσακτος», καὶ «ἐξακτή», δηλαδή, ὀλιγώτερον, καὶ «εἰσακτή», περισσότερον, μὲ τὴ σημασία τῆς «εἰς τὰ δεξιὰ ἐσωτέρω εἰς ἑαυτὴν διαγωγῆς», τῆς λεγομένης «ἐξεισαγωγῆς», δηλαδή, τῆς «δευτέρας καὶ μικτῆς ἐνδιαθέσεως», καὶ καλεῖται «Λόγος», μὲ τὴν κατεξοχὴν σημασία τοῦ ὅρου, τοῦ «ἐνδιαθέτου λόγου». Πρόκειται γιὰ τὴν κατεξοχὴν καὶ εἰδικῶς λεγόμενη «νόηση», τὴ «νόηση τοῦ Νοῦ». Συνεκδοχικὰ καὶ γενικώτερα, «λόγος» ὀνομάζεται ὅλη ἡ ἐντελέχεια τοῦ λόγου ἡ ὁποία ἐμπεριέχεται μέσα στὴν ὅλη ἐντελέχεια τοῦ νοῦ.
Οἱ ὅροι, σημειωτέον, «ἐξαγόρευτος» καὶ «ἐξαγόρευσις» ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ἐξαγορεύειν» τὸ ὁποῖο κατ' ἀκρίβειαν σημαίνει «ὁμιλεῖν ἔξω εἰς ἀγοράν» καὶ κατὰ κυριολεξίαν ἀναφέρονται στὸν «ἀγοραῖο λόγο», στὸν ἐξακτό, δηλαδή, προφορικὸ ἔναρθρο λόγο ποὺ ἐξωτερικεύεται πλήρως σὲ διαπροσωπικὸ ἐπίπεδο, μὲ τὴν εὐρεῖα, ὅμως, καὶ πλατεῖα σημασία τους δύνανται νὰ χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ δηλώσουν γενικῶς τὸ «ἐξακτόν» καὶ τὴν «ἐξαγωγή», ἤ, μὲ ἄλλους ὅρους, τὸ «γεννητόν» καὶ τὴ «γέννηση», εἴτε πρόκειται γιὰ τὴν κατεξοχὴν ἐξαγωγή, τὴν πιὸ ἐξωτερικὴ ἢ ἐκδιάθετο, εἴτε γιὰ τὴν πιὸ ἐσωτερικὴ ἢ ἐνδιάθετο ἐξαγωγή.
Ὡς «νοϊκὴ ἐπαφόρμηση» ὁρίζεται ἡ «ἐνδιάθετος βούλησις» ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ νοεῖται καὶ ὡς «μετενδιάθετος» ἢ «μέση ἐνδιάθετος» ἢ «μεσενδιάθετος» ἢ «μικτὴ ἐνδιάθετος» ἢ «μιξενδιάθετος» καὶ ὡς «προϋπαγόρευτος» ἢ «πρώτη ὑπαγόρευτος» ἢ «πρωθυπαγόρευτος» ἢ «μικτὴ ὑπαγόρευτος» ἢ «μιξυπαγόρευτος», ἤ, μὲ μία λέξη, ὡς «ὑπενδιάθετος», καὶ «ὑπαγόρευτος», δηλονότι, κατὰ τὸ δευτερεῦον, καὶ «ἐνδιάθετος», κατὰ τὸ πρωτεῦον, ἤ, κατ' ἄλλο ὅρο, ὡς «παρείσακτος», καὶ «παρακτή», δηλαδή, ὀλιγώτερον, καὶ «εἰσακτή», περισσότερον, μὲ τὴ σημασία τῆς «εἰς τὰ ἀριστερὰ ἐσωτέρω εἰς ἑαυτὴν διαγωγῆς», τῆς λεγομένης «παρεισαγωγῆς», δηλαδή, τῆς «τρίτης καὶ μικτῆς ἐνδιαθέσεως», καὶ καλεῖται «Νόμος», μὲ τὴν κατεξοχὴν σημασία τοῦ ὅρου, τοῦ «ἐνδιαθέτου νόμου». Πρόκειται γιὰ τὴν κατεξοχὴν καὶ εἰδικῶς λεγόμενη «βούληση», τὴ «βούληση τοῦ Νοῦ». Συνεκδοχικὰ καὶ γενικώτερα, «νόμος» ὀνομάζεται ὅλη ἡ ἐντελέχεια τοῦ νόμου ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ ἐμπεριέχεται μέσα στὴν ὅλη ἐντελέχεια τοῦ νοῦ.
Καὶ οἱ ὅροι, σημειωτέον, «ὑπαγόρευτος» καὶ «ὑπαγόρευσις» ποὺ ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ὑπαγορεύειν» καὶ κυριολεκτικῶς ἀναφέρονται στὸν παρακτὸ γραπτὸ ἔναρθρο λόγο δύνανται καὶ αὐτοὶ νὰ χρησιμοποιοῦνται πλατέως καὶ εὐρέως καὶ νὰ σημαίνουν γενικῶς τὸ «παρακτόν» καὶ τὴν «παραγωγή», ἤ, μὲ ἄλλους ὅρους, τὸ «ἐκπορευτόν» καὶ τὴν «ἐκπόρευση», εἴτε τὴν πιὸ ἐξωτερικὴ ἢ ἐκδιάθετο, τὴν κατεξοχὴν παραγωγή, εἴτε τὴν πιὸ ἐσωτερικὴ ἢ ἐνδιάθετο παραγωγή.
Ὡς «νοϊκὴ προσεξόρμηση» ὁρίζεται ἡ «ἐξαγόρευτος νόησις» ἡ ὁποία νοεῖται ὡς «μετεξαγόρευτος» καὶ «προσέξακτος», δηλαδή, «προσέτι ἐξακτή», καὶ ὡς «νόησις τοῦ Λόγου» καὶ καλεῖται «Μῦθος», μὲ τὴν κατὰ συνεκδοχὴ καὶ γενικὴ σημασία τοῦ ὅρου, ἢ «ἐξαγόρευτος λόγος», ἔχοντας τὴν ἔννοια αὐτοῦ ποὺ ὁ Λόγος, ἡ κατεξοχὴν νόηση, ἐν γένει ἐξαγορεύει, δηλαδή, καὶ τοῦ ἐκφορικοῦ ἄναρθρου λόγου, ποὺ καλεῖται «Μῖμος», ἐκ τῶν νοηματικῶν μιμημάτων ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ χειριστής του σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ νοηματικὰ νεύματα καὶ τὰ ἄναρθρα νοηματικὰ φωνήματα, καὶ τοῦ προφορικοῦ ἔναρθρου λόγου, ποὺ καλεῖται «Μῦθος» μὲ τὴν κατεξοχὴν καὶ εἰδικὴ σημασία τοῦ ὅρου, καὶ τοῦ γραπτοῦ ἔναρθρου λόγου, ποὺ καλεῖται «Τύπος».
Ἐνῷ, ὡς «νοϊκὴ παρεφόρμηση», ὁρίζεται ἡ «ὑπαγόρευτος νόησις», ἡ ὁποία νοεῖται ὡς «μεθυπαγόρευτος» καὶ «παραπάρακτος», δηλαδή, «κατὰ παρέκκλισιν καὶ παραλληλίαν παρακτή», καὶ ὡς «βούλησις τοῦ Λόγου» καὶ καλεῖται «Αἶνος» ἢ «ὑπαγόρευτος λόγος», μὲ τὴ συμπεριληπτικὴ σημασία ἐκείνου ποὺ ὁ Λόγος γενικῶς ὑπαγορεύει καὶ ὑπαινίσσεται ἢ θέλει, ἐν τέλει, σὲ τελευταία ἀνάλυση, νὰ πεῖ καὶ νὰ σημάνει, τοῦ βαθύτερου νοήματος, δηλαδή, καὶ τοῦ «Πρωταίνου», ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸ Μῖμο, καὶ τοῦ «Δευτεραίνου», ποὺ ἀναλογεῖ στὸ Μῦθο, καὶ τοῦ «Τριταίνου», ποὺ προσιδιάζει στὸν Τύπο.
Ἡ διαίρεση, σημειωτέον, τοῦ ἐκ τοῦ ἐνδιαθέτου ἐν γένει ἐξαγορεύτου λόγου σὲ ἄναρθρο λόγο καὶ σὲ ἔναρθρο λόγο ποὺ ὑποδιαιρεῖται σὲ προφορικὸ ἔναρθρο λόγο καὶ σὲ γραπτὸ ἔναρθρο λόγο μὲ ὑποδιαίρεση, πλὴν τοῦ ἐνάρθρου, ἐπιπλέον καὶ τοῦ ἀνάρθρου λόγου σὲ ἐκφορικὸ (ἐκφερόμενο) καὶ ὄχι προφορικὸ (προφερόμενο) ἄναρθρο λόγο, μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἀνάρθρων φωνημάτων, νευμάτων καὶ μιμημάτων, καὶ σὲ γραφιστὸ (γραφιζόμενο) καὶ ὄχι γραπτὸ (γραφόμενο) ἄναρθρο λόγο, μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἀναλφαβήτων γραφισμάτων, προκύπτει ἂν ἀφορμήσουμε ἀπὸ τὸν ἐκφορικὸ ἄναρθρο λόγο καὶ μόνο ἐφορμήσουμε στὴ λογογράφηση χωρὶς νὰ ἐξορμήσουμε καθόλου στὸν προφορικὸ ἔναρθρο λόγο, δεδομένου ὅτι μία τέτοια ἀνεξόρμητος ἐφόρμηση ἀποτελεῖ γραφιστὸ ἄναρθρο λόγο.
Καθίσταται, μὲ ἄλλα λόγια, δυνατὴ στὴ σπάνια περίπτωση τῆς κολοβῆς ἐκδοχῆς τῆς ἀνθαπλῆς καὶ αὐτοσυνθέτου συμμετρικῆς ἐντελεχείας «Μῦθος ← Μῖμος → Τύπος» ὡς Μῖμος → Τύπος» ἡ ὁποία ἐκδοχὴ μόνο στὸν πρωτόγονο ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ ἔχει ἐφαρμογὴ καὶ ἡ ὁποία δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴ διαφορετικὴ περίπτωση τῆς συμπτύξεως τῆς ἐν λόγῳ ἐντελεχείας, κατὰ τὴν ὁποία γράφουμε, μόνο, ἐνάρθρως χωρὶς νὰ ὁμιλοῦμε ἐνάρθρως, διότι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὁ Μῦθος δὲν εἶναι ἀνύπαρκτος ἀλλ' ἀποσιωπᾶται, ὑφίσταται, δηλαδή, σιωπηρῶς μαζὶ μὲ τὸν Τύπο.
Πρέπει, ἐπίσης, νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ γραπτὸς ἔναρθρος λόγος, ὁ Τύπος, χαρακτηρίζεται ὡς «ὑπαγόρευτος λόγος» ἢ «καθ' ὑπαγόρευσιν λόγος» θεωρούμενος μόνο στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς ὡς ἄνω συμμετρικῆς τριαδικῆς ἀντεπίδειξης ποὺ σχηματίζει μὲ τὸν ἄναρθρο λόγο, τὸ Μῖμο, καὶ τὸν προφορικὸ ἔναρθρο λόγο, τὸ Μῦθο («Μῦθος ← Μῖμος → Τύπος»), ἡ ὁποία, ὅμως, ἐν τέλει, ὡς ὑπερβαίνουσα τὸ μέτρο τῆς ἐντελεχειακῆς ἀναπτύξεως ἢ καθ' ὑπερβολὴν ἀναλυτική, δὲν ἀναπτύσσεται ἀλλὰ συμπτύσσεται ἐμπεριεχόμενη μέσα στὸ δεύτερο μέλος τῆς ἄλλης, συμμετρικῆς, ἐπίσης, τριαδικῆς ἀντεπίδειξης «Μῦθος ← Λόγος → Αἶνος» ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ δικοῦ της δεύτερου μέλους, τοῦ «Μύθου», τὸ ὁποῖο, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, χαρακτηρίζει συνεκδοχικῶς ὅλο τὸν συμπτυσσόμενο στὸ δεύτερο μέλος ἐκείνης ἑαυτό της, ἔτσι ὥστε καὶ οἱ δύο αὐτὲς ἐντελέχειες νὰ ἔχουν τὸ δεύτερο μέλος τους μὲ τὸ ἴδιο, μέν, ὄνομα «Μῦθος» ἀλλὰ μὲ διαφορετικὴ σημασία, ἡ πρώτη μὲ τὴ μερικὴ καὶ κατεξοχὴν σημασία του, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν εἰδικὴ σημασία τοῦ ὅρου «ἐξαγόρευτος λόγος», μὲ τὴν ἔννοια, δηλαδή, μόνο τοῦ προφορικοῦ ἔναρθρου λόγου, καὶ ἡ δεύτερη μὲ τὴν ὁλικὴ καὶ κατὰ συνεκδοχὴ σημασία του, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν πιὸ γενικὴ σημασία ποὺ λαμβάνει ὁ ὅρος «ἐξαγόρευτος λόγος» ἐντελεχειακῶς συσχετιζόμενος καὶ τριαδικῶς ἀντεπιδεικνύμενος μὲ τοὺς ὅρους «ἐνδιάθετος λόγος» καὶ «ὑπαγόρευτος λόγος», μὲ τὴν ἔννοια, δηλαδή, καὶ τοῦ ἀνάρθρου καὶ τοῦ προφορικοῦ καὶ γραπτοῦ ἐνάρθρου λόγου.
Κατ' ἀκρίβειαν, ἐν προκειμένῳ, ἡ προσεξόρμηση τοῦ Λόγου εἶναι ὁ Μῖμος ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἐπικτᾶται ἀφορμητικότητα καὶ καθίσταται «προσεξαφόρμηση» καὶ ἔτσι, ὁ μὲν Μῦθος ἐπιγινώσκεται ὡς «ἐπιπροσεξόρμηση» τοῦ Μίμου, ἀποτελεῖ, δηλαδή, ἄμεση προσεξόρμηση τοῦ Μίμου καὶ ἔμμεση προσεξόρμηση τοῦ Λόγου, ὁ δὲ Τύπος, ὡς «λογικὴ παραπαρεφόρμηση» τοῦ Μίμου, ὄντας παράλληλος, ἀφενὸς πρὸς τὴν παρεφόρμηση τοῦ Λόγου, τὸν «Πρώταινο», ὁ ὁποῖος ἐπικτᾶται καὶ αὐτὸς ἀφορμητικότητα καὶ καθίσταται «παρεπαφόρμηση», καὶ ἀφετέρου πρὸς τὴν «ἐπιπαρεφόρμηση» τοῦ «Πρωταίνου», τὸν «Τρίταινο», ἀλλὰ καὶ παρεκκλίνοντας ἀπὸ τὴ μυθικὴ πλάγια εὐθύγραμμη διαδοχικὴ ἐντελέχεια ποὺ σχηματίζουν ὁ Λόγος, ὁ Μῖμος καὶ ὁ Μῦθος.
Προσέτι, ἐντοπίζεται καὶ ἡ «λογικὴ παραπαρεξόρμηση» τοῦ Πρωταίνου, ὁ «Δευτέραινος», ὄντας παρεξόρμηση τῆς παρεφορμήσεως τοῦ Λόγου, τοῦ Πρωταίνου, καὶ παράλληλος πρὸς τὴν ἐπιπροσεξόρμηση τοῦ Μίμου, τὸν Μῦθο, ἀλλὰ καὶ παρεκκλίνοντας ἀπὸ τὴν αἰνικὴ πλάγια εὐθύγραμμη διαδοχικὴ ἐντελέχεια ποὺ σχηματίζουν ὁ Λόγος, ὁ Πρώταινος καὶ ὁ Τρίταινος, ἐνῷ, ἀναφορικὰ μὲ τὴ διαδοχικὴ αἰτιότητα, περαιτέρω τῆς διακρίσεως τοῦ αἰτίου σὲ «πρωταίτιο» ἢ «καθαρὸ αἴτιο» (Νοῦς) καὶ σὲ «μεσαίτιο» ἢ «μικτὸ αἴτιο» ἢ «αἰτιατὸ αἴτιο» (Λόγος), διαπιστώνεται καὶ ἡ ὑποδιάκριση τοῦ μεσαιτίου σὲ «πρωτομεσαίτιο» (Λόγος) καὶ σὲ «ὑστερομεσαίτιο» (Μῖμος).
Ἔτσι, στὴν προκειμένη περίπτωση, σχηματίζονται τρεῖς θλαστόγραμμες συμμετρικὲς ἐντελέχειες, ἡ πρώτη ἀπὸ τὸ Λόγο, τὸ Μῖμο καὶ τὸν Πρώταινο, ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸ Μῖμο, τὸν Μῦθο καὶ τὸν Τύπο, καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ τὸν Πρώταινο, τὸ Δευτέραινο καὶ τὸν Τρίταινο, δύο πλάγιες εὐθύγραμμες διαδοχικὲς ἐντελέχειες, ἀφενός, ἀπὸ τὸ Λόγο, τὸ Μῖμο καὶ τὸ Μῦθο, καὶ ἀφετέρου, ἀπὸ τὸ Λόγο, τὸν Πρώταινο καὶ τὸν Τρίταινο, καὶ ἄλλες δύο θλαστόγραμμες διαδοχικὲς ἐντελέχειες, ἀφενός, ἀπὸ τὸ Λόγο, τὸ Μῖμο καὶ τὸν Τύπο, καὶ ἀφετέρου, ἀπὸ τὸ Λόγο, τὸν Πρώταινο καὶ τὸ Δευτέραινο, ἑπτά, ἐν συνόλῳ, ἐντελεχειακὰ σχήματα σχετικὰ μὲ τὸ λόγο ἢ τὴ νόηση, ὑπὸ τὴ γενικώτερη ἀντίληψη τῶν ὅρων.
Ἐπειδή, ὅμως, ἐδῶ ἔχουμε ὑπέρβαση τοῦ μέτρου τῆς ἐντελεχειακῆς ἀναπτύξεως ἢ καθ' ὑπερβολὴν ἀνάλυση, στὶς δύο τελευταῖες συμμετρικὲς (καὶ στὶς τέσσερεις διαδοχικές) ὡς ἄνω ἐντελέχειες ἐφαρμόζεται ἀναλόγως ἡ ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη καὶ ἔτσι πρακτικῶς δὲν ἐπιγινώσκονται ἀλλὰ μόνο θεωρητικῶς, ὁ Μῖμος, δηλαδή, ὁ κατεξοχὴν Μῦθος καὶ ὁ Τύπος συμπτύσσονται μεταξύ τους ὑπὸ τὸ συνεκδοχικὸ ὄνομα «Μῦθος» καὶ ὁ Πρώταινος, ὁ Δευτέραινος καὶ ὁ Τρίταινος ὑπὸ τὸ συμπεριληπτικὸ ὄνομα «Αἶνος».
Ὡς «νοϊκὴ παρεξόρμηση» ὁρίζεται ἡ «ἐξαγόρευτος βούλησις» ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ νοεῖται ὡς «μετεξαγόρευτος» καὶ «παρέξακτος», δηλαδή, «κατὰ παρέκκλισιν καὶ παραλληλίαν ἐξακτή», καὶ ὡς «νόησις τοῦ Νόμου» καὶ καλεῖται «Ὅρος», μὲ τὴν κατὰ συνεκδοχὴ καὶ γενικὴ σημασία τοῦ ὅρου, ἢ «ἐξαγόρευτος νόμος», ἔχοντας τὴν ἔννοια αὐτοῦ ποὺ ὁ Νόμος, ἡ κατεξοχὴν βούληση, ἐν γένει ἐξαγορεύει καὶ ὁρίζει ἢ ἀποφασίζει ἢ ἀποφαίνεται, τοῦ βουλητικοῦ ὁρισμοῦ ἢ τῆς ἀπόφασης ἢ ἀπόφανσης, εἴτε ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς δήλωσης, εἴτε ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς πρότασης, εἴτε ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς ἐντολῆς, δηλαδή, καὶ τοῦ ἐκφορικοῦ ἀθέσπιστου νόμου τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων, τοῦ πρωτόγονου ἠθικοῦ καὶ ἐθιμικοῦ δικαίου, ποὺ καλεῖται «Ἐθάς» («ὁ Ἐθάς»), καὶ τοῦ προφορικοῦ θεσπιστοῦ νόμου, τοῦ θεσμικοῦ δικαίου, ποὺ καλεῖται «Τεθείς», δηλαδή, «Θεσμός», ἀφοῦ τεθεῖ πρὸς συζήτηση καὶ ψήφιση στὸ νομοθετικὸ σῶμα τῆς βουλῆς ἢ τοῦ κοινοβουλίου, καὶ τοῦ γραπτοῦ θεσπιστοῦ νόμου, τοῦ ὁριστικοῦ δικαίου, ποὺ καλεῖται «Ὅρος», δηλαδή, «Ὁρισμός», μὲ τὴν κατεξοχὴν καὶ εἰδικὴ σημασία τοῦ ὅρου, ἀφοῦ διατυπωθεῖ μὲ ὅρους καὶ λέξεις καὶ λάβει τὴν τελικὴ καὶ ὁριστικὴ μορφή του.
Ἐνῷ, ὡς «νοϊκὴ προσεφόρμηση», ὁρίζεται ἡ «ὑπαγόρευτος βούλησις», ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ νοεῖται ὡς «μεθυπαγόρευτος» καὶ «προσπάρακτος», δηλαδή, «προσέτι παρακτή», καὶ ὡς «βούλησις τοῦ Νόμου» καὶ καλεῖται «Φόβος» ἢ «ὑπαγόρευτος νόμος», μὲ τὴ συμπεριληπτικὴ σημασία ἐκείνου ποὺ ὁ Νόμος γενικῶς ὑπαγορεύει καὶ θέλει, τελικά, νὰ ἐπιτύχει, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ φόβο του, τὸ σεβασμό του, τὴν τήρησή του, μὲ τὴ σημασία, δηλαδή, καὶ τοῦ «Προφόβου», ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸν Ἐθάδα, καὶ τοῦ «Ἐκφόβου», ποὺ ἀναλογεῖ στὸν Τεθέντα, καὶ τοῦ «Ἐπιφόβου», ποὺ προσιδιάζει στὸν Ὅρο.
Ἀναλόγως κι ἐδῶ, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἡ παρεξόρμηση τοῦ Νόμου εἶναι ὁ Ἐθὰς ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἐπικτᾶται ἀφορμητικότητα καὶ καθίσταται «παρεξαφόρμηση» καὶ ἔτσι, ὁ μὲν Τεθεὶς ἐπιγινώσκεται ὡς «ἐπιπαρεξόρμηση» τοῦ Ἐθάδος, ἀποτελεῖ, δηλαδή, ἄμεση παρεξόρμηση τοῦ Ἐθάδος καὶ ἔμμεση παρεξόρμηση τοῦ Νόμου, ὁ δὲ Ὅρος, ὡς «νομικὴ παραπαρεφόρμηση» τοῦ Ἐθάδος, ὄντας παρεφόρμηση τῆς παρεξορμήσεως τοῦ Νόμου, τοῦ Ἐθάδος, καὶ παράλληλος πρὸς τὸν «Ἐπίφοβο», τὴν «ἐπιπροσεφόρμηση» τοῦ «Προφόβου» ποὺ εἶναι ἡ προσεφόρμηση τοῦ Νόμου ἡ ὁποία ἐπικτᾶται καὶ αὐτὴ ἀφορμητικότητα καὶ καθίσταται «προσεπαφόρμηση», ἀλλὰ καὶ παρεκκλίνοντας ἀπὸ τὴ θεσμικὴ πλάγια εὐθύγραμμη διαδοχικὴ ἐντελέχεια ποὺ σχηματίζουν ὁ Νόμος, ὁ Ἐθὰς καὶ ὁ Τεθείς.
Κι ἐδῶ ἀναλόγως ἐντοπίζεται προσέτι καὶ ἡ «νομικὴ παραπαρεξόρμηση» τοῦ Προφόβου, ὁ «Ἔκφοβος», ὄντας παράλληλος πρὸς τὴν ἐπιπαρεξόρμηση τοῦ Ἐθάδος, τὸν Τεθέντα, ἀλλὰ καὶ παρεκκλίνοντας ἀπὸ τὴ φοβικὴ πλάγια εὐθύγραμμη διαδοχικὴ ἐντελέχεια ποὺ σχηματίζουν ὁ Νόμος, ὁ Πρόφοβος καὶ ὁ Ἐπίφοβος, ἐνῷ, σχετικὰ μὲ τὴ διαδοχικὴ αἰτιότητα, περαιτέρω τῆς διακρίσεως τοῦ αἰτίου σὲ «πρωταίτιο» ἢ «καθαρὸ αἴτιο» (Νοῦς) καὶ σὲ «μεσαίτιο» ἢ «μικτὸ αἴτιο» ἢ «αἰτιατὸ αἴτιο» (Νόμος), διαπιστώνεται ἐπίσης κι ἐδῶ καὶ ἡ ὑποδιάκριση τοῦ μεσαιτίου σὲ «πρωτομεσαίτιο» (Νόμος) καὶ σὲ «ὑστερομεσαίτιο» (Ἐθάς).
Ἔτσι, καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση, σχηματίζονται τρεῖς θλαστόγραμμες συμμετρικὲς ἐντελέχειες, ἡ πρώτη ἀπὸ τὸ Νόμο, τὸν Ἐθάδα καὶ τὸν Πρόφοβο, ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸν Ἐθάδα, τὸν Τεθέντα καὶ τὸν Ὅρο, καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ τὸν Πρόφοβο, τὸν Ἔκφοβο καὶ τὸν Ἐπίφοβο, δύο πλάγιες εὐθύγραμμες διαδοχικὲς ἐντελέχειες, ἀφενός, ἀπὸ τὸ Νόμο, τὸν Ἐθάδα καὶ τὸν Τεθέντα, καὶ ἀφετέρου, ἀπὸ τὸ Νόμο, τὸν Πρόφοβο καὶ τὸν Ἐπίφοβο, καὶ ἄλλες δύο θλαστόγραμμες διαδοχικὲς ἐντελέχειες, ἀφενός, ἀπὸ τὸ Νόμο, τὸν Ἐθάδα καὶ τὸν Ὅρο, καὶ ἀφετέρου, ἀπὸ τὸ Νόμο, τὸν Πρόφοβο καὶ τὸν Ἔκφοβο, ἑπτά, ἐν συνόλῳ, ἐντελεχειακὰ σχήματα σχετικὰ μὲ τὸ νόμο ἢ τὴ βούληση, ὑπὸ τὴ γενικώτερη ἀντίληψη τῶν ὅρων.
Ἐπειδή, ὅμως, κι ἐδῶ ἔχουμε ὑπέρβαση τοῦ μέτρου τῆς ἐντελεχειακῆς ἀναπτύξεως ἢ καθ' ὑπερβολὴν ἀνάλυση, στὶς δύο τελευταῖες συμμετρικὲς (καὶ στὶς τέσσερεις διαδοχικές) ὡς ἄνω ἐντελέχειες ἐφαρμόζεται ἀναλόγως ἡ ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη καὶ ἔτσι κι αὐτὲς πρακτικῶς δὲν ἐπιγινώσκονται ἀλλὰ μόνο θεωρητικῶς, ὁ Ἐθάς, δηλαδή, ὁ Τεθεὶς καὶ ὁ κατεξοχὴν Ὅρος συμπτύσσονται μεταξύ τους ὑπὸ τὸ συνεκδοχικὸ ὄνομα «Ὅρος» καὶ ὁ Πρόφοβος, ὁ Ἔκφοβος καὶ ὁ Ἐπίφοβος ὑπὸ τὸ συμπεριληπτικὸ ὄνομα «Φόβος».
Ἐν τέλει, στὸ ἐννοϊκὸ σύμπλεγμα, λαμβάνοντας ὑπόψη μας μόνο τὴ βασικὴ ἑπτάδα ἀπὸ τὴν πλειάδα τῶν ὑποστατικῶν του τρόπων, τοὺς ἑπτὰ πρώτους ὑποστατικοὺς τρόπους του ποὺ ἐκθέτουμε στὴν παροῦσα ἑνότητα, σχηματίζονται τρεῖς θλαστόγραμμες συμμετρικὲς ἐντελέχειες, ἡ πρώτη ἀπὸ τὸ Νοῦ, τὸ Λόγο καὶ τὸ Νόμο, ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸ Λόγο, τὸ Μῦθο καὶ τὸν Αἶνο, καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ τὸ Νόμο, τὸν Ὅρο καὶ τὸ Φόβο, δύο πλάγιες εὐθύγραμμες διαδοχικὲς ἐντελέχειες, ἀφενός, ἀπὸ τὸ Νοῦ, τὸ Λόγο καὶ τὸ Μῦθο, καὶ ἀφετέρου, ἀπὸ τὸ Νοῦ, τὸ Νόμο καὶ τὸ Φόβο, καὶ ἄλλες δύο θλαστόγραμμες διαδοχικὲς ἐντελέχειες, ἀφενός, ἀπὸ τὸ Νοῦ, τὸ Λόγο καὶ τὸν Αἶνο, καὶ ἀφετέρου, ἀπὸ τὸ Νοῦ, τὸ Νόμο καὶ τὸν Ὅρο, ἑπτά, ἐν συνόλῳ, ἐντελεχειακὰ σχήματα σχετικὰ μὲ τὸ νοῦ, ὑπὸ τὴ γενικώτερη ἀντίληψη τοῦ ὅρου.
Τὰ αἴτια, ἑπομένως, τῆς γένεσης καὶ ἀνάπτυξης τῆς μωροκακοδοξίας τῆς σχετικῆς μὲ τὴν «ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος» καὶ κοινῶς γνωστῆς ὡς "filioque", τουτέστι, «καὶ ἐκ τοῦ υἱοῦ», στὸ δυτικὸ χριστιανισμὸ εἶναι, καταρχήν, γνωσιολογικά, ἐντοπίζονται, δηλαδή, στὴν ἔλλειψη ἐπαρκοῦς ἐπιστημονικῆς γνώσης ἀναφορικὰ μὲ τὸ «τρίπτυχο τῆς ἐνεργείας», τὴν ἐντελεχειακὴ σύσχεση μεταξὺ τῆς ἀφόρμησης, τῆς ἐξόρμησης καὶ τῆς ἐφόρμησης.
Αὐτό, βεβαίως, δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς τύγχανε, τότε, πληρέστερης ἐπιστημονικῆς κατάρτισης ἐπὶ τοῦ ζητήματος σὲ σχέση μὲ τὸ δυτικό, ἀλλ' ὅτι αὐτὸς εἶχε, τοὐλάχιστον, τὴν πίστη κι ἂς μὴν εἶχε τὴ γνώση, παραμένοντας πιστὸς στὴν εὐαγγελικὴ παράδοση ἡ ὁποία καταγράφει ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος μόνο «παρὰ τοῦ Πατρός» καὶ ἐν προκειμένῳ ἀληθεύει καὶ δὲν ψεύδεται καὶ δὲν σφάλλει, ἔστω κι ἄν, τότε, ὁ ἴδιος δὲν μποροῦσε ἀκόμη νὰ κατανοήσει τὸ εὐαγγελικὸ αὐτὸ γράμμα.
Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ δυτικὸς χριστιανισμὸς δὲν εἶχε, τότε, ἐπὶ τοῦ προκειμένου, οὔτε τὴ γνώση οὔτε τὴν πίστη καὶ παρεκτράπηκε σὲ ἀπερίσκεπτες καὶ κακόδοξες ἑρμηνεῖες καθιστάμενος, ἔτσι, κακοδοξότερος τοῦ ἤδη κακοδόξου, κατ' ἄλλα δογματικὰ ζητήματα, ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁμολογιακῶς προέκυψε. Κατ' οὐσίαν, ἡ λύση τοῦ ἐν λόγῳ μᾶλλον γνωσιολογικοῦ παρὰ δογματολογικοῦ προβλήματος εἶναι ἁπλῆ καὶ δίνεται πρῶτα ἀπὸ τὴ φυσικὴ καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὴ θεολογικὴ ἐπιστήμη.
Τὸ ἐν λόγῳ αἱρετικὸ δυτικὸ δόγμα ποὺ ἀποτελεῖ εἰσαγωγὴ τοῦ σχήματος τῆς «συμμέσου παραγωγῆς» ἢ «συμπαραγωγῆς» στὴν ἄκτιστη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀνεπίτρεπτο ἀλλὰ καὶ φύσει ἀδύνατο γιὰ τὰ ἄκτιστα καὶ ἄφθαστα μέτρα τῆς θείας ὀντολογικῆς τελειότητος, δεδομένου ὅτι στὴν τελεία θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) κάθε εἴδους διαδοχὴ τῆς θείας πατρότητος εἴτε μὲ ἔμμεση παραγωγὴ (ἀναπαραγωγή) εἴτε μὲ σύμμεση παραγωγὴ (συμπαραγωγή) ἀδυνατεῖ ἀπολύτως λόγῳ τῆς δογματολογικῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ ἀξιώματος ποὺ θὰ ἀναφέρουμε παρακάτω.
Ἡ ἐφαρμογή του εἶναι, μέν, θεωρητικῶς δυνατὴ στὴν κτιστὴ ψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ πατρότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἐπιδεκτικὴ διαδοχῆς, ἀλλὰ καὶ ἐν προκειμένῳ ἀνεπίτρεπτη, καὶ ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ ἀνωμελοῦς σχήματος τῶν δύο φυσικῶν πατέρων ἀλλὰ καὶ ἐξαιτίας τοῦ ἐπίσης ἀνώμαλου σχήματος τῆς ἀνοίκειας ἐφόρμησης, ἐπειδή, δηλαδή, ἄλλη ἐφόρμηση ἔχει ἡ ἐναφόρμηση, τὴν ἐπαφόρμηση, καὶ ἄλλη ἐφόρμηση κέκτηται ἡ ἐξαφόρμηση, τὴν παρεφόρμηση, ἄλλη ἡ βούληση τοῦ Νοῦ, ὁ Νόμος, καὶ ἄλλη ἡ βούληση τοῦ Λόγου, ὁ Αἶνος.
Ἐπιπλέον, σὲ μια τέτοια περίπτωση, ἡ ἐξαφόρμηση θὰ ἦταν «δισεφόρμητος», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Λόγος «δίβουλος», θὰ εἶχε, δηλαδή, δύο ποιοτικῶς διάφορες ἐφορμήσεις ἢ βουλήσεις, μία οἰκεία, τὴν παρεφόρμηση, τὴ δική του βούληση, τὴ βούληση τοῦ Λόγου, τὸν Αἶνο, καὶ ἄλλη μία ἀνοικεία, τὴν ἐπαφόρμηση, τὴ βούληση ἄλλου, τὴ βούληση τοῦ Νοῦ, τὸ Νόμο, ἐπίσης ἄτοπο.
Ἡ ἀρχαιοελληνικὴ φιλοσοφία καὶ τέχνη, πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τὴν εὐαγγελικὴ παράδοση τοῦ δόγματος τῆς θείας τριάδος, παρόλο ποὺ φαινομενικὰ ἔδειχνε ὅτι εἶχε κατανοήσει ὀρθὰ τὴν ἐντελεχειακὴ σύσχεση τῆς ἐξόρμησης καὶ τῆς ἐφόρμησης μὲ τὴν ἀφόρμηση καὶ μεταξύ τους, ὡς σύζευξη δύο χωριστῶν καὶ ἀσυγχύτων αἰτιατῶν ἐνεργειῶν προερχομένων καὶ ἐλεγχομένων ἄμεσα ἀπὸ τὸ ἴδιο αἴτιο καὶ συντονιστικὸ κέντρο, ὅπως συμβολικῶς αὐτὸ ὑποδηλώθηκε στὸ ἄγαλμα τοῦ ἡνιόχου (τῶν Δελφῶν) ποὺ κρατοῦσε ταυτόχρονα τὰ ἡνία δύο συζύγων ἵππων, κατ' οὐσίαν, ἔσφαλλε σοβαρὰ καὶ ἀπερίσκεπτα ὡς πρὸς τὸν προσδιορισμὸ τῶν τριῶν μελῶν τοῦ ἐντελεχειακοῦ αὐτοῦ σχήματος, ὡς πρὸς τὸ λεγόμενο, δηλαδή, «τριμερὲς τῆς ψυχῆς», συγχέοντας δύο διαφορετικὰ καὶ συνδυαστικὰ καὶ ἀσύγχυτα μεταξύ τους ἐντελεχειακὰ σχήματα σὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ καὶ νοῶντας κακῶς τὸ ἐν λόγῳ τριαδικὸ σχῆμα ὡς δῆθεν ἀπαρτιζόμενο ἀπὸ τὸ λογιστικὸ ἢ τὴ νόηση, τὸ θυμικὸ ἢ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸ βουλητικὸ ἢ τὴ βούληση, ἐνῷ πρόκειται γιὰ δύο διαφορετικὲς καὶ ἀσυγχύτως μεταξύ τους συνδυαστικὲς τριαδικὲς ἐντελέχειες, ἀφενὸς γιὰ τὴν ἐντελέχεια «νόησις ← νοῦς → βούλησις», τὴν «ἐντελέχεια τοῦ νοῦ», καὶ ἀφετέρου γιὰ τὴν ἐντελέχεια «αἴσθησις ← αἰσθητής → θύσις», τὴν «ἐντελέχεια τοῦ αἰσθητοῦ», ἀμφότερες οἱ ὁποῖες συναποτελοῦν τὸ «διπλοῦν τριμερὲς τῆς ψυχῆς», ἡ ὁποία κέκτηται συνδυαστικῶς καὶ ἀσυγχύτως καὶ ἀναλόγως πρὸς τὰ μεταφυσικά της μέτρα καὶ τὴ νόηση καὶ τὴν αἴσθηση (μεταφυσικὴ ἢ ψυχικὴ αἴσθηση), σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ σῶμα ποὺ ἔχει αὐτὴ καὶ μόνη τὴν αἴσθηση καὶ ἀνάλογη πρὸς τὰ φυσικά του μέτρα (φυσικὴ ἢ σωματικὴ αἴσθηση).
Καὶ προκειμένου νὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ, μὲ λίγα λόγια, τὴ βασικὴ ἑπτάδα τῶν δυνάμεων καὶ τῶν ἐνεργειῶν τῆς ὡς ἄνω «ἐντελεχείας τοῦ αἰσθητοῦ» λαμβάνουμε ὑπόψη μας τὴν ἐντελεχειολογία τοῦ ἀνδρικοῦ σώματος στὴν περίπτωση τοῦ καθ' ὑπόταξιν ἢ ὑποτακτικοῦ συνουσιαστικοῦ σχήματος ποὺ καλεῖται «ἐπίβασις», ὅπου ἡ ἐναφόρμηση ἀντιστοιχεῖ σ' αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν πρωτενδιάθετο αἰσθητή, ἡ ἐξαφόρμηση στὴν ἀκοὴ καὶ τὴν ὅραση, ἀμφότερες οἱ ὁποῖες συναποτελοῦν τὴν πρώτη καὶ διμερῆ αἴσθηση τῆς ἀκοοράσεως, τὴν ἐνδιάθετο αἴσθηση, ἡ προσεξόρμηση στὴν ἀφή, τὴ δεύτερη καὶ μονομερῆ αἴσθηση, τὴν ἐξαγόρευτο αἴσθηση, καὶ ἡ παρεφόρμηση στὴν ὄσφρηση καὶ τὴ γεύση, καὶ οἱ δύο οἱ ὁποῖες συνθέτουν τὴν τρίτη καὶ διμερῆ, ἐπίσης, αἴσθηση τῆς ὀσφρησιγεύσεως, τὴν ὑπαγόρευτο αἴσθηση, ἡ ἐπαφόρμηση στὴν ἔραση (ἐπιθυμία), τὴν πρώτη ἢ ἐνδιάθετο θύση, ἡ παρεξόρμηση στὴ στύση, τὴ δεύτερη ἢ ἐξαγόρευτο θύση, καὶ ἡ προσεφόρμηση στὴν ἐπίβαση, τὴν τρίτη ἢ ὑπαγόρευτο θύση.
Ἄρα, ἡ ἀκοόραση συζεύγνυται συμμετρικὰ μὲ τὴν ἔραση (ἐπιθυμία) καὶ ἀμφότερες μὲ τὸν αἰσθητή, ἡ ἀφὴ συζεύγνυται συμμετρικὰ μὲ τὴν ὀσφρησίγευση καὶ ἀμφότερες μὲ τὴν ἀκοόραση καὶ ἡ στύση συζεύγνυται συμμετρικὰ μὲ τὴν ἐπίβαση καὶ ἀμφότερες μὲ τὴν ἔραση (ἐπιθυμία). Ἐπιπλέον, λόγῳ τῆς ἀρχικῆς συμμετρικῆς τριαδικῆς συζυγίας μεταξὺ τοῦ αἰσθητοῦ, τῆς ἀκοόρασης καὶ τῆς ἔρασης (ἐπιθυμίας), ἡ ἀφὴ συζεύγνυται παράλληλα μὲ τὴ στύση καὶ ἡ ὀσφρησίγευση συζεύγνυται παράλληλα μὲ τὴν ἐπίβαση.
Καὶ ἐκ τούτου, τεκμαίρεται ἀναμφισβήτητα ἡ νομοτελειακὴ φυσιολογικότητα καὶ ἡ ἐντελεχειακὴ ἀναγκαιότητα τοῦ λεγομένου «στοματικοῦ ἔρωτος» καὶ δίδεται ἡ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση σὲ ὅσους ἀπερισκέπτους σκεπτικιστὲς καὶ κακοδόξους ἠθικιστὲς τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ τὸν διαβάλλουν καὶ τὸν ἀπαγορεύουν ὡς δῆθεν πρόστυχη καὶ ἐφάμαρτη πράξη λαγνείας ποὺ προσβάλλει τὴν ἠθικὴ δεοντολογία. Δὲν ὑποτιμοῦν, ἁπλῶς, οἱ ἴδιοι τὴ νοημοσύνη τους μὲ ὅσα λέγουν ἀλλὰ κακοποιοῦν, δυστυχῶς, καὶ τὴ συνείδηση τῶν ἄλλων καὶ τοὺς κάνουν νὰ νιώθουν τύψεις καὶ ἐνοχὲς καὶ νὰ αἰσθάνονται ἀνήθικοι καὶ ἁμαρτωλοὶ χωρὶς πράγματι νὰ εἶναι.
Διότι, ὅπως ἡ ἀφὴ τοῦ πέους τοῦ ἐνεργητικὰ φερομένου συντρόφου ἀπὸ τὸν παθητικὰ φερόμενο σύντροφο συμβάλλει στὴν πρόκληση τῆς στύσης στὸν ἔχοντα ἐνεργητικὸ ῥόλο σύντροφο, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς πρώτης παράλληλης συζυγίας τῆς ἀφῆς μὲ τὴ στύση, ἔτσι ἀναλόγως καὶ ἡ ὀσφρησίγευση τοῦ πέους τοῦ ἐνεργητικὰ φερομένου συντρόφου ἀπὸ τὸν παθητικὰ φερόμενο σύντροφο συμβάλλει στὴν πρόκληση τῆς ἐπίβασης τοῦ ἔχοντος ἐνεργητικὸ ῥόλο συντρόφου πρὸς τὸν ἔχοντα παθητικὸ ῥόλο σύντροφο, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς δεύτερης παράλληλης συζυγίας τῆς ὀσφρησίγευσης μὲ τὴν ἐπίβαση, ἐνῷ, ἀμφότερες οἱ παράλληλες αὐτὲς συζεύξεις ἀπορρέουν ἐντελεχειακῶς ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ συμμετρικὴ τριαδικὴ συζυγία τῆς ἀκοόρασης μὲ τὴν ἔραση (ἐπιθυμία) καὶ ἀμφοτέρων μὲ τὸν αἰσθητή, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς ὁποίας ἡ ἑστίαση τῆς ἀκοόρασης τοῦ παθητικὰ φερομένου συντρόφου στὸ πέος τοῦ ἐνεργητικὰ φερομένου συντρόφου συμβάλλει στὴν πρόκληση τῆς ἔρασης (ἐπιθυμίας) στὸν τελευταῖο.
Ὑφίσταται, σημειωτέον, τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τῆς «ἄνευ μέσου» ἀρχετύπου καταστάσεως ἢ «ἀμεσότητος», τῆς «σὺν μέσῳ» ἐκτύπου καταστάσεως ἢ «συμμεσότητος», δηλαδή, τῆς «ἀμεσοεμμεσότητος», καὶ τῆς «ἐν μέσῳ» ἀντιτύπου καταστάσεως ἢ «ἐμμεσότητος», ἡ ὁποία δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴ συμμεσότητα.
Γιὰ παράδειγμα, ὅταν κόβω τὸ σχοινὶ μόνο μὲ τὰ χέρια, ἐνεργῶ ἄνευ μέσου ἢ ἄμεσα, ὅταν τὸ κόβω μαζὶ μὲ τὸ μαχαῖρι, τὸ ὁποῖο, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, λογίζεται ὡς προέκταση τοῦ χεριοῦ μου ποὺ τὸ κρατᾷ, ἐνεργῶ σὺν μέσῳ ἢ σύμμεσα ἢ ἀμεσοέμμεσα καὶ ὅταν πετῶ μὲ ὁρμὴ τὸ μαχαῖρι καὶ τὸ κόβω, ἐνεργῶ ἐν μέσῳ ἢ ἔμμεσα.
Σύμφωνα μὲ τὸ παραπάνω παράδειγμα, ὅταν ἐνεργῶ ἐμμέσως (ἐν μέσῳ) καὶ πετῶ τὸ μαχαῖρι ποὺ κρατῶ στὸ χέρι μου προκειμένου νὰ κόψω τὸ σχοινί, ἡ πρώτη ὁρμητικὴ κίνηση ποὺ κάνω προηγουμένως πρὸς τὰ πίσω κρατῶντας τὸ μαχαῖρι στὸ χέρι μου γιὰ νὰ τοῦ δώσω τὴν ἑτοιμότητα (ἐγρήγορση), ἤ, κοινῶς, «γιὰ νὰ πάρει φόρα», πρὶν τὸ πετάξω μακρυά, ἀντιστοιχεῖ στὴν ἐξόρμηση, ἐνῷ, ἡ δεύτερη ἀντίρροπη ὁρμητικὴ κίνηση ποὺ κάνω μετὰ πρὸς τὰ ἐμπρὸς πετῶντας τὸ μαχαῖρι μὲ τὸ χέρι μου, στὴν ἐφόρμηση, μὲ τὴν ἀφόρμηση νὰ ἀντιστοιχεῖ στὸ ἴδιο τὸ χέρι μου ποὺ πρῶτα κρατᾷ καὶ ἔπειτα πετᾷ τὸ μαχαῖρι μακρυά. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ ἀφόρμηση, ἡ ἐξόρμηση καὶ ἡ ἐφόρμηση δὲν συζευγνύονται μεταξύ τους, ἐπειδὴ ἡ ἐξόρμηση καὶ ἡ ἐφόρμηση εἶναι μεταξύ τους ἀντίρροπες, ἡ μία μὲ κατεύθυνση καὶ ῥοπὴ πρὸς τὰ πίσω καὶ ἡ ἄλλη πρὸς τὰ ἐμπρός. Πρόκειται γιὰ τὸ σχῆμα τῶν «ἀντιρρόπων ἀποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν» ἢ ἀλλιῶς τῶν «ἀνταποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν».
Ὅταν, ὅμως, ἐνεργῶ συμμέσως (σὺν μέσῳ) καὶ κόβω τὸ σχοινὶ μαζὶ μὲ τὸ μαχαῖρι ποὺ κρατῶ στὸ χέρι μου, τότε, ἡ ἐξόρμηση καὶ ἡ ἐφόρμηση συζεύγνυνται μεταξύ τους καὶ μὲ τὴν ἀφόρμηση καὶ διατελοῦν σύρροπες, μὲ κοινὴ κατεύθυνση καὶ ῥοπὴ πρὸς τὰ ἐμπρός. Πρόκειται γιὰ τὸ σχῆμα τῶν «συρρόπων ἀποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν» ἢ ἀλλιῶς τῶν «συναποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν» (καὶ ὄχι «συγκλινουσῶν»). Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, στὴν ἐναφόρμηση ἀντιστοιχεῖ τὸ κορμί, στὴν ἐξαφόρμηση ἡ προέκταση τοῦ χεριοῦ, στὴν προσεξόρμηση ἡ ἐπιπλέον προέκταση τοῦ μαχαιριοῦ καὶ στὴν παρεφόρμηση ἡ κοπὴ τοῦ σχοινιοῦ.
Ἐπιγινώσκεται, λοιπόν, ἡ «ἀρτιοκόλοβη» ἢ «ἐπαμφοτερίζουσα» ἐντελέχεια «ἀμεσότης (ἀρχέτυπον) – συμμεσότης (ἔκτυπον) – ἐμμεσότης (ἀντίτυπον)» ἡ ὁποία, ἄλλοτε ἐπιτρέπει τὴν ἐφαρμογὴ τῆς συμμεσότητος, ὅπως στὸ ὡς ἄνω παράδειγμα τῆς συμμετρικῆς συζυγίας, καὶ ἄλλοτε ὄχι, ὅπως στὴν παραπάνω περίπτωση τῆς συμπαραγωγικῆς διαδοχικῆς συζυγίας, τῆς φυσικῆς, δηλαδή, συμπαραγωγῆς ἀπὸ δύο πατέρες συμπαραγωγούς, ἕνα αἴτιο (πρωταίτιο) φυσικὸ πατέρα καὶ ἕνα αἰτιατὸ αἴτιο (μεσαίτιο) φυσικὸ πατέρα, στὴν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπαγορεύεται ἡ ἐφαρμογὴ τῆς συμμεσότητος γιὰ τοὺς προαναφερθέντες λόγους. Πρόκειται γιὰ «ἀνακόλουθη ἐντελέχεια», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία χρονολογικῶς προηγεῖται ἡ ἀρχέτυπος ἀμεσότης, ἕπεται ἡ ἀντίτυπος ἐμμεσότης καὶ ἐπακολουθεῖ ἡ ἔκτυπος συμμεσότης.
Οἱ «ὑποστατικοὶ (προσωπικοί) τρόποι» τῆς προδηλωθείσης ἐντελεχείας τοῦ νοῦ, ἀριθμούμενοι στὴν πλήρη ἀνάπτυξή της, συμπεριλαμβανομένων τῶν διακοσίων δεκαέξι (216) «ἀνθυφυποτρόπων», τῶν δώδεκα (12) «ἀνθυποτρόπων» καὶ τοῦ ἑνὸς (1) «τρόπου», εἶναι, ἐν συνόλῳ, διακόσιοι εἴκοσι ἐννέα (229).
Οἱ διακόσιοι δεκαέξι (216), σημειωτέον, «ὑπόπαντες ἀνθυφυπότροποι» συνθέτουν ἀνὰ τριάδες τοὺς ἑβδομῆντα δύο (72) «πάντας ὑφυποτρόπους» ποὺ συνθέτουν ἀνὰ δωδεκάδες τοὺς ἕξι (6) τελευταίους ἐκ τῶν δώδεκα (12) «ἐμπάντων ἀνθυποτρόπων» καὶ οἱ δώδεκα οἱ ὁποῖοι συνθέτουν ἀνὰ τριάδες τοὺς τέσσερεις (4) «σύμπαντας ὑποτρόπους» ποὺ συνθέτουν ἀνὰ δυάδες τοὺς δύο (2) «παντάπαντας ἀντιτρόπους» ποὺ συνθέτουν ἀπὸ κοινοῦ τὸν ἕνα, τὸ δεύτερο, ἀπὸ τοὺς δύο (2) «ἅπαντας τρόπους» ποὺ συναπαρτίζουν μαζὶ τὸν ἕνα (1) «καθάπαντα περίτροπο».
Καὶ σὲ πληρέστερη ἀνάπτυξη καὶ ἀνάλυσή της, διαιρουμένων τῶν δεκαοκτὼ (18) ἐκ τῶν διακοσίων δεκαέξι (216) «ἀνθυφυποτρόπων» σὲ τριανταέξι (36) «ἡμιυπόπαντας συνανθυφυποτρόπους», ποὺ συνθέτουν ἀνὰ τριάδες τοὺς δώδεκα (12) «ἡμίπαντας συνυφυποτρόπους», εἶναι, ἐν συνόλῳ, διακόσιοι σαράντα ἑπτὰ (247), δηλαδή, ἕνας (1) «τρόπος», δώδεκα (12) «ἀνθυπότροποι», ἑκατὸν ἐνενῆντα ὀκτὼ (198) «ἀνθυφυπότροποι» καὶ τριανταέξι (36) «συνανθυφυπότροποι», ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ πρόσωπα ποὺ φέρουν τοὺς συνανθυφυποτρόπους δὲν δύνανται νὰ εἶναι ἡμίσεα ἀλλ' ὁλόκληρα, γι' αὐτὸ καὶ ἕκαστος συνανθυφυπότροπος, παρότι πραγματικῶς εἶναι ἥμισυς τρόπος (ἀνθυφυπότροπος), ἐκλαμβάνεται συμβατικῶς ὡς ὁλόκληρος τρόπος (συνανθυφυπότροπος).
Ἄρα, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, διαιροῦνται ἀναλόγως καὶ οἱ ἕξι (6) ἐκ τῶν ἑβδομῆντα δύο (72) «ὑφυποτρόπων» σὲ δώδεκα (12) «συνυφυποτρόπους», μὲ συνολικὸ ἄθροισμα, τῶν ἑξῆντα ἕξι (66) ὑφυποτρόπων καὶ τῶν δώδεκα (12) συνυφυποτρόπων, ἑβδομῆντα ὀκτὼ (78), ἐπειδὴ κι ἐδῶ ἕκαστος συνυφυπότροπος, ἂν καὶ ἥμισυς τρόπος (ὑφυπότροπος), θεωρεῖται ὡς ὁλόκληρος τρόπος (συνυφυπότροπος).
Μὲ τὴ διαίρεση τῶν ἕξι ἀπὸ τοὺς ἑβδομῆντα δύο ὑφυποτρόπους στοὺς δώδεκα συνυφυποτρόπους τὰ ἕξι πρόσωπα ποὺ τοὺς κατεῖχαν ἀντικαθιστῶνται, μέν, ἕκαστο ἀπὸ τοὺς δύο υἱούς του, ἀλλὰ δὲν ἐξαιροῦνται ἐκτὸς τοῦ ὅλου ἐν λόγῳ ἐντελεχειακοῦ σχήματος συνιστῶντας ἐφεξῆς τοὺς ἕξι τελευταίους ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀνθυποτρόπους, ἐνῷ, τὰ ἑβδομῆντα ὀκτὼ πρόσωπα ποὺ κατέχουν τοὺς ἑξῆντα ἕξι ὑφυποτρόπους καὶ τοὺς δώδεκα συνυφυποτρόπους γίνονται διαδεκτὰ ἄμεσα ἀπὸ τοὺς ἑβδομῆντα ὀκτὼ υἱούς τους καὶ ἔμμεσα ἀπὸ τοὺς ἑβδομῆντα ὀκτὼ υἱοὺς τῶν ἑβδομῆντα ὀκτὼ υἱῶν τους καὶ ἐν τέλει, μὲ τὸ πέρας τοῦ τριαδικοῦ αὐτοῦ ἀλληλοδιαδοχικοῦ σχήματος, οἱ ἑξῆντα ἕξι ἀρχικοὶ ὑφυπότροποι διαιροῦνται στοὺς ἑκατὸν ἐνενῆντα ὀκτὼ ἀνθυφυποτρόπους καὶ οἱ δώδεκα ἀρχικοὶ συνυφυπότροποι στοὺς τριανταέξι συνανθυφυποτρόπους.
Πρόκειται, σαφῶς, γιὰ περίπτωση παρόμοια μὲ τὴν περίπτωση τῆς διαιρέσεως τῆς μιᾶς ἐκ τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, τῆς φυλῆς τοῦ Ἰωσήφ, σὲ δύο ἡμίσεα, στὴ φυλὴ τοῦ Ἐφραὶμ καὶ στὴ φυλὴ τοῦ Μανασσῆ, ἀμφοτέρων υἱῶν τοῦ Ἰωσήφ, διαφόρων καὶ ὁλοκλήρων προσώπων, παρότι ἕκαστος ἐξ αὐτῶν ἡγεῖτο ἡμισείας καὶ ὄχι ὁλοκλήρου φυλῆς. Οἱ δύο αὐτὲς περιπτώσεις παρουσιάζουν, μάλιστα, ἀπὸ θεολογικὴ ἄποψη, καὶ συμβολικὴ ἀντιστοιχία μεταξύ τους, τὴν ὁποία θὰ ἑρμηνεύσουμε στὴν οἰκεία ἑνότητα καὶ στὰ πλαίσια τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ μας ἔργου. Σὲ ἀμφότερες, σημειωτέον, τὶς περιπτώσεις, ἡ διαίρεση τῆς μονάδος σὲ δύο ἡμίσεα δὲν εἶναι ἀθέμιτη ἀλλὰ θεμιτὴ καὶ φυσιολογικὴ καὶ δεοντολογική.
Σημειωτέον, ὅτι βάσει τῶν παραπάνω ἐντελεχειακῶν λεπτομερειῶν, ὁ θέσπις ἀρχιδιδάσκαλος Ἰησοῦς, ὄντας «πλήρης πνεύματος ἁγίου καὶ σοφίας», σχημάτισε τὴν ὁμάδα τῶν δώδεκα καὶ τῶν ἑβδομήκοντα μαθητῶν καὶ ἀποστόλων του (οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, ἦταν, κατ' ἀκρίβειαν, ἑβδομῆντα δύο, ἀλλ' ἀκριβέστερα, ὅπως ἀποδεικνύουμε ἐμεῖς στὰ πλαίσια τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας, ἦταν, πράγματι, ἤ, ἔστω, θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ εἶναι ἑβδομῆντα ὀκτώ).
Ἔτσι, οἱ διακόσιοι εἴκοσι ἐννέα (229) καί, σὲ τελευταία ἀνάλυση, διακόσιοι σαράντα ἑπτὰ (247) ὑποστατικοὶ (προσωπικοί) τρόποι διακρίνονται σὲ μία μονάδα (1) καὶ σὲ δύο ὁμάδες τῶν ἑκατὸν δέκα τεσσάρων (114) καί, ἐν τέλει, τῶν ἑκατὸν εἴκοσι τριῶν (123) μελῶν ἑκατέρωθεν τῆς μονάδος καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες προκύπτει ἀποκλίνοντας ἀπὸ τὴ μία καὶ τὴν αὐτὴ μονάδα. Ὑφίσταται, συνεπῶς, ἡ ἑπταδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῶν εἰδῶν τῶν ὑποστατικῶν (προσωπικῶν) τρόπων, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς:
1. Ἀρχέτυπον (τέλειον): Περίτροπος: Καθάπας.
2. Πρωτιστότυπον (ἡμιτελές): Τρόπος: Ἅπας.
3. Πρωτότυπον (ἡμιτελές): Ἀντίτροπος: Παντάπας.
4. Προτερότυπον (ἡμιτελές): Ὑπότροπος: Σύμπας.
5. Πρότυπον (ἡμιτελές): Ἀνθυπότροπος: Ἔμπας.
6. Ἔκτυπον (ἡμιτελές): Ὑφυπότροπος: Πᾶς. Συνυφυπότροπος: Ἡμίπας.
7. Ἀντίτυπον (ἀτελές): Ἀνθυφυπότροπος: Ὑπόπας. Συνανθυφυπότροπος: Ἡμιυπόπας.
Στὴν πρώτη ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη τοῦ ἐν λόγῳ ἐντελεχειακοῦ σχήματος, βάσει τοῦ ἀθροίσματος τῶν διακοσίων εἴκοσι ἐννέα (229) ὑποστατικῶν (προσωπικῶν) τρόπων, συναιρουμένων τῶν διακοσίων δεκαέξι (216) ἀνθυφυποτρόπων ἀνὰ τριάδες σὲ ἑβδομῆντα δύο (72) ὑφυποτρόπους, γίνονται ὀγδόντα πέντε (85), ἐνῷ, μὲ βάση τὸ σύνολο τῶν διακοσίων σαράντα ἑπτὰ (247) ὑποστατικῶν (προσωπικῶν) τρόπων, συναιρουμένων τῶν ἑκατὸν ἐνενῆντα ὀκτὼ (198) ἀνθυφυποτρόπων ἀνὰ τριάδες σὲ ἑξήκοντα ἕξι (66) ὑφυποτρόπους καὶ τῶν τριανταέξι (36) συνανθυφυποτρόπων ἀνὰ τριάδες σὲ δώδεκα (12) συνυφυποτρόπους, γίνονται ἐνενῆντα ἕνας (91).
Στὴ δεύτερη ἐντελεχειακὴ σύμπτυξή του, βάσει τοῦ ἀθροίσματος τῶν ὀγδόντα πέντε (85) ὑποστατικῶν (προσωπικῶν) τρόπων, συναιρουμένων τῶν ἑβδομῆντα δύο (72) ὑφυποτρόπων ἀνὰ δωδεκάδες στοὺς ἕξι (6) τελευταίους ἐκ τῶν δώδεκα (12) ἀνθυποτρόπων, γίνονται δεκατρεῖς (13), ἐνῷ, μὲ βάση τὸ σύνολο τῶν ἐνενῆντα ἕνα (91) ὑποστατικῶν (προσωπικῶν) τρόπων, γίνονται, ἐπίσης, δεκατρεῖς (13), ἀλλὰ συναιρουμένων πρῶτα τῶν δώδεκα (12) συνυφυποτρόπων ἀνὰ δυάδες σὲ ἕξι (6) ὑφυποτρόπους καὶ ἔπειτα τῶν ἑβδομῆντα δύο (72) ὑφυποτρόπων ἀνὰ δωδεκάδες στοὺς ἕξι (6) τελευταίους ἐκ τῶν δώδεκα (12) ἀνθυποτρόπους.
Στὴν τρίτη καὶ προτελευταία ἐπιγνωστῶς ἐντελεχειακή του σύμπτυξη, συναιρουμένων τῶν δώδεκα (12) ἀνθυποτρόπων ἀνὰ τριάδες σὲ τέσσερεις (4) ὑποτρόπους, γίνονται πέντε (5), καὶ στὴν τέταρτη καὶ ἐπιγνωστῶς τελευταία ἐντελεχειακὴ σύμπτυξή του, συναιρουμένων τῶν τεσσάρων (4) ὑποτρόπων ἀνὰ δυάδες σὲ δύο (2) ἀντιτρόπους, γίνονται τρεῖς, μαζὶ μὲ τὸν ἕνα (1) τρόπο.
Περαιτέρω, ἡ πέμπτη ἐντελεχειακὴ σύμπτυξή του, συναιρουμένων τῶν δύο (2) ἀντιτρόπων στὸ δεύτερο ἐκ τῶν δύο (2) τρόπων, κατὰ τὴν ὁποία ἀπομένουν οἱ δύο τρόποι, καὶ περαιτάτω, ἡ ἕκτη ἐντελεχειακή του σύμπτυξη, συναιρουμένων τῶν δύο (2) τρόπων στὸν ἕνα (1) περίτροπο, κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ἀνεξαιρέτως μαζί, καὶ οἱ διακόσιοι εἴκοσι ἐννέα ἢ διακόσιοι σαράντα ἑπτὰ ὑποστατικοὶ (προσωπικοί) τρόποι νοοῦνται ὡς ἕνας περιληπτικὸς τρόπος, ἤ, μὲ μία λέξη, περίτροπος, ἀδυνατοῦν ἀμφότερες καὶ δὲν ἐφαρμόζονται πρακτικῶς οὔτε ἡ μία οὔτε ἡ ἄλλη οὔτε στὴ θεία οὔτε στὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) ἀλλ' ὑφίστανται μόνο θεωρητικῶς.
Ἡ εἰς τρία αὐτὴ ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ ἐν λόγῳ ἐντελεχειακοῦ σχήματος στὴν ἄκτιστη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) ἀποτελεῖ προϊὸν καὶ ἀπαίτηση τῆς δογματολογικῆς ἀρχῆς τῆς «ἀναλογίας μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τοῦ ὑποστατικοῦ (προσωπικοῦ) τρόπου» ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι «ὅταν δὲν νέμεται ἡ οὐσία δὲν νέμεται ἀναλόγως περαιτέρω καὶ ἕκαστος ὑποστατικὸς (προσωπικός) τρόπος της καὶ ὅταν νέμεται ἡ οὐσία νέμεται ἀναλόγως περαιτέρω καὶ ἕκαστος ὑποστατικὸς (προσωπικός) τρόπος της» ἢ ἀλλιῶς τοῦ δογματικοῦ ἀξιώματος ποὺ λέγει ὅτι «ὅταν μία ὑπόσταση (πρόσωπο) κατέχει ὁλόκληρη τὴν οὐσία τότε κατέχει καὶ ὁλόκληρο τὸν ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο ὁ ὁποῖος τῆς προσιδιάζει καὶ ὅταν κατέχει μέρος τῆς οὐσίας τότε κατέχει καὶ μέρος τοῦ ὑποστατικοῦ (προσωπικοῦ) τρόπου ποὺ τῆς ἀναλογεῖ».
Καὶ ἡ ὁποία δογματολογικὴ ἀρχὴ ἑρμηνεύει ἀκριβῶς τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο στὴ θεία φύση, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀνθρώπινη, οἱ δύο αἰτιατοὶ ὑποστατικοὶ (προσωπικοί) τρόποι, ἡ ἐν γένει ἐξακτὴ (ἐξαγόρευτος) νόηση καὶ ἡ ἐν γένει παρακτὴ (ὑπαγόρευτος) βούληση, οἱ ὁποῖοι πηγάζουν ἄμεσα καὶ προέρχονται συμμετρικὰ ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ καὶ τὸ μόνο πρωταίτιο ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο τῆς εἰσακτῆς (ἐνδιαθέτου) αὐτονοίας, αὐτοῦ καθεαυτοῦ, τοῦ κατεξοχὴν νοῦ, μοιραζόμενοι μεταξύ τους, ὡς ἀντίτροποι, τὸ δεύτερο τρόπο τῆς αἰτιατῆς προσωπικῆς ὕπαρξης, δὲν ὑποδιαιροῦνται περαιτέρω καὶ δὲν ἀναπτύσσονται λεπτομερῶς ἕκαστος στὸ εἶδός του καὶ ἔτσι ὑφίστανται τρία μόνο καὶ ὄχι δεκατρία ἢ καὶ πλείονα θεῖα πρόσωπα, δίνοντας, συγχρόνως, ἀπάντηση καὶ στὸ γιατὶ πρέπει νὰ ὑπάρχουν ὁπωσδήποτε καὶ οἱ ψυχάνθρωποι κατὰ φύσιν υἱοὶ καὶ ἀπόγονοι τοῦ τρισυποστάτου θεοψυχανθρώπου, προϊόντες μόνο ἀπὸ τὴν ψυχανθρωπότητα τῶν τριῶν θεοψυχανθρώπων, παρόλο ποὺ αὐτοὶ δὲν δύνανται νὰ διατελοῦν συνάμα καὶ φυσικὰ προϊόντα τῆς θεότητός τους, χωρίς, δηλαδή, νὰ ἔχουν λάβει ἀπὸ ἐκείνους μαζὶ μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σωματική, τὴ συμπεριληπτικῶς λεγόμενη «κτιστή», ἐπιπλέον καὶ τὴν καλούμενη «ἄκτιστη» θεία φύση.
Ἔτσι, βάσει τῆς τοιαύτης ἀρχῆς, ἡ πρώτη αἰτιατὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), ὡς θεός, κατέχει ἀδιαίρετο καὶ ὁλόκληρο τὸν προσιδιάζοντα ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο τῆς ἐν γένει ἐξακτῆς (ἐξαγορεύτου) νοήσεως, εἶναι, δηλαδή, καὶ ὁ Λόγος καὶ ὁ Μῦθος καὶ ὁ Αἶνος καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ παρεπόμενά τους (τὰ ὁποῖα θὰ ἀναφέρουμε ἀναλυτικὰ στὴν οἰκεία ἑνότητα), λεγόμενη «Λόγος» μὲ τὴ γενικὴ καὶ ὁλικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἐνῷ, ὡς ψυχάνθρωπος, κατέχει μόνο τὸν ἀναλογοῦντα, τὸν πρῶτο, μόνο, καὶ αἴτιο (αἰτιατὸ αἴτιο) ἀπ' ὅλους τοὺς ὑποστατικοὺς (προσωπικούς) τρόπους τῆς ἐν γένει νοήσεως (ὁ ὁποῖος, ἀπὸ ἄποψη αἰτιακῆς τελειότητος, ἐμπεριέχει καὶ ὑπερβαίνει ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους τοιούτους), εἶναι, δηλονότι, μόνο ὁ Λόγος, μὲ τὴν εἰδικὴ καὶ μερικὴ σημασία τοῦ ὅρου, ὁ ἐνδιάθετος, μόνο, λόγος.
Ἀναλόγως καὶ ἡ δεύτερη αἰτιατὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), ὡς θεός, κατέχει καὶ αὐτὴ ἀδιαίρετο καὶ ὁλόκληρο τὸν ἀναλογοῦντα ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο τῆς ἐν γένει παρακτῆς (ὑπαγορεύτου) βουλήσεως, εἶναι, δηλαδή, καὶ ὁ Νόμος καὶ ὁ Ὅρος καὶ ὁ Φόβος καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ παρεπόμενά τους (ποὺ ἐπίσης θὰ ἀναπτύξουμε στὴν οἰκεία ἑνότητα), καλούμενη «Νόμος» μὲ τὴν ὁλικὴ καὶ γενικὴ σημασία τοῦ ὅρου, ἐνῷ, ὡς ψυχάνθρωπος, καὶ αὐτὴ κατέχει μόνο τὸν προσιδιάζοντα, τὸν πρῶτο, μόνο, καὶ αἴτιο (αἰτιατὸ αἴτιο) ἀπ' ὅλους τοὺς ὑποστατικοὺς (προσωπικούς) τρόπους τῆς ἐν γένει βουλήσεως (πού, κατὰ τὴν αἰτιακὴ τελειότητα, ἐμπεριέχει, ἐπίσης, μέσα του καὶ ὑπερβαίνει ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους τοῦ εἴδους του), εἶναι, δηλονότι, μόνο ὁ Νόμος, μὲ τὴ μερικὴ καὶ εἰδικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ὁ ἐνδιάθετος, μόνο, νόμος.
Ἐπειδή, λοιπόν, στὴν ἄκτιστη θεία ὀντολογία δὲν νέμεται ἡ μία καὶ ἡ αὐτὴ ἀκριβῶς θεία οὐσία καὶ κάθε μία ἀπὸ τὶς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) τὴν κατέχει ὁλόκληρη καὶ ἀδιαίρετη καὶ ὡς ἔχει, εἶναι δυσανάλογο καὶ φύσει ἀδύνατο νὰ νέμεται περαιτέρω καὶ καθένας ἀπὸ τοὺς δύο αἰτιατοὺς θείους ὑποστατικοὺς (προσωπικούς) τρόπους, δὲν δύναται ἡ αἰτιατὴ θεία ὑπόσταση (πρόσωπο) νὰ κατέχει ὅλη, μέν, τὴ θεία οὐσία ἀλλὰ μέρος τοῦ θείου ὑποστατικοῦ (προσωπικοῦ) τρόπου ποὺ τῆς προσιδιάζει, δὲν μπορεῖ, δηλαδή, ἡ ὁλόκληρη θεία οὐσία νὰ χωρέσει μέσα στὸ μισὸ ἀναλογοῦντα θεῖο ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο ἀλλὰ θὰ πρέπει καὶ ὁ προσιδιάζων θεῖος ὑποστατικὸς (προσωπικός) τρόπος νὰ εἶναι κι αὐτὸς ὁλόκληρος στὰ οἰκεῖα μέτρα του, γι' αὐτὸ καὶ ἡ πατρότητα τοῦ πρωταιτίου καὶ θεάρχου Θεοῦ Νοῦ καὶ Πατρὸς εἶναι ἀναπόφευκτα ἀδιάδεκτη ἢ ἀδιάδοχη ἀπὸ ἀμφότερους τοὺς αἰτιατούς του, καὶ ἀπὸ τὸ Θεὸ Λόγο καὶ Υἱό Του καὶ ἀπὸ τὸ Θεὸ Νόμο καὶ Παῖδά Του.
Καὶ ἀντιστρόφως, ἐπειδὴ στὴν κτιστὴ ψυχανθρώπινη ὀντολογία νέμεται καὶ ἡ ψυχικὴ μαζὶ μὲ τὴ σωματικὴ οὐσία καὶ ἑκάστη ἀπὸ τὶς ψυχανθρώπινες ὑποστάσεις (πρόσωπα) κατέχει μέρος ἐξ ἀμφοτέρων, εἶναι δυσανάλογο καὶ φύσει ἀδύνατο νὰ μὴ νέμεται περαιτέρω καὶ καθένας ἀπὸ τοὺς δύο αἰτιατοὺς ψυχανθρώπινους ὑποστατικοὺς (προσωπικούς) τρόπους, δὲν δύναται ἡ αἰτιατὴ ψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) νὰ κατέχει μέρος, μέν, τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς οὐσίας ἀλλ' ὅλο τὸν ψυχανθρώπινο ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο ποὺ τῆς προσιδιάζει, δὲν μπορεῖ, δηλαδή, ἡ μισὴ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ οὐσία νὰ γεμίσει τὸν ὁλόκληρο στὰ οἰκεῖα μέτρα του ψυχανθρώπινο ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει κάτι τέτοιο θὰ πρέπει κι αὐτὴ νὰ εἶναι ὁλόκληρη, ὅπως καὶ ὁ προσιδιάζων ψυχανθρώπινος ὑποστατικὸς (προσωπικός) τρόπος, γι' αὐτὸ καὶ ἡ πατρότητα τοῦ πρωταιτίου καὶ προπάτορος ψυχανθρώπου εἶναι ἀναπόφευκτα διαδεκτὴ ἀπὸ τοὺς αἰτιατούς του ψυχανθρώπους.
Δεδομένου, λοιπόν, ὅτι ὁ τρισυπόστατος θεοψυχάνθρωπος ἀποτελεῖ τὴν πλήρη ὑποστατικὴ (προσωπική) ἕνωση καὶ τῶν τριῶν φύσεων, καὶ τῆς ἀκτίστου θείας καὶ τῆς κτιστῆς ψυχικῆς καὶ τῆς κτιστῆς σωματικῆς φύσης, σὲ καθεμία ἀπὸ τὶς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) καὶ καθένας ἀπὸ τοὺς τρεῖς θεοψυχανθρώπους διατελεῖ ὡς σύνθετη θεία ὑπόσταση (πρόσωπο), ὡς θεία, δηλαδή, ὑπόσταση (πρόσωπο) μὲ ψυχανθρώπινες ἐπ' αὐτῆς προσμίξεις, λόγῳ τῆς ἀντιστρόφου αὐτῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἐν λόγῳ δογματολογικῆς ἀρχῆς στὴν ἄκτιστη θεία καὶ τὴν κτιστὴ ψυχανθρώπινη ὀντολογία καὶ προκειμένου νὰ καταστεῖ δυνατὴ ἡ ἀσφαλῶς τριαδικὴ καὶ προαδαμιαία καὶ ἀπροϋπόθετη καὶ ἄσχετη μὲ τὴν πτώση καὶ τὴ σωτηρία τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῶν ἀπογόνων του θεία ἐνανθρώπηση, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ λεγόμενη «ἀντιστάθμιση τῶν ἰδιωμάτων» στὸν «τρίτο βαθμὸ τῆς παρομοιότητος», ἐφόσον, ἐν προκειμένῳ, ἀδυνατεῖ ἡ καλούμενη «ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων» στὸ «δεύτερο βαθμὸ τῆς ὁμοιότητος», ὅπως, γιὰ παράδειγμα, στὴν περίπτωση τῶν ἰδιωμάτων τοῦ «ἀποιήτου» καὶ τοῦ «ποιητοῦ» τὰ ὁποῖα εἶναι «ἀνόμοια» καὶ δὲν ἀντιδίδονται στὸ δεύτερο βαθμὸ καὶ ἀναπληροῦνται ἀπὸ τὰ «παρόμοια» ἰδιώματα τοῦ «ἀποιήτου» καὶ τοῦ «ἀχειροποιήτου» ποὺ ἀντισταθμίζονται στὸν τρίτο βαθμό.
Ἔτσι καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση, θὰ πρέπει νὰ γίνει ἀναπλήρωση ἀπὸ τὰ «παρόμοια» ἰδιώματα τοῦ «ποιοτικῶς καὶ ποσοτικῶς ὁλοκλήρου» καὶ τοῦ «αἰτιακῶς ὁλοκλήρου» ποὺ ἀντισταθμίζονται μεταξύ τους στὸν τρίτο βαθμὸ τῆς παρομοιότητος καὶ καθεμία ἀπὸ τὶς δύο αἰτιατὲς θεῖες ὑποστάσεις (πρόσωπα) νὰ προσλάβει ὁπωσδήποτε τὸν πρῶτο καὶ αἴτιο (αἰτιατὸ αἴτιο) ἐν εἴδει ψυχανθρώπινο ὑποστατικὸ (προσωπικό) τρόπο ἀπὸ τὴν περαιτέρω νομὴ τοῦ ἐν γένει ψυχανθρώπινου ὑποστατικοῦ (προσωπικοῦ) τρόπου ποὺ γενικῶς τῆς ἀναλογεῖ, διότι μόνο αὐτὸς εἶναι ὁ εἰδικῶς προσιδιάζων σὲ αὐτή, δεδομένου ὅτι ἀπὸ ἄποψη αἰτιακῆς τελειότητος ἐμπεριέχει μέσα του καὶ ὑπερβαίνει ὅλους τοὺς ἄλλους ὁμοιοειδεῖς του ποὺ λαμβάνουν τὴν ὕπαρξη ἀπὸ αὐτὸν καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς θεωρεῖται «ὡσεὶ ὁλόκληρος», σάν, δηλαδή, νὰ εἶναι ὁλόκληρος.
Σημειώνουμε, ἑπομένως, ἐπιγραμματικῶς καὶ τὴν τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τῆς ἀρχετύπου «ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων», τῆς ἐκτύπου «ἀντισταθμίσεως τῶν ἰδιωμάτων» καὶ τῆς ἀντιτύπου «ἀντιθέσεως τῶν ἰδιωμάτων». Κατὰ τὰ ἄλλα, δὲν κωλύεται, ἀσφαλῶς, ἡ θεία τριαδικὴ ἐνανθρώπηση δεδομένου ὅτι καὶ τὸ ὅλο τῆς θείας οὐσίας καὶ τὸ ὅλο τοῦ προσιδιάζοντος θείου ὑποστατικοῦ (προσωπικοῦ) τρόπου μέσα στὸ ὁποῖο αὐτὴ χωρεῖ δύνανται ὑπερφυσικῶς νὰ χωρηθοῦν σὲ τρία ψυχανθρώπινα οὐσιαστικὰ καὶ ὑποστατοτροπικὰ (προσωποτροπικά) μέρη καὶ νὰ ἑνωθοῦν ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) μαζί τους χωρὶς αὐτὰ τὰ ἴδια νὰ ὑποστοῦν διαίρεση, ἀρκεῖ, βεβαίως, καὶ ἐκεῖνα, ἀπὸ τὴ δική τους πλευρά, νὰ εἶναι τὰ ἀναλογοῦντα καὶ τὰ προσιδιάζοντα.
Καὶ ἐκ τούτου, σημειωτέον, πέραν τοῦ κωλύματος τοῦ φυσικοῦ διπατορισμοῦ καὶ τῶν ἄλλων δογματικῶν τεκμηρίων ποὺ προδημοσιεύσαμε συνοπτικὰ (στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», www.e-m-e-t-o-ch-e.gr, στὴ «Δογματολογία»), καταρρίπτεται τὸ αἱρετικὸ δόγμα τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ περὶ δῆθεν «ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐξ Ἀδὰμ θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου», διότι, κατὰ τὴν τοιαύτη κακοδοξία, ὁ ψυχανθρώπινος ὑποστατικὸς (προσωπικός) τρόπος τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν εἶναι ὁ ὡς ἄνω προσιδιάζων, ἡ θέση τοῦ ὁποίου εἶναι ἀναμφισβήτητα καὶ ἀσυζητητὶ «ἐν ἀρχῇ», στὴν πρώτη πρώτη συμμετρικὴ τριάδα («Λόγος ← Νοῦς → Νόμος») τοῦ γενεαλογικοῦ δένδρου τοῦ ἐννοϊκοῦ συμπλέγματος, καὶ σὲ καμία περίπτωση καὶ ἐπ' οὐδενὶ «ἐπ' ἐσχάτων» αὐτοῦ, ὅπου εὑρίσκονται οἱ δικοί μας ψυχανθρώπινοι ὑποστατικοὶ (προσωπικοί) τρόποι.
Τί γυρεύει, μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἀλεποῦ στὸ παζάρι; Πῶς ὁ «ἐν ἀρχῇ» καὶ ὡς θεὸς καὶ ὡς ψυχάνθρωπος, κατ' ἀντίδοσιν τῶν ἰδιωμάτων, θεοψυχάνθρωπος Λόγος εὑρίσκεται δῆθεν ἐνανθρωπήσας «ἐπ' ἐσχάτων» καὶ «ἐξ Ἀδάμ», χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτὸ τὸ ἀπατηλὸ καὶ πανουργικὸ τοῦ τοιούτου κακοῦ δόγματος καὶ χωρὶς νὰ συλληφθεῖ ὡς «κατὰ συνθὴκην ψευδόμενος» ἀπὸ τὴ θεολογικὴ καὶ δογματικὴ ἐπιστήμη;
Πρόκειται, παραδόξως, περὶ «θείας ἀλωπεκῆς», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «θείας πανουργίας», ἡ ὁποία, τολμήσασα, ὄχι μόνο «πῆγε στὸ παζάρι» ἀλλὰ «χόρεψε καὶ σὰν ἀρκοῦδι» διαφεύγοντας τὴ σύλληψη «ἐν μέσῳ ἀγορᾶς», κατόρθωσε, δηλαδή, μὲ τὴν ὑπερτίμηση τῆς πίστης καὶ τὴν ὑποτίμηση τῆς γνώσης, νὰ ἐξαπατήσει σκοπίμως τὸν ἀνατολικὸ καὶ τὸ δυτικὸ χριστιανισμὸ χωρὶς νὰ γίνει ἐξ ἀμφοτέρων ἀντιληπτὴ ἐπὶ αἰῶνες.
Τί πια, ἐπιτέλους, θὰ ἦταν αὐτὸς ὁ θεοψυχάνθρωπος Λόγος, «ἀλλὰχ παζάρ», τουτέστι, «θεανθρωποπάζαρο», καὶ «παζαρλίδικη», ἤτοι, «ἐρανική», ὑπόσταση (πρόσωπο), κάνοντας ἔρανο καὶ συλλογὴ γιὰ νὰ ἐνανθρωπήσει, ὅπως πηγαίνει κάποιος στὸ παζάρι καὶ διαλέγει καὶ παίρνει καὶ συλλέγει ἀπ' τὸν ἕνα παζαρτζῆ πατάτες κι ἀπ' τὸν ἄλλο παζαρτζῆ ντομάτες, διαλέγοντας καὶ παίρνοντας καὶ συλλέγοντας τὴ μία, τὴν ἄκτιστη θεία φύση, ἀπὸ τὸν ἀγέννητο θεὸ πατέρα του, τὸ θεὸ Νοῦ, καὶ τὴν ἄλλη, τὴν κτιστὴ καὶ διττή, τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σωματική, ἀπὸ ἄλλο ἀγέννητο πατέρα καὶ προπάτορα, τὸν ψυχάνθρωπο Ἀδὰμ (διαμέσου τῆς ἐξ αὐτοῦ γεννητῆς καὶ καταγομένης παρθένου, ἡ ὁποία, ὡς ὑπὲρ φύσιν αὐτοδύναμη ἢ ἀλλιῶς αὐτοτόκος μητέρα, μὴ ἔχουσα ἀνάγκη γενετικοῦ συνδυασμοῦ μὲ πατέρα, ὡς πρὸς τὴν ψυχανθρώπινη γέννηση τοῦ θεοψυχανθρώπου Λόγου, ἡ ὁποία δὲν συγχέεται μὲ τὴ θεία γέννησή Του, διότι ἡ ἕνωση τῶν φύσεων εἶναι, ἐν προκειμένῳ, ὑποστατική, δηλαδή, προσωπική, καὶ ἀσύγχυτος, διατελεῖ ἀναπόφευκτα ἡ ἴδια καὶ ἡ αὐτὴ καὶ μητέρα καὶ πατέρας μαζὶ τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ τέκνου, τὸ ὁποῖο καὶ τίκτει ἡ ἴδια καὶ γεννᾷ ὡς ψυχάνθρωπο, ἤ, μὲ μία λέξη, μητροπάτωρ ἢ πατρομήτωρ, φέροντας σὲ πέρας ὑπερφυσικὰ καὶ ἀπὸ μόνη της ὁλόκληρο τὸ ψυχανθρώπινο ἀναπαραγωγικὸ ἔργο);
Τί, λοιπόν, θὰ ἦταν ἡ πατρότητα τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς κατὰ σύμπτυξιν διφυοῦς (διφυσικῆς) καὶ ἑνιυποστάτου (μονοπροσωπικῆς) θεωρουμένης υἱότητος, κατὰ σύμπτυξιν διφυὴς (διφυσική) καὶ δισυπόστατος (διπροσωπική) καὶ διισταμένη σὲ δύο διάφορες πατρικὲς ὑποστάσεις (πρόσωπα) καὶ ὄχι ἑνιυπόστατος (μονοπροσωπική) καὶ ἑνιισταμένη ἢ συνισταμένη καὶ αὐτὴ σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο), ὅπως καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς τοιαύτη υἱότητα;
Θὰ ἦταν, δηλαδή, διαλελυμένη καὶ φερομένη ἀπὸ δύο διαφορετικὲς πατρικὲς ὑποστάσεις (πρόσωπα), ἡ μὲν θεία πατρότητα, ἀπὸ τὸν ἀγέννητο Θεὸ Πατέρα, ἡ δὲ ψυχανθρώπινη πατρότητα, ἀπὸ τὸν ἀγέννητο πατέρα καὶ προπάτορα Ἀδὰμ (μέσῳ τῆς ἐξ αὐτοῦ παρθενομητροπάτορος ἢ παρθενοπατρομήτορος), καὶ ὄχι συνενωμένη καὶ φερομένη καὶ αὐτὴ ἀπὸ μία καὶ τὴν αὐτὴ ὑπόσταση (πρόσωπο), τὸν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ θεοψυχάνθρωπο πατέρα, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποκλειστικῶς τὰ γεννητικὰ δικαιώματα τοῦ θεοψυχανθρώπου υἱοῦ του, ὁλόκληρα καὶ κατ' ἄμφω, καὶ κατὰ τὴ θεότητα καὶ κατὰ τὴν ψυχανθρωπότητά του, καὶ ὄχι μισά;
«Διπλοῦς τὴν φύσιν ἀλλ' ἁπλοῦς τὴν ὑπόστασιν» ὁ υἱὸς καὶ «διπλοῦς τὴν φύσιν, διπλοῦς καὶ τὴν ὑπόστασιν» ὁ πατήρ; Ἁπλῆ, κατὰ τὴν ταυτότητα, ὑπόσταση, ἕνα πρόσωπο, ἡ διφυὴς υἱότητα καὶ διπλῆ, κατὰ τὴν ταυτότητα, ὑπόσταση, δύο πρόσωπα, ἡ διφυὴς πατρότητά της; Δύο διάφοροι ἀγέννητοι ἢ γεννητοὶ ἢ ἐν συνδυασμῷ πατέρες χωροῦνε μέσα στὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ γεννητὸ υἱό; Χωροῦνε τὰ δύο πόδια μέσα στὸ ἴδιο παποῦτσι ἢ τὸ καθένα στὸ δικό του;
Καὶ ἡ μὲν κοινὴ σωματικὴ φύση τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου δύναται καὶ νὰ διίσταται καὶ νὰ τριίσταται σὲ τρία διάφορα, αὐτοκέφαλα καὶ ἀσύγχυτα μεταξύ τους σωματικὰ φυσικὰ εἴδη, τὸ καθένα ὑπὸ τὸ δικό του ἀγέννητο πατέρα καὶ προπάτορα. Ἄλλο φυσικὸ εἶδος ὁ θεοψυχάνθρωπος (ἔνθεο καὶ ἔμψυχο σῶμα) καὶ οἱ ψυχάνθρωποι ἀπόγονοί του, ἄλλο ὁ ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος (ἔμψυχο σῶμα), ὁ πίθηκος τοῦ θεοψυχανθρώπου, καὶ ἄλλο ὁ αὐτάνθρωπος (ἄψυχο σῶμα), ὁ πίθηκος τοῦ ψυχανθρώπου, ὁ ὀρθοβάμων, δηλονότι, πίθηκος (μὲ ἀρτίγονο ἕνα μόνο εἶδος γίββωνος). Καὶ τὸ ἴδιο καὶ ἡ κοινὴ ψυχικὴ ὑπέρφυση, ἄλλη φύση οἱ ὑπάγγελοι (ἄσαρκος ψυχή), ἄλλη φύση οἱ ὑφυπάγγελοι (ἔνσαρκος ψυχή) καὶ ἐξ αὐτῶν, ἄλλο φυσικὸ εἶδος οἱ ἀνώτεροι ὑφυπάγγελοι (ἔνθεος καὶ ἔνσαρκος ψυχή) καὶ ἄλλο φυσικὸ εἶδος οἱ κατώτεροι ὑφυπάγγελοι (ἔνσαρκος ψυχή).
Ἡ δὲ διφυής, κατὰ σύμπτυξιν ἢ μή, εἴτε θεοψυχανθρώπινη εἴτε ψυχανθρώπινη πατρότητα, τῆς διφυοῦς, κατὰ σύμπτυξιν ἢ μή, εἴτε θεοψυχανθρώπινης εἴτε ψυχανθρώπινης υἱότητος, ὅπως καὶ ἡ τοιαύτη υἱότητα, οὐδέποτε διίσταται σὲ δύο διαφορετικὲς ὑποστάσεις (πρόσωπα), εἴτε σὲ θεὸ πατέρα καὶ σὲ ἄλλο ψυχάνθρωπο πατέρα, εἴτε σὲ ψυχικὸ πατέρα καὶ σὲ ἄλλο αὐτάνθρωπο πατέρα, ἀλλὰ πάντοτε ἑνιίσταται ἢ συνίσταται σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ ὑπόσταση (πρόσωπο), εἴτε στὸν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ θεοψυχάνθρωπο πατέρα, εἴτε στὸν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ ψυχάνθρωπο πατέρα.
Ἔστω, ὅμως, ὑποθετικῶς, ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ διακρίνουμε τὸ πιὸ ὁμαλὸ ἀπὸ τὰ δύο ἀνωμελῆ σχήματα, ἀφενὸς τῆς διισταμένης (διαιρουμένης) διφυοῦς, κατὰ σύμπτυξιν ἢ μή, πατρότητος, σὲ δύο διάφορες ὑποστάσεις (πρόσωπα), καὶ ἀφετέρου τῆς δισισταμένης (διπλασιαζομένης) μονοειδοῦς ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) προσληπτῆς φύσεως, σὲ δύο διαφορετικὰ αὐτοκέφαλα γενεαλογικὰ δένδρα, ἕκαστο ὑπὸ διαφορετικὸ ἀγέννητο προπάτορα, ἐάν, βεβαίως, ὑποτεθεῖ ὅτι ἡ φύση αὐτὴ ποὺ προσλαμβανόταν ὑποστατικῶς (προσωπικῶς) ἦταν μονοειδής, περιελάμβανε, δηλαδή, ἕνα μόνο φυσικὸ εἶδος.
Τότε, ποιό ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ ἀνώμαλα θὰ ἦταν τὸ λιγότερο ἀνώμαλο, αὐτὸ ποὺ θὰ ἔβαζε τὰ δύο πόδια σὲ ἕνα παπούτσι, τοὺς δύο, δηλονότι, διαφόρους, καὶ κατὰ τὴ φύση καὶ κατὰ τὴν ὑπόσταση (πρόσωπο), ἀγέννητους πατέρες, ἐκ τῶν ὁποίων, ὁ μὲν πρῶτος μονοφυής, ὁ δὲ δεύτερος μονοφυὴς εἴτε κατὰ σύμπτυξιν (ὄντας, κατ' ἀνάπτυξιν, διφυής) εἴτε ὄχι, στὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ διφυῆ εἴτε κατὰ σύμπτυξιν (ὄντας, κατ' ἀνάπτυξιν, τριφυής) εἴτε ὄχι, υἱό, ἢ ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔβαζε τὰ δύο πόδια σὲ δύο παπούτσια, τὸ καθένα πόδι στὸ δικό του παπούτσι, τὸν καθένα, δηλονότι, ἀγέννητο, μονοφυῆ ἢ διφυῆ, κατὰ σύμπτυξιν ἢ μή, πατέρα στὸν ἀντίστοιχό του, μονοφυῆ ἢ διφυῆ, κατὰ σύμπτυξιν ἢ μή, υἱό; Τὸ δεύτερο, ἀσφαλῶς, τὸ σχῆμα, δηλαδή, τῆς δισισταμένης, ὡς ἄνω ἐχούσης, φύσεως.
Καὶ τὸ ὁποῖο, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, σημαίνει ὅτι ἀποδεχόμενος κανεὶς τὸ περισσότερο ἀνώμαλο ἢ ἀτοπώτερο σχῆμα τῆς διισταμένης πατρότητος πολλῷ δὲ μᾶλλον ἀποδέχεται καὶ προαποδέχεται καὶ τὸ λιγότερο ἀνώμαλο ἢ ἄτοπο σχῆμα τῆς δισισταμένης ὡς ἄνω φύσεως, δεδομένου ὅτι γιὰ νὰ πᾶμε στὸ ἀτοπώτερο καὶ ἀνωμαλώτερο περνᾶμε πρῶτα ἀπὸ τὸ ἄτοπο καὶ ἀνωμελές.
Ἢ μήπως ἀρνήθηκε ὁ θεὸς υἱὸς τὸ θεὸ πατέρα του καὶ τὸν ἀθέτησε καὶ τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ἔγινε ψυχάνθρωπος ἀπὸ ἄλλο ψυχάνθρωπο πατέρα, ἢ ὁ θεὸς πατὴρ τὸ θεὸ υἱό του καὶ τὸν ἀθέτησε καὶ τὸν ἀποκλήρωσε καὶ παραχώρησε σὲ δεύτερο καὶ ἕτερο καὶ συνέταιρο ψυχάνθρωπο πατέρα τὰ μισὰ γεννητικά του δικαιώματα, ἢ ἀμφότεροι ἀλλήλους, ἤ, μήπως, βαρέθηκαν, τελικά, νὰ συνυπάρχουν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς θείας ἐνανθρώπησης εἶπαν νὰ βροῦν κανέναν ἄλλο ἀνθρώπινο πατέρα, ἔτσι γι' ἀλλαγή;
Ἀλλάζει, μήπως, ἡ πατρότητα, ἡ πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο), ὁ πατέρας τῆς ἴδιας καὶ τῆς αὐτῆς υἱϊκῆς ὑποστάσεως (προσώπου), ἐπειδὴ ὁ υἱὸς προσλαμβάνει καθ' ὑπόστασιν (προσωπικῶς) ἄλλη φύση; Κάθε μία διάφορος φύση τοῦ υἱοῦ καὶ ἕνας διαφορετικὸς γι' αὐτὸν πατέρας ἢ ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς καὶ ὁ ἴδιος ἀκριβῶς πατέρας καὶ γιὰ τὶς δύο φύσεις τοῦ ἴδιου ἀκριβῶς καὶ τοῦ αὐτοῦ υἱοῦ;
Δόγματα ὄχι ἁπλᾶ κακὰ ἀλλὰ καὶ μωρά, ἤ, μὲ μία λέξη, μωροκακοδοξίες, γιὰ νὰ μειδιοῦν οἱ σοφοὶ καὶ νὰ γελοῦν οἱ συνετοὶ (καὶ δὲν εἶναι μόνο ἡ μωροκακοδοξία τοῦ «ἀλλὰχ παζάρ», τῆς «ἐρανικῆς ὑποστάσεως τοῦ διπάτορος θεοψυχανθρώπου λόγου», οὔτε μόνο ἡ μωροκακοδοξία τοῦ «ἀχταρμὰ μπακίρ», τοῦ «ἁγίου ποτηρίου τῆς συγχύσεως καὶ τῆς ἀνακράσεως τῶν τριῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων», ἀλλὰ πρόκειται, δυστυχῶς, γιὰ σωρεία πλείστων ὅσων καὶ ἁλυσιδωτῶν μωροκακοδοξιῶν).
Μία τέτοια θεοψυχανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) θὰ ἦταν, ἀσφαλῶς, «ἀσύνθετος» ἤ, ἀλλιῶς, «ἀνωμελής», ἤ, κοινῶς, «μπαλωματική» ἢ «ὑπόσταση κουρελού» ἢ «ὑπόσταση τουρλού». Ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα θὰ τὰ ἐξετάσουμε πιὸ ἀναλυτικὰ στὶς οἰκεῖες ἑνότητες τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ μας ἔργου.
Οἱ δύο, ἑπομένως, αἰτιατοὶ θεοψυχάνθρωποι, ὁ θεοψυχάνθρωπος υἱὸς (ὁ Λόγος) καὶ ὁ θεοψυχάνθρωπος παῖς (ὁ Νόμος), κατὰ τὴ θεία φύση τους, δὲν ἔχουν, ἀσφαλῶς, οἱ ἴδιοι πατρότητα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν υἱότητα ἢ τὴν παιδότητά τους οὔτε δικούς τους υἱοὺς καὶ παῖδες, κατὰ τὴν ψυχική, ὅμως, καὶ τὴ σωματικὴ φύση τους, ὡς ψυχάνθρωποι, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τὶς ἔχουν καὶ νὰ τὶς συνδυάζουν ἀμφότερες καὶ νὰ διατελοῦν, ὁ μὲν ὡς «υἱοπάτωρ», ὄντας καὶ υἱὸς τοῦ θεοψυχανθρώπου πατρὸς (τοῦ Νοῦ) καὶ πατὴρ ψυχανθρώπων υἱῶν καὶ παίδων, καὶ ὁ δὲ ὡς «παιδοπάτωρ», ὄντας καὶ παῖς τοῦ αὐτοῦ θεοψυχανθρώπου πατρὸς (τοῦ Νοῦ) καὶ πατὴρ ἄλλων ψυχανθρώπων υἱῶν καὶ παίδων, προκειμένου, ἔτσι, νὰ συμπληρωθοῦν οἱ ἐλλείποντες ὑποστατικοὶ (προσωπικοί) τρόποι τῆς συμβολικῆς παράστασης, τῆς προσωποποίησης, δηλαδή, τοῦ ἐννοϊκοῦ συμπλέγματος τῆς ψυχανθρωπότητός τους.
Ὅσον ἀφορᾷ τὸν πρωταίτιο θεοψυχάνθρωπο, τὸ θεοψυχάνθρωπο πατέρα (τὸ Νοῦ), ὡς θεός, ὡς πρὸς τὴν πατρότητά του, εἶναι, ἀσφαλῶς, ἀδιάδεκτος ἢ ἀδιάδοχος, δὲν διατελεῖ, δηλαδή, «προπάτωρ» ἀλλὰ μόνο «πατήρ», ὡς ψυχάνθρωπος, ὅμως, κατὰ τὴν πατρότητα εἶναι ἀναπόφευκτα διαδεκτὸς καὶ προπάτορας καὶ πρέπει μάλιστα νὰ ἔχει δύο υἱοπάτορες καὶ δύο παιδοπάτορες, ἕνα θεοψυχάνθρωπο υἱοπάτορα καὶ ἕνα θεοψυχάνθρωπο παιδοπάτορα, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς συμβολικῆς παράστασης ἢ προσωποποίησης τοῦ «ἐννοϊκοῦ συμπλέγματος» καὶ τῆς «ἔσω νομῆς τοῦ νοῦ», καὶ ἕνα ψυχάνθρωπο υἱοπάτορα καὶ ἕνα ψυχάνθρωπο παιδοπάτορα, στὰ ἐντελεχειακὰ πλαίσια τῆς συμβολικῆς παράστασης ἢ προσωποποίησης τοῦ «διανοϊκοῦ συμπλέγματος» καὶ τῆς «ἔξω νομῆς τοῦ νοῦ».
Καὶ τὸ μὲν «ἐννοϊκὸ σύμπλεγμα» παριστάνεται συμβολικῶς ἢ προσωποποιεῖται ἀπὸ τὸ «διανοϊκὸ σύμπλεγμα», τὸ δὲ διανοϊκὸ ἀπὸ τὸ «μεταδιανοϊκὸ σύμπλεγμα» καὶ ἐκ τούτου μάλιστα ἀποδεικνύεται θεολογικῶς ἡ ὕπαρξη ψυχανθρώπων καὶ σὲ ἄλλους πλανῆτες τοῦ σύμπαντος (ναί, πράγματι, ἔτσι εἶναι, αὐτό, τελικά, ἀληθεύει, πλήν, ὅμως, μὲ τὴν ἐπισήμανση ὅτι ὁ δημιουργὸς ῥύθμισε ἔτσι τὶς διαπλανητικὲς ἀποστάσεις ὥστε νὰ καθίσταται ὑπερλίαν δύσκολη, ἂν ὄχι κατ' ἄνθρωπον ἀδύνατη, ἡ μεταξύ τους προσέγγιση καὶ ἐπικοινωνία καὶ νὰ νομίζει ὁ κάθε πλανήτης ὅτι δῆθεν εἶναι ὁ μόνος κατοικήσιμος ἀπὸ ψυχανθρώπους μέσα στὸ ἀχανὲς σύμπαν), ὅλα αὐτά, ὅμως, θὰ τὰ ἀναπτύξουμε λεπτομερῶς στὴν οἰκεία ἑνότητα τοῦ παρόντος δογματολογικοῦ ἔργου μας.
Τὸ ὡς ἄνω, σημειωτέον, πληρέστερα ἀναπτυγμένο ἐντελεχειακὸ σχῆμα τῶν διακοσίων σαράντα ἑπτὰ (247) ὑποστατικῶν (προσωπικῶν) τρόπων, ὡς Πάππαι Ἱδρυταὶ τῆς Ὁμολογίας, ἀκολουθήσαμε πιστὰ κατὰ τὴ νομὴ τῶν ἀποστολικῶν καὶ ἱεραποστολικῶν ἑδρῶν τοῦ καινορθοδόξου δόγματός μας ἀνὰ τὴν οἰκουμένη (στὰ ἱεροκανονικὰ πλαίσια τῶν ὑπ' ἀριθ. 4 / 29 – 08 – 2021, 5 / 22 – 09 – 2021, 6 / 23 – 09 – 2021, 11 / 09 – 03 – 2022, 14 / 18 – 07 – 2022, 15 / 10 – 08 – 2022, 16 / 25 – 08 – 2022 καὶ 17 / 15 – 09 – 2022 Δογματικῶν καὶ Κανονικῶν Παππικῶν Ἀποφάνσεών μας ποὺ δημοσιεύθηκαν στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», www.e-m-e-t-o-ch-e.gr, στὶς «Παππικὲς Ἀποφάνσεις»).
Στὰ ἐκτενῆ συγγραμματικὰ ὅρια τοῦ παρόντος πολυσχιδοῦς καὶ ὀγκώδους δογματολογικοῦ ἔργου μας καὶ στὶς ἑνότητες ποὺ κάτωθι ἀκολουθοῦν θὰ ἐξετάσουμε εἰδικώτερα καθένα ἀπὸ τὰ γενικώτερα ἐδῶ προαναφερθέντα ἐντελεχειακὰ εἴδη ἀλλὰ καὶ ὅσα, τυχόν, ἄλλα δὲν προαναφέρθηκαν στὴν προλογικὴ αὐτὴ ἑνότητα καὶ θὰ ἀσχοληθοῦμε λεπτομερῶς καὶ πολυπλεύρως μὲ τὸ ὄντως ὀρθὸ δόγμα, τὴν καινορθόδοξη δογματική, παραδίδοντας στὴ θεολογικὴ γραμματεία τὴν καινορθόδοξη ἐντελεχειακὴ θεολογία καὶ γνωσιολογία μας.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝ (Β΄) ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...
ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 21-01-2024.
† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ (Α΄) ΜΕΡΟΥΣ. ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.
ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
* * * * * * *
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ ΠΡΩΤΟΥ (Α΄) ΜΕΡΟΥΣ
Σελ. 50: Ὁ ὅρος «ἔμμεσος», μὲ τὴ στενὴ καὶ τὴν κύρια σημασία του, ἀναφέρεται μόνο στὴν «ἐν μέσῳ» κατάσταση, τὴν ἐμμεσότητα, ἀλλά, μὲ τὴν πλατεῖα καὶ τὴν εὐρεῖα ἔννοιά του, ἐπεκτείνεται καὶ στὴ «σὺν μέσῳ» κατάσταση, τὴ συμμεσότητα, καὶ ὑποδηλώνει καὶ αὐτή.
Σελ. 54: Ὁ «περίτροπος» ἀναλύεται σὲ δύο «τρόπους», ἕνα αἴτιο (πρωταίτιο) καὶ ἕνα αἰτιατό. Ὁ αἰτιατὸς τρόπος ἀναλύεται σὲ δύο συμμετρικοὺς σὲ σχέση μὲ τὸν αἴτιο «ἀντιτρόπους», ἕνα μεσαίτιο καὶ ἕνα αἰτιατό. Καὶ ἕκαστος ἀντίτροπος ἀναλύεται σὲ δύο διαδοχικοὺς σὲ σχέση μὲ τὸν αἴτιο (πρωταίτιο) τρόπο «ὑποτρόπους», ἕνα μεσαίτιο καὶ ἕνα αἰτιατό.
Κάθε ὑπότροπος ἀναλύεται σὲ δύο «ἀνθυποτρόπους», ἕνα (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) αἴτιο καὶ ἕνα (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) αἰτιατό. Κάθε ἕνας (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) αἰτιατὸς ἀνθυπότροπος ἀναλύεται καὶ αὐτὸς σὲ δύο συμμετρικοὺς σὲ σχέση μὲ τὸν (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) αἴτιο «παρανθυποτρόπους», ἕνα (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) μεσαίτιο καὶ ἕνα (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) αἰτιατό.
Οἱ παρανθυπότροποι οὐδέποτε εἶναι οὔτε λέγονται «ὑφυπότροποι». Οἱ λεγόμενοι «ὑφυπότροποι» εἶναι κατώτεροι τῶν «παρανθυποτρόπων» καὶ διατελοῦν ἀνάλυση τοῦ (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) αἰτίου ἀνθυποτρόπου καὶ ὁμόλογοι μὲ τοὺς «παρυφυποτρόπους» ποὺ ἀποτελοῦν ἀναλύσεις τῶν παρανθυποτρόπων.
Καὶ ὁ (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) αἴτιος ἀνθυπότροπος καὶ ἀμφότεροι οἱ (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) αἰτιατοὶ καὶ συμμετρικοὶ ὡς πρὸς αὐτὸν παρανθυπότροποί του ποὺ καὶ οἱ δύο συνιστοῦν ἀπὸ κοινοῦ τὸν (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) αἰτιατὸ ἀνθυπότροπο καλοῦνται γενικῶς «ἀνθυπότροποι» καὶ κατατάσσονται καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ στὴν ἴδια ἐντελεχειακὴ κατηγορία τοῦ «ἀνθυποτρόπου» ὡς ὑποκατηγορίες της, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν αἴτιο τρόπο καὶ τοὺς αἰτιατοὺς καὶ συμμετρικοὺς σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνον ἀντιτρόπους του ποὺ κατατάσσονται σὲ δύο διαφορετικὲς ἐντελεχειακὲς κατηγορίες, ὁ μὲν στὴν ἐντελεχειακὴ κατηγορία τοῦ «τρόπου» καὶ οἱ δὲ στὴν ἐντελεχειακὴ κατηγορία τοῦ «ἀντιτρόπου», ἐπειδὴ ἡ ἐντελεχειακὴ ἀπόσταση μεταξὺ αὐτῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐντελεχειακὴ ἀπόσταση ἀνάμεσα σ' ἐκείνους, εἶναι μικρότερη δεδομένου ὅτι πρόκειται γιὰ ἀπόσταση μεταξὺ (μικτοῦ) αἰτιατοῦ αἰτίου καὶ αἰτιατῶν, μεταξύ, δηλαδή, αἰτιατῶν, καὶ ὄχι γιὰ ἀπόσταση ἀνάμεσα σὲ (καθαρό) αἴτιο καὶ αἰτιατά.
Καθένας (ἀμέσως ἢ ἐμμέσως) αἴτιος ἀνθυπότροπος ἀναλύεται περαιτέρω σὲ δώδεκα «ὑφυποτρόπους» καὶ ὁ ἕνας, ὁ πρῶτος, ἀπ' αὐτοὺς σὲ δύο «συνυφυποτρόπους». Ἄρα καὶ κάθε παρανθυπότροπος ἀναλύεται ἀναλόγως καὶ αὐτὸς σὲ δώδεκα «παρυφυποτρόπους» καὶ ὁ ἕνας ἀπ' αὐτούς, ὁ πρῶτος, σὲ δύο «συμπαρυφυποτρόπους».
Καὶ οἱ ὑφυπότροποι καὶ οἱ ἀμφοτέρων τῶν εἰδῶν παρυφυπότροποί τους καλοῦνται γενικῶς «ὑφυπότροποι», ἄρα καὶ οἱ συνυφυπότροποι καὶ οἱ ἀμφοτέρων τῶν εἰδῶν συμπαρυφυπότροποί τους γενικῶς «συνυφυπότροποι», καὶ κατατάσσονται καὶ οἱ τρεῖς ὁμάδες μαζὶ στὴν ἴδια ἐντελεχειακὴ κατηγορία τοῦ «ὑφυποτρόπου» ὡς ὑποκατηγορίες της.
Κάθε ὑφυπότροπος ἀναλύεται προσέτι σὲ δύο «ἀνθυφυποτρόπους», ἕνα αἴτιο καὶ ἕνα αἰτιατό, καὶ κάθε συνυφυπότροπος σὲ δύο «συνανθυφυποτρόπους», ἕνα αἴτιο καὶ ἕνα αἰτιατό. Ἄρα καὶ κάθε παρυφυπότροπος σὲ δύο «ἀντιπαρυφυποτρόπους», ἕνα αἴτιο καὶ ἕνα αἰτιατό, καὶ κάθε συμπαρυφυπότροπος σὲ δύο «συναντιπαρυφυποτρόπους», ἕνα αἴτιο καὶ ἕνα αἰτιατό.
Καὶ ἐν τέλει, κάθε αἰτιατὸς εἴτε ἀνθυφυπότροπος εἴτε συνανθυφυπότροπος εἴτε ἀντιπαρυφυπότροπος εἴτε συναντιπαρυφυπότροπος ἀναλύεται σὲ δύο διαδοχικοὺς σὲ σχέση μὲ τὸν αἴτιό του, ἕνα μεσαίτιο καὶ ἕνα αἰτιατό, εἴτε «παρανθυφυποτρόπους», ποὺ μαζὶ μὲ τὸν αἴτιό τους ἀνθυφυπότροπο καλοῦνται «ἀνθυφυπότροποι», εἴτε «παρασυνανθυφυποτρόπους», ποὺ μαζὶ μὲ τὸν αἴτιό τους συνανθυφυπότροπο καλοῦνται «συνανθυφυπότροποι», εἴτε «παραντιπαρυφυποτρόπους», ποὺ μαζὶ μὲ τὸν αἴτιό τους ἀντιπαρυφυπότροπο καλοῦνται «ἀντιπαρυφυπότροποι», εἴτε «παρασυναντιπαρυφυποτρόπους», ποὺ μαζὶ μὲ τὸν αἴτιό τους συναντιπαρυφυπότροπο καλοῦνται «συναντιπαρυφυπότροποι».
Καὶ ἐν γένει, ὅλα τὰ προαναφερθέντα εἴδη νομῆς τῶν γενικῶς καλουμένων ὑφυποτρόπων ἢ συνυφοποτρόπων ὀνομάζονται «ἀνθυφυπότροποι» ἢ «συνανθυφυπότροποι» καὶ ὅλα μαζὶ κατατάσσονται στὴν ἴδια ἐντελεχειακὴ κατηγορία τοῦ «ἀνθυφυποτρόπου» ὡς ὑποκατηγορίες της.
Σελ. 58: Ἡ νομὴ τῆς πατρότητος τοῦ πρωταιτίου πατρὸς ἢ ἀλλιῶς ἀρχιπάτορος στοὺς μεσαιτίους πατέρες ἢ ἀλλιῶς μεσοπάτορες, τοὺς υἱοπάτορες ἢ τοὺς παιδοπάτορες, εἴτε πρωτιστοπάτορες, εἴτε πρωτοπάτορες, εἴτε προτεροπάτορες, εἴτε προπάτορες, εἴτε ἐπιπάτορες, δὲν τοῦ ἀποστερεῖ τὸ «ὅλον», τὴν «ὁλοκληρία τῆς πατρότητος», δεδομένου ὅτι εἴτε κατ' ἄμεσο τρόπο, κατὰ παραγωγήν, εἴτε κατ' ἔμμεσο τρόπο, κατ' ἀναπαραγωγήν, οὕτως ἢ ἄλλως, διατελεῖ ὁ ἕνας πατέρας καὶ ὁ κοινὸς πρόγονος ὅλων τῶν υἱῶν καὶ τῶν παίδων ἀπογόνων του καὶ μελῶν τοῦ γενεαλογικοῦ δένδρου του, ἀλλὰ τοῦ στερεῖ μόνο τὸ «καθόλον», τὴν «καθολοκληρία τῆς πατρότητος», δεδομένου ὅτι δὲν τοὺς γεννᾷ (ἐξάγει) καὶ δὲν τοὺς ἐκπορεύει (παράγει) ὅλους ἄμεσα καὶ παραγωγικὰ ὁ ἴδιος ἀλλὰ κάποιους μόνο ἀπ' αὐτοὺς καὶ ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους ἔμμεσα καὶ ἀναπαραγωγικά.
Γι' αὐτὸ καὶ ἐν προκειμένῳ ἡ κατὰ τὴν αἰτιακὴ τελειότητα μείωση ποὺ ὑφίσταται ὁ διαδεκτὸς «ἀρχιπάτωρ» σὲ σχέση μὲ τὸν ἀδιάδεκτο ἢ ἀδιάδοχο «μονοπάτορα» δὲν σημαίνεται ἀπὸ τὴν ἀντιπαραβολὴ τῶν ἰδιωμάτων «αἰτιακῶς μερικός» καὶ «αἰτιακῶς ὁλόκληρος» ἀλλὰ μὲ τὴν ἀντιπαράθεση τῶν ἰδιωμάτων «αἰτιακῶς ὅλος» καὶ«αἰτιακῶς καθόλος», πρόκειται, δηλαδή, γιὰ ἀμελητέα διαφορά, δεδομένου ὅτι οἱ μεσαίτιοι θεωροῦνται ὡς πατέρες μόνο σὲ σχέση μὲ τοὺς αἰτιατοὺς παῖδες καὶ ἀναμεταξύ τους, ἐνῷ, σὲ σχέση μὲ τὸν πρωταίτιο πατέρα, θεωροῦνται καὶ οἱ ἴδιοι ὡς υἱοὶ ἢ παῖδές του, ἐπειδὴ εἶναι κι αὐτοὶ αἰτιατοί του, ἄρα καὶ ἡ πατρότητά τους ἐκλαμβάνεται ὡς αἰτιατὴ αἰτία καὶ μικτὴ καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὴν αἰτία καὶ καθαρὴ πατρότητά του καί, ἐν τέλει, δὲν ὑπολογίζεται πρὸ ἐκείνης.
Σελ. 60: Ὑπολανθάνει, σημειωτέον, ἐν προκειμένῳ, στὴν ἐπιπόλαιη θεολογικὴ σκέψη τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ, κι ἂς ἀρνεῖται ἐπίσημα νὰ τὸ παραδεχθεῖ μιλῶντας γιὰ ἀσύγχυτη ἕνωση τῶν φύσεων, τὸ ὑβριδικὸ δόγμα τοῦ «ἀλλὰχ γαϊδὰρ μουλάρ», τουτέστι, τοῦ «θεανθρώπινου γαϊδουρομουλαριοῦ», τῆς τεκνογονικῆς, δηλονότι, συγχύσεως καὶ συμφύρσεως τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσης μὲ γενετικὸ προϊὸν τὴν «κραματικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) τοῦ θεανθρώπου», σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο δόγμα ὁ θεάνθρωπος Λόγος ἔχει πατέρα θεὸ καὶ μητέρα ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος καὶ ἡ ὁποία συνῆλθαν σὲ τεκνογονικὴ σύζευξη μεταξύ τους καὶ ἀνέκρασαν γενετικῶς τὴ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκύψει ὄχι μόνο μία σύνθετη θεανθρώπινη ὑπόσταση (πρόσωπο) ἀλλὰ καὶ μία σύνθετη θεανθρώπινη φύση, ὅπως συζεύγνυνται τεκνογονικὰ ὁ ἀρσενικὸς ἵππος, ὡς πατήρ, καὶ ὁ θηλυκὸς ὄνος, ὡς μήτηρ, καὶ προκύπτει, ὡς ὑβριδικὸς υἱὸς (ὑβρίδιο), ὁ γίννος.
Πήραμε, μὲ ἄλλα λόγια, ἀπὸ τὴ θεότητα τὸν πατέρα καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα τὴ μητέρα, τοὺς φέραμε σὲ τεκνογονικὴ συνουσία μεταξύ τους καὶ φτιάξαμε τὸ θεάνθρωπο, ὅπως παίρνουμε ἀπὸ τὸ ἄλογο τὸν πατέρα καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδούρι τὴ μητέρα καὶ φτιάχνουμε τὸ γαϊδουρομούλαρο ἢ ἱππάριο.
Διότι μόνο σὲ μια τέτοια περίπτωση, στὴν περίπτωση, δηλαδή, ποὺ κάνουμε σύγχυση καὶ σύμφυρση τῶν δύο γεννήσεων τοῦ θεανθρώπου Λόγου, μεταξὺ τῆς θείας γεννήσεως καὶ τῆς ἀνθρώπινης γέννησής Του, σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ ἀκριβῶς κραματικὴ γέννηση μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι πρόκειται μόνο γιὰ καθαρὴ ἀνθρώπινη μητέρα, ἀφενός, ἡ ὁποία μόνο τίκτει, σὲ γενετικὸ συνδυασμὸ μὲ καθαρὸ θεῖο πατέρα, ἀφετέρου, ὁ ὁποῖος μόνο γεννᾷ.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν περίπτωση τοῦ ἀσυγχύτου ἀμφοτέρων τῶν γεννήσεων τοῦ Λόγου κατὰ τὸ ἐπίσημο χριστιανικὸ δόγμα, τὴν περίπτωση, δηλονότι, τῆς ἀσυνδυάστου σὲ σχέση καὶ μὲ τὸ θεοπάτορα καὶ μὲ οἱονδήποτε ἀνθρωποπάτορα παρθένου μητρός, ἡ ὁποία, ἀσφαλῶς, δὲν εἶναι μόνο μητέρα, καθαρή, δηλαδή, μητέρα, ἀλλ' εἶναι καὶ πατέρας μαζί, «ἰσόπατρος μήτηρ», ἢ ἀλλιῶς, «μητροπάτωρ» ἢ «πατρομήτωρ», διότι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, κάνει μόνη της ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη γέννηση τοῦ Λόγου (μὲ θεία, βεβαίως, καὶ ὑπερφυσικὴ ἱκάνωση ἡ ὁποία, ὅμως, δὲν σημαίνει ἐπ' οὐδενὶ ἄμεση γεννητικὴ συμμετοχὴ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ ἱκανοῦντος θεοῦ ὡς γεννήτορος καὶ πατρὸς μὲ τὴν οὐσία του καὶ τὸ γενετικό του ὑλικὸ ἀλλὰ θεία καὶ ὑπερφυσικὴ ἐνδυνάμωση τῆς ἱκανουμένης παρθένου προκειμένου νὰ διεκπεραιώσει αὐτὴ καὶ μόνη μὲ τὴ δική της μόνο οὐσία καὶ τὸ δικό της μόνο γενετικὸ ὑλικὸ τὸ παρθενογενετικό της ἔργο), ὅπως καὶ ὁ ἐπίσης ἀσυνδύαστος σὲ σχέση καὶ μὲ αὐτὴ καὶ μὲ οἱαδήποτε θεομήτορα θεοπάτωρ κάνει μόνος του ὁλόκληρη τὴ θεία γέννησή Του, ἐπειδή, δηλαδή, ἐν προκειμένῳ, ἔχουμε «παρθενομητορικὴ ἰσοπατορία», ἰσοδυναμία τῆς ἀσυνδυάστου μητροπαρθένου μὲ πατέρα.
Ἐδῶ, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ γυναικείου καὶ μητρικοῦ φυσικοῦ σχήματος, ἡ πατρότητα ὑπολανθάνει καὶ κρύπτεται μέσα στὴ μητρότητα καὶ γι' αὐτὸ δὲν εἶναι καὶ τόσο ἐμφανὴς ὅπως ἡ μητρότητα καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς ἐπιπόλαιους στὴν παρατήρηση καὶ τοὺς βιαστικοὺς στὴν ἀντίληψη ποὺ σπεύδουν ἀμέσως νὰ χαρακτηρίσουν ἀφελῶς τὴ μητροπάρθενο ὡς «μητέρα» δίπλα στὸ θεὸ «πατέρα» καὶ νὰ διατυπώσουν γιὰ τὸ θεάνθρωπο Λόγο τὴν αἱρετική, ὡς πρὸς τὸ δεύτερο δογματικὸ χαρακτηρισμό, μωροκακοδοξία ὅτι ὡς θεὸς εἶναι «ἀμήτωρ», ἄνευ μητρός, καὶ δῆθεν ὡς ἄνθρωπος «ἀπάτωρ», ἄνευ πατρός.
Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, κατὰ τὴν ἐν λόγῳ μωροκακοδοξία, ὡς ἄνθρωπος δὲν εἶναι καθόλου ἀπάτωρ ἀλλ' ἔχει, σαφέστατα, πατέρα, αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν παρθενομητροπάτορα ἢ παρθενοπατρομήτορα, κατὰ μεσαιτιότητα, καὶ τὸν προπάτορα Ἀδάμ, κατὰ πρωταιτιότητα, δεδομένου ὅτι αὐτὴ κατάγεται ἀπὸ ἐκεῖνον. Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ «παιχνίδι μὲ τὶς λέξεις».
Ὁ σαφέστατα, λοιπόν, αἱρετικὸς χριστιανισμός, καὶ ὁ ἀνατολικὸς καὶ ὁ δυτικός, λέγοντάς την «μητέρα» καὶ θέτοντάς την δίπλα στὸ θεὸ «πατέρα», ἐννοεῖ, οὐσιαστικῶς, τὸ δόγμα τοῦ «ἀλλὰχ γαϊδὰρ μουλάρ», ἔστω κι ἂν τυπικῶς δὲν τὸ παραδέχεται. Ἀλλ' οὔτε «ἀλλὰχ γαϊδὰρ μουλάρ», τουτέστι, «γαϊδουρομουλαροϋπόσταση», οὔτε «ἀλλὰχ παζάρ», τουτέστι, «παζαροϋπόσταση», μὲ δύο πατέρες, τυγχάνει ὁ θεοψυχάνθρωπος Λόγος, ἀλλ' «ἀλλὰχ νορμάλ», τουτέστιν, «ὁμαλοϋπόσταση», μὲ ἕνα πατέρα καὶ γιὰ τὶς δύο φύσεις Του, τὸ θεοψυχάνθρωπο Πατέρα Του.
Σελ. 61: Οἱ ὅροι «διφυὴς (διφυσική) καὶ δισυπόστατος (διπροσωπική) πατρότης», ἢ ἀλλιῶς, «διπλοῦς τὴν φύσιν, διπλοῦς καὶ τὴν ὑπόστασιν πατήρ» διακρίνονται, ἐν προκειμένῳ, ἐκ μέρους μας σὲ σχέση μὲ τοὺς ὅρους «διφυὴς (διφυσική) καὶ δὶς ἑνιυπόστατος (δὶς μονοπροσωπική) ἢ δισενιυπόστατος (δισμονοπροσωπική) πατρότης», ἢ ἀλλιῶς, «διπλοῦς τὴν φύσιν, δὶς ἁπλοῦς ἢ δισαπλοῦς τὴν ὑπόστασιν πατήρ».
Καὶ οἱ μέν, ὡς πρὸς τὴν ἐν προκειμένῳ χρήση τους ἐκ μέρους μας, ἀναφέρονται στὴ λεγόμενη «ὁριζοντία τομὴ τῆς διφυοῦς (διφυσικῆς) πατρότητος», κατὰ τὴν ὁποία καθεμιὰ ἀπὸ τὶς δύο διάφορες φύσεις τῆς πατρότητος ἀποτελεῖ καὶ μία διαφορετικὴ πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο), στὴν περίπτωση, δηλονότι, τῶν δύο διακριτῶν μονοφυῶν καὶ ἑτεροφυῶν πατέρων οἱ ὁποῖοι συμπαράγουν ἀσύγχυτα μεταξύ τους ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ διφυῆ υἱό, δίνοντάς του ὁ ἕνας ὁλόκληρη τὴ μία καὶ ὁ ἄλλος ὁλόκληρη τὴν ἄλλη φύση.
Πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη ἀπὸ τὶς τρεῖς κακόδοξες ἐκδοχὲς τοῦ «διπατορισμοῦ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ κατὰ σύμπτυξιν ἢ μὴ διφυοῦς υἱοῦ», ἡ ὁποία κατέστη δογματολογικῶς ἐπιγνωστὴ καὶ καταγνωστὴ ἐκ μέρους μας καὶ τοῦ καινορθοδόξου δόγματός μας ὡς ἱστορικῶς ὑφιστάμενη καὶ στὶς δύο αἱρετικὲς χριστιανικὲς ὁμολογίες, καὶ τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ.
Ὡς πρὸς τὴν ἔννοιά τους, ὅμως, οἱ πρῶτοι αὐτοὶ ὅροι δύνανται, ἀσφαλῶς, νὰ ἀναφέρονται καὶ στὶς τρεῖς κακόδοξες ἐκδοχὲς τοῦ «διπατορισμοῦ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ κατὰ σύμπτυξιν ἢ μὴ διφυοῦς υἱοῦ», καὶ σ' αὐτὴ καὶ στὶς δύο ἀκόλουθες, γι' αὐτὸ κι ἐμεῖς περιορίζουμε ἐδῶ τὴ χρήση τους μόνο γιὰ τὴν τοιαύτη περίπτωση προκειμένου ἔτσι νὰ ἀποφεύγεται ἡ σύγχυση μεταξὺ τῶν τριῶν περιπτώσεων.
Οἱ δέ, καὶ ὡς πρὸς τὴν ἔννοιά τους καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐκ μέρους μας χρήση τους, ἀφοροῦν τὴν καλούμενη «κατακόρυφο τομὴ τῆς διφυοῦς (διφυσικῆς) πατρότητος», κατὰ τὴν ὁποία καὶ οἱ δύο διάφορες φύσεις τῆς πατρότητος συνιστοῦν δύο φορὲς μία καὶ τὴν αὐτή, διαφορετικὴ κάθε φορά, πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο), στὴν περίπτωση, δηλαδή, τῶν δύο διακριτῶν διφυῶν καὶ ὁμοφυῶν πατέρων οἱ ὁποῖοι συμπαράγουν μὲ γενετικὴ ἕνωση καὶ σύμφυρση μεταξύ τους ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ διφυῆ υἱό, δίνοντάς του ἕκαστος καὶ τὶς δύο φύσεις ἀλλὰ μισὲς καὶ ὄχι ὁλόκληρες.
Πρόκειται γιὰ τὴ δεύτερη ἀπὸ τὶς τρεῖς κακόδοξες ἐκδοχὲς τοῦ «διπατορισμοῦ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ κατὰ σύμπτυξιν ἢ μὴ διφυοῦς υἱοῦ», ἡ ὁποία ὑφίσταται μόνο ὑποθετικῶς καὶ θεωρητικῶς καί, ἀπὸ ἱστορικὴ ἄποψη, ἀνεπιγνώστως.
Ἄλλες ἁπλῶς θεωρητικὲς καὶ ἱστορικῶς ἀνεπίγνωστες δογματολογικὲς ὑποθέσεις εἶναι, δεύτερον, ἡ περίπτωση τῆς «ἡμικατακορύφου τομῆς τῆς διφυοῦς (διφυσικῆς) πατρότητος», κατὰ τὴν ὁποία ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο διάφορες φύσεις τῆς πατρότητος φέρεται ὁλόκληρη ἀπὸ μία πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ ἡ ἄλλη φύση της, ἐν μέρει ἀπὸ τὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) ποὺ φέρει ὁλόκληρη τὴ μία φύση της καὶ ἐν μέρει ἀπὸ μία ἄλλη καὶ διαφορετικὴ πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο). Πρόκειται γιὰ τὴν τρίτη ἀπὸ τὶς τρεῖς κακόδοξες ἐκδοχὲς τοῦ «διπατορισμοῦ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ κατὰ σύμπτυξιν ἢ μὴ διφυοῦς υἱοῦ».
Τρίτον, ἡ περίπτωση τῆς «ὁριζοντίας καὶ ἡμικατακορύφου τομῆς τῆς διφυοῦς (διφυσικῆς) πατρότητος», κατὰ τὴν ὁποία ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο διάφορες φύσεις τῆς πατρότητος φέρεται ὁλόκληρη ἀπὸ μία πρώτη πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ ἡ ἄλλη φύση της, ἐν μέρει ἀπὸ μία δεύτερη πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ ἐν μέρει ἀπὸ μία τρίτη πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο). Πρόκειται γιὰ τὴν τέταρτη κακόδοξο ἐκδοχὴ τοῦ «τριπατορισμοῦ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ κατὰ σύμπτυξιν ἢ μὴ διφυοῦς υἱοῦ».
Καὶ τέταρτον, ἡ περίπτωση τῆς «ὁριζοντίας καὶ κατακορύφου τομῆς τῆς διφυοῦς (διφυσικῆς) πατρότητος», κατὰ τὴν ὁποία ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο διάφορες φύσεις τῆς πατρότητος φέρεται ἐν μέρει ἀπὸ μία πρώτη πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ ἐν μέρει ἀπὸ μία δεύτερη πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ ἡ ἄλλη φύση της, ἐν μέρει ἀπὸ μία τρίτη πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο) καὶ ἐν μέρει ἀπὸ μία τέταρτη πατρικὴ ὑπόσταση (πρόσωπο). Πρόκειται γιὰ τὴν πέμπτη κακόδοξο ἐκδοχὴ τοῦ «τετραπατορισμοῦ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ κατὰ σύμπτυξιν ἢ μὴ διφυοῦς υἱοῦ».
Καὶ ἂν δὲν λάβει κανεὶς ὑπόψη του τὴν ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη τοῦ τριφυοῦς ὡς διφυοῦς υἱοῦ καὶ τὸν θεωρήσει κατ' ἀνάπτυξιν ὡς τριφυῆ, τότε καὶ ἡ πατρότητα θεωρεῖται καὶ αὐτὴ ἀναλόγως πρὸς τὴν υἱότητά της καὶ κατ' ἀνάπτυξιν, ὅτι ἔχει τρεῖς φύσεις, ἄρα, στὴν ὁριζόντια τομή της ἔχουμε τριπατορισμό, στὴν κατακόρυφο διπατορισμό, στὴν ἡμικατακόρυφο διπατορισμό, στὴν ὁριζόντια καὶ ἡμικατακόρυφο τετραπατορισμὸ ἢ πενταπατορισμὸ καὶ στὴν ὁριζόντια καὶ κατακόρυφο ἑξαπατορισμό.
Στὴν κατακόρυφο, σημειωτέον, τομὴ τῆς πατρότητος, μποροῦμε, ὑποθετικῶς καὶ θεωρητικῶς, νὰ ἔχουμε εἴτε μία εἴτε καὶ περισσότερες τομές της, ἀσχέτως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν φύσεών της, μὲ τὸ ἄν, δηλαδή, αὐτὴ εἶναι μονοφυὴς ἢ διφυὴς ἢ τριφυής, δύο, μὲ ἄλλα λόγια, ἢ καὶ πλείονες πατέρες.
Ἀντιλαμβάνεται, ἑπομένως, κανεὶς ὅτι πρόκειται περὶ ἀνωμελῶν καὶ ἀνεφαρμόστων σχημάτων τὰ ὁποῖα διαστρέφουν καὶ τὴ μονοφυῆ ἢ διφυῆ ἢ τριφυῆ πατρότητα καὶ τὴ μονοφυῆ ἢ διφυῆ ἢ τριφυῆ υἱότητά της.
Σελ. 62: Μὲ τὸν ὅρο «ὑπέρφυση» μποροῦμε νὰ ἐννοοῦμε, ἀφενός, μιὰ φυσικὴ ὁμοταξία ἡ ὁποία περιλαμβάνει «ὑπὲρ τὴν μίαν», δύο, δηλαδή, ἢ περισσότερες διαφορετικὲς καὶ συγγενικὲς μεταξύ τους φύσεις ὄντων, ὅπως ἐν προκειμένῳ, τὴν ψυχικὴ ὑπέρφυση ποὺ περιλαμβάνει τὶς δύο διάφορες καὶ συγγενεῖς ψυχικὲς φύσεις, πρῶτον, τῶν ὑπαγγέλων τοῦ μεσοχώρου, τὴν ἀνώτερη φύση τῆς ἀσάρκου ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀπεικονίζει τὸν ἄσαρκο καὶ τὸν ἔκσαρκο ἔγχωρο θεὸ (πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια θεία φυσικὴ κατάσταση θεωρούμενη ὑπὸ δύο ὄψεις καὶ καλούμενη, πρὶν τὴ θεία ἐνανθρώπηση, «ἄσαρκον», καί, μετὰ τὴ θεία ἐνανθρώπηση, «ἔκσαρκον», ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ θεία ἐνανθρώπηση δὲν εἶναι δεσμευτικὴ γιὰ τὴν τέλεια θεία φύση ἡ ὁποία, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ὑποστατική, τὴν προσωπική, δηλαδή, πρόσληψη τοῦ ψυχανθρωπίνου προσλήμματος, δύναται νὰ ὑφίσταται ταυτόχρονα καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, ὅπως ὑπῆρχε καὶ πρίν, ἀλλὰ χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ τὸ ἀποβάλλει καὶ νὰ τὸ προσλαμβάνει πάλι ἐναλλάξ), καὶ δεύτερον, τῶν ὑφυπαγγέλων τοῦ κατωχώρου, τὴν κατώτερη φύση τῆς ἐνσάρκου ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀπεικονίζει τὸν ἔνσαρκο ἔγχωρο θεὸ καὶ ὑποδιακρίνεται στὸ ἀνώτερο φυσικὸ εἶδος τῶν ἀνωτέρων ὑφυπαγγέλων, τῆς ἐνθέου καὶ ἐνσάρκου ψυχῆς, τοῦ προαδαμιαίου καὶ τρισυποστάτου θεοψυχανθρώπου καὶ τῶν ψυχανθρώπων ἀπογόνων του, καὶ στὸ κατώτερο φυσικὸ εἶδος τῶν κατωτέρων ὑφυπαγγέλων, τῆς ἁπλῶς ἐνσάρκου ψυχῆς, τοῦ ἀδαμιαίου καὶ ἐπίσης τρισυποστάτου ψυχανθρώπου καὶ τῶν ἀπογόνων του.
Ἢ τὴν κτιστὴ πνευματικὴ ὑπέρφυση ποὺ συμπεριλαμβάνει καὶ τὶς τρεῖς διάφορες καὶ συγγενεῖς φύσεις τῶν κτιστῶν πνευμάτων, καὶ τὴ φύση τῶν ὑφυπαγγέλων τοῦ κατωχώρου καὶ τὴ φύση τῶν ὑπαγγέλων τοῦ μεσοχώρου καὶ τὴ φύση τῶν ἀγγέλων τοῦ ἀνωχώρου, ἡ ὁποία ἀπεικονίζει τὸν ἄχωρο θεό, δεδομένου ὅτι ὑπάρχει καὶ ζεῖ στὴν ἀνώτατη καὶ λεπτότατη ζώνη τοῦ κτιστοῦ χώρου, ἐκεῖ ὅπου κανένα ἄλλο κτιστὸ ὂν δὲν μπορεῖ ἢ δυσκολεύεται λίαν νὰ διεισδύσει, καὶ γι' αὐτό, σὲ σχέση μὲ τὴ μέση καὶ τὴν κατώτατη χωροζώνη, θεωρεῖται σὰν ἄχωρη κατάσταση (τὸ «ὡσεὶ ἄχωρον», ἡ εἰκὼν τοῦ «ἀχώρου»).
Καὶ ἀφετέρου, μποροῦμε νὰ ἐννοοῦμε τὴν ἄκτιστη καὶ ἀρχέτυπο θεία φύση, ἡ ὁποία, ἀντεπιδεικνύμενη τριαδικῶς μὲ τὴν ἀντίτυπο κτιστὴ σωματικὴ φύση, τὴν ἁπλῶς λεγόμενη «φύση», καὶ μὲ τὴν ἔκτυπο κτιστὴ πνευματικὴ φύση, τὴν καλούμενη «μετάφυση», ὀνομάζεται «ὑπέρφυση».
Καὶ μὲ τὸν ὅρο «πρόσωπο» μποροῦμε νὰ ἐννοοῦμε εἴτε, προπάντων, τὸ ἀρχέτυπο «νοερὸ πρόσωπο», τὸ ἄκτιστο πνευματικό, τὸ θεῖο πρόσωπο (μὲ τὴν ὕστερη καὶ μεταφορικὴ σημασία τοῦ ὅρου «πρόσωπο»), τὸ ὁποῖο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὑπερφυσικὸ αἰσθητή, τὴν ὑπερφυσικὴ αἴσθηση καὶ τὴν ὑπερφυσικὴ θύση (ἐπιθυμία) κέκτηται, προπαντός, καὶ τὸν ὑπερφυσικὸ νοῦ, τὴν ὑπερφυσικὴ νόηση καὶ τὴν ὑπερφυσικὴ βούληση, εἴτε, ἐπίσης, τὸ ἔκτυπο «νοητὸ πρόσωπο», τὸ κτιστὸ πνευματικό, τὸ ἀγγελικὸ ἢ ὑπαγγελικὸ ἢ ὑφυπαγγελικὸ πρόσωπο (μὲ τὴν ὕστερη καὶ μεταφορικὴ σημασία τοῦ ὅρου «πρόσωπο»), ποὺ ἔχει καὶ τὸ μεταφυσικὸ αἰσθητή, τὴ μεταφυσικὴ αἴσθηση καὶ τὴ μεταφυσικὴ θύση (ἐπιθυμία) καὶ τὸ μεταφυσικὸ νοῦ, τὴ μεταφυσικὴ νόηση καὶ τὴ μεταφυσικὴ βούληση, εἴτε ἀκόμη καὶ τὸ ἀντίτυπο «αἰσθητὸ πρόσωπο», τὸ λεγόμενο καὶ «προσωποειδές» ἢ ἀλλιῶς «ὑποκείμενο», τὸ κτιστὸ σωματικὸ ἀνώτερο ζῶο ποὺ λογίζεται καὶ αὐτὸ ὡς πρόσωπο (μὲ τὴν πρώτη καὶ κυριολεκτικὴ σημασία τοῦ ὅρου «πρόσωπο»), δεδομένου, ἀφενός, ὅτι τὸ σῶμά του διακρίνεται ἀπὸ τὸ κεφάλι του ποὺ παρουσιάζει συγκεκριμένη πρόσοψη (μορφή) καὶ ἀφετέρου, ὅτι διαθέτει καὶ αὐτὸ τὸ φυσικὸ αἰσθητή, τὴ φυσικὴ αἴσθηση καὶ τὴ φυσικὴ θύση (ἐπιθυμία).
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝ (Β΄) ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...
(εἰς τὴν σελίδα "Δογματολογία V") ...
ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 27-01-2024.