Η Μ Ε Τ Ο Χ Η

Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝ ΗΡΩΩΝ

ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ IIΙ

(συνέχεια από τη σελίδα "Δογματολογία IΙ")



ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ



3Θ΄. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ. ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟΝ (Θ΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.


ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.


ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ


II. Η ΚΛΙΜΑΞ ΤΗΣ ΕΠΤΑΔΟΣ (ΕΠΤΑΔΙΚΗ ΚΛΙΜΑΞ)


* * * * * * *


ΙΑ΄. ΤΕΤΡΑΔΙΚΟΝ ΚΑΤΑΝΑΓΩΓΙΚΟΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΝ ΣΧΗΜΑ

1 – 2 – 2 – 2:

«ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΩΤΑΤΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ –

ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΩΤΕΡΑ ΙΕΡΩΣΥΝΗ –

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΙΕΡΩΣΥΝΗ –

ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΚΑΤΩΤΑΤΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ»



[ΤΕΛΕΤΑΡΧΙΚΗ ΥΠΑΤΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (ΥΠΑΤΟΣ ΒΑΘΜΟΣ): Παναρχέτυπον: Θεός]


α΄. ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΩΤΑΤΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (ΑΝΩΤΑΤΟΣ ΒΑΘΜΟΣ)

1. Ἀρχέτυπον: Ἱερεύς.

β΄. ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΩΤΕΡΑ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (ΑΝΩΤΕΡΟΙ ΒΑΘΜΟΙ)

2. Πρωτιστότυπον: Διάκονος.

3. Πρωτότυπον: Ὑποδιάκονος.

γ΄. ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (ΚΑΤΩΤΕΡΟΙ ΒΑΘΜΟΙ)

4. Προτερότυπον: Προφήτης τε καὶ Κῆρυξ.

5. Πρότυπον: Ἀναγνώστης.

δ΄. ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΚΑΤΩΤΑΤΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (ΚΑΤΩΤΑΤΟΙ ΒΑΘΜΟΙ)

6. Ἔκτυπον: Ψάλτης.

7. Ἀντίτυπον: Μύστης (Πιστός).


Τὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «1 – 2 – 2 – 2» προκύπτει μὲ τετραδικὸ μετασχηματισμὸ ἀπὸ τὸ ὁμόλογό του πενταδικὸ καταναγωγικὸ «1 – 1 – 1 – 2 – 2» (τὸ ὁποῖο προκύπτει ἀπὸ τὸ τριαδικὸ καταναγωγικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «1 – 1 – 5», διαμέσου τοῦ σχήματος «1 – 1 – 1 – 4», ὅπως σημειώσαμε στὸ προηγούμενο ὄγδοο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης) καὶ συγκεκριμένα μὲ ἄθροιση μεταξὺ τῆς δεύτερης καὶ τῆς τρίτης ἐντελεχειακῆς μονάδος ἐκείνου σὲ μία ἐντελεχειακὴ δυάδα καὶ γι' αὐτὸ χαρακτηρίζεται ὡς «τετραδικὸν καταναγωγικόν», νέμοντας τὴν ἐντελεχειακὴ ἑπτάδα σὲ τέσσερα μέρη, σὲ μία ἐντελεχειακὴ μονάδα καὶ σὲ τρεῖς ἐντελεχειακὲς δυάδες.

Ἔτσι, εὑρίσκει ἐφαρμογὴ στὴν τετραδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τῆς ἐντελεχειακῆς μονάδος τῆς «τελετουργικῆς ἀνωτάτης ἱερωσύνης», τοῦ κυρίως καὶ κατεξοχὴν τελετουργικοῦ καὶ ἀνωτάτου κατ' ἄνθρωπον βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, τῆς πρώτης ἐντελεχειακῆς δυάδος τῆς «ὑπουργικῆς ἀνωτέρας ἱερωσύνης», τῶν ἄλλων δύο δευτερευόντων καὶ βοηθητικῶν τελετουργικῶν καὶ ἀνωτέρων κατ' ἄνθρωπον βαθμῶν τοῦ διακόνου ὑποτελεστοῦ καὶ τοῦ ὑποδιακόνου παρατελεστοῦ, ἀμφότεροι οἱ ὁποῖοι, ὡς βοηθητικοὶ τοῦ κυρίου βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, ἐπικαλοῦνται ὡς «ὑπουργικοί», τῆς δευτέρας ἐντελεχειακῆς δυάδος τῆς «θεολογικῆς κατωτέρας ἱερωσύνης», τῶν δύο κυριωτέρων διδασκαλικῶν καὶ κατωτέρων κατ' ἄνθρωπον βαθμῶν τοῦ διδασκάλου προφήτου καὶ κήρυκος καὶ τοῦ βοηθοῦ καὶ συνοδοῦ του, τοῦ ὑποδιδασκάλου ἀναγνώστου, ἀμφότεροι οἱ ὁποῖοι, ὡς διδασκαλικοὶ τῆς θεολογίας βαθμοί, ἐπονομάζονται ὡς «θεολογικοί», καὶ τῆς τρίτης ἐντελεχειακῆς δυάδος τῆς «συμμετοχικῆς κατωτάτης ἱερωσύνης», τῶν δύο περισσότερο «συμμετοχικῶν» στὰ ἱερὰ δρώμενα καὶ κατωτάτων κατ' ἄνθρωπον βαθμῶν, τοῦ ψάλτου καὶ τοῦ ἀθροίσματος τῶν μυστῶν (πιστῶν), τοὺς ὁποίους ὁ ψάλτης ἐκπροσωπεῖ στὴ συμμετοχή τους στὴ λατρεία καὶ τοὺς ἱεροὺς διαλόγους τους μὲ τοὺς ἀναλόγους σὲ κάθε περίπτωση λειτουργούς, ἐνῷ, ὁ πρεσβύτατος ὑπερτελεστὴς Θεός, ἀποτελεῖ τὸν ὕπατο ἁπάντων βαθμό, στὰ πλαίσια τῆς «τελεταρχικῆς ὑπάτης ἱερωσύνης».


* * * * *


ΙΒ΄. ΤΕΤΡΑΔΙΚΟΝ ΜΕΤΑΝΑΓΩΓΙΚΟΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΝ ΣΧΗΜΑ

2 – 2 – 2 – 1:

«ΑΝΩΤΕΡΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ –

ΜΕΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ –

ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ –

ΛΑΪΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ»



[ΘΕΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (ΘΕΟΥΡΓΟΙ): Παναρχέτυπον: Θεουργὸς Τριάς]


α΄. ΑΝΩΤΕΡΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (ΑΝΩΤΕΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ)

1. Ἀρχέτυπον: Πρῶτος Λειτουργὸς Ἱερεύς.

2. Πρωτιστότυπον: Δεύτερος Λειτουργὸς Διάκονος.

β΄. ΜΕΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (ΜΕΣΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ)

3. Πρωτότυπον: Τρίτος Λειτουργὸς Ὑποδιάκονος.

4. Προτερότυπον: Τέταρτος Λειτουργὸς Προφήτης τε καὶ Κῆρυξ.

γ΄. ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (ΚΑΤΩΤΕΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ)

5. Πρότυπον: Πέμπτος Λειτουργὸς Ἀναγνώστης.

6. Ἔκτυπον: Ἕκτος Λειτουργὸς Ψάλτης.

δ΄. ΛΑΪΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ (ΛΑΟΣ)

7. Ἀντίτυπον: Λεῖτος (λαός) Μυστῶν (Πιστῶν).


Τὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «2 – 2 – 2 – 1» προκύπτει καὶ αὐτὸ μὲ τετραδικὸ μετασχηματισμὸ ἀπὸ τὸ ὁμόλογό του πενταδικὸ μεταναγωγικὸ «2 – 2 – 1 – 1 – 1» (τὸ ὁποῖο προκύπτει ἀπὸ τὸ τριαδικὸ μεταναγωγικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «5 – 1 – 1», διαμέσου τοῦ σχήματος «4 – 1 – 1 – 1», ὅπως, ἐπίσης, σημειώσαμε στὸ προηγούμενο ὄγδοο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας) καὶ συγκεκριμένα μὲ ἄθροιση μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τῆς δεύτερης ἐντελεχειακῆς μονάδος ἐκείνου σὲ μία ἐντελεχειακὴ δυάδα, γι' αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται ὡς «τετραδικὸν μεταναγωγικόν», νέμοντας τὴν ἐντελεχειακὴ ἑπτάδα σὲ τέσσερα μέρη, σὲ τρεῖς ἐντελεχειακὲς δυάδες καὶ σὲ μία ἐντελεχειακὴ μονάδα.

Τὸ ἐν λόγῳ ἐντελεχειακὸ σχῆμα εὑρίσκει ἐφαρμογὴ στὴν τετραδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τῆς πρώτης ἐντελεχειακῆς δυάδος τῆς «ἀνωτέρας λειτουργικῆς ἱερωσύνης», ἡ ὁποία περιλαμβάνει τοὺς δύο ἀνώτερους τελετουργικοὺς ὡς ἀνώτερους λειτουργικοὺς κατ' ἄνθρωπον βαθμούς, τὸν πρεσβύτερο ἱερέα (πρῶτο λειτουργό) καὶ τὸ διάκονο (δεύτερο λειτουργό), τῆς δευτέρας ἐντελεχειακῆς δυάδος τῆς «μέσης λειτουργικῆς ἱερωσύνης», ἡ ὁποία, ὡς μέση καὶ μικτὴ κατηγορία, ἀνάμεσα στὶς δύο ἄλλες διμελεῖς κατηγορίες τῆς λειτουργικῆς ἱερωσύνης, περιλαμβάνει τὸν κατώτερο τελετουργικὸ καὶ τὸν ἀνώτερο διδασκαλικὸ ὡς μέσους λειτουργικοὺς κατ' ἄνθρωπον βαθμούς, τὸν ὑποδιάκονο (τρίτο λειτουργό) καὶ τὸν προφήτη καὶ κήρυκα (τέταρτο λειτουργό), τῆς τρίτης ἐντελεχειακῆς δυάδος τῆς «κατωτέρας λειτουργικῆς ἱερωσύνης», ἡ ὁποία περιλαμβάνει τοὺς δύο κατώτερους διδασκαλικοὺς ὡς κατώτερους λειτουργικοὺς κατ' ἄνθρωπον βαθμούς, τὸν ἀναγνώστη (πέμπτο λειτουργό) καὶ τὸν ψάλτη (ἕκτο λειτουργό), καὶ τῆς ἐντελεχειακῆς μονάδος τῆς «λαϊκῆς ἱερωσύνης», τὴν ὁποία ἀποτελεῖ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ λαϊκὸ ἄθροισμα (λαὸς ἢ λεῖτος) τῶν μυστῶν (πιστῶν), ἐνῷ, ἡ θεουργὸς Τριάς, ὁ ἴδιος ὁ Τρισυπόστατος Θεός, ἀποτελεῖ τὴν ἐμπεριεκτικὴ καὶ ὑπερβατικὴ ὅλων «θεουργικὴ ἱερωσύνη».

Ἀμφότερα, σημειωτέον, τὰ παραπάνω τετραδικὰ ἐντελεχειακὰ σχήματα «1 – 2 – 2 – 2» καὶ «2 – 2 – 2 – 1» τὰ ὁποῖα προκύπτουν μετασχηματιστικῶς ἀπὸ τὰ ἀντίστοιχά τους πενταδικὰ «1 – 1 – 1 – 2 – 2» καὶ «2 – 2 – 1 – 1 – 1», ἂν καὶ τετραδικὰ καὶ πλησιέστερα στὰ πενταδικά, κατατάσσονται, κατὰ τὸν ἐντελεχειακὸ κανόνα, μετὰ τὰ τριαδικὰ ἐντελεχειακὰ σχήματα «1 – 3 – 3», «3 – 3 – 1» καὶ «3 – 1 – 3», τὰ ὁποῖα, ὅπως, ἐπίσης, ἀναφέραμε στὸ προηγούμενο ὄγδοο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης, προκύπτουν καὶ αὐτὰ μὲ μετασχηματισμό, εἴτε ἄμεσα, εἴτε ἔμμεσα, ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχό τους πενταδικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «1 – 2 – 1 – 2 – 1», διότι τὸ τελευταῖο εἶναι τὸ κυριώτερο ἀπὸ τὰ τρία ἀναφερθέντα πενταδικὰ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλα γενικῶς τὰ πενταδικὰ ἐντελεχειακὰ σχήματα.


* * * * *


ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΟΓΔΟΟΥ (Η΄) ΜΕΡΟΥΣ



1. Στὴ σελίδα 15 καὶ στὴν παράγραφο «ὁ «μύστης λαὸς τοῦ ἐντὸς ναοῦ», τὸ ἄθροισμα, δηλαδή, τῶν μαθητιῶν μυστῶν ἢ πιστῶν ποὺ ἁπλῶς παρίσταται, μυσταγωγεῖται καὶ λειτουργεῖται μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ ἀλλ' ἔξω ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα, ἀποτελεῖ τὴν κατώτατη ἐντελεχειακὴ μονάδα τῆς «μυστικῆς λειτουργικῆς ἱερωσύνης»», δίνουμε ἕνα ἄλλο συνώνυμο ὁρισμὸ τῆς «μυστικῆς λαϊκῆς ἱερωσύνης» ὡς «μυστικῆς λειτουργικῆς ἱερωσύνης», σὲ διάκριση ἀπὸ τὸν ὅρο «μυσταγωγικὴ λειτουργικὴ ἱερωσύνη», λόγῳ τῆς μικτῆς ἐτυμολογίας καὶ σημασίας τοῦ ἐπιθέτου «λειτουργικός», καὶ ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ «λειτουργός», μὲ τὴ σημασία τοῦ «λειτουργοῦντος», καὶ ἀπὸ τὸ ὑποτιθέμενο, κατὰ τὴ γνώμη μας, οὐσιαστικὸ «λείτουργος», μὲ τὴ σημασία τοῦ «λειτουργουμένου», κατ' ἀναλογία πρὸς τὰ οὐσιαστικὰ «παραγωγός» (παράγων) καὶ «παράγωγος» (παραγόμενος), «μυσταγωγός» (μυσταγωγῶν) καὶ «μυστάγωγος» (μυσταγωγούμενος), «παιδαγωγός» (παιδαγωγῶν) καὶ «παιδάγωγος» (παιδαγωγούμενος) κ.τ.ὅ..

2. Στὶς σελίδες 15–22, ὅπου ἐκτίθενται τὸ τριαδικὸ καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ δυαδικὸ μεταναγωγικὰ ἐντελεχειακὰ σχήματα «3 – 1 – 3» καὶ «3,5 – 3,5», διευκρινίζουμε ὅτι ἡ ἕνωση τοῦ ἑνὸς τριπλοῦ καὶ ἡμίσεος μέρους τῆς «θαυματουργικῆς ἱερωσύνης» καὶ τοῦ ἄλλου τριπλοῦ καὶ ἡμίσεος μέρους τῆς «παιδαγωγικῆς ἱερωσύνης» γίνεται στὸ τέταρτο καὶ κατάμεσο ἐντελεχειακὸ ἐπίπεδο τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος διδασκάλου, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἐν λόγῳ ἱερατικὸς βαθμὸς τοῦ διδασκάλου θεωρεῖται ὡς «δυνάμει διασπαστός» σὲ δύο ἑτεροειδεῖς ἡμιβάθμους, σὲ «θαυματουργὸ διδάσκαλο» ἢ «προφήτη» καὶ σὲ «παιδαγωγὸ διδάσκαλο» ἢ «κήρυκα».

Ὅλη, δηλαδή, ἡ διδασκαλία τοῦ βαθμοῦ ὑποδιαιρεῖται στὸ πρῶτο ἥμισυ τῆς «θαυματουργικῆς διδασκαλίας» ἢ «προφητείας», ἡ ὁποία περιλαμβάνει τοὺς «θαυμαστοὺς λόγους», τὴ διὰ λόγου ἐκδήλωση τοῦ προορατικοῦ καὶ τοῦ διορατικοῦ χαρίσματος, καὶ τὰ «θαυμαστὰ ἔργα», τὰ κυρίως καὶ κατεξοχὴν λεγόμενα «θαύματα», καὶ στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας ἡ γνώση καὶ ἡ ἑρμηνεία τῶν γραφῶν εἶναι καθαρὰ «χαρισματική», ἀποτελεῖ, δηλαδή, «θεῖο δῶρο» καὶ ὄχι «ἀνθρώπινο κόπο», καὶ στὸ δεύτερο ἥμισυ τῆς «παιδαγωγικῆς διδασκαλίας» ἢ «κηρυκείας», ἡ ὁποία περιλαμβάνει τοὺς «παιδευτικοὺς λόγους», τὴν ἐκπαιδευτικὴ θεωρητικὴ κατήχηση, καὶ τὰ «παιδευτικὰ ἔργα», τὴν ἐκπαιδευτικὴ πρακτική της ἐφαρμογή, καὶ στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας ἡ βιβλικὴ γνώση καὶ ἑρμηνεία ἀποτελεῖ μίξη καὶ συνδυασμὸ τῆς θεολογικῆς ἐπιστημονικῆς καταρτίσεως καὶ τῆς θείας χάριτος, ἀλλ' ἐν προκειμένῳ, μόνο ὑπὸ τὴν κατώτερη μορφὴ τοῦ «θείου φωτισμοῦ» καὶ ὄχι ὑπὸ τὴν ἀνώτερη μορφὴ τῆς «κατὰ χάριν παντογνωσίας», ἡ ὁποία ὑφίσταται μόνο στὰ προηγμένα πλαίσια τοῦ προορατικοῦ καὶ τοῦ διορατικοῦ χαρίσματος.

Τὸ εἶδος, σημειωτέον, τῆς «θαυματουργικῆς διδασκαλίας» ἢ «προφητείας» δὲν πρέπει νὰ παρεξηγεῖται δῆθεν ὡς μικτὸ καὶ δισύνθετο ἀπὸ τὴ «θαυματουργία» καὶ τὴν «παιδαγωγικὴ διδασκαλία», διότι ἐμπεριέχει καθαρῶς μόνο τὴ «διδασκαλικὴ θαυματουργικὴ δύναμη», τὴ θαυματουργική, δηλαδή, ἐκείνη δύναμη ποὺ χρησιμοποιεῖται μὲ σκοπὸ νὰ διδάξει τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ διδασκαλικοῦ σκοποῦ, δεδομένου ὅτι διακρίνονται διάφορα εἴδη θαυματουργικῶν θείων δυνάμεων, ἀνάλογα μὲ τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο χρησιμοποιοῦνται, ἄλλο, ἐπὶ παραδείγματι, εἶναι τὸ εἶδος τῆς «δημιουργικῆς θαυματουργικῆς δυνάμεως», τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ δημιουργήσει, καὶ ἄλλο τὸ εἶδος τῆς «διδασκαλικῆς θαυματουργικῆς δυνάμεως», τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ διδάξει.

Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν διδάσκει κανεὶς μόνο παιδαγωγικῶς, μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου καὶ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ βίου, ἀλλὰ καὶ θαυματουργικῶς, ἀρκεῖ, δηλαδή, αὐτὴ καὶ μόνη ἡ ἐπιτέλεση ἑνὸς θαύματος ἢ ἡ θαυμαστὴ ἐκδήλωση τοῦ προορατικοῦ ἢ τοῦ διορατικοῦ χαρίσματος προκειμένου νὰ διδάξει τὸν ἄνθρωπο σιωπηρῶς, χωρὶς παιδαγωγικὰ κηρύγματα θεολογικῆς σπουδῆς καὶ παιδαγωγικὰ ὑποδείγματα ἀναλόγου ἐφαρμογῆς, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, στὴν περίπτωση τῆς θαυματουργικῆς θεραπείας ἑνὸς ἀσθενοῦς, κατὰ τὴν ὁποία ὁ θαυματουργῶν, θεραπεύοντας θαυμαστῶς τὸν ἀσθενῆ, διδάσκει σιωπηρῶς τὴν ὕπαρξη τοῦ θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο καθὼς καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ συνάνθρωπο, τὸ ἴδιο καὶ ὅταν κάνει χρήση τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος καὶ συμβουλεύει τὸν κινδυνεύοντα νὰ ἀποφύγει τὸν προορώμενο κίνδυνο γιὰ νὰ διασωθεῖ, ἢ τοῦ διορατικοῦ χαρίσματος καὶ διακρίνει σὲ κάποιον ἕνα ὑπολανθάνον ψυχικὸ ἢ σωματικὸ νόσημα ποὺ χρειάζεται τὴν κατάλληλη θεραπεία.

Αὐτό, λοιπόν, τὸ καθαρὸ νόημα ἔχει ἡ «θαυματουργικὴ διδασκαλία», ἢ ἀλλιῶς, ἡ «διδασκαλικὴ θαυματουργία», ὅτι «τὰ θαύματα μιλᾶνε αὐτὰ καθεαυτὰ καὶ διδάσκουν ἀπὸ μόνα τους, χωρὶς κηρύγματα λόγων καὶ ὑποδείγματα βίων», ὅτι δηλαδή, ἡ θαυματουργικὴ διδασκαλία, ἀπὸ ὀντολογικὴ ἄποψη, δύναται νὰ ὑπάρχει καὶ χωριστὰ ἀπὸ τὴν παιδαγωγική, ὅπως καὶ ἡ παιδαγωγικὴ διδασκαλία χωριστὰ ἀπὸ τὴ θαυματουργική, ὁ χωρισμός τους, ὅμως, ἀπὸ δεοντολογικὴ ἄποψη, δὲν ἐπιτρέπεται.

Ἡ ἕνωση τῶν δύο αὐτῶν διδασκαλικῶν ἡμιβάθμων γίνεται στὸν ἕνα καὶ τὸν αὐτό, μικτὸ καὶ δισύνθετο, τέταρτο καὶ κατάμεσο ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ διδασκάλου προφήτου καὶ κήρυκος καί, κατὰ συνέπεια, ἀπὸ τὸ μέσο αὐτὸ ἐντελεχειακὸ ἐπίπεδο μεταφέρεται καὶ στὰ τρία ἀνώτερα ἐντελεχειακὰ ἐπίπεδα, τῶν τριῶν ἀνωτέρων του τελετουργικῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ἐμπεριέχουν καὶ ὑπερβαίνουν, κατὰ τὸν ἀνώτερο τελετουργικὸ ἑαυτό τους, τὸν κατώτερό τους διμερῆ καὶ ἑνιαῖο διδασκαλικὸ βαθμό, ἐπεκτείνεται, δηλαδή, σὲ ὅλη τὴ «θαυματουργικὴ ἱερωσύνη».

Διακρίνονται, σημειωτέον, ἐν προκειμένῳ, ἀπὸ ὀρθολογική, μόνο, ἄποψη, τρία στάδια, τὸ «πρὸ τῆς ἑνώσεως», τὸ «κατὰ τὴν ἕνωση» καὶ τὸ «μετὰ τὴν ἕνωση», σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα, πρὸ τῆς ἑνώσεως, ἔχουμε τὸ ἀσύνθετο ἐντελεχειακὸ σχῆμα «3,5 – 3,5», κατὰ τὴν ἕνωση, τὸ σύνθετο ἐντελεχειακὸ σχῆμα «3 – 1 – 3», μὲ τὴν ἕνωση νὰ ἐντοπίζεται σὲ αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ τέταρτο καὶ κατάμεσο ἐντελεχειακὸ ἐπίπεδο, καὶ μετὰ τὴν ἕνωση, τὸ ἴδιο σύνθετο ἐντελεχειακὸ σχῆμα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἕνωση νὰ μεταφέρεται καὶ νὰ ἐπεκτείνεται καὶ στὰ τρία ἀνώτερα ἐντελεχειακὰ ἐπίπεδα, σὲ ὁλόκληρη τὴ θαυματουργικὴ ἱερωσύνη, ἀπὸ χρονολογική, ὅμως, ἄποψη, ἰσχύει πάντοτε καὶ παντοῦ τὸ σύνθετο ἐντελεχειακὸ σχῆμα «3 – 1 – 3», ὅτι δηλαδή, ἡ ἕνωση ὑφίσταται συλλήβδην καὶ ἐξαρχῆς καὶ συγχρόνως καὶ στὰ τέσσερα αὐτὰ ἐντελεχειακὰ ἐπίπεδα, γι' αὐτὸ ἄλλωστε καὶ τὸ ἀσύνθετο ἐντελεχειακὸ σχῆμα «3,5 – 3,5», κατὰ τὸν ἐντελεχειακὸ κανόνα, κατατάσσεται καὶ ἀναφέρεται, θεωρητικῶς, μόνο, καὶ ἄνευ πρακτικῆς ἐφαρμογῆς στὴ χειροτονητήριο τελετουργικὴ πράξη, μετὰ τὸ σύνθετο ἐντελεχειακὸ σχῆμα «3 – 1 – 3», παρὰ τὸ ὅτι ὀρθολογικὰ προηγεῖται ἐκείνου.

Ἔτσι, προκειμένου νὰ καθορίσουμε ἐδῶ τοὺς δύο διαφόρους ἐντελεχειακοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ κοινοῦ ἐντελεχειακοῦ ἡμιμέσου ἀνάλογα μὲ τὴ θέση του καὶ στὰ δύο ἐντελεχειακὰ τέταρτα, λαμβάνουμε ὑπόψη μας τὴν ὀρθολογικὴ καὶ ὄχι τὴ χρονολογικὴ θεώρηση, θεωρῶντας τὸ σύνθετο ἐντελεχειακὸ σχῆμα «3 – 1 – 3» στὸ δεύτερο στάδιο, «κατὰ τὴν ἕνωση», πρίν, δηλαδή, τὴ μεταφορὰ καὶ ἐπέκταση τῆς ἑνώσεως ἀπὸ τὸ μέσο στὰ τρία ἀνώτερα ἐντελεχειακὰ ἐπίπεδα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο στάδιο, ὁ ἴδιος καὶ ὁ αὐτὸς διδασκαλικὸς βαθμός, στὸ πρῶτο ἐντελεχειακὸ τέταρτο τῆς «θαυματουργικῆς ἱερωσύνης», ἔχει τὴ μία προηγμένη ὄψη καὶ τὸν ἀνώτερο χαρακτηρισμὸ τοῦ «θαυματουργοῦ διδασκάλου» ἢ «προφήτου», ἐνῷ, στὸ δεύτερο ἐντελεχειακὸ τέταρτο τῆς «παιδαγωγικῆς ἱερωσύνης», τὴν ἄλλη ἁπλῆ ὄψη καὶ τὸν κατώτερο χαρακτηρισμὸ τοῦ «παιδαγωγοῦ διδασκάλου» ἢ «κήρυκος».

Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν λέμε στὴ σελίδα 17 καὶ στὴν πρώτη παράγραφο «ἄν, ἀφενός, ἡ ἐντελεχειακὴ τριάδα τῶν «προηγμένων μυσταγωγικῶν ἱερατικῶν βαθμῶν», τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, τοῦ διακόνου ὑποτελεστοῦ καὶ τοῦ ὑποδιακόνου παρατελεστοῦ, ἡ ὁποία, πραγματικῶς, συνδυάζει τὴν τελετουργικὴ μὲ τὴ διδασκαλικὴ μυσταγωγικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, θεωρηθεῖ, συμβατικῶς, μόνο κατὰ τὸ κυριώτερο μυσταγωγικό της συστατικό, τὸ τελετουργικό, καὶ ἀσυνδυάστως ὡς πρὸς τὸ διδασκαλικὸ καὶ δευτερεῦον, μόνο, δηλαδή, ὡς τελετουργική, ἡ ὁποία ἐπιτελεῖ ἢ ὑποτελεῖ ἢ παρατελεῖ τὰ «προηγμένα μυστικὰ θαύματα», τὰ ἀόρατα καὶ ἀνώτερα θαύματα τῶν ἱερῶν καὶ τῶν θείων μυστηρίων καὶ τῶν ἱερῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν), καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς δύναται νὰ χαρακτηρίζεται καὶ αὐτή, μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια, ὡς «θαυματοποιητική» (δεδομένου ὅτι κύριο καὶ κατὰ κανόνα ἔργο τῶν τριῶν αὐτῶν ἀνωτέρων καὶ τελετουργικῶν τακτικῶν ἱερατικῶν βαθμῶν δὲν εἶναι νὰ κηρύττουν καὶ νὰ διδάσκουν ἀλλὰ νὰ τελετουργοῦν, ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὰ τελετουργικά του μέτρα, καὶ μόνο κατ' ἐξαίρεσιν καὶ συνήθως ὅταν ἐλλείπει ὁ ἁρμόδιος κατώτερος καὶ διδασκαλικὸς τακτικὸς ἱερατικὸς βαθμὸς τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος ἀσκοῦν ἐπιπλέον καὶ τὰ τοιαῦτα δευτερεύοντα ἱερατικὰ καθήκοντα, τὰ ὁποῖα, ἀσφαλῶς, ἐμπεριέχουν καὶ ὑπερβαίνουν κατὰ τὸν ἀνώτερο τελετουργικὸ ἱερατικὸ ἑαυτό τους)».

Εὐνόητον, ὅτι σὲ περίπτωση πρακτικῆς ἐφαρμογῆς, στὴ χειροτονητήριο τελετουργικὴ πράξη, τοῦ θεωρητικῶς, μόνο, ὑφισταμένου ἐντελεχειακοῦ σχήματος «3,5 – 3,5», στὴν ἀπευκτέα, δηλαδή, περίπτωση τῆς διασπάσεως τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ θαυματουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ διδασκαλικοῦ βαθμοῦ τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος σὲ θαυματουργικὸ διδασκαλικὸ ἡμίβαθμο προφήτου καὶ σὲ παιδαγωγικὸ διδασκαλικὸ ἡμίβαθμο κήρυκος, ὁ λειτουργὸς θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ λάβει διὰ χειροτονίας (ἢ χρίσματος) χωριστὰ καὶ τοὺς δύο ἡμιβάθμους, καὶ τὸν κατώτερο κηρυκτικὸ καὶ τὸν ἀνώτερο προφητικὸ καὶ ὄχι μόνο τὸν προφητικό, προκειμένου ἡ ἕνωσή τους νὰ πραγματοποιηθεῖ μέσα στὸ λειτουργὸ πρὶν προχωρήσει στοὺς τρεῖς ἄλλους προηγμένους μυσταγωγικῶς τελετουργικοὺς βαθμοὺς τῆς θαυματουργικῆς ἱερωσύνης, ἀλλιῶς, ἂν λάβει μόνο τὸν προφητικό, κωλύεται καὶ δὲν γίνεται νὰ προαχθεῖ σὲ κανέναν ἀπ' αὐτούς, διότι, ἂν προαχθεῖ σὲ κάποιον ἀπ' αὐτούς, θὰ ἐμπεριέχει μόνο τὴ θαυματουργικὴ ἄνευ τῆς παιδαγωγικῆς διδασκαλίας καὶ ἔτσι θὰ εἶναι ἐλλειπής.

Ἄν, ὅμως, ἐν προκειμένῳ, ὑποτεθεῖ ὅτι λαμβάνει μόνο τὸν κηρυκτικὸ ἡμίβαθμο τῆς παιδαγωγικῆς ἱερωσύνης, τότε δὲν κωλύεται ἡ προαγωγή του, διότι καθένας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀνώτερους τελετουργικοὺς βαθμοὺς τῆς θαυματουργικῆς ἱερωσύνης ἐμπεριέχει μέσα του καὶ ὑπερβαίνει τὸν κατώτερο προφητικὸ ἡμίβαθμό της, ἄρα, ἡ ἕνωση μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ἡμιβάθμων θὰ γίνει μέσα στὸ λειτουργὸ μὲ τὴν τοιαύτη προαγωγή του.

Στὴν παλαιοδιαθηκικὴ ἐποχὴ συναντᾶμε τὸν παιδαγωγὸ διδάσκαλο χωριστὰ ἀπὸ τὸ θαυματουργὸ διδάσκαλο στὸ σχῆμα τῶν ῥαββίνων τῶν ἰουδαϊκῶν συναγωγῶν, οἱ ὁποῖοι καθίσταντο συμβολικῶς στὸ ῥαββινικὸ ἀξίωμα ὄχι μὲ συμβολικὸ χρῖσμα ἀλλὰ μὲ συμβολικὴ ἐπίθεση τῶν χειρῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι συνδύαζαν τὴ θαυματουργικὴ μὲ τὴν παιδαγωγικὴ διδασκαλία καὶ καθίσταντο συμβολικῶς στὸν προφητικὸ βαθμό, εἴτε μὲ χρῖσμα, εἴτε μὲ ἐξένδυση (περίπτωση προφήτου Ἐλισσαίου), πλήν, ὅμως, δὲν ἦταν ἀκόμη τότε αὐτοὶ οἱ ἴδιοι φορεῖς τῆς θαυματουργικῆς χάριτος καὶ δυνάμεως ἀλλὰ διατελοῦσαν σὲ ἐξωτερικὴ συνεργασία μαζί της, διότι, στὴν παλαιὰ διαθήκη, δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη δυνατότητα καθ' ὑπόστασιν ἑνώσεως τῆς πνευματικῆς μὲ τὴ συμβολικὴ δύναμη ἑνὸς ἱερατικοῦ βαθμοῦ στὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση τοῦ λειτουργοῦ του, δεδομένου ὅτι δὲν εἶχε ἀκόμη ἀποκαλυφθεῖ ἱστορικῶς στὴν ἀδαμιαία μεταπτωτικὴ ἀνθρωπότητα ἡ «ἔνσαρκος θεία οἰκονομία», τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τὸ ὁποῖο, κατὰ τὸ ὄντως ὀρθόδοξο καινορθόδοξο δόγμα μας, εἶναι τριαδικό, ἀφορῶντας καὶ τὰ τρία θεῖα πρόσωπα, καὶ ἦταν ἤδη προϊστορικῶς προγεγενημένο, «πρό τε πλάσεως καὶ πτώσεως Ἀδὰμ καὶ ἀπροϋποθέτως τῆς σωτηρίας αὐτοῦ καὶ τοῦ γένους αὐτοῦ».

Καὶ τὸ εὐλόγως προκῦπτον, ἐν προκειμένῳ, ἐρώτημα εἶναι: Καὶ τότε, τί ἦταν ἡ προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ ἱερατικὴ χάρη τῶν προφητῶν καὶ κηρύκων στὴν παλαιὰ διαθήκη, «ἀφόρητος», ἄνευ ἱεροῦ φορέως, καὶ «περιϊπταμένη εἰς ἀέρα»;

Στὴν προκειμένη περίπτωση, ἡ προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ ἱερατικὴ χάρη δὲν μποροῦσε νὰ διατελεῖ οὔτε «εἰς ἀέρα περιϊπταμένη» οὔτε «ὑπὸ ἀνθρώπου φερομένη», ἀλλὰ μόνο «φερομένη ὑπὸ ἀγγέλου», ἢ ἀλλιῶς, «ἀγγελοφόρητος», ἐπρόκειτο, δηλαδή, κατ' ἀκρίβειαν, γιὰ τὴν κατ' ἄγγελον προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ ἱερατικὴ χάρη, γιὰ τὸν ἀνάλογο ἀγγελικὸ προφητικὸ καὶ κηρυκτικὸ ἱερατικὸ βαθμό, ὁ ὁποῖος φερόταν ἀπὸ τὸν ἄγγελο φορέα του καὶ διατελοῦσε σὲ ἐξωτερικὴ συνεργασία μὲ τὸν ἀντίστοιχο ἀνθρώπινο, πλήν, συμβολικό, μόνο, τότε καὶ ὄχι ἀκόμη πνευματικό, φορέα, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι οἱ προφῆτες τῆς παλαιᾶς διαθήκης λάμβαναν τὶς προφητικές τους ἀποκαλύψεις καὶ ἐκδήλωναν τὶς προφητικές τους δυνάμεις διαμέσου τῶν ἀγγέλων συνεργῶν τους, ὅτι δηλαδή, στὴν πραγματικότητα, οἱ ἄγγελοι προφήτευαν καὶ ἐπιτελοῦσαν τὰ θαύματα καὶ ὄχι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς ἔκαναν αἰσθητὴ τὴν ἀόρατη προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ παρουσία καὶ δράση τῶν ἀγγέλων συνεργατῶν τους, ὅπως ἄλλωστε ἐπαληθεύεται καὶ ἀπὸ τὶς σχετικὲς παλαιοδιαθηκικὲς διηγήσεις ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὸ «δι' ἀγγέλων λαληθέντα» προφητικὸ καὶ κηρυκτικὸ λόγο τῆς παλαιᾶς διαθήκης.

Στὴν ἐποχὴ τῆς καινῆς διαθήκης, ὁ ἀπόστολος Παῦλος διακρίνει ὄχι μόνο τὴ θαυματουργικὴ ἀπὸ τὴν παιδαγωγικὴ διδασκαλία ἀλλ' ἀκόμη καὶ τὸ προορατικὸ καὶ τὸ διορατικὸ χάρισμα ἀπὸ τὰ χαρίσματα τῆς γλωσσολαλίας καὶ τῶν θαυμάτων καὶ τὸ χάρισμα τῶν θαυμάτων ἀπὸ τὸ χάρισμα τῶν ἰαμάτων, στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς θαυματουργικῆς διδασκαλίας, λέγοντας «καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων ... γένη γλωσσῶν», πλήν, ὅμως, ἡ διάκριση αὐτή, ἀπὸ ἱεροβαθμολογικὴ ἄποψη, θὰ πρέπει νὰ νοεῖται μόνο θεωρητικῶς καὶ ὄχι πρακτικῶς στὴ χειροτονητήριο τελετουργικὴ πράξη.

Ἐν τέλει, τὸ παλαιορθόδοξο καὶ ψευδορθόδοξο δόγμα τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ παραλείπει, μέν, νὰ μεταδώσει ὡς τακτικὸ τὸ βαθμὸ τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος διδασκάλου, ἀλλ' ἔστω (καὶ εὐτυχῶς), τὸν συμπεριλαμβάνει κάπως στὴν εὐχολογία τῆς χειροτονίας τοῦ πρεσβυτέρου, ἱερολογῶντας μεταξὺ ἄλλων, στὴ δεύτερη εὐχή, «κηρύσσειν τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας σου», ἔτσι ὥστε νὰ δυνάμεθα νὰ ποῦμε, ἀπὸ ἄποψη τελετουργικοῦ τυπικοῦ, ὅτι ἡ παράλειψη αὐτὴ «θεραπεύεται κατ' οἰκονομίαν» στὸ τυπικὸ τῆς χειροτονίας τοῦ πρεσβυτέρου.

Ἡ ἐν λόγῳ, σημειωτέον, δεύτερη καὶ κυριώτερη εὐχὴ τῆς χειροτονίας τοῦ πρεσβυτέρου καὶ γενικώτερα ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη τῆς τοιαύτης χειροτονίας στὰ ὁμολογιακὰ πλαίσια τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, κυριολεκτικά, «ἔσωσε τὴν κατάσταση» στὸ αἱρετικὸ καὶ κακόδοξο αὐτὸ δόγμα, διότι, ἀφενός, ἡ ἐν λόγῳ εὐχὴ διατυπώνει σαφέστατα καὶ κατὰ γράμμα ὅτι ὁ βαθμὸς τοῦ πρεσβυτέρου λαμβάνει τὸ «ἁγιοπνευματικὸ πλήρωμα» τῆς τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, ὅλη τὴν εἰδικὴ ἱερωσύνη, ὥστε νὰ δύναται νὰ προσφέρει ἐξολοκλήρου «δῶρα καὶ θυσίας πνευματικάς», τὴν πνευματικὴ θυσία τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων, ὁλόκληρο, δηλαδή, τὸ κορυφαῖο κατ' ἄνθρωπον εὐχαριστιακὸ μυστήριο, καὶ ἐπειδή, ἀφετέρου, τὸ περὶ ἱερατικοῦ πληρώματος περιεχόμενο τῆς τοιαύτης εὐχῆς, ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸ λοιπὸ τελετουργικὸ τυπικὸ τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας, κατὰ τὸ ὁποῖο, ὁ εἰς πρεσβύτερον χειροτονούμενος κλίνει καὶ τὰ δύο γόνατα κατενώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου καὶ ὄχι μόνο τὸ ἕνα καὶ παραλαμβάνει μέσα στὰ χέρια του ὁλόκληρη τὴν «ἀποστολική», τὴν «εὐχαριστιακή», δηλαδή, «παρακαταθήκη», ὁλόκληρο, δηλονότι, τὸν καθηγιασμένο εὐχαριστιακὸ ἄρτο καὶ ὄχι τὸ μισὸ ἢ τὸ ἕνα τέταρτό του.

Μὲ τὶς ἄλογες καὶ ἄτοπες περὶ ἱερωσύνης καὶ ἀρχιερωσύνης κακοδοξίες τῶν παλαιορθοδόξων τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, θὰ ἔπρεπε ὁ χειροτονούμενος νὰ ἦταν ἢ τρίποδο ἢ τετράποδο (εἰ μὴ καὶ σαρανταποδαροῦσα) ὥστε νὰ κλίνει τὸ ἕνα γόνυ ὡς διάκονος, τὸ δεύτερο ὡς πρεσβύτερος καὶ τὸ τρίτο ὡς ἐπίσκοπος καὶ νὰ ἔχει ἐπιπλέον καὶ περίσσευμα γονάτων, μήν, τυχόν, καὶ προσχωρήσει σὲ σχισματικοὺς ἢ ἐπιστρέψει ἀπὸ σχισματικοὺς καὶ τὸν διπλοχειροτονήσουν πάλι ἀπ' τὴν ἀρχή.

Γράφει, λοιπόν, αὐτολεξεὶ ἡ δεύτερη παλαιορθόδοξη εὐχὴ τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας «... αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον, ὃν εὐδόκησας τὸν τοῦ Πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς˙ ἵνα γένηται ἄξιος παρεστάναι ἀμέμπτως τῷ Θυσιαστηρίῳ σου, κηρύσσειν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας σου, προσφέρειν σοι δῶρα καὶ θυσίας πνευματικάς, ἀνακαινίζειν τὸν Λαόν σου, διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας ...».

Οὔτε «δὸς αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς ... ἵνα γένηται ἄξιος ἡμιπροσφέρειν σοι δῶρα καὶ θυσίας πνευματικάς», οὔτε «πλήρωσον αὐτὸν προσωρινῶς τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς, ἵνα μὴ μονίμην ἔνοικον ἔχῃ αὐτὴν καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρῃ τοῦ Ἐπισκόπου», οὔτε «δὸς αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς μόνιμον καὶ τὸ ἕτερον ἥμισυ αὐτῆς προσωρινόν», οὔτε «δὸς αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς μόνιμον καὶ τὸ ἕτερον ἥμισυ αὐτῆς ἐλαστικόν, κατὰ προσωρινὴν ἐπίτασιν, κατὰ θέσιν καὶ ἄρσιν, κατ' ἐκτάνυσιν, μέν, καθ' ἑκάστην τέλεσιν, κατ' ἀπεκτάνυσιν, δέ, μεθ' ἑκάστην τέλεσιν» γράφει ἡ εὐχή, ἀλλὰ «πλήρωσον αὐτὸν τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς».

Καὶ πάλι καλὰ ποὺ δὲν γράφει τὰ τοιαῦτα ἄτοπα καὶ κακόδοξα ἡ παλαιορθόδοξος χειροτονητήριος αὐτὴ εὐχή, διότι, ἂν τὰ ἔγραφε, ἡ τελετὴ τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας, εἴτε ὡς μισὴ καὶ λειψὴ καὶ κουλή, εἴτε ὡς προσωρινὴ καὶ ὄχι μόνιμη χειροτονία, εἴτε καὶ συνδυαστικῶς μεταξὺ τῶν δύο περιπτώσεων, εἴτε καὶ «ἐλαστικῶς», θὰ ἦταν, κατ' ἀκρίβειαν, κακότυπη καὶ ἄκυρη, τὸ ἴδιο καὶ ἡ τελετὴ τῆς εἰς ἐπίσκοπον χειροτονίας, διότι καὶ αὐτή, εἴτε θὰ ἔδινε τὴν ἄλλη μισὴ χάρη, εἴτε θὰ καθιστοῦσε τὸ ὅλο ἢ τὸ ἕτερον ἥμισυ τῆς δοθεῖσης χάριτος ἀπὸ προσωρινὸ μόνιμο ἢ ἄνευ προσωρινῆς καὶ ἐλαστικῆς ἐπιτάσεως, οὔτε καὶ θὰ ἦταν, ἐν προκειμένῳ, δυνατὴ ἡ συνένωση τῶν δύο μισῶν καὶ λειψῶν καὶ κουλῶν χειροτονητηρίων τελετῶν τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ ἐπισκόπου σὲ μία τελετὴ χειροτονίας, μετὰ τὴν τέλεση καὶ τῆς δεύτερης, ὥστε νὰ ἐκληφθεῖ ὡς πλήρης καὶ ἔγκυρος μόνο ὁ ἐπίσκοπος ποὺ θὰ εἶχε καὶ τὶς δύο αὐτὲς ἡμιχειροτονίες, διότι ἡ χάρη τοῦ βαθμοῦ τῆς εἰδικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης δὲν δύναται νὰ διασπαστεῖ σὲ δύο ἡμιβάθμους, ὅπως ἡ χάρη τοῦ τετάρτου καὶ καταμέσου καὶ μικτοῦ διδασκαλικοῦ βαθμοῦ τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος, ὥστε νὰ εἶναι κι ἐδῶ τελετουργικῶς δυνατὴ ἡ συνένωση τῶν δύο ἡμιχειροτονιῶν σὲ μία μέσα στὸ χειροτονούμενο μετὰ τὴν τέλεση καὶ τῆς δεύτερης.

Οὔτε, πάλι, εἶναι δυνατὸ ἡ πνευματικὴ καὶ μυστικὴ δύναμη ἑνὸς ἱερατικοῦ βαθμοῦ νὰ διατελεῖ ἀδιάσπαστη καὶ ἀσύνθετη καὶ ἡ συμβολική του δύναμη νὰ διασπᾶται σὲ δύο ἡμιχειροτονίες, σὲ δύο μισὲς χειροτονητήριες τελετές, καὶ μετὰ τὴν τέλεση καὶ τῆς δεύτερης νὰ συντίθεται μέσα στὸ χειροτονούμενο ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ τετελεσμένα ἡμίσεα ὡς ὁλόκληρη καί, μόλις συντεθεῖ τὸ συμβολικό της ὅλο, νὰ παρέχεται ὁλόκληρη καὶ ἡ ἀδιάσπαστη καὶ ἀσύνθετη πνευματική του δύναμη, διότι ἀδιάσπαστη καὶ ἀσύνθετη πνευματικὴ ἱερωσύνη δὲν συνδυάζεται μὲ διεσπασμένη καὶ σύνθετη συμβολικὴ ἱερωσύνη, εἶναι δυσανάλογες καὶ ἀσυνδύαστες μεταξύ τους, ἂν ἡ πνευματικὴ ἱερωσύνη τοῦ βαθμοῦ εἶναι ἀδιάσπαστη καὶ ἀσύνθετη, τότε καὶ ἡ συμβολική του ἱερωσύνη εἶναι, ἀναλόγως, τὸ ἴδιο καὶ ἂν ἡ πνευματικὴ διασπᾶται καὶ συντίθεται, διασπᾶται καὶ συντίθεται ἐξίσου καὶ ἡ συμβολική.

Ἐν τοιαύτῃ, λοιπόν, περιπτώσει, ἀμφότερες οἱ ἡμιχειροτονίες, καὶ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ ἐπισκόπου, θὰ ἦταν, κατ' ἀκρίβεια, κακότυπες καὶ ἄκυρες, ἐπειδὴ καμία ἀπὸ τὶς δύο δὲν θὰ ἔδινε ὁλόκληρη τὴ χάρη τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ διασπαστεῖ οὔτε πνευματικῶς οὔτε συμβολικῶς οὔτε τελετουργικῶς, καὶ «οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον» στοὺς παλαιορθοδόξους οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ εἶχαν «κατ' ἀκρίβειαν» κανονικὴ καὶ ἔγκυρη τὴν εἰδικὴ ἱερωσύνη καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ μόνο «καθ' ὑπερβάλλουσαν οἰκονομίαν» θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκλάβουν ὡς πλήρη καὶ ἔγκυρη εἴτε τὴν πρώτη εἴτε τὴ δεύτερη ἡμιχειροτονία, ἀνάλογα μὲ τὸ ποιὰ θὰ εἶχε ὁ καθένας, ἀλλ' ὄχι τὴ δεύτερη, ἂν εἶχε καὶ τὶς δύο, διότι θὰ ἦταν διπλοχειροτονία.

Εὐτυχῶς, ὅμως, ἡ θεία πρόνοια δὲν ἄφησε νὰ διατυπωθοῦν κατὰ γράμμα αὐτὲς οἱ περὶ καινοδιαθηκικῆς ἱερωσύνης καὶ ἀρχιερωσύνης κακοδοξίες τῶν παλαιορθοδόξων στὰ κείμενα τῆς εὐχολογίας καὶ τὸ ὅλο τυπικὸ τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας καὶ ἔτσι πραγματικὰ «ἔσωσε τὴν κατάσταση», δεδομένου ὅτι καὶ τὸ καινορθόδοξο δόγμα τοῦ τριαδιανισμοῦ προέκυψε, μὲ δογματικὴ διόρθωση ἢ ἀνακαίνιση, ἀπὸ τὸ παλαιορθόδοξο δόγμα τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ.

Ἀκολουθεῖ τὸ Δέκατον (Ι΄) Μέρος....


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΔΕΚΑΤΟΝ ΜΕΡΟΣ (Ι΄) ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...


ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 08-07-2023.


† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)



3I΄. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ. ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟΝ (Ι΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.


ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.


ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ


* * * * * * *


ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥ (Ε΄) ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΩΤΕΡΕΣ



Στὶς σελίδες 44–48 τοῦ προδημοσιευθέντος πέμπτου μέρους τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης γίνεται λόγος γιὰ τὴν κακόδοξη, ἀφενός, ἀντίληψη τοῦ παλαιορθοδόξου δόγματος τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ γιὰ τὸν τρόπο τοῦ μερισμοῦ τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας (ἱερωσύνης) τῆς καινῆς διαθήκης σὲ ἑπτὰ ἱερατικοὺς βαθμοὺς καὶ γιὰ τὴν πράγματι ὀρθόδοξη, ἀφετέρου, ἀντίληψη τοῦ καινορθοδόξου δόγματος τοῦ τριαδιανισμοῦ σχετικὰ μὲ τὸ ἐν λόγῳ δογματολογικὸ ζήτημα, τὸ ὁποῖο εἶναι σημαντικὸ ὡς προς τὴ μετάδοση τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν καὶ τὴν ἐγκυρότητα τῶν χειροτονιῶν, γι' αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ διασαφηνισθεῖ πλήρως.

Ὅπως, λοιπόν, ἀναφέρουμε ἐκεῖ «ὁ ὅρος «μερισμὸς τῆς ἱερατικῆς χάριτος» ἔχει παρεξηγηθεῖ κακοδόξως ἀπὸ τὸ παλαιορθόδοξο δόγμα τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὸ ἐσφαλμένο νόημα ὅτι ἔχω 7/7 καὶ τὰ μοιράζω σὲ 1/7 + 1/7 + 1/7 + 1/7 + 1/7 + 1/7 + 1/7 καὶ ὅτι προκειμένου νὰ ἐπικτήσω ἕνα ἀνώτερο ἱερατικὸ βαθμὸ πρέπει νὰ ἔχω ἤδη ἐπικεκτημένο τὸν ἀμέσως κατώτερό του, ὅτι δηλαδή, «κάθε ἀνώτερος ἱερατικὸς βαθμὸς προϋπόθετει τὸν ἀμέσως κατώτερό του», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι ὁ χειροτονούμενος ὁμοιάζει μὲ ἕνα δοχεῖο τὸ ὁποῖο γεμίζει βαθμηδὸν λίγο λίγο μὲ νερὸ ἀπὸ τὴ βάση μέχρι τὴν κορυφή».

Ποῦ, ὅμως, ὀφείλεται ἡ ἐν λόγῳ κακοδοξία τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ;

Ὁ κακόδοξος καὶ ψευδορθόδοξος ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς δὲν ἔχει ἰδέα περὶ τῆς ἐντελεχειακῆς θεολογίας, ἀγνοῶντας, γενικῶς, τὰ εἴδη τῶν θεολογικῶν ἐντελεχειῶν, γι' αὐτὸ καὶ ἐν προκειμένῳ ὑποπίπτει σὲ σοβαρὰ δογματολογικὰ σφάλματα.

Ὅπως ἐξηγήσαμε καὶ στὸ ἕκτο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας, «διακρίνουμε πέντε, γενικά, ἀλλεπάλληλες ἀναγωγικὲς ὁμοιωτικὲς κινήσεις ἐκ μέρους τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγικῆς βάσεως τοῦ ἀντιτύπου, μία πρώτη πρὸς τὸ ἀρχέτυπο, ἡ ὁποία ἀποδίδει τὸ πρωτιστότυπο, μία δεύτερη πρὸς τὸ πρωτιστότυπο, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνακύπτει τὸ πρωτότυπο, μία τρίτη πρὸς τὸ πρωτότυπο, ἀπὸ τὴν ὁποία προκύπτει τὸ προτερότυπο, μία τέταρτη πρὸς τὸ προτερότυπο, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται τὸ πρότυπο, καὶ μία πέμπτη πρὸς τὸ πρότυπο, ἡ ὁποία καὶ ἀποδίδει τὸ ἔκτυπο, μία, δηλαδή, ἄμεση κίνηση πρὸς αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀρχέτυπο καὶ τέσσερεις ἔμμεσες κινήσεις πρὸς ἐκεῖνο, διαμέσου τοῦ πρωτιστοτύπου, τοῦ πρωτοτύπου, τοῦ προτεροτύπου καὶ τοῦ προτύπου, ἔτσι ὥστε ἄμεση εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου νὰ εἶναι μόνο τὸ πρωτιστότυπο καὶ διαμέσου τοῦ πρωτιστοτύπου καὶ δι' ἀλλήλων ἔμμεσες εἰκόνες τοῦ ἀρχετύπου νὰ διατελοῦν τὸ πρωτότυπο, ἡ ἄμεση εἰκόνα τοῦ πρωτιστοτύπου, τὸ προτερότυπο, ἡ ἄμεση εἰκόνα τοῦ πρωτοτύπου καὶ ἔμμεση εἰκόνα τοῦ πρωτιστοτύπου, τὸ πρότυπο, ἡ ἄμεση εἰκόνα τοῦ προτεροτύπου καὶ ἔμμεση εἰκόνα τοῦ πρωτοτύπου καὶ τοῦ πρωτιστοτύπου, καὶ τὸ ἔκτυπο, ἡ ἄμεση εἰκόνα τοῦ προτύπου καὶ ἔμμεση εἰκόνα τοῦ προτεροτύπου, τοῦ πρωτοτύπου καὶ τοῦ πρωτιστοτύπου».

Ὁ ἀναγωγικὸς αὐτὸς κανόνας ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ σύστροφη τελειόστροφη ἐντελέχεια, ἡ ὁποία κινεῖται συστρόφως, ἀπὸ τὸ ἀτελὲς ἀρχέτυπο, διαμέσου τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ἢ τῶν ἡμιτελῶν ἐκτύπων, πρὸς τὸ τέλειο ἀντίτυπο, καὶ γιὰ τὴν ἀντίστροφη ἀτελόστροφη ἐντελέχεια, ἡ ὁποία κινεῖται ἀντιστρόφως, ἀπὸ τὸ τέλειο ἀρχέτυπο, διαμέσου τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ἢ τῶν ἡμιτελῶν ἐκτύπων, πρὸς τὸ ἀτελὲς ἀντίτυπο.

Διακρίνονται, σημειωτέον, ὀκτὼ ἐντελεχειακὲς φορές, τέσσερεις ὁμαλὲς καὶ κανονικὲς καὶ ἄλλες τέσσερεις ἀνώμαλες καὶ ἀντικανονικές, βάσει τῶν ὁποίων διαμορφώνονται τὰ τέσσερα ἀνάλογα, κατὰ τὴν ἐντελεχειακὴ φορά, ἐντελεχειακὰ εἴδη, τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα περιλαμβάνει δύο ἐντελεχειακὲς φορές:

Τὸ πρῶτο, ὁμαλὸ καὶ κανονικό, εἶδος τῶν «συστρόφων τελειοστρόφων ἐντελεχειῶν», τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τὶς δύο πρῶτες ὁμαλὲς καὶ κανονικὲς ἐντελεχειακὲς φορές, τὴ «σύστροφη τελειόστροφη», ἀπὸ τὸ ἀτελὲς ἀρχέτυπο, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ἢ τῶν ἡμιτελῶν ἐκτύπων, πρὸς τὸ τέλειο ἀντίτυπο, καὶ τὴν «ἀνάστροφη ἀτελόστροφη τῆς συστρόφου τελειοστρόφου», ἀπὸ τὸ τέλειο ἀντίτυπο, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ἢ τῶν ἡμιτελῶν ἐκτύπων, πρὸς τὸ ἀτελὲς ἀρχέτυπο.

Στὸν πλήρη ἐντελεχειακὸ καὶ ἡλιακὸ κύκλο, ἀναλογεῖ στὸ πρῶτο ἢ ἀριστερὸ ἡμικύκλιο καὶ τὴν τελειόστροφη ἡλιακὴ κίνηση ἀπὸ τὴν ἀτελῆ ἀνατολή, διαμέσου τῆς ἡμιτελοῦς προμεσημβρίας, πρὸς τὴν τέλεια μεσημβρία.

Τὸ δεύτερο, ὁμαλὸ καὶ κανονικό, εἶδος τῶν «ἀντιστρόφων ἀτελοστρόφων ἐντελεχειῶν», τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τὶς ἄλλες δύο ὁμαλὲς καὶ κανονικὲς ἐντελεχειακὲς φορές, τὴν «ἀντίστροφη ἀτελόστροφη», ἀπὸ τὸ τέλειο ἀρχέτυπο, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ἢ τῶν ἡμιτελῶν ἐκτύπων, πρὸς τὸ ἀτελὲς ἀντίτυπο, καὶ τὴν «ἀνάστροφη τελειόστροφη τῆς ἀντιστρόφου ἀτελοστρόφου», ἀπὸ τὸ ἀτελὲς ἀντίτυπο, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ἢ τῶν ἡμιτελῶν ἐκτύπων, πρὸς τὸ τέλειο ἀρχέτυπο.

Στὸν πλήρη ἐντελεχειακὸ καὶ ἡλιακὸ κύκλο, ἀναλογεῖ στὸ δεύτερο ἢ δεξιὸ ἡμικύκλιο καὶ τὴν ἀτελόστροφη ἡλιακὴ κίνηση ἀπὸ τὴν τέλεια μεσημβρία, διαμέσου τῆς ἡμιτελοῦς μεταμεσημβρίας, πρὸς τὴν ἀτελῆ δύση.

Τὸ τρίτο, ἀνωμελὲς καὶ ἀντικανονικό, εἶδος τῶν «καταστρόφων ἀτελοστρόφων ἐντελεχειῶν», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἐντελεχειακὴ καταστροφὴ τοῦ πρώτου εἴδους τῶν συστρόφων τελειοστρόφων ἐντελεχειῶν, ἐκτροπή, δηλονότι, τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω καὶ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω τῆς ἐντελεχείας, μετατροπή, δηλαδή, τοῦ τελείου ἀντιτύπου σὲ τέλειο ἀρχέτυπο καὶ τοῦ ἀτελοῦς ἀρχετύπου σὲ ἀτελὲς ἀντίτυπο τῆς ἐντελεχείας καὶ συνεπῆ ἀνωμελῆ ἀντιστροφὴ καὶ διαστροφὴ τῆς μικτῆς φύσης καὶ τῆς ἀναγωγικῆς ὁμοίωσης τοῦ μέσου ἐκτύπου ἢ τῶν μέσων ἐκτύπων σὲ καταγωγικὴ ὁμοίωση, ἔτσι ὥστε, στὸ ἑξῆς, νὰ ἀποτελοῦν ἀντίστροφες καὶ διαστροφικὲς εἰκόνες τῆς πρῴην ἀναγωγικῆς τους βάσης, τοῦ πρῴην ἀντιτύπου, τὸ ὁποῖο, πλέον, μετατράπηκε σὲ ἀρχέτυπό τους.

Καὶ τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τὶς πρῶτες δύο ἀνώμαλες καὶ ἀντικανονικὲς ἐντελεχειακὲς φορές, τὴν «κατάστροφη ἀτελόστροφη», ἀπὸ τὸ τέλειο ἀρχέτυπο, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ἢ τῶν ἡμιτελῶν ἐκτύπων, πρὸς τὸ ἀτελὲς ἀντίτυπο, καὶ τὴν «ἀνάστροφη τελειόστροφη τῆς καταστρόφου ἀτελοστρόφου», ἀπὸ τὸ ἀτελὲς ἀντίτυπο, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ἢ τῶν ἡμιτελῶν ἐκτύπων, πρὸς τὸ τέλειο ἀρχέτυπο.

Τὸ τέταρτο, ἀνωμελὲς καὶ ἀντικανονικό, εἶδος τῶν «καταστρόφων τελειοστρόφων ἐντελεχειῶν», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἐντελεχειακὴ καταστροφὴ τοῦ δευτέρου εἴδους τῶν ἀντιστρόφων ἀτελοστρόφων ἐντελεχειῶν, ἐκτροπή, δηλονότι, τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω καὶ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω τῆς ἐντελεχείας, μετατροπή, δηλαδή, τοῦ ἀτελοῦς ἀντιτύπου σὲ ἀτελὲς ἀρχέτυπο καὶ τοῦ τελείου ἀρχετύπου σὲ τέλειο ἀντίτυπο τῆς ἐντελεχείας καὶ συνεπῆ ἀνωμελῆ ἀντιστροφὴ καὶ διαστροφὴ τῆς μικτῆς φύσης καὶ τῆς ἀναγωγικῆς ὁμοίωσης τοῦ μέσου ἐκτύπου ἢ τῶν μέσων ἐκτύπων σὲ καταγωγικὴ ὁμοίωση, ἔτσι ὥστε, στὸ ἑξῆς, νὰ ἀποτελοῦν ἀντίστροφες καὶ διαστροφικὲς εἰκόνες τῆς πρῴην ἀναγωγικῆς βάσης τους, τοῦ πρῴην ἀντιτύπου, τὸ ὁποῖο, πλέον, μετατράπηκε σὲ ἀρχέτυπό τους (δεδομένου ὅτι ὁ,τιδήποτε ἀνάγεται ὁμοιωτικὰ ὡς ἔκτυπο ἀπὸ κάποια ἀντίτυπο ἀναγωγικὴ βάση πρὸς κάποιο ἀρχέτυπο ἢ πρωτιστότυπο ἢ πρωτότυπο ἢ προτερότυπο ἢ πρότυπο, ὡς μικτό, δύναται νὰ ἀντιστρέψει ἀνώμαλα καὶ νὰ διαστρέψει τὴ μικτή του σύνθεση καὶ ἔτσι νὰ καταχθεῖ ὁμοιωτικὰ πρὸς τὴν πρῴην ἀντίτυπο ἀναγωγική του βάση καὶ ἐπέκεινα ἀρχέτυπο ἐντελεχειακὴ μορφή, μὲ ἀντίτυπο καταγωγικὴ βάση τὴν προηγούμενη ὁμαλὴ μικτή του σύνθεση, ἀντιθέτως πρὸς τὸ καθαρὸ ἀρχέτυπο, τὸ ὁποῖο δὲν δύναται νὰ καταχθεῖ ὁμοιωτικὰ διότι δὲν ἀνάγεται ὁμοιωτικὰ πρὸς κάποιο ἀνώτερό του ἀρχέτυπο ἀλλ' ἀνάγει, μόνο, πρὸς τὸν ἑαυτό του ὅλα τὰ ἔκτυπα μὲ κοινὴ ἀντίτυπο ἀναγωγικὴ βάση, ἐπειδή, δηλαδή, προϋπόθεση τῆς ὁμοιωτικῆς καταγωγῆς εἶναι ἡ ὁμοιωτικὴ ἀναγωγή, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι μόνο τὰ ὁμοιωτικῶς ἀνάγωγα δύνανται νὰ καταστοῦν ὁμοιωτικῶς κατάγωγα).

Καὶ τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τὶς δύο ἄλλες ἀνώμαλες καὶ ἀντικανονικὲς ἐντελεχειακὲς φορές, τὴν «κατάστροφη τελειόστροφη», ἀπὸ τὸ ἀτελὲς ἀρχέτυπο, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ἢ τῶν ἡμιτελῶν ἐκτύπων, πρὸς τὸ τέλειο ἀντίτυπο, καὶ τὴν «ἀνάστροφη ἀτελόστροφη τῆς καταστρόφου τελειοστρόφου», ἀπὸ τὸ τέλειο ἀντίτυπο, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ἢ τῶν ἡμιτελῶν ἐκτύπων, πρὸς τὸ ἀτελὲς ἀρχέτυπο.

Ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ ἀντικανονικὰ καὶ ἀνωμελῆ καταστροφικὰ ἐντελεχειακὰ εἴδη, ἡ ὕπαρξη ἀμφοτέρων τῶν ὁποίων θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι μόνο θεωρητικὴ καὶ ὄχι πραγματική, ὁ Τρισυπόστατος Θεὸς Δημιουργός, δυστυχῶς, δυστυχέστατα, εἰσήγαγε στὴ δημιουργία τὸ δεύτερο, καθιστῶντάς την σαφῶς, σαφέστατα, εἰδωλολατρική, καὶ ἔτσι ἁμάρτησε σοβαρά, σοβαρότατα, καὶ ἀπώλεσε τὴ δογματικὴ καὶ ἠθικὴ τελειότητά του (διαχωρίζοντας καὶ ἀντιπαραβάλλοντάς την πρὸς τὴ φυσική του τελειότητα τὴν ὁποία, ὡς θεός, ἀσφαλῶς διατηρεῖ στὸ ἀκέραιο), ὡς εἰδωλολάτρης τῆς κτίσεώς του καὶ μέγας θηλυμανής, ὡς «πρὸ ἑωσφόρου δογματικῶς καὶ ἠθικῶς πεσών», ἐπιδεικνύοντας τὴν κρυφὴ καὶ σκοτεινή του πλευρά, τὸν κακὸ καὶ ἁμαρτωλὸ ἐμπαθῆ ἑαυτό του, τὴ διαβολικότητα καὶ τὴ φαυλότητά του, σὲ μίξη καὶ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀγαθότητα, στὸ μικτὸ καὶ συνδυαστικὸ σχῆμα τῆς «φαυλαγαθίας» καὶ στὰ πλαίσια τοῦ «δικαίου τοῦ ἰσχυροῦ», ἢ ἀλλιῶς, τῆς «ἰδίας δικαιοσύνης», σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸ «ὀρθὸ δίκαιο».

Μὲ τὴν ἐν λόγῳ θεολογικά, κοσμολογικὰ καὶ ἀνθρωπολογικὰ ἀπαράδεκτη, πλήν, πραγματική, περίπτωση, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀσχοληθοῦμε ἀναλυτικῶς στὰ πλαίσια ἄλλης σχετικῆς δογματολογικῆς μας μελέτης, σχετίζεται ὁ ῥατσιστικὸς καὶ σαφῶς ἐφάμαρτος χωρισμὸς τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν φύσεων στὰ δύο φῦλα (ὁ ὁποῖος, στὴν πραγματικότητα, δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἐπίτευξη τῆς φυσικῆς ἀναπαραγωγῆς, ἐπειδή, δῆθεν, ἀδυνατεῖ ἡ μονογονικὴ ἀναπαραγωγή, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀναπαραγωγικὴ διαδικασία καὶ τὴν ἐκτρέπει ἀπὸ μονογονικὴ σὲ διγονικὴ προκειμένου ἔτσι νὰ ἐπιτύχει τὴν ὁλοκλήρωση τῆς κατὰ φύσιν ἑνώσεως μεταξὺ τῶν δύο φύλων καὶ νὰ τὴν προάγει ἀπὸ ἐρωτικὴ καὶ κατὰ μῖξιν σὲ γενετικὴ καὶ κατὰ κρᾶσιν), ἡ κατακόρυφη «πρὸ ἑωσφόρου» δογματικὴ καὶ ἠθικὴ πτώση, τὸ δογματικὸ (εἰδωλολατρικό) καὶ ἠθικὸ (θηλυμανικό) κατάντημα τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ θεανθρώπου, τὸ ὁποῖο ἡ πονηρία καὶ ἡ πανουργία του προσπάθησε νὰ ἀποκρύψει ἐπιμελῶς καὶ νὰ παρουσιάσει ὁμαλοφανῶς δῆθεν ὡς ἀρετή, συκοφαντῶντας, μάλιστα, καὶ τιμωρῶντας τοὺς ἄνδρες ὁμοφυλόφιλους δῆθεν ὡς ἀνώμαλους, ἐνῷ, στὴν πραγματικότητα, ἀποδεικνύονται κατὰ πολὺ ὁμαλώτεροι τῶν ἠθικοφυσικῶν διαστροφῶν ποὺ ἐφήρμοσε στὴ δημιουργία του, χωρίς, ὅμως, ἐν τέλει, νὰ διαφύγει τῆς θεολογικῆς καὶ δογματικῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία, δι' ἡμῶν καὶ τοῦ καινορθοδόξου δόγματός μας, περὶ τῆς δῆθεν ἠθικῆς τελειότητος τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ θεανθρώπου, διαπιστώνει καὶ ἀναφωνεῖ μὲ βαθύτατη λύπη τὸ «ἄνθρακες ὁ θησαυρός», πλήν, ὅμως, τὸ καινορθόδοξο δόγμα τοῦ τριαδιανισμοῦ ἀκολουθεῖ τὸ «δέον εἶναι» καὶ παραβλέπει τὸ «εἶναι» τῶν θείων καὶ θεανθρώπινων πραγμάτων, χωρίς, ἀσφαλῶς, νὰ ἔχει ἁρμοδιότητα νὰ κρίνει καὶ νὰ καταδικάσει αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν τρισυπόστατο θεὸ καὶ θεάνθρωπο, τὸν ὁποῖο, παρὰ ταῦτα, σέβεται βαθύτατα, ἀγαπᾷ λίαν, τιμᾷ καὶ λατρεύει, ἀλλὰ μόνο τὶς ἠθικοφυσικὲς διαστροφὲς ποὺ εἰσήγαγε μέσα στὴ δημιουργία του.

Κλείνοντας ἐδῶ τὴ δυσάρεστη αὐτὴ παρένθεση καὶ ἐπανερχόμενοι στὸ θέμα μας, πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε μία σημαντικὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ συστρόφου καὶ τοῦ ἀντιστρόφου ἐντελεχειακοῦ εἴδους, ὅτι στη σύστροφη ἐντελέχεια τὸ ἀρχέτυπο δὲν κατέχει καὶ τὴν αἰτιακὴ καὶ τὴν ποιοτικὴ τελειότητα ἀλλὰ μοιράζεται τὴν ὅλη τελειότητα μὲ τὸ ἀντίτυπό του, τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο ἄκρο του, ἔτσι ὥστε, κατὰ τὴν ποιοτική, ἀφενός, τελειότητα, νὰ χαρακτηρίζεται ὡς «ἀτελές», ἐμπεριεχόμενο καὶ ὑπερβαινόμενο ἀπὸ τὸ «τέλειο» ἀντίτυπο, καὶ κατὰ τὴν αἰτιακή, ἀφετέρου, τελειότητα, ὡς «τέλειο», ὡς καθαρό, δηλαδή, αἴτιο, ἐμπεριέχον καὶ ὑπερβαῖνον τὸ «ἀτελές» ἀντίτυπο, τὸ καθαρὸ αἰτιατό του, μὲ τὸ ἀνάμεσά τους ἔκτυπο νὰ χαρακτηρίζεται ὡς «ἡμιτελές» καὶ κατὰ τὴν ποιοτικὴ καὶ κατὰ τὴν αἰτιακὴ τελειότητα καὶ νὰ ἐμπεριέχεται καὶ νὰ ὑπερβαίνεται ἀναλόγως εἴτε ἀπὸ τὸ ἀντίτυπο (κατὰ τὴν ποιοτικὴ τελειότητα) εἴτε ἀπὸ τὸ ἀρχέτυπο (κατὰ τὴν αἰτιακὴ τελειότητα), ἐμπεριέχοντας καὶ ὑπερβαίνοντας τὸ ἀρχέτυπο ἢ καὶ τὰ ποιοτικῶς ἀτελέστερά του ἔκτυπα κατὰ τὴν ποιοτικὴ τελειότητα καὶ τὸ ἀντίτυπο ἢ καὶ τὰ αἰτιακῶς ἀτελέστερά του ἔκτυπα κατὰ τὴν αἰτιακὴ τελειότητα, ὄντας τὸ ἴδιο αἰτιατὸ αἴτιο, ἐνῷ, στὴν ἀντίστροφη ἐντελέχεια, τὸ ἀρχέτυπο κατέχει καὶ τὴν ποιοτικὴ καὶ τὴν αἰτιακὴ τελειότητα καὶ χαρακτηρίζεται ὡς «τέλειο» κατ' ἀμφότερες, ἐμπεριέχοντας καὶ ὑπερβαίνοντας κατ' ἀμφότερες καὶ τὸ ἀντίτυπο καὶ τὸ ἔκτυπό του, τὸ ὁποῖο ἐμπεριέχει καὶ ὑπερβαίνει κατ' ἀμφότερες μόνο τὸ ἀντίτυπο ἢ καὶ τὰ ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ἀτελέστερά του ἔκτυπα.

Ἡ σύστροφη, σημειωτέον, ἐντελέχεια, ἡ ὁποία, κατὰ τὴν ποιοτικὴ τελειότητα, εἶναι τελειόστροφη, ἀπὸ τὸ ἀτελὲς ἀρχέτυπο ποιόν, διαμέσου τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου ποιοῦ, πρὸς τὸ τέλειο ἀντίτυπο ποιόν, ἐνῷ, κατὰ τὴν αἰτιακὴ τελειότητα, ἀτελόστροφη, ἀπὸ τὸ τέλειο ἀρχέτυπο αἴτιο, διαμέσου τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου αἰτιατοῦ αἰτίου, πρὸς τὸ ἀτελὲς ἀντίτυπο αἰτιατό, χαρακτηρίζεται κατὰ τὸ κυριώτερο καὶ κατὰ συνεκδοχὴ ἀπὸ τὴν ποιοτικὴ τελειότητα ὡς «τελειόστροφη».

Συνοψίζοντας, ἀρχέτυπο μιᾶς ἐντελεχείας εἶναι πάντοτε τὸ καθαρὸ αἴτιο ἢ πρωταίτιο, ἔκτυπο τὸ μικτὸ αἰτιατὸ αἴτιο ἢ μεσαίτιο καὶ ἀντίτυπο τὸ καθαρὸ αἰτιατό. Τὸ αἴτιο, ὅμως, ἀρχέτυπο, ἀπὸ ποιοτικὴ ἄποψη, δὲν εἶναι πάντοτε ἀτελὲς οὔτε πάντοτε τέλειο, ἄλλοτε εἶναι ἀτελές, μὲ ἡμιτελὲς τὸ ἔκτυπο καὶ τέλειο τὸ ἀντίτυπο, ὥστε ἡ ἐντελέχεια νὰ χαρακτηρίζεται ποιοτικῶς ὡς «σύστροφη τελειόστροφη», καὶ ἄλλοτε τέλειο, μὲ ἡμιτελὲς τὸ ἔκτυπο καὶ ἀτελὲς τὸ ἀντίτυπο, ὥστε ἡ ἐντελέχεια νὰ χαρακτηρίζεται ποιοτικῶς ὡς «ἀντίστροφη ἀτελόστροφη».

Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι σὲ ὅλα γενικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως τὰ ἑπταδικὰ ἐντελεχειακὰ εἴδη, τὰ ἕξι ἀνώτερα ἐντελεχειακὰ ἐπίπεδα ποὺ διαμορφώνονται πάνω ἀπὸ τὴν ἀναγωγικὴ βάση δὲν νοοῦνται ὡς ἐπαλληλεπίπεδα, σὰν ἀλλεπάλληλοι, δηλαδή, ὄροφοι, ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀρχίζει μὲ βάση τὸν προηγούμενο ἢ τὸ ἰσόγειο καὶ φτάνει στὸ δικό του ἀτομικὸ μέτρο, ἀλλ' ὡς παραλληλεπίπεδα, σὰν παράλληλοι, δηλαδή, πύργοι, ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο, ὅλοι οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν ἴδια βάση καὶ φτάνουν ὁ καθένας στὰ δικά του μέτρα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ἀναγωγικὴ ἐντελεχειακὴ βάση εἶναι μία καὶ κοινὴ γιὰ ὅλα τὰ ἐντελεχειακὰ ἐπίπεδα, ἡ ἐπισήμανση τῆς ὡς ἄνω διαφορᾶς εἶναι σημαντικὴ σχετικὰ μὲ τὸ ἂν μποροῦμε σὲ κάθε περίπτωση νὰ παραλείψουμε ἕνα κατώτερο παράλληλο ἐντελεχειακὸ ἐπίπεδο καὶ νὰ πᾶμε ἀπευθείας σὲ ἕνα παράλληλο ἀνώτερο ποὺ τὸ ἐμπεριέχει καὶ τὸ ὑπερβαίνει ξεκινῶντας καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἴδια βάση ἢ ἂν αὐτὸ εἶναι δυνατὸ σὲ ὁρισμένες μόνο περιπτώσεις καὶ ὄχι πάντοτε, παρὰ τὸ γενικὸ γιὰ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς περιπτώσεις παραλληλεπιπεδικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα.

Εὐνόητον, ὅτι μόνο στὶς περιπτώσεις τῶν ἀντιστρόφων ἀτελοστρόφων ἐντελεχειῶν, ὅπως ἡ ἐν λόγῳ περίπτωση τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, ὅπου τὸ ἀρχέτυπο κατέχει καὶ τὴν ποιοτικὴ καὶ τὴν αἰτιακὴ τελειότητα καὶ χαρακτηρίζεται ὡς «τέλειο» κατ' ἀμφότερες, ἐμπεριέχοντας καὶ ὑπερβαίνοντας κατ' ἀμφότερες καὶ τὸ ἀντίτυπο καὶ τὸ ἔκτυπο ποὺ ἐμπεριέχει καὶ ὑπερβαίνει κατ' ἀμφότερες μόνο τὸ ἀντίτυπο ἢ καὶ τὰ ποιοτικῶς καὶ αἰτιακῶς ἀτελέστερά του ἔκτυπα, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα αὐτή.

Στὴν προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση τῆς ἀντιστρόφου ἀτελοστρόφου ἐντελεχειακῆς ἀντεπίδειξης τῶν ἑπτὰ ἱερατικῶν βαθμῶν, ἡ ἀναγωγικὴ βάση τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας εἶναι μία καὶ μόνη καὶ ἡ αὐτὴ καὶ κοινὴ γιὰ ὅλα, καὶ γιὰ τὰ πέντε ἀνάγωγα ἔκτυπα, καὶ γιὰ τὸ πρωτιστότυπο καὶ γιὰ τὸ πρωτότυπο καὶ γιὰ τὸ προτερότυπο καὶ γιὰ τὸ πρότυπο καὶ γιὰ τὸ ἔκτυπο, τὸ καθένα, δηλαδή, χωριστὰ ἀπὸ τὰ πέντε ἔκτυπα καὶ παράλληλα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο, ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἴδια ἀκριβῶς βάση καὶ ὑψώνεται καὶ φτάνει μέχρι τὴ δική του κορυφή, μέχρι, δηλαδή, τὸ ὕψος τῶν οἰκείων μέτρων, ἐμπεριέχοντας μέσα του ὅλα τὰ χαμηλότερα ὕψη καὶ μέτρα καὶ ὑπερβαίνοντάς τα κατὰ τὴ διαφορὰ τοῦ ὕψους τῶν δικῶν του ὑψηλότερων μέτρων, ἐνῷ, τὸ ἀρχέτυπο κατέχει τὸ πλήρωμα, τὴν πληρότητα, ὑψούμενο καὶ αὐτὸ χωριστὰ καὶ παράλληλα μὲ τὰ πέντε ἔκτυπα ἀπὸ τὴν ἴδια βάση μέχρι τὴ δική του, τὴν ὑψηλότερη ὅλων, κορυφή, καὶ ἐμπεριέχον καὶ ὑπερβαῖνον καὶ τὰ πέντε ἔκτυπα.

Πρόκειται, μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ ἕξι παράλληλους πύργους οἱ ὁποῖοι ὑψώνονται ἀπὸ τὸ ἴδιο γήινο ἐπίπεδο, ἀπὸ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐδαφικὴ βάση, ὁ καθένας χωριστὰ καὶ παράλληλα μὲ τοὺς ἄλλους πρὸς τὸ δικό του ὕψος, καὶ ὄχι γιὰ ἕξι ὀρόφους τοῦ ἴδιου πύργου, καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους βασίζεται καὶ ἀρχίζει ἀπὸ τὸν προηγούμενο ὄροφο ἢ ἀπὸ τὸ ἰσόγειο καὶ φτάνει στὸ δικό του ὕψος, γιὰ ἑπτά, δηλαδή, παραλληλεπίπεδα, μαζὶ μὲ τὸ βασικὸ ἐπίπεδο, τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο, καὶ ὄχι ἑπτὰ ἐπαλληλεπίπεδα, τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ τρία σωματικὰ φυσικὰ εἴδη τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου ἢ ἀνθρώπου, τὸ ἁπλὸ τοῦ αὐτανθρώπου (ὀρθοβάμονος πιθήκου, εἴδους γίββωνος), τὸ ἡμισύνθετο τοῦ ψυχανθρώπου καὶ τὸ ὁλοσύνθετο τοῦ θεοψυχανθρώπου, ἔχουν πλασθεῖ καὶ προέρχονται τὸ καθένα χωριστὰ καὶ παράλληλα μὲ τὰ ἄλλα ἀπευθείας ἀπὸ τὴν ἴδια γήινη βάση καὶ ὄχι μὲ μετεξέλιξη τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, τὸ ἀνώτερο ἀπὸ τὸ κατώτερο.

Δὲν πήραμε, δηλαδή, ἕνα αὐτάνθρωπο (ὀρθοβάμονα πίθηκο, εἶδος γίββωνος) καὶ τὸν ἐμψυχώσαμε, τοῦ βάλαμε μέσα τὴν ψυχή, καὶ προέκυψε ὁ ψυχάνθρωπος, οὔτε ἕνα ψυχάνθρωπο καὶ βάλαμε μέσα του τὴ θεότητα καὶ τὸν ἐνθεώσαμε καὶ προῆλθε ὁ θεοψυχάνθρωπος, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἐδῶ, ὑφίσταται, μέν, ἐξέλιξη μεταξὺ τῶν φυσικῶν εἰδῶν, ἀλλὰ δὲν νοεῖται «καθ' ὑπόστασιν», δὲν ἐπέρχεται, δηλαδή, ἐπάνω σὲ μία προϋπάρχουσα ὑπόσταση τοῦ κατώτερου φυσικοῦ εἴδους, ἀλλὰ μόνο «κατὰ φύσιν», γίνεται, δηλαδή, πάνω σὲ μία ἄλλη μὴ προϋπάρχουσα ὑπόσταση ἡ ὁποία φέρει συλλήβδην καὶ ἐξαρχῆς, ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει, τὸ ἐξελιχθὲν ἀπὸ τὸ κατώτερο ἀνώτερο φυσικὸ εἶδος.

Ἐν προκειμένῳ, εὑρίσκουμε τὴν εὐκαιρία νὰ σημειώσουμε τὴν τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τῆς «φύσεως», ὡς ἀτελοῦς καὶ ἀφῃρημένου ἀρχετύπου, τοῦ «φυσικοῦ εἴδους», ὡς ἡμιτελοῦς καὶ διακεκριμένου «ἐκτύπου», καὶ τῆς «ὑποστάσεως» (ἀτομίας), ὡς τελείου καὶ συγκεκριμένου «ἀντιτύπου», ἡ ὁποία κινεῖται κατὰ τὸ λογικὸ σχῆμα τῆς παραγωγῆς ἀπὸ τὸ ὅλο διὰ τοῦ ἡμιόλου πρὸς τὸ μέρος καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ ὅλο μιᾶς νεμητῆς φύσεως νέμεται ἄμεσα στὰ ἡμίολα τῶν διαφόρων φυσικῶν εἰδῶν καὶ διαμέσου αὐτῶν ἔμμεσα στὰ μέρη τῶν διακριτῶν τους ὑποστάσεων, μία, δηλαδή, κτιστὴ φύση δύναται νὰ νέμεται πρῶτα σὲ φυσικὰ εἴδη καὶ τὰ φυσικὰ εἴδη ἔπειτα σὲ φυσικὲς ὑποστάσεις.

Ἡ ἔννοια, δηλαδή, τοῦ φυσικοῦ εἴδους εἶναι μέση μεταξὺ τῶν ἀκραίων ἐννοιῶν τῆς φύσεως καὶ τῆς ὑποστάσεως καὶ ὡς ἐκ τούτου μικτὴ ἐξ ἀμφοτέρων αὐτῶν, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι τὸ φυσικὸ εἶδος μετέχει καὶ τῆς φύσεως καὶ τῆς ὑποστάσεως, μὲ κυριώτερο τὸ φυσικὸ χαρακτῆρα, ἀνήκοντας ἐντελεχειακῶς στὴν εὐρύτερη αἰτιατὴ ὀντολογία τῆς ἀντιτύπου ὑποστάσεως ἡ ὁποία ἀνάγεται ὁμοιωτικῶς πρὸς τὴν αἰτία ὀντολογία τῆς ἀρχετύπου φύσεως καὶ ἀποτελῶντας τὸ ἔκτυπο (τὴν εἰκόνα) τοῦ φυσικοῦ ἀρχετύπου.

Γι' αὐτὸ ἄλλωστε καὶ τὸ φυσικὸ αὐτοκέφαλο, ὁ αἴτιος, δηλαδή, ὑποστατικὸς τρόπος τοῦ ἀγεννήτου, δίδεται σὲ ἕκαστο διαφορετικὸ φυσικὸ εἶδος τῆς κοινῆς φύσεως καὶ ὄχι στὴν ὅλη κοινὴ φύση, ὄχι, δηλαδή, μόνο στὸ ἀρχέγονο καὶ πρωτογενὲς φυσικὸ εἶδός της, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς μικτῆς ὀντολογίας τοῦ φυσικοῦ εἴδους, τὸ ὁποῖο γίνεται ἀντιληπτὸ καὶ ὡς φύση, κυριώτερα, καὶ ὡς ὑπόσταση, καὶ προκειμένου νὰ μὴ συγχέονται τὰ διάφορα φυσικὰ εἴδη μεταξύ τους ὑπὸ κοινὴ ἀγεννησία, ὑπὸ κοινό, δηλαδή, ἀγέννητο πρόγονο.

Συνεπῶς, ὅσοι κακοδόξως ὑποστηρίζουν ὅτι δῆθεν τὸ αὐτοκέφαλο τῆς ἀγεννησίας δίδεται μόνο στὸ ἀρχέγονο ἢ πρωτογενὲς φυσικὸ εἶδος ἀπὸ τὸ ὁποῖο προκύπτουν μὲ ἐξέλιξη ὅλα τὰ ὑπόλοιπα θεωροῦν μονομερῶς ἢ εὐρύτερα τὸ φυσικὸ εἶδος ὡς ὑπόσταση, ἀγνοῶντας ὅτι μετέχει ἀμφοτέρων τῶν ἰδιωμάτων, καὶ τῶν φυσικῶν καὶ τῶν ὑποστατικῶν, καὶ ὅτι ο κυριώτερος χαρακτήρας του δὲν εἶναι ὁ ὑποστατικὸς ἀλλ' ὁ φυσικός, ὅτι δηλαδή, γίνεται περισσότερο ἀντιληπτὸ ὡς διάφορη φύση παρὰ ὡς διαφορετικὴ ὑπόσταση, καὶ ἔτσι προκαλοῦν σύγχυση μεταξὺ τῶν διαφερόντων φυσικῶν εἰδῶν.

Συγχέουν, ἐπίσης, τὸ φυσικὸ εἶδος μὲ τὸ φυσικὸ ὑποεῖδος, διότι ἡ «καθ' ὑπόστασιν» ἐξέλιξη ποὺ ὑποστηρίζουν, μὲ τὸ νόημα ποὺ ὁρίστηκε παραπάνω, ἐπιτρέπεται μόνο μεταξὺ τῶν διαφορετικῶν φυσικῶν ὑποειδῶν τοῦ κοινοῦ φυσικοῦ εἴδους καὶ ὄχι καὶ μεταξὺ τῶν διαφόρων φυσικῶν εἰδῶν τῆς κοινῆς φύσεως, καὶ ἐπιπλέον, δὲν παραδέχονται τὴν ὕπαρξη καὶ δράση τοῦ θεοῦ, ὡς ποιητοῦ καὶ μεταποιητοῦ, καὶ τοῦ θεανθρώπου, ὡς μεταποιητοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ δημιουργεῖ καὶ μεταποιεῖ τὴν πρώτη ὕλη (γῆ) σὲ πλάσμα καὶ ἔμβιο ὄν, ἀσπαζόμενοι τὴ θεωρία τῶν στωϊκῶν φιλοσόφων περὶ δῆθεν «αὐτομάτου ἐξελίξεως τῶν πάντων», ἢ καὶ ἀναμειγνύοντας τὴ στωϊκὴ μὲ τὴ χριστιανικὴ κοσμολογία καὶ δεχόμενοι ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ θεὸς δημιουργεῖ, μόνο, τὸν κόσμο ἐκ τοῦ μὴ ὄντος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἀποσύρεται τοῦ δημιουργικοῦ ἔργου καὶ ῥυθμίζει αὐτομάτως τὴν ἐξέλιξή του.

Προκειμένου, συνεπῶς, νὰ δοθεῖ τὸ φυσικὸ αὐτοκέφαλο, θὰ πρέπει πρῶτα ἡ ἀφῃρημένη, γενικὴ καὶ ἀόριστη ἔννοια τῆς φύσεως νὰ καταστεῖ σαφέστερη καὶ νὰ ὁρισθεῖ τὸ φυσικὸ εἶδος, νὰ προσδιορισθεῖ, δηλαδή, τὸ τὶ εἴδους φύση ἀκριβῶς εἶναι.

Κλείνοντας τὴν ὡς ἄνω παρένθεση καὶ ἀφοῦ πρῶτα διακρίνουμε τὴν «ἱεροβαθμολογικὴ ὑπόσταση», τὴν ὑπόσταση τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, τὴν ὑπόσταση τῆς ἱερατικῆς στολῆς τοῦ βαθμοῦ, ἀπὸ τὴν «ἱερατικὴ ὑπόσταση», τὴν ὑπόσταση τοῦ ἱερέως, τὴν ὑπόσταση τοῦ φορέως τῆς ἱερατικῆς στολῆς τοῦ βαθμοῦ, προκειμένου νὰ μὴ συγχέονται μεταξύ τους, καὶ ἔπειτα ἐφαρμόσουμε τὸ παραβολικὸ ὑπόδειγμα ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω ἐκεῖ ποὺ πρέπει, στὴν ἱεροβαθμολογική, δηλαδή, καὶ ὄχι στὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση, λέμε ὅτι δὲν παίρνουμε μία ἱερατικὴ στολὴ (χρῖσμα, χειροτονία) κατώτερου βαθμοῦ καὶ μεταποιοῦμε αὐτὴ τὴν ἴδια σὲ ἱερατικὴ στολὴ (χρῖσμα, χειροτονία) ἀνώτερου βαθμοῦ, ἀλλ' ὑφαίνουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καθεμία ἱερατικὴ στολὴ (χρῖσμα, χειροτονία) καθενὸς βαθμοῦ χωριστά, εἴτε καθαρή, μὲ ἐξαρχῆς καθαρὴ ὕφανση, ἂν ὁ βαθμὸς βγαίνει καθαρός, εἴτε μικτή, μὲ ἐξαρχῆς μικτὴ ὕφανση, ἐὰν ὁ βαθμὸς βγαίνει μικτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἕνα κατώτερο βαθμὸ ἢ ἄλλους κατώτερους βαθμούς, καὶ τὴ φορᾶμε πάνω στὸν ἴδιο φορέα μὲ κάθε νέα ἀνώτερη καθιέρωση (χρῖσμα, χειροτονία), ἀφοῦ «τοῦ βγάλουμε» τὴν ἱερατικὴ στολὴ (χρῖσμα, χειροτονία), καθαρὴ ἢ μικτή, τοῦ κατώτερου, καθαροῦ ἢ μικτοῦ, βαθμοῦ τὴν ὁποία προηγουμένως φοροῦσε.

Τὸ σχῆμα αὐτὸ τῆς ἔκδυσης τῆς παλαιᾶς ἱερατικῆς στολῆς τοῦ κατωτέρου βαθμοῦ καὶ τῆς ἔνδυσης τῆς καινῆς τοῦ ἀνωτέρου εἶναι, ἀσφαλῶς, ἀνθρωπομορφικὸ καὶ ἀφορᾷ τὸν παραβολικὸ τρόπο ἀντίληψης τοῦ τελουμένου μυστηρίου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, χωρίς, βεβαίως, νὰ ἀντιστοιχεῖ καὶ νὰ ἀπεικονίζει ἐπακριβῶς τὴ μυστικὴ πραγματικότητα, διότι, στὴ μυστικὴ τελετουργικὴ πράξη, δὲν μεσολαβεῖ χρονικὸ κενὸ ἐνῷ γίνεται ἡ ἀλλαγὴ τῆς ἱερατικῆς στολῆς ἀπὸ τὸ κατώτερο στὸ ἀνώτερο ἱεροβαθμολογικὸ σχῆμα, οὔτε ὁ καθιερούμενος παραμένει γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἄνευ ἱερωσύνης, ἀποβάλλοντάς την γιὰ λίγο καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐπανακτῶντας την σὲ ἀνώτερο βαθμό, οὔτε ἐπιστρέφεται οὔτε ἐξαφανίζεται οὔτε διαμένει, στὸ ἑξῆς, ὡς «ἀφόρητος» καὶ «εἰς ἀέρα περιϊπταμένη» ἡ χάρη τοῦ κατωτέρου ἱερατικοῦ βαθμοῦ οὔτε ἐπικαλύπτεται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ ἀνωτέρου ἢ τῶν ἀνωτέρων βαθμῶν, οἱ ὁποῖοι τὴν ἐμπεριέχουν καὶ τὴν ὑπερβαίνουν, διπλασιαζόμενη καὶ πολλαπλασιαζόμενη, οὔτε καὶ ἀφομοιώνεται ἀπὸ ἐκείνη, ὅπως, λογικῶς, πλήν, ἐπιπολαίως, σκεπτόμενος κανεὶς θὰ συμπέραινε, ἀλλ' ἁπλῶς ἀλλάζει καὶ προάγεται (παράλληλα καὶ ὄχι ἐπάλληλα) τὸ βαθμολογικὸ ἐπίπεδο τῆς μεθέξεως τῆς κατ' ἄνθρωπον ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὸ θεὸ καὶ ἀνήκει κατὰ φύσιν σ' αὐτόν, δεδομένου ὅτι σὲ κάθε ἱερατικὸ μέτρο καὶ βαθμὸ ἔχουμε μία καὶ μόνη καὶ τὴν αὐτὴ διαφορετικὴ ἱερατικὴ χάρη στὴν ὁποία μετέχουν ταὐτόχρονα πολλοὶ φορεῖς, ὅτι δηλαδή, δὲν νέμεται αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ἱερατικὴ χάρη τοῦ βαθμοῦ σὲ πολλὲς ἀτομικὲς ὑπάρξεις, μία γιὰ κάθε ἕνα φορέα τοῦ βαθμοῦ, ἀλλ' ἡ μέθεξη τῆς χάριτος τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ σὲ πολλοὺς μετόχους καὶ βαθμοφόρους, δὲν ὑφίσταται ἀτομικὴ ἱερατικὴ χάρη ἀλλ' ἀτομικὴ μέθεξη τῆς ἱερατικῆς χάριτος.

Συνοψίζοντας, ὑφίστανται ἑπτὰ παράλληλα καὶ ὄχι ἐπάλληλα βαθμολογικὰ ἐπίπεδα μεθέξεως τῆς κατ' ἄνθρωπον θείας ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ ἐπίπεδο τοῦ γενικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ μύστου (πιστοῦ), στὸ ὁποῖο μετέχεται καθαρὰ ἡ χάρη τοῦ τοιούτου βαθμοῦ, τὸ δεύτερο ἐπίπεδο τοῦ κάτω παραμέσου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ ψάλτου, στὸ ὁποῖο μετέχεται ἡ χάρη τοῦ μύστου σὲ μίξη μὲ τὴ χάρη τοῦ ψάλτου, τὸ τρίτο ἐπίπεδο τοῦ ἄνω παραμέσου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ ἀναγνώστου, στὸ ὁποῖο μετέχεται ἡ χάρη τοῦ μύστου καὶ τοῦ ψάλτου σὲ ἀνάμιξη μὲ τὴ χάρη τοῦ ἀναγνώστου, τὸ τέταρτο ἐπίπεδο τοῦ καταμέσου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος, στὸ ὁποῖο μετέχεται ἡ χάρη τοῦ μύστου, τοῦ ψάλτου καὶ τοῦ ἀναγνώστου σὲ ἐπανάμιξη μὲ τὴ χάρη τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος, τὸ πέμπτο ἐπίπεδο τοῦ κάτω διαμέσου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ ὑποδιακόνου, στὸ ὁποῖο μετέχεται ἡ χάρη του μύστου, τοῦ ψάλτου, τοῦ ἀναγνώστου καὶ τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος σὲ προσεπανάμιξη μὲ τὴ χάρη τοῦ ὑποδιακόνου, τὸ ἕκτο ἐπίπεδο τοῦ ἄνω διαμέσου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ διακόνου, στὸ ὁποῖο ἐμπεριέχεται ἡ χάρη τοῦ μύστου, τοῦ ψάλτου, τοῦ ἀναγνώστου, τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος καὶ τοῦ ὑποδιακόνου σὲ ἀναπροσεπανάμιξη μὲ τὴ χάρη τοῦ διακόνου, καὶ τὸ ἕβδομο καὶ κορυφαῖο ἐπίπεδο τοῦ εἰδικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου, στὸ ὁποῖο ἐμπεριέχεται ἡ χάρη τοῦ μύστου, τοῦ ψάλτου, τοῦ ἀναγνώστου, τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος, τοῦ ὑποδιακόνου καὶ τοῦ διακόνου σὲ ἐπαναπροσεπανάμιξη μὲ τὴ χάρη τοῦ πρεσβυτέρου, ὁλόκληρη, δηλαδή, ἡ κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνη.

Εὐνόητον, ὅτι ἡ καθαρὴ μορφὴ ἑνὸς ἱερατικοῦ βαθμοῦ διαφέρει ποιοτικῶς, μόνο, καὶ ὄχι ποσοτικῶς ἀπὸ τὴ μικτή του μορφή, στὴν ὁποία, εἴτε ἐμπεριέχεται μέσα σὲ ἕνα ἄλλο ἀνώτερο βαθμό, ἂν εἶναι κατώτερος, εἴτε ἐμπεριέχει ἕνα ἄλλο κατώτερο βαθμό, ἂν εἶναι ἀνώτερος, κάθε μικτή, δηλαδή, μορφὴ κάθε βαθμοῦ, εἴτε κατώτερου εἴτε ἀνώτερου, εἶναι ποιοτικῶς βελτιωμένη, σὲ σχέση μὲ τὴν καθαρή του μορφή, διότι διατελεῖ σὲ ἐσωτερικὴ καὶ ὄχι ἐξωτερικὴ συνεργασία μὲ τὸ βαθμὸ στὸν ὁποῖο ἐμπεριέχεται ἢ τὸν ὁποῖο ἐμπεριέχει, μέσα στὸν ἴδιο, δηλαδή, ἱερατικὸ φορέα καὶ ὄχι ἀνάμεσα σὲ δύο ἀντίστοιχους φορεῖς.

Στὸ σχῆμα τῶν παραλλήλων ἱεροβαθμολογικῶν ἐπιπέδων, ὡς πραγματικὰ καθαρὸς βαθμὸς εὑρίσκεται μόνο ὁ ἱερατικὸς βαθμὸς τοῦ μύστου, ἐνῷ, καθένας ἀπὸ τοὺς πραγματικὰ μικτοὺς ἱερατικοὺς βαθμοὺς τοῦ ψάλτου, τοῦ ἀναγνώστου, τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος, τοῦ ὑποδιακόνου καὶ τοῦ διακόνου θεωρεῖται συμβατικὰ ὡς καθαρὸς βαθμὸς («ὡσεὶ καθαρός») μόνο σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀνωτέρους του ποὺ τὸν ἐμπεριέχουν σὲ μικτὴ μαζί τους μορφὴ καὶ τὸν ὑπερβαίνουν κατὰ τὸν ἀνώτερο ἱερατικὸ ἑαυτό τους. Ὁ ἀνώτατος κατ' ἄνθρωπον βαθμὸς τοῦ πρεσβυτέρου θεωρεῖται καὶ αὐτὸς συμβατικῶς ὡς καθαρὸς («ὡσεὶ καθαρός») μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν ὑπέρτατο, ἐμπεριεκτικὸ καὶ ὑπερβατικό του, βαθμὸ τοῦ πρεσβυτάτου θεοῦ.

Πρόκειται, λοιπόν, παραβολικῶς, γιὰ ἑπτὰ χωριστές, διαφορετικὲς καὶ ὁλόκληρες στὰ μέτρα τους, ἀπὸ τὴν κοινὴ βάση ὅλων μέχρι τὴ διάφορη οἰκεία κορυφή, ἀπὸ τὴν κεφαλὴ μέχρι τὰ πόδια, ἱερατικὲς στολὲς (χρίσματα, χειροτονίες) καὶ ὄχι γιὰ τὴ μία καὶ μόνη καὶ τὴν αὐτὴ καὶ τὴν ἴδια ἀκριβῶς στοιχειώδη ἱερατικὴ στολὴ (χρῖσμα, χειροτονία) τῆς γενικῆς ἱερωσύνης ἡ ὁποία διέρχεται ἀπὸ ἕξι ἐξελικτικὰ στάδια καὶ μεταποιεῖται καὶ προάγεται βαθμιαῖα σὲ μέση καὶ σὲ εἰδικὴ ἱερωσύνη.

Ἡ γενική, δηλαδή, θεία ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ μύστου ὑφίσταται καὶ μετέχεται παράλληλα καὶ χωριστὰ σὲ μία καθαρὴ καὶ σὲ ἕξι μικτὲς μορφές, ἢ σὲ ἑπτά, ἐν συνόλῳ, διαφορετικὲς στολές, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες διατελεῖ σταθερὸ καὶ ἀμετάβλητο τὸ σχῆμά της, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἱερέα φορέα ὁ ὁποῖος ἔχει τὴ δυνατότητα τῆς ἀλλαξοσχημίας, νὰ ἀλλάζει, δηλαδή, τὴ φερόμενη ἱερατικὴ στολὴ μὲ μία ἄλλη καὶ νὰ μετακινεῖται παράλληλα (καὶ ὄχι ἐπάλληλα) ἀπὸ ἕνα βαθμολογικὸ ἐπίπεδο μεθέξεως σὲ ἕνα ἄλλο, ἀλλὰ μόνο προαγωγικῶς, ἀπὸ κατώτερο σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο καὶ βαθμό, καὶ ὄχι ὑποβιβαστικῶς, ἀπὸ ἀνώτερο σὲ κατώτερο.

Ἡ αἵρεση τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ἔχει, δυστυχῶς, γιὰ τὴν κλίμακα τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν τὴν κακόδοξη ἀντίληψη τῶν ἐπαλλήλων ἢ ἀλλεπαλλήλων ἐπιπέδων, τῶν ὀρόφων, δηλαδή, μιᾶς πολυορόφου οἰκοδομῆς, καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους βασίζεται καὶ ξεκινᾷ ἀπὸ τὸν προηγούμενο ὄροφο ἢ ἀπὸ τὸ ἰσόγειο καὶ φτάνει στὸ δικό του ὑψόμετρο, καὶ τοῦτο, διότι, ἐν προκειμένῳ, ἔχει κακόδοξη ἀντίληψη περὶ τῆς βάσης καὶ τῆς κορυφῆς τῆς ἀναγωγικῆς ὁμοιώσεως καὶ περὶ τῶν μεταξύ τους ἀναγωγικῶν ὁμοιωτικῶν κινήσεων, θεωρῶντας ἐσφαλμένα ὅτι ἡ πρώτη ἀναγωγικὴ βάση εἶναι τὸ ἀντίτυπο τὸ ὁποῖο κάνει τὴν πρώτη ἀναγωγικὴ κίνηση πρὸς τὸ ἀρχέτυπο καὶ ἀποδίδει, ὄχι τὸ πρωτιστότυπο, τὴν πιὸ κοντινὴ εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου, ἀλλὰ τὸ ἔκτυπο, τὴν πιὸ μακρινὴ εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου, τὸ ὁποῖο ἔκτυπο γίνεται ἔπειτα ἡ δεύτερη ἀναγωγικὴ βάση καὶ κάνει τὴ δεύτερη ἀναγωγικὴ κίνηση πάλι πρὸς τὸ ἀρχέτυπο καὶ ἀποδίδει τὸ πρότυπο, τὸ ὁποῖο μετέπειτα γίνεται ἡ τρίτη ἀναγωγικὴ βάση ποὺ κάνει τὴν τρίτη ἀναγωγικὴ κίνηση καὶ πάλι πρὸς τὸ ἀρχέτυπο ἡ ὁποία ἀποδίδει τὸ προτερότυπο κ.ο.κ., ὅτι δηλαδή, μὲ τὶς ἀναγωγικὲς κινήσεις, δὲν κατεβαίνει ἡ κορυφὴ πρὸς τὴ βάση τῆς ἀναγωγῆς, ἀλλ' ἀνεβαίνει ἡ βάση πρὸς τὴν κορυφὴ τῆς ἀναγωγῆς, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι μετακινεῖται καὶ ἀλλάζει ἡ ἀναγωγικὴ βάση καὶ ὄχι ἡ ἀναγωγικὴ κορυφή, ἡ ὁποία παραμένει σταθερή, ἐνῷ, ἡ ὄντως ὀρθόδοξη ἀντίληψη, τὴν ὁποία, δι' ἡμῶν, ἐκφράζει τὸ καινορθόδοξο δόγμα, εἶναι, ἀσφαλῶς, ἡ ἀντίθετη, ὅτι ἀλλάζει καὶ μετακινεῖται ἡ ἀναγωγικὴ κορυφή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀναγωγικὴ βάση ποὺ παραμένει σταθερή.

Τὸ φαιδρὸ δογματολογικὸ ἀποτέλεσμα τῶν τοιούτων μωροκακοδοξιῶν τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι νὰ θεωρεῖ ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπίκτηση ἑνὸς ἀνωτέρου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τὴν προκατοχὴ τοῦ ἀμέσως κατωτέρου του, ἐφόσον, κατὰ τὸν ἀνατολικὸ χριστιανισμό, ὁ κατώτερος ἀποτελεῖ τὴ βάση τοῦ ἀμέσως ἀνωτέρου του βαθμοῦ (τὴν ὁποία, ὅμως, προϋπόθεση ἐφαρμόζει, παραδόξως, μόνο στοὺς τρεῖς κατ' αὐτὸν ἀνώτερους καὶ ὄχι σὲ ὅλους τοὺς ἱερατικούς του βαθμούς), καὶ νὰ ἔχει τὴν κακόδοξη γνώμη ὅτι σὲ κάθε νέα ἀνώτερη χειροτονία προστίθεται μόνο ἡ διαφορὰ τοῦ μέτρου τῆς χάριτος μεταξὺ τοῦ ἢδη προκεκτημένου κατωτέρου καὶ τοῦ ἐπικτωμένου ἀνωτέρου βαθμοῦ, ὅτι δηλαδή, κάθε ἀνώτερος βαθμὸς μεταδίδεται καὶ αὐτὸς πραγματικὰ καθαρός, ὅπως καὶ ὁ βασικὸς βαθμὸς τῆς γενικῆς ἱερωσύνης τοῦ μύστου, καὶ ὅτι ἡ μίξη καὶ ὁ συνδυασμὸς τοῦ μεταδιδομένου ἀνωτέρου μὲ τὸν ἤδη προϋπάρχοντα κατώτερο ἢ μὲ ὅλους τοὺς προκεκτημένους κατωτέρους βαθμοὺς γίνεται μέσα στὸ χειροτονούμενο.

Στὸ σχῆμα, σημειωτέον, τῶν παραλλήλων ἱεροβαθμολογικῶν ἐπιπέδων, ἐπειδὴ κάθε παράλληλο τοιοῦτο ἐπίπεδο ἔχει δική του χωριστὴ καὶ αὐτοτελῆ ὑπόσταση σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα, ὁ ἱερατικὸς βαθμὸς κάθε ἀνωτέρου παραλλήλου ἐπιπέδου, στὰ ἐσωτερικὰ πλαίσια τοῦ ἐπιπέδου, διατελεῖ σὲ μίξη μὲ τοὺς κατωτέρους του, τοὺς ὁποίους ἐμπεριέχει καὶ ὑπερβαίνει κατὰ τὸν ἀνώτερο ἱερατικὸ ἑαυτό του, μὲ καθαρὸ μόνο τὸν ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ βασικοῦ παραλλήλου ἐπιπέδου, τοῦ ἐπιπέδου τῆς ἀναγωγικῆς βάσεως, ἐνῷ, ἀντιθέτως, στὸ σχῆμα τῶν ἐπαλλήλων ἱεροβαθμολογικῶν ἐπιπέδων, ἐπειδὴ κάθε ἐπάλληλο τοιοῦτο ἐπίπεδο δὲν ἔχει δική του χωριστὴ καὶ αὐτοτελῆ ὑπόσταση σὲ σχέση μὲ τὰ ὑπόλοιπα ἀλλ' ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ συστατικὰ μέρη τοῦ ὅλου τῆς ἴδιας πολυεπιπέδου ὑποστάσεως, ὁ ἱερατικὸς βαθμὸς καθενὸς ἐπαλλήλου ἐπιπέδου, στὰ ἐσωτερικὰ πλαίσια τοῦ ἐπιπέδου, διατελεῖ καθαρὸς καὶ αὐτὸς καθεαυτός, ἐμπεριέχοντας μόνο τὸν ἑαυτό του.

Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν λέμε ὅτι ὁ ψευδορθόδοξος ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς φρονεῖ κακοδόξως ὅτι «κάθε ἀνώτερος ἱερατικὸς βαθμὸς προϋπόθετει τὸν ἀμέσως κατώτερό του», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι «ὁ χειροτονούμενος ὁμοιάζει μὲ ἕνα δοχεῖο τὸ ὁποῖο γεμίζει βαθμηδὸν λίγο λίγο μὲ νερὸ ἀπὸ τὴ βάση μέχρι τὴν κορυφή», ἐνῷ, ἀσπάζεται, ἐπιπλέον, καὶ τὴν αἱρετικὴ δοξασία τοῦ ἀμετακλήτου ὑποβιβασμοῦ ἀπὸ ἕνα ἀνώτερο σὲ ἕνα κατώτερο ἱερατικὸ βαθμό, καὶ μάλιστα μόνο μὲ ἔγγραφη πράξη καὶ ὄχι τελετὴ καθαιρέσεως, ὅτι δηλαδή, ὅπως προστίθεται, ἔτσι καὶ ἀφαιρεῖται ἀνεπανόρθωτα ἡ διαφορὰ τοῦ μέτρου τῆς χάριτος μεταξὺ τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, ἄρα, εἶναι δυνατὴ καὶ ἡ προαγωγὴ σὲ ἀνώτερο καὶ ὁ ἄνευ ἀποκαταστάσεως ὑποβιβασμὸς σὲ κατώτερο βαθμὸ καὶ συγκεκριμένα τοῦ ἐπισκόπου σὲ πρεσβύτερο, τοῦ πρεσβυτέρου σὲ ἀναγνώστη καὶ ὅλων τῶν ἀνώτερων στὸ βασικὸ βαθμὸ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης (χρίσματος) τῶν πιστῶν, στὴν ὁποία περίπτωση ὀνομάζει τὸν ἔσχατο καὶ ἀμετάκλητο ὑποβιβασμὸ κατεξοχὴν ὡς «καθαίρεση», τὴν ὁποία κατανοεῖ ἐξαλειπτικῶς ὡς «ἀποψίλωση» ἢ «ἀπογύμνωση» ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη ὅλων τῶν ἀνωτέρων τοῦ βασικοῦ βαθμῶν.

Τὸ καινορθόδοξο δόγμα τοῦ τριαδιανισμοῦ, δι' ἡμῶν τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ ἱδρυτῶν καὶ ἐπιστημονικῶν αὐτοῦ ὑπευθύνων, ἀπαντᾷ ὄντως ὀρθοδόξως ἔναντι καὶ αὐτῶν τῶν αἱρετικῶν φλυαριῶν τοῦ παλαιορθοδόξου δόγματος τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, λέγοντας, διαμέσου τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «ἀμεταμέλητα τὰ χαρίσματα καὶ αἱ κλήσεις τοῦ θεοῦ», ὅτι δηλαδή, ἡ ἱερατικὴ δύναμη ὁποιουδήποτε βαθμοῦ, ὡς θεῖο πνευματικὸ χάρισμα, ἀφοῦ θεόθεν δοθεῖ, παραμένει, στὸ ἑξῆς, ἀναφαίρετη καὶ ἀνεξάλειπτη καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ αἴρεται εἶναι μόνο ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία (ἐνεργείας καὶ ἐνεργημάτων) καὶ ἡ ἱερατικὴ κυριότητα (ἐνεργείας καὶ ἐνεργημάτων), μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐπ' ἀόριστον δεσμεύσεως, μέχρι, δηλαδή, πάλι νὰ ἀποκατασταθεῖ, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀποδεσμεύσεως, καὶ οὔτε ἀτελεστί, χωρίς, δηλαδή, τὴν ἀνάλογη ἱεροτελεστία, εἴτε τῆς δεσμεύσεως (καθαιρέσεως), τῆς «ἀρσιχειρίας», εἴτε τῆς ἀποδεσμεύσεως (ἀποκαταστάσεως), τῆς «τασιχειρίας», οὔτε κατὰ μέρος, ἀλλὰ δεσμεύεται καὶ ἀποδεσμεύεται ὁλόκληρη ἡ μέχρι τὴν ὥρα ἐκείνη κεκτημένη ἱερωσύνη, ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν μέχρι τότε κεκτημένων ἱερατικῶν βαθμῶν, συμπεριλαμβανομένης, ἀσφαλῶς, καὶ αὐτῆς τῆς γενικῆς ἱερωσύνης τοῦ μύστου (πιστοῦ).

Τὸ ἴδιο ἄλλωστε δεσμευτικὸ καὶ ὄχι ἐξαλειπτικὸ νόημα ἔχει καὶ ὁ εὐαγγελικὸς λόγος «ἄρατε ἀπ' αὐτοῦ τὸ τάλαντον» καί, μὲ πιὸ ἁπλᾶ λόγια, «ὅ,τι δίνει ὁ θεὸς δὲν τὸ παίρνει πίσω», ἀλλιῶς, ἀσφαλῶς, ἂν ἦταν νὰ τὸ πάρει πάλι πίσω, δὲν θὰ τὸ ἔδινε καθόλου ἐξαρχῆς, πρόκειται, δηλαδή, γιὰ δογματικὸ ἄτοπο, δεδομένου ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν φύσει τέλειο καὶ παντογνώστη θεὸ καὶ ὄχι γιὰ τὸν φυσικῶς ἀτελῆ ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ καὶ ἀνακαλεῖ τὶς πράξεις του.

Πέραν τοῦ τοιούτου δογματικοῦ ἀτόπου, ἡ παραπάνω αἱρετικὴ καθαιρετικὴ δοξασία, ὑπὸ τὸ ἐξαλειπτικὸ τῆς ἱερωσύνης ὅλων τῶν ἀνωτέρων τοῦ βασικοῦ βαθμοῦ νόημα, τὴν ὁποία ἀσπάζεται ὁ κακόδοξος καὶ ψευδορθόδοξος ἀνατολικὸς χριστιανισμός, ἐκβάλλει ἐπιπλέον καὶ στὸ δογματικὸ ἄτοπο τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἱερατικῆς πτώσεως (καθαιρέσεως) καὶ τῆς ἀπόρριψης τῆς ἱερατικῆς ἀναστάσεως (ἀποκαταστάσεως), ἢ καὶ στὸ δογματικὸ ἄτοπο τῆς ἐκ νέου ἐπικτήσεως τῆς τοιαύτης ἱερωσύνης, μετὰ τὴν διὰ καθαιρέσεως ἐξάλειψή της, σὲ περίπτωση ποὺ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ ἱερατικὴ ἀνάσταση (ἀποκατάσταση), τὸ ὁποῖο ἐμπίπτει στὸ ἐννοιολογικὸ πλάτος τοῦ δογματικοῦ ἀτόπου τῆς διπλοχειροτονίας.

Τὰ ὑπόλοιπα σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τὰ ἔχουμε ἀναπτύξει ἐπαρκῶς στὶς ὑπ' ἀριθ. 7/09–10–2021 καὶ 18/07–11–2022 Δογματικὲς καὶ Κανονικὲς Παππικὲς Ἀποφάνσεις μας, τὶς ὁποῖες μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ μελετήσει στὴν ἱστοσελίδα τῆς Καινορθοδόξου Χριστιανικῆς Ὁμολογίας μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η».

Οὔτε jenga, λοιπόν, ἐπιτραπέζιο παιχνίδι, εἶναι ἡ ἱερωσύνη ὥστε νὰ προσθέτει κανεὶς ἐπάλληλα ἐπίπεδα, τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, καὶ νὰ ἀφαιρεῖ, πάλι, τὸ ἐπάνω ἀπὸ τὸ κάτω, οὔτε μοδίστρα εἶναι ἡ θεία χάρη γιὰ να μεταποιεῖ τὴν ἴδια κατώτερη βαθμολογικὰ ἱερατικὴ στολὴ σὲ ἀνώτερη, οὔτε πολυμῖξερ multiproεἶναι ὁ ἱερεὺς γιὰ νὰ κάνει μέσα στὴν ἱερατική του ὑπόσταση τὶς μίξεις τῶν κατώτερων μὲ τοὺς ἀνώτερους ἱερατικοὺς βαθμούς, καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, μεταδίδεται καθαρὸς καὶ αὐτὸς καθεαυτός, ἀλλ' ὑφίστανται ἐξαρχῆς χωριστὰ καὶ διακρίνονται συλλήβδην μεταξύ τους, ὡς αὐτοτελεῖς ἱεροβαθμολογικὲς ὑποστάσεις, τόσο ἡ μία καθαρὴ σὲ σχέση μὲ τὶς ἕξι μικτὲς ἱερατικὲς στολές, ὅσο καὶ οἱ ἕξι μικτὲς ἱερατικὲς στολὲς μεταξύ τους, τὶς ὁποῖες ὁ καθιερούμενος φορᾷ καὶ προβάλλει ἐπάνω στὴν ἱερατική του ὑπόσταση εἴτε καθαρὲς εἴτε προμεμειγμένες καὶ ἕτοιμες καὶ δύναται νὰ ἀλλάζει πάνω του, τὴ μία μὲ τὴν ἄλλη, ἀλλὰ μόνο προαγωγικῶς καὶ ὄχι ὑποβιβαστικῶς.

Ἐν τέλει, κρίνουμε σκόπιμο νὰ ἀναφέρουμε τὴν τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μεταξὺ τοῦ ἀτελοῦς καὶ ἀρχετύπου «βάθρου τῆς δυνάμεως τῆς χάριτος», τοῦ ἡμιτελοῦς καὶ ἐκτύπου «ὀργάνου τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος» καὶ τοῦ τελείου καὶ ἀντιτύπου «δοχείου τοῦ ἐνεργήματος τῆς χάριτος», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, ὡς «βάθρον τῆς δυνάμεως τῆς χάριτος», ὁρίζεται αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ φορεὺς τοῦ ἐπιτελεστικοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου μέσα στὸν ὁποῖο ἐνεδρεύει, ἐνθησαυρίζεται ἢ ἀποταμιεύεται ἡ δύναμη τῆς κατ' ἄνθρωπον ἐπιτελεστικῆς ἢ εἰδικῆς ἱερωσύνης, ὡς «ὄργανον τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος», ἡ εὐλογοῦσα καὶ καθαγιάζουσα ἢ ἁγιάζουσα ἢ ὑφαγιάζουσα χεὶρ τοῦ πρεσβυτέρου ἱερέως, ἡ ὁποία φέρει τὴν ἐνέργεια τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης, καί, ὡς «δοχεῖον τοῦ ἐνεργήματος τῆς χάριτος», τὸ εὐλογούμενο καὶ καθαγιαζόμενο ἢ ἁγιαζόμενο ἢ ὑφαγιαζόμενο ὑλικὸ στοιχεῖο μέσα στὸ ὁποῖο ἐνθησαυρίζεται ἢ ἀποταμιεύεται τὸ ἐνέργημα τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης, τὸ κυρίως καὶ κατεξοχὴν λεγόμενο «μυστήριο» ἢ «μυστηριοειδές», ἔτσι ὥστε ἡ συμβολικὴ ἀντεπιδεικτικὴ τριάδα «βάθρον – ὄργανον – δοχεῖον χάριτος» νὰ μεταγράφεται καὶ ὡς «πρεσβύτερος ἱερεύς – εὐλογοῦσα χείρ – στοιχεῖον μυστηρίου» καὶ νὰ ἀντιστοιχεῖ καὶ νὰ συνδυάζεται μὲ τὴν πνευματικὴ ἀντεπιδεικτικὴ τριάδα «δύναμις – ἐνέργεια – ἐνέργημα χάριτος».

Ὅλη, συνεπῶς, ἡ συμβολικὴ διάσταση ἑνὸς ἐπιτελουμένου μυστηρίου ἢ μυστηριοειδοῦς περιλαμβάνει τὸ βάθρο, τὸ ὄργανο καὶ κατεξοχὴν τὸ δοχεῖο τῆς χάριτος, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν πρεσβύτερο ἐπιτελεστή, τὴν εὐλογοῦσα (καθαγιάζουσα, ἁγιάζουσα, ὑφαγιάζουσα) χεῖρά του καὶ κατεξοχὴν τὸ εὐλογούμενο (καθαγιαζόμενο, ἁγιαζόμενο, ὑφαγιαζόμενο) ὑλικὸ στοιχεῖο καὶ ἀναλόγως, ὅλη ἡ πνευματική του διάσταση, τὴ δύναμη, τὴν ἐνέργεια καὶ τὸ ἐνέργημα τῆς χάριτος.

Εὐνόητον, ὅτι ἡ διὰ χειρὸς συμβολικὴ εὐλογία τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου, ἡ λεγόμενη «ἱεροπραξία», ἐφαρμόζεται σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀνάλογη συμβολικὴ εὐχολογία, τὴν καλούμενη «ἱερολογία», καὶ ὅτι προκειμένου νὰ τελεσθεῖ ἔγκυρα ἕνα μυστήριο ἢ μυστηριοειδές, καὶ ἡ ὀνομαζόμενη «στοιχειολογία», ἡ συμβολικὴ φύση τοῦ στοιχείου καὶ ἡ σύνθεσή της, καὶ ἡ ἱερολογία καὶ ἡ ἱεροπραξία πρέπει νὰ εἶναι συγκατάλληλες καὶ νὰ δένουν καὶ νὰ συνδυάζονται ἀνάλογα μεταξύ τους.

Ὅταν, γιὰ παράδειγμα, τελεῖται ἕνα χρισματικὸ μυστήριο ἢ μυστηριοειδές, πρέπει καὶ ἡ στοιχειολογία καὶ ἡ ἱερολογία καὶ ἡ ἱεροπραξία νὰ εἶναι κατάλληλες γιὰ χρῖσμα, ἤ, ὅταν τελεῖται τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, θὰ πρέπει καὶ ἡ στοιχειολογία νὰ εἶναι βαπτισματικὴ καὶ ἡ ἱερολογία καὶ ἡ ἱεροπραξία.

Ἄν, ἐπὶ παραδείγματι, στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, ἡ στοιχειολογία καὶ ἡ ἱερολογία εἶναι βαπτισματικὲς ἀλλὰ ἡ ἱεροπραξία χρισματική, ἐάν, δηλαδή, ἀντὶ γιὰ βαπτισματικὸ βύθισμα μέσα στὸ νερό, τελεσθεῖ χρισματικὸ ῥάντισμα, ὅπως γίνεται στὴν αἵρεση τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ (ῥωμαιοκαθολικισμοῦ), τότε τὸ ὅλο βαπτισματικὸ μυστήριο εἶναι κακότυπο καὶ ἄκυρο.

Ἀλλὰ καὶ ἡ αἵρεση τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, ἐκτός, βεβαίως, τῶν μυστηριακῶν πλαισίων τοῦ βαπτίσματος, τελεῖ χρισματικὸ ῥάντισμα μὲ τὸ μεγάλο ἁγιασμό, ὁ ὁποῖος εἶναι κατάλληλος μόνο γιὰ βάπτισμα καὶ ὄχι γιὰ χρῖσμα, ῥαντίζοντας χρισματικῶς μὲ αὐτὸν πρόσωπα καὶ πράγματα καὶ συγχέοντας τὸ βαπτισματικὸ μὲ τὸ χρισματικὸ ἁγιασμό.

Στὴν περίπτωση, λοιπόν, τῆς τελετῆς τοῦ μυστηρίου τῆς μεταδόσεως τῆς ἱερωσύνης, ἡ ὅλη συμβολική του διάσταση δὲν περιλαμβάνει μόνο αὐτὴ καθεαυτὴ τὴ μεταδιδόμενη συμβολικὴ ἱερωσύνη, ἡ ὁποία ταὐτίζεται μὲ τὴν εἰδικὴ σύνθεση τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου, ἀλλὰ καὶ τὴ διὰ χειρὸς συμβολικὴ εὐλογία τοῦ στοιχείου, στὰ πλαίσια τῆς συμβολικῆς εὐχολογίας, μὲ τὴν ὁποία χαρακτηρίζεται συμβολικῶς τὸ στοιχεῖο σὲ σχέση μὲ τὸ βαθμὸ τῆς μεταδιδόμενης συμβολικῆς ἱερωσύνης μὲ τὴν ὁποία τὸ ἴδιο ταὐτίζεται, καὶ ὅταν τὸ χρισματικὸ στοιχεῖο ἐπιρριφθεῖ πρῶτα πάνω στὸν καθιερούμενο καὶ εὐλογηθεῖ συμβολικῶς ἔπειτα, ἔτσι ὅπως εἶναι ἐπαλειμμένο πάνω του, μαζὶ μὲ ἐκεῖνον, τότε, ἡ διὰ χειρὸς συμβολικὴ εὐλογία τοῦ στοιχείου λαμβάνει τὸ σχῆμα τῆς χειροτονίας.

Ὁ αἱρετικός, σημειωτέον, ἀνατολικὸς χριστιανισμός, ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὸ πέμπτο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης, ἐφαρμόζει μία μόνο φορὰ τὸ ὑλικὸ χρισματικὸ στοιχεῖο στὸν καθιερούμενο καὶ μόνο κατὰ τὴ μετάδοση τοῦ γενικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ μύστου, ἀφοῦ πρῶτα καθαγιάσει τὸ στοιχεῖο πρὶν χρίσει μὲ αὐτὸ τὸν γενικῶς καθιερούμενο, γι' αὐτὸ καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν τελεῖ χειροτονία.

Σὲ ὅλες, ὅμως, τὶς ὑπόλοιπες περιπτώσεις τῶν ἀνωτέρων ἱερατικῶν βαθμῶν τῆς μέσης καὶ τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης τελεῖ εἴτε χειροτονία εἴτε, ἐσφαλμένως, χειροθεσία, βάσει τοῦ ἤδη προεφηρμοσμένου πάνω στὸν χειροτονούμενο ὑλικοῦ χρίσματος τῆς γενικῆς ἱερωσύνης, τὸ ὁποῖο, μὲ κάθε νέα ἀνώτερη χειροτονία, ἐπευλογεῖ ἐπιπλέον μαζὶ μὲ τὸ χειροτονούμενο καὶ μεταποιεῖ καὶ ἐπαυξάνει ἀναλόγως πρὸς τὴν πνευματικὴ χειροτονία, πλήν, ὅμως, ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, χρειάζεται νέο ὑλικὸ χρῖσμα μέσα στὸ ὁποῖο θὰ ἐμπεριέχεται ἡ διαφορὰ τοῦ μέτρου τῆς χάριτος μεταξὺ τοῦ ἤδη προκεκτημένου κατωτέρου καὶ τοῦ μεταδιδομένου ἀνωτέρου ἱερατικοῦ βαθμοῦ, διότι, ὅταν νέμεται βαθμολογικὰ ἡ χάρη τῆς πνευματικῆς ἱερωσύνης, ἀσχέτως τοῦ σχήματος τῆς ἱεροβαθμολογικῆς νομῆς, εἴτε αὐτὸ εἶναι τὸ ὀρθὸ τῶν παραλλήλων ἐπιπέδων, εἴτε τὸ ἐσφαλμένο τῶν ἐπαλλήλων ἐπιπέδων, νέμεται ἀνάλογα καὶ ἡ συμβολικὴ ἱερωσύνη, τὸ ὑλικό, δηλαδή, χρῖσμα τῆς εἰδικῆς συνθέσεως, μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὴ ταὐτίζεται.

Ἄν, συνεπῶς, διασπαστεῖ, ἀπὸ συμβολική, μόνο, ἄποψη, μία ἀδιάσπαστη, ἀπὸ πνευματικὴ ἄποψη, χειροτονία σὲ δύο ἡμιχειροτονίες, τότε, στὴν τελετὴ τῆς πρώτης ἡμιχειροτονίας, θὰ δοθεῖ ἡ μισὴ συμβολικὴ εὐλογία τῆς χειρὸς καὶ ἔτσι τὸ διὰ χειρὸς εὐλογούμενο ὑλικὸ χρισματικὸ στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐπαλειμμένο πάνω στὸν καθιερούμενο, θὰ χαρακτηρισθεῖ συμβολικῶς κατὰ τὸ ἥμισυ, μόνο, τῆς μεταδιδόμενης συμβολικῆς ἱερωσύνης, μὲ τὴν ὁποία τὸ ἴδιο ταὐτίζεται, καὶ στὴν τελετὴ τῆς δεύτερης ἡμιχειροτονίας θὰ γίνει ὅ,τι ἔγινε καὶ στὴν πρώτη ἀλλὰ κατὰ τὸ ἕτερον ἥμισυ, καὶ μετὰ τὴν τέλεση καὶ τῆς δεύτερης ἡμιχειροτονίας καὶ τὴ σύνθεση τῶν δύο μισῶν σὲ ἕνα συμβολικὸ ὅλο μέσα στὸν καθιερούμενο, ἡ ἀδιάσπαστη καὶ ἀσύνθετη πνευματικὴ ἱερωσύνη δὲν θὰ δυνηθεῖ νὰ συνδυασθεῖ μὲ τὴ δυσανάλογή της, τὴ διεσπασμένη καὶ σύνθετη συμβολικὴ ἱερωσύνη, καὶ νὰ τὴν ἐπικυρώσει ὡς δοχεῖό της, δεδομένου ὅτι ἡ συμβολικὴ ἀπεικονίζει τὴν πνευματικὴ ἱερωσύνη καὶ γι' αὐτό, ὅταν ἡ ἀρχέτυπος πνευματικὴ δὲν διασπᾶται καὶ δὲν συντίθεται, δὲν διασπᾶται καὶ δὲν συντίθεται καὶ ἡ κατ' εἰκόνα αὐτῆς συμβολικὴ ἱερωσύνη (ἡ ὁποία ὑποδιακρίνεται σὲ ἔκτυπο ψυχικὴ καὶ σὲ ἀντίτυπο σαρκικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη, μὲ τὸ συγκεκριμένο νόημα ποὺ δώσαμε σὲ προηγούμενα μέρη τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης).

Ἐν τοιαύτῃ, ἀσφαλῶς, περιπτώσει, δὲν διασπᾶται καὶ δὲν συντίθεται μόνο ἡ συμβολικὴ ἱερωσύνη τοῦ «δοχείου» ἀλλ' ἐξίσου καὶ τοῦ «ὀργάνου» καὶ τοῦ «βάθρου» τῆς χάριτος καὶ ἡ διάσπαση αὐτὴ ἐπιφέρει καὶ στὸ ὄργανο καὶ στὸ βάθρο τῆς χάριτος ἀσυμφωνία καὶ διάσταση μεταξὺ τῆς συμβολικῆς καὶ τῆς πνευματικῆς τους ἱερωσύνης οἱ ὁποῖες διατελοῦν ἤδη προηνωμένες σὲ ἀμφότερα, δεδομένου ὅτι ἡ ὁλόκληρη πνευματική τους ἱερωσύνη οὔτε στὴ μισὴ συμβολικὴ πράξη τῆς ἡμιχειροτονίας χωρεῖ, καὶ γι' αὐτὸ δὲν δύναται νὰ συνενεργήσει μὲ αὐτή, οὔτε μὲ τὴ σύνθετη ἀπὸ τὶς δύο ἡμιχειροτονίες συνδυάζεται, διότι εἶναι καὶ πάλι δυσανάλογή της, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἱεροπραξίες αὐτὲς νὰ εἶναι μόνο συμβολικὲς καὶ ὄχι καὶ πνευματικὲς καὶ γι' αὐτὸ ἄκυρες, ἀλλ' ἀκόμη καὶ ὡς συμβολικὲς νὰ ἐλέγχονται ὡς κακότυπες καὶ πάλι ἄκυρες, ἡ μία, διότι εἶναι ἡ μισή, καὶ ἡ ἄλλη, ἐπειδὴ εἶναι σύνθετη ἀπὸ τὶς δύο μισὲς (παρὰ τὸ ὅτι ἔγινε μὲ τὴ σύνθεση ὁλόκληρη) καὶ ὡσαύτως δυσανάλογη πρὸς τὴν ὁλόκληρη ἀλλ' ἀδιάσπαστη καὶ ἀσύνθετη πνευματική της σύζυγο, ἡ ὁποία δὲν ὑπέστη διάσπαση καὶ σύνθεση.

Ἀκολουθεῖ τὸ Ἑνδέκατον (ΙΑ΄) Μέρος....

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟΝ ΜΕΡΟΣ (ΙΑ΄) ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...


ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 15-07-2023.


† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)



3IA΄. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ. ΜΕΡΟΣ ENΔΕΚΑΤΟΝ (ΙA΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.


ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.


ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ


* * * * * * *


1. ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΔΕΚΑΤΟΥ (Ι΄) ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΩΤΕΡΕΣ



Στὸ προηγούμενο, δέκατο μέρος, τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης, μεταξὺ ἄλλων, διακρίναμε τὴν καινορθόδοξη καὶ ὄντως ὀρθόδοξη ἀπὸ τὴν παλαιορθόδοξη καὶ πράγματι κακόδοξη ἀντίληψη περὶ τῆς ἀναγωγικῆς ὁμοιωτικῆς κορυφῆς, τῆς ἀναγωγικῆς ὁμοιωτικῆς βάσης καὶ τῶν μεταξύ τους ἀναγωγικῶν ὁμοιωτικῶν κινήσεων, τῆς βάσης πρὸς τὴν κορυφὴ τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς, τὸ ὀρθό, δηλαδή, σχῆμα τῶν ἑπτὰ παραλλήλων ἐπιπέδων, μὲ μία καὶ κοινὴ ἀναγωγικὴ βάση, πέντε ἀλληλοδιάδοχες ἀναγωγικὲς κορυφὲς καὶ μία ἀναγωγικὴ μέση (τὸ πέμπτο καὶ κατεξοχὴν λεγόμενο «ἔκτυπο», τὸ ὁποῖο, ὅμως, δὲν προκαλεῖ οὔτε «ἀναγωγικὴ ὑποδιαίρεση» οὔτε, κανονικά, «ἀναγωγικὴ ὑφυποδιαίρεση», μὲ τὴν «ἀναγωγικὴ ἕλξη» ποὺ ἀσκεῖ, οὔτε μέσα στὴν εὐρύτερη ὀντολογία τοῦ ἀντιτύπου, ὅπως προκαλοῦν τὰ λοιπὰ τέσσερα ἔκτυπα, οὔτε, κανονικά, μέσα σ' αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀντίτυπο), ἀπὸ τὸ ἀντίθετο καὶ ἐσφαλμένο σχῆμα τῶν ἑπτὰ ἐπαλλήλων ἐπιπέδων, μὲ μία καὶ κοινὴ ἀναγωγικὴ κορυφή, πέντε ἀλληλοδιάδοχες ἀναγωγικὲς βάσεις καὶ μία ἀναγωγικὴ μέση (τὸ δεύτερο ἔκτυπο, τὸ καλούμενο «πρωτιστότυπο», τὸ ὁποῖο, ἐν προκειμένῳ, δὲν διατελεῖ συνάμα καὶ ἀναγωγικὴ βάση, ὅπως τὰ ὑπόλοιπα τέσσερα ἔκτυπα).

Κατὰ τὸ πρῶτο ὀρθὸ σχῆμα τῶν ἑπτὰ παραλλήλων ἐπιπέδων, ὅπως ἐξηγήσαμε καὶ στὸ ἕκτο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας, διακρίνουμε πέντε, γενικά, ἀλλεπάλληλες ἀναγωγικὲς ὁμοιωτικὲς κινήσεις ἐκ μέρους τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγικῆς βάσεως τοῦ ἀντιτύπου, μία πρώτη πρὸς τὸ ἀρχέτυπο, ἡ ὁποία ἀποδίδει τὸ πρωτιστότυπο, μία δεύτερη πρὸς τὸ πρωτιστότυπο, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνακύπτει τὸ πρωτότυπο, μία τρίτη πρὸς τὸ πρωτότυπο, ἀπὸ τὴν ὁποία προκύπτει τὸ προτερότυπο, μία τέταρτη πρὸς τὸ προτερότυπο, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται τὸ πρότυπο, καὶ μία πέμπτη πρὸς τὸ πρότυπο, ἡ ὁποία καὶ ἀποδίδει τὸ ἔκτυπο, μία, δηλαδή, ἄμεση κίνηση πρὸς αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀρχέτυπο καὶ τέσσερεις ἔμμεσες κινήσεις πρὸς ἐκεῖνο, διαμέσου τοῦ πρωτιστοτύπου, τοῦ πρωτοτύπου, τοῦ προτεροτύπου καὶ τοῦ προτύπου, ἔτσι ὥστε ἄμεση εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου νὰ εἶναι μόνο τὸ πρωτιστότυπο καὶ διαμέσου τοῦ πρωτιστοτύπου καὶ δι' ἀλλήλων ἔμμεσες εἰκόνες τοῦ ἀρχετύπου νὰ διατελοῦν τὸ πρωτότυπο, ἡ ἄμεση εἰκόνα τοῦ πρωτιστοτύπου, τὸ προτερότυπο, ἡ ἄμεση εἰκόνα τοῦ πρωτοτύπου καὶ ἔμμεση εἰκόνα τοῦ πρωτιστοτύπου, τὸ πρότυπο, ἡ ἄμεση εἰκόνα τοῦ προτεροτύπου καὶ ἔμμεση εἰκόνα τοῦ πρωτοτύπου καὶ τοῦ πρωτιστοτύπου, καὶ τὸ ἔκτυπο, ἡ ἄμεση εἰκόνα τοῦ προτύπου καὶ ἔμμεση εἰκόνα τοῦ προτεροτύπου, τοῦ πρωτοτύπου καὶ τοῦ πρωτιστοτύπου.

Τὸ ἐν λόγῳ ἀναγωγικὸ σχῆμα τῶν ἑπτὰ παραλλήλων ἐπιπέδων θεωρεῖται καθ' ὅλα τὰ καταναγωγικὰ καὶ τὰ μεταναγωγικὰ ἐντελεχειακὰ σχήματα καὶ κυριώτερα κατὰ τὰ σχήματα «1 – 5 – 1» καὶ «5 – 1 – 1». Σύμφωνα μὲ τὸ σχῆμα «5 – 1 – 1» διακρίνονται:

α΄. Τὸ κορυφαῖο καὶ πενταπλὸ ἀναγωγικὸ αἴτιο, καὶ οἱ πέντε μαζὶ διάφορες καὶ ἀλληλοδιάδοχες ἀναγωγικὲς ἐντελεχειακὲς κορυφὲς τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας, θεωρούμενες, ἐν προκειμένῳ, συνοπτικῶς ὡς μία ἐντελεχειακὴ κορυφή, τὰ πέντε γενικῶς καὶ συμπεριληπτικῶς λεγόμενα «πρότυπα», τὸ ἕνα, ἀφενός, ἀναγωγὸ αἴτιο, τὸ ἀρχέτυπο, τὸ ὁποῖο ἀνάγει, μόνο, ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ ἀνάγεται (ἐκτός, μόνο, ἐὰν ἡ ἑπταδικὴ κλίμακα ἐπεκτείνεται σὲ ὀκταδικὴ καὶ διακρίνεται ἐντελεχειακῶς τὸ «ἀρχέτυπο» ἀπὸ τὸ «παναρχέτυπο»), ἄμεσα τὸ πρωτιστότυπο καὶ ἔμμεσα, διαμέσου τοῦ πρωτιστοτύπου, τὸ πρωτότυπο, τὸ προτερότυπο, τὸ πρότυπο καὶ τὸ ἔκτυπο, καὶ τὰ τέσσερα πρῶτα, ἀφετέρου, καὶ ἀνάγωγα καὶ ἀναγωγὰ αἰτιατὰ αἴτια τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας, τὸ πρωτιστότυπο, τὸ πρωτότυπο, τὸ προτερότυπο καὶ τὸ πρότυπο, τὰ ὁποῖα καὶ ἀνάγονται ἀμέσως καὶ ἀντιστοίχως, εἴτε πρὸς τὸ ἀρχέτυπο, εἴτε πρὸς τὸ πρωτιστότυπο, εἴτε πρὸς τὸ πρωτότυπο, εἴτε πρὸς τὸ προτερότυπο (καὶ ἐμμέσως πρὸς τὰ ἀνάλογά τους), καὶ ἀνάγουν ἀμέσως καὶ ἀντιστοίχως πρὸς τὸν ἑαυτό τους, εἴτε τὸ πρωτότυπο, εἴτε τὸ προτερότυπο, εἴτε τὸ πρότυπο, εἴτε τὸ ἔκτυπο (καὶ ἐμμέσως τὰ ἀνάλογά τους).

β΄. Τὸ μέσο καὶ ἁπλὸ ἀναγωγικὸ αἰτιατὸ αἴτιο, τὸ πέμπτο καὶ τελευταῖο ἀνάγωγο καὶ ἀναγωγὸ αἰτιατὸ αἴτιο τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας, τὸ ἔκτυπο, τὸ ὁποῖο καὶ ἀνάγεται, ἄμεσα πρὸς τὸ πρότυπο καὶ ἔμμεσα, διαμέσου τοῦ προτύπου, πρὸς τὸ προτερότυπο, τὸ πρωτότυπο, τὸ πρωτιστότυπο καὶ τὸ ἀρχέτυπο, καὶ ἀνάγει καὶ αὐτὸ ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸν ἑαυτό του τὸ ἀντίτυπο, πλήν, ὅμως, ὁμαλῶς καὶ κανονικῶς, χωρὶς νὰ τοῦ προκαλεῖ ἐσωτερικὴ «ἀναγωγικὴ ὑφυποδιαίρεση» μὲ τὴν «ἀναγωγικὴ ἕλξη» ποὺ τοῦ ἀσκεῖ, καὶ σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν ἀνωμελῆ καὶ ἀντικανονικὴ περίπτωση τῆς «παραναγωγῆς», τὴν ὁποία εἰσήγαγε ὁ θεὸς δημιουργὸς συσχετικὰ μὲ τὴν ὁμοιωτικὴ «καταγωγή», τῆς «παρὰ φύσιν», δηλαδή, ὁμοιωτικῆς «ἀναγωγῆς», κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἔκτυπο ἀσκεῖ «παρὰ φύσιν ἀναγωγικὴ ἕλξη» πρὸς τὸ ἀντίτυπο καὶ προκαλεῖ στὰ ἐσωτερικὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀντιτύπου «παρὰ φύσιν ἀναγωγικὴ ὑφυποδιαίρεση» σὲ «παρέκτυπο», σὲ «παρὰ φύσιν», δηλαδή, «ἔκτυπο», καὶ σὲ «ἀντίτυπο», δεδομένου ὅτι ἡ ἀναγωγικὴ ἕλξη ποὺ ἐπιφέρει τὴν ἀναγωγικὴ ὑποδιαίρεση ἀσκεῖται ὁμαλὰ καὶ κανονικὰ μόνο ἀπὸ ἕνα πρότυπο (ἀρχέτυπο, πρωτιστότυπο, πρωτότυπο, προτερότυπο, πρότυπο) καὶ μόνο μέσα στὰ εὐρύτερα πλαίσια τῆς ὀντολογίας τοῦ ἀντιτύπου.

Ἄλλη, σημειωτέον, ἡ αἰτία «ἀναγωγικὴ ἕλξη», τὴν ὁποία ἀσκεῖ ἕνα πρότυπο (ἀρχέτυπο, πρωτιστότυπο, πρωτότυπο, προτερότυπο, πρότυπο) πρὸς τὸ ἀντίτυπο, ἄλλη ἡ αἰτιατὴ αἰτία «ἀναγωγικὴ κίνηση», τὴν ὁποία ἐκτελεῖ τὸ ἀντίτυπο πρὸς ἕνα πρότυπο (ἀρχέτυπο, πρωτιστότυπο, πρωτότυπο, προτερότυπο, πρότυπο) καὶ ἡ ὁποία προκαλεῖται ἀπὸ τὴν «ἀναγωγικὴ ἕλξη» καὶ προκαλεῖ τὴν «ἀναγωγικὴ ὑποδιαίρεση», καὶ ἄλλη ἡ αἰτιατὴ «ἀναγωγικὴ ὑποδιαίρεση», ἡ ὁποία προκαλεῖται, ἄμεσα ἀπὸ τὴν «ἀναγωγικὴ κίνηση» καὶ ἔμμεσα ἀπὸ τὴν «ἀναγωγικὴ ἕλξη», μέσα στὴν εὐρύτερη ὀντολογία τοῦ ἀντιτύπου καὶ ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς «ὑποδιαίρεση» διότι ἀφορᾷ ἐσωτερικὰ τὴν εὐρύτερη ἐντελεχειακὴ ὀντολογία τοῦ ἀντιτύπου, σὲ διάκριση ἀπὸ τὴ «διαίρεση» τῆς ὅλης ἐντελεχειακῆς ὀντολογίας ἡ ὁποία ὑφίσταται ἐξωτερικὰ μεταξὺ τῆς αἰτίας ἐντελεχειακῆς ὀντολογίας τοῦ ἀρχετύπου καὶ τῆς εὐρύτερης αἰτιατῆς ἐντελεχειακῆς ὀντολογίας τοῦ ἀντιτύπου.

Πρόκειται, μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὴν «τριαδικὴ ἀντεπίδειξη τῶν ἀναγωγικῶν δράσεων καὶ ἀντιδράσεων», ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς:

1. Ἀτελὲς Ἀρχέτυπον (αἴτιον):

Ἀναγωγικὴ Ἕλξις (δρᾶσις).

2. Ἡμιτελὲς Ἔκτυπον (αἰτιατὸν αἴτιον):

Ἀναγωγικὴ Κίνησις (ἀντίδρασις/δρᾶσις).

3. Ἀντίτυπον (αἰτιατόν):

Ἀναγωγικὴ Ὑποδιαίρεσις (ἀντίδρασις).

Στὴν ἑπταδική, ἐπὶ παραδείγματι, ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη «ἀρχιπάτωρ–πρωτιστουἱοπάτωρ–πρωτουἱοπάτωρ–προτερουἱοπάτωρ–προυἱοπάτωρ–υἱοπάτωρ–υἱός», ἀκόμη καὶ ἡ προτελευταία καὶ μικτὴ ἔκτυπος ἐντελεχειακὴ βαθμίδα τοῦ υἱοπάτορος, τοῦ καὶ υἱοῦ τοῦ προυἱοπάτορος καὶ πατρὸς τοῦ υἱοῦ, ἀνάγει καὶ αὐτὴ ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸν ἑαυτό της τὴν ἐσχάτη καὶ καθαρὴ ἀντίτυπο ἐντελεχειακὴ βαθμίδα τοῦ υἱοῦ, διότι κάθε ὑιὸς ὁμοιάζει φυσικῶς στὸν πατέρα του, ἀλλὰ χωρὶς νὰ τῆς ἀσκεῖ ἀναγωγικὴ ὑφέλξη καὶ νὰ τὴν ὑφυποδιαιρεῖ ἀναγωγικῶς στὸ ἐσωτερικό της σὲ «μεθυιοπάτορα» καὶ σὲ «υἱό», διότι, ἀπὸ ἐντελεχειακὴ ἄποψη, ἔχουν, πλέον, ἐξαντληθεῖ οἱ πέντε ἀλληλοδιάδοχες ἀναγωγικὲς κινήσεις τοῦ ἀντιτύπου πρὸς τὸ ἀρχέτυπο, τὸ πρωτιστότυπο, τὸ πρωτότυπο, τὸ προτερότυπο καὶ τὸ πρότυπο καὶ οἱ πέντε ἀντίστοιχες ἀλληλοδιάδοχες ἀναγωγικὲς ὑποδιαιρέσεις τῆς εὐρυτέρας ὀντολογίας τοῦ ἀντιτύπου σὲ πρωτιστότυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο, σὲ πρωτότυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο, σὲ προτερότυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο, σὲ πρότυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο καὶ σὲ ἔκτυπο καὶ σὲ ἀντίτυπο, καὶ γι' αὐτὸ δὲν χωρεῖ ἄλλη ἕκτη ἀναγωγικὴ κίνηση καὶ ἄλλη ἕκτη ἀντίστοιχη ἀναγωγικὴ ὑποδιαίρεση καί, ἂν γίνουν, θὰ γίνουν, πλέον, ἀνώμαλα καὶ ἀντικανονικὰ ἀπὸ τὴν ἀναγωγικὴ βάση τοῦ ἀντιτύπου πρὸς τὸ ἔκτυπο καὶ μέσα στὰ ἐσωτερικὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀντιτύπου καὶ θὰ χαρακτηρίζονται ὡς «ἀναγωγικὴ ὑποκίνηση» καὶ «ἀναγωγικὴ ὑφυποδιαίρεση» ἀντιστοίχως, ὡς αἰτιατὰ τῆς «ἀναγωγικῆς ὑφέλξεως».

Παρὰ ταῦτα, ὅταν τὸ ἀρχέτυπο ἀσκεῖ ἐπιπλέον ἀναγωγικὴ ὑφέλξη στὸ πρωτιστότυπο καὶ γενικώτερα κάποιο ἀνώτερο στὸ ἀμέσως κατώτερό του ἔκτυπο καὶ τὸ κάνει νὰ ὑποκινηθεῖ ἀναγωγικῶς, ὡς ἀντίτυπο, πρὸς ἐκεῖνο καὶ νὰ ὑφυποδιαιρεθεῖ ἀναγωγικῶς σὲ «πρωθυπέκτυπο» (πρῶτο ὑπέκτυπο) καὶ σὲ «μεθυπέκτυπο» (μετὰ τὸ πρῶτο ὑπέκτυπο, δεύτερο ὑπέκτυπο), τὸ ὁποῖο, ἐν προκειμένῳ, ἐπέχει θέση ἀντιτύπου, θεωρεῖται, δηλαδή, συγχρόνως καὶ ὡς ἔκτυπο καὶ ὡς ἀντίτυπο, ἤ, μὲ μία φράση, ὡς «ἀντίτυπο ἔκτυπο», ἡ περίπτωση θεωρεῖται ὁμαλὴ καὶ κανονική, διότι, τὸ μὲν ἀντίτυπο, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ συμπεριλαμβάνει μέσα στὸ ἴδιο τὸ ἐσωτερικό του τὸ ἀνομοιογενὲς πρὸς αὐτὸ ἔκτυπο, ὡς «παρέκτυπο» (παρὰ φύσιν ἔκτυπο), ἀλλὰ μόνο στὰ πλαίσια τῆς εὐρυτέρας ὀντολογίας του, τὸ δὲ ἔκτυπο, ἐπιτρέπεται νὰ ἐμπεριέχει στὸ ἐσωτερικό του τὸ πρωθυπέκτυπο καὶ τὸ μεθυπέκτυπο (ἀντίτυπο ἔκτυπο), ὡς ὁμοιογενῆ πρὸς τὸν ἑαυτό του ὑπέκτυπα.

Τὸ ἁπλό, σημειωτέον, συναιρετικὸ σχῆμα τοῦ «ἀντιτύπου ἐκτύπου» δὲν τὸ συναντᾶμε μόνο στὸ ἐσωτερικὸ ἑνὸς ἐκτύπου καὶ συγκεκριμένα στὸ «μεθυπέκτυπο», ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν διαφόρων ἐκτύπων τῆς ἴδιας ἐντελεχειακῆς ὁμάδος μιᾶς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας, ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, στὸ ἑπταδικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «3 – 3 – 1», ὅπου τὸ τρίτο ἔκτυπο μέλος ἀμφοτέρων τῶν τριαδικῶν ἐντελεχειακῶν ὁμάδων του, ἂν θεωρηθοῦν μεμονωμένα ἡ καθεμιά, θεωρεῖται συγχρόνως καὶ ὡς ἔκτυπο καὶ ὡς ἀντίτυπο στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας ἐντελεχειακῆς τριάδος, ἐνῷ, στὸ κοινὸ μέλος ἀμφοτέρων τῶν ἐντελεχειακῶν τετάρτων τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας, ἐντοπίζεται καὶ τὸ διπλὸ συναιρετικὸ σχῆμα, τοῦ ἀντιτύπου ἐκτύπου τοῦ πρώτου ἐντελεχειακοῦ τετάρτου τὸ ὁποῖο διατελεῖ συγχρόνως καὶ ἀρχέτυπο ἔκτυπο στὸ δεύτερο ἐντελεχειακὸ τέταρτο.

γ΄. Τὸ βασικὸ καὶ ἁπλὸ ἀναγωγικὸ αἰτιατό, ἡ μία καὶ κοινὴ ἀναγωγικὴ ἐντελεχειακὴ βάση τῆς ἑπταδικῆς ἐντελεχείας, ἀπὸ τὴν ὁποία γίνονται ὅλες, καὶ οἱ πέντε ἀναγωγικὲς ὁμοιωτικὲς κινήσεις, πρὸς ὅλα, καὶ τὰ πέντε ἀλληλοδιάδοχα ὁμοιωτικὰ πρότυπα, βάσει, δηλαδή, τῆς ὁποίας ἀνάγονται ὁμοιωτικῶς ὅλα, καὶ τὰ πέντε ἔκτυπα, πρὸς ὅλα, καὶ τὰ πέντε πρότυπα.

Κατὰ τὸ δεύτερο ἐσφαλμένο σχῆμα τῶν ἑπτὰ ἐπαλλήλων ἐπιπέδων, ὅπως διευκρινίσαμε καὶ στὸ δέκατο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας, θεωρεῖται ἐσφαλμένα ὅτι ἡ πρώτη ἀναγωγικὴ βάση εἶναι τὸ ἀντίτυπο τὸ ὁποῖο κάνει τὴν πρώτη ἀναγωγικὴ κίνηση πρὸς τὸ ἀρχέτυπο καὶ ἀποδίδει, ὄχι τὸ πρωτιστότυπο, τὴν πιὸ κοντινὴ εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου, ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ὀρθὴ λογική, ἀλλά, παραλόγως, τὸ ἔκτυπο, τὴν πιὸ μακρινὴ εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου, τὸ ὁποῖο ἔκτυπο γίνεται ἔπειτα ἡ δεύτερη ἀναγωγικὴ βάση καὶ κάνει τὴ δεύτερη ἀναγωγικὴ κίνηση πάλι πρὸς τὸ ἀρχέτυπο καὶ ἀποδίδει τὸ πρότυπο, τὸ ὁποῖο μετέπειτα γίνεται ἡ τρίτη ἀναγωγικὴ βάση ποὺ κάνει τὴν τρίτη ἀναγωγικὴ κίνηση καὶ πάλι πρὸς τὸ ἀρχέτυπο ἡ ὁποία ἀποδίδει τὸ προτερότυπο κ.ο.κ., ὅτι δηλαδή, μὲ τὶς ἀναγωγικὲς κινήσεις, δὲν κατεβαίνει ἡ κορυφὴ πρὸς τὴ βάση τῆς ἀναγωγῆς, ἀλλ' ἀνεβαίνει ἡ βάση πρὸς τὴν κορυφὴ τῆς ἀναγωγῆς, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι μετακινεῖται καὶ ἀλλάζει ἡ ἀναγωγικὴ βάση καὶ ὄχι ἡ ἀναγωγικὴ κορυφή, ἡ ὁποία παραμένει σταθερή, ἐνῷ, ἡ ὀρθὴ θεώρηση εἶναι, ἀσφαλῶς, ἡ ἀντίθετη, ὅτι ἀλλάζει καὶ μετακινεῖται ἡ ἀναγωγικὴ κορυφή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀναγωγικὴ βάση ποὺ παραμένει σταθερή.

Πρέπει ἐδῶ νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «1 – 1 – 5» στὸ ὁποῖο ἀναφερθήκαμε στὸ ἕβδομο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης, παρὰ τὴν ταὐτοτυπία μεταξὺ τῶν δύο ἐν λόγῳ ἐντελεχειακῶν σχημάτων, διότι ἐκεῖνο εἶναι ὁμαλὸ καὶ κανονικό, ἀκολουθῶντας τὸ ὀρθὸ ἀναγωγικὸ σχῆμα τῶν ἑπτὰ παραλλήλων ἐπιπέδων, ἐνῷ αὐτό, ἀνωμελὲς καὶ ἀντικανονικό, ἐφαρμόζοντας τὸ ἐσφαλμένο σχῆμα τῶν ἑπτὰ ἐπαλλήλων ἐπιπέδων.

Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ πενταπλὸ ἀντίτυπο μπορεῖ νὰ προκύπτει καὶ στὰ πλαίσια τοῦ ὀρθοῦ παραλληλεπιπεδικοῦ σχήματος, λόγῳ συνοπτικῆς θεώρησης τῶν πέντε χαμηλοτέρων παραλλήλων ἐπιπέδων ὡς ἑνός, ἀλλὰ καὶ πάλι παραλλήλου σὲ σχέση μὲ τὰ δύο ἄλλα ὑψηλότερα, ἐπειδὴ καὶ τὰ πέντε αὐτὰ ἔχουν κάποιο κοινὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα (π.χ. «παρατελεστικὸς καὶ εὐρύτεροι παρατελεστικοὶ ἱερατικοὶ βαθμοί») τὸ ὁποῖο ἐπιτρέπει τὴν ὁμαδοποίησή τους σὲ μιὰ ἐντελεχειακὴ πεντάδα, ἀλλὰ καὶ στὰ πλαίσια τοῦ ἐσφαλμένου ἐπαλληλεπιπεδικοῦ σχήματος, λόγῳ συνοπτικῆς θεώρησης τῶν πέντε χαμηλοτέρων ἐπαλλήλων ἐπιπέδων ὡς ἑνός, σὲ διάκριση ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο ὑψηλότερα, ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ τὸ ἀντίτυπο, τὴν πρώτη ἀναγωγικὴ βάση, τὸ ὁποῖο, ἐν προκειμένῳ, ὁμαδοποιεῖται μαζὶ μὲ τὰ τέσσερα ἐκεῖνα ἔκτυπα ποὺ μετὰ τὴν ἀναγωγή τους στὸ ἀρχέτυπο γίνονται ἡ ἀναγωγικὴ βάση γιὰ τὰ ἀμέσως ἑπόμενά τους ἔκτυπα, διαδεχόμενα τὸ ἀντίτυπο καὶ τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.

Τὸ ἐπισφαλὲς τοῦ σχήματος τῶν ἐπαλλήλων ἐπιπέδων καταφαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὅλα τὰ ἔκτυπά του ἀνάγονται ἄμεσα πρὸς τὸ ἀρχέτυπο, χωρὶς διαμεσολαβητὴ ἀναγωγό, μὲ βάση τὸ ἀντίτυπο ἢ τὸ ἀμέσως προηγούμενό τους ἔκτυπο, τὸ ὁποῖο, ἐν προκειμένῳ, ἐπέχει θέση ἀντιτύπου, ὡς ἀντίτυπο ἔκτυπο, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ ἀναγωγικὴ διαδικασία ἀποδίδει παραδόξως πρῶτα τὴν πιὸ ἀπομακρυσμένη καὶ ὄχι τὴν πλησιέστερη εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου καὶ συνεχίζει κατὰ τὸν ἴδιο παρανοϊκό, ἀντικανονικὸ καὶ ἀνωμελῆ τρόπο, ἀπὸ τὶς κατώτερες πρὸς τὶς ἀνώτερες εἰκόνες του.

Τὸ εὐτυχὲς καὶ πάλι γεγονὸς εἶναι ὅτι στὰ χειροτονητήρια τελετουργικὰ τυπικὰ τοῦ παλαιορθοδόξου δόγματος τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέκυψε τὸ καινορθόδοξο δόγμα τοῦ τριαδιανισμοῦ, δὲν διευκρινίζεται εὐχολογικὰ τὸ εἶδος τοῦ ἀναγωγικοῦ σχήματος, παρὰ τὸ ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ ἐσφαλμένο σχῆμα τῶν ἐπαλλήλων ἐπιπέδων, ἀλλιῶς θὰ εἴχαμε «κατ' ἀκρίβειαν» κακότυπες καὶ ἄκυρες χειροτονίες καὶ μόνο «καθ' ὑπερβάλλουσαν οἰκονομίαν» θὰ μποροῦσαν, παρὰ ταῦτα, νὰ θεωρηθοῦν ὅτι ἰσχύουν.

Καὶ ἂν αὐτὸ διευκρινιζόταν αὐτολεξεὶ καὶ κατὰ γράμμα, ὅτι εἶναι τὸ κακόδοξο σχῆμα τῶν ἐπαλλήλων ἐπιπέδων, τότε, σὲ κάθε νέα ἀνώτερη χειροτονία, θὰ ἔπρεπε νὰ ἱερολογεῖται καὶ ἡ ἀνάλογη «εὐχὴ τῆς συνθέσεως ἢ ἀνασυνθέσεως», μὲ τὴν ὁποία θὰ γινόταν ἡ δῆθεν σύνθεση ἢ ἀνασύνθεση τοῦ ἀνώτερου μὲ τὸν κατώτερο ἢ τοὺς κατώτερους ἱερατικοὺς βαθμοὺς μέσα στὸ χειροτονούμενο, δεδομένου ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ ἐν λόγῳ ἐσφαλμένο ἀναγωγικὸ σχῆμα κάθε ἱερατικὸς βαθμὸς μεταδίδεται καθαρός, ὅπως καὶ ὁ γενικὸς ἱερατικὸς βαθμὸς τοῦ μύστου (πιστοῦ), γι' αὐτὸ καὶ σὲ κάθε ἀνώτερη χειροτονία ἀπαιτεῖται σύνθεση ἢ ἀνασύνθεση μεταξύ τους μέσα στὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση τοῦ φορέως τους σὲ ἕνα ὁμοιογενὲς καὶ ὁμοιόμορφο μικτὸ ἱεροβαθμολογικὸ σχῆμα, ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ μεταδιδομένου ἀνωτέρου ἱερατικοῦ βαθμοῦ, καὶ ἡ ὁμοιογενὴς αὐτὴ καὶ ὁμοιόμορφη ἱεροβαθμολογικὴ σύνθεση ἢ ἀνασύνθεση πρέπει, σαφῶς, νὰ διατυπώνεται καὶ στὰ εὐχολογικὰ κείμενα ὅλων τῶν ἀνωτέρων τοῦ βασικοῦ βαθμοῦ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης χειροτονιῶν.

Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ἁπλούστερα ἀντιληπτὸ χρησιμοποιοῦμε ἕνα παραβολικὸ παράδειγμα καὶ λέμε ὅτι ὁ πρεσβύτερος ἱερεύς, ὁ ὁποῖος φέρει τὸ πλήρωμα καὶ τῶν ἑπτὰ βαθμῶν τῆς κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνης, δὲν εἶναι ὁμαλὸ νὰ φορᾷ πάνω στὴν ἱερατική του ὑπόσταση ἑπτὰ χωριστοὺς καθαροὺς χιτῶνες, ἀπὸ καθαρὸ νῆμα, ἕνα γιὰ κάθε ἕνα χωριστὰ ἱερατικὸ βαθμό, τὸν ἕνα πάνω στὸν ἄλλο (σὰν τὸ κρεμμύδιον τῆς λαχαναγορᾶς), ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ συνθέσει τοὺς ἑπτὰ αὐτοὺς καθαροὺς χιτῶνες σὲ ἕνα μικτό, ὁμοιογενῆ καὶ ὁμοιόμορφο χιτῶνα, σύνθετο καὶ ἀπὸ τὰ ἑπτὰ καθαρὰ νήματα τῶν ἑπτὰ χωριστῶν χιτώνων.

Καὶ ἡ εὐχὴ τῆς συνθέσεως ἢ ἀνασυνθέσεως ποῦ εἶναι γραμμένη, ἐφόσον ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτὴ γίνεται μέσα στὸ χειροτονούμενο; Ἀπουσιάζει, ἀσφαλῶς, ἀπὸ ὅλα τὰ τελετουργικὰ τυπικὰ ὅλων τῶν χειροτονιῶν τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ. Καὶ τότε, πῶς γίνεται ἡ δῆθεν, κατὰ τὸν ἀνατολικὸ χριστιανισμό, ἱεροβαθμολογικὴ σύνθεση ἢ ἀνασύνθεση μέσα στὸ χειροτονούμενο, ἀνευχητί, ἄνευ τῆς κατάλληλης εὐχῆς;

Ὅπως, λοιπόν, εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανείς, ἡ σύνθεση ἢ ἀνασύνθεση αὐτὴ δὲν εἶναι ὁμαλὸ καὶ κανονικὸ νὰ γίνεται μέσα στὸ χειροτονούμενο, ἀλλὰ διακρίνονται συλλήβδην καὶ ἐξαρχῆς, τόσο ὁ καθαρὸς γενικὸς ἱερατικὸς βαθμὸς τοῦ μύστου (πιστοῦ) ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνωτέρους του ἕξι μικτούς, ὅσο καὶ οἱ ἕξι μικτοὶ βαθμοὶ μεταξύ τους.

Τὸ ἀνάλογο, σημειωτέον, ἰσχύει καὶ στὴ δογματολογικῶς ἄτοπο περίπτωση τῶν δύο συνθέτων ἡμιχειροτονιῶν τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ ἐπισκόπου, στὴν ὁποία ἀναφερθήκαμε σὲ προηγούμενα μέρη τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης, διότι κι ἐκεῖνες, προκειμένου νὰ συντεθοῦν σὲ μία χειροτονία, χρειάζονται πάλι τὴν ἀνάλογη εὐχὴ τῆς συνθέσεως, ἀλλὰ καὶ στὴ δυνατή, πλήν, ἀνεπίτρεπτη, περίπτωση ποὺ μεταδοθοῦν χωριστὰ ἡ χάρη τοῦ θαυματουργοῦ διδασκάλου (προφήτου) ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ παιδαγωγοῦ διδασκάλου (κήρυκος), στὴν ὁποία ἐπίσης ἀναφερθήκαμε σὲ προδημοσιευθέντα μέρη τῆς παρούσης.

Σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς παραγωγῆς τῶν ἑπτὰ ἱερατικῶν βαθμῶν πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι γίνεται ἀντιληπτὴ κατὰ δύο σημασίες, πρῶτον, ὡς παραγωγὴ αὐτῶν καθεαυτῶν τῶν ἑπτὰ παραλλήλων ἱεροβαθμολογικῶν ἐπιπέδων, καὶ δεύτερον, ὡς σύνδεση τοῦ ἱερατικοῦ μετόχου καὶ φορέως μὲ τὴ μέθεξη καὶ φορὰ τῆς ἱερατικῆς χάριτος τοῦ παραλλήλου ἐκείνου ἱεροβαθμολογικοῦ ἐπιπέδου ἀπὸ τὰ ἑπτὰ ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ, δεδομένου, ὅπως διασαφηνίσαμε καὶ στὸ προηγούμενο δέκατο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης, ὅτι σὲ κάθε ἱερατικὸ μέτρο καὶ βαθμὸ ἔχουμε μία καὶ μόνη καὶ τὴν αὐτὴ διαφορετικὴ ἱερατικὴ χάρη στὴν ὁποία μετέχουν ταὐτόχρονα πολλοὶ φορεῖς, ὅτι δηλαδή, δὲν νέμεται αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ἱερατικὴ χάρη τοῦ βαθμοῦ σὲ πολλὲς ἀτομικὲς ὑπάρξεις, μία γιὰ κάθε ἕνα φορέα τοῦ βαθμοῦ, ἀλλ' ἡ μέθεξη τῆς χάριτος τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ σὲ πολλοὺς μετόχους καὶ βαθμοφόρους, δὲν ὑφίσταται ἀτομικὴ ἱερατικὴ χάρη ἀλλ' ἀτομικὴ μέθεξη τῆς ἱερατικῆς χάριτος, καὶ ὅτι καθένα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ παράλληλα αὐτὰ ἱεροβαθμολογικὰ ἐπίπεδα διατελεῖ σταθερὸ καὶ ἀμετάβλητο τὸ σχῆμά του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἱερέα φορέα ὁ ὁποῖος ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ μετακινεῖται ἀπὸ ἕνα παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο μεθέξεως σὲ ἕνα ἄλλο, ἀλλὰ μόνο προαγωγικῶς, ἀπὸ κατώτερο σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο καὶ βαθμό, καὶ ὄχι ὑποβιβαστικῶς, ἀπὸ ἀνώτερο σὲ κατώτερο.

Ὡς πρὸς τὴν πρώτη παραγωγικὴ σημασία, τῆς παραγωγῆς αὐτῶν καθεαυτῶν τῶν ἑπτὰ παραλλήλων ἱεροβαθμολογικῶν ἐπιπέδων, ὅλα ἀνεξαιρέτως, καὶ τὰ ἑπτὰ παράλληλα ἱεροβαθμολογικὰ ἐπίπεδα, παράγονται ἄμεσα καὶ προέρχονται καθοδικά, κατέρχονται, δηλαδή, καὶ διαμορφώνονται ἀπευθείας ἀπὸ τὸ ὄγδοο καὶ ὑπερβατικὸ ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο, ἀπὸ τὴν ὑπερδύναμη τοῦ ὀγδόου καὶ ὑπερκορυφαίου κατὰ θεὸν ἱερατικοῦ βαθμοῦ, τῆς κατὰ θεὸν ἀϊδίου καὶ οἰκονομικῆς ἱερωσύνης, τοῦ πρεσβυτάτου ὑπερτελεστοῦ, καὶ ἀπὸ τὴν οἰκονομική του διάσταση, ἐπέκταση, ἐκδήλωση καὶ μορφή, αὐτὴ ποὺ λαμβάνει μέσα στὴ θεία οἰκονομία, τὴ θεία, δηλαδή, δημιουργία, καὶ ὄχι τὸ ἕβδομο, μόνο, καὶ ἀνώτερο παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο ἄμεσα ἀπὸ τὸ ὄγδοο καὶ ὑπερβατικὸ καὶ τὰ κατώτερα ἔμμεσα, διαμέσου τοῦ ἀνωτέρου, ἢ καὶ δι' ἀλλήλων, ἐνῷ, ὅσον ἀφορᾷ τὴ δεύτερη παραγωγικὴ σημασία, τῆς σύνδεσης τοῦ ἱερατικοῦ μετόχου καὶ φορέως μὲ τὴ μέθεξη καὶ φορὰ τῆς ἱερατικῆς χάριτος τοῦ παραλλήλου ἐκείνου ἱεροβαθμολογικοῦ ἐπιπέδου ἀπὸ τὰ ἑπτὰ ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ, ἰσχύει τὸ σχῆμα τῆς σταυροειδοῦς μεταδόσεως τῶν ἑπτὰ ἱερατικῶν βαθμῶν τὸ ὁποῖο ἀναπτύξαμε στὰ πλαίσια τῆς ὑπ' ἀριθ. 18/07–11–2022 Δογματικῆς καὶ Κανονικῆς Παππικῆς μας Ἀπόφανσης (τὴν ὁποία μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ μελετήσει στὴν ἱστοσελίδα τῆς Καινορθοδόξου Χριστιανικῆς Ὁμολογίας μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η») καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἡ μετάδοση καὶ τῶν ἑπτὰ ἱερατικῶν βαθμῶν, κατὰ κανόνα καὶ κατ' ἀκρίβεια, τελεῖται ἄμεσα καὶ ἀπευθείας ἀπὸ τὸν ἕβδομο καὶ κορυφαῖο κατ' ἄνθρωπον ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ.

Ὅταν, λοιπόν, στὸ πέμπτο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας καὶ στὴ σελίδα 62 γράφουμε ὅτι «ἡ ὑπερκορυφὴ τῆς θείας ἱερωσύνης παράγει τὴν κορυφὴ τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης καὶ μέσῳ τῆς εἰδικῆς τὸν κορμὸ τῆς μέσης ἱερωσύνης καὶ τὴ βάση τῆς γενικῆς ἱερωσύνης (βλέπε ὑπ' ἀριθ. 18/07–11–2022 Δογματικὴ καὶ Κανονικὴ Παππική μας Ἀπόφανση)», ἐννοοῦμε τὴν παραγωγὴ τῶν ἑπτὰ ἱερατικῶν βαθμῶν κατὰ τὴ δεύτερη σημασία τῆς συνδέσεως τοῦ μετόχου μὲ τὴ μέθεξη τῆς χάριτος τοῦ ἀναλόγου παραλλήλου ἱεροβαθμολογικοῦ ἐπιπέδου.

Καὶ στὸ εὔλογο προκῦπτον ἐρώτημα, στὰ πλαίσια τοῦ σχήματος τῶν παραλλήλων ἱεροβαθμολογικῶν ἐπιπέδων, τὶ γίνεται μὲ τὸ ὑλικὸ χρισματικὸ στοιχεῖο τῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης, τόσο τοῦ κατωτάτου γενικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ μύστου, ὅσο καὶ τῶν λοιπῶν κατωτέρων τοῦ ἀνωτάτου κατ' ἄνθρωπον ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου, μὲ κάθε νέα μετακίνηση τοῦ ἱερέως φορέως του ἀπὸ ἕνα κατώτερο σὲ ἄλλο ἀνώτερο παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο (κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἱεροβαθμολογικῶς προαγόμενος ἀποσυνδέεται μυστικῶς ἀπὸ τὴ μέθεξη τῆς χάριτος τοῦ κατωτέρου καὶ συνδέεται μυστικῶς μὲ τὴ μέθεξη τῆς χάριτος τοῦ ἀνωτέρου παραλλήλου ἱεροβαθμολογικοῦ ἐπιπέδου, χωρὶς νὰ μεσολαβεῖ καὶ νὰ διαπιστώνεται κανένα ἀπολύτως χρονικὸ κενὸ μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν λογικῶς ἀλληλοδιαδόχων ἀλλὰ χρονικῶς ταὐτοχρόνων μυστικῶν ἐνεργειῶν τῆς χάριτος, τῆς ἀποσυνδέσεως ἀπὸ τὴν κατώτερη καὶ τῆς συνδέσεως μὲ τὴν ἀνώτερη παράλληλη ἱεροβαθμολογική της μέθεξη), δεδομένου ὅτι τὸ ὑλικὸ αὐτὸ χρῖσμα ἔχει ἤδη προεφαρμοσθεῖ καὶ παραμένει ἀπορροφημένο μέσα του, ἡ ὀρθὴ δογματολογικῶς ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἀφοῦ καθαγιασθεῖ, μὲ τὴ χρισματικὴ καθαγιαστικὴ εὐλογία, καὶ ἐφαρμοσθεῖ, μὲ τὴ χρίση, ἤ, ἀφοῦ ἐφαρμοσθεῖ, μὲ τὴ χρίση, καὶ καθαγιασθεῖ, μὲ τὴ χειροτονία, τὸ νέο ὑλικὸ χρῖσμα, τοῦ ἀνωτέρου ἱερατικοῦ βαθμοῦ, τὸ προκεκτημένο καὶ ἀπορροφημένο, τοῦ ἀμέσως κατωτέρου ἱερατικοῦ βαθμοῦ, θεωρεῖται συμβολικῶς ὡς λῆξαν (διότι ἔχει λήξει ἡ μυστικὴ σύνδεση τοῦ ἱερατικοῦ φορέως του μὲ τὴ μέθεξη, ἄρα καὶ ἡ δική του μυστικὴ σύνδεση μὲ τὴν ἐνθησαύριση καὶ ἀποταμίευση τῆς πνευματικῆς χάριτος τοῦ κατωτέρου παραλλήλου ἱεροβαθμολογικοῦ ἐπιπέδου στὴν ὁποία συμβολικῶς, ὡς ὑλικὸ χρῖσμα, ἀναλογοῦσε), ὅτι δηλαδή, ἡ ἰσχὺς τῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης τοῦ ὑλικοῦ χρίσματος κάθε κατωτέρου τοῦ πρεσβυτέρου ἱερατικοῦ βαθμοῦ παραμένει μέχρι τὸν καθαγιασμὸ καὶ τὴν ἐφαρμογή, ἤ, ἕως τὴν ἐφαρμογὴ καὶ τὸν καθαγιασμό, τοῦ ὑλικοῦ χρίσματος τοῦ ἀμέσως ἀνωτέρου του ἢ τοῦ ἀνωτάτου καὶ πλήρους κατ' ἄνθρωπον βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς πρόκειται γιὰ κατωτέρους καὶ μὴ πλήρεις κατ' ἄνθρωπον ἱερατικοὺς βαθμούς.

Σημειωτέον, ὅτι ἕνα ὑλικὸ χρισματικὸ στοιχεῖο μὲ εἰδικὴ σύνθεση κέκτηται τὸν ἱεροσυμβολικό του χαρακτῆρα, ταὐτίζεται, δηλαδή, μὲ τὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη, εἴτε πρὶν τὴ μυστική του σύνδεση μὲ τὴν ἀνάλογη πνευματικὴ ἱερωσύνη καὶ μὲ σκοπὸ κάποτε νὰ συνδεθεῖ μὲ αὐτή, ἀλλ' ἐν προκειμένῳ, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση νὰ τελεσθεῖ ἡ ἀνάλογη συμβολικὴ τελετὴ τῆς ἱερατικῆς καταστάσεως, στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας τὸ ὑλικὸ χρῖσμα θὰ χαρακτηρισθεῖ, μὲ τὴ συμβολικὴ ἱερολογία καὶ ἱεροπραξία, ὅτι παριστάνει συμβολικῶς ἕνα συγκεκριμένο ἱερατικὸ βαθμό, ὅπως στὴν ἐποχὴ τῆς παλαιᾶς διαθήκης, εἴτε μετὰ τὴ μυστική του σύνδεση μὲ τὴν ἀναλογοῦσα πνευματικὴ ἱερωσύνη, μὲ τὴν τελετὴ τοῦ πνευματικοῦ καὶ συμβολικοῦ καθαγιασμοῦ, εἴτε καὶ πρὶν καὶ μετά, στὴν περίπτωση ποὺ ἡ συμβολικὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἱερωσύνη μεταδοθοῦν χωριστὰ καὶ ἀλληλοδιάδοχα, ἄν, δηλαδή, πρῶτα ἐπιρριφθεῖ τὸ ὑλικὸ χρῖσμα πάνω στὸν καθιερούμενο καὶ ἔπειτα καθαγιασθεῖ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ πάνω σ' αὐτόν, ἔτσι ὅπως εἶναι ἐπαλειμμένο ἐπάνω του, μὲ τὴν πνευματικὴ καὶ συμβολικὴ χειροτονία.

Ἐάν, ὅμως, ἀποσυνδεθεῖ, μετὰ τὴ μυστική του ἀποσύνδεση ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἱερατικὴ χάρη ποὺ πρὶν τοῦ ἀναλογοῦσε καὶ ἐφόσον δὲν ὑπάρξει μυστικὴ ἀνασύνδεσή του μὲ ἀνώτερη βαθμίδα της, ἐφόσον, δηλαδή, δὲν ἀποσυνδέθηκε ἀπὸ αὐτὴ σὲ ἕνα κατώτερο προκειμένου νὰ ἀνασυνδεθεῖ μὲ αὐτὴ σὲ ἕνα ἀνώτερο παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο ἐνθησαυρίσεως καὶ ἀποταμιεύσεώς της, δὲν ἔχει, πλέον, σκοπὸ ἱεροσυμβολικῆς ὑπάρξεως καὶ γι' αὐτό, ἀπὸ ἱεροσυμβολικὴ ἄποψη, ματαιώνεται καὶ ἀκυρώνεται καὶ θεωρεῖται, ἐφεξῆς, ἀμετακλήτως ὡς λῆξαν, σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς κατώτερης ἀποσύνδεσης καὶ τῆς ταὐτόχρονης ἀνώτερης ἀνασύνδεσής του, στὴν ὁποία ἡ λήξη του θεωρεῖται σχετικῶς, μόνο ὡς πρὸς τὴν κατώτερη ἐνθησαύριση καὶ ἀποταμίευση τῆς χάριτος, καὶ ὄχι ἀπολύτως.

Ἀλλ' ἀκόμη καὶ ἡ ἀνασύνδεση αὐτὴ θεωρεῖται «κατ' οἰκονομίαν» καὶ ὄχι «κατ' ἀκρίβειαν», διότι, κατὰ τὴν κανονικὴ ἀκρίβεια, ὁποιοδήποτε ὑλικὸ χρῖσμα ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ χάρη δὲν ἀνασυνδέεται μὲ αὐτὴ οὔτε στὸ ἴδιο οὔτε σὲ ἀνώτερο παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο ἐνθησαυρίσεως καὶ ἀποταμιεύσεώς της, ἀλλὰ λήγει ἀνεπανόρθωτα, ματαιώνεται καὶ ἀκυρώνεται καὶ προκειμένου νὰ ἐπιτελεσθεῖ ἡ προαγωγὴ τοῦ ἱερατικοῦ φορέως σὲ ἀνώτερο ἱερατικὸ βαθμὸ θὰ πρέπει νὰ γίνει τελετουργικὴ χρήση νέου ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου.

Λήξη ἄλλωστε τῆς συμβολικῆς ἰσχύος ἑνὸς ὑλικοῦ μυστηριακοῦ στοιχείου ἢ «δοχείου» καὶ ἀποσύνδεσή του ἀπὸ τὴν ἐνθησαύριση καὶ ἀποταμίευση τῆς προσιδιαζούσης πνευματικῆς χάριτος ἔχουμε καὶ στὴν περίπτωση τῆς φυσικῆς λήξης τοῦ στοιχείου, τῆς κακῆς, δηλαδή, φυσικῆς ἀλλοιώσεώς του ἢ τῆς φυσικῆς καταστροφῆς του, ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ ἄνευ χρείας τελέσεως σχετικῆς τελετῆς μυστικῆς ἀποσυνδέσεως ἀμφοτέρων, δοχείου καὶ χάριτος.

Ἐν προκειμένῳ, μὲ ἄλλα λόγια, πρέπει νὰ ἀποκλεισθεῖ δογματολογικῶς ἡ ὑπόθεση τῆς ἀφομοιώσεως τοῦ κατωτέρου ἀπὸ τὸ ἀνώτερο συμβολικὸ χρῖσμα, τὴν ὁποία λογικῶς, πλήν, ἐπιπολαίως, θὰ σκεφτόταν κανείς, δεδομένου, ἀφενός, ὅτι στὰ πλαίσια ἑνὸς χρισματικοῦ μυστηρίου ἢ μυστηριοειδοῦς συνδέονται μυστικῶς καὶ ἀναλόγως μεταξύ τους ἡ πνευματικὴ μὲ τὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη, καὶ ἀφετέρου, ὅτι ἐδῶ δὲν ἔχουμε ἀφομοίωση τῆς χάριτος τοῦ κατωτέρου ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ ἀνωτέρου παραλλήλου ἱεροβαθμολογικοῦ ἐπιπέδου ὥστε νὰ ἔχουμε καὶ ἀνάλογη ἀφομοίωση τοῦ κατωτέρου ἀπὸ τὸ ἀνώτερο συμβολικὸ χρῖσμα τὰ ὁποῖα τὶς ἐνθησαυρίζουν καὶ τὶς ἀποταμιεύουν ἀντίστοιχα (γιὰ τὴν ὁποία θὰ χρειαζόταν, ἀσφαλῶς, καὶ ἡ κατάλληλη εὐχολογία τῆς ἀφομοιώσεως), ἀλλ' ἀποσύνδεση τοῦ ἑνός, τοῦ κατωτέρου καὶ προκεκτημένου συμβολικοῦ χρίσματος, ἀπὸ τὴν ἐνθησαύριση καὶ ἀποταμίευση τῆς χάριτος τοῦ κατωτέρου καὶ προμετεσχημένου παραλλήλου ἱεροβαθμολογικοῦ ἐπιπέδου, εἴτε μὲ τὴν ταὐτόχρονη σύνδεση τοῦ ἤδη ἐφηρμοσμένου ἄλλου, τοῦ ἀνωτέρου καὶ ἐπικτωμένου συμβολικοῦ χρίσματος, μὲ τὴν ἐνθησαύριση καὶ ἀποταμίευση τῆς χάριτος τοῦ ἀνωτέρου καὶ μεταμετεχομένου παραλλήλου ἱεροβαθμολογικοῦ ἐπιπέδου, ἐὰν τελοῦνται χωριστὰ πρῶτα ἡ χρίση καὶ μετὰ ἡ χειροτονία (ἐδῶ προηγεῖται ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ὑλικοῦ χρίσματος πάνω στὸν καθιερούμενο καὶ ἕπεται ἡ σύνδεσή του μὲ τὴν πνευματικὴ χάρη), εἴτε μὲ τὴν ταὐτόχρονη ἐφαρμογὴ τοῦ ἤδη συνδεδεμένου ἄλλου συμβολικοῦ χρίσματος, ἐάν, πρὶν τὴ χρίση, ἔχει προτελεσθεῖ καθαγιασμός του (ἐδῶ προηγεῖται ἡ σύνδεση τοῦ ὑλικοῦ χρίσματος μὲ τὴν πνευματικὴ χάρη καὶ ἕπεται ἡ ἐφαρμογή του πάνω στὸν καθιερούμενο), σχῆμα τὸ ὁποῖο συνεπάγεται λήξη ἱεροσυμβολικῆς ἰσχύος γιὰ τὸ κατώτερο καὶ ταὐτόχρονη ἔναρξη ἱεροσυμβολικῆς ἰσχύος γιὰ τὸ ἀνώτερο ἱεροσυμβολικὸ χρῖσμα.

Καὶ τὸ ἴδιο ἰσχύει, κατ' ἐπέκτασιν, καὶ γιὰ τοὺς φορεῖς τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν κανονικὴ ἀκρίβεια, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴ μετακινοῦνται ἀπὸ κατώτερο σὲ ἀνώτερο παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο ἀλλὰ νὰ παραμένουν στάσιμοι καὶ μόνιμοι ἐξαρχῆς σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ παράλληλα ἱεροβαθμολογικὰ ἐπίπεδα (δεδομένου ὅτι μετακίνηση τοῦ ἱερατικοῦ φορέως ἀπὸ κατώτερο σὲ ἀνώτερο παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο σημαίνει καὶ γι' αὐτὸν ἀποσύνδεσή του ἀπὸ τὴν κατώτερη καὶ ταὐτόχρονη ἀνασύνδεσή του μὲ τὴν ἀνώτερη μέθεξη τῆς χάριτος, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ἱερατικὴ λήξη καὶ ταὐτόχρονη νέα ἱερατικὴ ἔναρξη, ἄνευ χρονικοῦ κενοῦ μεταξύ τους), τὸ ὁποῖο, ὅμως, εἶναι πρακτικῶς δύσκολο, γι' αὐτὸ καὶ στὴν πράξη ἐφαρμόζεται ἡ κανονικὴ οἰκονομία.

Καὶ σὲ τελευταία ἀνάλυση, τὸ ἴδιο ἰσχύει ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ μερισμὸ τῆς κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνης σὲ ἑπτὰ παράλληλα ἱεροβαθμολογικὰ ἐπίπεδα, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἐφαρμόζεται «κατ' οἰκονομίαν» καὶ ὄχι «κατ' ἀκρίβειαν», διότι, κατὰ τὴν κανονικὴ ἀκρίβεια, οὔτε ἡ κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνη μερίζεται σὲ ἱερατικοὺς βαθμοὺς ἀλλὰ δίδεται ὁλόκληρη, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ.

Θὰ πρέπει, ἐπίσης, νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ ἱερολογία (εὐχολογία) καὶ ἡ ἱεροπραξία τῆς μυστικῆς ἀποσυνδέσεως, τόσο τοῦ ἑνὸς συμβολικοῦ χρίσματος ἀπὸ τὴν ἐνθησαύριση καὶ ἀποταμίευση, ὅσο καὶ τοῦ ἱερατικοῦ φορέως ἀπὸ τὴ μέθεξη τῆς χάριτος ἑνὸς κατωτέρου παραλλήλου ἱεροβαθμολογικοῦ ἐπιπέδου καὶ τῆς μυστικῆς συνδέσεως, τόσο τοῦ ἄλλου συμβολικοῦ χρίσματος μὲ τὴν ἐνθησαύριση καὶ ἀποταμίευση, ὅσο καὶ τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἰδίου ἱερατικοῦ φορέως μὲ τὴ μέθεξη τῆς χάριτος ἑνὸς ἀνωτέρου παραλλήλου ἱεροβαθμολογικοῦ ἐπιπέδου ταὐτίζεται μὲ τὴν ἱερολογία (εὐχολογία) καὶ τὴν ἱεροπραξία τῆς μεταδόσεως ὅλων τῶν ἀνωτέρων τοῦ βασικοῦ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης βαθμῶν, εἴτε μὲ τὴν ἱεροτελεστία τοῦ χρισματικοῦ καθαγιασμοῦ καὶ τῆς χρισματικῆς ἐφαρμογῆς, εἴτε μὲ τὴν ἱεροτελεστία τῆς χρίσεως (ἐφαρμογῆς) καὶ τῆς χειροτονίας (καθαγιασμοῦ ἐπερριμμένου χρίσματος καὶ χρισθέντος), ἂν καὶ θὰ ἦταν καλύτερο στὴν τοιαύτη ἱερολογία (εὐχολογία) νὰ γίνεται σαφέστερα λόγος γιὰ τὴν τοιαύτη ἀποσύνδεση καὶ σύνδεση.

Καὶ στὸ συναφὲς ἐρώτημα, πῶς συμπεριφερόταν, ἐν προκειμένῳ, τόσους αἰῶνες πρὶν τὴν ἵδρυση τοῦ καινορθοδόξου δόγματος τοῦ τριαδιανισμοῦ, ἡ θεία χάρη δρῶσα στὰ πλαίσια τοῦ παλαιορθοδόξου δόγματος τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, δεδομένου ὅτι ἐκεῖνο ἐφαρμόζει μία μόνο φορὰ τὸ ὑλικὸ χρῖσμα καὶ μόνο στὸ βασικὸ βαθμὸ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης τοῦ μύστου (πιστοῦ), ἀπαντοῦμε ὅτι ἀναγκαζόταν («δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι»), ἐκ τῶν πραγμάτων, νὰ ἀνανεώνει καὶ νὰ ἀναχαρακτηρίζει «κατ' οἰκονομίαν» τὴν ἰσχὺ τοῦ ἴδιου, προκεκτημένου καὶ ἀπορροφημένου καὶ «κατ' ἀκρίβειαν» λήξαντος, ὑλικοῦ χρίσματος τῆς γενικῆς ἱερωσύνης γιὰ ὅλα τὰ ἀνώτερα παράλληλα ἱεροβαθμολογικὰ ἐπίπεδα, ἀνασχηματίζοντας καὶ ἀναδιαμορφώνοντας τὰ ἱεροσυμβολικά του μέτρα ἀναλόγως, μὲ κάθε νέα μετακίνηση (ἀποσύνδεση καὶ σύνδεση) τοῦ ἱερατικοῦ του φορέως ἀπὸ κατώτερο σὲ ἀνώτερο παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο, νὰ ἀποσυνδέει, δηλαδή, ἀπὸ τὴν κατώτερη καὶ νὰ ἀνασυνδέει «κατ' οἰκονομίαν» μὲ τὴν ἀνώτερη παράλληλη ἱεροβαθμολογικὴ μέθεξη τῆς χάριτος τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὑλικὸ χρῖσμα ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ καὶ ἀνάλογο σὲ κάθε περίπτωση ἱεροσυμβολικὸ χαρακτῆρα.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὑφίσταται, μέν, δυσαναλογία μεταξὺ τῶν ἕξι διαφόρων καὶ ἀμετακινήτων μερῶν τῆς μικτῆς πνευματικῆς ἱερωσύνης, τὰ ὁποῖα ὑφίστανται ἐξαρχῆς ὡς μικτὰ καὶ σταθερὰ σὲ ἕξι διαφορετικὰ παράλληλα ἱεροβαθμολογικὰ ἐπίπεδα μίξεως, καὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ μετακινητοῦ καὶ ἀνασχηματιζομένου μέρους τῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης, τὸ ὁποῖο ἄρχεται πρῶτα ὡς καθαρὸ (πρώτη σύνδεση), ὑφιστάμενο στὸ κατώτατο παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο καθαρότητος (γενικῆς ἱερωσύνης), ἔπειτα λήγει ὡς καθαρὸ (πρώτη ἀποσύνδεση) καὶ ταὐτόχρονα ἄρχεται πάλι ὡς μικτὸ (δεύτερη σύνδεση), μετακινούμενο σὲ κατώτερο παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο μίξεως, μετέπειτα λήγει καὶ ὡς μικτὸ (δεύτερη ἀποσύνδεση) καὶ ταὐτόχρονα ἄρχεται πάλι ὡς ἀνάμικτο (τρίτη σύνδεση), μετακινούμενο πάλι σὲ ἀνώτερο τοῦ προηγουμένου παράλληλο ἱεροβαθμολογικὸ ἐπίπεδο μίξεως, κ.ο.κ., ἔχει, δηλαδή, πολλαπλὲς ἐνάρξεις (συνδέσεις) καὶ λήξεις (ἀποσυνδέσεις), ἀλλ' εὐτυχῶς, ἡ δυσαναλογία αὐτὴ κυμαίνεται στὰ πλαίσια τῆς «κανονικῆς οἰκονομίας» καὶ ὄχι τῆς «ὑπερβαλλούσης οἰκονομίας».

Ἡ προκειμένη, σημειωτέον, περίπτωση, στὰ πλαίσια τοῦ ὀρθοῦ σχήματος τῶν παραλλήλων ἱεροβαθμολογικῶν ἐπιπέδων, στὴν ὁποία ἔχουμε λήξη καὶ ταὐτόχρονη ἔναρξη τῆς ἱεροσυμβολικῆς ἰσχύος τοῦ αὐτοῦ ὑλικοῦ χρίσματος, δὲν χαρακτηρίζεται ἐπακριβῶς ὡς «μεταποίηση» ἀλλ' ὡς «ἀναποίηση» τῆς ἱεροσυμβολικῆς ἰσχύος τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἰδίου ἀκριβῶς ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου, παραβαλλόμενη μὲ τὸ ἴδιο δοχεῖο τὸ ὁποῖο γεμίζει καὶ ἀδειάζει πολλὲς φορὲς μὲ καὶ ἀπὸ διαφορετικὸ κάθε φορά, καθαρὸ ἢ μικτό, περιεχόμενο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν περίπτωση τῆς «μεταποιήσεως» τῆς ἱεροσυμβολικῆς ἰσχύος τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἰδίου ἀκριβῶς ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου, τοῦ ἐσφαλμένου σχήματος τῶν ἐπαλλήλων ἱεροβαθμολογικῶν ἐπιπέδων, στὴν ὁποία τὸ ἴδιο δοχεῖο γεμίζει λίγο λίγο μὲ διαφορετικὸ ἀνὰ δόση καθαρὸ περιεχόμενο.

Εἴτε, ὅμως, πρόκειται γιὰ τὸ ὀρθὸ σχῆμα τῶν παραλλήλων, εἴτε γιὰ τὸ ἐσφαλμένο τῶν ἐπαλλήλων ἐπιπέδων καὶ δεδομένου ὅτι ἀμφότερα τὰ σχήματα αὐτὰ νέμουν τὴν κατ' ἄνθρωπον ἱερατικὴ δύναμη σὲ ἱερατικοὺς βαθμούς, τὸ καθένα μὲ διαφορετικὸ νεμητικὸ τρόπο, καὶ στὶς δύο περιπτώσεις θὰ πρέπει νὰ γίνεται τελετουργικὴ χρήση ἄλλου καὶ ὄχι τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἰδίου ἀκριβῶς ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου γιὰ τὴ μετάδοση κάθε ἱερατικοῦ βαθμοῦ, διότι, ὅταν νέμεται ἡ πνευματική, νέμεται ἀνάλογα καὶ ἡ συμβολικὴ ἱερατικὴ δύναμη, ἡ ὁποία ταὐτίζεται μὲ τὸ ὑλικὸ χρῖσμα τῆς εἰδικῆς συνθέσεως, ἐπειδή, δηλαδή, ἡ ποιοτικὴ (σὲ βαθμούς) καὶ ποσοτικὴ (σὲ φορεῖς) νομὴ τῆς μεθέξεως τοῦ πνευματικοῦ καθιερωτικοῦ στοιχείου συνεπάγεται καὶ ἀνάλογη νομὴ τῆς ἐνθησαυρίσεως καὶ ἀποταμιεύσεώς του μέσα στὸ ὑλικὸ καθιερωτικὸ στοιχεῖο, ἀνάλογη, δηλονότι, ποιοτικὴ (σὲ στοιχεῖα) καὶ ποσοτικὴ (σὲ δοχεῖα) νομὴ καὶ τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου.

Γι' αὐτὸ καὶ θὰ ἦταν ἀκριβέστερο στὴν εἰδικὴ σύνθεση τοῦ ὑλικοῦ χρίσματος κάθε ἀνωτέρου τοῦ βασικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ νὰ προστίθενται ἕνα ἐπιπλέον ἢ περισσότερα διαφορετικὰ συστατικὰ στοιχεῖα, σὲ σύγκριση μὲ τὸν ἀμέσως κατώτερο ἢ τὸ βασικὸ ἱερατικὸ βαθμό, ὥστε νὰ δηλώνεται καὶ συμβολικῶς ἡ μεταξύ τους διαφορά.

Ἐν τέλει, ἀναφορικὰ μὲ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «βάθρον τῆς δυνάμεως τῆς χάριτος», στὸ προηγούμενο δέκατο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης καὶ στὴ σελίδα 26, προκειμένου νὰ χαρακτηρίσουμε παραβολικῶς καὶ συνεκδοχικῶς τὴν ὅλη συμβολικὴ ἱερατικὴ δύναμη, ἡ ὁποία ἐπιμερίζεται σὲ σαρκικὴ καὶ σὲ ψυχικὴ καὶ φέρει τὴν ἀνάλογη πνευματικὴ ἱερατικὴ δύναμη, ἐπεξηγοῦμε ὅτι ὡς «βάθρον» ὁρίζεται, κατ' ἀκρίβεια, ἡ σαρκική, ὡς «βάση» τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς ἱερατικῆς δύναμης, ἡ ὁποία ὁρίζεται ἐπακριβῶς ὡς «ἕδρανον ἐπὶ τοῦ βάθρου», ὡς κάθισμα, δηλαδή, τὸ ὁποῖο ἐρείδεται ἐπάνω στὴ βάση του, στὴ σαρκικὴ συμβολικὴ ἱερατικὴ δύναμη, καὶ δέχεται ὡς «καθημένη ἐπ' αὐτοῦ» ἢ «ἐνεδρεύουσα», τὴν πνευματικὴ μυστικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ ὅτι θέλοντας κανεὶς νὰ ὑποδηλώσει παραβολικῶς καὶ συνεκδοχικῶς τὸ ὅλο τῆς διμεροῦς συμβολικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος της, χρησιμοποιεῖ δεόντως τὸ παραβολικὸ ὄνομα τῆς κατωτέρας καὶ σαρκικῆς, δηλαδή, τὸν ὅρο «βάθρον».

Ἀκολουθεῖ τὸ Δωδέκατον (ΙΒ΄) Μέρος....

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ ΜΕΡΟΣ (ΙΒ΄) ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...


ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 25-07-2023.


† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)



3ΙΒ΄. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ. ΜΕΡΟΣ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ (ΙΒ΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.


ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.


ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ


* * * * * * *


2. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΓΕΝΙΚΩΤΕΡΕΣ ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ



α΄. Στὸ δέκατο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης καὶ στὴ σελίδα 28 γράφουμε: «Εὐνόητον, ὅτι ἡ διὰ χειρὸς συμβολικὴ εὐλογία τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου, ἡ λεγόμενη «ἱεροπραξία», ἐφαρμόζεται σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀνάλογη συμβολικὴ εὐχολογία, τὴν καλούμενη «ἱερολογία», καὶ ὅτι προκειμένου νὰ τελεσθεῖ ἔγκυρα ἕνα μυστήριο ἢ μυστηριοειδές, καὶ ἡ ὀνομαζόμενη «στοιχειολογία», ἡ συμβολικὴ φύση τοῦ στοιχείου καὶ ἡ σύνθεσή της, καὶ ἡ ἱερολογία καὶ ἡ ἱεροπραξία πρέπει νὰ εἶναι συγκατάλληλες καὶ νὰ δένουν καὶ νὰ συνδυάζονται ἀνάλογα μεταξύ τους».

Ὁ ὅρος «στοιχειολογία», ἐν προκειμένῳ, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ «στοιχεῖον» καὶ τὸ ῥῆμα «λέγειν», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «συλλέγειν» καὶ ὄχι τοῦ «ὁμιλεῖν», καὶ σημαίνει «λογὴ τοῦ στοιχείου», δηλαδή, «συλλογή» ἢ «ἐπιλογή» του, ἐνῷ, ὁ ὅρος «ἱερολογία», ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «ἱερός» καὶ τὸ οὐσιαστικὸ «λόγος» (ἀπὸ τὸ «λέγειν», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «ὁμιλεῖν»), σημαίνοντας «ἱερὸς λόγος», δηλαδή, «εὐχή».

β΄. Στὸ πέμπτο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας καὶ στὴ σελίδα 19 γράφουμε: «Εὐνόητον, ὅτι οἱ ὅροι «ἐνθησαύριση» καὶ «ἀποταμίευση» τῆς ἱερωσύνης εἶναι ὁμόλογοι πρὸς τὸν ὅρο «χειροτονία», ὅτι δηλαδή, ἡ ἐνθησαύριση καὶ ἀποταμίευση τῆς ἱερωσύνης γίνεται μὲ τὴ χειροτονία ἢ κάποια ἄλλη ἰσοδύναμη συμβολικὴ ἢ πνευματοσυμβολικὴ πράξη, ὅπως, γενικῶς, τὸ χρῖσμα, καὶ εἰδικῶς ἡ ὀρνιθοθεσία τοῦ Ἰορδάνου (πνευματοσυμβολική), ἡ ἀποστολικὴ ἐμφύσηση τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ φλογοθεσία τοῦ Ὑπερῴου (πνευματοσυμβολική)».

Ὁ ὅρος «πνευματοσυμβολική» ἐτυμολογεῖται, ἐν προκειμένῳ, ἀπὸ τὴν περίφραση «πνευματοειδὴς συμβολική» καὶ σημαίνει παραδόξως ἕνα συμβολικό, μέν, σχῆμα ἀλλὰ πνευματικῆς καὶ ὄχι ὑλικῆς φύσεως, δεδομένου ὅτι ἡ ἄκτιστη καὶ πνευματικὴ θεία χάρη (ἐνέργεια) μπορεῖ νὰ γίνεται «κατὰ μίμησιν αἰσθητή», μιμούμενη ἢ λαμβάνοντας ἰδεατῶς τὸ εἶδος, τὴ μορφὴ καὶ τὸ σχῆμα κάποιου κτιστοῦ ὑλικοῦ συμβόλου, χωρίς, ὅμως, νὰ συνδέεται, πράγματι, μυστικῶς μὲ κάποιο ὑλικὸ σύμβολο καὶ χωρίς, ἀσφαλῶς, νὰ εἶναι ἡ ἴδια φύσει ὑλικὴ καὶ κτιστὴ καὶ ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, βεβαίως, τῆς «κατὰ χάριν» καὶ «ἐπὶ τὸ πνευματικώτερον» ἀλλοιώσεως, τῆς «καλῆς ἀλλοιώσεως» τῶν αἰσθήσεων τοῦ ἀντιλήπτορός της πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι ὥστε νὰ ἱκανωθεῖ ἀπὸ τὴ θεία πνευματικὴ χάρη νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ αἰσθητῶς μὲ τὸ σχηματικὸ αὐτὸ συμβολισμό.

Ἔτσι, κατὰ τὴ μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία νοερὰ χάρη ἔλαβε ἰδεατῶς τὸ συμβολικὸ εἶδος τοῦ αἰσθητοῦ φωτὸς καὶ φάνηκε «ὡς τὸ φῶς», κατὰ τὴ βάπτισή του, τὴ συμβολικὴ μορφὴ τοῦ αἰσθητοῦ περιστεριοῦ, φανεῖσα «ὡσεὶ περιστερά», καί, κατὰ τὴν πεντηκοστή του, τὸ συμβολικὸ σχῆμα τῶν φλογῶν τοῦ αἰσθητοῦ πυρός, φανεῖσα «ὡσεὶ γλῶσσαι πυρός».

Οἱ ἐν λόγῳ, δηλαδή, θεοφάνειες εἶναι κάτι παρόμοιο μὲ τὶς ἀγγελοφάνειες, κατὰ τὶς ὁποῖες, οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι, προκειμένου νὰ ἔλθουν σὲ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἐνσάρκους ψυχανθρώπους, μιμοῦνται καὶ λαμβάνουν ἰδεατῶς τὸ ψυχανθρώπινο σωματικὸ σχῆμα, ἐμφανιζόμενοι σ' αὐτοὺς «ὡσεὶ ἔνσαρκοι», σάν, δηλαδή, νὰ ἔχουν ἑνωθεῖ ὑποστατικῶς μὲ σῶμα, ἐνῷ, στὴν πραγματικότητα, οἱ ἴδιοι οὔτε ἔχουν σῶμα οὔτε εἶναι σῶμα («ἔνυλον») ἀλλὰ κτιστὸ πνεῦμα («ἡμίυλον»), σὲ διάκριση ἀπὸ τὸ ἄκτιστο θεῖο πνεῦμα («ἄϋλον»).

Ὁ ἴδιος, σημειωτέον, ὅρος, σὲ ἄλλη περίπτωση, μπορεῖ νὰ ἐτυμολογεῖται καὶ ἀπὸ τὴν περίφραση «πνευματοφόρος συμβολική», σημαίνοντας τὸν ὑπερφυσικὸ συνδυασμὸ τῆς πνευματικῆς μυστικῆς μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σαρκικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη στὸν ἀνάλογο βαθμό.

γ΄. Στὸ πέμπτο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης καὶ στὴ σελίδα 54 γράφουμε: «Ἡ λεγόμενη, σημειωτέον, «συστολὴ τῶν τιμίων δώρων», τὴν ὁποία τελεῖ ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμός, δὲν εἶναι ἐπιτελεστικὴ ἀλλὰ ὑποτελεστικὴ τελετουργικὴ πράξη, διότι τελετουργικῶς ἀνήκει στὴν «περιποίηση τῶν τιμίων δώρων» καὶ ὄχι σὲ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν τελεσιουργία τους, γι' αὐτὸ καὶ διατελεῖ οἰκεία τελετουργικὴ πράξη τοῦ διακονικοῦ καὶ ὄχι τοῦ πρεσβυτερικοῦ βαθμοῦ».

Ὁ ὅρος «συστολή», ὡς γραμματικός, δύναται νὰ σημαίνει καὶ «ἕνωση» καὶ «συμμάζεμα», δηλαδή, «περιποίηση», ὡς λειτουργικός, ὅμως, ὅρος, δηλαδή, ὡς «συστολὴ τῶν τιμίων δώρων», συναντᾶται στὴν αἵρεση τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «συμμαζέματος» ἢ τῆς «περιποιήσεως τῶν τιμίων δώρων», τὴν ὁποία τελεῖ ὁ ὑποτελεστικὸς διακονικὸς βαθμός, καὶ διακρίνεται, στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας αἱρέσεως, ἀπὸ τὸ λειτουργικό, ἐπίσης, ὅρο «ἕνωση τῶν τιμίων δώρων», τὴν ὁποία τελεῖ προηγουμένως, πρὶν τὴ «συστολή» τους, ὁ ἐπιτελεστικὸς πρεσβυτερικὸς βαθμός.

Στὴν αἵρεση, δηλαδή, τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, ἡ πρόρριψη, ἀφενός, τοῦ πρώτου τεμαχίου καὶ ἡ ἐπίρριψη, ἀφετέρου, τῶν τριῶν λοιπῶν τεμαχίων τοῦ καθηγιασμένου ἄρτου ἀπὸ τὸ δισκάριο μέσα στὸ ποτήριο τοῦ καθηγιασμένου οἴνου, ὡς τελετουργικὴ πράξη, μπορεῖ νὰ θεωρεῖται εἴτε ὡς ἐπιτελεστικὴ εἴτε ὡς ὑποτελεστικὴ καὶ νὰ ἀνήκει ἀντιστοίχως, εἴτε στὸν ἐπιτελεστικὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, ἐὰν τελεῖται μὲ τὴ λογικὴ τῆς ἐπιτελέσεως αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς ἑνώσεως τῶν τιμίων δώρων (ἄρτου καὶ οἴνου), καὶ νὰ χαρακτηρίζεται, ἐν προκειμένῳ, ὡς «ἕνωση τῶν τιμίων δώρων», εἴτε στὸν ὑποτελεστικὸ βαθμὸ τοῦ διακόνου, ἂν τελεῖται ἁπλῶς μὲ τὴ λογικὴ τῆς ὑποτελέσεως τῆς περιποιήσεως ἢ τοῦ συμμαζέματος τῶν διασκορπισμένων τιμίων δώρων (ἄρτου καὶ οἴνου) καὶ τῶν μερίδων τῆς προσκομιδῆς μέσα σὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ ἱερὸ σκεῦος, τὸ ἅγιο ποτήριο, προκειμένου ἔτσι νὰ διευκολυνθεῖ, τόσο ἡ ἀσφαλέστερη μετάδοση τῆς θείας κοινωνίας στοὺς πιστούς, ὅσο καὶ ἡ ἀσφαλέστερη κατάλυση τῶν εὐχαριστιακῶν ὑπολειμμάτων ἀπὸ τοὺς λειτουργούς, μὲ τὴ χρήση τῆς λαβίδος καὶ τοῦ μάκτρου, καί, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, νὰ χαρακτηρίζεται ὡς «συστολὴ τῶν τιμίων δώρων».

Ὅπως, ὅμως, ἔχουμε ἐξηγήσει ἐκτενῶς καὶ στὸ τρίτο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης, ἡ τελετουργικὴ αὐτὴ πράξη, μὲ ὅποια λογικὴ κι ἂν τελεῖται καὶ ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἱερατικὸ βαθμό, εἶναι κακότυπη, καὶ κακὴ καὶ κακόδοξη, καὶ ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς καὶ ἀπολύτως ἡ τέλεσή της, διότι, καὶ στὶς δύο ἐκδοχές της, εἴτε ὡς ἐπιτελεστικὴ «ἕνωση», εἴτε ὡς ὑποτελεστικὴ «συστολὴ τῶν τιμίων δώρων», πρόκειται, ὄχι γιὰ κατὰ μῖξιν (μηχανική), ἀσύγχυτη, δηλονότι, καὶ ἀσύμφυρτη, ἀλλὰ γιὰ κατὰ κρᾶσιν (χημική) ἕνωση, γιὰ σύγχυση, δηλαδή, καὶ σύμφυρση τῶν τιμίων δώρων μεταξύ τους, καὶ περὶ βρώσεως «πνικτοῦ ἐν τῷ οἴνῳ ἄρτου», ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, «πνικτοῦ ἐν τῷ αἵματι σώματος», τουτέστι, περὶ θηριώδους «κατασπαράξεως», κατὰ τὸν ἀπάνθρωπο τρόπο τῶν ἀγρίων θηρίων, καί, ἐν γένει, περὶ εἰδεχθοῦς καὶ ἐμετικῆς «εὐχαριστιακῆς καὶ μυστηριακῆς ἀηδίας», ἡ ὁποία, ἀσφαλῶς, νοθεύει, βεβηλώνει καί, κατ' ἀκρίβειαν, ἀκυρώνει στὴν τελετουργικὴ πράξη τὸ ὅλο εὐχαριστιακὸ μυστήριο καὶ συμβολικῶς καὶ πνευματικῶς, ὡς κακότυπο, καὶ κακὸ καὶ κακόδοξο, ὡς «διαβλητή», δηλαδή, «εὐχαριστιακὴ θυσία».

Ὁ ἄρτος, σημειωτέον, δὲν εἶναι σπόγγος, ὥστε νὰ ἔρχεται σὲ κατὰ μῖξιν μηχανικὴ ἕνωση μὲ τὰ ὑγρὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπορροφᾷ μέσα του, ἀλλὰ ζύμη, γι' αὐτὸ καὶ ἔρχεται σὲ κατὰ κρᾶσιν χημικὴ ἕνωση μὲ τὸν οἶνο καὶ ζυμώνεται συμφυρόμενος μαζί του (μουστοκουλουριάζεται). Κρασόπιτα, δυστυχῶς, καὶ μουστοκουλουριὰ τὴν ἔκαναν τὴν εὐχαριστία οἱ παλαιορθόδοξοι καὶ ψευδορθόδοξοι αἱρετικοὶ τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ.

Ἀκόμη, ὅμως, καὶ στὴν ὑποθετικὴ περίπτωση ποὺ ἡ ἐν λόγῳ τελετουργικὴ πράξη δὲν ἦταν κακότυπη καὶ ἐπιτρεπόταν ἡ τέλεσή της, καὶ ὡς «ἕνωση» καὶ ὡς «συστολὴ τῶν τιμίων δώρων», θὰ ἔπρεπε νὰ ἀνήκει μόνο στὸν ἐπιτελεστικὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, θὰ ἦταν, δηλαδή, «ἀνοίκειος» γιὰ τὸν ὑποτελεστικὸ βαθμὸ τοῦ διακόνου, διότι καὶ ἡ συστολή, παρὰ τὸ ὅτι θεωρητικῶς ἔχει ἁπλῶς συμμαζευτικὸ καὶ περιποιητικό, ὑποτελεστικό, δηλαδή, χαρακτῆρα, πρακτικῶς, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ, προκαλεῖ καὶ αὐτὴ ἕνωση τῶν τιμίων δώρων καί, συνεπῶς, ἐπικτᾶται ἐπιπλέον καὶ ἐπιτελεστικὸ χαρακτῆρα, πρόκειται, δηλαδή, κατ' οὐσίαν, γιὰ συνέχεια καὶ ὁλοκλήρωση τῆς «ἑνώσεως τῶν τιμίων δώρων», δεδομένου ὅτι ὁ ὅλος καθηγιασμένος εὐχαριστιακὸς ἄρτος ἔχει, ἐν προκειμένῳ, μερισθεῖ σὲ τέσσερα τεμάχια καὶ προκειμένου νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ «ἕνωση τῶν τιμίων δώρων» θὰ πρέπει νὰ ῥιφθοῦν μέσα στὸ ποτήριο τοῦ ὅλου καθηγιασμένου οἴνου καὶ τὰ τέσσερα τεμάχιά του.

Ἀλλ' ἐπίσης καὶ στὴν ὑποθετικὴ περίπτωση ποὺ ἐπιτρεπόταν καὶ ἡ ῥίψη τοῦ ζέοντος ὕδατος μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο καὶ δὲν ἦταν καὶ αὐτὴ κακότυπη, καὶ κακὴ καὶ κακόδοξη, θὰ ἦταν καὶ αὐτή, ὡς τελετουργικὴ πράξη, ἐπιτελεστικὴ καὶ ὄχι ὑποτελεστική, «οἰκεία», δηλαδή, μόνο γιὰ τὸν πρεσβύτερο ἐπιτελεστὴ καὶ «ἀνοικεία» γιὰ τὸ διάκονο ὑποτελεστή, δεδομένου ὅτι τὸ ζέον ὕδωρ ἀποτελεῖ τὸ τρίτο εὐχαριστιακὸ στοιχεῖο, μετὰ τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο, καὶ ὅτι θὰ εἴχαμε καὶ πάλι ἕνωση μεταξὺ εὐχαριστιακῶν στοιχείων, γι' αὐτὸ καὶ ὁλόκληρη ἡ ἱερολογία (εὐχολογία) καὶ ὁλόκληρη ἡ ἱεροπραξία (εὐλογία χειρὸς καὶ ἔρριψή) του θὰ ἔπρεπε νὰ ἀνήκει καὶ αὐτὴ μόνο στὸν ἐπιτελεστικὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου.

Τὸ παράλογο ἄλλωστε τοῦ δόγματος τῆς αἱρέσεως τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ καταφαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ὅλη εὐχαριστιακή του τυπικὴ διάταξη, κατὰ τὴν ὁποία, ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ ἄτοπα τὰ κάνει ἀτοπώτερα, ἀκόμη, δηλαδή, καὶ αὐτὴ τὴν ἄτοπο κράση καὶ σύμφυρση μεταξὺ τῶν τριῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων καὶ τὴν ἐξ αὐτῶν μετάληψη δὲν τὴν τελεῖ ὅπως θὰ ἔπρεπε.

Ἔτσι, πρῶτα, τελεῖ ἔρριψη τοῦ πρώτου, μόνο, τεμαχίου τοῦ καθηγιασμένου εὐχαριστιακοῦ ἄρτου μέσα στὸ ποτήριο τοῦ καθηγιασμένου εὐχαριστιακοῦ οἴνου, ἐρρίπτοντας ἀκολούθως καὶ τὸ ζέον ὕδωρ, χωρὶς νὰ ὁλοκληρώνει τὴν ἵδια ὥρα καὶ στὴν ἴδια φάση τὴν κράση καὶ τὴν ἕνωση μεταξὺ τοῦ ὅλου ἄρτου καὶ τοῦ ὅλου οἴνου, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τοῦ ὅλου χημικοῦ κράματος τοῦ ἀρτοοίνου καὶ τοῦ ὅλου ζέοντος ὕδατος, χωρίς, δηλαδή, νὰ ἐρρίπτει, εἴτε ταὐτόχρονα, εἴτε ἄμεσα τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο καὶ τὰ τέσσερα ἀρτοτεμάχια, ἀλλὰ καὶ διασπῶντας, ἐπιπλέον, καὶ τὴν κράση τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος σὲ δύο φάσεις καὶ ῥίπτοντας μέσα στὸ οἰνοποτήριο τὸ ἕνα μέρος τοῦ ὕδατος ψυχρὸ κατὰ τὴν προσκομιδὴ καὶ τὸ ἄλλο μέρος τοῦ ὕδατος ζεστὸ μετὰ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὸν καθαγιασμό.

Δεδομένου ὅτι πρόκειται γιὰ ἑτεροειδῆ συμβολικὰ μυστηριακὰ στοιχεῖα, γιὰ ἄρτο, δηλαδή, οἶνο καὶ ὕδωρ, ἐάν, δῆθεν, ὑποτεθεῖ ὅτι καὶ τὰ τρία αὐτὰ ἔρχονται σὲ κράση καὶ σύμφυρση μεταξύ τους, ἡ χημικὴ αὐτὴ μετ' ἀλλήλων κράση καὶ ἕνωση θὰ πρέπει, ἀφενός, νὰ εἶναι «μετακαθαγιαστική», νὰ ἐπακολουθήσει, δηλαδή, μετὰ τὴν εὐλογία τοῦ καθαγιασμοῦ τους (ἡ ὁποία θὰ πρέπει νὰ προηγηθεῖ τῆς κατὰ κρᾶσιν χημικῆς ἑνώσεώς τους καὶ νὰ γίνει καταρχὴν χωριστὰ καὶ διαδοχικὰ γιὰ κάθε ἕνα στοιχεῖο, πρῶτα γιὰ τὸν ἄρτο, ἀμέσως μετὰ γιὰ τὸν οἶνο καὶ ἀμέσως ἔπειτα γιὰ τὸ ὕδωρ, καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀπὸ κοινοῦ καὶ γιὰ τὰ τρία εὐχαριστιακὰ στοιχεῖα) καὶ ἀφετέρου, «συνεχής» καὶ «ἀδιάκοπος», νὰ πραγματοποιηθεῖ, δηλαδή, στὴν ἴδια φάση καὶ γιὰ τὰ τρία τοιαῦτα στοιχεῖα, πρῶτα, δηλαδή, νὰ ῥιφθοῦν μέσα στὸ ποτήριο τοῦ ὅλου οἴνου καὶ τὰ τέσσερα μαζὶ ἀρτοτεμάχια ἢ τὸ ἕνα ἀμέσως μετὰ τὸ ἄλλο καὶ ἀμέσως ἔπειτα ὅλο τὸ ὕδωρ ζεστό, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ὁμοιοειδῆ συμβολικὰ μυστηριακὰ στοιχεῖα τῶν ὁποίων ἡ κατὰ κρᾶσιν ἕνωση εἶναι «προκαθαγιαστική», τὰ ὁποῖα, δηλαδή, ἑνώνονται μεταξύ τους σὲ ἕνα ἑνιαῖο κρᾶμα πρὶν τὸν καθαγιασμό τους, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς παρασκευῆς τῆς εἰδικῆς συνθέσεως τοῦ ὑλικοῦ χρίσματος.

Ἡ ἀπαραίτητη αὐτὴ ἐπισήμανση σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς σχετικὲς διηγήσεις τῶν εὐαγγελίων ποὺ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ τρίτο εὐχαριστιακὸ στοιχεῖο τοῦ ὕδατος, ἀποδεικνύει ὅτι κατὰ τὸν εὐχαριστιακὸ δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς μαθητὲς δὲν ὑπῆρχε εὐχαριστιακὸ ὕδωρ σὲ κράση μὲ τὸν εὐχαριστιακὸ οἶνο μέσα στὸ ποτήριο τοῦ οἴνου καὶ πρὶν τὴν εὐλογία τοῦ οἰνοποτηρίου, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ κακόδοξος ἀνατολικὸς χριστιανισμός, διότι, ἂν ὑπῆρχε τὸ ὕδωρ συμπεφυρμένο μὲ τὸν οἶνο, τότε, θὰ ἔπρεπε, πρῶτα νὰ ἐμπεριέχεται μέσα σὲ ἄλλο ἰδιαίτερο ποτήριο ὕδατος καὶ νὰ εὐλογεῖται καὶ αὐτὸ χωριστὰ τρίτο στὴ σειρά, μετὰ τὶς δύο χωριστὲς εὐλογίες τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, καὶ ἔπειτα νὰ ῥίπτεται καὶ αὐτὸ μέσα στὸ οἰνοποτήριο καὶ ἀμέσως μετὰ τὴ ῥίψη τοῦ ἄρτου, νὰ διατελεῖ, δηλαδή, ἐπιπλέον συμπεφυρμένο καὶ μὲ τὸν ἄρτο καὶ ὄχι μόνο μὲ τὸν οἶνο, τίποτα, ὅμως, ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀναφέρεται ῥητῶς σὲ καμία ἱστορικὴ εὐαγγελικὴ διήγηση.

Ἐν προκειμένῳ, ὁ ψευδορθόδοξος ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς δὲν βασίστηκε στὴν ἴδια τὴν ἁγία γραφή, ἡ ὁποία δὲν ἀναφέρει οὔτε ὑδροκρασία τοῦ οἴνου οὔτε οἰνοκρασία τοῦ ἄρτου μέσα στὸ οἰνοποτήριο, ἀλλὰ σὲ μία προφανῶς νοθευμένη λειτουργικὴ παράδοση τὴν ὁποία ἐξέλαβε αὐθαιρέτως, δῆθεν, ὡς ἀποστολικὴ καὶ γνήσια καὶ μάλιστα στὸ ὄνομα τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου, τοῦ φερομένου ὡς «ἀδελφοῦ τοῦ Χριστοῦ», στηρίχτηκε, δηλαδή, στὸ κείμενο τῆς λεγόμενης «ἀρχαίας πρωτοχριστιανικῆς λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου», τὸ ὁποῖο, ὅμως, κατὰ τὴ θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ στὴ μορφὴ ποὺ παραδίδεται, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι ἀρχαιότερο τοῦ τετάρτου μετὰ Χριστὸν αἰῶνος (300 – 400 μ.Χ.) καὶ στὸ ὁποῖο, ὡς γνωστόν, μαρτυρεῖται, δῆθεν, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, κατὰ τὸν εὐχαριστιακὸ δεῖπνο μὲ τοὺς μαθητές του, πρὶν εὐλογήσει τὸ ποτήριο τοῦ οἴνου, ἔκανε κράση τοῦ οἴνου μὲ τὸ ὕδωρ, ὡς ἑξῆς: «Ὡσαύτως μετὰ τὸ δειπνῆσαι, λαβὼν ποτήριον καὶ κεράσας ἐξ οἴνου καὶ ὕδατος ... εὐλογήσας ... μετέδωκε τοῖς ἁγίοις καὶ μακαρίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις ...».

Πρόκειται σαφῶς γιὰ κακόδοξο καὶ νόθο λειτουργικὸ κείμενο μὲ ἐμφανεῖς ἐπιδράσεις, τόσο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ εἰδωλολατρία, διαμέσου τῶν ἐξ ἑλλήνων χριστιανῶν, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, θεωροῦσε ὡς ὕβρη κατὰ τῶν εἰδώλων τῶν ψευδοθεῶν της καὶ ἀπαγόρευε τὴν προσφορὰ σπονδῆς ἀκράτου καὶ καθαροῦ οἴνου πρὸς αὐτούς, ἄνευ κράσεως καὶ συμφύρσεως καὶ νοθεύσεώς του μὲ τὸ ὕδωρ (ἡ ὁποία συμβολίζει τὸ ἀνακάτεμα καὶ τὴν ἄμβλυνση τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κακό, τῆς ἀρετῆς μὲ τὴν ἁμαρτία), ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ νοθευμένη μὲ εἰδωλολατρικὰ καὶ ἄλλα στοιχεῖα μεταγενέστερη τῶν μωσαϊκῶν χρόνων ἰουδαϊκὴ παράδοση, διαμέσου τῶν ἐξ ἰουδαίων χριστιανῶν, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, ἐπέτρεπε καὶ συγχωροῦσε τὴν κράση τοῦ οἴνου μὲ τὸ ὕδωρ στὴν ἐθιμοτυπία διεξαγωγῆς τοῦ ἰουδαϊκοῦ πασχάλιου δείπνου, τὴν ὁποία, ὅμως, ὁ ζηλωτὴς Ἰησοῦς εἶναι ἀδιανόητο νὰ τήρησε κατὰ τὸν πασχάλιο εὐχαριστιακὸ δεῖπνο μὲ τοῦς μαθητές του ἀλλὰ καὶ ἀδύνατο νὰ ἀποδειχθεῖ ἂν τήρησε ἢ ὄχι ἀπὸ τὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις.

Ὁ δογματικός, σημειωτέον, λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς παρέλειψε, κατὰ τὸν εὐχαριστιακὸ δεῖπνο, νὰ παραδώσει τὸ τρίτο εὐχαριστιακὸ στοιχεῖο τοῦ ὕδατος ἦταν καὶ πνευματικὸς καὶ συμβολικός, προκειμένου ἔτσι νὰ ὑποδηλώσει μὲ συμβολικὸ τρόπο ὅτι δὲν ἦταν ἀκόμη ἐφικτὸ νὰ ἐκδηλωθεῖ «ἐν ἐνεργείᾳ» ἡ πνευματικὴ χάρη τοῦ εὐχαριστιακοῦ καθαγιασμοῦ, ἡ ὁποία, λόγῳ προσωρινοῦ φυσικοῦ κωλύματος αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου Ἰησοῦ ποὺ παρὰ τὸ ἁγιοπνευματικό του βάπτισμα στὸν Ἰορδάνη βρισκόταν ἀκόμη στὴ διαβλητὴ μεταπτωτικὴ φύση καὶ στὴ χρονικὴ φάση λίγο πρὶν τὸ ἐξιλεωτικὸ πάθος, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση (ἀπόπτωση), ἀλλὰ καὶ ἐξαιτίας τοῦ προσωρινοῦ μεθεκτικοῦ κωλύματος τῶν μαθητῶν του ποὺ δὲν μποροῦσαν ἀκόμη, ὄχι μόνο πρὶν τὴν ἀνάσταση ἀλλὰ καὶ πρὶν τὴν ἀνάληψη καὶ τὴν πεντηκοστὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ μετέχουν στὴν πνευματικὴ χάρη γενικῶς τῶν μυστηρίων καὶ τῶν μυστηριοειδῶν καὶ μάλιστα τοῦ κορυφαίου εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, διατελοῦσε προσωρινῶς «ἐν ἐγρηγόρσει», ἢ ἀλλιῶς, σὲ καθαγιαστικὴ ἑτοιμότητα, στὴ συμβολικὴ καὶ πνευματικὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερατικὴ ὑπόσταση τοῦ Ἰησοῦ.

Ἄρα, μποροῦσε ἀλλὰ καὶ ἔπρεπε παιδαγωγικῶς, γιὰ διδακτικοὺς λόγους, γιὰ νὰ φανεῖ, δηλαδή, μὲ κάποια συμβολικὴ καὶ σημαντικὴ κίνηση, ἡ πρόσκαιρη αὐτή, ἐκ τῶν πραγμάτων, παρακώλυση τῆς μυστικῆς καὶ πνευματικῆς ἐπιτελέσεως καὶ μεθέξεως τοῦ εὐχαριστιακοῦ καθαγιασμοῦ, νὰ παραλειφθεῖ καὶ τὸ κατεξοχὴν σύμβολο καὶ δοχεῖο τοῦ ἐνεργήματος τῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος ποὺ εἶναι τὸ εὐχαριστιακὸ ζέον ὕδωρ.

Καὶ τὸ ἴδιο, ἀσφαλῶς, ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἁγιαστικὴ καὶ τὴν ὑφαγιαστικὴ μορφὴ τῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος, τὸν πνευματικὸ εὐχαριστιακὸ ἁγιασμὸ (χάρη μερίδων δισκαρίου, κατακλαστοῦ ὑψώματος τοῦ λειτουργοῦ καὶ ὑψώματος τοῦ λαοῦ) καὶ τὸν πνευματικὸ εὐχαριστιακὸ ὑφαγιασμὸ (χάρη κοινοῦ ἀντιδώρου), τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστηρίξει κανεὶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε, ἔστω, τὴν ὑφαγιαστικὴ καὶ τὴν ἁγιαστικὴ εὐχαριστιακὴ πνευματικὴ χάρη στὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο τοῦ εὐχαριστιακοῦ δείπνου μὲ τοὺς μαθητές του, ἐφόσον δὲν μποροῦσε ἀκόμη νὰ τελέσει τὸν πνευματικὸ εὐχαριστιακὸ καθαγιασμό τους, ὅτι δηλαδή, τέλεσε ἀτελῶς καὶ ἡμιτελῶς ἐφόσον δὲν μποροῦσε νὰ τελέσει ὁλοτελῶς τὴν πνευματικὴ εὐχαριστιακὴ θυσία, διότι δὲν γίνεται νὰ κωλύεται κανεὶς νὰ τελέσει τὸ κορυφαῖο μέρος τῆς πνευματικῆς εὐχαριστιακῆς θυσίας, τὸν πνευματικὸ εὐχαριστιακὸ καθαγιασμό, καὶ νὰ μὴν κωλύεται νὰ τελέσει τὸ μέσο καὶ τὸ βασικὸ μέρος, τὸν πνευματικὸ εὐχαριστιακὸ ἁγιασμὸ καὶ ὑφαγιασμό. Καὶ ἐπιπλέον, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, δὲν δικαιολογεῖται ἡ παράλειψη τοῦ εὐχαριστιακοῦ ὕδατος, τὸ ὁποῖο συμβολίζει κατεξοχὴν καὶ γενικῶς τὴν εὐχαριστιακὴ πνευματικὴ χάρη, εἴτε καθαγιαστική, εἴτε ἁγιαστική, εἴτε ὑφαγιαστική.

Ἡ ὁλότητα τῆς ἐπιτελέσεως τῆς εὐχαριστιακῆς θυσίας κρίνεται στὰ μέτρα καθεμιᾶς ἀπὸ τὶς τρεῖς ἐπιτελεστικὲς φύσεις, τὴν πνευματικὴ μυστική, τὴν ψυχικὴ συμβολικὴ καὶ τὴ σαρκικὴ συμβολική, οἱ ὁποῖες, ἀσφαλῶς, κατέχονται ὁλόκληρες ἀπὸ ὅσους τελετουργοὺς τὶς κατέχουν καὶ ὄχι μισὲς καὶ κολοβές.

Ὅποιος, δηλαδή, κατέχει τὴν πνευματικὴ μυστικὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερωσύνη, στὴν καινή, μόνο, διαθήκη, ἐπιτελεῖ, ἢ γιὰ τὸν παραπάνω λόγο κωλύεται προσωρινὰ νὰ ἐπιτελέσει, ὁλόκληρη τὴν πνευματικὴ εὐχαριστιακὴ θυσία καὶ στὰ τρία πνευματικὰ ἁγιαστικὰ ἐπίπεδα (καθαγιαστικό, ἁγιαστικό, ὑφαγιαστικό), ἐπιτελεῖ, δηλαδή, αὐτὸν καθεαυτὸν τὸν πνευματικὸ εὐχαριστιακὸ καθαγιασμό, ἁγιασμὸ καὶ ὑφαγιασμό, μὲ τὴν κύρια δράση τῆς πνευματικῆς μυστικῆς καὶ μὲ τὴν ἄμεση συμμετοχὴ τῆς ψυχικῆς καὶ τὴν ἔμμεση συμμετοχὴ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης, διαμέσου τῆς ψυχικῆς, ἀμφότερες τὶς ὁποῖες ὁπωσδήποτε συγκατέχει.

Καὶ ὅποιος κατέχει τὴν ψυχικὴ συμβολικὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερωσύνη, καὶ στὴν παλαιὰ καὶ στὴν καινὴ διαθήκη, ἐπιτελεῖ ὁλόκληρη τὴν ψυχικὴ εὐχαριστιακὴ θυσία στὸ ἀνώτερο ἀκραῖο συμβολικὸ ἁγιαστικὸ ἐπίπεδο καὶ στὸ ἀνώτερο μέσο συμβολικὸ ἁγιαστικὸ ἡμιεπίπεδο (καθαγιαστικὸ καὶ μεῖζον ἁγιαστικό), ἐπιτελεῖ, δηλαδή, τὴ συμβολικὴ ἕλκυση καὶ ἐπισκίαση τῆς καθαγιαστικῆς καὶ τῆς μείζονος ἁγιαστικῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος, μὲ τὴν κύρια δράση τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς καὶ τὴν ἄμεση συμμετοχὴ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης, τὴν ὁποία ὁπωσδήποτε συγκατέχει, καὶ στὴν παλαιὰ καὶ στὴν καινὴ διαθήκη, ἢ καὶ μὲ τὴν ἄμεση συμμετοχὴ τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, ἂν τὴ συγκατέχει καὶ αὐτή, στὴν καινή, δηλαδή, μόνο, διαθήκη (σχετικὰ μὲ τὴν παράλληλη ἀντιστοίχηση τῶν ἑπτὰ καθαγιαστικῶν, ἁγιαστικῶν καὶ ὑφαγιαστικῶν τελετουργικῶν πράξεων τῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης μεταξὺ παλαιᾶς καὶ καινῆς διαθήκης βλέπε στὸ τέταρτο προδημοσιευθὲν μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας).

Καὶ ὅποιος κατέχει τὴ σαρκικὴ συμβολικὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερωσύνη, καὶ στὴν παλαιὰ καὶ στὴν καινὴ διαθήκη, ἐπιτελεῖ ὁλόκληρη τὴ σαρκικὴ εὐχαριστιακὴ θυσία στὸ κατώτερο ἀκραῖο συμβολικὸ ἁγιαστικὸ ἐπίπεδο καὶ στὸ κατώτερο μέσο συμβολικὸ ἁγιαστικὸ ἡμιεπίπεδο (ὑφαγιαστικὸ καὶ μεῖον ἁγιαστικό), ἐπιτελεῖ, δηλαδή, τὴ συμβολικὴ ἕλκυση καὶ ἐπισκίαση τῆς ὑφαγιαστικῆς καὶ τῆς μείονος ἁγιαστικῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος, μὲ τὴν κύρια δράση τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς καὶ τὴν ἄμεση συμμετοχὴ τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης, ἂν τὴ συγκατέχει, καὶ στὴν παλαιὰ καὶ στὴν καινὴ διαθήκη, ἢ καὶ μὲ τὴν ἔμμεση συμμετοχὴ τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, διαμέσου τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς, ἐὰν τὴ συγκατέχει καὶ αὐτή, στὴν καινή, δηλαδή, μόνο, διαθήκη (σχετικὰ μὲ τὴν παράλληλη ἀντιστοίχηση τῶν ἑπτὰ καθαγιαστικῶν, ἁγιαστικῶν καὶ ὑφαγιαστικῶν τελετουργικῶν πράξεων τῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης μεταξὺ παλαιᾶς καὶ καινῆς διαθήκης βλέπε στὸ τέταρτο προδημοσιευθὲν μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης).

Ἡ πνευματικὴ μυστικὴ τέλεση καὶ μέθεξη τοῦ κορυφαίου εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου (τὸ ὁποῖο ἑνώνει ὑπερφυσικῶς τὸν τρισυπόστατο θεάνθρωπο, καὶ ὡς θεὸ καὶ ὡς ἄνθρωπο, μὲ τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μετέχουν τοῦ μυστηρίου ὑπερφυσικῶς μεταξύ τους), στὰ πλαίσια τῆς ἀδαμιαίας μεταπτωτικῆς ἀνθρωπότητος, προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὸν ἀπαρτισμὸ καὶ τὴ συνεργασία τῶν τριῶν μελῶν τοῦ ἠθικοφυσικοῦ ἀντεπιδεικτικοῦ ἐντελεχειακοῦ τριπτύχου, τοῦ προαδαμιαίου καὶ προπτωτικοῦ θεοψυχανθρώπου, ὡς ἀρχετύπου, τοῦ ἀδαμιαίου καὶ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἀντιτύπου, καὶ τοῦ ἀδαμιαίου καὶ ἀποπτωτικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀπὸ πτώσεως ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐκτύπου, ὁ ὁποῖος, ἐν προκειμένῳ, διαμεσολαβεῖ μεταξὺ τῶν δύο ἀντιθέτων ἠθικοφυσικῶν ἄκρων καὶ τὰ ἑνώνει μυστικῶς, στὰ τελετουργικὰ πλαίσια τοῦ ἑβδόμου καὶ ὑπερφυοῦς μυστηρίου τῆς κατ' ἄνθρωπον θείας εὐχαριστίας, ὡς Εὐχαριστιακὸς Μεσίτης τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἡ μετάβαση, ὅμως, τοῦ Μεσίτου Χριστοῦ ἀπὸ τὴ μεταπτωτικὴ στὴν ἀποπτωτικὴ ἀδαμιαία φύση προϋποθέτει τὴν ἐκ μέρους του Ἐξιλέωση τοῦ Προαδαμιαίου καὶ Προπτωτικοῦ Τρισυποστάτου Θεοψυχανθρώπου, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὁλοκληρώνεται στὴν πνευματικώτατη πεντηκοστή του, γι' αὐτὸ καὶ εὐλόγως μόνο μετὰ τὴν πεντηκοστὴ τοῦ Ἰησοῦ καθίσταται δυνατὴ ἡ πνευματικὴ μυστικὴ τέλεση καὶ μέθεξη τοῦ εὐχαριστιακοῦ καθαγιασμοῦ καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, ἡ παράδοση τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ κατὰ τὸν πασχάλιο δεῖπνό του μὲ τοὺς μαθητὲς ἦταν, μέν, καὶ συμβολικοῦ καὶ πνευματικοῦ χαρακτῆρος, ἀλλὰ μὲ τὴν εὐρύτερη καὶ ἀσαφέστερη ἔννοια τοῦ ὅρου «πνευματική», μόνο, δηλαδή, «κατὰ συμμετοχικότητα» καὶ ὄχι «κατὰ κυριότητα» τῆς πνευματικῆς μυστικῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης του.

Ἐν προκειμένῳ καὶ σύμφωνα μὲ ὅσα προαναφέρθηκαν σὲ προδημοσιευθέντα μέρη τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης καὶ ὑπομιμνήσκονται ἐπιπλέον καὶ παρακάτω, ἡ πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ (καὶ φορέως τοῦ ἀρχιερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου) Χριστοῦ, σὲ σχέση καὶ μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ μὲ τὴ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργική του ἱερωσύνη, διατελοῦσε μόνο «ἐν ἐγρηγόρσει» καὶ σὲ καθαγιαστική, ἁγιαστικὴ καὶ ὑφαγιαστικὴ ἑτοιμότητα, κατὰ τὸν εὐχαριστιακό, δηλαδή, καθαγιασμό, ἁγιασμὸ καὶ ὑφαγιασμό, ἐκδηλώθηκε μόνο ὡς «συμμετοχική» καὶ ὄχι καὶ ὡς «κυρία» τελετουργικὴ ἐνέργεια, «εἱλκύσθη», δηλονότι, μόνο, ἐμμέσως, ἀφενός, ἀπὸ τὴν «κυρία» σαρκικὴ συμβολική, διαμέσου τῆς ἀμέσως «συμμετοχικῆς» ψυχικῆς συμβολικῆς, καὶ «ἐπεσκίασε» τὰ τίμια δῶρα κατὰ τὴ συμβολικὴ προσκομιδή τους, χωρίς, ὅμως, νὰ τὰ ὑφαγιάσει καὶ νὰ τὰ ἁγιάσει μειόνως (μείων ἁγιασμός) «ἐν ἐνεργείᾳ», καὶ ἀμέσως, ἀφετέρου, ἀπὸ τὴν «κυρία» ψυχικὴ συμβολικὴ καὶ «ἐπεσκίασε» πάλι τὰ τίμια δῶρα κατὰ τὴ συμβολικὴ ἀναφορά τους, χωρίς, ὅμως, νὰ τὰ καθαγιάσει «ἐν ἐνεργείᾳ» (ἐδῶ ἡ σαρκικὴ συμβολικὴ ἦταν, ἐπίσης, ἀμέσως «συμμετοχική», ὅπως καὶ ἡ πνευματικὴ μυστική).

Ὁ Χριστός, δηλαδή, μὲ βάση ὅσα ἀναφέραμε παραπάνω, θὰ ἔπρεπε, ἐν προκειμένῳ, νὰ ἐπιτελέσει ὁλόκληρη τὴ σαρκικὴ καὶ ὁλόκληρη τὴν ψυχικὴ εὐχαριστιακὴ θυσία μὲ τὴ συμμετοχὴ τῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος, πλήν, ὅμως, οἱ εὐαγγελιστὲς στὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις καταγράφουν μόνο τὴν ψυχικὴ εὐχαριστιακὴ θυσία μὲ τὴ συμμετοχὴ τῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος, κάνοντας λόγο μόνο γιὰ τὴν ἀναφορὰ καὶ ὄχι γιὰ τὴν προσκομιδὴ τῶν τιμίων δώρων, τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἡ ὁποία, προφανῶς, δὲν ἐπιτελέσθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ (μὲ τὸ ἐν λόγῳ καὶ αὐτὴ εὐρύτερο καὶ ἀσαφέστερο πνευματικὸ νόημα τῆς ἑλκύσεως καὶ τῆς ἐπισκιάσεως τῆς χάριτος) χάριν συντομίας, μὲ ἐφαρμογὴ τοῦ σχήματος τῆς ἐντελεχειακῆς συμπτύξεως μεταξὺ τοῦ ἁγιαστικοῦ καὶ τοῦ ὑφαγιαστικοῦ ἐντελεχειακοῦ εἴδους τῆς αἰτιατῆς ἁγιαστικῆς ἐντελεχειακῆς κατηγορίας.

Ἡ ἐν λόγῳ συμμετοχικότητα καὶ ὄχι κυριότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ τεκμαίρεται ἄλλωστε καὶ ἀπὸ τὴν ὄχι τυχαία παράλειψη ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἐκτὸς τοῦ εὐχαριστιακοῦ ὕδατος, τοῦ κατεξοχὴν καὶ ἐν γένει συμβόλου τῆς εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος, εἴτε καθαγιαστικῆς, εἴτε ἁγιαστικῆς, εἴτε ὑφαγιαστικῆς, προσέτι καὶ τῆς δεύτερης καὶ κοινῆς εὐχαριστιακῆς εὐλογίας τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, διαμέσου τῆς ὁποίας ἐκφράζεται ἡ κυριότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς καὶ ἡ συμμετοχικότητα τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης καὶ ἐνεργεῖται ὄχι μόνο ὁ πνευματικὸς εὐχαριστιακὸς καθαγιασμὸς κατὰ τὴν ἀναφορὰ τῶν τιμίων δώρων στὴν τράπεζα τῆς καταθέσεώς τους (ἁγία τράπεζα), ἀλλ' ἀναλόγως καὶ προηγουμένως καὶ ὁ πνευματικὸς εὐχαριστιακὸς ἁγιασμὸς καὶ ὑφαγιασμὸς κατὰ τὴν προσκομιδή τους στὶς τράπεζες τῆς ἐπιθέσεως καὶ τῆς προθέσεώς τους ἀντιστοίχως (κατὰ τὸ καινορθόδοξο δόγμα).

Δεδομένου ὅτι ὁ Ἰησοῦς τέλεσε μόνο τὴν πρώτη καὶ χωριστὴ εὐλογία τῶν δύο μόνο ἀπὸ τὰ τρία εὐχαριστιακὰ στοιχεῖα (τὸ τρίτο εὐχαριστιακὸ στοιχεῖο τοῦ ὕδατος οὔτε κἂν ὑπῆρχε, ὡς εὐχαριστιακό, ἐπὶ τῆς τραπέζης), εὐλογῶντας χωριστὰ τὸν ἄρτο καὶ χωριστὰ τὸν οἶνο, διαμέσου τῆς ὁποίας ἐκφράζεται ἀναλόγως ἡ κυριότητα εἴτε τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς εἴτε τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης καὶ ἡ συμμετοχικότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, εἴτε ἄμεση εἴτε ἔμμεση, μέσῳ τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς, ὑπὸ τὸ ὡς ἄνω εὐρύτερο καὶ ἀσαφέστερο πνευματικὸ νόημα τῆς ἑλκύσεως καὶ τῆς ἐπισκιάσεως τῆς πνευματικῆς χάριτος, καθὼς καὶ ἡ ἄμεση συμμετοχικότητα εἴτε τῆς σαρκικῆς εἴτε τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς.

Βάσει, σημειωτέον, τῆς τριαδικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντεπιδείξεως τῶν φυσικῶν καταστάσεων τῆς ἐνεργείας, ἡ «ἐν ἐγρηγόρσει» κατάσταση ἀποτελεῖ τὴ μέση καὶ μικτὴ ἔκτυπο φυσικὴ κατάσταση τῆς ὅλης ἐνεργείας μεταξὺ ἀμφοτέρων τῶν ἀκραίων καὶ ἐκ διαμέτρου ἀντιθέτων, τῆς πρώτης καὶ ἀρχετύπου ἀκραίας, τῆς «ἐν δυνάμει», καὶ τῆς ἐσχάτης καὶ ἀντιτύπου ἀκραίας, τῆς «ἐν ἐνεργείᾳ», γι' αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται ἀλλιῶς καὶ ὡς «ἐν ἡμιενεργείᾳ», ἀνήκει, δηλαδή, ἐντελεχειακῶς στὴν εὐρύτερη αἰτιατὴ ὀντολογία τῆς «ἐν ἐνεργείᾳ» φυσικῆς καταστάσεως καὶ ἀποτελεῖ τὸ προϊὸν τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς της πρὸς τὴν αἰτία ὀντολογία τῆς «ἐν δυνάμει» φυσικῆς καταστάσεως καὶ συνεπῶς, ὑπὸ τὴν εὐρύτερη ἐντελεχειακὴ ἀντίληψη, θεωρεῖται καὶ αὐτὴ ὡς «ἐν ἐνεργείᾳ» φυσικὴ κατάσταση.

Συνεπῶς, ἡ «ἐν ἐγρηγόρσει» ἢ «ἐν ἡμιενεργείᾳ» κατάσταση τῆς ὅλης εὐχαριστιακῆς πνευματικῆς χάριτος, εἴτε καθαγιαστικῆς, εἴτε ἁγιαστικῆς, εἴτε ὑφαγιαστικῆς, ἡ καθαγιαστική, δηλαδή, ἁγιαστικὴ καὶ ὑφαγιαστικὴ ἑτοιμότητά της, ταὐτίζεται μὲ τὴ συμμετοχικὴ ποιότητά της, ὡς πνευματικῆς μυστικῆς ἐπιτελεστικῆς ἱερωσύνης, σὲ σχέση μὲ τὴν ὅλη, ψυχικὴ καὶ σαρκική, συμβολικὴ ἐπιτελεστικὴ ἱερωσύνη καὶ ἑρμηνεύεται μὲ τὸ ὡς ἄνω ὁρισθὲν νόημα τῆς ἑλκύσεώς της ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο ἐπιτελεστή, μέσα στὸν ὁποῖο ἐνοικεῖ καὶ ἑδράζεται, καὶ τῆς ἐπισκιάσεως ἀπὸ αὐτὴ τῶν τιμίων εὐχαριστιακῶν δώρων, τῆς πνευματικῆς, δηλαδή, προπαρασκευῆς τους, λίγο πρὶν τὸν πνευματικὸ καθαγιασμό, ἁγιασμὸ καὶ ὑφαγιασμό τους.

Πῶς, δηλαδή, θὰ καθηγίαζε, ἐν προκειμένῳ, μυστικῶς καὶ θὰ μετέβαλε πνευματικῶς ἡ θεία χάρη τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ μεταπτωτικὴ καὶ διαβλητὴ καὶ ῥυπαρὰ ἀκόμη ἀνθρώπινη φύση, σῶμα καὶ αἷμα, ἡ ὁποία, παρ' ὅτι εἶχε βαπτισθεῖ, δὲν εἶχε ἀκόμη ὁλοκληρώσει τὴ θεία ἐξιλέωση, τὸν ἁγνισμὸ καὶ τὸν ἁγιασμό της, τὴν ἀπόπτωσή της, τὴν ἀποσύνδεση, δηλαδή, καὶ ἀπομάκρυνσή της ἀπὸ τὴν ὅλη πτώση, μαζὶ μὲ τὶς φυσικές της συνέπειες, τὴν πρὸς θάνατον φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, καὶ μὲ ποιά εὐχαριστιακὴ λογική, ἐφόσον τὸ προπτωτικὸ καὶ τὸ μεταπτωτικὸ δὲν ἑνώνονται μεταξύ τους ἀμεσοέμμεσα, μέσῳ μεταπτωτικοῦ διαμεσολαβητοῦ, ἀλλὰ μόνο ἔμμεσα, διαμέσου ἀποπτωτικοῦ μεσίτου; Ἀλλὰ καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ πῶς θὰ κοινωνοῦσαν καὶ θὰ μετεῖχαν τῆς εὐχαριστιακῆς καθαγιαστικῆς πνευματικῆς χάριτος, ἐφόσον ἦταν ἀκόμη πνευματικῶς ἄχριστοι καὶ ἀβάπτιστοι; Ὑπῆρχαν, σαφῶς, πραγματικὰ κωλύματα τοῦ πνευματικοῦ εὐχαριστιακοῦ καθαγιασμοῦ.

Ἀλλ' ὅπως ἔχουμε ἤδη προεξαγγείλει σὲ προηγούμενα μέρη τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας, θὰ ἀσχοληθοῦμε πιὸ ἀναλυτικὰ μὲ τὰ δογματικὰ αὐτὰ ζητήματα σὲ ἄλλη δογματολογική μας μελέτη.

Ὁ κακόδοξος, λοιπόν, ἀνατολικὸς χριστιανισμός, ψάχνοντας, προφανῶς, στὶς εὐαγγελικὲς διηγήσεις καὶ μὴ μπορῶντας νὰ βρεῖ πουθενὰ ῥητὴ ἀναφορὰ τοῦ τρίτου εὐχαριστιακοῦ στοιχείου τοῦ ὕδατος καὶ ἀδυνατῶντας, λόγῳ τῆς ἐν γένει ὁμολογιακῆς του κακοδοξίας, νὰ κατανοήσει τὸ λόγο τῆς παραλείψεώς του, ἔπρεπε, ἀναγκαστικά, νὰ τὸ θεωρήσει ὡς ἐμπεριεχόμενο μέσα στὸ οἰνοποτήριο σὲ κράση μὲ τὸν οἶνο, υἱοθετῶντας ἔτσι τὴ γνωστὴ εἰδωλολατρικὴ τελετουργικὴ πρακτικὴ τῆς «μεθ' ὕδατος σπονδῆς τοῦ οἴνου», ἡ ὁποία, ὅπως προαναφέρθηκε, συναντᾶται καὶ στὴν ἀρχαιοελληνικὴ εἰδωλολατρία καὶ στὴ μεταγενέστερη τοῦ Μωϋσέως καὶ νόθη μὲ εἰδωλολατρικὰ στοιχεῖα ἰουδαϊκὴ παράδοση, καὶ νοηματοδοτῶντας τη μὲ τὴ χριστιανικὴ συμβολικὴ ἑρμηνεία τῆς «ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ ἐνοικούσης χάριτος», ἀλλὰ στὴν αἱρετική της ἐκδοχὴ ἡ ὁποία ἀπεικονίζει τελετουργικῶς καὶ διαστροφικῶς τὴν κατὰ μῖξιν ἀσύγχυτη ἕνωση τῆς ἀκτίστου χάριτος καὶ τῆς κτιστῆς φύσεως ὡς κατὰ κρᾶσιν συγχυτὴ ἕνωση τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ οἴνου μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο, διαστρεβλώνοντας στὴ σχέση τῶν ἐκτύπων συμβόλων τὴ σχέση τῶν συμβολιζομένων ἀρχετύπων.

Ἢ ἄλλως, κάποιοι θέλησαν ἐσκεμμένως καὶ δολίως νὰ νοθεύσουν καὶ νὰ μολύνουν τὴ χριστιανικὴ εὐχαριστιακὴ θυσία μὲ εἰδωλολατρικὰ στοιχεῖα καὶ ἐφηῦραν τὸ παραπάνω αἱρετικὸ χριστιανικὸ πρόσχημα, ἤ, κατ' ἄλλη ἐκδοχή, πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἀναμενόμενη καὶ ἀναπόφευκτη σύγχυση τῶν ἑλληνικῶν καὶ τῶν νόθων ἰουδαϊκῶν μὲ τὰ χριστιανικὰ ἤθη, λόγῳ τοῦ πλήθους τῶν ἐξ ἑλλήνων ἀλλὰ καὶ τῶν ἐξ ἰουδαίων χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι εἰσέρρευσαν μαζικῶς καὶ κατέκλυσαν τὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία.

Εἴτε, λοιπόν, ἡ ἴδια ἡ αἱρετικὴ δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, εἴτε οἱ δόλιοι νοθευτὲς τῆς εὐχαριστιακῆς θυσίας του, εἴτε ἡ ἀναπόφευκτη ἀλληλεπίδραση καὶ ἡ ζύμωση μεταξὺ τῆς ἑλληνικῆς, τῆς νόθης ἰουδαϊκῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως, εἴτε καὶ ὁ συνδυασμὸς μεταξὺ τῶν διαφόρων ἐκδοχῶν, προκάλεσε τὸ ἄτοπο καὶ κακότυπο, καὶ κακὸ καὶ κακόδοξο, καὶ ἄκυρο καὶ σιχαμερὸ εὐχαριστιακὸ κρᾶμα τοῦ ὑδροοίνου, τὴν ἀλληλονόθευση, δηλαδή, τοῦ ὕδατος (ἀκτίστου χάριτος) καὶ τοῦ οἴνου (κτιστῆς φύσεως) κατὰ τὴν τέλεση τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, καί, προκειμένου νὰ προσδώσει ἀποστολικὸ κῦρος στὸ δογματικὸ καὶ συμβολικὸ καὶ λειτουργικὸ αὐτὸ ἔγκλημά του, τὸ ἀπέδωσε, δῆθεν, στὸν ἀπόστολο Ἰάκωβο, τὸν φερόμενο ὡς «ἀδελφὸ τοῦ Χριστοῦ», ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀδυνατοῦσε νὰ τὸ ὑποστηρίξει ἁγιογραφικῶς, ἐπειδή, δηλαδή, καμία ἀπολύτως σχετική, οὔτε εὐαγγελική, οὔτε ἄλλη καινοδιαθηκικὴ βιβλικὴ διήγηση, δὲν ἀναφέρει τίποτε ἀπολύτως περὶ τοιούτου εὐχαριστιακοῦ κράματος. Αὐτὸ ἄλλωστε τεκμαίρεται καὶ ἀπὸ τὴ θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ ἐπιστημονικὴ ἐκτίμηση τοῦ παραδιδομένου κειμένου τῆς «λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου», τὸ ὁποῖο, ὡς ἔχει, χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἐφεξῆς.

Ποιόν, ἄραγε, ἀποχρῶντα λόγο εἶχαν, ἐν προκειμένῳ, οἱ εὐαγγελιστὲς γιὰ νὰ ἀποκρύψουν τὸ τοιοῦτο εὐχαριστιακὸ κρᾶμα καὶ νὰ μὴν ἀναφέρουν τίποτε περὶ αὐτοῦ στὶς ἱστορικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις τους, αὐτοὶ ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα δίνουν σημασία ἀκόμη καὶ στὴ λεπτομέρεια;

Στὴν περίπτωση, φερειπεῖν, τοῦ συμβολικοῦ χρίσματος τοῦ Ἰησοῦ, τὸ ὁποῖο, ἀσφαλῶς, προηγήθηκε θεολογικῶς καὶ ἱστορικῶς τοῦ συμβολικοῦ βαπτίσματός του στὸν Ἰορδάνη καὶ ἐπικυρώθηκε ὡς πνευματικὸ μαζὶ μὲ αὐτό, διὰ τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἁγιοπνευματικῆς καταβάσεως, ὑπῆρχαν, σαφῶς, ἀποχρῶντες καὶ σοβαροὶ λόγοι νὰ ἀποκρυβεῖ στὰ εὐαγγέλια, γιὰ νὰ μὴ δοθεῖ ἀφορμὴ νὰ προκληθεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων καὶ νὰ ἐξαφθεῖ μὲ τὴν εὐκαιρία τὸ μένος τῶν ἰουδαίων (οἱ ὁποῖοι θὰ λάμβαναν ἐμμέσως γνώση τοῦ ὑπολαθόντος γεγονότος «κατόπιν ἑορτῆς» καὶ πολὺ μετὰ τὴ γένεσή του, μέσῳ τῶν σχετικῶν εὐαγγελικῶν διηγήσεων) κατὰ τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ θανατωθέντος ἀπὸ ἐκείνους ἱδρυτοῦ του, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴν ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη, πρὶν τὴν ἔναρξη τοῦ δημόσιου ἔργου του, μὲ τὸ κρυφὸ καὶ αὐθαίρετο (γιὰ τοὺς ἰουδαίους) συμβολικὸ χρῖσμά του εἶχε ἀντιποιηθεῖ τὴν ἰουδαϊκὴ ἀρχιερατικὴ καὶ βασιλικὴ ἀρχὴ ἐν ἀγνοίᾳ καὶ ἄνευ ἀδείας τῶν ἰουδαίων ἀλλὰ καὶ τῶν ῥωμαίων κατακτητῶν.

Ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν προκύψουν καὶ ἄλλα συναφῆ ἐρωτήματα ποὺ θὰ ὑποδαύλιζαν ἀκόμη περισσότερο τὴν ἰουδαϊκὴ ὀργὴ καὶ θὰ ὑποκινοῦσαν γενικὸ διωγμὸ κατὰ τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας, ὅπως, ποῦ βρῆκε τὴν ἀρχιερατικὴ στολὴ ὁ Ἰησοῦς, ποῦ τελέσθηκε τὸ συμβολικὸ ἀρχιερατικὸ χρῖσμά του, ποῦ προσφέρθηκαν ἐκ μέρους του οἱ ἐπὶ τῇ χρίσει ἀρχιερατικὲς θυσίες τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καί, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ποῦ βρισκόταν κρυμμένη ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης, ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι εἶχε καταστραφεῖ μαζὶ μὲ τὸ σολομώντειο ναὸ ἀπὸ τοὺς χαλδαίους κατακτητές, δεδομένου, ἀφενός, ὅτι γιὰ νὰ θεωρεῖται ἔγκυρο τὸ συμβολικὸ ἀρχιερατικὸ χρῖσμα σύμφωνα μὲ τὸ μωσαϊκὸ νόμο θὰ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ τελεσθεῖ στὸν ἱερὸ τόπο ποὺ βρισκόταν παροῦσα ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης καὶ ἀφετέρου, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς θὰ ἔπρεπε νὰ χρισθεῖ συμβολικῶς ἀρχιερεὺς ἐνώπιον τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης τηρῶντας τὸ νόμο τοῦ Μωϋσέως, γι' αὐτὸ καὶ κατὰ θεία πρόνοια ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης θὰ ἔπρεπε νὰ διασωθεῖ μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Χριστοῦ (ἐκτός, βεβαίως, ἂν θεωρηθεῖ θεολογικῶς ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ ἔμψυχος κιβωτὸς τῆς διαθήκης ποὺ καθιστοῦσε περιττὴ τὴν παρουσία τῆς ἀψύχου, ἀλλὰ καὶ πάλι, γιὰ συμβολικοὺς καὶ τυπικοὺς λόγους, θὰ ἔπρεπε, κατ' ἀκρίβεια, νὰ παρίσταται καὶ ἡ ἄψυχος κιβωτός).

Στὴν προκειμένη, ὅμως, περίπτωση τοῦ εὐχαριστιακοῦ κράματος καὶ συμφύρματος οἴνου καὶ ὕδατος, τί κατεπείγων λόγος ἐναφανίσεώς του στὴν καινοδιαθηκικὴ βιβλικὴ γραμματεία ὑπῆρχε;

Οὐδείς, ἀσφαλῶς, σοβαρὸς ἀποσιωπητικὸς λόγος περὶ τούτου ὑπῆρχε, δεδομένου ὅτι ἡ κράση καὶ νόθευση τοῦ οἴνου μὲ τὸ ὕδωρ μέσα στὸ οἰνοποτήριο εἶχε ἤδη εἰσαχθεῖ, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἐθιμοτυπία διεξαγωγῆς τοῦ πασχάλιου ἰουδαϊκοῦ δείπνου ἀπὸ τὴ μεταγενέστερη τῶν χρόνων τοῦ Μωϋσέως καὶ νόθη μὲ εἰδωλολατρικὰ στοιχεῖα ἰουδαϊκὴ παράδοση καὶ συνεπῶς, δὲν θὰ κινδύνευε νὰ κατηγορηθεῖ ὁ χριστιανισμὸς καὶ ὁ ἱδρυτής του ἀπὸ τὸν ἀντίπαλό του ἰουδαϊσμὸ ὡς «ἑλληνίζων καὶ καινίζων τὰ παραδεδομένα», ἐὰν ἐφήρμοζε καὶ ὁ Χριστὸς τὴν τοιαύτη ὑδροκρασία τοῦ οἴνου στὸν εὐχαριστιακὸ δεῖπνο μὲ τοὺς μαθητές του καὶ τὴν κατέγραφαν στὰ εὐαγγέλια, ἐφόσον, στὴν ἐποχή του, οἱ πλείονες τῶν ἰουδαίων ἔτσι πασχαλίως δειπνοῦσαν.

Ἢ μήπως ἁπλῶς ξέχασαν οἱ εὐαγγελιστὲς νὰ ἀναφέρουν τὴν ὑδροκρασία τοῦ οἴνου μέσα στὸ εὐχαριστιακὸ οἰνοποτήριο διηγούμενοι ἱστορικῶς τὴν παράδοση τῆς εὐχαριστίας ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ ἢ τὴ θεώρησαν αὐτονόητη καὶ ἀνάξια λόγου καὶ δὲν τὴν ἀνέφεραν;

Ἀφενὸς ἡ θεοπνευστία τῆς συγγραφῆς τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων καὶ ἀφετέρου ἡ σπουδαιότητα τῆς ὑπόθεσης τῆς ἁγιογραφικῆς διήγησης, ἡ ὁποία, ἐν προκειμένῳ, ἐξιστορεῖ τὰ σχετικὰ μὲ τὸ τελετουργικὸ τυπικὸ τῆς παράδοσης ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τοῦ κορυφαίου κατ' ἄνθρωπον εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, ἀποκλείουν, ἀσφαλῶς, τόσο τὴν κατὰ τύχη παράλειψη καὶ τὴ λήθη, ὅσο καὶ τὸ αὐτονόητο καὶ τὸ ἀνάξιο τοῦ λόγου.

Ἢ μήπως ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴν κράση τοῦ οἴνου μὲ τὸ ὕδωρ μέσα στὸ οἰνοποτήριο κατὰ τὸν δεῖπνο ἀλλὰ δὲν τὴν εἶδαν οἱ συνδαιτυμόνες μαθητὲς ἐπειδὴ ἦταν ἀφῃρημένοι, ἢ τὴν εἶχε κάνει πρὶν τὸν δεῖπνο στὰ κρυφὰ γιὰ νὰ μὴν τὴ δοῦν τότε οἱ συνδειπνῶντες μαθητὲς καὶ εἶχε ἕτοιμο ἀπὸ πρὶν τὸ ὑδρόκραστο οἰνοποτήριο ἐν ἀγνοίᾳ τῶν μαθητῶν, ἢ τὴν εἶχε κάνει ἀπὸ πρὶν κρυφὰ ἐκτὸς τοῦ οἰνοποτηρίου καὶ ἔρριψε ἔπειτα τὸ κρᾶμα μέσα στὸ οἰνοποτήριο, χωρὶς οἱ μαθητὲς τότε νὰ τὸ γνωρίζουν, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν σενάρια ἐπιστημονικῆς, ἂν ὄχι νοσηρᾶς, δογματικῆς φαντασίας;

Οἱ εὐαγγελιστές, συνεπῶς, δὲν κατέγραψαν τὴν ὑδροκρασία στὸ ποτήριο τοῦ οἴνου διηγούμενοι ἱστορικῶς τὴν παράδοση τῆς εὐχαριστίας ἀπὸ τὸ Χριστό, οὔτε ἐπίτηδες, γιατί, δῆθεν, ὑπῆρχε ἀποχρῶν λόγος νὰ μὴν καταγραφεῖ, οὔτε κατὰ τύχη, ἐπειδή, δῆθεν, ἁπλῶς τὴν ξέχασαν, οὔτε κατὰ τὸ νοούμενο, διότι, δήθεν, ἦταν εὐνόητη ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα, οὔτε καὶ ἐπειδή, δῆθεν, ἔγινε ἀλλ' οἱ ἴδιοι, γιὰ κάποιο λόγο, τότε δὲν τὴν εἶδαν, ὅσοι, βεβαίως, ἀπὸ τοὺς τέσσερεις ἦταν τότε παρόντες (ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Ἰωάννης), ἀλλ' ἁπλῶς ἐπειδὴ ἱστορικῶς δὲν ἔγινε. Καὶ τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ μὴ καταγραφὴ τῆς οἰνοκρασίας τοῦ ἄρτου μέσα στὸ οἰνοποτήριο, τὴν ὁποία ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς εἰσήγαγε ἐπιπλέον τῆς ὑδροκρασίας τοῦ οἴνου.

Ἡ γνώμη ὅτι πρέπει νὰ διακριθεῖ τὸ ψυχρὸ ὕδωρ ποὺ ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς ῥίπτει μέσα στὸ ποτήριο τοῦ οἴνου πρὶν τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων ἀπὸ τὸ ζέον ὕδωρ ποὺ προσθέτει μετὰ τὸν καθαγιασμό τους, μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι ἡ προκαθαγιαστικὴ ῥίψη τοῦ ψυχροῦ ὕδατος γίνεται ἁπλῶς γιὰ νὰ μὴ μεταληφθεῖ καὶ καταλυθεῖ ἄκρατος καὶ μεθυστικὸς ὁ οἶνος καὶ συνδέεται φυσιολογικῶς μὲ αὐτὸν καθεαυτὸν τὸν οἶνο, ὡς χημικὴ ἀραίωσή του, ὅτι δηλαδή, ἐν προκειμένῳ, τὸ ψυχρὸ ὕδωρ ἔχει μόνο φυσικὴ χρήση, ὡς διαλυτικὸ μέσο (διαλύτης) τῆς ὀξύτητος τοῦ οἴνου καὶ πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ ἐνδεχομένου τῆς μέθης, ἄν, τυχόν, καταναλωθοῦν μεγάλες ποσότητες κατὰ τὴ μετάληψη καὶ τὴν κατάλυση τοῦ οἰνοποτηρίου ἀπὸ τοὺς λειτουργούς, καὶ ὄχι καὶ συμβολικὴ χρήση, ἐνῷ, ἡ μετακαθαγιαστικὴ ῥίψη τοῦ ζέοντος ὕδατος, ἔχει, ἀντιθέτως, μόνο συμβολικὴ χρήση, ὑποδηλώνοντας συμβολικῶς τὴ θεία ἁγιοπνευματικὴ χάρη, καὶ ὄχι καὶ φυσικὴ χρήση, εἶναι, σαφῶς, ἐσφαλμένη.

Διότι, ἀφενός, στὴν τέλεση ἑνὸς μυστηρίου ἢ μυστηριοειδοῦς, ἡ φυσικὴ χρήση ἑνὸς ὑλικοῦ στοιχείου δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὴ συμβολική του χρήση ἀλλὰ πρέπει κάτι συμβολικῶς νὰ ὑποδηλώνει καὶ ἐπειδή, ἀφετέρου, καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς τελεῖ καὶ φυσικῶς καὶ συμβολικῶς, μὲ τὴν ἴδια φυσικὴ λογικὴ καὶ μὲ τὸ ἴδιο συμβολικὸ νόημα, καὶ τὴν προκαθαγιαστικὴ ῥίψη τοῦ ψυχροῦ καὶ τὴ μετακαθαγιαστικὴ ῥίψη τοῦ ζέοντος ὕδατος, ὡς δύο φάσεις ῥίψης τοῦ αὐτοῦ εὐχαριστιακοῦ στοιχείου τοῦ ὕδατος, φυσικῶς, ἀφενός, γιὰ νὰ ἀμβλύνει τὴν ὀξύτητα τοῦ οἴνου καὶ νὰ ἀποτρέψει τὸ ἐνδεχόμενο τῆς φυσικῆς μέθης τῶν λειτουργῶν κατὰ τὴ μετάληψη καὶ τὴν κατάλυση τοῦ οἰνοποτηρίου, ἄν, τυχόν, καταναλώσουν μεγάλες ποσότητες, καὶ συμβολικῶς ἀφετέρου, γιὰ νὰ συμβολίσει κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἄκτιστη θεία χάρη ποὺ ἐνοικεῖ μέσα στὴν κτιστὴ φύση τοῦ Χριστοῦ, ἀμβλύνοντας τὴν ὀξύτητα τῶν παθῶν καὶ ἀποτρέποντας τὴν πνευματικὴ μέθη τῆς ἁμαρτίας.

Πλήν, ὅμως, ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς ἔχει, ἐν προκειμένῳ, κακόδοξη ἀντίληψη τῆς δογματικῆς καὶ συμβολικῆς θεολογίας τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου διότι δὲν δίνει προσοχὴ στὶς ἑξῆς σημαντικὲς λεπτομέρειες:

Πρῶτον, ὅτι οὔτε ἡ ἐνοικοῦσα ἄκτιστος καὶ πνευματικὴ θεία χάρη συγχέεται καὶ συμφύρεται μὲ τὴν κτιστὴ ψυχικὴ καὶ τὴν κτιστὴ σωματικὴ ἀνθρώπινη φύση τῆς ὑπόστασης τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἔρχεται, δηλαδή, σὲ κατὰ κρᾶσιν (χημική) ἀλλὰ σὲ κατὰ μῖξιν (μηχανική) ἕνωση μαζί τους, οὔτε ἡ ψυχικὴ καὶ ἡ σωματικὴ φύση τῆς ὑποστάσεώς του συγχέονται κατὰ κρᾶσιν μεταξύ τους καὶ γι' αὐτό, ἀναλόγως, οὔτε τὸ ὕδωρ, τὸ σύμβολο τοῦ λειτουργικοῦ ὕδατος τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ (σὲ διάκριση ἀπὸ τὸ συστατικό του ὕδωρ) ποὺ εἶναι τὸ κατεξοχὴν σύμβολο τῆς πνευματικῆς χάριτος, ἔρχεται σὲ κράση καὶ σύμφυρση μὲ τὸν οἶνο καὶ τὸν ἄρτο, οὔτε ὁ οἶνος, τὸ σύμβολο τοῦ αἵματος ποὺ εἶναι τὸ κατεξοχὴν σύμβολο τῆς ψυχικῆς φύσεως, καὶ ὁ ἄρτος, τὸ σύμβολο τῆς σαρκὸς ποὺ εἶναι τὸ κατεξοχὴν σύμβολο τῆς ὅλης σωματικῆς φύσεως, συμφύρονται κατὰ κρᾶσιν μεταξύ τους.

Πρόκειται, σημειωτέον, γιὰ ἀλληλοδιαδοχικὸ συμβολικὸ ἢ διπλοσυμβολικὸ σύστημα («τὸ σύμβολο τοῦ συμβόλου»), κατὰ τὸ ὁποῖο, τὸ πρῶτο σύμβολο συμβολίζει τὸ δεύτερο καὶ τὸ δεύτερο σύμβολο συμβολίζει, κατὰ τὸ φιλολογικὸ σχῆμα τοῦ «κατεξοχήν», τὸ συμβολιζόμενο, ἄρα, τὸ πρῶτο εἶναι ἄμεσο σύμβολο τοῦ δευτέρου συμβόλου καὶ ἔμμεσο τοῦ κυρίως καὶ κατεξοχὴν συμβολιζομένου μὲ ἀμφότερα τὰ σύμβολα, τὸ ὕδωρ, ἄμεσο σύμβολο τοῦ λειτουργικοῦ ὕδατος, καί, διαμέσου τοῦ λειτουργικοῦ ὕδατος, ἔμμεσο κατεξοχὴν σύμβολο τῆς θείας χάριτος, ὁ οἶνος, ἄμεσο σύμβολο τοῦ αἵματος καί, διαμέσου τοῦ αἵματος, ἔμμεσο κατεξοχὴν σύμβολο τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καὶ ὁ ἄρτος, ἄμεσο σύμβολο τῆς σαρκὸς καί, διαμέσου τῆς σαρκός, ἔμμεσο κατεξοχὴν σύμβολο τοῦ ὅλου ἀνθρωπίνου σώματος (περισσότερα σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ μπορεῖ νὰ διαβάσει κανεὶς στὸ τρίτο προδημοσιευθὲν μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας).

Δεύτερον, ὅτι ἡ φυσικὴ ὀξύτητα καὶ ἡ μεθυστικότητα τοῦ οἴνου δὲν συμβολίζει, ἐν προκειμένῳ, τὴ νοητὴ ὀξύτητα τῶν ψυχικῶν παθῶν καὶ τὴν κακὴ νοητὴ μέθη τῆς ἁμαρτίας, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀμβλυνθοῦν καὶ νὰ ἀνασχεθοῦν ἀντιστοίχως ἀπὸ τὴν ἐνοίκηση τῆς θείας χάρης, ἀλλὰ τοὐναντίον, τὴ νοητὴ ὀξύτητα καὶ ἀκεραιότητα τῆς ψυχῆς ἔναντι τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν καλὴ νοητὴ μέθη τῆς ἁγιοπνευματικῆς θεώσεώς της, σὲ ἀσύγχυτο καὶ ἀποπλυντικὸ συνδυασμὸ τοῦ οἴνου τῆς ψυχικῆς φύσεως μὲ τὸ ὕδωρ τῆς θεωτικῆς χάριτος, κατὰ τὸ ψαλμικὸ ῥῆμα «καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον».

Καὶ τρίτον, ὅτι ἡ κράση καὶ νόθευση τοῦ οἴνου μὲ τὸ ὕδωρ καὶ ἡ ἄμβλυνση τῆς φυσικῆς ὀξύτητός του δὲν εἶναι, ἀντικειμενικῶς, συμβολικὴ τῆς διανοητικῆς καὶ τῆς ἠθικῆς σωφροσύνης, ὅπως ὑποκειμενικῶς, σοφιστικῶς, φαυλαγάθως καὶ κακοδόξως ἔχει ἐκληφθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ θρησκεία καὶ φιλοσοφία καὶ τὴ χριστιανικὴ θεολογία, ἀλλ' ἀντιθέτως, τῆς σύγκρασης καὶ διαβολῆς τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κακό, τῆς ἀρετῆς μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ τῆς μαλάκυνσης τῆς ὀξυδερκείας τοῦ νοῦ, τῆς ἄμβλυνσης, δηλαδή, καὶ τῶν ἠθῶν καὶ τῶν φρενῶν, καὶ ὅτι τὸ γνήσιο ὀρθόδοξο σύμβολο καὶ τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς διανοητικῆς ὀξύτητος, ἀκεραιότητος καὶ σωφροσύνης εἶναι ὁ ἄκρατος οἶνος ἀλλὰ πάντοτε, ἐννοεῖται, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τοῦ καταναλωτικοῦ μέτρου, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς μέθης.

Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ ἔχει ἀντιληφθεῖ λίαν καλῶς καὶ ὁ θυμόσοφος λαός, ὁ ὁποῖος, προκειμένου νὰ ὑποδηλώσει παραβολικῶς καὶ ἀλληγορικῶς τὴν ἠθικὴ ἄμβλυνση, διατύπωσε τὴ γνωστὴ παροιμία «βάζει νερὸ στὸ κρασί του».

Εἶναι, ποτέ, δυνατὸ τὸ νερουλό, ἔστω καὶ μετρίως καὶ σχετικῶς, καί, ὅπως καὶ νὰ ἔχει, ἀηδιαστικό, βδελυγματικὸ καὶ σιχαμερὸ κρασονέρι νὰ συμβολίζει τὴ διανοητικὴ καὶ ἠθικὴ σωφροσύνη, ἐφόσον αὐτὸ τὸ ἴδιο, ἀπὸ φυσιολογικὴ θεώρηση, δὲν ἀποτελεῖ γνήσιο καὶ σῶφρον κρᾶμα ἀλλ' ἄφρονα νόθευση καὶ κακὴ φυσικὴ ἀλλοίωση τοῦ οἴνου;

Διότι, ἐν προκειμένῳ, σώφρων ἐνέργεια καὶ ἔνδειξη σωφροσύνης δὲν εἶναι, οὔτε τὸ ἕνα ἄκρο, ἡ συστατικὴ ἔλλειψη τοῦ οἴνου, νὰ νοθεύσω, δηλαδή, καὶ νὰ ἀλλοιώσω κακῶς τὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ κρασιοῦ μὲ νερό, προκειμένου νὰ ἀποφύγω, ὡς ἐνδεχόμενο, τὴ μέθη, οὔτε τὸ ἄλλο ἄκρο, ἡ δοσομετρικὴ ὑπερβολὴ τοῦ οἴνου, νὰ καταναλώσω, δηλαδή, ὑπερβολικὴ ποσότητα ἄκρατου οἴνου καὶ νὰ μεθύσω, ἀλλὰ τὸ «μέτρον ἄριστον», νὰ πιῶ, μέν, τὸν οἶνο ἄκρατο, ἀνόθευτο καὶ ἀναλλοίωτο, ἄνευ ὕδατος, ἀλλὰ τηρῶντας τὸ καταναλωτικὸ μέτρο, ὥστε νὰ μὴν ἐκτραπῶ καὶ διασαλευθῶ μεθυστικῶς.

Πρόκειται, προφανῶς, γιὰ πονηρό, πανουργικὸ καὶ σοφιστικὸ τέχνασμα τῶν διεφθαρμένων εἰδωλολατρῶν, κατὰ τὸν φαυλάγαθο τρόπο τῶν σοφιστῶν, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, παρουσίαζαν διαστροφικῶς τὰ φαῦλα ὡς ἀγαθὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ ὡς φαῦλα, μὲ σκοπὸ νὰ γίνεται συμβολικὴ κράση καὶ νόθευση καὶ ἄμβλυνση καὶ διαβολὴ τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κακό, τῆς ἀρετῆς μὲ τὴν ἁμαρτία, στὴ λατρεία τῶν εἰδώλων τῶν ψευδοθεῶν τους, παριστανόμενη μὲ τὸ νόθο κρᾶμα τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, χωρίς, ὅμως, νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ ἐπιπόλαιους στὴ σκέψη ὡς ἔχει πραγματικῶς, ὡς φαυλότητα, δηλαδή, καὶ ἀφροσύνη, ἀλλὰ τοὐναντίον, ὡς ἀγαθότητα, δῆθεν, καὶ σωφροσύνη.

Ἔτσι, κατὰ τὸν φαυλάγαθο καὶ σοφιστικὸ καὶ πανουργικὸ καὶ δόλιο αὐτὸ τρόπο, οἱ διεστραμμένοι παγανιστὲς πέτυχαν, στὰ πλαίσια τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν τους, νὰ ἀπαγορεύσουν τὴν προσφορὰ τῶν σπονδῶν ἀκράτου οἴνου, παρουσιάζοντάς την, δῆθεν, ὡς ἔνδειξη ἀφροσύνης καὶ ὕβρη πρὸς τὰ θεῖα, καὶ τοιουτοτρόπως καλύπτοντας τοὺς μιξόκαλους ἢ μιξόκακους ψευδοθεούς τους, οἱ ὁποῖοι, ὡς ἁμαρτωλοὶ καὶ συνδυάζοντες τὸ καλὸ μὲ τὸ κακὸ στὶς ψευδεῖς θεϊκὲς ὑποστάσεις τους, ἀπαιτοῦσαν ἀναλόγως καὶ συμβολικῶς στὴ λατρεία τους νόθες σπονδὲς ὑδαροῦς οἴνου καὶ ὄχι καθαρὲς ἀκράτου.

Στὴν ἰουδαϊκὴ λατρεία, οἱ σπονδὲς τοῦ νόθου καὶ διαβλητοῦ ὑδροοίνου ἐνδέχεται νὰ εἰσήχθησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Σολομῶντος, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, ἀνήγειρε τὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ὀργάνωσε τὸ τελετουργικὸ τυπικό του, ἀλλά, παρὰ τὸ ὅτι ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς καὶ ὁ ἀγαπητὸς τοῦ θεοῦ, ὁ «ἰεδεδί», παρεκτράπηκε, δυστυχῶς, στὴν εἰδωλολατρία καὶ νόθευσε τὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ μὲ εἰδωλολατρικὰ στοιχεῖα, σὲ κάθε, ὅμως, περίπτωση, οἱ νόθες αὐτὲς ὑδροοινοσπονδὲς εἶναι μεταγενέστερες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μωϋσέως καὶ ξένες πρὸς τὴ γνήσια ἰουδαϊκὴ λατρεία, μὲ προφανῆ εἰδωλολατρικὴ ἐπίδραση καὶ προέλευση.

Καὶ δυστυχέστατα, οἱ νόθες καὶ διαβλητὲς αὐτὲς σπονδὲς τοῦ μεθ' ὕδατος οἴνου πέρασαν καὶ στὴ χριστιανικὴ λατρεία, μέσῳ τῆς νόθης ἰουδαϊκῆς καὶ τῆς εἰδωλολατρικῆς ἑλληνορωμαϊκῆς, διαμέσου, δηλαδή, τῶν ἐξ ἰουδαίων καὶ τῶν ἐξ ἑλλήνων χριστιανῶν, καὶ ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ λάβουν ἀκόμη καὶ ἱεροκανονικὴ ἐπικύρωση καὶ οἰκουμενικὴ ἐπιβολὴ ἀπὸ τὴ λεγόμενη «πενθέκτη οἰκουμενικὴ σύνοδο», ἀλλὰ καὶ πιὸ πρίν, σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο, ἀπὸ τὴν καλούμενη «τοπικὴ σύνοδο τῆς Καρθαγένης», τῆς κακοδόξου ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ (στὴν ὁποία ὁμολογιακῶς ἀνῆκε καὶ ὁ κακοδοξότερος τοῦ ἀνατολικοῦ δυτικὸς χριστιανισμὸς μέχρι τὸ δογματικὸ μεταξύ τους σχίσμα τοῦ 1054 μ.Χ.).

Ἄρα, λοιπόν, ἡ ὀρθὴ φυσικὴ εὐχαριστιακὴ χρήση τοῦ ὕδατος σὲ σχέση μὲ τὸν οἶνο ἡ ὁποία ἀναλογεῖ στὴν ὀρθὴ συμβολικὴ εὐχαριστιακή του χρήση δὲν εἶναι ἡ κραστή, ἡ ἀραίωση τῆς ὀξύτητος καὶ ἡ νόθευση τοῦ οἴνου, ἀλλ' ἡ ἄκρατος, ἡ ἀπόπλυση τῆς στοματικῆς κοιλότητος τοῦ κοινωνήσαντος πιστοῦ ἀπὸ τὸν οἶνο ποὺ ἔχει προηγουμένως καταποθεῖ, ἡ ὁποία συμβολίζει τὴν ὑπερνίκηση καὶ ὑπέρβαση τῆς κτιστῆς φύσης ἀπὸ τὴν ἄκτιστο χάρη καὶ τῆς φυσικῆς ἀπὸ τὴν πνευματικὴ λειτουργία τοῦ ψυχανθρωπίνου ὀργανισμοῦ, δεδομένου ὅτι τὸ φυσικὸ στοιχεῖο τοῦ ὕδατος ἐδῶ ἀποπλύνει τὸ φυσικὸ στοιχεῖο τοῦ οἴνου, τὸ ὑπερνικᾷ, δηλαδή, καὶ τὸ ὑπερβαίνει.

Προκειμένου, μὲ ἄλλα λόγια, νὰ ὑποδηλώσω συμβολικῶς καὶ τελετουργικῶς ὅτι ἡ θεία ἁγιοπνευματικὴ χάρη ἐνοικεῖ μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀσυγχύτως πρὸς αὐτὴ δὲν θὰ ῥίψω τὸ ὕδωρ μέσα στὸν οἶνο, διότι ἡ ῥίψη αὐτὴ ἀποτελεῖ φυσικὴ σύγχυση καὶ σύμφυρση τοῦ ὕδατος μὲ τὸν οἶνο, κατὰ κρᾶσιν (χημική), δηλαδή, καὶ ὄχι κατά μῖξιν (μηχανική) ἕνωσή τους, καὶ ἔτσι διαστρέφει κακοδόξως τὴ συμβολικὴ καὶ τελετουργικὴ ἀπεικόνιση τοῦ πνευματικοῦ ἀρχετύπου, ἐλεγχόμενη ὡς κακέκτυπό του, δεδομένου ὅτι ἡ ὑπερφυσικὴ ἀσύγχυτη μίξη δὲν ἀπεικονίζεται μὲ φυσικὴ συγχυτὴ κράση ἀλλὰ μὲ φυσικὴ ἀσύγχυτη μίξη.

Ἀλλὰ θὰ πρέπει ἁπλῶς νὰ τοποθετήσω τὸ ποτήριο τοῦ ὕδατος δίπλα ἀκριβῶς στὸ ποτήριο τοῦ οἴνου (στὰ δεξιὰ τοῦ οἰνοποτηρίου) κατὰ τρόπο ὥστε ἀμφότερα τὰ ποτήρια νὰ ἐφάπτονται ἀκροθιγῶς μεταξύ τους, τὸ ἄκρο, δηλαδή, τοῦ ἑνὸς νὰ ἀγγίζει τὸ ἄκρο τοῦ ἄλλου, ἐφόσον ἡ κατὰ μῖξιν ἀσύγχυτη ἕνωση αὐτῶν καθεαυτῶν τῶν δύο στοιχείων, τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, μέσα στὸ ἴδιο ποτήριο ἀδυνατεῖ φυσικῶς. Πρόκειται, ἀσφαλῶς, γιὰ κακότυπη, καὶ κακὴ καὶ κακόδοξη, συμβολικὴ τελετουργικὴ πράξη τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, σὲ βαθμὸ τελετουργικῆς ἀκυρότητος τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου.

Ὁ κακόδοξος, σημειωτέον, ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς ἐπιτελεῖ τὴν τοιαύτη κράση, σύγχυση καὶ σύμφυρση τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, ῥίπτοντας μέσα στὸ κρᾶμά τους καὶ τὸν ἄρτο, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ὑποδηλώσει συμβολικῶς τὴν ἐνοίκηση τῆς θείας χάριτος μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀλλ' ἐπιπλέον καὶ γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴ συμβολικὴ ὑποδήλωση τῆς ζέσεως καὶ γιὰ τὰ τρία εὐχαριστιακὰ στοιχεῖα, καὶ γιὰ τὸ ὕδωρ καὶ γιὰ τὸν οἶνο καὶ γιὰ τὸν ἄρτο, δεδομένου ὅτι ἀπὸ τὴν κεντημένη μὲ τὴ λόγχη πλευρά, ἀπὸ τὸ παραδόξως ζεστὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ, ἐξῆλθε παραδόξως ζεστὸ τὸ ὕδωρ σὲ κράση, ὅπως κακοδόξως παρερμηνεύει καὶ πιστεύει, μὲ τὸ παραδόξως ζεστὸ αἷμα, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ζωντανὸ ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὴ φυσικὴ θερμοκρασία τοῦ ὀργανισμοῦ του.

Καὶ ἀπορεῖ καὶ ἀγανακτεῖ καὶ λέγει ἀνοήτως «πῶς θὰ κοινωνήσει κανεὶς κρύο τὸ ζωηρὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ» καὶ ἔτσι προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει ἐπιπόλαια καὶ ἐπιπλέον, πέραν τῶν λοιπῶν κακοδόξων λόγων ποὺ προβάλλει, τὴν κράση τοῦ ζέοντος ὕδατος μὲ τὸν οἶνο, ξεχνῶντας, ὅμως, ὅτι οἱ λειτουργοί του, μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, μεταλαμβάνουν προηγουμένως κρύο τὸ «ζωηρὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ», ἀπὸ τὸ δεύτερο ἐκ τῶν τεσσάρων ἀρτοτεμαχίων τοῦ καθηγιασμένου ἄρτου, χωρίς, ἀσφαλῶς, νὰ τὸ ζεσταίνουν πιὸ πρὶν στὸ φοῦρνο μικροκυμάτων καὶ πρὶν τὸ συμφύρουν μὲ τὸν οἶνο καὶ τὸ ζέον ὕδωρ μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἡ ζέση καὶ τῶν τριῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων, καὶ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, ἐκφράζεται συνεκδοχικῶς καὶ ὄντως ὀρθοδόξως μὲ τὴ ζέση τοῦ τρίτου, ἀποπλυντικοῦ καὶ τελειωτικοῦ στοιχείου, τοῦ ζέοντος ὕδατος καὶ μὲ ἀλληλεφαπτικὴ τοποθέτηση τοῦ ποτηρίου τοῦ ζέοντος ὕδατος στὰ δεξιὰ τοῦ ποτηρίου τοῦ οἴνου καὶ τοῦ οἰνοποτηρίου στὰ δεξιὰ τοῦ ἀρτοδισκαρίου, καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἂν κάποιος θέλει νὰ κοινωνεῖ καὶ τὰ τρία εὐχαριστιακὰ στοιχεῖα ζεστά, τότε, ἂς ζεσταίνει καὶ τὸν ἄρτο στὸ φοῦρνο μικροκυμάτων καὶ τὸν οἶνο στὸν ταχυβραστῆρα. Σὲ καμία, πάντως, περίπτωση, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸς λόγος γιὰ τὴ μεταξύ τους κράση καὶ σύμφυρση.

Ὁ αἱρετικὸς ἀνατολικὸς χριστιανισμός, σὺν τοῖς ἄλλοις, δείχνει νὰ ἀγνοεῖ, ἐν προκειμένῳ, ἀφενὸς ὅτι ἡ κράση, ἐὰν ὑποτεθεῖ, δῆθεν, ὅτι ἦταν πραγματική, δὲν μπορεῖ νὰ ἀφορᾷ καὶ τὴ φυσικὴ σύσχεση τοῦ σώματος μὲ τὸ αἷμα, δεδομένου ὅτι ἡ φυσικὴ ἕνωση σώματος καὶ αἵματος δὲν εἶναι χημικὴ καὶ κατὰ κρᾶσιν ἀλλὰ μηχανικὴ καὶ κατὰ μῖξιν, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε, ὑποθετικῶς, νὰ ἀφορᾷ μόνο τὴ φυσικὴ σύσχεση καὶ ἕνωση τοῦ αἵματος μὲ τὸ νερό, καὶ ἀφετέρου ὅτι οὔτε ἀπὸ ζωντανὸ ἄνθρωπο παράγεται φυσικῶς τὸ εἰδεχθὲς καὶ σιχαμερὸ κρᾶμα τοῦ αἱμονερίου, ὅτι δηλαδή, οὔτε ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν παράγει τὴν αἱμονερικὴ ἀηδία, αἷμα, δηλονότι, συμπερφυμένο μαζὶ μὲ νερό. Καὶ τὴν ἔκανε νὰ παραχθεῖ ἡ θεία χάρη ὑπερφυσικῶς;

Ὁ συμπεφυρμένος, σημειωτέον, μαζὶ μὲ τὸ αἷμα ἱδρώτας δὲν εἶναι αἱμονέρι, διότι ὁ ἱδρώτας δὲν εἶναι ἁπλὸ νερό, ἀλλ' οὐσία καὶ ἔκκριση τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ ποὺ ἀποτελεῖται, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀπὸ νερό, ὅπως καὶ τὸ ἀνθρώπινο αἷμα, ἐμπεριέχοντας καὶ ἄλλα συστατικὰ στοιχεῖα.

Ἀλλ' ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ φυσικὴ σύσχεση καὶ ἕνωση τοῦ αἵματος μὲ τὸ νερὸ ποὺ ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμὸς προσλαμβάνει ἐξωτερικὰ μὲ τὴν πόση ἀπὸ τὸ φυσικὸ περιβάλλον καὶ διοχετεύει μέσα στὴν κυκλοφορία τοῦ αἵματός του καὶ μέσῳ αὐτῆς στὰ κύτταρά του γιὰ τὴ βιολογική τους λειτουργία δὲν εἶναι, ἐν τέλει, χημικὴ καὶ κατὰ κρᾶσιν, δὲν ἀφορᾷ, δηλαδή, αὐτὴ καθεαυτὴ τὴ φυσικὴ σύσταση τοῦ αἵματος, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει πάντοτε σταθερὴ ἀναλογία νεροῦ, οὔτε τὴν ἀραιώνει καὶ τὴν ἀλλοιώνει, διαστρέφοντας τὸ αἷμα σὲ αἱμονέρι καὶ καθιστῶντάς το νερουλὸ καὶ ἀπειλητικὸ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἀλλὰ κι αὐτὴ ἀποβαίνει μηχανικὴ καὶ κατὰ μῖξιν, δεδομένου ὅτι τὸ αἷμα, ἐν προκειμένῳ, λειτουργεῖ ἁπλῶς ὡς φυσικὸ μέσο μεταφορᾶς τοῦ ἐξωτερικοῦ νεροῦ ποὺ χρειάζονται τὰ ἀνθρώπινα κύτταρα γιὰ τὴ βιολογικὴ λειτουργία τους, χωρίς, ὅμως, νὰ συγχέεται τὸ ἴδιο μαζί του ἀραιώνοντας καὶ ἀλλοιώνοντας κακῶς τὴν ἴδια τὴ σύστασή του, χωρίς, δηλαδή, νὰ μεταβάλλεται σὲ αἱμονέρι.

Ἡ ἀσυγχυσία αὐτὴ ὀφείλεται στὴν ταχεῖα κυκλοφορία τοῦ αἵματος μέσα στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ καὶ στοὺς βιολογικοὺς μηχανισμοὺς ἄμεσης ἀπορρόφησης καὶ μεταφορᾶς τοῦ ἐξωτερικὰ προσλαμβανόμενου ὕδατος οἱ ὁποῖοι ἐνυπάρχουν μέσα στὸ ἴδιο τὸ αἷμα. Ἐάν, ὅμως, πρόκειται γιὰ στάσιμο καὶ ἀδρανὲς αἷμα τὸ ὁποῖο ἐμπεριέχεται μέσα σὲ φιάλη ἐκτὸς τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ καὶ δεχθεῖ προσθήκη ὕδατος, τότε θὰ συγχυσθεῖ ἀναπόφευκτα μὲ τὸ πρόσθετο νερό, θὰ ἀλλοιωθεῖ κακῶς καὶ θὰ ἀραιωθεῖ καὶ θὰ γίνει αἱμονέρι. Ἀναλόγως καὶ ὁ οἶνος ὁ ὁποῖος ἐμπεριέχεται ἐντὸς ποτηρίου, ἂν δεχθεῖ πρόσθετο νερό, θὰ συγχυσθεῖ καὶ αὐτὸς χημικῶς (κατὰ κρᾶσιν) μαζί του, θὰ ἀλλοιωθεῖ καὶ αὐτὸς κακῶς καὶ θὰ ἀραιωθεῖ καὶ θὰ γίνει κρασονέρι, δηλαδή, οἰνοποτό.

Ἕνα μέρος, βεβαίως, τοῦ ἐξωτερικοῦ ὕδατος ποὺ προσλαμβάνεται μὲ τὴν πόση χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ σὲ σχέση μὲ τὸ αἷμα συστατικῶς, γιὰ τὴν ἐκ νέου παραγωγὴ καὶ ἀνανέωση τῆς φυσικῆς ἰδιοσυγκρασίας αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ αἵματος, ἀλλὰ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν ἔχουμε νόθο καὶ μικτὸ καὶ ἀραιωμένο καὶ ἀλλοιωμένο αἱμονέρι ἀλλὰ γνήσιο καὶ καθαρὸ αἷμα ποὺ ἐμπεριέχει, κατὰ τὸ μεγαλύτερο ποσοστό, στὴ σύστασή του ὕδωρ.

Παρομοίως, λοιπόν, μὲ τὸ αἱμονέρι καὶ τὸ αἷμα διακρίνεται καὶ τὸ νόθο καὶ μικτὸ καὶ ἀραιωμένο καὶ ἀλλοιωμένο κρασονέρι ἀπὸ τὸ γνήσιο καὶ καθαρὸ κρασὶ ποὺ ἐμπεριέχει τὸ ὕδωρ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, μέσα στὴ σύστασή του καὶ μάλιστα περίπου σὲ ἀνάλογο ποσοστὸ σὲ σχέση μὲ τὴ σύσταση τοῦ αἵματος, γι' αὐτὸ καὶ ὁ οἶνος ἀποτελεῖ τὴν πιὸ πιστὴ εἰκόνα καὶ τὸ ἀκριβέστερο σύμβολο τοῦ αἵματος καὶ τὸ κακῶς ἀλλοιωμένο κρασονέρι τοῦ κακῶς ἀλλοιωμένου αἱμονερίου.

Καὶ τὸ αἷμα, ἑπομένως, καὶ ἡ εἰκόνα του, ὁ οἶνος, ἐμπεριέχουν ἀμφότερα φυσιολογικῶς καὶ ἀρκούντως τὸ νερὸ μέσα στὴ σύστασή τους στὸ ἀπαιτούμενο μέτρο καὶ μάλιστα στὸ μεγαλύτερο ποσοστό της, γι' αὐτὸ καὶ δὲν χρειάζεται ἀλλ' οὔτε καὶ ἐπιτρέπεται νὰ προστεθεῖ ἄλλο νερὸ καὶ ὁποιαδήποτε ἐπιπλέον τοῦ φυσιολογικοῦ ὁρίου καὶ πέραν τοῦ δέοντος μέτρου τῆς ἐσωτερικῆς συστάσεώς τους ἐξωτερικὴ καὶ συστατικὴ προσθήκη ὕδατος ἀποτελεῖ νόθευση, ἀραίωση καὶ κακὴ ἀλλοίωσή τους.

Ἐκτὸς ἂν ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς θεωροῦσε, ἐν προκειμένῳ, παρανοϊκῶς ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τὸ ἐξωτερικὸ καὶ «λειτουργικὸ ὕδωρ», τὸ ὁποῖο τὸ αἷμα μεταφέρει στὰ ἀνθρώπινα κύτταρα γιὰ τὴν ὁμαλὴ βιολογικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ, ἀλλὰ γιὰ τὸ ἐσωτερικὸ καὶ «συστατικὸ ὕδωρ», ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ αἷμα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀποτελεῖται καὶ τὸ ὁποῖο ἐμπεριέχει μέσα στὴν ἰδιαίτερη σύσταση ἢ ἰδιοσυγκρασία του, ὅτι δηλαδή, δὲν πρόκειται γιὰ ὁλόκληρο αἷμα καὶ ὁλόκληρο νερὸ σὲ κράση μεταξύ τους, ὡς αἱμονέριον, ἀλλ' ἐν μέρει γιὰ τὴν αἱμοσφαιρίνη καὶ ἐν μέρει γιὰ τὸ ὑδάτινο πλάσμα τοῦ ὅλου αἵματος, πάσχοντας, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὄχι μόνο θεολογικῶς, δογματικῶς καὶ συμβολικῶς, ἀλλὰ καὶ διανοητικῶς, τὸ ὁποῖο, ὅμως (καὶ εὐτυχῶς), δὲν προκύπτει μὲ σαφήνεια ἀπὸ τὴν ἐκπεφρασμένη δογματικὴ καὶ συμβολική του θεολογία ἀλλὰ μᾶλλον ὑπολανθάνει στὴν ἐπιπόλαιη θεολογικὴ διανόηση κάποιων ἀπερισκέπτων.

Πρόκειται, ἀσφαλῶς, περὶ ἀστείας καὶ φαιδρᾶς ἑρμηνευτικῆς ἐκδοχῆς ἡ ὁποία, μὲ ἄλλα λόγια, ὑποστηρίζει ἀνοήτως ὅτι ἡ θεία χάρη ἔκανε χημικὴ ἀνάλυση στὴ σύσταση τοῦ αἵματος τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦ ἔβγαλε ἔξω θαυματουργικῶς τὰ δύο χαρακτηριστικώτερα ἀπὸ τὰ συστατικά του στοιχεῖα, τὴν αἱμοσφαιρίνη καὶ τὸ ἐμπεριεχόμενο στὸ αἱμάτινο πλάσμα συστατικὸ ὕδωρ (σιγὰ μὴν τοῦ ἔκανε καὶ ἀνάλυση οὔρων καὶ τοῦ πῆρε καὶ τὴν πίεση) καὶ γι' αὐτὸ εἴχαμε τὴν κράση καὶ τὴ σύμφυρση ἀμφοτέρων τῶν τοιούτων στοιχείων μεταξύ τους, ὡς βασικῶν συστατικῶν μερῶν τοῦ ὅλου αἵματος.

Γι' αὐτὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπολανθάνουσα αὐτὴ αἱρετικὴ δοξασία, οἱ εὐχαριστιακοὶ λειτουργοὶ τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ἐπιτελοῦν συμβολικὴ καὶ μυστικὴ χημικὴ σύνθεση τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, μὲ κράση, ἀφενὸς ἀπὸ τὸν οἶνο, ὁ ὁποῖος δὲν συμβολίζει ὅλο τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ μόνο τὴν αἱμοσφαιρίνη τοῦ αἵματός του, καὶ ἀφετέρου ἀπὸ τὸ ὕδωρ, τὸ ὁποῖο συμβολίζει τὸ συστατικὸ καὶ ὄχι τὸ λειτουργικὸ ὕδωρ τοῦ αἵματός του.

Καὶ τὸ λειτουργικὸ ὕδωρ τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ τοῦ Χριστοῦ ποῦ θὰ ἦταν, ἐν προκειμένῳ, θὰ ἔλλειπε; Καὶ ὁ οἶνος, πῶς θὰ συμβόλιζε μόνο τὴν αἱμοσφαιρίνη καὶ ὄχι ὁλόκληρο τὸ αἷμα, ἀφοῦ δὲν διατελεῖ ἐπὶ μέρους ἀλλ' ὁλόκληρο στοιχεῖο τὸ ὁποῖο ἐμπεριέχει μέσα του καὶ κατὰ τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ ὡς συστατικὸ τὸ ὕδωρ, ὅπως τὸ αἷμα;

Ἀλλ' ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση τῆς χημικῆς ἀνάλυσης τῶν συστατικῶν στοιχείων τοῦ αἵματος, τὸ λογικώτερο εἶναι τὰ στοιχεῖα τῆς ἀναλύσεως νὰ ξεχωρίζουν μεταξύ τους, νὰ βγαίνουν, δηλαδή, χωριστὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὴ λογχισμένη πλευρὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὄχι σὲ κράση καὶ σύμφυρση μεταξύ τους.

Ἐν τοιαύτῃ, ἑπομένως, περιπτώσει, οἱ εὐχαριστιακοὶ λειτουργοὶ τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιτελοῦν χημικὴ σύνθεση αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ οἴνου, τῆς εἰκόνος τοῦ αἵματος, καὶ νὰ τὸν παρασκευάζουν οἱ ἴδιοι ὁλόκληρο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κατὰ τὴν τέλεση τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου ἀπὸ νερὸ καὶ ἄλλα συστατικὰ (δεδομένου ὅτι ὁ οἶνος, ὡς ὁλόκληρο στοιχεῖο ποὺ ἐμπεριέχει τὸ νερό, δὲν συμβολίζει μόνο τὴν αἱμοσφαιρίνη ἀλλ' ὁλόκληρο τὸ αἷμα ποὺ συμπεριλαμβάνει, ἐπίσης, μέσα του τὸ νερό) καὶ ὄχι νὰ νοθεύουν τὸν ἕτοιμο καὶ ὁλόκληρο οἴνο ποὺ χρησιμοποιοῦν μὲ ἐπιπλέον ἐκείνου ποὺ ἐμπεριέχεται στὴ σύστασή του ὕδωρ, θὰ ἔπρεπε, δηλονότι, νὰ ἔχουμε γνήσιο οἶνο καὶ ὄχι νόθο κρασονέρι καὶ οἰνοποτό.

Ἐν προκειμένῳ, λοιπόν, ἔχουμε, σαφῶς, ὁλόκληρο αἷμα καὶ ὁλόκληρο ὕδωρ, τὸ αἷμα, δηλαδή, καὶ τὸ λειτουργικὸ ὕδωρ τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, ὅπως ἄλλωστε ἐπισημάναμε καὶ στὸ τρίτο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης, ἡ θεία χάρη συμβολίζεται εὐχαριστιακῶς κατ' ἐξοχὴν μὲ τὸ «λειτουργικό» καὶ ἐπ' οὐδενὶ μὲ τὸ «συστατικό» ὕδωρ τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ τοῦ Ἰησοῦ, τὸ ὁποῖο λειτουργικὸ ὕδωρ συμβολίζεται μὲ τὸ νερὸ ποὺ εἶναι τὸ τρίτο συμβολικὸ τελετουργικὸ στοιχεῖο μετὰ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ στὴν τελετουργία τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου (ἀλληλοδιαδοχικὸ συμβολικὸ ἢ διπλοσυμβολικὸ σύστημα).

Διότι ἡ θεία χάρη δὲν συγχέεται οὔτε μὲ τὴν ψυχικὴ οὔτε μὲ τὴ σωματικὴ ἀνθρώπινη φύση τοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου Χριστοῦ μέσα στὴν ὁποία ὑπερφυσικῶς ἐνοικεῖ, δὲν ἀποτελεῖ, δηλαδή, φυσικὸ συστατικό της στοιχεῖο, ἀλλὰ προσλαμβάνεται ἐξωτερικὰ ἀπὸ τὴν ψυχοσωματικὴ ὑπόσταση τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως τὸ λειτουργικὸ ὕδωρ, καί, διαμέσου τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ψυχοσωματικὴ ὑπόσταση τοῦ κάθε πιστοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου, κατερχόμενη ἀπὸ τὸ θεῖο ὑπερουράνιο χῶρο καὶ συμβάλλοντας στὴν ὁμαλὴ πνευματικὴ λειτουργία του ψυχανθρώπου, ὡς πνευματικοῦ ὀργανισμοῦ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ ἐξωτερικὸ λειτουργικὸ ὕδωρ συμβάλλει στὴν ὁμαλὴ σωματικὴ λειτουργία του, ὡς σωματικοῦ ὀργανισμοῦ.

Ἢ μήπως ἡ θεία χάρη τέλεσε, ἐν προκειμένῳ, τὸ μισὸ θαῦμα καὶ ἔκανε, μέν, νὰ βγοῦν ἀπὸ νεκρὸ ἀνθρώπινο σῶμα ῥευστὸ καὶ ζεστὸ αἷμα καὶ νερὸ ἀλλὰ σὲ κράση μεταξύ τους καὶ ὄχι ἀσυγχύτως; Ἢ μήπως ἔβγαιναν ἀμφότερα ἀσυγχύτως ἀπὸ τὴ λογχισμένη πλευρὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ καθὼς κατέρρεαν πρὸς τὴ γῆ συγχέονταν, τὸ θαῦμα, δηλαδή, ἄρχιζε ὁλόκληρο ἀλλὰ κατέληγε μισό;

Οἱ συγκροτήσαντες, συνεπῶς, τὴ λεγομένη «πενθέκτη οἰκουμενικὴ σύνοδο» καὶ ἐπικυρώσαντες ἱεροκανονικῶς καὶ μάλιστα ἐπὶ ποινῇ καθαιρέσεως γιὰ τοὺς ἀπειθάρχους τὸ εὐχαριστιακὸ κρᾶμα οἴνου καὶ ὕδατος χρειάζονταν, πράγματι, πέντε καὶ ἕξι γιατροὺς ὁ καθένας καὶ ὄχι ἕνα. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ παλαιότεροι τῆς καλουμένης «τοπικῆς συνόδου τῆς Καρθαγένης». Τὶ αἱμονέρια καὶ τὶ κρασονέρια καὶ τὶ φριξονέρια, ἐξέλιπε καὶ αὐτὸς ὁ νοῦς!

Ἡ ζέση, σημειωτέον, καὶ τῶν τριῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων, τοῦ ἄρτου, τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, ὑποδηλώνει συμβολικῶς τὸ στοιχεῖο τῆς αἰσθητῆς, νοητῆς καὶ νοερᾶς ζωῆς, ὅτι πρόκειται, ἀφενός, τόσο γιὰ σάρκα, αἷμα καὶ λειτουργικὸ ὕδωρ ζωντανοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ, ὅσο καὶ γιὰ ζωντανὴ σωματικὴ φύση καὶ ζωντανὴ ψυχικὴ φύση ζώσης ψυχανθρωπίνης ὑποστάσεως καὶ γιὰ ζωντανὴ πνευματικὴ χάρη πηγάζουσα μέσα ἀπὸ τὴ ζῶσα θεία φύση τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρωπίνων Ὑποστάσεων καὶ ἐνοικοῦσα μέσα στὴν ψυχανθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀφετέρου, γιὰ ζῶσα πίστη, γιὰ τὸν ἔνθερμο, δηλαδή, ζῆλο τῆς πίστεως καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ ποὺ μετέχει στὴ ζῶσα θεία χάρη.

Σύμφωνα, πάλι, μὲ τὸν αἱρετικὸ ἀνατολικὸ χριστιανισμό, ἡ ζέση τοῦ ὕδατος πρέπει νὰ ἐκδηλωθεῖ μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων καὶ γι' αὐτὸ πρὶν τὸν εὐχαριστιακὸ καθαγιασμὸ πρέπει νὰ παραμένει ψυχρό, γι' αὐτὸ καὶ διαμερίζει τὸ ὅλο εὐχαριστιακὸ ὕδωρ σὲ δύο ποσοτικὰ μέρη, ἀφενὸς σὲ ψυχρὸ προκαθαγιαστικό, τὸ ὁποῖο ῥίπτει μέσα στὸ οἰνοποτήριο πρὸ τοῦ εὐχαριστιακοῦ καθαγιασμοῦ, κατὰ τὴν προσκομιδή, καὶ καθαγιάζει εὐχαριστιακῶς ἄμεσα καὶ σὲ κράση μὲ τὸν οἶνο κατὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων, καὶ ἀφετέρου σὲ ζέον μετακαθαγιαστικό, τὸ ὁποῖο ῥίπτει στὸ ποτήριο τοῦ ἤδη καθαγιασθέντος κράματος τοῦ ὑδροοίνου μετὰ τὸν εὐχαριστιακὸ καθαγιασμὸ καὶ καθαγιάζει εὐχαριστιακῶς ἔμμεσα, μὲ τὴν κατὰ κρᾶσιν ἕνωσή του μὲ τὸ προκαθαγιασθὲν κρᾶμα τοῦ ψυχροῦ ὕδατος καὶ τοῦ οἴνου, προϋπολογίζοντας ἐξαρχῆς τὴν ὅλη ποσότητα τοῦ ὕδατος ποὺ διαμερίζει καὶ ῥίπτει μέσα στὸ οἰνοποτήριο, καὶ τοῦ ψυχροῦ καὶ τοῦ ζεστοῦ, στὴν κατάλληλη ἀναλογία σὲ σχέση μὲ τὸν οἶνο, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τὸν καθιστᾷ ὑπερβολικὰ ἀλλὰ μέτρια νερουλό.

Καὶ πάλι, ὅμως, λανθάνει, ἀκόμη καὶ στὰ πλαίσια τῆς κακοδοξίας του, διότι θὰ ἔπρεπε στὴν προσκομιδὴ νὰ ῥίπτει ὅλη τὴν ἀπαιτούμενη ποσότητα τοῦ εὐχαριστιακοῦ ὕδατος σὲ χωριστὸ καὶ διακριτὸ ἀπὸ τὸ ποτήριο τοῦ οἴνου ποτήριο ὕδατος καὶ ἔτσι, κατὰ τὸν εὐχαριστιακὸ καθαγιασμό, νὰ εὐλογεῖ χωριστὰ καὶ ἄμεσα ὁλόκληρο τὸ εὐχαριστιακὸ ὕδωρ καὶ ἔπειτα νὰ τὸ ζεσταίνει καὶ νὰ τὸ ῥίπτει ὅλο ζεστὸ μέσα στὸ ποτήριο τοῦ ἀρτοοίνου, μετὰ τὴ ῥίψη ὁλόκληρου τοῦ ἄρτου, καὶ ὄχι νὰ καθαγιάζει τὸ μισό, τὸ ψυχρό, δηλαδή, εὐχαριστιακὸ ὕδωρ, αὐτὸ ποὺ ἔχει ἤδη ἔλθει σὲ κράση μὲ τὸν εὐχαριστιακὸ οἶνο μέσα στὸ οἰνοποτήριο κατὰ τὴν προσκομιδή, καὶ τὸ ἄλλο μισό, τὸ ζέον, δηλαδή, εὐχαριστιακὸ ὕδωρ, νὰ τὸ ῥίπτει συμπληρωματικῶς, μὲ ἁπλῆ εὐλογία τῆς ζέσεως, στὸ ἀρτοοινοϋδροποτήριο μετὰ τὸν εὐχαριστιακὸ καθαγιασμὸ καὶ μετὰ τὴ ῥίψη τοῦ πρώτου ἀρτοτεμαχίου καὶ νὰ καθαγιάζεται ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ τὴν ἀνάκρασή του μὲ τὸ ἐμπεριεχόμενο προκαθαγιασθὲν κρᾶμα τοῦ ἀρτοϋδροοίνου, αὐτῆς τῆς «εὐχαριστιακῆς ἀηδίας», ἤ, κοινῶς, «εὐχαριστιακοῦ ἀχταρμᾶ».

Αὐτὸ γίνεται κατ' οἰκονομίαν καὶ κατ' ἐξαίρεσιν, ὅταν, μετὰ τὸν προϋπολογισμὸ καὶ τὸν καθαγιασμὸ τῶν προβλεφθέντων ἀρχικῶν ποσοτήτων τῶν ὑγρῶν, μόνο, εὐχαριστιακῶν στοιχείων τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, τείνει νὰ ἐξαντληθεῖ κάποιο ἀπὸ αὐτά, ἂν δὲν εἶναι συμπεφυρμένα μεταξύ τους, ἢ τὸ κρᾶμα ἀμφοτέρων, ἐὰν διατελοῦν συμπεφυρμένα, καὶ προκύπτει ἀπρόβλεπτα ἀνάγκη ἡ ὁποία πρέπει νὰ καλυφθεῖ μὲ ἐπιπλέον ποσότητα (περίσσευμα).

Ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸ χρόνο ἐκδήλωσης τῆς ζέσης τοῦ εὐχαριστιακοῦ ὕδατος, πρὶν ἢ μετὰ τὸν εὐχαριστιακὸ καθαγιασμό, λανθάνει, πάλι, καὶ ἀστοχεῖ, διότι, ὅπως προαναφέρθηκε, δὲν ἀντιλαμβάνεται ὄντως ὀρθοδόξως τὴ φυσικὴ καὶ τὴν ἀνάλογη συμβολικὴ χρήση τοῦ εὐχαριστιακοῦ ὕδατος σὲ σχέση μὲ τὸν εὐχαριστιακὸ οἶνο, οἱ ὁποῖες εἶναι ἡ ἀπόπλυση τοῦ οἴνου καὶ ἡ ἀνάλογη ὑπέρβαση τῆς κτιστῆς φύσεως ἀπὸ τὴν ἐνοικοῦσα μέσα σ' αὐτὴ ἄκτιστη χάρη ἀντιστοίχως.

Κατὰ τὴ φυσικὴ χρήση του, τὸ ὕδωρ, γενικῶς, ὡς φυσικὸ στοιχεῖο μὲ ἀποπλυντικὸ χαρακτῆρα, δύναται νὰ διατελεῖ καὶ ὡς ζεστό, μὲ τελειότερη ἀποπλυντικὴ δράση, καὶ ὡς ψυχρό, μὲ ἀτελέστερη ἀποπλυντικὴ δράση, ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση, ἐάν, δηλαδή, πρέπει νὰ ἀποπλύνουμε κάτι τελειότερα, χωρὶς νὰ ἀφήσει αἰσθητὰ ἴχνη στὸ στόμα μας, ὅπως τὸν εὐχαριστιακὸ οἶνο, ἢ ἂν ἡ ἀπόπλυση πρέπει νὰ γίνει ἀτελέστερα ἔτσι ὥστε νὰ ἀφεθοῦν κάποια ἐλάχιστα αἰσθητὰ ἴχνη ἀπορροφήσιμα ἀπὸ τὸ σῶμά μας, μία ὑπαισθητὴ (ἐλαφρῶς αἰσθητή), δηλαδή, λιπαρότητα, ὅπως τοῦ χρισματικοῦ μυρελαίου καὶ ἐλαίου.

Μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὴν εὐχαριστιακὴ ἀπόπλυση, ἀπὸ τὸν εὐχαριστιακὸ οἶνο, πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουμε ζεστὸ ὕδωρ, ἐνῷ, γιὰ τὴ βαπτισματικὴ ἀπόπλυση, ἀπὸ τὸ χρισματικὸ μυρέλαιο καὶ ἔλαιο, ψυχρὸ ὕδωρ, ἔτσι ὥστε ἡ διάφορος αὐτὴ φυσικὴ χρήση τοῦ ὕδατος νὰ ἀναλογεῖ ἐπακριβῶς στὴ συμβολική του χρήση, δεδομένου ὅτι συγκριτικῶς, τελειότερη εἶναι ἡ χάρη τῆς ἀποπλύσεως ποὺ μεταδίδει τὸ τελειότερο εὐχαριστιακὸ μυστήριο, στὴν ὁποία ἀναλογεῖ τὸ τελειότερο ζεστὸ ἀποπλυντικὸ ὕδωρ, καὶ ἀτελέστερη ἡ χάρη τῆς ἀποπλύσεως ποὺ μεταδίδει τὸ ἀτελέστερο βαπτισματικὸ μυστήριο, στὴν ὁποία προσιδιάζει τὸ ἀτελέστερο ψυχρὸ ἀποπλυντικὸ ὕδωρ.

Ἔτσι, ἀπὸ ἄποψη φυσικῆς χρήσης, τὸ ὕδωρ, συσχετιζόμενο εὐχαριστιακῶς, ὡς ἀποπλυντικό, μὲ τὸν οἶνο καὶ τὸν ἄρτο, συνοδεύει ἀμφότερα, ἄμεσα τὸν οἶνο καὶ ἔμμεσα τὸν ἄρτο, ὡς ζεστό, κατ' ἀκρίβειαν, καὶ ὄχι ψυχρὸ ῥόφημα, ἐνῷ, συνδυαζόμενο βαπτισματικῶς, ὡς ἀποπλυντικό, μὲ τὸ ἐπίχρισμα τοῦ μυρελαίου καὶ ἐλαίου, τὸ συνοδεύει, κατ' ἀκρίβειαν, ὡς ψυχρὸ καὶ ὄχι ζεστὸ βύθισμα.

Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄποψη συμβολικῆς χρήσης, ἡ εὐχαριστιακὴ ἀποπλυντικὴ χάρη, ὡς τελειότερη τῆς βαπτισματικῆς, δὲν συνδέεται μυστικῶς καὶ κατ' ἀκρίβειαν μὲ τὸ ἀτελέστερο ἀποπλυντικὸ ψυχρὸν ὕδωρ, ὅπως ἀντιθέτως καὶ κατ' ἀκρίβειαν ἡ ἀτελέστερή της βαπτισματική, ἀλλὰ μὲ τὸ τελειότερο ἀποπλυντικὸ ζέον ὕδωρ.

Ἄρα, κατὰ τὸν καθαγιασμό, τὸ μὲν εὐχαριστιακὸ ὕδωρ εὐλογεῖται, κατ' ἀκρίβειαν, ζεστό, τὸ δὲ βαπτισματικὸ ὕδωρ, κατ' ἀκρίβειαν, ψυχρό, ἐνῷ, σὲ κάθε ἀντίθετη περίπτωση, ἡ τυχὸν εὐλογητικὴ ἀστοχία δὲν κρίνεται, ἀσφαλῶς, ὡς κακότυπη, σὲ βαθμό, δηλαδή, ἀκυρότητος τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἢ τοῦ βαπτισματικοῦ καθαγιασμοῦ τοῦ ὕδατος, ἀλλ' ἁπλῶς ὡς παράτυπη.

Καὶ ἐπειδή, ἀπὸ συμβολικὴ καὶ τελετουργικὴ ἄποψη, οὔτε ζεσταίνουμε τὸν ἄρτο στὸ φοῦρνο μικροκυμάτων οὔτε βράζουμε τὸν οἶνο στὸν ταχυβραστῆρα ἀλλὰ μόνο τὸ ὕδωρ, ἡ ζέση καὶ τῶν τριῶν αὐτῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων ἀποδίδεται, ὅπως προειπώθηκε, κατὰ σχῆμα συνεκδοχῆς, μὲ ἔκφραση, δηλαδή, τοῦ ὅλου ἐκ τοῦ μέρους, μέσῳ τοῦ ζέοντος ὕδατος, ἄνευ φυσικῆς κράσεως καὶ συγχύσεως καὶ συμφύρσεως μεταξύ τους, ἀλλ' ἁπλῶς μὲ ἀλληλεφαπτικὴ τοποθέτηση τοῦ ποτηρίου τοῦ ὕδατος στὰ δεξιὰ τοῦ ποτηρίου τοῦ οἴνου καὶ τοῦ οἰνοποτηρίου στὰ δεξιὰ τοῦ ἀρτοδισκαρίου.

Ἔπειτα, καὶ παρὰ τὸ ὅτι ἡ ἕνωση ἄρτου καὶ οἴνου ἔχει ἤδη γίνει ἐν μέρει, ἔχει, δηλαδή, ἤδη ἀρχίσει καὶ εὑρίσκεται ἐν ἐξελίξει, χωρὶς νὰ ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ, οἱ λειτουργοὶ τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος, ἀντὶ πρῶτα νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν ἕνωση καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσουν ἀπὸ τὸ ἑνιαῖο εὐχαριστιακὸ κρᾶμα, μὲ τὴ λαβίδα, κοινωνοῦν χωριστὰ ἀπὸ τὸ δεύτερο τεμάχιο τοῦ ἄρτου, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ῥιφθεῖ μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο, καί, χωρὶς λαβίδα, ἀπὸ τὸν ἀρτοϋδρόοινο, ἀπὸ τὸ κραστό, δηλαδή, ποτήριο τοῦ οἴνου ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη ἔλθει σὲ κατὰ κρᾶσιν (χημική) ἕνωση μὲ τὸ πρῶτο τεμάχιο τοῦ ἄρτου καὶ μὲ τὸ ζέον ὕδωρ ποὺ ἔχουν ἤδη ῥιφθεῖ μέσα στὸ οἰνοποτήριο, καὶ τοιουτοτρόπως, μεταλαμβάνουν δύο φορὲς τὸν εὐχαριστιακὸ ἄρτο, μία σὲ καθαρὴ καὶ στερεὴ μορφή, ὡς ἄρτο, καὶ ἄλλη μία σὲ κραστὴ καὶ ὑγρὴ μορφή, διαλυμένο, ἐν μέρει, μέσα στὸ κρᾶμα τοῦ ἀρτοϋδροοίνου, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἄλλα δύο εὐχαριστιακὰ στοιχεῖα τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, τὰ ὁποῖα μεταλαμβάνουν μία φορὰ καὶ μόνο σὲ διαλυμένη μορφὴ μέσα στὸ κρᾶμα τοῦ ἀρτοϋδροοίνου.

Ἐάν, δηλαδή, ἤθελαν νὰ κοινωνοῦν χωριστὰ ἀπὸ τὸν ἄρτο καὶ ἀπὸ τὸν ὑδρόοινο, θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουν πρὶν τελέσουν τὴν ἕνωση τῶν δύο αὐτῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο, διότι, μετὰ τὴν ἕνωσή τους, δὲν δικαιολογεῖται ἡ χωριστὴ μετάληψή τους καὶ ἐπειδὴ ἡ ἕνωση αὐτὴ δὲν διασπᾶται σὲ δύο φάσεις ἀλλ' ἀφορᾷ καὶ τὰ τέσσερα ἀρτοτεμάχια σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ φάση.

Μετέπειτα, ῥίπτουν καὶ τὰ ἐναπομείναντα τρία ἀρτοτεμάχια μέσα στὸ ἤδη κραστὸ ποτήριο τοῦ ἀρτοϋδροοίνου, μαζὶ μὲ ἢ χωρὶς τὶς μερίδες τῆς προσκομιδῆς, καὶ κοινωνοῦν τοὺς πιστούς, μὲ τὴ λαβίδα. Καὶ τελικά, ῥίπτουν μέσα στὸ ποτήριο τοῦ κράματος τοῦ ἀρτοϋδροοίνου καὶ τὶς μερίδες τῆς προσκομιδῆς, ἂν δὲν τὶς ἐνέρριψαν προηγουμένως, καὶ καταλύουν τὰ εὐχαριστιακὰ ὑπολείμματα.

Ἡ μωροκακόδοξη, λοιπόν, ἀντίληψη τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ περὶ τῆς ἀπεικονίσεως τῆς κατὰ μῖξιν ἑνώσεως τῶν τριῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων, τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἐνοικούσης θείας χάριτος, μὲ τὴν κατὰ κρᾶσιν ἕνωση καὶ σύμφυρση μεταξὺ αὐτῶν καθεαυτῶν τῶν τριῶν συμβόλων τῆς τελετουργικῆς παραστάσεώς τους, τοῦ ἄρτου, τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, συνοψίζεται στὴ φράση «ἕνωση νά 'ναι κι ὅ,τι νά 'ναι», εἴτε κατὰ μῖξιν, εἴτε κατὰ κρᾶσιν, εἴτε ἀσύγχυτη, εἴτε συγχυτή, εἴτε ἀδιάβλητη, εἴτε διαβλητή, ἀρκεῖ νὰ παρασταθεῖ συμβολικῶς ὡς ἕνωση αὐτῶν καθεαυτῶν τῶν ὑλικῶν παραστατικῶν συμβόλων, χωρὶς νὰ τὸν ἐνδιαφέρει ἂν τοιουτοτρόπως κάνει τὴν εὐχαριστία σιροπιαστὸ τοῦ κουταλιοῦ (καὶ τοῦ ταψιοῦ, «εὐχαριστιακὸς ἄρτος προηγιασμένης θείας λειτουργίας») ἢ σπιτικὸ τραχανᾶ (γλυκὸ ἢ ξινό), δεδομένου ὅτι ἡ κατὰ μῖξιν, ἀσύγχυτη καὶ ἀδιάβλητη ἕνωση τοῦ ἄρτου, τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, ἐν προκειμένῳ, ἀδυνατεῖ καὶ γι' αὐτὸ τελεσιουργεῖ βέβηλα τὴν κατὰ κρᾶσιν καὶ συγχυτὴ καὶ διαβλητή.

Εὐνόητον, ὅτι ἐὰν ἀδυνατεῖ ἡ ὁμαλὴ ἀπεικόνιση τῆς ἀρχετύπου ἑνώσεως, ἡ κατὰ μῖξιν, δηλαδή, ἕνωση αὐτῶν καθεαυτῶν τῶν εὐχαριστιακῶν συμβόλων τοῦ ἄρτου, τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, σὲ καμία περίπτωση δὲν θὰ γίνει ἀνωμελῶς, διαστρεβλωτικῶς καὶ συγκραστικῶς, ἀλλ' ἁπλῶς δὲν θὰ γίνει, ἢ θὰ γίνει ἁπλῶς ἡ ἀλληλεφαπτικὴ τοποθέτηση τοῦ ποτηρίου τοῦ οἴνου δίπλα ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ δισκάριο τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου τοῦ ὕδατος δίπλα ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ ποτήριο τοῦ οἴνου, ἔτσι ὥστε τὸ ἕνα ἱερὸ σκεῦος νὰ ἐφάπτεται ἀκροθιγῶς μὲ τὸ ἄλλο.

Ἔτσι, ἡ τέλεση τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου στὸν αἱρετικὸ ὁμολογιακὸ χῶρο τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ χαρακτηρίζεται, πράγματι, «φρικτή», ὄχι, ὅμως, μὲ τὸ νόημα τῆς κατανύξεως καὶ τοῦ φόβου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς φρίκης καὶ τῆς ἀηδίας ποὺ καταλαμβάνει τὸν φιλορθόδοξο βλέποντας μπροστά του τὴ σιχαμερῆ αὐτὴ εὐχαριστιακὴ σοῦπα τοῦ κουταλιοῦ νὰ ἀπειλεῖ τὴ σώφρονα πνευματική του ὕπαρξη καὶ τὴν ὑγιῆ μυστηριακή του ζωή.

Τὰ μυστήρια ὅλων γενικῶς τῶν αἱρετικῶν εἶναι «μυστήρια δογματικῶς φρενοβλαβῶν», ἢ κοινῶς, «ζουρλομυστήρια», ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ φιλορθόδοξοι πρέπει νὰ ἀπομακρύνονται τρέχοντας καὶ μὲ πηδήματα μαζὶ μὲ τὴ φυγοῦσα θεία χάρη.

Καὶ δυστυχῶς, ἡ τελετουργικὴ βεβήλωση τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου ἀπὸ τὸν κακόδοξο καὶ ψευδορθόδοξο ἀνατολικὸ χριστιανισμὸ δὲν σταματᾷ ἐδῶ ἀλλ' ἐπεκτείνεται ἔτι καὶ στὴν ἀνωμελῆ τελετουργικὴ περίπτωση τῆς λεγόμενης «προηγιασμένης θείας λειτουργίας», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «προβεβρασμένης» καὶ «προεψημμένης» καὶ «προτετηγανισμένης» (καὶ μὴ χειρότερα), πρὸ τῆς ὁποίας οἱ εὐχαριστιακοὶ λειτουργοὶ καθαγιάζουν δύο καὶ τρεῖς καὶ πλείονες «ἀρτοαμνούς» στὴν ἴδια προηγούμενη θεία λειτουργία, ἕνα γιὰ τὴ λειτουργία ποὺ τελεῖται κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ ἄλλο ἕνα ἢ ἄλλους δύο ἢ καὶ περισσότερους γιὰ τὶς προηγιασμένες λειτουργίες οἱ ὁποῖες πρόκειται νὰ τελεσθοῦν ἐντὸς τῶν ἑπομένων ἡμερῶν, μετατρέποντας ἔτσι τὴν εὐχαριστιακὴ θυσία τῆς ἡμέρας σὲ ἀρτοκλασία δύο καὶ τριῶν καὶ πέντε ἄρτων, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε στάνη ἀρτοαμνῶν. Καὶ παρόμοια εἶναι καὶ ἡ περίπτωση τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἀρτοφορίου.

Δὲν εἶναι κονσέρβα ἡ εὐχαριστία γιὰ νὰ τὴ συσκευάζουμε σὲ κουτὶ καὶ νὰ τὴ βάζουμε στὸ ψυγεῖο γιὰ νὰ τὴ μεταλάβουμε μετὰ ἀπὸ ἡμέρες ἢ ἔτη, ἀλλ' ἡμερήσια θυσία, στὴν ὁποία καθαγιάζεται ἕνας καὶ μόνος εὐχαριστιακὸς ἄρτος ποὺ πρέπει νὰ καταναλώνεται ἐντὸς τῆς ἴδιας ἡμέρας. Καθένας εὐχαριστιακὸς ἄρτος, καὶ ἀπὸ μετουσιωτικὴ καὶ ἀπὸ μεταληπτικὴ ἄποψη, ἀνήκει ἐξολοκλήρου μόνο στὴν ἡμέρα καὶ τὴ θεία λειτουργία στὴν ὁποία καθαγιάζεται καὶ σὲ καμία ἄλλη ἑπόμενή της.

Εἶναι τελετουργικῶς ἀνωμελὲς καὶ ἀνεπίτρεπτο, καὶ τὸ νὰ καθαγιάζονται, ἀφενός, δύο καὶ τρεῖς καὶ πλείονες εὐχαριστιακοὶ ἄρτοι ἀπὸ τὸν ἴδιο λειτουργό, στὸ ἴδιο ἱερὸ θυσιαστήριο, κατὰ τὴν ἴδια ἡμέρα καὶ στὴν ἴδια θεία λειτουργία, διότι ἔτσι διπλασιάζεται καὶ τριπλασιάζεται καὶ πολλαπλασιάζεται ἡ ἴδια καὶ ἡ αὐτὴ εὐχαριστιακὴ θυσία τῆς ἰδίας καὶ τῆς αὐτῆς ἡμέρας καὶ λειτουργίας, καὶ τὸ νὰ ἐπιτελοῦνται, ἀφετέρου, τὸ ἕνα μέρος τῆς ἱερολογίας (εὐχολογίας) καὶ τῆς ἱεροπραξίας τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ αὐτοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου (ὁ καθαγιασμὸς καὶ ἡ ὕψωση) σὲ μία ἡμέρα καὶ λειτουργία καὶ τὸ ἄλλο μέρος (ὁ μελισμὸς καὶ ἡ μετάληψη) σὲ ἄλλη ἡμέρα καὶ λειτουργία ποὺ ἐπικαλεῖται «προηγιασμένη» (καὶ κατὰ τὴν ὁποία ἐπιτελεῖται πάλι, δεύτερη φορά, ἡ ὕψωση τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου), ἐπειδὴ τοιουτοτρόπως ὁ ἴδιος καὶ ὁ αὐτὸς εὐχαριστιακὸς ἄρτος ἀνήκει ἱεροτελεστικῶς σὲ δύο διάφορες ἡμέρες καὶ λειτουργίες καὶ ὄχι στὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτή.

Καταδικάζουμε, λοιπόν, ἀμφότερα ὡς κακότυπα, καὶ κακὰ καὶ κακόδοξα, καὶ ἀπαγορεύουμε αὐστηρῶς καὶ ἀπολύτως, στὰ δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς καινορθοδόξου χριστιανικῆς ὁμολογίας τοῦ τριαδιανισμοῦ, ὡς Πάππαι Ἱδρυταὶ τῆς Ὁμολογίας, καὶ τὴν τέλεση τῆς «λειτουργίας τῶν προηγιασμένων δώρων» καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ «εὐχαριστιακοῦ ἀρτοφορίου» (σταθεροῦ ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης καὶ φορητοῦ), μὲ προηγιασμένο καὶ ἀπεξηραμμένο τὸν εὐχαριστιακὸ ἄρτο ἐντός του, ἐπὶ ποινῇ μετ' ἀναθέματος καθαιρέσεως γιὰ ὅσους συστηματικῶς καὶ κατ' ἐπανάληψη ἐμμένουν στὴν τέλεση καὶ μέθεξή τους.

Καὶ στὸ ἐρώτημα «τὶ γίνεται σὲ περίπτωση ἀσθενοῦς ἢ ἑτοιμοθάνατου ὁ ὁποῖος ζητήσει ἢ πρέπει νὰ κοινωνήσει», ἀπαντοῦμε ὅτι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει θὰ πρέπει νὰ τελεῖται ἡ θεία εὐχαριστία κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς ἀνάγκης καὶ μετὰ τὴ λειτουργία νὰ μεταβαίνουν οἱ λειτουργοὶ στὸν τόπο ἐκεῖνο μὲ τὰ ἱερὰ σκεύη (δισκάριο, ποτήριο οἴνου καὶ ποτήριο ὕδατος) καὶ νὰ καλύπτουν τὴν ἀνάγκη, ἤ, ἂν εἶναι ἐφικτό, νὰ τελεῖται ἡ λειτουργία ἐκεῖ. Καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει οἱ πιστοὶ θὰ πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι χρειάζεται τακτικὴ μυστηριακὴ ζωὴ καὶ μέθεξη τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, ὅσο ζοῦν καὶ διατελοῦν ὑγιεῖς, ὥστε νὰ εἶναι πάντοτε ἕτοιμοι γιὰ κάθε δυσάρεστη ἐξέλιξη.

Ἀνακεφαλαιώνοντας, οὔτε μὲ βάση τὴν «κανονικὴ ἀκρίβεια» οὔτε κατὰ τὴν «κανονικὴ οἰκονομία» δύναται νὰ θεωρηθεῖ τελετουργικῶς ὡς ἔγκυρο τὸ εὐχαριστιακὸ μυστήριο τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, διότι εἶναι λίαν κακότυπο, καὶ κακὸ καὶ κακόδοξο, καὶ ἐλέγχεται ὡς «βέβηλος καὶ διαβλητὴ θυσία», καὶ μόνο «καθ' ὑπερβάλλουσαν οἰκονομίαν» θὰ μποροῦσε φιλανθρώπως νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἔγκυρο ἀπὸ τὴ θεία τελεταρχικὴ χάρη, κατὰ τὸ λαϊκὸ εἰρωνικὸ ῥῆμα «ὁ θεὸς νὰ τὸ κάνει (ἔγκυρο)».

Πλήν, ὅμως, ἡ ὑπερβάλλουσα αὐτὴ οἰκονομία ἴσχυε φιλανθρώπως μόνο ἕως τὴ λήξη τῆς «περιόδου χάριτος» ποὺ εἶχε δοθεῖ γενικῶς στὸ παλαιορθόδοξο δόγμα τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ἐκ μέρους τοῦ καινορθοδόξου δόγματος τοῦ τριαδιανισμοῦ καὶ ἡμῶν, τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ ἱδρυτῶν, μέχρι, δηλαδή, καὶ τὴν 31η Δεκεμβρίου 2022 (μετὰ τὴν ὁποία ἡμέρα, ἀπὸ 1ης Ἰανουαρίου 2023, οἱ παλαιορθόδοξοι, γενικῶς, τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ θεωρήθηκαν ἐκ μέρους τοῦ καινορθοδόξου δόγματος τοῦ τριαδιανισμοῦ καὶ ἡμῶν, τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ ἱδρυτῶν, δογματικῶς ὡς ἀμετανόητοι καὶ ἐμμένοντες στὴν αἵρεσή τους καὶ ὡς ἐκ τούτου αὐτοδέσμευτοι καὶ αὐτοκαθαίρετοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν κακόδοξο τελετουργικὴ πράξη τους, ἐφόσον ἡ ἐκ μέρους τοῦ καινορθοδόξου δόγματος καὶ ἡμῶν, τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ ἱδρυτῶν, ὁριστικῶς ἐπεγνωσμένη καὶ κατεγνωσμένη κακοδοξία τους, πλέον, τελεσιουργεῖται, ἱερολογεῖται, δηλαδή, καὶ ἱεροπρακτεῖται ἐν γνώσει τους ὡς οἱαδήποτε τελετή, καὶ μάλιστα ὡς εὐχαριστιακὴ τελετή, προκαλῶντας ἀναπόφευκτα ὁριστικὴ ῥήξη μεταξὺ τῆς θείας τελεταρχικῆς χάριτος, ἀφενός, καὶ τῶν αἱρετικῶν λειτουργῶν καὶ λειτουργουμένων, ἀφετέρου, καὶ ὁριστικὴ ἀποχώρησή της ἀπὸ τὴν ὁμολογιακῶς ἐμμένουσα στὴν αἵρεση καὶ ἀμετανόητη λατρευτικὴ καὶ εὐχαριστιακή τους σύναξη) καὶ πρὶν τὴν ἐκ μέρους μας τέλεση τῶν «Τρισμεγίστων Παππικῶν Ἀναθεμάτων», κατὰ τὴ 19η Ἰανουαρίου 2023, καὶ τὸν ἐκ μέρους μας γενικὸ τελετουργικὸ ἀναθεματισμὸ τοῦ κακοδόξου καὶ ψευδορθοδόξου ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν αἱρέσεων καὶ ὅλων τῶν μελῶν τους (βλέπε ὑπ' ἀριθ. 7/09–10–2021, 18/07–11–2022, 19/23–12–2022 καὶ 20/19–01–2023 Παππικὲς Ἀποφάνσεις μας στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η»).

Ἔκτοτε, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθὴ δογματικὴ ἀντίληψη τῆς καινορθοδόξου χριστιανικῆς ὁμολογίας τοῦ τριαδιανισμοῦ, ἡ θεία τελεταρχικὴ χάρη ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἱερῶν καὶ τῶν θείων μυστηρίων, καθὼς καὶ τῶν ἱερῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν), οὔτε, πλέον, συνενεργεῖ μὲ τοὺς κακοδόξους καὶ ψευδορθοδόξους λειτουργοὺς τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, οὔτε κἂν παρίσταται στὸν αἱρετικὸ ὁμολογιακὸ χῶρό τους, ὅλα, δηλαδή, ἀνεξαιρέτως τὰ ἐκ μέρους τους τελετουργούμενα διατελοῦν, ἐφεξῆς, ὅλως ἄκυρα καὶ ἀνενέργητα.



3. ΔΙΑΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΕΜΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

ΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤ' ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ



Στὸ πρῶτο μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας εἴχαμε κάνει γενικὰ λόγο γιὰ τὰ «θεμιτά» καὶ τὰ «ἀθέμιτα» εἴδη τῶν νομῶν ἢ τομῶν τῆς κατ' ἄνθρωπον οἰκονομικῆς θείας ἱερωσύνης.

Στὸ προκείμενο, δωδέκατο μέρος της, ἐκθέτουμε σαφέστερα τὴν «τετραδικὴ ἐντελέχεια τῶν ἱερατικῶν βαθμονομήσεων», ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει τὰ τέσσερα, «θεμιτά» καὶ «ἀθέμιτα», σχήματα ἱεροβαθμολογικῆς νομῆς ἢ τομῆς τῆς κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνης:

Τὸ πρῶτο, ἀφενός, καὶ μόνο «θεμιτό» στὴν καινὴ διαθήκη σχῆμα τῆς «διὰ βαθμῶν νομῆς» ἢ «διαβαθμολογικῆς νομῆς» της, ἐξωτερικὰ καὶ μεταξὺ τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν της, διότι τὴ νέμει «καθὼς πρέπει», σὲ ἑπτὰ τρισύνθετους (καὶ ἀπὸ μυστική, πνευματική, δηλαδή, καὶ ἀπὸ συμβολική, καὶ ψυχική, δηλαδή, καὶ σαρκική, τελετουργικὴ ἢ μυσταγωγικὴ ἢ μυστικὴ ἱερατικὴ φύση, οἱ ὁποῖες διατελοῦν ἀσυγχύτως ἑνωμένες στὴν κάθε ἱεροβαθμολογικὴ καὶ τὴν καθεμιὰ ἱερατικὴ ὑπόσταση) καὶ ὁλόκληρους στὰ μέτρα τους βαθμοὺς (καὶ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀπαρτίζονται ἀπὸ πνευματικὴ μυστική, ψυχικὴ συμβολικὴ καὶ σαρκικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη καὶ μὲ τὸ νόημα ὅτι καθεμιὰ ἀπ' αὐτὲς ὑφίσταται ἀκέραιη καὶ πλήρης καὶ ὄχι κολοβὴ καὶ λειψὴ μὲ βάση τὰ οἰκεῖα μέτρα καθενὸς ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἱερατικοὺς βαθμοὺς σὲ κάθε ἕνα ἱερατικὸ φορέα του).

Καὶ τὰ τρία, ἀφετέρου, σχήματα τῆς «ἐν βαθμῷ νομῆς» ἢ «ἐμβαθμολογικῆς νομῆς» της, στὸ ἐσωτερικὸ καθενὸς ἱερατικοῦ βαθμοῦ της, τὸ δεύτερο, τὸ τρίτο καὶ τὸ τέταρτο, ἐκ τῶν ὁποίων, τὸ δεύτερο ἐλέγχεται ὡς «ἡμιθεμιτό», ἐπειδή, ἂν καὶ ἐλλειπτικό, τὸ μέτρο τῆς ἐλλειπτικότητός του εἶναι τέτοιο ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ εἶχε, πράγματι, ἐπιτρεπτὴ καὶ ἀναγκαστικὴ ἐκ τῶν πραγμάτων ἱστορικὴ ἐφαρμογὴ ἀλλὰ μόνο στὴν παρελθοῦσα ἐποχὴ τῆς «συμβολικῆς ἱερωσύνης» τῶν λευϊτῶν τοῦ νόμου τῆς παλαιᾶς διαθήκης καὶ μέχρι τὴν ἐπέλευση τῆς «πνευματικῆς τε καὶ συμβολικῆς ἱερωσύνης» τῶν λειτουργῶν τῆς χάριτος τῆς καινῆς διαθήκης καὶ μόνο στὸν ἀδαμιαῖο καὶ μεταπτωτικὸ ψυχάνθρωπο καὶ ὄχι στὸν προαδαμιαῖο καὶ προπτωτικὸ θεοψυχάνθρωπο, ἐνῷ, τὸ τρίτο καὶ τὸ τέταρτο, ὡς «ἀθέμιτα», δεδομένου ὅτι τὸ μέτρο τῆς ἐλλειπτικότητός τους εἶναι τέτοιο ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν καὶ οὔτε εἶχαν ποτὲ οὔτε ἔχουν ἐπιτρεπτὴ ἱστορικὴ ἐφαρμογή, οὔτε στὴν παλαιοδιαθηκικὴ οὔτε στὴν καινοδιαθηκικὴ περίοδο.

Ἔτσι, κατὰ τὸ δυαδικὸ καταναγωγικὸ σχῆμα «1 – 3», ἡ ἐν λόγῳ τετραδικὴ ἐντελέχεια χαρακτηρίζεται ὡς «διαβαθμολογική – ἐμβαθμολογικὴ νομή», ἐνῷ, κατὰ τὸ τριαδικὸ καταναγωγικὸ σχῆμα «1 1 2», ὡς «θεμιτὴ τομή – ἡμιθέμιτος τομή – ἀθέμιτοι τομαί». Καὶ ἐπιπλέον, κατὰ τὸ δυαδικὸ μεταναγωγικὸ σχῆμα «3 – 1», ὡς «ὁριζόντιαι τομαί – κατακόρυφος τομή», ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὡς «ποιοτικαὶ νομαί – ποσοτικὴ νομή». Προκειμένου νὰ ἐξετάσουμε παρακάτω τὴν τοιαύτη ἐντελέχεια, προτιμᾶμε ἐν συνδυασμῷ τὰ δύο προαναφερθέντα καταναγωγικὰ ἐντελεχειακὰ σχήματα.

Ἡ Τετραδικὴ Ἐντελέχεια Τῶν Ἱερατικῶν Βαθμονομήσεων

Σχῆμα 1 3: Διαβαθμολογικὴ – Ἐμβαθμολογικὴ Νομή.

1. Ἀρχέτυπον: Βαθμοί.

2. Πρότυπον: Ὑποβαθμοί.

3. Ἔκτυπον: Ὑφυποβαθμοί.

4. Ἀντίτυπον: Ἡμίβαθμοι.

Σχῆμα 1 1 2: Θεμιτὴ Τομή – Ἡμιθέμιτος Τομή – Ἀθέμιτοι Τομαί.

ΔΙΑΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΝΟΜΗ

1. Τέλειον Ἁπλοῦν Ἀρχέτυπον: Θεμιτὴ Τομή: Ὁριζοντία Τομή: Βαθμοί: Τέλειοι Βαθμοὶ (στὰ οἰκεῖα μέτρα τους). Περιλαμβάνει μόνο τὸ ἀρχέτυπο τῆς τετραδικῆς ἐντελεχείας, τὰ εἴδη τῆς ὁριζοντίας τομῆς, ὑπὸ τὸν ὅρο «βαθμοί».

Ὡς «ὁριζοντία» προσδιορίζεται ἡ τομὴ ποὺ νέμει ποιοτικῶς τὴν κατ' ἄνθρωπον οἰκονομικὴ θεία ἱερωσύνη σὲ εἴδη, σὲ ἱερατικούς, δηλαδή, βαθμούς, οἱ ὁποῖοι φέρουν ἀσυγχύτως ἑνωμένες στὴν ἱεροβαθμολογική τους ὑπόσταση (ἀτομία) καὶ στὶς ἱερατικὲς ὑποστάσεις (πρόσωπα) τῶν φορέων της καὶ τὴ μυστικὴ καὶ τὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη καὶ διατελοῦν ὁλόκληροι στὰ μέτρα τους, ὄντας τρισύνθετοι καὶ περιλαμβάνοντας ὁ καθένας ὁλόκληρη τὴ μυστική, τὴν πνευματική, δηλαδή, καὶ ὁλόκληρη τὴ συμβολική, καὶ τὴν ψυχική, δηλαδή, καὶ τὴ σαρκική, ἱερατικὴ ἐξουσία (ἐνεργείας καὶ ἐνεργημάτων), δύναμη καὶ κυριότητα (ἐνεργείας καὶ ἐνεργημάτων) ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ καὶ προσιδιάζει στὰ οἰκεῖα ἱεροβαθμολογικὰ μέτρα του.

Κατὰ τὴν «ὁριζοντία τομή» διακρίνονται ἑπτὰ εἴδη κατ' ἄνθρωπον ἱερατικῶν βαθμῶν, ὅπως αὐτὰ ἔχουν σαφῶς ὁρισθεῖ, τόσο σὲ προδημοσιευθέντα μέρη τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας, ὅσο καὶ στὶς ὑπ' ἀριθ. 7 / 09 – 10 – 2021 καὶ 18 / 07 – 11 – 2022 Δογματικὲς καὶ Κανονικὲς Παππικὲς Ἀπόφανσεις μας, ὁ πρεσβύτερος ἐπιτελεστής, ὁ διάκονος ὑποτελεστής, ὁ ὑποδιάκονος παρατελεστὴς (τοῦ τελετουργικοῦ περιθωρίου), ὁ προφήτης καὶ κῆρυξ διδάσκαλος, ὁ ἀναγνώστης ὑποδιδάσκαλος, ὁ ψάλτης παραδιδάσκαλος (τοῦ διδασκαλικοῦ περιθωρίου) καὶ ὁ μύστης μαθητίας (πιστός), τὰ ὁποῖα κατανοοῦνται στὰ μέτρα τους μὲ τὴν πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου «βαθμός» καὶ ἔτσι χαρακτηρίζονται στὰ οἰκεῖα μέτρα τους ὡς «βαθμοί» ἢ «τέλειοι βαθμοί».

ΕΜΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΝΟΜΗ

2. Ἡμιτελὲς Ἁπλοῦν Ἔκτυπον: Ἡμιθέμιτος Τομή: Ὑφοριζόντιος Τομή: α΄. Δισυποβαθμοί: Διπλοῖ Ὑποβαθμοί: Ἡμιτελεῖς Βαθμοὶ (στὰ οἰκεῖα μέτρα τους) καὶ Ἀτελέστεροι Ἡμίβαθμοι (μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ ὅρου «ἡμίβαθμος»). β΄. Ὑποβαθμοί: Ἁπλοῖ Ὑποβαθμοί: Ἀτελεῖς Βαθμοὶ (στὰ οἰκεῖα μέτρα τους) καὶ Ἀτελεῖς Ἡμίβαθμοι (μὲ τὴν εὐρεῖα ἔννοια τοῦ ὅρου «ἡμίβαθμος»). Περιλαμβάνει μόνο τὸ πρότυπο τῆς τετραδικῆς ἐντελεχείας, τὰ εἴδη τῆς ὑφοριζοντίου τομῆς, ὑπὸ τὸν ὅρο «ὑποβαθμοί».

Ὡς «ὑφοριζόντιος» χαρακτηρίζεται ἡ τομὴ ποὺ νέμει ποιοτικῶς, ἐσωτερικῶς καὶ θεωρητικῶς καθένα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ ἱεροβαθμολογικὰ εἴδη τῆς κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνης στὰ τρία διακριτὰ συστατικά του ὑποείδη, στὴν πνευματικὴ μυστικὴ ἱερωσύνη, τὴν ψυχικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη καὶ τὴ σαρκικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη.

Πρακτικῶς, ὅμως, ἐπειδὴ οὔτε ἡ κατ' ἄνθρωπον πνευματικὴ μυστικὴ ἱερωσύνη δύναται νὰ διατελεῖ αὐτὴ καὶ μόνη, χωρὶς τὴν κατ' ἄνθρωπον συμβολικὴ ἱερωσύνη, καὶ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σαρκική, οὔτε καὶ ἡ ψυχικὴ ἄνευ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς (δεδομένου, ἀφενός, ὅτι ἡ ἀόρατη μὲ τοὺς σαρκικοὺς ὀφθαλμούς, εἴτε πνευματική, νοερὰ καὶ μυστική, εἴτε ψυχική, νοητὴ καὶ συμβολική, ἱερατικὴ ἐνέργεια θὰ πρέπει νὰ καθίσταται ὁρατὴ στὰ σωματικὰ μάτια διαμέσου τῆς ἀσυγχύτου ὑποστατικῆς ἑνώσεώς της μὲ τὴ σαρκική, αἰσθητὴ καὶ συμβολικὴ ἱερατικὴ ἐνέργεια στὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση καὶ στὸν ἀναλογοῦντα ἱερατικὸ βαθμὸ καὶ ἀφετέρου, ὅτι ἡ πνευματικὴ μυστικὴ ἱερωσύνη δὲν συνενεργεῖ ἄμεσα ἀλλ' ἔμμεσα μὲ τὴ σαρκικὴ συμβολική, διαμέσου τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς, καὶ συνεπῶς, πρέπει νὰ διατελεῖ ὑποστατικῶς καὶ ἀσυγχύτως ἑνωμένη μὲ ἀμφότερες στὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση καὶ στὸν προσιδιάζοντα ἱερατικὸ βαθμό), σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη, καὶ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σαρκική, ἡ ὁποία δύναται νὰ διατελεῖ καὶ χωριστὰ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ μυστικὴ ἱερωσύνη, στὴν ἐποχή, μόνο, τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ἀλλὰ καὶ τὴ σαρκικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ δύναται νὰ διατελεῖ καὶ χωριστὰ ἀπὸ τὴν ψυχικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη καὶ τὴν πνευματικὴ μυστικὴ ἱερωσύνη, μόνο στὴν παλαιοδιαθηκικὴ ἐποχή, ἐπιτρεπτὰ καὶ ἐφαρμοστὰ εἶναι, τελικά, μόνο τὰ δύο συμβολικὰ ἱερατικὰ σχήματα, ἀφενὸς τοῦ ψυχανθρώπου, ὅλης, δηλαδή, τῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης, καὶ τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς, ἄνευ τῆς πνευματικῆς μυστικῆς ἱερωσύνης, καὶ ἀφετέρου τοῦ αὐτανθρώπου, αὐτῆς καὶ μόνης, δηλαδή, τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης χωρὶς τὴν ψυχικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη καὶ τὴν πνευματικὴ μυστικὴ ἱερωσύνη, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ μόνο στὰ χρονικὰ καὶ θρησκευτικὰ πλαίσια τοῦ νόμου τῆς παλαιᾶς διαθήκης καὶ τῆς νομικῆς ἢ λευϊτικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁποία ὑπῆρχε ἱστορικῶς μόνο στὸν ἐπιτελεστικὸ καὶ ὄχι στὸν ὑποτελεστικὸ καὶ τὸν παρατελεστικὸ βαθμό, καθὼς καὶ τῆς συμβολικῆς προφητικῆς ἱερωσύνης, καὶ λόγῳ τοῦ πραγματικοῦ κωλύματος τῆς πνευματοδοσίας στὰ ἐν λόγῳ πλαίσια (δεδομένου, ἀφενός, ὅτι δὲν εἶχε ἀκόμη ἀποκαλυφθεῖ ἱστορικῶς στὴν ἀδαμιαία καὶ μεταπτωτικὴ ἀνθρωπότητα τὸ προϊστορικῶς, πρὶν ἀπὸ τὴν πλάση καὶ τὴν πτώση τοῦ Ἀδάμ, καὶ ὅλως ἀπροϋποθέτως τῆς σωτηρίας τοῦ ἀδαμιαίου γένους ἤδη προτετελεσμένο γεγονὸς καὶ μυστήριο τῆς τριαδικῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ ἀφετέρου, ὅτι δὲν εἶχε ἀκόμη προσφερθεῖ ἡ θεία ἐξιλέωση ἀπὸ τὸν πάσχοντα δοῦλο τοῦ θεοῦ Ἰησοῦ).

Ἀπὸ ἐντελεχειακή, λοιπόν, ἄποψη, ἐὰν ὑφίσταται τελετουργικῶς ἡ ἔκτυπος καὶ ἡμισύνθετος καὶ αἰτιατὴ αἰτία δεύτερη συμβολικὴ τελετουργικὴ ὑπόσταση τοῦ ψυχανθρώπου καὶ ἡ ἀντίτυπος καὶ ἀσύνθετος καὶ αἰτιατὴ τρίτη συμβολικὴ τελετουργικὴ ὑπόσταση τοῦ αὐτανθρώπου, τότε, ἀσφαλῶς, προϋφίσταται τελετουργικῶς καὶ ἡ ἀρχέτυπος καὶ ὁλοσύνθετος καὶ αἰτία πρώτη πνευματικὴ καὶ συμβολικὴ τελετουργικὴ ὑπόσταση τοῦ θεοψυχανθρώπου (δεδομένου ὅτι ἡ ἐν λόγῳ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη εἶναι ἀντίστροφος καὶ ἀτελόστροφος, κινούμενη ἀπὸ τὸ τέλειο καὶ πρωταίτιο ἀρχέτυπο, διαμέσου τοῦ ἡμιτελοῦς καὶ μεσαιτίου ἐκτύπου, πρὸς τὸ ἀτελὲς καὶ αἰτιατὸ ἀντίτυπο), τὸ ὁποῖο ἀκριβῶς σημαίνει καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ἀκόμη καὶ στὴν παλαιοδιαθηκικὴ ἐποχὴ ὅλη ἡ κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνη, καὶ ἡ πνευματικὴ μυστικὴ καὶ ἡ ψυχικὴ καὶ ἡ σαρκικὴ συμβολική, θεωρούμενη ὡς ὁλόκληρη καὶ γενικῶς, στὸ σύνολο τῶν ἑπτὰ ἱερατικῶν της βαθμῶν, καὶ εἰδικῶς, στὰ ἀνάλογα μέτρα καθενὸς ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἱερατικοὺς βαθμούς της, κατεχόταν, σαφῶς, ἀπὸ κάποιους ἀνθρώπους φορεῖς, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, δὲν μποροῦσαν ἀκόμη νὰ ἀνήκουν στὴν ἀδαμιαία καὶ μεταπτωτικὴ ἀνθρωπότητα, ἄρα κατεχόταν, εὐλόγως, ἀπὸ τοὺς τρεῖς προαδαμιαίους καὶ προπτωτικοὺς θεοψυχανθρώπους καὶ τοὺς ψυχανθρώπους υἱούς τους, σημαίνει, δηλαδή, καὶ ἀποδεικνύει τὴν προαδαμιαία καὶ ἀπροϋπόθετη τριαδικὴ θεία ἐνανθρώπηση.

Στὴν ἐποχή, σημειωτέον, τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ὑπῆρχαν θεσμικῶς δύο μόνο ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ κατ' ἄνθρωπον ἱερατικοὺς βαθμοὺς καὶ μόνο ὡς συμβολικοί, δηλαδή, ὡς ὑποβαθμοί, κατὰ τὴν ἐν λόγῳ «ὑφοριζόντιο τομή», ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς τελετουργικοὺς (προηγμένους μυσταγωγικούς) βαθμούς, ὁ ἀνώτερος καὶ πιὸ ἀντιπροσωπευτικὸς τῆς τελετουργικῆς τριάδος, τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἁπλοὺς μυσταγωγικοὺς βαθμούς, ὁ ἀνώτερος, ἐπίσης, καὶ πιὸ ἀντιπροσωπευτικὸς τῆς μυσταγωγικῆς τριάδος, τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος διδασκάλου, ἐνῷ ἔλλειπαν, τόσο οἱ ἄλλοι δύο τελετουργικοὶ (προηγμένοι μυσταγωγικοί) βαθμοὶ τοῦ διακόνου ὑποτελεστοῦ καὶ τοῦ ὑποδιακόνου παρατελεστοῦ (τοῦ τελετουργικοῦ περιθωρίου), ὅσο καὶ οἱ δύο ἄλλοι ἁπλοῖ μυσταγωγικοὶ βαθμοὶ τοῦ ἀναγνώστου ὑποδιδασκάλου καὶ τοῦ ψάλτου παραδιδασκάλου (τοῦ διδασκαλικοῦ περιθωρίου), καθὼς καὶ ὁ γενικὸς ἱερατικὸς βαθμὸς τοῦ μύστου μαθητίου (πιστοῦ).

Ψάλτες, βεβαίως, καὶ πιστοὶ ὑπῆρχαν καὶ στὴν παλαιὰ διαθήκη, ὄχι, ὅμως, ἱεροβαθμολογικῶς, ὡς συμβολικοί, δηλαδή, ἱερατικοὶ ὑποβαθμοὶ τῆς «ὑφοριζοντίου τομῆς» στοὺς ὁποίους καθιερωνόταν κανεὶς καὶ καθίστατο συμβολικῶς μὲ τὸ ἀνάλογο συμβολικὸ χρῖσμα, δὲν ὑπῆρχε, δηλονότι, συμβολικὸ χρῖσμα ψάλτου, οὔτε συμβολικὸ χρῖσμα μύστου (πιστοῦ), ἐνῷ ἡ περιτομὴ καὶ ἡ ὑπαπαντὴ δὲν ἦταν καθιερωτικὲς ἀλλ' ἀφιερωτικὲς συμβολικὲς τελετές.

Στὴν παλαιοδιαθηκική, ἑπομένως, ἐποχή, ἡ «ὑφοριζόντιος τομή» μποροῦσε νὰ ἔχει ἐφαρμογὴ μόνο στοὺς δύο ὑφισταμένους συμβολικοὺς ἱερατικοὺς ὑποβαθμοὺς τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ καὶ τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος διδασκάλου, ἐκ τῶν ὁποίων, ἀπὸ τὴ βιβλικὴ παράδοση, γνωρίζουμε μὲ σαφήνεια ὅτι εἶχε πλήρη ἐφαρμογὴ στὸ συμβολικὸ ἱερατικὸ ὑποβαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, στὰ ἐσωτερικὰ πλαίσια τοῦ ὁποίου ὑποδιακρίνονταν καὶ τὸ ἀνώτερο συμβολικὸ τελετουργικὸ σχῆμα τοῦ ψυχανθρώπου (ψυχικὴ καὶ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη) καὶ τὸ κατώτερο συμβολικὸ τελετουργικὸ σχῆμα τοῦ αὐτανθρώπου (σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη), ἐκ τῶν ὁποίων, τὸ πρῶτο καὶ ἀνώτερο καὶ διπλό, γίνεται ἀντιληπτὸ ὡς «διπλοῦς ὑποβαθμός» ἢ «δισυποβαθμός» ἢ «ἡμιτελὴς βαθμός» ἢ «ἀτελέστερος ἡμίβαθμος», ἐνῷ, τὸ δεύτερο καὶ κατώτερο καὶ ἁπλό, ὡς «ἁπλοῦς ὑποβαθμός» ἢ «ὑποβαθμός» ἢ «ἀτελὴς βαθμός» ἢ «ἀτελὴς ἡμίβαθμος».

Ὅσον ἀφορᾷ τὸ συμβολικὸ ἱερατικὸ ὑποβαθμὸ τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος διδασκάλου, μὲ βάση τὴ βιβλικὴ παράδοση, δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε μὲ βεβαιότητα ἂν ἐφαρμόζονταν καὶ σ' αὐτὸν ἀμφότερα τὰ ὡς ἄνω ἱεροβαθμολογικὰ σχήματα τῆς «ὑφοριζοντίου τομῆς» ἢ ἕνα μόνο ἀπ' αὐτὰ καὶ ποιὸ ἀκριβῶς ἀπὸ τὰ δύο ἐφαρμοζόταν, δεδομένου ὅτι στὴν παλαιοδιαθηκικὴ βιβλικὴ γραμματεία δὲν ἀναφέρεται σαφὴς διάκριση μεταξὺ ἀνωτέρου καὶ κατωτέρου συμβολικοῦ προφητικοῦ χρίσματος, ἀλλά, μὲ βάση τὴν τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῶν ἱεροβαθμολογικῶν σχηματισμῶν τοῦ θεοψυχανθρώπου, τοῦ ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου, θὰ μπορούσαμε νὰ πιθανολογήσουμε ὅτι εὕρισκαν, πράγματι, ἀμφότερα ἐφαρμογή, ἐὰν μάλιστα λάβουμε ὑπόψη μας καὶ τὴν ὑφιστάμενη στὴν ἱερὰ παράδοση τῶν βιβλικῶν ἑρμηνευτῶν διάκριση μεταξὺ τῶν «μειζόνων» καὶ τῶν «ἐλασσόνων» προφητῶν, ἐπαναλαμβάνοντας κι εδῶ τὴν ἀπαραίτητη διευκρίνιση ποὺ δώσαμε στὸ ἔνατο προδημοσιευθὲν μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης περὶ τῆς συσχέσεως τοῦ προφητικοῦ πνεύματος μὲ τὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη στὴν παλαιὰ διαθήκη.

Ὅπως, λοιπόν, ἐξηγήσαμε κι ἐκεῖ, οἱ προφῆτες καὶ κήρυκες τῶν χρόνων τῆς παλαιᾶς διαθήκης συνδύαζαν τὴ θαυματουργικὴ μὲ τὴν παιδαγωγικὴ διδασκαλία καὶ καθίσταντο συμβολικῶς στὸν προφητικὸ καὶ κηρυκτικὸ διδασκαλικὸ βαθμό, εἴτε μὲ χρῖσμα, εἴτε μὲ ἐξένδυση (περίπτωση προφήτου Ἐλισσαίου), πλήν, ὅμως, δὲν ἦταν ἀκόμη τότε αὐτοὶ οἱ ἴδιοι φορεῖς τῆς θαυματουργικῆς καὶ τῆς παιδαγωγικῆς διδασκαλικῆς χάριτος καὶ δυνάμεως ἀλλὰ διατελοῦσαν σὲ ἐξωτερικὴ συνεργασία μαζί της, διότι, στὴν παλαιὰ διαθήκη καὶ γιὰ ἀμφότερους τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω, δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη ἡ δυνατότητα τῆς πνευματοδοσίας καὶ τῆς καθ' ὑπόστασιν ἀσυγχύτου ἑνώσεως τῆς πνευματικῆς μὲ τὴ συμβολικὴ δύναμη ἑνὸς ἱερατικοῦ βαθμοῦ στὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση τοῦ λειτουργοῦ του.

Καὶ ἡ ὄντως ὀρθόδοξη καὶ καινορθόδοξη ἀπάντηση στὸ εὐλόγως προκῦπτον, ἐν προκειμένῳ, ἐρώτημα ἂν «ἦταν ἢ ὄχι ἡ προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ ἱερατικὴ χάρη τῶν προφητῶν καὶ κηρύκων στὴν παλαιὰ διαθήκη ἀφόρητος, ἄνευ ἱεροῦ φορέως, καὶ περιϊπταμένη εἰς ἀέρα», εἶναι ὅτι στοὺς παλαιοδιαθηκικοὺς χρόνους καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὸν ἀδαμιαῖο καὶ μεταπτωτικὸ ἄνθρωπο ἡ προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ ἱερατικὴ χάρη δὲν μποροῦσε νὰ διατελεῖ οὔτε «εἰς ἀέρα περιϊπταμένη» οὔτε ἀκόμη «ὑπ' ἀνθρώπου φερομένη», ἀλλὰ μόνο «φερομένη ὑπ' ἀγγέλου», ἤ, ταὐτὸν εἰπεῖν, «ἀγγελοφόρητος», ἐπρόκειτο, δηλαδή, κατ' ἀκρίβειαν, γιὰ τὴν κατ' ἄγγελον προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ ἱερατικὴ χάρη, γιὰ τὸν ἀνάλογο ἀγγελικὸ προφητικὸ καὶ κηρυκτικὸ ἱερατικὸ βαθμό, ὁ ὁποῖος φερόταν ἀπὸ τὸν ἄγγελο φορέα του καὶ διατελοῦσε σὲ ἐξωτερικὴ συνεργασία μὲ τὸν ἀντίστοιχο ἀνθρώπινο, πλήν, συμβολικό, μόνο, τότε καὶ ὄχι ἀκόμη πνευματικό, φορέα.

Καὶ τὸ ὁποῖο ἀκριβῶς σημαίνει ὅτι οἱ προφῆτες τῆς παλαιᾶς διαθήκης λάμβαναν τὶς προφητικές τους ἀποκαλύψεις καὶ ἐκδήλωναν τὶς προφητικὲς καὶ κηρυκτικές τους δυνάμεις διαμέσου τῶν ἀγγέλων συνεργῶν τους, ὅτι δηλαδή, στὴν πραγματικότητα, οἱ ἄγγελοι προφήτευαν καὶ ἐνέπνεαν τὸ ῥῆμα καὶ τὴν ὁρμὴ τοῦ κηρύγματος καὶ ἐπιτελοῦσαν τὰ θαύματα καὶ ὄχι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς ἔκαναν αἰσθητὴ τὴν ἀόρατη προφητικὴ καὶ κηρυκτικὴ παρουσία καὶ δράση τῶν ἀγγέλων συνεργατῶν τους, ὅπως ἄλλωστε ἐπαληθεύεται καὶ ἀπὸ τὶς σχετικὲς παλαιοδιαθηκικὲς διηγήσεις ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὸ «δι' ἀγγέλων λαληθέντα» προφητικὸ καὶ κηρυκτικὸ λόγο τῆς παλαιᾶς διαθήκης.

Καὶ ἡ μὲν ψυχικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη στὸν κατ' ἄνθρωπον προφητικὸ καὶ κηρυκτικὸ ἱερατικὸ βαθμὸ στὴν παλαιὰ διαθήκη, νοεῖται, ὡς μὲν «κυρία», ὡς συμβολικὴ ἱερατικὴ δύναμη γιὰ τὴν ἄμεση «ἕλκυση», ἐκ μέρους τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος διδασκάλου, τοῦ ἀνώτερου καὶ θεολογικώτερου θαυματουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ διδασκαλικοῦ πνεύματος καὶ τὴν ἄμεση «ἐπισκίαση» τοῦ ἑλκύσαντος ἀπὸ ἐκεῖνο, μὲ τὴν ἄμεση, ἐννοεῖται, συμμετοχὴ καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁποία, ἐν προκειμένῳ, συγκατέχεται ὁπωσδήποτε μαζὶ μὲ τὴν ψυχικὴ συμβολικὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο προφήτη καὶ κήρυκα, κατὰ τὸ ψαλμικὸ ῥῆμα «τὸ στόμα μου ἤνοιξα καὶ εἵλκυσα πνεῦμα», ὡς δὲ «συμμετοχική», ὡς συμβολικὴ ἱερατικὴ δύναμη γιὰ τὴν ἄμεση ἔκφραση τῶν ἀνώτερων καὶ θεολογικώτερων καὶ οὕτως εἰπεῖν «ψυχοπρεπέστερων» προφητειῶν καὶ κηρυγμάτων καὶ τὴν ἄμεση ἐκτέλεση τῶν ἀναλόγων θαυμάτων, μὲ τὴν ἔμμεση, ἐννοεῖται, συμμετοχὴ καὶ τῆς ἐπίσης συγκατεχόμενης σαρκικῆς συμβολικῆς, μέσῳ τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς.

Ἡ δὲ σαρκικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη στὴν προφητεία καὶ κηρυκεία τῆς παλαιᾶς διαθήκης, καὶ ὡς «κυρία» καὶ ὡς «συμμετοχική», κατανοεῖται καὶ κοινῶς καὶ διαφόρως σὲ σχέση μὲ τὴν ψυχικὴ συμβολική, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὸ κατώτερο καὶ ἱστορικώτερο θαυματουργικὸ καὶ παιδαγωγικὸ διδασκαλικὸ πνεῦμα καὶ τὶς κατώτερες καὶ ἱστορικώτερες καὶ οὕτως εἰπεῖν «σαρκοπρεπέστερες» προφητεῖες καὶ τὰ τοιαῦτα κηρύγματα καὶ τὰ ἀντίστοιχα θαύματα καὶ ὅτι καὶ ἡ ἕλκυση καὶ ἡ ἐπισκίαση καὶ ἡ ἔκφραση καὶ ἡ ἐκτέλεση ποὺ προαναφέρθηκαν γίνονται ἐμμέσως, μέσῳ τῆς συμμετοχῆς τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁποία, ἐν προκειμένω, εἴτε συγκατέχεται ἐσωτερικὰ μαζὶ μὲ τὴ σαρκικὴ συμβολικὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο προφήτη καὶ κήρυκα, εἴτε ὄχι καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ προφήτης καὶ κῆρυξ θὰ πρέπει νὰ συνεργαστεῖ ἐξωτερικὰ καὶ νὰ συλλειτουργήσει μὲ κάποιον κάτοχο καὶ φορέα της.

Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ τῆς ἐξωτερικῆς συνεργασίας μὲ κάποιον φορέα καὶ κάτοχο ἴσχυε, προπαντός, στὴν παλαιοδιαθηκικὴ ἐποχὴ γιὰ τὴν πνευματικὴ μυστικὴ ἱερωσύνη τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος, ἡ ὁποία δὲν μποροῦσε νὰ συγκατέχεται οὔτε στὰ πλαίσια τοῦ διπλοῦ συμβολικοῦ προφητικοῦ ὑποβαθμοῦ τοῦ ψυχανθρώπου, οὔτε, ἀσφαλῶς, στὰ πλαίσια τοῦ ἁπλοῦ συμβολικοῦ προφητικοῦ ὑποβαθμοῦ τοῦ αὐτανθρώπου.

Καὶ δεδομένου ὅτι οἱ ἄγγελοι φορεῖς τοῦ κατ' ἄγγελον προφητικοῦ καὶ κηρυκτικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ ἔφεραν τὴ θεία, ἄκτιστη, πνευματικὴ καὶ μυστικὴ προφητικὴ δύναμη σὲ ἀσύγχυτο καθ' ὑπόστασιν συνδυασμό, στὴν ἱερατική τους ὑπόσταση, μὲ τὴν ἀγγελικὴ (κτιστὴ πνευματική) συμβολικὴ προφητικὴ δύναμη (ἡ ὁποία ἀρκεῖ γιὰ τὴν ἕλκυση καὶ τὴν ἐπισκίαση καὶ τοῦ θεολογικώτερου καὶ τοῦ ἱστορικώτερου θαυματουργικοῦ καὶ παιδαγωγικοῦ διδασκαλικοῦ πνεύματος καὶ γιὰ τὴν ἔκφραση καὶ τῶν θεολογικώτερων καὶ τῶν ἱστορικώτερων προφητειῶν καὶ κηρυγμάτων καὶ τὴν ἐκτέλεση ἀμφοτέρων τῶν προσιδιαζόντων θαυμάτων, διότι οἱ ἄγγελοι, ὅπως προαναφέρθηκε, μπορεῖ, μέν, νὰ μὴν ἔχουν σῶμα, ἀλλ' ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ λαμβάνουν ἰδεατὴ ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ νὰ ἐμφανίζονται στοὺς ἀνθρώπους ἐν εἴδει σώματος, «ὡσεὶ ψυχάνθρωποι»), μποροῦσαν, ἀσφαλῶς, νὰ συλλειτουργοῦν, νὰ συνεργάζονται ἐξωτερικὰ καὶ νὰ ἀλληλοσυμπληρώνονται μὲ τοὺς ἀνθρώπους φορεῖς τοῦ κατ' ἄνθρωπον συμβολικοῦ προφητικοῦ καὶ κηρυκτικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τῆς παλαιᾶς διαθήκης, τόσο μὲ τοὺς ἀνώτερους προφῆτες ποὺ ἔφεραν καὶ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σαρκικὴ συμβολικὴ προφητικὴ δύναμη, ὅσο καὶ μὲ τοὺς κατώτερους προφῆτες ποὺ ἔφεραν αὐτὴ καὶ μόνη τὴ σαρκικὴ συμβολικὴ προφητικὴ δύναμη.

Περὶ τῶν τριῶν φυσιολογικῶν εἰδῶν καὶ τῶν τριῶν τελετουργικῶν καὶ γενικώτερα ἱεροβαθμολογικῶν σχημάτων τοῦ θεοψυχανθρώπου, τοῦ ψυχανθρώπου καὶ τοῦ αὐτανθρώπου καὶ περὶ τῆς πνευματικῆς μυστικῆς καὶ τῆς ψυχικῆς καὶ σαρκικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης καὶ περὶ πάντων τῶν λοιπῶν σχετικῶν μπορεῖ κανεὶς νὰ διαβάσει περισσότερα σὲ προδημοσιευθέντα μέρη τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας στὴν ἱστοσελίδα μας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η».

3. Ἀτελὲς Διπλοῦν Ἀντίτυπον: Ἀθέμιτοι Τομαί: Περιλαμβάνει τὸ ἔκτυπο καὶ τὸ ἀντίτυπο τῆς τετραδικῆς ἐντελεχείας, τόσο τὰ εἴδη τῆς ὑφυποριζοντίου τομῆς, ὅσο καὶ τὰ εἴδη τῆς κατακορύφου τομῆς, ὑπὸ τὸν περιληπτικὸ ὅρο «Ἡμίβαθμοι».

Α΄. Ὑφυποριζόντιος Τομή: Ὑφυποβαθμοί: Ποιοτικοὶ Ἡμίβαθμοι: Ἡμιτελεῖς Ἡμίβαθμοι (μὲ τὴ στενὴ ἔννοια τοῦ ὅρου «ἡμίβαθμος»).

Ὡς «ὑφυποριζόντιος» καλεῖται ἡ τομὴ ποὺ νέμει ποιοτικῶς, ἐσωτερικῶς καὶ θεωρητικῶς καθέναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς ὑποβαθμοὺς στοὺς ὁποίους ἀποσυντίθεται καθένας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ κατ' ἄνθρωπον ἱερατικοὺς βαθμοὺς σὲ ὑφυποβαθμούς, οἱ ὁποῖοι γίνονται ἀντιληπτοὶ ὡς ποιοτικοὶ ἡμίβαθμοι, καὶ περαιτέρω, καθένα, δηλονότι, ἀπὸ τὰ τρία ἱεροβαθμολογικὰ ὑποείδη τῆς πνευματικῆς μυστικῆς ἱερωσύνης, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης στὰ ὁποῖα ἀναλύεται καθένα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ ἱεροβαθμολογικὰ εἴδη τῆς κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνης, τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, τοῦ διακόνου ὑποτελεστοῦ, τοῦ ὑποδιακόνου παρατελεστοῦ (τοῦ τελετουργικοῦ περιθωρίου), τοῦ προφήτου καὶ κήρυκος διδασκάλου, τοῦ ἀναγνώστου ὑποδιδασκάλου, τοῦ ψάλτου παραδιδασκάλου (τοῦ διδασκαλικοῦ περιθωρίου) καὶ τοῦ μύστου μαθητίου (πιστοῦ), στὰ ὑφυποείδη τὰ ὁποῖα περιλαμβάνει, ἀλλὰ καὶ κάθε ὑφυποεῖδος περαιτέρω.

Ἐπὶ παραδείγματι, παρακάτω θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ὑφυποριζόντιο τομὴ στὰ πλαίσια τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης οἱ ὁποῖες συνδυάζονται ὑποστατικῶς καὶ ἀσυγχύτως στὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση τοῦ ἑβδόμου καὶ κορυφαίου κατ' ἄνθρωπον ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ.

Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναπτύξει κυρίως στὸ τέταρτο (ἀλλὰ καὶ στὸ πρῶτο) προδημοσιευθὲν μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μας μελέτης, ἡ κυριότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, κατὰ τὴν ὄντως ὀρθόδοξη τάξη τοῦ καινορθοδόξου δόγματος, περιλαμβάνει μια ἀντίστροφη καὶ ἀτελόστροφη ἐντελέχεια ἑπτὰ πνευματικῶν ἁγιαστικῶν ὑφυποειδῶν, ἡ ὁποία ἀρχίζει, πρῶτον, ἀπὸ τὸν τέλειο καὶ πρωταίτιο πνευματικὸ εὐχαριστιακὸ καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων (ἄρτου, οἴνου καὶ λειτουργικοῦ ὕδατος) στὴν τράπεζα τῆς καταθέσεως, καί, διαμέσου τῶν ἡμιτελῶν καὶ μεσαιτίων, δεύτερον, τοῦ πνευματικοῦ βαπτισματικοῦ καθαγιασμοῦ τοῦ ὕδατος, τρίτον, τοῦ πνευματικοῦ χρισματικοῦ καθαγιασμοῦ τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἱερατικῆς κυριότητος (μύρου, μυρελαίου, μυροίνου καὶ ἐλαίου), τέταρτον, τοῦ ὅλου πνευματικοῦ ἁγιασμοῦ, τοῦ μείζονος, ἀφενός, πνευματικοῦ χρισματικοῦ ἁγιασμοῦ, εἴτε πρωτεύοντος, τῆς πραγματικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας (ὕδατος καὶ μυρύδρου), εἴτε δευτερεύοντος, τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας (μυρύδρου καὶ ὕδατος), καὶ τοῦ μείονος, ἀφετέρου, πνευματικοῦ εὐχαριστιακοῦ ἁγιασμοῦ στὴν τράπεζα τῆς ἐπιθέσεως, εἴτε πρωτεύοντος, τῶν τιμίων δώρων (ἄρτου, οἴνου καὶ λειτουργικοῦ ὕδατος) καὶ τῶν μερίδων τοῦ δισκαρίου, εἴτε δευτερεύοντος, τοῦ κατακλαστοῦ ὑψώματος τοῦ λειτουργοῦ καὶ τοῦ ὑψώματος τοῦ λαοῦ, πέμπτον, τοῦ εὐχαριστιακοῦ πνευματικοῦ ὑφαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων (ἄρτου, οἴνου καὶ λειτουργικοῦ ὕδατος), τῶν μερίδων τοῦ δισκαρίου, τοῦ κατακλαστοῦ ὑψώματος τοῦ λειτουργοῦ, τοῦ ὑψώματος τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ κοινοῦ ἀντιδώρου στὴν τράπεζα τῆς προθέσεως καὶ ἕκτον, τοῦ πνευματικοῦ ὑφαγιασμοῦ τῶν ἱερῶν δώρων ἢ προσφορῶν (ἀρτοκλασίας, πρωτογεννημάτων, κολλύβων κ.τ.ὅ.), καταλήγει, ἕβδομον, στὸν αἰτιατὸ πνευματικὸ ὑφαγιασμὸ τῶν φυσικῶν ὑδάτων καὶ τῶν κοινῶν βρωμάτων καὶ πομάτων τῆς τραπέζης, τὰ ὁποῖα ἑπτὰ ὑφυποείδη ταξινομοῦνται σὲ τρεῖς ἐντελεχειακὲς κατηγορίες, κατὰ τὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα 3 – 1 – 3, στὴν κατηγορία τοῦ πνευματικοῦ καθαγιασμοῦ, κορυφαίου, μέσου καὶ βασικοῦ, στὴν κατηγορία τοῦ πνευματικοῦ ἁγιασμοῦ καὶ στὴν κατηγορία τοῦ πνευματικοῦ ὑφαγιασμοῦ, κορυφαίου, μέσου καὶ βασικοῦ.

Καὶ κατανοεῖται ὡς πνευματικὸς καὶ μυστικὸς καθαγιασμὸς ἢ ἁγιασμὸς ἢ ὑφαγιασμὸς τῶν ὑλικῶν στοιχείων, ὡς πραγματικός, δηλονότι, καθαγιασμὸς ἢ ἁγιασμὸς ἢ ὑφαγιασμὸς ὁ ὁποῖος γίνεται κατὰ μυστικὸ τρόπο, ὡς ὑπερφυσική, δηλαδή, σύνδεση τοῦ ὑλικοῦ συμβόλου καὶ δοχείου μὲ τὴν πνευματικὴ χάρη σὲ καθαγιαστικὸ ἢ ἁγιαστικὸ ἢ ὑφαγιαστικὸ ἐπίπεδο καὶ ἐνθησαύρισή της μέσα του ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ μὲ τὶς κοινὲς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις καὶ κατανοητὴ ἀπὸ τὸν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ.

Στὸ πρῶτο, σημειωτέον, ἀκραῖο τριεπίπεδο, τῶν τριῶν πρώτων βαθμίδων τῆς ἑπτάδος, τὸ καθαγιαστικό, ὁ εὐχαριστιακὸς καθαγιασμὸς εἶναι κορυφαῖος καὶ ἀνώτερος τοῦ χρισματικοῦ ποὺ εἶναι ὁ βασικός, μὲ μέσο τὸ βαπτισματικό, ὅπως, ἐπίσης, καὶ στὸ ἔσχατο ἀκραῖο τριεπίπεδο, τῶν τριῶν τελευταίων βαθμίδων τῆς ἑπτάδος, ὁ εὐχαριστιακὸς ὑφαγιασμὸς εἶναι πάλι ὁ κορυφαῖος, στὸ μέσο, ὅμως, ἐπίπεδο, τὸ ἁγιαστικό, τῆς τετάρτης καὶ καταμέσου βαθμίδος τῆς ἑπτάδος, ἡ ὁποία περιλαμβάνει δύο ὑποβαθμίδες καὶ τέσσερεις ὑφυποβαθμίδες (δύο ὑφυποβαθμίδες σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς δύο ὑποβαθμίδες), ὁ εὐχαριστιακὸς ἁγιασμὸς εἶναι κατώτερος τοῦ χρισματικοῦ.

Καὶ τοῦτο, διότι, ἐν προκειμένῳ, ὁ χρισματικὸς ἁγιασμὸς (μείζων ἁγιασμός), κατὰ τὴν κανονικὴ φορὰ τῆς ἐν λόγῳ ἀντιστρόφου καὶ ἀτελοστρόφου ἐντελεχείας, ἀπὸ τὰ τέλεια στὰ ἀτελῆ, ἀποτελεῖ ἄμεση καθοδικὴ ἐντελεχειακὴ συνέπεια (ὑποβάθμιση) τοῦ χρισματικοῦ καθαγιασμοῦ, ἐνῷ, ὁ εὐχαριστιακὸς ἁγιασμὸς (μείων ἁγιασμός), κατὰ τὴν ἀνάστροφη ἐντελεχειακὴ φορά, ἀπὸ τὰ ἀτελῆ στὰ τέλεια, ἄμεση ἀνοδικὴ ἐντελεχειακὴ συνέχεια (ἀναβάθμιση) τοῦ εὐχαριστιακοῦ ὑφαγιασμοῦ.

Πρέπει, ἐπίσης, νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι οὔτε ἡ κανονικὴ οὔτε ἡ ἀνάστροφη ἐντελεχειακὴ τάξη τῶν βαθμίδων τῆς τοιαύτης ἐντελεχείας συγχέεται μὲ τὴ χρονικὴ σειρὰ τελέσεως τῶν βαθμιαίων τελετουργικῶν πράξεων, σὲ σχέση μὲ τὴν ὁποία, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, συγκλίνει κατὰ τὴν ἀνάστροφη φορά της, διότι ἡ ἐντελέχεια αὐτὴ δὲν εἶναι χρονολογικὴ ἀλλὰ ἀξιολογική, δὲν κατατάσσει, δηλαδή, τὶς τελετουργικὲς πράξεις μὲ βάση τὸ χρόνο τελέσεώς τους ἀλλὰ μὲ βάση τὴν τελετουργική τους ἀξία, ἄν, δηλαδή, πρόκειται γιὰ καθαγιαστικές, ἁγιαστικὲς ἢ ὑφαγιαστικὲς καὶ σὲ ποιὸ ἀκριβῶς καθαγιαστικό, ἁγιαστικὸ ἢ ὑφαγιαστικὸ ὕψος καὶ μέτρο.

Ἡ κυριότητα τῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, ὅπως διευκρινίσαμε καὶ στὸ πρῶτο προδημοσιευθὲν μέρος τῆς παρούσης δογματολογικῆς μελέτης μας, περιλαμβάνει τὴν ἴδια ὡς ἄνω ἑπταδικὴ ἐντελέχεια τῶν ἑπτὰ ἁγιαστικῶν τελετουργικῶν πράξεων, πλήν, ὄχι μὲ τὸ νόημα τῆς ἐπιτελέσεως τοῦ πραγματικοῦ καθαγιασμοῦ ἢ ἁγιασμοῦ ἢ ὑφαγιασμοῦ, ὅπως ἡ κυριότητα τῆς μυστικῆς καὶ πνευματικῆς, οὔτε μὲ τὸ νόημα τῆς ἐπιτελέσεως τῆς ταὐτόχρονης συμβολικῆς παράστασής του, ὅπως ἡ συμμετοχικότητα αὐτῆς τῆς ἴδιας (τῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ), ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐπιτελέσεως τῆς ἕλκυσης, ἀφενός, ἢ πρόκλησης ἢ πρόσκλησης τῆς πνευματικῆς καὶ μυστικῆς καθαγιαστικῆς ἢ ἁγιαστικῆς ἢ ὑφαγιαστικῆς χάριτος ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο τελετουργό, μὲ τὴ δέουσα ἑλκυστικὴ ἢ προκλητικὴ ἢ προσκλητικὴ συμβολικὴ εὐλογία τῆς δεξιᾶς χειρός, μὲ τὴν πρώτη, δηλαδή, εὐλογία τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου ἢ τὴν πρώτη καὶ χωριστὴ εὐλογία τῶν ὑλικῶν στοιχείων, τοῦ καθενὸς ὑλικοῦ στοιχείου χωριστά, ἂν αὐτὰ εἶναι πλείονα τοῦ ἑνός, προκειμένου νὰ ἐπέλθει ἡ χάρη καὶ νὰ ἐπισκιάσει τὸ ἕνα ἢ τὰ περισσότερα ὑλικά της σύμβολα καὶ δοχεῖα καὶ νὰ τὰ προπαρασκευάσει κατάλληλα λίγο πρὶν τὸν καθαγιασμὸ ἢ ἁγιασμὸ ἢ ὑφαγιασμό τους, καὶ τῆς ταὐτόχρονης, ἀφετέρου, συμβολικῆς παράστασης τῆς ἐπελεύσεως τῆς τοιαύτης χάριτος καὶ τῆς ἐπισκιάσεως καὶ προπαρασκευῆς τῶν συμβολικῶν δοχείων της ἀπὸ αὐτή.

Μὲ τὴν πρώτη, λοιπόν, ἢ μὲ τὴν πρώτη καὶ χωριστὴ συμβολικὴ εὐλογία τοῦ ἑνὸς ἢ τῶν πλειόνων ὑλικῶν στοιχείων ἀντιστοίχως, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε «ἑλκυστική» καὶ «ἐπελευστική» καὶ «ἐπισκιαστική», ἐπιτελεῖ, δηλαδή, μὲ συμβολικὸ τρόπο τὴν «ἕλκυση» ἢ «πρόκληση» ἢ «πρόσκληση» τῆς καθαγιαστικῆς ἢ ἁγιαστικῆς ἢ ὑφαγιαστικῆς πνευματικῆς χάριτος ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο λειτουργὸ μέσα στὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση τοῦ ὁποίου ἑδρεύει, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, διεγείρει συμβολικῶς τὴν τοιαύτη πνευματικὴ χάρη (δεδομένου ὅτι γιὰ νὰ ὑποκινηθεῖ καὶ νὰ ἐπέλθει καὶ νὰ ἐπισκιάσει καὶ νὰ προπαρασκευάσει πνευματικῶς καὶ ἀνάλογως τὸ σύμβολο ἢ τὰ δοχεῖά της πρέπει πρῶτα νὰ δεῖ νὰ ἐπιτελεῖται μία κατάλληλη συμβολικὴ πράξη ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο ἐπιτελεστή) καὶ ταὐτόχρονα παριστάνει συμβολικῶς τὴν «ἐπέλευσή» της στὸν τελετουργικὸ χῶρο καὶ τὴν «ἐπισκίαση» καὶ τὴν «προπαρασκευή» ἀπὸ αὐτὴ τοῦ ἑνὸς ἢ τῶν πλειόνων ὑλικῶν στοιχείων, ἐκφράζεται πάντοτε ἡ κυριότητα τῆς συμβολικῆς καὶ ἡ συμμετοχικότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ δεύτερη ἢ τὴ δεύτερη καὶ κοινὴ συμβολικὴ εὐλογία τοῦ ἑνὸς ἢ τῶν περισσοτέρων ὑλικῶν στοιχείων ἀντιστοίχως, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε «ἐπενεργητική» καὶ «μεταποιητική» καὶ «καλῶς ἀλλοιωτική», παριστάνει, δηλαδή, συμβολικῶς καὶ ταὐτοχρόνως τὴ μυστικὴ «ἐπενέργεια» τῆς θείας χάριτος καὶ τὴ «μεταποίηση» καὶ τὴν «καλὴ ἀλλοίωση» τῶν εὐλογούμενων στοιχείων στὸ ἀνάλογο καθαγιαστικὸ ἢ ἁγιαστικὸ ἢ ὑφαγιαστικὸ ἐπίπεδο, καὶ μὲ τὴν ὁποία ἐκφράζεται πάντοτε ἡ κυριότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς καὶ ἡ συμμετοχικότητα τῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς πρεσβυτερικῆς ἱερωσύνης.

Ἀλλιῶς, ἀσφαλῶς, ἄνευ τῆς ἑρμηνευτικῆς αὐτῆς διακρίσεως καὶ συμβολικῆς διαφορᾶς τῶν δύο τοιούτων συμβολικῶν τελετουργικῶν εὐλογιῶν τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ καὶ ἐὰν ἀμφότερες ἔχουν τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβολικὸ νόημα, δὲν δικαιολογεῖται νὰ εὐλογεῖ ὁ πρεσβύτερος πρῶτα χωριστὰ καὶ ἔπειτα ἀπὸ κοινοῦ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα καὶ σύμβολα τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, διότι ἔτσι διπλασιάζει ἀνεπίτρεπτα τὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ εὐλογία καθενὸς εὐχαριστιακοῦ συμβολικοῦ στοιχείου, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ τὰ εὐλογεῖ ἢ τὸ καθένα χωριστὰ ἢ καὶ τὰ δύο μαζί, ἄρα, οἱ συγγραφεῖς τῶν εὐχαριστιακῶν λειτουργικῶν κειμένων ὑπῆρξαν, ἐν προκειμένῳ, θεόπνευστοι καὶ πνευματοκίνητοι, εἴτε συνειδητά, γνωρίζοντας ὄντως γιὰ ποιὸ λόγο εἰσήγαγαν ἀμφότερες τὶς εὐλογίες, εἴτε καὶ ἀσυνείδητα.

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἱσοτιμία καὶ ἡ ἀλληλομετοχὴ μεταξὺ τῶν τριῶν ἐπιτελεστικῶν ἐνεργειῶν, τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς, οἱ ὁποῖες ἑνώνονται ὑποστατικῶς καὶ ἀσυγχύτως στὴν ἱερατικὴ ὑπόσταση τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, πῶς θὰ ἦταν ἐφικτὸ νὰ ἐπιτευχθεῖ, ἐφόσον, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ, θὰ πρέπει ἡ καθεμία ἀπὸ τὶς τρεῖς νὰ συμμετέχει, μὲ τὸν τρόπο καὶ στὸ μέτρο ποὺ τῆς ἀναλογεῖ, στὸ κύριο ἐπιτελεστικὸ ἔργο τῆς ἄλλης καὶ δεδομένου ὅτι δὲν ὑφίσταται ἱερατικὴ ἐνέργεια ἄνευ κυρίου καὶ μόνο μὲ συμμετοχικὸ ἱερατικὸ ἔργο, ἀφοῦ ἡ συμμετοχικότητα εἶναι αἰτιατὸ προϊὸν ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν κυριότητά της;

Ἡ κυριότητα καὶ ἡ συμμετοχικότητα τῆς συμβολικῆς, γενικῶς, ἱερωσύνης ὑποδιαιρεῖται σὲ κυριότητα καὶ συμμετοχικότητα τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης καὶ σὲ κυριότητα καὶ συμμετοχικότητα τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς ἱερωσύνης, δεδομένου ὅτι ἡ συμβολικὴ ἱερωσύνη ἀναλογεῖ στὴν κτιστὴ αἰτιατὴ ὀντολογία ἡ ὁποία, ἀναγόμενη ὁμοιωτικῶς πρὸς τὴν ἄκτιστη καὶ θεία αἰτία ὀντολογία, στὴν ὁποία προσιδιάζει ἡ πνευματικὴ καὶ μυστική, ἐν γένει, ἱερωσύνη, ὑποδιαιρεῖται ἀναγωγικῶς σὲ ἡμίυλο (κτιστὴ πνευματική), στὴν ὁποία ἀντιστοιχεῖ ἡ ψυχικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη, καὶ σὲ ἔνυλο (κτιστὴ σωματική), στὴν ὁποία ἁρμόζει ἡ σαρκικὴ συμβολικὴ ἱερωσύνη.

Καὶ ἡ μὲν κυριότητα τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τοῦ κορυφαίου κατ' ἄνθρωπον βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ περιλαμβάνει τὶς ἀνώτερες καὶ οὕτως εἰπεῖν «ψυχικώτερες» συμβολικὲς τελετουργικὲς πράξεις, τὴν ἄμεση ἕλκυση, ἐπέλευση καὶ ἐπισκίαση τῆς καθαγιαστικῆς καὶ τῆς μείζονος ἁγιαστικῆς πνευματικῆς καὶ μυστικῆς χάριτος, ἐκτείνεται, δηλαδή, μὲ συμβολικὸ προπαρασκευαστικὸ χαρακτῆρα, στὰ τρία ἀνώτερα ἐπίπεδα τοῦ καθαγιασμοῦ καὶ στὸ πρῶτο ἀνώτερο ἡμιεπίπεδο τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ δὲ κυριότητα τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, τὶς κατώτερες καὶ οὕτως εἰπεῖν «σαρκικώτερες» συμβολικὲς τελετουργικὲς πράξεις, τὴν ἔμμεση ἕλκυση, ἐπέλευση καὶ ἐπισκίαση τῆς μείονος ἁγιαστικῆς καὶ τῆς ὑφαγιαστικῆς πνευματικῆς καὶ μυστικῆς χάριτος, μέσῳ τῆς συμμετοχικότητος τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἐκτείνεται, δηλαδή, μὲ συμβολικό, ἐπίσης, προπαρασκευαστικὸ χαρακτῆρα, στὸ δεύτερο κατώτερο ἡμιεπίπεδο τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ στὰ τρία κατώτερα ἐπίπεδα τοῦ ὑφαγιασμοῦ, ἔτσι ὥστε ἀμφότερες, καὶ ἡ ψυχικὴ καὶ ἡ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, νὰ μοιράζονται ἀσύγχυτα μεταξύ τους τὴ συμβολικὴ κυριότητα τοῦ τετάρτου καὶ καταμέσου ἐπιπέδου τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ ὁποῖο τοιουτοτρόπως τὶς ἑνώνει ἁρμονικῶς καὶ κατὰ μῖξιν καὶ ἀποτελεῖ τὸ συνδετικό τους κρίκο.

Συνεπῶς, ἡ μὲν συμμετοχικότητα τῆς ψυχικῆς σὲ σχέση μὲ τὴ σαρκικὴ ἐκτείνεται ἄμεσα στὰ ὅρια τῆς κυριότητος τῆς σαρκικῆς, στὸ δεύτερο, δηλαδή, κατώτερο ἡμιεπίπεδο τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ στὰ τρία κατώτερα ἐπίπεδα τοῦ ὑφαγιασμοῦ, ἡ δὲ συμμετοχικότητα τῆς σαρκικῆς σὲ σχέση μὲ τὴν ψυχικὴ ἐκτείνεται ἄμεσα στὰ ὅρια τῆς κυριότητος τῆς ψυχικῆς, στὸ πρῶτο, δηλαδή, ἀνώτερο ἡμιεπίπεδο τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ στὰ τρία ἀνώτερα ἐπίπεδα τοῦ καθαγιασμοῦ, ἐνῷ, ἡ συμμετοχικότητα ἀμφοτέρων, καὶ τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, σὲ σχέση μὲ τὴν πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη του ἐκτείνεται στὰ ὅρια τῆς κυριότητος τῆς πνευματικῆς, καὶ στὰ ἑπτά, δηλαδή, ἁγιαστικὰ ἐπίπεδα, τῆς μὲν ψυχικῆς, ἄμεσα, τῆς δὲ σαρκικῆς, ἔμμεσα, διαμέσου τῆς συμμετοχικότητος τῆς ψυχικῆς.

Σὲ ὅ,τι, ἐν τέλει, ἀφορᾷ τὴ συμμετοχικότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς σὲ σχέση μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ ἐκτείνεται, μὲ προπαρασκευαστικό, εὐλόγως, πνευματικὸ χαρακτῆρα, στὰ ὅρια τῆς κυριότητος ἀμφοτέρων, καὶ στὰ ἑπτά, δηλονότι, ἁγιαστικὰ ἐπίπεδα, ἄμεσα στὰ ὅρια τῆς κυριότητος τῆς ψυχικῆς καὶ ἔμμεσα στὰ ὅρια τῆς κυριότητος τῆς σαρκικῆς, διαμέσου τῆς συμμετοχικότητος τῆς ψυχικῆς.

Δίνοντας, λοιπόν, ἢ ὑπενθυμίζοντας συνοπτικῶς ὅλες τὶς παραπάνω ἀπαραίτητες διευκρινίσεις καὶ κλείνοντας τὴν παρένθεση αὐτὴ τοῦ λόγου καὶ ἐπανερχόμενοι στὸ θέμα μας, διαπιστώνουμε ὅτι πρακτικῶς ἡ ὑφυποριζόντιος τομὴ εἶναι καὶ ἀδύνατο καὶ ἀνεπίτρεπτο νὰ ἐφαρμοσθεῖ στὸν ἕβδομο καὶ κορυφαῖο κατ' ἄνθρωπον βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ μὲ βάση τὰ ὑφυποείδη τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης του, διότι ἡ κυριότητά της εἶναι ὁλόκληρη, συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπος, ἐκτείνεται, δηλαδή, καὶ στὰ ἑπτὰ ἁγιαστικὰ ἐπίπεδα, οὔτε κἂν ὑποδιαιρεῖται σὲ ὑποβαθμούς, καὶ συνεπῶς, οὐδεὶς περαιτέρω λόγος γιὰ ὑφυποδιαίρεση σὲ ὑφυποβαθμούς.

Ἀλλ' ἀκόμη καὶ ἂν ὑποτεθεῖ δῆθεν ὅτι αὐτὴ ὑποδιαιρεῖται σὲ ὑποβαθμοὺς ἀναλόγως πρὸς τὴν ὑποδιαίρεση τῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ σὲ ψυχικὴ καὶ σὲ σαρκικὴ καὶ συνδυάζεται ἡ μισὴ πνευματικὴ μυστικὴ μὲ τὴν ἀνάλογή της ψυχικὴ συμβολικὴ καὶ ἡ ἄλλη μισὴ πνευματικὴ μὲ τὴν ἀντίστοιχή της σαρκικὴ συμβολική, καὶ πάλι ἔχουμε τὸ δογματικὸ ἄτοπο τοῦ «τελετουργικοῦ ἀπολιναρισμοῦ» στὸ τελετουργικὸ σχῆμα τοῦ «πνευματικοῦ αὐτανθρώπου», διότι ἡ ὑπερφυσικὴ ὑποστατικὴ ἕνωση θεότητος καὶ σαρκὸς στὴν ὑπερφυσικὴ ὑπόσταση τοῦ θεανθρώπου δὲν εἶναι ἄμεση ἀλλ' ἔμμεση, διαμέσου τῆς ψυχῆς, καὶ ἀναλόγως, καὶ ἡ τελετουργικὴ ὑποστατικὴ ἕνωση πνευματικῆς μυστικῆς καὶ σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης στὴν τελετουργικὴ ὑπόσταση τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ εἶναι καὶ αὐτὴ ἔμμεση, διαμέσου τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς.

Μὲ βάση, βεβαίως, τὰ ὑφυποείδη τῆς ψυχικῆς καὶ τὰ ὑφυποείδη τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τοῦ πρεσβυτέρου ἐπιτελεστοῦ, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἐπὶ μέρους προϊόντα τῆς ὡς ἄνω ἀναγωγικῆς ὑποδιαιρέσεως τῆς ὅλης συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης του καὶ τῶν ὁποίων ἡ κυριότητα εἶναι μερική, εἶναι, μέν, δυνατὴ καὶ ἡ ὑφυποδιαίρεση ἀμφοτέρων σὲ ὑφυποβαθμοὺς καὶ περαιτέρω, ἀλλ' ὅμως ἀνεπίτρεπτη, τόσο διότι ἀμφότερες ἑνώνονται ὑποστατικῶς καὶ ἀσυγχύτως μὲ τὴν ὁλόκληρη πνευματικὴ καὶ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη του στὴν τελετουργική του ὑπόσταση, ἄρα καθεμιὰ ἀπ' αὐτὲς πρέπει νὰ διατελεῖ ἀνάλογη πρὸς ἐκείνη καὶ ὁλόκληρη στὰ μέτρα της, ὅσο καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπιτρέπεται ἀκρωτηριασμὸς καὶ ψαλιδισμὸς καὶ κολόβωση καὶ ἀναπηρία οὐδεμιᾶς ἱερατικῆς φύσεως οὐδεμίας ἱερατικῆς ὑποστάσεως οὐδενὸς ἱερατικοῦ βαθμοῦ, οὔτε τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, οὔτε τῆς ψυχικῆς ἄνω συμβολικῆς, οὔτε τῆς σαρκικῆς κάτω συμβολικῆς, ἀκόμη κι ἂν αὐτὸς εἶναι δυνατός, δὲν ἐπιτρέπεται, δηλαδή, νὰ ἔχει κανεὶς στὰ οἰκεῖα ἱεροβαθμολογικὰ μέτρα του τὴ μισὴ θεότητα, τὴ μισὴ ψυχὴ καὶ τὸ μισὸ σῶμα, ἀλλ' ὁλόκληρη τὴ θεότητα, ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα ποὺ τοῦ ἀναλογοῦν σὲ ἐπίπεδο βαθμοῦ.

Γι' αὐτὸ ἄλλωστε κάθε ἕνας πρεσβύτερος ἐπιτελεστής, σύμφωνα μὲ τὸ ἰσχῦον τελετουργικὸ τυπικὸ τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας τῆς ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, τὸ ὁποῖο, εὐτυχῶς, ἔμεινε ἀλώβητο καὶ ἀδιαστρέβλωτο ἀπὸ τὶς σχετικὲς κακοδοξίες, λαμβάνει ἀνὰ χεῖρας τὴν ἀποστολικὴ παρακαταθήκη ἡ ὁποία, ἀσφαλῶς, εἶναι εὐχαριστιακή, τὸν καθηγιασμένο, δηλονότι, εὐχαριστιακὸ ἄρτο, μετὰ τὸν πνευματικὸ καθαγιασμό του, καὶ ὄχι ἁπλῶς τὸν προσκομισθέντα, μετὰ τὸν πνευματικὸ ὑφαγιασμὸ καὶ μείονα ἁγιασμό του, καὶ αὐτὸν ὁλόκληρο καὶ ἀκέραιο καὶ ὄχι μισὸ καὶ κολοβό, μία συμβολικὴ καὶ σημαντικὴ πράξη, μετὰ τὴν τέλεση τῆς χειροτονίας τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων, ἡ ὁποία ὑποδηλώνει ὅτι ὁ χειροτονηθεὶς ἔλαβε ὁλόκληρη τὴν πνευματικὴ μυστικὴ καὶ ὁλόκληρη τὴν ψυχικὴ καὶ σαρκικὴ συμβολικὴ εὐχαριστιακὴ δύναμη τοῦ κορυφαίου κατ' ἄνθρωπον ἐπιτελεστικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, καὶ τὴν καθαγιαστικὴ καὶ τὴν ἁγιαστικὴ καὶ τὴν ὑφαγιαστική, τὸ πλήρωμα, δηλαδή, τῆς κατ' ἄνθρωπον οἰκονομικῆς θείας ἱερωσύνης.

Β΄. Κατακόρυφος Τομή: Ἡμίβαθμοι: Ποσοτικοὶ Ἡμίβαθμοι: Ὁλοτελεῖς Ἡμίβαθμοι (μὲ τὴ στενότερη καὶ κατεξοχὴν ἔννοια τοῦ ὅρου «ἡμίβαθμος»).

Ὡς «κατακόρυφος» καλεῖται ἡ τομὴ ποὺ νέμει ποσοτικῶς καὶ θεωρητικῶς εἴτε τοὺς βαθμοὺς τῆς ὁριζοντίας τομῆς εἴτε τοὺς ὑποβαθμοὺς τῆς ὑφοριζοντίου τομῆς εἴτε τοὺς ὑφυποβαθμοὺς τῆς ὑφυποριζοντίου τομῆς σὲ κατεξοχήν, σὲ ποσοτικούς, δηλαδή, ἡμιβάθμους, συνδυαζόμενη καὶ μὲ τὴν ὁριζοντία καὶ μὲ τὴν ὑφοριζόντιο καὶ μὲ τὴν ὑφυποριζόντιο τομὴ καὶ χαρακτηριζόμενη ἀναλόγως, εἴτε ὡς «κατακόρυφος τῆς ὁριζοντίας», εἴτε ὡς «κατακόρυφος τῆς ὑφοριζοντίου», εἴτε ὡς «κατακόρυφος τῆς ὑφυποριζοντίου».

Εὐνόητον, ὅτι πρακτικῶς ἀδυνατεῖ ἢ δὲν ἐπιτρέπεται ἡ ἐφαρμογή της, διότι, σὺν τοῖς ἄλλοις, εἶναι ἡ ἀνωμελέστερη καὶ ἡ ἀκαταλληλότερη καὶ ἀπὸ τὶς δύο (ἢ τρεῖς) ἀθέμιτες τομές, δεδομένου ὅτι δὲν ἀποσυναρμολογεῖ τὰ ἱεροβαθμολογικὰ εἴδη στὰ ὑποείδη καὶ τὰ ὑποείδη στὰ ὑφυποείδη (καὶ τὰ ὑφυποείδη περαιτέρω) ἀλλὰ τὰ διχοτομεῖ κάθετα καὶ ἐγκάρσια καὶ τὰ καταστρέφει.

Δὲν ἄφησε, σωστικῶς, ἡ θεία πρόνοια καὶ φιλανθρωπία νὰ διατυπωθοῦν κατὰ γράμμα οἱ κακόδοξες καὶ ἀθέμιτες αὐτὲς ἱεροβαθμολογικὲς τομὲς στὰ τελετουργικὰ κείμενα καὶ τυπικὰ τῶν χειροτονιῶν τοῦ παλαιορθοδόξου δόγματος τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ (ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέκυψε, ὡς δογματικὴ διόρθωση καὶ οὕτως εἰπεῖν «ἀνακαίνιση», καὶ τὸ καινορθόδοξο δόγμα τοῦ τριαδιανισμοῦ), ἀλλιῶς, οἱ πρεσβύτεροι ἐπιτελεστὲς θὰ εἴχανε πάρει ἀναπηρικὴ (σύνταξη).

Ἀκολουθεῖ τὸ Δέκατον Τρίτον (ΙΓ΄) Μέρος....

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΡΙΤΟΝ ΜΕΡΟΣ (ΙΓ΄) ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ

(εἰς τὴν σελίδα "Δογματολογία IV") ...


ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 23-08-2023.


† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)