Η Μ Ε Τ Ο Χ Η
Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝ ΗΡΩΩΝ
ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ I

ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ
ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ
«Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝ ΗΡΩΩΝ»
«Η Μ. Ε. Τ. Ο.
Χ. Η.»
Η ΑΥΤΟΥ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΣ (Α.Ε.Θ.Α.)
Ο ΠΑΠΠΑΣ ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
† Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ
ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο
ΣΙΩΚΟΣ)
Ἔχουμε τὴν ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ τὴν προσωπικὴ χαρὰ νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί σας, μέσῳ τῆς παρούσης Ἱστοσελίδος μας καὶ στὰ πλαίσια τῆς νόμιμης στὴν Ἑλλάδα ἱεραποστολικῆς δραστηριότητος, προκειμένου νὰ σᾶς καταστήσουμε γνωστὸ ὅτι ἀπὸ τῶν παρελθόντων Χριστουγέννων, Σαββάτου, 25ης Δεκεμβρίου 2021, διακηρύξαμε ἐπίσημα τὴ δογματικὴ (πνευματική, ἰδεολογική) καὶ ἱεροκανονικὴ (ἐκκλησιαστική, διοικητική) ἵδρυση τῆς νέας χριστιανικῆς ὁμολογίας στὴν Ἑλλάδα καὶ διεθνῶς, ὑπὸ τὸ ἀκροστίχιο ὄνομα «Η Μ. Ε. Τ. Ο. Χ. Η.», δηλαδή, «Ἡ Μία Ἐκκλησία Τριαδιανῶν Ὀρθοδόξων Χριστῶν Ἡρώων»―ἡ ὁποία, σημειωτέον, ἔχει, ἀπὸ τὴν ἵδρυσή Της, κατεξοχὴν ἀντιρατσιστικὸ χαρακτῆρα, ἀποδεχόμενη καὶ ὑπηρετοῦσα κάθε ἄνθρωπο, εἴτε ὁμοφυλόφιλο, εἴτε ἑτεροφυλόφιλο, ὑπερασπιζόμενη ἐξίσου τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ ὑποστηρίζουσα, ἀσφαλῶς καὶ τὴν ἐπιτέλεση θρησκευτικῶν ὁμοφυλοφιλικῶν γάμων―καὶ εὑρισκόμασθε ἤδη στὸ στάδιο συγκρότησης τῶν πρώτων θρησκευτικῶν κοινοτήτων καὶ λειτουργίας τῶν πρώτων εὐκτηρίων οἴκων, οὕτως ὥστε, πρῶτα, νὰ ἀναγνωρισθοῦμε ὡς «γνωστὴ χριστιανικὴ ὁμολογία» καὶ ἔπειτα, νὰ προχωρήσουμε καὶ στὴν ἐπίκτηση τῆς νομικῆς προσωπικότητος.
Μετὰ ἀπὸ προσωπικὴ καὶ πολύχρονη θεολογικὴ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ἀποδείξαμε, πλέον, ἀναμφισβήτητα, ὡς θεολόγοι ἐπιστήμονες, ὅτι ἡ κρατοῦσα καὶ ἐν Ἑλλάδι χριστιανικὴ ὁμολογία τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ὁποία, τόσους καὶ τόσους αἰῶνες, σφετεριζόταν τὸ ὄνομα «ὀρθοδοξία» καὶ στὴν ὁποία, μέχρι πρότινος, ἀνήκαμε καὶ λειτουργούσαμε καὶ ἑμεῖς ὡς κληρικοὶ (πρεσβύτεροι), ὄχι μόνο ὀρθόδοξη δὲν ὑπῆρξε ποτέ, ἀλλὰ τοὐναντίον, ὅτι ἀσπαζόταν σωρεία κακοδόξων καὶ ψευδορθοδόξων καὶ αἱρετικῶν ἐσφαλμένων δογμάτων καὶ δοξασιῶν, τὰ ὁποῖα ἀνεμείγνυαν τὴ δογματικὴ ἀλήθεια μὲ τὸ θρησκευτικὸ μῦθο, ἐξαπατοῦσαν τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων γενικώτερα καὶ κρατοῦσαν, δυστυχῶς, μια ὁλόκληρη ἀνθρωπότητα καὶ κοινωνία βυθισμένη στὴν ἄγνοια, στὸν πνευματικὸ σκοταδισμὸ καὶ τὴν ἰδεολογικὴ καθυστέρηση.
Σὲ τέτοιο, μάλιστα, βαθμὸ θεολογικῆς καὶ δογματικῆς παρανοίας εἶχαν ἀφιχθεῖ οἱ τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὥστε νὰ πιστεύουν διπάτορα Θεάνθρωπο, ἔχοντα δύο διαφορετικοὺς πατέρες, ἕνα γιὰ κάθε μια ἀπὸ τὶς δύο φύσεις Του (καὶ ὄχι τὸν ἴδιο ἕνα πατέρα καὶ γιὰ τὶς δύο φύσεις τῆς μιᾶς Ὑποστάσεώς Του), γεννώμενο ἀπὸ δύο γεννητικὲς ἀρχὲς (ἀγέννητους πατέρες καὶ προπάτορες), ὡς Θεό, γεννώμενο ἀπὸ τὸν Ἀγέννητο Θεὸ Πατέρα Του, ἐνῷ, ὡς ἄνθρωπο, γεννώμενο ἀπὸ ἄλλον ἀγέννητο πατέρα καὶ προπάτορα, τὸν Ἀδάμ, διαμέσου τῆς ἀπὸ αὐτὸν καταγόμενης Παρθένου Μαρίας, ἡ ὁποία, δεδομένου ὅτι πιστεύεται ὡς ὑπὲρ φύσιν αὐτοδύναμη μητέρα, μὴ ἔχουσα ἀνάγκη γενετικοῦ συνδυασμοῦ μὲ πατέρα, διατελεῖ ἡ ἴδια καὶ μητέρα καὶ πατέρας μαζὶ τοῦ ἴδιου τέκνου, διεκπεραιώνοντας ὑπερφυσικὰ ἀπὸ μόνη της ὁλόκληρο τὸ ἀναπαραγωγικὸ ἔργο.
Ἐπίσης, ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ τελοῦν χειροτονία ἀντὶ γιὰ χειροθεσία ἀρχιερέως, συγχέοντας τὴν καταργηθεῖσα ἱερατικὴ τάξη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὴν ἱεραρχία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἔτσι ἐπαναλαμβάνοντας δύο φορὲς τὴν ἴδια μία χειροτονία τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ διπλοχειροτονούμενοι στὸν ἴδιο ἱερατικὸ βαθμό.
Ἡ ἀρχιερωσύνη στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως σαφῶς ἀποδείξαμε, εἶναι ἁπλῶς «ἀρχηγικὸς» ἱερατικὸς τίτλος («ὀφφίκιο») ἐπισκοπικῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας στὰ πλαίσια τοῦ ἴδιου βαθμοῦ ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας τοῦ Πρεσβυτέρου, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ Πρεσβύτεροι δὲ διαφέρουν μεταξύ τους «φύσει», ὡς πρὸς τὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, τὴ λεγόμενη «πνευματικὴ ἱεραρχία», δεδομένου ὅτι ὅλοι τελοῦν αὐτοδύναμα, σὲ χωριστὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ σὲ χωριστὴ λατρευτικὴ σύναξη, τὸ κορυφαῖο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀλλὰ μόνο «θέσει», ὡς πρὸς τὸ ὀφφίκιο, τὴ λεγόμενη «διοικητικὴ ἱεραρχία», ὅτι δηλαδὴ ὁ ἀρχιερεὺς εἶναι ἁπλῶς ὁ «πρῶτος τῇ τάξει», ὁ διοικητικῶς προϊστάμενος τῶν κατὰ τὴν ἱερωσύνη ὁμοβάθμων του Πρεσβυτέρων ἱερέων, ὁ «ἀρχιπρεσβύτερος», ὁ ἀρχηγὸς τοῦ κορυφαίου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου, δεδομένου ὅτι κάθε ἱερατικὸς βαθμὸς ἔχει τὸν προϊστάμενο ἀρχηγό του, οἱ ἱερεῖς (πρεσβύτεροι) ἔχουν τὸν ἀρχιερέα (ἀρχιπρεσβύτερο), οἱ διάκονοι τὸν ἀρχιδιάκονο, οἱ ψάλτες τὸν ἀρχιψάλτη κ.λ.π..
Καρπός, λοιπόν, τῆς ἐν λόγῳ θεολογικῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνάς μας, ἡ ὁποία, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀπέδειξε τὴν Προαδαμιαία καὶ Τριαδικὴ Θεία Ἐνανθρώπηση, ὅτι δηλαδὴ καὶ οἱ Τρεῖς Θεῖες Ὑποστάσεις ἔγιναν ἄνθρωποι, πρὶν ἀπὸ τὴν πλάση καὶ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἀσχέτως καὶ ἀπροϋποθέτως τῆς σωτηρίας τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῶν ἀπογόνων του, ὑπῆρξε ἡ ἵδρυση τῆς ὡς ἄνω νέας χριστιανικῆς ὁμολογίας μας, ὡς ἀκριβὴς δογματικὴ διόρθωση τῶν κακῶς δογματικῶν κειμένων τῆς κρατούσης ὁμολογίας τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ.
Γι' αὐτὸ ἄλλωστε καὶ τὴ χαρακτηρίζουμε ὡς «Καινορθόδοξο Δόγμα τοῦ Τριαδιανισμοῦ», διακρίνοντάς την ἀπὸ τὴν ὁμολογία τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, τὴν ὁποία χαρακτηρίζουμε ὡς «Παλαιορθόδοξο Δόγμα τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ», δεδομένου ὅτι προέκυψε ὡς «ἀνακαίνιση», δηλαδή, θεολογικὴ διόρθωση, τῆς ὁμολογίας τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ.
Σημαντική, ἀσφαλῶς, εἶναι ἡ ἐκ μέρους μας θεολογικὴ καὶ ἠθικὴ δικαίωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ τῆς ὁμοφυλογαμίας, στὰ δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς Καινορθόδοξης Χριστιανικῆς Ὁμολογίας τοῦ Τριαδιανισμοῦ τὴν ὁποία ἱδρύσαμε καὶ γενικώτερα, ἡ ἀντιρατσιστική Της κοινωνιολογία καὶ ἡ ἀπὸ Αὐτὴ προάσπιση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, καθὼς καὶ ἡ στήριξη τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητος τῆς Δημοκρατικῆς Πολιτείας.
Παρακάτω, λοιπόν, στὰ θεματολογικὰ πλαίσια τῆς Καινορθοδόξου Δογματολογίας μας, μπορεῖτε νὰ διαβάσετε τὶς θεολογικὲς μελέτες μας ἀναλυτικά.
Μὲ τὶς ἐγκάρδιες εὐχές μας γιὰ τὸ διαφωτισμὸ ὅλων σας
†Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)
1. ΕΝ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΑΘΙΔΡΥΘΕΙΣΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΗΣ ΠΑΛΑΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.
Aἱ δογματικαὶ διαφοραὶ ἐπιγινώσκονται πλεῖσται μεταξὺ τῶν δύο χριστιανικῶν δογματικῶν ὁμολογιῶν:
Ἀφ' ἑνὸς μέν, τοῦ ὑφ' ἡμῶν ἱδρυθέντος, ὄντως ὀρθοδόξου, Καινορθοδόξου Δόγματος τοῦ Τριαδιανισμοῦ, τῶν «Τριαδιανῶν Ὀρθοδόξων» («Τ.Ὀ.») ἢ «Καινορθοδόξων», τῶν μηδαμῶς καὶ μηδόλως χωριζόντων τὴν ὁμοούσιον καὶ ἀδιαίρετον Θείαν Τριάδα, μηδὲ εἰς τὴν ὑφ' ἡμῶν ὁριζομένην «τρίτην, τετάρτην, πέμπτην καὶ ἕκτην θείαν οἰκονομίαν», σχετικὴν μετὰ τῶν ὑφ' ἡμῶν, ὡσαύτως, ὁριζομένων «τεσσάρων θείων οἰκονομικῶν ἐνδύσεων», ἤ, ἄλλως, μετὰ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, καὶ παραδεχομένων ὀρθοδόξως τὴν τριαδικὴν καὶ καθολικὴν καὶ προαδαμιαίαν, πρό τε πλάσεως καὶ πτώσεως Ἀδάμ, ὅλως ἀπροϋπόθετον θείαν ἐνανθρώπησιν, ἔχουσαν, ὡς ἐν τῷ Δογματικῷ ἡμῶν Τόμῳ πρῶτοι ἡμεῖς πάντων ἀποδεικνύομεν καὶ ἀποκαλύπτομεν, ἀληθῆ σκοπὸν τὴν ἕνωσιν ἀνὰ μέσον τῶν τριῶν φυσικῶν ἀτόμων τῆς ἐξωτερικῆς, «οἰκονομικῆς» λεγομένης, φυσικῆς τριαδικῆς ἀντεπιδείξεως τῆς θεότητος, ὡς φύσεως, τουτέστι, μεταξὺ τοῦ ἀΰλου, ἀνεμήτου, ἀκτίστου, νοεροῦ, πνευματικοῦ καὶ θείου, τοῦ ἡμιΰλου, νεμητοῦ, ἀδομήτου, ἀτομήτου, κτιστοῦ, νοητοῦ καὶ ψυχικοῦ (κτιστοῦ πνευματικοῦ), καὶ τοῦ ἐνύλου, νεμητοῦ, δομητοῦ, τομητοῦ, κτιστοῦ, αἰσθητοῦ καὶ σωματικοῦ, εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ θεῖον ἄτομον ζωῆς, τὸ καλούμενον «πρόσωπον», ἤ, διὰ τοῦ φιλολογικοῦ σχήματος τοῦ «κατ' ἐξοχήν», κατ' ἐξοχὴν ὡς «ὑπόστασις».
Ἡ ὁποία, ἀσφαλῶς, «ὑποστατικὴ» λεγομένη, ἕνωσις, τρισσεύεται καὶ εἰς τὰς Τρεῖς Θείας Ὑποστάσεις, σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ μονοατομικοῦ ἢ ταὐτοατομικοῦ, ἀδιαιρέτου καὶ τρισυποστάτου ἢ τριπροσώπου, τουτέστι, «τρισιζώου», χαρακτῆρος τῆς μὴ εἰς τρία ἢ πλείονα οὐσιαστικὰ ἄτομα νεμομένης διὸ καὶ ὑφ' ἑκάστης Θείας Ὑποστάσεως ὁλοκλήρου κατεχομένης, ἐμψυχωθείσης καὶ ἐνσαρκωθείσης, μιᾶς καὶ μόνης καὶ ὅλης καὶ τῆς αὐτῆς καὶ τῆς ἰδίας ἐπακριβῶς Θείας Οὐσίας καὶ τῶν Τριῶν Θείων Ὁμοουσίων Ὑποστάσεων, καὶ ἡ ὁποία «ὁμοϋποστασιαστικὴ» ἕνωσις τελεῖ συνεπὴς καὶ ἀντιστρόφως ἀνάλογος πρὸς τὴν «ὁμοουσιαστικὴν» ἕνωσιν μεταξὺ τῶν τριῶν θείων ἀτόμων ζωῆς ἢ προσώπων ἢ ὑποστάσεων τῆς ἐσωτερικῆς, «ἀϊδίου» λεγομένης, ὑποστατικῆς τριαδικῆς ἀντεπιδείξεως τῆς θεότητος, ὡς ὑποστάσεως, τουτέστι, μεταξὺ τοῦ ἀγεννήτου, τοῦ γεννητοῦ καὶ τοῦ ἐκπορευτοῦ, εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ θεῖον ἄτομον οὐσίας (καὶ ἐνεργείας) ἢ οὐσιαστικὸν ἄτομον.
Tῶν σαφῶς διακρινόντων τὸν μονοπάτορα, προαδαμιαῖον, προπτωτικὸν καὶ ἑτεροειδῆ Θεοψυχάνθρωπον Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ ἑνός καὶ τοῦ μόνου καὶ τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ τοιούτου Θεοψυχανθρώπου Νοῦ καὶ Πατρὸς Αὐτοῦ, τοῦ μόνου γεννῶντος Αὐτὸν καὶ ὡς Θεὸν ἀϊδίως καὶ ὡς Ψυχάνθρωπον οἰκονομικῶς, ἀπὸ τοῦ ἀδαμιαίου, ἀποπτωτικοῦ καὶ ἑτεροειδοῦς ἐξιλαστηρίου Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, Ψυχανθρώπου Ἰησοῦ, υἱοῦ καὶ ἀπογόνου τοῦ Ψυχανθρώπου προπάτορος Ἀδάμ, τοῦ προγεννῶντος Αὐτὸν καὶ κατὰ ψυχὴν καὶ κατὰ σῶμα.
Ἀφ' ἑτέρου δέ, τοῦ κρατοῦντος, ὄντως κακοδόξου καὶ ψευδορθοδόξου, Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, τῶν «Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων» («Χ.Ὀ.») ἢ «Παλαιορθοδόξων», τῶν ἄχρι τῆς σήμερον ἀποτολμώντων καὶ φρενοβλαβῶς, ταῖς δογματικαῖς φρεσί, χωριζόντων τὴν ὁμοούσιον καὶ ἀδιαίρετον Θείαν Τριάδα, εἰς τὴν ὑφ' ἡμῶν ὁριζομένην «τρίτην, τετάρτην, πέμπτην καὶ ἕκτην θείαν οἰκονομίαν», σχετικὴν μετὰ τῶν ὑφ' ἡμῶν, ὡσαύτως, ὁριζομένων «τεσσάρων θείων οἰκονομικῶν ἐνδύσεων», ἤ, ἄλλως, μετὰ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, καὶ παραδεχομένων κακοδόξως τὴν ἐξ Ἀδὰμ καὶ ἐκ τοῦ γενεαλογικοῦ δένδρου αὐτοῦ μοναδικὴν καὶ μερικὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, τῆς δευτέρας, μόνον, Θείας Ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου, ἐξ αἰτίας τῆς τοῦ Ἀδὰμ πτώσεως καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν αὐτοῦ καὶ τοῦ γένους αὐτοῦ, καὶ οὕτω, συνεπῶς, χωριζόντων, ὡς Ψυχάνθρωπον, τὸν Θεὸν Υἱὸν καὶ Λόγον, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ μόνου καὶ τοῦ αὐτοῦ Θεοῦ Νοῦ καὶ Πατρὸς καὶ Ἀγεννήτου Γεννήτορος Αὐτοῦ καὶ ἀποδιδόντων Αὐτὸν εἰς ἕτερον καὶ δεύτερον πατέρα καὶ προπάτορα καὶ πρῶτον ἀγέννητον γεννήτορα, τὸν μεταπτωτικὸν Ἀδάμ, διὰ μέσου τῆς ἐξ αὐτοῦ γεννωμένης καὶ καταγομένης, διὸ καὶ αὐτόν, ὡς προπάτορα καὶ πρῶτον ἀγέννητον γεννήτορα, ὑπὲρ φύσιν διαδεχομένης, ὡς ὑπὲρ φύσιν αὐτοδυνάμου καὶ αὐτοτόκου παρθένου καὶ παρθενογενετικῆς μητρός, αὐτῆς καὶ μόνης, ὑπὲρ φύσιν τικτούσης ὁμοῦ καὶ γεννώσης καὶ οὕτω, σαφῶς, καὶ μητρὸς καὶ πατρὸς ἐν ταὐτῷ καὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ τέκνον, αὐτῆς ταύτης τῆς ἰδίας ὑπὲρ φύσιν τελούσης, τουτέστι, «παρθενομητροπάτορος», ἄνευ κατά φύσιν χρείας καὶ ἐπιβάσεως γεννήτορος ἀνδρὸς καὶ διαδόχου τοῦ ἀγεννήτου προπάτορος Ἀδὰμ πατρός, εἰς τὸν ὑπὲρ φύσιν αὐτοδύναμον αὐτῆς καὶ ἀνενδεῆ τόκον.
Τῶν παραδεχομένων, δηλονότι, διπάτορα, ἐκ δύο διαφόρων ἀγεννήτων γεννητόρων, γεννητικῶν ἀρχῶν, πατέρων καὶ προπατόρων, ἐκ τοῦ μέν, ὡς Θεόν, ἐκ τοῦ δέ, ὡς Ψυχάνθρωπον, γεννώμενον, ἐκ γενετῆς ἀποπτωτικὸν καὶ ὁμοειδῆ τῷ ἀδαμιαίῳ ψυχοσωματικῷ ἰδίῳ φυσικῷ εἴδει Θεοψυχάνθρωπον, καθὼς καὶ προϋποθετικὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, ἔχουσαν δῆθεν σκοπὸν τὴν ἀπὸ πτώσεως σωτηρίαν τῆς μεταπτωτικῆς ἀδαμιαίας φύσεως, μὴ σωφρόνως διακρινόντων ἀλλ' ἀφρόνως συγχεόντων καὶ ταυτιζόντων δύο συλλήβδην διάφορα πρόσωπα, μετὰ τῶν διαφόρων ἰδιωμάτων αὐτῶν, εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ αὐτοαναιρούμενον πρόσωπον, μετ' ἀλληλοαναιρουμένων ἰδιωμάτων, ἤτοι, τὸν προαδαμιαῖον, προπτωτικὸν καὶ ἑτεροειδῆ Θεοψυχάνθρωπον Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ μόνου καὶ τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ τοιούτου Θεοψυχανθρώπου Νοῦ καὶ Πατρὸς Αὐτοῦ, τοῦ μόνου γεννῶντος Αὐτὸν καὶ ἀϊδίως ὡς Θεὸν καὶ οἰκονομικῶς ὡς Ψυχάνθρωπον, μετὰ τοῦ ἀδαμιαίου, ἀποπτωτικοῦ καὶ ἑτεροειδοῦς, ἐξιλαστηρίου Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, Ψυχανθρώπου Ἰησοῦ, υἱοῦ καὶ ἀπογόνου τοῦ Ψυχανθρώπου προπάτορος Ἀδάμ, τοῦ προγεννῶντος Αὐτὸν καὶ κατὰ ψυχὴν καὶ κατὰ σῶμα.
Τὴν τοιαύτην καταφανῆ αἵρεσιν καὶ οἰκτρὰν δογματικὴν ἀπάτην πρῶτοι ἡμεῖς, ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν, ἐπεγνώκαμεν καὶ ἐκαλέσαμεν «διπατορισμὸν τῆς διφυοῦς Θείας Ὑποστάσεως», προσβάλλοντα τὴν Δευτέραν Θείαν Ὑπόστασιν, θεωρουμένην διφυῶς, δύο, δηλαδή, φύσεις ἔχουσαν, ἤ, ἐν συντόμῳ, λατινιστί, "Adamoque", τουτέστιν, ἑλληνιστί, «καὶ ἐκ τοῦ Ἀδάμ», ἀναλόγως πρὸς τὴν ὁμοίαν ἀλλὰ καὶ διάφορον ἐπεγνωσμένην λατινικὴν αἵρεσιν, τὴν βραχέως, λατινιστί, λεγομένην, "Filioque", τουτέστιν, ἑλληνιστί, «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», τὴν ὁποίαν ἡμεῖς ἐκαλέσαμεν ἀκριβέστερον ὡς «διπατορισμὸν τῆς μονοφυοῦς Θείας Ὑποστάσεως», θεωρουμένης μονοφυῶς καὶ ἐν προκειμένῳ, κατὰ τὴν θείαν Αὐτῆς φύσιν, προσβάλλοντα τὴν Τρίτην Θείαν Ὑπόστασιν.
Ὅθεν, ἀμφότεραι αἱ κρατοῦσαι ἀρχαῖαι δογματικαὶ ὁμολογίαι, τοῦ τε Ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐπεγνώσθησαν ὡς διπατοριστικαὶ αἱρέσεις, ὁ δὲ Δυτικὸς Χριστιανισμός, ἐπηύξησε καὶ ἐπεξέτεινε τὸν ἀρχικὸν διπατορισμόν, ἐκτραπεὶς εἰς πλείονας κακοδοξίας, ἔναντι τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ μᾶλλον ὀρθοδόξου, ἐν σχέσει πρὸς τὸν Δυτικόν, μείναντος, ἀλλ' οὐχὶ καὶ τούτου ἀληθῶς ὀρθοδόξου, διὸ καὶ «ψευδορθόδοξον» αὐτὸν ὀνομάζομεν, δοκοῦντα ἀλλ' οὐκ ὄντα ὀρθόδοξον.
Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἁρμόζει, δυστυχῶς, εἰς τὸν κατ' Ἀνατολὰς Χριστιανισμὸν τὸ ἐλεγκτικὸν ἐκεῖνο καὶ ταπεινωτικὸν εὐαγγελικὸν λόγιον τοῦ Χριστοῦ: «Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς»; Ἐκόπτετο μὲν καὶ λίαν καλῶς καὶ σπουδαίως ἐποίει ὁ Ἀνατολικὸς Χριστιανισμὸς διὰ τὴν εἰς τὴν διπατοριστικὴν αἵρεσιν τοῦ "Filioque" χαλεπὴν ἐκτροπὴν τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐν ᾧ, ὅμως, ἀπεδέχετο καὶ ὁ ἴδιος τὴν αὐτήν, ἐν γένει, διπατοριστικὴν αἵρεσιν εἰς τὴν μορφὴν τοῦ "Adamoque".
Πέραν, βεβαίως, τοῦ κωλύματος τοῦ διπατορισμοῦ, ἐπιγινώσκονται καὶ ἄλλα δύο κύρια κωλύματα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ γενεαλογικοῦ δένδρου τοῦ Ἀδάμ, τὸ κώλυμα τῆς ἀνοικείας ἀποπτωτικῆς ἠθικοφυσικῆς καταστάσεως (ἠθικοφυσικοῦ ὑποείδους) καὶ τὸ κώλυμα τοῦ ἀνοικείου φυσικοῦ εἴδους τοῦ Ψυχανθρώπου Ἀδάμ.
Ὅπως πρῶτοι ἡμεῖς ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ὁρίζομεν, διακρίνονται τρεῖς ἠθικοί, ἢ ἀκριβέστερον, ἠθικοφυσικοὶ τύποι, ἢ ἠθικοφυσικαὶ καταστάσεις, δεδομένου ὅτι αἱ ἠθικαί, εἴτε ἐπὶ τὸ χεῖρον, εἴτε ἐπὶ τὸ κρεῖσσον, ἀλλοιώσεις, ἐπισύρουσι καὶ ἀναλόγους φυσικὰς μεταβολάς, αἱ ὁποῖαι, κατ' ἀκρίβειαν, ἐπιγινώσκονται μεταξὺ τῶν «φυσικῶν καταστάσεων» καὶ τῶν «φυσικῶν εἰδῶν», εἰς τὸν μέσον χῶρον τῶν «φυσικῶν ὑποειδῶν», ὡς «ἠθικοφυσικὰ ὑποείδη», εἰς τὰ πλαίσια τοῦ αὐτοῦ φυσικοῦ εἴδους.
Τὰ τοιαύτα εἶναι, πρῶτον, ὁ ἄπτωτος ἢ πρόπτωτος ἢ προπτωτικὸς ἢ ἑστὼς ἢ καθαρός, ὁ μὴ λαβὼν πεῖραν πτώσεως καὶ μηδέποτε ὑποστὰς μήτε μολυσμὸν ῥύπου ἁμαρτίας μήτε πλύσιν καὶ κάθαρσιν ἀπὸ τοιούτου ῥύπου, δεύτερον, ὁ ἡμίπτωτος ἢ ἀπόπτωτος ἢ ἀποπτωτικὸς ἢ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς πτώσεως ἢ κεκαθαρμένος, ὁ πρῴην μεταπτωτικός, ὁ ὁποῖος ὑπέστη πλύσιν καὶ κάθαρσιν, καὶ ἀπὸ τῆς ἀποκαταστάσεως ἢ ἀποπτώσεως αὐτοῦ καὶ ἐπέκεινα μένει ὡς ἄπτωτος, καὶ τρίτον, ὁ ὁλόπτωτος ἢ μετάπτωτος ἢ μεταπτωτικὸς ἢ πεπτωκὼς ἢ ῥυπαρός, ὁ κατὰ τὴν πτῶσιν καὶ μετὰ τὴν πτῶσιν.
Εὔλογον, ὅτι καὶ ὁ ἡμίπτωτος καὶ ὁ ὁλόπτωτος, ἀνήκουσιν εἰς τὴν ἐν γένει ἠθικοφυσικὴν ὀντολογίαν τοῦ πτωτοῦ, τὴν ὁποίαν, ὡς πεσόντες ἀμφότεροι, οὐδέποτε δύνανται νὰ ὑπερβῶσι καὶ νὰ μεταβῶσιν εἰς τὴν ἠθικοφυσικὴν ὀντολογίαν τοῦ ἀπτώτου, ἐκ μεταπτωτικῆς, δηλαδή, φύσεως, οὐδέποτε προέρχεται προπτωτική, ἀλλὰ μόνον ἀποπτωτική, διὰ πλύσεως καὶ καθάρσεως.
Ὅπως, δηλαδή, τὸ κτιστὸν οὐδέποτε γίνεται ἄκτιστον, οὕτω καὶ τὸ πτωτόν, εἴτε ἡμίπτωτον, εἴτε ὁλόπτωτον, οὐδέποτε γίνεται ἄπτωτον, διότι ἡ μεταποιητικὴ θεία δύναμις ἐνεργεῖ πάντοτε βάσει τῶν φυσικῶν ἢ ἠθικοφυσικῶν δεδομένων καὶ δυνατοτήτων τῶν ἀντικειμένων τῆς μεταποιήσεως.
Εὐνόητον, ἐπίσης, ὅτι τὰ ἄκρα ἑνοῦνται διὰ τοῦ μέσου, ὅτι ἐν προκειμένῳ, δηλαδή, προκειμένου νὰ ἑνωθῶσι τὸ προπτωτικὸν καὶ τὸ μεταπτωτικὸν πρέπει νὰ μεσολαβήσῃ τὸ ἀποπτωτικὸν καὶ ἡ τοιαύτη ἕνωσις νὰ πραγματοποιηθῇ μόνον δι' ὑπερφυσικῆς γαμηλίου μίξεως, τουτέστιν, «ἐνδύσεως», εἴτε κατωτέρας βαπτισματικῆς, εἴτε ἀνωτέρας εὐχαριστιακῆς, καὶ οὐχὶ δι' ὑπερφυσικῆς εὐχαριστιακῆς κράσεως (συσσωμίας καὶ συναιμίας), διότι τὸ ἄπτωτον καὶ προπτωτικὸν δὲν δύναται νὰ ἀφομοιώσῃ πρὸς ἑαυτὸ οὐδὲν πτωτόν, οὔτε ἀποπτωτικόν, οὐδὲ μεταπτωτικόν, ἡ δὲ ἕνωσις ἀμφοτέρων τῶν πτωτῶν μετ' ἀλλήλων, τοῦ ἀποπτωτικοῦ καὶ τοῦ μεταπτωτικοῦ, πρέπει νὰ συντελεσθῇ δι' ὑπερφυσικῆς εὐχαριστιακῆς κράσεως (συσσωμίας καὶ συναιμίας), ὥστε τὸ ἀποπτωτικὸν νὰ ἀφομοιώσῃ τὸ μεταπτωτικόν, ἐφόσον εἶναι τὸ πρῴην μεταπτωτικὸν τὸ ὁποῖον κατενίκησε καὶ ὑπερέβη τὴν ἑαυτοῦ μεταπτωτικότητα, ἄρα, δύναται νὰ σώσῃ διὰ τῆς ἀφομοιώσεως πρὸς ἑαυτὸ καὶ τὸ λοιπὸν μεταπτωτικὸν φύραμα, κατὰ τὸ εὐαγγελικὸν λόγιον τοῦ Χριστοῦ, «μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ».
Οὕτω δικαιολογεῖται πλήρως δογματολογικῶς καὶ ἡ Προδρομικὴ Ἀνάστασις καὶ Ἀπόπτωσις τοῦ Χριστοῦ, πρὸ τῆς Καθολικῆς Ἀναστάσεως, ὑπὸ τὸ νόημα τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Μεσίτου.
Τὸ Παλαιορθόδοξον, λοιπόν, Δόγμα, ἀποδέχεται οὐχὶ μόνον διπάτορα Θεοψυχάνθρωπον, ἀλλὰ καὶ «ἐκ γενετῆς ἀποπτωτικόν», ἰσχυριζόμενον ὅτι ἡ πλύσις καὶ κάθαρσις τῆς ὑποστατικῶς προσληφθείσης ἀδαμιαίας μεταπτωτικῆς φύσεως ἐγένετο συλλήβδην, «ἅμα τῇ προσλήψει», τουτέστιν, «ἅμα τῇ συλλήψει» τοῦ διπάτορος Θεοψυχανθρώπου, ὡς Ψυχανθρώπου, ἐντὸς τῆς κοιλίας τῆς παρθενομητροπάτορος, ὡς ἐμβρύου.
Δέχεται, ἐπίσης, τὴν ἠθικοφυσικὴν ἀνομοιογένειαν τῆς παρθενομητροπάτορος, ἡ ὁποία ὑπὲρ φύσιν τίκτει καὶ γεννᾷ ὁμοῦ τὸν Θεοψυχάνθρωπον, ὡς ἀποπτωτικὸν Ψυχάνθρωπον, ἐν ᾧ ἡ ἰδία εὑρίσκεται καὶ παραμένει εἰς τὴν μεταπτωτικὴν φύσιν, δόγμα ὡσαύτως ἀνωμελὲς καὶ ἄτοπον, ὁριζόμενον ὡς ὑπὲρ φύσιν ἀναπαραγωγικὴ σύγχυσις μεταξὺ ἀμφοτέρων τῶν τοιούτων ἰδίων ἠθικοφυσικῶν ὑποειδῶν, τῆς αἰτιατῆς αἰτίας, ἐκ τοῦ πρωταιτίου πεπτωκότος προπάτορος Ἀδάμ, μεταπτωτικῆς παρθενομητροπάτορος καὶ τοῦ αἰτιατοῦ ἀποπτωτικοῦ διπάτορος Θεοψυχανθρώπου υἱοῦ αὐτῆς, κατὰ τὴν Ψυχανθρωπότητα, ὡς ὑπερφυσική, δηλονότι, μετάλλαξις τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἄλλο, γενομένη κατὰ τὴν ὑπὲρ φύσιν ἀναπαραγωγήν.
Τὸ δὲ τρίτον κώλυμα προκύπτει βάσει τῆς διακρίσεως τῶν τριῶν ἰδίων φυσικῶν εἰδῶν τοῦ Θεοψυχανθρώπου, τοῦ Ψυχανθρώπου καὶ τοῦ Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου, εἴδους Γίββωνος), ἐν προκειμένῳ θεωρουμένων ἐξ ἐπόψεως σωματικοῦ φυσικοῦ εἴδους, εἰς τὰ γενικὰ πλαίσια τῆς μιᾶς κοινῆς σωματικῆς φύσεως τοῦ ὀρθοβάμονος διχειροπόδου, τοῦ καθόλου λεγομένου «ἀνθρώπου», δεδομένου ὅτι καὶ ἡ ἐμψύχωσις καὶ προπαντὸς ἡ ἐνθέωσις τοῦ προσλήμματος τῆς σαρκὸς προαπαιτοῦσι καὶ προκαλοῦσιν εἰδικὰς φυσικὰς μεταβολὰς εἰς τὸ σωματικὸν πρόσλημμα, τουτέστιν, ἀναβαθμίσεις ἢ ἐπαυξήσεις ὴ ἐξευγενίσεις, εἰς βαθμὸν διακρίσεως καὶ διαφορᾶς ἑτέρου καὶ ἀνωτέρου ἰδίου σωματικοῦ φυσικοῦ εἴδους, εἰς τὰ γενικὰ πλαίσια τῆς κοινῆς σωματικῆς φύσεως − προκειμένου τὸ σωματικὸν πρόσλημμα νὰ καταστῇ προσόμοιον καὶ ἀνάλογον καὶ οἰκεῖον, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «ὁμόστολον», πρὸς τὰ ἴδια φυσικὰ μέτρα τοῦ πνευματικοῦ προσλήπτορος − καὶ οὐχὶ ἁπλῶς ἰδίας σωματικῆς φυσικῆς καταστάσεως (ἁπλῆς ἢ συνθέτου), εἰς τὰ εἰδικὰ πλαίσια τοῦ αὐτοῦ καὶ κοινοῦ σωματικοῦ φυσικοῦ εἴδους.
Τοῦτο σημαίνει ὅτι κατὰ τὴν ὑποστατικὴν πρόσληψιν ὁ προσλήπτωρ προσλαμβάνει μόνον τὴν κοινὴν φύσιν καὶ οὐχὶ καὶ τὸ ἴδιον φυσικὸν εἶδος τοῦ προσλήμματος, ὅτι, δηλαδή, εἶναι ἔτι ἀνωμελὲς καὶ ἄτοπον τὸ δόγμα τῶν Παλαιορθοδόξων, ὅτι ὁ διπάτωρ Θεοψυχάνθρωπος προσέλαβεν «αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀδαμιαῖον πρόσλημμα», δηλαδή, καὶ τὴν κοινὴν φύσιν καὶ τὸ ἴδιον φυσικὸν εἶδος τοῦ προσλήμματος, διότι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τὸ ἴδιον φυσικὸν εἶδος τοῦ Ψυχανθρώπου Ἀδὰμ θὰ ἦτο «ἀνοίκειον» καὶ «ξένον» διὰ τὴν θεότητα καὶ «ἀκατάλληλον» πρὸς θείαν ὑποστατικὴν πρόσληψιν, ὅπως ἀκριβῶς θὰ ἦτο καὶ τὸ ἴδιον φυσικὸν εἶδος τοῦ Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου, εἴδους Γίββωνος) διὰ τὴν ψυχὴν προκειμένου νὰ σαρκωθῇ.
Ἔτι δέ, θὰ ἐξηφανίζετο ἐκ τῶν τριῶν τὸ ἴδιον καὶ ἀνώτατον σωματικὸν φυσικὸν εἶδος τοῦ Θεοψυχανθρώπου, δόγμα, ὡσαύτως, ἄτοπον, διότι ἡ ὑποστατικὴ ἕνωσις δὲν ἀποσκοπεῖ εἰς τὴν κατάργησιν οὔτε τοῦ ἰδίου φυσικοῦ εἴδους τοῦ προσλήμματος, τοῦ ὑπάρχοντος αὐτονόμως ἔξω τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως καὶ «ἐξωενωτικοῦ» λεγομένου, οὔτε τοῦ ἰδίου προσλημματικοῦ φυσικοῦ εἴδους τοῦ προσλήπτορος, τοῦ ὑπάρχοντος ἑτερονόμως (ἢ ἐνίοτε καὶ ἡμιαυτονόμως, ὡς γεννητικοῦ προϊόντος τοῦ ἑτερονόμου, εἰς τὴν μόνην ὁμαλὴν καὶ ἐπιτρεπτὴν περίπτωσιν τῶν Ψυχανθρώπων κατὰ φύσιν υἱῶν καὶ ἀπογόνων τῶν τριῶν Θεοψυχανθρώπων, κατὰ τὴν Ψυχανθρωπότητα Αὐτῶν) ἔσω τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως καὶ ἐξ αὐτῆς προκύπτοντος καὶ «ἐσωενωτικοῦ» λεγομένου, ἀλλ' εἰς τὴν μετ' ἀλλήλων ἀντεπίδειξιν καὶ ἀντιπαραβολήν.
Τόσον, λοιπόν, ἡ φύσις τοῦ προσλήπτορος, ὅσον καὶ ἡ φύσις τοῦ προσλήμματος, ἔχουσιν ἀμφότεραι καὶ «ἐσωενωτικὴν» καὶ «ἐξωενωτικήν», καὶ ἔσω καὶ ἔξω τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, παράλληλον καὶ ἀντεπιδεικτικὴν φυσικὴν ὕπαρξιν, εἴτε εἰς ἄλλην ἰδίαν φυσικὴν κατάστασιν, ἐὰν προκῆται περὶ τῆς ἀκτίστου καὶ ἀδιαιρέτου καὶ μονοειδοῦς καὶ ἀναυξομειώτου θείας φύσεως, τῆς μὴ ἐπιδεκτικῆς οὔτε μειώσεως οὔτε αὐξήσεως, εἴτε εἰς ἄλλο ἴδιον φυσικὸν εἶδος, ἐὰν προκῆται διὰ κτιστὴν καὶ διαιρετὴν καὶ πολυειδῆ καὶ ἐπιδεκτικὴν μειώσεως καὶ αὐξήσεως φύσιν.
Εἰς δὲ τὴν περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐξηφανίζετο ἐκ τῶν τριῶν τὸ ἴδιον φυσικὸν εἶδος τοῦ Ψυχανθρώπου Ἀδὰμ καὶ προσελαμβάνετο ὑπὸ τῆς θεότητος τὸ «οἰκεῖον» ἴδιον φυσικὸν εἶδος τοῦ Θεοψυχανθρώπου, βάσει τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος, θὰ ἔπρεπεν ὁ Ψυχάνθρωπος Ἀδὰμ νὰ φέρῃ τὸ τοιοῦτον εἶδος καὶ νὰ προηγηθῇ τοῦ Θεοψυχανθρώπου ὡς προπάτωρ Αὐτοῦ καὶ ὁ Θεοψυχάνθρωπος νὰ ἐπακολουθήσῃ ὡς υἱὸς καὶ ἀπόγονος ἐκείνου, εἰς τὰ πλαίσια τοῦ οἰκείου Ἑαυτοῦ εἴδους, δόγμα, ἐπίσης, ἀνωμελὲς καὶ ἄτοπον.
Ἡ δὲ περίπτωσις τῆς ἀναπαραγωγικῆς συγχύσεως ἀμφοτέρων τῶν ἰδίων φυσικῶν εἰδῶν τοῦ Ψυχανθρώπου καὶ τοῦ Θεοψυχανθρώπου καὶ τῆς κατὰ τὴν ἀναπαραγωγὴν μεταλλάξεως τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἄλλο εἶναι εὐλόγως ἄτοπος, ἀνωμελὴς καὶ ἀπορριπτέα.
Εὐνόητον, ὅτι μόνον οἱ κατὰ τὸ ἴδιον φυσικὸν εἶδος ὁμοειδεῖς ἑνοῦνται μετ' ἀλλήλων δι' ὑπερφυσικῆς εὐχαριστιακῆς κράσεως (συσσωμίας καὶ συναιμίας), οἱ δὲ ἑτεροειδεῖς, μόνον δι' ὑπερφυσικῆς γαμηλίου μίξεως (ἐνδύσεως), τὸ δὲ ἴδιον φυσικὸν εἶδος τοῦ Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου, εἴδους Γίββωνος) δὲν συμμετέχει εἰς οὐδεμίαν ὑπερφυσικὴν ἕνωσιν.
Καὶ ταῦτα, βεβαίως, ἐν προκειμένῳ, εἰς λίαν γενικὰς γραμμὰς περιγράφονται, διότι ἡ λεπτομερὴς δογματολογικὴ ἀνάλυσις πάντων τῶν μωροκακοδόξων αὐτῶν δογμάτων, ὡς καὶ τῶν ἀντιθέτων ὀρθοδόξων, ἀπαιτεῖ ὁλόκληρα δογματικά κεφάλαια καὶ περιλαμβάνεται ἐν τῷ Δογματικῷ ἡμῶν Τόμῳ.
Ἐν τέλει καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, οἱ Παλαιορθόδοξοι τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ πάντες οἱ ὁμόφρονες αὐτοῖς ἐπεγνώσθησαν ὑφ' ἡμῶν καὶ κατεδικάσθησαν ὡς Ἡμινεστοριανοί, ὡς κατέχοντες δογματολογικῶς τὴν μέσην θέσιν ἀναμέσον τοῦ πλήρους ὀρθοδόξου, τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος, τὸ ὁποῖον ἀποδέχεται καθολικῶς τὴν τριαδικὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, καὶ εἰς τὰς Τρεῖς Θείας Ὑποστάσεις, καὶ τοῦ πλήρους κακοδόξου, τοῦ Νεστοριανοῦ Δόγματος, τὸ ὁποῖον ἀπορρίπτει καθολικῶς τὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, καὶ εἰς τὰς Τρεῖς Θείας Ὑποστάσεις, ἐπειδὴ οὗτοι, ἐν μέρει μέν, δέχονται τὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, μόνον εἰς τὴν Δευτέραν Θείαν Ὑπόστασιν τοῦ Υἱοῦ, ἐν μέρει δέ, ἀπορρίπτουσιν αὐτήν, εἰς τὰς ἄλλας δύο Θείας Ὑποστάσεις.
Σὺν τοῖς ἄλλοις, οἱ ὑφ' ἡμῶν ἐπικληθέντες Παλαιορθόδοξοι, μὴ ἐπιγινώσκοντες ὀρθοδόξως τὴν κλίμακα τῶν ἑπτὰ ἱερατικῶν βαθμῶν καὶ συγχέοντες τὰς χειροτονίας καὶ τὰς χειροθεσίας μετ' ἀλλήλων, ἔτι δὲ καὶ τὴν καταργηθεῖσαν διάφορον ἱερατικὴν τάξιν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μετὰ τῆς ἱερατικῆς τάξεως τῆς Καινῆς Διαθήκης, θεωροῦσιν ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ τὸν ἱερατικὸν τίτλον ἢ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιερέως ὡς ἕτερον καὶ μείζονα τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ μέγιστον ἱερατικὸν βαθμὸν καὶ δευτέραν ἱερατικὴν χειροτονίαν, ὑπολαμβάνοντες καὶ ἐπαυξάνοντες τὴν ἀρχιερατικὴν διοριστήριον χειροθεσίαν (τυπικὴν καὶ μὴ ἀπολύτως ἀναγκαίαν τελετὴν ἱερολογίας τοῦ ἀρχιερατικοῦ διορισμοῦ ἢ τῆς ἀναθέσεως ἐπισκοπικῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας ἢ τῆς ἀπονομῆς τοῦ ἀρχιερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου) ὡς ἀρχιερατικὴν χειροτονίαν καὶ οὕτω δευτεροῦντες καὶ διπλοῦντες τὴν μίαν καὶ μόνην καὶ τὴν αὐτὴν ἱερατικὴν χειροτονίαν τοῦ Πρεσβυτέρου, οὐδεμιᾶς ἄλλης ἀνωτέρας καὶ ἀνωτάτης δι' ἄνθρωπον ὑπαρχούσης, πλὴν αὐτῆς καὶ μόνης τῆς τοῦ Πρεσβυτέρου, τῆς εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ἔνδον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καὶ τοῦ βήματος, τελετουργικῶς εἰσερχομένης καὶ αὐτῆς καὶ μόνης ἐπιτελούσης ὁλόκληρον τὸ μέγιστον καὶ τελειότατον καὶ πληρέστατον πάντων τῶν ἱερῶν μυστηρίων, εἰς τὰ πλαίσια τῆς κτίσεως καὶ τῆς λεγομένης «θείας οἰκονομίας», τὸ τῆς θείας εὐχαριστίας, διὸ καὶ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης κεκτημένης, ὅπως ἄλλωστε προκύπτει ῥητῶς καὶ σαφῶς καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς εὐχολογίας τῆς εἰς Πρεσβύτερον χειροτονίας, λεγούσης, «αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον, ὃν εὐδόκησας τὸν τοῦ Πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς, ἵνα γένηται ἄξιος προσφέρειν σοι δῶρα καὶ θυσίας πνευματικάς», ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ ὅλου τελετουργικοῦ τυπικοῦ αὐτῆς, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ χειροτονούμενος ὑποκλίνει ἀμφότερα τὰ γόνατα αὐτοῦ κατενώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου καὶ οὐχὶ ἓν μόνον ἐξ αὐτῶν καὶ παραλαμβάνει ἀνὰ χεῖρας ὑπὸ τοῦ παραδιδόντος χειροτονητοῦ ὁλόκληρον τὴν λεγομένην «παρακαταθήκην», ὁλόκληρον, δηλονότι, αὐτὸν τοῦτον τὸν καθηγιασμένον εὐχαριστιακὸν ἄρτον καὶ οὐχὶ ἓν μόνον ἢ τὸ μεῖζον μέρος αὐτοῦ.
Οὔτε, λοιπόν, ἐξ αὐτῆς τῆς εὐχολογίας καὶ τοῦ τυπικοῦ τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ δικαιολογεῖται ἡ ἐν αὐτῷ μωροκακόδοξος ἀναπτυχθεῖσα αἵρεσις ὅτι δῆθεν ὁ Πρεσβύτερος ὑπολείπεται ὀλίγον μόνον τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τελετουργικὴν ἱερὰν δύναμιν καὶ χρῄζει ἔτι τινὸς συμπληρώσεως διὰ δευτέρας χειροτονίας, οὔτε δύναται ἱερεύς τις νὰ ἐπιτελῇ ἡμίσειαν ἀλλὰ μόνον ὁλόκληρον θείαν εὐχαριστίαν.
Καὶ ὁ τελετουργῶν, αὐτὸς καὶ μόνος, ὁλόκληρον τὸ θειότατον τοῦτο καὶ κορυφαῖον, τὸ «πλήρωμα» τῶν ἱερῶν καὶ τῶν θείων, «οἰκονομικῶν» λεγομένων, μυστηρίων, κέκτηται, ἀσφαλῶς, ὁλόκληρον τὴν τελετουργικὴν ἱερατικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν, πᾶσαν τὴν ἱερωσύνην, καὶ ἐπιτελεῖ τὰ πάντα εἰς τὸ παντελές.
Καὶ τὴν τοιαύτην καὶ τοσαύτην αἱρετικὴν τῶν Παλαιορθοδόξων δοξασίαν, ἡ ὁποία καταδεικνύει τὸ μέγεθος τῆς δογματικῆς ἀνοησίας αὐτῶν, κατασυνετρίψαμεν καὶ κατεδικάσαμεν ἐν τῷ Δογματικῷ ἡμῶν Τόμῳ, ὡς καὶ πάντας τοὺς κατ' αὐτὴν διχειροτονήτους ἢ διπλοχειροτονήτους αἱρετικοὺς αὐτῶν ἀρχιερεῖς.
Ὅθεν, ἱερεὺς καὶ ἀρχιερεύς, εἰς τὰ πλαίσια τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ὅλως ἀντιθέτως πρὸς τὴν Παλαιάν, διαφέρουσι μετ' ἀλλήλων μόνον κατὰ τὸν διορισμὸν καὶ τὸν ἐξονομασμὸν καὶ τὸν τίτλον καὶ τὸ ὀφφίκιον καὶ τὴν ποιμαντικὴν εὐθύνην καὶ τὴν κανονικὴν δικαιοδοσίαν, τὰ ὁποῖα, δύνανται νὰ ἀπονέμωνται καὶ νὰ εὐλογῶνται καὶ «ἐπ' ἐκκλησίας», εἰς ἐπισημοτέραν μορφήν, μετά τινος εὐχολογίας, ἱερολογίας καὶ ἱεροπραξίας καὶ μετ' ἐπικλήσεως τῆς «διοριστηρίου» θείας χάριτος, εἰς τὰ πλαίσια σχετικῆς διοριστηρίου ἱερᾶς τελετῆς, λεγομένης «χειροθεσίας», μή, πάντως, ἀπολύτως ἀναγκαίας οὔσης, διαφέρουσι, δηλαδή, κατὰ τὴν χειροθεσίαν καὶ οὐχὶ κατὰ τὴν χειροτονίαν, ἡ ὁποία εἶναι ἄλλου εἴδους, κατὰ πολὺ ἀνωτέρα καὶ κυρία ἱερὰ τελετὴ μεταδόσεως τῆς «ἱεροποιοῦ» θείας χάριτος, βαθμοῦ, δηλαδή, ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, καὶ συνάψεως πνευματικοῦ γάμου τοῦ χειροτονουμένου μεθ' ὁλοκλήρου τοῦ μυστικοῦ σώματος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας καὶ οὐχὶ μετά τινος μόνον μέρους αὐτοῦ, διότι οὐδεὶς νυμφίος λαμβάνει ἡμίσειαν ἀλλ' ὁλόκληρον τὴν νύμφην, διὸ καὶ κατὰ τὴν χειροτονίαν δὲν πρέπει νὰ ἐκφωνῆται διοριστήριος ἐκφώνησις εἰς συγκεκριμένον τοπικὸν ἐκκλησιαστικὸν σχῆμα (ἐνορίαν, ἐπισκοπήν, κ.λ.π.), ἐπειδὴ ἡ τοιαύτη ἀνήκει εἰς τὴν διοριστήριον χειροθεσίαν, ἡ ὁποία, ἐὰν τελῆται, πρέπει νὰ τελῆται μετὰ τὴν χειροτονίαν καὶ οὐχὶ ἐν συναιρέσει καὶ ὁμοῦ μετ' αὐτῆς εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν τελετήν, ὅπως κακοδόξως ὁρίζουσιν οἱ ἱεροὶ κανόνες τοῦ Ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐπειδή, προφανῶς, θεωροῦσιν ὅτι ὁ πνευματικὸς γάμος τοῦ χειροτονουμένου δῆθεν συνάπτεται μερικῶς καὶ οὐχὶ καθολικῶς καὶ ἰσχύει μόνον μετὰ τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας, εἰς τὴν ὁποίαν οὗτος πρόκειται νὰ ὑπηρετήσῃ, διὸ καὶ ἐπιγινώσκουσι τὸ δῆθεν πνευματικὸν ἔγκλημα τῆς λεγομένης «μοιχεπιβασίας», τὸ ὁποῖον, ὅμως, κατ' ἀλήθειαν, δὲν ὑφίσταται, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ καθολικοῦ χαρακτῆρος τοῦ διὰ τῆς χειροτονίας συναπτομένου πνευματικοῦ γάμου τοῦ χειροτονουμένου μεθ' ὅλου τοῦ μυστικοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας, ἄρα, ἐν προκειμένῳ, δὲν ἐπιγινώσκεται τὸ πνευματικὸν ἔγκλημα τῆς μοιχεπιβασίας, ἀλλὰ μόνον τὸ κανονικὸν ἀδίκημα τῆς λεγομένης «εἰσπηδήσεως» εἰς ἑτέραν ποιμαντικὴν εὐθύνην καὶ κανονικὴν δικαιοδοσίαν.
Οὐδέποτε, λοιπόν, συναιροῦνται τελετουργικῶς αἱ τελεταὶ τῆς «ἱεροποιοῦ» χειροτονίας καὶ τῆς «διοριστηρίου» χειροθεσίας εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν τελετήν, διότι, ἡ μὲν χειροτονία εἰς ἕκαστον ἱερατικὸν βαθμὸν καὶ εἰς τὰ ἴδια αὐτοῦ πλαίσια, εἶναι «ἀμετακίνητος», «ὁλόκληρος» καὶ «ἀνεπαύξητος», τελεῖται «ἅπαξ» καὶ νοεῖται ὡς μετάδοσις καὶ λῆψις ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας τελετουργικοῦ ἢ μυσταγωγικοῦ χαρακτῆρος καὶ συγκεκριμένου βαθμοῦ καὶ ὡς γαμήλιος πνευματικὴ σχέσις ἀφορῶσα εἰς πᾶν τὸ μυστικὸν σῶμα τῆς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς (καὶ τοῦ οὐρανοῦ) ἐκκλησίας, ἡ δὲ χειροθεσία, εἰς τὰ πλαίσια ἑκάστου ἱερατικοῦ βαθμοῦ, εἶναι «μετακινητή», «ἐπιμεριστικὴ» καὶ «ἐπαύξητος», τελεῖται «πολλάκις» καὶ νοεῖται ὡς διορισμὸς καὶ ἀνάθεσις ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας εἰς συγκεκριμένον τοπικὸν ἐκκλησιαστικὸν σχηματισμόν, κινουμένη σταυροειδῶς καὶ νοουμένη, κατὰ μὲν τὴν κατακόρυφον κίνησιν, ὡς προαγωγὴ εἰς ἀνώτερον τίτλον καὶ ὀφφίκιον, δηλαδή, ὡς σταδιακὴ ἐπαύξησις ἢ διεύρυνσις τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας, π.χ., εἰς τὰ πλαίσια τοῦ ἀνωτάτου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου, ἀπὸ τοῦ κατωτέρου τίτλου καὶ τοῦ ὀφφικίου τοῦ γειτονιάρχου (παριερέως ἢ οἰκονόμου), τοῦ προϊσταμένου μιᾶς ἱερᾶς γειτονίας (ἐνοριακοῦ τμήματος), εἰς τὸν μέσον ἱερατικὸν τίτλον καὶ τὸ ὀφφίκιον τοῦ κοινοτάρχου (πρωθιερέως, πρωτοπρεσβυτέρου ἢ ἀρχιμανδρίτου), τοῦ προϊσταμένου μιᾶς ἱερᾶς κοινότητος (ἐνορίας ἢ μονῆς), καὶ ἀπὸ τοῦ μέσου εἰς τὸν ἀνώτερον ἱερατικὸν τίτλον καὶ τὸ ὀφφίκιον τοῦ δημάρχου (ἀρχιερέως ἢ ἀρχιπρεσβυτέρου ἢ ἐπισκόπου), τοῦ προϊσταμένου ἑνὸς ἱεροῦ δήμου (ἐπισκοπῆς), κατὰ δὲ τὴν ὁριζοντίαν κίνησιν, ὡς μετάθεσις εἰς ἄλλον τόπον, εἰς τὰ πλαίσια τοῦ αὐτοῦ ἱερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου, π.χ., εἰς τὸν ἀνώτατον, πάλιν, ἱερατικὸν βαθμὸν τοῦ πρεσβυτέρου, τοῦ μὲν γειτονιάρχου παριερέως, εἰς ἄλλην ἱερὰν γειτονίαν, τοῦ δὲ κοινοτάρχου πρωθιερέως, εἰς ἄλλην ἱερὰν κοινότητα, τοῦ δὲ δημάρχου ἀρχιερέως, εἰς ἄλλον ἱερὸν δῆμον.
Σχετικῶς δὲ μετὰ τῶν δύο, κατωτέρων, ἀσφαλῶς, τῆς θείας εὐχαριστίας, ἱερῶν μυστηρίων τῆς πνευματικῆς πατρότητος, τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς μεταδόσεως τῆς ἱερωσύνης, ἀμφότερα ταῦτα ἁρμόζει νὰ τελῶνται κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ ἱερέως (πρεσβυτέρου) τοῦ ἔχοντος τὸν ἱερατικὸν τίτλον καὶ τὸ ὀφφίκιον τοῦ ἀρχιερέως, ὁ δὲ ἀρχιερεύς, παραχωρεῖ τὴν τέλεσιν τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως καὶ εἰς τὸν πρωθιερέα, ἀμφότερα δέ, δύνανται, σαφῶς, νὰ τελῶνται ὑπὸ πάντων τῶν ἱερέων (πρεσβυτέρων).
Σημειωτέον, ὅτι ἀντὶ τῆς χειροθεσίας, δύναται νὰ τελεσθῇ καὶ χρῖσμα ἰσοδύναμον μετ' αὐτῆς καὶ ἐνθησαυρίζον ἐν αὐτῷ τὴν ἀνάλογον διοριστήριον θείαν χάριν, ὁπωσδήποτε διάφορον καὶ διακρινόμενον τοῦ χρίσματος τῆς χειροτονίας καὶ τῆς ἱεροποιοῦ θείας χάριτος, ἐν δὲ τῇ τοιαύτῃ περιπτώσει, εἶναι ἀσφαλῶς δυνατὴ καὶ ἡ αὐτοχρισία τοῦ τελετουργοῦ ἱερέως, π.χ., ὡς ἀρχιερέως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν αὐτοχειροθεσίαν τοῦ ἱερέως τελεστοῦ ἡ ὁποία δὲν ἐπιτρέπεται.
Γενικῶς, εἰς πᾶσαν περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔχομεν μετάδοσιν τῆς θείας χάριτος δι' ὑλικοῦ τινος στοιχείου ὡς συμβόλου καὶ δοχείου αὐτῆς, εἶναι ἐπιτρεπτὴ ἡ αὐτομετάδοσις τοῦ μυστηρίου ὑπὸ τοῦ τελετουργοῦ ἱερέως εἰς ἑαυτόν, διότι ἡ ἱερατικὴ αὐτοῦ, ἁγιαστικὴ ἢ καθαγιαστική, ἐνέργεια ἐφαρμόζεται κατ' ἄμεσον τρόπον εἰς τὸ ὑπ' αὐτοῦ εὐλογούμενον καὶ ἁγιαζόμενον ἢ καθαγιαζόμενον ὑλικὸν στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον συνδέεται μετὰ τῆς ἐξαιτουμένης ἀναλόγου θείας χάριτος, καὶ ἐπιστρέφεται κατ' ἔμμεσον τρόπον εἰς ἑαυτόν, διὰ τῆς αὐτομεταδόσεως τοῦ μυστηρίου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν περίπτωσιν τῆς αὐτοχειροθεσίας κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ ἐφαρμογὴ καὶ ἡ ἐπιστροφὴ εἰς ἑαυτὸν εἶναι ἄμεσος.
Οὕτως, ἔχομεν τὴν αὐτομετάδοσιν τοῦ κορυφαίου μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας ὑπὸ τοῦ τελεστοῦ ἱερέως εἰς ἑαυτόν, τὴν αὐτοκοινωνησίαν ἢ αὐτομεταληψίαν, καὶ τὴν αὐτοχρισίαν, εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ χρισματικοῦ μυστηρίου τοῦ εὐχελαίου, ἄρα, καὶ τὴν ἀρχιερατικὴν αὐτοχρισίαν, εἰς τὴν κατωτέραν χρισματικὴν μυστηριακὴν τελετὴν τοῦ ἀρχιερατικοῦ χρίσματος, καὶ εἰς τὴν τοιαύτην ἀκριβῶς ἀρχιερατικὴν αὐτοχρισίαν προέβημεν καὶ ἡμεῖς, ἀνακοινώσαντες ἐπιφανῶς καὶ ἐπισήμως τὴν ἵδρυσιν τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος.
Ἔτι δέ, οἱ Παλαιορθόδοξοι τελοῦσι τὸ κατώτερον μυστήριον τοῦ Χρίσματος μετὰ τὸ σαφῶς ἀνώτερον μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος, τὸ ὁποῖον καὶ δογματολογικῶς ἀλλὰ καὶ φυσιολογικῶς ἐπέρχεται μετὰ τὸ Χρῖσμα, ὡς ἀπόπλυσις καὶ ὑπερνίκησις καὶ ὑπέρβασις καὶ ἀποτελείωσις Αὐτοῦ, διαχωρίζοντες τὴν καθαρτικὴν ἀπὸ τῆς ἁγιαστικῆς χάριτος καὶ ὑπολαμβάνοντες τὸ μὲν Βάπτισμα, ὡς καθαρτικόν, διὸ καὶ προηγούμενον καὶ κατώτερον, τὸ δὲ Χρῖσμα, ὡς ἁγιαστικόν, διὸ καὶ ἑπόμενον καὶ ἀνώτερον, διὸ καὶ θεωροῦντες, ἀντιστρόφως καὶ κακοδόξως, τὸ Χρῖσμα ὡς ἀνώτερον τοῦ Βαπτίσματος, ἐν ᾧ, κατ' ἀλήθειαν, πάντα τὰ μυστήρια εἶναι συγχρόνως καὶ καθαρτικὰ καὶ ἁγιαστικά, κλιμακούμενα ἀπὸ τοῦ ἀτελεστέρου πρὸς τὸ τελειότερον, ὡς πρὸς τὴν καθαρτικὴν καὶ τὴν ἀνάλογον καὶ ἴσην πρὸς αὐτὴν ἁγιαστικὴν ἰσχύν.
Ἐν προκειμένῳ, ἡ βαπτισματικὴ ἁγιαστικὴ ἰδιότης τοῦ Κατὰ Χάριν Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τουτέστι, τοῦ Κατὰ Χάριν Θεοῦ, καὶ ἡ ἀνάλογος καὶ ἴση πρὸς αὐτὴν καθαρτικὴ ἰσχύς, εἶναι σαφῶς ἀνωτέρα τῶν χρισματικῶν ἁγιαστικῶν καὶ ἀναλόγων καθαρτικῶν ἰδιοτήτων τοῦ Κατὰ Χάριν Προφήτου, τοῦ Κατὰ Χάριν Ἱερέως καὶ τοῦ Κατὰ Χάριν Βασιλέως, ἐπειδὴ ασφαλῶς καὶ ὁ προφήτης καὶ ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ βασιλεὺς εἶναι κατώτεροι τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ καὶ ὑπηρετοῦσι καὶ τῷ θεῷ καὶ τῷ υἱῷ αὐτοῦ.
Τὸ Χρῖσμα ὑπῆρχε καὶ εἰς τὸν Νόμον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς συμβολικόν, άνακαινισθὲν ἔπειτα εἰς τὴν Καινὴν καὶ πνευματικὸν γενόμενον, τὸ δὲ Βάπτισμα ἦν ἐκτὸς καὶ ὑπεράνω τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπελθὸν εἰς τὴν Καινήν.
Σημειωτέον, ὅτι τὸ συμβολικὸν Βάπτισμα τῶν προφητῶν Ἐλισσαίου καὶ Ἰωάννου, δὲν ἀπετέλει διάταξιν τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλ' εἰσήχθη ἐκτὸς Νόμου ὑπὸ θείας ἐμπνεύσεως εἰς ἀμφοτέρους τοὺς τοιούτους προφήτας, ὅσον ἐπλησίαζεν ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ δὲ δι' ὕδατος μωσαϊκὴ λοῦσις τῶν λευϊτῶν, πρὸ τῆς διὰ τοῦ μυρελαίου χρίσεως, κατὰ τὴν κατάστασιν αὐτῶν εἰς τὸ ἱερατικὸν ἀξίωμα, δὲν ἦτο ἀσφαλῶς βάπτισμα ἀλλὰ σαφῶς χρῖσμα δι' ὕδατος, διότι ἀκριβῶς βάπτισμα σημαίνει βύθισμα τοῦ σώματος ἐντὸς τοῦ ὕδατος καὶ οὐχὶ ἔκχυσις τοῦ ὕδατος ἐπὶ τοῦ σώματος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ χρισματικὴν καὶ οὐχὶ βαπτισματικὴν πρᾶξιν, ἡ ὁποία παρεξηγήθη ὡς βαπτισματικὴ ἐξ ἀφελείας, εἰ μὴ ἠλιθιότητος καὶ βλακείας, καί, προφανῶς καὶ δυστυχῶς, συνετέλεσεν εἰς τὴν ἀντιστροφὴν τῆς ὀρθῆς τάξεως καὶ εἰς τὸ πρωθύστερον σχῆμα τῆς τελέσεως τῶν δύο τούτων ἀλλεπαλλήλων μυστηρίων τοῦ χρίσματος καὶ τοῦ βαπτίσματος.
Ἡ μὲν πρόπλυσις χρισματική, διὰ δι' ὕδατος χρίσματος, ἡ δὲ ἀπόπλυσις βαπτισματική, ἐν τῷ τοῦ ὕδατος βαπτίσματι, καὶ ἐν τέλει, εὐχαριστιακή, διὰ τοῦ ζέοντος ὕδατος τῆς ἐσχάτης ἀποπλύσεως ἀπὸ τοῦ οἴνου τῆς θείας εὐχαριστίας, τὸ ὁποῖον κακοδόξως, καὶ πάλιν δυστυχῶς, οἱ Παλαιορθόδοξοι συμφύρουσιν ὁμοῦ μετὰ τοῦ εὐχαριστιακοῦ οἴνου.
Γενικῶς, τὸ κρατοῦν καὶ ὑφ' ἡμῶν λεγόμενον Παλαιορθόδοξον Δόγμα βρίθει καὶ γέμει αἱρετικῶν καὶ «ἀστείων» δοξασιῶν, αἱ ὁποῖαι, δυστυχέστατα, ὑποδηλοῦσι δογματικὴν ἠλιθιότητα καὶ βλακείαν καὶ χαμηλὴν θεολογικὴν ἐπιστημονικὴν ἀντίληψιν καὶ προκαλοῦσιν ἔτι τὸν γέλωτα τῶν κατὰ θεὸν σοφῶν καὶ τῶν συνετῶν, διὸ καὶ προέβημεν εἰς τὴν κατὰ πάντα δογματικὴν διόρθωσιν αὐτοῦ, ἱδρύσαντες, σὺν θεῷ, τὸ Καινορθόδοξον Δόγμα, διὰ μὲν τῆς θεολογικῆς ἐπιστημονικῆς ἡμῶν ἰδιότητος, ἀποκαταστάντες, ἐν τῷ Δόγματι τούτῳ, τῆν δογματικὴν ἀλήθειαν, διὰ δὲ τῆς ἱερατικῆς, μεταλαμπαδεύσαντες καὶ ἀποταμιεύσαντες ἐν Αὐτῷ καὶ τὴν θείαν χάριν.
ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ ΜΕΝ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ, ΕΙΣ ΤΗΝ FACEBOOK OFFICIAL PAGE ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΥΠΟ ΤΟ AYTO ΟΝΟΜΑ «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η» (https://www.facebook.com/new.orthodox.triadians), ΕΙΣ ΤΑΣ 10-07-2021, ΑΝΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ ΔΕ, ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΑΥΤΩΝ, ΚΑΙ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE ΑΥΤΟΥ, ΕΙΣ ΤΑΣ 18-08-2021.
†Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)
2. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ, ΘΕΣΦΑΤΟΥ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΥ ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η»
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.
Τὸ ἐπίσημον, Ἱερόν, Θέσφατον καὶ Συμβολικόν, ἔναρθρον, τετρασύλλαβον καὶ ἑπταγράμματον, Ἑλληνικὸν Ὄνομα τῆς Καινῆς Ὀρθοδόξου (Καινορθοδόξου) Χριστιανικῆς Ὁμολογίας τοῦ Τριαδιανισμοῦ, «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», τὸ ὁποῖον, ἡμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ οἱ αὐτοί, ὡς Πνευματικοὶ Ἱδρυταὶ καὶ Ἐπιστημονικοὶ Ὑπεύθυνοι Αὐτῆς, θεοπνεύστως καὶ θεαρέστως ἀπεδώσαμεν εἰς Αὐτήν, διατελεῖ, τόσον ὡς Ἴδιον Ὄνομα, μετὰ τῆς ἰδίας αὐτοῦ σημασίας, ὅσον καὶ ὡς Ἀκροστίχιον Ὄγδοον Ὄνομα, ἐκ τῶν κεφαλαίων γραμμάτων τῶν κάτωθι ἐκτιθεμένων Ἑπτὰ Ἱερῶν Ἑλληνικῶν Ὀνομάτων, πάντα δὲ τὰ Ἱερὰ Μέλη Αὐτῆς, καλοῦνται ἐν συντόμῳ «Τριαδιανοὶ Ὀρθόδοξοι» ἢ «Καινορθόδοξοι» ἢ «Μετοχιανοί»:
α΄ . «Ἡ»: Τὸ προτασσόμενον ἄρθρον δηλοῖ τὴν συγκεκριμένην καὶ ἀπόλυτον θεολογικήν, δογματικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν μοναδικότητα, ὅτι, δηλαδή, δὲν ὑφίστανται πολλαὶ ὀρθαὶ δογματικαί, τουτέστιν, «ὀρθόδοξοι», ἀλήθειαι καὶ πολλαὶ ὀρθόδοξοι θεολογίαι καὶ πολλαὶ ὀρθόδοξοι ἐκκλησίαι αἱ ὁποῖαι κατέχουσιν, ἑκάστη μέρος τῆς θείας ἀληθείας, διὸ καὶ πρέπει, δῆθεν, νὰ συνενωθῶσι πᾶσαι μετ' ἀλλήλων ὥστε νὰ συναπαρτίσωσι τὸ εἰς πολλὰ μέρη κατακεκερματισμένον ἕν, κατὰ τὸ παναιρετικὸν καὶ παγκακόδοξον καὶ τεκτονιστικὸν δόγμα τῆς πανθρησκείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν λεγομένην «θεωρίαν τῶν κλάδων», ἀλλὰ μία καὶ μόνη.
Ἐξ ἀρχῆς, λοιπόν, καθίσταται ἀρίδηλον καὶ ἀδιαμφισβήτητον ὅτι ἡ Καινορθόδοξος Χριστιανικὴ Ὁμολογία τοῦ Τριαδιανισμοῦ, ὑπὸ τὸ ὄνομα «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», δὲν ἔχει οὐδεμίαν ἀπολύτως θεολογικήν, δογματολογικὴν καὶ ἐκκλησιολογικὴν σχέσιν καὶ κοινωνίαν, οὔτε μετὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ θρησκευτικοῦ, δηλονότι, καὶ ὁμολογιακοῦ παγκοσμίου συγκρητισμοῦ, τὸν ὁποῖον ἐπιγινώσκει καὶ καταγινώσκει ὡς αἵρεσιν καὶ παναίρεσιν, οὔτε μετὰ τοῦ γεννήτορος αὐτοῦ, τοῦ Τεκτονισμοῦ, καὶ πάντων τῶν στοῶν καὶ τῶν κλάδων αὐτοῦ, πάντα τὸν ὁποίον ἐπιγινώσκει καὶ καταγινώσκει ὡς ἄλλην γνωστὴν θρησκείαν ἀποκρυφιστικοῦ χαρακτῆρος, μετ' ἰδίας μυστειακῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς παγκοσμίου ὀργανώσεως, ὡς καὶ μετ' ἰδίας παγκοσμίου διεισδύσεως εἰς τὴν πολιτειακὴν ἐξουσίαν, ἤτοι, εἰς τὰ πολιτικὰ κόμματα καὶ τὰς κυβερνήσεις τῶν κρατῶν τῆς γῆς.
Εὐνόητον, ὅτι ὅσοι Τέκτονες ἢ Οἰκουμενισταὶ βουληθῶσι νὰ ἐνταχθῶσιν ὡς μέλη εἰς τὴν Καινορθόδοξον Χριστιανικὴν Ὁμολογίαν «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», θὰ πρέπει, πρῶτον, νὰ ἀποποιηθῶσιν ὁπωσδήποτε τὴν οἱανδήποτε ἰδιότητα τοῦ Τέκτονος ἢ τοῦ Οἰκουμενιστοῦ καὶ ὕστερον νὰ αἰτηθῶσι τὴν ἔνταξιν αὐτῶν, ἐν πλήρει καὶ εἰλικρινεῖ μετανοίᾳ καὶ ἄνευ οὐδενὸς ὑποκρυπτομένου δόλου καὶ οὐδεμιᾶς κρυψινοίας καὶ ὑποκρίσεως.
β΄ . «Μία»: Ὡς μὲν λέξις, αὐτὴ αὕτη, δηλοῖ τὴν θεολογικήν, δογματικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ἑνότητα, ὁμοῦ δὲ μετὰ τοῦ προτασσομένου ἄρθρου «ἡ», ἤτοι, «ἡ μία», δηλοῖ ἐπιπλέον καὶ τὴν τοιαύτην, θεολογικήν, δογματολογικὴν καὶ ἐκκλησιολογικήν, μοναδικότητα, ὡς προείρηται.
γ΄ . «Ἐκκλησία»: Δηλοῖ τὸ σύνολον τῶν θείων ἐκκαλουμένων, ἀδαμιαίων καὶ μεταπτωτικῶν, μυστῶν ἢ πιστῶν, τῶν τὴν αὐτὴν θείαν καὶ ὑψηλὴν κλῆσιν ἢ ἔκκλησιν ἢ πρόσκλησιν ἐχόντων πρὸς τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν καὶ εἰς τὴν μετὰ τοῦ πρὸ πλάσεως καὶ πτώσεως Ἀδὰμ καὶ ὅλως ἀπροϋποθέτως τῆς σωτηρίας αὐτοῦ καὶ τοῦ γένους αὐτοῦ ὅλου σαρκωθέντος Ἐν Τριάδι Θεοῦ, μετὰ τῶν Τριῶν, δηλονότι, προαδαμιαίων καὶ προπτωτικῶν Θεοψυχανθρώπων, διὰ τοῦ ἀδαμιαίου καὶ ἀποπτωτικοῦ Χριστοῦ Αὐτῶν Μεσίτου, ὑπὲρ φύσιν καὶ κατὰ χάριν ἕνωσιν καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς κατά χάριν θέωσιν.
Κατ' ἀκρίβειαν, ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» ἀφορᾷ εἰς τοὺς λεγομένους «ἐκκλήτους» καὶ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς τοιαύτης λέξεως, ἀναφέρεται, δηλαδή, εἰς τὰ μέλη τοῦ δευτερογενοῦς, ὡς «ψυχικοῦ» νοουμένου, ἐκκλησιαστικοῦ συνόλου, τοῦ προκύπτοντος ἐκ τῆς κανονικῆς, τουτέστιν, ἱεροκανονικῆς, διοικητικῆς ὀργανώσεως τοῦ πρωτογενοῦς, ὡς «πνευματικοῦ» νοουμένου, μυστικοῦ συνόλου, τοῦ λεγομένου «μυστείας», κατὰ δὲ συνεκδοχήν, σημαίνει ἀμφότερα, καὶ τὸ «εὐχαριστιακὸν» σῶμα τῶν μυστῶν καὶ τὸ «ἱεροκανονικὸν» σῶμα τῶν ἐκκλήτων, καὶ τὸ «μυστικὸν» καὶ τὸ «ἐκκλησιαστικὸν» σῶμα, καὶ τὴν «μυστείαν» καὶ τὴν «ἐκκλησίαν», ἐντελεχειακὴν ἐξέλιξιν τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἡ «πολιτεία», ἤτοι, τὸ τριτογενὲς καὶ ὡς «σαρκικὸν» νοούμενον πολιτειακὸν σύνολον, τὸ «πολιτειακὸν» σῶμα, τὸ «νομικὸν» σῶμα τῶν πολιτῶν, τὸ προκῦπτον ἐκ τῆς νομικῆς διοικητικῆς ὀργανώσεως τοῦ πρωτογενοῦς μυστικοῦ καὶ τοῦ δευτερογενοῦς ἐκκλησιαστικοῦ συνόλου, κατὰ τὸ ἐντελεχειακὸν σχῆμα τῆς τριαδικῆς ἀντεπιδείξεως τῶν τριῶν «κατὰ πλάτος» ὑφ' ἡμῶν λεγομένων χρισμάτων, ἤτοι, τοῦ «μύστου», τοῦ «ἐκκλήτου» καὶ τοῦ «πολίτου», καὶ ἀναλόγως, τῆς «μυστείας», τῆς «ἐκκλησίας» καὶ τῆς «πολιτείας».
Διὸ καὶ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰ καθ' ἡμᾶς καὶ εἰς τὴν ὑφ' ἡμῶν (τῶν κεκαρμένων καὶ ἀφιερωμένων ἀναξίων δούλων τῆς Θείας Ἐνανθρωπησάσης Τριάδος καὶ τῶν κεχρισμένων καὶ καθιερωμένων ἐλαχίστων μισθωτῶν, τουτέστι, λειτουργῶν, τῆς Χάριτος Αὐτῆς καὶ τῶν βεβαπτισμένων καὶ τεθεωμένων ἀσώτων υἱῶν τῆς Δωρεᾶς Αὐτῆς), «τριμερῆ» ἵδρυσιν τῆς Καινορθοδόξου Χριστιανικῆς Ὁμολογίας «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», κινούμεθα κατὰ πάντα ἐπιστημονικῶς, ἤτοι, ἐντελεχειακῶς, ἀντεπιδεικτικῶς καὶ τριαδολογικῶς (ὡς τῷ Τριαδιανισμῷ καὶ ἡμῖν τοῖς αὐτοῖς προσήκει, τοῖς μετὰ τὸν Τρισυπόστατον Θεοψυχάνθρωπον, τοὺς Τρεῖς, δηλονότι, Θεοψυχανθρώπους, τὸν Χριστὸν Αὐτῶν Ἰησοῦν καὶ τοὺς Ἐκείνου Ἀποστόλους τετάρτοις λογιζομένοις Ἱδρυταῖς, ἤτοι, Ἰσαποστόλοις), ἀρχόμενοι, πρῶτον, ἀπὸ τῆς μυστειακῆς «πνευματικῆς» ἱδρύσεως, ἤτοι, ἀπὸ τῆς δογματικῆς καὶ λειτουργικῆς ὀργανώσεως, ἀπὸ τῆς ἐκφράσεως, δηλονότι, τῶν θείων δογμάτων τῆς πίστεως καὶ τῆς ῥυθμίσεως τῶν θείων καὶ ἱερῶν δραμάτων τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, ἀπὸ τῆς ἐνθησαυρίσεως, δηλαδή, τῆς θείας ἀληθείας καὶ τῆς ἀποταμιεύσεως τῆς θείας χάριτος, προχωροῦντες, δεύτερον, εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν «ψυχικὴν» ἵδρυσιν, ἤτοι, εἰς τὴν κανονικήν, τὴν ἱεροκανονικὴν ὀργάνωσιν, εἰς τὴν θέσπισιν, δηλονότι, τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καὶ τῆς ἐν γένει ἠθικῆς διαγωγῆς τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησίας, καὶ καταλήγοντες, τρίτον, εἰς τὴν πολιτειακὴν «σαρκικὴν» ἵδρυσιν, ἤτοι, εἰς τὴν νομικὴν ὀργάνωσιν, εἰς τὴν ἐπίκτησιν, δηλονότι, τῆς νομικῆς προσωπικότητος καὶ τὴν ἀναγνώρισιν ἐκ μέρους τῆς εὐνομουμένης πολιτείας.
Καὶ ἡ μὲν «μυστεία» καὶ ἡ ἰδιότης τοῦ «μύστου» ἀναλογεῖ εἰς τὴν θείαν φύσιν τοῦ Τρισυποστάτου Θεοψυχανθρώπου (ἤτοι, τοῦ τριαδικῶς καὶ ὅλως, πρό τε πλάσεως καὶ πτώσεως Ἀδὰμ καὶ ἀπροϋποθέτως τῆς σωτηρίας αὐτοῦ καὶ τοῦ γένους αὐτοῦ, ἐνανθρωπήσαντος Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὡς τὸ Καινορθόδοξον Δόγμα, δι' ἡμῶν καὶ ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν, τρανῶς καταπέδειξε), διὸ καὶ νοεῖται ἐπὶ τὸ πνευματικώτερον, ἡ δὲ «ἐκκλησία» καὶ ἡ ἰδιότης τοῦ «ἐκκλήτου», εἰς τὴν ψυχικὴν φύσιν Αὐτοῦ, νοουμένη ἐπὶ τὸ ψυχικώτερον, ἡ δὲ «πολιτεία» καὶ ἡ ἰδιότης τοῦ «πολίτου», εἰς τὴν σωματικὴν φύσιν τοῦ Αὐτοῦ, νοουμένη ἐπὶ τὸ σαρκικώτερον, ὅπως δὲ καὶ αἱ τρεῖς αὗται φύσεις, καὶ ἡ θεία καὶ ἡ ψυχικὴ καὶ ἡ σωματική, ἑνοῦνται διακριτῶς καὶ ἀσυγχύτως εἰς τὴν μίαν καὶ τὴν αὐτὴν θείαν ὑπόστασιν (πρόσωπον) ἑκάστου τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπου, οὕτω καὶ αἱ τρεῖς αὗται ἐξουσίαι, ἡ μυστειακή, ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἡ πολιτειακή, ἑνοῦνται διακριτῶς καὶ ἀσυγχύτως εἰς τὸν Τρισυπόστατον Θεοψυχάνθρωπον καὶ ἀνήκουσι πρωταρχικῶς εἰς Αὐτόν, δευτερευόντως δὲ καὶ εἰς τὸν Χριστὸν Αὐτοῦ Ἰησοῦν καὶ εἰς τοὺς Ἀποστόλους Ἐκείνου, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἔχοντας τὴν Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν Ἱερεῖς, κατ' ἐξοχὴν δέ, εἰς τοὺς ἔχοντας τὸν ἱερατικὸν τίτλον καὶ τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιερέως, ἤτοι, εἰς τοὺς Ἐπισκόπους, δεδομένης δὲ τῆς συστρόφου καὶ τῆς ἀναστρόφου ἐντελεχειακῆς κινήσεως, εἴτε, συστρόφως, ἐκ τῆς ἀρχετύπου μυστείας, διὰ τῆς ἐκτύπου ἐκκλησίας, εἰς τὴν ἀντίτυπον πολιτείαν, εἴτε ἀναστρόφως, ἐκ τῆς ἀντιτύπου πολιτείας, διὰ τῆς ἐκτύπου ἐκκλησίας, εἰς τὴν ἀρχέτυπον μυστείαν, καὶ οἱ μυστειακοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες δύνανται νὰ καθιστῶνται καὶ πολιτειακοὶ ἄρχοντες, ἐν τῷ συστρόφῳ σχήματι τοῦ λεγομένου «παποκαισαρισμοῦ», ἀλλὰ καὶ οἱ πολιτειακοὶ ἄρχοντες, καὶ ἐκκλησιαστικοὶ καὶ μυστειακοί, ἐν τῷ ἀναστρόφῳ σχήματι τοῦ λεγομένου «καισαροπαπισμοῦ», πλήν, πάντες πάντοτε διακρίνοντες καὶ μηδέποτε συγχέοντες τὰς τρεῖς τοιαύτας, εἰς τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον αὐτῶν, ὑποστατικῶς, διακριτῶς καὶ ἀσυγχύτως ἡνωμένας ἐξουσίας.
Τοῦτο ὀρθοδόξως φρονεῖ καὶ ὀρθῶς δογματίζει τὸ ὑφ' ἡμῶν Καινορθόδοξον Δόγμα, ἀποκαθιστῶν καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου τὴν ὀρθοδοξίαν, οἱ δὲ ἐπ' ὀνόματι τῶν Ἀποστόλων φερόμενοι ἱεροὶ κανόνες τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος, συνιστῶσι μὲν ὀρθοδόξως τὴν εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον, κατ' ἐξοχὴν τοῦ ἐπισκόπου, ὑποστατικὴν ἕνωσιν τῶν δύο πρώτων ἐξουσιῶν, τῆς μυστειακῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς (41ος ἀποστολικὸς κανών), ἀλλ' αἱρετικῶς καὶ κακοδόξως, ἐξαιροῦσι καὶ δὲν ἐπιτρέπουσι τὴν εἰς τὴν τοιαύτην ὑποστατικὴν ἕνωσιν ὀφειλομένην καὶ ἀνεξαίρετον συμμετοχὴν καὶ τῆς τρίτης, τῆς πολιτειακής ἐξουσίας (6ος, 81ος καὶ 83ος ἀποστολικοὶ κανόνες), προσβάλλοντες, οὕτω, δογματολογικῶς, τὴν εἰς τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ θεῖον πρόσωπον καὶ κατὰ τὸν διάφορον καὶ εἰς ἕκαστον τῶν τριῶν θείων προσώπων ἀναλογοῦντα ὑποστατικὸν τρόπον, πρό τε πλάσεως καὶ πτώσεως Ἀδὰμ καὶ ὅλως ἀπροϋποθέτως τῆς ἀδαμιαίας σωτηρίας (ὅπως ἀπέδειξε δι' ἡμῶν καὶ ὀρθοτομεῖ τὸ ὑφ' ἡμῶν Καινορθόδοξον Δόγμα), γενομένην ὑποστατικὴν ἕνωσιν τῶν τριῶν τοιούτων φύσεων καὶ ἐξαιροῦντες ἐξ αὐτῆς τὴν τρίτην, σωματικὴν φύσιν, καὶ οὕτως, ὑπολαμβάνοντες τοὺς καθ' ἡμᾶς καὶ κατὰ τὸ ὑφ' ἡμᾶς ὄντως καὶ ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξον Καινορθόδοξον Δόγμα Τρεῖς Προαδαμιαίους Θεοψυχανθρώπους «ὡσεὶ ἀσωμάτους», ἄνευ τῆς σωματικῆς φύσεως.
Παιδαγωγικῶς, προφανῶς, κρίνοντες, ἐν προκειμένῳ, οἱ συντάκται τῶν ἐν λόγῳ, «ἀποστολικῶν» λεγομένων, κανόνων καὶ προβλέποντες, τόσον τὴν δεσποτικὴν ἐκτροπὴν καὶ αὐθαιρεσίαν τῶν ἐπισκόπων, εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν εἶχον καὶ ἤσκουν καὶ τὴν τρίτην, πολιτειακήν, ἐξουσίαν, εἰς τὰ πλαίσια τοῦ συστρόφου ἐντελεχειακοῦ σχήματος τοῦ παποκαισαρισμοῦ, ὅσον καὶ τὴν ἀπειλουμένην ὑποταγὴν τῆς ἐκκλησίας εἰς τὴν πολιτείαν καὶ τὴν ἐκκοσμίκευσιν αὐτῆς, κατὰ τὸ ἀνάστροφον ἐντελεχειακὸν σχῆμα τοῦ καισαροπαπισμοῦ, προετίμησαν μᾶλλον τὸ «πεσεῖν εἰς αἵρεσιν», προκειμένου νὰ προλάβωσι τὰ χείρονα, κατὰ τὸ παροιμιῶδες, «τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον», πλήν, ὅμως, προσέβαλον τὸ ὀρθὸν δόγμα.
Ἐν προκειμένῳ, συνεπῶς, ἐδικαιώθη δογματολογικῶς ὑφ' ἡμῶν καὶ ὑπὸ τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος τοῦ Τριαδιανισμοῦ ὁ κατὰ τὰ ἄλλα ὑφ' ἡμῶν καὶ τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος ἡμῶν καταδικασθεὶς ὡς παναιρετικὸς καὶ παγκακόδοξος Δυτικὸς Χριστιανισμός, ἤτοι, ὁ λεγόμενος «Ῥωμαιοκαθολικισμός», ὡς καὶ ὁ ἀρχηγὸς αὐτοῦ, ὁ λεγόμενος καὶ φερόμενος ὡς «Πάπας τῆς Ῥώμης», ὁ προβὰς εἰς τὴν ἐπίκτησιν καὶ τῆς τρίτης, τῆς πολιτειακῆς, δηλονότι, ἐξουσίας.
Ἡμεῖς δέ, ἐκζητοῦντες καὶ ἐξευρίσκοντες μίαν πρακτικὴν συμβιβαστικὴν λύσιν, παραλλήλως πρὸς τὴν ὑφ' ἡμῶν τῶν αὐτῶν ἵδρυσιν καὶ ὀργάνωσιν τῆς μυστείας καὶ τῆς ἐκκλησίας τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος, τῆς συνεκδοχικῶς καὶ ἐν μιᾷ λέξει καλουμένης «ἐκκλησίας», θὰ προβῶμεν καὶ εἰς τὴν ἵδρυσιν καὶ ὀργάνωσιν τοῦ πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ Αὐτοῦ, πλήν, ὁρίζοντες ὡς πρόεδρον τοῦ κόμματος ἐκ τῶν τῆς κατωτάτης γενικῆς ἱερωσύνης τοῦ χρίσματος καινορθοδόξων πιστῶν, τῶν κοινῶς λεγομένων «λαϊκῶν», καὶ μὴ ἀναλαμβάνοντες ἡμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ οἱ αὐτοὶ τὴν προεδρίαν αὐτοῦ, ἀλλ' ἔχοντες μόνον τὴν γενικὴν αὐτοῦ ἐπίβλεψιν καὶ τὴν ἀνωτάτην ἐποπτείαν.
Ἀποβλέπομεν, ἐν ἄλλοις λόγοις, εἰς τὴν παράλληλον ὕπαρξιν καὶ λειτουργίαν καὶ εἰς τὴν «διάκρισιν τῶν ῥόλων» δύο ἀνωτέρων ὀργάνων τοῦ ὑπὸ ἵδρυσιν πολιτικοῦ τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος ἡμῶν κόμματος, τοῦ μὲν ἀνωτάτου καὶ λεγομένου «Ἐποπτικοῦ Συμβουλίου», τὸ ὁποῖον θὰ ἀσκεῖ τὴν ἀνωτάτην ἐποπτείαν τοῦ κόμματος καὶ θὰ ταυτίζεται πρὸς τὴν Ἱερὰν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος ἡμῶν Σύνοδον, τοῦ δὲ ἀνωτέρου καὶ λεγομένου «Διοικητικοῦ Συμβουλίου», τὸ ὁποῖον θὰ ἀσκεῖ τὴν διοίκησιν τοῦ κόμματος, κατὰ πάντα τὰ ὑπὸ τοῦ καταστατικοῦ αὐτοῦ χάρτου ὁριζόμενα.
Προδηλοῦμεν δὲ ὧδε καὶ τὸ ὑφ' ἡμῶν παραχθὲν καὶ διὰ πρώτην φορὰν εἰσαχθὲν εἰς τὸν ἑλληνικὸν λόγον καὶ δοθὲν εἰς τὸ κόμμα τοῦτο ὄνομα, τὸ πεπνυμένον καὶ συμβολικόν, τρισύλλαβον καὶ ἑπταγράμματον ἑλληνικὸν ὄνομα αὐτοῦ «Δ Ι Κ Α Π Π Α», προφερόμενον ὡς «δίκαππα» καί, ὡς μὲν ἰδία λέξις, σημαῖνον τὸ διπλοῦν, τὸ κανονικὸν ὁμοῦ καὶ τὸ ἀντεστραμμένον, γράμμα «κάππα», τὸ «ꓘꓗ», τὸ σχηματίζον τὸν ἑξάκτινον ἀστέρα καὶ ὑποδηλοῦν σημειογραφικῶς τὴν περίφρασιν «Καινορθόδοξοι Καινοδημοκράται», ὡς δὲ ἀκροστίχιος λέξις, προκῦπτον ὡς ὄγδοον ὄνομα ἐκ τῶν κεφαλαίων γραμμάτων τῶν κάτωθι δηλουμένων ἑπτὰ ἑλληνικῶν ὀνομάτων καὶ σημαῖνον τὰ ἑξῆς:
Δημοκρατικὸν
Ἵδρυμα (: Κόμμα)
Καινῆς (: Νέας)
Ἀδούλου (: 1. Ὁ ἀδούλωτος. 2. Ὁ μὴ ἔχων ἢ ποιῶν δούλους.)
Πολιτικῆς
Πολιτειακῆς
Ἀρχῆς (: 1. Ἐξουσιαστικὴ ἀρχή. 2. Χρονικὴ ἀρχή.)
Καὶ δεδομένης τῆς ὑπὸ τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος καὶ ἐν τῷ ἱδρυτικῷ Αὐτοῦ «Μεγάλῳ Παππικῷ Δογματικῷ Καὶ Κανονικῷ Τόμῳ» ἡμῶν θεολογικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς δικαιώσεως καὶ φυσικῆς καὶ ἠθικῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ὁμοφυλοφιλίας (καὶ κατ' ἐξοχὴν τῆς ἀνδρικῆς), τονίζομεν καὶ ἐπισημαίνομεν ὅτι τόσον «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η», ὅσον καὶ τὸ «Δ Ι Κ Α Π Π Α», θὰ ἔχουσι συλλήβδην, ἀπ' αὐτῆς ταύτης τῆς ἱδρύσεως αὐτῶν, ἀντιρατσιστικόν, ὁμολογιακὸν καὶ κομματικόν, χαρακτῆρα, δεχόμενα καὶ τιμῶντα καὶ διακονοῦντα καὶ ὑποστηρίζοντα πάντα ἄνθρωπον, εἴτε ὁμοφυλόφιλον, εἴτε ἑτεροφυλόφιλον, ὡς καὶ πάντα τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, τὸ δὲ «Δ Ι Κ Α Π Π Α», παρὰ τὸν ἴδιον καὶ σαφῆ «καινορθόδοξον» θρησκευτικὸν καὶ ὁμολογιακὸν αὐτοῦ χρωματισμόν, θὰ πρεσβεύει τὴν θρησκευτικὴν οὐδετερότητα τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας, ὑπερασπιζόμενον πάντα τὰ δημοκρατικὰ ἰδεώδη καὶ ἐξασφαλίζον τὸν γνήσιον καὶ ἀμερόληπτον δημοκρατικὸν χαρακτῆρα τῆς πολιτείας.
Εὐνόητον, ὅτι προκειμένου νὰ καταστῇ τις πολιτικὸν μέλος ἢ κομματικὸν στέλεχος τοῦ ὑπὸ ἵδρυσιν ΔΙΚΑΠΠΑ θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διατελῇ πρωτίστως «Τριαδιανὸς Ὀρθόδοξος» ἢ «Καινορθόδοξος» ἢ «Μετοχιανός», ἱερόν, δηλαδή, μέλος τῆς ὑπὸ ἵδρυσιν ΜΕΤΟΧΗΣ, οἱ δὲ ψηφοφόροι τοῦ κόμματος θὰ εἶναι σαφῶς ἀνεξάρτητοι θρησκευτικῶν καὶ ὁμολογιακῶν χρωματισμῶν. Πᾶς πολίτης ὁ ὁποῖος θὰ συμφωνεῖ μετὰ τῆς δημοκρατικῆς πολιτικῆς θεωρίας καὶ πράξεως τοῦ ΔΙΚΑΠΠΑ θὰ δύναται, ἀσφαλῶς, νὰ εἶναι ψηφοφόρος αὐτοῦ, ἀσχέτως θρησκεύματος ἢ δογματικῆς ὁμολογίας.
δ΄ . «Τριαδιανῶν»: Δηλοῖ τοὺς πιστοὺς ἢ μύστας ἢ μετόχους τοῦ πρώτου καὶ κορυφαίου ὀρθοῦ δόγματος τῆς Θείας ἐν Μονάδι Τριάδος καὶ ἐν Τριάδι Μονάδος καὶ τῆς Θείας Τριαδικῆς καὶ Προαδαμιαίας Ἐνανθρωπήσεως, πρό τε πλάσεως καὶ πτώσεως Ἀδὰμ καὶ ὅλως ἀπροϋποθέτως τῆς σωτηρίας αὐτοῦ καὶ τοῦ γένους αὐτοῦ, ἐκ τοῦ ὁποίου πρωταρχικοῦ καὶ τριαδικοῦ θείου δόγματος ἀπορρέει καθοδικῶς, τουτέστι, «κατέρχεται», πᾶσα ἡ τριαδολογία τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ πᾶσα ἡ ὀρθοδοξία.
ε΄ . «Ὀρθοδόξων»: Ἀκολουθεῖ νομοτελειακῶς μετὰ τὸ ὄνομα «Τριαδιανῶν», καί, μόνον ὑπὸ τὴν τοιαύτην εἰδικὴν ὀρθὴν δογματικὴν προϋπόθεσιν καὶ διαπίστωσιν, τῆς ὀρθῆς, δηλαδή, τριαδολογικής πίστεως, δηλοῖ, ἐν γένει, τὴν μετοχὴν παντὸς ὀρθοῦ δόγματος τῆς θείας ἀληθείας. Ἐν ἄλλοις λόγοις, οὐδεὶς ἐπονομάζεται «Ὀρθόδοξος», ἐάν, πρῶτον, δὲν ὀνομασθῇ «Τριαδιανός», ἄνευ, δηλαδή, τῆς πρωτορθοδόξου πίστεως εἰς τὸ πρωτοκορυφαῖον τριαδολογικὸν δόγμα τῆς Θείας Ἐνανθρωπησάσης Τριάδος.
στ΄ . «Χριστῶν»: Ἀκολουθεῖ νομοτελειακῶς μετὰ τὸ ὄνομα «Ὀρθοδόξων», καί, μόνον ὑπὸ τὴν τοιαύτην γενικὴν ὀρθὴν δογματικὴν προϋπόθεσιν καὶ διαπίστωσιν, τῆς ἐν γένει, δηλαδή, μετοχῆς παντὸς ὀρθοῦ δόγματος τῆς θείας ἀληθείας, δηλοῖ τὴν διὰ τῆς χρίσεως μετοχὴν τῆς καθιερωτικῆς θείας χάριτος, δεδομένου ὅτι τὸ μυστήριον τοῦ χρίσματος εἶναι τὸ πρῶτον ἐκ τῶν κατ' ἐξοχὴν λεγομένων «μυστηρίων», τουτέστι, τῶν ἀνωτέρων μυστηρίων, ἐν διακρίσει πρὸς τὰ λεγόμενα «μυστηριοειδῆ», τουτέστι, τὰ κατώτερα μυστήρια, τὰ γνωστὰ καὶ ὡς «μυστηριακαὶ τελεταί», διὰ τοῦ ὁποίου καθίσταται διὰ πρώτην φορὰν εἰς ἀνώτερον μυστηριακὸν ἐπίπεδον μεθεκτὴ ἡ θεία ἁγιαστική, φωτιστικὴ καὶ καθαρτικὴ ὁμοῦ χάρις, εἰς τὸ εἶδος τῆς λεγομένης «θείας καθιερώσεως», τῆς ἐπιλεγομένης καὶ «θείας μισθωτείας», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν δογματικήν πλάνην τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ (καὶ ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν), ὁ ὁποῖος ἐπιθέτει καὶ ἐπιτελεῖ πρωθυστέρως τὸ σαφῶς κατώτερον χρῖσμα τῆς «θείας καθιερώσεως» ἢ «θείας μισθωτείας» (ἤτοι, τὸ χρισματικὸν εἶδος τοῦ μυρελαίου, ἓν ἐκ τῶν ἕξ, ἐν συνόλῳ, κατωτέρων καὶ ἀνωτέρων, ἀλλεπαλλήλων χρισματικῶν εἰδῶν τῆς «θείας καθιερώσεως» ἢ «θείας μισθωτείας», τὰ ὁποῖα πρῶτοι ἡμεῖς ὁρίζομεν ἐπακριβῶς ὡς ἓξ τὸν ἀριθμὸν ἐν τῷ Δογματικῷ ἡμῶν Τόμῳ), μετὰ τὸ σαφῶς ἀνώτερον βάπτισμα τῆς «θείας υἱοθεσίας» καὶ οὐχὶ πρὸ αὐτοῦ, ὅπως ὀφείλει.
Τρία, σημειωτέον, εἶναι τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς ἐκ θεοῦ γεννήσεως, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «ἀναγεννήσεως» τοῦ πιστοῦ, ἀνάλογα πρὸς τὰ στάδια τῆς φυσικῆς γεννήσεως αὐτοῦ, δεδομένου ὅτι ἀμφότεραι αἱ γεννήσεις αὗται ἐπιγινώσκονται ὡς συνδυαστικαί, ἤτοι, «τεκνογονικαί», ἡ μὲν φυσική, ἀνὰ μέσον τοῦ κατὰ φύσιν γεννῶντος πατρὸς καὶ τῆς κατὰ φύσιν τικτούσης μητρός, ἡ δὲ πνευματική, μεταξὺ τοῦ κατὰ χάριν γεννῶντος πατρός, τοῦ ὅλου, ἐν προκειμένῳ, τριαδικοῦ θεοῦ, καὶ τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων, καὶ οὐχὶ μόνον τοῦ θεοῦ πατρὸς (δεδομένου ὅτι πρόκειται δι' «οἰκονομικὴν» πνευματικὴν γέννησιν καὶ ὅτι πᾶσαι αἱ «οἰκονομικαὶ» θεῖαι ἐνέργειαι εἶναι κοιναὶ μεταξὺ τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων), καὶ τῆς κατὰ χάριν τικτούσης μητρός, τῆς ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὁρίζεται ὡς ὁ νοητὸς μυστικὸς χῶρος δράσεως τῶν θείων ἀκτίστων, «οἰκονομικῶν» λεγομένων, ἐνεργειῶν, εἰς τὰ πλαίσια τῆς λεγομένης «θείας οἰκονομίας», τῆς σχέσεως, δηλαδή, μεταξὺ τοῦ ἀκτίστου τριαδικοῦ θεοῦ, ὡς δημιουργοῦ, καὶ τῆς κτίσεως αὐτοῦ, ὡς θείας δημιουργίας.
Τὰ τρία τοιαύτα καὶ κοινὰ μετ' ἀμφοτέρων τῶν γεννήσεων στάδια, μεταξὺ τῆς φυσικῆς («κατὰ φύσιν») καὶ τῆς πνευματικῆς («κατὰ χάριν»), εἶναι ἡ σύλληψις, ἡ κύησις καὶ ἡ γέννησις, ὁ δὲ συνδυαστικός, τουτέστι, «τεκνογονικός», χαρακτὴρ τῆς ἐκ θεοῦ πνευματικῆς γεννήσεως τοῦ πιστοῦ δηλοῖ ὅτι αὕτη δὲν δύναται νὰ πραγματοποιηθῇ ἐκτὸς ἀλλὰ μόνον ἐντὸς τοῦ τοιούτου νοητοῦ καὶ μυστικοῦ μητρικοῦ χώρου τῆς ἐκκλησίας.
Εἰς τὰ πλαίσια τῆς θείας καὶ πνευματικῆς κατὰ χάριν τεκνογονίας τοῦ πιστοῦ, ἀνὰ μέσον τοῦ τριαδικοῦ θεοῦ καὶ τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ, ἤτοι, τῆς ἐκ θεοῦ πνευματικῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐξ ἐκκλησίας πνευματικῆς τέξεως τοῦ πιστοῦ, καὶ τὰ τρία ταῦτα στάδια ὁμοῦ, καὶ ἡ πνευματικὴ σύλληψις καὶ ἡ πνευματικὴ κύησις καὶ ἡ πνευματικὴ γέννησις, ἐπιγινώσκονται τριαδικῶς, δηλαδή, κατὰ τρεῖς τρόπους ἀντιλήψεως, καὶ κατ' ἀφῃρημένον καὶ κατὰ διακεκριμένον καὶ κατὰ συγκεκριμένον ἀντιληπτικὸν τρόπον, ἢ εἰς τρεῖς ὁμοκέντρους κύκλους, ὡς ἑξῆς:
1. Πέριξ ὁμόκεντρος κύκλος: Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, γενικώτερα.
Ἀφῃρημένη ἀντίληψις: Πνευματικὴ σύλληψις, κύησις καὶ γέννησις τοῦ πιστοῦ «ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ»: Θεία Ἀφιέρωσις, Θεία Καθιέρωσις καὶ Θέωσις «ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ»: Θεία Δουλεία, Θεία Μισθωτεία καὶ Θεία Υἱοθεσία «ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ».
2. Ἐντὸς ὁμόκεντρος κύκλος: Ὁ Ναὸς τοῦ Θεοῦ, εἰδικώτερα.
Διακεκριμένη ἀντίληψις: Πνευματικὴ σύλληψις, κύησις καὶ γέννησις τοῦ πιστοῦ «ἐν τῷ ναῷ»: Περιττοτομία − Ὑπαπαντή, Χρῖσμα καὶ Βάπτισμα «ἐν τῷ ναῷ».
3. Ἔνδον ὁμόκεντρος κύκλος: Ἡ Κολυμβήθρα τοῦ Θεοῦ, εἰδικώτατα.
Συγκεκριμένη ἀντίληψις: Πνευματικὴ σύλληψις (εἴσοδος εἰς μήτραν), κύησις (πρόοδος ἐν μήτρᾳ) καὶ γέννησις (ἔξοδος ἐκ μήτρας) τοῦ πιστοῦ «εἰς τὴν κολυμβήθραν, ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ καὶ ἐκ τῆς κολυμβήθρας»: Κατάδυσις (εἴσοδος εἰς ὕδωρ), Ἔνδυσις (πρόοδος ἐν ὕδατι) καὶ Ἀνάδυσις (ἔξοδος ἐξ ὕδατος) «εἰς τὴν κολυμβήθραν, ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ καὶ ἐκ τῆς κολυμβήθρας».
Τοῦτο σημαίνει ὅτι τὸ Βάπτισμα (Γέννησις, Ἀνάδυσις, Υἱοθεσία, Θέωσις), ὡς ἀνώτερον μυστήριον, ἐμπεριέχει ἐν Αὐτῷ καὶ ὑπερβαίνει καθ' Ἑαυτὸ καὶ τὸ κατώτερον Χρῖσμα (Κύησιν, Ἔνδυσιν, Μισθωτείαν, Καθιέρωσιν) καὶ τὴν κατωτάτην Περιττοτομίαν − Ὑπαπαντὴν (Σύλληψιν, Κατάδυσιν, Δουλείαν, Ἀφιέρωσιν).
4. Κέντρον ὁμοκέντρων κύκλων: Ἡ Θεία Χάρις.
Ὡς «πνευματικὴ σύλληψις» ὁρίζεται ἡ μέθεξις τῆς ἁγιαστικῆς, φωτιστικῆς καὶ καθαρτικῆς θείας ἀφιερωτικῆς χάριτος, ἡ ὁποία ἐπιγινώσκεται ὡς κατώτερον μυστήριον ἢ μυστηριακὴ τελετὴ ἢ μυστηριοειδές, λεγομένον «θεία ἀφιέρωσις», ἐπιλεγόμενον καὶ «θεία δουλεία» καὶ διακρινόμενον εἰς δύο ὑποείδη, ἀφ' ἑνὸς μέν, εἰς τὴν εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν θεὸν ἀφιέρωσιν, ἡ ὁποία τελεῖται πρώτη, κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν μετὰ τὴν φυσικὴν γέννησιν τοῦ παιδίου, διὰ τῆς τελετῆς τῆς ὑφ' ἡμῶν λεγομένης «περιττοτομίας», καὶ ἀντιστοιχεῖ εἰς τὸ πρῶτον φυσικὸν συλληπτικὸν ὑποστάδιον τῆς κυρίως καὶ κατ' ἐξοχὴν λεγομένης «συλλήψεως», ἀφ' ἑτέρου δέ, εἰς τὴν εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ ἀφιέρωσιν, ἡ ὁποία τελεῖται δευτέρα, κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν μετὰ τὴν φυσικὴν γέννησιν τοῦ παιδίου, διὰ τῆς τελετῆς τῆς λεγομένης «ὑπαπαντῆς», καὶ ἀντιστοιχεῖ εἰς τὸ δεύτερον φυσικὸν συλληπτικὸν ὑποστάδιον τῆς λεγομένης «ἐμφυτεύσεως» ἢ «κατασκηνώσεως».
Οὕτως ἀκριβῶς, καὶ ὡς «ἐμφύτευσιν» καὶ ὡς «κατασκήνωσιν», καὶ ἀναλόγως πρὸς τὸ τοιοῦτον φυσικὸν συλληπτικὸν ὑποστάδιον τῆς «ἐμφυτεύσεως» ἢ «κατασκηνώσεως», ὠνόμασε καὶ ὁ ἱερὸς ψαλμῳδὸς εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην τὴν ἀφιέρωσιν καὶ τὴν φοίτησιν τοῦ πιστοῦ εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ, λέγων: «Πεφυτευμένοι ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν». Ἔτι λέγων: «Κύριε, τίς παροικήσει ἐν τῷ σκηνώματί σου; Ἢ τίς κατασκηνώσει ἐν ὄρει ἁγίῳ σου»; Καὶ προσέτι λέγων: «Μακάριος ὃν ἐξελέξω καὶ προσελάβου, κατασκηνώσει ἐν ταῖς αὐλαῖς σου, πλησθησόμεθα ἐν τοῖς ἀγαθοῖς τοῦ οἴκου σου, ἅγιος ὁ ναός σου, θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνῃ».
Ἡ ὑφ' ἡμῶν λεγομένη «περιττοτομία» εἶναι συγχρόνως καὶ ἁγιαστικὴ καὶ φωτιστικὴ καὶ καθαρτική, εἰς αὐτὸν τὸν θεὸν ἀφιερωτική, μυστηριακὴ τελετὴ (κατώτερον μυστήριον ἢ μυστηριοειδὲς) κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ πιστὸς περιτέμνει καὶ ἀποκόπτει καὶ ἀφαιρεῖ ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ ἀφιεροῖ ἓν «περιττὸν» μέρος, τὸ ὁποῖον, γενικῶς, δὲν χρησιμεύει εἰς τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, διὸ καὶ δύναται νὰ περιτμηθῇ καὶ νὰ ἀποκοπῇ καὶ νὰ ἀφαιρεθῇ καὶ νὰ ἀφιερωθῇ, ἀναλόγως δὲ πρὸς τὸ τοιοῦτον, περιτεμνόμενον καὶ ἀφιερούμενον, ἴδιον περιττὸν μέρος, ὑποδιακρίνεται εἰς τρία εἴδη:
1. Εἰς τὴν πεοτομίαν, τὴν κατ' ἐξοχὴν λεγομένην «περιτομήν», ἤτοι, εἰς τὴν ἀποκοπὴν τῆς περιττῆς ἀκροβυστίας τοῦ ἀνδρικοῦ πέους, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, καταργηθεῖσα ἐν τῇ Καινῇ, εὐλόγως, ὡς εἰδεχθής, βδελυκτὴ καὶ βάρβαρος πρᾶξις.
2. Εἰς τὴν τριχοτομίαν, τὴν λεγομένην «τριχοκουρίαν» ἢ «κουράν», ἡ ὁποία, ὡς ἀφιερωτικὴ εἰς θεὸν πρᾶξις καὶ εἶδος περιττοτομίας, ἀναφέρεται, πρῶτον, εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, χαρακτηρίζουσα τιμωρητικῶς καὶ ἐξιλεωτικῶς τοὺς λεγομένους «Ναζιραίους» (ὡς ἐξιλεωτικὴ ποινὴ εἰς περίπτωσιν παραβάσεως τῶν ὑποσχέσεων αὐτῶν), διετηρήθη δὲ ὡς τοιαύτη καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, πλήν, μὴ ὀρθοδόξως κατανοηθεῖσα καὶ μὴ κατ' ὀρθὴν τάξιν τελουμένη ὑπὸ τοῦ μωροκακοδόξου καὶ ψευδορθοδόξου καὶ αἱρετικοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος, τὸ ὁποῖον ἐπιτελεῖ καὶ ταύτην πρωθυστέρως καὶ μάλιστα δὶς πρωθυστέρως, ὡς ἐσχάτην τελετουργικὴν πρᾶξιν, καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα τῆς θείας υἱοθεσίας καὶ μετὰ τὸ χρῖσμα τῆς θείας μισθωτείας, κατὰ τὴν ὀγδόην μετ' ἀμφότερα ἡμέραν, ἐν ᾧ, κατ' ἀλήθειαν, πρόκειται διὰ τὴν πρωτίστην, εἰς θεὸν ἀφιερωτικήν, τελετουργικὴν πρᾶξιν, τὴν περιττοτομίαν τῆς θείας δουλείας, ἡ ὁποία τελεῖται πρώτη πρώτη, πρὸ τοῦ χρίσματος καὶ τοῦ βαπτίσματος, κατὰ τὴν ὀγδόην μετὰ τὴν φυσικὴν γέννησιν τοῦ παιδίου ἡμέραν.
3. Εἰς τὴν ὑφ' ἡμῶν καὶ ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν καὶ εἰς τὸ Καινορθόδοξον Δόγμα ἡμῶν εἰσαχθεῖσαν ὀνυχοτομίαν, εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν ἀδυνατεῖ ἡ τέλεσις τῆς τριχοτομίας ἢ τριχοκουρίας ἢ κουρᾶς.
Ὅθεν, ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ, κατηργήθη μὲν ἡ ἰουδαϊκὴ περιτομὴ τῆς ἀκροβυστίας, ὡς εἰδεχθὲς εἶδος περιττοτομίας, ἀλλὰ δὲν κατηργήθη, ἀσφαλῶς, ἡ ἐν γένει περιττοτομία, ἐξακολουθοῦσα, τοῦ λοιποῦ, ὑπὸ τὸ δεκτὸν εἶδος τῆς τριχοτομίας ἢ τριχοκουρίας ἢ κουρᾶς (ἢ τῆς ὑφ' ἡμῶν ὀνυχοτομίας), διότι αὕτη δὲν δύναται νὰ καταργηθῇ, ὡς πρωτίστη καὶ βασικὴ καὶ εἰσαγωγικὴ εἰς τὸ μυστικὸν σῶμα τῆς ἐκκλησίας καὶ κατωτέρα πασῶν μυστηριακὴ τελετὴ ἢ κατώτερον πάντων μυστήριον ἢ «μυστηριοειδές», διὰ τοῦ ὁποίου παρέχεται ὁμοῦ και ἡ ἁγιαστικὴ καὶ ἡ φωτιστικὴ καὶ ἡ καθαρτικὴ χάρις τῆς εἰς θεὸν θείας ἀφιερώσεως ἢ θείας δουλείας, ἡ μὲν ἁγιαστικὴ θεία χάρις, νοουμένη ἀλληγορικῶς, ὡς ἀποκοπὴ ἀπὸ τοῦ κόσμου καὶ εἰς θεὸν ἀφιέρωσις τοῦ ὅλου ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου, καὶ συνεκδοχικῶς, διὰ τῆς ἀποκοπῆς καὶ τῆς εἰς θεὸν ἀφιερώσεως τοῦ περιττοῦ μέρους ἐκ τοῦ ὅλου ἐμψύχου ἰδίου σώματος αὐτοῦ, ἡ δὲ καθαρτικὴ θεία χάρις, νοουμένη ἀλληγορικῶς, ὡς ἀποκοπὴ καὶ ἀπομάκρυνσις τῶν «περιττῶν», τουτέστιν, «ἐπιβλαβῶν», παθῶν, τῶν ὑπὸ τὴν ἀρνητικὴν καὶ γενικὴν ἔννοιαν λεγομένων «περιττωμάτων», ἀπὸ τοῦ οὕτως εἰς θεὸν ἀφιερουμένου πιστοῦ.
Μετὰ τὸ πρῶτον διμερὲς στάδιον τῆς πνευματικῆς συλλήψεως τοῦ πιστοῦ ἐκ θεοῦ ἐν τῇ μήτρᾳ τῆς ἐκκλησίας, μετὰ τὴν περιττοτομίαν (τριχοκουρίαν) καὶ τὴν ὑπαπαντὴν αὐτοῦ, ἤτοι, μετὰ τὴν εἰς θεὸν καὶ εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ θείαν ἀφιέρωσιν ἢ θείαν δουλείαν αὐτοῦ, ἀκολουθεῖ τὸ δεύτερον καὶ μέσον στάδιον τῆς πνευματικῆς κυήσεως αὐτοῦ, ἡ ἐκ θεοῦ θεία καθιέρωσις ἢ θεία μισθωτεία αὐτοῦ, ἡ ὁποία τελεῖται διὰ τοῦ ὅλου μυστηρίου τοῦ χρίσματος, τὸ ὁποῖον, ὅπως πρῶτοι ἡμεῖς ὁρίζομεν ἐν τῷ Δογματικῷ ἡμῶν Τόμῳ, περιλαμβάνει ἐπακριβῶς ἓξ διάφορα καὶ ἀλλεπάλληλα, τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο ἐπιτελούμενα, καὶ ἁγιαστικὰ καὶ φωτιστικὰ καὶ καθαρτικά, χρισματικὰ εἴδη, δύο κατώτερα μυστηριοειδῆ χρίσματα καὶ τέσσαρα ἀνώτερα χρισματικὰ μυστήρια, πάντα τὰ ὁποῖα καλοῦνται ὑφ' ἡμῶν «κατὰ μῆκος χρίσματα», διακρινόμενα ἀπὸ τῶν τριῶν ὑφ' ἡμῶν καλουμένων «κατὰ πλάτος χρισμάτων», τῶν ἐμπεριεχομένων ἐν ἑκάστῳ τῶν ἓξ «κατὰ μῆκος χρισμάτων», εἰς τὴν προσιδιάζουσαν ἑνὶ ἑκάστῳ ἐκείνων μορφήν.
Οἱ δὲ Παλαιορθόδοξοι αἱρετικοὶ ἐπιγινώσκουσι μὲν καὶ ἐπιτελοῦσι μόνον τὰ δύο ἐκ τῶν ἓξ κατὰ μῆκος χρισμάτων, τὸ τοῦ μυρελαίου καὶ τὸ τοῦ ἐλαίου, ἀλλὰ καὶ ταῦτα οὐχὶ ὀρθοδόξως καὶ κατὰ τὴν ὀρθὴν τάξιν καὶ καθὼς πρέπει, παρερμηνεύουσι δὲ καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται καλῶς καὶ δὲν ὁρίζουσιν ὀρθῶς καὶ τὰ τρία κατὰ πλάτος χρίσματα.
Μετὰ δὲ καὶ τὸ δεύτερον στάδιον τῆς πνευματικῆς κυήσεως τοῦ πιστοῦ, μετὰ τὸ ὅλον, κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος, χρισματικὸν μυστήριον, ἤτοι, μετὰ τὴν ἐκ θεοῦ καθιέρωσιν ἢ θείαν μισθωτείαν αὐτοῦ, ἐπακολουθεῖ τὸ τρίτον καὶ τελικὸν στάδιον τῆς ἐκ θεοῦ καὶ ἐκ τῆς μήτρας τῆς ἐκκλησίας πνευματικῆς γεννήσεως καὶ τέξεως, τουτέστιν, ἀναγεννήσεως, αὐτοῦ, τῆς λεγομένης «θείας υἱοθεσίας», τῆς κατ' ἐξοχὴν ἁγιαστικῆς καὶ φωτιστικῆς καὶ καθαρτικῆς χάριτος καὶ ἰδιότητος τοῦ κατὰ χάριν υἱοῦ τοῦ θεοῦ, δηλαδή, τοῦ κατὰ χάριν θεοῦ, ἡ ὁποία μεταδίδεται καὶ ἐπικτᾶται διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίσματος.
Συνεπῶς, ἕκαστος πιστός, πρῶτον, περιττοτομεῖται καὶ ὑπαπαντᾶται καὶ ἀφιεροῦται εἰς θεὸν καὶ εἰς τὸν θεῖον ναὸν καὶ οὕτω συλλαμβάνεται ἐκ θεοῦ καὶ εἰς τὴν μήτραν τῆς ἐκκλησίας κατὰ χάριν ὡς «δοῦλος θεοῦ», δεύτερον, χρίεται καὶ καθιεροῦται ἐκ θεοῦ καὶ οὕτω κυεῖται ἐν τῇ μήτρᾳ τῆς ἐκκλησίας κατὰ χάριν ὡς «μισθωτὸς θεοῦ», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «χριστὸς θεοῦ», τρίτον δέ, βαπτίζεται καὶ ἀποπλύνεται ἀπὸ τοῦ ὅλου χρίσματος καὶ θεοῦται ἐκ θεοῦ καὶ οὕτω γεννᾶται ἐξ αὐτοῦ καὶ τίκτεται ἐκ τῆς ἐκκλησίας κατὰ χάριν ὡς «υἱὸς θεοῦ», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, υἱοθετεῖται ὡς «κατὰ χάριν θεός».
Ἀνακεφαλαιοῦντες περὶ τοῦ κατωτέρου, περιττοτομικοῦ καὶ ὑπαπαντικοῦ, ἱεροῦ μυστηριοειδοῦς τῆς θείας ἀφιερώσεως ἢ θείας δουλείας, τοῦ μέσου, χρισματικοῦ καὶ πολυειδοῦς, ἱεροῦ μυστηρίου τῆς θείας καθιερώσεως ἢ θείας μισθωτείας καὶ τοῦ ἀνωτέρου, βαπτισματικοῦ, θείου μυστηρίου τῆς ὑφ' ἡμῶν λεγομένης «πρώτης θεώσεως», τῆς θείας υἱοθεσίας (ἐκ τῶν τεσσάρων, ἐν συνόλῳ, κατὰ χάριν θεώσεων, τουτέστι, κατὰ χάριν θεωτικῶν θείων μυστηρίων, τῶν ἀρχομένων ἀπὸ τῆς κατὰ χάριν θείας υἱοθεσίας, ἐκ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος), διευκρινίζομεν ὅτι πᾶν ἱερὸν καὶ θεῖον μυστήριον, ἢ μυστηριοειδές, ἀποτελεῖ ἓν ἴδιον, τρισύνθετον καὶ ἀδιάσπαστον μυστικὸν ἄτομον, συνιστώμενον ἐκ τριῶν ἰδίων μυστικῶν στοιχείων ἢ ποιῶν θείας χάριτος, ἐκ τοῦ ἁγιασμοῦ ἢ ἁγιαστικῆς χάριτος, ἐκ τοῦ φωτισμοῦ ἢ φωτιστικῆς χάριτος καὶ ἐκ τοῦ καθαρμοῦ ἢ καθαρτικῆς χάριτος, ὁ δὲ φωτισμὸς καὶ ὁ καθαρμός, ἡ φωτιστικὴ καὶ ἡ καθαρτικὴ χάρις, συνιστῶσιν ἀπὸ κοινοῦ τὸν ἁγνισμὸν ἢ τὴν ἁγνιστικὴν χάριν, ἐν διακρίσει πρὸς τὸν ἁγιασμὸν ἢ τὴν ἁγιαστικὴν χάριν, διὸ καὶ πᾶν μυστήριον ἢ μυστηριοειδὲς ἔχει πάντοτε ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ὑλικὸν στοιχεῖον ὡς σύμβολον καὶ δοχεῖον καὶ διὰ τὰς τρεῖς αὐτοῦ συστατικὰς χάριτας, καὶ διὰ τὴν ἁγιαστικὴν καὶ διὰ τὴν φωτιστικὴν καὶ διὰ τὴν καθαρτικήν, εἰς δὲ τὴν περίπτωσιν τῶν πολυσυμβολικῶν μυστηρίων, ὡς ἡ θεία εὐχαριστία, ἡ ἔχουσα τρία, συσχετικὰ μετ' ἀλλήλων, ὑλικὰ στοιχεῖα, ὡς σύμβολα καὶ δοχεῖα, τὸν ἄρτον, τὸν οἶνον καὶ τὸ ζέον ὕδωρ, δι' ἑκάστου αὐτῶν σημαίνονται, ἀχωρίστως, ἀσφαλῶς, καὶ αἱ τρεῖς ὁμοῦ χάριτες.
Ὅθεν, πάντα τὰ μυστήρια καὶ τὰ μυστηριοειδῆ καὶ καθαίρουσι καὶ φωτίζουσι καὶ ἁγιάζουσι καὶ ὅσον καθαίρουσι, τόσον καὶ φωτίζουσι, τοσοῦτον καὶ ἁγιάζουσι, κλιμακούμενα ἀπὸ τοῦ ἰσχυροῦ, διὰ τοῦ ἰσχυροτέρου εἰς τὸ ἰσχυρότατον, ὡς πρὸς τὴν ἁγιαστικήν, τὴν φωτιστικὴν καὶ τὴν καθαρτικὴν αὐτῶν ἰσχύν.
Ἐν τέλει, παραδίδομεν τὸν ὀρθόδοξον, «σταυροειδῆ» καὶ οὐχὶ «παράλληλον», συσχετισμὸν μεταξὺ τῶν δύο τριαδικῶν ἐντελεχειακῶν ἀντεπιδείξεων, ἀφ' ἑνός, τοῦ ἁγιασμοῦ, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τοῦ καθαρμοῦ, καὶ ἀφ' ἑτέρου, τῆς θείας υἱοθεσίας ἢ θεώσεως, τῆς θείας μισθωτείας ἢ καθιερώσεως καὶ τῆς θείας δουλείας ἢ ἀφιερώσεως, ὡς ἑξῆς:
1. Θεία Υἱοθεσία (Θέωσις): Ἁγιασμὸς + Φωτισμὸς + Καθαρμός.
2. Θεία Μισθωτεία (Καθιέρωσις): Ἁγιασμὸς + Φωτισμὸς + Καθαρμός.
3. Θεία Δουλεία (Ἀφιέρωσις): Ἁγιασμὸς + Φωτισμὸς + Καθαρμός.
Τοῦτο, ἀσφαλῶς, δὲν σημαίνει ὅτι τὰ ὑπογεγραμμισμένα στοιχεῖα εἶναι ἔτι ἐπηυξημένα καὶ μείζονα εἰς ἰσχὺν ἐν σχέσει πρὸς τὰ μὴ ὑπογεγραμμισμένα, ὅτι δῆθεν, δηλαδή, ἡ Θεία Υἱοθεσία εἶναι περισσότερον ἁγιαστικὴ καὶ ὀλιγώτερον φωτιστικὴ καὶ καθαρτική, ἢ ἡ Θεία Μισθωτεία, περισσότερον φωτιστικὴ καὶ ὀλιγώτερον ἁγιαστικὴ καὶ καθαρτική, ἢ ἡ Θεία Δουλεία, περισσότερον καθαρτικὴ καὶ ὀλιγώτερον ἁγιαστικὴ καὶ φωτιστική, ἀλλ' ὅτι τὰ ὑπογεγραμμισμένα στοιχεῖα προσιδιάζουσι περισσότερον, ἐκ ποιοτικῆς καὶ ἐντελεχειακῆς ἐπόψεως, ἕκαστον πρὸς μίαν ἀνάλογον πρὸς ἑαυτὸ ἐκ τῶν τριῶν τούτων μυστηριακῶν βαθμίδων, ὅτι δηλαδὴ ἡ Θεία Δουλεία, ἡ Θεία Ἀφιέρωσις, εἶναι παχυτέρα ἰδιότης, ὅπως ὁ Καθαρμός, ἡ Θεία Μισθωτεία, ἡ Θεία Καθιέρωσις, μέση, τουτέστιν, ἡμιπαχεῖα, ἰδιότης, ὅπως ὁ Φωτισμός, ἡ δὲ Θεία Υἱοθεσία, αὐτὴ αὕτη ἡ Θέωσις (ἡ πρώτη, δηλονότι, καὶ βασικὴ καὶ κατωτέρα ἐκ τῶν ὑφ' ἡμῶν καὶ ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν ἐπιγινωσκομένων τεσσάρων, τὸν ἀριθμὸν καὶ τὸ εἶδος, κατὰ χάριν θεώσεων), λεπτοτέρα ἰδιότης, ὅπως ὁ Ἁγιασμός.
Οὐδείς, λοιπόν, καθίσταται «χριστὸς θεοῦ» καὶ μέτοχος τῆς θείας χάριτος, ἐάν, πρῶτον, δὲν καταστῇ «ὀρθόδοξος» καὶ μέτοχος τῆς θείας ἀληθείας.
Ὁ πληθυντικὸς ἀριθμὸς «χριστῶν» εἰς τὴν περίφρασιν «χριστῶν ἡρώων» ὑποδηλοῖ τὴν προΰπαρξιν καὶ διάκρισιν τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου χριστοῦ ἀρχετύπου ὡς πρὸς τὰ χριστά, ἐπίσης, ἔκτυπα, τουτέστι, τὰς χριστὰς εἰκόνας αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ, δηλονότι, πρὸς τοὺς Χριστιανούς.
Διὰ τοῦτο, δὲν χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «Χριστιανῶν», ἀλλ' ἀκριβέστερον, ὁ ὅρος «Χριστῶν», διότι καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἦτο Χριστὸς «ἐν πνεύματι ἁγίῳ», ὁ πρῶτος τῶν «ἐν πνεύματι χριστῶν τοῦ θεοῦ» καὶ τὸ ὁμοιωτικὸν καὶ μιμητικὸν ἀρχέτυπον πάντων τῶν «χριστῶν τοῦ θεοῦ», καί, συνεπῶς, δὲν ἐξαιρεῖται τῆς αὐτῆς θείας χρίσεως, οὔτε ἐκ τοῦ αὐτοῦ συνόλου τῶν θείων χριστῶν, ἀλλὰ μόνον διακρίνεται ἀνὰ μέσον τῶν ὑπολοίπων θείων χριστῶν ὡς κεφαλαῖον ἀρχέτυπον μιμήσεως ἢ ὁμοιώσεως αὐτῶν, ὡς κεφαλὴ τοῦ σώματος αὐτῶν, τουτέστιν, ὡς «Ἀρχίχριστος».
Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, ἦτο ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Κορυφαῖος Τριαδιανὸς Ὀρθόδοξος Χριστὸς Ἥρως τοῦ ὅλου σαρκωθέντος Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπων, τῶν μετ' Αὐτοῦ, ὡς Μεσίτου, συναψάντων τὴν Καινὴν Διαθήκην, καὶ ἀναγωγικὸν ἀρχέτυπον πάντων τῶν ὑπολοίπων ἀδελφῶν Αὐτοῦ, ἢ ταὐτόν, κατὰ Παῦλον, εἰπεῖν, «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς».
Ἀντιθέτως πρὸς τὸν ἀδαμιαῖον καὶ μεταδαμιαῖον Ψυχάνθρωπον Ἰησοῦν, τὸν κατὰ φύσιν υἱὸν καὶ ἀπόγονον τοῦ Ψυχανθρώπου Ἀδὰμ (διὸ καὶ μὴ κατὰ φύσιν ἀλλὰ κατὰ χάριν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τουτέστιν, Υἱόθετον Αὐτοῦ, διατελοῦντα, διότι, σαφῶς, δύναταί τις νὰ ἔχῃ δύο διαφόρους φύσεις ὑποστατικῶς ἡνωμένας εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον, εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ὡς ὁ προαδαμιαῖος Θεοψυχάνθρωπος καὶ ὁ κατ' εἰκόνα Αὐτοῦ ἀδαμιαῖος Ψυχάνθρωπος, ἀλλ' οὐδεὶς δύναται νὰ ἔχῃ δύο διαφόρους κατὰ φύσιν πατέρας, ἕνα διάφορον πατέρα δι' ἑκάστην διάφορον φύσιν ἐκ τῶν δύο αὐτοῦ καθ' ὑπόστασιν, εἰς τὴν ὑπόστασιν αὐτοῦ, ἡνωμένων φύσεων, ὡς μὲν Θεός, γεννώμενος, ὁμαλῶς, ἐκ τοῦ Ἀγεννήτου Θεοῦ Πατρός, ὡς δὲ Ψυχάνθρωπος, γεννώμενος, ἀνωμελῶς, ἐξ ἑτέρου καὶ δευτέρου, ἐκ τοῦ Ἀγεννήτου Ψυχανθρώπου Προπάτορος Ἀδάμ, διὰ μέσου τῆς ἐξ αὐτοῦ ὑπὲρ φύσιν παρθενογενετικῆς παρθενομητροπάτορος, τῆς καὶ μητρὸς καὶ πατρὸς τοῦ αὐτοῦ τέκνου οὔσης, καὶ οὐχὶ γεννώμενος, ὁμαλῶς καὶ κατ' ἄμφω, καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς Ψυχάνθρωπος, ἐκ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ μόνου καὶ τοῦ αὐτοῦ προσαρκωθέντος Ἀγεννήτου Θεοψυχανθρώπου Πατρὸς Αὐτοῦ καὶ Προπάτορος πάντων τῶν Ψυχανθρώπων κατὰ φύσιν ὑιῶν καὶ ἀπογόνων Αὐτοῦ, ὡς Ψυχανθρώπου, διότι, ἀσφαλῶς, πᾶς διφυὴς διατελεῖ «διπλοῦς τὴν φύσιν ἀλλ' ἁπλοῦς τὴν ὑπόστασιν», διὸ καὶ ἕνα καὶ μόνον καὶ τὸν αὐτὸν καὶ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς πατέρα ἔχει δι' ἀμφοτέρας τὰς φύσεις αὐτοῦ καὶ οὐχὶ δύο πατέρας, ἕνα διὰ τὴν μίαν καὶ ἄλλον ἕνα, διαφορετικόν, διὰ τὴν ἄλλην φύσιν, ὡς οἱ Παλαιορθόδοξοι αἱρετικοὶ μωροκακοδόξως καὶ ἀτόπως ἀποφαίνονται, δεδομένου ὅτι τὰ πατρωνυμικὰ χαρακτηρίζονται σαφῶς ὡς «ὑποστατικὰ» καὶ οὐχὶ ὡς «φυσικὰ» ἰδιώματα, ἀφορῶντα εἰς τὴν ὑπόστασιν καὶ οὐχὶ εἰς τὴν φύσιν ἢ τὰς φύσεις τῆς ὑποστάσεως, διὸ καὶ ὅταν ἔχωμεν μίαν καὶ μόνην καὶ τὴν αὐτὴν ὑπόστασιν, ἔχομεν, συνεπῶς, καὶ μίαν καὶ μόνην καὶ τὴν αὐτὴν πατρότητα τῆς ὑποστάσεως, εἴτε μονοφυοῦς εἴτε διφυοῦς αὐτῆς διατελούσης), ὁ προαδαμιαῖος καὶ Τρισυπόστατος Θεοψυχάνθρωπος, οἱ Τρεῖς, δηλονότι, προαδαμιαίοι Θεοψυχάνθρωποι, ἐξαιροῦνται, ἀσφαλῶς, πάσης θείας χρίσεως καὶ οὔτε οἱ ἴδιοι καὶ οἱ αὐτοὶ τελοῦσι «χριστοὶ θεοῦ», οὔτε συμπεριλαμβάνονται εἰς τὸ σύνολον τῶν θείων χριστῶν, οὔτε ὡς Ψυχάνθρωποι, διότι, λόγῳ τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων εἰς τὰ αὐτὰ θεῖα πρόσωπα, εἰς τὰ ὁποῖα ἑνοῦνται ὑποστατικῶς καὶ ἀσυγχύτως αἱ δύο, κατὰ συμπερίληψιν, πλήν, τρεῖς, κατ' ἀκρίβειαν, φύσεις αὐτῶν, ἡ θεία καὶ ἡ ψυχανθρωπίνη, ἤτοι, ἡ ψυχικὴ καὶ ἡ σωματική, ὡς Ψυχάνθρωποι, κέκτηνται «ὑποστατικῶς» καὶ «αὐτομάτως» τὴν θείαν χάριν τῆς θείας Αὐτῶν ἐνεδρευούσης φύσεως, «κατ' ἀντίδοσιν» καὶ οὐχὶ «κατὰ χρῖσιν», ὅπως οἱ κοινοὶ καὶ λοιποὶ ἄνθρωποι.
Ἓν ἔτι, λοιπόν, σοβαρὸν δογματικὸν σφάλμα τὸ ὁποῖον ὑπέλαθε καὶ διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ αἱρετικοῦ Παλαιορθοδόξου Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ (καὶ ἄλλων ἐξ αὐτοῦ προκυψασῶν αἱρετικῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν), ὁ ὁποῖος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων κακοδοξιῶν αὐτοῦ, δογματίζει καὶ ὀνομάζει τὸν Θεοψυχάνθρωπον, ὡς Ψυχάνθρωπον, ὡς Χριστὸν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Χάριτος.
Ἡ ὄντως, ὅμως, Ὀρθοδοξία, τὸ Καινορθόδοξον Δόγμα καὶ ὁ Τριαδιανισμός, σαφῶς καὶ ἀποφθεγματικῶς δι' ἡμῶν ἀποφαίνεται: «Οὐδεὶς Θεοψυχάνθρωπος Χριστὸς καὶ οὐδεὶς Χριστὸς Θεοψυχάνθρωπος».
Ὁ Θεοψυχάνθρωπος, καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς Ψυχάνθρωπος, πάντοτε «χρίει» καὶ διὰ τῆς χρίσεως καθιστᾷ μέτοχον τῆς θείας αὐτοῦ χάριτος ψυχάνθρωπόν τινα καὶ οὐδέποτε καὶ ὑπ' οὐδενὸς ὁ ἴδιος καὶ ὁ αὐτὸς «χρίεται», οὔτε ὡς Θεός, οὔτε ὡς Ψυχάνθρωπος, οὔτε ὑφ' Ἑαυτοῦ τοῦ ἰδίου, οὔτε ὑφ' ἑτέρου Θεοψυχανθρώπου, οὔτε ὑπὸ ψυχανθρώπου τινός, καὶ οὐδαμῶς καὶ κατ' οὐδένα τρόπον τελεῖ «χριστὸς θεοῦ», οὔτε ὡς «αὐτόχριστος», οὔτε ὡς «ἑτερόχριστος», διότι πρόκειται, ἀσφαλῶς, περὶ τοῦ αὐτοῦ θείου ἐνανθρωπήσαντος προσώπου, περὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ σαρκωθέντος ἢ σαρκοφορήσαντος Θεοῦ. Ἀναλόγως, ὁ Θεοψυχάνθρωπος, ὁ ἴδιος καὶ ὁ αὐτός, ὡς Ψυχάνθρωπος, οὔτε βαπτίζεται ἀλλὰ μόνον βαπτίζει κ.λ.π..
ζ΄ . «Ἡρώων»: Ἀκολουθεῖ νομοτελειακῶς μετὰ τὸ ὄνομα «Χριστῶν» καί, προϋποτιθεμένων ὅλων τῶν προηγουμένων ὀνομάτων, τὸ ἀρχαῖον ἑλληνικὸν ὄνομα «Ἥρως», τὸ ὁποῖον, εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἀρχαιότητα, ἐσήμαινε τὸν «ἡμίθεον», δηλοῖ τὴν ὑπερνίκησιν καὶ ὑπέρβασιν τῆς μεταπτωτικῆς ἀδαμιαίας φύσεως καὶ τὴν κατὰ τὸ μέτρον, βεβαίως, τοῦ δυνατοῦ ἀποκατάστασιν εἰς τὴν ὑφ' ἡμῶν καὶ ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν ἐπιγνωσθεῖσαν καὶ κληθεῖσαν ὡς «ἀποπτωτικὴν» ἀδαμιαίαν φύσιν, καὶ οὐχί, ἀσφαλῶς, εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν προπτωτικὴν ἀδαμιαίαν φύσιν, ὅπερ μετὰ πτῶσιν ἀδύνατον, δεδομένου ὅτι ὅποιος διατελεῖ «Τριαδιανός», ἄρα «Ὀρθόδοξος», ἄρα «Χριστός», ἐνίκησεν, ἐν τέλει καὶ εἰς τὸ εὖρος τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς αὐτοῦ, τῆς ἕως τῆς Ἐσχάτης καὶ Καθολικῆς τῶν νεκρῶν Ἀναστάσεως ἐκτεινομένης, τὸν μεταπτωτικὸν ἑαυτόν, τὸν κόσμον, τὸν διάβολον, τὴν ἁμαρτίαν, τὴν φθορὰν καὶ τὸν θάνατον καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν καὶ εἰς τὴν διὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ φύσιν καὶ κατὰ χάριν ἕνωσιν μετὰ τοῦ ὅλως ἀπροϋποθέτως τῆς ἀδαμιαίας πτώσεώς τε καὶ σωτηρίας, πρό τε πλάσεως καὶ πτώσεως Ἀδάμ, ὅλου σαρκωθέντος καὶ ἐγκοσμικευθέντος καὶ ἐνανθρωπήσαντος Ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἤτοι, μετὰ τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπων, καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς κατὰ χάριν θέωσιν, κατὰ τὸ ῥηθὲν τοῦ Ἀρχιχρίστου Ἰησοῦ, «ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον», ἄρα, ἀναγνωρίζεται ἐπαξίως ὡς «ἥρως θεοῦ», τουτέστιν, «ἡμίθεος», ἤτοι, ὡς «κατὰ χάριν θεός», ἄξιος τῆς θείας αὐτοῦ πρὸς σωτηρίαν καὶ πρὸς θέωσιν κλήσεως, νικητὴς καὶ θριαμβευτής, κατὰ τὸ γραφικόν, «ἐγὼ δὲ εἶπα, θεοὶ ἐστὲ καὶ υἱοὶ ὑψίστου πάντες».
Ὁ πρῶτος, ὡς εἴπομεν, καὶ κορυφαῖος πάντων τῶν λοιπῶν Τριαδιανὸς Ὀρθόδοξος Χριστὸς Ἥρως, ὁ ὁποῖος ἐνίκησε τὴν κατὰ θεὸν ἁμαρτίαν, τὴν φθοράν, τὸν θάνατον καὶ τὸν μεταπτωτικὸν ἀδαμιαῖον ἑαυτὸν καὶ διὰ τῆς προδρομικῆς Αὐτοῦ ἀναστάσεως, πρὸ τῆς τῶν πάντων καθολικῆς ἀναστάσεως, προδραμὼν καὶ προλαβὼν πάντας τοὺς συναδαμιαίους Αὐτοῦ, ἡνώθη κατ' ἄμεσον τρόπον, ὡς ἀποπτωτικὸς ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος, τουτέστιν, ὡς ἀπὸ τῆς ἀδαμιαίας πτώσεως ἀναστάς, μετὰ τοῦ προπτωτικοῦ καὶ προαδαμιαίου Τρισυποστάτου Θεοψυχανθρώπου (δι' ὑπερφυσικῆς, κατωτέρας γαμηλίου καὶ ἀνωτέρας εὐχαριστιακῆς, μίξεως, ὡς καὶ φυσικῶς καὶ ἠθικοφυσικῶς ἑτεροειδής, καὶ οὐχὶ δι' εὐχαριστιακῆς κράσεως, ἤτοι, συσσωμίας καὶ συναιμίας, διὰ τῆς ὁποίας ἑνοῦνται μόνον οἱ φυσικῶς καὶ ἠθικοφυσικῶς ὁμοειδεῖς, ἢ καὶ οἱ δυνάμενοι νὰ ἀφομοιωθῶσι μετ' ἀλλήλων ἑτεροειδεῖς, μόνον ὁ ἐξ Ἀδάμ, δηλονότι, ἀποπτωτικός, μετὰ τοῦ ἐξ Ἀδὰμ μεταπτωτικοῦ, ὁ δυνάμενος νὰ ἀφομοιώσῃ πρὸς ἑαυτὸν τὸν μεταπτωτικὸν καὶ νὰ μεταβάλῃ καὶ ἐκεῖνον εἰς ἀποπτωτικόν, ὅπως μετεβλήθη καὶ ὁ ἴδιος, πρῶτον μεταπτωτικὸς ὢν καὶ ὕστερον ἀποπτωτικὸς γενόμενος) καὶ οὕτως ἑνωθεὶς ἐθεώθη κατὰ χάριν, ἦτο ὁ ἀδαμιαῖος Ἰησοῦς, γενόμενος οὕτω σύνδεσμος, μέσον ἑνώσεως ἢ «Μεσίτης», ὡς ἀποπτωτικὸς (πρῴην μεταπτωτικὸς) ἀδαμιαῖος ψυχάνθρωπος, ἀνὰ μέσον τῶν δύο ἄκρων, τοῦ προπτωτικοῦ καὶ προαδαμιαίου Τρισυποστάτου Θεοψυχανθρώπου, τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπων, καὶ τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀδαμιαίου ψυχανθρώπου, τὰ ὁποῖα ἄκρα, ἄνευ τοῦ μέσου τούτου, δὲν δύνανται ἀμέσως νὰ ἑνωθῶσιν, ὅπως ἀκριβῶς δὲν ἑνοῦνται ἀμέσως τὸ ἄκτιστον καὶ ἄϋλον ἄκρον, ἡ θεότης, καὶ τὸ κτιστόν καὶ ἔνυλον ἄκρον, ἡ σωματικὴ ἀνθρωπότης, ἄνευ τοῦ κτιστοῦ καὶ ἡμιΰλου μέσου, τῆς ψυχῆς.
Τὸ Καινορθόδοξον, λοιπόν, Δόγμα, ὁ Τριαδιανισμός, ἡ ἀληθὴς Ὀρθοδοξία, ἀπέδειξε θεολογικῶς, δι' ἡμῶν τῶν πνευματικῶν Αὐτοῦ ἱδρυτῶν καὶ ἐπιστημονικῶν Αὐτοῦ ὑπευθύνων, καὶ διετράνωσε δογματικῶς τὸ γεγονὸς καὶ τὸν σκοπὸν τῆς προδρομικῆς πάντων τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως, μέσῳ τῆς τριαδικῆς ἀντεπιδείξεως τῶν τριῶν ἠθικοφυσικῶν ἀνθρωπολογικῶν τύπων, τοῦ προπτωτικοῦ, τοῦ ἀποπτωτικοῦ καὶ τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.
Πρὸ παντός, ὁ Τριαδιανισμὸς ἀπέδειξε δι' ἡμῶν τὸ γεγονὸς καὶ τὸν σκοπὸν τῆς προαδαμιαίας καὶ τριαδικῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἡ ὁποία ἀπεκρύβη, μᾶλλον δὲ εἰπεῖν, συνεκαλύφθη σκοπίμως εἰς τὴν βιβλικὴν παράδοσιν ὑπὸ τῆς θείας σοφίας καὶ πανουργίας.
Σαφῶς, ὁ ἀληθὴς λόγος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἐπιγινώσκεται εἰς τὴν ἀντίστροφον ἀναλογίαν μεταξὺ τῶν δύο διαφόρων θείων τριαδικῶν ἐντελεχειακῶν ἀντεπιδείξεων, τῆς μὲν ἀϊδίου καὶ ἐσωτερικῆς, «ὑποστατικῆς» λεγομένης, θείας τριαδικῆς ἀντεπιδείξεως, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ θεότης ἀντεπιδείκνυται ὡς «ὑπόστασις», τουτέστιν, ὡς «προσωπικὴ ἀτομικὴ ὕπαρξις», ἤτοι, ὡς ἀτομία τῆς ζωῆς, διὰ τοῦ σχήματος τῶν τριῶν διαφόρων ἀτόμων τῆς θείας νοερᾶς ζωῆς, τῶν λεγομένων «θείων προσώπων» ἢ «θείων ὑποστάσεων», τοῦ «ἀγεννήτου», τοῦ «γεννητοῦ» καὶ τοῦ «ἐκπορευτοῦ», τὰ ὁποῖα διατελοῦσι κατὰ φύσιν ἡνωμένα μετ' ἀλλήλων, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «πεφύκασιν ἡνωμένα», εἰς ἓν καὶ μόνον καὶ τὸ αὐτὸ καὶ τὸ ἴδιον ἀκριβῶς ἄτομον θείας νοερᾶς οὐσίας (καὶ ἐνεργείας), ἑνοῦνται, δηλαδή, δι' «ὁμοουσιαστικῆς ἑνώσεως», ἄνευ προηγηθείσης χωριστῆς οὐσιαστικῆς ἀτομικῆς ὑπάρξεως εἰς τρία ἴδια ἀρχικὰ ἄτομα οὐσίας καὶ ἐπελθούσης κατὰ κρᾶσιν ἑνώσεως μετ' ἀλλήλων εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ τελικὸν οὐσιαστικὸν ἄτομον, τῆς δὲ οἰκονομικῆς καὶ ἐξωτερικῆς, «φυσικῆς» λεγομένης, θείας τριαδικῆς ἀντεπιδείξεως, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ θεότης ἀντεπιδείκνυται ὠς «φύσις», τουτέστιν, ὡς «ἰδία φυσικὴ ὕπαρξις», διὰ τοῦ σχήματος τῶν τριῶν διαφόρων φύσεων τῶν ὄντων, τοῦ «ἀΰλου» (ἀκτίστου ἀνεμήτου πνεύματος), τοῦ «ἡμιΰλου» (κτιστοῦ νεμητοῦ ἀδομήτου ἡμιπνεύματος, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «πνευματοσώματος») καὶ τοῦ «ἐνύλου» (κτιστοῦ νεμητοῦ δομητοῦ σώματος), ἤτοι, τριῶν διαφόρων ἀτόμων οὐσίας (καὶ ἐνεργείας), τὰ ὁποῖα ἑνοῦνται μετ' ἀλλήλων εἰς ἓν καὶ μόνον καὶ τὸ αὐτὸ καὶ τὸ ἴδιον ἀκριβῶς ἄτομον θείας νοερᾶς ζωῆς ἢ «θεῖον πρόσωπον» ἢ «θείαν ὑπόστασιν», ἑνοῦνται, δηλαδή, δι' «ὁμοϋποστασιαστικῆς ἑνώσεως».
Δεδομένου δὲ ὅτι ἔχομεν τρεῖς διαφόρους καὶ ὁμοουσίους (καὶ ὁμοενεργοὺς) θείας ὑποστάσεις, ἑκάστη τῶν ὁποίων κέκτηται καὶ κατέχει ὁλόκληρον τὴν μίαν καὶ τὴν μόνην καὶ τὴν αὐτὴν καὶ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς θείαν οὐσίαν (καὶ ἐνέργειαν), ἤτοι, καὶ τὴν αὐτὴν θείαν οὐσίαν (καὶ ἐνέργειαν) καὶ τὴν αὐτὴν ἀτομίαν τῆς θείας οὐσίας (καὶ ἐνεργείας), καὶ ὅτι δὲν εἶναι δυνατόν:
α΄. Οὔτε τὸ ἓν καὶ τὸ μόνον καὶ τὸ ὅλον καὶ τὸ αὐτὸ καὶ τὸ ἴδιον ἀκριβῶς ἄτομον τῆς θείας οὐσίας (καὶ ἐνεργείας) νὰ αὐτοαναιρῆται, ἤτοι, καὶ νὰ σαρκῶται καὶ νὰ μὴ σαρκῶται, νὰ διατελῇ, δηλαδή, ἐν ταὐτῷ καὶ ἔνσαρκον καὶ ἄσαρκον, ἀλλ' εἴτε ἄσαρκον, μόνον, θὰ εἶναι, εἴτε ἔνσαρκον ὁμοῦ τε καὶ ἔκσαρκον (δογματικὸν ἄτοπον τῆς αὐτοαναιρέσεως τῆς αὐτῆς καὶ τῆς ἰδίας ἀκριβῶς θείας οὐσίας ὡς ἀσαρκοενσάρκου).
Διότι πρὸ μὲν τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἡ θεότης καλεῖται «ἄσαρκος», μετὰ δὲ τὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, αὕτη δὲν καλεῖται πλέον «ἄσαρκος», ἀλλὰ μετακαλεῖται ὡς «ἔνσαρκος ὁμοῦ τε καὶ ἔκσαρκος», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «ἐξένσαρκος», ἤτοι, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ προσλήμματος τῆς σαρκὸς «ἐν ταὐτῷ» καὶ οὐχὶ «ἐναλλὰξ» ὑπάρχουσα, χωρίς, δηλαδή, νὰ ἀποβάλλῃ καὶ νὰ προσλαμβάνῃ πάλιν ἀλλεπαλλήλως τὸ σαρκικὸν πρόσλημμα.
Ὅπερ ἐστὶ μυστήριον ὑπέρλογον καὶ ἀνερμήνευτον, ἀπορρέον ἐκ τῆς θείας φυσικῆς τελειότητος καὶ σημαῖνον ὅτι ἡ ἐνσάρκωσις τῆς θείας φύσεως, εἶναι μὲν πραγματική, ἀλλ' ἐπ' οὐδενὶ δεσμευτικὴ διὰ τὴν σαρκωθεῖσαν θεότητα, ἡ ὕπαρξις τῆς ὁποίας, μετὰ τὴν θείαν ἐνσάρκωσιν αὐτῆς, δὲν δεσμεύεται καὶ δὲν περιορίζεται μόνον ἐντὸς τῶν ὀντολογικῶν πλαισίων τοῦ καθ' ὑπόστασιν προσλήμματος τῆς σαρκὸς αὐτῆς, ἀλλ' ἐξακολουθεῖ ἔτι ἐπιγινωσκομένη ἐν ταὐτῷ ἐπιπλέον καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, ὅπου καὶ ὅπως ἦτο καὶ πρὸ τῆς ὑποστατικῆς προσλήψεως αὐτοῦ, ἀλλ' ἄνευ ἀποβολῆς αὐτοῦ καὶ διαλύσεως τῆς γενομένης μετ' αὐτοῦ ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Ἐπειδή, δηλαδή, τὰ ἰδιώματα τοῦ ἀσάρκου καὶ τοῦ ἐνσάρκου εἶναι ἀλληλοαναιρούμενα διὸ καὶ μὴ ἀλληλοσυναιρούμενα (τὸ ἓν σὺν τῷ ἄλλῳ) ταὐτοχρόνως καὶ ἀσυγχύτως ἀλλὰ μόνον ἀλληλομεθαιρούμενα (τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο) ἑτεροχρόνως καὶ διαδοχικῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐσιαστικὸν ἄτομον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἰδιώματα τοῦ ἐνσάρκου καὶ τοῦ ἐκσάρκου, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀλληλοπροσαιρούμενα διὸ καὶ ἀλληλοσυναιρούμενα (κατὰ τὸν χρόνον ἐπιγνώσεως καὶ οὐχὶ κατὰ τὴν φύσιν τῆς ὑπάρξεως αὐτῶν) ταὐτοχρόνως καὶ ἀσυγχύτως ἐν τῇ αὐτῇ ἀτομίᾳ μόνης τῆς ἀνεμήτου θείας οὐσίας, τὸ ὁποῖον σημαίνει ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς θείας οὐσίας ὑπὸ τῶν τοιούτων ἀλληλοαναιρουμένων καὶ μὴ ἀλληλοσυναιρουμένων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἰδιωμάτων θὰ ἦτο δυνατός, εἴτε εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς διαδοχικῆς σαρκώσεως καὶ ἀποσαρκώσεως τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀτόμου αὐτῆς, εἴτε εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς νομῆς αὐτῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ ἀτομία τῆς θείας οὐσίας δὲν θὰ ἦτο μοναδικὴ ἀλλὰ θὰ περιελάμβανε πλείονα τοῦ ἑνὸς οὐσιαστικὰ ἄτομα, ἄλλα σαρκούμενα καὶ ἄλλα μὴ σαρκούμενα.
Οἱ Παλαιορθόδοξοι, σημειωτέον, τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν προκύψαντες λοιποὶ αἱρετικοί, παρερμήνευσαν, ἐν προκειμένῳ, κακοδόξως οὐχὶ μόνον τὴν λεγομένην «ἀποφατικὴν καὶ καταφατικὴν» θεολογίαν, ἀλλ' ἔτι καὶ αὐτὸν τὸν ἑλληνικὸν λόγον, ταὐτίζοντες καὶ συγχέοντες μετ' ἀλλήλων τοὺς διαφόρους κατὰ τὴν θεολογικὴν σημασίαν ὅρους «ἄσαρκος» καὶ «ἔκσαρκος» καὶ οὕτω καταλήγοντες ἀνοήτως καὶ πάλιν εἰς αὐτοαναιρούμενον καὶ παράλογον καὶ οὐχὶ ὑπέρλογον δόγμα, δεδομένου ὅτι ὁ ὅρος «ἄσαρκος», μετὰ τοῦ στερητικοῦ «α», σημαίνει θεολογικῶς τὸν «ἄνευ σαρκός», τουτέστιν, εἴτε τὸν μηδέποτε, ἢ τὸν μὴ ἔτι, σαρκωθέντα, εἴτε τὸν πρότερον σαρκωθέντα καὶ ὕστερον ἀποβαλόντα τὸ πρόσλημμα τῆς σαρκός, διακρινόμενος καὶ ἀντιτιθέμενος πρὸς τὸν ὅρον «ἔκσαρκος», ὁ ὁποῖος διατελεῖ συνεπὴς καὶ πάντοτε συνδυαστικὸς πρὸς τὸν ὅρον «ἔνσαρκος», σημαίνων θεολογικῶς τὸν «ἐκτὸς σαρκός», τουτέστι, τὸν ἐξακολουθοῦντα ὑπάρχοντα «ἐν ταὐτῷ» προσέτι καὶ ἐκτὸς τοῦ προσλήμματος τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, ἔτι καὶ μετὰ τὴν ἑαυτοῦ σάρκωσιν, ἄνευ ἀποκοπῆς τοῦ σαρκικοῦ προσλήμματος καὶ ἀποσυνθέσεως τῆς συναφθείσης ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
β΄. Οὔτε ἡ μία καὶ ἡ μόνη καὶ ἡ ὅλη καὶ ἡ αὐτὴ καὶ ἡ ἰδία ἀκριβῶς θεία ἐνσαρκωθεῖσα οὐσία, ἡ καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ προσλήμματος τῆς σαρκὸς αὐτῆς, ἔτι καὶ μετὰ τὴν θείαν αὐτῆς ἐνσάρκωσιν, ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καὶ ἀναυξομειώτως ἐν ταὐτῷ ἐξακολουθοῦσα ὑπάρχουσα, εἰς μὲν τὴν ἔκσαρκον φυσικὴν αὐτῆς κατάστασιν (ἐκτὸς τοῦ προσλήμματος τῆς σαρκός), νὰ διατελῇ τρισυπόστατος, κατεχομένη ὁλόκληρος καὶ ὑπὸ τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων, εἰς δὲ τὴν ἔνσαρκον φυσικὴν κατάστασιν αὐτῆς (ἐντὸς τοῦ προσλήμματος τῆς σαρκός), νὰ παύηται διατελοῦσα τρισυπόστατος καὶ κατεχομένη ὡσαύτως καὶ ὑπὸ τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων καὶ νὰ διατελῇ ἑνιυπόστατος (μονοϋπόστατος), κατεχομένη ὅλη ὑπὸ τῆς μιᾶς, μόνον, ἐκ τῶν τριῶν, θείας ὑποστάσεως, διότι, ἀφ' ἑνός, ὅταν ἡ οὐσία διατελῇ ἀδιαίρετος καὶ μὴ νεμομένη εἰς πλείονα τοῦ ἑνὸς οὐσιαστικὰ ἄτομα, κατέχεται ἀναγκαστικῶς ὁλόκληρος ὑφ' ἑκάστης ὑποστάσεως αὐτῆς, καὶ ἐφ' ὅσον αὕτη κατέχεται ὁλόκληρος, κατέχεται ἀναποφεύκτως καὶ εἰς ὅλας ἀνεξαιρέτως τὰς φυσικὰς αὐτῆς καταστάσεις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν περίπτωσιν τῆς διαιρέσεως καὶ νομῆς τῆς οὐσίας εἰς πλείονα ἄτομα, ὅπου ἑκάστη ὑπόστασις κατέχει ἓν μόνον ἐκ τῶν πολλῶν ἀτόμων αὐτῆς καὶ οὐχὶ ὁλόκληρον τὴν οὐσίαν, διὸ καὶ δύναται νὰ κατέχῃ αὐτήν, εἴτε ἀδιαδόχως, εἴτε διαδοχικῶς, μόνον εἰς τὴν ἄσαρκον ἢ μόνον εἰς τὴν ἔνσαρκον φυσικὴν κατάστασιν αὐτῆς καὶ οὐχὶ συγχρόνως καὶ στατικῶς εἰς ἀμφοτέρας τὰς τοιαύτας, ὅπως μόναι αἱ ὑποστάσεις τῆς μιᾶς καὶ ἀδιαιρέτου οὐσίας δύνανται, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ ἀδιαιρέτου ἐκείνης, καὶ ἐπειδή, ἀφ' ἑτέρου, τὸ ἔκσαρκον προαπαιτεῖ καὶ συναπαιτεῖ τὸ ἔνσαρκον καὶ ὁρίζεται πάντοτε βάσει αὐτοῦ, διὸ καὶ πᾶσα ἔκσαρκος ὑπόστασις διατελεῖ ἐν ταὐτῷ ὁπωσδήποτε καὶ ὡς ἔνσαρκος (δογματικὸν ἄτοπον τῆς κτησιακτησίας τῆς αὐτῆς καὶ τῆς ἰδίας ἀκριβῶς θείας οὐσίας ὑπὸ τῆς αὐτῆς καὶ τῆς ἰδίας ἀκριβῶς θείας ὑποστάσεως εἰς τὴν ἔκσαρκον καὶ εἰς τὴν ἔνσαρκον φυσικὴν κατάστασιν αὐτῆς).
Τὸ αὐτό, σημειωτέον, δογματικὸν ἄτοπον ἰσχύει ἀναλόγως καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ προηγουμένου δογματικοῦ ἀτόπου, καθ' ἣν ἡ θεία οὐσία θεωρηθῇ ἐν ταὐτῷ καὶ ὡς ἄσαρκος καὶ ὡς ἔνσαρκος καὶ εἰπωθῇ ὅτι αὕτη εἰς τὴν μίαν θείαν ὑπόστασιν σαρκοῦται καὶ εἰς τὰς ἄλλας δύο θείας ὑποστάσεις δὲν σαρκοῦται, ὅτι δηλαδή, εἰς μὲν τὴν ἄσαρκον φυσικὴν κατάστασιν αὐτῆς, εἶναι τρισυπόστατος, εἰς δὲ τὴν ἔνσαρκον, ἑνιυπόστατος (μονοϋπόστατος).
γ΄. Οὔτε, ἡ μὲν θεία ὑπόστασις, ἡ πάντοτε ἐντὸς καὶ οὐδέποτε ἐκτὸς τῆς ὑπ' αὐτῆς κατεχομένης θείας οὐσίας ὑπάρχουσα, νὰ διαμένῃ μόνον ἔκσαρκος, ἡ δὲ θεία οὐσία ἡ κατεχομένη ὑπ' αὐτῆς νὰ διατελῇ καὶ ἔνσαρκος καὶ ἔκσαρκος (ἐξένσαρκος), διότι, ἀφ' ἑνός, πάντοτε ἡ θεία ὑπόστασις ὑπάρχει ἐντὸς τῆς ἰδίας αὐτῆς θείας οὐσίας, τὴν ὁποίαν αὐτὴ ἡ ἰδία κατέχει, διὸ καὶ πάντοτε διατελεῖ συνακόλουθος αὐτῇ, ὁμοῦ μετὰ τῆς ὑφ' ἑαυτῆς κατεχομένης θείας οὐσίας καὶ ἐν αὐτῇ, καὶ ὑπάρχει ὅπου καὶ ὅπως ὑπάρχει καὶ ἡ ἀνήκουσα εἰς ἑαυτὴν θεία οὐσία, ἤτοι, εἰς οἱανδήποτε φυσικὴν κατάστασιν ἐπιγινώσκεται ὑπάρχουσα καὶ ἡ ἰδία αὐτῆς θεία οὐσία, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ χώρου, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ καθ' ὑπόστασιν προσλήμματος τῆς σαρκός, καὶ ἐπειδή, ἀφ' ἑτέρου, τὸ ἔκσαρκον προαπαιτεῖ καὶ συναπαιτεῖ τὸ ἔνσαρκον καὶ ὁρίζεται πάντοτε βάσει αὐτοῦ, διὸ καὶ ὅ,τι διατελεῖ ὡς ἔκσαρκον συνδιατελεῖ ἐν ταὐτῷ ὁπωσδήποτε καὶ ὡς ἔνσαρκον (δογματικὸν ἄτοπον τῆς ἀνακολουθίας μεταξὺ τῆς ἐκσάρκου θείας ὑποστάσεως καὶ τῆς ὑπ' αὐτῆς κατεχομένης ἐξενσάρκου θείας οὐσίας).
Οὔτε, πάλιν, εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ πρώτου δογματικοῦ ἀτόπου, ἡ μὲν θεία ὑπόστασις, νὰ διαμένῃ μόνον ἄσαρκος καὶ ἄνευ θείας ἐνανθρωπήσεως, ἡ δὲ θεία οὐσία ἡ κατεχομένη ὑπ' αὐτῆς νὰ διατελῇ καὶ ἄσαρκος καὶ ἔνσαρκος, καὶ ἄνευ καὶ μετὰ θείας ἐνανθρωπήσεως (τὸ αὐτὸ δογματικὸν ἄτοπον τῆς ἀνακολουθίας, ἐν δὲ προκειμένῳ, μεταξὺ τῆς ἀσάρκου θείας ὑποστάσεως καὶ τῆς ὑπ' αὐτῆς κατεχομένης ἀσαρκοενσάρκου θείας οὐσίας).
Τεκμαίρεται καὶ ἀποδεικνύεται ἀναμφισβητήτως τὸ φύσει ὑποχρεωτικόν, καταναγκαστικὸν καὶ ἀναπόφευκτον τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ διὰ τὰς τρεῖς ἀνεξαιρέτως ὁμοουσίους καὶ ὁμοενεργοὺς καὶ ὁμοτρόπους, διὸ καὶ ἀπολύτως ἀχωρίστους, θείας ὑποστάσεις, εἰς περίπτωσιν, βεβαίως, καθ' ἣν αὕτη γένηται πρᾶξις ἑκουσίως, θεληματικῶς καὶ αὐτοπροαιρέτως ὑπὸ τοῦ θείου ὄντος.
Ὅθεν, εἰς μὲν τὴν ἐσωτερικὴν ὑποστατικὴν τριάδα, ἐπιγινώσκομεν τρία θεῖα νοερὰ ἄτομα ζωῆς (πρόσωπα ἢ ὑποστάσεις) εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ θεῖον νοερὸν ἄτομον οὐσίας (καὶ ἐνεργείας), εἰς δὲ τὴν ἐξωτερικὴν φυσικὴν τριάδα, τρία ἄτομα οὐσίας (καὶ ἐνεργείας), ἓν νοερόν, ἓν νοητὸν καὶ ἓν αἰσθητόν, εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ θεῖον νοερὸν ἄτομον ζωῆς (πρόσωπον ἢ ὑπόστασιν), ἐπιγινωσκόμενον καὶ κατὰ τοὺς τρεῖς διαφόρους θείους ὑποστατικοὺς τρόπους, ἡ δὲ ἀντίστροφος αὕτη, ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, ἀναλογία, ἐπαληθεύει ἀμοιβαίως τὰ ἔξω ἐκ τῶν ἔσω καὶ τὰ ἔσω ἐκ τῶν ἔξω, ὅτι δηλαδὴ τὰ ἔξω τρία εἶναι ἓν διότι καὶ τὰ ἔσω τρία εἶναι ἕν, καὶ τὰ ἔσω τρία εἶναι ἓν διότι καὶ τὰ ἔξω τρία εἶναι ἕν.
Εὐνόητον, ὅτι δὲν τριπλασιάζεται ἡ θεία ἐνανθρώπησις, ἐπειδὴ αὕτη εἶναι τριαδική, δεδομένου ὅτι τριπλασιασμὸς σημαίνει ἐπανάληψις τοῦ αὐτοῦ πράγματος, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ἄρα, αὕτη θὰ ἐτριπλασιάζετο εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν εἶχομεν ἕνα καὶ μόνον θεῖον ὑποστατικὸν τρόπον καὶ τρεῖς ἀδιαφόρους μετ' ἀλλήλων Θεοψυχανθρώπους, τοῦ αὐτοῦ θείου ὑποστατικοῦ τρόπου, ἀλλὰ τοὐναντίον, ἐὰν δὲν εἶχομεν τριαδικὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, ἐπιγινωσκομένην καὶ κατὰ τοὺς τρεῖς διαφόρους θείους ὑποστατικοὺς τρόπους, αὕτη θὰ ἦτο ἐλλειπής.
Τὰ δὲ λοιπὰ πάντα τὰ σχετικὰ περὶ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἀναλύομεν πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως εἰς τὸν «Μέγαν Παππικὸν Δογματικὸν Καὶ Κανονικὸν Τόμον» ἡμῶν, τὸν τὸ Καινορθόδοξον Δόγμα ὄντως ὀρθοδόξως καθιδρύοντα.
Τὸ Καινορθόδοξον, λοιπόν, Δόγμα διέκρινε σαφῶς δι' ἡμῶν καὶ ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν τὸν προαδαμιαῖον καὶ προπτωτικὸν Θεοψυχάνθρωπον ἀπὸ τοῦ ἀδαμιαίου καὶ ἀποπτωτικοῦ, πρῴην μεταπτωτικοῦ, Χριστοῦ Μεσίτου καὶ Ἐξιλαστηρίου Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, Ψυχανθρώπου Ἰησοῦ, δεδομένου ὅτι ἀπὸ μεταπτωτικῆς, τουτέστι, «ῥυπαρᾶς», φύσεως οὐδέποτε προέρχεται καὶ παράγεται καὶ προκύπτει προπτωτική, τουτέστι, «καθαρά», φύσις (ἀπόλυτος καθαρότης), ἀλλὰ μόνον ἀποπτωτική, τουτέστι, «κεκαθαρμένη», φύσις (σχετικὴ καθαρότης), εἴτε «ἐκ γενετῆς», εἴτε «διὰ βιοτῆς» συμβῇ καὶ επέλθῃ ἡ τοιαύτη ἠθικοφυσικὴ πλύσις, κάθαρσις καὶ μεταβολή, καὶ ἐπέγνωσεν ὅτι εἰς τὴν ἠθικοφυσικὴν ὀντολογίαν τοῦ ἀπτώτου ἀνήκει μόνον ὁ προπτωτικός, τουτέστι, «καθαρός», ψυχάνθρωπος, ὁ ὁποῖος σαφῶς διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ἀποπτωτικοῦ, τουτέστι, «κεκαθαρμένου», εἴτε «ἐκ γενετῆς», εἴτε «διὰ βιοτῆς», ψυχανθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀποπτωτικός, ὁμοῦ μετὰ τοῦ μεταπτωτικοῦ, τουτέστι, «ῥυπαροῦ», εἴτε «ἐκ γενετῆς», εἴτε «διὰ βιοτῆς», ψυχανθρώπου, ἀνήκουσιν εἰς τὴν ἀντίθετον ἠθικοφυσικὴν ὀντολογίαν τοῦ πτωτοῦ, τοῦ πάλαι ποτὲ ἅπαξ πεσόντος.
Ἡ ἀνάστασις, συνεπῶς, ἡ ὁποία προϋποθέτει πάντοτε τὴν πτῶσιν καὶ ὁρίζεται βάσει αὐτῆς, οὐδέποτε χαρακτηρίζει τὸν προπτωτικὸν ἀλλὰ πάντοτε τὸν ἀποπτωτικόν, τὸν πρῴην μεταπτωτικὸν ἄνθρωπον, τὸν εἰς πλύσιν καὶ κάθαρσιν, εἴτε «ἐκ γενετῆς», εἴτε «διὰ βιοτῆς» αὐτοῦ, ὑποβληθέντα καὶ οὕτως ἀπὸ τοῦ μεταπτωτικοῦ ῥύπου καθαρθέντα καὶ ἀπὸ τῆς ἀποκαταστάσεως αὐτοῦ καὶ ἐφεξῆς μηκέτι πίπτοντα καὶ τοῦ λοιποῦ ἄπτωτον μένοντα, ὅπερ λέγεται «ἡμίπτωτον» ἢ «ἀποπτωτικὸν» καὶ οὐχὶ «ἄπτωτον» ἢ «προπτωτικόν».
Ὁ μωροκακόδοξος Ἀνατολικὸς καὶ Δυτικὸς Χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος, προφανῶς, δὲν δύναται νὰ διακρίνῃ τὴν δεξιὰν ἀπὸ τῆς ἀριστερᾶς καὶ τὸν «προπτωτικὸν» ἢ «καθαρὸν» ἢ «ἑστῶτα» ἀπὸ τοῦ «ἀποπτωτικοῦ» ἢ «κεκαθαρμένου» ἢ «ἀναστάντος» ἀνθρώπου, τοῦ πρῴην «μεταπτωτικοῦ» ἢ «ῥυπαροῦ» ἢ «πεπτωκότος», καὶ συνεπῶς, τὸν προαδαμιαῖον καὶ προπτωτικὸν Θεοψυχάνθρωπον ἀπὸ τοῦ ἀδαμιαίου καὶ μεταδαμιαίου καὶ ἀποπτωτικοῦ (πρῴην μεταπτωτικοῦ) Χριστοῦ Ψυχανθρώπου καὶ Ἐξιλαστηρίου Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, σὺν τοῖς ἄλλοις, δογματίζει καὶ ὀνομάζει ἀδαμιαῖον καὶ μεταδαμιαῖον Θεοψυχάνθρωπον, «ἐκ γενετῆς ἀποπτωτικὸν καὶ κεκαθαρμένον», ὁ ὁποῖος, «ἅμα τῇ προσλήψει», ὑπέβαλεν εἰς πλύσιν καὶ κάθαρσιν ἀπὸ τοῦ ἀδαμιαίου μεταπτωτικοῦ ῥύπου τὴν ἀδαμιαίαν μεταπτωτικὴν φύσιν, τὴν ὁποίαν οὕτω προσέλαβεν ὡς «ἐκ γενετῆς ἀποπτωτικὴν καὶ κεκαθαρμένην» καὶ οὐχὶ «προπτωτικὴν καὶ καθαράν».
Πέραν τοῦ ὅτι ὑποστατικὴ πρόσληψις τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῶν «ὡσεὶ μιᾶς ψυχανθρωπίνης φύσεως» συμπεριληπτικῶς ἀμφοτέρων θεωρουμένων, ἐκ τοῦ «ἀνοικείου» γενεαλογικοῦ δένδρου τοῦ Ἀδάμ, ἐκτὸς τῆς «ἀνοικείας» ἠθικοφυσικῆς ἐκ γενετῆς ἀποπτωτικότητος ἀλλὰ καὶ τοῦ «ἀνοικείου» ἰδίου φυσικοῦ εἴδους τοῦ ψυχανθρώπου Ἀδὰμ (δεδομένων τῶν ὑφ' ἡμῶν καὶ ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν διακριτῶν τριῶν ἰδίων ἀνθρωπίνων φυσικῶν εἰδῶν τοῦ Θεοψυχανθρώπου, τοῦ Ψυχανθρώπου καὶ τοῦ Αὐτανθρώπου, τοῦ Ὀρθοβάμονος, δηλονότι, Πιθήκου, ἑνὸς ἐκ τῶν τοῦ Γίββωνος εἰδῶν), διὰ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ Πατρός, συνεπάγεται, πρὸ πάντων, καὶ Διπατορισμὸν καὶ Ὑποστατικὴν Διχοτόμησιν τῆς Διφυοῦς Θείας Ὑποστάσεως, τὴν ὑφ' ἡμῶν κληθεῖσαν αἵρεσιν τοῦ "Adamoque", τουτέστι, «καὶ ἐκ τοῦ Ἀδάμ», ἐφ' ὅσον, οὕτως, ὡς Θεός, τελεῖ Υἱὸς τοῦ Ἀγεννήτου Θεοῦ Πατρὸς καὶ ἀνήκει εἰς τὸ θεῖον γενεαλογικὸν Αὐτοῦ δένδρον, ἐν ᾧ, ὡς Ψυχάνθρωπος, τελεῖ Υἱὸς ἑτέρου καὶ δευτέρου καὶ ξένου καὶ ἀλλοτρίου, τοῦ Ἀγεννήτου Πατρὸς καὶ Προπάτορος Ἀδάμ, καὶ ἀνήκει εἰς ἕτερον καὶ δεύτερον καὶ ξένον καὶ ἀλλότριον, ψυχανθρώπινον, γενεαλογικόν δένδρον, τοῦ Ἀδάμ, καὶ οὐχὶ εἰς τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ καὶ τὸ οἰκεῖον, θεοψυχανθρώπινον, γενεαλογικὸν δένδρον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ μόνου Θεοψυχανθρώπου Πατρὸς καὶ Προπάτορος, τοῦ καὶ ἀϊδίως, ὡς Θεόν, καὶ οἰκονομικῶς, ὡς Ψυχάνθρωπον, τὸν Υἱὸν γεννῶντος.
Ἐν προκειμένῳ, προσήκει τοῖς Παλαιορθοδόξοις τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ (ὡς καὶ τῷ Δυτικῷ Χριστιανισμῷ καὶ πάσῃ τοιαύτῃ αἱρετικῇ χριστιανικῇ ὁμολογίᾳ) τὸ εὐαγγελικὸν ἐκεῖνο λόγιον τοῦ Χριστοῦ, «οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν», ἤτοι, ἐκ τῆς μεταπτωτικῆς ἀδαμιαίας, «σαπρᾶς», φύσεως δὲν δύναται νὰ προέλθῃ προπτωτικὴ καὶ «ἀπολύτως καλὴ» ἀλλὰ μόνον ἀποπτωτικὴ καὶ «σχετικῶς καλὴ» φύσις.
Ὅθεν, οἱ ὑφ' ἡμῶν καὶ ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν ὡς αἱρετικοὶ ἐπιγνωσθέντες καὶ καταγνωσθέντες καὶ ὡς «Παλαιορθόδοξοι» ἐπικληθέντες Ἀνατολικοὶ Χριστιανοὶ (ὡς καὶ αἱ ἐξ αὐτῶν προκύψασαι λοιπαὶ καὶ γνωσταὶ αἱρετικαὶ χριστιανικαὶ ὁμολογίαι) κατέστησαν «αὐτοὶ πλανώμενοι καὶ ἑτέρους πλανῶντες», ἐπὶ δισχιλιετίαν ὅλην, προσδιδόντες βαρύτητα εἰς τὴν πίστιν καὶ τὴν θείαν χάριν καὶ ἀδιαφορούντες διὰ τὴν γνῶσιν τῶν ὀρθῶν δογμάτων καὶ τὴν θείαν ἀλήθειαν.
Πλὴν τῶν λοιπῶν βαρειῶν δογματικῶν κατηγοριῶν, ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν, καταπροσήψαμεν εἰς αὐτοὺς πάντας, καὶ εἰς τοὺς ὑφ' ἡμῶν καλουμένους «Παλαιορθοδόξους» τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς ὁμόφρονας αὐτοῖς καὶ ἐξ αὐτῶν προϊόντας αἱρετικούς, τὴν βαρυτάτην δογματικὴν κατηγορίαν τοῦ «Ἡμινεστοριανοῦ», ὡς ἐν μέρει ἀποδεχομένους καὶ διατηροῦντας τὴν θείαν ὑποστατικὴν ἕνωσιν, μόνον εἰς τὴν δευτέραν Θείαν Ὑπόστασιν τοῦ Υἱοῦ καὶ δὴ ἐν τῇ κακοδόξῳ διπατοριστικῇ μορφῇ τοῦ "Adamoque", τουτέστι, «καὶ ἐκ τοῦ Ἀδάμ», καὶ ἐν μέρει ἀπορρίπτοντας καὶ διαλύοντας αὐτήν, εἰς τὰς ἄλλας δύο θείας Ὑποστάσεις, καὶ οὕτως αὐτοὺς ἐξ ἑαυτῶν περὶ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως δογματολογικῶς αὐτοαναιρουμένους καὶ κατέχοντας τὴν μέσην «ἡμικακόδοξον» δογματικὴν θέσιν, ἀνὰ μέσον τοῦ «ὀρθοδόξου», πρώτου ἀκραίου, Καινορθοδόξου ἡμῶν Δόγματος, τοῦ ἀποδεχομένου καθολικῶς καὶ τριαδικῶς ἅπασαν τὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, καὶ τῶν Τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, καὶ τοῦ «κακοδόξου», ἐσχάτου ἀκραίου, Νεστοριανοῦ Δόγματος, τοῦ ἀπορρίπτοντος καθολικῶς καὶ τριαδικῶς ἅπασαν τὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, καὶ τῶν Τριῶν Θείων Ὑποστάσεων.
Καὶ ὁ μὲν αἱρεσιάρχης Νεστόριος, ἀπορρίπτων ἅπασαν θείαν ἐνανθρώπησιν, οἱασδήποτε Θείας ἐκ τῶν Τριῶν Ὑποστάσεως καὶ οἱασδήποτε μορφῆς, εἴτε μονοπατοριστικῆς, εἴτε διπατοριστικῆς, καί, συνεπῶς, ἀρνούμενος καὶ διαλύων ἅπαντα ὡς Θεοψυχάνθρωπον λεγόμενον καὶ φερόμενον, οὕτως ἠρνεῖτο καὶ διέλυε καὶ τὸν ὑπὸ τοῦ τότε ἑνιαίου Ἀνατολικοῦ καὶ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς Θεοψυχάνθρωπον δογματιζόμενον καὶ ὀνομαζόμενον Ἰησοῦν καὶ οὐχὶ διὰ τὸ διπατοριστικὸν τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος, οὔτε λόγῳ διακρίσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοψυχανθρώπου ἀπὸ τοῦ Ψευδοθεοψυχανθρώπου, ὁμολογῶν δύο πατέρας καὶ δύο ἀντιστοίχους εἰς αὐτοὺς υἱούς, ἀφ' ἑνὸς μέν, τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ τὸν ἀντιστοιχοῦντα εἰς Αὐτὸν Θεὸν Υἱόν, ἀφ' ἑτέρου δέ, τὸν ψυχάνθρωπον προπάτορα Ἀδὰμ καὶ τὸν ἀντιστοιχοῦντα εἰς αὐτὸν ψυχάνθρωπον υἱόν, τουτέστιν, ἀπόγονον, Ἰησοῦν, ἀλλά, παρὰ τὸ κακόδοξον καὶ ἄτοπον τῆς ὁμολογίας, ἤτοι, παρὰ τὴν ἀπόρριψιν τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἐκφράζων μονοπατορικὸν καὶ ὁμαλὸν καὶ οὐχὶ διπατορικὸν καὶ ἀνωμελὲς δόγμα.
Ὁ δὲ μωροκακόδοξος Ἀνατολικὸς καὶ Δυτικὸς Χριστιανισμός, παρὰ τὴν μερικὴν ἀποδοχὴν τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἐξέφρασε τὸ γνωστὸν διπατοριστικὸν καὶ ἀνωμελὲς δόγμα τοῦ δῆθεν Θεοψυχανθρώπου Ἰησοῦ, τὸ ὑφ' ἡμῶν σαφῶς ὡς "Adamoque" («καὶ ἐκ τοῦ Ἀδὰμ») ἐπιγνωσθέν, ὁμολογῶν δύο διαφόρους πατέρας καὶ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν υἱὸν ἀντιστοιχοῦντα εἰς ἀμφοτέρους, ἤτοι, δύο διαφόρους τὴν φύσιν καὶ τὴν ὑπόστασιν μονοφυεῖς ἀγεννήτους πατέρας (γεννητικὰς ἀρχὰς) συνδυαζομένους ἀσυγχύτως καὶ ἀτόπως μετ' ἀλλήλων εἰς τὴν ὑπόστασιν ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ διφυοῦς γεννητοῦ υἱοῦ καὶ γεννῶντας ἀμφοτέρους τὸν ἕνα καὶ τὸν μόνον καὶ τὸν αὐτὸν καὶ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς διφυῆ υἱόν, τὸν μὲν Ἀγέννητον Θεὸν Πατέρα, κατὰ τὴν μίαν, τὴν θείαν, ἄκτιστον φύσιν τοῦ διφυοῦς Υἱοῦ, τὸν δὲ ἀγέννητον ψυχάνθρωπον προπάτορα Ἀδὰμ (διὰ μέσου τῆς ἐξ αὐτοῦ ὑπὲρ φύσιν παρθενομητροπάτορος), κατὰ τὴν ἄλλην, τὴν ψυχικὴν καὶ τὴν σωματικήν, κτιστὴν καὶ διττὴν φύσιν τοῦ αὐτοῦ διφυοῦς Υἱοῦ, τοῦ διπάτορος, δῆθεν Θεοψυχανθρώπου, Ἰησοῦ (κατὰ τὴν γενικήν, ἐν προκειμένῳ, καὶ συμπεριληπτικὴν ἀντίληψιν τῶν δύο κτιστῶν φύσεων, τῆς κτιστῆς ψυχικῆς καὶ τῆς κτιστῆς σωματικῆς, ὡσεὶ μιᾶς καὶ διττῆς κτιστῆς φύσεως).
Καὶ εὐλόγως διερωτᾶται πᾶς θεολόγος νοῦς, ποῖον ἐκ τῶν δύο τοιούτων κακοδόξων δογμάτων εἶναι χεῖρον καὶ τί προσβάλλει περισσότερον δογματολογικῶς τὴν θείαν ἐνανθρώπησιν καὶ αὐτὸν τοῦτον τὸν Θεοψυχάνθρωπον, ἡ συλλήβδην ἀπόρριψις τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἢ ἡ διπατοριστικὴ καὶ λοιπὴ διαστροφὴ αὐτῆς καὶ ἡ σύγχυσις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοψυχανθρώπου μετὰ τοῦ Ψευδοθεοψυχανθρώπου καὶ ἡ ἀντιποίησις τῆς Ὑποστάσεως Αὐτοῦ ὑπ' ἐκείνου;
Σαφῶς, ἡ θεία ἐνανθρώπησις, ἢ θὰ γίνῃ ὁμαλῶς καὶ καθὼς πρέπει, ἢ καλύτερον νὰ μὴ συμβῇ καθόλου, δὲν ἐπιτρέπεται, δηλαδή, θεολογικῶς καὶ δογματολογικῶς, νὰ παραδεχθῶμεν διαστροφικήν, διπατορικὴν καὶ λοιπήν, θείαν ἐνανθρώπησιν καὶ ἀνωμελῆ, διπατορικὸν καὶ λοιπόν, Θεοψυχάνθρωπον.
Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ταύτην, οἱ Παλαιορθόδοξοι τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ πάντες οἱ ὁμόφρονες αὐτοῖς, ἀπεδείχθησαν, ἀσφαλῶς, χείρονες καὶ ἀνωμελέστεροι δογματολογικῶς ἔτι καὶ αὐτοῦ τούτου τοῦ Νεστορίου, τὸν ὁποῖον κατεδίκασαν, καὶ τοῦτο, διότι ἐποίησαν ἀνεπίτρεπτον ἐν τῷ μέσῳ συναίρεσιν δύο ἀλληλοαναιρουμένων καὶ οὐχὶ ἀλληλοπροσαιρουμένων, ἐν προκειμένῳ, δογματικῶν ἄκρων, δεδομένου ὅτι ἀλληλοσυναιρούμενα εἰς τὸ μέσον εἶναι πάντοτε τὰ ἀλληλοπροσαιρούμενα ἀκραῖα ἰδιώματα καὶ οὐδέποτε τὰ ἀλληλοαναιρούμενα, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ συναιρῶνται τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν μετ' ἀλλήλων, ὡς «ἡμίκαλον» ἢ «ἡμίκακον», οὔτε ἡ ὀρθοδοξία μετὰ τῆς κακοδοξίας, ὡς «ἡμιορθοδοξία» ἢ «ἡμικακοδοξία». Ἢ ὀρθόδοξος θὰ εἶναι ὁ πιστὸς καὶ ἡ πίστις ἢ κακόδοξος καὶ οὐχὶ «ἡμιορθόδοξος» ἢ «ἡμικακόδοξος», δίκην «ἡμιόνου».
Ὅθεν, αὐτὴ αὕτη ἡ δογματικὴ ἀντίρρησις, τουτέστιν, ἡ ἀπόρριψις, τῆς θείας φύσεως εἰς τὴν ὑπόστασιν τοῦ ἐκ τοῦ πεπτωκότος, τουτέστι, μεταπτωτικοῦ, προπάτορος Ἀδὰμ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ δογματικὴ παραδοχὴ ὅτι Οὗτος μέν, δὲν ἦτο, τῷ ὄντι, ὁ δεύτερος ἐκ τῶν Τριῶν ἀληθινὸς Θεοψυχάνθρωπος, ἤτοι, ὁ σαρκωθεὶς κατὰ φύσιν Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ προσαρκωθέντος Θεοῦ Νοῦ καὶ Πατρός, ἀλλ' ὁ κατὰ χάριν Υἱός, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ὁ Υἱόθετος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἐξιλαστήριος Ἀμνὸς Αὐτοῦ καὶ ὁ Ἀποπτωτικὸς καὶ Εὐχαριστιακὸς Μεσίτης τῆς Θείας Αὐτοῦ Καινῆς Διαθήκης, ἡ δὲ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ Μαριάμ, δὲν ἦτο, πράγματι, ἡ ἀληθινὴ «Θεοτόκος», ἀλλ' ἡ «Χριστοτόκος», δὲν ἀποτελεῖ αἵρεσιν, ἀλλὰ τοὐναντίον, εἶναι ἡ ἀληθὴς καὶ ἀκραιφνὴς ὀρθοδοξία, πάντοτε, ὅμως, ὑπὸ τὴν ὀρθόδοξον Τριαδιανὴν προϋπόθεσιν, τοῦ ὑφ' ἡμῶν Καινορθοδόξου Δόγματος τοῦ Τριαδιανισμοῦ, ὅτι γίνεται παραδεκτὴ ἡ Τριαδικὴ καὶ Προαδαμιαία Θεία Ἐνανθρώπησις, διὰ τὸν ὑφ' ἡμῶν προεκτεθέντα θεολογικὸν καὶ δογματικὸν λόγον, καὶ διακρίνεται, ὡς προείπομεν, ὁ ἀληθινὸς «Θεοψυχάνθρωπος» Υἱὸς ἀπὸ τοῦ «Ψευδοθεοψυχανθρώπου» Υἱοῦ (ὡς καὶ ἡ ἀληθινὴ «Θεοτόκος», ἡ ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Θεοψυχανθρώπου Πατρὸς καὶ Προπάτορος καὶ πάντοτε συνδυαστικὴ ὁμοῦ μετ' Αὐτοῦ ὡς Μήτηρ καὶ Προμήτωρ, ἀπὸ τῆς «Ψευδοθεοτόκου», δῆθεν ἀσυνδυάστου, Παρθενομητροπάτορος) καὶ οὐδέποτε ὑπὸ τὴν κακόδοξον Νεστοριανὴν προϋπόθεσιν, τοῦ ὑπὸ τοῦ Νεστορίου δόγματος τοῦ Νεστοριανισμοῦ, ὅτι δῆθεν δὲν ὑφίσταται οὐδεμία θεία ἐνανθρώπησις καὶ οὐδεὶς Θεοψυχάνθρωπος καὶ οὐδεμία Θεοτόκος, τῆς συλλήβδην, δηλαδή, καὶ ὁλοτελοῦς καὶ ἀπολύτου δογματικῆς ἀπαρνήσεως τῆς καθ' οἱονδήποτε δογματικὸν σχῆμα ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῆς θείας, τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς φύσεως, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, θεοῦ καὶ ψυχανθρώπου, διὸ καὶ ὁ Νεστόριος καὶ ὁ ὑπ' αὐτοῦ Νεστοριανισμός, ἐν τέλει, δὲν δικαιοῦνται ἀλλὰ καταδικάζονται δογματολογικῶς, ὁ μέν, ὡς αἱρεσιάρχης, ὁ δέ, ὡς αἵρεσις.
Εἰς τὸ αὐτό, λοιπόν, τέρμα, καταλήγουσιν, ἐν προκειμένῳ, δύο διάφοροι καὶ ἀντίθετοι ἀφετηρίαι καὶ ὁδοί, τουτέστιν, εἰς τὸ αὐτὸ ὀρθὸν δόγμα, τοῦ ἀδαμιαίου υἱοῦ καὶ Ψυχανθρώπου Χριστοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς ἐξ Ἀδὰμ Χριστοτόκου καὶ Ψυχανθρωποτόκου μητρὸς Αὐτοῦ Μαριάμ, συγκλίνουσι καὶ τὸ ὀρθόδοξον πρῶτον ἄκρον, ὁ ὑφ' ἡμῶν Τριαδιανισμός, καὶ τὸ κακόδοξον ἔσχατον ἄκρον, ὁ ὑπὸ τοῦ Νεστορίου Νεστοριανισμός, ὁ μέν, ἐκ τῆς ὀρθοδόξου ἀφετηρίας καὶ διὰ τῆς ὀρθοδόξου ὁδοῦ τῆς ἀπολύτου παραδοχῆς τῆς Τριαδικῆς καὶ Προαδαμιαίας Θείας Ἐνανθρωπήσεως καὶ τῆς διακρίσεως τοῦ Θεοψυχανθρώπου ἀπὸ τοῦ Ψευδοθεοψυχανθρώπου, ὁ δέ, ἐκ τῆς κακοδόξου ἀφετηρίας καὶ διὰ τῆς κακοδόξου ὁδοῦ τῆς ἀπολύτου ἀπορρίψεως ἁπάσης θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ ἅπαντος Θεοψυχανθρώπου, ὁ δὲ Χριστιανισμός, ἐπιγινώσκεται ἀνοήτως καὶ ἀπρεπῶς εἰς τὸ ἡμικακόδοξον μέσον συμβιβάζων ὀξυμώρως καὶ ἀνεπιτρέπτως τὰ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα ἀλληλοαναιρούμενα δογματικὰ ἄκρα, ὡς Ἡμινεστοριανισμός, καὶ ἀποδεχόμενος καὶ ἀπορρίπτων ὁμοῦ τὴν θείαν ἐνανθρώπησιν.
Διὸ καὶ τὸ ὑφ' ἡμῶν ἀκριβέστατον καὶ ὀρθοδοξότατον Καινορθόδοξον Δόγμα τοῦ Τριαδιανισμοῦ οὐδεμίαν ἀπολύτως θεολογικὴν καὶ δογματολογικὴν σχέσιν ἔχει μετὰ τοῦ ὑπὸ τοῦ Νεστορίου κακοδοξοτάτου δόγματος τοῦ Νεστοριανισμοῦ, ἐπιγινωσκόμενον σαφῶς ὡς «Ἀντινεστοριανισμός», ἤτοι, ὡς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον καὶ ἀναιρετικὸν ὀρθόδοξον δογματικὸν ἄκρον, ἐν σχέσει πρὸς τὸν κακόδοξον «Νεστοριανισμόν», ἀναιροῦν ἀπολύτως τὸ αἱρετικὸν δόγμα αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸ Χριστιανικὸν Δόγμα, τοῦ Ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐπεγνώσθη καὶ κατεγνώσθη ὑφ' ἡμῶν ἀναμφισβητήτως ὡς «Ἡμινεστοριανισμός», ἤτοι, ὡς δογματικὸν μέσον, ἀποτολμῶν, ὅλως ἀτόπως, νὰ ἐπιτύχῃ τὸν δογματικὸν συμβιβασμὸν ἀνὰ μέσον τῶν δύο ἐκ διαμέτρου ἀντιθέτων καὶ ἀλληλοαναιρουμένων δογματικῶν τούτων ἄκρων, τοῦ ὑφ' ἡμῶν Τριαδιανισμοῦ καὶ τοῦ ὑπὸ τοῦ Νεστορίου Νεστοριανισμοῦ, διὸ καὶ ἐν τέλει, αὐτὸ τὸ ἴδιον αὐτοαναιρούμενον, ὡς ἐν μέρει παραδεχόμενον καὶ ἐν μέρει ἀπορρίπτον τὴν θείαν ἐνανθρώπησιν, ἤτοι, ὡς ἐν μέρει ἀναιροῦν τὸν Νεστοριανισμὸν καὶ ἐν μέρει συνυπάρχον δογματικῶς μετ' αὐτοῦ.
Καὶ ἐν προκειμένῳ, δὲν εὐθύνεται μόνον αὐτὴ ἡ θεία σοφία καὶ πανουργία, ἡ ὁποία σαφῶς καὶ τεκμαρτῶς καὶ σκοπίμως ἐξηπάτησεν αὐτοὺς ἐν ταῖς γραφαῖς, ἀλλὰ καὶ ἐν πάσῃ τῇ λεγομένῃ «ἱστορικῇ θείᾳ ἀποκαλύψει», εὑροῦσα, προφανῶς, αὐτοὺς «ἀπλάστους καὶ ἀπαιδεύτους καὶ ἐλαφροὺς ταῖς δογματικαῖς φρεσίν», ἀλλὰ πρὸ παντός, εὐθύνονται καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἤσκησαν σοβαρὸν καὶ αὐστηρὸν καὶ ἀκριβῆ θεολογικὸν καὶ δογματολογικὸν ἔλεγχον εἰς τὴν ἐν γένει θεολογικὴν καὶ δογματικὴν παράδοσιν αὐτῶν, διὸ καὶ ἐν προκειμένῳ ἁρμόζει αὐτοῖς τὸ γραφικόν, «μὴ ἀντίλεγε τῇ ἀληθείᾳ καὶ περὶ τῆς ἀπαιδευσίας σου ἐντράπηθι».
Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Χριστιανισμὸς ἔδωκεν ἀφελῶς καὶ ἀνοήτως βαρύτητα εἰς τὴν προσωπικὴν αὐθεντίαν καὶ τὸ ἴδιον κῦρος τῶν λεγόντων καὶ γραφόντων «ἁγίων», «ἱερῶν» καὶ «θείων» προσώπων τῆς ἱστορικῆς θείας ἀποκαλύψεως, εἰς τὸ ποῖος λέγει καὶ γράφει τι, εἰς τὴν τυφλὴν πίστιν καὶ τὴν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν τοιαύτην «ἁγίαν», «ἱερὰν» καὶ «θείαν» προσωπικὴν αὐθεντίαν καὶ τὰ ὑπ' αὐτῆς λεγόμενα καὶ γραφόμενα, ὅπερ ἐστὶ προσωπολατρία καὶ εἰδωλολατρία, καὶ οὐχὶ εἰς αὐτὰ ταῦτα τὰ λεγόμενα καὶ γραφόμενα, εἰς τὸ τὶ λέγει καὶ γράφει τις, καὶ εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ὀρθοδοξότητος ἢ μὴ τοῦ περιεχομένου αὐτῶν, ὅπερ ἐστὶ ἡ ἀληθὴς ἐπιστήμη.
Καὶ διὰ τοῦτο, ἐξηπατήθη σκοπίμως, περὶ τῆς μιᾶς καὶ ὀρθῆς δογματικῆς ἀληθείας, ὑπὸ τῆς θείας σοφίας καὶ πανουργίας, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «θείας διπλωματίας καὶ ἐξωτερικῆς πολιτικῆς», ἡ ὁποία, ὡς ἐκ τῶν πραγμάτων διαπιστοῦται, προκειμένου νὰ ἐξυπηρετήσῃ καὶ νὰ διεκπεραιώσῃ τὸ ἀπόκρυφον καὶ θεῖον αὐτῆς σχέδιον, δύναται καὶ νὰ ἀναμειγνύῃ τὴν ἀλήθειαν ὁμοῦ μετὰ τοῦ μύθου ἐν ταῖς γραφαῖς καὶ νὰ χρησιμοποιῇ ἔτι καὶ αὐτὴν τὴν θείαν καὶ θαυματουργικὴν αὐτῆς παντοδυναμίαν καὶ χάριν, οὕτως ὥστε νὰ γίνηται περισσότερον πειστικὴ καὶ νὰ καθιστᾷ τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ὀρθοδόξου ἀληθείας ὀλιγώτερον ἐνδιαφέρουσαν διὰ τοὺς πολλούς. Καὶ Θεόν, βεβαίως, ἁμαρτάνοντα οὐδεὶς δύναται τιμωρεῖν, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἐνεχομένων ἀνθρώπων θὰ ζητηθῇ, ἀσφαλῶς, πᾶσα εὐθύνη.
η΄ . «Ἡ Μετοχή»: 1. «Δύναμις». Ὁ ὅρος «μετοχὴ» σημαίνει «συμμετοχὴ» καὶ κατ' ἐπέκτασιν, «συναγωγὴ» ἢ «ἐκκλησία», δεδομένου ὅτι μία συναγωγὴ ἢ ἐκκλησία εἶναι τὸ προϊὸν τῆς συμμετοχῆς ἑνὸς συνόλου πιστῶν ἢ μυστῶν ἢ μετόχων εἰς κοινὰ λειτουργικὰ ἢ τελετουργικὰ καὶ λοιπὰ ἱερὰ δρώμενα ἢ δράματα. Ἡ πρώτη, λοιπόν, εἰδικὴ ἔννοια τοῦ τοιούτου ἐνάρθρου ὅρου εἶναι «ἡ ἐκκλησία», τουτέστιν, «ἡ μία καὶ μόνη ἐκκλησία». 2. «Ἐνέργεια». Ἡ δευτέρα, εἰδικωτέρα ἔννοια αὐτοῦ, εἶναι «μέθεξις», ἤτοι, μέθεξις, ἀφ' ἑνός, τῆς ἐπιγνώσεως τῆς θείας ἀληθείας, καὶ μέθεξις, ἀφ' ἑτέρου, τῆς ἀκτίστου θείας ἐνεργείας, τῆς καλουμένης «θείας χάριτος» ἢ «θείας δωρεᾶς», σημαίνουσα τὸν νοητόν, δογματικὸν καὶ ἐκκλησιαστικόν, χῶρον, εἰς τὸν ὁποῖον καθίσταται δυνατὴ καὶ ἐνεργεῖται μυστικῶς ἡ τοιαύτη μέθεξις τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν καὶ τῆς ἀληθοῦς θείας γνώσεως. 3. «Ἐνέργημα». Καὶ ἡ τρίτη, εἰδικωτάτη ἔννοια αὐτοῦ, εἶναι «μερὶς» ἢ «κλῆρος» εἰς τὸν πλοῦτον τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν καὶ θησαυρισμάτων, τῶν πνευματικῶν καὶ τῶν ὑλικῶν ἐνεργημάτων τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς θείας βασιλείας.
ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ ΜΕΝ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ, ΕΙΣ ΤΗΝ FACEBOOK OFFICIAL PAGE ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΥΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟ ΟΝΟΜΑ «Η Μ Ε Τ Ο Χ Η» (https://www.facebook.com/new.orthodox.triadians), ΕΙΣ ΤΑΣ 22-07-2021, ΑΝΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ ΔΕ, ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΑΥΤΩΝ, ΚΑΙ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE ΑΥΤΟΥ, ΕΙΣ ΤΑΣ 18-08-2021.
†Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)
3Α΄. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ (Α΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α.
ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.
Ὡς «Τελετουργικὴ» ἢ «Εἰδικὴ» Ἱερωσύνη ὁρίζεται δογματολογικῶς τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν τριῶν ἱερῶν «τελετουργικῶν ἐνεργειῶν», τῆς μὲν ἀκτίστου, ἀΰλου, νοερᾶς καὶ θείας, τῆς ὑφ' ἡμῶν, κατὰ τὴν ὁρολογίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, λεγομένης «πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης», τῆς δὲ κτιστῆς, ἡμιΰλου, νοητῆς καὶ ἡμιπνευματικῆς, τῆς ὑφ' ἡμῶν, κατὰ τὴν Παυλείαν, πάλιν, ὁρολογίαν, καλουμένης «ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης», ἔτι δέ, καὶ τῆς κτιστῆς, ἐνύλου, αἰσθητῆς καὶ σωματικῆς, τῆς ὑφ' ἡμῶν, κατὰ Παῦλον, ἐπίσης, ὀνομαζομένης «σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης»―τῶν κατ' ὄνομα, μέν, μόνον, ὁριζομένων ὡσαύτως πρὸς τὰς ὁμολόγους καὶ ὁμωνύμους αὐταῖς «φυσικὰς» ἐνεργείας τῶν ἀντιστοίχων τριῶν φύσεων, κατ' εἶδος, δέ, σαφῶς διακρινομένων καὶ μὴ συγχεομένων καὶ ταὐτιζομένων πρὸς ἐκείνας―εἰς τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ἱερὸν πρόσωπον τοῦ Τελετουργοῦ Ἱερέως, καὶ πρωταρχικῶς, εἰς τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ θεῖον πρόσωπον ἑκάστου τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπων, ἤτοι, τῶν Τριῶν, πρό τε πλάσεως καὶ πτώσεως Ἀδὰμ καὶ ἀπροϋποθέτως τῆς πτώσεως καὶ τῆς σωτηρίας αὐτοῦ καὶ τοῦ γένους αὐτοῦ, ἐνανθρωπησασῶν Θείων Ὑποστάσεων, ὡς τὸ ὑφ' ἡμῶν δογματικῶς εἰσαχθὲν καὶ ὁμολογιακῶς καθιδρυθὲν Καινορθόδοξον Δόγμα τοῦ Τριαδιανισμοῦ τρανῶς καταπέδειξεν ἐν τῷ Δογματικῷ ἡμῶν Τόμῳ.
Ὅθεν, τὸ ἱερὸν τοῦτο μυστήριον, ὡς ἐξ ἀρχῆς καὶ ἐξ ὁρισμοῦ αὐτοῦ καταφαίνεται, συνδέεται δογματικῶς καὶ στενῶς μετὰ τοῦ θείου μυστηρίου τῆς Τριαδικῆς καὶ Προαδαμιαίας Θείας Ἐνανθρωπήσεως, ἀπαρχόμενον ἐντελεχειακῶς ἀπὸ τῶν Τριῶν Προαδαμιαίων Θεοψυχανθρώπων καὶ οὕτω κατερχόμενον καὶ εἰς τὸν Ἀδαμιαῖον Ψυχάνθρωπον˙ συσχετίζεται, δηλαδή, ἐξ ἐντελεχειακῆς ἐπόψεως, τόσον μετὰ τῆς ὑφ' ἡμῶν λεγομένης «ἐσωενωτικῆς», ὅσον καὶ μετὰ τῆς ὑφ' ἡμῶν καλουμένης «ἐξωενωτικῆς»―κατ' ἀκρίβειαν δέ, μετὰ τῆς ὑφ' ἡμῶν τῶν αὐτῶν ὡς «κάτω ἐξωενωτικῆς» ἐπικαλουμένης καὶ ἀπὸ τῆς «ἄνω ἐξωενωτικῆς» διακρινομένης―τριαδικῆς ἐντελεχειακῆς ἀντεπιδείξεως τοῦ Θεοψυχανθρώπου.
Παρεμπιπτόντως, κρίνεται σκόπιμον νὰ παραθέσωμεν ὧδε τὴν σχετικὴν πρὸς τὰ ἐνθάδε γραφόμενα ἑπταδικὴν ἐντελεχειακὴν ἀντεπίδειξιν τῶν τοπικῶν διαστάσεων, ἔχουσαν, κατὰ τὴν τριαδικὴν νομὴν τῆς ἑπτάδος καὶ τὸ προσιδιάζον, ἐν προκειμένῳ, ἐντελεχειακὸν σχῆμα «3-3-1», ὡς ἑξῆς:
Ι. Ὑπερδιάστασις «Ἔσω».
1. Ἀρχέτυπον: Διάστασις «Ἔνδον».
2. Πρωτιστότυπον: Διάστασις «Ἐντός».
3. Πρωτότυπον: Διάστασις «Πέριξ».
ΙΙ. Ὑπερδιάστασις «Ἔξω».
4. Προτερότυπον: Διάστασις «Ἐκτός».
5. Πρότυπον: Διάστασις «Πέραν».
6. Ἔκτυπον: Διάστασις «Μακράν».
ΙΙΙ. Διάστασις «Ἄπω».
7. Ἀντίτυπον: Διάστασις «Πόρρω».
Ὅθεν, ἡ «ἔσω» ἀντίληψις τοῦ χώρου ἀποτελεῖ σύνθετον ὑπερδιάστασιν, συμπεριλαμβάνουσαν τρεῖς ἐσωτερικὰς διαστάσεις, τὴν «ἔνδον», τὴν «ἐντὸς» καὶ τὴν «πέριξ» τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου, π.χ., τὸ ἱερὸν βῆμα («ἔνδον») τοῦ ναοῦ, τὸν λοιπὸν ἱερὸν ναὸν («ἐντὸς») καὶ τὸν ἱερόν, ὡσαύτως, περίβολον («πέριξ»), τουτέστι, τὴν αὐλήν, αὐτοῦ.
Οὕτως, ἡ «ἐσωενωτικὴ» τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου ἀφορᾷ εἰς τὰ «ἔσω» τῆς εἰς τὸ ἴδιον Αὐτοῦ θεῖον πρόσωπον συναφθείσης ὑποστατικῆς ἑνώσεως «κείμενα» καὶ ἐσωτερικῶς μετ' ἀλλήλων ἀντεπιδεικνύμενα, ἐπιγινωσκομένη, ἀφ' ἑνός, εἰς τὰ «ἔνδον κείμενα» καὶ εἰς τὰ «ἐντὸς κείμενα», ἐκ πάντων τῶν «ἔσω» αὐτῆς «κειμένων», ἤτοι, ὁριζομένη μεταξὺ τῶν τριῶν φύσεων ἑκάστου τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπου, τόσον μεταξὺ τοῦ «ἔνδον κειμένου» θείου προσλήπτορος καὶ τοῦ «ἐντὸς κειμένου» ψυχανθρωπίνου προσλήμματος, ὅσον καὶ μεταξὺ τοῦ «ἐντὸς κειμένου» ψυχικοῦ καὶ τοῦ «ἐντός», ὡσαύτως, «κειμένου» σαρκικοῦ προσλήμματος˙ καὶ ἀφ' ἑτέρου, ἐπιγινωσκομένη εἰς τὰ «πέριξ κείμενα», ἐκ πάντων τῶν «ἔσω» αὐτῆς «κειμένων», ἤτοι, ὁριζομένη ἀνὰ μέσον τῶν μετὰ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως φύσει συσχετιζομένων καὶ μετ' ἀλλήλων κατὰ φύσιν συνδεομένων ὑποστάσεων, τόσον ἀνὰ μέσον τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπων, ὅσον καὶ ἀνὰ μέσον Αὐτῶν καὶ τῶν Ψυχανθρώπων κατὰ φύσιν υἱῶν καὶ ἀπογόνων Αὐτῶν, ἐκ τῆς Ψυχανθρωπότητος Αὐτῶν.
Αὕτη δέ, ἐν μέρει καὶ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰ «ἔνδον» καὶ εἰς τὰ «ἐντός», ἐκ τῶν «ἔσω» αὐτῆς, ἔχει ἐπιγραμματικῶς ὡς ἑξῆς:
Ἔσω τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Ἔνδον καὶ ἐντὸς τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Ἔνδον τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
α΄ . Τέλειον ἀρχέτυπον (κανών): Αἴτιον, πρωταίτιον, προσλήπτωρ: Θεός: Ἄκτιστον, ἄϋλον, ἀνέμητον, ἀδόμητον, ἀτόμητον, ἄμαζον, νοερὸν πνεῦμα.
Ἐντὸς τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
β΄ . Ἡμιτελὲς ἔκτυπον (εἰκών): Αἰτιατὸν αἴτιον, μεσαίτιον, πρόσλημμά τε καὶ προσλήπτωρ: Ψυχή: Κτιστόν, ἡμίϋλον, νεμητόν, ἀδόμητον, ἀτόμητον, ἄμαζον, νοητὸν ἡμίπνευμα, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «πνευματόσωμα».
γ΄ . Ἀτελὲς ἀντίτυπον (ἀντίθετον ἄκρον): Αἰτιατόν, πρόσλημμα: Ἄνθρωπος:
Κτιστόν, ἔνυλον, νεμητόν, δομητόν, τομητόν, μαζικόν, αἰσθητὸν σῶμα.
Ἡ ἐσωτερικὴ αὕτη τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου ἐφαρμόζεται ἀναλόγως μόνον εἰς τὴν Τελετουργικὴν Ἱερωσύνην τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία διατελεῖ τελετουργικῶς «πλήρης» καὶ «συντεθειμένη», τουτέστιν, «ὁλοσύνθετος», καὶ «μυστική», δηλονότι, καὶ «συμβολική», ἤτοι, «τρισύνθετος», δηλαδή, καὶ «πνευματικὴ» καὶ «ψυχικὴ» καὶ «σαρκική».
Καὶ τοῦτο, διότι μόνον εἰς τὰ ἱστορικὰ πλαίσια τῆς συνάψεως τῆς Καινῆς Διαθήκης, μεταξύ, ἀφ' ἑνός, τοῦ Τριαδικοῦ, Προαδαμιαίου καὶ Προπτωτικοῦ Θεοψυχανθρώπου, τῶν Τριῶν Προαδαμιαίων καὶ Προπτωτικῶν Θεοψυχανθρώπων, καὶ ἀφ' ἑτέρου, τοῦ Ἀδαμιαίου καὶ Μεταπτωτικοῦ Ψυχανθρώπου, τῆς Ἀδαμιαίας καὶ Μεταπτωτικῆς Ψυχανθρωπότητος, διὰ μέσου τοῦ Ἀδαμιαίου καὶ Ἀποπτωτικοῦ Ψυχανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπεκαλύφθη ὑπὸ τῆς θείας σοφίας καὶ προνοίας τὸ πρὸ τῆς ἀδαμιαίας πλάσεως καὶ πτώσεως, προϊστορικῶς γενόμενον μέγα μυστήριον τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως˙ πλήν, πανουργικῶς καὶ κακοδόξως, εἰς τὸ ὑφ' ἡμῶν ὡς αἱρετικὸν ἐπιγνωσθέν τε καὶ καταγνωσθὲν διπατορικὸν καὶ ἡμινεστοριακὸν δογματικὸν σχῆμα ("Adamoque") τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ οὐχὶ παναληθῶς καὶ ὀρθοδόξως, ὡς Τριαδικὴ καὶ Προαδαμιαία Θεία Ἐνανθρώπησις, ὥσπερ μόνον τὸ Καινορθόδοξον Δόγμα τοῦ Τριαδιανισμοῦ δι' ἡμῶν τῶν αὐτῶν ἀπεκάλυψε.
Καὶ ἐπειδὴ μόνον ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ κατῆλθεν ἐκ τοῦ Τρισυποστάτου, Προαδαμιαίου καὶ Προπτωτικοῦ Θεοψυχανθρώπου καὶ ἐδόθη ἡ Θεία Τελεταρχικὴ Χάρις, ἡ θεία, δηλονότι, καὶ ἱερά, πνευματικὴ καὶ μυστικὴ τελετουργικὴ ἐνέργεια, καὶ εἰς τὸν κατ' εἰκόνα Αὐτοῦ Ἀδαμιαῖον καὶ Μεταπτωτικὸν Ψυχάνθρωπον, καὶ οὕτω, κατέστη μεθεκτὴ καὶ ὑπ' ἐκείνου, καὶ τοιούτω, συναπηρτίσθη καὶ εἰς τὸ ἱερατικὸν πρόσωπον ἐκείνου ἡ ὑποστατικὴ ἕνωσις καὶ τῶν τριῶν ὁμοῦ ἱερῶν τελετουργικῶν ἐνεργειῶν, εὐλόγως, μετὰ τὴν προσφορὰν καὶ τὴν ὁλοκλήρωσιν τῆς Θείας Ἐξιλεώσεως ἐκ μέρους τοῦ Ἐξιλαστηρίου Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἀποπτωτικοῦ Μεσίτου τῆς Καινῆς Αὐτοῦ Θείας Διαθήκης, τοῦ Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου Ἰησοῦ, ἤτοι, μετὰ τὴν διὰ τῆς θείας ἐξιλεώσεως μετάβασιν καὶ ἀποκατάστασιν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τῆς μεταπτωτικῆς εἰς τὴν ἀποπτωτικὴν φύσιν, ἡ ὁποία ἤρξατο ἐκ τῆς Ἀναστάσεως καί, προϊοῦσα διὰ τῆς Ἀναλήψεως, ἐκορυφώθη καὶ ἐτελειώθη κατὰ πάντα εἰς τὴν Θείαν Πεντηκοστήν.
Ὅθεν, ἡ Τελετουργικὴ Ἱερωσύνη τῆς Καινῆς Διαθήκης διατελεῖ μία καὶ ἑνιαία καὶ ἀδιαίρετος καὶ ὁλοσύνθετος καὶ τρισύνθετος, ἀποτελεῖ, δηλαδή, ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν καὶ τὸν ἀνώτατον, κατ' ἄνθρωπον, τὸν ἕβδομον, ὅλον βαθμὸν ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, ὁ ὁποῖος προέκυψεν ἐκ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν τριῶν ἐπὶ μέρους ὑποβαθμῶν αὐτοῦ, πρῶτον, τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, δεύτερον, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς, καὶ τρίτον, τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, εἰς τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον τοῦ Τελετουργοῦ Ἱερέως, ἑνὸς ἑκάστου ἱερέως τελετουργοῦ, καὶ εἶναι κοινῶς γνωστὸς ὡς «Βαθμὸς τοῦ Πρεσβυτέρου Τελεστοῦ» ἢ ὡς «Εἰδικὴ Ἱερωσύνη» ἢ κατ' ἐξοχὴν ὡς «Ἱερωσύνη».
Ἡ δὲ «ἐξωενωτικὴ» τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου ἀφορᾷ εἰς τὰ «ἔξω» τῆς εἰς τὸ θεῖον πρόσωπον Αὐτοῦ γενομένης ὑποστατικῆς ἑνώσεως «κείμενα» καὶ ἐξωτερικῶς μετ' ἀλλήλων ἀντεπιδεικνύμενα, συντιθεμένη ἐκ δύο ἐπὶ τὸ αὐτό, ἤτοι, ἐπὶ τὴν μίαν καὶ τὴν αὐτὴν Θείαν Ὑπόστασιν τοῦ Θεοψυχανθρώπου, συγκλινουσῶν ἀντιρρόπων ἐντελεχειῶν, μετὰ διαφόρου ἀρχῆς (ἀρχετύπου) καὶ κοινοῦ τέλους (ἀντιτύπου), καί, βάσει τῆς Θείας Αὐτοῦ Ὑποστάσεως καὶ τῆς μέσης ἐντελεχειακῆς θέσεως Αὐτῆς, ἐν τῇ ὅλῃ, ἐν προκειμένῳ, ἐκ τῆς συνθέσεως ἀμφοτέρων τῶν ἀντιρρόπων προκυπτούσῃ, εὐθυγράμμῳ καὶ φθινούσῃ, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ἀτελοστρόφῳ, ἐντελεχείᾳ, διακρινομένη, ἀφ' ἑνός, μέν, εἰς «ἄνω ἐξωενωτικήν», τουτέστιν, «ἄνω τοῦ Θεοψυχανθρώπου», ἡ ὁποία ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐξωενωτικὴν ὕπαρξιν καὶ προΰπαρξιν τοῦ προσλήπτορος θεοῦ, πρὸ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως˙ ἀφ' ἑτέρου, δέ, εἰς «κάτω ἐξωενωτικήν», τουτέστι, «κάτω τοῦ Θεοψυχανθρώπου», ἡ ὁποία ἀφορᾷ εἰς τὴν ἐξωενωτικὴν ὕπαρξιν καὶ μεθύπαρξιν τοῦ ψυχανθρωπίνου προσλήμματος, μετὰ τὴν ὑποστατικὴν ἕνωσιν˙ ὅπερ ἀποδεικνύει τὴν κατὰ τὴν ἀντίδοσιν τῶν ἰδιωμάτων κατ' ἄμφω προΰπαρξιν τοῦ Θεοψυχανθρώπου, καὶ ὡς Θεοῦ καὶ ὡς Ψυχανθρώπου, ἐν σχέσει καὶ ἀντιθέσει πρὸς τὸν Ψυχάνθρωπον καὶ τὸν Αὐτάνθρωπον.
Αὕτη δὲ ἔχει ἐπιγραμματικῶς ὡς ἑξῆς:
Ἔξω τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Ἐξωενωτικὴ ὕπαρξις τοῦ προσλήμματος.
Κάτω ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου.
Τέλειον ἀρχέτυπον: Θεοψυχάνθρωπος.
Ἡμιτελὲς ἔκτυπον: Ψυχάνθρωπος.
Ἀτελὲς ἀντίτυπον: Αὐτάνθρωπος (Ὀρθοβάμων Πίθηκος, εἶδος Γίββωνος).
Ὁ Ψυχάνθρωπος, σημειωτέον, ὡς εἰκὼν τοῦ Θεοψυχανθρώπου καὶ τῆς πρώτης καὶ αἰτίας ὑποστατικῆς ἑνώσεως Αὐτοῦ, ἤτοι, ὡς δευτέρα καὶ αἰτιατὴ ὑποστατικὴ ἕνωσις, σχηματίζει ἰδίας, καὶ ἐσωενωτικὴν καὶ ἐξωενωτικάς, τριαδικὰς ἀντεπιδείξεις, ἀναλόγους πρὸς τὸν Θεοψυχάνθρωπον.
Σημειωτέον δὲ ἔτι, ὅτι λόγῳ τῆς «καταστρόφου ὁμοιώσεως», τὴν ὁποίαν, δυστυχῶς, εἰσήγαγε διαστροφικῶς ὁ Θεοψυχάνθρωπος Δημιουργὸς εἰς τὴν Δημιουργίαν, καὶ τῆς ἐξ αὐτῆς ἐπελθούσης «ἐντελεχειακῆς καταστροφῆς», διεστράφη καὶ ἡ χρονολογικὴ τάξις ἐν τῇ προεκτεθείσῃ «κάτω ἐξωενωτικῇ» ἐντελεχειακῇ ἀντεπιδείξει Αὐτοῦ, προηγουμένου, μέν, πάλιν, τοῦ Θεοψυχανθρώπου, πλήν, ἑπομένου τοῦ Αὐτανθρώπου, ἀντὶ τοῦ Ψυχανθρώπου, καὶ ἐπακολουθοῦντος τοῦ Ψυχανθρώπου, ἀντὶ τοῦ Αὐτανθρώπου˙ ἡ δὲ ὀρθὴ χρονολογικὴ τάξις καὶ σειρὰ μετ' ἀλλήλων, ἐν τῇ προκειμένῃ ἐντελεχείᾳ, ἄνευ τῆς τοιαύτης γενομένης διαστροφῆς, θὰ ἐξειλίσσετο, κανονικῶς, συνεπῶς πρὸς τὴν ὁμοιολογικήν, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «ἀναγωγικήν», τάξιν, ὡς ἑξῆς˙ πρῶτος ὁ Θεοψυχάνθρωπος (ἀρχέτυπον), δεύτερος ὁ Ψυχάνθρωπος (ἔκτυπον) καὶ τρίτος ὁ Αὐτάνθρωπος (ἀντίτυπον).
Ἡ ἐν λόγῳ ἐξωτερικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου (ἡ «κάτω ἐξωενωτική») εὗρε κατάλληλον ἐφαρμογὴν μόνον εἰς τὴν Τελετουργικὴν Ἱερωσύνην τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν λεγομένην «Λευϊτικήν», ἡ ὁποία διετέλει ἔτι τελετουργικῶς καὶ μυσταγωγικῶς «ἐλλειπής», «ἀναπάρτιστος» καὶ «ὑπὸ σύνθεσιν», εἴτε «ἡμισύνθετος» καὶ «ἡμιτελής», τουτέστι, «δισύνθετος», εἴτε «ἀσύνθετος» καὶ «ἀτελής», τουτέστιν, «ἁπλῆ» καὶ «μόνη»˙ ἦτο, δηλονότι, μόνον «συμβολική», εἴτε «σαρκική», μόνον, εἴτε «σαρκικὴ» ὁμοῦ τε καὶ «ψυχική», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «ψυχοσαρκική», οὐχὶ δέ, προσέτι καὶ προπαντός, καὶ «μυστική», ἤτοι, «πνευματική».
Διὸ καὶ πᾶν ὑπὸ τῆς Λευϊτικῆς Ἱερωσύνης ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ τελετουργούμενον ἦτο, ἀσφαλῶς, ἐκ τελετουργικῆς ἐπόψεως, μὴ τῷ ὄντι καὶ τῷ πράγματι καὶ κατ' ἀλήθειαν ὑπὸ τῆς θείας πνευματικῆς καὶ μυστικῆς χάριτος, τῆς λεγομένης «τελεταρχικῆς», ἐνεργούμενον καὶ ἐπικυρούμενον, ὡς ἀληθὲς καὶ πραγματικὸν καὶ ὄντως ὑφιστάμενον μυστήριον, ἀλλὰ «κατὰ τὴν θείαν χάριν ψιλόν», τουτέστι, «γυμνὸν πάσης θείας χάριτος», διὸ καὶ ὅλως τυπικόν, συμβολικόν, ἀνυπόστατον καὶ ἄκυρον, διότι δὲν εἶχεν ἔτι ἀποκαλυφθῇ τὸ μυστήριον τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ δὲν εἶχεν ἔτι προσφερθῇ ἡ θεία ἐξιλέωσις ὑπὸ τοῦ Μεσσίου καὶ Μεσίτου τῆς Καινῆς Διαθήκης Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ἀντιδοθῇ ἡ θεία τελεταρχικὴ χάρις.
Ὅθεν, ἡ «λευϊτικὴ» ἐπικαλουμένη, συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἦτο τελετουργικῶς διῃρημένη εἰς δύο ὑποβαθμοὺς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, ἕνα κατώτερον καὶ ἁπλοῦν, τουτέστιν, ἀσύνθετον, καὶ ἕνα ἀνώτερον καὶ διπλοῦν, τουτέστι, δισύνθετον, ἐξ ἀμφοτέρων τῶν συμβολικῶν τελετουργικῶν ἱερατικῶν ὑποβαθμῶν, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «δισυποβαθμόν».
Εἰς μὲν τὸν κατώτερον, ἁπλοῦν καὶ ἀσύνθετον ἱερατικὸν ὑποβαθμὸν τοῦ ἁπλῶς καὶ κοινῶς λεγομένου «Ἱερέως», ὁ ὁποῖος ἔφερεν αὐτὴν καὶ μόνην τὴν κατωτέραν, τὴν σαρκικήν, συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερατικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν, καὶ περιελάμβανεν, ὡς φορεῖς, πλείονα τοῦ ἑνὸς ἱερὰ πρόσωπα, ἀντιστοιχῶν οὕτω, τελετουργικῶς, πρὸς τὸ φυσικὸν σχῆμα τοῦ Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου, εἴδους Γίββωνος).
Εἰς δὲ τὸν ἀνώτερον, διπλοῦν καὶ δισύνθετον ἱερατικὸν δισυποβαθμὸν τοῦ «Μεγάλου Ἱερέως» ἢ «Ἀρχιερέως», ὁ ὁποῖος ἔφερεν ἐν ἀσυγχύτῳ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ καὶ ἐν ταὐτῷ καὶ τὴν κατωτέραν, τὴν σαρκικήν, καὶ τὴν ἀνωτέραν, τὴν ψυχικήν, συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερατικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν―πλήν, οὐχὶ καὶ τὴν ἔτι ὑπολειπομένην αὐτῷ πρωτίστην καὶ μεγίστην πνευματικὴν καὶ μυστικήν―καὶ περιελάμβανεν, ὡς φορέα, ἓν καὶ μόνον ἱερὸν πρόσωπον, ἀντιστοιχῶν οὕτω, τελετουργικῶς, πρὸς τὸ μεταφυσικὸν σχῆμα τοῦ Ψυχανθρώπου.
Διὸ καὶ πᾶς «Τελεστὴς Ἱερεὺς» ἢ «Πρεσβύτερος» τῆς «Εἰδικῆς» καλουμένης, ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ, «Ἱερωσύνης», πολλῷ μείζων διατελεῖ τοῦ Μεγάλου Ἱερέως ἢ Ἀρχιερέως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς προσέτι κεκτημένος καὶ τὴν πρώτην καὶ κορυφαίαν πνευματικὴν μυστικὴν τελετουργικὴν ἱερατικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν καὶ οὕτως, ἀντιστοιχῶν τελετουργικῶς, πρὸς τὸ ὑπερφυσικὸν σχῆμα τοῦ ὅλου Θεοψυχανθρώπου.
Ὁ ὅρος, σημειωτέον, «ἀρχιερεύς», κατ' ἀκρίβειαν, δὲν σημαίνει αὐτὸν τοῦτον τὸν βαθμὸν τῆς τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, ἀλλὰ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ βαθμοῦ, τουτέστι, τὸν «πρῶτον τῇ τάξει», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, τὸν «προεξάρχοντα», ἀνὰ μέσον πάντων τῶν φορέων τοῦ αὐτοῦ βαθμοῦ, ἤτοι, τῶν «ὁμοβάθμων»˙ σημαίνει, δηλαδή, ἀνώτερον καὶ ἀνώτατον ἐξονομασμὸν καὶ τίτλον καὶ ὀφφίκιον ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας εἰς τὰ πλαίσια τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἰδίου ἀκριβῶς ἱερατικοῦ βαθμοῦ˙ «διοριστήριον», δηλονότι, «χειροθεσίαν» καὶ οὐχὶ «ἱεροποιὸν χειροτονίαν»˙ ἐν ἄλλοις λόγοις, σημαίνει διάφορον «ἱερατικὴν ὑπόστασιν», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «ἱερατικὴν θέσιν», καὶ οὐχὶ διάφορον «ἱερατικὴν οὐσίαν καὶ ἐνέργειαν», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «ἱερατικὴν φύσιν».
Εἰς δὲ τὴν Λευϊτικὴν Ἱερωσύνην τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ εἷς καὶ μόνος «Μέγας Ἱερεὺς» κατεῖχεν, εὐλόγως, καὶ τὸν τίτλον καὶ τὸ ὀφφίκιον τοῦ «Ἀρχιερέως», καὶ πρωτίστως, εἰς τὰ εἰδικὰ πλαίσια τοῦ ἰδίου, ἀνωτέρου καὶ διπλοῦ, ἱερατικοῦ δισυποβαθμοῦ αὐτοῦ, τῆς «ψυχοσαρκικῆς», δηλονότι, συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, τοῦ ὁποίου διετέλει εἷς καὶ μόνος φορεύς˙ πλήν, ὅμως, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ εἰσαχθῇ τελετουργικῶς καὶ νὰ διακριθῇ εἰδικώτερον τὸ πρὸς χειροθεσίαν ἰσοδυναμοῦν χρῖσμα τοῦ «ἀρχιερέως» εἰς τὰ εἰδικὰ πλαίσια τοῦ πρὸς χειροτονίαν ἰσοδυνάμου χρίσματος τοῦ «μεγάλου ἱερέως», ἐπειδὴ ὁ Νόμος, ἐν προκειμένῳ, δὲν προέβλεπε πλείονας τοῦ ἑνὸς φορεῖς τοῦ τοιούτου δισυποβαθμοῦ, πολλούς, δηλαδή, «μεγάλους ἱερεῖς», ὥστε νὰ πρέπῃ νὰ διακριθῇ δι' εἰδικωτέρου χρίσματος (χειροθεσίας) ὁ «πρῶτος τῇ τάξει» ἀνὰ μέσον αὐτῶν, ἀλλ' ἕνα καὶ μόνον, ἐν παντὶ τῷ λαῷ τοῦ Ἰσραήλ.
Ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ γενικὰ πλαίσια ἀμφοτέρων
τῶν ἱερατικῶν ὑποβαθμῶν τῆς «λευϊτικῆς» συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, καὶ
πάλιν, ὁ εἷς καὶ ὁ αὐτὸς Ἀρχιερεὺς τῆς Μεγάλης Ἱερωσύνης ὑπὸ πάντων τῶν λευϊτῶν
ἀνεγνωρίζετο˙ διότι, ἀφ' ἑνός, ὁ κατώτερος καὶ ἁπλοῦς ἱερατικὸς ὑποβαθμὸς αὐτῆς,
ὁ τῆς «σαρκικῆς», δηλονότι, συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, δὲν ἐπετρέπετο
νὰ προβάλῃ ἴδιον, δεύτερον καὶ κατώτερον, ἀρχιερέα, ἐπειδὴ δὲν ἦτο πρέπον ἡ τοιαύτη
λευϊτικὴ ἱερωσύνη νὰ ἔχῃ δύο ἀρχιερεῖς, ἕνα ἀνώτερον καὶ αὐτόνομον καὶ ἕνα
κατώτερον καὶ ἡμιαυτόνομον, δεδομένου, ὡς εἴρηται, ὅτι ἐπρόκειτο, κατ' οὐσίαν,
περὶ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ τρισυνθέτου, ἐκ τριῶν ὑποβαθμῶν, βαθμοῦ, πλήν,
διεσπασμένου εἰς ὑποβαθμούς, λόγῳ ἐλλείψεως τοῦ πρώτου καὶ κορυφαίου ὑποβαθμοῦ,
τῆς θείας, δηλονότι, καὶ τελεταρχικῆς «πνευματικῆς» μυστικῆς χάριτος˙ καὶ ἀφ' ἑτέρου,
ἐπειδὴ οὗτος ἐκωλύετο νὰ ἀναδείξῃ τὸν ἕνα ἀρχιερέα τῆς λευϊτικῆς συμβολικῆς
τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦτο ὁ κατώτερος καὶ ἁπλοῦς ἱερατικὸς ὑποβαθμὸς
αὐτῆς, φέρων αὐτὴν καὶ μόνην τὴν σαρκικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερατικὴν
δύναμιν καὶ ἐνέργειαν, διὸ καὶ μὴ δυνάμενος, αὐτὸς καὶ μόνος, νὰ ἐκφράσῃ τὸ
ψυχοσαρκικὸν ὑποσύνολον τῆς τοιαύτης λευϊτικῆς ἱερωσύνης, ὅπως, ἀντιθέτως,
ἐξέφραζεν ὁ ἀνώτερος καὶ διπλοῦς αὐτῆς ἱερατικὸς δισυποβαθμός, τής τε «ψυχικῆς»
καὶ τῆς «σαρκικῆς» συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης.
Διὸ καὶ εἰς τὴν Λευϊτικὴν Ἱερωσύνην τοῦ πάλαι Ἰσραήλ, ὁ ὅρος «ἀρχιερεύς», ὁ κατ' ἀκρίβειαν ὑποδηλῶν τὸν ἱερατικὸν τίτλον καὶ τὸ ὀφφίκιον τῆς «ἀρχιερωσύνης», ἐγένετο συνώνυμος καὶ τελικῶς ταὐτόσημος πρὸς τὸν ὅρον «μέγας ἱερεύς», ὁ ὁποῖος ὑπεδήλου αὐτὸν τοῦτον τὸν ἱερατικὸν ὑποβαθμὸν τῆς «μεγάλης ἱερωσύνης», τῆς «ψυχοσαρκικῆς», δηλαδή, συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, καὶ ἔφθασεν, ἐν τέλει, νὰ ὑποδηλοῖ καὶ οὗτος τὸ αὐτό, ὥστε, ἀμφότεροι οἱ ὅροι οὗτοι, «μέγας ἱερεὺς» καὶ «ἀρχιερεύς», εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, νὰ σημαίνωσιν ἀνώτερον τοῦ ἁπλῶς καὶ κοινῶς λεγομένου «ἱερέως» βαθμὸν τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, καὶ κατ' ἀκρίβειαν, ὑποβαθμόν.
Ὅπερ, εὐλόγως, προεκάλεσε δογματολογικὴν σύγχυσιν περὶ τῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς ἀρχιερωσύνης εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐν γένει Χριστιανισμοῦ, Ἀνατολικοῦ τε καὶ Δυτικοῦ, καὶ προφανῶς, εἰς τοὺς ἐξ ἰουδαίων χριστιανούς, τοὺς λεγομένους «ἰουδαιοχριστιανούς», ἐκ τῶν ὁποίων, κατὰ βάσιν, συνίστατο ἡ πρωτοχριστιανικὴ ἐκκλησία καὶ ἀποτελεῖ, σαφῶς, ἕνα ἐκ τῶν κυρίων λόγων τῆς περὶ ἀρχιερωσύνης ἀναπτυχθείσης κακοδόξου χριστιανικῆς αἱρέσεως˙ ὅτι δῆθεν, ἔτι καὶ εἰς αὐτὴν τὴν Καινὴν τῆς Χάριτος Διαθήκην, ἐξακολουθεῖ νὰ ταὐτίζηται ἐννοιολογικῶς πρὸς τὴν «μεγάλην ἱερωσύνην» καὶ νὰ διακρίνηται ὁμοῦ μετ' αὐτῆς ἀπὸ τῆς ἁπλῶς καὶ κοινῶς λεγομένης «ἱερωσύνης» καὶ οὕτω, νὰ διατελῇ ὡς ἀνώτερος τῆς ἱερωσύνης καὶ ἀνώτατος πάντων ἱερατικὸς βαθμός, τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, ὅπως ἀκριβῶς καὶ εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην τοῦ Νόμου˙ ἥτις αἵρεσις ἐπεγνώσθη καὶ κατεγνώσθη ὑφ' ἡμῶν ὡς ἓν ἐκ τῶν εἰδῶν τῶν ἰουδαιοχριστιανικῶν αἱρέσεων.
Παρελθόντος, λοιπόν, τοῦ Νόμου, τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καὶ ἐπελθούσης τῆς Χάριτος, τῆς Καινῆς Διαθήκης, συνεπληρώθη, ἀπετελειώθη, ἀπηρτίσθη καὶ ἐπεκυρώθη «ἐν Πνεύματι» ἡ πρῴην ἐλλειπής, ἡμιτελής, ἀναπάρτιστος καὶ ἄκυρος «ψυχοσαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη» τῶν Λευϊτῶν, ἡ πάλαι ποτὲ τελετουργικῶς ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὸ μεταφυσικὸν σχῆμα τοῦ Ψυχανθρώπου, καί, μετὰ τῆς «πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης» ὑποστατικῶς καὶ ἀσυγχύτως ἑνωθεῖσα, προήχθη, ἀντιστοιχοῦσα, ἐφεξῆς, τελετουργικῶς πρὸς τὸ ὑπερφυσικὸν σχῆμα τοῦ ὅλου Θεοψυχανθρώπου καὶ μηκέτι αὐτονόμως καὶ ἐκτὸς τῆς Χάριτος, ὥσπερ πρότερον ἐν τῷ Νόμῳ, ὑπάρχουσα, ἥτις ὕπαρξις ἔκτοτε κατηργήθη˙ ἡ δὲ ἀτελὴς «σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη», ἡ τελετουργικῶς, τὸ πρίν, ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὸ φυσικὸν σχῆμα τοῦ Αὐτανθρώπου, ὡς «ἄψυχος» καὶ ὅλως «ἀκατάλληλος» πρὸς ὑποστατικὴν μετὰ τῆς «πνευματικῆς» καὶ «μυστικῆς» ἕνωσιν, ἀπερρίφθη ἐντελῶς καὶ κατηργήθη διὰ παντός.
Ὅθεν, τοῦ λοιποῦ, εἰς τὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην τῆς Καινῆς Διαθήκης, κατηργήθη πᾶσα ἡ ἐφαρμογὴ τῆς «κάτω ἐξωενωτικῆς» καὶ εἰσήχθη ἡ ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς «ἐσωενωτικῆς» τριαδικῆς ἀντεπιδείξεως αὐτοῦ τούτου καὶ ὅλου τοῦ Θεοψυχανθρώπου, κατὰ τὰς διαστάσεις «ἔνδον» καὶ «ἐντὸς» καὶ κατὰ τὴν πρώτην ἐπίγνωσιν τῆς «πέριξ» διαστάσεως (μεταξὺ τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπων), πλὴν τῆς δευτέρας (ἀνὰ μέσον Αὐτῶν καὶ τῶν Ψυχανθρώπων κατὰ φύσιν υἱῶν καὶ ἀπογόνων Αὐτῶν, ἐκ τῆς Ψυχανθρωπότητος Αὐτῶν), ὥσπερ αὗται προεξετέθησαν.
Ἐν προκειμένῳ, σημειωτέον, εἶναι πιθανόν, εἰς τὸν χῶρον τῶν κακοδόξων, νὰ ἐπιγνωσθῇ ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀπολιναρισμοῦ, ἡ τὴν θείαν ὑποστατικὴν ἕνωσιν καὶ τὴν θείαν τρισύνθετον ὑπερφυσικὴν ὑπόστασιν τοῦ Θεοψυχανθρώπου προσβάλλουσα, εἰς τὴν ἀναλογοῦσαν, βεβαίως, πρὸς τὴν ἱερὰν τρισύνθετον τελετουργικὴν ὑπόστασιν τοῦ Πνευματοψυχοσαρκικοῦ Τελεστοῦ Ἱερέως, τοῦ φορέως τῆς Εἰδικῆς Ἱερωσύνης, τοῦ ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ λεγομένου «Πρεσβυτέρου», ἱεροτελεστικὴν μορφὴν αὐτῆς, ἤτοι, ὡς «Τελετουργικὸς Ἀπολιναρισμός», καὶ κατὰ τὰς ἑξῆς δύο αἱρετικὰς δογματικὰς ἐκδοχάς:
1. Κατὰ τὴν ὑφ' ἡμῶν λεγομένην «ὁριζοντίαν τομὴν» τοῦ Θεοψυχανθρώπου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ἐκπεφρασμένην, τουτέστι, τὴν ἱστορικήν, δογματικὴν μορφὴν τῆς ἀπολιναριστικῆς αἱρέσεως καὶ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς προσέλαβε κατ' ἄμεσον τρόπον «ψιλὸν» τὸ σῶμα, αὐτὸ καὶ μόνον, ἄνευ τῆς μεσολαβούσης ψυχῆς˙ καὶ ἡ ὁποία τελετουργικῶς μεθερμηνεύεται ὅτι ἡ πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη καὶ ἡ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη δύνανται νὰ ἑνῶνται καὶ ἀμέσως ὑποστατικῶς μετ' ἀλλήλων, ἄνευ τῆς μεσολαβούσης ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης˙ καὶ οὕτω, δυνάμεθα νὰ ἔχωμεν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην τὴν διῃρημένην λευϊτικὴν ἱερατικὴν τάξιν τῆς Παλαιᾶς, μετ' ἰδίας καὶ χωριστῆς πνευματικῆς συμπληρώσεως καὶ ἐπικυρώσεως καὶ τῶν δύο διχοῦ συμβολικῶν καὶ ἀκύρων λευϊτικῶν εἰδῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἑκάστου εἴδους εἰς τὰ ἴδια αὐτοῦ μέτρα˙ τοῦ μὲν πρὸς τὸν Ψυχάνθρωπον πάλαι ἀντιστοιχοῦντος, τοῦ καλουμένου «Μεγάλου Ἱερέως» ἢ «Ἀρχιερέως», ὡς ἀντιστοίχου, ἐφεξῆς, πρὸς τὸν Θεοψυχάνθρωπον˙ τοῦ δὲ πρὸς τὸν Αὐτάνθρωπον, τὸ πρίν, ἀναλογοῦντος, τοῦ ἁπλῶς καὶ κοινῶς λεγομένου «Ἱερέως», ὡς ἀναλόγου, ἐπέκεινα, πρὸς τὸν Θεάνθρωπον, ὑπὸ τὴν κακόδοξον, ἐν προκειμένῳ, ἀπολιναριστικὴν ἐκδοχὴν τοῦ ὅρου «Θεάνθρωπος», ἤτοι, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ «ἄνευ ψυχῆς Θεοψυχανθρώπου», καὶ οὐχὶ ὑπὸ τὴν ὀρθόδοξον ἀντίληψιν αὐτοῦ, ἤτοι, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς συντμήσεως τοῦ ὅρου «Θεοψυχάνθρωπος».
2. Κατὰ τὴν ὑφ' ἡμῶν καλουμένην «κατακόρυφον» ἢ «κάθετον» ἢ «ἐγκαρσίαν τομήν», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «διχοτόμησιν», τοῦ Θεοψυχανθρώπου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ θεωρητικήν, μόνον, καὶ ὑποθετικὴν δογματολογικὴν ἐκδοχὴν καὶ οὐχὶ ἐκπεφρασμένην καὶ ἱστορικὴν δογματικὴν μορφὴν τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολιναρισμοῦ καὶ συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν δυνάμεθα νὰ ἔχωμεν ἡμίσειαν θείαν ὑποστατικὴν ἕνωσιν καὶ ἡμίσειαν θείαν ὑπόστασιν Θεοψυχανθρώπου, τουτέστιν, ἥμισυν Θεοψυχάνθρωπον, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «Ἡμιθεοψυχάνθρωπον», ἤτοι, ἡμίσειαν θείαν, ἡμίσειαν ψυχικὴν καὶ ἡμίσειαν σωματικὴν φύσιν ὑποστατικῶς ἡνωμένας μετ' ἀλλήλων˙ καὶ ἡ ὁποία, μεθερμηνευομένη τελετουργικῶς, ἐκ μὲν θεολογικῆς καὶ δογματολογικῆς ἐπόψεως, ἐλέγχεται ὅλως ἄτοπος καὶ ἐντελῶς ἀνεφάρμοστος, δεδομένου ὅτι ἡ κατακόρυφος καὶ ἐγκαρσία τομὴ τοῦ Θεοψυχανθρώπου εἶναι πάντῃ ἀδύνατος καὶ ἀδιανόητος καὶ πολλῷ χείρων τῆς ὁριζοντίας, ἐπειδὴ διχοτομεῖ εἰς δύο ἡμίσεα καὶ οὕτω καταστρέφει «διὰ μιᾶς» καὶ τὰς τρεῖς ὁμοῦ φύσεις τῆς μιᾶς ὑποστάσεως τοῦ Θεοψυχανθρώπου˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὁριζοντίαν, ἡ ὁποία διαλύει, μόνον, καὶ ἀποσυντίθησι τὴν μίαν ὑπόστασιν Αὐτοῦ εἰς τὰς ἐξ ὧν συνετέθη τρεῖς φύσεις, διατηροῦσα, οὕτω, καὶ διασῴζουσα ἑκάστην φύσιν ὁλόκληρον καὶ ἀκέραιον, ἄνευ οὐδεμιᾶς διχοτομήσεως καὶ καταστροφῆς˙ ἐκ δὲ ἱστορικῆς καὶ βιβλικῆς ἀπόψεως, τεκμαίρεται ὅλως αὐθαίρετος καὶ ἀνυπόστατος καὶ οὐδεμίαν ἁγιογραφικὴν βάσιν ἔχουσα, δεδομένου ὅτι εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ εἰς τὴν λευϊτικὴν ἱερωσύνην Αὐτῆς μαρτυρεῖται αὐτὴ καὶ μόνη ἡ ὁριζοντία τομὴ καὶ κατ' ἀκρίβειαν, ἡ ὑφ' ἡμῶν καὶ ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν ἐπιγινωσκομένη ὡς «ὑφοριζόντιος».
Ἀλλ' ἔτι καὶ ἐκ θεολογικῆς καὶ λειτουργικῆς θεωρήσεως, ἔτι καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ Τυπικὸν τῶν Παλαιορθοδόξων, οὐδεμίαν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν προεκτεθεισῶν κακοδόξων γνωμῶν ἐπιβεβαιοῖ καὶ ἐπαληθεύει˙ ὡς προκύπτει ῥητῶς, σαφῶς καὶ ἀσφαλῶς καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς εὐχολογίας τῆς εἰς Πρεσβύτερον χειροτονίας, ἐπιβεβαιούσης, ἀντιθέτως, τὸ «πλήρωμα» τῆς διὰ τῆς τοιαύτης χειροτονίας μεταδιδομένης πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης καὶ λεγούσης˙ «αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον, ὃν εὐδόκησας τὸν τοῦ Πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς ἵνα γένηται ἄξιος... προσφέρειν σοι δῶρα καὶ θυσίας πνευματικάς»˙ καὶ ὅπως συνάγεται ἐκ τοῦ ὅλου τελετουργικοῦ τυπικοῦ αὐτῆς, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ χειροτονούμενος ὑποκλίνει ἀμφότερα τὰ γόνατα αὐτοῦ κατενώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου καὶ οὐχὶ ἓν μόνον ἐξ αὐτῶν καὶ παραλαμβάνει ἀνὰ χεῖρας ὑπὸ τοῦ παραδιδόντος χειροτονητοῦ ὁλόκληρον καὶ ἀκέραιον καὶ οὐχὶ ἡμίσειαν τὴν λεγομένην «ἱερὰν παρακαταθήκην», ὁλόκληρον, δηλονότι, καὶ ἀκέραιον αὐτὸν τοῦτον τὸν καθηγιασμένον εὐχαριστιακὸν ἄρτον καὶ οὐχὶ ἓν μόνον τεμάχιον ἢ τὸ ἥμισυ ἢ τὸ μεῖζον μέρος αὐτοῦ.
Ὅπερ σημαίνει ὅτι καὶ ὁ πρὸς τὸν Αὐτάνθρωπον πάλαι ἀντιστοιχῶν καὶ ἁπλῶς καὶ κοινῶς «Ἱερεὺς» λεγόμενος εἶχεν ὁλόκληρον καὶ ἀκέραιον αὐτὴν καὶ μόνην τὴν σαρκικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην˙ καὶ ὁ πρὸς τὸν Ψυχάνθρωπον, τὸ πρίν, ἀναλογῶν καὶ «Μέγας Ἱερεὺς» καὶ «Ἀρχιερεὺς» καλούμενος ἐκέκτητο ὁλοκλήρους καὶ ἀκεραίους ἀμφοτέρας, τήν τε σαρκικὴν καὶ τὴν ψυχικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην˙ ἄρα, καὶ ὁ πρὸς τὸν ὅλον Θεοψυχάνθρωπον, ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ, προσιδιάζων καὶ «Πρεσβύτερος» καὶ κατ' ἐξοχὴν «Ἱερεὺς» ὀνομαζόμενος κατέχει, ἀσφαλῶς, ὁλοκλήρους καὶ ἀκεραίους καὶ τὰς τρεῖς ὁμοῦ, τήν τε σαρκικὴν συμβολικήν, τήν τε ψυχικὴν συμβολικὴν καὶ τὴν πνευματικὴν μυστικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην.
Ὅθεν, προκειμένου μὲν νὰ μεταδοθῇ ἡ πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, προϋποτίθεται ἡ ἀσύγχυτος ὑποστατικὴ ἕνωσις αὐτῆς μετ' ἀμφοτέρων τῶν ἱερῶν εἰδῶν τῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, τῆς τε ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς˙ δεδομένου ὅτι ἐκ τελετουργικῆς ἐπόψεως, ἡ πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερατικὴ δύναμις καὶ ἐνέργεια τοῦ θεοῦ, ἡ λεγομένη «θεία τελεταρχικὴ χάρις», ἐπ' οὐδενὶ νοεῖται ὡς «ψιλή», τουτέστι, «γυμνή», ἢ «ἡμίψιλος», τουτέστιν, «ἡμίγυμνος», ἤτοι, ἄνευ τοῦ ἀσυγχύτου ὑποστατικοῦ συνδυασμοῦ αὐτῆς καὶ μετὰ τῆς ψυχικῆς καὶ μετὰ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας τοῦ ψυχανθρώπου˙ οὐδέποτε, δηλαδή, ἡ Θεία μυστικὴ Τελεταρχικὴ Χάρις αὐτολειτουργεῖ καὶ αὐτενεργεῖ, ἀφ' ἑαυτῆς, αὐτὴ καὶ μόνη, ἀλλὰ πάντοτε συλλειτουργεῖ καὶ συνενεργεῖ μετὰ τοῦ ψυχανθρώπου τελετουργοῦ Αὐτῆς καὶ οὕτως, ἐπενεργεῖ διὰ μέσου ἀμφοτέρων τῶν ἰδίων αὐτοῦ συμβολικῶν τελετουργικῶν ἐνεργειῶν, τῶν ὑπ' Αὐτῆς παρεχομένων ἐκείνῳ, ἀναλόγως, πάντοτε, πρὸς τὸ μέτρον καὶ τὸν βαθμὸν τῆς παροχῆς Αὐτῆς.
Διὸ καὶ πᾶν μέτρον πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας ἀπαιτεῖ τὸ ἀναλογοῦν αὐτῷ μέτρον ψυχικῆς καὶ τὸ προσιδιάζον ἑαυτῷ καὶ ἐκείνῳ μέτρον σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας.
Προκειμένου δὲ ἡ πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη νὰ ἑνωθῇ ὑποστατικῶς καὶ ἀσυγχύτως, ὡς πρῶτον ἄκρον, μετὰ τῆς ἐκ διαμέτρου ἀντιθέτου αὐτῆς, τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὡς ἐσχάτου ἄκρου, προαπαιτεῖ τὴν ἀσύγχυτον ὑποστατικὴν ἑαυτῆς ἕνωσιν μετὰ τῆς μέσης, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, καὶ τὴν διαμεσολάβησιν τῆς τοιαύτης ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων τῶν ἄκρων.
Περὶ δὲ τῆς ἐντελεχείας τῆς σχετικῆς μετὰ τῶν θεμιτῶν καὶ τῶν ἀθεμίτων τρόπων καὶ εἰδῶν τῆς τομῆς τῆς ἐν γένει Ἱερωσύνης εἰς θεμιτοὺς καὶ εἰς ἀθεμίτους ἱερατικοὺς τομεῖς καὶ περιλαμβανούσης, καθ' ἡμᾶς, τέσσαρας, ἀφ' ἑνός, θεμιτούς τε καὶ ἀθεμίτους, διακριτοὺς τρόπους καὶ εἴδη τομῶν, τὰς ὁποίας ἡμεῖς ἐπιγινώσκομεν καὶ ὁρίζομεν, πρῶτον, ὡς «ὁριζοντίαν», δεύτερον, ὡς «ὑφοριζόντιον», τρίτον, ὡς «ὑφυποριζόντιον», καὶ τέταρτον, ὡς «κατακόρυφον» τομήν, καὶ τέσσαρας, ἀφ' ἑτέρου, ἀναλόγους καὶ ἰσαρίθμους, θεμιτούς τε καὶ ἀθεμίτους, ἱερατικοὺς τομεῖς, τοὺς ὁποίους ἡμεῖς οἱ αὐτοὶ ἐπιγινώσκομεν καὶ ὁρίζομεν ἀντιστοίχως, πρῶτον, ὡς «βαθμούς», δεύτερον, ὡς «ὑποβαθμούς», τρίτον, ὡς «ὑφυποβαθμούς», καὶ τέταρτον, κατ' ἐξοχὴν ὡς «ἡμιβάθμους», θὰ ἀσχοληθῶμεν περαιτέρω παρακάτω.
Ὅσον μὲν ἀφορᾷ εἰς τὴν ἄκτιστον θείαν φύσιν, αὐτὸς οὗτος ὁ Θεὸς γινώσκει νὰ διακρίνῃ τὰς ἰδίας Αὐτοῦ θείας καὶ ἱερὰς ἀκτίστους τελετουργικὰς ἐνεργείας ἀπὸ τῶν λοιπῶν, «οἰκονομικῶν», ἐν γένει, λεγομένων, θείων Αὐτοῦ ἀκτίστων ὑπερφυσικῶν ἐνεργειῶν, ὡς ἀναφερομένων «ἐξωτερικῶς» εἰς τὴν καλουμένην «θείαν οἰκονομίαν», εἰς τὴν ἐπιγινωσκομένην, δηλονότι, σύσχεσιν ἀνὰ μέσον Αὐτοῦ, ὡς Κτίστου Θεοῦ, καὶ τῆς Κτίσεως Αὐτοῦ, καὶ οὕτω διακρινομένων ἀπὸ τῶν ὀνομαζομένων «ἀϊδίων» ἀκτίστων θείων Αὐτοῦ ἐνεργειῶν, τῶν ἀναφερομένων «ἐσωτερικῶς» εἰς αὐτὴν ταύτην καὶ μόνην τὴν Αὐτοῦ θείαν ὀντότητα.
Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς ἀμφοτέρας τὰς κτιστὰς φύσεις τοῦ ψυχανθρώπου, τὴν ψυχικὴν καὶ τὴν σωματικήν, τὸ κριτήριον τοῦ ἰδίου χαρακτηρισμοῦ καὶ τῆς κατ' εἶδος διακρίσεως τῶν ἱερῶν «τελετουργικῶν» ἀπὸ τῶν λοιπῶν «φυσικῶν», ψυχικῶν τε καὶ σωματικῶν, ἐνεργειῶν αὐτοῦ δὲν εἶναι ψυχανθρώπινον ἀλλὰ θεῖον˙ ὅπερ σημαίνει ὅτι προκειμένου νὰ θεωρηθῇ καὶ νὰ χαρακτηρισθῇ μία «ψυχικὴ» ἢ «σωματικὴ φυσικὴ ἐνέργεια» τοῦ ψυχανθρώπου ὡς «ψυχικὴ» ἢ «σαρκικὴ τελετουργικὴ ἐνέργεια» καὶ νὰ διακριθῇ οὕτως ἀπὸ τῶν λοιπῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν αὐτοῦ, θὰ πρέπει αὐτὸς καὶ μόνος ὁ θεὸς νὰ θεωρήσῃ, νὰ ἐκλάβῃ, νὰ ἀποδεχθῇ καὶ νὰ ἀναγνωρίσῃ αὐτὴν ὡς τοιαύτην˙ ὥσπερ εἰς τὴν βιβλικὴν περίπτωσιν τῶν προσενεχθεισῶν θυσιῶν ὑπὸ τῶν δύο ἀδελφῶν Ἄβελ καὶ Κάϊν, εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ἐδηλώθη σαφῶς ὑπ' αὐτῆς τῆς Γραφῆς λεγούσης˙ «καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς ἐπὶ Ἄβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ, ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν».
Ἡ «τελετουργική», σημειωτέον, θεώρησις καὶ ἀξιολόγησις, τόσον τῶν ἀκτίστων οἰκονομικῶν ἐνεργειῶν τοῦ θεοῦ, ὅσον καὶ τῶν κτιστῶν, τῶν τε ψυχικῶν καὶ τῶν σωματικῶν, ἐνεργειῶν τοῦ ψυχανθρώπου, ὡς «τελετουργικῶν ἐνεργειῶν», διαφέρει σαφῶς ἀπὸ τῆς «φυσιολογικῆς» ἀντιλήψεως αὐτῶν, ὡς «φυσικῶν ἐνεργειῶν».
Ἐπὶ παραδείγματι, ἡ ψυχικὴ ἐνέργεια, ἐκ τελετουργικῆς ἐπόψεως, ὡς ψυχικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἐνέργεια, δύναται, ἄλλοτε νὰ θεωρῆται ὡς «ἀνυπόστατος» καὶ «διχοῦ» τῆς μόνης τελετουργικῶς, ὡς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἐνεργείας, ὑφισταμένης σωματικῆς ἐνεργείας (εἰς τὸ τελετουργικὸν σχῆμα τοῦ Αὐτανθρώπου), καὶ ἄλλοτε ὡς «ὑφισταμένη» καὶ «ὁμοῦ» μετ' αὐτῆς, ἐν ἀσυγχύτῳ τελετουργικῷ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ μετ' αὐτῆς (εἰς τὸ τελετουργικὸν σχῆμα τοῦ Ψυχανθρώπου)˙ ἐν ᾧ αὕτη, ἐκ φυσιολογικῆς ἀπόψεως, ὡς ψυχικὴ φυσικὴ ἐνέργεια, ἐπιγινώσκεται πάντοτε «ὑφισταμένη» καὶ «ὁμοῦ» μετὰ τῆς φυσιολογικῶς, ὡς σωματικῆς φυσικῆς ἐνεργείας, ὑφισταμένης σωματικῆς ἐνεργείας, ἐν ἀσυγχύτῳ φυσιολογικῷ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ μετ' αὐτῆς (εἰς τὸ φυσιολογικὸν σχῆμα τοῦ Ψυχανθρώπου).
Ἡ θεία αὕτη ἀναγνώρισις καὶ ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ χαρακτηρισμὸς τῆς οἱονδήποτε ἱερὸν ἔργον τελετουργούσης οἱασδήποτε «φυσικῆς» ἐνεργείας τοῦ ψυχανθρώπου ὡς «τελετουργικῆς», εἴτε σωματικῆς, θεωρουμένης, ἐκ τελετουργικῆς καὶ οὐχὶ φυσιολογικῆς ἐπόψεως, αὐτῆς καὶ μόνης, ὡς «σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἐνεργείας», εἴτε ψυχικῆς, θεωρουμένης, τελετουργικῶς καὶ οὐχὶ φυσιολογικῶς, ἐν ἀσυγχύτῳ, πάντοτε, τελετουργικῷ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ μετὰ τῆς σωματικῆς, ὡς «ψυχοσαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἐνεργείας», καὶ ἡ οὑτωσὶ διάκρισις αὐτῆς ἀφ' οἱασδήποτε ἄλλης φυσικῆς, ψυχικῆς τε καὶ σωματικῆς, ἐνεργείας αὐτοῦ, κέκτηται πάντοτε «συμβολικὸν» καὶ οὐδέποτε «μυστικὸν» χαρακτῆρα˙ ἐν ἀντιθέσει καὶ ἀλληλοσυμπληρώσει πρὸς τὴν «ὑπερφυσικὴν» ἐνέργειαν τοῦ θεοῦ, ἡ ὁποία, θεωρουμένη ὡς «τελετουργική», ἔχει μόνον «μυστικὸν» καὶ οὐχὶ «συμβολικὸν» χαρακτῆρα.
Δεδομένου ὅτι ἀμφότεραι αἱ κτισταὶ αὗται φυσικαὶ ἐνέργειαι τοῦ ψυχανθρώπου, ἡ ἀόρατος καὶ νοητὴ ψυχικὴ καὶ ἡ ὁρατὴ καὶ αἰσθητὴ σωματική, θεωρούμεναι ὡς τελετουργικαί, αὐταὶ καὶ μόναι, δὲν δύνανται, ὡς ἐκ τῆς κτιστῆς φύσεως αὐτῶν, νὰ ἐπιτελῶσιν ἀληθῆ, πραγματικὰ καὶ ἔγκυρα, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «πνευματικά», ἱερὰ καὶ θεῖα μυστήρια, ἀλλὰ μόνον νὰ σχηματίζωσιν αὐτά, νὰ παριστάνωσι, δηλονότι, αὐτὰ σχηματικῶς καὶ συμβολικῶς.
Ὑποχρεοῦνται δέ, ὡς τελετουργικαί, νὰ συμμετέχωσιν ἀμφότεραι, ὡσαύτως κατὰ «συμβολικόν», ἀόρατον νοητὸν καὶ ὁρατὸν αἰσθητόν, ἀντιστοίχως, τρόπον, ἤτοι, διὰ ψυχικῶν καὶ σωματικῶν συμβολικῶν τελετουργικῶν λόγων καὶ πράξεων, καὶ ἐν ἀσυγχύτῳ τελετουργικῷ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ μετὰ τῆς θείας, εἰς τὴν ὑπ' αὐτῆς ταύτης καὶ μόνης τῆς θείας, ἀκτίστου, ἀοράτου, νοερᾶς καὶ πνευματικῆς τελετουργικῆς ἐνεργείας καὶ κατὰ «μυστικόν», ἀόρατον νοερόν, τρόπον, ἤτοι, διὰ πνευματικῶν μυστικῶν τελετουργικῶν λόγων καὶ πράξεων, ἀληθῆ, πραγματικὴν καὶ ἔγκυρον ἐπιτέλεσιν αὐτῶν.
Καὶ εἰς μὲν τὴν ἐποχὴν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ τοιαύτη θεία ἀναγνώρισις ἀμφοτέρων τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν τοῦ ψυχανθρώπου ὡς τελετουργικῶν παρείχετο συμβολικῶς, τυπικῶς καὶ ἐπισήμως διὰ τῆς τελετῆς τοῦ συμβολικοῦ χρίσματος, τῆς συμβολικῆς, δηλονότι, θείας καθιερώσεως, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «θείας μισθωτείας»˙ τὸ τοιοῦτον, σημειωτέον, ὑλικὸν χρισματικὸν στοιχεῖον εἶχεν ἰδίαν καὶ εἰδικὴν σύνθεσιν, οὕτως ὥστε νὰ διαφέρῃ ἀπὸ πάντων τῶν λοιπῶν καὶ κοινῶν ὑλικῶν χρισμάτων καὶ νὰ χρησιμοποιῆται μόνον πρὸς ἱερὸν χρισματικὸν σκοπὸν εἰς τὴν θείαν λατρείαν καὶ ἕνεκεν τῆς τοιαύτης ἰδίας αὐτοῦ καὶ εἰδικῆς φύσεως καὶ τῆς ἱερᾶς ταύτης καὶ λατρευτικῆς αὐτοῦ χρήσεως νὰ θεωρῆται συμβολικῶς καὶ κυριολεκτικῶς ὡς «ἅγιον», δεδομένου ὅτι ὁ ὅρος «ἅγιος» σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν «κεχωρισμένος», «διακεκριμένος», «διάφορος», «ἐκλεκτός».
Εἰς δὲ τὴν ἐποχὴν τῆς Καινῆς Διαθήκης, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἱστορικῆς θείας ἀποκαλύψεως τοῦ προϊστορικοῦ, προαδαμιαίου τε και προπτωτικοῦ, μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ τῆς ἐν αὐτῷ ὑπερφυσικῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν τριῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν, τῆς θείας, τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς, εἰς τὴν ὑπερφυσικὴν ὑπόστασιν ἑκάστου τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπων, ἡ ὁποία ἀποκάλυψις ἐπέφερε καὶ τὴν ἀνάλογον τελετουργικὴν ὑποστατικὴν ἕνωσιν τῶν ἀντιστοίχων τριῶν ἱερῶν τελετουργικῶν ἐνεργειῶν, τῆς μυστικῆς πνευματικῆς, τῆς συμβολικῆς ψυχικῆς καὶ τῆς συμβολικῆς σαρκικῆς, ἐπιπλέον καὶ εἰς τὴν τελετουργικὴν ὑπόστασιν ἑκάστου τῶν πολλῶν ἀδαμιαίων καὶ μεταπτωτικῶν ψυχανθρώπων τελετουργῶν, τῶν φερόντων τὴν Εἰδικὴν Ἱερωσύνην καὶ λεγομένων «Πρεσβυτέρων», τὸ τοιοῦτον ὑλικόν, ἰδιοσύνθετον καὶ συμβολικὸν ἱερὸν χρῖσμα, τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, δύναται νὰ καθαγιάζηται καὶ οὕτω νὰ συμπληρῶται τελετουργικῶς ὡς θεῖον καὶ πνευματικόν.
Εἶναι, δηλαδή, πλέον, δυνατὸν τὸ τοιοῦτον, διὰ τῆς ἱερᾶς εὐχῆς (ἱερολογίας) καὶ τῆς ἱερᾶς πράξεως (ἱεροπραξίας) τοῦ καθαγιασμοῦ αὐτοῦ, νὰ συνδέηται μυστικῶς μετὰ τῆς θείας χάριτος τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἐνθησαυρίζον αὐτὴν ἐν ἑαυτῷ, ὁμοῦ μετὰ τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης καὶ ἐν ἀσυγχύτῳ τελετουργικῷ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ μετ' ἀμφοτέρων, καὶ οὕτω μεταδιδὸν καὶ τὰς τρεῖς τοιαύτας ὁμοῦ καὶ ἀπὸ κοινοῦ, διὰ τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἱερᾶς χρίσεως.
Παραλλήλως, ὅμως, ὑφίσταται τελετουργικῶς καὶ ἡ δυνατότης τῆς χωριστῆς μεταδόσεως τοῦ συμβολικοῦ ἀπὸ τοῦ μυστικοῦ μέρους τοῦ ὅλου καὶ τοῦ αὐτοῦ χρισματικοῦ μυστηρίου, ἄνευ τῆς ἱερᾶς εὐχῆς (ἱερολογίας) καὶ τῆς ἱερᾶς πράξεως (ἱεροπραξίας) τοῦ καθαγιασμοῦ τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου˙ τοῦ μὲν συμβολικοῦ μέρους, τουτέστι, τοῦ «συμβολικοῦ χρίσματος», τοῦ χρίσματος, δηλονότι, τῆς τε ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, μεταδιδομένου πρώτου, διὰ τῆς ἱερᾶς τελετουργικῆς πράξεως τῆς χρίσεως˙ τοῦ δὲ μυστικοῦ μέρους, τουτέστι, τοῦ «μυστικοῦ χρίσματος», τοῦ χρίσματος, δηλονότι, τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, μεταδιδομένου ἐσχάτου, διὰ τῆς ἱερᾶς τελετουργικῆς πράξεως τῆς ἐπιτάσεως τῶν χειρῶν, τῆς καλουμένης «χειροτονίας».
Τὸ Παλαιορθόδοξον, σημειωτέον, Δόγμα τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπιτελεῖ τὸν μυστικὸν καθαγιασμὸν τοῦ συμβολικοῦ χρίσματος προκειμένου οὕτω νὰ μεταδώσῃ μόνον τὸν κατώτατον ἱερατικὸν βαθμὸν τῆς λεγομένης «γενικῆς ἱερωσύνης»―ἡ ὁποία, ἐπίσης, ὑποδιακρίνεται εἰς πνευματικήν, ψυχικὴν καὶ σαρκικήν, ὡς καὶ ἕκαστος ἄλλος ἱερατικὸς ἐκ τῆς κλίμακος τῶν ἑπτὰ βαθμός―ἐν ᾧ, διὰ μὲν τὴν μετάδοσιν τῶν ἀνωτέρων ἱερατικῶν βαθμῶν τῆς καλουμένης «μέσης ἱερωσύνης», ἐπιτελεῖ κακοδόξως τὴν ἐπίθεσιν τῶν χειρῶν, τουτέστι, τὴν «χειροθεσίαν», καὶ οὐχὶ ὀρθοδόξως τὴν ἐπίτασιν τῶν χειρῶν, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, τὴν «χειροτονίαν»―καὶ τοῦτο, διότι ὡς χειροθεσίαν ἀντιλαμβάνεται καὶ ὀνομάζει κακοδόξως πᾶσαν ἱερὰν χειρουργίαν ἐπιτελουμένην ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος καὶ μακρὰν τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου―διὰ δὲ τὴν μετάδοσιν τοῦ ἀνωτάτου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τῆς ὀνομαζομένης «εἰδικῆς ἱερωσύνης», ἐπιτελεῖ τὴν ἐπίτασιν τῶν χειρῶν, τὴν χειροτονίαν, ἄνευ οὐδεμιᾶς, οὔτε συνδυαστικῆς καὶ καθαγιαστικῆς, οὔτε ἀσυνδυάστου καὶ χωριστῆς, ἱερᾶς τελετουργικῆς χρήσεως ὑλικοῦ τινος συμβολικοῦ χρίσματος.
Τόσον εἰς τὰ πλαίσια τῆς πρώτης καὶ ἀρχετύπου αἰτίας ὑποστατικῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοψυχανθρώπου, ὅσον καὶ εἰς τὰ πλαίσια τῆς δευτέρας καὶ ἐκτύπου αἰτιατῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τοῦ κατ' εἰκόνα Αὐτοῦ Ψυχανθρώπου, ἑκάστη ἐκ τῶν τριῶν ἢ ἐκ τῶν δύο, ἀντιστοίχως, φυσικὴ ἐνέργεια, ἐπιτελεῖ, μέν, κατὰ κυριότητα, τὸ ἴδιον καὶ κύριον αὐτῆς ἔργον, συνενεργεῖ, δέ, κατὰ συμμετοχικότητα, δευτερευόντως, διακριτῶς καὶ ἀσυγχύτως, καὶ καθ' ὃν τρόπον ἀναλογεῖ εἰς τὰ ἴδια αὐτῆς φυσικὰ μέτρα, ἔτι καὶ εἰς τὴν ἐπιτέλεσιν τοῦ ἰδίου καὶ κυρίου ἔργου τῶν λοιπῶν ὑποστατικῶς μετ' αὐτῆς ἡνωμένων φυσικῶν ἐνεργειῶν.
Ὅπως, π.χ., ἡ λογικὴ ἐνέργεια, εἶναι μὲν ψυχικὴ ἐνέργεια καὶ ἀνήκει εἰς τὴν ψυχικὴν φύσιν, ἀλλ' εἰς αὐτὴν συμμετέχει καὶ ἡ σωματικὴ ἐνέργεια καὶ ἡ σωματικὴ φύσις˙ ἢ ἀντιστρόφως, ἡ βρῶσις καὶ ἡ πόσις, εἶναι σωματικὴ ἐνέργεια καὶ ἀνήκει εἰς τὴν σωματικὴν φύσιν, εἰς αὐτήν, ὅμως, συμμετέχει καὶ ἡ ψυχικὴ ἐνέργεια καὶ ἡ ψυχικὴ φύσις κ.τ.ὅ..
Ὑφίσταται, ἐν ἄλλοις λόγοις, «ἀλληλομετοχὴ» καὶ «ἰσοτιμία», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «ἀλληλεπίδρασις» καὶ «συντονισμός», μεταξὺ τῶν διαφόρων, διακριτῶν καὶ ἀσυγχύτων μετ' ἀλλήλων «καθ' ὑπόστασιν» ἡνωμένων φυσικῶν ἐνεργειῶν, αἱ ὁποῖαι, διὰ τοῦτο, ἐπικαλοῦνται «ἀλληλομέτοχοι» καὶ «ἰσότιμοι»˙ τὸ αὐτὸ δέ, κατ' ἀναλογίαν, ἰσχύει, εὐλόγως, καὶ διὰ τὰς ἀντιστοίχους καὶ διαφόρους τελετουργικὰς ἐνεργείας, τὰς ὡσαύτως ὑποστατικῶς, διακριτῶς καὶ ἀσυγχύτως μετ' ἀλλήλων ἡνωμένας καὶ συνεπῶς, «ἀλληλομετόχους» καὶ «ἰσοτίμους».
Πρόκειται περὶ τῆς θεολογικῆς καὶ δογματολογικῆς ἀρχῆς τῆς «δι' ἀλληλομετοχῆς ἰσοτιμίας τῶν διαφόρων, διακριτῶν καὶ ἀσυγχύτων μετ' ἀλλήλων καθ' ὑπόστασιν ἡνωμένων ἐνεργειῶν», ἐφαρμοζομένης εἰς τὰ πλαίσια παντοίας ὑποστατικῆς ἑνώσεως˙ εἴτε φυσιολογικοῦ χαρακτῆρος, εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν φυσικὴν ὑπόστασιν, ἤτοι τοῦ φυσιολογικοῦ σχήματος τοῦ Θεοψυχανθρώπου, ἢ τοῦ φυσιολογικοῦ σχήματος τοῦ κατ' εἰκόνα Αὐτοῦ Ψυχανθρώπου˙ εἴτε τελετουργικοῦ χαρακτῆρος, εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν τελετουργικὴν ὑπόστασιν, ἤτοι τοῦ τελετουργικοῦ σχήματος τοῦ Θεοψυχανθρώπου, ἢ τοῦ τελετουργικοῦ σχήματος τοῦ κατ' εἰκόνα Αὐτοῦ Ψυχανθρώπου.
Κατὰ τὴν ὁποίαν ἀρχήν, προκειμένου μὲν νὰ ἰσοτιμηθῇ ἡ κατωτέρα ἐνέργεια τοῦ προσλήμματος ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀνωτέραν ἐνέργειαν τοῦ προσλήπτορος, θὰ πρέπει ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ, διακριτῶς καὶ ἀσυγχύτως, καὶ καθ' ὃν τρόπον ἀναλογεῖ εἰς τὰ ἴδια αὐτῆς μέτρα, νὰ συμμετέχῃ εἰς τὸ ἴδιον καὶ κύριον ἔργον τῆς ἐνεργείας ἐκείνου˙ προκειμένου δὲ νὰ ἰσοτιμηθῇ ἡ ἀνωτέρα ἐνέργεια τοῦ προσλήπτορος ἐν σχέσει πρὸς τὴν κατωτέραν ἐνέργειαν τοῦ προσλήμματος, θὰ πρέπει καὶ ἡ ἐνέργεια ἐκείνου, ἀντιθέτως καὶ ὡσαύτως διακριτῶς καὶ ἀσυγχύτως, καὶ καθ' ὃν τρόπον ἀναλογεῖ εἰς τὰ ἴδια ἐκείνης μέτρα, νὰ συμμετέχῃ εἰς τὸ ἴδιον καὶ κύριον ἔργον τῆς ἐνεργείας αὐτοῦ.
Ὅθεν, καὶ αἱ τρεῖς φυσικαὶ καὶ αἱ τρεῖς τελετουργικαὶ ἐνέργειαι, εἰς τὰ πλαίσια πασῶν τῶν ὑπ' αὐτῶν σχηματιζομένων, εἴτε φυσικῶν, εἴτε τελετουργικῶν, ἐνεργειακῶν ὑποστατικῶν ἑνώσεων καὶ τῶν ἐν ἐκείναις ἐπιγινωσκομένων ἐνεργειακῶν ἀλληλομετοχῶν καὶ ἰσοτιμιῶν, ἔχουσιν, ἑκάστη, τὸ μὲν πρωτεῦον καὶ αἴτιον, τουτέστι, τὸ «ἴδιον» καὶ «κύριον», τὸ δὲ δευτερεῦον καὶ αἰτιατόν, τουτέστι, τὸ «συμμετοχικόν», ἔργον ἑαυτῆς˙ τὸ ὁποῖον δευτερεῦον, αἰτιατὸν καὶ συμμετοχικόν, ἀπορρέει, πάντοτε, ἐκ τοῦ πρωτεύοντος, αἰτίου καὶ κυρίου ἔργου καὶ οὐδέποτε δύναται νὰ διατελῇ μεμονωμένον, αὐτὸ καὶ μόνον, ἤτοι, αὐθύπαρκτον˙ ὅπερ σημαίνει ὅτι εἰς περίπτωσιν καθ' ἣν μία φυσικὴ ἢ τελετουργικὴ ἐνέργεια ἐπιγνωσθῇ στερουμένη ἰδίου καὶ κυρίου ἔργου, αὕτη στερεῖται, ὡσαύτως, καὶ τοῦ συμμετοχικοῦ καὶ συνεπῶς, ἡ τοιαύτη στερεῖται αὐτῆς ταύτης τῆς ὑπάρξεως ἑαυτῆς, εἴτε ὡς φυσικῆς, εἴτε ὡς τελετουργικῆς ἐνεργείας, καὶ οὕτως ὅλως ἐλέγχεται καὶ διατελεῖ, εἴτε φυσιολογικῶς, εἴτε τελετουργικῶς, ὡς «ἀνυπόστατος».
Διὸ καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ κατωτάτου παλαιοδιαθηκικοῦ συμβολικοῦ τελετουργικοῦ σχήματος, τοῦ ἀντιστοίχου πρὸς τὸ φυσιολογικὸν σχῆμα τοῦ Αὐτανθρώπου, ὅπου ὑφίσταται τελετουργικῶς μόνον ἡ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερὰ ἐνέργεια, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ἡ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, ἡ ψυχικὴ ἐνέργεια ὑφίσταται μόνον ὡς φυσικὴ καὶ συμμετοχικὴ εἰς τὴν κυρίαν σωματικὴν φυσικὴν ἐνέργειαν―ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ὁποίας ἐπιγινώσκεται τελετουργικῶς ὡς ὑφισταμένη αὐτὴ καὶ μόνη ἡ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἐνέργεια―οὐχὶ δὲ καὶ ὡς τελετουργικὴ καὶ συμμετοχικὴ καὶ εἰς τὴν κυρίαν σαρκικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἐνέργειαν.
Καὶ τοῦτο, διότι ἐν προκειμένῳ ἐλλείπει τὸ ἴδιον καὶ κύριον τελετουργικὸν ἔργον τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερᾶς ἐνεργείας, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἄρα ἐλλείπει, ὡσαύτως, καὶ τὸ συμμετοχικόν, ἄρα ἐλλείπει, ἐν τέλει, αὐτὴ αὕτη καὶ ὅλη ἡ ψυχικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερὰ ἐνέργεια ἢ ἱερωσύνη˙ συνεπῶς, ἡ ὑφισταμένη ψυχικὴ ἐνέργεια τοῦ ψυχανθρώπου τελετουργοῦ ὧδε ὑφίσταται μόνον ὡς φυσικὴ καὶ οὐχὶ καὶ ὡς τελετουργικὴ ἐνέργεια αὐτοῦ, ὅπως, ἴσως, φαινομενικῶς ἐξαπατᾷ τὸν ἐπιπόλαιον καὶ ἀπερίσκεπτον νοῦν.
Τὸ δὲ ἴδιον καὶ κύριον, ὡς καὶ τὸ συμμετοχικόν, τελετουργικὸν ἔργον ἑκάστης ἐκ τῶν τριῶν τελετουργικῆς ἱερᾶς ἐνεργείας, τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὁρίζεται ἐπακριβῶς καὶ ἀναλύεται παρακάτω. Ἄλλα τὰ ἴδια καὶ κύρια καὶ ἁρμόδια τελετουργικὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἕτερα τῆς ψυχῆς καὶ διάφορα τοῦ Πνεύματος, τουτέστι, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς Θείας Τελεταρχικῆς Χάριτος.
Ὅθεν, ἐν τῇ Καινῇ τῆς Χάριτος Διαθήκῃ, ἐπιγινώσκονται καὶ διακρίνονται μετ' ἀλλήλων δύο ἐνεργειακαὶ τριαδικαὶ ἐντελεχειακαὶ ἀντεπιδείξεις καὶ δύο τοιαῦται ἐξ αὐτῶν ὑποστατικαὶ ἑνώσεις καὶ δύο τοιαῦται ἐν ταύταις ἀλληλομετοχαὶ καὶ ἰσοτιμίαι˙ ἡ μέν, μεταξὺ τῶν τριῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν, τῆς θείας, τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σωματικῆς, ἡ δέ, ἀνὰ μέσον τῶν τριῶν τελετουργικῶν ἱερῶν ἐνεργειῶν, τῆς πνευματικῆς μυστικῆς, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης˙ ἡ δὲ ἐντελεχειακὴ σύσχεσις μετ' ἀλλήλων ἀκολουθεῖ τὸ ὑφ' ἡμῶν καὶ ἐν τῷ Δογματικῷ Τόμῳ ἡμῶν ἐπιγινωσκόμενον ἐντελεχειακὸν σύμπλεγμα τῶν «κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος ἐντελεχειῶν», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, τῶν «σταυροειδῶν ἐντελεχειῶν».
Κατὰ τὸ τοιοῦτον ὀρθὸν καὶ προσιδιάζον, ἐν προκειμένῳ, ἐντελεχειακὸν σχῆμα, τῶν «κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος ἐντελεχειῶν», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, τῶν «σταυροειδῶν ἐντελεχειῶν», τὸ σύμπλεγμα τῶν ὁποίων, κατὰ τὴν διάταξιν καὶ συγγραφὴν αὐτῶν ἐν χαρτίῳ, λαμβάνει τὸ σταυροειδὲς σχῆμα ἑνὸς τετραγώνου, ἐπιγινώσκονται οὕτω σταυροειδῶς δύο ἐντελεχειακαὶ διαστάσεις˙ ἡ μὲν «κατὰ μῆκος» ἢ «κατακόρυφος», εἰς τὴν ὁποίαν τίθεται ἡ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τῶν τριῶν διαφόρων στοιχείων καὶ ἡ ὁποία μονάζει, σχηματίζεται, δηλονότι, «ἅπαξ» ἐξ αὐτῶν, μίαν καὶ μόνην φοράν˙ ἡ δὲ «κατὰ πλάτος» ἢ «ὁριζοντία», εἰς τὴν ὁποίαν τίθεται ἡ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τῶν τριῶν κοινῶν, μεταξὺ καὶ τῶν τριῶν διαφόρων, στοιχείων καὶ ἡ ὁποία τρισσεύεται, σχηματίζεται, δηλαδή, «τρὶς» ἐξ αὐτῶν, μίαν φορὰν δι' ἕκαστον τῶν τριῶν διαφόρων στοιχείων˙ ἕκαστον δὲ ἐκ τῶν τριῶν διαφόρων «κατὰ μῆκος» ἢ «κατακορύφων» στοιχείων, καίτοι ἐμπεριέχον ἐν αὐτῷ ἐξ ἴσου καὶ τὰ τρία ὁμοῦ κοινὰ «κατὰ πλάτος» ἢ «ὁριζόντια» στοιχεῖα, ἐν τούτοις, ἐκ ποιοτικῆς καὶ ἐντελεχειακῆς ἐπόψεως, προσιδιάζει περισσότερον καὶ ἀναλογεῖ κυριώτερον πρὸς ἓν ἐξ αὐτῶν.
Ἐπὶ παραδείγματι, ἔχομεν τὰς δύο σταυροειδεῖς ἐντελεχείας˙ τὴν μέν, ἔχουσαν ὡς «Θεία Υἱοθεσία - Θεία Μισθωτεία - Θεία Δουλεία», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «Θέωσις - Καθιέρωσις - Ἀφιέρωσις», ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὰ τρία διάφορα στοιχεῖα, διὸ καὶ τίθεται εἰς τὴν «κατὰ μῆκος» ἢ «κατακόρυφον» διάστασιν˙ τὴν δέ, ἔχουσαν ὡς «Ἁγιασμὸς - Φωτισμὸς - Καθαρμός», ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὰ τρία κοινά, μεταξὺ καὶ τῶν τριῶν διαφόρων, στοιχεῖα, καὶ τὰ τρία τὰ ὁποῖα ἕκαστον ἐκ τῶν τριῶν διαφόρων στοιχείων ἐμπεριέχει ἐν ἑαυτῷ, διὸ καὶ τίθεται εἰς τὴν «κατὰ πλάτος» ἢ «ὁριζοντίαν» διάστασιν:
1. Θεία Υἱοθεσία (Θέωσις): Ἁγιασμὸς + Φωτισμὸς + Καθαρμός.
2. Θεία Μισθωτεία (Καθιέρωσις): Ἁγιασμὸς + Φωτισμὸς + Καθαρμός.
3. Θεία Δουλεία (Ἀφιέρωσις): Ἁγιασμὸς + Φωτισμὸς + Καθαρμός.
Καὶ ἡ μὲν θεία υἱοθεσία (θέωσις), καίτοι ἐμπεριέχουσα ἐξ ἴσου καὶ τὸν ἁγιασμὸν καὶ τὸν φωτισμὸν καὶ τὸν καθαρμόν, ὡς πρώτη ἄκρα καὶ λεπτοτέρα ἰδιότης, προσιδιάζει περισσότερον καὶ ἀναλογεῖ κυριώτερον πρὸς τὸν πρῶτον ἄκρον καὶ λεπτότερον ἁγιασμόν˙ ἡ δὲ θεία μισθωτεία (καθιέρωσις), καίτοι ἐμπεριέχουσα καὶ αὕτη καὶ τὰ τρία ταῦτα ἰδιώματα ἐξ ἴσου, ὡς μέση καὶ ἡμιπαχεῖα ἰδιότης, ἀντιστοιχεῖ μᾶλλον πρὸς τὸν μέσον καὶ ἡμίπαχυν φωτισμόν˙ ἡ δὲ θεία δουλεία (ἀφιέρωσις), καίτοι ἐμπεριέχουσα καὶ αὐτὴ ἐξ ἴσου τὰ αὐτὰ τρία στοιχεῖα, ὡς ἐσχάτη ἄκρα καὶ παχυτέρα ἰδιότης, ἁρμόζει ἰδιαίτερον πρὸς τὸν ἔσχατον ἄκρον καὶ παχύτερον καθαρμόν.
Ἐπὶ δὲ τοῦ προκειμένου, ἐπιγινώσκονται δύο σταυροειδεῖς ἐντελέχειαι˙ εἰς μὲν τὴν «κατὰ μῆκος» ἢ «κατακόρυφον» διάστασιν, ἡ ἐντελέχεια τῶν τριῶν τελετουργικῶν ἱερῶν ἐνεργειῶν, ἤτοι, «Πνευματικὴ Μυστικὴ Τελετουργικὴ Ἱερωσύνη - Ψυχικὴ Συμβολικὴ Τελετουργικὴ Ἱερωσύνη - Σαρκικὴ Συμβολικὴ Τελετουργικὴ Ἱερωσύνη»˙ εἰς δὲ τὴν «κατὰ πλάτος» ἢ «ὁριζοντίαν» διάστασιν, ἡ ἐντελέχεια τῶν τριῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν, ἤτοι, «Θεία Ὑπερφυσικὴ Ἐνέργεια - Ψυχικὴ Μεταφυσικὴ Ἐνέργεια - Σωματικὴ Φυσικὴ Ἐνέργεια»:
Πνευματικὴ Ἱερωσύνη: Θεία + Ψυχικὴ + Σωματικὴ Ἐνέργεια.
Ψυχικὴ Ἱερωσύνη: Θεία + Ψυχικὴ + Σωματικὴ Ἐνέργεια.
Σαρκικὴ Ἱερωσύνη: Θεία + Ψυχικὴ + Σωματικὴ Ἐνέργεια.
Εἰς τὰ πλαίσια τῆς προκειμένης «κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «σταυροειδοῦς», Ἐντελεχείας καὶ Ἀντεπιδείξεως τῶν Τριῶν Τελετουργικῶν καὶ τῶν Τριῶν Φυσικῶν Ἐνεργειῶν, ἡ μὲν ἀλληλομετοχὴ καὶ ἰσοτιμία τῶν ὑποστατικῶς, διακριτῶς καὶ ἀσυγχύτως ἡνωμένων τριῶν διαφόρων τελετουργικῶν ἐνεργειῶν, ἐπιγινώσκεται εἰς τὴν κατὰ μῆκος κατακόρυφον διάστασιν˙ ἡ δὲ ἀλληλομετοχὴ καὶ ἰσοτιμία τῶν ὑποστατικῶς, διακριτῶς καὶ ἀσυγχύτως, ὡσαύτως, ἡνωμένων τριῶν διαφόρων φυσικῶν ἐνεργειῶν, εἰς τὴν ὁριζοντίαν διάστασιν.
Καὶ ἡ μὲν πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερατικὴ ἐνέργεια, καίτοι ἐμπεριέχουσα ἐν ἰσοτιμίᾳ καὶ τὴν θείαν ὑπερφυσικὴν ἐνέργειαν, ὡς κυρίαν, καὶ τὴν ψυχικὴν μεταφυσικὴν ἐνέργειαν, ὡς συμμετοχικήν, καὶ τὴν σωματικὴν φυσικὴν ἐνέργειαν, ὡς συμμετοχικήν, ἐν τούτοις, ὡς πρώτη ἀκραία καὶ λεπτοτέρα καὶ κυρία, προσιδιάζει περισσότερον καὶ ἀναλογεῖ κυριώτερον πρὸς τὴν πρώτην ἀκραίαν καὶ λεπτοτέραν καὶ κυρίαν θείαν φυσικὴν ἐνέργειαν.
Ἡ δὲ ψυχικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερατικὴ ἐνέργεια, καίτοι ἐμπεριέχουσα καὶ αὕτη ἰσοτίμως καὶ τὴν θείαν ὑπερφυσικὴν ἐνέργειαν, ὡς συμμετοχικήν, καὶ τὴν ψυχικὴν μεταφυσικὴν ἐνέργειαν, ὡς κυρίαν, καὶ τὴν σωματικὴν φυσικὴν ἐνέργειαν, ὡς συμμετοχικήν, ἐν τούτοις, ὡς μεσαία καὶ ἡμιπαχεῖα καὶ κυρία, ἀντιστοιχεῖ μᾶλλον πρὸς τὴν μεσαίαν καὶ ἡμιπαχεῖαν καὶ κυρίαν ψυχικὴν φυσικὴν ἐνέργειαν.
Ἡ δὲ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερατικὴ ἐνέργεια, καίτοι ἐμπεριέχουσα καὶ αὐτὴ ἰσοτίμως καὶ τὴν θείαν ὑπερφυσικὴν ἐνέργειαν, ὡς συμμετοχικήν, καὶ τὴν ψυχικὴν μεταφυσικὴν ἐνέργειαν, ὡς συμμετοχικήν, καὶ τὴν σωματικὴν φυσικὴν ἐνέργειαν, ὡς κυρίαν, ἐν τούτοις, ὡς ἐσχάτη ἀκραία καὶ παχυτέρα καὶ κυρία, ἀναλογεῖ ἰδιαίτερον πρὸς τὴν ἐσχάτην ἀκραίαν καὶ παχυτέραν καὶ κυρίαν σωματικὴν φυσικὴν ἐνέργειαν.
Ὡς μὲν ἴδιον καὶ κύριον τελετουργικὸν ἔργον τῆς ὑφ' ἡμῶν λεγομένης «κατωτάτης σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης» ὁρίζονται, ὧδε, περιληπτικῶς:
1. Αἱ τρεῖς κυριώτεραι ἐκ πασῶν τῶν κατωτέρων καὶ οὕτως εἰπεῖν «σαρκικωτέρων» συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων τοῦ ὅλου καὶ τριβαθμίου κατωτέρου καὶ σαρκικωτέρου συμβολικοῦ τελετουργικοῦ ἐπιπέδου, τοῦ ὑφ' ἡμῶν λεγομένου «συμβολικοῦ ὑφαγιασμοῦ», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, αἱ τρεῖς κατώτεραι καὶ σαρκικώτεραι «συμβολικαὶ εὐλογίαι τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοῦ ψυχανθρώπου»˙ ἤτοι, ἡ συμβολικὴ εὐλογία τῆς πρώτης συμβολικῆς ὑφαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν λεγομένης «βασικοῦ συμβολικοῦ ὑφαγιασμοῦ», ἡ συμβολικὴ εὐλογία τῆς δευτέρας συμβολικῆς ὑφαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν καλουμένης «μέσου συμβολικοῦ ὑφαγιασμοῦ», καὶ ἡ συμβολικὴ εὐλογία τῆς τρίτης συμβολικῆς ὑφαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν ὀνομαζομένης «κορυφαίου συμβολικοῦ ὑφαγιασμοῦ».
2. Ἡ μία, ἡ κατωτέρα καὶ σαρκικωτέρα, ἐκ τῶν δύο κυριωτέρων καταμέσων συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων, τουτέστι, «συμβολικῶν εὐλογιῶν τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοῦ ψυχανθρώπου», τοῦ ὅλου καὶ μονοβάθμου, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, δισημιβάθμου καὶ μικτοῦ, ἀφ' ἑνός, μέν, σαρκικωτέρου, ἀφ' ἑτέρου, δέ, ψυχικωτέρου, καταμέσου συμβολικοῦ τελετουργικοῦ ἐπιπέδου, τοῦ ὑφ' ἡμῶν καλουμένου «συμβολικοῦ ἁγιασμοῦ»˙ ἤτοι, ἡ συμβολικὴ εὐλογία τῆς πρώτης συμβολικῆς ἁγιαστικῆς ἡμιβαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν λεγομένης «μείονος συμβολικοῦ ἁγιασμοῦ», εἰς τὰ πλαίσια τῆς ὑποδιακρίσεως, ἐν προκειμένῳ, δύο διαφόρων συμβολικῶν ἁγιαστικῶν ἡμιβαθμίδων, μιᾶς μείονος καὶ μιᾶς μείζονος, ἑκάστη τῶν ὁποίων περιλαμβάνει ὁλοκλήρους, ἀσφαλῶς, καὶ οὐχὶ ἡμισείας συμβολικὰς ἁγιαστικὰς τελετουργικὰς πράξεις.
3. Πᾶσαι αἱ λοιπαὶ καὶ σχετικαὶ πρὸς τὰς τοιαύτας κατώτεραι καὶ σαρκικώτεραι συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις.
Ὡς δὲ συμμετοχικὸν τελετουργικὸν ἔργον αὐτῆς, ἐν μὲν σχέσει πρὸς τὸ ἴδιον καὶ κύριον ἔργον τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὁρίζεται ἡ ἄμεσος, αἰσθητὴ καὶ ἀνάλογος τελετουργικὴ συμμετοχὴ αὐτῆς εἰς τὰς ὑπ' ἐκείνης τελουμένας ἰδίας καὶ κυρίας νοητὰς συμβολικὰς τελετουργικὰς πράξεις καὶ ἡ διὰ τῆς τοιαύτης συμμετοχῆς σχηματικὴ παράστασις ἐκείνων ὡς αἰσθητῶν.
Ἐν δὲ σχέσει πρὸς τὸ ἴδιον καὶ κύριον τελετουργικὸν ἔργον τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὁρίζεται, μέν, πάλιν, ἡ αἰσθητὴ καὶ ἀνάλογος τελετουργικὴ συμμετοχὴ αὐτῆς καὶ εἰς τὰς ὑπ' ἐκείνης τελεσιουργουμένας ἰδίας καὶ κυρίας νοερὰς μυστικὰς τελετουργικὰς πράξεις καὶ ἡ διὰ τῆς τοιαύτης συμμετοχῆς σχηματικὴ παράστασις καὶ ἐκείνων ὡς αἰσθητῶν, ἀλλ' ἐν προκειμένῳ, ἡ αἰσθητὴ καὶ ἀνάλογος αὕτη συμμετοχὴ ἐπιγινώσκεται ἔμμεσος, διὰ μέσου τῆς ἀναλογούσης καὶ προαπαιτουμένης ἀμέσου καὶ νοητῆς τελετουργικῆς συμμετοχῆς ἔτι καὶ τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, καὶ ἀπὸ κοινοῦ μετ' αὐτῆς.
Ὡς μὲν ἴδιον καὶ κύριον τελετουργικὸν ἔργον τῆς ὑφ' ἡμῶν καλουμένης «ἀνωτέρας ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης» ὁρίζονται, ἐνθάδε, συνοπτικῶς:
1. Αἱ τρεῖς κυριώτεραι ἐκ πασῶν τῶν ἀνωτέρων καὶ οὕτως εἰπεῖν «ψυχικωτέρων» συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων τοῦ ὅλου καὶ τριβαθμίου ἀνωτέρου καὶ ψυχικωτέρου συμβολικοῦ τελετουργικοῦ ἐπιπέδου, τοῦ ὑφ' ἡμῶν ὀνομαζομένου «συμβολικοῦ καθαγιασμοῦ», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, αἱ τρεῖς ἀνώτεραι καὶ ψυχικώτεραι «συμβολικαὶ εὐλογίαι τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοῦ ψυχανθρώπου»˙ ἤτοι, ἡ συμβολικὴ εὐλογία τῆς πρώτης συμβολικῆς καθαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν λεγομένης «βασικοῦ συμβολικοῦ καθαγιασμοῦ», ἡ συμβολικὴ εὐλογία τῆς δευτέρας συμβολικῆς καθαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν καλουμένης «μέσου συμβολικοῦ καθαγιασμοῦ», καὶ ἡ συμβολικὴ εὐλογία τῆς τρίτης συμβολικῆς καθαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν ὀνομαζομένης «κορυφαίου συμβολικοῦ καθαγιασμοῦ».
2. Ἡ ἄλλη, ἡ ἀνωτέρα καὶ ψυχικωτέρα, ἐκ τῶν δύο κυριωτέρων καταμέσων συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων, τουτέστι, «συμβολικῶν εὐλογιῶν τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοῦ ψυχανθρώπου», τοῦ ὅλου καὶ μονοβάθμου, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, δισημιβάθμου καὶ μικτοῦ, ἀφ' ἑνός, μέν, ψυχικωτέρου, ἀφ' ἑτέρου, δέ, σαρκικωτέρου, καταμέσου συμβολικοῦ τελετουργικοῦ ἐπιπέδου, τοῦ ὑφ' ἡμῶν καλουμένου «συμβολικοῦ ἁγιασμοῦ»˙ ἤτοι, ἡ συμβολικὴ εὐλογία τῆς δευτέρας συμβολικῆς ἁγιαστικῆς ἡμιβαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν καλουμένης «μείζονος συμβολικοῦ ἁγιασμοῦ», εἰς τὰ πλαίσια τῆς ὑποδιακρίσεως, ἐν προκειμένῳ, δύο διαφόρων συμβολικῶν ἁγιαστικῶν ἡμιβαθμίδων, μιᾶς μείζονος καὶ μιᾶς μείονος, ἑκάστη τῶν ὁποίων περιλαμβάνει ὁλοκλήρους, ἀσφαλῶς, καὶ οὐχὶ ἡμισείας συμβολικὰς ἁγιαστικὰς τελετουργικὰς πράξεις.
3. Πᾶσαι αἱ λοιπαὶ καὶ σχετικαὶ πρὸς τὰς τοιαύτας ἀνώτεραι καὶ ψυχικώτεραι συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις.
Ὡς δὲ συμμετοχικὸν τελετουργικὸν ἔργον αὐτῆς, ἐν μὲν σχέσει πρὸς τὸ ἴδιον καὶ κύριον ἔργον τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὁρίζεται ἡ ἄμεσος, νοητὴ καὶ ἀνάλογος τελετουργικὴ συμμετοχὴ αὐτῆς εἰς τὰς ὑπ' ἐκείνης τελεσιουργουμένας ἰδίας καὶ κυρίας νοερὰς μυστικὰς τελετουργικὰς πράξεις καὶ ἡ διὰ τῆς τοιαύτης συμμετοχῆς ἰδεατὴ παράστασις ἐκείνων ὡς νοητῶν˙ ἥτις, βεβαίως, ἄμεσος καὶ νοητὴ καὶ ἀνάλογος τελετουργικὴ συμμετοχὴ αὐτῆς συνδυάζεται πάντοτε μετὰ τῆς προσιδιαζούσης ἐμμέσου καὶ αἰσθητῆς τελετουργικῆς συμμετοχῆς ἔτι καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, διὰ μέσου αὐτῆς.
Ἐν δὲ σχέσει πρὸς τὸ ἴδιον καὶ κύριον τελετουργικὸν ἔργον τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὁρίζεται ἡ ἄμεσος, ἐπίσης, καὶ νοητὴ τελετουργικὴ συμμετοχὴ αὐτῆς καὶ εἰς τὰς ὑπ' ἐκείνης τελουμένας ἰδίας καὶ κυρίας αἰσθητὰς συμβολικὰς τελετουργικὰς πράξεις καὶ ἡ διὰ τῆς τοιαύτης ἀμέσου καὶ νοητῆς τελετουργικῆς συμμετοχῆς αὐτῆς, ἰδεατή, μέν, παράστασις καὶ ἐκείνων ὡς νοητῶν, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, νοηματοδότησις αὐτῶν, ἔμμεσος, δέ, καὶ νοερὰ τελετουργικὴ συμμετοχὴ εἰς αὐτὰς ἔτι καὶ τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὡς αὕτη ὁρίζεται κάτωθι.
Ὡς μὲν ἴδιον καὶ κύριον τελετουργικὸν ἔργον τῆς ὑφ' ἡμῶν ὀνομαζομένης «ἀνωτάτης πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης» ὁρίζονται, ἐν προκειμένῳ, ἐπιγραμματικῶς:
1. Αἱ ἑπτὰ κυριώτεραι ἐξ ἁπασῶν, τῶν τε κατωτέρων, τῶν τε καταμέσων καὶ τῶν ἀνωτέρων μυστικῶν τελετουργικῶν πράξεων τῆς ὅλης, τριεπιπέδου καὶ ἑπταβάθμου, ὑψηλοτέρας καὶ πνευματικωτέρας, μυστικῆς τελετουργικῆς κλίμακος, τῆς ὑφ' ἡμῶν χαρακτηριζομένης ὡς «μυστικοῦ τριαγιασμοῦ», ὁλοκλήρου, δηλονότι, τοῦ τρισσοῦ καὶ μυστικοῦ θείου ἁγιασμοῦ, τοῦ τε ὑφ' ἡμῶν λεγομένου «μυστικοῦ ὑφαγιασμοῦ», τοῦ τε ὑφ' ἡμῶν καλουμένου «μυστικοῦ ἁγιασμοῦ» καὶ τοῦ ὑφ' ἡμῶν ὀνομαζομένου «μυστικοῦ καθαγιασμοῦ», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, αἱ ἑπτὰ ὑψηλότεραι καὶ πνευματικώτεραι «μυστικαὶ εὐλογίαι αὐτῆς ταύτης τῆς δεξιᾶς χειρὸς αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ θεοῦ», αἱ ὁποῖαι προκαλοῦσιν ἀοράτως καὶ νοερῶς τὴν πνευματικὴν καὶ μυστικὴν ὑπὲρ φύσιν καὶ κατὰ χάριν μεταβολὴν τῶν καθαγιαζομένων ἢ ἁγιαζομένων ἢ ὑφαγιαζομένων φυσικῶν στοιχείων καὶ τὴν τοιαύτην σύνδεσιν αὐτῶν μετὰ τῆς προσιδιαζούσης καὶ ἐξαιτουμένης θείας ὑπερφυσικῆς χάριτος, ὡς ὑλικῶν δοχείων καὶ συμβόλων αὐτῆς.
Ἡ μυστική, δηλαδή, εὐλογία τῆς πρώτης μυστικῆς ὑφαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν λεγομένης «βασικοῦ μυστικοῦ ὑφαγιασμοῦ», ἡ μυστικὴ εὐλογία τῆς δευτέρας μυστικῆς ὑφαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν καλουμένης «μέσου μυστικοῦ ὑφαγιασμοῦ», καὶ ἡ μυστικὴ εὐλογία τῆς τρίτης μυστικῆς ὑφαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν ὀνομαζομένης «κορυφαίου μυστικοῦ ὑφαγιασμοῦ».
Ἡ μυστική, ἔτι, εὐλογία τῆς τετάρτης μυστικῆς ἁγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν καλουμένης «καταμέσου μυστικοῦ ἁγιασμοῦ»˙ ἡ μὲν μυστικὴ εὐλογία τῆς μιᾶς μυστικῆς ἁγιαστικῆς ἡμιβαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν λεγομένης «μείονος μυστικοῦ ἁγιασμοῦ»˙ ἡ δὲ μυστικὴ εὐλογία τῆς ἄλλης μυστικῆς ἁγιαστικῆς ἡμιβαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν καλουμένης «μείζονος μυστικοῦ ἁγιασμοῦ».
Προσέτι δέ, ἡ μυστικὴ εὐλογία τῆς πέμπτης μυστικῆς καθαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν λεγομένης «βασικοῦ μυστικοῦ καθαγιασμοῦ», ἡ μυστικὴ εὐλογία τῆς ἕκτης μυστικῆς καθαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν καλουμένης «μέσου μυστικοῦ καθαγιασμοῦ», καὶ ἡ μυστικὴ εὐλογία τῆς ἑβδόμης μυστικῆς καθαγιαστικῆς βαθμίδος, τῆς ὑφ' ἡμῶν ὀνομαζομένης «κορυφαίου μυστικοῦ καθαγιασμοῦ».
2. Πᾶσαι αἱ λοιπαὶ καὶ σχετικαὶ πρὸς τὰς τοιαύτας ὑψηλότεραι καὶ πνευματικώτεραι μυστικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις.
Ἐν ἄλλοις λόγοις, ἡ «ὀγδόη», «ἀνωτάτη», «πνευματικὴ» καὶ «μυστική», ὡσεὶ μία καὶ ἑνιαία θεωρουμένη, τελετουργικὴ πρᾶξις αὐτοῦ τούτου καὶ ὅλου τοῦ θείου ἁγιασμοῦ, τοῦ τε καθαγιασμοῦ, τοῦ τε ἁγιασμοῦ καὶ τοῦ ὑφαγιασμοῦ, ἅπας καὶ ὁλόκληρος ὁ «τρισσὸς» ἁγιασμός, ὁ ὑπ' αὐτῆς ταύτης καὶ ὅλης τῆς Θείας Τελεταρχικῆς Χάριτος πνευματικῶς καὶ μυστικῶς τελεσιουργούμενος καὶ ἐπενεργούμενος καὶ ὡς ὄγδοος, μετὰ καὶ ὑπὲρ τὴν ὅλην ἑπτάδα τῶν ἱερῶν συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων, τῆς τε ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἐμπεριεκτικῶς τε καὶ ὑπερβατικῶς θεόθεν ἐπερχόμενος, ἐμπεριέχων καὶ ὑπερβαίνων πᾶσας τὰς συμβολικὰς τοιαύτας κατὰ τὸν πνευματικὸν ἑαυτόν.
Ὡς δὲ συμμετοχικὸν τελετουργικὸν ἔργον αὐτῆς, ἐν μὲν σχέσει πρὸς τὸ ἴδιον καὶ κύριον ἔργον τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὁρίζεται ἡ ἄμεσος καὶ νοερὰ τελετουργικὴ συμμετοχὴ αὐτῆς εἰς τὰς ὑπ' ἐκείνης τελετουργουμένας ἰδίας καὶ κυρίας νοητὰς συμβολικὰς τελετουργικὰς πράξεις, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ἀναλόγως ὡς «ἐπέλευσις ἢ ἐπισκίασις ἢ ἐπιφορὰ τῆς Θείας Τελεταρχικῆς Χάριτος ὀλίγον πρὸ τῆς ὑπ' Αὐτῆς πνευματικῆς καὶ μυστικῆς μεταβολῆς, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, καλῆς ἀλλοιώσεως, τῶν καθαγιαζομένων ἢ τῶν κατὰ μείζονα τρόπον ἁγιαζομένων ὑλικῶν στοιχείων».
Ἐν δὲ σχέσει πρὸς τὸ ἴδιον καὶ κύριον ἔργον τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὁρίζεται ἡ διὰ τῆς ἀμέσου καὶ νοητῆς τελετουργικῆς συμμετοχῆς τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης ἔμμεσος καὶ νοερὰ τελετουργικὴ συμμετοχὴ αὐτῆς καὶ εἰς τὰς ὑπὸ τῆς σαρκικῆς τελουμένας ἰδίας καὶ κυρίας αἰσθητὰς συμβολικὰς τελετουργικὰς πράξεις, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ἀναλόγως ὡς «ἐπέλευσις ἢ ἐπισκίασις ἢ ἐπιφορὰ τῆς Θείας Τελεταρχικῆς Χάριτος ὀλίγον πρὸ τῆς ὑπ' Αὐτῆς πνευματικῆς καὶ μυστικῆς μεταβολῆς, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, καλῆς ἀλλοιώσεως, τῶν ὑφαγιαζομένων ἢ τῶν κατὰ μείονα τρόπον ἁγιαζομένων ὑλικῶν στοιχείων».
Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὴν διακριτὴν καὶ ἀσύγχυτον ἐκδήλωσιν καὶ τὴν εὐκρινῆ καὶ σαφῆ ἐπίγνωσιν ἑκάστης τῶν τριῶν τούτων «ἀλληλομετόχων» καὶ «ἰσοτίμων» ἱερῶν καὶ θείων τελετουργικῶν ἐνεργειῶν εἰς τὴν τελετουργικὴν πρᾶξιν, τῆς μὲν ἀνωτάτης, πνευματικῆς καὶ μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, τῆς δὲ ἀνωτέρας, ψυχικῆς καὶ συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὡς καὶ τῆς κατωτάτης, σαρκικῆς καὶ συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἰσχύουσιν, ἐπὶ παραδείγματι, τὰ ἑξῆς:
1. Εἰς τὸν καθαγιασμὸν τῶν τιμίων δώρων, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, εἰς τὴν καθαγιαστικὴν τελετὴν τοῦ μυστηρίου τῆς «θείας εὐχαριστίας», προηγεῖται τελετουργικῶς ἡ ἐκδήλωσις καὶ ἐπίγνωσις τῆς κυριότητος τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, συμμετεχουσῶν τῆς τε πνευματικῆς μυστικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης˙ ἥτις κυριότης ἐκδηλοῦται καὶ ἐπιγινώσκεται σαφῶς ὡς πρώτη καὶ δευτέρα «ἰδία» εὐλογία ἑνὸς ἑκάστου τῶν τιμίων δώρων, πρῶτον, τοῦ ἄρτου, καὶ δεύτερον, τοῦ οἴνου, καὶ διὰ τῶν «ἰδίων», δι' ἓν ἕκαστον ἐξ αὐτῶν, τελετουργικῶν λόγων˙ διὰ μὲν τὸν ἄρτον˙ «καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ Σου»˙ διὰ δὲ τὸν οἶνον˙ «τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ Σου».
Ἐν προκειμένῳ, ἐν ᾧ ὁ Τελεστὴς Ἱερεὺς ἱερολογεῖ διὰ στόματος αὐτοῦ καὶ ἱεροπρακτεῖ διὰ τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ χειρὸς τὰ τοιαῦτα, ἐν ᾧ, δηλαδή, «ἐνεργεῖ», ὡς «κυρία», ἡ ψυχικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, ἡ μὲν πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ἡ Θεία Τελεταρχικὴ Χάρις, «συνενεργεῖ» ἀμέσως, ὡς «συμμετοχική», κατὰ τὰ ἴδια Αὐτῆς μέτρα, ἐπερχομένη καὶ ἐπισκιάζουσα ἀμφότερα τὰ τίμια δῶρα καὶ ἐπιφερομένη πνευματικῶς καὶ μυστικῶς ἐπάνω αὐτῶν καὶ οὕτω, διατελοῦσα ἤδη «ἑτοίμη πρὸς τὸν καθαγιασμὸν αὐτῶν», ἤτοι, προπαρασκευάζουσα ἀμφότερα προκειμένου, ἐντὸς ὀλίγου, νὰ καθαγιασθῶσιν ὑπ' Αὐτῆς˙ ἡ δὲ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, «συνενεργεῖ» καὶ αὕτη, κατὰ τὰ ἴδια αὐτῆς μέτρα καὶ κατ' ἄμεσον τρόπον, ὡς «συμμετοχική», παριστάνουσα σχηματικῶς καὶ αἰσθητῶς τὰ ὑπὸ τῆς κυρίας ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης ἰδεατῶς καὶ νοητῶς ὡς ἄνω ἱερολογούμενα καὶ ἱεροπρακτούμενα.
Ἕπεται δὲ ἡ ἐκδήλωσις καὶ ἐπίγνωσις τῆς
κυριότητος τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, συμμετεχουσῶν τῆς τε
ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης˙ ἥτις κυριότης
ἐκδηλοῦται καὶ ἐπιγινώσκεται σαφῶς ὡς τρίτη καὶ ἐσχάτη «κοινὴ» εὐλογία
ἀμφοτέρων τῶν τιμίων δώρων, καὶ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, καὶ διὰ τοῦ «κοινοῦ»,
δι' ἀμφότερα ταῦτα, τελετουργικοῦ λόγου˙ «μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί Σου τῷ Ἁγίῳ»˙
ἅμᾳ τῷ ὁποίῳ λόγῳ καὶ τῇ εὐλογίᾳ τελεσιουργεῖται πνευματικῶς, νοερῶς, ἀοράτως
καὶ μυστικῶς αὐτὸς οὗτος ὁ ἁγιοπνευματικὸς καθαγιασμός, τουτέστιν, ἡ μεταβολή,
τῶν τιμίων δώρων, εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ὑπὸ τῆς Θείας καὶ Κυρίας
Τελεταρχικῆς Χάριτος˙ διὸ καὶ ὁ ἔσχατος καὶ κοινὸς οὗτος λόγος καὶ ἡ τελευταία αὕτη
καὶ κοινὴ εὐλογία διατελοῦσι τελετουργικῶς ὅλως ἀναγκαῖα καὶ πάντῃ ἀπαράλειπτα.
Ἐν προκειμένῳ, ἐν ᾧ ἡ πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, αὐτὴ αὕτη ἡ Θεία Τελεταρχικὴ Χάρις, «ἐνεργεῖ», ὡς «κυρία», ἡ μὲν ψυχικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη «συνενεργεῖ» ἀμέσως, ὡς «συμμετοχική», κατὰ τὰ ἴδια αὐτῆς μέτρα, παριστάνουσα ἰδεατῶς καὶ νοητῶς τὰ ὑπὸ τῆς Θείας καὶ Κυρίας Τελεταρχικῆς Χάριτος ἀνεκφράστως καὶ νοερῶς τελεσιουργούμενα˙ ἡ δὲ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη «συνενεργεῖ», ἀσφαλῶς, καὶ αὕτη, ὡς «συμμετοχική», κατὰ τὰ ἴδια αὐτῆς μέτρα, ἀλλὰ κατ' ἔμμεσον τρόπον, διὰ μέσου τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἀναπαριστάνουσα καὶ συμπαριστάνουσα σχηματικῶς καὶ αἰσθητῶς τὰ ὑπὸ τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης ἰδεατῶς καὶ νοητῶς παριστανόμενα καὶ ὑπὸ τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης ἀνεκφράστως καὶ νοερῶς τελεσιουργούμενα.
2. Εἰς τὸν ὑφαγιασμὸν τῶν ἄρτων, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, εἰς τὴν ὑφαγιαστικὴν τελετὴν τοῦ μυστηριοειδοῦς τῆς «ἱερᾶς ἀρτοκλασίας», πρέπει νὰ ἐκδηλῶνται καὶ νὰ ἐπιγινώσκωνται διακριτῶς καὶ ἀσυγχύτως, μετὰ διακρίσεως δύο ἀντιστοίχων καὶ ἀσυγχύτων μετ' ἀλλήλων εὐλογιῶν, αἱ κυριότητες˙ πρῶτον, τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, συμμετεχουσῶν τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς καί, διὰ μέσου αὐτῆς, ἔτι καὶ τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης˙ καὶ δεύτερον, τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, συμμετεχουσῶν τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς καί, διὰ μέσου αὐτῆς, ἔτι καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης.
Ἐν προκειμένῳ, ὁ Τελεστὴς Ἱερεὺς πρέπει, πρῶτον, μέν, νὰ εὐλογῇ ἕνα ἕκαστον προσφερόμενον ἄρτον διχοῦ καὶ κατ' ἰδίαν εὐλογίαν, λέγων˙ «καὶ ποίησον τὸν ἄρτον τοῦτον δοχεῖον καὶ σκεῦος τῆς Σῆς Θείας Ὑφαγιαστικῆς Χάριτος»˙ καὶ ἐν ᾧ οὗτος ἱερολογεῖ καὶ ἱεροπρακτεῖ τὰ τοιαῦτα, ἡ μὲν ψυχικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη νὰ συμμετέχῃ ἀμέσως, ἀναπαριστάνουσα καὶ συμπαριστάνουσα ἰδεατῶς καὶ νοητῶς τὰ ὑπὸ τῆς κυρίας σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης σχηματικῶς καὶ αἰσθητῶς παριστανόμενα˙ ἡ δὲ πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, ἤτοι, ἡ Θεία Τελεταρχικὴ Χάρις, νὰ συμμετέχῃ ἐμμέσως, ἐπερχομένη διὰ μέσου τῆς ἀμέσως συμμετεχούσης ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης καὶ ἐπισκιάζουσα πάντας τοὺς ὑπὸ τῆς κυρίας σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης οὕτως εὐλογουμένους ἄρτους καὶ ἐπιφερομένη νοερῶς, πνευματικῶς καὶ ἑτοιμαστικῶς ἐπάνω αὐτῶν, προκειμένου, ἐν ὀλίγῳ, νὰ ὑφαγιάσῃ αὐτούς.
Τὴν συμμετοχικὴν ταύτην καὶ δευτερεύουσαν τελετουργικὴν ποιότητα τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἐν σχέσει πρὸς τὸ ἴδιον καὶ κύριον τελετουργικὸν ἔργον, τόσον τῆς σαρκικῆς, ὅσον καὶ τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, τὸ τοιοῦτον αἰτιατὸν συμμετοχικὸν τελετουργικὸν ἔργον αὐτῆς, τὸ ἐκ τοῦ ἰδίου αὐτῆς καὶ κυρίου καὶ πρωταιτίου τελετουργικοῦ ἔργου τοῦ τε καθαγιασμοῦ, τοῦ τε ἁγιασμοῦ καὶ τοῦ ὑφαγιασμοῦ ἀπορρέον, ὑπεδήλωσε παραβολικῶς καὶ ἀλληγορικῶς, ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, ὁ ἱερὸς ψαλμῳδός, λέγων˙ «τὸ στόμα μου ἤνοιξα καὶ εἵλκυσα πνεῦμα».
Καὶ ὥρισεν αὐτὴν ἐπακριβῶς ὡς «ἕλκυσιν Πνεύματος», ἤτοι, ὡς «ἐπέλευσιν», «ἐπισκίασιν» καὶ «ἐπιφορὰν» τῆς Θείας Πνευματικῆς Τελεταρχικῆς Χάριτος ἐπὶ τῶν ὑλικῶν στοιχείων τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ καθαγιασθῶσιν ἢ ἁγιασθῶσιν ἢ ὑφαγιασθῶσιν ὑπ' Αὐτῆς˙ ὡς εἰδικήν, δηλαδή, προετοιμασίαν καὶ κατάλληλον προπαρασκευὴν αὐτῶν ὑπ' Αὐτῆς ἐπὶ τῷ προκειμένῳ καθαγιασμῷ ἢ ἁγιασμῷ ἢ ὑφαγιασμῷ, ὀλίγον πρὸ τῆς ὑπ' Αὐτῆς κυρίας, πνευματικῆς καὶ μυστικῆς τελεσιουργίας αὐτοῦ, τῇ συμμετοχῇ τῆς τε ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης.
Εἶτα δέ, πρέπει οὗτος νὰ εὐλογῇ ἅπαντας τοὺς προσφερομένους ἄρτους ὁμοῦ καὶ κατὰ κοινὴν εὐλογίαν, λέγων˙ «καλῶς ἀλλοιῶν καὶ πληρῶν αὐτοὺς τῆς τοιαύτης τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος Δωρεᾶς»˙ καὶ ἐν ᾧ οὗτος ἱερολογεῖ καὶ ἱεροπρακτεῖ τὰ τοιαῦτα, ἡ μὲν ψυχικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη νὰ συμμετέχῃ κατ' ἄμεσον τρόπον, παριστάνουσα ἰδεατῶς καὶ νοητῶς τὰ ὑπὸ τῆς κυρίας πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, τουτέστιν, ὑπὸ τῆς Θείας καὶ Κυρίας Τελεταρχικῆς Χάριτος, ἀνεκφράστως καὶ νοερῶς τελεσιουργούμενα˙ ἡ δὲ σαρκικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη νὰ συμμετέχῃ κατ' ἔμμεσον τρόπον, ἀναπαριστάνουσα καὶ συμπαριστάνουσα σχηματικῶς καὶ αἰσθητῶς τὰ ὑπὸ τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης ἰδεατῶς καὶ νοητῶς παριστανόμενα καὶ ὑπὸ τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης ἀνεκφράστως καὶ νοερῶς τελεσιουργούμενα.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΜΕΡΟΣ (Β΄) ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...
ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 12-12-2021.
†Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)
3Β΄. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ (Β΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.
Τόσον εἰς τὴν Παλαιάν, ὅσον καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ἡ ὀρθόδοξος, ἀκριβής, λεπτομερὴς καὶ πλήρης ἐπίγνωσις τοῦ τε κυρίου καὶ τοῦ συμμετοχικοῦ ἱεροῦ τελετουργικοῦ ἔργου ἑκάστης τῶν δύο ἀλληλομετόχων καὶ ἰσοτίμων συμβολικῶν ἱερῶν τελετουργικῶν ἐνεργειῶν τῆς «Τελετουργικῆς» ἢ «Εἰδικῆς» λεγομένης Ἱερωσύνης, τῆς τε ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, τῶν καθ' ὑπόστασιν καὶ εἰς τὴν τελετουργικὴν ὑπόστασιν ἑκάστου τῶν ἀντιστοίχων ἱερῶν φορέων Αὐτῆς ἡνωμένων, ἀφ' ἑνός, μέν, τοῦ Μεγάλου Ἱερέως (Ἀρχιερέως) τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄνευ ὑποστατικοῦ συνδυασμοῦ αὐτῶν μετὰ τῆς ἔτι ὑπολειπομένης πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἀφ' ἑτέρου, δέ, τοῦ Πρεσβυτέρου Ἱερέως τῆς Καινῆς, μεθ' ὑποστατικοῦ συνδυασμοῦ ἀμφοτέρων ὁμοῦ μετὰ τῆς πνευματικῆς μυστικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, συσχετίζεται πρὸς τὴν ὀρθὴν καὶ ἐμβριθῆ κατανόησιν τῆς δογματικῆς καὶ συμβολικῆς θεολογίας τῆς Δομῆς τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καὶ τοῦ Τυπικοῦ τῆς Τελετῆς τοῦ Ἐξιλασμοῦ, καὶ οὕτως, ἄρχεται, σαφῶς, ἐκ τῆς Λευϊτικῆς Ἱερωσύνης τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.
Ἡ δομὴ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος ἦτο προδήλως τριαδική, ἤτοι, «τριμερής», ἐπιγινωσκομένη εἰς τὰς τρεῖς πρώτας διαστάσεις, «ἔνδον», «ἐντὸς» καὶ «πέριξ», τῆς «ἔσω» ὑπερδιαστάσεως, τῆς εἰς τὸ Πρῶτον (Α΄ ) Μέρος τῆς ἐν λόγῳ μελέτης προεκτεθείσης ἑπταδικῆς ἐντελεχείας τῶν τοπικῶν διαστάσεων, τὴν ὁποίαν παραθέτομεν ὑπομνηστικῶς καὶ εἰς τὸ προκείμενον Δεύτερον (Β΄ ) Μέρος αὐτῆς, ὡς κάτω:
Ι. Ὑπερδιάστασις «Ἔσω».
1. Ἀρχέτυπον: Διάστασις «Ἔνδον».
2. Πρωτιστότυπον: Διάστασις «Ἐντός».
3. Πρωτότυπον: Διάστασις «Πέριξ».
ΙΙ. Ὑπερδιάστασις «Ἔξω».
4. Προτερότυπον: Διάστασις «Ἐκτός».
5. Πρότυπον: Διάστασις «Πέραν».
6. Ἔκτυπον: Διάστασις «Μακράν».
ΙΙΙ. Διάστασις «Ἄπω».
7. Ἀντίτυπον: Διάστασις «Πόρρω».
Ὁ μὲν «Ἔνδον Ναός», γνωστὸς ὡς «Ἅγια τῶν Ἁγίων», ἐχαρακτηρίζετο συμβολικῶς ὑφ' ἑνὸς καὶ μόνου «ἐσωτάτου» ἱεροῦ συμβόλου ἢ συμβολικοῦ πόλου («μονοπόλου») ἕλκοντος τὸ τελετουργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἱερὰν προσοχήν, ὑπ' αὐτῆς ταύτης τῆς «Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης».
Ὁ δὲ «Ἐντὸς Ναός», γνωστὸς ὡς «Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου», ὑπὸ δύο κυριωτέρων, μεταξὺ πλειόνων, «ἐσωτέρων» ἱερῶν συμβόλων ἢ συμβολικῶν πόλων («διπόλου»)˙ ὑπὸ τοῦ «Ἁγίου Καταπετάσματος», ἀφ' ἑνός, τὸ ὁποῖον, ὡς παρεμβαλλόμενον ἀνὰ μέσον τοῦ «ἔνδον» καὶ τοῦ «ἐντὸς» ναοῦ καὶ κατακαλύπτον τὸ «πρόσωπον τῆς κιβωτοῦ», ἐθεωρεῖτο «κατ' εἰκόνα τῆς κιβωτοῦ» καὶ οὕτως εἰπεῖν, ὡς «ὑποβάθμισις» καὶ «ὑπαγωγὴ» αὐτῆς «ἐκ τῶν ἔνδον εἰς τὰ ἐντὸς» τοῦ ναοῦ˙ καὶ ὑπὸ τοῦ «Θυσιαστηρίου τοῦ Θυμιάματος», ἀφ' ἑτέρου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐκαίετο ἡ θυσία τοῦ θυμιάματος καὶ τὸ ὁποῖον ἐξελαμβάνετο ὡς «ἐσωτέρα ἐπέκτασις», τουτέστι, «προέκτασις εἰς τὰ ἐντὸς» τοῦ ναοῦ, τοῦ «ἔσω», ἤτοι, «εἰς τὰ πέριξ» αὐτοῦ, ἤ ταὐτὸν εἰπεῖν, εἰς τὴν αὐλὴν αὐτοῦ, κειμένου «Θυσιαστηρίου τῶν Ὁλοκαυτωμάτων», καὶ οὕτως εἰπεῖν, ὡς «ἀναβάθμισις» καὶ «προαγωγὴ» ἐκείνου «ἐναντίον τοῦ προσώπου τῆς κιβωτοῦ», ἤτοι, ἔναντι τοῦ ἱεροῦ καταπετάσματος.
Συνεπῶς, καὶ ὁ «Ἐντὸς Ναὸς» τοῦ Νόμου, εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ἐσχημάτιζεν ὑποδιαίρεσίν τινα εἰς δύο ὑποχώρους, εἰς μὲν τὸν πρὸ τοῦ καταπετάσματος πρῶτον ὑποχῶρον, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ἀναλόγως πρὸς τὸ καταπέτασμα, ὡς ὑποβάθμισις καὶ ὑπαγωγὴ τοῦ ἐνδοχώρου τῶν ἁγίων τῶν ἁγίων ἐκ τῶν ἔνδον εἰς τὰ ἐντὸς τοῦ ναοῦ, εἰς δὲ τὸν κύκλῳ τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος δεύτερον ὑποχῶρον, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ἀναλόγως πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος, ὡς ἀναβάθμισις καὶ προαγωγὴ τοῦ περιχώρου τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ ἐκ τῶν πέριξ εἰς τὰ ἐντὸς αὐτοῦ, πλήν, ἡ ὑποδιαίρεσις αὕτη, ἐπειδὴ δὲν ἦτο δομική, δὲν ἦτο τοσοῦτον ἐμφανής, ἀλλὰ μᾶλλον ὑπονοητή.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς «Ἐντὸς Ναοὺς» τῆς Χάριτος, εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, οἱ ὁποῖοι ἔχουσι δομικὴν διὸ καὶ ἐμφανῆ τὴν τοιαύτην ὑποδιαίρεσιν, εἰς κυρίως ναὸν καὶ εἰς νάρθηκα. Καὶ ὁ μὲν νάρθηξ (ὁμοῦ μετὰ τοῦ μείονος μέρους τοῦ κυρίως ναοῦ), θεωρεῖται ὡσαύτως, ὅπως καὶ ὁ πάλαι δεύτερος νοητὸς περὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος ὑποχῶρος, ὡς ἀναβάθμισις καὶ προαγωγὴ τοῦ προαυλίου χώρου τοῦ ναοῦ ἐκ τῶν πέριξ εἰς τὰ ἐντὸς αὐτοῦ, ὁ δὲ κυρίως ναὸς (τὸ μεῖζον μέρος τοῦ κυρίως ναοῦ), καὶ αὐτὸς ὡσαύτως, ὅπως καὶ ὁ πάλαι ποτὲ πρῶτος νοητὸς πρὸ τοῦ ἱεροῦ καταπετάσματος ὑποχῶρος, ὡς ὑποβάθμισις καὶ ὑπαγωγὴ τοῦ ἱεροῦ βήματος τοῦ ναοῦ ἐκ τῶν ἔνδον εἰς τὰ ἐντὸς αὐτοῦ.
Ὁ δὲ «Πέριξ Ναός», ἐν τέλει, γνωστὸς ὡς «Αὐλή», ἐσημαίνετο ὑπὸ ἑνὸς καὶ μόνου, ὡσαύτως, ὡς καὶ ὁ «Ἔνδον Ναός», κατ' ἀρχήν, «ἔσω» ἱεροῦ συμβόλου ἢ συμβολικοῦ πόλου («μονοπόλου»), ὑπὸ τοῦ «Θυσιαστηρίου τῶν Ὁλοκαυτωμάτων», ἐπὶ τοῦ ὁποίου προσεφέροντο αἱ ζωοθυσίαι καὶ πᾶσαι αἱ λοιπαὶ θυσίαι.
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητόν, ὅτι ὁ «Ἐντὸς Ναὸς» τοῦ Σολομῶντος, ὡς μέσον οἰκοδομικὸν τμῆμα, ἀνὰ μέσον τοῦ πρώτου ἀκραίου οἰκοδομικοῦ τμήματος, τοῦ «Ἔνδον Ναοῦ», καὶ τοῦ ἐσχάτου ἀκραίου οἰκοδομικοῦ τμήματος, τοῦ «Πέριξ Ναοῦ», ἐποίει ἐν ταὐτῷ τὴν μῖξιν καὶ τὸν συνδυασμὸν μετ' ἀμφοτέρων τῶν τοιούτων ἄκρων, διὸ καὶ ἐχαρακτηρίζετο συμβολικῶς καὶ μικτῶς ὑπὸ τοῦ ὡς ἄνω ἱεροῦ συμβολικοῦ διπόλου, ὑπό τε του ἁγίου καταπετάσματος, κατὰ πρῶτον καὶ κύριον λόγον, τὸ ὁποῖον ἔκλινε πρὸς τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης, ὡς «εἰκὼν» τοῦ προσώπου αὐτῆς, δηλαδή, ὡς «μείωσις» ἢ «ὑποβάθμισις» ἢ «ὑπαγωγὴ» αὐτῆς «ἐκ τῶν ἔνδον εἰς τὰ ἐντός», καὶ ὑπὸ τοῦ θυσιαστηρίου του θυμιάματος, κατὰ δεύτερον λόγον, τὸ ὁποῖον ἔκλινε πρὸς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ὡς «αὔξησις» ἢ «ἀναβάθμισις» ἢ «προαγωγὴ» ἐκείνου «ἐκ τῶν πέριξ εἰς τὰ ἐντός».
Ἐν προκειμένῳ, εἷς ἐπιπόλαιος νοῦς, θὰ ἔβλεπε «παχυμερῶς» μόνον τὴν ἐντελεχειακὴν ἐφαρμογὴν τῶν δύο ἐσωτερικῶν (ἐσωενωτικῶν) τριαδικῶν ἀντεπιδείξεων τοῦ Θεοψυχανθρώπου καὶ ἀναλόγως καὶ τοῦ Ψυχανθρώπου (ἀφ' ἑνός, εἰς τὰς διαστάσεις «ἔνδον» καὶ «ἐντός», καὶ ἀφ' ἑτέρου, εἰς τὴν διάστασιν «πέριξ»), ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τὸ ὡς ἄνω τριαδικὸν ἐντελεχειακὸν σχῆμα τῆς «ἔσω» ὑπερδιαστάσεως («ἔνδον-ἐντός-πέριξ»), ἐπειδὴ τὸ τοιοῦτον, ἐκ πρώτης ὄψεως, γίνεται εὐκολώτερον ἀντιληπτόν, ἐνῷ, «λεπτομερῶς», ὑπὸ δύο ἰδιαιτέρας ἐντελεχειακὰς ὀπτικὰς γωνίας, ἢ κατὰ δύο διαφόρους ἐντελεχειακὰς ἀντιλήψεις, διαπιστώνεται ὅτι εὑρίσκουσι συγχρόνως καὶ ἀσυγχύτως ἐφαρμογὴν πᾶσαι αἱ τριαδικαὶ ἀντεπιδείξεις τοῦ Θεοψυχανθρώπου καὶ ἀναλόγως καὶ τοῦ Ψυχανθρώπου, καὶ αἱ δύο ἐσωτερικαὶ (ἐσωενωτικαί) καὶ αἱ δύο σύνθεται μετ' ἀλλήλων ἐξωτερικαὶ (ἐξωενωτικαί) ἀμφοτέρων, τὰς ὁποίας, εἰς μὲν τὸ Πρῶτον (Α΄ ) Μέρος τῆς παρούσης μελέτης ἐν μέρει προανεφέραμεν, εἰς δὲ τὸ προκείμενον Δεύτερον (Β΄ ) Μέρος αὐτῆς συμπληροῦμεν καὶ ὑπομιμνήσκομεν ἐν παντί, ὡς κάτωθι:
ΘΕΟΨΥΧΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ι. «Ἔσω» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Α΄ . «Ἔνδον» καὶ «ἐντὸς» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Πρώτη ἐσωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου («καθ' ἑαυτόν»).
1. «Ἔνδον» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
α΄ . Ἀρχέτυπον: Θεότης.
2. «Ἐντὸς» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
β΄ . Ἔκτυπον: Ψυχή.
γ΄ . Ἀντίτυπον: Σάρξ.
Β΄ . «Πέριξ» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Δευτέρα ἐσωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου («πρὸς ἀλλήλους»).
α΄ . Ἀρχέτυπον: Αἴτιος (Πρωταίτιος) Θεοψυχάνθρωπος (Πατήρ τε καὶ Προπάτωρ).
β΄ . Ἔκτυπον: Αἰτιατοὶ Αἴτιοι (Μεσαίτιοι) Θεοψυχάνθρωποι (Υἱὸς καὶ Παῖς).
γ΄ . Ἀντίτυπον: Αἰτιατοὶ Ψυχάνθρωποι Ἐπίγονοι.
ΙΙ. «Ἔξω» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Α΄ . Ἐξωενωτικὴ ὕπαρξις τοῦ προσλήπτορος.
Ἄνω ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου.
1. Ἀρχέτυπον: Ἄχωρος (ἢ Ἔκχωρος) Θεός.
2. Ἔκτυπον: Ἄσαρκος (ἢ Ἔκσαρκος) Ἔγχωρος Θεός.
3. Ἀντίτυπον: Ἔνσαρκος Ἔγχωρος Θεὸς (Θεοψυχάνθρωπος).
* Σάρξ: Ἐν προκειμένῳ, ὑπὸ τὴν εὐρυτέραν ἔννοιαν τῆς τε ψυχῆς καὶ τῆς σαρκὸς (σχῆμα συνεκδοχῆς, τὸ μέρος ἀντὶ τοῦ ὅλου).
** Ἡ θεότης ἐπιγινώσκεται δογματολογικῶς ὡς «ἀναυξομείωτος», τουτέστιν, «ἀνεπίδεκτος μειώσεώς τε καὶ αὐξήσεως», διότι, λόγῳ τῆς φυσικῆς τελειότητος αὐτῆς, εἶναι ἡ μόνη ἡ ὁποία δύναται νὰ ποιῇ «συναίρεσιν» τῶν χρόνων ἐπιγνώσεως (καὶ οὐχὶ τῶν φύσεων ὑπάρξεως) τῶν ἀλληλοπροσαιρουμένων ἰδιωμάτων τοῦ «ἐγχώρου» καὶ τοῦ «ἐκχώρου», ἄνευ διαδοχικῆς εἰσόδου εἰς τὸν κτιστὸν χῶρον καὶ ἐξόδου ἐξ αὐτοῦ, καὶ ἀναλόγως τοῦ «ἐνσάρκου» καὶ τοῦ «ἐκσάρκου», ἄνευ διαδοχικῆς προσλήψεως καὶ ἀποβολῆς τοῦ ψυχανθρωπίνου προσλήμματος. Ἡ «συναίρεσις τῶν ἰδιωμάτων εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἀτομίαν» (ἀρχέτυπον), σημαίνουσα «τὸ ἓν ἰδίωμα σὺν τῷ ἄλλῳ», ἤτοι, τὴν «ὁμοῦ», κατὰ τὸν χρόνον, ἐπίγνωσιν ἀμφοτέρων εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ οὐσιαστικὸν ἢ ζωϊκὸν ἄτομον (πρόσωπον), διαφέρει, τόσον τῆς «μεθαιρέσεως τῶν ἰδιωμάτων εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἀτομίαν» (ἐκτύπου), σημαινούσης «τὸ ἓν ἰδίωμα μετὰ τὸ ἄλλο», ἤτοι, τὴν «ἐναλλάξ», κατὰ τὸν χρόνον, ἐπίγνωσιν αὐτῶν εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ οὐσιαστικὸν ἢ ζωϊκὸν ἄτομον (πρόσωπον), ὅσον καὶ τῆς «διαιρέσεως τῶν ἰδιωμάτων εἰς δύο διαφόρους ἀτομίας» (ἀντιτύπου), σημαινούσης τὴν «διχοῦ», κατὰ τὴν ἀτομικὴν ὕπαρξιν, ἐπίγνωσιν αὐτῶν εἰς δύο διάφορα οὐσιαστικὰ ἢ ζωϊκὰ ἄτομα (πρόσωπα). Ὅπου ἀδυνατεῖ ἡ συναίρεσις, ἐφαρμόζεται, συνήθως, ἡ διαίρεσις τῶν ἰδιωμάτων, ἐπειδὴ ἡ μεθαίρεσις τῶν ἰδιωμάτων, εἰ καὶ δυνατή, ἐλέγχεται, συνήθως, ὡς προβληματική, ἐφαρμοζομένη μόνον εἴς τινα εἴδη καὶ ζεύγη ἰδιωμάτων. Ἐν προκειμένῳ, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς συναιρέσεως τῶν προαναφερθέντων ἰδιωμάτων, ἐπιγινώσκεται μηδενικὴ πραγματικὴ μείωσις καὶ αὔξησις εἰς τὴν θείαν φύσιν τῆς τὰ τοιαῦτα συναιρούσης θείας ὑποστάσεως, ἀποδεικνυομένη κατὰ τὴν ὀρθὴν λογικὴν διὰ τῆς μαθηματικῆς πράξεως «-1+1=0», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν περίπτωσιν τῆς μεθαιρέσεως τῶν ἰδιωμάτων, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ μαθηματικὴ λογικὴ ἀποδεικνύει πραγματικὴν καὶ διαδοχικὴν μείωσιν καὶ αὔξησιν ὡς «-1/+1». Ἐν δὲ τέλει, ἡ δυνατότης τῆς συναιρέσεως τῶν ἰδιωμάτων εἰς τὴν θείαν φύσιν ὀφείλεται, σαφῶς, εἰς τὸ ἀδιαίρετον τῆς θείας οὐσίας καὶ τὴν ἐξ ὁλοκλήρου κατοχὴν αὐτῆς εἰς πάσας τὰς φυσικὰς αὐτῆς καταστάσεις ὑφ' ἑκάστης θείας ὑποστάσεως (προσώπου).
Β΄ . Ἐξωενωτικὴ ὕπαρξις τοῦ προσλήμματος.
α΄ . Κάτω ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου (βάσει τῆς ἀτομίας τῆς ζωῆς ἢ τοῦ ζωϊκοῦ ἀτόμου).
1. Ἀρχέτυπον: Θεοψυχάνθρωπος: Ἄϋλον Τριφυὲς (Διφυὲς) Πρόσωπον.
2. Ἔκτυπον: Ψυχάνθρωπος: Ἡμίϋλον Διφυὲς Πρόσωπον.
3. Ἀντίτυπον: Αὐτάνθρωπος (Ὀρθοβάμων Πίθηκος, εἶδος Γίββωνος): Ἔνυλον Μονοφυὲς Ὑποκείμενον.
β΄ . Κάτω ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου (βάσει τῆς ἀτομίας τῆς οὐσίας τοῦ σώματος ἢ τοῦ σωματικοῦ οὐσιαστικοῦ ἀτόμου).
1. Ἀρχέτυπον: Σῶμα Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου, εἴδους Γίββωνος).
2. Ἔκτυπον: Σῶμα Ψυχανθρώπου.
3. Ἀντίτυπον: Σῶμα Θεοψυχανθρώπου.
* Βάσει τῆς ἀτομίας τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ ψυχικοῦ οὐσιαστικοῦ ἀτόμου ἐπιγινώσκεται διάφορος ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου (ἄνω ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις ψυχανθρώπου).
Γ΄ . Ἐξωενωτικὴ ὕπαρξις τοῦ τε προσλήπτορος καὶ τοῦ προσλήμματος.
α΄ . Ἄνω τε καὶ κάτω ἐξωενωτικὴ πενταδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου (σύνθετος ἐντελέχεια ἔκ τε τῆς ἄνω καὶ ἐκ τῆς κάτω ἐξωενωτικῆς ἀντεπιδείξεως τοῦ Θεοψυχανθρώπου, τῆς βάσει τῆς ἀτομίας τῆς ζωῆς ἢ τοῦ ζωϊκοῦ ἀτόμου).
1. Ἀρχέτυπον: Ἄχωρος (ἢ Ἔκχωρος) Θεός.
2. Πρωτότυπον (Ἔκτυπον): Ἄσαρκος (ἢ Ἔκσαρκος) Ἔγχωρος Θεός.
3. Πρότυπον (Ἀντίτυπον/Ἀρχέτυπον): Ἔνσαρκος Ἔγχωρος Θεός: Θεοψυχάνθρωπος.
4. Ἔκτυπον: Ψυχάνθρωπος.
5. Ἀντίτυπον: Αὐτάνθρωπος (Ὀρθοβάμων Πίθηκος, εἶδος Γίββωνος).
β΄ . Ἄνω τε καὶ κάτω ἐξωενωτικὴ πενταδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου (μία σύνθετος ἐντελέχεια ἐκ δύο συγκλινουσῶν ἐντελεχειῶν εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ κοινὸν ἀντίτυπον ἀπὸ δύο διαφόρων ἀρχετύπων, ἔκ τε τῆς ἄνω καὶ ἐκ τῆς κάτω ἐξωενωτικῆς ἀντεπιδείξεως τοῦ Θεοψυχανθρώπου, τῆς βάσει τῆς ἀτομίας τῆς οὐσίας τοῦ σώματος ἢ τοῦ σωματικοῦ οὐσιαστικοῦ ἀτόμου).
1. Ἀρχέτυπον: Ἄχωρος (ἢ Ἔκχωρος) Θεός.
2. Πρωτότυπον (Ἔκτυπον): Ἄσαρκος (ἢ Ἔκσαρκος) Ἔγχωρος Θεός.
3. Πρότυπον (Ἀντίτυπον): Ἔνσαρκος Ἔγχωρος Θεός: Θεοψυχάνθρωπος.
4. Ἔκτυπον: Ψυχάνθρωπος.
5. Ἀντίτυπον (Ἀρχέτυπον): Αὐτάνθρωπος (Ὀρθοβάμων Πίθηκος, εἶδος Γίββωνος).
γ΄ . Ἄνω τε καὶ κάτω ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου (τριαδικὸν ἐντελεχειακὸν ἀπότμημα ἐκ τῆς ὁλοκλήρου πενταδικῆς ἐντελεχείας).
1. Ἀρχέτυπον: Ἄσαρκος (ἢ Ἔκσαρκος) Ἔγχωρος Θεός.
2. Ἔκτυπον: Ἔνσαρκος Ἔγχωρος Θεός: Θεοψυχάνθρωπος.
3. Ἀντίτυπον: Ψυχάνθρωπος.
ΨΥΧΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ι. «Ἔσω» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Α΄ . «Ἔνδον» καὶ «ἐντὸς» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Πρώτη ἐσωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Ψυχανθρώπου («καθ' ἑαυτόν»).
1. «Ἔνδον» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
α΄ . Ἀρχέτυπον: Ψυχή.
2. «Ἐντὸς» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
β΄ . Ἔκτυπον: Αἷμα.
γ΄ . Ἀντίτυπον: Σάρξ.
Β΄ . «Πέριξ» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Δευτέρα ἐσωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Ψυχανθρώπου («πρὸς ἀλλήλους»).
α΄ . Ἀρχέτυπον: Αἴτιος (Πρωταίτιος) Ψυχάνθρωπος (Πατήρ τε καὶ Προπάτωρ).
β΄ . Ἔκτυπον: Αἰτιατοὶ Αἴτιοι (Μεσαίτιοι) Ψυχάνθρωποι (Υἱὸς καὶ Παῖς).
γ΄ . Ἀντίτυπον: Αἰτιατοὶ Ψυχάνθρωποι Ἐπίγονοι.
ΙΙ. «Ἔξω» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως.
Α΄ . Ἐξωενωτικὴ ὕπαρξις τοῦ προσλήπτορος.
Ἄνω ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Ψυχανθρώπου.
1. Ἀρχέτυπον: Ἄγγελος: Κατ' εἰκόνα τοῦ Ἀχώρου (ἢ Ἐκχώρου) Θεοῦ (ἡ ἀνωτάτη κτιστὴ πνευματικὴ φύσις, ἡ ὑφισταμένη εἰς τὴν ἀνωτάτην καὶ οὕτως εἰπεῖν, «λεπτήν», διάστασιν ἢ ζώνην τοῦ κτιστοῦ χώρου, διὸ καὶ «ὡσεὶ ἄχωρος» ὑπολαμβανομένη, καὶ περιλαμβάνουσα τὰς τρεῖς πρώτας τάξεις καὶ τὰ πρῶτα ἐννέα τάγματα τῶν κτιστῶν πνευμάτων).
2. Ἔκτυπον: Ὑπάγγελος: Κατ' εἰκόνα τοῦ Ἀσάρκου (ἢ Ἐκσάρκου) Ἐγχώρου Θεοῦ (ἡ μέση κτιστὴ πνευματικὴ φύσις, ἡ ὑφισταμένη εἰς τὴν μέσην καὶ οὕτως εἰπεῖν, «ἡμιπαχεῖαν», διάστασιν ἢ ζώνην τοῦ κτιστοῦ χώρου καὶ ἀποτελοῦσα τὸ δέκατον τάγμα τῆς τετάρτης τάξεως τῶν κτιστῶν πνευμάτων, τὸ ὁποῖον, συνήθως, ἀγνοεῖται ὑπὸ τῶν πολλῶν καὶ ὑπολανθάνει εἰς τὴν εὐρυτέραν ἔννοιαν τῶν κτιστῶν ἀσωμάτων πνευμάτων).
3. Ἀντίτυπον: Ὑφυπάγγελος: Θεοψυχάνθρωπος, ὡς Ψυχάνθρωπος, μετὰ τῶν Ψυχανθρώπων Ἐπιγόνων Αὐτοῦ, καὶ Ἀδαμιαῖος Ψυχάνθρωπος: Κατ' εἰκόνα τοῦ Ἐνσάρκου Ἐγχώρου Θεοῦ (ἡ κατωτάτη, ἐνσαρκωθεῖσα ὁμοῦ τε καὶ ἐνθεωθεῖσα, εἰς τὸ φυσικὸν εἶδος τοῦ Θεοψυχανθρώπου, ἢ μόνον ἐνσαρκωθεῖσα, εἰς τὸ φυσικὸν εἶδος τοῦ Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου, κτιστὴ πνευματικὴ φύσις, ἡ κοινῶς λεγομένη «ψυχή», ἡ ὑφισταμένη εἰς τὴν κατωτάτην καὶ οὕτως εἰπεῖν, «παχεῖαν», διάστασιν ἢ ζώνην τοῦ κτιστοῦ χώρου καὶ ἀποτελοῦσα τὸ ἑνδέκατον καὶ τὸ δωδέκατον τάγμα τῆς τετάρτης τάξεως τῶν κτιστῶν πνευμάτων).
* Αἱ διακριταὶ φύσεις τῶν Ἀσάρκων Ὑπαγγέλων καὶ τῶν Ἐνσάρκων Ὑφυπαγγέλων συναποτελοῦσιν ἀπὸ κοινοῦ τὴν φυσικὴν ὁμοταξίαν ἡ ὁποία φέρει γενικῶς τὸ ὄνομα «Ὑπάγγελοι», ἀπεικονίζει γενικῶς τὸν Ἔγχωρον Θεόν, εἴτε ὡς Ἄσαρκον (ἢ Ἔκσαρκον), εἴτε ὡς Ἔνσαρκον, καὶ συνιστᾷ τὴν τετάρτην τάξιν τῶν κτιστῶν πνευμάτων, μετὰ τριῶν ταγμάτων˙ πρῶτον, τῶν κυρίως καὶ κατ' ἐξοχὴν λεγομένων Ὑπαγγέλων˙ δεύτερον, τῶν Θεοψυχανθρώπων, ὡς Ψυχανθρώπων (Ἀνωτέρων Ὑφυπαγγέλων), ὁμοῦ μετὰ τῶν Ψυχανθρώπων Ἐπιγόνων Αὐτῶν˙ καὶ τρίτον, τῶν Ἀδαμιαίων Ψυχανθρώπων (Κατωτέρων Ὑφυπαγγέλων).
Β΄ . Ἐξωενωτικὴ ὕπαρξις τοῦ προσλήμματος.
α΄ . Κάτω ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Ψυχανθρώπου (βάσει τῆς ἀτομίας τῆς ζωῆς ἢ τοῦ ζωϊκοῦ ἀτόμου).
1. Ἀρχέτυπον: Ψυχάνθρωπος: Ἡμίϋλον Διφυὲς Πρόσωπον.
2. Ἔκτυπον: Αὐτάνθρωπος (Ὀρθοβάμων Πίθηκος, εἶδος Γίββωνος): Ἔνυλον Μονοφυὲς Ὑποκείμενον.
3. Ἀντίτυπον: Ἀνθρωποειδὲς (Ἡμιπρηνὴς Πίθηκος): Ἔνυλον Μονοφυὲς Ὑποκείμενον.
β΄ . Κάτω ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Ψυχανθρώπου (βάσει τῆς ἀτομίας τῆς οὐσίας τοῦ σώματος ἢ τοῦ σωματικοῦ οὐσιαστικοῦ ἀτόμου).
1. Ἀρχέτυπον: Σῶμα Ἀνθρωποειδοῦς (Ἡμιπρηνοῦς Πιθήκου).
2. Ἔκτυπον: Σῶμα Αὐτανθρώπου (Ὀρθοβάμονος Πιθήκου, εἴδους Γίββωνος).
3. Ἀντίτυπον: Σῶμα Ψυχανθρώπου.
* Βάσει τῆς ἀτομίας τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ ψυχικοῦ οὐσιαστικοῦ ἀτόμου ἐπιγινώσκεται διάφορος ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Ψυχανθρώπου (ἀντεπίδειξις τριῶν ταγμάτων τετάρτης τάξεως κτιστῶν πνευμάτων).
Γ΄ . Ἐξωενωτικὴ ὕπαρξις τοῦ τε προσλήπτορος καὶ τοῦ προσλήμματος.
α΄ . Ἄνω τε καὶ κάτω ἐξωενωτικὴ πενταδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Ψυχανθρώπου (σύνθετος ἐντελέχεια ἔκ τε τῆς ἄνω καὶ ἐκ τῆς κάτω ἐξωενωτικῆς ἀντεπιδείξεως τοῦ Ψυχανθρώπου, τῆς βάσει τῆς ἀτομίας τῆς ζωῆς ἢ τοῦ ζωϊκοῦ ἀτόμου).
1. Ἀρχέτυπον: Ἄγγελος.
2. Πρωτότυπον (Ἔκτυπον): Ὑπάγγελος.
3. Πρότυπον (Ἀντίτυπον/Ἀρχέτυπον): Ὑφυπάγγελος: Θεοψυχάνθρωπος, ὡς Ψυχάνθρωπος, καὶ Ψυχάνθρωποι Ἐπίγονοι Αὐτοῦ καὶ Ἀδαμιαῖος Ψυχάνθρωπος.
4. Ἔκτυπον: Αὐτάνθρωπος (Ὀρθοβάμων Πίθηκος, εἶδος Γίββωνος).
5. Ἀντίτυπον: Ἀνθρωποειδὲς (Ἡμιπρηνὴς Πίθηκος).
β΄ . Ἄνω τε καὶ κάτω ἐξωενωτικὴ πενταδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Ψυχανθρώπου (μία σύνθετος ἐντελέχεια ἐκ δύο συγκλινουσῶν ἐντελεχειῶν εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ κοινὸν ἀντίτυπον ἀπὸ δύο διαφόρων ἀρχετύπων, ἔκ τε τῆς ἄνω καὶ ἐκ τῆς κάτω ἐξωενωτικῆς ἀντεπιδείξεως τοῦ Ψυχανθρώπου, τῆς βάσει τῆς ἀτομίας τῆς οὐσίας τοῦ σώματος ἢ τοῦ σωματικοῦ οὐσιαστικοῦ ἀτόμου).
1. Ἀρχέτυπον: Ἄγγελος.
2. Πρωτότυπον (Ἔκτυπον): Ὑπάγγελος.
3. Πρότυπον (Ἀντίτυπον): Ὑφυπάγγελος: Θεοψυχάνθρωπος, ὡς Ψυχάνθρωπος, καὶ Ψυχάνθρωποι Ἐπίγονοι Αὐτοῦ καὶ Ἀδαμιαῖος Ψυχάνθρωπος.
4. Ἔκτυπον: Αὐτάνθρωπος (Ὀρθοβάμων Πίθηκος, εἶδος Γίββωνος).
5. Ἀντίτυπον (Ἀρχέτυπον): Ἀνθρωποειδὲς (Ἡμιπρηνὴς Πίθηκος).
γ΄ . Ἄνω τε καὶ κάτω ἐξωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Ψυχανθρώπου (τριαδικὸν ἐντελεχειακὸν ἀπότμημα ἐκ τῆς ὁλοκλήρου πενταδικῆς ἐντελεχείας).
1. Ἀρχέτυπον: Ὑπάγγελος.
2. Ἔκτυπον: Ὑφυπάγγελος: Θεοψυχάνθρωπος, ὡς Ψυχάνθρωπος, καὶ Ψυχάνθρωποι Ἐπίγονοι Αὐτοῦ καὶ Ἀδαμιαῖος Ψυχάνθρωπος.
3. Ἀντίτυπον: Αὐτάνθρωπος (Ὀρθοβάμων Πίθηκος, εἶδος Γίββωνος).
Ὑπὸ τὴν πρώτην, λοιπόν, ἐντελεχειακὴν ὀπτικὴν γωνίαν καὶ ἀντίληψιν, τῶν δύο ἐσωτερικῶν (ἐσωενωτικῶν) τριαδικῶν ἀντεπιδείξεων τοῦ Θεοψυχανθρώπου καὶ ἀναλόγως καὶ τοῦ Ψυχανθρώπου (ἀφ' ἑνός, εἰς τὰς διαστάσεις «ἔνδον» καὶ «ἐντός», καὶ ἀφ' ἑτέρου, εἰς τὴν διάστασιν «πέριξ»), ὁ μὲν «Ἔνδον Ναὸς» τοῦ Σολομῶντος, εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, συνεβόλιζε τὴν ψυχὴν τοῦ Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου καὶ προσέτι προετύπωνε συμβολικῶς τὴν θεότητα τοῦ Θεοψυχανθρώπου, τὸν Ἔνσαρκον, δηλονότι, Ἔγχωρον Θεόν, τὸ προϊστορικὸν μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ ἀποκαλυφθῇ ἱστορικῶς εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ὁ δὲ «Ἐντὸς Ναός», τό τε αἷμα καὶ τὴν σάρκα τοῦ Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου, ὡς καὶ τὴν ψυχὴν ὁμοῦ καὶ τὸ σῶμα τοῦ Θεοψυχανθρώπου, ὁ δὲ «Πέριξ Ναός», τὰς διαπροσωπικὰς σχέσεις τῶν Ἀδαμιαίων Ψυχανθρώπων μετ' ἀλλήλων, καθὼς καὶ τὰς διαπροσωπικὰς σχέσεις τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπων, τόσον μετ' ἀλλήλων, ὅσον καὶ μετὰ τῶν Ψυχανθρώπων Ἐπιγόνων Αὐτῶν.
Πλήν, ὅμως, ὑπὸ τὴν τοιαύτην ὀπτικὴν γωνίαν καὶ ἀντίληψιν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιστοιχηθῶσι καὶ νὰ ἐξηγηθῶσι συμβολικῶς οὔτε τὸ σχῆμα τῶν δύο ἀκραίων μονοπόλων (κιβωτοῦ διαθήκης-θυσιαστηρίου ὁλοκαυτωμάτων) καὶ τοῦ ἀνὰ μέσον αὐτῶν διπόλου (ἁγίου καταπετάσματος/θυσιαστηρίου θυμιάματος), οὔτε ἡ μᾶλλον νοητὴ παρὰ δομικὴ ὑποδιαίρεσις τοῦ «Ἐντὸς Ναοῦ» τοῦ Σολομῶντος εἰς τὸν πρὸ τοῦ καταπετάσματος πρῶτον ὑποχῶρον καὶ εἰς τὸν περὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος δεύτερον ὑποχῶρον.
Διότι, ὡς εἴπομεν, τὸ τοιοῦτον σχῆμα καὶ ἡ τοιαύτη ὑποδιαίρεσις ὑποδηλοῦσιν, ἀπὸ τοῦ ἑνός, μέν, ἄκρου, μείωσιν, ἀπὸ τοῦ ἑτέρου, δέ, ἄκρου, αὔξησιν, καθὼς καὶ αὐξομείωσιν ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων τῶν ἄκρων, καὶ οὕτω προδίδουσι τὸ σύνθετον ἐντελεχειακὸν εἶδος τῶν συγκλινουσῶν ἐντελεχειῶν εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ἀντίτυπον ἐκ δύο ἀρχετύπων, τὸ ὁποῖον, ὡς εἴδομεν, ἐπιγινώσκεται εἰς τὰς ἐξωενωτικὰς ἀντεπιδείξεις τοῦ Θεοψυχανθρώπου καὶ τοῦ Ψυχανθρώπου.
Ὑπὸ τὴν δευτέραν, λοιπόν, ἐντελεχειακὴν ὀπτικὴν γωνίαν καὶ ἀντίληψιν, τῶν δύο ἐξωτερικῶν (ἐξωενωτικῶν) τριαδικῶν ἀντεπιδείξεων τοῦ Θεοψυχανθρώπου καὶ ἀναλόγως καὶ τοῦ Ψυχανθρώπου («ἄνω» καὶ «κάτω»), αἱ ὁποῖαι συνδυάζονται μετ' ἀλλήλων καὶ ἀνήκουσιν εἰς τὸ σύνθετον ἐντελεχειακὸν εἶδος τῶν συγκλινουσῶν ἐντελεχειῶν, καὶ κατ' ἀκρίβειαν, συμφώνως πρὸς τὰ τριαδικὰ ἐντελεχειακὰ ἀποτμήματα τῆς συνθέτου καὶ ἑνιαίας ἐντελεχειακῆς μορφῆς αὐτῶν («ἄνω τε καὶ κάτω»), ὁ μὲν «Ἔνδον Ναὸς» τῆς ἐποχῆς τοῦ Νόμου, συνεβόλιζεν, ἀφ' ἑνός, μέν, τὸν Ἄσαρκον (ἢ Ἔκσαρκον) Ἔγχωρον Θεόν, ἀφ' ἑτέρου, δέ, τὸν κατ' εἰκόνα Αὐτοῦ Ἄσαρκον Ὑπάγγελον, τοῦ δεκάτου τάγματος τῆς τετάρτης τάξεως τῶν κτιστῶν πνευμάτων, ὁ δὲ «Πέριξ Ναός», τὸν Ἀδαμιαῖον Ψυχάνθρωπον, ἀφ' ἑνός, καὶ τὸν Αὐτάνθρωπον (Ὀρθοβάμονα Πίθηκον, εἶδος Γίββωνος), ἀφ' ἑτέρου, ὁ δὲ «Ἐντὸς Ναός», συνεβόλιζε τὸν Ἀδαμιαῖον Ψυχάνθρωπον (Κατώτερον Ὑφυπάγγελον) καὶ ἐπιπλέον προετύπωνε συμβολικῶς τὸν ὅλον Θεοψυχάνθρωπον, τὸ προϊστορικὸν μυστήριον τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ ἀποκαλυφθῇ ἱστορικῶς εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς Χάριτος, καθὼς καὶ τὸν Θεοψυχάνθρωπον ὡς Ψυχάνθρωπον (Ἀνώτερον Ὑφυπάγγελον), ὁμοῦ μετὰ τῶν Ψυχανθρώπων Ἐπιγόνων Αὐτοῦ.
Ἐνῷ πάντα τὰ προεκτεθέντα ἐντελεχειακὰ σχήματα, τὰ ἀφορῶντα, εἴτε εἰς τὸ ὑπερφυσικόν, θεῖον καὶ νοερὸν πρόσωπον τοῦ Θεοψυχανθρώπου, εἴτε εἰς τὰ μεταφυσικὰ νοητὰ πρόσωπα τοῦ τε Ψυχανθρώπου Ἐπιγόνου Αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἀδαμιαίου Ψυχανθρώπου, ἐξ ἐπόψεως φυσιολογικῆς, ἔχουσιν, ἕκαστον τὴν γενικωτέραν ἢ εἰδικωτέραν, συμβολικὴν ἢ καὶ προτυπωτικήν, ἐφαρμογὴν αὐτοῦ, εἰς τὴν δομὴν τοῦ πάλαι Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, ἐκ τελετουργικῆς ἀπόψεως, ἓν μόνον ἐξ αὐτῶν εὑρίσκει εἰδικὴν καὶ συμβολικὴν καὶ προσέτι προτυπωτικὴν ἐφαρμογὴν εἰς αὐτήν, τὸ τριαδικὸν ἐντελεχειακὸν ἀπότμημα τῆς συνθέτου καὶ ἑνιαίας ἐξωενωτικῆς ἀντεπιδείξεως τοῦ Ψυχανθρώπου («ἄνω τε καὶ κάτω»), ἀλλὰ καὶ τὸ τοιοῦτον, μετά τινων ἰδιαιτέρων καὶ ἀναγκαίων τροποποιήσεων προσαρμογῆς ἐκ τοῦ φυσιολογικοῦ εἰς τὸ τελετουργικὸν ἐπίπεδον.
Πρόκειται, ἀσφαλῶς, διὰ τὸ τριαδικὸν ἐντελεχειακὸν σχῆμα (ἀπότμημα) «Ὑπάγγελος-Ψυχάνθρωπος-Αὐτάνθρωπος», τὸ ὁποῖον, εἰς περίπτωσιν καθ' ἣν ἐφαρμοσθῇ καὶ τελετουργικῶς κατ' ἀκρίβειαν καὶ ὡς ἔχει φυσιολογικῶς, ἀπαιτεῖ τὴν ἀνάπτυξιν τριῶν ἀναλόγων ἱερατικῶν ὑποβαθμῶν, εἰς τὰ πλαίσια τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης˙ ἑνὸς πρώτου ἀκραίου, ὁ ὁποῖος θὰ φέρει μόνον τὴν «ψυχικὴν» συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην καὶ θὰ περιορίζεται τελετουργικῶς μόνον εἰς τὸν «Ἔνδον Ναόν»˙ ἑνὸς ἐσχάτου ἀκραίου, ὁ ὁποῖος θὰ φέρει μόνον τὴν σαρκικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην καὶ θὰ τελετουργεῖ μόνον εἰς τὸν «Πέριξ Ναόν»˙ καὶ ἑνὸς μέσου καὶ μικτοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ φέρει ἐν ἀσυγχύτῳ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ τήν τε ψυχικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην, ὑποβεβαθμισμένην, καὶ τὴν σαρκικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην, ἀναβεβαθμισμένην, καὶ τοῦ ὁποίου τὸ τελετουργικὸν ἔργον θὰ ἔγκειται μόνον εἰς τὰ πλαίσια τοῦ «Ἐντὸς Ναοῦ».
Ἐπειδή, ὅμως, εὐλόγως, ἡ κατ' ἀκρίβειαν μεταφορὰ καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ τοιούτου φυσιολογικοῦ σχήματος εἰς τὴν τελετουργικὴν πρᾶξιν τῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης κωλύεται ὑπό τινων πρακτικῶν δυσχερειῶν:
α΄. Ἐφαρμόζεται, ἐν τέλει, κατ' οἰκονομίαν, ἡ συνοπτικὴ ἀντίληψις, ὅλης μὲν τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης ὡς ἑνιαίας καὶ τελετουργικῶς δρώσης εἴς τε τὸν ἐνδοχῶρον τοῦ «Ἔνδον Ναοῦ» καὶ εἰς τὸν πρῶτον νοητὸν πρὸ τοῦ καταπετάσματος ἡμίχωρον τοῦ «Ἐντὸς Ναοῦ», ὅλης δὲ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης ὡς ἑνιαίας καὶ τελετουργικῶς δρώσης εἴς τε τὸν περίχωρον τοῦ «Πέριξ Ναοῦ» καὶ εἰς τὸν δεύτερον νοητὸν περὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος ἡμίχωρον τοῦ «Ἐντὸς Ναοῦ».
β΄. Διαμορφοῦνται, τελικῶς, δύο ἱερατικοὶ ὑποβαθμοί, εἰς τὰ πλαίσια τῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῆς λεγομένης «λευϊτικῆς», συμφώνως πρὸς τὴν «κάτω» ἐξωενωτικὴν τριαδικὴν ἀντεπίδειξιν τοῦ Θεοψυχανθρώπου («Θεοψυχάνθρωπος-Ψυχάνθρωπος-Αὐτάνθρωπος») καὶ δεδομένου ὅτι τὸ μυστήριον τοῦ Θεοψυχανθρώπου εἶχεν ἤδη προϊστορικῶς, πρό τε πλάσεως καὶ πτώσεως Ἀδάμ, συντελεσθῇ καὶ ἔμελλεν ἱστορικῶς νὰ ἀποκαλυφθῇ εἰς τὴν Καινὴν τῆς Χάριτος Διαθήκην.
Ὁ μὲν διπλοῦς ὑποβαθμὸς (δισυποβαθμός) τοῦ Μεγάλου Ἱερέως (Ἀρχιερέως), ὁ ὁποῖος ἔφερεν ἐν ἀσυγχύτῳ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ ὅλην τὴν ψυχικὴν καὶ ὅλην τὴν σαρκικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην, ὁλόκληρον, δηλαδή, τὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην, τελετουργῶν καὶ εἰς τὰ τρία μέρη τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, εἴς τε τὸν «Ἔνδον», εἴς τε τὸν «Ἐντὸς» καὶ εἰς τὸν «Πέριξ», καὶ ἐπιτελῶν πάσας τὰς συμβολικὰς τελετουργικὰς πράξεις.
Ὁ δὲ ἁπλοῦς ὑποβαθμὸς τοῦ «Ἱερέως», ὁ ὁποῖος ἔφερε μόνην τὴν σαρκικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην, τελετουργῶν μόνον εἰς τὸ κατώτερον ἓν καὶ ἥμισυ μέρος τοῦ Σολομωντείου Ναοῦ, εἴς τε τὸν «Πέριξ» καὶ εἰς τὸν περὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος ἡμίχωρον τοῦ «Ἐντὸς» Ναοῦ.
Ὅθεν, κατὰ τὴν «παχυμερῆ» θεώρησιν, εἰς μὲν τὸ εὖρος τῶν κατωτέρων «κυρίων», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «οἰκείων», συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἀνήκουσι πάντα τὰ συμβολικὰ τελετουργικὰ δρώμενα εἰς τὸ κατώτερον ἓν καὶ ἥμισυ μέρος τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, εἴς τε τὸν «Πέριξ» καὶ εἰς τὸν περὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος ἡμίχωρον τοῦ «Ἐντὸς» Ναοῦ.
Εἰς δὲ τὸ εὖρος τῶν ἀνωτέρων «κυρίων» ἢ «οἰκείων» συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἀνήκουσι πάντα τὰ συμβολικὰ τελετουργικὰ δρώμενα εἰς τὸ ἀνώτερον ἓν καὶ ἥμισυ μέρος τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, εἴς τε τὸν «Ἔνδον» καὶ εἰς τὸν πρὸ τοῦ καταπετάσματος ἡμίχωρον τοῦ «Ἐντὸς» Ναοῦ.
Κατὰ δὲ τὸ εἶδος τῶν τοιούτων ἱερῶν πράξεων, ὅσαι μὲν ἐξ αὐτῶν ἐπετελοῦντο εἰς τὸν «Πέριξ Ναὸν» τοῦ Νόμου ἐπιγινώσκονται τελετουργικῶς ὡς «ὑφαγιαστικαὶ συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις»˙ ὅσαι δὲ εἰς τὸν «Ἐντὸς Ναόν», ὡς «ἁγιαστικαὶ συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις», ἐκ τῶν ὁποίων, ὅσαι μὲν εἰς τὸν περὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος δεύτερον ἡμίχωρον, ὡς «μείονες ἁγιαστικαὶ συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις», ὅσαι δὲ εἰς τὸν πρὸ τοῦ καταπετάσματος πρῶτον ἡμίχωρον, ὡς «μείζονες ἁγιαστικαὶ συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις»˙ ὅσαι δὲ εἰς τὸν «Ἔνδον Ναόν», ὡς «καθαγιαστικαὶ συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις».
Καὶ τοῦτο, διότι, εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ἐπειδὴ δὲν εἶχεν ἔτι δοθῇ ἡ Θεία Τελεταρχικὴ Χάρις, ἡ πνευματική, δηλονότι, μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, ἡ ὁποία, πάντοτε ἐν ἀσυγχύτῳ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ ὁμοῦ μετὰ τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, τελεσιουργεῖ τὰ πάντα «ἐν παντὶ τόπῳ», εἰς οἱονδήποτε μέρος ἔσω τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καὶ ὁπουδήποτε ἔξω αὐτοῦ, τὸ κριτήριον τοῦ προσδιορισμοῦ μιᾶς συμβολικῆς τελετουργικῆς πράξεως, εἴτε ὡς «ὑφαγιαστικῆς», εἴτε ὡς «ἁγιαστικῆς», «μείονος» ἢ «μείζονος», εἴτε ὡς «καθαγιαστικῆς», ἦτο, ἀσφαλῶς, ὁ ἀκριβὴς τόπος τῆς τελέσεως αὐτῆς ἔσω τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος.
Ὁ «Πέριξ», λοιπόν, πάλαι Ναὸς τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ἔκειτο τὸ «θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων», ἐξέφραζε συμβολικῶς τὸν κατώτατον συμβολικὸν ἁγιασμόν, τὸν λεγόμενον «συμβολικὸν ὑφαγιασμόν»˙ ὁ «Ἐντὸς» Ναός, τὸν μέσον συμβολικὸν ἁγιασμόν, τὸν καλούμενον «συμβολικὸν ἁγιασμὸν» καὶ ὑποδιακρινόμενον εἰς «μείονα συμβολικὸν ἁγιασμόν», τὸν ὁποῖον ἐξέφραζεν ὁ δεύτερος περὶ τὸ «θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος» ἡμίχωρος τοῦ «Ἐντὸς» Ναοῦ, καὶ εἰς «μείζονα συμβολικὸν ἁγιασμόν», τὸν ὁποίον ἐξέφραζεν ὁ πρῶτος πρὸ τοῦ «ἁγίου καταπετάσματος» ἡμίχωρος αὐτοῦ˙ ὁ δὲ «Ἔνδον» Ναός, ὅπου ἡ «κιβωτὸς τῆς διαθήκης», τὸν ἀνώτατον συμβολικὸν ἁγιασμόν, τὸν ὀνομαζόμενον «συμβολικὸν καθαγιασμόν».
Ὅσον, δηλαδή, προήγετό τις δομικῶς καὶ τελειοστρόφως εἰς τὸν Σολομώντειον Ναόν, ἐκ τῶν «πέριξ», διὰ τῶν «ἐντός», εἰς τὰ «ἔνδον» οἰκοδομικὰ διαμερίσματα αὐτοῦ, τοσοῦτον προήγετο καὶ τελετουργικῶς καὶ ἁγιαστικῶς, κατ' ἀνάστροφον (τῆς ἀντιστρόφου καὶ οὐχὶ τῆς συστρόφου) ἐντελεχειακὴν κίνησιν καὶ κατὰ συμβολικὸν τρόπον, εἰς τὸ ἀναλογοῦν συμβολικὸν τελετουργικὸν καὶ ἁγιαστικὸν ἐπίπεδον («συμβολικὸς ὑφαγιασμός-μείων καὶ μείζων συμβολικὸς ἁγιασμός-συμβολικὸς καθαγιασμός»).
Καὶ ὅσον, πάλιν, ὑπήγετο δομικῶς καὶ ἀτελοστρόφως, ἐκ τῶν «ἔνδον», διὰ τῶν «ἐντός», εἰς τὰ «πέριξ», τοσοῦτον ὑπήγετο καὶ τελετουργικῶς καὶ ἁγιαστικῶς, κατ' ἀντίστροφον (καὶ οὐχὶ σύστροφον, οὐδὲ ἀνάστροφον τῆς συστρόφου ἢ τῆς ἀντιστρόφου) ἐντελεχειακὴν κίνησιν καὶ κατὰ συμβολικὸν τρόπον («συμβολικὸς καθαγιασμός-μείζων καὶ μείων συμβολικὸς ἁγιασμός-συμβολικὸς ὑφαγιασμός»).
Συνεπῶς, εἰς μὲν τὴν σαρκικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην, ὡς «κύριαι» ἢ «οἰκεῖαι», ἀναγνωρίζονται αἱ «ὑφαγιαστικαὶ» καὶ αἱ «μείονες ἁγιαστικαὶ» συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις, εἰς δὲ τὴν ψυχικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην, αἱ «καθαγιαστικαὶ» καὶ αἱ «μείζονες ἁγιαστικαὶ» συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις.
Κατὰ δὲ τὴν «λεπτομερῆ» θεώρησιν, προκειμένου νὰ ὁρισθῶσιν ἐπακριβῶς αἱ «κύριαι» ἢ «οἰκεῖαι» συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ νὰ ἀντιστοιχηθῶσι παραλλήλως μετὰ τῶν ἀναλόγων τῆς Καινῆς, θὰ πρέπει νὰ γίνῃ εἰδικὴ ἐξέτασις καὶ ἀνάλυσις τοῦ Τελετουργικοῦ Τυπικοῦ τῆς Τελετῆς τοῦ Ἐξιλασμοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ προβαίνομεν ἐφεξῆς.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΤΡΙΤΟΝ ΜΕΡΟΣ (Γ΄) ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...
ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 29-04-2022.
†Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)
3Γ΄. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ. ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ (Γ΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.
Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΞΙΛΑΣΜΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
Ι. Η ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ «ΑΓΙΑΣΜΟΣ - ΦΩΤΙΣΜΟΣ - ΚΑΘΑΡΜΟΣ»
Ἡ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τῶν τριῶν ἀχωρίστων ἱερῶν καὶ θείων μυστηριακῶν στοιχείων, ἰδιωμάτων ἢ ἐνεργειακῶν εἰδῶν, τῶν ὁμοῦ καὶ ἀπὸ κοινοῦ συνιστώντων ἕκαστον ἱερὸν ἢ θεῖον μυστηριακὸν ἄτομον, εἴτε ἱερὸν ἢ θεῖον μυστήριον, εἴτε ἱερὸν μυστηριοειδές, ἀποτελεῖ ἱερὰν καὶ θείαν ἐνεργειακὴν ἐντελέχειαν, ἐνεργουμένην, μέν, κατὰ τὸν ἐντελεχειακὸν κανόνα, ἀντιστρόφως καὶ καθοδικῶς, κατὰ τὴν ἐντελεχειακὴν τάξιν τοῦ δευτέρου δεξιοῦ ἡμικυκλίου, ἐκ τοῦ τελείου ἀρχετύπου, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου, εἰς τὸ ἀτελὲς ἀντίτυπον (ὡς καὶ ἡ ἀντίστροφος φυσικὴ ἐντελέχεια «ἄϋλον-ἡμίϋλον-ἔνυλον»), βιουμένην, δέ, κατὰ τὸ πνευματικὸν βίωμα, ὑπὸ τοῦ πιστοῦ καὶ μύστου, ἀναστρόφως καὶ ἐπιστροφικῶς (κατὰ τὴν ἀνάστροφον τῆς ἀντιστρόφου ἐντελεχειακὴν κίνησιν), ἐκ τοῦ ἀτελοῦς ἀντιτύπου, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου, εἰς τὸ τέλειον ἀρχέτυπον, καὶ οὕτω διαμορφουμένην ὡς ἑξῆς:
Α΄ . Ἁγιασμός.
α΄ . Ἀρχέτυπον (αἴτιον, πρωταίτιον, τέλειον): Ἁγιασμός.
Β΄ . Ἁγνισμός.
β΄ . Ἔκτυπον (αἰτιατὸν αἴτιον, μεσαίτιον, ἡμιτελές): Φωτισμός.
γ΄ . Ἀντίτυπον (αἰτιατόν, ἀτελές): Καθαρμός.
Ἔχομεν, λοιπόν, κατ' ἀρχήν, δύο ἀλληλενδέτους καὶ ἀδιασπάστους ἱερὰς καὶ θείας ἐνεργειακὰς ἐντελεχειακὰς ὀντολογίας, τὸν μὲν αἴτιον ἁγιασμὸν (ἀρχέτυπον), κορυφαῖον καὶ τελειότατον εἶδος τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ ἡ κατὰ χάριν θέωσις («κατὰ διαστολήν» καὶ «κατὰ συστολήν» θέωσις), τὸν δὲ αἰτιατὸν καθαρμὸν (ἀντίτυπον), ἢ ἄλλως, τὴν κάθαρσιν.
Ἡ δὲ δευτέρα αἰτιατὴ ἐντελεχειακὴ ὀντολογία τοῦ καθαρμοῦ ἢ τῆς καθάρσεως, ὑποδιαιρεῖται ἀναγωγικῶς, τουτέστιν, ὁμοιωτικῶς, δι' ἀναγωγικῆς ἢ ὁμοιωτικῆς διαιρέσεως, εἰς δύο ἐντελεχειακὰς ὑποκατηγορίας.
Ἀφ' ἑνός, μέν, εἰς τὸν φωτισμὸν (ἔκτυπον), ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ προϊὸν τῆς ὁμοιωτικῆς ἀναγωγῆς (ἀνωφεροῦς κινήσεως) τῆς αἰτιατῆς ἐντελεχειακῆς ὀντολογίας τοῦ καθαρμοῦ (ἀντιτύπου) πρὸς τὴν αἰτίαν ἐντελεχειακὴν ὀντολογίαν τοῦ ἁγιασμοῦ (ἀρχετύπου), εἰκόνα, δηλονότι, τοῦ ἀρχετύπου, προκύπτουσαν, πάντοτε, καὶ ἀνήκουσαν ἐντελεχειακῶς εἰς τὰ ὀντολογικὰ πλαίσια τῆς αἰτιατῆς καὶ μὴ ταῦτα ὑπερβαίνουσαν, μηδὲ ταὐτιζομένην πρὸς τὸ ἀρχέτυπον.
Ἀφ' ἑτέρου, δέ, εἰς τὸν κατ' ἐξοχὴν λεγόμενον καθαρμὸν (ἀντίτυπον), τὴν ἀναγωγικὴν ἐντελεχειακὴν βάσιν, ἐξ οὗ ὀνομάζεται καὶ χαρακτηρίζεται κατὰ συνεκδοχὴν καὶ ἐν γένει πᾶσα ἡ αἰτιατὴ ἐντελεχειακὴ ὀντολογία, ἡ ὁποία, ὅμως, ἐν προκειμένῳ, φέρει κυριώτερον τὸ γενικὸν καὶ περιληπτικὸν ὄνομα «ἁγνισμός», τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς ἀμφότερα τὰ αἰτιατὰ προϊόντα τοῦ «ἁγιασμοῦ», εἴς τε τὸν «φωτισμὸν» καὶ τὸν «καθαρμόν».
Ὅθεν, ἐν προκειμένῳ, τὰ δύο «ἀναγωγικὰ» ὑφ' ἡμῶν λεγόμενα ἐντελεχειακὰ ζεύγη, τὸ μὲν πρῶτον (ἀρχέτυπον ζεῦγος), ὡς προϋπόθεσις τῆς προαναφερθείσης ἀναγωγικῆς ἢ ὁμοιωτικῆς ἐντελεχειακῆς κινήσεως, τὸ δὲ δεύτερον (ἔκτυπον ζεῦγος), ὡς συνέπεια αὐτῆς, διαμορφοῦνται ὡς κάτωθι:
1. Ἀρχέτυπον ἀναγωγικὸν ζεῦγος: Ἁγιασμός - ἁγνισμός.
2. Ἔκτυπον (κατ' εἰκόνα) ἀναγωγικὸν ζεῦγος: Φωτισμός - καθαρμός.
(* Πρβλ. «ἄϋλον/ἄκτιστον-ἔνυλον/κτιστόν» καὶ «ἡμίϋλον-ὁλοένυλον»).
Εὐνόητον, ὅτι εἰς τὴν σχέσιν μεταξὺ τῶν μελῶν τοῦ δευτέρου, τοῦ ἐκτύπου ἀναγωγικοῦ ζεύγους, ἀπεικονίζεται ἡ σχέσις ἀνὰ μέσον τῶν μελῶν τοῦ πρώτου, τοῦ ἀρχετύπου ἀναγωγικοῦ ζεύγους˙ ὅτι, δηλαδή, ἡ αἰτιατὴ ἐντελεχειακὴ ὀντολογία τοῦ ἀντιτύπου ὑποδιαιρεῖται ἀναγωγικῶς (ὁμοιωτικῶς) εἰς ἔκτυπον (εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου) καὶ εἰς ἀντίτυπον (ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον ἄκρον ἐν σχέσει πρὸς τὸ ἀρχέτυπον) προκειμένου νὰ προβάλῃ, νὰ ἀπεικονίσῃ καὶ οὕτως εἰπεῖν, νὰ «μεταφέρῃ» ἔσω ἑαυτῆς τὴν ἐξωτερικὴν σχέσιν τὴν ὁποίαν ἔχει μετὰ τῆς αἰτίας ἐντελεχειακῆς ὀντολογίας τοῦ ἀρχετύπου.
Ὅσον, λοιπόν, ἀφορᾷ εἰς τὴν ἐν λόγῳ ἀντίστροφον ἱερὰν καὶ θείαν ἐνεργειακὴν ἐντελέχειαν «ἁγιασμός-φωτισμός-καθαρμός», πρόκειται, σαφῶς, διὰ τρεῖς διαφόρους, διακριτὰς καὶ ἀσυγχύτους ἱερὰς καὶ θείας ἐνεργείας, ὑποστατικῶς (ἀτομικῶς) καὶ ἀχωρίστως ἡνωμένας μετ' ἀλλήλων, εἰς τὴν πνευματικὴν σύνθετον (τρισύνθετον) ἐνεργειακὴν ὑπόστασιν (ἀτομίαν) ἑκάστου ἱεροῦ ἢ θείου μυστηρίου καὶ ἑκάστου ἱεροῦ μυστηριοειδοῦς.
Σημειωτέον, ὅτι συμφώνως πρὸς τὴν ὑφ' ἡμῶν ἀκριβῆ δογματικὴν διόρθωσιν τῶν ἐννοιῶν τῶν ὅρων «ὑπόστασις» καὶ «ὑποστατικὴ ἕνωσις» εἰς τὸ Καινορθόδοξον Δόγμα, ὡς μὲν «ὑπόστασις», νοεῖται ἐν γένει «πᾶν εἶδος ἀτομικῆς ὑπάρξεως», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «πᾶσα ἀτομία», εἴτε ἡ «ἀφῃρημένη ἀτομία τῆς ἐνεργείας», εἴτε ἡ «διακεκριμένη ἀτομία τῆς οὐσίας», εἴτε ἡ «συγκεκριμένη ἀτομία τῆς ζωῆς», δηλαδή, τὸ ἄκτιστον ἢ τὸ κτιστὸν πρόσωπον (θεός, ἄγγελος, ὑπάγγελος, ὑφυπάγγελος ἢ ψυχάνθρωπος) καὶ τὸ κτιστὸν ὑποκείμενον (ζῶον ἢ φυτόν)˙ ὡς δὲ «ὑποστατικὴ ἕνωσις», γίνεται γενικῶς καὶ ἀναλόγως ἀντιληπτὸν «πᾶν εἶδος ἀσυγχύτου ἑνώσεως εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ σύνθετον ἄτομον», εἴτε «εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ἀφῃρημένον σύνθετον ἐνεργειακὸν ἄτομον», εἴτε «εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ διακεκριμένον σύνθετον οὐσιαστικὸν ἄτομον», εἴτε «εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ λίαν συγκεκριμένον σύνθετον ζωϊκὸν ἄτομον», σύνθετον, δηλονότι, νοερὸν ἢ νοητὸν ζωϊκὸν ἄτομον, θεοψυχανθρώπινον, δηλαδή, ἢ ψυχανθρώπινον πρόσωπον (βλπ. «Περὶ τοῦ Θείου Τρισιζώου», Συναφῆ δογματολογικὰ σχόλια εἰς τὸ «Τριαδιανὸν Καινορθόδοξον Σύμβολον τῆς Πίστεως»).
Οἱ δὲ Παλαιορθόδοξοι τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, λόγῳ ἀνεπαρκοῦς καταρτίσεως εἰς τὴν γνωσιολογίαν τῆς θεολογίας, λέγοντες «ὑπόστασις» καὶ «ὑποστατικὴ ἕνωσις», ἐννοοῦσι τὴν «κατ' ἐξοχὴν ὑπόστασιν» καὶ τὴν «κατ' ἐξοχὴν ὑποστατικὴν ἕνωσιν», ἤτοι, τὴν λίαν συγκεκριμένην ἀτομίαν τῆς νοερᾶς καὶ τῆς νοητῆς ζωῆς, τὸ ἄκτιστον καὶ τὸ κτιστὸν πρόσωπον, καὶ τὴν ἀσύγχυτον ἕνωσιν εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ λίαν συγκεκριμένον, νοερὸν ἢ νοητόν, σύνθετον ζωϊκὸν ἄτομον, ἄκτιστον ἢ κτιστὸν πρόσωπον, ὀνομάζοντες ἀνακριβῶς πάσας τὰς λοιπὰς ὑποστατικὰς ἑνώσεις ὡς «φυσικάς».
Πρόκειται, λοιπόν, δι' ἓν αἴτιον καὶ παραγωγὸν ἐνεργειακὸν ἄτομον, τὸν λεγόμενον «ἁγιασμόν», καὶ δύο αἰτιατὰ καὶ παράγωγα, τόν τε καλούμενον «φωτισμὸν» καὶ τὸν ὀνομαζόμενον «καθαρμόν», ἀμφότερα τὰ ὁποῖα συνιστῶσι τὴν μίαν καὶ τὴν αὐτὴν καὶ τὴν ὅλην δευτερογενῆ ἐνεργειακὴν ὀντολογίαν τοῦ λεγομένου «ἁγνισμοῦ», παραγόμενα ἐκ τῆς πρωτογενοῦς ἐνεργείας καὶ ὀντολογίας τοῦ καλουμένου «ἁγιασμοῦ», διὸ καὶ οὐδέποτε δύνανται νὰ ὑπάρχωσι διχοῦ καὶ χωριστῶς, τόσον ἐν σχέσει πρὸς αὐτήν, ὅσον καὶ μετ' ἀλλήλων.
Ὁ θεῖος καθαρμός, ἡ κάθαρσις ἀπὸ τοῦ ῥύπου τῆς κατὰ θεὸν ἁμαρτίας, καὶ ὁ θεῖος φωτισμός, ἡ πνευματικὴ ἐκ θεοῦ ἀνάβλεψις καὶ ἡ ὅρασις τοῦ φωτὸς τῆς θείας ἀληθείας, ἤτοι, ἡ ἐπίγνωσις αὐτῆς, ἀμφότερα τὰ ὁποῖα περιγράφουσι τὴν βασικὴν καὶ τὴν μέσην ἔννοιαν τῆς σωτηρίας, προκύπτουσι μεταπτωτικῶς καὶ προϋποθέτουσι τὴν ἀδαμιαίαν πτῶσιν εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Ὁ διττὸς οὗτος θεῖος ἁγνισμὸς ἐνεργεῖται κατὰ χάριν πάντοτε ὁμοῦ μετὰ τοῦ θείου ἁγιασμοῦ, ἐκ τοῦ ὁποίου παράγεται καὶ εἰς τὸν ὁποῖον κορυφοῦται καὶ τελειοῦται ἡ ὅλη σωτηρία, εἰς ἕνα ἕκαστον μεταπτωτικὸν μετέχοντα, ὁ ὁποῖος τοιουτοτρόπως καὶ ἁγιάζεται καὶ ἁγνίζεται «ἐν ταὐτῷ» καὶ «ἐξ ἴσου», ἤτοι, «ἁγιαζόμενος ἁγνίζεται» καὶ «ἁγνιζόμενος ἁγιάζεται» καὶ «ὅσον ἁγιάζεται τοσοῦτον καὶ ἁγνίζεται καὶ τἀνάπαλιν».
Γίνεται, συνεπῶς, ἀντιληπτὸν ὅτι ἡ ὅλη ἔννοια τῆς «θείας ἐξιλεώσεως» ἢ τοῦ «θείου ἐξιλασμοῦ» καὶ τῆς δι' αὐτοῦ «σωτηρίας», ὁρίζεται συγχρόνως καὶ ἀσυγχύτως καὶ εἰς τὰ τρία τοιαῦτα ἐπίπεδα, καὶ εἰς τὸ βασικὸν ἐπίπεδον τοῦ καθαρμοῦ, καὶ εἰς τὸ μέσον ἐπίπεδον τοῦ φωτισμοῦ καὶ εἰς τὸ κορυφαῖον ἐπίπεδον τοῦ ἁγιασμοῦ, συμπεριλαμβάνουσα ἔτι καὶ αὐτὴν τὴν κατὰ χάριν θέωσιν, ἡ ὁποία, οὕτως, ὁρίζεται ὡς «τέλος σωτηρίας»˙ διὸ καὶ ἡ ὅλη λεγομένη «θεία οἰκονομία τῆς σωτηρίας» δὲν τελειοῦται εἰς τὴν Ἀνάστασιν, ἀλλά, διὰ τῆς Ἀναλήψεως, εἰς τὴν Πεντηκοστὴν τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ Ἁγιοπνευματικὸν Αὐτοῦ Πλήρωμα.
Ἐν προκειμένῳ, ἐπιγινώσκεται πάλιν τὸ ἐντελεχειακὸν σύμπλεγμα τῶν λεγομένων «σταυροειδῶν ἐντελεχειῶν», περὶ οὗ λόγος ἐγένετο εἰς προηγουμένας δογματολογικὰς ἡμῶν μελέτας, συμφώνως πρὸς τὸ ὁποῖον καὶ ὁ καθαρμὸς καὶ ὁ φωτισμὸς καὶ ὁ ἁγιασμός, καὶ τὰ τρία τοιαῦτα ὁμοῦ, ἐμπεριέχονται κλιμακούμενα κατ' ἐπαύξησιν καὶ εἰς τὴν Ἀνάστασιν καὶ εἰς τὴν Ἀνάληψιν καὶ εἰς τὴν Πεντηκοστὴν τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁλοκληροῦνται καὶ εὑρίσκουσι τὸ πλήρωμα αὐτῶν˙ καὶ εἰς μὲν τὴν Ἀνάστασιν, τονίζεται προσιδιαζόντως ὁ καθαρμός, εἰς δὲ τὴν Ἀνάληψιν, ὁ φωτισμός, εἰς δὲ τὴν Πεντηκοστήν, ὁ ἁγιασμός.
Εἰς δὲ τὸ εὐλόγως προκῦπτον ἐρώτημα, πῶς ἐξηγεῖται ἡ παρουσία καὶ ποία ἡ δρᾶσις ἀμφοτέρων τῶν εἰς τὴν μεταπτωτικὴν φύσιν σαφῶς ἐπιγινωσκομένων καὶ ἐπιδρώντων ἁγνιστικῶν εἰδῶν, τοῦ τε φωτισμοῦ καὶ τοῦ καθαρμοῦ, εἴς τε τὴν προπτωτικὴν καὶ τὴν ἀποπτωτικὴν φύσιν, ἀπαντῶμεν ὅτι αὕτη, εἰς μὲν τὴν προπτωτικὴν φύσιν, δύναται νὰ νοηθῇ μόνον ὡς «προλαμβάνειν», ὡς «προστασία», δηλονότι, τοῦ κατὰ χάριν κεκτημένου ἁγνισμοῦ (φωτισμοῦ τε καὶ καθαρμοῦ) ἀπὸ παντὸς ἐνδεχομένου καὶ πιθανοῦ μολυσμοῦ, εἰς δὲ τὴν μεταπτωτικὴν φύσιν, νοεῖται ὡς «θεραπεύειν», δηλαδή, ὡς κατὰ χάριν «ἀνάκτησις» αὐτοῦ, εἰς δὲ τὴν ἀποπτωτικὴν φύσιν, ὡς «κρατεῖν», ἤτοι, ὡς κατὰ χάριν «συντήρησις» αὐτοῦ.
Αὐτὸς δὲ οὗτος ὁ ἁγιασμὸς νοεῖται ὡς κατὰ χάριν μέθεξις τῶν θείων ἁγιαστικῶν ἐνεργειῶν ἢ ἰδιοτήτων.
Ἀφ' ἑνός, μέν, τῆς «κατὰ χάριν θείας ἱερώσεως»˙ τῆς μὲν «κατὰ χάριν θείας ἀφιερώσεως», τῆς λεγομένης «θείας δουλείας» καὶ μεταδιδομένης διὰ τῶν δύο ἱερῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν) τῆς «περιττοτομίας» (εἴτε τῆς «πεοτομίας», ἢ κοινῶς, «περιτομῆς», ἥτις κατηργήθη εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, εἴτε τῆς «τριχοκουρίας», ἥτις ἐξακολουθεῖ ἔτι, εἴτε τῆς «ὀνυχοτομίας», ἥτις εἰσήχθη ὑφ' ἡμῶν, εἰς περίπτωσιν καθ' ἣν ἀδυνατεῖ ἡ τριχοκουρία) καὶ τῆς «ὑπαπαντῆς»˙ τῆς δὲ «κατὰ χάριν θείας καθιερώσεως», τῆς καλουμένης «θείας μισθωτείας» καὶ μεταδιδομένης, τόσον διὰ τῶν δύο ἱερῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν) τῶν «δύο κατωτέρων χρισμάτων», ὅσον καὶ διὰ τῶν τεσσάρων ἱερῶν μυστηρίων τῶν «τεσσάρων ἀνωτέρων χρισμάτων».
Ἀφ' ἑτέρου, δέ, τῆς «κατὰ χάριν θεώσεως»˙ τῆς μὲν «κατὰ διαστολήν», τουτέστι, «κατὰ παραγωγήν», ἢ «διασταλτικῆς», τῆς λεγομένης «πρώτης κατὰ χάριν θεώσεως» καὶ «θείας υἱοθεσίας», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «κατὰ χάριν θεογονίας», καὶ μεταδιδομένης διὰ τοῦ θείου μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος˙ τῆς δὲ «κατὰ συστολήν», τουτέστι, «κατὰ συναγωγήν», ἢ «συσταλτικῆς»˙ τῆς μὲν λεγομένης «δευτέρας κατὰ χάριν θεώσεως» καὶ «κατὰ χάριν θεεραστίας», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «κατὰ χάριν θείου ἔρωτος», καὶ μεταδιδομένης, συναφῶς, διὰ τοῦ θείου μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος˙ τῆς δὲ καλουμένης «τρίτης κατὰ χάριν θεώσεως» καὶ «κατὰ χάριν θεονυμφίας», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «κατὰ χάριν θεενδυσίας», καὶ μεταδιδομένης, ὡσαύτως, διὰ τοῦ θείου μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος˙ τῆς δὲ ὀνομαζομένης «τετάρτης κατὰ χάριν θεώσεως» καὶ «κατὰ χάριν θεοτοκίας» καὶ μεταδιδομένης διὰ τοῦ θείου καὶ κορυφαίου μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας.
Σημειωτέον ὅτι κατὰ τὸν μυστηριακὸν ἐντελεχειακὸν κανόνα προηγεῖται ὁ κατὰ χάριν θεῖος ἔρως, ὡς ἀτελὴς κατὰ χάριν ἕνωσις τῆς ψυχῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ, ἕπεται ὁ κατὰ χάριν θεῖος γάμος, ὡς ἡμιτελὴς κατὰ χάριν ἕνωσις αὐτῆς μετ' Ἐκείνου, καὶ ἐπακολουθεῖ ὁ κατὰ χάριν θεῖος τόκος, ὡς τελεία κατὰ χάριν ἕνωσις ἀμφοτέρων.
Εἰς δὲ τὰς ἀναλόγους ὑπὲρ φύσιν ἢ κατὰ φύσιν ἢ κατὰ νόμον ἐκφάνσεις (ἀπεικονίσεις) τῶν τοιούτων κατὰ χάριν θείων μυστηριακῶν συσχέσεων εἰς τὰς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο φύλων, εἰς τὸ σχῆμα τῆς ἑτεροφυλοφιλίας, διά τινας φυσικοὺς καὶ νομικοὺς λόγους, προκαλεῖται ἀντιστροφὴ τῆς κανονικῆς τάξεως καὶ σειρᾶς, διὸ καὶ προηγεῖται πρωθυστέρως ὁ γάμος τῶν ἐρωτικῶν σχέσεων.
Εἰς τὸ σχῆμα, ὅμως, τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἐπειδὴ δὲν συντρέχουσιν οἱ λόγοι οὗτοι, τηρεῖται ἡ ἐντελεχειακὴ κανονικότης˙ ἤτοι, οἱ ὁμοφυλόφιλοι, πρῶτον, βαπτίζονται, ὕστερον, συνάπτουσι τὰς ἐρωτικὰς αὐτῶν σχέσεις, μεθύστερον, νυμφεύονται ἀλλήλους καὶ ἐν τέλει κοινωνοῦσι τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου˙ ἢ καὶ ὑπερβαίνουσι, κατὰ κανονικὴν (καὶ οὐχὶ ἀντικανονικὴν) οἰκονομίαν, τὸ ἀμέσως κατώτερον γαμήλιον ἑνωτικὸν μυστήριον καὶ προσέρχονται εὐθὺς εἰς τὸ ἀμέσως ἀνώτερον αὐτοῦ καὶ ἀνώτατον πάντων καὶ κορυφαῖον ἑνωτικὸν μυστήριον τῆς εὐχαριστίας, τὸ ὁποῖον ἐμπεριέχει ἐν ἑαυτῷ καὶ ὑπερβαίνει καθ' ἑαυτὸ τὸ μυστήριον τοῦ γάμου, καὶ οὕτως ἀποτελειοῦσι τὴν μετ' ἀλλήλων ἐρωτικὴν ἕνωσιν.
Ἀλλὰ ταῦτα πάντα θὰ ἐξηγήσωμεν λεπτομερῶς εἰς μέλλουσαν περὶ τῶν ἱερῶν καὶ τῶν θείων μυστηρίων, ὡς καὶ τῶν ἱερῶν μυστηριοειδῶν, ἐκτενῆ ἡμῶν δογματολογικὴν διατριβήν.
Ὁ ἁγιασμός, λοιπόν, καὶ ὁ ἁγνισμὸς (φωτισμός τε καὶ καθαρμός) εἶναι ἀδιάσπαστοι ἰδιότητες τῆς ὅλης μυστηριακῆς ἐνεργείας καὶ χάριτος ἑνὸς ἑκάστου τῶν μυστηρίων καὶ τῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν), ἡ ὁποία συγχρόνως καὶ ἀσυγχύτως καὶ ἁγιάζει καὶ ἁγνίζει (φωτίζει τε καὶ καθαίρει) τοὺς μετέχοντας, ὅπως ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ καῦσις εἶναι ἀδιάσπαστοι ἰδιότητες τῆς καθόλου ἐνεργείας τοῦ πυρός, διὸ καί, ὡς ἤδη προείπομεν, δὲν ὑφίσταται μόνον ἢ μᾶλλον ἁγιαστικόν, ἤ, μόνον ἢ μᾶλλον ἁγνιστικὸν (φωτιστικόν τε καὶ καθαρτικόν) μυστήριον ἢ μυστηριοειδές, ἀλλ' ἕκαστον μυστήριον καὶ ἕκαστον μυστηριοειδὲς εἶναι «ἐν ταὐτῷ» καὶ «ἐξ ἴσου» καὶ ἁγιαστικὸν καὶ ἁγνιστικὸν (φωτιστικόν τε καὶ καθαρτικόν), κατατασσόμενα πάντα μετ' ἀλλήλων κατὰ σταδιακὴν ἀνιοῦσαν κλιμάκωσιν ἢ ἐπαύξησιν τῆς ἁγιαστικῆς ὁμοῦ καὶ ἁγνιστικῆς (φωτιστικῆς τε καὶ καθαρτικῆς) χάριτος, ἀπὸ τοῦ ἰσχυροῦ, διὰ τοῦ ἰσχυροτέρου, εἰς τὸ ἰσχυρότατον, καὶ οὕτως ἀποτελειούμενα εἰς τὸ κορυφαῖον καὶ θεῖον ἁγιαστικὸν ὁμοῦ καὶ ἁγνιστικὸν (φωτιστικόν τε καὶ καθαρτικόν) εὐχαριστιακὸν μυστήριον.
Ὅπως, ἐπίσης, προανεφέραμεν εἰς προηγουμένας δογματολογικὰς ἡμῶν μελέτας, εἰς τὸ ἐντελεχειακὸν σύστημα τῶν τε μυστηρίων καὶ τῶν μυστηριοειδῶν ἐφαρμόζεται τὸ σύμπλεγμα τῶν λεγομένων «κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, τῶν «σταυροειδῶν» ἐντελεχειῶν, συμφώνως πρὸς τὸ ὁποῖον, ἕκαστον μυστήριον ἢ μυστηριοειδές, καίτοι ἐμπεριέχον «ἐν ταὐτῷ» καὶ «ἐξ ἴσου» καὶ τὴν ἁγιαστικὴν καὶ τὴν ἁγνιστικὴν (φωτιστικήν τε καὶ καθαρτικήν) χάριν, ἀναλόγως πρὸς τὴν ἐντελεχειακὴν θέσιν ἑαυτοῦ εἰς τὴν «κατὰ μῆκος» ἢ «κατακόρυφον» ἐντελεχειακὴν διάστασιν καὶ τὴν ἐντελεχειακὴν θέσιν ἑκάστου τῶν τριῶν τοιούτων ἀδιασπάστων συστατικῶν αὐτοῦ στοιχείων εἰς τὴν «κατὰ πλάτος» ἢ «ὁριζοντίαν» ἐντελεχειακὴν διάστασιν, προσιδιάζει «κατ' ἐξοχήν» εἰς ἓν ἐξ αὐτῶν, εἴτε εἰς τὸν ἁγιασμόν, εἴτε εἰς τὸν φωτισμόν, εἴτε εἰς τὸν καθαρμόν, τὸ ὁποῖον καὶ τονίζει ἰδιαιτέρως.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, σημειωτέον, ὁμιλῶν περὶ διασπάσεως τῶν δύο στοιχειωδῶν ἰδιοτήτων τῆς ὅλης ἐνεργείας τοῦ ἀκτίστου καὶ θείου πυρὸς εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα καὶ λέγων ὅτι ἡ μὲν θεία φωτιστική, θὰ δοθῇ εἰς καλὴν μέθεξιν τῶν δικαίων, ἡ δὲ θεία καυστική, εἰς κολαστικὴν μέθεξιν τῶν ἀδίκων, δὲν ἀκριβολογεῖ, διότι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, δὲν πρόκειται περὶ οὐδεμιᾶς διασπάσεως τῶν δύο συστατικῶν τούτων ἰδιοτήτων τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ θείου πυρός, ἀλλὰ περὶ διακρίσεως μεταξὺ τῆς ὠφελίμου καὶ τῆς βλαπτικῆς ποιότητος ἀμφοτέρων τῶν τοιούτων, συνημμένων καὶ πάλιν μετ' ἀλλήλων διατελουσῶν.
Διότι, ἡ μὲν ὠφέλιμος ποιότης γενικῶς τοῦ στοιχείου τοῦ πυρός, εἴτε κτιστοῦ, εἴτε ἀκτίστου, δὲν περιλαμβάνει μόνον τὴν φωτιστικήν, ὡς ὀπτικήν, ἀλλὰ συμπεριλαμβάνει ὁμοῦ καὶ τὴν θερμαντικὴν ἰδιότητα αὐτοῦ, καὶ τὴν ὠφέλιμον, δηλονότι, δρᾶσιν τῆς καυστικῆς αὐτοῦ ἰδιότητος˙ ἡ δὲ βλαπτικὴ ποιότης τοῦ αὐτοῦ ἐν γένει στοιχείου, δὲν περιλαμβάνει μόνην τὴν καυστικήν, ὡς καταναλωτικήν, ἀλλὰ συμπεριλαμβάνει ὁμοῦ καὶ τὴν ἐκτυφλωτικὴν αὐτοῦ ἰδιότητα, δηλαδή, καὶ τὴν βλαπτικὴν δρᾶσιν τῆς φωτιστικῆς ἰδιότητος αὐτοῦ˙ δεδομένου ὅτι καὶ ἡ καυστικὴ ἰδιότης αὐτοῦ κέκτηται, πλὴν τῆς βλαπτικῆς, τῆς καταναλωτικῆς, καὶ τὴν ὠφέλιμον δρᾶσιν, τὴν θερμαντικήν, ἀλλὰ καὶ ἡ φωτιστικὴ αὐτοῦ ἰδιότης, πλὴν τῆς ὠφελίμου, τῆς ὀπτικῆς, καὶ τὴν βλαπτικὴν δρᾶσιν, τὴν ἐκτυφλωτικήν.
Ἄρα, κατ' ἀκριβεστέραν θεώρησιν, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι τὸ λεγόμενον «ἐξώτερον σκότος» τῆς κολάσεως δὲν θὰ προέρχεται ἐκ τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς στερήσεως τῆς φωτιστικῆς ἰδιότητος τοῦ ἀκτίστου θείου πυρός, ἀλλ' ἐκ τῆς ἐκτυφλωτικῆς βλαπτικῆς δράσεως αὐτοῦ, ἀναλόγως πρὸς τὴν πνευματικὴν τύφλωσιν καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς πνευματικὸν σκότος τῶν κολαζομένων.
Τόσον, λοιπόν, ὁ «φωτισμός», ὅσον καὶ ὁ «καθαρμός», ὁ ὅλος περιληπτικῶς λεγόμενος «ἁγνισμός», ἀποτελοῦσι δευτερογενῆ αἰτιατὰ προϊόντα καὶ ἰδιώματα ἐκ τοῦ πρωτογενοῦς καὶ αἰτίου ἰδιώματος τοῦ «ἁγιασμοῦ» καί, ἐνῷ παράγονται καὶ καθίστανται ἐνεργὰ ἢ ἐνεργοποιοῦνται ἐξ αὐτοῦ, κατ' ἐμφανέστερον τρόπον, δρῶντος εἰς τὴν μεταπτωτικὴν ἠθικοφυσικὴν ὀντολογίαν, δύνανται, κατ' ἀφανέστερον τρόπον, νὰ ὑπολανθάνωσιν ὡς ἐνεργὰ ἔτι καὶ εἰς τὴν ἀποπτωτικὴν ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν προπτωτικὴν φύσιν, ὑπὸ τὸ ὡς ἄνω διευκρινισθὲν νόημα.
Ὁ δὲ πρωτογενὴς ἁγιασμός, ἀνήκει μὲν εἰς τὴν προπτωτικὴν καὶ ἔτι εἰς τὴν ἀποπτωτικὴν ἠθικοφυσικὴν ὀντολογίαν, ἀλλὰ δρᾷ ἐνεργῶς καὶ εἰς τὴν μεταπτωτικὴν φύσιν, μετ' ἀμφοτέρων τῶν παρεπομένων καὶ παραγώγων αὐτοῦ, τὰ ὁποῖα συνεπάγεται ἡ μεταπτωτική, κυρίως, ἁγιαστικὴ αὐτοῦ δρᾶσις, τοῦ τε φωτισμοῦ καὶ τοῦ καθαρμοῦ, τοῦ ὅλου, δηλονότι, ἁγνισμοῦ, προκειμένου ἡ μετέχουσα αὐτῶν ἀδαμιαία μεταπτωτικὴ φύσις νὰ ἁγιασθῇ καί, «ἅμα τῷ ἁγιασμῷ» αὐτῆς, συγχρόνως καὶ ἀσυγχύτως νὰ φωτισθῇ καὶ νὰ καθαρθῇ, ἤτοι, νὰ ἁγνισθῇ, καὶ ἐν τέλει νὰ μεταβῇ καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ, κατὰ τὸ μέτρον τοῦ δυνατοῦ, εἰς τὴν ἀποπτωτικὴν καὶ οὐχί, ἀσφαλῶς, εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν προπτωτικὴν φύσιν.
Διὸ καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὀρθοδόξως λέγομεν ὅτι ἕκαστος πιστὸς καὶ μύστης «ἁγιαζόμενος ἁγνίζεται, ἤτοι, φωτίζεταί τε καὶ καθαίρεται», ὅτι, δηλαδή, ἐκ τοῦ ἁγιασμοῦ, διὰ τοῦ φωτισμοῦ, ἐπέρχεται καὶ ἐπενεργεῖται ὁ καθαρμός, τὸ ὁποῖον ἀκριβῶς σημαίνει ὅτι δὲν ὑφίσταται οὔτε καθαρμὸς οὔτε φωτισμὸς ἄνευ ἁγιασμοῦ, τουτέστιν, αἰτιατὸν ἄνευ αἰτίου, καὶ διατυποῖ τὸ ἀχώριστον καὶ ταὐτενεργὸν μετ' ἀλλήλων.
Πρόκειται, ἐν ἄλλοις λόγοις, περὶ τῶν τριῶν ἀλληλενδέτων ἐκφάνσεων καὶ ταὐτοχρόνων ἐπιγνώσεων τῆς ἐν γένει καὶ καθόλου ὡς «ἁγιαστικῆς» λεγομένης θείας ἐνεργείας, ἡ ὁποία, δρῶσα ἐν εἴδει καὶ κατ' ἐξοχὴν ὡς «ἁγιαστική» ἐνέργεια εἰς τὴν μεταπτωτικὴν ἠθικοφυσικὴν ὀντολογίαν καὶ εὑρίσκουσα ἐκεῖ, ὡς κωλύματα ἀνακύπτοντα καὶ ἐμπόδια προβαλλόμενα εἰς τὴν ἁγιαστικὴν δρᾶσιν αὐτῆς, τό τε σκότος τῆς ἀπιστίας καὶ τὸν ῥύπον τῆς ἁμαρτίας, πρὸς ἀνάσχεσιν καὶ ἀναίρεσιν ἀμφοτέρων τῶν ἐν τῷ ἁγιαστικῷ ἔργῳ αὐτῆς παρεμβαλλομένων τοιούτων προσκομμάτων, παράγει ἐξ ἑαυτῆς τήν τε φωτιστικὴν καὶ τὴν καθαρτικήν, τὴν μίαν καὶ διττὴν ἁγνιστικὴν ἐνέργειαν.
Καὶ οὕτως, ἐκφαίνεται συγχρόνως καὶ ἐπιγινώσκεται ἐπιπλέον καὶ ὡς ἁγνιστική, φωτιστική τε καὶ καθαρτική, ἐνέργεια, ἐξαγνίζουσα καὶ μεταβάλλουσα ἐν ταὐτῷ τὴν μεταπτωτικὴν εἰς ἀποπτωτικὴν φύσιν «ἐν τῷ ἁγιάζειν αὐτήν»˙ ἄρα, καὶ ὁ φωτισμὸς καὶ ὁ καθαρμός, ὁ ὅλος ἁγνισμός, ἐμπεριέχονται εἰς τὴν καθόλου ἐννοιολογίαν καὶ τὴν πλατεῖαν ἐντελεχειακὴν ὀντολογίαν τοῦ ἁγιασμοῦ, ὡς ὑπὸ τὴν εὐρυτέραν ἔννοιαν λεγόμενα «ἁγιαστικὰ εἴδη».
Ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, εἷς στρατός, προελαύνων εἰς τὸ μαχητικὸν αὐτοῦ ἔργον καὶ εὑρίσκων ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ, ὡς φυσικὸν ἐμπόδιον, ἀγεφύρωτόν τι χάσμα ποταμοῦ, ἐξαναγκάζεται ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ κατασκευάσῃ γέφυραν πρὸς ὑπέρβασιν τοῦ καθ' ὁδὸν προβληθέντος ἐμποδίου, παρὰ τὸ ὅτι τὸ κύριον ἔργον αὐτοῦ εἶναι μαχητικὸν καὶ οὐχὶ μηχανικόν˙ καὶ οὕτως, ἐκ τοῦ κυρίου καὶ αἰτίου μαχητικοῦ στρατιωτικοῦ σώματος παράγεται καὶ διακρίνεται, εἰς τὰ εὐρύτερα πλαίσια αὐτοῦ καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ κυρίου καὶ κατ' ἐξοχὴν μαχητικοῦ ἔργου αὐτοῦ, τὸ δευτερεῦον καὶ αἰτιατὸν μηχανικὸν στρατιωτικὸν σῶμα.
Τοῦτο παραβολικῶς καὶ εὐστόχως ἐκφράζει καὶ εἷς τῶν Καππαδοκῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου, εἴς τινα τῶν ἐπ' ὀνόματι αὐτοῦ σωζομένων λόγων («Εἰς τὴν γυναῖκα τὴν ἁμαρτωλόν...»), λέγων:
«Ὧσπερ... ὁ ἥλιος οὐ καταβλάπτεται, βορβόρῳ τὰς οἰκείας ἀκτῖνας ἐπιβάλλων, ἀλλὰ τοὐναντίον, καὶ τὴν ἐνοῦσαν ἀηδίαν περιμάσσεται, μηδὲν αὐτὸς ὑβριζόμενος... οὕτω καὶ ὁ... ὡς ἥλιος δικαιοσύνης, πάντα ἐναγῆ καὶ βέβηλον τόπον καταλαμβάνει, καὶ τὴν δυσώδη ἁμαρτίαν, ταῖς ἀκτῖσιν αὐτοῦ τῆς ἀγαθότητος ἀναλίσκει. Οὐχ ὕβριν, οὐ μείωσιν, οὐ μολυσμὸν ὑπομένων κατὰ τὸν τῆς θεότητος λόγον».
Οὕτω καὶ ἡ φωτιστικὴ καὶ ἡ καθαρτική, εἶναι δευτερεύουσαι καὶ αἰτιαταὶ ἁγνιστικαὶ ἐνέργειαι αἱ ὁποῖαι παράγονται ἐκ τῆς κυρίας καὶ αἰτίας καὶ κατ' ἐξοχὴν ἁγιαστικῆς ἐνεργείας πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ κυρίου καὶ αἰτίου καὶ κατ' ἐξοχὴν ἁγιαστικοῦ ἔργου αὐτῆς, εἰς τὰ εὐρύτερα αὐτῆς ἁγιαστικὰ πλαίσια.
Φωτιστική, συνεπῶς, ἢ καθαρτική, ἢ ἡ ὅλη ἁγνιστικὴ ἐνέργεια, ἄνευ ἀναλόγου ἁγιαστικῆς ἐνεργείας, δὲν ὑφίσταται μεμονωμένη καὶ ἀφ' ἑαυτῆς. Ὅπου ὑπάρχει φωτισμὸς καὶ καθαρμός, ἐκεῖ ὁπωσδήποτε συνυπάρχει καὶ προϋπάρχει καὶ ἁγιασμός, ὁ παράγων ἀμφοτέρους πρὸς ἴδιον αὐτοῦ ὄφελος. Ὅπου ὑπάρχει καπνός, ἐκεῖ, ἀσφαλῶς, συνυπάρχει καὶ προϋπάρχει καὶ πῦρ, τὸ παράγον αὐτόν, πλήν, ὅμως, εἷς ἐξ ἀποστάσεως παρατηρητής, λαμβάνει, πρῶτον, ὑπ' ὄψει καὶ ἔχει ὡς ὀπτικὸν αὐτοῦ βίωμα τὸν παραγόμενον καπνόν, καί, ὕστερον, προσεγγίζων, βλέπει αὐτὸ τοῦτο τὸ παράγον αὐτὸν πῦρ.
Οὕτω, λοιπόν, καὶ ὁ μύστης, μετέχων «ἐν ταὐτῷ» καὶ «ἐξ ἴσου» καὶ τοῦ πρωτογενοῦς ἁγιασμοῦ καὶ ἀμφοτέρων τῶν δευτερογενῶν ἁγνιστικῶν παρεπομένων αὐτοῦ, τοῦ τε φωτισμοῦ καὶ τοῦ καθαρμοῦ, δύναται, ὅλως αὐταπατώμενος, ἐν προκειμένῳ, νὰ σχηματίζῃ καὶ νὰ ἔχῃ τὴν ἀνάστροφον καὶ κλιμακωτὴν ὑποκειμενικὴν ἐντύπωσιν καὶ οὕτως εἰπεῖν, «ψευδαίσθησιν», ὅτι ἀνέρχεται, δηλονότι, τὴν ἐν λόγῳ τριαδικὴν ἐντελέχειαν ἀναστρόφως καὶ σταδιακῶς, στάδιον πρὸς στάδιον, ὅτι, δηλαδή, πρῶτον καθαίρεται, ὕστερον φωτίζεται καὶ μεθύστερον ἁγιάζεται˙ διὸ καὶ νὰ νομίζῃ ἀπατηλῶς οὐχὶ μόνον τὸ ἐντελεχειακὸν ἀνάστροφον, ἀλλ' ἔτι καὶ τὸ ἐντελεχειακὸν κατάστροφον (ἔκστροφον), ὅτι, δηλαδή, τὸ μὲν αἴτιον καὶ ἀρχέτυπον εἶναι ὁ καθαρμός, τὰ δὲ αἰτιατά, ὁ φωτισμός, τὸ ἔκτυπον, καὶ ὁ ἁγιασμός, τὸ ἀντίτυπον.
Ἡ τοιαύτη ὑποκειμενικὴ ἀντίληψις καὶ ψευδαίσθησις ἡ ὁποία σχηματίζεται εἰς τὸν ἐπιπόλαιον μύστην ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι τὸ πνευματικὸν βίωμα τοῦ «ἐν ταὐτῷ» καὶ «ἐξ ἴσου», ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἁγνισμὸν (φωτισμόν τε καὶ καθαρμόν), συνενεργουμένου καὶ πρωτενεργουμένου ἁγιασμοῦ, μέχρις ὅτου προχωρήσῃ καὶ βιωθῇ καὶ φανῇ ὁ ἐκ τοῦ ἁγιασμοῦ ἁγνισμός, ὑπολανθάνει, οὕτως ὥστε, ὁ ἁγιασμός, τρόπον τινά, νὰ ὑποκρύπτηται ὀπίσω τοῦ ἁγνισμοῦ «ὡσὰν νὰ μὴν ὑπάρχῃ ἔτι».
Ἡ διάσπασις, συνεπῶς, ἑνὸς μυστηρίου ἢ μυστηριοειδοῦς εἶναι δυνατὴ καὶ ἐπιτρεπτὴ μόνον μεταξὺ τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ συμβολικοῦ μέρους τῆς καθόλου καὶ δισυνθέτου, πνευματικῆς τε καὶ συμβολικῆς, ὑποστάσεως (ἀτομίας) αὐτοῦ καὶ οὐχὶ ἀνὰ μέσον τῶν τριῶν συστατικῶν στοιχείων τῆς ἐπὶ μέρους καὶ τρισυνθέτου πνευματικῆς αὐτοῦ ὑποστάσεως (ἀτομίας).
Οἱ Παλαιορθόδοξοι, σημειωτέον, τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, διαχωρίζοντες τὴν ἁγνιστικήν, τήν τε φωτιστικὴν καὶ τὴν καθαρτικήν, ἀπὸ τῆς ἁγιαστικῆς χάριτος καὶ οὕτως ὑπολαμβάνοντες, τὸ μὲν Βάπτισμα, ὡς μόνον ἢ μᾶλλον καθαρτικόν τε καὶ φωτιστικὸν μυστήριον, διὸ καὶ προηγούμενον καὶ κατώτερον, τὸ δὲ Χρῖσμα, ὡς μόνον ἢ μᾶλλον ἁγιαστικὸν μυστήριον, διὸ καὶ ἑπόμενον καὶ ἀνώτερον, καὶ διὰ τοῦτο θεωροῦντες, ἀντιστρόφως καὶ κακοδόξως, τὸ Χρῖσμα ὡς ἀνώτερον τοῦ Βαπτίσματος, ἐπεγνώσθησαν καὶ κατεγνώσθησαν δογματολογικῶς ὑφ' ἡμῶν, μεταξὺ τῶν ἄλλων βαρέων δογματικῶν χαρακτηρισμῶν, οὐχὶ μόνον ὡς «Τριαδοσχίσται», ἀλλ' ἔτι καὶ ὡς «Χαριτοσχίσται» αἱρετικοί˙ τοῦτο ἄλλωστε δηλοῦσι σαφῶς καὶ εἰς τὴν εὐχολογίαν τοῦ βαπτίσματος αὐτῶν λέγοντες˙ «χαρισάμενος ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις τὴν μακαρίαν κάθαρσιν ἐν τῷ ἁγίῳ Βαπτίσματι, καὶ τὸν θεῖον ἁγιασμὸν ἐν τῷ ζωοποιῷ χρίσματι».
Ἀνακεφαλαιοῦντες, πᾶν ἱερὸν καὶ θεῖον μυστήριον ἢ μυστηριοειδὲς ἀποτελεῖ ἓν ἴδιον, τρισύνθετον καὶ ἀδιάσπαστον μυστικὸν ἄτομον, συνιστώμενον ἐκ τριῶν ἰδιαιτέρων μυστικῶν στοιχείων ἢ ποιῶν θείας χάριτος, ἐκ τοῦ ἁγιασμοῦ ἢ ἁγιαστικῆς χάριτος, ἐκ τοῦ φωτισμοῦ ἢ φωτιστικῆς χάριτος καὶ ἐκ τοῦ καθαρμοῦ ἢ καθαρτικῆς χάριτος˙ ὁ δὲ φωτισμὸς καὶ ὁ καθαρμός, ἡ φωτιστικὴ καὶ ἡ καθαρτικὴ χάρις, συνιστῶσιν ἀπὸ κοινοῦ τὸν ἁγνισμὸν ἢ τὴν ἁγνιστικὴν χάριν, ἐν διακρίσει πρὸς τὸν ἁγιασμὸν ἢ τὴν ἁγιαστικὴν χάριν.
Διὸ καὶ πᾶν μυστήριον ἢ μυστηριοειδὲς ἔχει πάντοτε ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ὑλικὸν στοιχεῖον ὡς σύμβολον καὶ δοχεῖον καὶ διὰ τὰς τρεῖς αὐτοῦ συστατικὰς χάριτας, καὶ διὰ τὴν ἁγιαστικὴν καὶ διὰ τὴν φωτιστικὴν καὶ διὰ τὴν καθαρτικήν˙ εἰς δὲ τὴν περίπτωσιν τῶν πολυσυμβολικῶν μυστηρίων, ὡς ἡ θεία εὐχαριστία, ἡ ἔχουσα τρία, συσχετικὰ μετ' ἀλλήλων, ὑλικὰ στοιχεῖα, ὡς σύμβολα καὶ δοχεῖα, τὸν ἄρτον, τὸν οἶνον καὶ τὸ ζέον ὕδωρ, δι' ἑκάστου αὐτῶν, σημαίνονται μὲν ἀχωρίστως καὶ αἱ τρεῖς, ἀσφαλῶς, ὁμοῦ χάριτες, τονίζεται δὲ κατ' ἐξοχὴν μία ἐκ τῶν τριῶν, κατὰ τὸ «σταυροειδὲς» ἐντελεχειακὸν σχῆμα καὶ σύμπλεγμα τῶν «κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος» ἐντελεχειῶν.
ΙΙ. ΑΙ ΣΤΑΥΡΟΕΙΔΕΙΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΙ «ΘΕΟΤΗΣ - ΨΥΧΗ - ΣΑΡΞ»
ΚΑΙ «ΥΔΩΡ - ΑΙΜΑ - ΣΩΜΑ» Ή «ΥΔΩΡ - ΟΙΝΟΣ - ΑΡΤΟΣ»
Ἡ πρώτη ἐσωενωτικὴ τριαδικὴ ἀντεπίδειξις τοῦ Θεοψυχανθρώπου («καθ' ἑαυτόν»), ἤτοι, «Θεότης-Ψυχή-Σάρξ», ἐφαρμοζομένη εἰς τὸν Ἀδαμιαῖον Ψυχάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν―τὸν κατὰ φύσιν υἱὸν τοῦ Ἀδὰμ καὶ κατὰ χάριν υἱόν, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «υἱοθετόν», τοῦ Θεοῦ, τὸν κατὰ χάριν, δηλονότι, καὶ οὐχὶ κατὰ φύσιν θεόν, τὸν Εὐχαριστιακὸν Ἀποπτωτικὸν Μεσίτην τῆς Καινῆς τῆς Χάριτος Διαθήκης, τὸν μεσολαβοῦντα μυστηριακῶς καὶ εὐχαριστιακῶς ἀνὰ μέσον τῶν Τριῶν Προαδαμιαίων καὶ Προπτωτικῶν Θεοψυχανθρώπων καὶ πάντων τῶν Ἀδαμιαίων καὶ Μεταπτωτικῶν Ψυχανθρώπων καί, εἰς τὰ πλαίσια τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα ἄκρα ὑπὲρ φύσιν καὶ κατὰ χάριν συνενοῦντα―μεθερμηνεύεται ὡς «Θεία Χάρις-Ψυχή-Σάρξ», δεδομένου ὅτι ὁ ὅρος «θεότης», εἰς μὲν τὸν Θεοψυχάνθρωπον, δηλοῖ τὴν ἐν τῇ Ψυχανθρωπότητι Αὐτοῦ ἐνοικοῦσαν θείαν Ἑαυτοῦ φύσιν, εἰς δὲ τὸν Ψυχάνθρωπον, ὑποδηλοῖ τὴν ἐνεδρεύουσαν ἐν αὐτῷ θείαν χάριν.
Συνεπῶς, ἔχομεν:
1. Ἀρχέτυπον: Λεπτότης: Θεία Χάρις.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιπαχύτης: Ψυχή.
3. Ἀντίτυπον: Παχύτης: Σάρξ.
Εἰς δὲ τὴν ἐντελεχειακὴν ἀντεπίδειξιν τῶν τριῶν βασικῶν στοιχείων τοῦ ὅλου ἀνθρωπίνου σώματος, ἤτοι, «Ὕδωρ-Αἷμα (Ὑδρόσωμα)-Σῶμα», ἡ μὲν χρονολογικὴ τάξις μεταξὺ αὐτῶν, ἐπιγινώσκεται κατὰ δύο διάφορα σχήματα, βάσει τῆς διακρίσεως τοῦ πρώτου στοιχείου τοῦ ὕδατος, ἐν σχέσει πρὸς τὸ ἐξ αὐτοῦ, κατὰ πρῶτον λόγον, στοιχειοθετούμενον ὅλον ἀνθρώπινον σῶμα, εἰς «συστατικὸν ὕδωρ» καὶ εἰς «λειτουργικὸν ὕδωρ», ἡ δὲ ὁμοιολογικὴ τάξις, ἐν μέρει ταὐτίζεται καὶ ἐν μέρει διαφοροποιεῖται ἀπὸ τῆς χρονολογικῆς σειρᾶς μετ' ἀλλήλων.
Οὕτω, κατὰ μὲν τὴν ὁμοιολογικὴν τάξιν, ἔχομεν:
1. Ἀρχέτυπον: Λεπτὸν Στοιχεῖον: Ὕδωρ (Συστατικὸν καὶ Λειτουργικόν).
2. Ἔκτυπον: Ἡμίπαχυ Στοιχεῖον: Αἷμα (Ὑδρόσωμα).
3. Ἀντίτυπον: Παχὺ Στοιχεῖον: Σῶμα.
Τὸ ὁλόπαχυ σῶμα (ἀντίτυπον), ἀναγόμενον ὁμοιωτικῶς πρὸς τὸ λεπτὸν ὕδωρ (ἀρχέτυπον), ἀποδίδωσιν, ὡς εἰκόνα τοῦ ὕδατος, τὸ ἡμίπαχυ αἷμα (ἔκτυπον), τὸ ὁποῖον, ὡς συνιστώμενον ἔκ τε ὕδατος καὶ ἐκ σωματικῆς, τουτέστι, κυτταρικῆς, οὐσίας, κατανοεῖται ὡς «ὑδρόσωμα», ὡς μέσον, δηλονότι, στοιχεῖον, μεταξὺ ἀμφοτέρων τῶν ἀκραίων, τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ σώματος, καὶ μικτὸν ἐξ αὐτῶν.
Καὶ ἀναλόγως:
1. Ἀρχέτυπον: Λεπτὸν Στοιχεῖον: Ὕδωρ.
2. Ἔκτυπον: Ἡμίπαχυ Στοιχεῖον: Οἶνος.
3. Ἀντίτυπον: Παχὺ Στοιχεῖον: Ἄρτος.
Κατὰ δὲ τὴν χρονολογικὴν τάξιν καὶ κατὰ τὸ πρῶτον αὐτῆς σχῆμα, ἔχομεν:
1. Ὕδωρ Συστατικόν.
2. Σῶμα.
3. Αἷμα (Ὑδρόσωμα).
Ἐν προκειμένῳ, προηγεῖται χρονολογικῶς τὸ συστατικὸν ὕδωρ, καὶ ὡς συστατικὸν στοιχεῖον τῆς σωματικῆς οὐσίας καὶ ὡς πρῶτον συστατικὸν τοῦ αἵματος, ἕπεται τὸ ἐξ ὕδατος σῶμα (κυτταρικὴ οὐσία) καὶ ἐπακολουθεῖ τὸ ἐξ ὕδατος καὶ σώματος (κυτταρικῆς οὐσίας) αἷμα (ὑδρόσωμα).
Καὶ ἀναλόγως:
1. Ὕδωρ Συστατικόν.
2. Σῖτος (Ἄρτος).
3. Οἶνος (ἐξ ὕδατος καὶ σίτου).
Κατὰ δὲ τὴν χρονολογικὴν σειρὰν καὶ κατὰ τὸ δεύτερον αὐτῆς σχῆμα, ἔχομεν:
1. Ὕδωρ Λειτουργικόν.
2. Αἷμα (Ὑδρόσωμα).
3. Σῶμα.
Ὧδε, ἐπιγινώσκεται χρονολογικῶς πρῶτον τὸ λειτουργικὸν ὕδωρ, τὸ ὕδωρ, δηλονότι, τὸ ὁποῖον προσλαμβάνει ἔξωθεν, ἐκ τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός, διὰ τῆς πόσεως, προκειμένου οὕτω νὰ διεκπεραιῶται καὶ νὰ ἐξασφαλίζηται ἡ ὅλη βιολογικὴ λειτουργία αὐτοῦ, δεύτερον τὸ αἷμα (ὑδρόσωμα), εἰς τὸ ὁποῖον τὸ λειτουργικὸν ὕδωρ διέρχεται ἀμέσως καὶ διοχετεύεται, καὶ τρίτον τὸ σῶμα, εἰς τὸ ὁποῖον τὸ τοιοῦτον ἐπέρχεται καὶ ἀποδίδεται ἐμμέσως, διὰ τῆς ταχείας κυκλοφορίας τοῦ αἵματος.
Σημειωτέον, ὅτι εἰς τὴν συμβολικὴν στοιχειοθεσίαν τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας, τὸ στοιχεῖον τοῦ ὕδατος πρέπει νὰ λαμβάνηται ὑπ' ὄψει μόνον ὡς λειτουργικὸν καὶ οὐχὶ ἐπιπλέον καὶ ὡς συστατικόν, διὰ δύο λόγους, ἕνα φυσικὸν καὶ ἕνα δογματικόν τε καὶ συμβολικόν.
Διότι, ἀφ' ἑνός, ἐξ ἐπόψεως φυσιολογικῆς, τὸ ὕδωρ, ὡς συστατικόν, ἐμπεριέχεται εἰς τὴν σύστασιν, τόσον τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἐνζύμου ἄρτου, διὰ τοῦ ὁποίου τὸ σῶμα παρίσταται συμβολικῶς, ὅσον καὶ τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ἀκράτου οἴνου, διὰ τοῦ ὁποίου τὸ αἷμα παρίσταται συμβολικῶς˙ διὸ καὶ τοῦτο, ὡς τοιοῦτον, δὲν δικαιολογεῖται νὰ πλεονάζῃ, εἴτε μεμονωμένον καὶ διακρινόμενον διχοῦ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, εἴτε, ἔτι χεῖρον, ἀνακρώμενον καὶ συμφυρόμενον ὁμοῦ μετ' ἀμφοτέρων καὶ οὕτω καὶ τὰ τοιαῦτα νοθεῦον ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τοῦτο νοθευόμενον.
Καὶ ἐπειδή, ἀφ' ἑτέρου, ἐκ δογματολογικῆς καὶ συμβολικῆς ἀπόψεως καὶ συμφώνως πρὸς τὸ σχῆμα τῶν ἐν λόγῳ σταυροειδῶν ἐντελεχειῶν, τὸ στοιχεῖον τοῦ ὕδατος, κατὰ τὴν τέλεσιν τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου, τονίζει συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν τὴν θείαν χάριν, ἡ ὁποία δὲν ἀποτελεῖ συστατικὸν στοιχεῖον οὔτε τῆς ψυχῆς οὔτε τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀλλ' ἐπέρχεται ἔξωθεν καὶ ἄνωθεν καὶ εἰσέρχεται καὶ ἐνοικεῖ ἐν τῇ ψυχῇ Αὐτοῦ καὶ διὰ τῆς ψυχῆς καὶ ἐν τῷ σώματι Αὐτοῦ, συμβάλλουσα εἰς τὴν πνευματικὴν λειτουργίαν τῆς ὅλης ψυχοσωματικῆς Αὐτοῦ ὑποστάσεως, ὅπως, ἀναλόγως, τὸ ἔξωθεν εἰσερχόμενον λειτουργικὸν ὕδωρ, εἰς τὴν φυσικὴν λειτουργίαν τοῦ ὅλου ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ.
Καὶ διὰ τὸν αὐτὸν δογματικὸν καὶ συμβολικὸν λόγον ἀπαγορεύεται καὶ ἡ ἀνάκρασις καὶ ἡ σύμφυρσις τοῦ εὐχαριστιακοῦ ὕδατος, ἔτι καὶ ὡς λειτουργικοῦ, ὁμοῦ μετὰ τοῦ εὐχαριστιακοῦ οἴνου καὶ τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου˙ διότι ἡ θεία χάρις, ἡ ἐκφραζομένη συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ λειτουργικοῦ ὕδατος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ διὰ τοῦ ζέοντος ὕδατος τῆς εὐχαριστίας συμβολικῶς ὑποδηλουμένου, δὲν συγχέεται κατὰ κρᾶσιν οὔτε μετὰ τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰησοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν ἀμέσως ἐνεδρεύει καὶ ἡ ὁποία ἐκφράζεται συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ αἵματος Αὐτοῦ, τοῦ διὰ τοῦ οἴνου τῆς εὐχαριστίας συμβολικῶς ὑποδηλουμένου, οὔτε μετὰ τῆς σαρκὸς Αὐτοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν ἐμμέσως, διὰ τῆς ψυχῆς, ἐνοικεῖ καὶ ἡ ὁποία ἐκφράζεται συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ σώματος αὐτοῦ, τοῦ διὰ τοῦ ἄρτου τῆς εὐχαριστίας συμβολικῶς ὑποδηλουμένου.
Ἄρα, ἀπαγορεύεται καὶ ἡ χημικὴ ἕνωσις, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ἡ κρᾶσις, τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου καὶ τοῦ εὐχαριστιακοῦ οἴνου μετ' ἀλλήλων, ἡ διὰ τῆς ἐμβάψεως (ἐμβυθίσεως) τοῦ ἄρτου εἰς τὸν οἶνον ἐν τῷ ποτηρίῳ αὐτομάτως γινομένη, διότι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ δὲν συγχέεται κατὰ κρᾶσιν οὔτε μετὰ τῆς ψυχῆς Αὐτοῦ οὔτε μετὰ τοῦ δι' ἀλλήλων μεσολαβοῦντος αἵματος Αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ῥέει ἐν τοῖς ἀγγείοις τοῦ σώματος αἰσθητῶς καὶ ἀσυγχύτως μετὰ τοῦ τοιούτου καὶ οὕτως ὑποδηλοῖ συμβολικῶς τὴν ἔνοικον ψυχήν, τὴν διαρρέουσαν νοητῶς καὶ ἀσυγχύτως τὴν ὅλην σωματικὴν φύσιν τῆς σαρκός.
Ἀλλ' ἔτι καὶ αὐτὸ τὸ λειτουργικὸν ὕδωρ τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ, τὸ ἔξωθεν ὑπ' αὐτοῦ προσλαμβανόμενον, παρὰ τὸ ὅτι, ὡς ὑγρόν, διέρχεται ἀπ' εὐθείας εἰς τὸ αἷμα, ἐν τούτοις, δὲν συγχέεται, ἐν τέλει, μετὰ τοῦ αἵματος, οὐδὲ ἀλλοιοῖ τὴν σύστασιν αὐτοῦ˙ καὶ τοῦτο ὀφείλεται, ἀφ' ἑνός, εἰς τὴν ταχεῖαν καὶ ἀδιάλειπτον ἐν τῷ σώματι κυκλοφορίαν τοῦ αἵματος, καὶ ἀφ' ἑτέρου, εἰς τὴν αὐτόματον βιολογικὴν λειτουργίαν τῶν μηχανισμῶν ἀμέσου ἀπορροφήσεως τοῦ ἐν τῷ αἵματι καὶ δι' αὐτοῦ μεταφερομένου λειτουργικοῦ ὕδατος ὑπὸ τῶν σωματικῶν ὀργάνων.
Τοῦτο ἄλλωστε ἀπαγορεύεται καὶ δι' ἔτι δύο φυσικοὺς λόγους˙ διότι, ἀφ' ἑνός, πᾶσα χημικὴ ἕνωσις καὶ κρᾶσις καὶ σύγχυσις τῶν τριῶν τούτων εὐχαριστιακῶν στοιχείων μετ' ἀλλήλων νοθεύει καὶ ἀλλοιοῖ φυσικῶς, διὸ καὶ ἀκυροῖ καὶ συμβολικῶς πάντα τὰ τοιαῦτα, καθιστῶσα καὶ τὰ τρία ταῦτα καὶ φυσικῶς καὶ συμβολικῶς ἀκατάλληλα πρὸς μυστηριακὴν χρῆσιν καὶ εὐχαριστιακὴν προσφοράν.
Καὶ ἐπειδή, ἀφ' ἑτέρου, τὸ ζέον ὕδωρ τῆς εὐχαριστίας ἐξυπηρετεῖ φυσιολογικῶς τὴν ἀπόπλυσιν τοῦ στόματος ἀπὸ τοῦ εὐχαριστιακοῦ οἴνου καὶ ἀπὸ τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου, ἡ ὁποία συμβολικῶς σημαίνει τὴν ὑπέρβασιν καὶ ὑπερνίκησιν ἀμφοτέρων τῶν κτιστῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων, τῆς τε διὰ τοῦ αἵματος κατ' εξοχὴν συμβολιζομένης ψυχῆς καὶ τῆς διὰ τοῦ σώματος σαρκός, ὑπὸ τοῦ διὰ τοῦ ὕδατος ἀκτίστου εὐχαριστιακοῦ στοιχείου, τῆς ἐν αὐταῖς θείας χάριτος.
Διὸ καὶ τὸ ζέον ὕδωρ πρέπει να μεταλαμβάνηται ἀσυγχύτως μετὰ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἄρτου καὶ ὡς ἔχει, τρίτον καὶ τελευταῖον καὶ εἰς δεύτερον καὶ ἰδιαίτερον ποτήριον ὕδατος, διάφορον τοῦ οἰνοποτηρίου˙ προσέτι, πρέπει νὰ εὐλογῆται καὶ νὰ καθαγιάζηται καὶ αὐτὸ κατὰ τὸν καθαγιασμὸν τῶν τιμίων δώρων, τρίτον, μέν, καὶ τελευταῖον, μετὰ τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον, κατὰ τὴν ἰδίαν εὐλογίαν ἑκάστου στοιχείου, ὁμοῦ δὲ καὶ ἀπὸ κοινοῦ μετ' αὐτῶν, κατὰ τὴν κοινὴν εὐλογίαν πάντων.
Ἀλλά, προσέτι, καὶ διὰ δύο ἱστορικοὺς λόγους˙ διότι, ἀφ' ἑνός, αὐτὸς οὗτος ὁ Ἰησοῦς χωριστῶς καὶ ἀσυγχύτως μετ' ἀλλήλων παρέδωκε, κατὰ τὰς Γραφάς, εἰς τοὺς Ἀποστόλους τὴν μετάληψιν ἀμφοτέρων τῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων, καὶ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, παραλείψας, σαφῶς καὶ σκοπίμως, πρὸ τῆς ἀναστάσεως, τῆς ἀναλήψεως καὶ τῆς πεντηκοστῆς Αὐτοῦ, τὴν παράδοσιν τοῦ εὐχαριστιακοῦ ὕδατος διὰ συγκεκριμένον δογματικὸν καὶ συμβολικὸν λόγον, τὸν ὁποῖον θὰ ἐξηγήσωμεν εἰς ἄλλην δογματολογικὴν ἡμῶν μελέτην περὶ τῶν μυστηρίων καὶ τῶν μυστηριοειδῶν.
Εἰς οὐδεμίαν, σημειωτέον, τῶν εὐαγγελικῶν διηγήσεων γράφεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς, κατὰ τὸν μυστικὸν δεῖπνον, ἐποίησε κρᾶσιν τοῦ οἴνου μετὰ τοῦ ὕδατος˙ οὐχὶ μόνον τοιαύτη εὐχαριστιακὴ κρᾶσις δὲν ἀναφέρεται ῥητῶς ἐν ταῖς Γραφαῖς, ἀλλ' οὔτε κἂν ὕπαρξις εὐχαριστιακοῦ ὕδατος ἐπὶ τῆς εὐχαριστιακῆς τραπέζης.
Θεωρεῖται, δέ, καὶ θεολογικῶς καὶ ἱστορικῶς, «ἀδιανόητον» αὕτη νὰ εἶχε, πράγματι, γίνῃ καὶ νὰ μὴν ἔχῃ καταγραφῇ ὑπὸ τῶν ἱστορικῶν Εὐαγγελιστῶν καὶ μάλιστα ὑπὸ τῶν παρόντων καὶ μετασχόντων εἰς τὸν μυστικὸν δεῖπνον (Ματθαίου), διότι πρόκειται περὶ τελετουργικῆς λεπτομερείας ἡ ὁποία ἀφορᾷ εἰς αὐτὴν τὴν σύστασιν καὶ παράδοσιν τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου καὶ διὰ τοῦτο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ, μέν, ὄντως, ἱστορικῶς, τελεσθῇ, ἀλλ' ἁγιογραφικῶς νὰ ἔχῃ παραλειφθῇ ὡς εὐνόητος˙ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, οὐδὲν παραλείπεται ἀλλὰ πάντα καταγράφονται μετὰ πάσης λεπτομερείας˙ καὶ πάντες οἱ λοιποὶ Εὐαγγελισταὶ ἐὰν παρέλειπον νὰ ἀναφέρωσι τὴν τοιαύτην τελετουργικὴν λεπτομέρειαν, θὰ εἶχε καταγράψῃ αὐτὴν ὁπωσδήποτε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος φημίζεται διὰ τὴν ἱστορικὴν ἀκρίβειαν καὶ τὴν λεπτομέρειαν εἰς τὴν συγγραφὴν τοῦ Εὐαγγελίου Αὐτοῦ.
Ἡ τοιαύτη ὑδροκρασία τοῦ οἴνου ἀποτελεῖ, προφανῶς, «ἑλληνικὸν δάνειον», ἐκ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς εἰδωλολατρίας, καὶ εἰσήχθη ἀργότερον ἐξ Ἑλλήνων χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι, προκειμένου νὰ ἐπιδώσωσι κῦρος εἰς αὐτήν, ἔπλασαν τὴν σχετικὴν περὶ αὐτῆς ἱεράν, δῆθεν, παράδοσιν, τὴν δῆθεν ἀπ' αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων κρατοῦσαν, ἡ ὁποία, ὅμως, ἐν προκειμένῳ, δὲν ἑρμηνεύει τὴν ἁγίαν γραφήν, ἀλλὰ σαφῶς παρερμηνεύει αὐτὴν καὶ παραχαράσσει τὴν ἱστορικὴν αὐτῆς διήγησιν, θεωροῦσα ὡς «αὐτονόητον» καὶ «εὐκόλως ἐννοουμένην» τὴν μετὰ τοῦ ὕδατος κρᾶσιν τοῦ οἴνου, διὸ καὶ παραλειπομένην ὑπὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν καὶ μὴ ἐν ταῖς Γραφαῖς ἀναφερομένην.
Καὶ ἐπειδή, ἀφ' ἑτέρου, αὐτὸς οὗτος ὁ Ἰησοῦς ἐπέδειξε θαυμαστῶς τὸ ἀσύγχυτον καὶ τὸ ἄκρατον τοῦ σώματος, τοῦ αἵματος καὶ τοῦ λειτουργικοῦ ὕδατος Αὐτοῦ, κατὰ τὸν λογχισμὸν τῆς πλευρᾶς Αὐτοῦ, ἤδη θανόντος, ἐκ τῆς ὁποίας ἐξῆλθεν ἀκράτως καὶ ἀσυγχύτως «αἷμα καὶ ὕδωρ» καὶ οὐχὶ φύρδην μίγδην «αἷμα ὕδατι μεμειγμένον».
Οἱ Παλαιορθόδοξοι, σημειωτέον, τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔχοντες ὑπ' ὄψει αὐτῶν τὴν προηγουμένην ἁγιογραφικὴν ὑπ' αὐτῶν τῶν ἰδίων παρερμηνείαν καὶ παραχάραξιν περὶ δῆθεν εὐχαριστιακοῦ κράματος τοῦ οἴνου μετὰ τοῦ ὕδατος, ἤχθησαν, ἐν προκειμένῳ, κατὰ συνέπειαν τῆς πρώτης, καὶ εἰς δευτέραν παρερμηνείαν τοῦ ἁγιογραφικοῦ κειμένου, ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν φράσιν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ», ἐννοήσαντες καὶ αὐτὴν ἀναλόγως, δῆθεν ὡς κρᾶμα τοῦ αἵματος μετὰ τοῦ ὕδατος. Καὶ τὸ ἀντίστροφον, εὐλόγως, δύναται νὰ τεκμαρθῇ, ὅτι, δηλαδή, ἡ πρώτη ἁγιογραφικὴ παρερμηνεία προέκυψε κατὰ συνέπειαν τῆς δευτέρας.
Πλήν, ὅμως, αὐτὸς οὗτος ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἑλληνικὸς λόγος διαψεύδουσιν αὐτούς, δεδομένου ὅτι ὅταν λέγωμεν «ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ», συντάσσοντες ἀμφότερα παρατακτικῶς διὰ τοῦ «καί», ἐννοοῦμεν ὅτι ὁρῶμεν τὰ τοιαῦτα στοιχεῖα ἐξερχόμενα χωριστῶς μετ' ἀλλήλων, ἀποκλειομένου, ἐν προκειμένῳ, τοῦ συντακτικοῦ σχήματος «ἓν διὰ δυοῖν», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν «αἷμα ὕδατι μεμειγμένον», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «αἷμα μεθ' ὕδατος», ἡ ὁποία σημαίνει τὸ μετ' ἀλλήλων κρᾶμα.
Ὧδε, συνεπῶς, αὐτὴ ἡ ἰδία ἡ Γραφὴ ἑρμηνεύει ἑαυτὴν καὶ ἐπιβεβαιοῖ ὅτι καὶ εἰς τὴν ἀνάλογον περίπτωσιν τοῦ μυστικοῦ δείπνου δὲν ὑπῆρξεν οὐδεμία κρᾶσις καὶ σύγχυσις τοῦ οἴνου μετὰ τοῦ ὕδατος.
Πρόκειται, σαφῶς, περὶ θαυματουργικοῦ γεγονότος, τὸ ὁποῖον, ἀσφαλῶς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιγινώσκηται κατὰ τὸ ἥμισυ αὐτοῦ, ὡς ἡμίθαυμα, ὥστε νὰ ἐξέρχηται, μέν, ἐκ νεκροῦ ζωηρὸν αἷμα, ἀλλ' ἐν κράσει μεθ' ὕδατος, ἀλλὰ μόνον καθ' ὁλοκληρίαν, ὡς ὁλόκληρον θαῦμα, οὕτως ὥστε νὰ ἐξέρχηται χωριστῶς τὸ αἷμα καὶ χωριστῶς τὸ ὕδωρ.
Οὔτε, βεβαίως, ἡ περίπτωσις τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος τῆς εὐχαριστίας, οὔτε καὶ ἡ ἀνάλογος περίπτωσις τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ὕδατος, τῶν ἐκ τῆς λογχισθείσης πλευρᾶς τοῦ θανόντος Ἰησοῦ θαυματουργικῶς ἐξελθόντων, πρέπει νὰ συγχέωνται μετὰ τῆς περιπτώσεως τοῦ κράματος τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ἱδρῶτος, τὸ ὁποῖον ἐξῆλθε φυσιολογικῶς, πλήν, «ἐν χάριτι θείας καὶ πνευματικῆς κατανύξεως», ἐκ τοῦ σῶματος τοῦ Ἰησοῦ κατὰ τὴν ἐν Γεθσημανῇ Ἀγωνίαν Αὐτοῦ, ὅπως ἀπέδειξεν ἡ σύγχρονος ἰατρικὴ ἐπιστήμη, λέγουσα ὅτι εἰς περίπτωσιν καθ' ἣν ὁ ἄνθρωπος εὑρεθῇ εἰς μεγάλην ψυχοσωματικὴν ἔντασιν, εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ αὐτόματος ῥῆξις τῶν τριχοειδῶν ἀγγείων εἰς τὸ σπείραμα τῶν εἰς τὸ σῶμα διασπάρτων ἱδρωτοποιῶν ἀδένων καὶ οὕτω νὰ ἐξέρχηται ἐκ τοῦ σώματος ὁ ἱδρὼς ἐν κράσει μετὰ τοῦ αἵματος, χωρὶς νὰ συντρέχῃ οὐδεὶς ἕτερος ἐκ τῶν γνωστῶν παθολογικῶν λόγων οἱ ὁποῖοι, ὑπ' ἄλλας, νοσηρὰς βιολογικὰς συνθήκας, προκαλοῦσι τὸ τοιοῦτον σπάνιον, μέν, ἀλλὰ φυσιολογικὸν φαινόμενον.
Λέγων, σημειωτέον, ὁ Ἰησοῦς τὸ «διψῶ» καὶ ζητῶν ὕδωρ ἐκ τῶν ἀνθρώπων, ὀλίγον πρὸ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Αὐτοῦ, ἤθελεν ἀκριβῶς νὰ ἐπισημάνῃ τὸ τρίτον καὶ ἔσχατον εὐχαριστιακὸν στοιχεῖον τοῦ λειτουργικοῦ ὕδατος, τοῦ ἔξωθεν, ἐκ τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, διὰ τῆς πόσεως προσλαμβανομένου, τουτέστι, τὴν Θείαν ἐν Αὐτῷ Χάριν.
Ἡ δὲ ἄρνησις ἱκανοποιήσεως τῆς τελευταίας ἐπιθυμίας τοῦ Χριστοῦ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων, ὑποδηλοῖ, μέν, εἴτε τὴν μέχρι τότε ἀπουσίαν καὶ ἀπειρίαν τῆς «πνευματικῆς» θείας χάριτος εἰς τὸν «ψυχικὸν» καὶ «σαρκικὸν» ἀνθρώπινον βίον, εἴτε τὰ πρὸς ἐπίκτησιν καὶ μετάδοσιν ἐκείνης κωλύματα τῶν μέχρι τότε ἀνεξιλεώτων ἀσεβειῶν αὐτῶν, λόγῳ τῆς μέχρι τότε μὴ ἔτι προσφορᾶς τοῦ ἐξιλεωτικοῦ λύτρου τοῦ αἵματος ὑπὸ τοῦ Πάσχοντος Δούλου τοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ (Ἐξιλαστηρίου Θύματος), εἴτε τὴν ἐχθρότητα αὐτῶν κατ' ἐκείνης.
Ἐν συνδυασμῷ, δέ, ἀφ' ἑνός, μετὰ τῆς ἐσκεμμένης παραλείψεως ὑπ' αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ τῆς παραδόσεως τοῦ τρίτου εὐχαριστιακοῦ στοιχείου τοῦ ζέοντος ὕδατος πρὸ τοῦ ἐξιλεωτικοῦ θανάτου Αὐτοῦ, κατὰ τὸν μυστικὸν δεῖπνον, καὶ ἀφ' ἑτέρου, μετὰ τῆς μετὰ τὸν τοιοῦτον θάνατον θαυματουργικῆς ἐξόδου τοῦ λειτουργικοῦ ὕδατος ἐκ τῆς λογχισθείσης Αὐτοῦ πλευρᾶς, ὑποδηλοῖ ἄλλο τι, τὸ ὁποῖον, ὡς εἴπομεν, θὰ ἑρμηνεύσωμεν εἰς μέλλουσαν δογματολογικὴν ἡμῶν μελέτην.
Τὸ δὲ μέγεθος τῆς θεολογικῆς ἀπαιδευσίας τῶν Παλαιορθοδόξων τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπεδείχθη ἔτι καὶ ἔτι «τοσοῦτον» καὶ «τηλικοῦτον», δεδομένου ὅτι καὶ ἐν προκειμένῳ παρερμήνευσαν μωροκακοδόξως τὴν Γραφὴν καὶ ἀπεδέχθησαν δογματικῶς καὶ συνοδικῶς, καὶ μάλιστα, διὰ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου αὐτῶν καὶ τοῦ 32ου Κανόνος Αὐτῆς (ὁ ὁποῖος ἐπικυροῖ καὶ ἐπαυξάνει τὸν 37ον Κανόνα τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης) τὸ ἡμίθαυμα, τὸ κρᾶμα, δηλαδή, καὶ τὴν σύμφυρσιν καὶ τὴν σύγχυσιν αἵματος καὶ ὕδατος, καὶ οὐχὶ ὁλόκληρον τὸ θαῦμα, τὸ ἄκρατον, δηλονότι, καὶ ἀσύγχυτον αὐτῶν, ὥστε, μέχρι τῆς σήμερον, νὰ συγχέωσιν ἀμφότερα ταῦτα, ἀλλ' ἐν τέλει, καὶ τὰ τρία τοιαῦτα εὐχαριστιακὰ στοιχεῖα μετ' ἀλλήλων καὶ νὰ βεβηλῶσι τελετουργικῶς τὸ θειότατον εὐχαριστιακὸν μυστήριον.
Ἕτεροι λόγοι κωλύοντες τὴν σύγχυσιν τῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων μετ' ἀλλήλων εἶναι ἡ ἀπαγόρευσις βρώσεως παντὸς «πνικτοῦ ζώου ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ», ἄρα, κατ' ἀναλογίαν, καὶ τοῦ «πνικτοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου ἐν τῷ εὐχαριστιακῷ οἴνῳ», καθὼς καὶ ἡ μίμησις τῶν εἰδωλολατρικῶν ἑλληνικῶν ἠθῶν, δεδομένου ὅτι ἡ ἑλληνικὴ εἰδωλολατρία ἐθεώρει ὡς ὕβριν πρὸς τοὺς ψευδοθεοὺς τῶν εἰδώλων τὴν προσφορὰν ἀκράτου οἴνου, ἄνευ κράσεως αὐτοῦ μεθ' ὕδατος, ἡ ὁποία, ὅμως, ἐν τέλει, δὲν ὑποδηλοῖ ἀρετὴν ἢ σωφροσύνην, ἀλλὰ τοὐναντίον, νόθευσιν καὶ μῖξιν τοῦ καλοῦ μετὰ τοῦ κακοῦ, ἁμαρτίαν καὶ ἄμβλυνσιν ἠθῶν˙ σώφρων, συνεπῶς, καὶ ὑγιὴς οἶνος εἶναι μόνον ὁ ἄκρατος, ἀλλ' οὐχὶ ὁ ἄμετρος, πάντοτε, δηλαδή, ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν τοῦ μέτρου, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς μέθης.
Ὅθεν, ἅμα τῇ δημοσιεύσει τῆς παρούσης, καταγινώσκομεν καὶ ἀναθεματίζομεν καὶ τὴν τοιαύτην τῶν Παλαιορθοδόξων Αἱρετικὴν Δοξασίαν, ἐπιγινώσκοντες τεκμαρτῶς αὐτὴν ὡς «Αἵρεσιν τῶν Εὐχαριστιοκραστῶν» καὶ «Ἑλληνικὴν Εἰδωλολατρικὴν Ἐκτροπήν», κηρύσσομεν, δέ, ὡς κακότυπον, διὸ καὶ κατ' ἀκρίβειαν ἄκυρόν τε καὶ ἀνενέργητον, πᾶσαν συμπεφυρμένην καὶ βέβηλον τέλεσιν, μέθεξίν τε καὶ μετάδοσιν τοῦ Μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας καὶ ὑποβάλλομεν εἰς μετ' ἀναθέματος καθαίρεσιν πάντας τοὺς ἐμμένοντας τῇ τε αἱρετικῇ καὶ εἰδωλολατρικῇ ταύτῃ θεωρίᾳ καὶ πράξει Πρεσβυτέρους λειτουργούς.
Ἀνακεφαλαιοῦντες, εἰς μὲν τὴν κατὰ μῆκος ἢ κατακόρυφον διάστασιν τῶν ἐν λόγῳ σταυροειδῶν ἐντελεχειῶν, ἔχομεν τὴν ἐντελέχειαν «Θεία Χάρις-Ψυχή-Σάρξ», εἰς δὲ τὴν κατὰ πλάτος ἢ ὁριζοντίαν διάστασιν, τὴν ἐντελέχειαν «Ὕδωρ Λειτουργικόν-Αἷμα-Σῶμα» καὶ τὴν συμβολικὴν μεταγραφὴν αὐτῆς ὡς «Ζέον Ὕδωρ-Οἶνος-Ἄρτος», εἰς τὰ τελετουργικὰ πλαίσια τοῦ εὐχαριστιακοῦ μυστηρίου:
1. Θεία Χάρις Χριστοῦ: Ὕδωρ Λειτουργικόν - Αἷμα - Σῶμα Χριστοῦ.
Ζέον Ὕδωρ - Οἶνος - Ἄρτος Εὐχαριστίας.
2. Ψυχὴ Χριστοῦ: Ὕδωρ Λειτουργικόν - Αἷμα - Σῶμα Χριστοῦ.
Ζέον Ὕδωρ - Οἶνος - Ἄρτος Εὐχαριστίας.
3. Σὰρξ Χριστοῦ: Ὕδωρ Λειτουργικόν - Αἷμα - Σῶμα Χριστοῦ.
Ζέον Ὕδωρ - Οἶνος - Ἄρτος Εὐχαριστίας.
Καὶ ἡ μὲν «ἀντίτυπος» καὶ «παχεῖα» σαρκικὴ φύσις τοῦ Ἰησοῦ, ἐμπεριέχουσα καὶ τὰ τρία στοιχεῖα ἐκ τῶν ὁποίων ἀπαρτίζεται ὡς ζῶν ἀνθρώπινος ὀργανισμός, καὶ τὸ σῶμα, ὑποδηλούμενον εὐχαριστιακῶς διὰ τοῦ ἄρτου, καὶ τὸ αἷμα, ὑποδηλούμενον εὐχαριστιακῶς διὰ τοῦ οἴνου, καὶ τὸ λειτουργικὸν ὕδωρ, ὑποδηλούμενον εὐχαριστιακῶς διὰ τοῦ ζέοντος ὕδατος, ἐκφαίνεται συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ «ἀντιτύπου» καὶ «παχέος» στοιχείου τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἄρτου, τοῦ εὐχαριστιακῶς τὸ σῶμα ὑποδηλοῦντος.
Ἡ δὲ «ἔκτυπος» καὶ «ἡμιπαχεῖα» ψυχικὴ φύσις τοῦ Χριστοῦ, ἐνοικοῦσα ἐν τῇ σαρκικῇ καὶ συνεπῶς, καὶ εἰς τὰ τρία στοιχεῖα αὐτῆς, ἐκφαίνεται συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ «ἐκτύπου» καὶ «ἡμιπαχέος» στοιχείου τοῦ αἵματος καὶ τοῦ οἴνου, τοῦ εὐχαριστιακῶς τὸ αἷμα ὑποδηλοῦντος.
Ἡ δὲ «ἀρχέτυπος» καὶ «λεπτὴ» Θεία Χάρις, ἐνεδρεύουσα ἐν τῇ ψυχικῇ φύσει Αὐτοῦ, τῇ ἐν τῇ σαρκικῇ ἐνοικούσῃ, ἄρα, διὰ τῆς ψυχικῆς, καὶ ἐν τῇ σαρκικῇ καὶ συνεπῶς, καὶ εἰς τὰ τρία αὐτῆς στοιχεῖα, ἐκφαίνεται συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ «ἀρχετύπου» καὶ «λεπτοῦ» στοιχείου τοῦ λειτουργικοῦ ὕδατος καὶ τοῦ ζέοντος ὕδατος, τοῦ εὐχαριστιακῶς τὸ λειτουργικὸν ὕδωρ ὑποδηλοῦντος.
ΙΙΙ. ΑΙ ΣΤΑΥΡΟΕΙΔΕΙΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΙ «ΥΔΩΡ - ΑΙΜΑ - ΣΩΜΑ»
(Ή «ΥΔΩΡ - ΟΙΝΟΣ - ΑΡΤΟΣ»)
ΚΑΙ «ΑΓΙΑΣΜΟΣ - ΦΩΤΙΣΜΟΣ - ΚΑΘΑΡΜΟΣ»
Αἱ σταυροειδεῖς ἐντελέχειαι, ἀφ' ἑνός, μέν, «Ὕδωρ-Αἷμα-Σῶμα» (ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «Ὕδωρ-Οἶνος-Ἄρτος», ὅσον ἀφορᾷ μόνον εἰς τὸ εὐχαριστιακὸν μυστήριον), εἰς τὴν κατὰ μῆκος ἢ κατακόρυφον διάστασιν, ἀφ' ἑτέρου, δέ, «Ἁγιασμός-Φωτισμός-Καθαρμός», εἰς τὴν κατὰ πλάτος ἢ ὁριζοντίαν διάστασιν, εὑρίσκουσιν ἐφαρμογήν, τόσον εἰς τὸ θεῖον μυστήριον τῆς εὐχαριστίας, ὅσον καὶ εἰς τὸ θεῖον μυστήριον τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ, κατὰ δύο διαφόρους τρόπους˙ εἰς μὲν τὴν «εὐχαριστιακήν» ἐφαρμογήν, «κατ' ἀνάπτυξιν», εἰς δὲ τὴν «βαπτισματικήν» ἐφαρμογήν, «κατὰ σύμπτυξιν».
Α΄ . Εὐχαριστιακὴ Ἀναπτυξιακὴ Ἐφαρμογὴ («κατ' ἀνάπτυξιν»).
1. Ὕδωρ Λειτουργικὸν Χριστοῦ: Ἁγιασμός - Φωτισμός - Καθαρμός.
(Ζέον Ὕδωρ)
2. Αἷμα Χριστοῦ: Ἁγιασμός - Φωτισμός - Καθαρμός.
(Οἶνος)
3. Σῶμα Χριστοῦ: Ἁγιασμός - Φωτισμός - Καθαρμός.
(Ἄρτος)
Ἐν προκειμένῳ, ὁ μὲν θεῖος εὐχαριστιακὸς καθαρμὸς («πῦρ») ἐκφράζεται συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ στερεοῦ στοιχείου τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ («ἄνθρακος») ὅπου ἡ θεία χάρις ἐνοικεῖ, ὑποδηλουμένου εὐχαριστιακῶς καὶ ἀναλόγως διὰ τοῦ στερεοῦ στοιχείου τοῦ ἄρτου, συμφώνως πρὸς τὸ γνωστὸν προφητικὸν ὅραμα τοῦ Ἡσαΐου εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, εἰς τὰ ἐκστατικὰ πλαίσια τοῦ ὁποίου ὁ προφήτης καθαίρεται ὑπὸ θείου ἀγγέλου διὰ θείου πυράνθρακος (ἀνημμένου καρβούνου) μόλις ἁπτομένου τῶν χειλέων αὐτοῦ˙ ὁ δὲ θεῖος εὐχαριστιακὸς φωτισμός, κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ ῥευστοῦ στοιχείου τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὑποδηλουμένου εὐχαριστιακῶς καὶ ἀναλόγως διὰ τοῦ ῥευστοῦ στοιχείου τοῦ οἴνου˙ ὁ δὲ θεῖος εὐχαριστιακὸς ἁγιασμός, κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ ὑγροῦ στοιχείου τοῦ λειτουργικοῦ ὕδατος Αὐτοῦ, ὑποδηλουμένου εὐχαριστιακῶς καὶ ἀναλόγως διὰ τοῦ ὑγροῦ στοιχείου τοῦ ζέοντος ὕδατος.
Β΄ . Βαπτισματικὴ Συμπτυξιακὴ Ἐφαρμογὴ («κατὰ σύμπτυξιν»).
1. Ἑτεροσυμβολικὸν Βάπτισμα Ὕδατος Χριστοῦ: Ἁγιασμός - Ἁγνισμός.
2. Ἰδιοσυμβολικὸν Βάπτισμα Αἵματος Χριστοῦ: Ἁγιασμός - Ἁγνισμός.
Ὧδε, λόγῳ τοῦ ἰδιαιτέρου χαρακτῆρος τοῦ βαπτισματικοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος χαρακτὴρ ἀπαιτεῖ ὁπωσδήποτε ὑγρὸν ὑλικὸν στοιχεῖον ὡς σύμβολον καὶ δοχεῖον τῆς θείας βαπτισματικῆς χάριτος, ἡ τριμερὴς ἐντελέχεια τῆς κατὰ μῆκος ἢ κατακορύφου διαστάσεως, ἤτοι, «Ὕδωρ-Αἷμα-Σῶμα», συμπτύσσεται, κατ' ἀνάγκην, ὡς διμερής, ἤτοι, ὡς «Ὕδωρ-Αἷμα», καὶ προκαλεῖ κατ' ἀναλογίαν σύμπτυξιν καὶ εἰς τὴν ἐντελέχειαν τῆς κατὰ πλάτος ἢ ὁριζοντίας διαστάσεως, ἐκ τοῦ τριμεροῦς ἐντελεχειακοῦ σχήματος «Ἁγιασμός-Φωτισμός-Καθαρμός», εἰς τὸ διμερὲς ἐντελεχειακὸν σχῆμα «Ἁγιασμός-Ἁγνισμός».
Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἀμφότεραι αἱ ὑποκατηγορίαι τῆς αἰτιατῆς ἐντελεχειακῆς κατηγορίας, τὸ αἰτιατὸν αἴτιον (μεσαίτιον) ἔκτυπον καὶ τὸ αἰτιατὸν ἀντίτυπον, συναιροῦνται μετ' ἀλλήλων καὶ οὕτω δηλοῦται περιληπτικῶς ἡ ὅλη κατηγορία, εἴτε ὑπὸ τὸ περιληπτικὸν ὄνομα αὐτῆς, ὡς εἰς τὸ κατὰ σύμπτυξιν ἐντελεχειακὸν σχῆμα «Ἁγιασμός-Ἁγνισμός», εἴτε ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ προσιδιάζοντος εἰς τὴν περίπτωσιν ἐντελεχειακοῦ αὐτῆς εἴδους, ἢ τοῦ ἐκτύπου ἢ τοῦ ἀντιτύπου, ὅπως εἰς τὴν συμπεπτυγμένην ἐντελεχειακὴν μορφὴν «Ὕδωρ-Αἷμα».
Καὶ ὁ μὲν θεῖος βαπτισματικὸς ἁγιασμός, ἐκφράζεται συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ στοιχείου τοῦ ὕδατος, τὸ ὁποῖον, ὡς ἀνῆκον εἰς τὸ ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου φυσικὸν περιβάλλον, ἐπιγινώσκεται ὡς «ἕτερον», ἐν σχέσει πρὸς αὐτόν, διὸ καὶ χαρακτηρίζει τὸ ἐξ ὕδατος βάπτισμα, κατὰ τὸ συμβολικὸν μέρος τοῦ μυστηρίου, ὡς «ἑτεροσυμβολικόν».
Ὁ δὲ θεῖος βαπτισματικὸς ἁγνισμός, ὅ τε θεῖος βαπτισματικὸς φωτισμὸς καὶ ὁ θεῖος βαπτισματικὸς καθαρμός, ἐκφράζεται συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν ὑπὸ τοῦ στοιχείου τοῦ αἵματος, τὸ ὁποῖον, ὡς ἀνῆκον εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν ἄνθρωπον, ἐπιγινώσκεται ὡς «ἴδιον» αὐτοῦ, διὸ καὶ χαρακτηρίζει τὸ ἐξ αἵματος βάπτισμα, κατὰ τὸ συμβολικὸν μέρος τοῦ μυστηρίου, ὡς «ἰδιοσυμβολικόν».
Εἰς τὴν λεγομένην «θείαν οἰκονομίαν τῆς σωτηρίας», εἰς τὸ σχέδιον, δηλονότι, τοῦ θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ εἰς τὸν βίον τοῦ ὑπουργήσαντος ἡμῖν αὐτὴν Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ Πάσχοντος Δούλου τοῦ Θεοῦ, ἐπιγινώσκονται τρία «ἑτεροσυμβολικά» καὶ τρία «ἰδιοσυμβολικά» βαπτίσματα, ἐκ τῶν ὁποίων, εἰς τὴν ἐν λόγῳ δογματολογικὴν ἡμῶν μελέτην, ἀναφέρομεν ἀκροθιγῶς ἓν μόνον ἐξ ἑκάστης τριάδος, τὰ δύο, δηλαδή, βασικὰ καὶ συσχετικὰ μετ' ἀλλήλων, τὸ «ἑτεροσυμβολικόν» βάπτισμα τοῦ ὕδατος καὶ τὸ «ἰδιοσυμβολικόν» βάπτισμα τοῦ αἵματος. Θὰ ἀσχοληθῶμεν, ὅμως, ἀναλυτικῶς μετὰ πάντων τῶν τοιούτων καὶ μετὰ τῆς κυκλικῆς ἐντελεχείας αὐτῶν εἰς ἄλλην δογματολογικὴν ἡμῶν μελέτην περὶ τῶν μυστηρίων καὶ τῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν).
Εἰς δὲ τὸ εὔλογον ἐρώτημα, διὰ ποῖον λόγον ἐπιγινώσκεται δογματολογικῶς βάπτισμα διὰ τοῦ στοιχείου τοῦ αἵματος καὶ οὐχὶ χρῖσμα, δεδομένου ὅτι ἐν προκειμένῳ δὲν ἔχομεν βύθισμα τοῦ μύστου εἰς τὸ αἷμα, ἤτοι, κατάδυσιν εἰς αἷμα, ἔνδυσιν ἐν αἵματι καὶ ἀνάδυσιν ἐξ αἵματος, ἀλλ' ἔκχυσιν τοῦ αἵματος καὶ καταρροὴν αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ σώματος τοῦ μύστου, ἀπαντῶμεν˙ διὰ δύο λόγους.
Διότι, ἀφ' ἑνός, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, πηγὴ τοῦ ἐπὶ τοῦ σώματος ἐκχεομένου στοιχείου τοῦ αἵματος εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον διατελεῖ «πλῆρες αἵματος», διὸ καὶ ἡ «ἔκχυσις» τοῦ στοιχείου λαμβάνει τὸ βαπτισματικὸν νόημα τοῦ ἐκ πηγῆς «ἐκχειλίσματος» αὐτοῦ, ὁρίζεται, δηλονότι, ὡς «ἔσωθεν» καὶ οὐχὶ «ἔξωθεν» κίνησις˙ οὐδεμία πηγὴ χρίεται διὰ τοῦ ἐμπεριεχομένου ἐν αὐτῇ στοιχείου ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς φύσει βεβαπτισμένη ἐν αὐτῷ καὶ ἀλληλοπεριχωρουμένη μετ' αὐτοῦ.
Καὶ ἐπειδή, ἀφ' ἑτέρου, ἡ αἱματοχυσία συσχετίζεται, ἐν προκειμένῳ, μετὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου, ὁ ὁποῖος ἐπέρχεται ἐξ αὐτῆς, εἶναι, δηλαδή, θανατηφόρος καὶ πρόξενος τοῦ βαπτίσματος τοῦ θανάτου, τὸ ὁποῖον ἐπιγινώσκεται κατὰ τὸν βαπτισματικὸν ἐντελεχειακὸν κανόνα, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, κατὰ τὴν τριμερῆ βαπτισματικὴν πρᾶξιν, «εἴσοδος-πρόοδος-ἔξοδος», ὡς «εἴσοδος εἰς κοιλίαν ᾅδου» ἢ «σύλληψις εἰς κοιλίαν ᾅδου» ἢ «κάθοδος εἰς ᾅδην», ὡς «πρόοδος ἐν κοιλίᾳ ᾅδου» ἢ «κύησις ἐν κοιλίᾳ ᾅδου» ἢ «πάροδος ἐν ᾅδῃ» καὶ ὡς «ἔξοδος ἐκ κοιλίας ᾅδου» ἢ «γέννησις ἐκ κοιλίας ᾅδου» ἢ «ἄνοδος ἐξ ᾅδου», δηλαδή, ἐν ἄλλοις λόγοις, ὡς «θάνατος-ταφή-ἀνάστασις».
Ἀναλόγως, βεβαίως, ἐπιγινώσκεται ἡ τριμερὴς βαπτισματικὴ πρᾶξις καὶ τηρεῖται ὁ βαπτισματικὸς ἐντελεχειακὸς κανὼν («εἴσοδος-πρόοδος-ἔξοδος») προπαντὸς εἰς τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος, ὡς «εἴσοδος εἰς μήτραν ἐκκλησίας» ἢ «σύλληψις εἰς μήτραν ἐκκλησίας» ἢ «κατάδυσις εἰς κολυμβήθραν», ὡς «πρόοδος ἐν μήτρᾳ ἐκκλησίας» ἢ «κύησις ἐν μήτρᾳ ἐκκλησίας» ἢ «ἔνδυσις ἐν κολυμβήθρᾳ» καὶ ὡς «ἔξοδος ἐκ μήτρας ἐκκλησίας» ἢ «γέννησις ἐκ μήτρας ἐκκλησίας» ἢ «ἀνάδυσις ἐκ κολυμβήθρας», δηλαδή, ἐν ἄλλοις λόγοις, ὡς «ἀφιέρωσις-καθιέρωσις-θέωσις», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ὡς «δουλεία-μισθωτεία-υἱοθεσία», ἢ ἄλλως, ὡς «περιττοτομία & ὑπαπαντή-χρῖσμα-βάπτισμα».
Συνοπτικῶς, λοιπόν, ἔχομεν:
1. Εἴσοδος - Πρόοδος - Ἔξοδος
2. Κατάδυσις - Ἔνδυσις - Ἀνάδυσις
3. Κάθοδος - Πάροδος - Ἄνοδος
4. Σύλληψις - Κύησις - Γέννησις
5. Ἀφιέρωσις - Καθιέρωσις - Θέωσις
6. Δουλεία - Μισθωτεία - Υἱοθεσία
7. Θάνατος - Ταφή - Ἀνάστασις
8. Περιττοτομία & Ὑπαπαντή - Χρῖσμα - Βάπτισμα
Ἀνακεφαλαιοῦντες, ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα βασικὰ καὶ συσχετικὰ μετ' ἀλλήλων βαπτίσματα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ ἑτεροσυμβολικὸν βάπτισμα τοῦ ὕδατος, τὸ ὁποῖον τονίζει κατ' ἐξοχὴν τὸν ἁγιασμόν, καὶ τὸ ἰδιοσυμβολικὸν βάπτισμα τοῦ αἵματος, τὸ ὁποῖον τονίζει κατ' ἐξοχὴν τὸν ἁγνισμὸν (φωτισμόν τε καὶ καθαρμόν), καὶ ἁγιάζουσι καὶ ἁγνίζουσι (φωτίζουσί τε καὶ καθαίρουσι) καὶ ὅσον ἁγιάζουσι τοσοῦτον καὶ ἁγνίζουσιν, ἀλληλοσυμπληρούμενα ἐν τῷ ἑνὶ καὶ τῷ αὐτῷ ἐξιλεωτικῷ προσώπῳ τοῦ Πάσχοντος Δούλου τοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μὴ διπλασιάζοντα ἀλλὰ συνιστῶντα τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ βάπτισμα Αὐτοῦ.
Διότι αὐτὸ καὶ μόνον τὸ ἑτεροσυμβολικὸν βάπτισμα (τοῦ Ὕδατος) Αὐτοῦ δὲν ἐπήρκει σωτηριολογικῶς ἀλλ' εἶχεν, ἔτι, χρείαν καὶ τοῦ ἰδιοσυμβολικοῦ βαπτίσματος (τοῦ Αἵματος) Αὐτοῦ προκειμένου νὰ ἀποτελειωθῇ πλήρως, δεδομένου ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιγινώσκεται ὡς προϊὸν τῆς μετανοίας, ἡ δὲ ἀληθὴς καὶ πνευματικὴ μετάνοια κατανοεῖται ὡς «κατάνυξις δακρύων, ἱδρῶτος καὶ αἵματος», ἐκ δὲ τῆς θείας καὶ πνευματικῆς, μέχρις αἵματος κλιμακουμένης καὶ κορυφουμένης, κατανύξεως, συνίσταται κατὰ βάσιν ἡ θεία ἐξιλέωσις.
Τὸ δὲ βάπτισμα τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ διακρίνεται δογματολογικῶς ὑφ' ἡμῶν εἰς «θεμιτόν» καὶ εἰς «ἀθέμιτον»˙ καὶ τὸ μὲν δογματολογικῶς «θεμιτόν», τὸ ὁποῖον μόνον, ὄντως ὀρθοδόξως, ἡμεῖς οἱ αὐτοὶ ἀποδεχόμεθα εἰς τὸ Καινορθόδοξον Δόγμα, ἐβαπτίσθη ὁ Ἰησοῦς κατὰ τὴν «ἐν Γεθσημανῇ» Ἀγωνίαν Αὐτοῦ, ὅπου, συμφώνως πρὸς τὸν Εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν, «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» καί, εἰς τὰ πνευματικὰ πλαίσια τῆς ἐν ἀγωνίᾳ, ἤτοι, ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐν κατανύξει, προσευχῆς Αὐτοῦ, «ἐγένετο ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν»˙ ὡς δὲ προείπομεν, τοῦτο εἶναι σπάνιον ἀλλὰ φυσιολογικὸν καὶ δύναται, ἀσφαλῶς, νὰ ἀποβῇ καὶ ἀμέσως θανατηφόρον, ἔχει δὲ ἐξηγηθῇ καὶ ἐπιβεβαιωθῇ σήμερον καὶ ἐπιστημονικῶς, ὑπὸ τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης.
Τὸ δὲ δογματολογικῶς «ἀθέμιτον» αἱματηρὸν βάπτισμα τοῦ «ἐν Γολγοθᾷ» σταυρικοῦ «ἱεροῦ ἐγκλήματος» τῆς ἀνθρωποκτονίας καὶ τῆς Χριστοκτονίας δὲν γίνεται ἐπ' οὐδενὶ δεκτὸν ὑπὸ τῆς ὄντως ὀρθοδόξου Καινορθοδόξου ἡμῶν Δογματολογίας, διότι ἀποτελεῖ διεστραμμένην καὶ παγανιστικὴν ἐξιλεωτικὴν ἀπαίτησιν κτηνανθρωποθυσίας, ἤτοι, ἐξιλεωτικῆς θυσίας κτηνανθρώπου, ἀνθρώπου ἀντὶ κτήνους, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «λογικοῦ ἀμνοῦ», ἐκ μέρους τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπων καὶ ὑπὸ τῆς «ἰδίας καὶ θείας δικαιοσύνης» Αὐτῶν, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ὑπὸ τοῦ «δικαίου τοῦ ἰσχυροῦ», ἐν ἀντιθέσει, ἐν προκειμένῳ, πρὸς τὸ «ὀρθὸν δίκαιον», καὶ ἀπαράδεκτον εἰδωλολατρικὴν ἐκτροπὴν καὶ ἐφάμαρτον διαστροφὴν τῆς θείας ἐξιλεώσεως, ὡς καὶ ἱεροποίησιν τοῦ ἀνθρωποκτονικοῦ καὶ Χριστοκτονικοῦ ἐγκλήματος καὶ βεβήλωσιν τοῦ κατ' ἐξοχὴν ἱεροῦ σχήματος καὶ συμβόλου τῆς Θείας Τριάδος, τοῦ Σταυροῦ, ὑφ' Ἑαυτῆς, τὰ ὁποῖα συμπεριλαμβάνονται εἰς τὰς ὑφ' ἡμῶν ἐπεγνωσμένας ἁμαρτίας καὶ διαστροφὰς τῶν Τριῶν Θεοψυχανθρώπων καὶ εἰς τὰ κατεγνωσμένα ὑφ' ἡμῶν καὶ τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος ἐγκλήματα Αὐτῶν κατὰ τῆς ἀδαμιαίας ψυχανθρωπότητος καὶ κατὰ τῆς Ἑαυτῶν δημιουργίας. Περὶ τούτου, ὅμως, θὰ εἴπωμεν πλείονα εἰς τὴν προσήκουσαν δογματολογικὴν ἡμῶν μελέτην.
Σημειωτέον, ὅτι οὔτε δικάζονται, οὔτε καταδικάζονται, οὔτε καθαιροῦνται, οὔτε αὐτὸς οὗτος ὁ Θεός, οὔτε οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, εἴτε ζῶντες, εἴτε κεκοιμημένοι, ὡς ὑπερβαίνοντες τὰ ἀνθρώπινα φυσικὰ μέτρα, ἀλλ' οὔτε καὶ οἱ κεκοιμημένοι, γενικῶς, ὡς μεταστάντες ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀνήκοντες, πλέον, εἰς τὴν θείαν κρίσιν καὶ δικαιοδοσίαν, παρὰ μόνον τὰ ἐφάμαρτα ἔργα αὐτῶν.
Ἀκολουθεῖ ἡ Κυρία Ἐξέτασις Τοῦ Θέματος εἰς τὸ Τέταρτον (Δ΄ ) Μέρος....
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΜΕΡΟΣ (Δ΄) ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ...
ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 18-05-2022.
†Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ, ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄ (Ο ΣΙΩΚΟΣ)
Αναδημοσιεύουμε επιπλέον κι εδώ, συναφώς προς την παραπάνω δογματολογική μας μελέτη, το δογματολογικό μας κείμενο «Περί Του Θείου Τρισιζώου», από τα «Συναφή Δογματολογικά Σχόλια» στο «Τριαδιανόν Καινορθόδοξον Σύμβολον Πίστεως» (βλ. «Σύμβολον Πίστεως»).
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΤΡΙΣΙΖΩΟΥ
Απαγορεύεται κάθε αντιγραφή και κλοπή της παρούσης
Στο «Τριαδιανό Καινορθόδοξο Σύμβολο της Πίστεως», το οποίο συντάξαμε εξολοκλήρου οι ίδιοι και εισάγαμε για πρώτη φορά δογματολογικώς και ιεροκανονικώς με την υπ' αριθ. 9/25-12-2021 καθιδρυτική Παππική μας Απόφανση, χρησιμοποιούμε ρητώς το δογματικό όρο «τρισίζωος» τον οποίο θεωρούμε ορθοδόξως ως ταυτόσημο με το δογματικό όρο «τρισυπόστατος».
Με την παρούσα δημοσίευσή μας, προχωρούμε σε μια περιληπτική ερμηνεία των πράγματι ταυτόσημων δογματικών αυτών όρων, σε αντιπαραβολή με όλους τους συσχετικούς όρους τους.
Ο όρος «ζωή» και οι παράγωγοι όροι «ένζωος» και «άζωος» δεν αναφέρονται σε κάποια από τις «επουσιώδεις φυσικές καταστάσεις» του όντος αλλά σε ένα από τα τέσσερα «φυσικά στοιχεία» του («ουσιώδεις φυσικές καταστάσεις»), τα οποία στοιχειοθετούν την όλη «φύση» του όντος και χαρακτηρίζονται από όλες τις «επουσιώδεις φυσικές καταστάσεις» του.
Τέσσερα είναι, συνολικά, τα «φυσικά στοιχεία» του όντος:
1. Ενέργεια.
2. Ουσία.
3. Ζωή.
4. Ατομία.
Τα τέσσερα αυτά διακριτά μεταξύ τους «φυσικά στοιχεία» διακρίνονται σε τρία «ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία», την ενέργεια, την ουσία και τη ζωή και σε ένα «κοινό φυσικό στοιχείο», την ατομία, το οποίο χαρακτηρίζει από κοινού και τα τρία «ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία» και την ενέργεια και την ουσία και τη ζωή, το καθένα ανάλογα με την ιδιαίτερη φύση του. Έχουμε δηλαδή και «ατομία της ενεργείας» και «ατομία της ουσίας» και «ατομία της ζωής», δεδομένου ότι και η ενέργεια και η ουσία και η ζωή έχουν, η καθεμιά, δική της ατομική ύπαρξη.
Έχουμε λοιπόν:
1α΄. Ενέργεια.
1β΄. Ατομία της Ενεργείας.
2α΄. Ουσία.
2β΄. Ατομία της Ουσίας.
3α΄. Ζωή.
3β΄. Ατομία της Ζωής.
Και εάν διατάξει κανείς σχηματικά τα τέσσερα αυτά «φυσικά στοιχεία» του όντος ανάλογα με την κλασματική σχηματική διάταξη, ενός συνθέτου μαθηματικού κλάσματος, με τρεις διαφόρους αριθμητές, την ενέργεια, την ουσία και τη ζωή, στο επάνω μέρος του και ένα κοινό παρονομαστή, την ατομία, στο κάτω μέρος του, τότε προκύπτουν οι ακριβείς, από φιλολογική άποψη, όροι, «επίστασις», ο οποίος χαρακτηρίζει το «επάνω ιστάμενο» μέρος του κλάσματος, δηλαδή, τους τρεις διαφόρους αριθμητές της ενέργειας, της ουσίας και της ζωής και «υπόστασις», ο οποίος χαρακτηρίζει το «υποκάτω ιστάμενο» μέρος του, δηλαδή, τον κοινό παρονομαστή της ατομίας.
Ο όρος «υπόστασις», συνεπώς, κατ' ακρίβειαν, είναι γενικός και χαρακτηρίζει γενικά την ατομία, είτε την ατομία της ενεργείας, είτε την ατομία της ουσίας, είτε την ατομία της ζωής, κατ' εξοχήν, όμως, επικράτησε να χαρακτηρίζει ειδικώς την ατομία της νοεράς και της νοητής ζωής, το άτομο της νοεράς και της νοητής ζωής, δηλαδή, το άκτιστο θείο πρόσωπο και το κτιστό αγγελικό και ανθρώπινο πρόσωπο.
Σε διάκριση από τον όρο «επίστασις», ο οποίος χαρακτηρίζει την ενέργεια, την ουσία και τη ζωή και είναι ταυτόσημος μόνο προς τη στενή έννοια του όρου «φύσις του όντος», δεδομένου ότι ο όρος αυτός έχει δύο έννοιες, μια στενή, η οποία χαρακτηρίζει ειδικά μόνο τα τρία «ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία» του όντος, την ενέργεια, την ουσία και τη ζωή και μια ευρεία έννοια, η οποία συμπεριλαμβάνει και τα τέσσερα «φυσικά στοιχεία» του και την ενέργεια και την ουσία και τη ζωή και την ατομία αυτών (και την ατομία της ενεργείας και την ατομία της ουσίας και την ατομία της ζωής).
Με τις παραπάνω έννοιες χρησιμοποιούνται, αφενός, οι μερικοί όροι «φύσις» («επίστασις») και «υπόστασις» του όντος, καθώς και οι ανάλογοι ειδικοί όροι «φυσικά ιδιώματα» και «υποστατικά ιδιώματα» του όντος, σε διάκριση και αντίθεση μεταξύ τους και αφετέρου, ο καθολικός όρος «φύσις» του όντος («επίστασις» και «υπόστασις»), όπως και ο ανάλογος γενικός όρος «φυσικά ιδιώματα» του όντος.
Στην πρώτη περίπτωση, κατά την οποία οι όροι «φύσις» και «υπόστασις» του όντος ορίζονται μερικώς και σε διάκριση και αντίθεση μεταξύ τους, η σύσχεση μεταξύ τους κατανοείται κατά δύο διαφορετικούς και αντίθετους τρόπους, σε δύο, δηλαδή, διαφορετικές και αντίθετες θεωρήσεις του όντος (οντολογικές θεωρήσεις), στην «ενοντολογία», αφενός, στην εσωτερική, δηλαδή, οντολογική θεώρηση, όπου το ον θεωρείται εσωτερικά και μεμονωμένα, σε σχέση με τον ίδιο τον εαυτό του και στη «διοντολογία», αφετέρου, όπου το ον θεωρείται εξωτερικά και παραβολικά, σε σχέση και σύγκριση με άλλα όντα.
Στην «ενοντολογική θεώρηση», ως «ιδιαίτερο» στοιχείο του όντος ορίζεται η «φύσις» («επίστασις»), δηλαδή, τα τρία «ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία» του, η ενέργεια, η ουσία και η ζωή και ως «κοινό» στοιχείο του ορίζεται η «υπόστασις», γενικώς, δηλαδή, η ατομία, η οποία χαρακτηρίζει από κοινού και ανάλογα και τα τρία αυτά στοιχεία, ενώ, αντιθέτως, στη «διοντολογική θεώρηση», μεταξύ των όντων που φέρουν την ίδια φύση, ως «ίδιον» ορίζεται η «υπόστασις» (γενικώς η ατομία) και ως «κοινόν» η «φύσις» (η ενέργεια, η ουσία και η ζωή) αυτών.
Οι μερικοί, σημειωτέον και ειδικοί, αντιτιθέμενοι μεταξύ τους, όροι «υπόστασις» (ατομία) και «επίστασις» (ενέργεια, ουσία, ζωή) ορίζονται στην πρώτη, την ενοντολογική θεώρηση του όντος και διατηρούν το ίδιο νόημα και στη δεύτερη, τη διοντολογική θεώρησή του, παρόλο που σ' αυτή αντιστρέφεται ο συσχετισμός των παραπάνω τεσσάρων φυσικών στοιχείων του.
Τί είναι «ενέργεια», τί είναι «ουσία» και τί, πράγματι, προηγείται τίνος, η ενέργεια της ουσίας, ή η ουσία της ενέργειας;
Πρώτο στοιχείο του όντος και πρωταρχική υπαρξιακή μορφή αυτού αποδεικνύεται, ασφαλώς, η ενέργεια, από την οποία πρώτα παράγεται και σχηματίζεται η ουσία, δεδομένου, αφενός, ότι στον πλήρη εντελεχειακό κύκλο, προηγείται το αφηρημένο, έπεται το διακεκριμένο και επακολουθεί το συγκεκριμένο και αφετέρου, ότι βάσει του νόμου της διαστολής και της συστολής, ο οποίος έχει διάφορες εφαρμογές στο σύμπαν, προηγείται το διεσταλμένο και έπεται το συνεσταλμένο, το οποίο, έπειτα, πάλι διαστέλλεται και έτσι πάλι επιστρέφει στην πρωταρχική οντολογική κατάσταση της διαστολής.
Η ενέργεια, λοιπόν, η οποία ορίζεται γενικά ως «η αφηρημένη ή διεσταλμένη υπαρξιακή κατάσταση του όντος», προηγείται της ουσίας, η οποία ορίζεται γενικά ως «η διακεκριμένη ή πρώτη συνεσταλμένη ή ημισυνεσταλμένη υπαρξιακή κατάσταση του όντος» και η οποία, πρώτα παράγεται και σχηματίζεται από τη συστολή της ενεργείας σε πιο διακεκριμένη μορφή και έπειτα διαστέλλεται και επιστρέφει πάλι στην αφηρημένη και πρωταρχική υπαρξιακή της μορφή, αντιπαράγουσα την ενέργεια την οποία ενδιαθέτει μέσα της. Μόνο με αυτή την έννοια, της «ενδιάθετης ενέργειας», ως ενέργεια, ορίζεται «η ικανότητα της ουσίας να παράγει έργο».
Ένα απλό παράδειγμα προκειμένου να γίνει κατανοητή η αμφίδρομη σύσχεση ενεργείας και ουσίας είναι η εφαρμογή του συμπαντικού νόμου της διαστολής και της συστολής στο φυσικό στοιχείο του ύδατος, με το σχήμα του φυσικού νόμου της τήξεως και της πήξεως. Πρόκειται για το ίδιο φυσικό στοιχείο, το ύδωρ, το οποίο, πρώτα ευρίσκεται στην υγρή φυσική κατάσταση της διαστολής, σε πιο αφηρημένη φυσική μορφή, ως ύδωρ και έπειτα συστέλλεται και πήγνυται σε πιο συγκεκριμένη φυσική μορφή, ως πάγος και πάλι διαστέλλεται και τήκεται και επιστρέφει στην αρχική φυσική κατάσταση και μορφή, ως ύδωρ.
Όταν, λοιπόν, λέμε ότι ο πάγος ενδιαθέτει μέσα του ύδωρ, εννοούμε ότι είναι το ίδιο το ύδωρ το οποίο συνεστάλη και έγινε πάγος. Το ίδιο αναλόγως εννοούμε και όταν λέμε ότι η ουσία ενδιαθέτει μέσα της ενέργεια, ότι δηλαδή, είναι η ίδια η ενέργεια η οποία συνεστάλη και έγινε ουσία.
Κατά ειδικώτερη, σημειωτέον και ακριβέστερη θεώρηση, η πρωταρχική φυσική κατάσταση του αέρος αναλογεί προς το αφηρημένο ή διεσταλμένο της ενέργειας, η μέση φυσική κατάσταση του ύδατος, προς το διακεκριμένο ή ημισυνεσταλμένο της ουσίας και η τελική φυσική κατάσταση του πάγου, προς το συγκεκριμένο ή ολοσυνεσταλμένο της ζωής.
Το Καινορθόδοξο, συνεπώς, Δόγμα του Τριαδιανισμού, δι' ημών, των πνευματικών Αυτού ιδρυτών και επιστημονικών Αυτού υπευθύνων, επαλήθευσε, από τριαδολογική και γνωσιολογική άποψη και παραδέχτηκε τη φυσική επιστημονική θεωρία ότι η υλική ουσία ορίζεται ως «υλική ενεργειακή μάζα» και έτσι αναίρεσε και καταδίκασε ως κακοδοξία την παλαιά αντίληψη των θεολόγων του Παλαιορθοδόξου Δόγματος του Ανατολικού Χριστιανισμού και των λοιπών χριστιανικών αιρέσεων που προέκυψαν από Αυτό ότι δήθεν η ουσία προηγείται της ενέργειας.
Αυτό άλλωστε τεκμαίρεται και από τη φυσική επιστημονική διαπίστωση ότι η υλική ενέργεια μπορεί να υπάρχει ακόμη και ελεύθερη μέσα στο σύμπαν, χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με κάποια υλική ουσία, σε αντίθεση με την υλική ουσία, η οποία δε μπορεί να μην ενδιαθέτει υλική ενέργεια, το οποίο σημαίνει, σαφώς, ότι η ενέργεια είναι η πρωταρχική μορφή υπάρξεως του όντος και όχι η ουσία, πλήν, όμως, ο τρόπος μετατροπής της ενεργείας σε ουσία δεν έχει γίνει, τουλάχιστον προς το παρόν, πλήρως επιστημονικώς κατανοητός.
Τί είναι, όμως, «ζωή» και ποιά είναι η σύσχεσή της με την «ουσία» και την ενδιάθετη μέσα στην ουσία «ενέργεια»;
Σαφώς, το «υπάρχειν», το οποίο συνίσταται από κοινού από τα δύο πρώτα «ιδιαίτερα φυσικά στοιχεία» του όντος, από την «ουσία» και από την ενδιάθετη μέσα στην ουσία «ενέργεια», διακρίνεται οντολογικώς από το «ζήν», το οποίο συνίσταται από αυτό και μόνο το τρίτο «ιδιαίτερο φυσικό στοιχείο» του όντος, τη «ζωή», η οποία προϋποθέτει μεν, οντολογικώς, την «ουσία» και την ενδιάθετη μέσα στην ουσία «ενέργεια» και αναπτύσσεται, ασφαλώς, μέσα στην ενδιαθέτουσα την ενέργεια ουσία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται και δε συγχέεται ούτε με την «ουσία» ούτε με την «ενέργεια» την οποία η ουσία ενδιαθέτει μέσα της, διακρινόμενη σαφέστατα και οριζόμενη γενικά ως «η συγκεκριμένη ή δευτέρα συνεσταλμένη ή ολοσυνεσταλμένη υπαρξιακή κατάσταση του όντος».
Ένας ακριβέστερος ορισμός της ζωής τον οποίο, επίσης, οι ίδιοι δίνουμε, είναι «η ικανότητα της ουσίας και της ενδιάθετης μέσα στην ουσία ενέργειας, αφενός, να διαχειρίζεται τον εαυτό της και αφετέρου, να συναισθάνεται ή να συνειδητοποιεί τον εαυτό της, είτε ως υποκείμενο, είτε ως πρόσωπο (ως «εγώ»), αντιστοίχως».
Με άλλα λόγια, ως «ζωή» ορίζεται «η συνειδητή (στην περίπτωση του θεού, των αγγέλων και των ανθρώπων) ή συναισθητή (στην περίπτωση των ζώων) ή ημισυναίσθητη (στην περίπτωση των φυτών) κτήση και κατοχή ή διαχείριση της ουσίας και της ενδιάθετης μέσα της ενέργειας από τον ίδιο τον εαυτό της», ενώ, ως «ατομία της ζωής», νοείται «η ατομία της συνειδητής ή συναισθητής ή ημισυναίσθητης κτήσης και κατοχής ή διαχειρίσεως», δηλαδή, είτε ο συνειδητός ή συναισθητός ή ημισυναίσθητος κτήτορας και κάτοχος ή διαχειριστής, το πρόσωπο, δηλαδή, ή το υποκείμενο της αναλόγου κτήσεως και κατοχής ή διαχειρίσεως (κατά γένος νομή της ζωής ή γενική ζωϊκή ατομία), είτε τα ποιά και τα ποσά της διαχειρίσεως (κατ' είδος νομή της ζωής ή ειδική ζωϊκή ατομία).
Αυτό σημαίνει ότι η φύση της ζωής και της ατομίας της ζωής χαρακτηρίζεται ανάλογα με τη φύση της ουσίας και της ενδιάθετης ενέργειας και της ατομίας εκείνων και αν η ουσία και η ενέργεια και η ατομία εκείνων είναι αισθητή, τότε και η ζωή και η ατομία της ζωής είναι αισθητή και έχουμε το συναισθητό ή ημισυναίσθητο υποκείμενο, το ζώο, δηλαδή, ή το φυτό, αν εκείνη είναι νοητή, τότε και αυτή είναι νοητή και έχουμε το συνειδητό αγγελικό ή ανθρώπινο πρόσωπο, ενώ, αν εκείνη είναι νοερή, τότε και αυτή είναι νοερή και έχουμε το συνειδητό θείο πρόσωπο.
Τόσο, λοιπόν, το συνειδητό πρόσωπο (θεός, άγγελος, άνθρωπος), όσο και το συναισθητό ή ημισυναίσθητο υποκείμενο (ζώο ή φυτό), δεν κατανοείται ως προϊόν της ουσιώσεως ή ουσιοποιήσεως του όντος αλλά ως προϊόν της ζωώσεως ή ζωοποιήσεως της ουσίας (και της ενδιάθετης ενέργειας) του όντος, γι' αυτό και οντολογικά σχετίζεται άμεσα με το «ζήν», με τη ζωή και την ατομία της ζωής και έμμεσα με το «υπάρχειν», με την ουσία και την ενδιάθετη ενέργεια και την ατομία εκείνων. Γι' αυτό άλλωστε και στη λεγόμενη «θεία οικονομία», στη θεία, δηλαδή, δημιουργία, διακρίνεται η λεγόμενη «ουσιοποιός» από τη λεγόμενη «ζωοποιό» θεία οικονομική ενέργεια, λόγω ακριβώς της οντολογικής διακρίσεως του «υπάρχειν» από το «ζήν» κάθε όντος, ακτίστου ή κτιστού.
Το άτομο, συνεπώς, της ζωής, το «ζωϊκό άτομο», είτε πρόσωπο, είτε υποκείμενο, διακρίνεται, όπως ειπώθηκε και δεν ταυτίζεται ούτε συγχέεται με το άτομο της ουσίας (και της ενδιάθετης ενέργειας), το «ουσιαστικό άτομο», μέσα στο οποίο προκύπτει, αναπτύσσεται και υπάρχει.
Το απλό παράδειγμα του πυρός και του άνθρακος, στο μικτό σχήμα του πυράνθρακος (αναμμένου καρβούνου), χρησιμοποιείται, τόσο στην περίπτωση της υποστατικής ενώσεως της θείας και της ψυχανθρώπινης (διττής) φύσης (θείας ενανθρωπήσεως), όσο και στην προκειμένη περίπτωση, προκειμένου να γίνει κατανοητή η διάκριση της ζωής από την ουσία και την ενδιάθετη ενέργεια και αποτελεί, πράγματι, το τελειότερο παραβολικό σχήμα, με το οποίο μπορεί κάποιος να εννοήσει καλύτερα την τριαδική ατομία (τριαδικότητα) της ζωής και τη μοναδική ατομία (μοναδικότητα) της ουσίας και της ενδιάθετης ενέργειας στη θεία φύση.
Ως «πυρ», νοείται η «θεία νοερά ζωή», ως «άνθρακας» (κάρβουνο), η «θεία νοερά ουσία» και η «ενδιάθετη θεία νοερά ενέργεια» και ως «πυράκτωση του άνθρακος», η «ζώωση της θείας νοεράς ουσίας και της ενδιάθετης θείας νοεράς ενέργειας». Το ένα και μοναδικό άτομο του «άνθρακος της θείας νοεράς ουσίας και της ενδιάθετης θείας νοεράς ενέργειας», λόγω της θείας φυσικής τελειότητος, χωρεί και δέχεται συγχρόνως τρεις «πυρακτώσεις» και όχι μία μόνο «πυράκτωση», τρεις, δηλαδή, «ζωώσεις» και όχι μία μόνο «ζώωση», μία αιτία πυράκτωση και ζώωση και άλλες δύο αιτιατές πυρακτώσεις και ζωώσεις, και τις δύο τις οποίες προκαλεί η πρώτη αιτία πυράκτωση και ζώωση.
Οι τρεις αυτές αίτιες και αιτιατές θείες πυρακτώσεις και ζωώσεις κλιμακώνονται εντελεχειακά κατά το μέσο σχήμα της παρισότητος (σχετικής ισότητος) «ισχυρό - ισχυρότερο - ισχυρότατο» (όμοιο και διάφορο προς το πρώτο ακραίο σχήμα της απολύτου ισότητος «ισχυρό - ισχυρό - ισχυρό» και αντίθετο προς το έσχατο ακραίο σχήμα της ανισότητος «ισχυρό - ισχυρασθενές - ασθενές») και αλληλοπεριχωρούνται συγχρόνως και ασυγχύτως η μία μέσα στην άλλη. Και όπως η πυράκτωση διακατέχει και συνέχει όλο το άτομο του άνθρακος στο οποίο εφαρμόζεται, έτσι και καθεμιά από τις τρεις αυτές θείες ζωώσεις (θείες υποστάσεις, θεία νοερά ζωϊκά άτομα, θεία πρόσωπα) διακατέχει και συνέχει ολόκληρο το ένα και μόνο υφιστάμενο άτομο της θείας ουσίας και της ενδιάθετης θείας ενέργειας.
Το υπέρλογο, συνεπώς, και ανερμήνευτο του Τριαδικού Δόγματος, έγκειται στο πως στο ίδιο ακριβώς άτομο άνθρακος χωρούν και εφαρμόζονται τρεις μαζί και όχι μία μόνο πυράκτωση, στο πως, δηλαδή, μέσα στο ίδιο ακριβώς, ένα και μόνο, θείο νοερό ουσιαστικό άτομο, εφαρμόζονται τρεις συγχρόνως ζωώσεις και όχι μόνο μία και χωρούν τρία θεία νοερά ζωϊκά άτομα και όχι μόνο ένα.
Αυτό, ασφαλώς, όπως ειπώθηκε, οφείλεται στην υπερφυσική τελειότητα της άκτιστης θείας ουσίας, η οποία, σε αντίθεση με την κτιστή ουσία, δεν κάνει ανάλογη νομή πυρός και άνθρακος, ζωής και ουσίας, έτσι ώστε κάθε μία πυράκτωση και κάθε ένα άτομο πυρός να αναλογεί σε ένα χωριστό άτομο άνθρακος, κάθε ένα, δηλαδή, ζωϊκό άτομο (πρόσωπο), σε ένα χωριστό ουσιαστικό άτομο, αλλά κάνει μόνο νομή του πυρός, διατηρούσα ανέμητο τον άνθρακα, μόνο, δηλαδή, νομή της ζωής και όχι και ανάλογη, επιπλέον, νομή της ουσίας.
Γι' αυτό ακριβώς και στο «Τριαδιανό Καινορθόδοξο Σύμβολο της Πίστεως» χαρακτηρίσαμε τη θεία φύση ως «τρισίζωον», διότι μέσα στο ένα και μόνο άτομο της θείας νοεράς ουσίας (και της ενδιάθετης θείας νοεράς ενέργειας) χωρούν τρία άτομα θείας νοεράς ζωής, το οποίο σημαίνει ότι η θεία φύση είναι «ενιούσιος» («μονοούσιος»), δηλαδή, μονοατομική, κατά την ατομία της ουσίας (και της ενδιάθετης ενέργειας) και «τρισίζωος», δηλαδή, τριατομική, κατά την ατομία της ζωής. Και δεδομένου ότι ο όρος «υπόστασις» αναφέρεται κατ' εξοχήν στην ατομία της ακτίστου νοεράς ή της κτιστής νοητής ζωής, στο άκτιστο, δηλαδή, ή στο κτιστό πρόσωπο, ταυτίσαμε κατά τη σημασία τον όρο «τρισίζωος» με τον όρο «τρισυπόστατος» («τριπρόσωπος»).
Ανακεφαλαιούντες, στην άκτιστη θεία φύση δεν έχουμε «αγέννητη» («εισακτή»), «γεννητή» («εξακτή») και «εκπορευτή» («παρακτή») ατομία ουσίας, αλλά μόνο «αγέννητη» («εισακτή»), «γεννητή» («εξακτή») και «εκπορευτή» («παρακτή») ατομία ζωής, σε αντίθεση με την κτιστή φύση, όπου οι τρεις γνωστοί υποστατικοί τρόποι του σχήματος της νομής εφαρμόζονται ανάλογα, σύγχρονα και ασύγχυτα και στη νομή της ζωής και στη νομή της ουσίας.
Οι τρεις, σημειωτέον, γνωστοί υποστατικοί τρόποι, το «αγέννητο» («εισακτό»), το «γεννητό» («εξακτό») και το «εκπορευτό» («παρακτό»), εφαρμόζονται μόνο στα πλαίσια του σχήματος της κάθε είδους νομής, χαρακτηρίζουν μόνο την ατομία (άτομο) του οποιουδήποτε νεμητού φυσικού στοιχείου («υπόσταση»), είτε την ατομία (άτομο) της ενέργειας, είτε την ατομία (άτομο) της ουσίας, είτε την ατομία (άτομο) της ζωής και όχι αυτό καθεαυτό το φυσικό στοιχείο («επίσταση»), αυτή, δηλαδή, καθεαυτή την ενέργεια, την ουσία και τη ζωή, εκφράζουν μόνο ένα μέρος του όλου φυσικού στοιχείου και όχι το όλο φυσικό στοιχείο και ορίζονται μόνο συσχετικά και αντεπιδεικτικά μεταξύ τους, ο ένας σε σχέση και αντεπίδειξη με τον άλλο και όχι μεμονωμένα και ανεξάρτητα.
Αυτό σημαίνει ότι κατ' ακρίβεια, δεν έχουμε «αγέννητη» («εισακτή»), «γεννητή» («εξακτή») και «εκπορευτή» («παρακτή») ενέργεια ή ουσία ή ζωή, αλλά «αγέννητη» («εισακτή»), «γεννητή» («εξακτή») και «εκπορευτή» («παρακτή») ατομία (άτομο) ενεργείας ή ουσίας ή ζωής και ότι το «αγέννητο» («εισακτό») ορίζεται μόνο αν υπάρχει «γεννητό» («εξακτό») και «εκπορευτό» («παρακτό») και αντεπιδεικτικά, σε αντιπαραβολή μαζί τους, εκφράζοντας μόνο το πρώτο και αίτιο (πρωταίτιο) μέρος του νεμόμενου όλου και όχι το όλο, γι' αυτό και όταν το όλο της ουσίας δεν επιμερίζεται σε πλείονα του ενός ουσιαστικά άτομα («επιμεριστικά άτομα») αλλά αποτελεί ένα και μόνο και το αυτό και το ίδιο ακριβώς ουσιαστικό άτομο («καθολικό άτομο»), όπως μόνο στη θεία φύση συμβαίνει, τότε το ένα και μοναδικό και «καθολικό» ουσιαστικό αυτό άτομο, το οποίο εμπεριέχει και εκφράζει ολόκληρη την ουσία και όχι ένα μόνο μέρος της, δε χαρακτηρίζεται ως «αγέννητο» («εισακτό») αλλά ως «ανέμητο», «αδιάφορο» και «ουδέτερο».
Δυστυχώς, οι Παλαιορθόδοξοι του Ανατολικού Χριστιανισμού και οι εξ αυτών προκύψαντες λοιποί αιρετικοί, λόγω ανεπαρκούς θεολογικής και γνωσιολογικής καταρτίσεως, αδυνατούσαν να κατανοήσουν και να ορίσουν ορθά τα τέσσερα φυσικά στοιχεία του όντος, ταύτιζαν την ουσία με τη ζωή και την ατομία της ουσίας με την ατομία της ζωής, δε μπορούσαν να αντιληφθούν και να ορίσουν ορθά τις έννοιες της «επιστάσεως» (ούτε καν υπήρχε ως όρος στο δογματικό τους λεξιλόγιο) και της «υποστάσεως», διακρίνοντας την ενοντολογική από τη διοντολογική θεώρηση του όντος, καθώς και την έννοια του «προσώπου», με μωροκακόδοξο αποτέλεσμα να συγχύσουν το «υπέρλογο» με το «παράλογο» στο Τριαδικό Δόγμα, αποδίδοντες και την τριαδικότητα (τριατομικότητα) και τη μοναδικότητα (μονοατομικότητα) στο ίδιο φυσικό στοιχείο της «ουσιοζωής» και λέγοντες ανοήτως ότι το ίδιο φυσικό στοιχείο («ουσιοζωή») είναι συγχρόνως και τριαδικό (τριατομικό) και μοναδικό (μονοατομικό) και ότι πρόκειται για υπερφυσικό και ανερμήνευτο μυστήριο. Ούτε οι ίδιοι δε μπορούσαν να κατανοήσουν όσα έλεγαν.
Εν τέλει, το Μέγα Μυστήριο της Θείας Τριάδος και Μονάδος, η τριαδικότητα, δηλαδή, ή αλλιώς, τριατομικότητα, της θείας νοεράς ζωής, σε συνδυασμό με τη μοναδικότητα ή μονοατομικότητα της θείας νοεράς ουσίας (και της ενδιάθετης θείας νοεράς ενέργειας), είναι και «έλλογο», αφενός, διότι η ορθή και επιστημονική λογική παραδέχεται σε τελευταία ανάλυση και κατανοεί ότι το συνδυασμό αυτό πρέπει, πράγματι, να επιτυγχάνει μία φύση για να χαρακτηρίζεται φυσικώς ως «τελεία», αλλά και «υπέρλογο», αφετέρου, διότι η κτιστή λογική αδυνατεί να κατανοήσει τον τρόπο επίτευξης αυτού του ιδανικού οντολογικού συνδυασμού.
† Ο Παλαιάς, Νέας Ειρηνουπόλεως, Αθήνης, Συμπάσης Εστίας Και Απάσης Οικουμένης Ιωάννης Ι΄ - Ε΄ Ιλαρίων Α΄ (Ο Σιώκος)
3Δ΄. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ. ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ (Δ΄). ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ.
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩΘΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΝΗΚΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΝΗΣΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΙΩΚΟΝ, ΘΕΟΛΟΓΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΠΑΣΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ.
Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΞΙΛΑΣΜΟΥ
ΚΥΡΙΑ ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
I. Η ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΘΕΟΝ ΙΛΑΣΤΗΡΙΟΥ ΜΕΣΙΤΕΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ
ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΣ
Α΄. Θεῖον.
1. Ἀρχέτυπον: Οἰκονομικὸς Θεός.
Β΄. Ἀνθρώπινον.
α΄. Ἱερόν.
2. Ἔκτυπον: Ἱερεῖς (↑).
β΄. Κοσμικόν.
3. Ἀντίτυπον: Λαὸς (↓).
* Ὑπέρβασις:
α΄. Καθολικὴ θεώρησις: Ὑπέρθειον: Ἀΐδιος Θεός.
β΄. Ὁλικὴ θεώρησις: Θεῖον: Οἰκονομικὸς Θεός.
γ΄. Μερικὴ θεώρησις: Ἱερόν: Ἱερεῖς.
ΠΕΝΤΑΔΙΚΗ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΣ
Α΄. Θεῖον.
1. Ἀρχέτυπον: Οἰκονομικὸς Θεός.
Β΄. Ἀνθρώπινον.
α΄. Ἱερόν.
2. Πρωτότυπον: Ἀρχιερεῖς (↑).
3. Πρότυπον: Ἱερεῖς (↑).
β΄. Κοσμικόν.
4. Ἔκτυπον: Βασιλεῖς (↑).
5. Ἀντίτυπον: Λαὸς (↓).
Α΄ ΤΡΙΑΔΙΚΟΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΝ ΑΠΟΤΜΗΜΑ ΕΚ ΠΕΝΤΑΔΙΚΗΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ
Α΄. Θεῖον.
1. Ἀρχέτυπον: Οἰκονομικὸς Θεός.
Β΄. Ἀνθρώπινον.
α΄. Ἱερόν.
αα΄. Μέγα Ἱερόν.
2. Ἔκτυπον: Ἀρχιερεῖς (↑).
αβ΄. Μικρὸν Ἱερόν.
3. Ἀντίτυπον: Ἱερεῖς (↓).
* Ὑπέρβασις:
α΄. Καθολικὴ θεώρησις: Ὑπέρθειον: Ἀΐδιος Θεός.
β΄. Ὁλικὴ θεώρησις: Θεῖον: Οἰκονομικὸς Θεός.
γ΄. Μερικὴ θεώρησις: Μέγα Ἱερόν: Ἀρχιερεῖς.
Ἐν προκειμένῳ, ὑπὸ μὲν τὸ ἀνάστροφον καὶ ἀνωφερὲς βέλος (↑), ὑποδηλοῦται αὐτὸ τὸ ἀρχιερατικὸν ἔκτυπον (εἰκών), λόγῳ τῆς ἀναστρόφου καὶ ἀνωφεροῦς ἀναγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) ἐντελεχειακῆς κινήσεως τοῦ ἱερατικοῦ ἀντιτύπου πρὸς τὸ θεῖον ἀρχέτυπον, ὡς ἐντελεχειακὸν προϊὸν τῆς ὁποίας προκύπτει τὸ ἀρχιερατικὸν ἔκτυπον (εἰκών), ὑπὸ δὲ τὸ ἀντίθετον καὶ κατωφερὲς βέλος (↓), αὐτὴ ἡ ἀναγωγικὴ (ὁμοιωτική) βάσις, ἤτοι, τὸ ἱερατικὸν ἀντίτυπον.
Ἐξ ἐπόψεως δὲ συμβολικῆς ἀριθμολογίας καὶ ὑπὸ τὴν «μερικήν» θεώρησιν καὶ ἐφαρμογὴν αὐτῆς, ἐάν, δηλαδή, δὲν ληφθῇ ὑπ' ὄψει οὔτε τὸ «ὑπέρθειον», ἡ ἀΐδιος θεία ἱερωσύνη, οὔτε τὸ «θεῖον», ἡ εἰς τὴν θείαν οἰκονομίαν πνευματικὴ μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, ἡ ὁποία ἦτο ἀποῦσα καὶ ἄγνωστος εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, καὶ ἡ ἀντίληψις περιορισθῇ μόνον εἰς τὰ πλαίσια τοῦ «ἱεροῦ», τῆς μέχρι τότε παρούσης καὶ γνωστῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, καὶ ἀνὰ μέσον τῶν δύο εἰδῶν αὐτοῦ, τοῦ «μεγάλου ἱεροῦ» καὶ τοῦ «μικροῦ ἱεροῦ», εἰς μὲν τοὺς ἱερεῖς τῆς λευϊτικῆς ἱερωσύνης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης («μικρὸν ἱερόν»), τοὺς φορεῖς αὐτῆς καὶ μόνης τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἀναλογεῖ ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ (7), ὁ ὁποῖος συμβολικῶς ὑποδηλοῖ τὸ «πλήρωμα» καὶ ἐν προκειμένῳ, τὴν φυσικὴν τελετουργικὴν πληρότητα.
Εἰς δὲ τοὺς ἀρχιερεῖς Αὐτῆς («μέγα ἱερόν»), τοὺς φορεῖς τῆς τε ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, προσιδιάζει ὁ ἀριθμὸς ὀκτὼ (8), ὁ ὁποῖος συμβολικῶς σημαίνει τὸ «ὑπερπλήρωμα», τουτέστι, τὴν «ὑπέρβασιν τοῦ πληρώματος», καὶ ἐν προκειμένῳ, τὴν μεταφυσικὴν τελετουργικὴν ὑπερπληρότητα, δεδομένου ὅτι ἡ μεταφυσικὴ ψυχὴ ὑπερβαίνει τὴν φυσικὴν σάρκα καὶ ἀναλόγως, ἡ μεταφυσικὴ καὶ ψυχικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη, τὴν φυσικὴν καὶ σαρκικὴν τοιαύτην.
Ὑπὸ δὲ τὴν «ὁλικήν» θεώρησιν καὶ ἐφαρμογήν, ὁ μὲν πληρωματικὸς ἀριθμὸς ἑπτὰ (7), ἁρμόζει συμβολικῶς εἰς τὸ ἀνθρώπινον σύνολον τῆς τε μεταφυσικῆς ψυχικῆς καὶ τῆς φυσικῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ὁ δὲ ὑπερπληρωματικὸς ἀριθμὸς ὀκτὼ (8), εἰς τὴν θείαν, ὑπερφυσικὴν καὶ πνευματικὴν μυστικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην, ὡς πᾶσαν τὴν συμβολικήν, τήν τε ψυχικὴν καὶ τὴν σαρκικήν, ὑπερβαίνουσαν.
Κατὰ δὲ τὴν «καθολικήν» τοιαύτην, τὸ πληρωματικὸν ἑπτὰ (7) ἀντιστοιχεῖ συμβολικῶς εἰς πᾶσαν τὴν τελετουργικὴν καὶ «οἰκονομικήν» λεγομένην ἱερωσύνην, τὴν εἰς τὰ ἔξωθεν πλαίσια τῆς καλουμένης «θείας οἰκονομίας», τῆς θείας, δηλονότι, δημιουργίας, μυστικῶς καὶ συμβολικῶς ἐνεργουμένην, τήν τε πνευματικὴν μυστικήν, τήν τε ψυχικὴν συμβολικὴν καὶ τὴν σαρκικὴν συμβολικήν.
Ἐνῷ, τὸ ὑπερπληρωματικὸν ὀκτὼ (8), εἰς τὴν κατ' ἐξοχὴν ὑπερβατικὴν καὶ «ἀΐδιον» ὀνομαζομένην ἱερωσύνην, τὴν εἰς τὰ ἔσωθεν πλαίσια τῆς λεγομένης «θείας ἀϊδιότητος», αὐτῆς ταύτης, δηλαδή, τῆς Θείας Τριάδος, ἀπερινοήτως ἐπιγινωσκομένην.
Β΄ ΤΕΤΡΑΔΙΚΟΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΝ ΑΠΟΤΜΗΜΑ ΕΚ ΠΕΝΤΑΔΙΚΗΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ
Β΄. Ἀνθρώπινον.
α΄. Ἱερόν.
1. Ἀρχέτυπον: Ἀρχιερεῖς.
2. Πρότυπον: Ἱερεῖς (↑).
β΄. Κοσμικόν.
3. Ἔκτυπον: Βασιλεῖς (↑).
4. Ἀντίτυπον: Λαὸς (↓).
ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΣΥΜΠΤΥΞΙΣ ΤΕ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΣ
Β΄ ΤΕΤΡΑΔΙΚΟΥ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΥ ΑΠΟΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΚ ΠΕΝΤΑΔΙΚΗΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ
Β΄. Ἀνθρώπινον.
α΄. Ἱερόν.
1. Ἀρχέτυπον: Ἱερεῖς (Ἀρχιερεῖς τε καὶ Ἱερεῖς).
β΄. Κοσμικόν.
βα΄. Μέγα Κοσμικόν.
2. Ἔκτυπον: Βασιλεῖς (↑).
ββ΄. Μικρὸν Κοσμικόν.
3. Ἀντίτυπον: Λαὸς (↓).
* Ὑπέρβασις:
α΄. Καθολικὴ θεώρησις: Ὑπέρθειον: Ἀΐδιος Θεός.
β΄. Ὁλικὴ θεώρησις: Θεῖον: Οἰκονομικὸς Θεός.
γ΄. Μερικὴ θεώρησις:
1. Ἱερόν: Ἀρχιερεῖς τε καὶ Ἱερεῖς.
2. Μέγα Κοσμικόν: Βασιλεῖς.
Ὧδε, ἡ ἐντελεχειακὴ σύμπτυξις ἀμφοτέρων τῶν ἐντελεχειακῶν εἰδῶν τῆς μεσαιτίας (αἰτιατῆς αἰτίας) ἐντελεχειακῆς βαθμίδος τοῦ «ἱεροῦ», τῶν τε «ἀρχιερέων» καὶ τῶν «ἱερέων», εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ἐντελεχειακὸν εἶδος, γνωστὸν ὑπὸ τὸ κοινὸν καὶ συμπεριληπτικὸν ὄνομα «ἱερεῖς» καὶ ἔσωθεν ἑαυτοῦ ὑποδιακριτὸν εἰς «ἀρχιερεῖς» καὶ εἰς «ἱερεῖς», ὀφείλεται εἰς τὴν μείονα ἐννοιολογικὴν καὶ ἐξουσιαστικὴν ἀπόστασιν μεταξὺ τῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν ἐξουσιῶν τοῦ ἱερέως καὶ τοῦ ἀρχιερέως.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν μείζονα τοιαύτην ἀπόστασιν ἀνὰ μέσον τῶν ἀναλόγων ἐννοιῶν καὶ τῶν ἐξουσιαστικῶν θέσεων τοῦ βασιλέως μονάρχου καὶ τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία δύναται νὰ διατηρῇ ἀσύμπτυκτα καὶ ἐν ἀναπτύξει ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα ἐντελεχειακὰ εἴδη τῆς αἰτιατῆς ἐντελεχειακῆς βαθμίδος τοῦ «κοσμικοῦ», παρὰ τὴν σύμπτυξιν τῶν ἀντιστοίχων πρὸς αὐτὰ «ἱερῶν» εἰδῶν.
Καὶ τὸ μὲν ἀνωφερὲς βέλος (↑), ὑποδηλοῖ αὐτὸ τὸ βασιλικὸν ἔκτυπον (εἰκόνα), ὡς προϊὸν τῆς ἀνωφεροῦς ἀναγωγικῆς (ὁμοιωτικῆς) κινήσεως τοῦ λαϊκοῦ ἀντιτύπου πρὸς τὸ ἱερατικὸν (ἀρχιερατικόν τε καὶ ἱερατικόν) ἀρχέτυπον, τὸ δὲ κατωφερὲς (↓), αὐτὸ τὸ λαϊκὸν ἀντίτυπον, ὡς ἀναγωγικὴν (ὁμοιωτικὴν) βάσιν.
Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὴν συμβολικὴν ἀριθμολογίαν καὶ ἐάν, κατὰ τὴν «μερικὴν» θεώρησιν, ἀγνοηθῇ καὶ τὸ «ὑπέρθειον» καὶ τὸ «θεῖον» καὶ τὸ «ἱερόν» καὶ ἡ ἀντίληψις περιορισθῇ μόνον εἰς τὰ πλαίσια τοῦ «κοσμικοῦ» καὶ μεταξὺ τῶν δύο αὐτοῦ εἰδῶν, τοῦ «μεγάλου κοσμικοῦ» καὶ τοῦ «μικροῦ κοσμικοῦ», διὰ μὲν τοῦ πληρωματικοῦ ἀριθμοῦ ἑπτὰ (7), ὑποδηλοῦται συμβολικῶς τὸ λαϊκὸν πλήρωμα («μικρὸν κοσμικόν»).
Διὰ δὲ τοῦ ὑπερπληρωματικοῦ ἀριθμοῦ ὀκτὼ (8), ἡ βασιλικὴ ὑπερπληρότης («μέγα κοσμικόν»), ἡ ἀπόλυτος, δηλονότι, μοναρχία, δεδομένου ὅτι εἰς τὰ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα ὁ βασιλεύς, ὡς ἀπόλυτος μονάρχης, δὲν συμπεριλαμβάνεται «ἐν τῷ λαϊκῷ πληρώματι», ἀλλ' ὑπέρκειται «ὑπὲρ τὸ πλήρωμα τοῦ λαοῦ».
Κατὰ δὲ τὴν «ὁλικήν» θεώρησιν, ἡ μὲν πληρότης τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτὰ (7) χαρακτηρίζει συμβολικῶς πᾶν τὸ «ἀνθρώπινον», τό τε «ἱερόν» καὶ τὸ «κοσμικόν», ἡ δὲ ὑπερπληρότης τοῦ ἀριθμοῦ ὀκτὼ (8), τὸ «θεῖον», τὸ ὑπερβαῖνον πᾶν ἀνθρώπινον, κοσμικόν τε καὶ ἱερόν˙ ὑπὸ δὲ τὴν «καθολικήν», τὸ μὲν ἑπταδικὸν πλήρωμα (7) προσιδιάζει συμβολικῶς εἰς πᾶν τὸ «οἰκονομικόν», εἴτε «θεῖον», εἴτε «ἀνθρώπινον», «ἱερόν» ἢ «κοσμικόν», τὸ δὲ ὀκταδικὸν ὑπερπλήρωμα (8) εἰς αὐτὴν καὶ μόνην τὴν «θείαν ἀϊδιότητα», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, εἰς τὸ «ὑπέρθειον».
ΔΥΑΔΙΚΗ ΚΑΤ' ΑΜΦΩ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΣΥΜΠΤΥΞΙΣ
Β΄ ΤΕΤΡΑΔΙΚΟΥ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΟΥ ΑΠΟΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΚ ΠΕΝΤΑΔΙΚΗΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ
Β΄. Ἀνθρώπινον.
α΄. Ἱερόν.
1. Ἀρχέτυπον: Ἱερεῖς (Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς).
β΄. Κοσμικόν.
2. Ἀντίτυπον: Λαὸς (Βασιλεῖς καὶ Λαός).
ΕΠΤΑΔΙΚΗ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΣ* (Ἐλλειπτική)
Α΄. Θεῖον.
1. Ἀρχέτυπον: Οἰκονομικὸς Θεός.
Β΄. Ἀνθρώπινον.
α΄. Ἱερόν.
2. Πρωτιστότυπον: Ἀρχιερεῖς (↑).
3. Πρωτότυπον: Πρωθιερεῖς* (↑)/(ἐλλεῖπον ὀφφίκιον).
4. Προτερότυπον: Παριερεῖς* (↑)/(ἐλλεῖπον ὀφφίκιον).
β΄. Κοσμικόν.
5. Πρότυπον: Βασιλεῖς (↑).
6. Ἔκτυπον: Ἄρχοντες (↑).
7. Ἀντίτυπον: Λαὸς (↓).
Ὅθεν, αἱ ἐξιλαστικαὶ ὁμάδες εἰς τὸν ἀρχαῖον Ἰσραήλ, αἱ ἔχουσαι χρείαν ἐξιλεώσεως τοῦ θείου καὶ διὰ τῆς τελετῆς τοῦ Ἐξιλασμοῦ συμβολικῶς ἐπιτυγχάνουσαι αὐτῆς, διαμορφοῦνται συμφώνως πρὸς τὰ παραπάνω ἐντελεχειακὰ σχήματα τῆς πρὸς θεὸν ἱλαστηρίου μεσιτείας, ὡς ἑξῆς:
Α΄. Κατ' ἀρχάς, μέν, τριαδικῶς, «κατά τε σύμπτυξιν καὶ ἀνάπτυξιν», ὡς:
α΄. Ἱερόν.
1. Ἀρχέτυπον: Ἱερεῖς: Ἀρχιερεῖς (↑) καὶ Ἱερεῖς (↓).
β΄. Κοσμικόν.
βα΄. Μέγα Κοσμικόν.
2. Ἔκτυπον: Βασιλεῖς (↑).
ββ΄. Μικρὸν Κοσμικόν.
3. Ἀντίτυπον: Λαὸς (↓).
Β΄. Ἐν δὲ τέλει, δυαδικῶς καὶ «κατὰ σύμπτυξιν κατ' ἄμφω», ὡς:
α΄. Ἱερόν.
1. Ἀρχέτυπον: Ἱερεῖς: Ἀρχιερεῖς (↑) καὶ Ἱερεῖς (↓).
β΄. Κοσμικόν.
2. Ἀντίτυπον: Λαός: Βασιλεῖς (↑) καὶ Λαὸς (↓).
II. ΑΙ ΣΤΑΥΡΟΕΙΔΕΙΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΙ «ΙΕΡΕΙΣ - ΒΑΣΙΛΕΙΣ - ΛΑΟΣ»
ΚΑΙ «ΗΜΕΡΟΤΗΣ - ΗΜΙΑΓΡΙΟΤΗΣ - ΑΓΡΙΟΤΗΣ»
Ή «ΘΥΣΙΑ ΗΜΕΡΩΝ - ΘΥΣΙΑ ΗΜΙΑΓΡΙΩΝ - ΘΥΣΙΑ ΑΓΡΙΩΝ»
Ή «ΑΙΜΑ ΗΜΕΡΩΝ - ΑΙΜΑ ΗΜΙΑΓΡΙΩΝ - ΑΙΜΑ ΑΓΡΙΩΝ»
Ἡ ἐξιλέωσις τοῦ τε προαδαμιαίου καὶ προπτωτικοῦ ἐν Τριάδι ὅλως ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, τῶν Τριῶν, δηλονότι, προαδαμιαίων τε καὶ προπτωτικῶν Θεοψυχανθρώπων, ὑπὸ τοῦ ἀδαμιαίου καὶ μεταπτωτικοῦ Ψυχανθρώπου, ἐκ μέρους, δηλαδή, τῶν ἀπογόνων τοῦ πάλαι πεπτωκότος προπάτορος Ἀδάμ, ἐπιγινώσκεται δογματολογικῶς ὡς ἡ ἀνάστροφος ἐντελεχειακὴ κίνησις τῆς ἀντιστρόφου ἐντελεχείας τῆς ἐξημερώσεως.
Ἡ ὁποία ἐντελέχεια, κατὰ μὲν τὸν ἐντελεχειακὸν κανόνα, κινεῖται ἀντιστρόφως, τουτέστιν, ἀτελοστρόφως, ἐκ τοῦ τελείου ἀρχετύπου τῆς ἡμερότητος (ἡμέρου καταστάσεως), ἤτοι, αὐτῆς ταύτης τῆς ἐξημερώσεως, διὰ τοῦ ἡμιτελοῦς ἐκτύπου τῆς ἡμιαγριότητος (ἡμιαγρίου καταστάσεως), εἰς τὸ ἀτελὲς ἀντίτυπον τῆς ἀγριότητος (ἀγρίας καταστάσεως), κατὰ δὲ τὴν ἐξιλεωτικὴν κλίμακα, νοεῖται ἀναστρόφως, τουτέστι, τελειοστρόφως, ἐκ τῆς ἀντιτύπου καὶ ἀτελοῦς ἀγριοσύνης, διὰ τῆς ἐκτύπου καὶ ἡμιτελοῦς ἡμιαγριοσύνης, εἰς τὴν ἀρχέτυπον καὶ τελείαν ἡμεροσύνην.
Καὶ ἡ μὲν ἀγρία κατάστασις, ἑρμηνεύεται ἠθικολογικῶς ὡς «ἁμαρτωλότης», ἡ δὲ ἡμιάγριος, ὡς «ἡμιαγνισμός» («ἡμικαθαρμός» τε καὶ «ἡμιφωτισμός») καὶ «ἡμιαγιασμός», ἡ δὲ ἥμερος, ὡς «ἁγνισμός» («καθαρμός» τε καὶ «φωτισμός») καὶ «ἁγιασμός».
Εἰς δὲ τὴν «σκιώδη» ἐκείνην ἐποχὴν τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτο ἀποῦσα ἡ Θεία Χάρις καὶ συνεπῶς, ἡ πραγματική, ἤτοι, «πνευματική», ὕπαρξις τῆς θείας ἐξιλεώσεως καὶ ἐπεκράτουν οἱ τύποι καὶ τὰ σύμβολα, ἡ ἐξιλέωσις τοῦ θείου ὑπὸ τοῦ ἀνθρωπίνου ἔπρεπε νὰ ὑποδηλῶται καὶ αὕτη συμβολικῶς καὶ κατ' ἀκρίβειαν τριαδικῶς καὶ κατ' ἀνάπτυξιν εἰς τρία στάδια˙ διά τε τῆς «ζωοθυσίας τῶν ἀγρίων», διά τε τῆς «ζωοθυσίας τῶν ἡμιαγρίων» καὶ διὰ τῆς «ζωοθυσίας τῶν ἡμέρων», δι' ἑκάστην ἐκ τῶν τριῶν προεκτεθεισῶν ἐξιλαστικῶν ὁμάδων τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ, καὶ διὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ διὰ τοὺς βασιλεῖς καὶ διὰ τὸν λαόν.
Ὅθεν, κατ' ἀρχήν, κατὰ κανόνα καὶ κατ' ἀνάπτυξιν, εἰς μὲν τὴν κατὰ μῆκος ἢ κατακόρυφον ἐντελεχειακὴν διάστασιν, ἔπρεπε νὰ ἔχωμεν τριαδικῶς ἀνεπτυγμένην τὴν ἐντελέχειαν τῶν ἀρχαίων ἰσραηλιτικῶν ἐξιλαστικῶν ὁμάδων, ὡς «Ἱερεῖς-Βασιλεῖς-Λαός».
Εἰς δὲ τὴν κατὰ πλάτος ἢ ὁριζοντίαν ἐντελεχειακὴν διάστασιν, ἀναλόγως καὶ τὴν ἐντελέχειαν τῆς ἐξημερώσεως, ὡς «Ἡμερότης-Ἡμιαγριότης-Ἀγριότης», καθὼς καὶ τὴν συμβολικὴν μεταγραφὴν αὐτῆς, ὡς «Θυσία Ἡμέρων-Θυσία Ἡμιαγρίων-Θυσία Ἀγρίων», ἢ «Αἷμα Ἡμέρων-Αἷμα Ἡμιαγρίων-Αἷμα Ἀγρίων», ὡς ἑξῆς:
1. Ἱερεῖς
(Ἀρχιερεῖς τε καὶ Ἱερεῖς):
Ἡμερότης - Ἡμιαγριότης - Ἀγριότης.
Θυσία Ἡμέρων - Θυσία Ἡμιαγρίων - Θυσία Ἀγρίων.
Αἷμα Ἡμέρων - Αἷμα Ἡμιαγρίων - Αἷμα Ἀγρίων.
2. Βασιλεῖς: Ἡμερότης - Ἡμιαγριότης - Ἀγριότης.
Θυσία Ἡμέρων - Θυσία Ἡμιαγρίων - Θυσία Ἀγρίων.
Αἷμα Ἡμέρων - Αἷμα Ἡμιαγρίων - Αἷμα Ἀγρίων.
3. Λαός: Ἡμερότης - Ἡμιαγριότης - Ἀγριότης.
Θυσία Ἡμέρων - Θυσία Ἡμιαγρίων - Θυσία Ἀγρίων.
Αἷμα Ἡμέρων - Αἷμα Ἡμιαγρίων - Αἷμα Ἀγρίων.
Καὶ ἡ μὲν ἀρχέτυπος ἐξιλαστικὴ ὁμὰς τῶν Ἱερέων (Ἀρχιερέων τε καὶ Ἱερέων), καίτοι ἐμπεριέχουσα πᾶσαν τὴν ἐξημέρωσιν, τήν τε ἀγριότητα, τήν τε ἡμιαγριότητα καὶ τὴν ἡμερότητα, ὡς καὶ πάσας τὰς συμβολικὰς αὐτῆς ζωοθυσίας καὶ τὰ αἵματα, τῶν τε ἀγρίων, τῶν τε ἡμιαγρίων καὶ τῶν ἡμέρων, ἔπρεπε νὰ προσιδιάζῃ κατ' ἐξοχὴν πρός τε τὴν ἀρχέτυπον κατάστασιν τῆς ἡμεροσύνης καὶ πρὸς τὴν ἀρχέτυπον θυσίαν καὶ τὸ αἷμα τῶν ἡμέρων ζώων˙ ἡ δὲ ἔκτυπος ἐξιλαστικὴ ὁμὰς τῶν Βασιλέων, κατ' ἐξοχὴν πρός τε τὴν ἔκτυπον κατάστασιν τῆς ἡμιαγριοσύνης καὶ πρὸς τὴν ἔκτυπον θυσίαν καὶ τὸ αἷμα τῶν ἡμιαγρίων ζώων˙ ἡ δὲ ἀντίτυπος ἐξιλαστικὴ ὁμὰς τοῦ Λαοῦ, κατ' ἐξοχὴν πρός τε τὴν ἀντίτυπον κατάστασιν τῆς ἀγριοσύνης καὶ πρὸς τὴν ἀντίτυπον θυσίαν καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀγρίων ζώων.
Ἐπειδή, ὅμως, εὐλόγως, ἡ θυσία τῶν ἀγρίων ζώων ἦτο, ἐκ τῶν πραγμάτων, προβληματική, ἀκατάλληλος καὶ ἀσυνήθης, τόσον εἰς τὸν ἀρχαῖον Ἰσραήλ, ὅσον καὶ εἰς τὸν ἀρχαῖον, ἐν γένει, κόσμον, ἀλλ' ἔτι καὶ ἀθέσπιστος ὑπὸ τοῦ Μωσαϊκοῦ Θείου Νόμου καὶ ἀθέμιτος κατ' Αὐτόν, ἐν προκειμένῳ, προκαλεῖται κατ' οἰκονομίαν ἐντελεχειακὴ σύμπτυξις εἰς τὴν κατὰ πλάτος ἢ ὁριζοντίαν ἐντελεχειακὴν διάστασιν καὶ εἰς τὴν ἐντελέχειαν τῆς ἐξημερώσεως.
Οὕτως, ἡ τοιαύτη ἐντελέχεια συμπτύσσεται δυαδικῶς ὡς «Ἡμερότης-Ἀγριότης» καὶ συμβολικῶς καὶ ἀναλόγως ὡς «Θυσία Ἡμέρων-Θυσία Ἡμιαγρίων», ἢ «Αἷμα Ἡμέρων-Αἷμα Ἡμιαγρίων», προκαλοῦσα ἀνάλογον ἐντελεχειακὴν σύμπτυξιν καὶ εἰς τὴν κατὰ μῆκος ἢ κατακόρυφον ἐντελεχειακὴν διάστασιν καὶ εἰς τὴν ἐντελέχειαν τῶν ἐξιλαστικῶν ὁμάδων τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ, ὡς «Ἱερεῖς-Λαός».
Δεδομένου, δέ, ὅτι ὁ Ἰουδαϊκὸς Νόμος, διὰ μὲν τὰς ζωοθυσίας τῶν ἡμέρων, προέβλεπεν ἓν καὶ μόνον ζωϊκὸν εἶδος, τὸ τῶν ἀμνῶν (κριῶν), διὰ δὲ τὰς ζωοθυσίας τῶν ἡμιαγρίων, δύο διάφορα ζωϊκὰ εἴδη, τὸ τῶν μόσχων, ἀφ' ἑνός, καὶ τὸ τῶν τράγων (χιμάρων), ἀφ' ἑτέρου, κατὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἐξιλασμοῦ, εἰς μὲν τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν τῶν ἡμέρων ζώων―ἡ ὁποία ἐτελεῖτο τελευταία «εἰς ὁλοκαύτωμα» καὶ συνεβόλιζε τὴν ὁλοκλήρωσιν καὶ τὸ τέλος τῆς ἐξιλαστηρίου ἐξημερώσεως τοῦ τε «ἱεροῦ» καὶ τοῦ «κοσμικοῦ», τὴν μετάβασιν, δηλαδή, τῶν τε Ἱερέων καὶ τοῦ Λαοῦ ἀπὸ συμπάσης τῆς ἀγρίας (ἡμιαγρίου τε καὶ ἀγρίας) εἰς τὴν ἥμερον κατάστασιν―ἀμφότεραι αἱ κατὰ σύμπτυξιν ἐξιλαστικαὶ ὁμάδες, τῶν τε Ἱερέων καὶ τοῦ Λαοῦ, ἐξεπροσωποῦντο συμβολικῶς ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ ζωϊκοῦ εἴδους, τοῦ ἀμνοῦ (κριοῦ), ἀλλ' ἑκάστη ὑπὸ τοῦ ἰδίου αὐτῆς ἀμνοῦ (κριοῦ).
Εἰς δὲ τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν τῶν ἡμιαγρίων ζώων―ἡ ὁποία ἐτελεῖτο πρώτη «περὶ ἁμαρτίας» συμβολίζουσα τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ μέσον τῆς ἐξιλαστηρίου ἐξημερώσεως, τὴν ἀποταγήν, δηλονότι, συμπάσης τῆς ἀγρίας (ἡμιαγρίου τε καὶ ἀγρίας) καταστάσεως ὑπό τε τῶν Ἱερέων καὶ τοῦ Λαοῦ καὶ τὴν ἐμμονὴν καὶ τὴν προκοπὴν εἰς τὴν τοιαύτην ἀποταγήν―οἱ μὲν Ἱερεῖς (Ἀρχιερεῖς τε καὶ Ἱερεῖς), ὑπεδηλοῦντο συμβολικῶς διὰ τοῦ προσιδιάζοντος αὐτοῖς ζωϊκοῦ εἴδους τοῦ μόσχου, τὸ ὁποῖον συμβολικῶς ἐθεωρεῖτο ὡς «ἱερώτερον», ὁ δὲ Λαὸς (Βασιλεῖς τε καὶ Λαός), διὰ τοῦ ἀναλογοῦντος αὐτῷ ζωϊκοῦ εἴδους τοῦ τράγου (χιμάρου), τὸ ὁποῖον ἐξελαμβάνετο συμβολικῶς ὡς «κοσμικώτερον».
Ὅθεν, ἐν τέλει, κατ' οἰκονομίαν καὶ κατὰ σύμπτυξιν, εἰς μὲν τὴν κατὰ πλάτος ἢ ὁριζοντίαν ἐντελεχειακὴν διάστασιν, ἔχομεν δυαδικῶς συμπεπτυγμένην τὴν ἐντελέχειαν τῆς ἐξημερώσεως, ὡς «Ἡμερότης-Ἀγριότης», καθὼς καὶ τὴν συμβολικὴν μεταγραφὴν αὐτῆς, ὡς «Θυσία Ἡμέρων-Θυσία Ἡμιαγρίων», ἢ «Αἷμα Ἡμέρων-Αἷμα Ἡμιαγρίων», εἴτε ὡς «Θυσία Ἀμνοῦ Α΄-Θυσία Μόσχου», ἢ «Αἷμα Ἀμνοῦ Α΄-Αἷμα Μόσχου», ὅσον ἀφορᾷ εἰς τοὺς Ἱερεῖς (Ἀρχιερεῖς τε καὶ Ἱερεῖς), εἴτε ὡς «Θυσία Ἀμνοῦ Β΄-Θυσία Τράγου», ἢ «Αἷμα Ἀμνοῦ Β΄-Αἷμα Τράγου», ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸν Λαὸν (Βασιλεῖς τε καὶ Λαός).
Εἰς δὲ τὴν κατὰ μῆκος ἢ κατακόρυφον ἐντελεχειακὴν διάστασιν, ἀναλόγως καὶ τὴν ἐντελέχειαν τῶν ἀρχαίων ἰσραηλιτικῶν ἐξιλαστικῶν ὁμάδων, ὡς «Ἱερεῖς-Λαός», ὡς ἑξῆς:
1. Ἱερεῖς
(Ἀρχιερεῖς τε καὶ Ἱερεῖς):
Ἡμερότης - Ἀγριότης.
Θυσία Ἡμέρων - Θυσία Ἡμιαγρίων.
(Θυσία Ἀμνοῦ Α΄ - Θυσία Μόσχου)
(Αἷμα Ἀμνοῦ Α΄ - Αἷμα Μόσχου)
2. Λαὸς
(Βασιλεῖς τε καὶ Λαός):
Ἡμερότης - Ἀγριότης.
Θυσία Ἡμέρων - Θυσία Ἡμιαγρίων.
(Θυσία Ἀμνοῦ Β΄ - Θυσία Τράγου)
(Αἷμα Ἀμνοῦ Β΄ - Αἷμα Τράγου)
Καὶ ἡ μὲν αἰτία ἐξιλαστικὴ ὁμὰς τοῦ «ἱεροῦ», τῶν τε Ἀρχιερέων καὶ τῶν Ἱερέων, τῶν κατὰ συνεκδοχὴν καὶ καθόλου «Ἱερέων» λεγομένων, περιλαμβάνουσα, μέν, καὶ τὴν ἥμερον καὶ σύμπασαν τὴν ἀγρίαν (ἡμιάγριόν τε καὶ ἀγρίαν) κατάστασιν, ὡς καὶ τὰς ἀναλόγους συμβολικὰς αὐτῶν ζωοθυσίας καὶ τὰ αἵματα, τῶν τε ἡμέρων καὶ τῶν ἡμιαγρίων, ἐκ μέρους τοῦ ὅλου τῶν ἀγρίων, ἐπισημαίνει κατ' ἐξοχὴν τήν τε ἡμερότητα καὶ τὴν συμβολικὴν μεταγραφὴν αὐτῆς, τὴν ζωοθυσίαν καὶ τὸ αἷμα τῶν ἡμέρων.
Ἡ δὲ αἰτιατὴ ἐξιλαστικὴ ὁμὰς τοῦ «κοσμικοῦ», τῶν τε Βασιλέων καὶ τοῦ Λαοῦ, τῶν συνεκδοχικῶς καὶ συμπεριληπτικῶς «Λαοῦ» καλουμένων, κατ' ἐξοχὴν τήν τε ἀγριότητα σύμπασαν (ἡμιαγριότητά τε καὶ ἀγριότητα) καὶ τὴν ζωοθυσίαν καὶ τὸ αἷμα τῶν ἡμιαγρίων, ἐκ μέρους τοῦ εὐρυτέρου συνόλου τῶν ἐν γένει λεγομένων «ἀγρίων» ζώων, τῶν τε ἡμιαγρίων καὶ τῶν ἀγρίων.
Εἰς δὲ τὸ ἐρώτημα, διὰ ποῖον λόγον δὲν προσεφέρετο ὡς θυσία ἐκ μέρους τῶν Βασιλέων τοῦ Ἰσραὴλ τὸ ἡμιάγριον ζωϊκὸν εἶδος τῆς δορκάδος (ἐλάφου), δεδομένου, ἀφ' ἑνός, ὅτι οἱ βασιλεῖς εἶχον τὴν οἰκονομικὴν δυνατότητα τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς αὐτοῦ, ἀφοῦ μάλιστα ἐπεδίδοντο καὶ οἱ ἴδιοι κατ' ἐξοχὴν εἰς τὸ κυνήγιον τῆς ἐλάφου, κατ' ἰδίαν αὐτῶν προσφιλῆ συνήθειαν, καὶ ἀφ' ἑτέρου, ὅτι τὸ τοιοῦτον ζῶον προσιδίαζε περισσότερον συμβολικῶς εἰς τὸ βασιλικὸν αὐτῶν ἀξίωμα ἐν σχέσει πρὸς τὸν τράγον (χίμαρον), ὁ ὁποῖος συμβολικῶς ἥρμοζε περισσότερον εἰς τὸν λαόν, ἀλλὰ καὶ προκειμένου νὰ διαφέρωσιν ἀπὸ τοῦ λαοῦ κατὰ τὸ ἡμιάγριον θυσιαστικὸν σύμβολον, ἀπαντῶμεν˙ διὰ δύο λόγους, ἕνα ἱστορικὸν καὶ ἕνα ἐντελεχειακόν.
Ἐκ μὲν ἱστορικῆς ἀπόψεως, ἡ ζωοθυσία τῆς δορκάδος ἀπηγορεύετο ῥητῶς ὑπὸ τοῦ Θείου Μωσαϊκοῦ Νόμου˙ ἐκ δὲ ἐπόψεως ἐντελεχειακῆς, ἐὰν οἱ βασιλεῖς διέφερον ἀπὸ τοῦ λαοῦ κατὰ τὸ ἡμιάγριον θυσιαστικὸν σύμβολον, θὰ ἀνεπτύσσετο τριαδικῶς ἡ δυαδικῶς συμπεπτυγμένη ἐντελέχεια τῶν ἐξιλαστικῶν ὁμάδων τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ, εἰς τὴν κατὰ μῆκος ἢ κατακόρυφον διάστασιν, καὶ θὰ προεκάλει ἀνάλογον τριαδικὴν ἀνάπτυξιν καὶ εἰς τὴν δυαδικῶς συμπεπτυγμένην ἐντελέχειαν τῆς ἐξημερώσεως, εἰς τὴν κατὰ πλάτος ἢ ὁριζοντίαν διάστασιν, τὸ ὁποῖον θὰ συνεπήγετο καὶ προσφορὰν ζωοθυσίας ἀγρίων, πρᾶγμα, ὡς εἴπομεν, ἄτοπον, ἀλλ' ἔτι καὶ θυσιαστικὴν προσφορὰν τρίτου ἀμνοῦ (κριοῦ).
Ὡσαύτως ἄτοπος, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, καὶ δυσανάλογος θὰ ἦτο καὶ ὁ συνδυασμὸς τῆς τριαδικῆς καὶ ἀνεπτυγμένης ἐντελεχείας τῶν ἀρχαίων ἰσραηλιτικῶν ἐξιλαστικῶν ὁμάδων, εἰς τὴν κατὰ μῆκος ἢ κατακόρυφον διάστασιν, μετὰ τῆς δυαδικῆς καὶ συμπεπτυγμένης ἐντελεχείας τῆς ἐξημερώσεως, εἰς τὴν κατὰ πλάτος ἢ ὁριζοντίαν διάστασιν.
Ὅθεν, ὁ δεύτερος λόγος, ὁ ἐντελεχειακός, ἴσως προκαλεῖ καὶ ἐξηγεῖ τὸν πρῶτον, τὸν ἱστορικόν, ὅλως ἢ ἐν μέρει.
Ἐν τέλει, ἀνάλογος ἀπάντησις δίδεται καὶ εἰς τὰ παρόμοια ἐρωτήματα, διὰ ποῖον λόγον δὲν διακρίνονται δύο διάφοροι τράγοι, εἷς διὰ τὸν βασιλέα καὶ ἕτερός τις διὰ τὸν λαόν, ἢ τρεῖς ἀμνοί, εἷς διά τε τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἱερεῖς, ἕτερος διὰ τὸν βασιλέα καὶ ἄλλος διὰ τὸν λαόν.
ΙΙΙ. ΑΙ ΣΤΑΥΡΟΕΙΔΕΙΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΙ
«ΗΜΕΡΟΤΗΣ - ΗΜΙΑΓΡΙΟΤΗΣ - ΑΓΡΙΟΤΗΣ»
Ή «ΘΥΣΙΑ ΗΜΕΡΩΝ - ΘΥΣΙΑ ΗΜΙΑΓΡΙΩΝ - ΘΥΣΙΑ ΑΓΡΙΩΝ»
Ή «ΑΙΜΑ ΗΜΕΡΩΝ - ΑΙΜΑ ΗΜΙΑΓΡΙΩΝ - ΑΙΜΑ ΑΓΡΙΩΝ»
ΚΑΙ «ΑΓΙΑΣΜΟΣ - ΦΩΤΙΣΜΟΣ - ΚΑΘΑΡΜΟΣ»
Συνεπῶς καὶ ἀναλόγως πρὸς τὰ προεκτεθέντα, ἔτι καὶ αἱ σταυροειδεῖς ἐντελέχειαι «Ἡμερότης-Ἡμιαγριότης-Ἀγριότης», ἤ, συμβολικῶς, «Θυσία Ἡμέρων-Θυσία Ἡμιαγρίων-Θυσία Ἀγρίων», ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «Αἷμα Ἡμέρων-Αἱμα Ἡμιαγρίων-Αἷμα Ἀγρίων», εἰς τὴν κατὰ μῆκος ἢ κατακόρυφον ἐντελεχειακὴν διάστασιν, καὶ «Ἁγιασμός-Φωτισμός-Καθαρμός», εἰς τὴν κατὰ πλάτος ἢ ὁριζοντίαν ἐντελεχειακὴν διάστασιν, ἐπιγινώσκονται, κατ' ἀρχάς, μέν, ἐν ἀναπτύξει, ἐν δὲ τέλει, κατὰ σύμπτυξιν, ὡς κάτωθι:
Κατὰ μὲν ἀνάπτυξιν, ὡς ἑξῆς:
1. Ἡμερότης: Ἁγιασμός - Φωτισμός - Καθαρμός.
(Θυσία Ἡμέρων)
(Αἷμα Ἡμέρων)
2. Ἡμιαγριότης: Ἁγιασμός - Φωτισμός - Καθαρμός.
(Θυσία Ἡμιαγρίων)
(Αἷμα Ἡμιαγρίων)
3. Ἀγριότης: Ἁγιασμός - Φωτισμός - Καθαρμός.
(Θυσία Ἀγρίων)
(Αἷμα Ἀγρίων)
Καὶ ἡ μὲν ἀρχέτυπος καὶ οὕτως εἰπεῖν «λεπτή» κατάστασις τοῦ ἡμέρου καὶ ἀναλόγως ἡ ζωοθυσία καὶ τὸ αἷμα τῶν ἡμέρων, ἐμπερικλείει, μέν, «ἐν ταὐτῷ» καὶ «ἐξ ἴσου», καὶ τὸν συμβολικὸν ἁγιασμὸν καὶ τὸν συμβολικὸν φωτισμὸν καὶ τὸν συμβολικὸν καθαρμόν, ἐμφαίνει, δέ, κατ' ἐξοχήν, τὸν ἀρχέτυπον καὶ τοιούτως εἰπεῖν «λεπτόν» συμβολικὸν ἁγιασμόν˙ ἡ δὲ ἔκτυπος καὶ «ἡμιπαχεῖα» κατάστασις τοῦ ἡμιαγρίου, ὡς καὶ ἡ ζωοθυσία καὶ τὸ αἷμα τῶν ἡμιαγρίων, κατ' ἐξοχὴν τὸν ἔκτυπον καὶ «ἡμίπαχυν» φωτισμόν˙ ἡ δὲ ἀντίτυπος καὶ «παχεῖα» κατάστασις τοῦ ἀγρίου, ὅπως καὶ ἡ ζωοθυσία καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀγρίων, κατ' ἐξοχὴν τὸν ἀντίτυπον καὶ «παχύν» καθαρμόν.
Κατὰ δὲ σύμπτυξιν, ὡς ἑξῆς:
1. Ἡμερότης: Ἁγιασμός - Ἁγνισμός.
(Θυσία Ἡμέρων)
(Αἷμα Ἡμέρων)
2. Ἀγριότης: Ἁγιασμός - Ἁγνισμός.
(Θυσία Ἡμιαγρίων)
(Αἷμα Ἡμιαγρίων)
Καὶ ἡ μὲν ἡμερότης, ὡς καὶ ἡ θυσία καὶ τὸ αἷμα τῶν ἡμέρων ζώων, συμπεριλαμβάνουσα «ἐν ταὐτῷ» καὶ «ἐξ ἴσου» καὶ τὸν συμβολικὸν ἁγιασμὸν καὶ τὸν συμβολικὸν ἁγνισμόν, τονίζει κατ' ἐξοχὴν τὸν συμβολικὸν ἁγιασμόν˙ σύμπασα δὲ ἡ ἀγριότης (ἡμιαγριότης τε καὶ ἀγριότης), καθὼς καὶ ἡ ἐκ μέρους συμπάντων τῶν ἀγρίων (ἡμιαγρίων τε καὶ ἀγρίων) θυσία καὶ τὸ αἷμα τῶν ἡμιαγρίων ζώων, κατ' ἐξοχὴν τὸν συμβολικὸν ἁγνισμόν.
IV. ΑΙ ΧΙΑΣΤΙ ΠΑΡΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ
ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΙ «ΧΥΜΑ - ΡΑΣΜΑ - ΒΑΜΜΑ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ»
ΚΑΙ «ΟΥΡΑΝΟΣ - ΟΡΟΣ - ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΕΡΙΞ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΥ»
Α΄. ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΧΡΙΣΜΑΤΙΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον Χρῖσμα: Χῦμα Χρίσματος.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελὲς Χρῖσμα: Ῥάσμα Χρίσματος.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελὲς Χρῖσμα: Βάμμα Χρίσματος.
Εἰς ἕκαστον ἱερὸν χρισματικὸν μυστήριον ἢ ἱερὸν χρισματικὸν μυστηριοειδὲς (μυστηριακὴν τελετήν) τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐπιγινώσκονται ἐντελεχειακῶς τε καὶ ἀντεπιδεικτικῶς τρία εἴδη χρισματικῶν συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων, καὶ τὰ τρία τὰ ὁποῖα συναντῶνται «ὁμοῦ» καὶ «ἐπὶ τὸ αὐτό» μετ' ἀλλήλων εἰς τὴν Παλαιάν, τὸ πρῶτον, Διαθήκην καὶ εἰς τὸ τελετουργικὸν τυπικὸν τῆς μεγάλης τελετῆς τοῦ Ἐξιλασμοῦ καὶ συγκεκριμένως, ἕκαστον εἰς τὸν συμβολικὸν ἁγνισμόν τε καὶ ἁγιασμὸν τοῦ τελετουργικῶς ἀναλογοῦντος καὶ προσιδιάζοντος αὐτῷ μέρους ἐκ τῶν εὐδιακρίτων τριῶν, ἐντελεχειακῶν τε καὶ δομικῶν, μερῶν τοῦ Πέριξ Θυσιαστηρίου τῶν Ὁλοκαυτωμάτων, τοῦ κειμένου εἰς τὸν πέριξ ἱερὸν χῶρον (περίβολον) τοῦ πάλαι Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος.
Τὸ μὲν ἀρχέτυπον καὶ τέλειον χρῖσμα, τὸ ὁποῖον ὁρίζεται ὡς «χῦμα χρίσματος», ὡς ἔκχυσις, δηλονότι, παντὸς τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου, δι' ἀμφοτέρων τῶν παλαμῶν τῶν χειρῶν τοῦ χρίοντος, εἰς πᾶν τὸ σῶμα τοῦ χριομένου, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ἕως τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ὡς «λοῦσις» αὐτοῦ διὰ τοῦ στοιχείου.
Εὐνόητον, ὅτι ἡ χρισματικὴ αὕτη ἔκχυσις καὶ λοῦσις, τό τε χῦμα καὶ λοῦμα τοῦ χρίσματος, δύναται νὰ ἐφαρμοσθῇ καὶ μερικῶς, ἔτι καὶ εἰς ἕν τι μεμονωμένον μέρος τοῦ ὅλου σώματος τοῦ χριομένου, καὶ οὐχὶ μόνον ὁλικῶς, ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν αὐτοῦ˙ ἡ δὲ τοιαύτη μερικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ χρισματικοῦ χύματος, ὅπως θὰ εἴπωμεν σαφέστερον παρακάτω, ἐπιγινώσκεται σαφῶς εἰς τὸν προαναφερθέντα συμβολικὸν τελετουργικὸν ἁγνισμὸν καὶ ἁγιασμὸν τοῦ τριμεροῦς δομικοῦ σώματος τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τοῦ Πέριξ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων.
Εἰς δὲ τὴν μυστικὴν καὶ συμβολικὴν τελετουργικὴν πρᾶξιν τῶν τε ἱερῶν χρισματικῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὑφ' ἡμῶν λεγομένων «ἱερῶν χρισμάτων», καὶ τῶν ἱερῶν χρισματικῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν) Αὐτῆς, τῶν ὑφ' ἡμῶν καλουμένων «ἱερῶν χρισματοειδῶν», ἡ τοιαύτη δέον νὰ ἀποφεύγηται, διότι δὲν συνᾴδει μετὰ τοῦ τελείου χαρακτῆρος τῆς χρισματικῆς πράξεως τοῦ χύματος, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ ὁλοκληρωτικὴν ἔκχυσιν ὅλου τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου τοῦ χρίοντος ἐφ' ὅλου τοῦ σώματος τοῦ δι' αὐτοῦ χριομένου προσώπου ἢ πράγματος, ἀπ' ἄκρου ἕως ἄκρου καὶ ἀπὸ κορυφῆς μέχρι βάσεως.
Τὸ δὲ ἔκτυπον καὶ ἡμιτελὲς χρῖσμα, ὁρίζεται ὡς «ῥάσμα χρίσματος», ἤτοι, ὡς ῥῖψις μέρους τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου, διά τινος, συνήθως, ῥαντιστηρίου τοῦ χρίοντος, ἐπὶ τὸ σῶμα τοῦ χριομένου καὶ καθόλου ἢ ἐν μέρει αὐτοῦ.
Τὸ δὲ ἀντίτυπον καὶ ἀτελὲς χρῖσμα, ὁρίζεται ὡς «βάμμα χρίσματος», δηλαδή, ὡς τοπικὴ χρῆσις καὶ ἐφαρμογὴ μέρους τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου ἐπί τινος μέλους τοῦ σώματος τοῦ χριομένου, ἐν εἴδει βαφῆς ἢ ἀλοιφῆς, καὶ ἐπὶ τόπου ἐπάλειψις τοῦ μέλους διὰ τοῦ στοιχείου, διά τινος, συνήθως, χριαλίδος τοῦ χρίοντος.
Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὴν τελετουργικὴν χρῆσιν καὶ ἐφαρμογὴν τῶν τριῶν τοιούτων χρισματικῶν πράξεων, τὸ μὲν τέλειον χῦμα τοῦ χρίσματος, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ χρησιμοποιῆται καὶ νὰ ἐφαρμόζηται τελετουργικῶς «ἅπαξ», ἤτοι, εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἀνεπανάληπτον τελετὴν (συμπεριλαμβανομένων, ἐν προκειμένῳ, καὶ ἑνιαίως ὑπολαμβανομένων πασῶν τῶν εἰς τὰ τελετουργικὰ πλαίσια αὐτῆς ἀπαιτουμένων ἐπαναληπτικῶν ἐφαρμογῶν τοῦ αὐτοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ χύματος, ἕως ἐξαντλήσεως ὅλου τοῦ ὡρισμένου ποσοῦ αὐτοῦ τοῦ ἐν τῷ δοχείῳ περιεχομένου καὶ πλήρους χρίσεως ὅλου τοῦ σώματος τοῦ δι' αὐτοῦ χριομένου ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν), καὶ μόνον «πρὸς μετάδοσίν τε καὶ ἐπίκτησιν» τῆς θείας χάριτος ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἱερῶν χρισμάτων ἢ τῶν ἱερῶν χρισματοειδῶν.
Τὸ δὲ ἡμιτελὲς ῥάσμα καὶ τὸ ἀτελὲς βάμμα τοῦ χρίσματος δύνανται νὰ χρησιμοποιῶνται καὶ νὰ ἐφαρμόζωνται τελετουργικῶς «πολλάκις», εἰς πλείονας, δηλαδή, καὶ κατὰ καιροὺς ἐπαναληπτὰς τελετάς, καὶ προκειμένου νὰ ἐπιτευχθῇ εἷς ἐκ τῶν κάτωθι τριῶν τελετουργικῶν σκοπῶν:
α΄. Εἴτε «πρὸς μετάδοσιν» καὶ «πρὸς ἐπίκτησιν» τῆς ἑκάστοτε καὶ ἀναλόγως προσιδιαζούσης θείας χρισματικῆς χάριτος, ἀλλ' ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἀμφότερα ταῦτα καὶ ἐν διαδοχῇ μετ' ἀλλήλων καὶ πάντοτε ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ τελείου χρισματικοῦ χύματος καὶ μόνον κατ' ἀνάστροφον ἐντελεχειακὴν κλιμάκωσιν μετ' αὐτοῦ, πρὸ τῆς τελείας τελετουργικῆς αὐτοῦ χρήσεως καὶ ἐφαρμογῆς, τελουμένου πρώτου τοῦ ἀτελοῦς βάμματος (διὰ χριαλίδος), δευτέρου τοῦ ἡμιτελοῦς ῥάσματος (διὰ ῥαντιστηρίου) καὶ τρίτου τοῦ τελείου χύματος (διὰ παλαμῶν χειρῶν).
β΄. Εἴτε «πρὸς συντήρησιν» τῆς ἤδη προκεκτημένης τοιαύτης―ὡς εἰς τὴν κοινὴν περίπτωσιν τοῦ εὐχελαίου, ἢ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ καθ' ἡμᾶς τοὺς καινορθοδόξους ἁγιασμοῦ τοῦ χρισματικοῦ ὕδατος (μικροῦ ἢ μωσαϊκοῦ ἢ λευϊτικοῦ ἁγιασμοῦ)―κατὰ τὴν ὁποίαν συντήρησιν, ἀναλόγως πρὸς τὸ εἶδος τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου καὶ τὸ πλῆθος τῶν χριομένων, εἰς τὴν καθ' ἡμᾶς καινορθόδοξον τελετουργικὴν πρᾶξιν συνηθίζεται, εἴτε αὐτὸ καὶ μόνον τὸ βάμμα, εἴτε αὐτὸ καὶ μόνον τὸ ῥάσμα, εἴτε συναμφότερα, καὶ τὸ βάμμα καὶ τὸ ῥάσμα τοῦ χρίσματος.
γ΄. Εἴτε «πρὸς ἀποδέσμευσιν» αὐτῆς, εἰς περίπτωσιν καθ' ἣν εἶχε προτελεσθῇ δέσμευσις (καθαίρεσις ἢ καὶ ἀναθεματισμός), ἡ ὑφ' ἡμῶν λεγομένη «ἀρσιχειρία», κατὰ τὴν ὁποίαν ἀποδέσμευσιν, ἐὰν δὲν τελεσθῇ ἁπλῶς ἡ ὑφ' ἡμῶν καλουμένη «τασιχειρία» καὶ ἀναλόγως πρὸς τὸ εἶδος τοῦ ὑλικοῦ χρισματικοῦ στοιχείου καὶ τὸ πλῆθος τῶν χριομένων, εἰς τὴν καθ' ἡμᾶς καινορθόδοξον τελετουργικὴν πρᾶξιν συνηθίζεται, εἴτε αὐτὸ καὶ μόνον τὸ βάμμα, εἴτε αὐτὸ καὶ μόνον τὸ ῥάσμα, εἴτε συναμφότερα, καὶ τὸ βάμμα καὶ τὸ ῥάσμα τοῦ χρίσματος.
Συνεπῶς, τὸ χρῖσμα τοῦ μυρελαίου τῶν Παλαιορθοδόξων τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐξ ἐπόψεως τελετουργικῆς, ἐλέγχεται κατ' ἀκρίβειαν ὡς «πάσχον» καὶ «ἐλλειπές», διότι οἱ Παλαιορθόδοξοι ἐπιτελοῦσι μόνον τὸ ἀτελὲς βάμμα τοῦ τοιούτου χρίσματος, διὰ τῆς χριαλίδος, καὶ δὲν τελειοῦσιν αὐτό.
Ἀναλόγως, σημειωτέον, ἐπιγινώσκεται καὶ ἡ τριαδικὴ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξις τῶν βαπτισματικῶν πράξεων, εἰς τὰ πλαίσια τοῦ θείου μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, ὡς ἑξῆς:
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον Βάπτισμα: Δῦμα (Βύθισμα) Βαπτίσματος.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελὲς Βάπτισμα: Νίμμα (Νίψις) Βαπτίσματος.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελὲς Βάπτισμα: Πόμα (Πόσις) Βαπτίσματος.
Καὶ τὸ μὲν ἀντίτυπον καὶ ἀτελὲς βαπτισματικὸν πόμα (πῶμα), ἀντιστοιχεῖ ἀναλόγως καὶ παραλλήλως πρὸς τὸ ἀντίτυπον καὶ ἀτελὲς χρισματικὸν βάμμα, δεδομένου ὅτι ἀμφότερα, τό τε πόμα (πῶμα) καὶ τὸ βάμμα, ἔχουσιν ἀπορροφηματικὸν χαρακτῆρα, διὸ καὶ συνεπιγινώσκονται φυσιολογικῶς ὡς «ἀπορροφήματα», ὡς ἀπορροφούμενα ὑπὸ τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ˙ τὸ δὲ ἔκτυπον καὶ ἡμιτελὲς βαπτισματικὸν νίμμα, πρὸς τὸ ἔκτυπον καὶ ἡμιτελὲς χρισματικὸν ῥάσμα˙ τὸ δὲ ἀρχέτυπον καὶ τέλειον βαπτισματικὸν δῦμα, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, βαπτισματικὸν βύθισμα, εἰς τὸ ἀρχέτυπον καὶ τέλειον χρισματικὸν χῦμα.
Β΄. ΤΟ ΤΡΙΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΞ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον Μέρος: Κορυφή: «Οὐρανός» Θυσιαστηρίου.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελὲς Μέρος: Τοῖχος: «Ὄρος» Θυσιαστηρίου.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελὲς Μέρος: Βάσις: «Θάλασσα» Θυσιαστηρίου.
Τὸ Θυσιαστήριον τῶν Ὁλοκαυτωμάτων ἢ Ὁλοκαρπωμάτων, ἤτοι, τῶν ζωοθυσιῶν καὶ τῶν παντοειδῶν, πλὴν τοῦ θυμιάματος, λοιπῶν θυσιῶν―τὸ ὁποῖον, ὡς προείπομεν, ἔκειτο ἐπιβλητικῶς εἰς τὸν πέριξ ἱερὸν χῶρον, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, περίβολον, τοῦ ἱεροῦ οἰκοδομικοῦ συγκροτήματος τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, εἰς τὸν ὑφ' ἡμῶν λεγόμενον «Πέριξ Ναόν», καὶ ἀπετέλει τὸ μόνον ἱερὸν σύμβολον ἢ συμβολικὸν πόλον («μονόπολον») τοῦ Πέριξ Ναοῦ, ἕλκον, αὐτὸ καὶ μόνον, τὸ «πέριξ» τελετουργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐκεῖ ἱερὰν προσοχήν―ἔκ τε δομικῆς καὶ ἐντελεχειακῆς ἀπόψεως, ἦτο, πράγματι, ἓν ἄρτιον καὶ τέλειον, τετραγωνικόν τε καὶ ἑξαπλευρικόν, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, κυβικόν, κτίσμα ἱεροῦ θυσιαστικοῦ χαρακτῆρος, φέρον εὐδιακρίτως καὶ ἐν πλήρει ἀναπτύξει καὶ τὰ τρία δομικῶς τε καὶ ἐντελεχειακῶς ἀπαιτούμενα διά τε τὴν ἀρτιότητα καὶ τὴν τελειότητα αὐτοῦ μέρη, τήν τε κορυφήν, τόν τε τοῖχον καὶ τὴν βάσιν.
Καὶ ἡ μὲν βάσις τοῦ θυσιαστηρίου περιελάμβανε τὴν γύρωθεν αὔλακα ἡ ὁποία περιέβαλλε τὸν τοῖχον αὐτοῦ καὶ ἐπεκλήθη ὑφ' ἡμῶν ὡς «θάλασσα τοῦ θυσιαστηρίου», οὐχὶ μόνον διότι εἰς αὐτὴν ἐξεχέοντο καὶ διωχετεύοντο, οὕτως εἰπεῖν, «ὡσεὶ ἐρυθρὰ θάλασσα», τὰ αἵματα τῶν ζωοθυσιῶν, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ αὕτη συμβολικῶς προσιδίαζε πρὸς τὸ βασικὸν σύστημα τῆς γῆς καὶ τῆς ἐν αὐτῇ θαλάσσης (πρβλ. «θάλασσαν ὕδατος» θυσιαστηρίου ἀνεγερθέντος ὑπὸ τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ).
Ἡ ὑποκάτω, σημειωτέον, πλευρά, τὸ «θεμέλιον» τοῦ ἑξαπλευρικοῦ τοίχου τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, δὲν πρέπει, ἐν προκειμένῳ, νὰ συγχέηται πρὸς τὴν βάσιν τοῦ τοιούτου θυσιαστηρίου, τὴν ὁποίαν ἀπετέλει αὐτὴ καὶ μόνη ἡ αὔλαξ αὐτοῦ ἡ κύκλῳ τοῦ θεμελίου τοῦ τοίχου αὐτοῦ περικειμένη.
Ἡ δὲ κορυφὴ τοῦ θυσιαστηρίου περιελάμβανε τὰ τέσσαρα κέρατα τὰ ὁποῖα ὑπερυψοῦντο ἐξαρτηματικῶς ἐκ τῶν τεσσάρων ἄκρων (γωνιῶν) τῆς ἐπάνω πλευρᾶς τοῦ ἑξαπλευρικοῦ τοίχου αὐτοῦ καὶ ὑπεράνω αὐτῆς, ἐπικληθεῖσα ὑφ' ἡμῶν ὡς «οὐρανὸς τοῦ θυσιαστηρίου», ἀναλόγως πρὸς τὴν βάσιν αὐτοῦ, τὴν ὑφ' ἡμῶν ἐπιλεγομένην «θάλασσαν τοῦ θυσιαστηρίου»˙ προσέτι δέ, καὶ διότι συμβολικῶς ἥρμοζε πρὸς τὸ κορυφαῖον σύστημα τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ὑπερκειμένου εἰς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον τῆς θαλάσσης ἄκρον.
Ἡ ἐπάνω, σημειωτέον, πλευρά, ἡ «ὀροφὴ» τοῦ ἑξαπλευρικοῦ τοίχου τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ἐπὶ τῆς ὁποίας εὑρίσκετο ἡ ἐσχάρα τῶν θυσιῶν, δὲν πρέπει καὶ αὐτὴ νὰ συγχέηται πρὸς τὴν κορυφὴν τοῦ ἐν λόγῳ θυσιαστηρίου, τὴν ὁποίαν, ἐν προκειμένῳ, ἀπετέλουν αὐτὰ καὶ μόνα τὰ τέσσαρα κέρατα αὐτοῦ τὰ ὑπεράνω τῆς ὀροφῆς τοῦ τοίχου αὐτοῦ ὑπερκείμενα.
Ὁ δὲ τοῖχος τοῦ θυσιαστηρίου, ὁ κοινῶς γνωστὸς ὡς «βωμός», ἦτο ἓν συμπαγὲς ἑξάπλευρον τετράγωνον, ἤτοι, κύβος, τὸ ὁποῖον ἐπήγνυτο ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὑψοῦτο ἀνὰ μέσον τῆς βάσεως τοῦ θυσιαστηρίου, τῆς ὑφ' ἡμῶν ἐπιλεγομένης «θαλάσσης», καὶ τῆς κορυφῆς αὐτοῦ, τῆς ὑφ' ἡμῶν ἐπικληθείσης «οὐρανοῦ», ὡς δομικὸς σύνδεσμος μετ' ἀλλήλων, διὸ καὶ ἐπεκλήθη ἀναλόγως ὑφ' ἡμῶν ὡς «ὄρος τοῦ θυσιαστηρίου»˙ καὶ ἐπιπλέον, ἐπειδὴ συμβολικῶς ἀντεστοίχει πρὸς τὸ μέσον σύστημα τῶν ὑψηλῶν ὀρέων, τὰ ὁποῖα ὑψοῦνται μεταξὺ γῆς τε καὶ θαλάσσης καὶ οὐρανοῦ καὶ διὰ τῶν ὑψηλῶν αὐτῶν κορυφῶν, οὕτως εἰπεῖν, ἐγγίζουσι τῷ οὐρανῷ καὶ ἑνοῦσιν ἀμφότερα τὰ ἄκρα.
Τοῦτο ἄλλωστε καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν παραβολικὸν καὶ συμβολικὸν τρόπον ὑπεδηλώθη ὑφ' ἡμῶν καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἡμετέρας «Α΄ Τρισμεγίστης Ἀρχιερατικῆς Εὐχῆς», τῆς συμπεριληφθείσης εἰς τὴν ὑφ' ἡμῶν τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν χρῖσιν εἰς τὸν τίτλον καὶ τὸ ὀφφίκιον τοῦ τε Ἀρχιερέως καὶ τοῦ Πάππα συγγραφεῖσαν «Ἱερὰν καὶ Μεγάλην Ἀκολουθίαν τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Χρίσματος», ὡς ἑξῆς:
«Εὐλογητὸς εἶ, Τριάς, ὁ Εἷς Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ ἐν γῇ πήξας τοῦ εἶναί Σοι εἰς θυσιαστήρια δόξης Σου, τοῦ ἐπισκηνῶσαι ἐπὶ κορυφὰς αὐτῶν τὰ νέφη τοῦ οὐρανοῦ καὶ θύειν Σοι τοὺς ἑαυτῶν πολυβρόχους ὑετούς, ἐν πυρὶ καὶ στεροπαῖς καὶ βρονταῖς, ὡσεί Σοι θυστᾶσι βοαῖς».
Γ΄. Ο ΧΙΑΣΤΙ ΠΑΡΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ
ΤΩΝ ΟΜΟΣΤΡΟΦΩΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΩΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΧΡΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΕΡΩΝΤΟΥ ΠΕΡΙΞ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΩΝ
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Χῦμα Χρίσματος. Οὐρανὸς Θυσιαστηρίου.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ῥάσμα Χρίσματος. Ὄρος Θυσιαστηρίου.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Βάμμα Χρίσματος. Θάλασσα Θυσιαστηρίου.
Ἐκ τῆς συνοπτικῆς θεωρήσεως ἀμφοτέρων τῶν ὁμοστρόφων, ἀντιστρόφων ἢ ἀτελοστρόφων, προεκτεθεισῶν ἐντελεχειῶν, τῶν τριῶν, ἀφ' ἑνός, χρισματικῶν συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων, καὶ τῶν τριῶν, ἀφ' ἑτέρου, μερῶν τοῦ Πέριξ Θυσιαστηρίου τῶν Ὁλοκαυτωμάτων τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, προκύπτει ὅτι ἡ ἀντιστοίχησις τῶν ἐντελεχειακῶν εἰδῶν αὐτῶν μετ' ἀλλήλων δὲν εἶναι καθ' ὅλα παράλληλος, ἀλλὰ μόνον ἀνὰ μέσον τῶν μεσαίων καὶ ἡμιτελῶν ἐκτύπων αὐτῶν, μεταξύ, δηλαδή, τοῦ ῥάσματος τοῦ χρίσματος καὶ τοῦ ὄρους τοῦ θυσιαστηρίου.
Ὁ ἑξαπλευρικός, λοιπόν, τοῖχος τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, κατὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἐξιλασμοῦ, ἐδέχετο τελετουργικῶς τὸν συμβολικὸν ἁγνισμὸν καὶ ἁγιασμὸν διὰ τῆς προσιδιαζούσης αὐτῷ χρισματικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς πράξεως τοῦ ῥάσματος τοῦ αἵματος, τοῦ προϊόντος ἐκ τῶν προσηκουσῶν ἐξιλαστηρίων ζωοθυσιῶν.
Καὶ δεδομένου ὅτι τὸ χρισματικόν, ἐν προκειμένῳ, ὑλικὸν στοιχεῖον ἦτο τὸ αἷμα, ἡ ἁρμόζουσα, πράγματι, ἐκ τῶν τριῶν, εἰς τὸν τοῖχον τοῦ θυσιαστηρίου χρισματικὴ συμβολικὴ τελετουργικὴ πρᾶξις, ἐν ἀντεπιδεικτικῇ, ἀσφαλῶς, συσχέσει καὶ πρὸς τὰ ἄλλα δύο μέρη αὐτοῦ, ἦτο τὸ ῥάσμα τοῦ αἵματος˙ εἰς δὲ τὴν κορυφὴν τοῦ θυσιαστηρίου, ἤτοι, εἰς τὰ τέσσαρα κέρατα αὐτοῦ, τὸ βάμμα τοῦ αἵματος˙ εἰς δὲ τὴν βάσιν τοῦ θυσιαστηρίου, δηλαδή, εἰς τὴν αὔλακα αὐτοῦ, τὸ χῦμα τοῦ αἵματος.
Συνεπῶς, ἐκ τῶν ἄλλων δύο χρισματικῶν συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων, τὸ μὲν ἀρχέτυπον, πρῶτον ἀκραῖον καὶ τέλειον χῦμα τοῦ χρίσματος ἀντιστοιχεῖται διαγωνίως μετὰ τῆς ἀντιτύπου, ἐσχάτης ἀκραίας καὶ ἀτελοῦς θαλάσσης τοῦ θυσιαστηρίου, τὸ δὲ ἀντίτυπον, ἔσχατον ἀκραῖον καὶ ἀτελὲς βάμμα τοῦ χρίσματος, διαγωνίως καὶ αὐτό, μετὰ τοῦ ἀρχετύπου, πρώτου ἀκραίου καὶ τελείου οὐρανοῦ τοῦ θυσιαστηρίου.
Ὁ δὲ τοιοῦτος ἐντελεχειακὸς συνδυασμὸς ἐπιγινώσκεται δογματολογικῶς ὡς «χιαστὶ παραπληρωματικός», ἤτοι, ὡς παραπληρωματικὸς κατὰ χιαστὶ σχῆμα, διότι, ἐν προκειμένῳ, τὸ ἀτελὲς ἄκρον τῆς μιᾶς ἐντελεχείας, εἴτε τὸ ἀτελὲς μέρος τοῦ πέριξ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, εἴτε ἡ ἀτελὴς χρισματικὴ πρᾶξις, ἀντιστοιχεῖται διαγωνίως καὶ συνδυάζεται ἐντελεχειακῶς μετὰ τοῦ τελείου ἄκρου τῆς ἄλλης, εἴτε μετὰ τῆς τελείας χρισματικῆς πράξεως, εἴτε μετὰ τοῦ τελείου μέρους τοῦ πέριξ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, καὶ οὕτω τὸ ἓν παραπληροῦται ὑπὸ τοῦ ἄλλου.
Ὅθεν, ἀμφότεραι αἱ ἐν λόγῳ ὁμόστροφοι, ἀντίστροφοι, δηλονότι, ἢ ἀτελόστροφοι, κατὰ τὸν ἐντελεχειακὸν κανόνα, ἐντελέχειαι συνδυάζονται μετ' ἀλλήλων, θεωρούμεναι, μέν, ὡς δύο παράλληλοι εὐθεῖαι, ἀλλ' ἡ μὲν τῶν τριῶν χρισματικῶν πράξεων, κατὰ τὴν ἀντίστροφον ἐντελεχειακὴν κίνησιν, ἡ δὲ τῶν τριῶν μερῶν τοῦ πέριξ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, κατὰ τὴν ἀνάστροφον τῆς ἀντιστρόφου, ὡς ἑξῆς:
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Οὐρανὸς Θυσ. 3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Βάμμα Χρ.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ὄρος Θυσ. 2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ῥάσμα Χρ.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Θάλασσα Θυσ. 1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Χῦμα Χρ.
V. Η ΚΩΛΥΜΑΤΙΚΗ KAI ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ (ΗΜΙΕΦΑΡΜΟΓΗ)
ΤΩΝ ΧΙΑΣΤΙ ΠΑΡΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΩΝ
«ΧΥΜΑ - ΡΑΣΜΑ - ΒΑΜΜΑ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ»
ΚΑΙ «ΟΥΡΑΝΟΣ - ΟΡΟΣ - ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΕΡΙΞ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΥ»
ΕΙΣ ΤΟ ΕΝΤΟΣ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΥΜΙΑΜΑΤΟΣ
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Χῦμα Χρίσματος. Οὐρανὸς Θυσιαστηρίου.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ῥάσμα Χρίσματος. Ὄρος Θυσιαστηρίου.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Βάμμα Χρίσματος. (ἐλλείπει......................)
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Οὐρανὸς Θυσ. 3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Βάμμα Χρ.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ὄρος Θυσ. 2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ῥάσμα Χρ.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: (ἐλλείπει........) 1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Χῦμα Χρ.
Τὸ Θυσιαστήριον τοῦ Θυμιάματος, ἤτοι, τῶν «εὐγενεστέρων» θυσιῶν τῶν θυμιαμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἐπὶ τοῦ Θυσιαστηρίου τῶν Ὁλοκαυτωμάτων «ἀγενεστέρας» ζωοθυσίας―τὸ ὁποῖον θυμιαματοθυτεῖον, ὡς προείπομεν, συνέκειτο, μετὰ τοῦ ἁγίου καταπετάσματος καὶ πρὸ ἐκείνου, εἰς τὸν ἐντὸς ἱερώτερον χῶρον τοῦ ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ ἱεροσολυμιτικοῦ λόφου Σιὼν Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, εἰς τὸν ὑφ' ἡμῶν λεγόμενον «Ἐντὸς Ναόν», καί, ὁμοῦ μετ' ἐκείνου καὶ μετ' ἐκεῖνο, συναπετέλει τὸ διττὸν καὶ μικτὸν ἱερὸν σύμβολον ἢ συμβολικὸν πόλον («δίπολον») τοῦ Ἐντὸς Ναοῦ, τὸ ἕλκον τὸ «ἐντός» τελετουργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐκεῖ ἱερὰν προσοχήν, ἐπιγινωσκόμενον ἐντελεχειακῶς ὡς «ἀναβάθμισις» καὶ «προαγωγή» τοῦ Θυσιαστηρίου τῶν Ὁλοκαυτωμάτων ἐκ τῶν «πέριξ» εἰς τὰ «ἐντός» τοῦ Ναοῦ―ἦτο, μέν, παρόμοιον, κατὰ τὰ ἄλλα, πρὸς τὸ Πέριξ ἐκεῖνο Θυσιαστήριον, φέρον καὶ αὐτὸ εὐδιακρίτως καὶ ἐν πλήρει ἀναπτύξει καὶ τὴν ἐκ τῶν τεσσάρων κεράτων κορυφήν, τὴν ὑφ' ἡμῶν ἐπικληθεῖσαν «οὐρανόν», καὶ τὸν τετραγωνικὸν καὶ ἑξαπλευρικὸν συμπαγῆ τοῖχον (κύβον), τὸν κοινῶς λεγόμενον «βωμόν» καὶ ὑφ' ἡμῶν «ὄρος» ἐπικληθέντα, ἀλλά, παρὰ ταῦτα, ἦτο ἐλλειπὲς ὡς πρὸς τὴν τῆς αὔλακος βάσιν, τὴν ἐπιλεγομένην «θάλασσαν».
Καὶ τοῦτο, εὐλόγως, διότι ἐπὶ τοῦ «ἐσωτέρου» τούτου καὶ «εὐγενεστέρου» θυσιαστηρίου δὲν προσεφέροντο ζωοθυσίαι, ὡς ἐπὶ τοῦ «ἔσω» τοῦ Πέριξ Ναοῦ καὶ «ἀγενεστέρου» θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ἀλλὰ θυσίαι θυμιάματος καὶ διὰ τοῦτο, δὲν ὑπῆρχε χρεία τῆς τοιαύτης εὐδιακρίτου καὶ ἐν πλήρει ἀναπτύξει θυσιαστηριακῆς βάσεως, τῆς αὔλακος τῶν «ὡσεὶ ὑδάτων θαλάσσης» αἱμάτων, τῆς «ὡσεὶ θαλάσσης».
Ἐν τοιαύτῃ, λοιπόν, περιπτώσει, ἡ ὑποκάτω πλευρά, τὸ «θεμέλιον», τοῦ ἑξαπλευρικοῦ τοίχου τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος, ἐταυτίζετο, ἀσφαλῶς, μετὰ τῆς βάσεως τοῦ ὅλου τοιούτου θυσιαστηρίου, μὴ διακρινομένη σαφῶς ἀπ' ἐκείνης, καὶ συνεπῶς, ἀμφότερα τὰ κάτω μέρη αὐτοῦ, ὅ τε τοῖχος καὶ ἡ βάσις, διετέλουν ἐν συμπτύξει μετ' ἀλλήλων εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ μέρος, εἰς αὐτὸν καὶ μόνον τὸν θυσιαστηριακὸν τοῖχον.
Αὕτη δὲ ἡ δομικὴ καὶ ἐντελεχειακὴ σύμπτυξις ἀμφοτέρων τῶν τοιούτων μερῶν τοῦ ἐν λόγῳ θυσιαστηρίου προεκάλει, κατὰ συνέπειαν, καὶ ἀνάλογον ἐντελεχειακὴν σύμπτυξιν εἰς τὴν ἐντελέχειαν τῶν τριῶν χρισματικῶν συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων―ἑκάστη τῶν ὁποίων, ὡς εἴπομεν, ἐφαρμόζεται, κατὰ τὸ ὡς ἄνω ἐντελεχειακὸν σχῆμα, εἰς τὸ προσιδιάζον αὐτῇ καὶ ἀναλογοῦν μέρος τοῦ τριμεροῦς θυσιαστηρίου―καὶ μετασχηματισμὸν τῆς τοιαύτης ἐντελεχείας ἐκ τοῦ τριμεροῦς εἰς τὸ ἁρμόζον διμερὲς ἐντελεχειακὸν σχῆμα.
Ὅθεν, ἀμφότερα, τό τε χῦμα καὶ τὸ ῥάσμα τοῦ χρίσματος, συναιροῦνται καὶ αὐτὰ ἀναλόγως εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτό, εἰς αὐτὸ καὶ μόνον τὸ ῥάσμα τοῦ χρίσματος, τὸ εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν θυσιαστηριακὸν τοῖχον προσιδιάζον.
Τὸ δὲ ἐντὸς θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος, κατὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἐξιλασμοῦ καὶ ἐν παραβολῇ καὶ συγκρίσει πρὸς τὸ παρόμοιον αὐτῷ πέριξ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, δέχεται τελετουργικῶς τὸν συμβολικὸν ἁγνισμὸν καὶ ἁγιασμὸν διὰ δύο μόνον ἐκ τῶν τριῶν καὶ οὐχὶ καὶ διὰ τῶν τριῶν χρισματικῶν συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων, ὡς τὸ τῶν ὁλοκαυτωμάτων˙ ἀφ' ἑνός, μέν, διὰ τοῦ βάμματος τοῦ αἵματος, εἰς τὰ τέσσαρα κορυφαῖα αὐτοῦ κέρατα, ἀφ' ἑτέρου, δέ, διὰ τοῦ ῥάσματος τοῦ αἵματος, εἰς τὸν μέσον ὁμοῦ καὶ βασικὸν αὐτοῦ τοῖχον.
VI. Η ΚΩΛΥΜΑΤΙΚΗ KAI ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ (ΗΜΙΕΦΑΡΜΟΓΗ)
ΤΗΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΧΡΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΔΟΝ ΚΙΒΩΤΟΝ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟ ΕΝΤΟΣ ΚΑΤΑΠΕΤΑΣΜΑ
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Χῦμα Χρίσματος. (ἐλλείπει......................)
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ῥάσμα Χρίσματος. Ὄρος Θυσιαστηρίου.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Βάμμα Χρίσματος. (ἐλλείπει......................)
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: (ἐλλείπει.......) 3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Βάμμα Χρ.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ὄρος Θυσ. 2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ῥάσμα Χρ.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: (ἐλλείπει........) 1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Χῦμα Χρ.
Ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης―ἡ ὁποία, ὡς προείπομεν, ἔκειτο κρυφίως καὶ λίαν σεβαστικῶς εἰς τὸν ἔνδον ἱερώτατον χῶρον τοῦ ἱεροῦ οἰκοδομήματος τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, τὸν κοινῶς λεγόμενον «Ἅγια τῶν Ἁγίων» καὶ ὑφ' ἡμῶν καλούμενον «Ἔνδον Ναόν», καὶ ἀπετέλει τὸ μόνον ἱερὸν σύμβολον ἢ συμβολικὸν πόλον («μονόπολον») τοῦ Ἔνδον Ναοῦ, ἕλκον, αὐτὸ καὶ μόνον, τὸ «ἔνδον» τελετουργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐκεῖ ἱερὰν προσοχήν―ἦτο ἁπλῶς καὶ μόνον ἓν ὀρθογώνιον καὶ ἑξάπλευρον παραλληλόγραμμον κιβώτιον, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, εἷς καὶ μόνος «νοητός» καὶ «ἐσώτατος» θυσιαστηριακὸς τοῖχος, ἄνευ εὐδιακρίτου καὶ πλήρους ἀναπτύξεως κεράτων θυσιαστηριακῆς κορυφῆς καὶ αὔλακος θυσιαστηριακῆς βάσεως.
Ἀμφότερα δὲ τὰ χερουβικὰ ἀγγελικὰ καλλιτεχνήματα, τὰ ὁποῖα ὑπῆρχον ἐπὶ τῆς ἱλαστηρίου πλακὸς τῆς κιβωτοῦ, δὲν δύνανται νὰ θεωρηθῶσιν ὡς συνιστῶντα ἐπ' αὐτῆς εὐδιάκριτόν τινα καὶ πλήρως ἀνεπτυγμένην θυσιαστηριακὴν κορυφήν, ὡς τὰ κέρατα ἀμφοτέρων τῶν θυσιαστηρίων, τοῦ τε τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ τοῦ τῶν θυμιαμάτων, ἀλλ' ἁπλῶς ὡς διακοσμήσεις αὐτῆς, ὑποδηλοῦσαι συμβολικῶς τὴν δι' ἀγγέλων θείαν παρουσίαν ἐν τῷ θείῳ Ναῷ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴν δι' ἀγγελικῶν δυνάμεων θείαν σκέπην καὶ προστασίαν τοῦ θείου καὶ ἐκλεκτοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
Καὶ ἐν τοιαύτῃ, λοιπόν, περιπτώσει, ἡ ὑποκάτω πλευρά, τὸ «θεμέλιον» τῆς ἑξαπλευρικῆς κιβωτοῦ, ἐταυτίζετο καὶ αὐτὴ μετὰ τῆς βάσεως τοῦ ὅλου ὑποτιθεμένου «θυσιαστηρίου τῆς κιβωτοῦ», ὡς καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος, καὶ ἔτι ἐπιπλέον, καὶ ἡ ἐπάνω πλευρά, τὸ «ἱλαστήριον» αὐτῆς, καὶ αὐτὴ μετὰ τῆς κορυφῆς τοῦ ὅλου ὑποτιθεμένου τοιούτου.
Καὶ συνεπῶς, ἀμφότερα τὰ ἀκραῖα μέρη τοῦ καθόλου καὶ καθ' ὑπόθεσιν «ἐσωτάτου» θυσιαστηρίου τῆς κιβωτοῦ, ἥ τε κορυφὴ καὶ ἡ βάσις, ἐνοοῦντο κατὰ σύμπτυξιν μετὰ τοῦ μεσαίου μέρους αὐτοῦ, τοῦ νοητοῦ θυσιαστηριακοῦ τοίχου τῆς κιβωτοῦ, τουτέστιν, αὐτῆς τῆς κιβωτοῦ, εἰς ἕν καὶ μόνον μέρος, εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης, ἡ ὁποία, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἦτο, ἐξ ἐπόψεως δομικῆς, θυσιαστήριον, εἰς τὴν τελετουργικὴν καὶ λατρευτικὴν πρᾶξιν, ἐχρησιμοποιεῖτο «ὡσεὶ θυσιαστήριον», ἐπέχουσα, σαφῶς, θέσιν θυσιαστηρίου διὰ τὸν Ἔνδον Ναόν.
Καὶ ἀναλόγως πρὸς τὴν τοιαύτην ὑποθετικὴν δομικὴν ἐντελεχειακὴν σύμπτυξιν, εἰς τὴν ἐντελέχειαν τῶν τριῶν μερῶν τῆς ὑποτιθεμένης δομῆς τοῦ νοητοῦ θυσιαστηρίου τῆς κιβωτοῦ, προεκαλεῖτο σύμπτυξις ἔτι καὶ εἰς τὴν ἐντελέχειαν τῶν τριῶν χρισματικῶν συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων, οὕτως ὥστε, καὶ τὸ χῦμα καὶ τὸ ῥάσμα καὶ τὸ βάμμα τοῦ χρίσματος νὰ συναιρῶνται καὶ αὐτὰ εἰς ἓν καὶ μόνον, εἰς αὐτὸ καὶ μόνον τὸ χρισματικὸν ῥάσμα, τὸ προσιδιάζον εἰς αὐτὸν τὸν ἐν λόγῳ νοητὸν θυσιαστηριακὸν τοῖχον, εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης.
Ἡ δὲ κιβωτός, ὡς νοητὸν ἔνδον θυσιαστήριον, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, κατὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἐξιλασμοῦ καὶ ἐν συγκρίσει πρός τε τὸ ἐντὸς θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος καὶ πρὸς τὸ πέριξ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, νὰ δέχηται τελετουργικῶς τὸν συμβολικὸν ἁγνισμὸν καὶ ἁγιασμὸν διὰ μιᾶς καὶ μόνης χρισματικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς πράξεως, διὰ τοῦ ῥάσματος τοῦ αἵματος, καὶ οὐχὶ διὰ δύο ἐξ αὐτῶν, ὡς τὸ τῶν θυμιαμάτων, οὐδὲ καὶ διὰ τῶν τριῶν τοιούτων, ὡς τὸ τῶν ὁλοκαυτωμάτων.
Τὰ ὡς ἄνω περὶ τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης προεκτεθέντα, ὡς ἔνδον νοητοῦ θυσιαστηρίου, τοῦ Ἔνδον Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, ἰσχύουσι, μέν, κατ' ἀναλογίαν ἔτι καὶ διὰ τὸ καταπέτασμα―τὸ ὁποῖον, ὡς προείπομεν, συνέκειτο, μετὰ τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος καὶ μετ' ἐκεῖνο, εἰς τὸν ἐντὸς ἱερώτερον χῶρον τοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, τὸν ὑφ' ἡμῶν λεγόμενον «Ἐντὸς Ναόν», καί, ὁμοῦ μετ' ἐκείνου καὶ πρὸ ἐκείνου, συναπετέλει τὸ μικτὸν καὶ διττὸν ἱερὸν σύμβολον ἢ συμβολικὸν πόλον («δίπολον») τοῦ Ἐντὸς Ναοῦ, τὸ ἐφέλκον τὸ «ἐντός» τελετουργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐκεῖ ἱερὰν προσοχήν, καὶ τὸ ὁποῖον ἐπεγινώσκετο ἐντελεχειακῶς ὡς «ὑποβάθμισις» καὶ «ὑπαγωγή» τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης ἐκ τῶν «ἔνδον» εἰς τὰ «ἐντός» τοῦ Ναοῦ καὶ ὡς «εἰκὼν πρὸ προσώπου Αὐτῆς»―ἀλλὰ μετά τινος εἰδοποιοῦ διαφορᾶς.
Ἡ μὲν Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, ὡς πολύπλευρον, τουτέστιν, ἑξάπλευρον, κατασκεύασμα, κατὰ τὸν δι' αἵματος ῥαντισμὸν Αὐτῆς, παρεῖχε τελετουργικῶς τὴν δυνατότητα ὑποδιακρίσεως δύο διαφόρων εἰδῶν ῥασματικῶν κινήσεων, μιᾶς ἀνωφεροῦς, πρὸς τὰ ἄνω (↑), «ἐπὶ τὸ ἱλαστήριον κατὰ ἀνατολάς», ἤτοι, ὑπεράνω τῆς ἱλαστηρίου πλακὸς Αὐτῆς, καὶ μιᾶς κατωφεροῦς, πρὸς τὰ κάτω (↓), «κατὰ πρόσωπον τοῦ ἱλαστηρίου», ἤτοι, πρὸ τοῦ προσώπου ἢ τῆς προσόψεως Αὐτῆς, κατενώπιον, δηλονότι, τῆς ἔμπροσθεν Αὐτῆς πλευρᾶς.
Τὸ δὲ Ἅγιον Καταπέτασμα, ὡς μονόπλευρον, κατακόρυφον καὶ ἑνιαῖον ὑφασμάτινον τεχνούργημα, κατὰ τὴν ἐπ' Αὐτὸ τελετουργικὴν ἐφαρμογὴν τοῦ ῥάσματος τοῦ αἵματος, δὲν ἐπέτρεπε τὴν τοιαύτην τελετουργικὴν καὶ εἰδοποιὸν ὑποδιάκρισιν τῶν δύο, ἄνω καὶ κάτω, ῥασματικῶν κινημάτων, ἀλλ' ἓν καὶ μόνον εἶδος ῥασματικοῦ κινήματος, τὸ «κατὰ ἀνατολάς»˙ ἄρα, ἐν προκειμένῳ, πρὸς οἱανδήποτε ἰδιαιτέραν ἀνατολικὴν κατεύθυνσιν καὶ ἐὰν ἐκινεῖτο τὸ εἰς Αὐτὸ αἱματηρὸν ῥάσμα, εἴτε ἄνω, εἴτε κάτω Αὐτοῦ, γενικῶς καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει, προέκειτο περὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ «κατ' ἀνατολάς» ῥασματικοῦ κινήματος.
Ὅθεν, εἰς τὰ συμβολικὰ τελετουργικὰ πλαίσια τῆς μεγάλης ἡμέρας καὶ ἑορτῆς τοῦ Ἐξιλασμοῦ, εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, καὶ ἐν προκειμένῳ, κατὰ τὴν ἀνάστροφον τῆς ἀντιστρόφου, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, κατὰ τὴν εἰσοδευτικὴν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ, ἐντελεχειακὴν κίνησιν (δεδομένου ὅτι ὁ Ἐξιλασμὸς ἐτελεῖτο κατὰ τὸν ἐντελεχειακὸν κανόνα τῆς δομῆς τοῦ Ναοῦ, κατὰ τὴν ἀντίστροφον, δηλαδή, καὶ ἀτελόστροφον, τὴν ἐξοδευτικὴν ἐκ τοῦ Ναοῦ, ἐντελεχειακὴν κίνησιν, ἤτοι, ἐκ τῶν ἔνδον τελείων ἀρχετύπων, διὰ τῶν ἐντὸς ἡμιτελῶν ἐκτύπων, εἰς τὰ πέριξ ἀτελῆ ἀντίτυπα), ἐπιγινώσκομεν, πρῶτον, εἰς τὸν Πέριξ Ναὸν καὶ ἐπὶ τοῦ Πέριξ Θυσιαστηρίου τῶν Ὁλοκαυτωμάτων, καὶ τὰς τρεῖς ὁμοῦ χρισματικὰς συμβολικὰς τελετουργικὰς πράξεις, μηδεμιᾶς ἐξ αὐτῶν ἐξαιρουμένης, καὶ τὸ βάμμα καὶ τὸ ῥάσμα καὶ τὸ χῦμα τοῦ αἵματος.
Δεύτερον, εἰς τὸν Ἐντὸς Ναόν, ἐπὶ μὲν τοῦ Ἐντὸς Θυσιαστηρίου τοῦ Θυμιάματος, τὰς δύο μόνον ἐξ αὐτῶν, τὸ βάμμα καὶ τὸ ῥάσμα τοῦ αἵματος, ἐξαιρουμένης μιᾶς, τοῦ χύματος τοῦ αἵματος˙ ἐπὶ δὲ τοῦ Ἐντὸς Ἁγίου Καταπετάσματος, μίαν καὶ μόνην ἐξ αὐτῶν, τὸ ῥάσμα τοῦ αἵματος, καὶ μεθ' ἑνὸς καὶ μόνου ῥασματικοῦ κινήματος, τοῦ «κατ' ἀνατολάς», ἐξαιρουμένων τῶν δύο, τοῦ βάμματος καὶ τοῦ χύματος τοῦ αἵματος.
Καὶ τρίτον, εἰς τὸν Ἔνδον Ναὸν καὶ ἐπὶ τῆς Ἔνδον Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης, μίαν καὶ μόνην, ὡσαύτως, ἐξ αὐτῶν, τὸ ῥάσμα τοῦ αἵματος, ἐξαιρουμένων, ὡσαύτως, τῶν ἄλλων δύο, τοῦ τε βάμματος καὶ τοῦ χύματος τοῦ αἵματος, ὡς καὶ εἰς τὸ καταπέτασμα, πλήν, ἐν προκειμένῳ, μετὰ δύο ῥασματικῶν κινημάτων, ἀφ' ἑνός, τοῦ «ἐπὶ τὸ ἱλαστήριον κατ' ἀνατολάς», καὶ ἀφ' ἑτέρου, «κατὰ πρόσωπον τοῦ ἱλαστηρίου», καὶ οὐχὶ ἑνός.
VII. Η ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣΙΣ ΤΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΙΑΝ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗΝ ΤΟΥ ΕΞΙΛΑΣΜΟΥ ΠΑΝΤΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΔΙ' ΑΙΜΑΤΟΣ ΧΡΙΣΜΑΤΙΚΩΝ
ΣΥΜΒΟΛΙΚΩΝ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΤΕ
ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΩΝ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΠΑΝΤΟΕΙΔΩΝ ΤΕΛΕΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ
ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΙ Η ΟΥΤΩΣΙ ΜΟΝΟΝ ΑΚΡΙΒΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΥΤΩΝ ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΠΡΟΤΥΠΩΣΙΣ ΕΚΕΙΝΩΝ
Α΄. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΥΠΟΜΝΗΣΙΣ
1. Ἀρχέτυπον: Τέλ.: Ἔνδον Ναός: Μονόπολον: Κιβωτός: Καθαγιασμὸς & Καθαγνισμός.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτ.: Ἐντὸς Ναός: Δίπολον: Κατ/σμα / Θυσ. Θυμ.:
Μείζων / Μείων Ἁγιασμὸς & Ἁγνισμός.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελ .: Πέριξ Ναός: Μονόπολον: Θυσ. Ὁλοκ.: Ὑφαγιασμὸς & Ὑφαγνισμός.
1. Ἀρχέτυπον: Τέλ.: Ἔνδον Ναός: Μονόπολον: Κιβωτός: Ψυχικὴ Ἱερωσύνη.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτ.: Ἐντὸς Ναός: Δίπολον: Κατ/σμα / Θυσ. Θυμ.: Ψυχική / Σαρκικὴ Ἱερωσύνη.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελ .: Πέριξ Ναός: Μονόπολον: Θυσ. Ὁλοκ.: Σαρκικὴ Ἱερωσύνη.
Ἡ ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ νομικὴ καὶ μωσαϊκὴ τελετὴ τοῦ Ἐξιλασμοῦ, ἐξ ἐπόψεως δογματικῆς καὶ συμβολικῆς θεολογικῆς ἀξίας, κρίνεται, πράγματι, μοναδικὴ εἰς τὸ εἶδος αὐτῆς, ὡς μεστὴ θεολογικῶν νοημάτων καὶ συμβολικῶν προτυπώσεων, εἰς τοιοῦτον, μάλιστα, βαθμόν, ὥστε ἐν τῷ πλουσίῳ Αὐτῆς τελετουργικῷ τυπικῷ καὶ διὰ τῶν παντοειδῶν καὶ δι' αἵματος χρισματικῶν συμβολικῶν Αὐτῆς τελετουργικῶν πράξεων, νὰ προτυπῶνται συνοπτικῶς καὶ ἐν περιλήψει αἱ παράλληλοι καὶ ἀντίστοιχοι πρὸς αὐτὰς μυστικαί τε καὶ συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις τῶν παντοειδῶν τελετῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἴτε ἱερῶν ἢ θείων μυστηρίων, εἴτε ἱερῶν μυστηριοειδῶν (μυστηριακῶν τελετῶν).
Ὁ μὲν Πέριξ, ὡς εἴπομεν, πάλαι Ναὸς τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ἔκειτο τὸ Θυσιαστήριον τῶν Ὁλοκαυτωμάτων, ἐξέφραζε συμβολικῶς τὸν κατώτατον συμβολικὸν ἁγιασμὸν καὶ τὸν τοιοῦτον ὁμοῦ ἁγνισμόν, τὸν ὑφ' ἡμῶν λεγόμενον «συμβολικὸν ὑφαγιασμόν», ὁμοῦ μετὰ τοῦ ὑφ' ἡμῶν ἀναλόγως λεγομένου «συμβολικοῦ ὑφαγνισμοῦ»˙ διὸ καὶ ὅσαι συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις ἐτελοῦντο ἐν Αὐτῷ ἐχαρακτηρίζοντο ἐπὶ τόπου τελετουργικῶς ὡς «συμβολικαὶ ὑφαγιαστικαί τε καὶ ὑφαγνιστικαί».
Ὁ δὲ Ἐντὸς Ναός, τὸν μέσον συμβολικὸν ἁγιασμὸν καὶ ἁγνισμόν, τὸν ὑφ' ἡμῶν καλούμενον «συμβολικὸν ἁγιασμόν» καὶ «συμβολικὸν ἁγνισμόν» καὶ ὑποδιακρινόμενον εἰς «μείονα συμβολικὸν ἁγιασμὸν καὶ ἁγνισμόν», τὸν ὁποῖον ἐξέφραζεν ὁ δευτερεύων περὶ τὸ Θυσιαστήριον τοῦ Θυμιάματος ἡμίχωρος τοῦ Ἐντὸς Ναοῦ, καὶ εἰς «μείζονα συμβολικὸν ἁγιασμὸν καὶ ἁγνισμόν», τὸν ὁποίον ἐξέφραζεν ὁ πρωτεύων πρὸ τοῦ Ἁγίου Καταπετάσματος ἡμίχωρος τοῦ τοιούτου Ναοῦ.
Διὸ καὶ ὅσαι, μέν, συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις ἐπετελοῦντο ἐν τῷ δευτερεύοντι ἡμιχώρῳ Αὐτοῦ, ἐχαρακτηρίζοντο ἐπὶ τόπου τελετουργικῶς ὡς «μείονες συμβολικαὶ ἁγιαστικαί τε καὶ ἁγνιστικαί», ὅσαι, δέ, ἐν τῷ πρωτεύοντι, ἐπιτοπίως καὶ τελετουργικῶς ὡς «μείζονες συμβολικαὶ ἁγιαστικαί τε καὶ ἁγνιστικαί».
Ὁ δὲ Ἔνδον Ναός, ὅπου παρίστατο ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, τὸν ἀνώτατον συμβολικὸν ἁγιασμόν τε καὶ ἁγνισμόν, τὸν ὑφ' ἡμῶν ὀνομαζόμενον «συμβολικὸν καθαγιασμόν» καὶ «συμβολικὸν καθαγνισμόν»˙ διὸ καὶ ὅσαι συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις ἐτελεσιουργοῦντο ἐν Αὐτῷ ἐχαρακτηρίζοντο ἐπιτοπίως καὶ τελετουργικῶς ὡς «συμβολικαὶ καθαγιαστικαί τε καὶ καθαγνιστικαί».
Καὶ τοῦτο, ὅπως ἐξηγήσαμεν, διότι, εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ἐπειδὴ δὲν εἶχεν ἔτι δοθῇ ἡ Θεία Τελεταρχικὴ Χάρις, ἡ πνευματική, δηλονότι, μυστικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη―ἡ ὁποία, πάντοτε ἐν ἀσυγχύτῳ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ ὁμοῦ μετὰ τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, τελεσιουργεῖ τὰ πάντα «ἐν παντὶ τόπῳ», εἰς οἱονδήποτε μέρος ἔσω τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καὶ ὁπουδήποτε ἔξω αὐτοῦ―τὸ τελετουργικὸν κριτήριον τοῦ προσδιορισμοῦ μιᾶς συμβολικῆς τελετουργικῆς πράξεως, εἴτε ὡς «ὑφαγιαστικῆς», εἴτε ὡς «ἁγιαστικῆς», «μείονος» ἢ «μείζονος», εἴτε ὡς «καθαγιαστικῆς», ἦτο, ἀσφαλῶς, ὁ ἀκριβὴς τόπος τῆς τελέσεως αὐτῆς ἔσω ἢ ἐσωτέρω ἢ ἐσωτάτω τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος.
Καὶ διὰ τοῦτο, καθὼς ὡρίσαμεν, ὡς «κύριαι» ἢ «οἰκεῖαι» συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις:
Εἰς μὲν τὴν σαρκικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην, ἡ ὁποία ἐκυρίευε τελετουργικῶς εἰς τὸ κατώτερον ἓν καὶ ἥμισυ μέρος τοῦ Σολομωντείου Ναοῦ, εἴς τε τὸν Πέριξ καὶ εἰς τὸν περὶ τὸ Θυσιαστήριον τοῦ Θυμιάματος δευτερεύοντα ἡμίχωρον τοῦ Ἐντὸς Ναοῦ, ἀναγνωρίζονται αἱ «ὑφαγιαστικαί» καὶ αἱ «μείονες ἁγιαστικαί» συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις.
Εἰς δὲ τὴν ψυχικὴν συμβολικὴν τελετουργικὴν ἱερωσύνην, ἡ ὁποία τελετουργικῶς ἐδέσποζεν εἰς τὸ ἀνώτερον ἓν καὶ ἥμισυ μέρος τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, εἴς τε τὸν Ἔνδον καὶ εἰς τὸν πρὸ τοῦ Ἁγίου Καταπετάσματος πρωτεύοντα ἡμίχωρον τοῦ Ἐντὸς Ναοῦ, κατοχυροῦνται αἱ «καθαγιαστικαί» καὶ αἱ «μείζονες ἁγιαστικαί» συμβολικαὶ τελετουργικαὶ πράξεις.
Φορεῖς δέ, αὐτῆς, μέν, καὶ μόνης καὶ ὅλης τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἦσαν οἱ ἁπλῶς καὶ κοινῶς λεγόμενοι «Ἱερεῖς», τελετουργοῦντες ἁρμοδίως μόνον εἰς τὸ κατώτερον ἓν καὶ ἥμισυ μέρος τοῦ Σολομωντείου Ναοῦ, εἴς τε τὸν Πέριξ καὶ εἰς τὸν περὶ τὸ Θυσιαστήριον τοῦ Θυμιάματος ἡμίχωρον τοῦ Ἐντὸς Ναοῦ.
Ἀμφοτέρων, δέ, καὶ ὁλοκλήρων, τῆς τε ψυχικῆς καὶ τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, καὶ ἐν ἀσυγχύτῳ τελετουργικῷ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ μετ' ἀλλήλων, εἷς καὶ μόνος, ὁ καλούμενος «Μέγας Ἱερεύς» ἢ «Ἀρχιερεύς», ὁ ὁποῖος ἐτελετούργει ἁρμοδίως καὶ εἰς τὰ τρία μέρη τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, εἴς τε τὸν Ἔνδον, εἴς τε τὸν Ἐντὸς καὶ εἰς τὸν Πέριξ, κατὰ δὲ τὴν μεγάλην ἡμέραν καὶ ἑορτὴν τοῦ Ἐξιλασμοῦ, ἐτελετούργει αὐτὸς καὶ μόνος, ἄνευ οὐδεμιᾶς τελετουργικῆς συμμετοχῆς οὐδενὸς ἐκ τῶν λευϊτῶν ἱερέων, καὶ ἐτέλει πᾶν τὸ ἐξιλαστήριον τελετουργικὸν τυπικόν.
Β΄. ΓΕΝΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ
1. Ἀρχέτυπον: Ἱερεῖς: Ἀρχιερεῖς (↑) καὶ Ἱερεῖς (↓): Αἷμα Ἀμνοῦ Α΄ - Μόσχου.
2. Ἀντίτυπον: Λαός: Βασιλεῖς (↑) καὶ Λαὸς (↓): Αἷμα Ἀμνοῦ Β΄ - Τράγου.
1. Ἀρχέτυπον: Ἱερεῖς: Ἀρχιερεῖς (↑) καὶ Ἱερεῖς (↓): Αἷμα Ἀμνοῦ Α΄ - Μόσχου.
2. Ἔκτυπον: Βασιλεῖς (↑): Αἷμα Ἀμνοῦ Β΄ - Τράγου.
3. Ἀντίτυπον: Λαὸς (↓): Αἷμα Ἀμνοῦ Β΄ - Τράγου.
1. Ἀρχέτυπον: Ἱερεῖς: Αἷμα Ἀμνοῦ Α΄ - Μόσχου.
2. Ἀντίτυπον: Λαός: Αἷμα Ἀμνοῦ Β΄ - Τράγου.
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: (ἐλλείπει.......) 3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Βάμμα Χρ.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ὄρος Θυσ. 2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ῥάσμα Χρ.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: (ἐλλείπει........) 1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Χῦμα Χρ.
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Οὐρανὸς Θυσ. 3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Βάμμα Χρ.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ὄρος Θυσ. 2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ῥάσμα Χρ.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: (ἐλλείπει........) 1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Χῦμα Χρ.
1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Οὐρανὸς Θυσ. 3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Βάμμα Χρ.
2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ὄρος Θυσ. 2. Ἔκτυπον: Ἡμιτελές: Ῥάσμα Χρ.
3. Ἀντίτυπον: Ἀτελές: Θάλασσα Θυσ. 1. Ἀρχέτυπον: Τέλειον: Χῦμα Χρ.
Εἰς μὲν τὸν ἔσχατον ἀκραῖον καὶ ἀντίτυπον Πέριξ Ναὸν τοῦ Σολομῶντος, ὁ ἐξιλαστὴς τελετουργός, προκειμένου νὰ ὑποδηλώσῃ συμβολικῶς τὰ τρία τελετουργικὰ ἐπίπεδα καὶ εἴδη τοῦ ὑφαγνισμοῦ καὶ τοῦ ὑφαγιασμοῦ, τὸ κορυφαῖον, τὸ μέσον καὶ τὸ βασικόν, δὲν ἐξεύρισκεν οὐδὲν πρόβλημα, διότι τὸ ἐν Αὐτῷ ἱερὸν σύμβολον ἢ συμβολικὸς πόλος («μονόπολον»), τὸ ἕλκον τὸ πέριξ τελετουργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐκεῖ ἱερὰν προσοχήν, τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ἦτο δομικῶς καὶ τελετουργικῶς ἄρτιον, ἤτοι, τριμερὲς καὶ ἐπιδεκτικὸν καὶ τῶν τριῶν δι' αἵματος χρισματικῶν συμβολικῶν τελετουργικῶν πράξεων˙ καὶ τοῦ μὲν βάμματος τοῦ αἵματος, εἰς τὰ κορυφαῖα κέρατα αὐτοῦ, τοῦ δὲ ῥάσματος, εἰς τὸν μέσον τοῖχον αὐτοῦ, τοῦ δὲ χύματος, εἰς τὴν βασικὴν αὔλακα αὐτοῦ.
Διὸ καὶ ἐποίει ἀνάκρασιν καὶ σύνθεσιν εἰς ἓν ἀμφοτέρων τῶν ἐξιλαστηρίων αἱμάτων, τοῦ τε μόσχου καὶ τοῦ τράγου, καὶ δὲν διέκρινε τὰ τοιαῦτα μετ' ἀλλήλων, διότι τὸ ὡς ἄνω «κατὰ σύμπτυξιν κατ' ἄμφω» ἐντελεχειακὸν σχῆμα τῶν ἐξιλαστηρίων ὁμάδων τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ, εἰς τὰς ὁποίας ἀντεστοίχουν συμβολικῶς ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα, ἦτο, ἐν σχέσει πρὸς τὸ ἐν λόγῳ συμβολικὸν μονόπολον τοῦ πέριξ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ἀκατάλληλον πρὸς συμβολικὴν ἐφαρμογὴν καὶ δι' ἐπίτευξιν τοῦ προκειμένου συμβολικοῦ σκοποῦ, ὁ ὁποῖος ἐφέρετο εἰς πέρας διὰ τοῦ ὡς ἄνω καὶ ἐπὶ τούτῳ καταλλήλου ἐντελεχειακοῦ σχήματος τοῦ τριμεροῦς τοῦ τοιούτου θυσιαστηρίου.
Ὅθεν, ἔχομεν:
1. Βάμμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου
Ἐπὶ Κορυφαίων Κερῶν Πέριξ Θυσιαστηρίου Ὁλοκαυτωμάτων:
Κορυφαῖος Συμβολικὸς Ὑφαγνισμὸς Καὶ Ὑφαγιασμός.
2. Ῥάσμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου
Εἰς Μέσον Τοῖχον Πέριξ Θυσιαστηρίου Ὁλοκαυτωμάτων:
Μέσος Συμβολικὸς Ὑφαγνισμὸς Καὶ Ὑφαγιασμός.
3. Χῦμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου
Εἰς Βασικὴν Αὔλακα Πέριξ Θυσιαστηρίου Ὁλοκαυτωμάτων:
Βασικὸς Συμβολικὸς Ὑφαγνισμὸς Καὶ Ὑφαγιασμός.
Εἰς δὲ τὸν πρῶτον ἀκραῖον καὶ ἀρχέτυπον Ἔνδον Ναόν, τὸν ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον τοῦ Πέριξ Ναοῦ, ὁ τελετουργὸς τῆς ἐξιλαστηρίου τελετῆς, προκειμένου νὰ παραστήσῃ κατὰ συμβολικὸν τρόπον τὰ τρία τελετουργικὰ ἐπίπεδα καὶ εἴδη τοῦ καθαγνισμοῦ καὶ τοῦ καθαγιασμοῦ, τὸ κορυφαῖον, τὸ μέσον καὶ τὸ βασικόν, ἤρχετο, σαφῶς, ἀντιμέτωπος μετὰ τοῦ προκύπτοντος προβλήματος εἰς τὸ ἐν Αὐτῷ ἱερὸν σύμβολον ἢ συμβολικὸν πόλον («μονόπολον»), τὸ ἕλκον τὸ ἔνδον τελετουργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐκεῖ ἱερὰν προσοχήν, ἤτοι, μετὰ τοῦ μονομεροῦς τοῦ νοητοῦ ἔνδον θυσιαστηρίου τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης, τὸ ὁποῖον, κατ' οὐσίαν, δομικῶς ἐταυτίζετο μετὰ τοῦ μέσου τοίχου ἑνὸς τριμεροῦς καὶ ἀρτίου θυσιαστηρίου, ὡς τὸ τῶν ὁλοκαυτωμάτων, διὸ καὶ τελετουργικῶς ἐδέχετο μόνον τὸ προσιδιάζον τῷ θυσιαστηριακῷ τοίχῳ ῥάσμα τοῦ αἵματος.
Διὸ καὶ ἐν προκειμένῳ ἐποίει ἀντεπιδεικτικῶς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον, ἐν σχέσει πρὸς ὅ,τι ἐποίει εἰς τὸ πέριξ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, διακρίνων τὸ ἐξιλαστήριον ῥάσμα καὶ αἷμα τοῦ μόσχου ἀπὸ τοῦ ἐξιλαστηρίου ῥάσματος καὶ αἵματος τοῦ τράγου καὶ προσέτι, εἰς ἕκαστον τῶν δύο τοιούτων αἱματηρῶν ῥασμάτων, τὴν «πρὸς τὰ ἄνω» ῥασματικὴν κίνησιν, τουτέστιν, «ἐπὶ τὸ ἱλαστήριον κατὰ ἀνατολάς», ἀπὸ τῆς «πρὸς τὰ κάτω» τοιαύτης, ἤτοι, «κατὰ πρόσωπον τοῦ ἱλαστηρίου», καὶ οὕτως, ἐφαρμόζων συμβολικῶς ὡς κατάλληλον τὸ προαναφερθὲν ἐντελεχειακὸν σχῆμα τῶν ἀρχαίων ἰσραηλιτικῶν ἐξιλαστηρίων ὁμάδων («κατὰ σύμπτυξιν κατ' ἄμφω») καὶ μετὰ τῶν δύο ἐπιτρεπομένων, ὡς εἴπομεν, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, «ἄνω» καὶ «κάτω» ῥασματικῶν κινήσεων, λόγῳ τοῦ πολυπλευρικοῦ, τουτέστιν, ἑξαπλευρικοῦ, σχήματος τῆς θείας κιβωτοῦ.
Καὶ τὸ μὲν ῥάσμα τοῦ αἵματος τοῦ μόσχου, ὡς εἴδομεν, ὑπεδήλου συμβολικῶς πᾶν τὸ ἱερόν, τούς τε ἱερεῖς καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς, τὸ δὲ ῥάσμα τοῦ αἵματος τοῦ τράγου, πᾶν τὸ κοσμικόν, τόν τε λαὸν καὶ τοὺς βασιλεῖς.
Καὶ εἰς μὲν τὸ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ μόσχου ῥάσμα, ἡ μὲν ἀνωφερὴς ῥασματικὴ κίνησις (↑), ἡ «ἐπὶ τὸ ἱλαστήριον κατ' ἀνατολάς», ἦτο ὁμόλογος πρὸς τὴν ἀνωφερῆ ὁμοιωτικὴν ἐντελεχειακὴν κίνησιν (↑), τὴν λεγομένην «ἀναγωγικήν», τὴν ὁποίαν εἴδομεν εἰς τὸ προεκτεθὲν «Α΄ Τριαδικὸν Ἐντελεχειακὸν Ἀπότμημα Ἐκ Τῆς Πενταδικῆς Ἐντελεχειακῆς Ἀναπτύξεως τῆς Ἐντελεχείας Τῆς Πρὸς Θεὸν Ἱλαστηρίου Μεσιτείας Εἰς Τὴν Παλαιὰν Διαθήκην», εἰς τὴν τριαδικήν, δηλονότι, ἐντελέχειαν «Θεός-Ἀρχιερεῖς (↑)-Ἱερεῖς (↓)», διὸ και συνεβόλιζε τοὺς ἀρχιερεῖς.
Ἡ δὲ κατωφερὴς ῥασματικὴ κίνησις (↓), ἡ «κατὰ πρόσωπον τοῦ ἱλαστηρίου», ὁμόλογος πρὸς τὴν κατωφερῆ ἐντελεχειακὴν κίνησιν (↓), τὴν ὁποίαν ἔτι εἴδομεν εἰς τὴν αὐτὴν τριαδικὴν ἐντελέχειαν, πρὸς τὴν ἀναγωγικήν, δηλονότι, ἐντελεχειακὴν βάσιν, διὸ καὶ συνεβόλιζε τοὺς ἱερεῖς.
Καὶ ὁ μὲν «ἅπαξ» ῥαντισμός, ὁ τελούμενος μίαν καὶ μόνην φορὰν εἰς τὴν «ἄνω» ῥασματικὴν καὶ οὕτως εἰπεῖν, «ὑπερβατικήν», κίνησιν, καὶ νοούμενος, ὅπως ἐξηγήσαμεν, κατὰ τὴν «μερικὴν θεώρησιν», ὡς «ὄγδοος», ἐν σχέσει πρὸς τὸν «ἑπτάκις» ῥαντισμόν, τὸν ἑπτὰ φορὰς εἰς τὴν κάτω ῥασματικὴν καὶ οὕτως εἰπεῖν, «βασικήν», κίνησιν, τελετουργούμενον, συνεβόλιζεν, ἐν προκειμένῳ, τὴν ὑπερβατικότητα, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, ὑπερπληρότητα, τῆς ψυχικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, τὴν ὁποίαν ἔφερεν, ὁμοῦ μετὰ τῆς σαρκικῆς καὶ ἐν ἀσυγχύτῳ τελετουργικῷ ὑποστατικῷ συνδυασμῷ μετ' αὐτῆς, εἷς καὶ μόνος εἰς τὸν ἀρχαῖον Ἰσραήλ, ὁ «Μέγας Ἱερεύς», ὁ λεγόμενος καὶ «Ἀρχιερεύς», ἔναντι τῆς πληρότητος αὐτῆς καὶ μόνης τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, τὴν ὁποίαν ἔφερον πάντες οἱ λοιποὶ ἁπλῶς καὶ κοινῶς λεγόμενοι «Ἱερεῖς».
Αὐτὸς δὲ ὁ «ἑπτάκις» ῥαντισμὸς καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν «μερικὴν θεώρησιν», αὐτὴν ταύτην τὴν πληρότητα τῆς σαρκικῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς ἱερωσύνης, ἐν σχέσει πρὸς τὴν ὑπερπληρότητα τῆς ψυχικῆς.
Εἰς δὲ τὸ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ τράγου ῥάσμα, ἡ μὲν ἀνωφερὴς ῥασματικὴ κίνησις (↑), ἡ «ἐπὶ τὸ ἱλαστήριον κατ' ἀνατολάς», ἦτο ὁμόλογος πρὸς τὴν ἀνωφερῆ ὁμοιωτικὴν («ἀναγωγικήν») ἐντελεχειακὴν κίνησιν (↑), τὴν ὁποίαν εἴδομεν εἰς τὴν προεκτεθεῖσαν «Τριαδικὴν Ἐντελεχειακὴν Σύμπτυξίν Τε Καὶ Ἀνάπτυξιν Τοῦ Β΄ Τετραδικοῦ Ἐντελεχειακοῦ Ἀποτμήματος Ἐκ Τῆς Πενταδικῆς Ἐντελεχειακῆς Ἀναπτύξεως τῆς Ἐντελεχείας Τῆς Πρὸς Θεὸν Ἱλαστηρίου Μεσιτείας Εἰς Τὴν Παλαιὰν Διαθήκην», εἰς τὴν τριαδικήν, δηλαδή, ἐντελέχειαν «Ἱερεῖς-Βασιλεῖς (↑)-Λαὸς (↓)», διὸ και συνεβόλιζε τοὺς βασιλεῖς.
Ἡ δὲ κατωφερὴς ῥασματικὴ κίνησις (↓), ἡ «κατὰ πρόσωπον τοῦ ἱλαστηρίου», ὁμόλογος πρὸς τὴν κατωφερῆ ἐντελεχειακὴν κίνησιν (↓), τὴν ὁποίαν εἴδομεν, ἐπίσης, εἰς τὴν αὐτὴν τριαδικὴν ἐντελέχειαν, πρὸς τὴν ἀναγωγικήν, δηλαδή, ἐντελεχειακὴν βάσιν, διὸ καὶ συνεβόλιζε τὸν λαόν.
Καὶ ὁ μὲν «ἅπαξ» τελεσιουργούμενος καὶ ὡς «ὄγδοος» ἐκλαμβανόμενος ῥαντισμός, εἰς τὸ «ἄνω» ῥασματικὸν κίνημα καὶ κατὰ τὴν «μερικήν», ὡς ἑρμηνεύσαμεν, «θεώρησιν», συνεβόλιζε τὴν ὑπερβατικότητα τοῦ βασιλέως μονάρχου ἔναντι τοῦ λαοῦ, ἤτοι, τὴν ὑπὲρ τὸ λαϊκὸν πλήρωμα θέσιν καὶ στάσιν αὐτοῦ˙ αὐτὸς δὲ ὁ «ἑπτάκις» ῥαντισμός, εἰς τὸ «κάτω» ῥασματικὸν κίνημα καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν «μερικὴν θεώρησιν», αὐτὸ τοῦτο τὸ πλήρωμα τοῦ λαοῦ, ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἐπ' αὐτοῦ βασιλεύοντα ἀπόλυτον μονάρχην.
Καὶ ἐπειδή, ὅπως διευκρινίσαμεν, ἡ ἀξιολογικὴ καὶ ἐννοιολογικὴ ἀπόστασις, ἀνὰ μέσον, μέν, ἀρχιερέων καὶ ἱερέων, ἦτο μικροτέρα, μεταξύ, δέ, βασιλέων καὶ λαοῦ, μεγαλυτέρα, παρὰ τὸ ὅτι ἐν προκειμένῳ χρησιμοποιεῖται συμβολικῶς τὸ ὡς ἄνω «κατὰ σύμπτυξιν κατ' ἄμφω» διμερὲς ἐντελεχειακὸν σχῆμα, δυνάμεθα, ἐν τέλει, καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὴν δι' αὐτοῦ ὀφειλομένην συμβολικὴν ὑποδήλωσιν καὶ τῶν τριῶν διακριτῶς τελετουργικῶν ἐπιπέδων καὶ εἰδῶν τοῦ καθαγνισμοῦ καὶ τοῦ καθαγιασμοῦ, ἀλλὰ καὶ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἐκλάβωμεν τὸ τοιοῦτον διμερὲς καὶ εἰς δύο ἀνὰ ἕκαστον μέρος εἴδη ὑποδιακριτὸν σχῆμα ὡς τριμερές, κατὰ τὸν τριαδικὸν ἐντελεχειακὸν κανόνα, εἰς τὴν ὡς ἄνω «κατὰ σύμπτυξιν καὶ κατ' ἀνάπτυξιν» ἐντελεχειακὴν αὐτοῦ μορφήν.
Ὅθεν, ἐν τέλει, ἔχομεν:
1. Ἄνω (↑) Ἅπαξ Ἀρχιερατικὸν Καὶ Κάτω (↓) Ἑπτάκις Ἱερατικὸν
Ῥάσμα Αἵματος Μόσχου Εἰς Κιβωτὸν Διαθήκης:
Κορυφαῖος Συμβολικὸς Καθαγνισμὸς καὶ Καθαγιασμός.
2. Ἄνω (↑) Ἅπαξ Βασιλικὸν Ῥάσμα Αἵματος Τράγου
Εἰς Κιβωτὸν Διαθήκης:
Μέσος Συμβολικὸς Καθαγνισμὸς καὶ Καθαγιασμός.
3. Κάτω (↓) Ἑπτάκις Λαϊκὸν Ῥάσμα Αἵματος Τράγου
Εἰς Κιβωτὸν Διαθήκης:
Βασικὸς Συμβολικὸς Καθαγνισμὸς καὶ Καθαγιασμός.
Ἔτι δέ:
1. Ἔνδον Ναός: Μοναδικότης Ἱεροῦ Μονοπόλου / Τριαδικότης Αἵματος.
2. Πέριξ Ναός: Τριαδικότης Ἱεροῦ Μονοπόλου / Μοναδικότης Αἵματος.
Εἰς δὲ τὸν μεσαῖον καὶ ἔκτυπον Ἐντὸς Ναόν, ὁ ἐξιλάζων τελέστωρ, προκειμένου νὰ ὑποδηλώσῃ συμβολικῶς τὸ ἓν καὶ μόνον τελετουργικὸν ἐπίπεδον καὶ εἶδος τοῦ τε ἁγνισμοῦ καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, ὡς καὶ τὰς δύο ὑποδιακρίσεις αὐτοῦ εἰς μείζονα καὶ εἰς μείονα ἁγνισμὸν καὶ ἁγιασμόν, καθὼς καὶ τὰς δύο ἀνὰ ἑκάστην ὑποδιάκρισιν ὑφυποδιακρίσεις αὐτοῦ, καὶ δεδομένου ὅτι τὸ ἐν Αὐτῷ διττὸν καὶ μικτὸν ἱερὸν σύμβολον ἢ συμβολικὸς πόλος («δίπολον»), τὸ ἐφέλκον τὸ ἐντὸς τελετουργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐκεῖ ἱερὰν προσοχήν, τό τε ἅγιον καταπέτασμα καὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος, ἀπῄτει, κατὰ συνέπειαν, ἀνάλογον συνδυασμὸν ἀμφοτέρων τῶν προεκτεθέντων ἐντελεχειακῶν σχημάτων, καὶ τοῦ «κατὰ σύμπτυξιν» ἐντελεχειακοῦ σχήματος τοῦ διμεροῦς τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος καὶ τοῦ ἐντελεχειακοῦ σχήματος τῶν ἐξιλαστικῶν ὁμάδων τοῦ ἀρχαίου Ἰσραὴλ καὶ ἐν προκειμένῳ, μόνον εἰς τὴν «κατὰ σύμπτυξιν κατ' ἄμφω» ἐντελεχειακὴν μορφὴν αὐτοῦ καὶ ἄνευ τῶν δύο «ἄνω» καὶ «κάτω» ῥασματικῶν κινημάτων, ἐποίει ἀνάλογον συμβολικὴν χρῆσιν καὶ ἐφαρμογὴν ἀμφοτέρων τῶν τοιούτων ἐντελεχειῶν.
Καὶ εἰς μὲν τὸ διμερὲς καὶ ἡμιάρτιον θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος, τὸ ὁποῖον, ὡς προανεφέρθη, ἐπιγινώσκεται ὡς «ἀναβάθμισις» καὶ «προαγωγή» τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἐκ τῶν πέριξ εἰς τὰ ἐντὸς καὶ συνεπῶς, ὡς πρὸς τὸν συμβολικὸν τελετουργικὸν ἐξιλασμόν, ἀκολουθεῖ καὶ αὐτὸ παρόμοιον πρὸς ἐκεῖνο τυπικόν, ὁ ἱερὸς ἐξιλαστής, προκειμένου νὰ παραστήσῃ συμβολικῶς τὸν ὑποδιακριτὸν μείονα ἁγνισμὸν καὶ ἁγιασμὸν καὶ τὰς δύο ὑφυποδιακρίσεις αὐτοῦ, ἐφαρμόζει συμβολικῶς τὴν ὡς ἄνω καὶ ἐπὶ τούτῳ κατάλληλον συμπεπτυγμένην καὶ διμερῆ ἐντελέχειαν αὐτοῦ τούτου τοῦ θυμιαματικοῦ θυσιαστηρίου, ποιῶν, ὡσαύτως, κρᾶσιν καὶ ἕνωσιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀμφοτέρων τῶν ἐξιλαστηρίων αἱμάτων, τοῦ τε μόσχου καὶ τοῦ τράγου, ὡς καὶ εἰς τὸ πέριξ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, καὶ διὰ τοῦ ἐξ αὐτῶν κράματος ἐπιτελῶν, εἰς μὲν τὰ κορυφαῖα κέρατα αὐτοῦ, τὸ βάμμα τοῦ αἵματος, εἰς δὲ τὸν μεσαῖον ὁμοῦ καὶ βασικὸν αὐτοῦ τοῖχον, τὸ ῥάσμα τοῦ αἵματος.
Ὅθεν, ἔχομεν:
1. Βάμμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου
Ἐπὶ Κορυφαίων Κερῶν Ἐντὸς Θυσιαστηρίου Θυμιάματος:
Α΄ Μείων Συμβολικὸς Ἁγνισμὸς Καὶ Ἁγιασμός.
2. Ῥάσμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου
Εἴς Τε Μέσον Καὶ Βασικὸν Τοῖχον Ἐντὸς Θυσιαστηρίου Θυμιάματος:
Β΄ Μείων Συμβολικὸς Ἁγνισμὸς Καὶ Ἁγιασμός.
Εἰς δὲ τὸ μονομερὲς καὶ μονόπλευρον ἅγιον καταπέτασμα, τὸ ὁποῖον, ὡς προειπώθη, διαπιστοῦται ὡς «ὑποβάθμισις» καὶ «ὑπαγωγή» τοῦ μονομεροῦς καὶ ἑξαπλευρικοῦ νοητοῦ θυσιαστηρίου τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης ἐκ τῶν ἔνδον εἰς τὰ ἐντὸς καὶ ὡς «εἰκὼν πρὸ προσώπου αὐτῆς» καὶ συνεπῶς, ὡς πρὸς τὸν συμβολικὸν τελετουργικὸν ἐξιλασμόν, ἀκολουθεῖ καὶ αὐτὸ παρόμοιον πρὸς ἐκεῖνο τυπικόν, ὁ ἐξιλαστικὸς τελεστής, προκειμένου νὰ σχηματίσῃ συμβολικῶς τὸν ὑποδιακριτὸν μείζονα ἁγνισμὸν καὶ ἁγιασμὸν καὶ τὰς δύο ὑφυποδιακρίσεις αὐτοῦ, διακρίνει τὸ ἐξιλαστήριον αἷμα τοῦ μόσχου ἀπὸ τοῦ ἐξιλαστηρίου αἵματος τοῦ τράγου καὶ δι' ἑκάστου αὐτῶν ἐπιτελεῖ δύο διαφόρους καὶ ἀλλεπαλλήλους ἑπτάκις ῥαντισμοὺς (ἑπτὰ φορὰς ἀνὰ ἕκαστον ῥαντισμόν) «ἐπὶ τὸ καταπέτασμα κατ' ἀνατολάς», πρῶτον, διὰ τοῦ αἵματος τοῦ μόσχου, καὶ ὕστερον, διὰ τοῦ αἵματος τοῦ τράγου, ἐφαρμόζων συμβολικῶς τὴν ἐφαρμόδιον ἐντελέχειαν τῶν ἀρχαίων ἰσραηλιτικῶν ἐξιλαστικῶν ὁμάδων ἀλλὰ μόνον εἰς τὸ προεκτεθὲν «κατὰ σύμπτυξιν κατ' ἄμφω» ἐντελεχειακὸν σχῆμα αὐτῆς καὶ ἄνευ τῆς «ἄνω» καὶ τῆς «κάτω» ῥασματικῆς κινήσεως εἰς ἕκαστον αἱματηρὸν ῥάσμα.
Καὶ τοῦτο, λόγῳ τοῦ μονοπλευρικοῦ καὶ ἑνιαίου σχήματος τοῦ ἁγίου καταπετάσματος, τὸ ὁποῖον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολυπλευρικὸν καὶ ἑξαπλευρικὸν σχῆμα τῆς θείας κιβωτοῦ, ὡς προερμηνεύθη, δὲν ἐπέτρεπε νὰ ὑποδιακριθῶσι καὶ νὰ ἐπιγνωσθῶσι, κατὰ τὸν ῥαντισμόν, δύο εἴδη ῥασματικῶν κινημάτων («ἄνω κατ' ἀνατολάς» καὶ «κάτω κατὰ πρόσωπον») ἀλλ' ἓν καὶ μόνον καὶ τὸ αὐτὸ εἶδος («κατενώπιον κατ' ἀνατολάς»).
Καὶ διὰ τοῦτο, δὲν ἦτο, ἐν προκειμένῳ, δυνατόν, νὰ ὑποδιακριθῇ καὶ νὰ ἐπιγνωσθῇ καὶ ὁ «ἅπαξ ῥαντισμός», ὡς «ὄγδοος», ἀπὸ τοῦ «ἑπτάκις» ῥαντισμοῦ, διὸ καὶ ἦτο ἀδύνατον νὰ ἐφαρμοσθῇ συμβολικῶς εἰς τὰ προεκτεθέντα ἐντελεχειακὰ σχήματα καὶ ἡ «μερικὴ θεώρησις», τόσον ἀνὰ μέσον τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν ἱερέων, ὅσον καὶ μεταξὺ τῶν βασιλέων καὶ τοῦ λαοῦ, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ βασιλεῖς ὑποδιακρίνονται ὡς «ὄγδοοι» καὶ «ὑπερβατικοί», ἐν σχέσει πρὸς τὸ «ἑπταδικὸν πλήρωμα» τῶν ἱερέων καὶ τοῦ λαοῦ, ἀντιστοίχως, καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐφηρμόζετο συμβολικῶς ἡ «ὁλικὴ θεώρησις», συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ὡς «ὄγδοος» καὶ «ὑπερβατικός» διακρίνεται αὐτὸς οὗτος καὶ μόνος ὁ Οἰκονομικὸς Θεός, ἔναντι τοῦ «ἑπταδικοῦ πληρώματος» γενικῶς τοῦ «ἱεροῦ», ἀρχιερέων τε καὶ ἱερέων, καὶ τοῦ «κοσμικοῦ», βασιλέων τε καὶ λαοῦ.
Προσέτι, δέ, καὶ διὰ τὸν λόγον ὅτι κατὰ τὴν συμβολικὴν ἀναλογίαν τῆς «ἐσωενωτικῆς» τριαδικῆς ἀντεπιδείξεως τοῦ Θεοψυχανθρώπου (εἴς τε τὴν «ἔνδον» καὶ τὴν «ἐντός», ὡς καὶ εἰς τὴν «πέριξ» διάστασιν) πρὸς τὴν ἐντελέχειαν τῆς δομῆς τοῦ Σολομωντείου Ναοῦ («Ἔνδον-Ἐντός-Πέριξ Ναός») καὶ κατὰ τὴν «ὁλικὴν θεώρησιν», ἡ ὑπερβατικὴ ὀγδοὰς προσιδιάζει συμβολικῶς μόνον εἰς τὸν Ἔνδον Ναόν, ἤτοι, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, εἰς δὲ τὸν Ἐντὸς Ναόν, ὅπου καὶ τὸ Ἅγιον Καταπέτασμα, ἀντιστοιχεῖ συμβολικῶς ἡ πληρωματικὴ ἑπτάς.
Ὅθεν, ἔχομεν:
1. Ἱερὸν Ῥάσμα Αἵματος Μόσχου Εἰς Ἅγιον Καταπέτασμα:
Α΄ Μείζων Συμβολικὸς Ἁγνισμὸς καὶ Ἁγιασμός.
2. Κοσμικὸν Ῥάσμα Αἵματος Τράγου Εἰς Ἅγιον Καταπέτασμα:
Β΄ Μείζων Συμβολικὸς Ἁγνισμὸς καὶ Ἁγιασμός.
Ἔτι δέ:
Ἐντὸς Ναός:
1. Α΄ Ἡμίχωρος Πρὸ Τοῦ Ἁγίου Καταπετάσματος:
Μοναδικότης Α΄ Ἱεροῦ Μονοπόλου / Δυαδικότης Αἵματος.
2. Β΄ Ἡμίχωρος Περὶ Τὸ Θυσιαστήριον Τοῦ Θυμιάματος:
Δυαδικότης Β΄ Ἱεροῦ Μονοπόλου / Μοναδικότης Αἵματος.
Συνεπῶς, ὅσοι χριστιανοὶ «θεολόγοι» ἰσχυρίζονται δῆθεν ὅτι εἰς τὸ καταπέτασμα ἐτελετουργεῖτο μόνον τὸ ῥάσμα τοῦ αἵματος τοῦ μόσχου καὶ οὐχί, μετὰ τοῦτο, καὶ τὸ ῥάσμα τοῦ αἵματος τοῦ τράγου, σφάλλουσι μεγάλως καὶ ἐλέγχονται ἀδικαιολογήτως ὡς «ἀπερίσκεπτοι».
Γ΄. ΕΙΔΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΣΕΩΝ
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΝΑΟΣ ΘΕΙΟΥ ΝΟΜΟΥ
ΤΑ ΕΠΤΑ ΕΞΙΛΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΠΙΠΕΔΑ
ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΝΟΜΗ ΤΗΣ ΕΠΤΑΔΟΣ
(ΣΧΗΜΑ 3 - 1 - 3)
ΕΝΔΟΝ ΝΑΟΣ
ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΚΑΘΑΓΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ.
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΜΕΤΟΧΟΣ.
1. Ἄνω (↑) Ἅπαξ Ἀρχιερατικὸν Καὶ Κάτω (↓) Ἑπτάκις Ἱερατικὸν
Ῥάσμα Αἵματος Μόσχου Εἰς Κιβωτὸν Διαθήκης:
Κορυφαῖος Συμβολικὸς Καθαγνισμὸς καὶ Καθαγιασμός.
2. Ἄνω (↑) Ἅπαξ Βασιλικὸν Ῥάσμα Αἵματος Τράγου
Εἰς Κιβωτὸν Διαθήκης:
Μέσος Συμβολικὸς Καθαγνισμὸς καὶ Καθαγιασμός.
3. Κάτω (↓) Ἑπτάκις Λαϊκὸν Ῥάσμα Αἵματος Τράγου
Εἰς Κιβωτὸν Διαθήκης:
Βασικὸς Συμβολικὸς Καθαγνισμὸς καὶ Καθαγιασμός.
Α΄ ΕΝΤΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΓΙΟΝ ΚΑΤΑΠΕΤΑΣΜΑ
ΜΕΙΖΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΑΓΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ.
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΜΕΤΟΧΟΣ.
4Αα΄. Ἱερὸν Ῥάσμα Αἵματος Μόσχου Εἰς Ἅγιον Καταπέτασμα:
Α΄ Μείζων Συμβολικὸς Ἁγνισμὸς καὶ Ἁγιασμός.
4Ββ΄. Κοσμικὸν Ῥάσμα Αἵματος Τράγου Εἰς Ἅγιον Καταπέτασμα:
Β΄ Μείζων Συμβολικὸς Ἁγνισμὸς καὶ Ἁγιασμός.
Β΄ ΕΝΤΟΣ ΝΑΟΣ
ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΝ ΘΥΜΙΑΜΑΤΟΣ
ΜΕΙΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΑΓΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ή ΜΟΝΗ.
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΜΕΤΟΧΟΣ Ή ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ.
4Βα΄. Βάμμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου
Ἐπὶ Κορυφαίων Κερῶν Ἐντὸς Θυσιαστηρίου Θυμιάματος:
Α΄ Μείων Συμβολικὸς Ἁγνισμὸς Καὶ Ἁγιασμός.
4Ββ΄. Ῥάσμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου
Εἴς Τε Μέσον Καὶ Βασικὸν Τοῖχον Ἐντὸς Θυσιαστηρίου Θυμιάματος:
Β΄ Μείων Συμβολικὸς Ἁγνισμὸς Καὶ Ἁγιασμός.
ΠΕΡΙΞ ΝΑΟΣ
ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΝ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΩΝ
ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΥΦΑΓΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΥΦΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ή ΜΟΝΗ.
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΜΕΤΟΧΟΣ Ή ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ.
5. Βάμμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου
Ἐπὶ Κορυφαίων Κερῶν Πέριξ Θυσιαστηρίου Ὁλοκαυτωμάτων:
Κορυφαῖος Συμβολικὸς Ὑφαγνισμὸς Καὶ Ὑφαγιασμός.
6. Ῥάσμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου
Εἰς Μέσον Τοῖχον Πέριξ Θυσιαστηρίου Ὁλοκαυτωμάτων:
Μέσος Συμβολικὸς Ὑφαγνισμὸς Καὶ Ὑφαγιασμός.
7. Χῦμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου
Εἰς Βασικὴν Αὔλακα Πέριξ Θυσιαστηρίου Ὁλοκαυτωμάτων:
Βασικὸς Συμβολικὸς Ὑφαγνισμὸς Καὶ Ὑφαγιασμός.
ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΝΑΟΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
(ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΑΚΡΙΒΗ ΔΟΜΗΝ)
ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΠΙΠΕΔΑ
ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΝΤΑΔΙΚΗ ΝΟΜΗ ΤΗΣ ΕΠΤΑΔΟΣ
(ΣΧΗΜΑΤΑ 1 - 5 - 1 ΚΑΙ 1 - 2 - 1 - 2 - 1)
ΕΝΔΟΝ ΝΑΟΣ
ΙΕΡΟΝ ΒΗΜΑ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΤΙΜΙΩΝ ΔΩΡΩΝ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
1. Κορυφαῖος Μυστικὸς Καὶ Συμβολικὸς Καθαγιασμὸς Τῶν Τριῶν Εὐχαριστιακῶν Ὑλικῶν Στοιχείων:
α΄. Τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ζέοντος Ὕδατος («Μεγίστου Εὐχαριστιακοῦ Ἁγιασμοῦ» καὶ τρίτου εἴδους «Ἀρχετύπου Ὑψώματος Προσκομιδῆς») Τῆς Ἐσχάτης Εὐχαριστιακῆς Ἀποπλύσεως Ἀπό Τε Τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Οἴνου Καὶ Τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου:
Ἄνω (↑) Ἅπαξ Ἀρχιερατικὸν Ῥάσμα Αἵματος Μόσχου Εἰς Κιβωτὸν Διαθήκης.
β΄. Τοῦ Τε Εὐχαριστιακοῦ Οἴνου καὶ Τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Ἄρτου (δευτέρου καὶ πρώτου εἴδους «Ἀρχετύπου Ὑψώματος Προσκομιδῆς»):
Κάτω (↓) Ἑπτάκις Ἱερατικὸν Ῥάσμα Αἵματος Μόσχου Εἰς Κιβωτὸν Διαθήκης.
Ἐν προκειμένῳ, τὸ μὲν κάτω ῥασματικὸν κίνημα προετύπου συμβολικῶς τόν τε εὐχαριστιακὸν ἄρτον καὶ τὸν εὐχαριστιακὸν οἶνον, τὸ δὲ ὑπερβατικὸν ἄνω ῥασματικὸν κίνημα, ἦτο συμβολικὴ προτύπωσις τοῦ ὑπερβατικοῦ εὐχαριστιακοῦ στοιχείου τοῦ ζέοντος ὕδατος, τὸ ὁποῖον, ὡς ἀποπλύνον τὸν εὐχαριστιακὸν οἶνον καὶ τὸν εὐχαριστιακὸν ἄρτον, οὕτως ὑπερνικᾷ καὶ ὑπερβαίνει ἀμφότερα τὰ τοιαῦτα.
Δεδομένου, δέ, ὡς προερμηνεύσαμεν, ὅτι ὁ ἄρτος συμβολίζει τὸ σῶμα, ὁ οἶνος τὸ αἷμα καὶ τὸ ζέον ὕδωρ τὸ λειτουργικὸν ὕδωρ, τὸ ἐν τῷ αἵματι καὶ τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅτι διὰ μὲν τοῦ σώματος Αὐτοῦ συμβολίζεται κατ' ἐξοχὴν ἡ σαρκικὴ φύσις Αὐτοῦ, διὰ δὲ τοῦ αἵματος, κατ' ἐξοχὴν ἡ ψυχική, διὰ δὲ τοῦ ἐν αὐτοῖς λειτουργικοῦ ὕδατος, κατ' ἐξοχὴν ἡ ἐν ἀμφοτέραις ταῖς φύσεσι τῆς ὑποστάσεως Αὐτοῦ ἐνοικοῦσα Θεία Χάρις, τὸ ὅλον τοιοῦτον συμβολικὸν σχῆμα ὑποδηλοῖ, ἐν τέλει, τήν τε ὑπέρβασιν καὶ ὑπερνίκησιν ἀμφοτέρων τῶν κτιστῶν φύσεων Αὐτοῦ, τῆς τε ψυχικῆς, τῆς διὰ τοῦ αἵματος καὶ τοῦ οἴνου κατ' ἐξοχὴν συμβολικῶς ὑποδηλουμένης, καὶ τῆς σαρκικῆς, τῆς διὰ τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἄρτου κατ' ἐξοχὴν συμβολιζομένης, ὑπὸ τῆς ἐν αὐταῖς ἐνεδρευούσης ἀκτίστου θείας χάριτος.
Ὅθεν, αὐτὴ ἡ ἰδία ἡ ἁγιογραφικὴ παράδοσις, διὰ τῆς ὡς ἄνω συμβολικῆς τελετουργικῆς διακρίσεως τοῦ «ἄνω» ἀπὸ τοῦ «κάτω» ῥασματικοῦ κινήματος, κατασυντρίβει καὶ καταδικάζει σύμπαντα καὶ τὸν κακόδοξον Ἀνατολικὸν καὶ τὸν κακοδοξότερον Δυτικὸν Χριστιανισμόν, ὁ ὁποῖος γενικῶς δὲν διακρίνει ἀλλὰ συμφύρει τὸ ζέον ὕδωρ τῆς ἐσχάτης εὐχαριστιακῆς ἀποπλύσεως ὁμοῦ μετὰ τοῦ εὐχαριστιακοῦ οἴνου καὶ τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἄρτου, ἐν τῷ ποτηρίῳ, τὰ ὁποῖα, ἀσφαλῶς, οὔτε μετ' ἀλλήλων συγχέονται εἰς τὴν τελετουργικὴν πρᾶξιν, παρὰ τὸ ὅτι ἐν προκειμένῳ ὑποδηλοῦνται συμβολικῶς καὶ συμπεριληπτικῶς ἀμφότερα διὰ τοῦ κάτω ῥασματικοῦ κινήματος, διότι, σαφῶς, δὲν ὑπάρχει δυνατότης περαιτέρω ἐξειδικεύσεως τῆς συμβολικῆς πράξεως.
Ἐπιπλέον, δέ, ὑποδηλοῦσα ἡ αὐτὴ ἀπὸ αἰώνων διὰ συμβόλων καὶ τύπων ὅτι ἡ κορυφαία πασῶν μυστικὴ καὶ συμβολικὴ τελετουργικὴ πρᾶξις εἶναι ἡ εὐχαριστιακή, ὁ εὐχαριστιακός, δηλονότι, κορυφαῖος μυστικὸς καὶ συμβολικὸς καθαγιασμός, ὅτι, δηλαδή, δὲν ὑφίσταται ἄλλο ἀνώτερον καὶ μεῖζον τῆς θείας εὐχαριστίας μυστήριον, ἄρα οὔτε καὶ μείζων τις καὶ ἀνώτερος βαθμὸς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας ὑπεράνω τοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου, ὁ ὁποῖος ἱερατικὸς βαθμὸς τελεσιουργεῖ ἐξ ὁλοκλήρου, ἀσφαλῶς, καὶ οὐχὶ ἐν μέρει τὸ κορυφαῖον τοῦτο εὐχαριστιακὸν μυστήριον, ἕκαστος Πρεσβύτερος αὐτὸς καὶ μόνος, εἰς χωριστὸν ἱερὸν θυσιαστήριον καὶ εἰς χωριστὴν λατρευτικὴν σύναξιν, ἐπιτείνει καὶ ἐπισφραγίζει τὴν καταδίκην τοῦ τε κατ' ἀνατολὰς καὶ τοῦ κατὰ δυσμὰς αἱρετικοῦ χριστιανικοῦ δόγματος, τὸ ὁποῖον, συγχέων τὴν ἱερατικὴν τάξιν τῆς Παλαιᾶς μετὰ τῆς ἱεραρχίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, φρονεῖ κακοδόξως ὅτι ἔτι καὶ εἰς αὐτὴν τὴν Καινὴν τῆς Θείας Χάριτος καὶ τοῦ Πνευματικοῦ Πληρώματος Διαθήκην, ὁ ἀρχιερεὺς ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποτελῇ ἀνώτερον τοῦ ἱερέως βαθμὸν ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας καὶ οὐχὶ ἁπλῶς ἀνώτερον τίτλον καὶ ὀφφίκιον ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας εἰς τὰ αὐτὰ καὶ τὰ ἴδια βαθμολογικὰ πλαίσια τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας τοῦ Πρεσβυτέρου, ὅπως ὀρθοδόξως φρονοῦμεν καὶ ἀποδεικνύομεν ἡμεῖς καὶ τὸ ὑφ' ἡμῶν ἱδρυθὲν Καινορθόδοξον Δόγμα τοῦ Τριαδιανισμοῦ.
Τέλος, λοιπόν! Ἀπεδείχθη, ἐπὶ τέλους, ἐκ Θεοῦ, διὰ Χριστοῦ καὶ ἐν τῷ δογματολογικῷ τούτῳ ἔργῳ ἡμῶν τῶν ἐλαχίστων, ἔτι καὶ αὕτη ἡ μωροκακόδοξος καὶ ἀπ' αἰώνων κρατοῦσα χριστιανικὴ αἵρεσις, συνετρίβησαν κατὰ κράτος οἱ αἱρετικοὶ καὶ διπλοχειροτόνητοι εἰς τὸν αὐτόν, κατ' οὐσίαν, ἱερατικὸν βαθμόν, ἀνατολικοί τε καὶ δυτικοί, χριστιανοὶ ἀρχιερεῖς!
Α΄ ΕΝΤΟΣ ΝΑΟΣ
ΕΠΙΣΟΛΕΥΣ ΚΑΙ ΣΟΛΕΥΣ
ΜΕΣΟΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΟΣ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ
Α΄. ΕΠΙΣΟΛΕΥΣ
ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ
ΜΕΣΟΣ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
2. Μέσος Μυστικὸς Καὶ Συμβολικὸς Καθαγιασμὸς Τοῦ Ἑνὸς Καὶ Μόνου Βαπτισματικοῦ Ὑλικοῦ Στοιχείου Τοῦ Φυσικοῦ Ψυχροῦ Ὕδατος («Μεγάλου Βαπτισματικοῦ Ἁγιασμοῦ») Τῆς Πρώτης Βαπτισματικῆς Ἀποπλύσεως Ἀπό Τε Τῶν Μεγάλων Καὶ Τῶν Μικρῶν Χρισμάτων:
Ἄνω (↑) Ἅπαξ Βασιλικὸν Ῥάσμα Αἵματος Τράγου Εἰς Κιβωτὸν Διαθήκης.
Β΄. ΣΟΛΕΥΣ
ΤΕΤΡΑΦΙΑΛΟΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΧΡΙΣΜΑΤΩΝ
ΒΑΣΙΚΟΣ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
3. Βασικὸς Μυστικὸς Καὶ Συμβολικὸς Καθαγιασμὸς Τῶν Τεσσάρων Ἀνωτέρων Χρισματικῶν Ὑλικῶν Στοιχείων («Μεγάλων Χρισμάτων») Τῆς Τε Δυνάμεως Καὶ Τῆς Κυριότητος Τῶν Ἑπτὰ Βαθμῶν Τῆς Κλίμακος Τῆς Ἱερωσύνης, Τοῦ Ἐλαίου («Εὐχελαίου»), Τοῦ Μυροίνου, Τοῦ Μυρελαίου Καὶ Τοῦ Μύρου:
Κάτω (↓) Ἑπτάκις Λαϊκὸν Ῥάσμα Αἵματος Τράγου Εἰς Κιβωτὸν Διαθήκης.
Ὧδε, τὸ μὲν κάτω ῥασματικὸν κίνημα ἀπετέλει συμβολικὴν προτύπωσιν τοῦ πολυειδοῦς μυστηρίου τοῦ Χρίσματος, ἤτοι, τῶν ὡς ἄνω τεσσάρων καὶ ἀνωτέρων χρισματικῶν μυστηρίων ἢ «μεγάλων χρισμάτων», ἔν τε διακρίσει καὶ συγκρίσει πρὸς τὰ δύο κάτωθι καὶ κατώτερα χρισματικὰ μυστηριοειδῆ (μυστηριακὰς τελετάς) ἢ χρισματοειδῆ ἢ «μικρὰ χρίσματα», τὰ ὁποῖα ἐντάσσονται εἰς τὴν εὐρυτέραν χρισματικὴν μυστηριακὴν ἀντίληψιν.
Τὸ δὲ ἄνω καὶ ὑπερβατικὸν ῥασματικὸν κίνημα προετύπου συμβολικῶς τὴν ὑπερβατικὴν βαπτισματικὴν ἀπόπλυσιν καὶ ὑπερνίκησιν τοῦ ὅλου ἑξαδικοῦ (ἀνωτέρου τετραδικοῦ καὶ κατωτέρου δυαδικοῦ) χρισματικοῦ μυστηρίου καὶ τὴν ὑπέρβασιν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τοῦ Χρίσματος ὑπὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ Βαπτίσματος.
Δεδομένου ὅτι ἡ κατὰ χάριν θέωσις, ἡ ὁποία παρέχεται εἰς πρῶτον καὶ ἀρχάριον βαθμὸν διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος καὶ τῆς θείας αὐτοῦ ἁγιαστικῆς ἰδιότητος, τῆς κατὰ χάριν θείας υἱότητος, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, θείας υἱοθεσίας, τοῦ κατὰ χάριν, δηλονότι, υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ὑπερβαίνει καὶ ὑπερνικᾷ τὴν κατὰ χάριν ἱέρωσιν καὶ ἐν προκειμένῳ, τὴν διὰ τοῦ ἱεροῦ χρίσματος καθιέρωσιν τοῦ τε ἱερέως καὶ τοῦ προφήτου, ὡς καὶ τοῦ βασιλέως, κατὰ τὸ ψαλμικόν˙ «ἐγὼ εἶπα˙ θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες».
Καὶ πάλιν, συνεπῶς, αὐτὴ αὕτη ἡ ἁγιογραφικὴ παράδοσις ἐλέγχει καὶ καταδικάζει τὸ Παλαιορθόδοξον Δόγμα τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς κακόδοξον καὶ ψευδορθόδοξον καὶ αἱρετικόν, διὰ δύο δογματικοὺς λόγους:
Πρῶτον, διότι, ὡς πρὸς τὸ «μέγιστον», δῆθεν, κατὰ τὴν δογματικὴν ἀντίληψιν Αὐτοῦ, χρισματικὸν εἶδος τοῦ μυρελαίου, ἀντιστρέφει, κατὰ τὸ πρωθύστερον, τὴν ὀρθὴν καὶ κανονικὴν τάξιν τελέσεως μεταξὺ τῶν δύο τοιούτων μυστηρίων, προτελοῦν τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος, πρὸ τοῦ χρίσματος, καὶ ἐπιτελοῦν τὸ χρῖσμα τοῦ μυρελαίου, μετὰ τὸ βάπτισμα.
Καὶ δεύτερον, ἐπειδὴ συμφύρει ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ τὸ ψυχρὸν ὕδωρ τῆς πρώτης βαπτισματικῆς ἀποπλύσεως ὁμοῦ μετὰ τοῦ δῆθεν «μυστηριοειδοῦς» καὶ οὐχὶ «μυστηριακοῦ», κατὰ τὴν δογματικὴν Αὐτοῦ ἀντίληψιν, χρισματικοῦ ἐλαίου, εἰς τὸ συμπεφυρμένον καὶ ἀνακραματικὸν σχῆμα τοῦ «ὑδρελαίου», ποιοῦν, οὕτω, καὶ εἰς τὸ βάπτισμα ὅ,τι ποιεῖ καὶ εἰς τὴν εὐχαριστίαν, χημικήν, δηλονότι, ἀθέμιτον ἕνωσιν καὶ κρᾶσιν καὶ σύμφυρσιν καὶ σύγχυσιν ἀνὰ μέσον τοῦ ἀποπλύνοντος καὶ τοῦ ἀποπλυνομένου συμβολικοῦ στοιχείου.
Τοιοῦτοι, δυστυχῶς, καὶ τηλικοῦτοι «Μυστηριοκρᾶσται» οἱ τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, εἰς βάρος τῶν ἀνθρωπίνων θυμάτων τῆς πολυμεροῦς αἱρέσεως αὐτῶν!
Ὅθεν, ἅμα τῇ δημοσιεύσει τῆς παρούσης, καταγινώσκομεν καὶ ἀναθεματίζομεν ἀμφοτέρας τὰς Αἱρετικὰς τοιαύτας περὶ τοῦ Χρίσματος καὶ τοῦ Βαπτίσματος τῶν Παλαιορθοδόξων Δοξασίας, ἐπιγινώσκοντες τεκμαρτῶς, τὴν μὲν ἐξ Αὐτῶν, ὡς «Αἵρεσιν τῶν Προβαπτιστῶν», τὴν δέ, ὡς «Αἵρεσιν τῶν Ὑδρελαιοκραστῶν», κηρύσσομεν, δέ, ὡς κακότυπον, διὸ καὶ κατ' ἀκρίβειαν ἄκυρόν τε καὶ ἀνενέργητον, πᾶσαν πρωθύστερον καὶ συμπεφυρμένην βέβηλον τέλεσιν, μέθεξίν τε καὶ μετάδοσιν ἀμφοτέρων τῶν τοιούτων Μυστηρίων καὶ ὑποβάλλομεν εἰς μετ' ἀναθέματος καθαίρεσιν πάντας τοὺς ἐμμένοντας ταύταις ταῖς δυσὶν αἱρετικαῖς θεωρίαις καὶ πράξεσι Πρεσβυτέρους λειτουργούς.
Β΄ ΕΝΤΟΣ ΝΑΟΣ
ΚΥΡΙΩΣ ΝΑΟΣ
ΜΕΙΖΩΝ ΚΑΙ ΜΕΙΩΝ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ
α΄. ΔΙΦΙΑΛΟΝ ΜΙΚΡΩΝ ΧΡΙΣΜΑΤΩΝ
Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΜΕΙΖΩΝ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ
(ΠΡΟΑΓΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΑΓΙΑΣΜΟΣ)
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
4Αα΄. Α΄ Μείζων Μυστικὸς Καὶ Συμβολικὸς Ἁγιασμὸς («Προαγιασμός») Τῶν Δύο Κατωτέρων Χρισματικῶν Ὑλικῶν Στοιχείων Τῆς Πραγματικῆς Ἐξουσίας Τῶν Ἑπτὰ Βαθμῶν Τῆς Κλίμακος Τῆς Ἱερωσύνης, Τοῦ Μυρύδρου (Ἀνθονέρου) Καὶ Τοῦ Ὕδατος Τῆς Χρισματικῆς Προπλύσεως («Μικροῦ ἢ Μωσαϊκοῦ ἢ Λευϊτικοῦ Χρισματικοῦ Ἁγιασμοῦ»):
Ἱερὸν Ῥάσμα Αἵματος Μόσχου Εἰς Ἅγιον Καταπέτασμα.
4Αβ΄. Β΄ Μείζων Μυστικὸς Καὶ Συμβολικὸς Ἁγιασμὸς («Μεθαγιασμός») Τῶν Δύο Κατωτέρων Χρισματικῶν Ὑλικῶν Στοιχείων Τῆς Συμβατικῆς Ἐξουσίας Τῶν Τίτλων («Ὀφφικίων») Τῶν Ἑπτὰ Βαθμῶν Τῆς Κλίμακος Τῆς Ἱερωσύνης, Τοῦ Μυρύδρου (Ἀνθονέρου) Καὶ Τοῦ Ὕδατος Τῆς Χρισματικῆς Ἀποπλύσεως Ἀπὸ Αὐτοῦ («Μικροῦ Χρισματικοῦ Ἁγιασμοῦ»):
Κοσμικὸν Ῥάσμα Αἵματος Τράγου Εἰς Ἅγιον Καταπέτασμα.
β΄. ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΤΙΜΙΩΝ ΔΩΡΩΝ
Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΜΕΙΩΝ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
4Βα΄. Α΄ Μείων Μυστικὸς Καὶ Συμβολικὸς Ἁγιασμὸς Τῶν Τριῶν Προσκομιστικῶν Ὑλικῶν Στοιχείων Τῆς Εὐχαριστίας, Τοῦ Τε Ἄρτου, Τοῦ Τε Οἴνου Καὶ Τοῦ Ψυχροῦ Ὕδατος («Ἀρχετύπου Ὑψώματος Προσκομιδῆς»), Καὶ Τῶν Ὁμοῦ Μετ' Αὐτῶν Ποικίλων Προσκομιστικῶν Ὑλικῶν Στοιχείων Τῶν Ἐπὶ Τοῦ Ἁγίου Δισκαρίου Μερίδων («Προτύπου Ὑψώματος Προσκομιδῆς»):
Βάμμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου Ἐπὶ Κορυφαίων Κερῶν Ἐντὸς Θυσιαστηρίου Θυμιάματος.
4Ββ΄. Β΄ Μείων Μυστικὸς Καὶ Συμβολικὸς Ἁγιασμὸς Τῶν Δύο Ἰδίων Προσκομιστικῶν Ὑλικῶν Στοιχείων Τοῦ Τε Κατακλαστοῦ Τοῦ Λειτουργοῦ Καὶ Τοῦ Ὑψώματος τοῦ Λαοῦ («Ἐκτύπου Ὑψώματος Προσκομιδῆς»):
Ῥάσμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου Εἴς Τε Μέσον Καὶ Βασικὸν Τοῖχον Ἐντὸς Θυσιαστηρίου Θυμιάματος.
Γ΄ ΕΝΤΟΣ ΝΑΟΣ
ΝΑΡΘΗΞ ΚΑΙ ΠΡΟΝΑΡΘΗΞ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΟΣ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΥΦΑΓΙΑΣΜΟΣ
Α΄. ΝΑΡΘΗΞ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΤΙΜΙΩΝ ΔΩΡΩΝ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΥΦΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
5. Κορυφαῖος Μυστικὸς Καὶ Συμβολικὸς Ὑφαγιασμὸς Τῶν Τριῶν Προσκομιστικῶν Ὑλικῶν Στοιχείων Τῆς Εὐχαριστίας, Τοῦ Τε Ἄρτου, Τοῦ Τε Οἴνου Καὶ Τοῦ Ψυχροῦ Ὕδατος («Ἀρχετύπου Ὑψώματος Προσκομιδῆς»), Τῶν Ὁμοῦ Μετ' Αὐτῶν Ποικίλων Προσκομιστικῶν Ὑλικῶν Στοιχείων Τῶν Ἐπὶ Τοῦ Ἁγίου Δισκαρίου Μερίδων («Προτύπου Ὑψώματος Προσκομιδῆς»), Τῶν Δύο Ἰδίων Προσκομιστικῶν Ὑλικῶν Στοιχείων Τοῦ Τε Κατακλαστοῦ Τοῦ Λειτουργοῦ Καὶ Τοῦ Ὑψώματος τοῦ Λαοῦ («Ἐκτύπου Ὑψώματος Προσκομιδῆς») Καὶ Τοῦ Ἑνὸς Καὶ Κοινοῦ Προσκομιστικοῦ Ὑλικοῦ Στοιχείου Τοῦ Ἀντιδώρου («Ἀντιτύπου Ὑψώματος Προσκομιδῆς»):
Βάμμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ Τράγου Ἐπὶ Κορυφαίων Κερῶν Πέριξ Θυσιαστηρίου Ὁλοκαυτωμάτων.
Τὸ κέρας, ὡς ἐκ τῆς ἰδίας αὐτοῦ ὑπερεξεχούσης φύσεως, ἐκλαμβάνεται συμβολικῶς ὡς ὑποδηλωτικὸν τῆς ὑψώσεως καὶ τοῦ ὑψώματος, μετὰ τῶν ὁποίων ἄλλωστε ἐννοιῶν συσχετίζεται καὶ εἰς τὴν ἁγιογραφικὴν παράδοσιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφέρονται αἱ σχετικαὶ φράσεις «ὑψώθη κέρας μου ἐν θεῷ μου», «ὑψώσει κέρας χριστοῦ αὐτοῦ», «ὑψώσει κέρας λαοῦ αὐτοῦ» κ.τ.ὅ..
Τὸ ἐν λόγῳ μυστικὸν καὶ συμβολικὸν τελετουργικὸν ἐπίπεδον τοῦ κορυφαίου ὑφαγιασμοῦ συνιστᾷ κυρίως καὶ κατ' ἐξοχὴν τὴν λεγομένην «τελετὴν τῆς Προσκομιδῆς», διότι κατ' αὐτὸ τελεῖται ἡ ὕψωσις καὶ ἡ ἐκ τοῦ προσφόρου ἐξαγωγὴ πάντων τῶν γενικῶς καὶ περιληπτικῶς καλουμένων «ὑψωμάτων», τὰ ὁποῖα διακρίνονται τελετουργικῶς, ἐντελεχειακῶς καὶ ἀντεπιδεικτικῶς ὑφ' ἡμῶν εἰς τὰ προαναφερθέντα τέσσαρα εἴδη˙ πρῶτον, εἰς τὸ «ἀρχέτυπον ὕψωμα» τῶν τριῶν εὐχαριστιακῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου, τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕδατος, τῶν λεγομένων «τιμίων δώρων»˙ δεύτερον, εἰς τὸ «πρότυπον ὕψωμα» τῶν ἐπὶ τοῦ ἁγίου δισκαρίου τιθεμένων ποικίλων μερίδων˙ τρίτον, εἰς τὸ «ἔκτυπον ὕψωμα» τοῦ καλουμένου «κατακλαστοῦ ἄρτου» τοῦ λειτουργοῦ καὶ τῶν ὑπέρ τινων προσώπων ἀπὸ τοῦ λαοῦ ἰδίως ἐξαγομένων καὶ κατ' ἐξοχὴν λεγομένων «ὑψωμάτων»˙ καὶ τέταρτον, εἰς τὸ «ἀντίτυπον ὕψωμα» τοῦ κοινῶς ὀνομαζομένου καὶ τοῖς πᾶσι νεμομένου «ἀντιδώρου».
Καὶ τὰ τέσσαρα, μέν, τοιαῦτα ὑψώματα ἔχουσι τελετουργικὴν συμμετοχὴν εἰς τὸν ἐν προκειμένῳ κορυφαῖον ὑφαγιασμόν, ἐπὶ τῆς «τραπέζης τῆς προθέσεως», ἐκ δὲ τῶν τοιούτων, εἰς μὲν τὸν μείονα καὶ διττὸν ἁγιασμόν, τὸν ἐπὶ τῆς «τραπέζης τῆς ἐπιθέσεως», προάγονται τρία, τό τε ἀρχέτυπον καὶ τὸ πρότυπον, ὡς καὶ τὸ ἔκτυπον ὕψωμα, εἰς δὲ τὸν κορυφαῖον καθαγιασμόν, ἐπὶ τῆς «τραπέζης τῆς καταθέσεως», ἢ ἄλλως, «ἁγίας τραπέζης», ὅπου καὶ τελειοῦται ἡ ὅλη τελετουργία τῆς ἐν γένει λεγομένης «προσκομιδῆς», ἓν καὶ μόνον, τὸ ἀρχέτυπον ὕψωμα τῶν τριῶν τιμίων δώρων.
Ὧδε, σημειωτέον, κατατάσσεται τελετουργικῶς καὶ ἡ δευτέρα καὶ ἐπακόλουθος, μετὰ τὴν περιττοτομίαν, καὶ ὁμόλογος πρὸς αὐτὴν ἀφιερωματικὴ καὶ κατ' ἐξοχὴν ὑψωματικὴ τελετὴ τῆς εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ ἀφιερώσεως, ἢ ταὐτὸν εἰπεῖν, «ὑψώσεως», τοῦ νέου πιστοῦ, ἤτοι, ἡ ὑπαπαντή, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ τοιούτου ἐντόνου ὑψωματικοῦ χαρακτῆρος αὐτῆς.
Β΄. ΠΡΟΝΑΡΘΗΞ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ
ΜΕΣΟΣ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΥΦΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
6. Μέσος Μυστικὸς Καὶ Συμβολικὸς Ὑφαγιασμὸς Τῶν Ποικίλων Προσφερομένων Ὑλικῶν Στοιχείων, Ὡς Τῶν Ἄρτων (Ἀρτοκλασίας), Τῶν Κολλύβων (Μνημοσύνου), Τῆς Σταφυλῆς (Ἀπαρχῶν), Τῶν Πασχαλινῶν Ὠῶν, Τῆς Βασιλόπιττας Καὶ Τῶν Λοιπῶν Τοιούτων:
Ῥάσμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ ΤράγουΕἰς Μέσον Τοῖχον Πέριξ Θυσιαστηρίου Ὁλοκαυτωμάτων.
Ὧδε, σημειωτέον, κατατάσσεται τελετουργικῶς καὶ ἡ πρώτη καὶ εἰσαγωγικὴ δι' ἕκαστον νέον μέλος τῆς Ἐκκλησίας τελετὴ τῆς εἰς Θεὸν ἀφιερώσεως αὐτοῦ, ἤτοι, ἡ τελετὴ τῆς περιττοτομίας (εἴτε τῆς «πεοτομίας», ἢ κοινῶς, «περιτομῆς», ἥτις κατηργήθη εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, εἴτε τῆς «τριχοκουρίας», ἥτις ἐξακολουθεῖ ἔτι, εἴτε τῆς «ὀνυχοτομίας», ἥτις εἰσήχθη ὑφ' ἡμῶν, εἰς περίπτωσιν καθ' ἣν ἀδυνατεῖ ἡ τριχοκουρία), ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἄρχηται ἔξωθεν ἀλλὰ νὰ τελειῶται ἔσωθεν τοῦ Προνάρθηκος ἐν τῇ ἐντὸς πράξει τῆς περιττοτομίας.
ΠΕΡΙΞ ΝΑΟΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ ΑΓΑΠΩΝ
ΒΑΣΙΚΟΣ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΥΦΑΓΙΑΣΜΟΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
ΨΥΧΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΜΕΤΟΧΟΣ.
ΣΑΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ: ΚΥΡΙΑ Ὴ ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ.
7. Βασικὸς Μυστικὸς Καὶ Συμβολικὸς Ὑφαγιασμὸς Τῶν Ποικίλων Διατεθειμένων Φυσικῶν Ὑλικῶν Στοιχείων, Ὡς Τῶν Πομάτων Καὶ Βρωμάτων Τῆς Τραπέζης,Τῶν Ὑδάτων Τῆς Δεξαμενῆς Καὶ Τῶν Λοιπῶν Τοιούτων:
Χῦμα Κράματος Αἵματος Μόσχου Τε Καὶ ΤράγουΕἰς Βασικὴν Αὔλακα Πέριξ Θυσιαστηρίου Ὁλοκαυτωμάτων.
ΚΑΤΑΚΛΕΙΣ ΤΟΥ ΕΞΕΤΑΣΘΕΝΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ
Ἐν τέλει, συμφώνως πρὸς τὰ προεκτεθέντα ἐντελεχειακὰ σχήματα καὶ δεδομένου ὅτι ἡ μὲν θυσία καὶ τὸ αἷμα ἑκάστου τῶν ἡμιαγρίων ζώων, τοῦ τε μόσχου καὶ τοῦ τράγου, καίτοι ἐμπεριέχουσα, ἑκάστη εἰς τὰ ἴδια αὐτῆς μέτρα καὶ «ἐν ταὐτῷ» καὶ «ἐξ ἴσου» ἐν ἑαυτῇ, καὶ τὸν συμβολικὸν ἁγνισμὸν καὶ τὸν συμβολικὸν ἁγιασμόν, ἐξέφραζε συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν τὸν συμβολικὸν ἁγνισμόν, πρέπει νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ αὐτὴ ἐξιλαστικὴ τελετουργικὴ τάξις ἡ ὁποία ἐφηρμόζετο εἰς τὰς ζωοθυσίας τῶν ἐκ μέρους τοῦ ὅλου τῶν ἀγρίων ζώων ἡμιαγρίων, τῶν τε μόσχων καὶ τῶν τράγων, θὰ ἔπρεπε, κανονικῶς, νὰ ἀκολουθῆται ἐκ δευτέρου καὶ νὰ ἐπιβεβαιῶται καὶ ἐκ τῆς θυσίας καὶ τοῦ αἵματος ἑκάστου τῶν δύο ἀμνῶν, ἡ ὁποία, ὡς εἴπομεν, ἐτόνιζε συμβολικῶς κατ' ἐξοχὴν τὸν συμβολικὸν ἁγιασμόν, καὶ τοῦτο δι' εὐνοήτους λόγους ἐντελεχειακῆς ἁρμονίας, πλήν, ὅμως, τὸ τοιοῦτον ἁρμονικὸν ἐντελεχειακὸν σχῆμα δὲν μαρτυρεῖται ἐκ τῆς ἁγιογραφικῆς παραδόσεως.
Καὶ τὸ ὁποῖον ἀνεπιβεβαίωτον ἐγίνετο σκοπίμως, προκειμένου οὕτω νὰ ὑπονοηθῇ κατὰ συμβολικὸν τρόπον ὅτι εἰς τὴν λατρείαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν ὑπῆρχε πραγματικός, τουτέστι, πνευματικὸς καὶ μυστικός, ἁγιασμός, ἄρα οὔτε καὶ ἀληθὴς τοιοῦτος ἁγνισμός, ἀλλὰ μόνον φαινομενικός, δεδομένου ὅτι ὁ ἁγνισμὸς (φωτισμός τε καὶ καθαρμός), ὡς εἴδομεν, ἀποτελεῖ αἰτιατὸν ἐντελεχειακὸν προϊὸν τοῦ αἰτίου ἁγιασμοῦ καὶ συνεπῶς, ἐὰν δὲν ὑπάρχῃ τὸ αἴτιον δὲν ὑφίσταται οὔτε τὸ αἰτιατὸν αὐτοῦ.
Ἀκολουθεῖ τὸ Πέμπτον (Ε΄) Μέρος....
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟΝ ΜΕΡΟΣ (Ε΄) ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ
(εἰς τὴν σελίδα "Δογματολογία II") ...
ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ, ΥΦ' ΗΜΩΝ ΕΝΘΑΔΕ, ΕΙΣ ΤΗΝ OFFICIAL WEBPAGE TOY ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΜΩΝ ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΑΣ 14-06-2022.