Η Μ Ε Τ Ο Χ Η

Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΩΝ ΗΡΩΩΝ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΜΕΘΙΔΡΥΣΕΩΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ



ΠΑΠΠΙΚΗ ΑΠΟΦΑΝΣΙΣ 18 / 07 - 11 - 2022


ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΘΕΩΡΗΣΕΩΣ, Η ΜΕΝ ΠΡΟΪΔΡΥΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΣΤΙΣ 09/10/21, ΕΠΤΑ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΔΡΥΣΗ (Η ΟΠΟΙΑ ΕΓΙΝΕ ΣΤΙΣ 09/03/21), Η ΔΕ ΚΑΘΙΔΡΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ, ΣΤΙΣ 09/12/21, ΕΝΝΕΑ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΪΔΡΥΣΗ ΤΟΥ (09/03/21), ΚΑΙ Η ΜΕΘΙΔΡΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ, ΣΤΙΣ 09/03/22, ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΕΣ ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗ (09/03/21). ΕΚ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΘΕΩΡΗΣΕΩΣ, ΕΠΕΙΔΗ Η ΚΑΘΙΔΡΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΕΜΠΕΡΙΕΧΕΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΛΛΩΝ ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΩΝ (ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ, ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΥΤΗ, ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΟΥΝ ΩΣ ΠΕΡΙΤΤΕΣ), ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΣΤΙΣ 27/12/21, ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΗΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ 09/12/21 (9Χ3=27), ΑΡΑ, Η ΜΕΘΙΔΡΥΤΙΚΗ, ΕΝΑ ΜΗΝΑ ΠΡΙΝ ΑΛΛΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΕΤΟΣ, ΣΤΙΣ 09/11/22, ΚΑΙ Η ΠΡΟΪΔΡΥΤΙΚΗ, ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΙΔΡΥΤΙΚΗ, ΣΤΙΣ 09/10/21. ΕΚ ΤΡΙΤΗΣ ΘΕΩΡΗΣΕΩΣ, ΕΠΕΙΔΗ Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΙΔΡΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΩΣ ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ ΑΛΛΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΤ' ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ, Η ΚΑΘΙΔΡΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΕΠΡΕΠΕ, ΣΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ, ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΔΕΚΑΕΞΙ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΕΚΑΟΚΤΩ) ΗΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΤΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ (ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΣΤΙΣ 09/12/21), ΣΤΙΣ 25/12/21 (ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΙΣ 27/12/21), ΑΡΑ, Η ΜΕΘΙΔΡΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ, ΣΤΙΣ 07/11/22, ΚΑΙ Η ΠΡΟΪΔΡΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ, ΣΤΙΣ 09/10/21 (9+7+9=25), ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ.


ΠΑΠΠΙΚΗ ΑΠΟΦΑΝΣΙΣ 18 / 07 - 11 - 2022



ΠΕΡΙ ΕΝΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ

ΥΠΟ ΤΗΣ Α.Ε.Θ.Α. ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ

Κ.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ι΄ - Ε΄ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ Α΄ ΤΟΥ ΣΙΩΚΟΥ



*******



Η

ΑΥΤΟΥ ΕΛΕ ΘΕΟΥ ΑΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΣ

(Α.Ε.Θ.Α.)

Ο

ΠΑΠΠΑΣ

ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ

ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

ΚΑΙ

ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ

ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΤΡΙΑΔΙΑΝΩΝ

ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ Ε΄

ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄

(Ο ΣΙΩΚΟΣ)


ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ


ΠΕΡΙ ΕΝΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ

ΕΝ Τῼ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΚΑΙ ΥΦ' ΗΜΑΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞῼ ΔΟΓΜΑΤΙ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ



*******



ΗΜΕΙΣ ΟΙ ΑΥΤΟΙ ΣΥΝ Τῼ ΕΝ ΣΑΡΚΙ ΤΡΙΣΑΓΙῼ ΘΕῼ ΚΑΙ Τῼ ΧΡΙΣΤῼ ΑΥΤΟΥ ΙΗΣΟΥ


ΣΥΝΕΙΔΟΤΕΣ ΤΑ ΙΔΙΑ ΕΑΥΤΩΝ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΟΙΚΕΙΑ ΗΜΙΝ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΤΑ ΑΠΟΡΡΕΟΝΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΗΜΕΤΕΡΟΥ ΥΨΗΛΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΑΡΧΟΥ ΚΑΙ

ΟΜΟΛΟΓΙΑΡΧΟΥ, ΗΤΟΙ, ΤΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ΚΑΙ ΔΗ ΟΡΘΟΥ, ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑΣ

ΚΑΙ ΔΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ, ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ, ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΤ' ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΑΥΤΗΣ, Ή ΤΑΥΤΟΝ ΕΙΠΕΙΝ, ΤΟΥ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΘΕΟΨΥΧΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΝ ΜΕΣΙΤΗΝ

ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΑΥΤΩΝ ΔΙΑΘΗΚΗΣ, ΙΗΣΟΥΝ, ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΚΕΙΝΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ


ΛΑΒΟΝΤΕΣ ΤΕ ΥΠ' ΟΨΕΙ:


Τὴν ΥΠ' ΑΡΙΘ. 7 / 09 – 10 – 2021 ἐξαπολυθεῖσαν Ἡμετέραν Παππικὴν Ἀπόφανσιν, «Περὶ τῆς Αὐτοδικίας, ἤτοι, τῆς ὑφ' Ἑαυτοῦ καὶ Μόνου Δίκης καὶ Καταδίκης, τῆς Ἐρημοδικίας, ἤτοι, τῆς ἐρήμην τῶν ἐνεχομένων Δίκης καὶ Καταδίκης, καὶ τῆς Ἀρσιχειρίας, ἤτοι, τῆς τελετῆς Καθαιρέσεως (μετ' Ἀναθεματισμοῦ) τῶν βάσει τῆς ΥΠ' ΑΡΙΘ. 1 / 09 – 03 – 2021 Ἐξ. Παππ. Αὐτοῦ Ἀποφάνσεως καταγνωσθέντων αἱρετικῶν».


ΑΠΟΦΑΙΝΟΜΕΘΑ


ΠΕΡΙ ΕΝΙΩΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ

ΕΝ Τῼ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΚΑΙ ΥΦ' ΗΜΑΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞῼ ΔΟΓΜΑΤΙ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΑΝΙΣΜΟΥ

ΩΣ ΚΑΤΩΘΙ:



Στς 09-10-21, ὡςγνωστόν, ἐκδώσαμετὴν 7η Παππική ΜαςἈπόφανση (ὁποία ἀποτελεῖ ἀνάπτυξητῆς ἀπὸ 09-03-21 1ηςΠαππικςΜαςἈποφάνσεως), μὲτὴν ὁποία, μεταξὺ ἄλλων, διακρίναμε,σαφς,τὴλεγόμενη «ἱδρυτική» ἀπὸ τὴν καλούμενη «διαδοχική» φάση μιᾶςνέαςχριστιανικςὁμολογίας,ὁποία ἱδρυτικὴ φάση ἀκολουθεκαὶ μιμεται πάλι ἀπτὴνρχτὸσχμα τῆςγενικςδρύσεωςτῆςθρησκείαςτοΧριστιανισμοῦ καὶ τῆς πρώτης πρώτης ὁμολογιακῆς της μορφῆς ἀπτὸνΠρτοκαὶ Γενικό, κατ' ἄνθρωπο, Ἱδρυτή της ἸησοΧριστό, διότι, λόγῳ τοῦ διαφορετικοῦ ὁμολογιακοῦ χαρακτῆρος, σὲ σχέση μὲ τὴν ἀρχαία ὁμολογιακὴ μορφή, λογίζεται ὡς «ἐπανιδρυτική» καὶ θεωρεῖται ὡς «ἐπανορθωτική» τῆς ἀρχαίας προγεγενημένης ἱδρύσεως.

Καὶ στπλαίσια τῆςὁποίας ἐπανιδρυτικῆς καὶ ἐπανορθωτικῆς φάσης,λα, ἀσφαλῶς, ἀρχίζουν πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀπὸ ἕνα διδάσκαλο, εσηγητή, πατέρα καὶ ποιμένα τῆς νέας ὁμολογίας, ὁποίος, ὡς πατὴρ καὶ ποιμὴν τῆς ὁμολογίας, δὲνἐπιλέγεται οτεἐκλέγεται ἀπκανένα ἄνθρωπο (καὶ διότι ἀκόμηοτεκνφίσταται ἡ κληρικολαϊκἐκκλησιαστικκυριαρχία τῆς νέας ὁμολογίας, τῆς ὁποίας κυριαρχίας ὁ ἴδιος προϋπάρχει καὶ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος δημιουργεῖ ἐξαρχῆς καὶ συγκροτεῖ σὲ κληρικολαϊκὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα), ἀλλτοὐναντίον, διος, ὡς πνευματικὴ καὶ ποιμαντικὴ ἱδρυτικὴ ἀρχτῆςὁμολογίας, ἐπιλέγει τοςσυνεργάτεςτου καὶ ὁ ἴδιος ἄμεσα ἀλλὰ καὶ μέσῳ αὐτνδιεξάγει ἱεραποστολικδράσηκαὶ χειροτονεῖ καὶ χειροθετεῖ νέους κληρικοὺς καὶ ἐντάσσει καὶ μυεῖ ὅλουςσουςσυμφωνονμὲτὴ νέα κηρυσσόμενηὁμολογία πίστεώς του στὸμυστειακκαὶ ἐκκλησιαστικσμά της, μὲ τελικὸ ἀποτέλεσμα τὴσυγκρότησητοῦ κληρικολαϊκοῦ σώματος τῆς ἐκκλησιαστικς της κυριαρχίας.

Καὶ ἡ ὁποία κυριαρχία, μεττὴσυγκρότησή της, δὲνχει, ἀσφαλῶς, κανένα ἐκλογικό, ἐκτῶνστέρων, ἱεροκανονικδικαίωμα οὔτε ἐπὶ αὐτῆς τῆς ἱδρυτικς της ἀρχς οὔτε ἐπὶ τῶνἐπιλέκτωνσυνεργατντῆςδρυτικς της ἀρχςμέσῳτῶνὁποίωνἐκείνητὴσυγκρότησεσὲμυστειακκαὶ ἐκκλησιαστικὸ κληρικολαϊκὸ σμα, ἀλλὰ μόνο μεττὸθάνατό τους καὶ μόνο στὰ χρονικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς καλουμένης «διαδοχικῆς» φάσης, διεξάγει ἱεροκανονικςἐκλογές, μὲτὴσυμμετοχὴ ὅλωννεξαιρέτως καὶ τῶνκληρικνκαὶ τῶν λαϊκνμελντης, γιὰ τὴννάδειξητῶνδιαδόχωντῶν διὰ θανάτου καὶ μόνο ἐκλιπόντων δρυτῶν της.

Ἐξυπακούεται, συνεπῶς, ὅτι οτε αὐτὸς ΠάππαςἹδρυτςτῆςὉμολογίαςοτεοἐπίλεκτοι Συνεργοί του, ὅλοι ἀνεξαιρέτως οὁποοι ἀνήκουνστὴν «ἱδρυτική» φάσητης, ἐκλέγονται ἀπκλροκαὶ λαό, ἀλλά, μὲτὴνληεραποστολικδράσητους, συγκροτοντὴνκληρικολαϊκἐκκλησιαστικκυριαρχία σὲ μυστειακκαὶ ἐκκλησιαστικσμα καὶ ὡς ἐκ τούτου ὅλοι ἀνεξαιρέτως διατελονδιὰ βίου πάγιοι καὶ ἰσόβιοι Στύλοι τῆςὉμολογίας, σὲντίθεσημὲτοςδιαδόχουςτους, ὅλοι ἀνεξαιρέτως οὁποοι ἀνήκουν στὴ «διαδοχική» φάση τῆς ὁμολογίας καὶ γι' αὐτὸ ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἐκλέγονται ἀπτὴσυγκροτηθεσα κληρικολαϊκεκκλησιαστικκυριαρχία.

Στὰ πλαίσια, λοιπόν, τῆς παρούσης Παππικῆς Ἀποφάνσεώς Μας, ὁρίζουμε ὅτι ὅλοι γενικςκαὶ ἀνεξαιρέτωςσοι θὰ ἀνήκουν, ὡςδιάδοχοί Μας καὶ τῶν ἐπιλέκτων συνεργατῶν Μας, στὴδιαδοχικφάσητῆςὉμολογίαςΜαςθἐκλέγονται μὲτὴνμεσηκαὶ ὄχι ἔμμεσησυμμετοχὴ ὅλωνγενικςκαὶ ἀνεξαιρέτωςτῶνμελντῆς συγκροτηθείσης κληρικολαϊκςἐκκλησιαστικςκυριαρχίαςτης, ἀπὸ ὅλο ἀνεξαιρέτως τὸνκλροκαὶ ἀπὸ ὅλο ἀνεξαιρέτως τὸλαό της, ἄμεσα καὶ ἀπευθείαςπτὴν κληρικολαϊκὴ ἐκκλησιαστικὴ βάση ἐξουσίας της, μὲτὴν ἱερὰ ψφοτοκαθενςκαὶ τῆςκαθεμιᾶς,καὶ ὄχι ἔμμεσα καὶ διαμέσου ἀντιπροσώπων,καὶ τὸσπουδαιότερο, ἀντακτχρονικδιαστήματα, ἀνὰ τέσσερα ἔτη, γενικῶς, οἱ ὑποδιάκονοι, διάκονοι καὶ πρεσβύτεροι κληρικοὶ καὶ ἀνὰ πέντε ἔτη, εἰδικῶς, οἱ πρεσβύτεροι ἱερεῖς ποὺ ἔχουν τίτλο καὶ ὀφφίκιο ἀρχιερέως (ἀρχιπρεσβυτέρου), διατελοντες ὅλοι ἀνεξαιρέτως αἱρετοκαὶ οὐδεὶς ἀπολύτως ἰσόβιος, προκειμένου, ἔτσι, νὰ ἀποτρέψουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ τυραννία τῶν ἐπισκόπων καὶ γενικώτερα τῶν φορέων καὶ ἀσκητῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καὶ πρὸς μεῖζον ὄφελος τοῦ ποιμνίου, κατὰ τὸ γεγραμμένο: «Καὶ εἰ μὴ ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ˙ διὰ δὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι».

Τὸ «Ἐκλογικὸ Σύστημα Τοῦ Ἱερατείου», ἰσχῦον, κατὰ κανόνα καὶ κατ' ἀκρίβεια, γιὰ τὴ διαδοχικὴ φάση τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος τοῦ Τριαδιανισμοῦ, ὡς Πάππαι Ἱδρυταὶ τῆς Ὁμολογίας, θὰ εἰσάγουμε ἀναλυτικῶς καὶ λεπτομερῶς μὲ ἀνάλογη μέλλουσα Παππική Μας Ἀπόφανση.

Εναι, ἐπίσης, αὐτονόητο, ὅτι ΠάππαςἹδρυτςτῆςὉμολογίας, ὁποος, ὡς πνευματικὴ καὶ ποιμαντικὴ ἱδρυτική τηςρχή, οτεἐπιλέγεται οτεἐκλέγεται οτεπαύεται ἀπκανένα ἀπολύτως ἀλλδιοςἐπιλέγει καὶ ἐκλέγει καὶ παύει ὅλους ἀνεξαιρέτως ὅσους τὴν ἀσπάζονται, ὑπέρκειται κάθε εἴδους ἱεροσυνοδικςρχςκαὶ ἐξουσίαςτης,ὡςθεοκατάστατηπροσωπικὴ αὐτεξουσία καὶ ὑπερεξουσία, ἔχει, δηλαδή, τὸ ὅλο ἱεροκανονικδικαίωμα καὶ τὸ ἀπόλυτο παππικὸ πρωτεῖο νὰ ἀποφαίνεται καὶ νὰ ἐνεργεῖ αὐτςκαὶ μόνος, καττὴνμφρονα καὶ θεόφρονα κρίσητου, χωρὶςοδεμία ἀπολύτως ἱεροσυνοδικγνώμηκαὶ ἐξουσιοδότηση, διορίζονταςκαὶ ἐπικυρώνοντας ἢ ἀκυρώνοντας ἢ μεταβάλλοντας, καθόλου ἢ ἐν μέρει, ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἱερὰ συνοδικσχήματα τῆς ὁμολογίας καὶ ὅλες ἀνεξαιρέτως τςποφάσειςτους, χωρςδιοςκαὶ οἱ ἀποφάσειςτου νἐπικυρώνονται ἢ νὰ ἀκυρώνονται ἢ νὰ μεταβάλλονται, καθόλου ἢ ἐν μέρει, ἀπκαμία ἀπολύτως ἱερὰ σύνοδότης, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο.

Εναι, ὡσαύτως, ελογο, ὅτι στὸνΠάππα ἹδρυττῆςὉμολογίας καὶ γιὰ ὅσο χρόνο αὐτὸς ζεῖ ἐπὶ γῆς, ἀνήκουνεροκανονικς καὶ αὐτοδικαίως ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἐπισκοπικοτίτλοι καὶ τὰ ὀφφίκιά της καὶ ὅλες ἀνεξαιρέτως οἐπισκοπικς ποιμαντικὲς εὐθῦνες καὶ ἱεροκανονικςδικαιοδοσίεςτηςσὲὁλόκληρητὴνοκουμένη, τόσοπρντςπονείμει στοςκαττόπουςἘπισκόπουςτης, ὅσοκαὶ μεττὴνπονομή τους, ὅτι δηλαδή, ὅλοι γενικςκαὶ ἀνεξαιρέτωςοἘπίσκοποι τῆςὉμολογίας, στὴνδρυτικφάσητης, καθίστανται ἀπτὸνΠάππα Ἱδρυτή της, ετεμεσα ἀπὸ τὸν ἴδιο, ετεμμεσα καὶ διαμέσου τῶν ἐπὶ τούτῳ ἐξουσιοδοτημένων συνεργῶν καὶ ἐκπροσώπων του, «εςτύπονκαὶ τόπον αὐτοῦ», μόνο, δηλαδή, ὡς «ἱεροκανονικοἐπίτροποί» του στςκαττόπους ἀνὰ τὴν οἰκουμένη Ἐπισκοπέςτηςκαὶ ὄχι ὡς «ἱεροκανονικοκυριάρχες»τῶνἘπισκοπν της, ἐνῷ, αὐτὸς ΠάππαςἹδρυτςτῆςὉμολογίαςκαθίσταται θεόθεν (διὰ τῆς τελέσεως ἀπὸ τὸν ἴδιο τῆς ἱερολογίας καὶ τῆς ἱεροπραξίας τοῦ ἀρχιερατικοῦ του χρίσματος, τοῦ πρὸς ἀρχιερατικὴ χειροθεσία ἰσοδυνάμου) «εςτύπονκαὶ τόπονΧριστοῦ», δηλαδή, ὡς εἷς καὶ μόνος καὶ ὅλος ἱεροκανονικός, κατ' ἄνθρωπο, κυριάρχηςλων ἀνεξαιρέτως τῶνντὴνοκουμένηἘπισκοπντης, ὁποοςφέρει τὸν καθολικὸ τίτλοτοῦ «ἉπάσηςΟκουμένης» κυριαρχικςκαὶ οὐσιαστικῶς καὶ ὄχι ἁπλῶς πρωτοκαθεδρικς καὶ τυπικῶς, ὅπως, ἀντιθέτως, οδιάδοχοί του.

Καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, κάθε εἴδους ἄλλος κατασταθεὶς ἘπίσκοποςτῆςὉμολογίας, στὴνδρυτικφάσητης, ὑποχρεώνεται ἱεροκανονικς καὶ νὰ ἀναφέρει καὶ νὰ ἀναγράφει πρτα τὸνομα τοζντοςΠάππα ἹδρυτοτῆςὉμολογίαςστὸνὁποο, ὅσοζεῖ ἐπὶ γῆς, ἀνήκει, κατ' ἄνθρωπο κυριαρχικς,κάθε εἴδους Ἐπισκοπή τηςκαὶ ἔπειτα τὸδικό του ὄνομα, ὡς ἱεροκανονικοἐπιτρόπου καὶ ἐκπροσώπου τοῦ Ἱδρυτοῦ Πάππα στὴν οἱαδήποτε Ἐπισκοπὴ τῆς Ὁμολογίας.

Διὰ τῆς παρούσης, λοιπόν, Παππικῆς Ἀποφάνσεώς Μας καὶ βάσει τῆς ὑπ' ἀριθ. 7 / 09 – 10 – 2021 ἐξαπολυθείσης Παππικῆς Μας Ἀποφάνσεως («Διακηρύξεως Προϊδρύσεως Τῆς Ὁμολογίας»), ὡς Πάππαι Ἱδρυταὶ τῆς Ὁμολογίας, παρέχουμε, ἐπιπλέον, σὲ ὅλους τοὺς τυχὸν ἐκφράζοντες ἀπορία ἢ ἐγείροντες ἔνσταση ἢ ἀμφισβήτηση περὶ τοῦ ἱεροκανονικοῦ δικαιώματος καὶ τῆς κανονικότητος τῆς ἀναθέσεως τοῦ Ἀρχιερατικοῦ καὶ Παππικοῦ Μας Τίτλου καὶ Ὀφφικίου καί, εἴτε εἰς ἐπίρρωσιν τοῦ ἀσθενοῦς ἢ ἐπιστηριγμὸ τοῦ ὀλισθηροῦ τῆς θεολογικῆς αὐτῶν διανοήσεως, εἴτε πρὸς ἀποστόμωσιν τῆς ἀθυροστομίας ἢ καταστολὴ τῆς προπετείας αὐτῶν, καὶ τὶς κάτωθι δογματικὲς καὶ κανονικές, γι' αὐτούς, ἐπιλύσεις ἢ ἀπαντήσεις.

Θὰ πρέπει, καταρχήν, νὰ γίνει ὁπωσδήποτε διάκριση μεταξὺ τῆς ὄντως ὀρθοδόξου περὶ ἱερωσύνης καὶ ἀρχιερωσύνης, στὴν Καινὴ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δογματικῆς ἀντιλήψεως, τὴν ὁποία ἐξέφρασε θεολογικὰ καὶ τεκμηριωμένα τὸ Καινορθόδοξο Δόγμα τοῦ Τριαδιανισμοῦ, τὸ ὁποῖο, ὡς θεολόγοι ἐπιστήμονες καὶ πρεσβύτεροι ἱερεῖς, εἰσαγάγαμε, προϊδρύσαμε καὶ καθιδρύσαμε Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ οἱ αὐτοί, ἀπὸ τὴν κακόδοξο καὶ δογματολογικῶς ἀτεκμηρίωτη καὶ θεολογικῶς ἐσφαλμένη καὶ ὅλως αὐθαίρετη καὶ αἱρετικὴ καὶ κατὰ κακή, μόνο, παράδοση ὑφισταμένη καὶ διαιωνιζομένη ἀντίστοιχη δογματικὴ ἀντίληψη τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ.

Συμφώνως, λοιπόν, πρὸς τὴν κακὴ καὶ χρονία δογματικὴ ἀντίληψη τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ἱερωσύνη καὶ ἡ ἀρχιερωσύνη ἐξακολουθοῦν ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴ τὴν «πνευματική» ἐποχὴ τῆς Καινῆς τῆς Χάριτος Διαθήκης νὰ ὁρίζονται ὅπως καὶ στὴ «συμβολική» ἐκείνη περίοδο τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ μέν, ὡς κατώτερος βαθμὸς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, ὑπὸ τὸ ὄνομα «πρεσβύτερος», ἡ δέ, ὡς ἀνώτερος αὐτῆς καὶ ἀνώτατος πάντων ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας βαθμός, ὑπὸ τὸ ὄνομα «ἐπίσκοπος».

Τὸ ὁποῖο, ὡς πρὸς τὴν ἀνάθεση τῆς ἀρχιερωσύνης τῶν παλαιορθοδόξων ἐπισκόπων, σημαίνει ὅτι προκειμένου νὰ κατασταθεῖ Ἀρχιερεὺς κάποιος Πρεσβύτερος, θὰ πρέπει νὰ λάβει δεύτερη, ἀνώτερη τῆς χειροτονίας τοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου ποὺ ὁ ἴδιος κατέχει καὶ ἀνώτατη πασῶν χειροτονία Ἐπισκόπου ἀπὸ κάποιον ποὺ ἤδη προκατέχει διὰ τοιαύτης χειροτονίας τὸν ἀνώτερο αὐτὸ καὶ ἀνώτατο βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος, ἐπιπλέον, ὅταν τελεῖ τὴ χειροτονία, στὰ πλαίσια τῆς τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας, πρέπει νὰ συμμαρτυρεῖται ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ συμμετοχὴ ἢ τὸ «συλλείτουργο» καὶ ἑνὸς ἄλλου, τοὐλάχιστον, δευτέρου ἐπισκόπου, ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συλλειτουργοῦν τρεῖς μαζὶ ἢ περισσότεροι ἢ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς τοπικῆς συνόδου ἡ ὁποία ἐξέλεξε τὸ νέο ἐπίσκοπο.

Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ὁμολογία τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ εὑρίσκεται ἤδη ἐν ἐξελίξει καὶ διάγει ἀπ' αἰώνων τὴ διαδοχική της φάση, τὴ χρονική, δηλαδή, περίοδο τῆς διαδοχῆς τοῦ Διδασκάλου Ἱδρυτοῦ της καὶ τῶν κατὰ τὴν παρελθοῦσα ἱδρυτικὴ φάση της Ἀποστόλων Συνεργῶν του, γι' αὐτὸ καὶ οἱ νέοι ἐπίσκοποί της, ὡς διάδοχοι τοῦ Ἱδρυτοῦ της καὶ τῶν Συνεργατῶν του, πρέπει, ἐφεξῆς, νὰ ἐκλέγονται καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ κάποια τοπικὴ σύνοδο ἄλλων ἐπισκόπων της ἀλλὰ ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς κληρικολαϊκῆς ἐκκλησιαστικῆς κυριαρχίας τῆς ὑπὸ πλήρωση κενῆς ἢ χηρευούσης τοπικῆς ἐπισκοπῆς, καθ' ὅσα διατάσσει ἡ ἱεροκανονικὴ παράδοση τῆς ὁμολογίας τους, τὴν ὁποία, ἐν προκειμένῳ, οἱ ἐπίσκοποί τους ὄχι μόνο δὲν τηροῦν ἀλλὰ καὶ σκοπίμως παρερμηνεύουν.

Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, προκειμένου νὰ στήσουν καὶ νὰ μεθοδεύσουν τὴν ἐν λόγῳ παρερμηνεία, ἔχουν ἐξαιρέσει, καταρχήν, καὶ ἀποκρύψει ἐπίτηδες ἀπὸ τὶς ἐπίσημες ἐκδόσεις τοῦ ἱεροκανονικοῦ τους δικαίου τὴν Κανονικὴ Ἐπιστολὴ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς τους Συνόδου πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ἡ ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀποτελεῖ ἰσοδύναμο μὲ τοὺς εἴκοσι κανόνες της καὶ ἀναπόσπαστο σὲ σχέση μὲ αὐτοὺς ἱεροκανονικὸ ἔργο της καὶ στὰ πλαίσια τοῦ κειμένου τῆς ὁποίας ἐμπεριέχεται ἡ κανονικὴ διάταξη ποὺ ῥυθμίζει τὰ τῆς ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων τους σὲ ὅλες τὶς τοπικές τους ἐκκλησίες, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀλεξανδρινὴ ἐκκλησία, ἄμεσα ἀπὸ τὴν κληρικολαϊκὴ ἐκκλησιαστική τους κυριαρχία καὶ ὄχι διαμέσου ἀντιπροσώπων: «Εἰ δέ τινας συμβαίη ἀναπαύσασθαι τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, τηνικαῦτα προσαναβαίνειν εἰς τὴν τιμὴν τοῦ τετελευτηκότος, τοὺς ἄρτι προσληφθέντας, μόνον εἰ ἄξιοι φαίνοιντο, καὶ ὁ λαὸς αἱροῖτο, συνεπιψηφίζοντος αὐτῷ καὶ ἐπισφραγίζοντος τοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπισκόπου» (P.G. 67, σελ. 81).

Τὴν Κανονική, σημειωτέον, Ἐπιστολὴ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς τους Συνόδου πρὸς τὴν Τοπικὴ Σύνοδο τῆς Παμφυλίας, ἀντιθέτως, δὲν τὴν ἔχουν ἀποκρύψει καὶ ἐξαιρέσει ἀπὸ τὶς ἐπίσημες ἱεροκανονικές τους ἐκδόσεις, ἀλλὰ τὴ συναριθμοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ὀκτώ της κανόνες, ὡς ἰσοδύναμο μὲ ἐκείνους ἱεροκανονικό της ἔργο.

Δὲν εἶχε, δηλαδή, Κανονικὴ Ἐπιστολὴ ἡ Α΄ Οἰκουμενική τους Σύνοδος πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅπως εἶχε ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδός τους πρὸς τὴν Τοπικὴ Σύνοδο τῆς Παμφυλίας; Σαφῶς εἶχε καὶ μάλιστα διασώζεται αὐτολεξεὶ ἀπὸ τὸν ἔγκυρο ἱστορικὸ Σωκράτη καὶ ἄλλους βυζαντινοὺς ἱστορικοὺς καὶ περὶ τῆς ἱστορικῆς της ὑποστάσεως οὐδεμία ἀμφισβήτηση ἐγείρεται. Καὶ τότε, γιατὶ τὴ μέν, ἀποκρύπτουν καὶ ἐξαιροῦν, τὴ δέ, φανερώνουν καὶ συναριθμοῦν στὶς ἐπίσημες ἐκδόσεις τοῦ ἱεροκανονικοῦ τους δικαίου; Πρόκειται, σαφῶς, γιὰ ἱεροκανονικὸ ἔγκλημα ἀπόκρυψης καὶ ἐξαίρεσης κανονικῆς διατάξεως καὶ μάλιστα οἰκουμενικῆς συνόδου τους μὲ προφανῆ δόλιο σκοπό.

Ἐν συνεχείᾳ, βάσει τῆς σκοπίμου καὶ δολίου αὐτῆς ἀποκρύψεως καὶ ἐξαιρέσεως καὶ ἐπιπλέον, ταὐτίζοντας καὶ συγχέοντας ἐσκεμμένα καὶ τὸ ἰδιαίτερο καὶ διαφορετικὸ νόημα ποὺ καὶ στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία εἶχαν ἀλλὰ καὶ στὴ νεοελληνικὴ γλῶσσα διατηροῦν οἱ διακριτοὶ μεταξύ τους ὅροι «λαός» καὶ «ὄχλος», προχωροῦν σὲ «ἀστεία» παρερμηνεία καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου καὶ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κειμένου τοῦ 13ου Κανόνος τῆς Τοπικῆς τους Συνόδου τῆς Λαοδικείας, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει μόνο στὸν «ὄχλο» καὶ ὄχι, ἀσφαλῶς, στὸ «λαό» νὰ συμμετέχει στὶς ἐπισκοπικὲς ἐκλογὲς καὶ ἔτσι, ὄχι μόνο δὲν ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ὡς ἄνω κανονικὴ διάταξη τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τους, ἀλλά, τοὐναντίον, ἀποτελεῖ ἀποδοχὴ καὶ διευκρίνιση καὶ διασφάλισή της ἀπὸ τυχὸν ὀχλοκρατικὲς καὶ φατριαστικὲς παρερμηνεῖες: «Περὶ τοῦ μὴ τοῖς ὄχλοις ἐπιτρέπειν τὰς ἐκλογὰς ποιεῖσθαι τῶν μελλόντων καθίστασθαι εἰς ἱερατεῖον».

Ἡ Τοπική τους, δηλαδή, Σύνοδος τῆς Λαοδικείας, μὲ τὸν κανόνα της αὐτό, διευκρινίζει ὅτι ὅταν ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ λέγει στὴν ὡς ἄνω κανονική της διάταξη «καὶ ὁ λαὸς αἱροῖτο» σὲ καμία περίπτωση δὲν ἐννοεῖ «ὁ ὄχλος» ἀλλὰ ἐννοεῖ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ὁποῖο καὶ λέγει, «ὁ λαός», τὸ συνειδητό, δηλαδή, καὶ πειθαρχημένο κληρικολαϊκὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καὶ ὄχι οἱ ἀσυνείδητες, ἀπείθαρχες, θορυβώδεις καὶ ταραχώδεις λαϊκὲς μάζες. Μὲ ἄλλα λόγια, διακρίνει τὴ «δημοκρατία» ἀπὸ τὴν «ὀχλοκρατία» καὶ τὸ «δημοκρατικό» τρόπο ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων ἀπὸ τὸ λαὸ ἢ δῆμο τῶν πιστῶν, ἀπὸ τὸν «ὀχλοκρατικό» τρόπο ἐπιβολῆς τους ἀπὸ τὸν ὄχλο τῶν ὀπαδῶν.

Δὲν εἶναι ἄλλωστε, οὔτε λογικῶς δυνατό, οὔτε θεσμικῶς ἐπιτρεπτό, μία μεταγενέστερη, μέν, χρονολογικά, ἀλλὰ κατώτερη θεσμικὰ τοπικὴ σύνοδος, ὅπως ἡ Τοπικὴ Σύνοδος τῆς Λαοδικείας τῶν Παλαιορθοδόξων τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ (343 – 381 ἢ 360 μ.Χ.), ἡ ὁποία μάλιστα ἀπέχει λίγες μόνο δεκαετίες ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενική τους Σύνοδο τῆς Νικαίας (325 μ.Χ.), οὔτε νὰ ἀγνοεῖ, οὔτε νὰ ἀθετεῖ, νὰ καταργεῖ, δηλαδή, ἢ νὰ τροποποιεῖ, ἱεροκανονικὲς διατάξεις μιᾶς προγενέστερης καὶ ἀνώτερης σὲ σχέση μὲ αὐτὴ καὶ ἀνώτατης πασῶν οἰκουμενικῆς τους συνόδου.

Ὡσαύτως εἶναι παράλογο καὶ ἡ ἴδια αὐτὴ ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδός τους νὰ ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἑαυτό της καὶ ἐδῶ νὰ φάσκει καὶ ἐκεῖ νὰ ἀντιφάσκει καὶ ἄλλα νὰ ὁρίζει περὶ τῆς ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων στὴν Κανονικὴ Ἐπιστολή της πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ ἄλλα στὸν 4ο Κανόνα της, ὁ ὁποῖος, σαφῶς, δὲν ἀναφέρεται στὴν «ἐκλογή» ἀλλὰ στὴν μετὰ τὴν ἐκλογὴ «κατάσταση», στὴν «ἐπικύρωση», δηλαδή, τῆς προγενομένης ἐκλογῆς καὶ τὴ «χειροτονία» τῶν ἐπισκόπων, συμφώνως, βεβαίως, πρὸς τὴν ἐσφαλμένη καὶ αἱρετικὴ δογματικὴ περὶ ἱερωσύνης καὶ ἀρχιερωσύνης ἀντίληψη τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀρχιερωσύνη στὴν Καινὴ Διαθήκη θεωρεῖται ἀνάλογα πρὸς τὴν Παλαιά, ὡς ἀνώτερος τῆς ἱερωσύνης τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ ἀνώτατος πάντων βαθμὸς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, ὡς δεύτερη, δηλαδή, χειροτονία: «Ἐπίσκοπον προσήκει μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι˙ εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτο, ἢ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἢ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξ ἅπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους, συμψήφων γινομένων καὶ τῶν ἀπόντων, καὶ συντιθεμένων διὰ γραμμάτων, τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι˙ τὸ δὲ κῦρος τῶν γενομένων δίδοσθαι καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν τῷ μητροπολίτῃ».

Τὸ ἰδιαίτερο καὶ διαφορετικὸ ἐκκλησιαστικὸ νόημα τῶν ὅρων «ἐκλογή» καὶ «κατάστασις» ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς καταστάσεως θεμελιώνονται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ συγκεκριμένα, στὴν ἐκλογὴ καὶ κατάσταση τῶν ἑπτὰ διακόνων, ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι, ἀπευθυνόμενοι πρὸς τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν («μαθητῶν»), ὁρίζουν νὰ «ἐκλέξει» πρῶτα ὁ λαὸς τοὺς νέους κληρικοὺς καὶ οἱ ἴδιοι ἔπειτα νὰ «καταστήσουν» στὸ διακονικὸ βαθμὸ τοὺς ἐκλεγέντες, νὰ ἐπικυρώσουν, δηλαδή, πνευματικὰ τὴ λαϊκὴ ἐτυμηγορία, θέτοντας τὰ χέρια τους ἐπάνω στὶς κεφαλὲς τῶν ἀπὸ τὸ λαὸ ἐκλεγέντων, ἐπικαλούμενοι τὴ θεία χάρη καὶ μεταδίδοντάς τους τὸ ἱερὸ διακονικὸ χάρισμα: «Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους. Καὶ ἐξελέξαντο... οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας».

Ἐν προκειμένῳ, διακρίνεται μὲ σαφήνεια, ὄχι μόνο τὸ νόημα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὅρων «ἐκλογή» καὶ «κατάστασις» ἀλλὰ καὶ ὁ ἰδιαίτερος ῥόλος τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐπισκόπων, ὡς διαδόχων τῶν ἀποστόλων, στὴν ἀνάδειξη τῶν κληρικῶν κάθε βαθμοῦ καὶ ὄχι μόνο τῶν διακόνων.

Ὁ λαὸς (κλῆρος καὶ λαὸς μαζί) ὁρίζεται σαφέστατα ὡς «ἐκλογικὸ σῶμα», στὸ ὁποῖο ἀνήκει ἡ ἐκλογικὴ ἁρμοδιότητα, ἡ «διὰ ψήφου» ἐκλογὴ τῶν νέων κληρικῶν, ἡ πρώτη, δηλαδή, ψηφοφορία τῆς ἐκλογῆς τους, ἐνῷ, οἱ ἐπίσκοποι, ὡς «ἐπικυρωτικὸ ἢ καταστατικὸ σῶμα», στὸ ὁποῖο ἀνήκει ἡ ἐπικυρωτικὴ ἢ καταστατικὴ ἁρμοδιότητα, ἡ «διά τε ψήφου καὶ χειρῶν» ἐπικύρωση τοῦ ἀποτελέσματος τῆς λαϊκῆς ἐκλογῆς τῶν νέων κληρικῶν, ἀφενός, δηλαδή, ἡ δεύτερη ψηφοφορία τῆς ἐπικύρωσης ἢ ἔγκρισης τῆς λαϊκῆς ἐκλογῆς τους, καὶ ἀφετέρου, ἡ πνευματικὴ ἐπικύρωσή της, μὲ τὴν τελετὴ τῆς προσιδιαζούσης χειροτονίας τους.

Τὸ πρῶτο, λοιπόν, στάδιο τῆς «ἐκλογῆς» τῶν ἐπισκόπων καὶ ὅλων τῶν ἐκλεγομένων κληρικῶν τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴ δογματικὴ καὶ κανονική τους παράδοση, περιλαμβάνει μία μόνο πράξη, αὐτὴ καθεαυτὴ τὴ διὰ ψήφου ἐκλογή, τὴν πρώτη, τὴν ἐκλογικὴ ψηφοφορία, ἀπὸ τὸ ἁρμόδιο ἐκλογικὸ κληρικολαϊκὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο ὁρίζεται ὡς «κληρικολαϊκὴ ἐκκλησιαστικὴ βάση ἐξουσίας» ἢ «κληρικολαϊκὴ ἐκκλησιαστικὴ κυριαρχία», ἐνῷ, τὸ δεύτερο στάδιο τῆς «καταστάσεώς» τους στὸν ἀνάλογο ἱερατικὸ βαθμό, δύο ὑποδιακριτὲς πράξεις, τὴ διὰ ψήφου ἱεροκανονικὴ ἐπικύρωση τῆς προγενομένης κληρικολαϊκῆς ἐκλογῆς, τὴ δεύτερη, τὴν ἐπικυρωτικὴ ἢ καταστατικὴ ψηφοφορία, καὶ τὴ διὰ χειρῶν μυστικὴ καὶ συμβολικὴ ἐπικύρωσή της, τὴ χειροτονητήριο ἢ καταστατικὴ τελετουργία, ἀπὸ τὸ ἁρμόδιο ἐπικυρωτικὸ ἢ καταστατικὸ ἱεροσυνοδικὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα.

Αὐτὸ ἀκριβῶς ὁρίζει κατὰ γράμμα καὶ ἡ ὡς ἄνω κανονικὴ διάταξη τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν Παλαιορθοδόξων τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ στὰ πλαίσια τῆς Κανονικῆς της Ἐπιστολῆς πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας.

Ἐν προκειμένῳ, χρειάζεται προσοχὴ στὴ μετάφραση τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κειμένου, διότι τὸ ῥῆμα «ἐπιψηφίζειν», τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὸ λαό, ἔχει, στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία, τὸ εἰδικὸ νόημα τῆς «εἰσαγωγῆς ἑνὸς ζητήματος γιὰ ψηφοφορία σὲ ἕνα κοινοβούλιο ἀπὸ τὸν πρόεδρό του» καὶ συνεπῶς, ἀνάλογο νόημα ἔχει ἐδῶ καὶ τὸ ῥῆμα «συνεπιψηφίζειν», τὸ ὁποῖο σημαίνει «εἰσάγω ἐπιπλέον καὶ ἐγώ, ὡς πρόεδρος, στὸ δικό μου κοινοβούλιο τὸ ἴδιο ζήτημα πρὸς ψηφοφορία» καὶ ἀναφέρεται στὸν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἀλεξανδρείας, ὡς πρόεδρο τῆς οἰκείας ἱερᾶς συνόδου τῶν ὑπ' αὐτὸν ἐπισκόπων.

Καὶ ἐπειδή, ἀσφαλῶς, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑφίστανται παράλληλα δύο διαφορετικὰ ἐκλογικὰ ἐκκλησιαστικὰ σώματα ποὺ ψηφίζουν γιὰ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐκλογικὴ ὑπόθεση, ἐδῶ ὑπονοεῖται, σαφῶς, ὅτι τὸ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ σῶμα εἶναι ἐκλογικὸ καὶ ψηφίζει πρῶτο γιὰ νὰ ἐκλέξει τὸ νέο ἐπίσκοπο, ἐνῷ, τὸ ἄλλο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα εἶναι ἐπικυρωτικὸ καὶ καταστατικὸ καὶ ψηφίζει δεύτερο προκειμένου νὰ ἐπικυρώσει τὸ ἐκλογικὸ ἀποτέλεσμα καὶ νὰ καταστήσει τὸν ἐκλεγέντα στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.

Οἱ ἐπίσκοποι, σημειωτέον, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦν τὴν τοπικὴ ἱερὰ σύνοδο στὴν ὁποία ὑπάγεται ἡ κενὴ ἢ χηρεύουσα ἐπισκοπὴ δὲν ἔχουν κανένα ἐκλογικὸ δικαίωμα ἐπὶ αὐτῆς καθεαυτῆς τῆς ἐκλογῆς τοῦ νέου ἐπισκόπου της, διότι δὲν ἀνήκουν ὡς μέλη στὸ κληρικολαϊκὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμά της ἀλλ' ἕκαστος ἀνήκει στὸ κληρικολαϊκὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τῆς ἐπισκοπῆς του. Ἔχουν, λοιπόν, μόνο ἐπικυρωτικὸ ἢ καταστατικὸ δικαίωμα ἐπὶ τῆς ἐπικυρώσεως τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ὅλης καταστάσεως τοῦ νέου ἐπισκόπου.

Οἱ ἀπόστολοι, ἀντιθέτως, εἶχαν ἐπιπλέον καὶ ἐκλογικὸ δικαίωμα, τόσο στὴν περίπτωση τῆς ἐκλογῆς τοῦ συναποστόλου τους Ματθίου, ὅσο καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἐκλογῆς τῶν ἑπτὰ διακόνων, διότι ἀνῆκαν ὡς μέλη στὸ κληρικολαϊκὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων, παρὰ ταῦτα, ὅμως, στὴ δεύτερη περίπτωση, δὲν εἶναι βέβαιο ἂν συμμετεῖχαν καὶ οἱ ἴδιοι στὴν ἐκλογή, διότι ἡ σχετικὴ ἱστορικὴ διήγηση τῶν Πράξεων ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι ἐν προκειμένῳ ἄσκησαν μόνο τὸ καταστατικό τους δικαίωμα.

Ἐπιπλέον, στὴ δεύτερη περίπτωση τῆς ἐκλογῆς τῶν ἑπτὰ διακόνων, ἐνῷ ἀνήκει στὴν ἱδρυτικὴ καὶ ὄχι στὴ διαδοχικὴ φάση τῆς ἀρχαίας πρωτοχριστιανικῆς ἐκκλησίας, δεδομένου ὅτι πρόκειται γιὰ ἐκλογὴ καὶ κατάσταση τῶν πρώτων πρώτων φορέων τοῦ διακονικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, δηλαδή, γιὰ ἵδρυσή του, οἱ Ἀπόστολοι, ἀντὶ τῆς κατ' ἀκρίβεια ἐκλογῆς τῶν πρώτων διακόνων ἀπὸ τοὺς ἴδιους, ἀπὸ τὴν Ἀποστολική, δηλαδή, Σύνοδο, ἐπέτρεψαν τὴν κατ' οἰκονομία ἐκλογή τους ἀπὸ τὸ λαό.

Ἐν τέλει, τὸ ῥῆμα «ἐπισφραγίζειν» ἀναφέρεται στὴν ὑποβολή, ἀφενός, τοῦ ἀποτελέσματος ἀμφοτέρων τῶν ψηφοφοριῶν, καὶ τῆς «ἐκλογικῆς» καὶ τῆς «καταστατικῆς», στὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ πρόεδρο τῆς τοπικῆς ἐπισκοπικῆς συνόδου τῆς Ἀλεξανδρείας προκειμένου νὰ τὸ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ὑπογράψει τὶς σχετικὲς ἱεροκανονικὲς πράξεις καὶ στὴν ἐπιτέλεση, ἀφετέρου, ἀπὸ αὐτὸν καὶ μὲ τὴ συμμετοχὴ τῆς ὑπ' αὐτὸν ἱερᾶς συνόδου τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας τοῦ νέου ἐπισκόπου, κατὰ τὴ δογματικὴ περὶ ἱερωσύνης καὶ ἀρχιερωσύνης ἀντίληψη τῆς ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ.

Σὲ περίπτωση, σημειωτέον, ποὺ γιὰ λόγους «κατεπειγούσης ἀνάγκης» ἢ «μήκους ὁδοῦ» καθίσταται ἀδύνατη ἡ παρουσία καὶ συμμετοχὴ τῆς ὁλομελείας τῆς οἰκείας ἱερᾶς συνόδου εἴτε στὸ πρῶτο, εἴτε σὲ ἀμφότερα τὰ ὑποστάδια τοῦ δευτέρου σταδίου τῆς καταστάσεως, καὶ στὴν καταστατικὴ ψηφοφορία καὶ στὴν καταστατικὴ τελετουργία (χειροτονία) τοῦ νέου ἐπισκόπου, ἀπαιτεῖται, ἀπὸ τὶς σχετικὲς διατάξεις τοῦ ἱεροκανονικοῦ δικαίου τῆς ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ (οἱ ὁποῖες, ἀσφαλῶς, ἀναφέρονται καὶ ἰσχύουν μόνο στὴ διαδοχικὴ καὶ ὄχι στὴν ἱδρυτικὴ φάση μιᾶς χριστιανικῆς ὁμολογίας καὶ ἐξασφαλίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνέχεια καὶ τὴν κανονικὴ διαδοχὴ τοῦ ἱδρυτοῦ καὶ τῶν συνεργατῶν του), ὁπωσδήποτε ἡ παρουσία τριῶν, ἢ ἔστω δύο, ἐπισκόπων καὶ ἡ διὰ γραμμάτων (ἐπιστολῶν) συμμετοχὴ τῶν ἀπόντων μελῶν.

Αὐτὸ ἄλλωστε ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ψηφοφορία δὲν εἶναι ἐκλογική, μὲ «ψῆφο ἐκλογῆς», ὅπως ἀφελῶς, ἀνοήτως ἢ δολίως ἰσχυρίζονται οἱ ἐπίσκοποι τῆς ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καταστατικὴ καὶ ἐπικυρωτικὴ τῆς ἤδη προγενομένης ἐκλογῆς, μὲ «ψῆφο καταστάσεως», διότι ἡ ἐκλογικὴ ψηφοφορία οὐδέποτε διεξάγεται καὶ ἀπὸ ἀπόντες διὰ γραμμάτων καὶ ἐπιστολῶν ἀλλὰ πάντοτε καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς παρόντες, ἀπαιτεῖ, δηλαδή, τὴν αὐτοπρόσωπη παρουσία καὶ διὰ ζώσης συμμετοχὴ ὅλων ὅσων συμμετέχουν σὲ αὐτή, εἰ δὲ μή, εἶναι, αὐτονόητα, ἄκυρη καὶ ἀνυπόστατη.

Τόσο πιὰ ἐπιπόλαιοι, ἀπερίσκεπτοι ἢ ἀνόητοι θὰ ἦταν οἱ συγκροτήσαντες τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῶν Παλαιορθοδόξων τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ θεσπίσαντες τὶς προκείμενες ἱεροκανονικὲς διατάξεις, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ διατάσσουν ἀκόμη καὶ συμμετοχὴ ἀπόντων σὲ ἐκλογικὴ ψηφοφορία μὲ «ψῆφο ἐκλογῆς διὰ ταχυδρομείου», βλακώδη καὶ ἄκυρα πράγματα ποὺ ὑποτιμοῦν καὶ αὐτὴ τὴ στοιχειώδη νοημοσύνη;

Μόνο στὴν καταστατικὴ ψηφοφορία καθίσταται, εὐλόγως, δυνατὴ ἡ διὰ γραμμάτων ἢ ἐπιστολῶν ἢ «ψήφων καταστάσεως» συμμετοχὴ καὶ τῶν ἀπόντων, διότι δὲν πρόκειται γιὰ κύριες ἐκλογικὲς διαδικασίες καὶ ἀρχαιρεσίες ποὺ γιὰ τὴν ἐγκυρότητά τους ἀπαιτοῦν ὁπωσδήποτε τὴν αὐτοπρόσωπη παρουσία καὶ συμμετοχὴ τῶν ψηφοφόρων ἐκλεκτόρων ἀλλὰ γιὰ μετεκλογικὴ ἱεροσυνοδικὴ σύσκεψη, μετὰ τὴν κληρικολαϊκὴ ἐκλογή, προκειμένου οἱ ἐπίσκοποι νὰ συμφωνήσουν μεταξύ τους καὶ νὰ συγκατατεθοῦν, νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν προγενομένη κληρικολαϊκὴ ἐκλογὴ καὶ νὰ ἐγκρίνουν τὴν καταστατικὴ τελετουργία τοῦ ἐκλεγέντος, γι' αὐτὸ καὶ ἐν προκειμένῳ πρέπει νὰ γίνει ψηφοφορία μὲ «ψῆφο καταστάσεως» καὶ μόνο ἀναμεταξύ τους (χωρίς, μέν, τὴν κληρικολαϊκὴ συμμετοχή, ἀλλὰ βάσει τῆς ἤδη προτετελεσμένης κληρικολαϊκῆς ἐκλογῆς), ἡ δεύτερη, ἡ καταστατικὴ ψηφοφορία, ἡ ὁποία ἐρείδεται πάντοτε στὴν πρώτη, τὴν ἐκλογικὴ ψηφοφορία, καὶ οὐδέποτε νοεῖται καὶ διεξάγεται μεμονωμένη καὶ ἄνευ προγενέσεως ἐκείνης.

Οἱ δόλιοι αὐτοὶ ἐπίσκοποι τῆς ὁμολογίας τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ποὺ εἶχαν τὸ θράσος νὰ παρερμηνεύσουν ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ ἱεροκανονικό τους δίκαιο θὰ ἦσαν ἱκανοὶ ὄχι μόνο τοὺς ἀπόντες ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀποθανόντες ἐπισκόπους νὰ ἐπιστρατεύσουν ὡς ψηφοφόρους ἐκλέκτορες, ἀκόμη καὶ τοὺς ταχυδρόμους διακομιστὲς τῶν ἐπιστολῶν τῶν ἀπόντων, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ταχυδρομικὰ περιστέρια γιὰ νὰ ψηφίσουν καὶ νὰ ἐκλέξουν ἀντὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἐκλογὴ τῶν ἀρεστῶν τους.

Οὔτε οἱ ἀποθανόντες οὔτε οἱ ἀπόντες ψηφίζουν ἐκλογικῶς, μὲ «ψῆφο ἐκλογῆς», ἐξ ἀποστάσεως καὶ δι' ἐπιστολῶν καὶ ταχυδρόμων ἢ ταχυδρομικῶν ὀρνίθων, ἀλλὰ μόνο οἱ παρόντες καὶ ὅσοι εὑρίσκονται παρόντες στὴν ἐκλογικὴ ψηφοφορία, εἰ δὲ μή, δὲν εἶναι ἔγκυρη.

Ἕτερον ἑκάτερον. Ἄλλη, σαφῶς, ἡ «ψῆφος τῆς ἐκλογῆς» καὶ ἄλλη ἡ «ψῆφος τῆς καταστάσεως».

Ὅλα, λοιπόν, τὰ παραπάνω βλακοειδῆ καὶ ἀστεῖα ἄτοπα στὰ ὁποῖα καταλήγουν οἱ ἑρμηνεῖες ποὺ δίνουν οἱ παλαιορθόδοξοι ἐπίσκοποι στὶς σχετικὲς ἱεροκανονικές τους διατάξεις, προκαλῶντας τὸ γέλωτα καὶ τὴ θυμηδία, ἂν ὄχι τὴν ὀργή, τῶν σοφῶν καὶ τῶν συνετῶν, ἀποδεικνύουν σαφέστατα ὅτι πρόκειται γιὰ προϊὸν σκοπίμου καὶ δολίου παρερμηνείας τῶν ἐν λόγῳ ἱερῶν κανόνων τους.

Οἱ ἐπίσκοποι, συνεπῶς, τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖοι διάγουν τὴ διαδοχικὴ φάση τῆς ὁμολογίας τους, ὡς διάδοχοι τοῦ Ἱδρυτοῦ της καὶ τῶν Συνεργῶν του, μὲ δόλιο τρόπο καὶ σκοπὸ παρερμήνευσαν ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ ἱεροκανονικό τους δίκαιο προκειμένου νὰ ἀποκλείσουν τὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ κλήρου στὶς ἐπισκοπικὲς ἐκλογές, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκοποῦν ἀντικανονικὰ καὶ ἀντιεκκλησιαστικὰ ἀπὸ τὴν κληρικολαϊκὴ ἐκκλησιαστικὴ βάση ἐξουσίας τους, τὴν κληρικολαϊκὴ ἐκκλησιαστικὴ κυριαρχία, νὰ μεταβάλουν τὸ ἐπισκοπικὸ ἐκλογικὸ σύστημα ἀπὸ σχετικὰ δημοκρατικὸ (λόγῳ τῆς ἰσοβιότητος καὶ μὴ αἱρετότητος) σὲ καθαρὰ ὀλιγαρχικὸ καὶ νὰ ἀλληλοεκλέγονται μεταξύ τους, ἐρήμην τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἀναπαράγοντας τὴν ὀλιγαρχική τους σύνοδο καὶ διαιωνίζοντας τὸ ὀλιγαρχικὸ συνοδικό τους πολίτευμα μὲ ὀλιγαρχικὲς συνοδικὲς ἐκλογές.

Τὸ ὁποῖο, ἀσφαλῶς, ὡς πρὸς τὴν κανονικότητα τῆς ἀναθέσεως τῆς ἀρχιερωσύνης τους, σημαίνει ὅτι δὲν ἔχουν οὔτε κανονικὴ ἀρχιερατικὴ ἐκλογὴ οὔτε κανονικὴ ἀρχιερατικὴ κατάσταση, τὸ ἴδιο καὶ ἀπὸ δημοκρατικὴ καὶ συνταγματικὴ θεώρηση.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς προκατόχους τους ἐπισκόπους ποὺ ἀνήκουν στὴν ἱδρυτικὴ φάση τῆς ὁμολογίας τους, τὸν Διδάσκαλο Ἱδρυτή της καὶ τοὺς Συνεργάτες του Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι, ἀσφαλῶς, δὲν ἐκλέγονται, ἀλλὰ ἐπιλέγονται, ὁ μὲν θεόπνευστος Διδάσκαλος Ἱδρυτής, ἄμεσα ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη, οἱ δὲ Συνεργοί του Ἀπόστολοι, ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη διαμέσου τοῦ κεχαριτωμένου Ἱδρυτοῦ.

Ἐπειδή, ἀσφαλῶς, κατὰ τὴν ἱδρυτικὴ φάση μιᾶς ὁμολογίας πίστεως, δὲν ὑφίσταται κἄν, ἢ δὲν ἔχει ἀκόμη συγκροτηθεῖ τὸ σῶμα τῆς κληρικολαϊκῆς ἐκκλησιαστικῆς της κυριαρχίας, τὸ ὁποῖο θὰ προκύψει καὶ θὰ συγκροτηθεῖ ἀργότερα ὡς προϊὸν τῆς ὅλης ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Διδασκάλου Ἱδρυτοῦ τῆς Ὁμολογίας καὶ τῶν κατὰ τὴν ἱδρυτικὴ φάση της Ἀποστόλων Συνεργῶν του καὶ τῶν Συνεργατῶν ἐκείνων, ὅλοι, ἀσφαλῶς, οἱ ὁποῖοι, ὡς Ἱδρυτικοὶ Στύλοι τῆς Ὁμολογίας, εἶναι «φύσει καὶ καταβολῇ» Ἐπίσκοποι παρὰ τὸ ὅτι δὲν ὑφίστανται ἀκόμη ἐπισκοπὲς καὶ οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν ἐκλεγεῖ ἀπὸ τὸ ὡσαύτως ἀνύπαρκτο ἀκόμη κληρικολαϊκὸ ἐκκλησιαστικό τους σῶμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, οὕτως ἢ ἄλλως, δὲν ἐπιτρέπεται οὔτε ὀρθολογικῶς οὔτε ἱεροκανονικῶς καὶ οὔτε ἐκ τῶν ὑστέρων, καὶ μετὰ τὴ συγκρότησή του σὲ σῶμα ἀπὸ αὐτούς, νὰ ἐκλεγοῦν.

Διότι οὐδέποτε τὰ τέκνα οὔτε ἐκλέγουν οὔτε καταργοῦν τοὺς πατέρες τους ἀλλὰ διατελοῦν πάντοτε ἐκ φύσεως γεννημένα καὶ διὰ βίου ἐξηρτημένα ἀπὸ αὐτούς, ἔχοντας, ἐν προκειμένῳ, καὶ λογικὸ καὶ κανονικὸ δικαίωμα ἐκλογῆς μόνο ἐπὶ τῆς διαδοχῆς τῶν πατέρων τους καὶ τῶν διαδόχων ἐκείνων.

Ἡ δογματικὴ καὶ κανονικὴ αὐτὴ ἀρχὴ διατυπώθηκε ἀποφθεγματικῶς στὰ Εὐαγγέλια ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Διδάσκαλο Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους Συνεργούς Του, τοὺς εἶπε: «Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς».

Δὲν ἐξελέγη ὁ Ἰησοῦς οὔτε κατεστάθη Ἐπίσκοπος ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῶν Ἀποστόλων τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ἐπέλεξε ἕνα ἕνα καὶ κατέστησε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ διετέλει ἐξαρχῆς «αὐτοδικαίως» Ἐπίσκοπος, ἐπιλεγεὶς καὶ κατασταθεὶς καὶ στὴν ἱερωσύνη καὶ στὴν ἀρχιερωσύνη τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπὸ τὴ Θεία Πνευματικὴ Χάρη, ἡ ὁποία κατῆλθε «ἐν εἴδει περιστερᾶς» κατὰ τὸ Βάπτισμά Του στὸν Ἰορδάνη, οὔτε χρειαζόταν οὔτε λάμβανε τὴ συνοδικὴ ἔγκριση καὶ ἐξουσιοδότηση τῶν Ἀποστόλων προκειμένου νὰ λάβει κάποια ἀπόφαση, οὔτε καὶ ἕκαστος ἑπόμενος Ἀπόστολος ἐξελέγη ἀπὸ τὴ Σύνοδο τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν προηγουμένων Ἀποστόλων, ἀλλὰ ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι, πρὶν τὴν Ἀνάληψη τοῦ Ἰησοῦ, ἐπελέγησαν ἀπευθείας μόνο ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ἐκλογὴ προαπαιτεῖ τὴν ὕπαρξη τῆς κληρικολαϊκῆς ἐκκλησιαστικῆς κυριαρχίας καὶ ἀναφέρεται στὴ διαδοχικὴ καὶ ὄχι στὴν ἱδρυτικὴ φάση μιᾶς ὁμολογίας κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑφίσταται ἢ δὲν ἔχει ἀκόμη συγκροτηθεῖ ἡ κληρικολαϊκὴ ἐκκλησιαστικὴ βάση ἐξουσίας.

Ἀντιθέτως, μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν εἶχε κάπως συγκροτηθεῖ ἡ πρώτη χριστιανικὴ θρησκευτικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ἤδη ἀριθμοῦσε περίπου ἑκατὸν εἴκοσι πρόσωπα, προκειμένου νὰ ἀναδειχθεῖ στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα ὁ διάδοχος τοῦ ἀποσκιρτήσαντος καὶ ἐκλιπόντος Ἀποστόλου Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου, ὁ Ἀπόστολος Ματθίας, οἱ ἕνδεκα Ἀπόστολοι διεξήγαγαν ἐκλογὲς ἀπὸ τὴν ὑφιστάμενη κληρικολαϊκὴ ἐκκλησιαστικὴ κυριαρχία.

Καὶ στὴν ὡς ἄνω ἀκριβῶς δογματικὴ καὶ κανονικὴ ἀρχὴ («οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς») ἐρείδεται καὶ τὸ «Ἀπόλυτον Παππικὸν Πρωτεῖον» τοῦ Διδασκάλου Ἱδρυτοῦ τῆς Καινορθοδόξου Χριστιανικῆς Ὁμολογίας τοῦ Τριαδιανισμοῦ, στὰ δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς ὁμολογίας ποὺ ἱδρύει, βάσει τοῦ ὁποίου ὁ Πάππας Ἱδρυτὴς τῆς Ὁμολογίας δύναται νὰ ἀποφαίνεται καὶ νὰ ἐνεργεῖ περὶ παντὸς ζητήματος ὅλως ἀφ' ἑαυτοῦ, αὐτὸς καὶ μόνος, κατὰ τὴν ἔμφρονα καὶ θεόφρονα κρίση του, ἄνευ οὐδεμιᾶς συνόδου ἐπισκόπων καὶ χωρὶς καμία ἀπολύτως συνοδικὴ σύσκεψη, συναπόφαση, ἔγκριση ἢ ἐξουσιοδότηση, διότι ὁ ἴδιος, ὡς Ἐπίσκοπος, οὔτε ἐπελέγη οὔτε κατεστάθη ἀπὸ κάποιον ἄλλο ἀνώτερο ἐπίσκοπο τῆς ὁμολογίας ποὺ ἵδρυσε, οὔτε ἐξελέγη οὔτε κατεστάθη ἀπὸ κάποιο ἱεροσυνοδικὸ σχῆμα ἐπισκόπων της, οὕτως ὥστε νὰ διατελεῖ ὑπόλογος σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἐπέλεξε καὶ τὸν κατέστησε ἐπίσκοπο ἢ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐξέλεξαν καὶ τὸν κατέστησαν ἐπίσκοπο καὶ ὡς ἐκ τούτου νὰ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ συσκέπτεται καὶ νὰ συναποφασίζει μαζί του ἢ μαζί τους καὶ νὰ αἰτεῖται τὴν προσωπικὴ ἔγκρισή του ἢ νὰ χρῄζει τῆς συνοδικῆς ἐξουσιοδοτήσεώς τους περὶ παντὸς θέματος, ἀλλὰ τοὐναντίον, ὁ ἴδιος ἐπιλέγει καὶ καθιστᾷ μόνος του ἐπισκόπους, ἤ, ἂν ὁ ἴδιος θέλει νὰ χρησιμοποιήσει κάποιο συνοδικὸ σχῆμα ἐπισκόπων τῆς ὁμολογίας του, ἐκλέγει καὶ καθιστᾷ στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, ὡς πρόεδρος συνόδου μαζὶ μὲ ἄλλους ἐπισκόπους, ὅποιον κρίνει κατάλληλο καὶ ὁ ἴδιος, πάλι, τοιουτοτρόπως παύει ἀπὸ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα ὅποιον κρίνει ἀκατάλληλο ἀπ' ὅσους ἔχει μυήσει καὶ ἐντάξει στὴν ὁμολογία ποὺ ἔχει ἱδρύσει.

Καὶ σὲ ὑποθετική, ἀκόμη, περίπτωση ποὺ οἱ Πατέρες καὶ οἱ Στύλοι τῆς Ἱδρύσεως μιᾶς Ὁμολογίας ἐτίθεντο, ἀπὸ νομική, μόνο, καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἱεροκανονικὴ ἄποψη, ἐκ τῶν ὑστέρων ὑπὸ τὴν ἐκλογικὴ κρίση τῶν τέκνων τους, ἐὰν δὲν ἐκλέγονταν καὶ νομικῶς ὡς Ἐπίσκοποι καὶ ἀπορρίπτονταν ἀπὸ τὰ τέκνα καὶ ἐκλέγονταν ἄλλοι ἀντ' αὐτῶν, τότε, τὰ τέκνα τῆς Ὁμολογίας θὰ διέπρατταν τὸ ἱεροκανονικὸ ἔγκλημα τοῦ σχίσματος ἐναντίον τῶν Πατέρων Ἱδρυτῶν της (διότι ἐν προκειμένῳ θὰ ἐκμεταλλεύονταν καὶ θὰ χρησιμοποιοῦσαν τὸ νόμο τοῦ Καίσαρος καὶ τῆς Πολιτείας εἰς βάρος τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἱεροκανονικῆς της τάξεως προκειμένου νὰ ἀνατρέψουν διοικητικῶς τοὺς Πατέρες τους καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση τῆς Ὁμολογίας, προκαλῶντας σχῖσμα στὸ κληρικολαϊκὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμά της) καὶ κατὰ συνέπεια θὰ ἀναθεματίζονταν καὶ θὰ ἀποκηρύσσονταν οἱ υἱοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς γενόμενοι «υἱοὶ διαβόλου», δηλαδή, ὡς σχισματικοὶ ἐναντίον τους, καὶ θὰ ἐκβάλλονταν ἀπὸ ἐκείνους ἐκτὸς τοῦ κληρικολαϊκοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος τῆς Ὁμολογίας (στὸ ὁποῖο, προηγουμένως, εἶχαν ἐνταχθεῖ ἀπὸ ἐκείνους), ἐκπίπτοντας ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ μέλους του καὶ ἐν τέλει θὰ ἀκυρωνόταν καὶ νομικῶς ἡ ἐπισκοπικὴ ἐκλογὴ τῶν οἱωνδήποτε ἀντὶ τῶν Πατέρων νομικῶς ἐκλεγέντων, λόγῳ ἀπωλείας ἐκ μέρους τους τῆς πνευματικῆς ἰδιότητος τοῦ μέλους τῆς Ὁμολογίας, στὴν ὁποία, ἀσφαλῶς, βασίζεται ὁ νόμος προκειμένου νὰ ἀναγνωρίσει τὴν οἱαδήποτε κατ' αὐτὸν θεωρούμενη ἐπισκοπικὴ ἐκλογὴ σὲ ὁποιαδήποτε χριστιανικὴ ὁμολογία, δεδομένου ὅτι ὅποιος ἔχει ἐκβληθεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀρχή, καὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν πνευματικὸ ἱδρυτὴ καὶ πατέρα, μιᾶς ὁμολογίας μὲ ἀναθεματισμὸ ἐκτὸς αὐτῆς δὲν δύναται, πλέον, νὰ ἀναγνωρίζεται κατὰ νόμον ὡς ἐπίσκοπός της.

Κατὰ τὸν 41ον, σημειωτέον, ἐπ' ὀνόματι τῶν Ἀποστόλων Κανόνα τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, δὲν ἐπιτρέπεται ὁ χωρισμὸς τῆς πνευματικῆς ἀπὸ τὴ διοικητικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ καὶ ἡ ἄσκηση ἑκάστης ἀπὸ διάφορο πρόσωπο κατὰ δυαρχικὸ σχῆμα, στὰ πλαίσια τῆς αὐτῆς ἐπισκοπῆς, ἀλλ' ἀμφότερες οἱ ἐξουσίες αὐτὲς πρέπει νὰ ἑνώνονται ὑποστατικῶς καὶ ἀσυγχύτως στὸ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου καὶ νὰ ἀσκοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἕνα καὶ μοναδικό, τοπικὸ ἐκκλησιαστικὸ ἄρχοντα.

Συνεπῶς, ὁ Διδάσκαλος Ἱδρυτὴς τῆς Ὁμολογίας, στὰ δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς Ὁμολογίας ποὺ ἵδρυσε καὶ γιὰ ὅσο ζεῖ, εἶναι ἡ «φύσει καὶ καταβολῇ» ἀνώτατη πνευματικὴ καὶ ποιμαντική, δογματικὴ καὶ κανονική, κατ' ἄνθρωπο ἐκκλησιαστική της ἀρχή, χωρὶς νὰ ἐπιλέγεται, χωρὶς νὰ ἐκλέγεται καὶ χωρὶς νὰ καταργεῖται, ὡς Ἐπίσκοπος, ἀπὸ κανένα μέλος τῆς Ὁμολογίας του, ἡ ὁποία, ὡς ἱδρυθεῖσα, κατ' ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἀποτελεῖ, σαφῶς, καὶ δική του, ὡς Μείζονος Ἰσαποστόλου, μετὰ Θεόν, Χριστὸν καὶ Ἀποστόλους, πνευματικὴ ἰδιοκτησία (συνιδιοκτησία) καί, συνεπῶς, καὶ δικό του διοικητικὸ ἐκκλησιαστικὸ κτῆμα (σύγκτημα), ὑπὸ τὴν ἀπαραίτητη, βεβαίως, προϋπόθεση ὅτι πρὶν ἱδρύσει τὴν Ὁμολογία εἶχε ἤδη λάβει, διὰ τῆς προσηκούσης ἀνωτάτης χειροτονίας, καὶ κατεῖχε τὸ πλήρωμα τῶν βαθμῶν τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, ὁλόκληρη τὴν τελετουργικὴ ἱερωσύνη, δυνάμενος νὰ τελετουργεῖ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς τελετές.

Ἔτσι, κάθε ἰδιαίτερη καὶ διαφορετικὴ ὁμολογία πίστεως, ἡ ὁποία προέκυψε μὲ ἀπόσπαση καὶ διακρίθηκε δογματικῶς καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ δογματικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κορμό, ὁ ὁποῖος, σήμερα, εἶναι γνωστὸς ὑπὸ τὸ ὁμολογιακὸ ὄνομα «Ἀνατολικὸς Χριστιανισμός», ἔχει τὴ δική της ἱδρυτικὴ (ἐπανιδρυτική) καὶ τὴ δική της διαδοχικὴ φάση, τὸ δικό της Ἱδρυτὴ Διδάσκαλο (Ἐπανιδρυτή), τοὺς δικούς της Ἀποστόλους Συνεργούς, τοῦ Διδασκάλου Ἱδρυτοῦ (Ἐπανιδρυτοῦ), τὸ δικό της κληρικολαϊκὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα (κληρικολαϊκὴ ἐκκλησιαστικὴ κυριαρχία) καὶ τοὺς δικούς της διαδόχους, τῶν Πατέρων καὶ τῶν Στύλων τῆς Ἱδρύσεώς της (Ἐπανιδρύσεως).

Ὅσο, συνεπῶς, ἀφορᾷ τὶς ποικίλες δογματολογικῶς καὶ ἐκκλησιολογικῶς διαφοροποιηθεῖσες καὶ ἀποσπασθεῖσες ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ὁμολογία τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ ἑτερόδοξες χριστιανικὲς ὁμολογίες πίστεως (οἱ ὁποῖες, μαζὶ μὲ τὴν ἀρχικὴ ὁμολογία τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὑφίστανται, ἑκάστη κατὰ τὸ ἰδιαίτερο καὶ διαφορετικὸ ὁμολογιακὸ εἶδος της, στὰ εὐρύτερα πλαίσια τοῦ κοινοῦ χριστιανικοῦ θρησκεύματος, ἀσχέτως ἐὰν ὅλες ἀνεξαιρέτως αὐτὲς λέγονται, κατ' ὄνομα μόνο, ἢ ἂν εἶναι, ὄντως, ὀρθόδοξες καὶ ἐὰν ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μεταξύ τους, στὰ εἰδεχθῆ πλαίσια τῆς παναιρέσεως καὶ τῆς πανθρησκείας τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἢ ὄχι) ἀναγνωρίζουν, ὡς Πρῶτο, μέν, καὶ Γενικό, κατ' ἄνθρωπο, Ἱδρυτή τους, τὸ Διδάσκαλο Ἰησοῦ, μετὰ τῶν Ἀποστόλων Συνεργῶν Του, ὡς Δεύτερο, δέ, καὶ Εἰδικό, κατ' ἄνθρωπο, Ἐπανιδρυτή τους, ἱστάμενο «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ», τὸν Εἰσηγητὴ τῆς Ὁμολογίας (Μείζονα Ἰσαπόστολο), μετὰ τῶν Συνεργατῶν του (Μειόνων Ἰσαποστόλων), ἱσταμένων «εἰς τύπον καὶ τόπον τῶν τοῦ Χριστοῦ Ἀποστόλων».

Ἀντιθέτως, λοιπόν, πρὸς τὴν αὐθαίρετη καὶ κακόδοξο γνώμη τῆς ὁμολογίας τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ περὶ τῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς ἀρχιερωσύνης στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ συμφώνως πρὸς τὴν θεολογικῶς τεκμηριωμένη καὶ ὄντως ὀρθόδοξο ἀντίληψη τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος τοῦ Τριαδιανισμοῦ περὶ ἀμφοτέρων, ὅπως αὐτὴ ἐξεφράσθη μὲ σαφήνεια καὶ δογματολογικὴ ἀκρίβεια στὶς θεολογικές Μας μελέτες, ἡ ἀρχιερωσύνη στὴν Καινὴ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἁπλῶς «ἀρχηγικός» ἱερατικὸς τίτλος («ὀφφίκιο») ἐπισκοπικῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας στὰ πλαίσια τοῦ ἴδιου βαθμοῦ ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας τοῦ Πρεσβυτέρου.

Τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ Πρεσβύτεροι δὲν διαφέρουν μεταξύ τους «φύσει», ὡς πρὸς τὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, τὴ λεγόμενη «πνευματικὴ ἱεραρχία», δεδομένου ὅτι ὅλοι τελοῦν αὐτοδύναμα, σὲ χωριστὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ σὲ χωριστὴ λατρευτικὴ σύναξη, τὸ κορυφαῖο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀλλὰ μόνο «θέσει», ὡς πρὸς τὸ ὀφφίκιο, τὴ λεγόμενη «διοικητικὴ ἱεραρχία».

Ὅτι δηλαδὴ ὁ ἀρχιερεὺς εἶναι ἁπλῶς ὁ «πρῶτος τῇ τάξει», ὁ διοικητικῶς προϊστάμενος τῶν κατὰ τὴν ἱερωσύνη ὁμοβάθμων του Πρεσβυτέρων ἱερέων, ὁ «ἀρχιπρεσβύτερος», ὁ ἀρχηγὸς τοῦ κορυφαίου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου, δεδομένου ὅτι κάθε ἱερατικὸς βαθμὸς ἔχει τὸν προϊστάμενο ἀρχηγό του, οἱ ἱερεῖς (πρεσβύτεροι) ἔχουν τὸν ἀρχιερέα (ἀρχιπρεσβύτερο), οἱ διάκονοι τὸν ἀρχιδιάκονο, οἱ ψάλτες τὸν ἀρχιψάλτη κ.λ.π..

Συνεπῶς, ἡ λεγόμενη «Ἀποστολικὴ Διαδοχή» ἀναφέρεται στὴ μετάδοση τοῦ κορυφαίου βαθμοῦ ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ ἀνατίθεται μὲ τὴ μία καὶ τὴν αὐτὴ χειροτονία τοῦ Πρεσβυτέρου, δεδομένου ὅτι μόνο ἡ χειροτονία τοῦ Πρεσβυτέρου, διαμέσου τῆς ὁποίας μεταδίδεται ἢ ἀνατίθεται ἡ πρωτογενὴς καὶ κορυφαία τελετουργικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπιτελοῦνται ὅλες οἱ δευτερογενεῖς, εἴτε ἀνώτερες εἴτε κατώτερες, σὲ σχέση μὲ αὐτή, ἱερές τελετές, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τῆς διαδοχῆς, δηλαδή, τῆς ἀναπαραγωγῆς ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ὑπόλοιπες δευτερογενεῖς καὶ κατώτερες ἱερατικὲς δυνάμεις καὶ ἐνέργειες, τῶν ἕξι κατωτέρων ἱερατικῶν βαθμῶν, γιὰ τὶς ὁποῖες, κατὰ κανόνα, δὲν ἰσχύει ὅτι παράγονται μία φορά, τὴν πρώτη φορά, ἀπὸ τὴν πρωτογενῆ καὶ ἀνώτατη ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες φορὲς ἀναπαράγονται ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ ὅτι παράγονται ἀπευθείας καὶ ἐκ νέου ἀπὸ τὴν πρωτογενῆ καὶ ἀνώτατη τελετουργικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, τοῦ ἑβδόμου καὶ ἀνωτάτου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου, κάθε φορὰ ποὺ θὰ χρειασθεῖ.

Ἐπὶ παραδείγματι, ὁ πρῶτος πρῶτος φορεὺς τοῦ ἕκτου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ Διάκονου δὲν χειροτονεῖται καταρχὴν ἀπὸ τὸν Πρεσβύτερο καὶ ἐν συνεχείᾳ χειροτονεῖ τὸν δεύτερο φορέα καὶ ὁ δεύτερος Διάκονος τὸν τρίτο καὶ ὁ τρίτος Διάκονος τὸν τέταρτο κ.ο.κ., ἀναπαράγοντας ἔμμεσα μὲ χειροτονία καὶ ἀναμεταδίδοντας ἐπέκεινα μὲ διαδοχή, ὁ ἕνας Διάκονος στὸν ἄλλο, τὴ Χάρη τῆς Διακονίας ποὺ ἔλαβε ἄμεσα ὁ πρῶτος Διάκονος μὲ χειροτονία ἀπὸ τὸν Πρεσβύτερο, ἀλλὰ ὅλοι οἱ φορεῖς τοῦ Διακονικοῦ βαθμοῦ, πάντες οἱ Διάκονοι, εἴτε χειροτονοῦνται, εἴτε χρίονται (μὲ χρῖσμα ἰσοδύναμο πρὸς τὴν ἀνάλογη χειροτονία), ἄμεσα καὶ ἀπευθείας ἀπὸ τὸ βαθμὸ τοῦ Πρεσβυτέρου.

Τὸ ἀνάλογο, κατὰ κανόνα, ἰσχύει καὶ στὴ μετάδοση ὅλων τῶν δευτερογενῶν καὶ κατωτέρων τῆς «ἱεροποιοῦ» χειροτονίας τοῦ Πρεσβυτέρου «διοριστηρίων» χειροθεσιῶν ὅλων τῶν ἱερατικῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων ὅλων τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, οἱ ὁποῖοι τίτλοι καὶ τὰ ὀφφίκια δὲν ἀναπαράγονται ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους μὲ διαδοχὴ μετὰ τὴν πρώτη παραγωγή τους ἀπὸ τὸν ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ Πρεσβυτέρου ἀλλὰ παράγονται, ἐπίσης, ἄμεσα καὶ ἀπευθείας καὶ ἐκ νέου, εἴτε μὲ χειροθεσία, εἴτε μὲ ἰσοδύναμο πρὸς τὴν ἀνάλογη χειροθεσία χρῖσμα, ἀπὸ τὴν πρωτογενῆ τελετουργικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Πρεσβυτέρου, ὅταν χρειασθεῖ.

Ἡ πρωτογενής, λοιπόν, πλήρης καὶ παντελεστικὴ τελετουργικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ ἑβδόμου καὶ κορυφαίου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου ἐμπεριέχει μέσα της «ἐν δυνάμει» ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ δευτερογενῆ, εἴτε ἀνώτερα εἴτε κατώτερα, σὲ σχέση μὲ αὐτή, εἴδη τῶν ἱερῶν καὶ τῶν θείων τελετῶν ποὺ δύναται νὰ τελέσει ἄνθρωπος μὲ τὴ συνεργία τῆς Θείας Τελεταρχικῆς Χάριτος καὶ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀναλογοῦντα εἴδη τῶν πνευματικῶν ἱερῶν καὶ θείων χαρίτων ποὺ μεταδίδονται «ἐν ἐνεργείᾳ» μὲ τὴν τέλεση ἑκάστης ἱερᾶς ἢ θείας τελετῆς, ἄρα ἐμπεριέχει καὶ τὴ «διοριστήριο», δευτερογενῆ καὶ κατώτερη ἱερὰ καὶ πνευματικὴ χάρη τοῦ ἱερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου τῆς ποιμαντικῆς ἀρχιερωσύνης (σὲ σχέση μὲ τὴν «ἱεροποιό», πρωτογενῆ καὶ ἀνώτερη ἱερὰ χάρη τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τῆς τελετουργικῆς ἢ εἰδικῆς ἱερωσύνης τοῦ Πρεσβυτέρου) καί, ὡς ἐκ τούτου, προκειμένου ἡ «ἐν δυνάμει» αὐτὴ ἐπίκτηση οἱασδήποτε χάριτος, καὶ ἐν προκειμένῳ τῆς ἀρχιερατικῆς, νὰ γίνει «ἐν ἐνεργείᾳ», τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει εἶναι ὁ Πρεσβύτερος Ἱερεὺς νὰ προχωρήσει στὴν ἐπιτέλεση τῆς ἀναλόγου ἱερᾶς τελετῆς, μὲ τὴν κατάλληλη, βεβαίως, στοιχειολογία (ἐὰν γίνει τελετουργικὴ χρήση ὑλικῶν στοιχείων ὡς συμβόλων καὶ δοχείων τῆς ἐξαιτουμένης θείας χάριτος), τὴ δέουσα ἱερολογία (εὐχολογία) καὶ τὴν προσήκουσα ἱεροπραξία.

Οὐδέν, συνεπῶς, ἱερὸ ἢ θεῖο τελετουργικὸ ἔργο αὐτοτελετουργεῖται, ἀπὸ μόνο του καὶ ἀφ' ἑαυτοῦ καὶ ἀνεξαρτήτως τῆς πρωτογενοῦς τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας τοῦ κορυφαίου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου, ἀλλὰ τὰ πάντα τελεσιουργοῦνται ἀπὸ τὴν παντελεστικὴ εἰδικὴ ἱερωσύνη τοῦ Πρεσβυτέρου Ἱερέως καὶ τελετουργικῶς ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτὴ ὡς δευτερογενῆ ἱερὰ ἢ θεῖα τελετουργικά της δρώμενα, προϊόντα ἢ ἐνεργήματα, εἴτε ἀνώτερα εἴτε κατώτερα ἀπὸ αὐτή, κατὰ τὸ ποιὸν καὶ τὸ εἶδος τῆς ἱερᾶς καὶ θείας χάρης.

Ἡ χάρη τῶν ἱερατικῶν τίτλων ἢ ὀφφικίων δὲν εἶναι τελετουργική, ὅπως, ἀντιθέτως, ἡ χάρη τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης τοῦ Πρεσβυτέρου, δὲν εἶναι τὰ ὀφφίκια καὶ οἱ τίτλοι τελεστικὲς ἱερατικὲς δυνάμεις καὶ ἐνέργειες, οὕτως ὥστε νὰ αὐτοτελετουργοῦνται καὶ νὰ αὐτοαναπαράγονται καὶ νὰ αὐτοαναμεταδίδονται μὲ διαδοχὴ ὅπως ἡ εἰδικὴ ἱερωσύνη, ἀλλὰ ὁρίζονται μόνο ὡς «διακοσμήσεις πρωτείας τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν», ἁπλῶς, δηλαδή, ὡς «χάρη διακρίσεως τοῦ πρώτου τῇ τάξει», τοῦ ἀνωτέρου προϊσταμένου ἑνὸς ἱερατικοῦ βαθμοῦ, ἢ τοῦ «πρωτεύοντος», κάθε ἄλλου κατωτέρου προϊσταμένου κάποιου ἱερατικοῦ βαθμοῦ.

Ἐνῷ, λοιπόν, ὅπως προείπαμε, ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ φορεῖς τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἰδίου ἀκριβῶς ἱερατικοῦ βαθμοῦ εἶναι ἴσοι κατὰ τὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, τὴ λεγόμενη «πνευματικὴ ἱεραρχία», διαφέρουν ὡς πρὸς τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη καὶ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία, τη λεγόμενη «διοικητικὴ ἱεραρχία».

Συνεπῶς, ἡ διὰ χειροτονίας μετάδοση ἢ ἀνάθεση τῆς πρωτογενοῦς ἱερωσύνης τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ ἡ κατάσταση στὸν ἐν λόγῳ κορυφαῖο ἱερατικὸ βαθμὸ συνεπάγεται καὶ «ἐν δυνάμει» μετάδοση ἢ ἀνάθεση καὶ ἐπίκτηση τοῦ ποιμαντικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου τῆς δευτερογενοῦς ἀρχιερωσύνης, ἡ ὁποία τελετουργικῶς ἐμπεριέχεται «ἐν δυνάμει» μέσα στὴν ἱερωσύνη.

Προκειμένου, ὅμως, ἕνας χειροτονημένος Πρεσβύτερος νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὸ «ἐν δυνάμει» στὸ «ἐν ἐνεργείᾳ» μιᾶς ἱερᾶς τελετῆς καὶ νὰ προβεῖ στὴν τέλεσή της, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἤδη διὰ τῆς χειροτονίας κεκτημένη τελετουργικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, χρειάζεται, ἐπιπλέον, καὶ τὴν κανονικὴ ἄδεια τῆς προϊσταμένης οἰκείας ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς τῆς ὁμολογίας στὴν ὁποία ἀνήκει, τὸ ὄνομα τῆς ὁποίας ἀρχῆς ὀφείλει νὰ μνημονεύσει κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἐν λόγῳ ἱερῶν δρωμένων, ὡς ἱεροκανονικὸ τεκμήριο ὅτι τὴν ἀναγνωρίζει, ἐκτός, βεβαίως, ἂν ἔχει προβεῖ σὲ δογματικὴ ἀποτείχιση, εἴτε μερική, παραμένοντας στὰ δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς ὁμολογίας του, βάσει τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, εἴτε ὁλική, διακηρύσσοντας καὶ ἱδρύοντας νέα ὁμολογία πίστεως, σὲ ἄλλα δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια, βάσει καὶ κατ' ἐπέκταση τοῦ αὐτοῦ Κανόνος.

Ἐδῶ ἄλλωστε ἔγκειται καὶ ἡ σύγχυση τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸ ὁποῖο συνέχεε τὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια τελέσεως ἑνὸς μυστηρίου ἢ μυστηριοειδοῦς (μυστηριακῆς τελετῆς), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὴν «πνευματικὴ ἱεραρχία τῶν βαθμῶν ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας», δηλαδή, στὴ «χειροτονία», μὲ τὴν ἱεροκανονικὴ ἄδεια τελέσεώς του, ἡ ὁποία συσχετίζεται μὲ τὴ «διοικητικὴ ἱεραρχία τῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας», δηλαδή, μὲ τὴ «χειροθεσία».

Ἐν προκειμένῳ, ὁ ἱερεὺς ὁ ὁποῖος τελεσιουργεῖ αὐτοδύναμα τὸ κορυφαῖο εὐχαριστιακὸ μυστήριο, σὲ χωριστό, δηλαδή, ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ σὲ χωριστὴ λατρευτικὴ σύναξη, αὐτὸς καὶ μόνος, χωρὶς νὰ συλλειτουργεῖ μὲ τὸν ἀρχιερέα στὸ ἴδιο ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ στὴν ἴδια λατρευτικὴ σύναξη, κατέχει, ἀναμφισβήτητα, τὸν αὐτὸ καὶ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς κορυφαῖο βαθμὸ ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, τὸν ὁποῖο κατέχει καὶ ὁ ἀρχιερεύς, ἄρα, ἀπὸ ἄποψη ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας («πνευματικῆς ἱεραρχίας»), δύναται, σαφέστατα, νὰ ἐπιτελεῖ καὶ τὸ κατώτερο χρισματικὸ μυστήριο τῆς μεταδόσεως τῆς ἱερωσύνης, πλήν, ὅμως, ἀπὸ ἄποψη ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας («διοικητικῆς ἱεραρχίας»), δὲν ἔχει τὴν ἱεροκανονικὴ ἄδεια προκειμένου νὰ προβεῖ στὴν τέλεσή του, διότι τὸ κανονικὸ δικαίωμα τῆς τελέσεώς του ἀνήκει στὸν ἀρχιερέα, ἐκτὸς καὶ ἂν ὁ οἰκεῖος ἀρχιερεὺς καὶ ἡ τοπικὴ ἐπισκοπικὴ σύνοδος τὸν ἀδειοδοτήσουν γιὰ νὰ τὸ τελέσει, ἢ ἐὰν ὁ ἴδιος ἔχει προβεῖ σὲ πλήρη δογματικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀποτείχιση καὶ ἔχει ἱδρύσει νέα ὁμολογία, ἐκκλησία καὶ ἱεραρχία.

Ὁ Διάκονος, σημειωτέον, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, κατώτεροι τοῦ Πρεσβυτέρου, βαθμοὶ τῆς Μέσης Ἱερωσύνης, δὲν ἀσκεῖ τὴ Διακονία του αὐτοδύναμα ἀλλὰ ἑτεροδύναμα, συλλειτουργῶντας πάντοτε μὲ τὸν ἀρχιερέα (ἀρχιπρεσβύτερο) καὶ κάθε ἄλλο Πρεσβύτερο στὸ ἴδιο ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ στὴν ἴδια λατρευτικὴ σύναξη.

Ἄλλο «δύναμις», ἄλλο «κυριότης» καὶ ἄλλο «ἐξουσία» ἑνὸς ἱερατικοῦ βαθμοῦ. Καὶ περαιτέρω, στὰ πλαίσια τῆς «ἐξουσίας» κάθε ἱερατικοῦ βαθμοῦ, ἄλλο ἡ «πραγματικὴ ἐξουσία», ἡ ὁποία ἀναφέρεται σὲ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ κυριότητα τοῦ βαθμοῦ, καὶ ἄλλο ἡ «συμβατικὴ ἐξουσία», ἡ ὁποία συσχετίζεται μὲ τοὺς ἱερατικοὺς τίτλους καὶ τὰ ὀφφίκια τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ βαθμοῦ.

Τὸ τριαδικὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα «Ἐξουσία – Δύναμις – Κυριότης» χαρακτηρίζει γενικῶς τὴν ἐνέργεια καὶ εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὰ τρία ὁμώνυμα ἀγγελικὰ τάγματα τῆς δεύτερης καὶ μέσης τάξης τῶν ἀσωμάτων κτιστῶν πνευμάτων, ἀναφερόμενο στὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια.

Τὸ χρισματικὸ ἐντελεχειακὸ τρίπτυχο «Ἐξουσία – Δύναμις – Κυριότης», τὸ ὁποῖο ἐφαρμόζεται εἰδικῶς στὸ ὅλο μυστήριο τοῦ χρίσματος καὶ ἐκτίθεται παρακάτω, ἀποτελεῖ τὴν «κατὰ μῆκος» ἢ «κατακόρυφο» ἐντελέχεια στὸ σταυροειδὲς ἐντελεχειακὸ σύμπλεγμα τῶν λεγομένων «κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος χρισμάτων», σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐντελεχειακὴ τριάδα «Μύστης – Ἔκκλητος – Πολίτης» ἢ «Μυστεία – Ἐκκλησία – Πολιτεία», ἡ ὁποία συνιστᾷ τὴν «κατὰ πλάτος» ἢ «ὁριζόντια» ἐντελέχεια.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καθένα ἀπὸ τὰ τρία (κατὰ σύμπτυξη) καὶ ἕξι (κατ' ἀνάπτυξη) «κατὰ μῆκος» χρίσματα, καὶ ἡ ἐξουσία, καὶ ὡς πραγματικὴ καὶ ὡς συμβατικὴ ἐξουσία, καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ κυριότητα, ἐμπεριέχει μέσα του καὶ τὰ τρία «κατὰ πλάτος» χρίσματα, καὶ τὸν μύστη (μυστεία) καὶ τὸν ἔκκλητο (ἐκκλησία) καὶ τὸν πολίτη (πολιτεία), στὴν προσιδιάζουσα μορφὴ καὶ στὸν ἀναλογοῦντα βαθμό.

Ἄλλο, λοιπόν, ἡ δύναμη τοῦ μύστου, ἐκκλήτου καὶ πολίτου (δυναμικὴ μορφή), ἄλλο ἡ κυριότητα τοῦ μύστου, ἐκκλήτου καὶ πολίτου (ἀσκητικὴ ἐνεργειακὴ μορφὴ καὶ καρπωματικὴ ἐνεργηματικὴ μορφή) καὶ ἄλλο ἡ ἐξουσία τοῦ μύστου, ἐκκλήτου καὶ πολίτου (ἀδειοδοτικὴ ἐνεργειακὴ μορφὴ καὶ ἀδειοδοτικὴ ἐνεργηματικὴ μορφή).

Καὶ περαιτέρω, στὰ πλαίσια τῆς ἐξουσιαστικῆς ὑποδιακρίσεως, ἄλλο ἡ πραγματικὴ ἐξουσία τοῦ μύστου, ἐκκλήτου καὶ πολίτου (πραγματικὴ ἀδειοδοτικὴ ἐνεργειακὴ μορφὴ καὶ πραγματικὴ ἀδειοδοτικὴ ἐνεργηματικὴ μορφή) καὶ ἄλλο ἡ συμβατικὴ ἐξουσία τοῦ μύστου, ἐκκλήτου καὶ πολίτου (συμβατικὴ ἀδειοδοτικὴ ἐνεργειακὴ μορφὴ καὶ συμβατικὴ ἀδειοδοτικὴ ἐνεργηματικὴ μορφή).

Τὸ χρῖσμα τοῦ μύστου (μυστικοῦ σώματος ἢ μυστείας) ἀναφέρεται στὴν κυρίως λεγομένη «ἱερατεία» καὶ διαιρεῖται στοὺς ἑπτὰ ἱερατικοὺς βαθμοὺς τῆς μυστειακῆς πνευματικῆς ἀξίας (μύστου, ψάλτου, ἀναγνώστου, προφήτου καὶ διδασκάλου, ὑποδιακόνου, διακόνου καὶ πρεσβυτέρου), τὸ χρῖσμα τοῦ ἐκκλήτου (ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἢ ἐκκλησίας) συσχετίζεται μὲ τὴν κυρίως καλουμένη «οἰκονομία» καὶ μὲ τὸ ἀναλογοῦν σὲ καθένα ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἱερατικοὺς βαθμοὺς μέτρο ἐκκλησιαστικῆς κυβερνητικῆς ἀξίας, τὸ δὲ χρῖσμα τοῦ πολίτου (πολιτειακοῦ σώματος ἢ πολιτείας), ἀφορᾷ τὴν κυρίως ὀνομαζομένη «βασιλεία» καὶ τὸ προσιδιάζον σὲ καθένα ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἱερατικοὺς βαθμοὺς μέτρο πολιτειακῆς κυβερνητικῆς ἀξίας.

Ἐν προκειμένῳ, ἡ μυστικότητα καὶ ἡ συμβολικότητα ὁρίζονται ἀσύγχυτα μαζὶ (ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη) ὑπὸ τὸ κοινὸ ὄνομα «μυστεία», ἐνῷ, ἡ ἱεροκανονικότητα καὶ ἡ νομιμότητα ὁρίζονται χωριστὰ (ἐντελεχειακὴ ἀνάπτυξη), ἡ μέν, ὑπὸ τὸ ἰδιαίτερο ὄνομα «ἐκκλησία», ἡ δέ, ὑπὸ τὸ ἰδιαίτερο ὄνομα «πολιτεία», σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἐντελεχειακὸ σχῆμα τῶν τριῶν καταστατικῶν πράξεων, ὅπου ἡ μυστικότητα καὶ ἡ συμβολικότητα ὁρίζονται χωριστὰ (ἐντελεχειακὴ ἀνάπτυξη), ἡ μέν, ὑπὸ τὸ ἰδιαίτερο ὄνομα «μυστικὴ πράξη», ἡ δέ, ὑπὸ τὸ ἰδιαίτερο ὄνομα «συμβολικὴ πράξη», ἐνῷ, ἡ ἱεροκανονικότητα καὶ ἡ νομιμότητα ὁρίζονται ἀσύγχυτα μαζὶ (ἐντελεχειακὴ σύμπτυξη) ὑπὸ τὸ κοινὸ ὄνομα «νομοκανονικὴ πράξη».

Διότι, στὴν πρώτη περίπτωση, πρόκειται γιὰ ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη τῶν τριῶν θεσμικῶν σωμάτων στὰ ὁποῖα συγκροτοῦνται οἱ ἀνθρώπινες κοινωνίες καὶ τὰ ὁποῖα διακρίνονται καὶ κατηγοριοποιοῦνται ὡς «μυστειακὸ σῶμα», δηλαδή, «μυστικὸ καὶ συμβολικό», ὡς «ἐκκλησιαστικὸ σῶμα», δηλαδή, «κανονικό» ἢ «ἱεροκανονικό», καὶ ὡς «πολιτειακὸ σῶμα», δηλαδή, «νομικό», ἐνῷ, στὴ δεύτερη περίπτωση, ἔχουμε ἐντελεχειακὴ ἀντεπίδειξη μιᾶς «ἐνθέου πράξεως», τῆς «μυστικῆς θεουργίας», μιᾶς ὑποδιαιρετῆς «ἐμψύχου πράξεως», τῆς «συμβολικῆς χειρουργίας», τῆς «χειροτονίας» καὶ τῆς «χειροθεσίας», καὶ μιᾶς καὶ διττῆς «ἀψύχου πράξεως», γραπτῆς καὶ τοῦ χαρτίου, τῆς «κανονικῆς» καὶ τῆς «νομικῆς», ἤ, μὲ μία λέξη, «νομοκανονικῆς».

Καθένα ἀπὸ τὰ τρία παραπάνω «κατὰ πλάτος» χρίσματα, καὶ ἡ «ἱερατεία» τοῦ μύστου καὶ τῆς μυστείας καὶ ἡ «οἰκονομία» τοῦ ἐκκλήτου καὶ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ «βασιλεία» τοῦ πολίτου καὶ τῆς πολιτείας, θεωρεῖται, εἴτε κατ' ἀκρίβεια, εἴτε κατ' ἐπέκταση, καὶ ὡς «ἱερατεία» καὶ ὡς «οἰκονομία» καὶ ὡς «βασιλεία», δεδομένου ὅτι καὶ ἡ ἱερατεία εἶναι πνευματικὴ οἰκονομία τῆς θείας ἀληθείας καὶ τῆς θείας χάριτος καὶ πνευματικὴ βασιλεία κατὰ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου καὶ τῶν ἐναντίων πνευματικῶν δυνάμεων, καὶ ἡ οἰκονομία, ἡ ἐκκλησιαστική, δηλαδή, διοίκηση ἢ διαχείριση, εἶναι καὶ ἱερὸ καὶ βασιλικὸ ἔργο, ἀλλὰ καὶ ἡ βασιλεία, ἡ πολιτειακή, δηλαδή, διακυβέρνηση, εἶναι, καὶ αὐτή, καὶ ἱερὸ καὶ οἰκονομικὸ ἔργο. Καὶ ὡς θεῖα χαρίσματα μεταδίδονται καὶ τὰ τρία μαζὶ καὶ ἀδιάσπαστα μεταξύ τους στὰ τελετουργικὰ πλαίσια τῆς μεταδόσεως ἑκάστου τῶν ἑπτὰ ἱερατικῶν βαθμῶν.

Ἀκόμη μία, λοιπόν, δογματολογικὴ ἀστοχία τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπῆρξε ἡ ἀδυναμία του νὰ διακρίνει καὶ νὰ ὁρίσει ὀρθοδόξως τὰ τρία αὐτὰ «κατὰ πλάτος» χρίσματα τοῦ Χριστοῦ (ἱερατεία μύστου, οἰκονομία ἐκκλήτου, βασιλεία πολίτου), παραλείποντας τὴν οἰκονομία τοῦ ἐκκλήτου καὶ ἐξαιρῶντας καὶ διαχωρίζοντας τὴν προφητεία, τὸν τέταρτο καὶ κατάμεσο ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ προφήτου καὶ διδασκάλου, ἀπὸ τὴν ἑπτάδα τῶν βαθμῶν τῆς ἱερατείας τοῦ μύστου καὶ ἔτσι θεωρῶντας κακοδόξως τὰ ἐν λόγῳ τρία χρίσματα ὡς προφητεία, ἀρχιερωσύνη καὶ βασιλεία.

Ἡ παρανοϊκή, σημειωτέον, καὶ ἀδικαιολόγητη αὐτὴ ἐξαίρεση ἢ παράλειψη τοῦ τετάρτου καὶ καταμέσου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ προφήτου καὶ διδασκάλου (ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἀκριβῶς στὸ μέσο τῆς ἑπταδικῆς κλίμακος τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν καὶ ὀρθολογικῶς καὶ ἐντελεχειακῶς ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ συνόλου της) ἀπὸ τὸ Παλαιορθόδοξο Δόγμα τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ προκάλεσε κενὸ καὶ ἔλλειμμα ἑνὸς βαθμοῦ στὴν ἑπτάδα τῶν ἱερατικῶν του βαθμῶν καὶ εὐλόγως ἀποτέλεσε ἕνα ἀπὸ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἀνατολικὸς Χριστιανισμὸς παρεξήγησε τὸν ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τῆς ἀρχιερωσύνης στὴν Καινὴ Διαθήκη δῆθεν ὡς ἀνώτερο ἀπὸ τὸν ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ ἀνώτατο πάντων βαθμό, προκειμένου νὰ καλύψει τὸ ἐν λόγῳ κενὸ καὶ νὰ συμπληρώσει τὴν ἐλλειπῆ βαθμολογική του ἑπτάδα.

Δύναμη Τῶν Ἱερατικῶν Βαθμῶν (Αἴτιο)

1. Ἱερατικὴ Δύναμη: Ὡς «δύναμις» καλεῖται ἡ «εἰσαγωγή» ἢ «ἐνδιάθεσις», ἡ ἐνθησαύριση, δηλαδή, ἢ ἀποταμίευση τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας τοῦ βαθμοῦ, διὰ τῆς ἀναλόγου χειροτονίας (ἢ χρίσεως), στὸν χειροτονούμενο (ἢ χριόμενο) καὶ ἡ τοιουτοτρόπως κτήση καὶ κατοχὴ αὐτῆς ἀπὸ ἐκεῖνο, ἡ ἐνδιάθετη, δηλονότι, πρωτογενὴς μορφὴ τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας τοῦ βαθμοῦ, ἡ ἐνδιάθετη («εἰσακτή») ἱερατικὴ ἐνέργεια.

Μὲ ἄλλα λόγια, δύναμη τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ εἶναι ἡ ἐνδιάθετη δυνατότητα ἢ ἱκανότητα τοῦ βαθμοῦ νὰ παράγει τὸ ἱερατικὸ ἔργο ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ καὶ προσιδιάζει στὰ οἰκεῖα μέτρα του, γι' αὐτὸ καὶ ὁρίζεται τελετουργικῶς ὡς «ἱεροδυνηρὸς ἐνέργεια» («ἡ τὰ ἱερὰ δυναμένη ποιεῖν»).

Στὴν Εἰδικὴ Ἱερωσύνη, στὸν ἕβδομο, δηλαδή, καὶ κορυφαῖο βαθμὸ τοῦ Πρεσβυτέρου Ἐπιτελεστοῦ, ὡς παραγωγὴ τοῦ ἀναλογοῦντος ἱερατικοῦ ἔργου, ὁρίζεται αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ πρωτεύουσα ἱερὰ καὶ θεία ἐπιτέλεση ὅλων γενικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως τῶν ἱερῶν καὶ τῶν θείων τελετῶν.

Στὴ Μέση Ἱερωσύνη, στὸν ἕκτο, δηλαδή, βαθμὸ τοῦ Διακόνου Ὑποτελεστοῦ, στὸν πέμπτο βαθμὸ τοῦ Ὑποδιακόνου Ὑπηρέτου, στὸν τέταρτο βαθμὸ τοῦ Προφήτου καὶ Κήρυκος Διδασκάλου, στὸν τρίτο βαθμὸ τοῦ Ἀναγνώστου Ἑταίρου καὶ στὸ δεύτερο βαθμὸ τοῦ Ψάλτου Μαθητοῦ, ὡς παραγωγὴ τοῦ ἀναλογοῦντος ἱερατικοῦ ἔργου, ὁρίζεται ἡ παντοειδὴς δευτερεύουσα ἱερὰ καὶ θεία ὑπηρεσία κατὰ τὴν ἐπιτέλεση ὅλων γενικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως τῶν ἱερῶν καὶ τῶν θείων τελετῶν.

Στὴ Γενικὴ Ἱερωσύνη (Χρῖσμα), στὸν πρῶτο, δηλαδή, καὶ βασικὸ βαθμὸ τοῦ Μύστου Μαθητίου (Πιστοῦ), ὡς παραγωγὴ τοῦ ἀναλογοῦντος ἱερατικοῦ ἔργου, ὁρίζεται ἁπλῶς ὁ ἐκκλησιασμὸς καὶ ἡ διὰ τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας ἱερὰ καὶ θεία συμμετοχὴ τῶν πιστῶν κατὰ τὴν ἐπιτέλεση ὅλων γενικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως τῶν ἱερῶν καὶ τῶν θείων τελετῶν.

Ἡ ἱερατικὴ δύναμη κάθε βαθμοῦ, ὡς θεόθεν δοθὲν χάρισμα, εἶναι, κατὰ τὴν Παύλειο ὁρολογία (τοῦ Ἀποστόλου Παύλου), «ἀμεταμέλητος», δηλαδή, δὲν ἐκλείπει μὲ τὴν ἱεροτελεστία τῆς καθαίρεσης, μὲ τὴν ὁποία μόνο ἀπενεργοποιεῖται, «ἄχρι καιροῦ ἐπανενεργοποιήσεως αὐτῆς».

Εὐνόητον, ὅτι ἡ ἀπενεργοποίηση τῆς κεκτημένης ἱερατικῆς δυνάμεως κάθε εἴδους βαθμοῦ στὸν χειροτονηθέντα φορέα της πραγματοποιεῖται μόνο με μυστικὴ καὶ συμβολικὴ καθαιρετικὴ πράξη, μὲ τὴν τελετὴ τῆς καθαιρέσεως, μὲ τὴν κατάλληλη, δηλαδή, ἱερολογία (εὐχολογία) καὶ ἱεροπραξία, καὶ ὄχι ἁπλῶς μὲ τὴν ἀπόφαση, τὴ σύνταξη καὶ τὴ δημοσίευση τῆς κανονικῆς πράξεως τῆς καθαιρέσεως, ὅπως σαφῶς ὁρίζουμε στὴν ὑπ' ἀριθ. 7 / 09 – 10 – 2021 Παππική Μας Ἀπόφανση.

Προϊόντα Τῆς Δύναμης Τῶν Ἱερατικῶν Βαθμῶν (Αἰτιατά)

Ἀνιόντα Τῆς Δύναμης Τῶν Ἱερατικῶν Βαθμῶν (Ἀνώτερα Προϊόντα)

2. Ἱερατικὴ Κυριότητα: Ὡς «κυριότης» καλοῦνται συμπεριληπτικῶς, τόσο ἡ ἄσκηση τῆς «ἱερατικῆς ἐνεργείας», ὅσο καὶ ἡ κάρπωση τῶν ἐξ αὐτῆς «ἱερατικῶν ἐνεργημάτων» τοῦ βαθμοῦ, ἄρα, ἡ κυριότητα τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ διακρίνεται σὲ «κυριότητα ἐνεργείας» καὶ σὲ «κυριότητα ἐνεργημάτων».

Ι. Κυριότητα Ἱερατικῆς Ἐνέργειας: Ὡς «κυριότης ἐνεργείας» καλεῖται ἡ ἄσκηση τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας τοῦ βαθμοῦ, ἐνῷ, ὡς «ἐνέργεια», καλοῦνται περιληπτικῶς, τόσο ἡ «ἐξαγωγή» ἢ «ἐξαγόρευσις», ὅσο καὶ ἡ «παραγωγή» ἢ «ὑπαγόρευσις» τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας τοῦ βαθμοῦ ἀπὸ τὴν «ἐνδιάθετη» («εἰσακτή»), πρωτογενῆ καὶ προκεκτημένη αἰτία ἱερατικὴ δύναμη τοῦ χειροτονηθέντος, τόσο, δηλαδή, ἡ ἐξαγορεύσιμη, ὅσο καὶ ἡ ὑπαγορεύσιμη, οἱ δευτερογενεῖς μορφὲς τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας τοῦ βαθμοῦ, ἡ «ἐξαγόρευτη» («ἐξακτή») καὶ ἡ «ὑπαγόρευτη» («παρακτή») αἰτιατὲς ἱερατικὲς ἐνέργειες.

Α΄. Ἐξαγόρευτη Ἱερατικὴ Ἐνέργεια: Ὡς «ἐξαγόρευτη ἢ ἐξακτὴ ἐνέργεια» ὁρίζεται τελετουργικῶς ἡ ἱερατικὴ ἐνέργεια ἡ ὁποία παράγει τὰ λεγόμενα «ἱερὰ ἐνεργήματα» καὶ καλεῖται ὡς «ἱεροποιὸς ἐνέργεια» («ἡ τὰ ἱερὰ ποιοῦσα»), εἴτε, δηλαδή, αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ πρωτεύουσα ἱερὰ ἐπιτέλεση, εἴτε ἡ παντοειδὴς δευτερεύουσα ἱερὰ ὑπηρεσία, εἴτε ἡ αὐτοπρόσωπη ἱερὰ συμμετοχὴ στὰ ἱερὰ κατώτατα μυστηριοειδῆ (μυστηριακὲς τελετές) καὶ τὰ ἱερὰ κατώτερα μυστήρια.

Β΄. Ὑπαγόρευτη Ἱερατικὴ Ἐνέργεια: Ὡς «ὑπαγόρευτη ἢ παρακτὴ ἐνέργεια» ὁρίζεται τελετουργικῶς ἡ ἱερατικὴ ἐνέργεια ἡ ὁποία παράγει τὰ λεγόμενα «θεῖα ἐνεργήματα» καὶ καλεῖται ὡς «θειοποιὸς ἐνέργεια» («ἡ τὰ θεῖα ποιοῦσα»), εἴτε, δηλαδή, αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ πρωτεύουσα θεία ἐπιτέλεση, εἴτε ἡ παντοειδὴς δευτερεύουσα θεία ὑπηρεσία, εἴτε ἡ αὐτοπρόσωπη θεία συμμετοχὴ στὰ θεῖα ἀνώτερα μυστήρια καὶ τὸ θεῖο ἀνώτατο εὐχαριστιακὸ μυστήριο.

ΙΙ. Κυριότητα Ἱερατικῶν Ἐνεργημάτων: Ὡς «κυριότης ἐνεργημάτων» καλεῖται ἡ κάρπωση τῶν ἱερατικῶν ἐνεργημάτων τοῦ βαθμοῦ κατὰ συνέπεια τῆς ἀσκήσεως τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας αὐτοῦ, ἐνῷ, ὡς «ἐνεργήματα», καλοῦνται περιληπτικῶς τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας τοῦ βαθμοῦ, τόσο τὰ «ἱερά» ἀποτελέσματα τῆς «ἐξαγορεύτου ἢ ἐξακτῆς ἱεροποιοῦ ἐνεργείας», ὅσο καὶ τὰ «θεῖα» ἀποτελέσματα τῆς «ὑπαγορεύτου ἢ παρακτῆς θειοποιοῦ ἐνεργείας».

Α΄. Ἱερατικὰ Ἐνεργήματα Ἐξαγόρευτης Ἱερατικῆς Ἐνέργειας: Ὡς «ἐνεργήματα τῆς ἐξαγόρευτης ἢ ἐξακτῆς ἐνεργείας» ὁρίζονται τελετουργικῶς τὰ «ἱερά» ἀποτελέσματα τῆς «ἐξαγόρευτης ἢ ἐξακτῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας», τῆς καλουμένης «ἱεροποιοῦ», εἴτε, δηλαδή, ἀπὸ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν πρωτεύουσα ἱερὰ ἐπιτέλεση, εἴτε ἀπὸ τὴν παντοειδῆ δευτερεύουσα ἱερὰ ὑπηρεσία, εἴτε ἀπὸ τὴν αὐτοπρόσωπη ἱερὰ συμμετοχὴ στὰ ἱερὰ κατώτατα μυστηριοειδῆ (μυστηριακὲς τελετές) καὶ τὰ ἱερὰ κατώτερα μυστήρια.

Β΄. Ἱερατικὰ Ἐνεργήματα Ὑπαγόρευτης Ἱερατικῆς Ἐνέργειας: Ὡς «ἐνεργήματα τῆς ὑπαγόρευτης ἢ παρακτῆς ἐνεργείας» ὁρίζονται τελετουργικῶς τὰ «θεῖα» ἀποτελέσματα τῆς «ὑπαγόρευτης ἢ παρακτῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας», τῆς καλουμένης «θειοποιοῦ», εἴτε, δηλαδή, ἀπὸ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν πρωτεύουσα θεία ἐπιτέλεση, εἴτε ἀπὸ τὴν παντοειδῆ δευτερεύουσα θεία ὑπηρεσία, εἴτε ἀπὸ τὴν αὐτοπρόσωπη θεία συμμετοχὴ στὰ θεῖα ἀνώτερα μυστήρια καὶ τὸ θεῖο ἀνώτατο εὐχαριστιακὸ μυστήριο.

Κατιόντα Τῆς Δύναμης Τῶν Ἱερατικῶν Βαθμῶν (Κατώτερα Προϊόντα)

3. Ἱερατικὴ Ἐξουσία: Ὡς «ἐξουσία» καλοῦνται συμπεριληπτικῶς, τόσο ἡ ἄδεια ἢ ἐλευθερία τῆς «ἐξαγωγῆς ἢ ἐξαγορεύσεως» καὶ τῆς «παραγωγῆς ἢ ὑπαγορεύσεως» τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας ἀπὸ τὴν «εἰσαγωγὴ ἢ ἐνδιάθεση» τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως τοῦ βαθμοῦ, ὅσο καὶ ἡ ἄδεια ἢ ἐλευθερία τῆς παραγωγῆς τῶν ἱερατικῶν ἐνεργημάτων τοῦ βαθμοῦ ἀπὸ τὴν ἐξαγορευθεῖσα ἢ ὑπαγορευθεῖσα ἱερατική του ἐνέργεια. Ἡ ἐξουσία τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, ἀπὸ ποιοτικὴ ἄποψη, διακρίνεται σὲ «πραγματική» καὶ σὲ «συμβατική», ἐνῷ, ἀπὸ ἐντελεχειακὴ ἄποψη, σὲ «ἐξουσία ἐνεργείας» καὶ σὲ «ἐξουσία ἐνεργημάτων».

Πραγματικὴ Καὶ Συμβατικὴ Ἐξουσία Τῶν Ἱερατικῶν Βαθμῶν

Ἡ «ἐξουσία», ἡ ὁποία ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ἔξεστιν» (ἐπιτρέπεται), παράγεται, σαφῶς, ἀπὸ τὴ δύναμη, ἡ ὁποία εἶναι συνώνυμο τοῦ οὐσιαστικοῦ «ἐνουσία», ἐκ τοῦ ῥήματος «ἔνεστιν» (εἶναι δυνατό), δεδομένου ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ῥήματος «ἐξεῖναι» εἶναι παράγωγο τῆς ἐννοίας τοῦ ῥήματος «ἐνεῖναι» καὶ ὁρίζεται βάσει αὐτῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, προκειμένου κάτι νὰ γίνει ἐπιτρεπτό, πρέπει, πρῶτα, νὰ καταστεῖ δυνατό.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ δύναμη, τὴν ἐνδιάθετη, δηλαδή, ἐνέργεια, καὶ τὴν κυριότητα, τὴν ἐξαγόρευτη, δηλαδή, καὶ τὴν ὑπαγόρευτη ἐνέργεια καὶ τὰ ἀντίστοιχα ἐνεργήματά τους, ἡ ἐξουσία, αὐτὴ καθεαυτή, δὲν ὁρίζεται οὔτε ὡς ἐνέργεια οὔτε ὡς ἐνέργημα ἀλλὰ ὡς «ῥυθμιστικὴ παράμετρος» τῆς ἐνδιαθέτου ἐνεργείας ἢ δυνάμεως ἡ ὁποία παράγεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ δύναμη στὸ ἐσωτερικό της καὶ ῥυθμίζει τὴ σχέση της μὲ τὴν κυριότητα.

Μὲ πιὸ ἁπλᾶ λόγια, ἡ ἐξουσία μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ παραβολικῶς ὡς ἐσωτερικὸς «διακόπτης ἀσφαλείας» τῆς ἴδιας τῆς δυνάμεως ὁ ὁποῖος ἐπιτρέπει ἢ ἀπαγορεύει τὴν ἐξαγόρευση ἢ ἐξαγωγὴ καὶ τὴν ὑπαγόρευση ἢ παραγωγὴ τῆς ἐνεργείας μέσα ἀπὸ τὴν ἐνδιάθεση ἢ εἰσαγωγὴ τῆς δυνάμεως.

Συνεπῶς, ἡ ἄδεια ἢ ἐλευθερία, ἡ ἐξουσία τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, ἡ ὁποία παράγεται ἐσωτερικῶς, καθοδικῶς καὶ ῥυθμιστικῶς ἀπὸ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἱερατική του δύναμη, ἀποτελεῖ, δηλαδή, κατώτερο ἐσωτερικὸ προϊόν της («κατιὸν τῆς δυνάμεως» ἢ «ὑπὸ τὴν δύναμιν» ἢ «ἔσω τῆς δυνάμεως») καὶ ῥυθμιστική της παράμετρο γιὰ τὴν ἐξαγωγὴ ἢ τὴν παραγωγὴ τῆς ἱερατικῆς κυριότητος, διακρίνεται σὲ «ἐξουσία ἐνεργείας» καὶ σὲ «ἐξουσία ἐνεργημάτων» καί, μὲ βάση τὴν ἱερατικὴ δύναμη, διατελεῖ σὲ συμμετρικὴ ἀντιδιαστολὴ σὲ σχέση μὲ τὴν κυριότητα τοῦ βαθμοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀνοδικὸ καὶ ἀνώτερο ἐξωτερικὸ προϊὸν τῆς δυνάμεώς του («ἀνιὸν τῆς δυνάμεως» ἢ «ὑπὲρ τὴν δύναμιν» ἢ «ἔξω τῆς δυνάμεως»). Καὶ ἔτσι, πηγάζει ἀπὸ τὴν αὐτὴ δύναμη ταὐτόχρονα καὶ ἀντίστροφα μὲ τὴν κυριότητα τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ.

Πρόκειται, σαφῶς, γιὰ τὸ σύνθετο ἐντελεχειακὸ σχῆμα τῶν ἀποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν, μὲ κοινὴ ἀρχὴ καὶ διάφορο τέλος, μὲ κοινό, δηλαδή, ἀρχέτυπο καὶ διαφορετικὸ ἀντίτυπο, τὸ ὁποῖο συναπαρτίζουν, μία ἀνοδική, ἀφενός, καὶ αὔξουσα (τελειόστροφη) καὶ μία καθοδική, ἀφετέρου, καὶ φθίνουσα (ἀτελόστροφη) τριαδικὴ ἐντελέχεια, ἀμφότερες οἱ ὁποῖες συντίθενται σὲ μία ἑνιαία, ἀνοδικὴ καὶ αὔξουσα πενταδικὴ ἐντελέχεια (τελειόστροφη), ὡς ἑξῆς:

Μεμονωμένη θεώρηση ἀποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν

Αὔξουσα τριαδικὴ ἐντελέχεια Δυνάμεως – Κυριότητος

1. Ἀρχέτυπο: Δύναμις (ἀτελές).

2. Ἔκτυπο: Κυριότης Ἐνεργείας (ἡμιτελές).

3. Ἀντίτυπο: Κυριότης Ἐνεργήματος (τέλειο).

Φθίνουσα τριαδικὴ ἐντελέχεια Δυνάμεως – Ἐξουσίας

1. Ἀρχέτυπο: Δύναμις (τέλειο).

2. Ἔκτυπο: Ἐξουσία Ἐνεργείας (ἡμιτελές).

3. Ἀντίτυπο: Ἐξουσία Ἐνεργήματος (ἀτελές).

Σύνθετη θεώρηση ἀποκλινουσῶν ἐντελεχειῶν

Αὔξουσα πενταδικὴ ἐντελέχεια «Ἐξουσία – Δύναμις – Κυριότης»

3. Ἀντίτυπο: Κυριότης Ἐνεργήματος (τέλειο).

2. Ἔκτυπο: Κυριότης Ἐνεργείας (ἡμιτελές).

1. Ἀρχέτυπο: Δύναμις (ἀτελές/τέλειο).

2. Ἔκτυπο: Ἐξουσία Ἐνεργείας (ἡμιτελές).

3. Ἀντίτυπο: Ἐξουσία Ἐνεργήματος (ἀτελές).

Ἀπὸ ἐντελεχειακὴ ἄποψη, ἡ ἐνέργεια εἶναι πάντοτε ἡμιτελὴς σὲ σχέση μὲ τὸ τέλειο ἐνέργημά της, διότι κάθε ἐνέργεια τελειοποιεῖται μὲ τὴν παραγωγὴ τοῦ ἐνεργήματός της καὶ γνωστοποιεῖται ἀπὸ τὸ ἐνέργημά της, γι' αὐτὸ καὶ ἡ κυριότητα τῆς ἐνεργείας εἶναι ἀτελέστερη ἀπὸ τὴν κυριότητα τοῦ ἐνεργήματος.

Στὴν περίπτωση, σημειωτέον, τῆς ἀκτίστου ποιητικῆς ἐνεργείας, κτιστὸ δὲν εἶναι αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ ἐνέργημά της, τὸ «πρῶτο ἢ ἄμεσο ποίημα», ἀλλὰ ἡ ταὐτόχρονη ὑλοποίησή του, τὸ «δεύτερο ἢ ἔμμεσο ποίημα», δεδομένου ὅτι τὰ ἄμεσα ἀποτελέσματα ἢ ἐνεργήματα κάθε ἐνέργειας, εἴτε ἄκτιστης καὶ θείας, εἴτε κτιστῆς καὶ κοσμικῆς, εἶναι ὀντολογικῶς τῆς αὐτῆς φύσεως μὲ αὐτὴ (ἄκτιστα τῆς ἀκτίστου καὶ κτιστὰ τῆς κτιστῆς) καὶ ἐντελεχειακῶς κατά τι τελειότερα ἀπὸ αὐτή.

Κάθε κτιστό, ἑπομένως, ἀποτέλεσμα κάθε ἄκτιστης θείας ἐνέργειας εἶναι πάντοτε ἔμμεσο καὶ ὄχι ἄμεσο ἐνέργημά της καὶ ὁρίζεται ὡς «ἡ ἐν ταυτῷ κτιστὴ ὑλοποίηση τοῦ ἀκτίστου θείου ἐνεργήματος».

Στὸ κατιόν, ὅμως, ἐντελεχειακὸ σχῆμα τῆς ἐξουσίας καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἀνιὸν ἐντελεχειακὸ σχῆμα τῆς κυριότητος, ἡ ἐξουσία τῆς ἐνεργείας εἶναι τελειότερη ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ ἐνεργήματος, διότι, ἐν προκειμένῳ, ἡ ἐξουσία τῆς ἐνεργείας εἶναι «τὸ ζητούμενον» καὶ «τὸ δυσκολώτερον», ἐνῷ, ἡ ἐξουσία τοῦ ἐνεργήματος, «τὸ δεδομένον μετὰ τὸ ζητούμενον» ἢ «τὸ συνημμένον μετὰ τοῦ ζητουμένου» γι' αὐτὸ καὶ «τὸ εὐκολώτερον», δεδομένου ὅτι δὲν ὑφίσταται ἐξαγόρευτη καὶ ὑπαγόρευτη ἐνέργεια ἄνευ ἀναλόγου ἐνεργήματος ἀλλὰ εἶναι πάντοτε ἀλληλένδετη καὶ ταὐτόχρονη μὲ τὸ προσιδιάζον ἐνέργημά της, τὸ ὁποῖο, ἐν προκειμένῳ, σημαίνει ὅτι ἐὰν δοθεῖ ἡ ἄδεια τῆς ἐξαγορεύσεως ἢ ἐξαγωγῆς καὶ τῆς ὑπαγορεύσεως ἢ παραγωγῆς τῆς ἐνεργείας ἀπὸ τὴν ἐνδιάθεση τῆς δυνάμεως, δίνεται μαζὶ μὲ αὐτὴ «συνημμένως» καὶ «αὐτομάτως» καὶ ἡ ἄδεια τῆς παραγωγῆς τῶν ἀντιστοίχων ἐνεργημάτων.

Καὶ ἡ ἐκ τῆς δυνάμεως κυριότητα καὶ ἡ ἐκ τῆς δυνάμεως ἐξουσία συνυπάρχουν καὶ τὰ δύο ἀναπόσπαστα καὶ ἀντιδιασταλτικὰ μεταξύ τους καὶ συνεπιγινώσκονται ταὐτόχρονα καὶ συναναστέλλονται ἀμφότερα μόνο μὲ τὴν τελετὴ τῆς καθαιρέσεως, μὲ τὴν ὁποία αἴρεται πᾶσα ἡ ἐξουσία καὶ δεσμεύεται ὅλη ἡ κυριότητα καὶ τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας καὶ τῶν ἱερατικῶν ἐνεργημάτων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἱερατικὴ δύναμη, ἡ ὁποία, ὅπως διευκρινίσαμε, παραμένει, πλήν, στὸ ἑξῆς ἀνενεργή, μέχρις ὅτου ἐνεργοποιηθεῖ πάλι καὶ μόνο μὲ τὴν κατάλληλη τελετὴ τῆς ἀποδεσμεύσεως ἢ ἀποκαταστάσεως.

Σχετικὰ μὲ τὴν τάξη τῆς μεταδόσεως τῆς δυνάμεως, τῆς κυριότητος καὶ τῆς ἐξουσίας τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν πρέπει νὰ τηρεῖται τὸ ὡς ἄνω σύνθετο καὶ τελειόστροφο ἐντελεχειακὸ σχῆμα «Ἐξουσία – Δύναμις – Κυριότης».

Καὶ ἡ μὲν (πραγματική) ἐξουσία τοῦ ἱερατικοῦ ἐνεργήματος καὶ τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας, νὰ μεταδίδεται πρώτη μὲ τὶς δύο ἀντίστοιχες χειροθεσίες (ἢ μὲ τὰ δύο κατώτερα χρίσματα) τοῦ προαγιασμοῦ, ἡ δὲ δύναμη, δεύτερη, μὲ τὴ μία προηγούμενη ἀνάλογη χειροτονία (ἢ μὲ τὸ πρῶτο ἀνώτερο χρῖσμα) τοῦ καθαγιασμοῦ, ἡ δὲ κυριότητα τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας καὶ τοῦ ἱερατικοῦ ἐνεργήματος, τρίτη, μὲ τὶς δύο ἑπόμενες προσιδιάζουσες χειροτονίες (ἢ μὲ τὸ δεύτερο καὶ τρίτο ἀνώτερο χρῖσμα καὶ μὲ τὸ τέταρτο ἀνώτερο χρῖσμα) τοῦ καθαγιασμοῦ.

Ὅλοι, λοιπόν, οἱ χειροτονημένοι ὡς Πρεσβύτεροι οἱ ὁποῖοι τελετουργοῦν αὐτοδύναμα τὸ κορυφαῖο καὶ πληρέστατο, κατ' ἄνθρωπο, θεῖο μυστήριο τῆς εὐχαριστίας, σὲ χωριστὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ σὲ χωριστὴ λατρευτικὴ σύναξη, κατέχουν, σαφέστατα καὶ ἀναμφισβήτητα καὶ ὅλη τὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ ὅλη τὴν ἱερατικὴ κυριότητα, ἄρα, καὶ ὅλη τὴν (πραγματική) ἱερατικὴ ἐξουσία, διατελοῦν, δηλαδή, ἕκαστος αὐτοδύναμος, κατὰ τὴν ἱερατικὴ δύναμη, αὐτενεργός, κατὰ τὴν ἱερατικὴ κυριότητα, κατὰ τὴν ἱερατική, δηλαδή, ἐνέργεια καὶ τὰ ἱερατικὰ ἐνεργήματα, καὶ αὐτεξούσιος, κατὰ τὴν (πραγματική) ἱερατικὴ ἐξουσία, καὶ ὅλοι μεταξύ τους ὁμοδύναμοι, ὁμοενεργοὶ καὶ (πραγματικῶς) ὁμοεξούσιοι.

Ἡ παραπάνω περιγραφεῖσα ἔννοια τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας συνιστᾷ τὴ λεγόμενη «πραγματικὴ ἐξουσία» ἑκάστου φορέως τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, ἡ ὁποία, ὅπως προείπαμε, ἀναφέρεται σὲ αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ κυριότητα τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ καὶ ἔχει οὐσιαστικὴ καὶ ἐντελεχειακὴ σχέση μαζί τους.

Ἐὰν ὑποτεθεῖ ὅτι ἕκαστος φορεὺς τοῦ ἑβδόμου καὶ κορυφαίου βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου Ἱερέως ἀσκοῦσε τὰ ἱερατικά του καθήκοντα ἀνεξάρτητα ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὁμοβάθμους του Πρεσβυτέρους, στὰ πλαίσια δικοῦ του ἀνεξάρτητου ἐκκλησιαστικοῦ σχήματος καὶ μὲ δικό του ἀνεξάρτητο ποίμνιο, χωρὶς νὰ συμμετέχει, μὲ τὸ ποίμνιό του, σὲ κάποιο κοινὸ ἱερατικὸ συνασπισμὸ καὶ ἑνιαῖο ἐκκλησιαστικὸ σχηματισμὸ πολλῶν μαζὶ Πρεσβυτέρων συναδέλφων του, τότε θὰ ἀρκοῦσε, γιὰ τὸν καθένα ἀνεξάρτητο Πρεσβύτερο φορέα τοῦ βαθμοῦ, αὐτὴ καὶ μόνη ἡ «πραγματικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία», ὅπως ἔχει ἤδη ὁρισθεῖ.

Ἐπειδή, ὅμως, γιὰ εὐνοήτους λόγους κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς ὠφελείας, οἱ Πρεσβύτεροι, μὲ τὰ ποίμνιά τους, συνασπίζονται σὲ σύνθετα καὶ πολύπλοκα κοινὰ ἱερατικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ σχήματα, εἶναι, ἐκ τῶν πραγμάτων, ὑποχρεωμένοι νὰ συμφωνοῦν μεταξύ τους καὶ νὰ ἀναγνωρίζουν ἀνάμεσά τους, τόσο τὸν «πρῶτο τῇ τάξει», τὸν λεγόμενο «ἀρχιπρεσβύτερο» ἢ «ἀρχιερέα», ὅσο καὶ τοὺς ὑπολοίπους «πρωτεύοντες», τοὺς καλουμένους «πρωτοπρεσβυτέρους» ἢ «πρωθιερεῖς», τὸ ὁποῖο, στὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη, συνεπάγεται ἀναπόφευκτα περιορισμὸ στὴν ἄσκηση κάποιων ἱερατικῶν δικαιωμάτων τους, ὅπως ἡ τέλεση τῶν δύο μυστηρίων τῆς πνευματικῆς πατρότητος, τοῦ μυστηρίου τῆς μεταδόσεως τῆς ἱερωσύνης, ἀφενός, καὶ ἀφετέρου, τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, σχετικὰ μὲ τὴν ἐπιτέλεση τῶν ὁποίων θὰ πρέπει νὰ ὑποχωρήσουν καὶ νὰ ἀναγνωρίσουν ὡς ποιμαντικῶς καὶ κανονικῶς ἁρμοδίους τὸν ἀρχιερέα, γιὰ ἀμφότερα, καὶ τοὺς πρωθιερεῖς, μόνο γιὰ τὴν ἐξομολόγηση, μὲ συμβατικὴ καὶ τυπικὴ ἀνάθεση ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα.

Ὁ περιορισμὸς αὐτός, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι «πραγματικός», νὰ ἀναφέρεται, δηλαδή, στὴν ἱερατικὴ δύναμη, κυριότητα καὶ πραγματικὴ ἐξουσία τοῦ βαθμοῦ τους, διότι, ἀφενός, ὅλοι οἱ Πρεσβύτεροι ἐπιτελοῦν αὐτοδύναμα τὸ κορυφαῖο εὐχαριστιακὸ μυστήριο, ἄρα καὶ ὅλα τὰ κατώτερά του, ὅπως τὰ δύο αὐτὰ μυστήρια τῆς πνευματικῆς πατρότητος, καὶ γι' αὐτό, ἀσφαλῶς, κατέχουν τὸν κορυφαῖο, κατ' ἄνθρωπο, ἱερατικὸ βαθμό, καὶ ἐπειδή, ἀφετέρου, δὲν εἶναι καθῃρημένοι μὲ τελετὴ καθαιρέσεως, οὔτε καὶ εἶναι δυνατὸ νὰ τελεσθεῖ μερικὴ καθαίρεση καὶ νὰ ἀρθεῖ μέρος τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας καὶ νὰ δεσμευθεῖ ἀνάλογο μέρος τῆς ἱερατικῆς κυριότητος, καὶ μάλιστα τὸ κατώτερο (καὶ ἐν προκειμένῳ τὸ χρισματικό), καὶ νὰ παραμείνει ἀδέσμευτο τὸ ἄλλο μέρος, καὶ μάλιστα τὸ ἀνώτερο (καὶ ἐν προκειμένῳ τὸ εὐχαριστιακό).

Πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ «συμβατικό» περιορισμό, ὁ ὁποῖος προέκυψε «κατὰ σύμβαση», στὰ πλαίσια, δηλαδή, συμφωνίας μεταξὺ τῶν Πρεσβυτέρων ποὺ συγκροτοῦν ἕνα κοινὸ ἱερατικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ συνασπισμὸ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀναγνωρίζουν ἀνάμεσά τους τὸν «πρῶτο» καὶ τοὺς «πρωτεύοντες».

Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ «ἠθικὴ καὶ πειθαρχικὴ δέσμευση» τοῦ Πρεσβυτέρου ὅτι γιὰ ὅσο χρονικὸ διάστημα συμμετέχει ὡς μέλος στὸν ὑπὸ τὸν ἀρχιερέα κοινὸ ἱερατικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ συνασπισμὸ δὲν πρόκειται νὰ διεκδικήσει τὰ συμβατικῶς περιορισμένα ἱερατικά του δικαιώματα καὶ νὰ κάνει χρήση τῆς «πραγματικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας» του καὶ νὰ προβεῖ αὐτεξουσίως, τόσο στὴν ἐπιτέλεση τῶν δύο αὐτῶν μυστηρίων τῆς πνευματικῆς πατρότητος, τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς μεταδόσεως τῆς ἱερωσύνης, ὅσο καὶ σὲ κάθε ἄλλη αὐτεξούσια πράξη, χωρὶς τὴ συμβατικὴ καὶ τυπικὴ ἄδεια τοῦ ἀρχιερέως.

Σὲ κάθε διαφορετικὴ περίπτωση ποὺ ὁ Πρεσβύτερος τοῦ συνασπισμοῦ δὲν τηρήσει τὴν ἠθικὴ αὐτὴ καὶ πειθαρχική του δέσμευση καὶ προχωρήσει αὐτεξούσια καὶ δικαιωματικά, εἴτε στὴν ἐπιτέλεση κάποιου ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ μυστήρια ἢ ἀμφοτέρων, εἴτε σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη αὐτόβουλη πράξη, ἐγείρει ἐκκλησιαστικὸ σχῖσμα ἢ προκαλεῖ σχισματοειδῆ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση καὶ ἂν δὲν δυνηθεῖ νὰ αἰτιολογήσει δίκαια τὸ σχῖσμα του ἢ τὴ σχισματοειδῆ του διαγωγὴ ἀντιμετωπίζει τὴ δίκαιη ἐπιβολὴ τῆς ποινῆς τῆς καθαιρέσεως ἀπὸ τοὺς ἄλλους Πρεσβυτέρους τοῦ συνασπισμοῦ.

Καὶ ἡ ὁποία, σημειωτέον, καθαίρεση, γιὰ νὰ εἶναι ἔγκυρη καὶ νὰ ἔχει πραγματικὴ ἰσχύ, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε, ὅπως προαναφέρθηκε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δίκαιη λήψη τῆς σχετικῆς ἀποφάσεως ἀπὸ τὰ ἁρμόδια πειθαρχικὰ ὄργανα τοῦ συνασπισμοῦ, νὰ ἱερολογηθεῖ (εὐχολογηθεῖ) καὶ νὰ ἱεροπρακτηθεῖ καὶ νὰ βεβαιωθεῖ δίκαια καὶ στὴν τελετουργικὴ πράξη, μὲ τὴν κατάλληλη καθαιρετικὴ ἱερολογία (εὐχολογία) καὶ ἱεροπραξία, μὲ τὴ δέουσα, δηλαδή, μυστικὴ καὶ συμβολικὴ πράξη ἢ τελετὴ τῆς καθαιρέσεως, εἰ δὲ μή, ἂν ἐπιβληθεῖ μόνο μὲ ἔγγραφη, ἐνυπόγραφη καὶ ἐνσφράγιστη ἱεροκανονικὴ πράξη, ἔχει μόνο συμβατικὴ καὶ τυπικὴ καὶ ὄχι πραγματικὴ καὶ οὐσιαστική, πνευματική, δηλαδή, ἰσχύ, καὶ ὁ συμβατικῶς καθαιρεθεὶς Πρεσβύτερος παραμένει πραγματικῶς ἀκαθαίρετος καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ φέρει ἐνεργὴ τὴν ἱερωσύνη του.

Σημειωτέον, ἐπίσης, ὅτι ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ ἱεροτελεστίες ποὺ ἐπιτελεῖ κάθε πραγματικῶς ἀκαθαίρετος καὶ πνευματικῶς ἐνεργὸς Πρεσβύτερος, ἔστω καὶ αὐτεξουσίως καὶ σχισματικῶς ἢ σχισματοειδῶς, στὸ ὄνομα, δηλαδή, τῆς κεκτημένης πραγματικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας καὶ ἐλευθερίας του, καὶ ἀσυμβάτως καὶ ἀπειθάρχως, καὶ χωρίς, δηλαδή, τὴ συμβατικὴ καὶ τυπικὴ ἄδεια τοῦ οἰκείου ἀρχιερέως καὶ ἄνευ μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του, εἶναι ἀναμφισβήτητα ἔγκυρες, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, βεβαίως, ὅτι κατὰ τὰ ἄλλα δὲν εἶναι οὔτε τελετουργικῶς «κακότυπες», ὅτι, δηλαδή, ἐπιτελοῦνται μὲ ὀρθὸ καὶ ὀρθόδοξο τελετουργικὸ τυπικό, οὔτε ποινικῶς «ἄδικες», ὅσο ἀφορᾷ εἰδικὰ τὴν ποινικὴ τελετὴ τῆς καθαιρέσεως.

Ἄλλο «ἀσύμβατη», ἄλλο «παράτυπη» καὶ ἄλλο «κακότυπη» τελετή. «Ἀσύμβατη» λέγεται ἡ τελετὴ ποὺ ἐπιτελεῖται αὐτεξούσια, στὸ ὄνομα τῆς «πραγματικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας» τοῦ Πρεσβυτέρου Τελεστοῦ, χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἄνευ μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του. «Παράτυπη», ἡ τελετὴ ποὺ παρεκκλίνει ἀκίνδυνα ἀπὸ τὸν ὀρθὸ τελετουργικὸ κανόνα καὶ τὸ δέον τελετουργικὸ τυπικό, χωρὶς νὰ κινδυνεύει νὰ καταστεῖ ἄκυρη. Καὶ «κακότυπη», εἴτε ἡ «κακή» τελετή, ἡ ὁποία προσβάλλει σοβαρὰ τὸν ὀρθὸ τελετουργικὸ κανόνα καὶ τὸ δέον τελετουργικὸ τυπικὸ σὲ βαθμὸ ἀκυρότητος, εἴτε ἡ «κακόδοξη», ἡ αἱρετική, δηλαδή, τελετή. Ἡ ἀσύμβατη τελετή, αὐτὴ καθεαυτή, δὲν δύναται νὰ θεωρηθεῖ οὔτε ὡς παράτυπη οὔτε ὡς κακότυπη ἐάν, κατὰ τὰ ἄλλα, κατὰ τὸν τρόπο, δηλαδή, τῆς τελέσεώς της, δὲν εἶναι ὄντως παράτυπη καὶ πράγματι κακότυπη.

Καὶ οἱ μὲν τελετουργικῶς κακότυπες ἱεροτελεστίες ἀκυρώνονται στὴν τελετουργικὴ πράξη, λόγῳ τοῦ κακοῦ ἢ κακοδόξου τελετουργικοῦ τυπικοῦ τῆς τελέσεώς τους, ἐπειδή, δηλαδή, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, δὲν ὑφίσταται συμφωνία μεταξὺ τῆς μυστικῆς τελετουργικῆς πράξεως, τὴν ὁποία τελετουργεῖ ἀοράτως καὶ νοερῶς ὁ Ὑπερτελεστὴς Θεός, ἡ Θεία, δηλονότι, καὶ Τελεταρχικὴ Χάρη, καὶ τῆς συμβολικῆς τελετουργικῆς πράξεως, τὴν ὁποία τελετουργεῖ ἡμιορατῶς καὶ ὁρατῶς, νοητῶς καὶ αἰσθητῶς, ὁ ἐπιτελεστὴς ψυχάνθρωπος.

Καὶ ἂν τὸ τελετουργικό τους τυπικὸ ἐλεγχθεῖ μόνο ὡς «κακό», δὲν ἐπισύρει αὐτόματη δέσμευση τῆς ἱερατικῆς ἐνεργείας τοῦ τελετουργοῦ τους, ἀλλά, προκειμένου νὰ δεσμευθεῖ ἡ ἱερατική του ἐνέργεια, θὰ πρέπει, πρῶτον, νὰ ἐπιτελεῖ κατ' ἐπανάληψη καὶ κατὰ συρροὴ κακότυπες τελετές, καὶ δεύτερον, νὰ τελεσθεῖ ὁπωσδήποτε ἡ τελετὴ τῆς καθαιρέσεώς του.

Ἐάν, ὅμως, αὐτὸ ἐλεγχθεῖ ἐπιπλέον καὶ ὡς «κακόδοξο», τότε ἡ θεία χάρη ἀποχωρεῖ καὶ μὲ τὴν ἀποχώρησή της δεσμεύεται ἀναποφεύκτως καὶ αὐτομάτως καὶ ἡ ἱερατικὴ ἐνέργεια τοῦ αἱρετικοῦ τελετουργοῦ, καθὼς καὶ ὅλων γενικῶς τῶν συμμετεχόντων στὴν αἱρετικὴ τελετουργία, διότι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, τελεσιουργήθηκε, ἱερολογήθηκε (εὐχολογήθηκε), δηλαδή, στὴν τελετουργικὴ πράξη, καὶ ἱεροπρακτήθηκε μυστικῶς ἡ αἵρεση καὶ ἡ μύηση τοῦ αἱρετικοῦ ἐπιτελεστοῦ καὶ τῶν συμμετασχόντων μυστῶν του στὴν ἐν λόγῳ αἵρεση.

Αὐτό, βεβαίως, ἰσχύει μόνο γιὰ αἵρεση «ἐπεγνωσμένη» καὶ «κατεγνωσμένη», εἴτε συνοδικῶς, ἀπὸ κάποια οἰκουμενικὴ ἢ τοπικὴ σύνοδο, εἴτε προσωπικῶς, ἀπὸ κάποιο ὄντως ὀρθόδοξο Θεολόγο Διδάσκαλο, Κληρικὸ ἢ Μοναχό, ἢ ἀκόμη καὶ Λαϊκό, καὶ μόνο μετὰ τὴ δημοσίευση τῆς ὁριστικῆς ἐπιγνώσεως (διαγνώσεως) καὶ καταγνώσεώς (καταδίκης) της, εἰ δὲ μή, ἐὰν ἡ αἵρεση δὲν ἔχει ἀκόμη ἐπιγνωσθεῖ καὶ καταγνωσθεῖ ὁριστικῶς, ἡ αἱρετικὴ τελετὴ θεωρεῖται ὡς «κακή» καὶ ὄχι ἀκόμη «κακόδοξη», ἄνευ ἀναποφεύκτου καὶ αὐτομάτου δεσμεύσεως τῆς ἱερωσύνης τοῦ ἐπιτελεστοῦ της.

Παρὰ ταῦτα, ὅμως, ἐπειδή, ἐκ τῶν πραγμάτων, δὲν λαμβάνουν ἀμέσως ὅλοι γνώση τῆς δημοσιεύσεως τῆς ὁριστικῆς ἐπιγνώσεως καὶ καταγνώσεως τῆς αἱρέσεως, ἢ ἐπειδὴ κάποιοι δὲν τὴν κατανοοῦν ἄμεσα καὶ χρειάζονται περισσότερο χρόνο προκειμένου νὰ τὴ μελετήσουν καὶ νὰ τὴν κατανοήσουν, ἀναγνωρίζεται κατ' οἰκονομία καὶ γιὰ ὅλους γενικῶς τοὺς ὑπολοίπους, πλήν, βεβαίως, καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ ἐπιγνώστου καὶ καταγνώστου, «περίοδος χάριτος», ἱκανό, δηλαδή, καὶ λογικὸ χρονικὸ διάστημα, τὸ ὁποῖο ὁρίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐπιγνώστη καὶ καταγνώστη τῆς αἱρέσεως καὶ τὸ ὁποῖο δὲν δύναται νὰ εἶναι μικρότερο τοῦ ἑνὸς ἔτους ἀπὸ τὴ δημοσίευση. Ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς χάριτος ἐξαιροῦνται, εὐλόγως, ὅσοι ἐλεγχθοῦν «ἔμμονοι τῇ αἱρέσει» καὶ «ἀμετάθετοι τῇ πλάνῃ», καθ' ὅσα ῥητῶς ὁρίζουμε στὴν ὑπ' ἀριθ. 7 / 09 – 10 – 2021 Παππική Μας Ἀπόφανση.

Σὲ περίπτωση, σημειωτέον, ποὺ ὁ ἐπιγνώστης καὶ καταγνώστης τῆς αἱρέσεως προβεῖ σὲ πλήρη δογματικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν ἐκ μέρους του ἐπεγνωσμένη καὶ κατεγνωσμένη αἱρετικὴ ὁμολογία, ἀποχωρήσει, δηλαδή, ἀπὸ αὐτὴ ὁριστικῶς καὶ προχωρήσει σὲ διακήρυξη καὶ ἵδρυση ὀρθοδόξου νέας ὁμολογίας, τότε, ὡς ἡμερομηνία δημοσιεύσεως τῆς ὁριστικῆς ἐπιγνώσεως καὶ καταγνώσεως τῆς αἱρετικῆς ὁμολογίας ἐκλαμβάνεται ἡ ἡμερομηνία τῆς ὁριστικῆς ἀποχωρήσεώς του ἀπὸ αὐτή, κατὰ τὴν ὁποία δημοσιεύει τὸ ὀρθόδοξο νέο σύμβολο πίστεως, στὰ πλαίσια τῆς «διακηρύξεως τῆς καθιδρύσεως» τῆς ὀρθοδόξου νέας ὁμολογίας του.

Δεδομένου, λοιπόν, ὅτι ἡ ἡμερομηνία δημοσιεύσεως τῆς ὑπ' ἀριθ. 9 / 25 – 12 – 2021 Παππικῆς Μας Ἀποφάνσεως («Διακηρύξεως Καθιδρύσεως Τῆς Ὁμολογίας») καὶ τοῦ Τριαδιανοῦ Καινορθοδόξου Συμβόλου Τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖο εἰσαγάγαμε δογματικῶς καὶ κανονικῶς δι' αὐτῆς, ἡ ἡμερομηνία, δηλαδή, τῆς ἐκ μέρους Μας δημοσιεύσεως τῆς ὁριστικῆς ἐπιγνώσεως καὶ καταγνώσεως τῆς αἱρέσεως τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ὁριστικῆς ἀποχωρήσεώς Μας ἀπὸ αὐτὴ εἶναι ἡ 25η Δεκεμβρίου 2021, στὰ πλαίσια τῆς παρούσης Παππικῆς Μας Ἀπόφανσης διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Περίοδος Χάριτος ἔχει ἤδη ἀρχίσει ἀπὸ τῆς 25ης Δεκεμβρίου 2021 καὶ εὑρίσκεται σὲ ἐξέλιξη καὶ προδηλώνουμε ὅτι ἀναλόγως θὰ διαπιστώσουμε καὶ τὴ λήξη της, μὲ σχετικὴ μέλλουσα Παππική Μας Ἀπόφανση, «ἐν καιρῷ εὐθέτῳ», ὅταν, δηλαδή, οἱ ἴδιοι κρίνουμε τὸν καιρὸ ὥριμο.

Οἱ δὲ ποινικῶς ἄδικες καθαιρετικὲς τελετὲς δὲν δύνανται, μέν, νὰ ἔχουν πραγματικὴ καὶ πνευματικὴ ἰσχὺ ἐπὶ τῶν ἀδίκως καθαιρουμένων, ἐπειδή, ὅπως εὐστόχως ἀναφέρει καὶ ἡ λαϊκὴ παροιμία, «τὸ ἄδικο δὲν εὐλογεῖται», δὲν τελετουργεῖται, δηλαδή, ἀπὸ τὴ Θεία Τελεταρχικὴ Χάρη, ἔστω καὶ ἂν ἡ καθαιρετικὴ τελετὴ ἐπιτελεῖται ἀπὸ τὸν ψυχάνθρωπο ἐπιτελεστή της.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἂν ἡ ἄδικη καθαιρετικὴ τελετὴ δὲν εἶναι κακότυπη, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀκυρωθεῖ στὴν τελετουργικὴ πράξη καὶ ἀντιστρέφεται καὶ γυρίζει ἐναντίον καὶ εἰς βάρος τοῦ ἐπιτελεστοῦ της καὶ λογίζεται ὡς «αὐτοκαθαίρεση» καὶ «αὐτοδέσμευσή» του. Ἐάν, πάλι, εἶναι κακότυπη, εἴτε κακή, εἴτε κακόδοξη, ἰσχύουν τὰ παραπάνω.

Στὸ ἐπιπόλαιο, συνεπῶς, ἐρώτημα τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, «πῶς εἶναι δυνατὸ ἡ θεία χάρη νὰ συλλειτουργεῖ καὶ νὰ συνεργεῖ μὲ σχισματικοὺς ἢ σχισματοειδεῖς κληρικοὺς καὶ μάλιστα καθῃρημένους», ἡ ἀπάντηση εἶναι, «ἐπειδὴ δὲν ἔχουν καθαιρεθεῖ πραγματικῶς ἀλλὰ συμβατικῶς», ἐπειδή, δηλαδή, δὲν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ ἡ διαδικασία τῆς καθαιρέσεώς τους, ἡ ὁποία περιλαμβάνει δύο πράξεις, τὴν τυπική, ἀφενός, καὶ συμβατικὴ καθαίρεση, τὴν ἱεροκανονικὴ καθαιρετικὴ πράξη, καὶ τὴν οὐσιαστική, ἀφετέρου, καὶ πραγματικὴ καθαίρεση, τὴ μυστικὴ καὶ συμβολικὴ καθαιρετικὴ πράξη.

Ἐπειδή, σαφῶς, δὲν ἔχει βεβαιωθεῖ τελετουργικῶς, στὴν τελετουργικὴ πράξη, ἡ καθαίρεσή τους, μὲ τὴν ἐπιτέλεση τῆς κατάλληλης τελετῆς τῆς καθαιρέσεως, τὴν ὁποία οἱ ἀφελεῖς Παλαιορθόδοξοι ὄχι μόνο δὲν ἐπιτελοῦν ἀλλ' οὔτε κἂν συμπεριλαμβάνουν στὰ εὐχολόγιά τους καὶ ἔτσι ἀποδεικνύουν, γιὰ ἀκόμη μία φορά, τὸ μέγεθος τῆς δογματικῆς τους ἀνοησίας καὶ ὅτι οὐδέποτε ὑπῆρξαν πράγματι ὀρθόδοξοι, οὔτε στὴ δογματική τους θεωρία οὔτε στὴ λειτουργική τους πράξη, ἀλλὰ ψευδορθόδοξοι καὶ κακόδοξοι καὶ αἱρετικοί.

Ἀτέλεστη καὶ ἀνιερολόγητη (ἀνευχολόγητη) καὶ ἀνιερόπρακτη καθαίρεση δὲν εἶναι καθαίρεση πραγματικὴ καὶ οὐσιαστικὴ ἀλλὰ τυπικὴ καὶ συμβατικὴ ἀπόφαση προκειμένου νὰ ἐπιτελεσθεῖ ἡ καθαίρεση, εἶναι, δηλαδή, πραγματικῶς ἀνυπόστατη καὶ ἀποτελεῖ, κατ' οὐσία, μόνο «ἠθικὴ καὶ πειθαρχικὴ δέσμευση» ἰσοβίου ἢ ἐπ' ἀόριστον ἀργίας.

Καὶ ἀσφαλῶς, ἂν ἡ καθαίρεση δὲν ἐπιτελεσθεῖ ἀπὸ τὴν εἰδικὴ τελετουργικὴ ἱερωσύνη τοῦ Πρεσβυτέρου, δὲν θὰ τὴν τελετουργήσει ἡ Θεία Τελεταρχικὴ Χάρη ἀπὸ μόνη Της, διότι οὐδέποτε αὐτολειτουργεῖ ἀλλὰ πάντοτε συλλειτουργεῖ καὶ συνενεργεῖ μὲ τοὺς λειτουργούς Της. Ἐν προκειμένῳ, δηλαδή, ὅπως ἐπισημάναμε καὶ στὴν ὑπ' ἀριθ. 7 / 09 – 10 – 2021 Παππική Μας Ἀπόφανση, δὲν «θεραπεύονται τὰ ἀσθενῆ» οὔτε «ἀναπληροῦνται τὰ ἐλλείποντα» ἀπὸ τὴ Θεία καὶ Τελεταρχικὴ Χάρη, διότι δὲν ὑφίσταται κἂν τελετουργικὴ πράξη.

Ἔτσι, λοιπόν, σὲ πρῶτο ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο, οἱ πρεσβύτεροι ἑνὸς δήμου ἀναγνωρίζουν μεταξύ τους τὸν «πρῶτο», τὸν «ἀρχιπρεσβύτερο» ἢ «ἀρχιερέα» ἢ «ἐπίσκοπο», καὶ σχηματίζεται ἡ «ἐπισκοπή», σὲ δεύτερο ἐπίπεδο, οἱ ἐπίσκοποι μιᾶς ἐπαρχίας ἀναγνωρίζουν μεταξύ τους τὸν «ἔπαρχο ἀρχιεπίσκοπο», τὸν ἐπικαλούμενο «μητροπολίτη», καὶ σχηματίζεται ἡ «ἐπαρχιακὴ ἀρχιεπισκοπή», ἡ ἐπικαλούμενη «μητρόπολη» κ.ο.κ..

Καὶ ἔτσι προκύπτει ἡ καλουμένη «συμβατικὴ ἐξουσία», δηλαδή, «ἡ κατὰ σύμβαση ἢ συμφωνία ποιμαντικὴ εὐθύνη καὶ κανονικὴ δικαιοδοσία», καί, στὰ τυπικὰ καὶ συμβατικὰ πλαίσιά της, οἱ «ἱερατικοὶ τίτλοι» ἢ οἱ «ἱερατικὲς πρωτεῖες» ἢ τὰ «ἱερατικὰ ὀφφίκια» καὶ ἡ λεγομένη «διοριστήριος θεία χάρις», μὲ τὴν ὁποία συσχετίζεται ἡ «θεόθεν ἀνάθεση καὶ ἀπονομή» τους.

Εὐνόητον, ὅτι κάθε Πρεσβύτερος ποὺ συμμετέχει στὴν ὡς ἄνω σύμβαση καὶ συμφωνία τῶν Συμπρεσβυτέρων του, σὲ περίπτωση ποὺ συντρέχουν ἀποχρῶντες δογματικοὶ λόγοι, δύναται ἀλλὰ καὶ ὀφείλει νὰ διαφωνήσει, νὰ διαχωρίσει τὴ θέση του καὶ νὰ ἀποχωρήσει καὶ ἐν τέλει νὰ καταστεῖ ἀνεξάρτητος, ἢ καὶ νὰ ἐκκινήσει καὶ νὰ συνάψει νέα σύμβαση καὶ συμφωνία, ὡς δογματάρχης καὶ ὁμολογιάρχης, διακηρύσσοντας καὶ ἱδρύοντας νέα ὁμολογία πίστεως, ἐκκλησία καὶ ἱεραρχία «πρὸς ἀποκατάστασιν καὶ ἐπέκεινα διαφύλαξιν ἀνοθεύτου τῆς ὀρθῆς δογματικῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἐν αὐτῇ θείας χάριτος».

Καὶ στὸ προκῦπτον ἐρώτημα, «πῶς τεκμηριώνεται θεολογικὰ ἡ ὕπαρξη τῆς διοριστηρίου θείας χάριτος καὶ ἄν, πράγματι, ὑφίσταται τέτοιο εἶδος θείας χάριτος ἢ πρόκειται περὶ νοσηρᾶς θεολογικῆς φαντασίας καὶ δοκήσεως», ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατική, ἡ ἑξῆς:

Ἡ ὕπαρξη τῆς διοριστηρίου θείας χάριτος, τῆς σχετικῆς μὲ τὴ συμβατικὴ ἐξουσία τῶν ἱερατικῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων, τεκμηριώνεται δογματολογικὰ ἀπὸ τὴν κατὰ κυριολεξία σημασία τοῦ ῥήματος «ἁγιάζειν», τὸ ὁποῖο, κατ' ἀκρίβεια, σημαίνει «ξεχωρίζω, διακρίνω κάποιον ἢ κάτι ἀπὸ ἕνα σύνολο» καὶ ἐν προκειμένῳ «διακρίνω κάποιον ἀνάμεσα στὸ σύνολο ὡς πρῶτο τῇ τάξει ἢ πρωτεύοντα», ἢ μὲ ἄλλα λόγια, «διορίζω κάποιον ὡς ἄρχοντα».

Πρόκειται, σαφῶς, γιὰ εἶδος ἁγιαστικῆς θείας χάριτος ἡ ὁποία, βάσει τῆς ἐξουσιαστικῆς φύσεώς της καὶ σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, ἀποτελεῖ δεύτερο καθοδικὸ καὶ κατώτερο αἰτιατὸ προϊὸν (κατιόν) τῆς χάριτος τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως τοῦ βαθμοῦ, ὁριζόμενο ὡς «συμβατικὴ ἐξουσία τοῦ μεθαγιασμοῦ», μετὰ τὸ πρῶτο κατιὸν τῆς «πραγματικῆς ἐξουσίας τοῦ προαγιασμοῦ», καὶ μεταδιδόμενο, μέν, καὶ αὐτὸ ὅπως ἐκεῖνο, μὲ τὶς δύο χειροθεσίες (ἢ δύο κατώτερα χρίσματα) ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ (συμβατική) ἐξουσία τοῦ ἐνεργήματος καὶ στὴ (συμβατική) ἐξουσία τῆς ἐνεργείας, ἀλλ' ἐν προκειμένῳ μὲ ἀντίθετη, ὡς πρὸς ἐκεῖνο, τάξη καὶ σειρά, μετά, δηλαδή, τὶς χειροτονίες καὶ τὴ μετάδοση τῆς «δυνάμεως καὶ τῆς κυριότητος τοῦ καθαγιασμοῦ» καὶ μὲ τέλεση πρῶτα τῆς χειροθεσίας (ἢ χρίσματος) τῆς (συμβατικῆς) ἐξουσίας τῆς ἐνεργείας καὶ ἔπειτα τῆς χειροθεσίας (ἢ χρίσματος) τῆς (συμβατικῆς) ἐξουσίας τοῦ ἐνεργήματος, διότι, σὲ ἀντίθεση μὲ ἐκεῖνο, τελεῖται μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν χειροτονιῶν τῆς δυνάμεως καὶ τῆς κυριότητος, στὴν ἐντελεχειακὴ κάθοδο καὶ ἐπιστροφή.

Καὶ μὲ χρήση, ἐννοεῖται, τῆς κατάλληλης καὶ σχετικῆς μὲ τὴ συμβατικὴ ἐξουσία τοῦ μεθαγιασμοῦ ἱερολογίας (εὐχολογίας) καὶ ἱεροπραξίας, ἄνευ συγχύσεως μὲ τὴν παρόμοια ἱερολογία (εὐχολογία) καὶ ἱεροπραξία τῆς πραγματικῆς ἐξουσίας τοῦ προαγιασμοῦ. Ἡ χρισματικὴ στοιχειολογία, ἐν προκειμένῳ, σὲ περίπτωση ποὺ ἀντὶ τῶν δύο χειροθεσιῶν τελεσθοῦν τὰ δύο ἰσοδύναμα πρὸς αὐτὲς χρίσματα, παραμένει ἡ ἴδια καὶ ἡ αὐτή.

Οἱ ἀνθρώπινες, δυστυχῶς, φιλοδοξίες καὶ φιλαρχίες, οἱ αἱρέσεις ἀλλὰ καὶ ἡ τυραννικὴ ἄσκηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης ἀπὸ τοὺς φορεῖς της διέστρεψαν τὸ σχῆμα τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας καὶ κατήντησαν τὰ ἱερατικὰ ὀφφίκια νὰ παρετυμολογοῦνται κακῶς καὶ νὰ συσχετίζονται μὲ τὸν «ὄφιν τὸν μέγα τὸν ἀρχαῖον τὸν καλούμενον διάβολον καὶ τὸν σατανᾶν», προκαλῶντας σχίσματα καὶ διαιρέσεις στὸ κληρικολαϊκὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, διασαλεύοντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ εἰρήνη καὶ ἐπιφέροντας πλεῖστα ὅσα δεινά.

Δικαιολογοῦμε, λοιπόν, τὸ σχῖσμα μόνο «δι' αἵρεσιν» ἢ καὶ «διὰ τυραννίαν», μόνο, δηλαδή, γιὰ δογματικοὺς λόγους, ἢ καὶ γιὰ λόγους τυραννικῆς ἄσκησης τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας ἀπὸ τοὺς φορεῖς της.

Σταυροειδὴς Μετάδοση Τῶν Ἱερατικῶν Βαθμῶν

Ὡς «σταυροειδὴς μετάδοσις» ὁρίζεται ἡ «κατακόρυφος», ἀφενός, «παραγωγή» ἑνὸς κατώτερου ἀπὸ ἕνα ἀνώτερο ἱερατικὸ βαθμό, δεδομένου ὅτι κάθε ἀνώτερος βαθμὸς ἐμπεριέχει μέσα του καὶ ὑπερβαίνει κάθε κατώτερό του, καὶ ἡ «ὁριζόντια», ἀφετέρου, «ἀναπαραγωγή» ἑνὸς ἱερατικοῦ βαθμοῦ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του μὲ διαδοχή. Ἐν προκειμένῳ, διακρίνουμε τὴ «θεωρία τῆς μεταδόσεως» ἀπὸ τὴν «πράξη τῆς μεταδόσεως» τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ.

Θεωρία Τῆς Σταυροειδοῦς Μεταδόσεως Τῶν Ἱερατικῶν Βαθμῶν

Ἀπὸ θεωρητικὴ ἄποψη, κάθε ἀνώτερος ἱερατικὸς βαθμὸς δύναται καὶ νὰ παράγει κατακόρυφα κάθε κατώτερο βαθμὸ ποὺ ἐμπεριέχει μέσα του καὶ ὑπερβαίνει κατὰ τὸν ἀνώτερο ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναπαράγει ὁριζόντια τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του μὲ διαδοχή.

Ἔτσι, στὴν κλίμακα τῶν ἑπτά, κατ' ἄνθρωπο, ἱερατικῶν βαθμῶν, διακρίνουμε:

α΄. Τὸν «αἴτιο» ἢ «πρωταίτιο» ἀνώτατο καὶ κορυφαῖο ἱερατικὸ βαθμὸ τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης (τοῦ πρεσβυτέρου), ὁ ὁποῖος δύναται νὰ παράγει κατακόρυφα καὶ τοὺς πέντε κατώτερους ἱερατικοὺς βαθμοὺς τῆς μέσης ἱερωσύνης (τοῦ διακόνου, τοῦ ὑποδιακόνου, τοῦ προφήτου καὶ διδασκάλου, τοῦ ἀναγνώστου καὶ τοῦ ψάλτου) καὶ τὸν ἕκτο κατώτατο καὶ βασικὸ βαθμὸ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης (τοῦ μύστου ἢ πιστοῦ) ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναπαράγει ὁριζόντια τὸν ἑαυτό του μὲ διαδοχή.

β΄. Τοὺς «αἰτιατοὺς αἰτίους» ἢ «μεσαιτίους» προαναφερθέντες ἱερατικοὺς βαθμοὺς τῆς μέσης ἱερωσύνης, οἱ ὁποῖοι δύνανται νὰ παραχθοῦν κατακόρυφα πρῶτα ἀπὸ τὸν κορυφαῖο καὶ ἀνώτατο ἱερατικὸ βαθμὸ τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης καὶ ἔπειτα καὶ ἀναμεταξύ τους, ὁ κατώτερος ἀπὸ τὸν ἀνώτερο, νὰ παράξουν κατακόρυφα ὁ ἀνώτερος τὸν κατώτερο καὶ ὅλοι τὸν βασικὸ καὶ κατώτατο ἱερατικὸ βαθμὸ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναπαράξουν ὁριζόντια ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του μὲ διαδοχή.

γ΄. Τὸν «αἰτιατό» κατώτατο καὶ βασικὸ προαναφερθέντα ἱερατικὸ βαθμὸ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης (χρίσματος), ὁ ὁποῖος, δεδομένου ὅτι δὲν ὑφίσταται κατώτερός του ἱερατικὸς βαθμός, δύναται μόνο νὰ παραχθεῖ κατακόρυφα ἀπὸ τὸν ἀνώτατο καὶ κορυφαῖο εἰδικὸ καὶ ἀπὸ τοὺς μέσους ἱερατικοὺς ἀνωτέρους του βαθμοὺς ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναπαράξει ὁριζόντια τὸν ἑαυτό του μὲ διαδοχή.

Πράξη Τῆς Σταυροειδοῦς Μεταδόσεως Τῶν Ἱερατικῶν Βαθμῶν

Ἀπὸ πρακτικὴ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ θεωρητικὴ ἄποψη, ὅσον ἀφορὰ τοὺς μέσους καὶ τὸ γενικὸ ἱερατικοὺς βαθμοὺς (μέση καὶ γενικὴ ἱερωσύνη), κωλύεται, κατ' ἀκρίβεια, καὶ ἡ κατακόρυφη παραγωγή, τόσο μεταξὺ τῆς μέσης καὶ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης, ὅσο καὶ μεταξὺ τῶν βαθμῶν τῆς μέσης ἱερωσύνης, ἀλλὰ καὶ ἡ ὁριζόντια ἀναπαραγωγὴ ἑκάστου τῶν βαθμῶν τῆς μέσης καὶ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης ἀπὸ τὸν ἑαυτό του μὲ διαδοχὴ καί, λόγῳ τοῦ ὑφισταμένου πρακτικοῦ κωλύματος, ἐφαρμόζεται, κατὰ κανόνα, κατακόρυφη παραγωγὴ ἑκάστου μέσου καὶ γενικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ ἀπευθείας ἀπὸ τὴν εἰδικὴ ἱερωσύνη τοῦ πρεσβυτέρου, κάθε φορὰ ποὺ θὰ χρειασθεῖ.

Τὸ κώλυμα, ἐν προκειμένῳ, εἶναι τελετουργικῆς φύσεως, ἐπιγινώσκεται, δηλαδή, στὴν τελετουργικὴ πράξη, δεδομένου, ἀφενός, ὅτι καὶ ἡ κατακόρυφος παραγωγὴ ἑνὸς κατώτερου ἀπὸ ἕνα ἀνώτερό του ἱερατικὸ βαθμὸ ἀλλὰ καὶ ἡ ὁριζόντια ἀναπαραγωγὴ ἑκάστου βαθμοῦ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του μὲ διαδοχή, ἀπὸ τελετουργικὴ ἄποψη, ἐνεργεῖται, κατὰ κανόνα καὶ κατ' ἀκρίβεια, μὲ τὴν ἱεροπραξία τῆς χειροτονίας (ἢ χρίσεως), καὶ ἀφετέρου, ὅτι ὅλοι οἱ κατώτεροι τοῦ πρεσβυτέρου ἱερατικοὶ βαθμοί, παρὰ τὸ ὅτι δύνανται, θεωρητικῶς, νὰ παράγουν κατακόρυφα ὁ ἀνώτερος κάποιο κατώτερό του (ἐὰν ὑφίσταται κάποιος κατώτερος βαθμός) καὶ νὰ ἀναπαράγουν ὁριζόντια ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του, δὲν δύνανται, πρακτικῶς, νὰ χειροτονοῦν, ἄρα οὔτε καὶ νὰ καθαγιάζουν τελετουργικῶς χρῖσμα ἰσοδύναμο μὲ χειροτονία.

Καὶ τοῦτο, διότι ἡ χειροτονία εἶναι συμβολικὴ τελετουργικὴ πράξη ἡ ὁποία, ἀπὸ συμβολικὴ ἄποψη, ὑποδηλώνει τὴν ὕπαρξη τελετουργικῶν χειρῶν, δηλαδή, τελετουργικῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, δεδομένου ὅτι ἡ χεὶρ ἀντιστοιχεῖ συμβολικῶς στὴν πράξη καὶ ὑποδηλώνει τὴν πρακτικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἄρα καὶ ἡ χειροτονία ἀντιστοιχεῖ συμβολικῶς στὴν τελετουργικὴ πράξη καὶ ὑποδηλώνει τὴν τελετουργικὴ ἱκανότητα τοῦ ἱερέως, τὴν τελετουργική, δηλαδή, ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, ἡ ὁποία ἀνήκει μόνο στὸν ἀνώτατο καὶ κορυφαῖο ἱερατικὸ βαθμὸ τῆς λεγόμενης «εἰδικῆς ἢ τελετουργικῆς ἱερωσύνης» τοῦ Πρεσβυτέρου Ἐπιτελεστοῦ.

Οὔτε ὁ Διάκονος, σημειωτέον, ὁ ἀνώτερος βαθμὸς τῆς μέσης ἱερωσύνης, δύναται νὰ χειροτονεῖ, παρὰ τὸ ὅτι φέρει στὰ χέρια του ἐπιμάνικα, διότι, ὡς ἱερατικὸς βαθμός, ἀπὸ τελετουργικὴ ἄποψη, ἐπιγινώσκεται ὡς «Ὑποτελεστής» καὶ «Ἡμίχειρ», ὡς βοηθός, δηλαδή, τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου, ὁ ὁποῖος τελετουργικῶς ἐπιγινώσκεται ὡς «Ἐπιτελεστής» καὶ «Ἔγχειρ».

Τόσο, λοιπόν, ἡ χειροτονία (ἢ τὸ ἰσοδύναμο μὲ χειροτονία χρῖσμα τοῦ καθαγιασμοῦ), ὡς τελετουργικὴ πράξη μεταδόσεως τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ κυριότητος τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, ὅσο καὶ ἡ χειροθεσία (ἢ τὸ ἰσοδύναμο μὲ χειροθεσία χρῖσμα τοῦ προαγιασμοῦ καὶ τοῦ μεθαγιασμοῦ), ὡς τελετουργικὴ πράξη μεταδόσεως, εἴτε τῆς πραγματικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν (προαγιασμοῦ), εἴτε τῆς συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας τῶν ἱερατικῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν (μεθαγιασμοῦ), ἀνήκουν τελετουργικῶς μόνο στὴν εἰδικὴ καὶ ἐπιτελεστικὴ ἱερωσύνη τοῦ πρεσβυτέρου, «ἡ (εἰδική) ἱερωσύνη χειροτονεῖ καὶ ἡ (εἰδική) ἱερωσύνη χειροθετεῖ».

Ἐφόσον, λοιπόν, ἡ σταυροειδὴς μετάδοση τῶν βαθμῶν τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας ἐπιτελεῖται, κατὰ κανόνα καὶ κατ' ἀκρίβεια, μὲ τὴν τελετουργικὴ πράξη τῆς χειροτονίας καὶ ἡ χειροτονία ἀνήκει τελετουργικῶς στὸν εἰδικὸ ἱερατικὸ βαθμό, οἱ μέσοι καὶ ὁ γενικὸς ἱερατικοὶ βαθμοί, κατὰ κανόνα, μέν, καὶ κατ' ἀκρίβεια, δὲν δύνανται, στὴν τελετουργικὴ πράξη, νὰ μεταδίδουν σταυροειδῶς τοὺς κατωτέρους τους (ἐὰν ὑφίστανται κατώτεροί τους βαθμοί) καὶ τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴ χειροτονία, κατ' ἐξαίρεση, ὅμως, καὶ κατ' οἰκονομία, δύνανται καὶ αὐτοί, καὶ μόνο σὲ ἔκτακτες καὶ κατεπείγουσες περιπτώσεις ἀνάγκης, νὰ ἐπιτυγχάνουν τὴ σταυροειδῆ μετάδοση μὲ ἕνα ἄλλο εἶδος ἱεροπραξίας ποὺ μαρτυρεῖται, παραδίδεται καὶ κατοχυρώνεται στὴ λεγόμενη «ἱστορικὴ θεία ἀποκάλυψη» τοῦ κειμένου τῆς ἁγίας γραφῆς καὶ ἀναλογεῖ καὶ προσιδιάζει στὰ οἰκεῖα μέτρα τους, τὴν καλούμενη «ἐξένδυση» («ἔκδυση καὶ ἔνδυση»).

Ἡ ἐξένδυση, ὡς τρόπος μεταδόσεως ἱερατικοῦ βαθμοῦ, ἀναφέρεται στὴν παλαιοδιαθηκικὴ παράδοση, συσχετίζεται μὲ τὴ μετάδοση τοῦ τετάρτου καὶ καταμέσου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ προφήτου καὶ διδασκάλου καί, κατ' ἀναλογία πρὸς αὐτόν, μὲ τὴ μετάδοση ὅλων τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν τῆς μέσης καὶ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης καὶ ἐπιγινώσκεται συγκεκριμένα στὴν περίπτωση τῆς μετάδοσης τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος ἀπὸ τὸν προφήτη καὶ διδάσκαλο Ἠλία στὸ μαθητὴ καὶ διάδοχό του, τὸν προφήτη Ἐλισσαῖο.

Ἐν προκειμένῳ, ὁ προφήτης Ἠλίας, προκειμένου νὰ μεταδώσει τὸ κεκτημένο ἱερὸ προφητικό του ἀξίωμα στὸν προφήτη Ἐλισσαῖο, ἐξεδύθη τὸ ἱερὸ προφητικό του ἔνδυμα, τὴ λεγόμενη «μηλωτή», καὶ ἐνέδυσε μὲ αὐτὸ («δι' ἐπιρρίψεως») τὸν Ἐλισσαῖο.

Ἀναλόγως, κάθε βαθμὸς τῆς μέσης καὶ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης, προκειμένου, μέν, νὰ μεταδώσει ὁριζόντια τὸν ἑαυτό του, θὰ πρέπει ὁ φορεὺς τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ ποὺ ἤδη τὸν προκατέχει νὰ ἐκδυθεῖ τὴν ἱερατικὴ στολὴ τοῦ βαθμοῦ του, ἐνῷ τὴ φορᾷ, καὶ νὰ ἐνδύσει μὲ αὐτὴ τὸν ὑποψήφιο φορέα του, στὰ πλαίσια μιᾶς στοιχειώδους σχετικῆς τελετῆς, προκειμένου, δέ, νὰ μεταδώσει κατακόρυφα κάποιο κατώτερό του ἱερατικὸ βαθμὸ (ἐὰν ὑφίσταται κάποιος κατώτερος), θὰ πρέπει ὁ φορεὺς τοῦ ἀνωτέρου βαθμοῦ νὰ κάνει τὸ ἴδιο, ἀλλὰ φορῶντας τὴ στολὴ τοῦ κατωτέρου βαθμοῦ τὸν ὁποῖο πρόκειται νὰ μεταδώσει καὶ τὸν ὁποῖο ἤδη ἐμπεριέχει μέσα στὸν ἀνώτερο βαθμό του καὶ τὸν ὑπερβαίνει κατ' αὐτόν.

Στὰ δογματικά, σημειωτέον, καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος τοῦ Τριαδιανισμοῦ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Παλαιορθόδοξο Δόγμα τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, προβλέπεται, καθὼς πρέπει, φορὰ ἀναλόγου ἱερατικῆς στολῆς (χιτῶνος) ἐπιπλέον καὶ γιὰ τοὺς φορεῖς τοῦ βαθμοῦ τῆς γενικῆς ἱερωσύνης, τοὺς πιστούς, τὴν ὁποία κάθε πιστὸς πρέπει νὰ φορᾷ πάνω ἀπὸ τὰ κοινὰ ἐνδύματά του κάθε φορὰ ποὺ συμμετέχει διὰ τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας του σὲ ἱερὲς τελετές, ἔτσι ὥστε νὰ σημαίνεται κατὰ συμβολικὸ τρόπο ἡ χρήση (ἐνεργοποίηση) καὶ τῆς δικῆς του γενικῆς ἱερωσύνης (χρίσματος).

Ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τοῦ λεγομένου «ἀεροβαπτίσματος», ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τῆς καλουμένης «ἐξενδύσεως», ἄν, τυχόν, ἐκλείψει ὁ ἀποχρῶν λόγος τῆς ἐκτάκτου καὶ κατεπειγούσης ἀνάγκης ὁ ὁποῖος ἐπέβαλε, ἐκ τῶν πραγμάτων, τὴν κατ' ἐξαίρεση τέλεσή της, ὅλο τὸ κατ' οἰκονομία γενόμενο θεωρεῖται, πλέον, «ὡσεὶ μὴ γενόμενο» καὶ «ἄκυρο» καὶ θὰ πρέπει νὰ ἐπιτελεσθεῖ ἐξαρχῆς ἡ κατὰ κανόνα καὶ κατ' ἀκρίβεια τελετὴ τῆς προσιδιαζούσης χειροτονίας.

Ἄρα, «ὁ πρεσβύτερος χειροτονεῖ καὶ ὁ αὐτὸς χειροθετεῖ, πάντες, δέ, οἱ λοιποὶ ἐξενδυδίσκουσι κατὰ χρείαν».

Μετάδοση Τῶν Ἱερατικῶν Τίτλων Καὶ Ὀφφικίων

Σύμφωνα μὲ ὅσα προειπώθηκαν καὶ δεδομένου ὅτι ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία δὲν εἶναι αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ τελεστικὴ ἱερατικὴ δύναμη ἀλλὰ ῥυθμιστική της παράμετρος, ὅτι δηλαδὴ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία οὔτε χειροτονεῖ οὔτε χειροθετεῖ οὔτε τελετουργεῖ, ἀλλ' ἀδειοδοτεῖ, εἴτε κατὰ πραγματικὸ εἴτε κατὰ συμβατικὸ τρόπο, τὴ μόνη χειροτονοῦσα καὶ χειροθετοῦσα καὶ ὅλως τελετουργοῦσα ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, ὑφίστανται δύο τρόποι μεταδόσεως τῶν ἱερατικῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τῆς συμβατικῆς ἐξουσίας τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν:

α΄. Κατὰ κανόνα καὶ κατ' ἀκρίβεια, «διὰ χειροθεσίας» (ἢ μὲ ἰσοδύναμο πρὸς τὴ χειροθεσία χρῖσμα), μὲ κατακόρυφο παραγωγὴ ἀπευθείας ἀπὸ τὴν εἰδικὴ ἱερατικὴ δύναμη τοῦ ἑβδόμου καὶ κορυφαίου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου, τόσο γιὰ τοὺς ἱερατικοὺς τίτλους καὶ τὰ ὀφφίκια αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ εἰδικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς ἱερατικοὺς τίτλους καὶ τὰ ὀφφίκια τῶν μέσων καὶ τοῦ γενικοῦ ἱερατικῶν βαθμῶν, κάθε φορὰ ποὺ θὰ χρειασθεῖ.

Ἐν προκειμένῳ, ὁ πρεσβύτερος ἀρχιερεὺς (ἀρχιπρεσβύτερος) ποὺ χειροθετεῖ συμπρεσβύτερό του σὲ ἀρχιερέα, ἐπειδὴ φέρει ἤδη καὶ τὸν ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τὸν ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιερέως, ἐνδέχεται νὰ σχηματίσει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι διὰ τῆς ἀρχιερατικῆς χειροθεσίας ἐκφράζεται ἡ συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ ἀναπαράγει τὸν ἑαυτό της μὲ ὁριζόντια μετάδοση καὶ διαδοχή, γνώμη, σαφῶς, ἐσφαλμένη καὶ κακόδοξη, διότι, ὅπως ἐξηγήσαμε, διὰ τῆς ἱερᾶς χειρουργίας, εἴτε χειροτονίας, εἴτε χειροθεσίας, ἐκφράζεται τελετουργικῶς αὐτὴ καὶ μόνη ἡ ἐπιτελεστικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ βαθμοῦ τοῦ πρεσβυτέρου, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἐδῶ ἔχουμε κατακόρυφο παραγωγὴ τοῦ ἀρχιερατικοῦ συμβατικοῦ ἐξουσιαστικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου ἀπευθείας ἀπὸ τὴν ἐπιτελεστικὴ ἱερατικὴ δύναμη τοῦ εἰδικοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ καὶ ὄχι ὁριζόντια ἀναπαραγωγὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἡ ὁποία δύναται νὰ γίνει μόνο δι' ἐξενδύσεως καὶ οὐδέποτε διὰ χειροθεσίας, ἐφόσον, ὅπως ἐπισημάνθηκε, ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία, εἴτε πραγματική, εἴτε συμβατική, δὲν εἶναι ἡ ἴδια τελεστικὴ δύναμη ὥστε νὰ δύναται νὰ ἐκφράζεται τελετουργικῶς διὰ τῆς χειροθεσίας ἀλλ' ἐξουσιοδότηση τῆς ἐπιτελεστικῆς δύναμης.

β΄. Κατ' ἐξαίρεση καὶ κατ' οἰκονομία, «δι' ἐξενδύσεως», εἴτε κατὰ κατακόρυφο παραγωγὴ ἀπὸ ἕνα ἀνώτερο ἱερατικὸ τίτλο καὶ ὀφφίκιο τοῦ αὐτοῦ ἢ ἑτέρου καὶ ἀνωτέρου ἱερατικοῦ βαθμοῦ ποὺ ἐμπεριέχει μέσα του καὶ ὑπερβαίνει κατὰ τὸν ἑαυτό του ἕνα κατώτερο τοῦ αὐτοῦ ἢ ἑτέρου καὶ κατωτέρου ἱερατικοῦ βαθμοῦ, εἴτε κατὰ ὁριζόντια ἀναπαραγωγὴ ἀπὸ τὸν ζητούμενο ἱερατικὸ τίτλο καὶ ὀφφίκιο τοῦ ἀναλόγου ἱερατικοῦ βαθμοῦ, μόνο σὲ περίπτωση ἐκτάκτου καὶ κατεπειγούσης ἀνάγκης.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, καὶ ὁ ἐνεργῶν καὶ ὁ πάσχων τὴν ἐξένδυση θὰ πρέπει νὰ φοροῦν ἀμφότεροι τὴν ἱερατικὴ στολὴ τοῦ βαθμοῦ στὸν ὁποῖο ἀνήκει ὁ μεταδιδόμενος ἱερατικὸς τίτλος καὶ τὸ ὀφφίκιο καὶ ὁ ἐξενδυδίσκων νὰ φορᾷ ἐπιπλέον ἐπάνω στὴ στολὴ καὶ τὸ σύμβολο ἢ ἄμφιο τοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου ποὺ μεταδίδει, τὸ ὁποῖο ἐκδύεται ὁ ἴδιος καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἐνδύει τὸ νέο ὀφφικιοῦχο.

Καὶ βεβαίως, σὲ περίπτωση ποὺ παύσει νὰ συντρέχει ὁ σοβαρὸς λόγος τῆς ἐξαιρέτου ἀνάγκης, θὰ πρέπει νὰ τελεσθεῖ ἐξαρχῆς ἡ κανονικὴ τελετὴ τῆς χειροθεσίας.

Προκειμένου, λοιπόν, ὁ ἀρχιερεὺς νὰ ἀποστείλει τὸν (πρεσβύτερο) ἱερέα νὰ τὸν ἐκπροσωπήσει καὶ νὰ τὸν ἀναπληρώσει τελετουργικῶς καὶ εὐχαριστιακῶς σὲ χωριστὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ σὲ χωριστὴ λατρευτικὴ σύναξη, σὲ σχέση μὲ τὸ θυσιαστήριο καὶ τὴ σύναξη ὅπου ὁ ἴδιος λειτουργεῖ καὶ ἐπιτελεῖ τὸ κορυφαῖο εὐχαριστιακὸ μυστήριο, εἶναι εὐνόητο ὅτι θὰ πρέπει προηγουμένως νὰ τὸν ἔχει καταστήσει διὰ χειροτονίας ὁμόβαθμό του, ὡς πρὸς τὸν βαθμὸ τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, νὰ τοῦ ἔχει μεταδώσει, δηλαδή, τὴν ἴδια ἀκριβῶς τελετουργικὴ ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια τὴν ὁποία κατέχει καὶ ὁ ἴδιος, προκειμένου καὶ ὁ ἀναπληρωτής του τελετουργὸς νὰ δυνηθεῖ νὰ ἐπιτελέσει καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κορυφαῖο εὐχαριστιακὸ μυστήριο αὐτοδύναμα, σὲ ἄλλο, δηλαδή, θυσιαστήριο καὶ σὲ ἄλλη σύναξη, χωρὶς νὰ συλλειτουργεῖ μὲ τὸν ἀρχιερέα στὸ ἴδιο ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ στὴν ἴδια λατρευτικὴ σύναξη.

Ἡ διὰ χειροτονίας ὁμοβαθμοποίηση αὐτή, κατὰ τὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, τοῦ τελετουργικοῦ καὶ εὐχαριστιακοῦ ἀναπληρωτοῦ τοῦ ἀρχιερέως ἀπὸ ἐκεῖνον προκειμένου νὰ καταστεῖ δυνατὴ ἡ τελετουργικὴ καὶ εὐχαριστιακή του ἀναπλήρωση στὰ ἄλλα θυσιαστήρια καὶ τὶς ἄλλες συνάξεις τῆς ποιμαντικῆς καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας του στὰ ὁποῖα καὶ τὶς ὁποῖες εἶναι φύσει ἀδύνατο νὰ εἶναι τελετουργικῶς καὶ εὐχαριστιακῶς παρὼν ὁ ἴδιος, δὲν εἶναι, ἀσφαλῶς, δυνατὸ νὰ ἔχει «δανεικὸ χαρακτῆρα», χαρακτῆρα, δηλαδή, προσωρινοῦ δανεισμοῦ τῆς χάριτος τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας ποὺ κατέχει, διότι, ἀπὸ δογματολογικὴ ἄποψη, δὲν ὑφίσταται «δάνειο χειροτονίας», δανεική, δηλαδή, καὶ προσωρινὴ καὶ ἀβέβαιη χειροτονία ἡ ὁποία χρειάζεται δεύτερη χειροτονία προκειμένου νὰ μονιμοποιηθεῖ καὶ νὰ βεβαιωθεῖ, οὔτε, βεβαίως, καὶ «ἡμιχειροτονία», μισή, δηλαδή, καὶ λειψὴ χειροτονία, ἡ ὁποία, μάλιστα, μπορεῖ ἀκόμη νὰ εἶναι καὶ «ἐλαστική» καί, κατὰ τὴν τέλεση τῶν τελετῶν, νὰ ἐκτανύεται προσωρινῶς ἀπὸ τὴ θεία χάρη προκειμένου νὰ ἀναπληρώσει τὸ μέτρο τοῦ ἐλλείμματός της καὶ νὰ τὶς τελέσει πλήρως καί, μετὰ τὴν τέλεσή τους, νὰ ἀποτανύεται πάλι καὶ νὰ ἐπιστρέφει στὰ ἐλλειπῆ της μέτρα, ἀλλὰ κάθε χειροτονία σὲ κάθε ἱερατικὸ βαθμὸ εἶναι ἐξαρχῆς ὁλόκληρη, μόνιμη καὶ βέβαιη γιὰ κάθε ἕνα φορέα της.

Ἢ ἔχει κάποιος ὅλη τὴν τελετουργικὴ ἱερωσύνη καὶ τελεῖ μόνος του αὐτοδύναμα ὁλόκληρο τὸ κορυφαῖο εὐχαριστιακὸ μυστήριο, σὲ χωριστὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ σὲ χωριστὴ λατρευτικὴ σύναξη, ἢ δὲν τὴν ἔχει καὶ δὲν τελεῖ τίποτα μόνος του καὶ αὐτοδύναμα ἀλλὰ συλλειτουργεῖ παντοῦ καὶ πάντοτε μὲ τὸν κάτοχό της στὸ ἴδιο ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ στὴν ἴδια λατρευτικὴ σύναξη. Τὸ «ἡμιέχειν» καὶ «ἡμιτελεῖν», ἡ μέση κατάσταση, ἐδῶ δὲν δύναται, ἀσφαλῶς, νὰ ὑπάρχει, διότι πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς ἱερατικὸ βαθμό.

Ἡ Θεία Χάρη, λοιπόν, δὲν δίνει μία ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια οὔτε δανεικὴ καὶ προσωρινὴ οὔτε μὲ δόσεις καὶ ἐνέσεις ἀλλὰ πάγια καὶ πλήρη. Οἱ δογματικὲς αὐτὲς ἠλιθιότητες, οἱ ὁποῖες, κατ' οὐσία, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, διπλασιάζουν καὶ ἐπαναλαμβάνουν δύο φορὲς τὴ μία, τὴν αὐτὴ καὶ τὴν ἰδία ἀκριβῶς χειροτονία τοῦ πρεσβυτέρου, μία φορά, εἴτε μὲ προσωρινὸ χαρακτῆρα λήψης, κτήσης καὶ χρήσης ὅλης τῆς δύναμης, εἴτε μὲ τὴ μισὴ δύναμη τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ, καὶ ἄλλη μία φορά, εἴτε μὲ μόνιμο τέτοιο χαρακτῆρα, εἴτε μὲ τὴν ἄλλη μισὴ ἱερατικὴ δύναμη τοῦ βαθμοῦ, καί, ἐνδεχομένως, ὑπολανθάνουν στὴ σκέψη τῶν ἐπιπόλαιων, εἶναι θεολογικῶς «ἀπαράδεκτες» καὶ κοινῶς «ἀστεῖες», προκαλῶντας τὸ γέλωτα τῶν σοφῶν καὶ τὴ θυμηδία τῶν συνετῶν καὶ ὑποτιμῶντας σοβαρὰ τὴ νοημοσύνη τῶν ἐκφραστῶν τους, γι' αὐτὸ καὶ θὰ πρέπει νὰ ἀπασχολήσουν σοβαρὰ τὴ θεολογικὴ (εἰ μὴ καὶ τὴν ψυχιατρική) ἐπιστήμη.

Ἡ μνημόνευση, συνεπῶς, τοῦ ὀνόματος τοῦ πρεσβυτέρου ἀρχιερέως (ἀρχιπρεσβυτέρου) ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο ἱερέα κατὰ τὴν αὐτοδύναμη ἄσκηση τῶν τελετουργικῶν του καθηκόντων καὶ τὴν τέλεση τῶν ποικίλων ἱερῶν τελετῶν δὲν ἔχει οὐδεμία σχέση μὲ τὴν ἱερατικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια ποὺ προαπαιτεῖται τελετουργικῶς προκειμένου νὰ ἐπιτελεσθοῦν (ἡ ὁποία εἶναι αὐτονόητο ὅτι πρέπει νὰ προκατέχεται ὁλόκληρη ἀπὸ τὸν τελετουργό τους, ἐφόσον αὐτὸς τὶς τελετουργεῖ αὐτοδύναμα, σὲ χωριστὸ ἱερὸ ναὸ καὶ θυσιαστήριο καὶ σὲ χωριστὴ μυστικὴ καὶ λατρευτικὴ σύναξη, αὐτὸς καὶ μόνος, χωρὶς νὰ συλλειτουργεῖ μὲ τὸν ἀρχιερέα, εἰ δὲ μή, δὲν θὰ καταστεῖ δυνατὸ νὰ ἐπιτελεσθοῦν καὶ θὰ μείνουν ἀτέλεστες ἢ ἡμιτέλεστες) ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἱεροκανονικὴ καὶ τυπικὴ ἄδεια τῆς τελέσεώς τους καὶ τὴν τυπικὴ ἀναγνώριση τῆς οἰκείας ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, στὰ πλαίσια τῆς «συμβατικῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας».

Ἔτσι, συμφώνως πρὸς τὴν τυπικὴ διάταξη τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ἱερεὺς (πρεσβύτερος) μνημονεύει τὸ ὄνομα τοῦ οἰκείου ἀρχιερέως (ἀρχιπρεσβυτέρου ἢ ἐπισκόπου), ὁ ἐπίσκοπος, τὸ ὄνομα τοῦ οἰκείου ἐπαρχιούχου ἀρχιεπισκόπου (μητροπολίτου), ὁ μητροπολίτης, τὸ ὄνομα τοῦ οἰκείου πατριάρχου, ἢ τῆς οἰκείας ἱερᾶς συνόδου, ὁ δὲ πατριάρχης, τὸ ὄνομα τῆς ἱερᾶς πατριαρχικῆς συνόδου. Πρόκειται, ἀσφαλῶς, γιὰ διαβαθμίσεις τῶν τίτλων καὶ τῶν ὀφφικίων τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας στὰ πλαίσια τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἰδίου ἀκριβῶς βαθμοῦ ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας τοῦ Πρεσβυτέρου.

Καὶ γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἔχουμε ἐξηγήσει στὰ πλαίσια τῆς Καινορθοδόξου Δογματολογίας Μας, ἡ μὲν αὐτοχειροθεσία τοῦ Πρεσβυτέρου Τελετουργοῦ στὸν ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιερέως (ἀρχιπρεσβυτέρου) δὲν ἐπιτρέπεται καὶ σὲ περίπτωση ποὺ τελεσθεῖ ἀρχιερατικὴ χειροθεσία θὰ πρέπει νὰ τελεσθεῖ ἀπὸ ἕνα Πρεσβύτερο σὲ ἄλλο Πρεσβύτερο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐπιτρεπτὴ καὶ φυσιολογικὴ αὐτοχρισία τοῦ Πρεσβυτέρου Τελετουργοῦ στὸν ἀρχιερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο, ὅταν ἀντὶ γιὰ ἀρχιερατικὴ χειροθεσία τελεῖται ἰσοδύναμο ἀρχιερατικὸ χρῖσμα, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἀρχιερατικοῦ Μας χρίσματος, τὴν ὁποία, σὺν θεῷ, ἔχουμε συγγράψει ἐξολοκλήρου οἱ ἴδιοι καὶ δημοσιεύσει.

Στὴν περίπτωση αὐτὴ τῆς ἀρχιερατικῆς αὐτοχρισίας τοῦ Πρεσβυτέρου Τελετουργοῦ, προκειμένου νὰ τελεσθεῖ καὶ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς «κανονικὴ τελετή», προαπαιτεῖται, εἴτε κανονικὴ ἄδεια καὶ ἐξουσιοδότηση τῆς ἁρμοδίας συνοδικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, μετὰ ἀπὸ προγενομένη συνοδικὴ ἐκλογὴ τοῦ ἐν λόγῳ Πρεσβυτέρου ὡς Ἐπισκόπου, σὲ περίπτωση ποὺ ὁ ἐν λόγῳ Πρεσβύτερος ἀνήκει σὲ χριστιανικὴ ὁμολογία ποὺ διάγει τὴ διαδοχική της φάση καὶ συντρέχει ἔκτακτος καὶ κατεπείγων ἀποχρῶν λόγος ἀνάγκης, εἴτε πλήρης δογματικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀποτείχιση τοῦ ἐν λόγῳ Πρεσβυτέρου ἀπὸ αἱρετικὴ καὶ κακόδοξο ὁμολογία στὴν ὁποία προηγουμένως ἀνῆκε, μὲ ἵδρυση ἀπὸ αὐτὸν νέας καὶ ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ὁμολογίας, κατὰ συνεπῆ καὶ ἀναπόφευκτη ἐπέκταση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, σὲ περίπτωση ποὺ καὶ τὸ Παλαιορθόδοξο Δόγμα τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπιγνωσθεῖ καὶ καταγνωσθεὶ καὶ τὸ ἴδιο ὡς αἵρεση ἀπὸ Θεολόγο Πρεσβύτερο ποὺ ἀνῆκε σὲ αὐτό.

Καὶ στὶς δύο παραπάνω περιπτώσεις, οἱ ὁποῖες, ἀσφαλῶς, ἀναφέρονται μόνο σὲ ἔκτακτη καὶ κατεπείγουσα ἀνάγκη, ὑφίσταται καὶ ἀναγνωρίζεται τὸ ἱεροκανονικὸ δικαίωμα καὶ ἡ κανονικότητα τῆς ἀναθέσεως τῆς ἀρχιερατικῆς αὐτοχρισίας, εἴτε μέσῳ τῆς ἱεροσυνοδικῆς ἐξουσιοδοτήσεως, ἀπὸ τὴν οἰκεία συνοδικὴ ἀρχή, εἴτε μέσῳ τῆς ἱεροκανονικῆς ἐξουσιοδοτήσεως, βάσει καὶ κατ' ἐπέκταση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὁ ὁποῖος, ὄχι μόνο δικαιολογεῖ καὶ ἀναγνωρίζει, ἀλλὰ καὶ ἐπαινεῖ, ἐπιπλέον, τὴν αὐτεξουσιότητα καὶ τὴν πρωτοβουλία τῶν ἀποσχιστικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πρεσβυτέρου ὅταν συντρέχουν δογματικοὶ λόγοι καὶ προσβάλλεται ἀνοικτὰ καὶ ἀπροκάλυπτα τὸ ὀρθὸ δόγμα.

Ἀκόμη, ὅμως, καὶ σὲ περίπτωση ποὺ δὲν εἶχε θεσπισθεῖ ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἢ καὶ στὴν περίπτωση ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νὰ ἀποδεχθοῦν καὶ νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ὡς ἄνω συνεπῆ καὶ ἀναπόφευκτη ἐπέκτασή του, καὶ πάλι ἀναγνωρίζεται «ἐκ θεοῦ» καὶ «διὰ τῆς ἤδη ἀνατεθειμένης καὶ κεκτημένης ἱερωσύνης» τὸ ἱεροκανονικὸ δικαίωμα καὶ ἡ κανονικότητα τῆς ἀναθέσεως τῆς ἀρχιερατικῆς αὐτοχρισίας στὸ Θεολόγο Πρεσβύτερο ποὺ ἀποδεικνύει καὶ ἀποκηρύσσει ὡς αἱρετικὴ τὴν ὁμολογία στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ἀποχωρεῖ ἀπὸ ἐκείνη καὶ διακηρύσσει καὶ ἱδρύει νέα ὀρθόδοξη ὁμολογία, ἐκκλησία καὶ ἱεραρχία, δεδομένου, ὅπως ἐξηγήσαμε, ὅτι ἡ ἀρχιερωσύνη ἐμπεριέχεται «ἐν δυνάμει» μέσα στὴν ἱερωσύνη καὶ ὅτι ἡ ἱερωσύνη ἔχει ἤδη ἀνατεθεῖ στὸν ἐν λόγῳ διὰ τῆς εἰς Πρεσβύτερον χειροτονίας του, λόγῳ, δηλαδή, τοῦ σχήματος τῆς «ἐν δυνάμει ἀνατεθειμένης ἀρχιερωσύνης».

Καὶ ἐν τέλει, εἶναι ὅλως θεολογικῶς παρανοϊκὸ νὰ χρειάζεται καὶ νὰ αἰτεῖται καὶ νὰ λαμβάνει ὁ ὀρθόδοξος Πρεσβύτερος τὴν κανονικὴ ἄδεια, ἐξουσιοδότηση καὶ ἀνάθεση τῶν κακοδόξων προκειμένου νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ ὁμολογία τους καὶ νὰ ἱδρύσει τὴν ὀρθόδοξη ἢ νὰ ἐκλέγουν καὶ νὰ καθιστοῦν οἱ αἱρετικοὶ ἐπισκόπους γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους. Θὰ ἀναθέσουν οἱ κακόδοξοι στοὺς ὀρθοδόξους ἐπιγνῶστες καὶ καταγνῶστες τους τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως; Ἀναθέτει ὁ διάβολος καὶ ὁ σατανᾶς στὸ Θεὸ καὶ τὴ Θεία Χάρη; Τί ἀναμέσον σκότους καὶ φωτός, ψεύδους καὶ ἀληθείας, κακοδοξίας καὶ ὀρθοδοξίας;

Ἐν τοιαύτῃ, ἀσφαλῶς, περιπτώσει, αὐτοδίκαια «λύεται πᾶσα σύμβασις» καὶ «πᾶσα συμβατικὴ ἀνάθεσις» («συμβατικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία»), κάθε εἴδους προηγούμενη καὶ προσυναφθεῖσα συμβατικὴ σχέση τοῦ ἀποχωροῦντος Πρεσβυτέρου μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ ἰσχύει «αὐτὴ καὶ μόνη ἡ πραγματικὴ ἀνάθεσις» («πραγματικὴ ἱερατικὴ ἐξουσία») τῆς εἰς Πρεσβύτερον χειροτονίας του, τὴν ὁποία εἶχε, μέν, λάβει ἀπὸ ἐκείνους, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκ μέρους του ὁριστικὴ ἐπίγνωση καὶ κατάγνωση τῆς αἱρέσεώς τους καὶ πρὶν τὴν ὁριστική του ἀποχώρηση.

Τὸ σχῆμα, σημειωτέον, τῆς ἐν γένει ἀναθέσεως, εἴτε τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν, εἴτε τῶν ἱερατικῶν τίτλων καὶ ὀφφικίων, εἶναι ἐντελεχειακό, τριαδικὸ καὶ ἀντεπιδεικτικό, ἔχον ὡς ἑξῆς:

1. Ἀρχέτυπο: Ἀρχὴ Ἀναθέσεως: Θεία Τελεταρχικὴ Χάρη.

2. Ἔκτυπο: Μέσο Ἀναθέσεως: Χειροτονία ἢ Χειροθεσία ἢ Χρῖσμα

[(Στοιχειολογία –) Ἱερολογία – Ἱεροπραξία]

3. Ἀντίτυπο: Ἀναλήπτης: Χειροτονούμενος ἢ Χειροθετούμενος ἢ Χριόμενος

(Ἱερεύς).

Ὡς ἐκ τούτου, οὐδέποτε ὑφίσταται «αὐτανάθεσις» τῆς ἀρχιερωσύνης στὸν Πρεσβύτερο ἀφ' ἑαυτοῦ, οὔτε καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἀρχιερατικῆς αὐτοχρισίας τοῦ Πρεσβυτέρου Τελεστοῦ, ἀλλὰ «θεανάθεσις», δηλαδή, «θεόθεν ἀνάθεσις», δεδομένου ὅτι ἡ Ἀρχὴ τῆς Ἀναθέσεως εἶναι ἡ Θεία Τελεταρχικὴ Χάρη καὶ Μέσο τῆς Ἀναθέσεως ἡ ἀνάλογη (Στοιχειολογία) Ἱερολογία καὶ Ἱεροπραξία τῆς Τελετουργικῆς Ἱερωσύνης (τοῦ Πρεσβυτέρου Τελεστοῦ), τὴν ὁποία ἐπιτελοῦν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ χειροτονημένοι ὡς Πρεσβύτεροι.

Πάντα τὰ λοιπὰ ἐκτίθενται ἀναλυτικὰ στὴν ὑπ' ἀριθ. 7 / 09 – 10 – 2021 Παππική Μας Ἀπόφανση.

Τὸ ἐπιπλέον ποὺ πρέπει νὰ παραθέσουμε ἐδῶ εἶναι τὰ καθαιρετικὰ δογματικὰ κωλύματα ποὺ θὰ διαπιστώνονταν ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματος τοῦ Τριαδιανισμοῦ στὴν περίπτωση ποὺ ὁ Πρεσβύτερος Ἱδρυτής Του (Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ οἱ αὐτοί), πρὶν τὴν ἵδρυσή Του, εἶχε λάβει τὴν ἀρχιερωσύνη μὲ ἐκλογὴ καὶ ἀνάθεση ἀπὸ συνοδικὸ σχῆμα τοῦ αἱρετικοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ:

1. Τὸ καθαιρετικὸ δογματικὸ κώλυμα τῶν ἱερολογούμενων δογματικῶν ὅρκων ἐμμονῆς στὴ δογματικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση τῆς ὁμολογίας τοῦ Παλαιορθοδόξου Δόγματος τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, τοὺς ὁποίους ὅρκους (συνθῆκες πίστεως) ἱερολογεῖ καὶ ὑπογράφει κάθε παλαιορθόδοξος ἀρχιερεὺς κατὰ τὴν τελετὴ τῆς ἀρχιερατικῆς του καταστάσεως.

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὁ ἱερὸς ἱδρυτὴς θὰ καθίστατο ἔνορκος καὶ ἔμμονος στὴν παλαιορθόδοξο αἵρεση καὶ σὲ σχέση μὲ τὸ καινορθόδοξο δόγμα θὰ ὄφειλε καθαίρεση γιὰ δύο λόγους:

α΄. Καὶ ὡς ἔνορκος καὶ ἔμμονος στὴν παλαιορθόδοξο αἱρετικὴ παράδοση.

β΄. Καὶ ὡς βλάσφημος κατὰ τῆς ἱερωσύνης του καὶ τῆς θείας τελεταρχικῆς χάριτος, διότι θὰ χρησιμοποιοῦσε τὴν ἱερωσύνη του καὶ τὴ θεία τελεταρχικὴ χάρη προκειμένου νὰ ἱερολογήσει δογματικοὺς ὅρκους ἐμμονῆς καὶ ἀμετανοησίας στὴν αἵρεση.

2. Τὸ καθαιρετικὸ δογματικὸ κώλυμα τῆς διπλοχειροτονίας στὸν ἤδη κεκτημένο κορυφαῖο ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ Πρεσβυτέρου, σύμφωνα μὲ ὅσα προειπώθηκαν.

Τὰ κατὰ τὸ καινορθόδοξο δόγμα καθαιρετικὰ αὐτὰ δογματικὰ κωλύματα θὰ ἐμπόδιζαν τὸν ἱερὸ ἱδρυτὴ νὰ προβεῖ στὴν ἵδρυσή του, διότι, ἔτσι, θὰ ὄφειλε πρῶτα καθαίρεση καὶ δέσμευση ἔναντί του καὶ ἔπειτα ἀποκατάσταση καὶ ἀποδέσμευση, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι θὰ ἔπρεπε ὁ ἴδιος νὰ τελέσει τὴν τελετὴ τῆς ἀρσιχειρίας (καθαιρέσεως) καὶ νὰ καθαιρέσει καὶ νὰ δεσμεύσει τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἡ μὲν αὐτοκαθαίρεση καὶ ἡ αὐτοδέσμευση εἶναι δυνατὴ γιὰ τὸν Πρεσβύτερο, ὅπως καὶ ἡ αὐτοχειρία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ αὐτοαποκατάσταση, ὅμως, καὶ ἡ αὐτοαποδέσμευση τοῦ Πρεσβυτέρου, σαφῶς, ἀδύνατη.

Ἐν τέλει, διὰ τῆς παρούσης Παππικῆς Ἀποφάνσεώς Μας, προάγουμε καὶ ἐπαυξάνουμε τὴν ἱεροκανονικὴ ἰσχὺ τοῦ ἀπὸ 6ης Ἀπριλίου 2022 Παππικοῦ Κανονικοῦ Γράμματός Μας καὶ σχετικὰ μὲ τοὺς κληρικοὺς τῆς Ὁμολογίας Μας, ὁρίζουμε γενικῶς τὰ αὐτὰ καὶ τὰ ἑξῆς:

1. Οἱ ἄνδρες, εἴτε ὁμοφυλόφιλοι, εἴτε ἑτεροφυλόφιλοι, θὰ γίνονται δεκτοὶ καὶ στοὺς ἑπτὰ κατ' ἄνθρωπον βαθμοὺς τῆς κλίμακος τῶν βαθμῶν τῆς ἱερατικῆς δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, ὅπως αὐτοὶ ὁρίζονται ὄντως ὀρθοδόξως στὰ δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τοῦ Καινορθοδόξου Δόγματός Μας, ἔχοντες ὡς ἑξῆς:

ΙV. Ὑπερτελὴς Θεία Ἱερωσύνη.

η΄. Πρεσβύτατος Ὑπερτελεστὴς Θεός.

ΙΙI. Ὁλοτελὴς Εἰδικὴ Ἱερωσύνη.

ζ΄. Πρεσβύτερος (Ἐπι) Τελεστὴς Ἱερεύς.

ΙΙ. Ἡμιτελὴς Μέση Ἱερωσύνη.

στ΄. Πρέσβυς Ὑποτελεστὴς Διάκονος.

ε΄. Ὑπηρέτης Ὑποδιάκονος.

δ΄. Διδάσκαλος Προφήτης Ἢ Κῆρυξ.

γ΄. Ἑταῖρος Ἀναγνώστης.

β΄. Μαθητὴς Ψάλτης.

Ι. Ἀτελὴς Γενικὴ Ἱερωσύνη (Χρῖσμα).

α΄. Μαθητίας Μύστης (Πιστός).

( * τὸ «μαθητίας» ἐδῶ μὲ τὴν ὑποκοριστικὴ ἔννοια, καθὼς τὸ «ἀστερίας», καὶ ὄχι μὲ τὴ μεγεθυντικὴ ἔννοια, ὅπως τὸ «τολμητίας»)

2. Οἱ γυναῖκες, εἴτε ὁμοφυλόφιλες, εἴτε ἑτεροφυλόφιλες, θὰ γίνονται δεκτὲς καὶ στοὺς ἕξι πρώτους ἐκ τῶν ἑπτὰ κατ' ἄνθρωπον βαθμῶν, πλὴν τοῦ ἑβδόμου καὶ τελευταίου ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ Πρεσβυτέρου, δηλαδή, μέχρι καὶ τοῦ ἕκτου βαθμοῦ τοῦ Διακόνου. Γιὰ ἀποχρῶντες δογματικοὺς λόγους, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λαμβάνουν τὸ πλήρωμα τῆς κατ' ἄνθρωπον ἱερωσύνης καὶ νὰ χειροτονοῦνται στὸν ἕβδομο καὶ κορυφαῖο κατ' ἄνθρωπον βαθμὸ τοῦ Πρεσβυτέρου Ἱερέως.

Ἐγκρίνουμε, λοιπόν, δογματολογικῶς καὶ ἐπιτρέπουμε ἱεροκανονικῶς, ἐφαρμόζοντες τὴν «ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία» («κατ' οἰκονομίαν»), τὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν, στὰ δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς Ὁμολογίας Μας, ἱκανοποιοῦντες, ἔτσι, ἕνα χρόνιο καὶ δίκαιο αἴτημα τῆς ἀντιρατσιστικῆς κοινωνιολογίας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει συλλήβδην τὴν Ὁμολογία Μας, ἀλλὰ μέχρι τοῦ σημείου ἐκείνου καὶ τοῦ βαθμοῦ στὸν ὁποῖο δὲν καταλύεται ἡ ὄντως ὀρθόδοξη καινορθόδοξη δογματολογία Μας, μέχρι δηλαδὴ καὶ τὸν ἕκτο ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ Διακόνου. Ἔτσι καὶ οἱ γυναῖκες θὰ χειροτονοῦνται ἕως καὶ Διάκονοι καὶ θὰ χειροθετοῦνται ἕως καὶ στὸν ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιδιακόνου.

Οἱ Παλαιορθόδοξοι, σημειωτέον, τῆς Ὁμολογίας τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, δὲν ἀποδέχονται τὶς λεγόμενες «Διακόνισσες» ὡς γυναῖκες φορεῖς τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ τοῦ Διακόνου, μὲ χειροτονία Διακόνου, ἀλλὰ μόνο ὡς ὄργανα «εἰδικῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπηρεσίας», στὴν ὁποία καθίστανται μὲ τὴν ἀνάλογη χειροθεσία, στὰ βαθμολογικὰ πλαίσια τῆς γενικῆς ἱερωσύνης (τοῦ χρίσματος).

3. Ὅσοι ἄνδρες ἔχουν κάνει ἀλλαγὴ φύλου θὰ θεωροῦνται, πλέον, ἐκκλησιαστικῶς ἀνάλογα μὲ τὴν ἐλεύθερη φυλικὴ ἐπιλογή τους, δηλαδή, ὡς γυναῖκες καί, κατὰ συνέπεια, θὰ ἰσχύουν καὶ γι' αὐτοὺς ὅλα τὰ περὶ τῶν γυναικῶν ἐκκλησιαστικῶς ὁριζόμενα.

Σὲ κάθε, ὅμως, ἀντίστροφη περίπτωση, οἱ γυναῖκες ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀλλάξουν τὸ φῦλο τους θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ θεωροῦνται ἐκκλησιαστικῶς ὡς γυναῖκες, ἐπειδή, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἡ φυλικὴ ἀλλαγὴ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι, ἐκ τῶν πραγμάτων, ἐπιτυχής.

4. Δὲν θὰ ῥασοφοροῦν κατὰ κανόνα καὶ δὲν θὰ στοχοποιοῦνται καὶ δὲν θὰ διακρίνονται καθ' οἱονδήποτε τρόπο ὡς ἱερόσχημοι (ἔνστολοι) καὶ γενικῶς, ὡς ἱερατικῶς σεσημασμένοι, φέροντες ὁποιοδήποτε ἱερατικὸ σύμβολο, ἐνῷ διάγουν μέσα στὸν κόσμο, δὲν θὰ φέρουν, δηλαδή, ἐπ' οὐδενὶ τὴν ἱερατικὴ τήβεννο (σχῆμα) τοῦ ῥάσου στὴν προσωπική, οἰκογενειακή, κοινωνικὴ καὶ ἐπαγγελματικὴ ζωή τους, οὔτε κάποια ἄλλη εἰδικὴ ἱερατικὴ στολή, οὔτε κἂν τὸ ἐλάχιστο διακριτικὸ στὴν ἐνδυμασία τους τὸ ὁποῖο θὰ προδίδει στοὺς ἄλλους τὴν ἱερατική τους ἰδιότητα, παρὰ μόνο ὅταν ὑπηρετοῦν μέσα στοὺς εὐκτηρίους οἴκους καὶ τοὺς ἱεροὺς ναούς.

Κατ' ἐξαίρεσιν, ὅμως, θὰ φέρουν τὸ σχῆμα τοῦ ῥάσου καὶ κάθε ἄλλο ἱερατικὸ ἄμφιο ἢ διακριτικὸ σύμβολο ἐκτὸς εὐκτηρίου οἴκου ἢ ἱεροῦ ναοῦ καὶ ἐντὸς τοῦ κόσμου μόνο σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις καὶ σὲ ἐπίσημες ἐκδηλώσεις ἢ παραστάσεις, βάσει πρωτοκόλλου ἐθιμοτυπίας. Ἐπίσης, δὲν θὰ εἶναι καθόλου ὑποχρεωμένοι νὰ ἀφήνουν γένια καὶ μαλλιά, ἐὰν οἱ ἴδιοι δὲν τὸ ἐπιθυμοῦν.

5. Θὰ ἐργάζονται κατὰ κανόνα καὶ θὰ ἀσκεῖ ὁ καθένας ἐλεύθερα τὸ ἐπάγγελμά του καί, ἀνάλογα μὲ τὸ ὡράριο ἐργασίας του, θὰ ἀσκεῖ ἐπιπλέον καὶ τὰ ἱερατικά του καθήκοντα στοὺς εὐκτηρίους οἴκους καὶ τοὺς ἱεροὺς ναούς. Ὅσοι περισσότεροι, ἐννοεῖται, θρησκευτικοὶ λειτουργοὶ ὑπηρετοῦν στὸν ἴδιο εὐκτήριο οἶκο ἢ ἱερὸ ναό, τόσο θὰ μειώνεται γιὰ τὸν καθένα ἀπ' αὐτοὺς καὶ ὁ χρόνος τῆς ὀφειλόμενης ἱερατικῆς ὑπηρεσίας καὶ θὰ καθίσταται δυνατὸ νὰ διευρύνεται καὶ τὸ πρόγραμμα λειτουργίας τοῦ εὐκτηρίου οἴκου ἢ ἱεροῦ ναοῦ.

Θὰ ὑπάρχουν, σημειωτέον, γιὰ συγκεκριμένους θεωρητικοὺς καὶ πρακτικοὺς λόγους ποὺ θὰ ἐξηγηθοῦν, χωριστοὶ εὐκτήριοι οἶκοι καὶ ἱεροὶ ναοὶ καὶ ἀνάλογες χωριστὲς εὐχαριστιακὲς συνάξεις, ἀφενός, γιὰ ἄνδρες, εἴτε ὁμοφυλόφιλους, εἴτε ἑτεροφυλόφιλους καὶ ἀφετέρου, γιὰ γυναῖκες, εἴτε ὁμοφυλόφιλες, εἴτε ἑτεροφυλόφιλες.

Κατ' ἐξαίρεσιν, ἀνάλογα μὲ τὶς οἰκονομικὲς συνδρομὲς ἢ τὶς δωρεὲς ἢ τοὺς ἐράνους τῶν μελῶν τῆς Ὁμολογίας ἢ ἑτέρων (ἢ καὶ τὶς κατὰ καιροὺς διδόμενες κρατικὲς ἐπιχορηγήσεις), μπορεῖ νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ δυνατότητα μισθοδοσίας ἢ παροχῆς ἐπιδόματος ἐκ μέρους τῆς Ὁμολογίας.

6. Ἡ ἱερατική τους ἰδιότητα καὶ ὑπηρεσία θὰ διακρίνεται σαφῶς καὶ αὐστηρῶς ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἰδιότητα καὶ τὴν ἰδιωτική τους ζωή.

Κατὰ συνέπεια:

α΄. Θὰ ἀπολαμβάνουν γενικῶς καὶ ἀνεξαιρέτως πλήρους ἐλευθερίας καὶ προστασίας τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καὶ κοινωνικῆς τους ζωῆς, χωρὶς αὐθαίρετες παρεμβάσεις καὶ βίαιους περιορισμοὺς ἀπὸ τὴν προϊσταμένη τους ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή. Κατὰ συνέπεια, ἀπὸ νομικὴ ἄποψη καὶ μὲ παράλληλη ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση, θὰ μποροῦν νὰ συνάπτουν πολλάκις καὶ σύμφωνα συμβίωσης καὶ πολιτικοὺς γάμους, μὲ ἕνα ἢ καὶ πλείονα πρόσωπα τοῦ ἰδίου ἢ τοῦ ἑτέρου φύλου, καθὼς καὶ νὰ παίρνουν διαζύγια ἀπεριόριστα, εἴτε πρίν, εἴτε καὶ μετὰ τὴ χειροτονία τους σὲ ὁποιονδήποτε ἱερατικὸ βαθμό, ἢ καὶ νὰ διαμένουν νομικὰ καὶ τυπικὰ ἀσυμβίωτοι καὶ ἄγαμοι, συνάπτοντες καὶ διατηροῦντες ἀτύπως τὶς ὁμοφυλοφιλικὲς ἢ ἑτεροφυλοφιλικὲς προσωπικὲς σχέσεις ἢ καὶ συμβιώσεις τους, μὲ ἕνα ἢ καὶ πλείονα πρόσωπα.

Ἀπὸ μυστικὴ (μυστηριακή) καὶ συμβολικὴ ἄποψη, στὰ δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς Ὁμολογίας Μας, ἔχουμε καταστήσει σαφὲς ὅτι τὸ κορυφαῖο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας―τὸ ὁποῖο κατανοεῖται ὀρθοδόξως ὡς «ὁλοτελὴς ἕνωση» καὶ «ὑπερφυσικὴ κράση», δηλαδή, ὡς «ὑπὲρ φύσιν καὶ κατὰ χάριν συμψυχία, συσσωμία καὶ συναιμία μετ' ἀλλήλων», στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας ὅλοι οἱ μετέχοντες ἑνώνονται μυστικῶς καὶ ὑπερφυῶς μὲ τὸ τελειότερο εἶδος ἑνώσεως, «ὁλοτελῶς», δηλαδή, «ὁμοουσιαστικῶς», σὲ μία ψυχή, ἕνα σῶμα καὶ ἕνα αἷμα, κατ' εἰκόνα καὶ κατ' ἐφαρμογὴ τοῦ θείου τριαδικοῦ ἀκράτου ὁμοουσιαστικοῦ ἀρχετύπου―ἐμπεριέχει καὶ ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὸ ἀμέσως κατώτερο μυστήριο τοῦ γάμου―τὸ ὁποῖο γίνεται ἀντιληπτὸ ὡς «ἡμιτελὴς ἕνωση» καὶ «ὑπερφυσικὴ μίξη», δηλαδή, ὡς «ὑπὲρ φύσιν καὶ κατὰ χάριν ἔνδυση μετ' ἀλλήλων»―γι' αὐτὸ καὶ ὅποιος ἔχει συμμετάσχει, ἔστω καὶ μία φορά, στὴν εὐχαριστιακὴ αὐτὴ μυστηριακὴ ὑπέρβαση τοῦ γάμου δὲν ἔχει, πλέον, καθόλου ἀνάγκη τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, ἀλλὰ τὸ ἔχει ἤδη συντελέσει καὶ κατὰ πολὺ ἔτι ὑπερβεῖ.

Συνεπῶς, μεταξὺ τῶν μελῶν τοῦ ὅλου εὐχαριστιακοῦ μυστικοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας, δὲν ἰσχύει οὔτε πορνεία οὔτε μοιχεία, διότι, ἀπὸ μυστικὴ (μυστηριακή) καὶ συμβολικὴ ἄποψη, εἶναι ἤδη ὅλοι σύζυγοι καὶ νυμφευμένοι μεταξύ τους. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, στὰ δογματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια τῆς Ὁμολογίας Μας, κηρύξαμε ἐλεύθερες καὶ αὐτονόητες, «χωρὶς ἁμαρτίας», ἀλλὰ καὶ ἀναγκαῖες τὶς «ἐσωομολογιακές» ἐρωτικὲς προσωπικὲς σχέσεις καὶ ἐπαφές, μεταξὺ ὅλων γενικὰ τῶν εὐχαριστιακῶν μελῶν τῆς Ὁμολογίας καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐρωτικὴ προσωπικὴ προτίμηση τοῦ καθενός―δεδομένου ὅτι καταδικάσαμε ὡς αἱρετικὴ τὴν ἀσκητικὴ πλάνη ὅτι δῆθεν ἡ φυσικὴ ἐρωτικὴ ἡδονὴ καὶ ἐπαφὴ ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀνήκει μόνο στὴ μεταπτωτικὴ καὶ ὄχι καὶ στὴν προπτωτικὴ φύση, ἐφόσον ἡ δοξασία αὐτὴ ἀπορρίπτει τὸ φυσικὸ ἔρωτα καὶ παραδέχεται μόνο τὸν ὑπερφυσικό, ἀρνούμενη σαφῶς τὴν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων―ἐπιδεικνύοντας, παράλληλα, ἀνοχὴ καὶ κατανόηση καὶ γιὰ τὶς ὅποιες, τυχόν, συναπτόμενες «ἐξωομολογιακές» ἐρωτικὲς σχέσεις, μεταξὺ εὐχαριστιακῶν μελῶν τῆς Ὁμολογίας καὶ ἄλλων προσώπων ποὺ δὲν εἶναι (ἀκόμη) εὐχαριστιακὰ μέλη Της, μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς πιθανῆς προσχωρήσεως καὶ ἐντάξεως καὶ ἐκείνων, λόγῳ τῶν ἰδιαιτέρων σχέσεών τους μὲ αὐτά.

Καὶ γι' αὐτὸ ἄλλωστε ἐπιτρέψαμε καὶ ἀναγνωρίσαμε καὶ τὸ σύμφωνο συμβίωσης καὶ τὸν πολιτικὸ γάμο, ἀλλὰ μόνο ὡς «νομικὴ πράξη», ἡ ὁποία ὑπολείπεται ἀκόμη, ὡς τρίτη, γιὰ τὴν ἐντελεχειακὴ ὁλοκλήρωση τοῦ τριπτύχου τῶν τριῶν καταστατικῶν πράξεων («μυστική – συμβολική – νομοκανονική») δεδομένων ἤδη τῶν δύο πρώτων καὶ ἐπ' οὐδενὶ ὡς «μυστικὴ καὶ συμβολικὴ πράξη», δηλαδή, ὡς «μυστήριο».

β΄. Ἡ δράση τῶν «οἰκείων» ἢ «παρασκηνιακῶν» προσώπων ποὺ συσχετίζονται μὲ τὴν ἰδιωτική, τὴν οἰκογενειακή, τὴν κοινωνικὴ καὶ τὴν ἐπαγγελματικὴ ζωὴ τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν τῆς Ὁμολογίας θὰ περιορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸν ἰδιωτικό, τὸν οἰκογενειακό, τὸν κοινωνικὸ καὶ τὸν ἐπαγγελματικὸ χῶρο καὶ σὲ καμία περίπτωση καὶ καθ' οἱονδήποτε τρόπο τὰ πρόσωπα αὐτὰ δὲν θὰ ἀναμειγνύονται στὴν ἄσκηση τῶν οἱωνδήποτε ἱερατικῶν καθηκόντων τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν, οὔτε θὰ τὴν ἐπηρεάζουν, οὔτε θὰ τὴν κατευθύνουν, οὔτε θὰ τὴν ἐπιβαρύνουν, οὔτε θὰ τὴν παρεμποδίζουν, ὅλοι, δηλαδή, οἱ παντοιόβαθμοι θρησκευτικοὶ λειτουργοί, κατὰ τὴν ἄσκηση τῶν παντοειδῶν ἱερατικῶν τους καθηκόντων, θὰ διάγουν «ὡσεὶ ἄγαμοι» καὶ «ὡσεὶ ἀσυμβίωτοι».

Ἐπιτρέπουμε συνεπῶς καὶ σὲ ἐγγάμους καὶ σὲ συμβιοῦντες, εἴτε ὁμοφυλοφίλους, εἴτε ἑτεροφυλοφίλους, νὰ καθίστανται στὸν ἱερατικὸ τίτλο καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἐπισκόπου καὶ γενικὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση, ἀλλὰ μόνο ὑπὸ τὴν τεθεῖσα προϋπόθεση καὶ μὲ ὑψηλὴ προσωπική τους εὐθύνη γιὰ τὴν τήρησή της.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἀπαγορεύουμε σὲ ὁποιοδήποτε τέτοιο «οἰκεῖο» ἢ «παρασκηνιακό» πρόσωπο ἀκόμη καὶ νὰ συνοδεύει ἐπίσημα καὶ ἐπιδεικτικὰ καὶ προκλητικὰ τὸν κάθε βαθμοῦ καὶ τίτλου καὶ ὀφφικίου θρησκευτικὸ λειτουργό, ὑπὸ τὴν ἱερατική του ἰδιότητα, σὲ κάθε εἴδους ἐπιφανεῖς ἐκδηλώσεις, π.χ., ὡς «ὁ σύζυγος ἢ ὁ σύμβιος τοῦ ἐπισκόπου», ἢ «ἡ σύζυγος ἢ ἡ συμβία τοῦ ἐπισκόπου».

Σὲ περίπτωση συστηματικῆς καὶ κατ' ἐπανάληψη παραβάσεως τοῦ προτεθέντος ὅρου, ὁ παραβάτης κάτοχος τοῦ ἱερατικοῦ τίτλου καὶ ὀφφικίου θὰ ἐκπίπτει ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὸν ἱερατικό του βαθμό.

7. Δὲν συγχέεται, οὔτε ἡ λεγόμενη «ἠθικὴ ἱερωσύνη», ἡ ἱερότητα, δηλαδὴ καὶ ἡ σεβαστικότητα τὴν ὁποῖα ἐπικτᾷ μέσῳ τῆς ἄσκησης τῶν ἀρετῶν καὶ ἀποπνέει πρὸς τοὺς ἄλλους ὁ λεγόμενος «ἠθικὸς ἄνθρωπος», μὲ τὴν καλούμενη «φυσική» καὶ γιὰ τὴν ἀκρίβεια «ὑπερφυσικὴ ἱερωσύνη», ἡ ὁποία εἶναι θεία ὑπερφυσικὴ ἐνέργεια τελετουργικοῦ χαρακτῆρος, ἐπικτώμενη μὲ τὴν προσήκουσα τελετὴ τῆς χειροτονίας καὶ συνεργοῦσα μὲ τὴν ἀνάλογη ἀνθρώπινη, προκειμένου νὰ ἐπιτελοῦνται τὰ μυστήρια καὶ τὰ μυστηριοειδῆ (μυστηριακὲς τελετές), οὔτε, συνεπῶς, τὰ λεγόμενα «ἠθικὰ κωλύματα», τὰ ὁποῖα κωλύουν πραγματικὰ μόνο τὴν ὁμόλογή τους «ἠθικὴ ἱερωσύνη», μὲ τὰ καλούμενα «τελετουργικὰ κωλύματα», τὰ ὁποῖα κωλύουν πραγματικὰ μόνο τὴν ἀνάλογή τους «τελετουργικὴ ἱερωσύνη».

Ἄρα, δὲν ἰσχύουν πραγματικῶς καὶ ἀντικειμενικῶς ἠθικὰ κωλύματα κωλύοντα τὴν τελετουργικὴ ἱερωσύνη, ἀλλὰ μόνο συμβατικῶς καὶ ὑποκειμενικῶς, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, «παιδαγωγικῶς», μποροῦν νὰ ὁρισθοῦν σὲ σχέση μὲ αὐτή, προκειμένου νὰ ἐξαναγκασθοῦν οἱ φορεῖς της νὰ μὴν ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἠθικὴ ἱερωσύνη καὶ νὰ μὴν τὴν περιφρονοῦν, πλήν, ὅμως, αὐτὸ δογματολογικῶς συνιστᾷ «ἠθικιστικὴ αἵρεση», συγχέουσα τὴν τελετουργικὴ ἱερωσύνη μὲ τὴν ἠθικὴ καὶ προσβάλλουσα τὸ ὀρθὸ δόγμα.

Σὲ καμία περίπτωση δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὴν αἵρεση, ἔστω καὶ ἂν ἡ ἐφαρμογή της ἔχει παιδαγωγικὴ ἀξία καί, γενικώτερα, ἡ ὀρθοδοξία δὲν ἀποδέχεται ἐπ' οὐδενὶ τὸ αἱρετικὸ δόγμα «διὰ τοῦ κακοῦ τὸ καλόν».



ΔΕΚΑΤΗ ΟΓΔΟΗ ΠΑΠΠΙΚΗ ΑΠΟΦΑΝΣΙΣ (18)


ΕΞΑΠΟΛΥΘΕΙΣΑ ΥΦ' ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΑΥΤΩΝ ΕΝ ΕΛΕΥΘΕΡΑΠΟΛΕΙ (ΚΑΛΑΜΑΙΣ)

Τῌ ΣΗΜΕΡΟΝ ΔΕΥΤΕΡᾼ 7ῌ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2022 (07-11-2022)


Η ΙΣΧΥΣ ΑΥΤΗΣ ΑΡΧΕΤΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΩΣ ΑΠΟ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΟΝ ΔΕΥΤΕΡΑΣ 7ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2022 (07-11-2022)


Ο ΠΑΛΑΙΑΣ, ΝΕΑΣ ΕΙΡΗΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΑΘΗΝΗΣ

ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ


ΙΩΑΝΝΗΣ Ι΄ Ε΄

ΙΛΑΡΙΩΝ Α΄

(Ο ΣΙΩΚΟΣ)



ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΜΕΘΙΔΡΥΣΕΩΣ ΚΑΙΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ

(ΠΑΠΠΙΚΗ ΑΠΟΦΑΝΣΙΣ 18 / 07 - 11 - 2022)